<-11. Ο Παύλος Γ’, οι Λουθηρανοί, η Βενετία και οι Τούρκοι (1534-1540) | 13. Η εκλογή τού Ιουλίου Γ’, η Σύνοδος τού Τρεντ, οι Τούρκοι και ο πόλεμος τής Πάρμας (1549-1552)-> |
12
Ο Παύλος Γ’, οι Αψβούργοι και ο Φραγκίσκος Α’, οι Τούρκοι και η σύνοδος τού Τρεντ (1540-1549)
![]() |
![]() |
Mπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί τι επίπτωση θα είχαν τα νέα τής ειρήνης μεταξύ Καρόλου Ε’ και Φραγκίσκου Α’ στην Ισταμπούλ, όπου οι φήμες μεγάλωναν πολύ την αβεβαιότητα, την οποία η γαλλική αποτυχία επικοινωνίας με την Υψηλή Πύλη δεν έκανε τίποτε για να διαλύσει. Ο Αντόνιο Ρινκόν, και πάλι Γάλλος απεσταλμένος στον σουλτάνο, βρισκόταν σε δίλημμα. Στις 7 Φεβρουαρίου 1539 έγραφε λυπημένα από την Αδριανούπολη ότι ένας Σικελός κρατούμενος είχε μόλις ενημερώσει την τουρκική κυβέρνηση, ότι σε ολόκληρο το βασίλειο τής Νάπολης, στην Απουλία, την Καλαβρία και τη Σικελία οι άνθρωποι γιόρταζαν με τις συνήθεις φωτιές χαράς (feux de joye) τη γενική ειρήνη που είχε γίνει μεταξύ Φραγκίσκου και Καρόλου και ότι με την πλήρη συνενοχή τού αυτοκράτορα, τού πάπα και των άλλων χριστιανών ηγεμόνων ο Φραγκίσκος επρόκειτο να στεφθεί αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης, ως προοίμιο για την ανακατάληψη τής Ευρώπης από τον Τούρκο. Όσο αναληθείς και απίθανες κι αν ήσαν τέτοιες αναφορές, παρατηρούσε ο Ρινκόν, οι Τούρκοι (λόγω τής συνεχιζόμενης γαλλικής σιωπής) δεν ήσαν «τόσο καλά ενημερωμένοι για το αντίθετο, αλλά θα υπάρχει πάντα στις καρδιές τους κάποια βάση για αμφιβολία και καχυποψία».1 Μάλιστα η γαλλική πολιτική πρέπει να φαινόταν αρκετά ανόητη στους Τούρκους, ώστε να περιλαμβάνει την αναβίωση από τον Φραγκίσκο τής παλαιάς διεκδίκησης των Κουρτεναί επί τού αυτοκρατορικού τίτλου.
Ο Φραγκίσκος και ο Σουλεϊμάν δεν διατηρούσαν αυταπάτες ο ένας για τον άλλον. Οι μεταξύ τους σχέσεις θερμαίνονταν ή ψυχραίνονταν, ανάλογα με το αν η ιδιοτέλεια τού ενός φαινόταν κατά περίπτωση να αντιστοιχεί με εκείνη τού άλλου. Από τούς δυο τους ο Σουλεϊμάν φαίνεται βεβαίως ότι ήταν ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος. Υπήρχαν στιγμές που η ασταθής διπλωματία τού Φραγκίσκου έτεινε να βάζει τον Ρινκόν σε μπελάδες στην Ισταμπούλ, ιδιαίτερα όταν ο Φραγκίσκος υποδέχθηκε στο Παρίσι τον Κάρολο την 1η Ιανουαρίου 1540, σε επίσημη επίδειξη αδελφικής αγάπης. Το θέαμα εξέπληξε την Ευρώπη και πρόσθεσε στις επιφυλάξεις των Τούρκων. Ο Ρινκόν έγραφε στον Μονμορενσύ από το Πέρα στις 20 Φεβρουαρίου ότι ορισμένες αντι-γαλλικές φωνές διακήρυσσαν, «ότι τώρα οι υποθέσεις τής Γαλλίας και τής Ισπανίας θα είναι το ίδιο πράγμα» (que désormais les affaires de France et d’ Εspagne ne seront qu’ une mesme chose), καθώς και ότι φαινόταν να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ηγεμόνων τής Ευρώπης για συμμαχία και από κοινού επιχείρηση εναντίον των Τούρκων.2 Ο Φραγκίσκος έλπιζε τότε για ειρηνική απόκτηση τού Μιλάνου, την παραχώρηση τού οποίου, όπως το τοποθετεί ο Ούρσου, ο Κάρολος είχε σίγουρα αποφασίσει να παραπέμψει στις ελληνικές καλένδες.3
Όταν τον Οκτώβριο τού 1540 ο Κάρολος κληροδότησε το Μιλάνο στον γιο του Φίλιππο, τελικά έγινε αρκετά σαφές στον Φραγκίσκο ότι δεν θα αποκτούσε ποτέ το μεγάλο δουκάτο παρά μόνο με κατάκτηση και έτσι επέστρεψε με εκδικητικότητα στη συμμαχία με τούς Οθωμανούς. Ο Σουλεϊμάν, ανήσυχος πάντοτε για τις σχέσεις του με την Περσία, χάρηκε με την ανανέωση τής φιλίας του με τον Φραγκίσκο, λόγω τής πιθανότητας να οδηγηθεί και πάλι ο τελευταίος σε πόλεμο με τον Κάρολο. Ο Ρινκόν, πάντοτε εχθρικός προς τον αυτοκράτορα, βρισκόταν στο στοιχείο του. Με μεγάλη επιδεξιότητα βοήθησε τούς Ενετούς, κατ’ εντολή τού Φραγκίσκου, να ρυθμίσουν ειρήνη με την Πύλη (που τελικά επικυρώθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1540), με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να προσελκυστούν στη συμμαχία εναντίον τού αυτοκράτορα ή τουλάχιστον να παραμείνουν ουδέτεροι, όταν θα ξανάρχιζε ο πόλεμος στη Δύση για το Μιλάνο.4
Για τον Σουλεϊμάν η αναγκαστική ενασχόληση τού Καρόλου με την πάλη για το Μιλάνο ερχόταν στην πιο κατάλληλη στιγμή. Η τουρκο-ενετική ειρήνη τού 1540, όπως είναι γνωστό, έδωσε τις τελευταίες πινελιές στη θλιβερή εικόνα των στρατιωτικών και ναυτικών αποτυχιών τής Δημοκρατίας στη Δαλματία, στην Ελλάδα και στα νησιά τού Αρχιπελάγους. Τώρα ήταν που οι Ενετοί παρέδιδαν τις μωραΐτικες οχυρωμένες πόλεις τού Ναυπλίου και τής Μονεμβασίας, οι οποίες είχαν αντισταθεί αποφασιστικά σε όλες τις τουρκικές προσπάθειες κατάληψης από στεριά και θάλασσα. Οι Ενετοί υποχρεώθηκαν επίσης (όπως είδαμε) να καταβάλουν στην Πύλη πολεμική αποζημίωση περίπου 300.000 δουκάτων, σε αντάλλαγμα για την οποία τούς δόθηκαν ορισμένες εμπορικές παραχωρήσεις στη Συρία και τη Μικρά Ασία.
Όμως, υπαγορεύοντας όρους στους Ενετούς, ο Σουλεϊμάν φαινόταν ότι δεν είχε ξεχάσει τα συμφέροντα τού Γάλλου συμμάχου του. Στις 7 Νοεμβρίου 1540 ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία Γκυγιώμ Πελλισιέ έγραφε στον Φραγκίσκο Α’ ότι ο ίδιος θεωρούσε πολύ καλό ότι ο Σουλεϊμάν ήταν πρόθυμος να ξεχάσει την αποζημίωση των 300.000 χρυσών νομισμάτων (écus) από τη Δημοκρατία και θα αρκούνταν στην κατοχή τού Ναυπλίου και τής Μονεμβασίας, με την προϋπόθεση ότι οι Ενετοί θα αποχωρούσαν από τη συμμαχία τους με τον Κάρολο Ε’ και θα δεσμεύονταν να μη τού δώσουν κανενός είδους βοήθεια. Εναλλακτικά ο Σουλεϊμάν θα ήταν ικανοποιημένος (όπως λεγόταν) με τα 300.000 χρυσά νομίσματα (écus), χωρίς να επιμένει για την παράδοση τού Ναυπλίου και τής Μονεμβασίας, αν οι Ενετοί ενώνονταν με τον Φραγκίσκο Α’ και τού πρόσφεραν «βοήθεια και ανακούφιση απέναντι σε όλους» (ayde et secours contre tous) (κυρίως τον Κάρολο), πρόταση την οποία κατά τον πληροφοριοδότη του Πελλισιέ οι Ενετοί επρόκειτο να αποδεχτούν.5 Κάθε αεράκι από τη Μεσόγειο έφερνε νέα φήμη στις ιταλικές καγκελλαρίες, απ’ όπου οι ξένοι πρεσβευτές έκαναν ευσυνείδητα αναφορές προς τις κυβερνήσεις τής πατρίδας τους. Στις 28 Νοεμβρίου (1540) ο Πελλισιέ έγραφε ότι οι Ενετοί ετοιμάζονταν να στείλουν 150.000 δουκάτα στην Ισταμπούλ (καταβάλλοντας μέρος τής αποζημίωσης), ενώ στη συνέχεια έμαθε ότι το Ναύπλιο παραδόθηκε στους Τούρκους (στις 20-21 Νοεμβρίου 1540) και η Μονεμβασία δύο μέρες αργότερα (στις 23 Νοεμβρίου).6
Φοβούμενος ότι οι Γάλλοι και οι Τούρκοι θα ενεργούσαν ενωμένοι εναντίον του, ο Κάρολος Ε’ ήθελε να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο στη Γερμανία. Προέτρεπε τον αδελφό του Φερδινάνδο να φτάσει σε κάποιου είδους συμφωνία με την Ένωση των Σμαλκάλντεν. Μάλιστα η ειρήνη διατηρήθηκε στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των ταραγμένων ετών 1537-1539, αν και ο πρόθυμος απεσταλμένος τού αυτοκράτορα, ο αντικαγκελλάριος Ματτίας Χελντ, είχε απειλήσει βλακωδώς τα εξοργισμένα μέλη τής Ένωσης. Στην πραγματικότητα η Προτεσταντική ένωση δεν ήταν πολύ καλά υφασμένη. Μερικά από τα μέλη της ενδιαφέρονταν ατομικά για διάφορα προβλήματα που σχετίζονταν με τα δικά τους προνόμια, δικαιώματα ιδιοκτησίας και προσδοκίες κληρονομιάς. Μια σειρά από γερμανικές πόλεις μουρμούριζαν και τραύλιζαν για την επαίσχυντη συμμαχία που είχε κάνει ο βασιλιάς τής Γαλλίας με τούς Τούρκους. Ο φεουδάρχης (landgrave) Φίλιππος τής Έσσης έκρινε ότι οι Σμαλκαλδικοί ηγεμόνες είχαν μόνο την αυτοάμυνα ως σκοπό τους και διαβεβαίωνε τη χήρα βασίλισσα Μαρία τής Ουγγαρίας, η οποία ήταν τώρα αντιβασίλισσα τού αυτοκράτορα αδελφού της στην Ολλανδία, ότι όλα τα μέλη τής Ένωσης ήσαν πρόθυμα να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα εναντίον των Τούρκων. Όμως οι Προτεστάντες πίεζαν για να κερδίσουν πλεονέκτημα, παζαρεύοντας την οικονομική τους βοήθεια κατά των Τούρκων για θρησκευτική ελευθερία.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν ανιαρά επί μήνες, αλλά τελικά κατέληξαν στην αξέχαστη «Συμφωνία τής Φρανκφούρτης» (Frankfurter Anstand) τής 19ης Απριλίου 1539, που αντιπροσώπευε μεγαλύτερη παραχώρηση προς τον Λουθηρανισμό από εκείνη που είχαν κάνει οι Αψβούργοι επτά χρόνια πριν με τη θρησκευτική ειρήνη τής Νυρεμβέργης. Καμία προσπάθεια δεν θα γινόταν για τη βίαιη αποτροπή εκείνων που είχαν αποδεχτεί την Ομολογία τού Άουγκσμπουργκ, ενώ θα υπήρχε εξάμηνη παύση των δικών που ήσαν προγραμματισμένες ενώπιον τού Ανώτατου Δικαστηρίου (Reichskammergericht). Ο αυτοκράτορας παρείχε επίσης την προοπτική δεκαπεντάμηνης επέκτασης τής νέας ειρήνης, αν οι Σμαλκαλδικοί ηγεμόνες απείχαν από περαιτέρω απαλλοτρίωση τής εκκλησιαστικής περιουσίας και από περαιτέρω προσπάθειες να προωθήσουν την ευρύτερη διάδοση τού Λουθηρανισμού. Σχεδιάζονταν διασκέψεις για να εξεταστεί τι έπρεπε να γίνει για τούς Τούρκους και με ποιον τρόπο μπορούσε να επιλυθεί το θρησκευτικό ζήτημα.7
Ο παπισμός ήταν πάντοτε αμετάκλητα αντίθετος με τέτοιες διασκέψεις, γιατί το χριστιανικό δόγμα δεν αποτελούσε θέμα συμβιβασμού ή αναθεώρησης. Μάλιστα τώρα πια οι θεολόγοι τής Βίττενμπεργκ δεν ήσαν πιο πρόθυμοι από τούς Καθολικούς να συμβιβαστούν. Τονιζόταν εν γένει ότι τα δόγματα τής Εκκλησίας ίσχυαν για ολόκληρη την ανθρωπότητα και δεν έπρεπε να τροποποιούνται ή να επαναπροσδιορίζονται για την ικανοποίηση των Γερμανών, χωρίς τη συμμετοχή Καθολικών θεολόγων από όλα τα έθνη, ενώ τα αποτελέσματα αυτών των συζητήσεων έπρεπε αναπόφευκτα να αντιστοιχούν στις αλήθειες τής πίστης που είχαν παραληφθεί, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποδοχή τους. Όταν τον Απρίλιο τού 1540 οι καρδινάλιοι Αλεσσάντρο Φαρνέζε και Μαρτσέλλο Τσερβίνι ήσαν στη Γάνδη με τον Κάρολο Ε’ και τον αδελφό του Φερδινάνδο, πιέζοντας μάλλον για Οικουμενική Σύνοδο (που θα συγκαλούνταν στην Ιταλία) και όχι για την αυτοκρατορική δίαιτα που συγκαλούσε τότε ο Κάρολος στο Σπάγιερ, ο Κάρολος απάντησε στη διαμαρτυρία τους με τολμηρή ανακοίνωση δύο πολύ σημαντικών γεγονότων: ότι οι Λουθηρανοί ηγεμόνες δεν θα συμμετείχαν σε καμία σύνοδο έξω από τη Γερμανία και ότι η σύνοδος δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει τούς φεουδάρχες τής αυτοκρατορίας σε επιδοτήσεις για τον τουρκικό πόλεμο.8
Χιλιάδες Γερμανών, Καθολικών καθώς και Λουθηρανών, είχαν πιαστεί για χρόνια στη μεγάλη ψευδαίσθηση ότι η θρησκευτική ενότητα μπορούσε να αποκατασταθεί στην Πατρίδα με εκκλησιαστική μεταρρύθμιση και θεολογικό συμβιβασμό. Πίστευαν ότι οι διασκέψεις, οι δίαιτες ή μια οικουμενική σύνοδος θα μπορούσε να αποκαλύψει τον δρόμο προς την επανένωση, σε κάποιο είδος θρησκευτικού εκλεκτικισμού, που θα ικανοποιούσε τελικά και θα καθαγίαζε όσους περιστοιχίζονταν από αμφιβολία και αναποφασιστικότητα. Δεν επρόκειτο να συμβεί έτσι. Ο Μαρτίνος Λούθηρος και ο εκλέκτορας Γιόχαν Φρήντριχ τής (Ερνεστινής) Σαξωνίας γνώριζαν ότι η τελική διάσπαση είχε έρθει, ακόμη και αν ο Κάρολος Ε’, ο δούκας Γεώργιος τής (Αλμπερτινής) Σαξωνίας, ο εκλέκτορας Γιόακιμ Β’ τού Βρανδεμβούργου και ο Φίλιπ Μελάνκτον, καθώς και ο Μάρτιν Μπούκερ, δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει το γεγονός. Ο Κάρολος Ε’ συνέχιζε να αναζητά τα μέσα για την επίτευξη τής θρησκευτικής ειρήνης που χρειαζόταν η Γερμανία, για να συνεχίσει τον αδιάκοπο ανταγωνισμό του με τον Φραγκίσκο Α’ και να διεξαγάγει τον επαναλαμβανόμενο πόλεμο με τούς Τούρκους.
Οι παραχωρήσεις στο δόγμα ή οι μεταβολές στη λειτουργία ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν, γιατί θα οδηγούσαν σε πεποιθήσεις και πρακτικές στη Γερμανία διαφορετικές από εκείνες στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Η απροθυμία και μάλιστα η άρνηση τής παπικής κούρτης να συμβιβαστεί βοήθησε να εξασφαλιστεί η επιβίωση διαφορετικών πεποιθήσεων και πρακτικών μεταξύ των Γερμανών, ενώ ο Προτεσταντισμός σταδιακά εξαπλώθηκε από τη γερμανική του πατρίδα στα εξωτερικά όρια τής Ευρώπης. Στον βαθμό όμως που το Καθολικό δόγμα παρέμενε αμετάβλητο, δεν υπήρχε περιθώριο για συμβιβασμό. Οι Λουθηρανοί αποχωρούσαν από την Εκκλησία, όχι η Εκκλησία από αυτούς.
Οι ελπίδες για επανένωση, που είχαν συνοδεύσει τον Κάρολο Ε’ και τον καρδινάλιο Γκάσπαρο Κονταρίνι στο Ράιχσταγκ τού Ρέγκενσμπουργκ, τη «δίαιτα τού Ράτισμπον», την άνοιξη τού 1541, είχαν συντριβεί από την αδυναμία συμβιβασμού ανάμεσα στον νέο Λουθηρανισμό και τον παλαιό Καθολικισμό. Η «επιστροφή» των Λουθηρανών στην αρχαία Εκκλησία αποκάλυπτε, κατά την άποψή τους, ότι διάφορα από καιρό τιμημένα δόγματα τού Καθολικισμού αποτελούσαν άσχετες και ολέθριες προσθήκες στα ουσιώδη δόγματα τής χριστιανικής πίστης. Οι Καθολικοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τούς Λουθηρανούς στη δική τους «έξοδο από τον Μεσαίωνα» (Sprung über das Mittelalter) και να εγκαταλείψουν πάνω από μια χιλιετία θρησκευτικής σκέψης και εμπειρίας. Αν και ήταν διαλλακτικός, ο Κονταρίνι ήταν επίσης Καθολικός. Γι’ αυτόν, όπως και για την παπική κούρτη, όταν έπεφταν στο τραπέζι όλα τα χαρτιά, ο Λουθηρανισμός ήταν αιρετικός και συνεπώς απαράδεκτος. Ο Κάρολος Ε’, αν και Καθολικός, ήταν επίσης ηγεμόνας μιας αυτοκρατορίας, που τώρα απειλούνταν από άλλη τουρκική εισβολή στην Ουγγαρία. Θα επανέλθουμε σύντομα στο Ράιχσταγκ τού Ρέγκενσμπουργκ, όπου οι συμμετέχοντες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επανένωση παρά για τη μεταρρύθμιση.
Όμως στον «διάλογο τού Ρέγκενσμπουργκ», με πολλή παρότρυνση από τον Κονταρίνι καθώς και από τον αυτοκρατορικό καγκελλάριο Νικολά ντε Γκρανβέλ, οι Καθολικοί θεολόγοι Εκ, Κρόππερ και Φλουγκ έφτασαν γρήγορα σε προφανή (και εκπληκτική) συμφωνία με τούς Προτεστάντες Μελάνκτον, Μπούκερ και Πιστόριους στο δύσκολο πρόβλημα τής δικαίωσης (justification), αλλά οι δύο πλευρές ακολούθησαν αμέσως τούς ξεχωριστούς τους δρόμους, όταν συζήτησαν τη θεία ευχαριστία και τη μετουσίωση. Ο Κονταρίνι, ο οποίος είχε κάνει πολλές παραχωρήσεις στη δικαίωση, ήταν ανένδοτος για την Καθολική Ευχαριστία. Οι θεολόγοι δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν το ζήτημα τής παπικής πρωτοκαθεδρίας πολύ σοβαρά. Δεν έφτασαν τόσο μακριά. Ο Μελάνκτον, που αναφερόταν στον Λούθηρο και στον εκλέκτορα Γιόχαν Φρήντριχ, ήταν γενικά ασυμβίβαστος. Η συμφωνία στο ζήτημα τής δικαίωσης (justification) σύντομα απορρίφθηκε ως υπερβολικά ασαφής τόσο στη Ρώμη όσο και στη Βίττενμπεργκ. Η διάσκεψη είχε αποτύχει. Για τούς Προτεστάντες ηγεμόνες η επανένωση των Εκκλησιών θα σήμαινε ενδεχομένως την εδραίωση τής αυτοκρατορικής εξουσίας και θα αποδεικνυόταν μεγάλο εμπόδιο για τις δικές τους εδαφικές φιλοδοξίες. Αν και οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες συνήθως κοιτάζονταν στα μάτια σχετικά με την αναγκαιότητα κοινής άμυνας εναντίον των Τούρκων, συχνά ήσαν απρόθυμοι στα Ράιχσταγκ να διαθέσουν επαρκείς επιχορηγήσεις γι’ αυτόν τον σκοπό, γιατί φοβούνταν ότι μακροπρόθεσμα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τούς πόρους τους ο ένας εναντίον τού άλλου.
Παρά το γεγονός ότι είχαν υπάρξει κραυγές για μεταρρύθμιση μέσα στην Εκκλησία από την εποχή τού παπισμού τής Αβινιόν, καθώς και πιο πρόσφατα και πιο επίμονα κατά τη διάρκεια τού μόλις παρελθόντος αιώνα (από τη Βασιλεία μέχρι το Άουγκσμπουργκ), κατά περίεργο τρόπο οι απαιτήσεις των μεταρρυθμιστών έκαναν δύσκολη τη μεταρρύθμιση. Οι καταχρήσεις έπρεπε να αναγνωριστούν πριν μπορέσουν να διορθωθούν. Όμως η αναγνώριση των καταχρήσεων έδινε πλεονέκτημα στους Προτεστάντες, οι οποίοι απαιτούσαν τη «μεταρρύθμιση» τού δόγματος καθώς και των κανόνων. Καθένας ήθελε να δει όλους τούς άλλους να μεταρρυθμίζονται. Πάντοτε είναι πιο εύκολη η συνηγορία υπέρ τής μεταρρύθμισης από την επίτευξή της. Οι Γερμανοί ηγεμονίσκοι, που δεν έκριναν απαραίτητο να διορθώσουν τίποτε, ούτε στη δική τους ζωή ούτε στον τρόπο διακυβέρνησης των υπηκόων τους, μετατρέπονταν σε πρόθυμους υποστηρικτές τής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης «στην κεφαλή και τα μέλη». Η παπική κούρτη θα ήταν ικανοποιημένη αν συνέβαλλε στην επίτευξη τής μεταρρύθμισης τής Εκκλησίας «στα μέλη» (in membris), αν μπορούσαν να βρεθούν τα μέσα για να το πράξει, ενώ ο κατώτερος κλήρος σκεφτόταν όχι αδικαιολόγητα ότι έπρεπε κανείς να ξεκινήσει από τα πάνω προς τα κάτω. Το ερώτημα ήταν, αν κάποτε ξεκινούσε το έργο τής μεταρρύθμισης, άραγε που θα κατέληγαν όλα; Η κούρτη είχε κι άλλους λόγους να είναι επιφυλακτική, πέρα από το προσωπικό της συμφέρον.
Οι Λουθηρανοί και οι Αναβαπτιστές, οι οπαδοί τού Τσβίνγκλι και οι Καλβινιστές, δεν αποτελούσαν μόνο δοκιμασία για την κούρτη και τούς Καθολικούς, αλλά αποτελούσαν και δοκιμασία ο ένας για τον άλλο. Για τούς Καθολικούς οι διαφωνίες ανάμεσα τούς Προτεστάντες αποτελούσαν απλώς απόδειξη τής αιρετικής ανακρίβειας και ανεπάρκειας των δογμάτων τους. Η αλληλοκτόνος διαμάχη τους αποτελούσε προφανή πηγή ικανοποίησης για την παπική κούρτη, αλλά ο πάπας δεχόταν επίθεση τόσο για πολιτικούς όσο και για θρησκευτικούς λόγους.
Οι νομικοί τού θρησκευτικού κανονικού δικαίου επιβεβαίωναν εδώ και αιώνες ότι ο πάπας ήταν ο ανώτατος μονάρχης τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, όχι μέλος ο ίδιος τής Εκκλησίας, αλλά πάνω από όλα τα μέλη τής Εκκλησίας. Ο Χριστός είχε δώσει στον Πέτρο την εξουσία των κλειδιών «για να σφίγγει και να χαλαρώνει» μια δικαιοδοσία, που έφτανε από τη γη στον ουρανό. Τώρα όμως το αίτημα των ηγεμόνων και τού λαού για σύνοδο αρνούνταν αυτοδικαίως (eo ipso) την πληρότητα εξουσίας τού πάπα, υποδεικνύοντας ότι η απόλυτη εξουσία βρισκόταν όχι στον πάπα, αλλά στην Εκκλησία, η οποία μπορούσε να συγκεντρώσει τη σοφία της σε σύνοδο, τής οποίας οι κανόνες και τα διατάγματα θα υπερίσχυαν των παπικών διακηρύξεων. Οι Γερμανοί ηγεμόνες και άλλοι άρχοντες, οι οποίοι βάσιζαν όλο και περισσότερο τη δική τους απολυταρχία σε θεοκρατικές βάσεις, ανυπομονούσαν να δεσμεύσουν τον πάπα με τον συνταγματικό έλεγχο μιας συνόδου. Αν ο πάπας ήταν ο εκπρόσωπος τού Χριστού, ο ηγεμόνας ήταν επίσης ο χρισμένος από τον Θεό. Η παπική κούρτη ήταν δικαιολογημένα εχθρική προς την κριτική από τη Γερμανία, από την οποία είχαν έρθει τόσα, αφού ήταν πατρίδα τής Σαλιανής δυναστείας, των Χοχενστάουφεν και τού Λουδοβίκου τού Βαυαρού.
Η κούρτη είχε πάντοτε μακρά μνήμη. Ακόμη και σήμερα ορισμένα από τα μέλη της δύσκολα συμφιλιώνονται με το ιταλικό κίνημα Αναβίωσης (Risorgimento) τού 19ου αιώνα. Από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή το κράτος είχε συχνά αναδειχθεί σε αντιπαράθεση με την Εκκλησία. Κάτω από την επίδραση των Αριστοτελείων απόψεων για τη φύση, ο Άγιος Θωμάς Ακινάτης είχε ο ίδιος δει το κράτος, τη μείζονα κοινωνική συνέπεια τού φυσικού νόμου, ως κάτι μεταβλητό και επίσης πολύ διακριτό από την Εκκλησία, την οποία ο Χριστός είχε ιδρύσει ως αμετάβλητο ομοίωμα τού θείου νόμου. Το κράτος ασχολιόταν με τούς πολίτες του και τις περιουσίες τους. Η Εκκλησία ασχολιόταν με τούς χριστιανούς και την ψυχή τους. Υποστηρίχτηκε σύντομα ότι το θέλημα τού Θεού μπορούσε να γίνεται αντιληπτό στη φύση καθώς και να προφέρεται στην αποκάλυψη. Σκοπός τού κράτους ήταν να καθιστά δυνατή την καλή ζωή για τούς πολίτες του, ενώ εκείνος τής Εκκλησίας ήταν να βοηθά να παρέχονται στους χριστιανούς τα μέσα τής λύτρωσης. Η Εκκλησία δεν είχε καμία σχέση με τη δημιουργία τού κράτους. Οι πάπες δεν είχαν καμία σχέση με τη διακυβέρνηση τού κράτους. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία αφορούσε την ψυχή τού χριστιανού, όχι την περιουσία τού πολίτη. Αλλά υπήρχαν καλοί Αριστοτέλειοι και στην παπική κούρτη και μπορούσαν να απαντήσουν ότι κανενός κράτους ο πολίτης δεν μπορούσε να έχει υψηλότερο σκοπό προς τον οποίο να κατευθύνει τη ζωή του, από το να συμμετέχει ως καλός χριστιανός στην χάρη τού Θεού και να βρίσκει μέσα από τα μυστήρια και την Εκκλησία τον δύσκολο δρόμο προς τη σωτηρία. Καθώς οι υψηλότερα διοικούσαν τούς χαμηλότερα στην ιεραρχία τής ίδιας τής φύσης, ο άνθρωπος ήταν πιο εξυψωμένος ως χριστιανός παρά ως πολίτης και μια σωστή λειτουργία τής Εκκλησίας ήταν να δείξει τον δρόμο τής δικαιοσύνης σε κάθε έθνος και σε κάθε κράτος. Όσον για την εκκλησιαστική περιουσία, πολλά χρήματα ήσαν απαραίτητα για τη διοίκηση τής Εκκλησίας, πέρα από τη διατροφή, ένδυση και εκπαίδευση τού κλήρου, την ανέγερση εκκλησιών και νοσοκομείων, την επισκευή στεγών, τις αγαθοεργίες και την προστασία ολόκληρης τής εκκλησιαστικής δομής τής χριστιανοσύνης από αδικαιολόγητες επιθέσεις και άδικους σφετερισμούς.
Πολλές προσπάθειες είχαν γίνει κατά τούς παρελθόντες αιώνες να σπρώξουν τον πάπα προς τα πάνω, στον ουρανό, όπου η αποστολική ένδεια θα μπορούσε να επιδιώκεται με υπερηφάνεια και να βιώνεται με αξιοπρέπεια. Οι υπερασπιστές τού παπισμού εκπονούσαν την απολογητική τους από την εποχή τού Ερρίκου Δ’ και τού Άρνολντ τής Μπρέσσια. Αλλά με τα χρόνια η ιδέα τής νομοθετικής εξουσίας τού λαού ή (αν θέλετε) το δόγμα τής λαϊκής κυριαρχίας είχε επίσης αναπτυχθεί, υπό την ενίσχυση τής φιλοσοφίας τού Μαρσίλιο τής Πάδουα και τής νομολογίας τού Μπαρτόλο τού Σασσοφερράτο. Ο Μαρσίλιο είχε επιτεθεί φυσικά στον παπισμό και είχε επιδιώξει να περικόψει τη δύναμη τού πάπα, όπως είχαν κάνει και ο Δάντης και ο Ιωάννης τού Παρισιού. Σε αυτόν τουλάχιστον τον σκοπό οι αντι-παπιστές είχαν αφοσιωμένους συμμάχους τούς Φρατιτσέλλι και Πέτρο Ιωάννη Ολίβι, τον Ώκαμ, τον Ουάικλιφ και τον Χους, ιδιαίτερα τον Χους. Στους δυσαρεστημένους άρεσε η διάκριση μεταξύ τής πνευματικής ή αληθινής Εκκλησίας και τού σαρκικού, παπικού θεσμού. Υπήρχε παράδοση ύβρεων περισσότερων από δύο αιώνες, πίσω από τη σταθερή επίθεση τού Λουθήρου επί τού πάπα ως Αντίχριστου.
Οι αντίπαλοι τού παπισμού γίνονταν παιχνίδι στα χέρια των ηγεμόνων. Η φροντίδα των ψυχών αποτελούσε υποχρέωση τής ιεροσύνης και τού πάπα, αλλά τα σώματα των ανθρώπων ανήκαν στον ηγεμόνα και τον βασιλιά. Ας περιόριζαν το ιερατείο και ο πάπας τις δραστηριότητές τους στην κάθαρση, στο κήρυγμα και στη διαχείριση των μυστηρίων και ας άφηναν τούς ηγεμόνες να ασκούν τις πιεστικές εξουσίες, που ήσαν απαραίτητες για να κυβερνώνται τα σώματα, τα οποία ο Θεός είχε αναθέσει στην ευθύνη τους. Αν η Εκκλησία δεν ήταν παρά πνευματικό ίδρυμα, το ιερατείο και ο πάπας δεν είχαν ανάγκη από —ούτε δικαίωμα για— τούς διάφορους φόρους και τις εκτιμήσεις (servitia), τα επιδόματα διορισμού (annates), την εισφορά τής πέννας τού Πέτρου, τούς σταυροφορικούς φόρους δεκάτης, τα φεουδαρχικά και δικαστικά έσοδα, τα πρόστιμα και τις κατασχέσεις, τις αμοιβές και τα παρόμοια, που δεν είχαν καμία σχέση με τη «φροντίδα για την ψυχή» (cura animarum) και τα οποία οι κοσμικοί ηγεμόνες βόρεια των Άλπεων ήσαν διατεθειμένοι να αναλάβουν και να χρησιμοποιήσουν, για να πειθαρχήσουν τα σώματα (corpora) των ανθρώπων, οι οποίοι έπρεπε να ζουν την καλή ζωή σε αυτή τη γη, για να απολαύσουν το όφελος τού ουρανού.
Η Ρώμη πλήρωνε τώρα το τίμημα τής φήμης της για δωροληψία. Ο Ουάικλιφ είχε αρνηθεί ότι ένας αμαρτωλός ιερέας μπορούσε να διαχειριστεί έγκυρα τα μυστήρια, ενώ υπήρχαν εκείνοι οι οποίοι, όπως ο Μπέρτολντ τού Ρόρμπαχ, αρνούνταν ότι τα μυστήρια ήσαν αναγκαία, έτσι κι αλλιώς. Ο Χους είχε αρνηθεί ότι μπορούσε κανείς να είναι εκπρόσωπος τού Χριστού ή διάδοχος τού Πέτρου, που δεν ήσαν σαν κι αυτούς στον τρόπο ζωής τους, ενώ οι Προτεστάντες μεταρρυθμιστές αρνούνταν ότι ο πάπας ήταν ο εκπρόσωπος τού Χριστού ή ο διάδοχος οποιουδήποτε άλλου εκτός από τον προκάτοχό του. Η μόδα τής ανάγνωσης τής Αγίας Γραφής ανέτρεπε γενιές θεολογικών εξαγγελιών. Όπως το έβλεπαν οι Μεταρρυθμιστές, η Προτεσταντική πίστη αμφισβητούσε το Καθολικό διάταγμα. Η Προτεσταντική συνείδηση αμφισβητούσε την Καθολική εντολή. Καθώς προχωρούσε αργά ο 16ος αιώνας, λίγη ανοχή μπορούσε να βρεθεί και στις δύο πλευρές. Όλα ήσαν πολύ τραγικά, προετοιμάζοντας το έδαφος για τούς λεγόμενους πολέμους τής θρησκείας, αλλά ακόμη και με τη σοφία τής εκ των υστέρων γνώσης, δεν θα μπορούσε να υποδειχτεί τρόπος, με τον οποίο θα είχαν αποφευχθεί αυτές οι συγκρούσεις. Η θρησκεία λειτουργούσε συχνά ως προκάλυμμα άλλων κινήτρων. Η γερμανική αντιπάθεια για τούς Ιταλούς, η γαλλική αντιπάθεια για τούς Αψβούργους και η αντιπάθεια των Μεταρρυθμιστών για τον παπισμό διαιρούσαν τη χριστιανοσύνη σε εχθρικά στρατόπεδα και εξέθεταν την ανατολική και νότια Ευρώπη σε τουρκικές επιθέσεις.
Ο Προτεσταντισμός είχε εξαπλωθεί στην Ουγγαρία, όπου οι μεγιστάνες είχαν καταβάλει μεγάλο τίμημα στη διάρκεια των ετών για την ανυποταξία τους και την αγάπη τους για φατριαστικές διαμάχες. Σίγουρα, όμως, εν μέρει μόνο ήσαν υπεύθυνοι για τις κακοτυχίες τους. Μία αιτία των προβλημάτων τους ήταν προφανής: ήσαν οι κοντινοί γείτονες των Τούρκων. Μάλλον κανένα κράτος στην Ευρώπη δεν είχε πολιτικούς θεσμούς τόσο ισχυρούς, ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά κάτω από τις αδιάκοπες επιθέσεις των Τούρκων. Τώρα οι συνθήκες στην Ουγγαρία είχαν γίνει ιδιαίτερα άσχημες. Ο Ιωάννης Ζαπόλυα είχε πεθάνει ύστερα από σοβαρή ασθένεια (στις 20-21 Ιουλίου 1540), αφήνοντας ένα γιο βρέφος. Τρεις παρατάξεις σχηματίστηκαν αμέσως, από τις οποίες η πρώτη υποστήριζε την πολυετή αξίωση τού Φερδινάνδου των Αμβούργων στον θρόνο, η δεύτερη επιδίωκε να διατηρήσει το βασίλειο για τον γιο τού Ζαπόλυα και η τρίτη βιαζόταν να ολοκληρώσει αυτούς τούς πολέμους τής διαδοχής, αναγνωρίζοντας την άμεση επικυριαρχία των Τούρκων.9
Το ουγγρικό βασιλικό θησαυροφυλάκιο, αν όχι και τη βασιλική εξουσία, ανέλαβε μετά τον θάνατο τού Ζαπόλυα ο Παυλικιανός μοναχός-υπουργός «αδελφός Γεώργιος» Μαρτινούτσι, ο οποίος παρέμεινε για λίγο στη δική του επισκοπή τού Γκροσβαρντάιν με 12.000 ιππείς και φέρεται ότι έχει στείλει στην Υψηλή Πύλη τον ουγγρικό φόρο υποτέλειας 300.000 κορωνών, μαζί με συσσωρευμένες καθυστερούμενες οφειλές. Στη συνέχεια ξεκίνησε με 1.000 άνδρες για να ενωθεί με τη χήρα βασίλισσα Ισαβέλλα στη Βούδα, όπου λέγεται ότι είχε κρατήσει το βρέφος-διάδοχο τού Ζαπόλυα πάνω από την κολυμβήθρα. Πίστευαν ότι ο Μαρτινούτσι βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την Υψηλή Πύλη. Ο Σουλεϊμάν σκεφτόταν προφανώς την προσάρτηση τής Ουγγαρίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως η γαλλική επιρροή στην Υψηλή Πύλη και η προθυμία τού σουλτάνου να αφήσει έναν ημι-ανεξάρτητο προμαχώνα μεταξύ τής επικράτειάς του και των εδαφών των Αψβούργων οδήγησε για κάποιο διάστημα στην αναγνώριση τού βρέφους Ιωάννη Σίγκισμουντ ως βασιλιά τής Ουγγαρίας, με την επιφύλαξη τουρκικού φόρου υποτέλειας 50.000 κορωνών, τον οποίο πλήρωνε ο Ζαπόλυα. Μάλιστα λεγόταν ότι ο Σουλεϊμάν είχε συμφωνήσει, σε περίπτωση θανάτου τού Ιωάννη Σίγκισμουντ, να τον διαδεχθεί στον θρόνο ο τρίτος γιος τού βασιλιά τής Γαλλίας, ο Κάρολος, δούκας τής Ορλεάνης, τού οποίου εξεταζόταν τότε ο γάμος με τη νεαρή χήρα τού Ζαπόλυα, την Ισαβέλλα τής Πολωνίας.10 Αυτό θα έβαζε ένα γαλλικό πιόνι στα χέρια τού Σουλεϊμάν, πιόνι που ο Φραγκίσκος δεν φαινόταν πρόθυμος να δώσει στον καλό του φίλο και αδελφό στην Ισταμπούλ. Στο μεταξύ, καθώς ο Σουλεϊμάν έκανε μεγάλες προετοιμασίες για επίθεση στον Φερδινάνδο,11 έστειλε τον Ρινκόν στη Γαλλία στα τέλη Νοεμβρίου, αφού τού είχε χορηγήσει δίωρη ή τρίωρη ακρόαση, «πράγμα που δεν είχε κάνει ποτέ για κανέναν άνθρωπο στον κόσμο», για να προσπαθήσει να πείσει τον Φραγκίσκο να επιστρέψει σε κατάσταση πολέμου με τον Κάρολο.12
Ο Ρινκόν έφτασε στη Βενετία στα μέσα Ιανουαρίου (1541) και προσπάθησε μάταια να πείσει τούς πολιτικούς τής Γαληνοτάτης να πάρουν το μέρος τής Γαλλίας και τής Τουρκίας.13 Είναι γνωστό ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα ήθελαν να τον παρεμποδίσουν στο ταξίδι τής επιστροφής του στη γαλλική αυλή.14 Όμως οι Ενετοί δεν ήθελαν προβλήματα και η Γερουσία τού πρόσφερε φρουρά πενήντα πανόπλων ανδρών με δαπάνη τού κράτους, για να τον συνοδεύει καθώς διέσχιζε ενετικό έδαφος. Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, ο Πελλισιέ, ενημέρωσε τον βασιλιά του ότι η απόφαση τής Γερουσίας υπέρ τής διάθεσης φρουράς για τον Ρινκόν είχε περάσει με 133 ψήφους επί συνόλου 138. Από τις υπόλοιπες πέντε ψήφους μόνο δύο ήσαν κατά τής πρότασης (car les trois aultres sont demeurées non sincères, c’ est- à-dire de nulle opinion), πράγμα το οποίο, όπως ανέφερε ο Πελλισιέ, προξενούσε ιδιαίτερη έκπληξη στους φιλο-αυτοκρατορικούς.15
Δραστήριος πρέσβης ο Πελλισιέ, ήξερε τη Βενετία του. Ήταν γεννημένος ραδιούργος και είχε διαφθείρει τούς γραμματείς τόσο τής Γερουσίας όσο και τού Συμβουλίου των Δέκα. Περισσότερες από 400 επιστολές διασώζονται από την περίοδο τής ενετικής του πρεσβείας. Αποκαλύπτουν πόσο πολύ καλά ενημερωμένος ήταν, αν και όπως όλοι οι πρεσβευτές ανέφερε στους εντολείς του πολλές αβάσιμες φήμες. Αλλά έπαιζε επικίνδυνο παιχνίδι. Στους Ενετούς πατρίκιους απαγορευόταν από τον νόμο κάθε κοινωνική συναναστροφή με τούς απεσταλμένους των ξένων δυνάμεων, οι οποίοι εύρισκαν ότι η πόλη ήταν ένα από τα καλύτερα κέντρα στην Ευρώπη για απόκτηση πληροφοριών. Ο Πελλισιέ, όπως θα έδειχναν τα γεγονότα, έκανε κατάχρηση τής διπλωματικής του θέσης, ήταν πολύ γενναιόδωρος στη διανομή δωροδοκιών και φιλοδωρημάτων και προφανώς διατηρούσε ερωμένη παρά το επισκοπικό του αξίωμα. Στα τέλη Αυγούστου 1542 υποχρεώθηκε τελικά να εγκαταλείψει τη Βενετία μέσα σε σχεδόν εξεγειρόμενα πλήθη και την έξαψη τής αγανάκτησης μιας κυβέρνησης, που ήταν από καιρό εξοικειωμένη με την παράβαση των νόμων από τούς δεσποτικούς απεσταλμένους τής Γαλλίας και τής Ισπανίας.16 Παρ’ όλα αυτά ο Φραγκίσκος Α’ εξοργίστηκε με την απόλυση τού Πελλισιέ. Στις 30 Οκτωβρίου 1542 η Γερουσία προειδοποίησε τον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ ότι αναμφίβολα ο Φραγκίσκος είχε γράψει στους εκπροσώπους του στην Υψηλή Πύλη «… από τις ψευδείς πληροφορίες που είχε από τον πρεσβευτή του [Πελλισιέ]» (che faccino officio alieno dalla verità per la falsa informatione habuta dal suo ambassator). Ο βαΐλος έπρεπε να ενημερώσει τούς πασάδες για την ανυπόφορη συμπεριφορά τού Γάλλου πρεσβευτή στη Βενετία και να υπογραμμίσει τη συνεχιζόμενη καλή διάθεση τής Δημοκρατίας προς τον βασιλιά τής Γαλλίας. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η Γερουσία δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση, από το να απαιτήσει την ανάκληση τού Πελλισιέ. Ο Φραγκίσκος θα καταλάβαινε τελικά την κατάσταση, «επειδή η αλήθεια έχει μέσα της τέτοια δύναμη, ώστε με τον καιρό καθίσταται σαφής και πρόδηλη».17 Μάλιστα όταν τα μέλη τού νοικοκυριού τού Πελλισιέ είχαν σηκώσει όπλα εναντίον αξιωματικών τής Δημοκρατίας, η δημόσια κατακραυγή εναντίον του είχε γίνει τόσο μεγάλη, που η Γερουσία είχε αναγκαστεί να τοποθετήσει φρουρά γύρω από το σπίτι του για δύο μέρες και δύο νύχτες. Έτσι τουλάχιστον έγραφε η Γερουσία στον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ, όπου φυσικά ο λοχαγός Πολέν, τον οποίο θα συναντήσουμε σύντομα, έλεγε διαφορετική ιστορία για την ενετική αστυνομία και τούς στρατιώτες, που είχαν φυτευτεί γύρω από το σπίτι τού πρεσβευτή τής χριστιανικότατης μεγαλειότητάς του.18
Στο μεταξύ ο Ρινκόν είχε φύγει από τη Βενετία στις 2 Φεβρουαρίου (1541). Συνοδευόμενος από μεγάλη συνοδεία για την προστασία του, πήγε μέσω Ελβετίας στη Γαλλία, όπου στις 5 Μαρτίου βρήκε την αυλή στη Μπλουά.19 Οι επικοινωνίες μεταξύ τού βασιλιά τής Γαλλίας και τού σουλτάνου κρατούνταν μυστικές, αλλά δεδομένου ότι ο τελευταίος είχε αποφασίσει να επιτεθεί στον Φερδινάνδο στην Ουγγαρία και την Αυστρία και ο βασιλιάς να επιτεθεί στον Κάρολο στο Ρουσσιγιόν και τη Ναβάρρα, υπήρχε υποχρεωτικά φιλία μεταξύ τους. Τίμησαν πολύ τον Ρινκόν στη γαλλική αυλή και τον έκαναν άρχοντα τής Μπελλβίλ.20 Όμως έφυγε γρήγορα από την αυλή (στις 8 Μαΐου), για να επιστρέψει μέσω Βενετίας στην Ισταμπούλ. Πέρασε περισσότερο από ένα μήνα στη Λυών, φροντίζοντας τις από καιρό παραμελημένες υποθέσεις του. Στη συνέχεια, για να κερδίσει χρόνο, αποφάσισε με κάποιες επιφυλάξεις να πάει μέσω βόρειας Ιταλίας και όχι μέσω κάποιων από τις ελβετικές διαβάσεις προς το ενετικό έδαφος.
Έχοντας φύγει από το Τορίνο, ο Ρινκόν προχωρούσε προς τα ανατολικά κατά μήκος τού Πάδου μαζί με τον γαλλόφιλο Γενουάτη Τσέζαρε Φρεγκόζο, όταν πέντε περίπου μίλια πριν από την Παβία συνελήφθησαν και οι δύο στις 3 Ιουλίου (1541) από τρεις καραβιές ενόπλων ανδρών, που είχαν σταλεί από τον Αλφόνσο ντε Άβαλος, μαρκήσιο τού Βάστο, αυτοκρατορικό κυβερνήτη τού Μιλάνου. Σύμφωνα με άλλη περιγραφή συνελήφθησαν από άνδρες τού Βάστο, που βρίσκονταν σε σκάφος δεμένο στην όχθη, το οποίο είχαν καλύψει με φύλλα και κλαδιά για να κρυφτούν, καθώς οι Ρινκόν και Φρεγκόζο κατέβαιναν τον Πάδο (des gens du marquis du Guast, qui estoient en une barquette estant à la rive du Pau, couverte de fueilles et rameaulx). Υπήρχαν φήμες ότι οι δύο αιχμάλωτοι είχαν οδηγηθεί πρώτα στην Παβία και από εκεί στο κάστρο τού Μιλάνου. Ο ντελ Βάστο ομολογούσε απόλυτη άγνοια και αθωότητα για την όλη υπόθεση (προς μεγάλη αγανάκτηση τού Πελλισιέ, τού Γάλλου πρεσβευτή στη Βενετία), υποστηρίζοντας ότι ο αυτοκράτορας Κάρολος δεν ήθελε να παρεμβαίνει στη διέλευση ξένων πρεσβευτών. Οι Γάλλοι σύντομα ισχυρίστηκαν ότι γνώριζαν τα ονόματα των Ισπανών που είχαν εμπλακεί στην επίθεση, τη φρουρά στην οποία ανήκαν, πού είχαν τοποθετήσει τα άλογά τους κατά τις τρεις ημέρες που παραφύλαγαν στις όχθες τού ποταμού, τα ονόματα των πιλότων τού ποταμόπλοιου που είχαν χρησιμοποιήσει και ούτω καθεξής. Αργότερα λεγόταν ότι οι Ρινκόν και Φρεγκόζο είχαν δολοφονηθεί με εντολή τού αυτοκράτορα, αλλά ο θάνατός τους αποκρύφτηκε για περισσότερο από δύο μήνες. Η υπόθεση προκάλεσε τεράστια αναταραχή21 από την Ισταμπούλ μέχρι το Λονδίνο. Λεγόταν ότι ο πάπας Παύλος Γ’ είχε σκανδαλιστεί εντελώς.22 Στις αρχές Οκτωβρίου το μυστήριο τής απαγωγής των Ρινκόν και Φρεγκόζο είχε ξεκαθαριστεί με την ανακάλυψη των σωμάτων τους κοντά στον τόπο όπου είχαν συλληφθεί.23 Το αδιαμφισβήτητο γεγονός τής δολοφονίας των εκπροσώπων τού βασιλιά τής Γαλλίας δεν βοηθούσε στη συμφιλίωσή του με τον αυτοκράτορα, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για το σκάνδαλο.
Σε μια εποχή που απαιτούσε την προσωπική γοητεία των διπλωματών της, ο επιδέξιος Ρινκόν, τον οποίο ο Σουλεϊμάν είχε βρει πιο ελκυστικό από κάθε άλλον δυτικό απεσταλμένο που είχε δεχτεί ποτέ στην Υψηλή Πύλη, ξεχώριζε μεταξύ των συναδέλφων του. Μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει να κινείται με άνεση και ανθρωπιά από τόπο σε τόπο στην Ισταμπούλ, μελετώντας τις αναφορές τής τελευταίας του πρεσβείας (που εκτείνεται από τις 3 Ιανουαρίου 1540 μέχρι τις 5 Μαρτίου 1541). Αυτές οι αναφορές αποκαλύπτουν πολλά για το είδος τής ζωής που ζούσε ένας πρεσβευτής στην τουρκική πρωτεύουσα κατά τα μέσα τού 16ου αιώνα. Οι δραστηριότητες ενός πρεσβευτή δεν ήσαν χωρίς δαπάνες, αλλά το κόστος ήταν ασήμαντο σε σχέση με τα κέρδη, τα οποία ένας έξυπνος διπλωμάτης μπορούσε να αποκομίσει για το κράτος ή τον ηγεμόνα του. Ο Ρινκόν έκανε δώρα με υπολογισμένη γενναιοδωρία, αλλά αναμφίβολα τα συνόδευε με πολύ ευγενικές χειρονομίες, όπως ρόμπες από μετάξι, σατέν, βελούδο, δαμασκηνό ύφασμα και χρυσοΰφαντο για τούς πασάδες, καθώς και φιλοδωρήματα σε σειρά κατώτερων αξιωματούχων και υπηρετών τής Πύλης. Πρόσεχε πολύ, ώστε να θυμάται εκείνους που χρειαζόταν για βοήθεια σε μουσουλμανικές γιορτές, γάμους και παρόμοιες περιπτώσεις. Πρόσφερε συμπόσιο για τον εορτασμό τής ενετικής ειρήνης με την Πύλη (για την οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος), ενώ κατέγραφε προσεκτικά στους λογαριασμούς του το κόστος τής μεσιτείας του για τούς θρησκευτικούς στην Ιερουσαλήμ, για αιχμάλωτους Γάλλους ναυτικούς, για την εξαγορά χριστιανών σκλάβων στην Τυνησία ή για την ανάκτηση εμπορευμάτων που είχαν κατασχεθεί από Τούρκους αξιωματικούς σε κάποια μακρινή πόλη.
Ο Ρινκόν πλήρωνε για τη μετάφραση ιταλικών εγγράφων στα τουρκικά, αντάμειβε τούς διερμηνείς του και έκανε δώρα στον καδή (cady juge) τού Πέρα για την ειδική προστασία που έπαιρνε αυτός και η οικογένειά του. Ο πρώτος γιατρός τού σουλτάνου είχε πάρει χρυσή αλυσίδα αξίας πενήντα κορωνών. Καθώς ο Ρινκόν ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Γαλλία στα μέσα Νοεμβρίου 1540, επιθυμούσε να διατηρήσει την εύνοια προς τη γαλλική υπόθεση τού ισχυρού Λούτφι πασά, τού πεθερού τού σουλτάνου και μεγάλου βεζύρη, απέναντι στον ερχομό τού Τζερόμ Λάσκι στην Ισταμπούλ. Λίγο καιρό πριν από αυτό ο Λάσκι είχε εγκαταλείψει την υπηρεσία τού αχάριστου Ζαπόλυα για εκείνη τού Φερδινάνδου των Αψβούργων. Έμπειρος στο διπλωματικό παιχνίδι, ο Λάσκι έμοιαζε με τον Ρινκόν από πολλές απόψεις. Ο τελευταίος δεν είχε χαρεί μαθαίνοντας για την άφιξή του στην Ισταμπούλ στις 31 Οκτωβρίου. Ο Λούτφι πασάς ήταν αποδέκτης πολλών δώρων από τον Ρινκόν, μεταξύ των οποίων και μιας πολύ όμορφης και πλούσια διακοσμημένης υδρογείου σφαίρας (ung mappamondy faict en sphera), η οποία είχε κατασκευαστεί ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό στη Βενετία. Τη σφαίρα συνόδευε βιβλίο που εξηγούσε τη λειτουργία της, ενώ και τα δύο μαζί είχαν κοστίσει ενενήντα κορώνες, σύμφωνα με τούς λογαριασμούς τού Ρινκόν, αλλά λεγόταν ότι άξιζαν εκατόν πενήντα. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από την τουρκική αυλή, ο Ρινκόν έκανε μεγάλη ποικιλία δώρων σε εκείνους, υψηλού και χαμηλού βαθμού, στους οποίους επιθυμούσε να αφήσει ευχάριστη ανάμνηση τής παρουσίας του ανάμεσά τους. Τελικά τού κόστισε 144 κορώνες για να μισθώσει δώδεκα άλογα για το ταξίδι από την Ισταμπούλ στη Ραγούσα και 180 κορώνες για τέσσερα εξοπλισμένα πλοία, για να τον μεταφέρουν από τη Ραγούσα στη Βενετία.24
Διάδοχος τού Ρινκόν ως Γάλλος απεσταλμένος στην Πύλη ήταν ένας αποφασιστικός και πολυμήχανος τυχοδιώκτης, ο Αντουάν ντεζ Εσκαλέν, συνήθως γνωστός ως λοχαγός Πολέν, ο οποίος έγινε κατά τα επόμενα χρόνια βαρώνος ντε λα Γκαρντ και τον οποίο έχει επαινέσει ιδιαίτερα ο αυλικός χρονικογράφος Μπραντόμ. Ο Πολέν έσπευσε στη Βενετία, όπου έφτασε στις 27 Ιουλίου (1541), ενώ αναχώρησε στις 18 Αυγούστου, αφού δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία από εκείνη τού Ρινκόν στην προσπάθεια να δελεάσει τούς Ενετούς να εισέλθουν στη γαλλο-τουρκική συμμαχία. Πηγαίνοντας μέσω Σεμπένικο (Σίμπενικ) συνέχισε προς Ουγγαρία όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι Τούρκοι είχαν ήδη εισβάλει στη χώρα. Ο Σουλεϊμάν εισήλθε επίσημα στην πρωτεύουσά της, τη Βούδα (Όφεν-Πεστ), στις 2 Σεπτεμβρίου 1541. Στην προσευχή τής Παρασκευής μετέτρεψε τον καθεδρικό ναό τής Σάντα Μαρία σε τζαμί. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη μάχη τού Μόχατς φαινόταν ότι η Βούδα είχε μετατραπεί σε τουρκική πόλη.25 Στις δραστηριότητες τού Πολέν θα επιστρέψουμε.
Όταν οι Τούρκοι πήραν τη Βούδα, καταστράφηκαν όλοι οι οικονομικοί λογαριασμοί και τα μητρώα τού ουγγρικού ταμείου. Τουλάχιστον αυτό υποστήριζε επίμονα ο αδελφός Γεώργιος Μαρτινούτσι στον βασιλιά Φερδινάνδο, ο οποίος τον εξαίρεσε και τον απάλλαξε από λογοδοσία για τη διαχείρισή του στο αξίωμα τού ταμία.26 Η πτώση τής Βούδας ήταν σημαντικό γεγονός για άλλους πιο σημαντικούς λόγους. Προκάλεσε κατακραυγή συναγερμού σε όλη τη Γερμανία. Η προτεσταντική αντίδραση ήταν ιδιαίτερα έντονη, υποκινούμενη από τον φόβο για τούς Λουθηρανούς στη Σιλεσία. Το ζήτημα των Τούρκων (Türkenfrage) ήταν από καιρό ένα από τα κύρια θέματα στην ημερήσια διάταξη όλων των Ράιχσταγκ. Για χρόνια όμως οι Λουθηρανοί είχαν χρησιμοποιήσει την τουρκική απειλή ως όπλο εναντίον των Αψβούργων, αποσπώντας από αυτούς παραχωρήσεις, που γίνονταν με μεγάλη απροθυμία ως αντίτιμο τής προτεσταντικής βοήθειας εναντίον των επιδρομών τού σουλτάνου στην Ουγγαρία και την Αυστρία. Ακριβώς όπως η αναμονή τής δεύτερης εκστρατείας τού Σουλεϊμάν κατά τής Αυστρίας το 1532 είχε υποχρεώσει τον Κάρολο Ε’ να χορηγήσει επίσημη αναγνώριση στη θρησκευτική και πολιτική ύπαρξη τού Λουθηρανισμού με την ειρήνη τής Νυρεμβέργης, έτσι και πάλι το 1535, όταν ο Κάρολος σχεδίαζε την εκστρατεία τής Τυνησίας, είχε θεωρήσει φρόνιμο να επιβεβαιώσει το σύμφωνο τού Κάνταν (1534) που είχε συνάψει ο αδελφός του Φερδινάνδος με τούς Λουθηρανούς ηγεμόνες, το οποίο αποδεχόταν την αποκατάσταση τού δούκα Ούλριχ στη Βίρττεμπεργκ, παρά το γεγονός ότι είχε γίνει Λουθηρανός στα χρόνια μετά την απέλασή του από το δουκάτο (το 1519). Ο Φερδινάνδος είχε συμφωνήσει στην ειρήνη τού Κάνταν σε αντάλλαγμα για την υπόσχεση των Λουθηρανών ηγεμόνων για βοήθεια εναντίον των Τούρκων στην Ουγγαρία και για την αναγνώρισή του από αυτούς ως βασιλιά των Ρωμαίων. Χωρίς τον φόβο τού Φερδινάνδου για τούς Τούρκους στην Ουγγαρία και την προβλεπόμενη ναυτική εκστρατεία τού Καρόλου εναντίον των μουσουλμάνων στην Τύνιδα, οι Λουθηρανοί δεν θα είχαν εξασφαλίσει το σύμφωνο τού Κάνταν, που είχε εισαγάγει τον Προτεσταντισμό στα νότια γερμανικά κράτη.
Τώρα η τρίτη εισβολή τού Σουλεϊμάν στην Ουγγαρία το καλοκαίρι τού 1541 ανάγκαζε τον Κάρολο, με οποιαδήποτε ανειλικρίνεια και επιφυλάξεις, να υποκύψει στους ευαγγελικούς ηγεμόνες στη μυστική διακήρυξη τού Ρέγκενσμπουργκ (στις 29 Ιουλίου), η οποία αφαιρούσε οριστικά τούς εδαφικούς και νομικούς περιορισμούς από τον Λουθηρανισμό και επέτρεπε θεωρητικά τον διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο τής αυτοκρατορίας (Reichskammergericht) ακόμη και Γερμανών Προτεσταντών. Κατά τη διάρκεια των μακρόσυρτων εβδομάδων συζητήσεων και διαφωνιών στο Ρέγκενσμπουργκ, όλη η μόρφωση και η διακριτικότητα, η ειλικρίνεια και η ευσπλαχνία τού παπικού λεγάτου, τού καρδινάλιου Γκάσπαρο Κονταρίνι, δεν είχαν αρκέσει για να συμφιλιώσουν τη Ρώμη και τη Βίττενμπεργκ. Τα εμπόδια ήσαν οι διαφωνίες σχετικά με τη μετουσίωση (transubstantiation) και τη θεία ευχαριστία, την αγαμία, τη λατρεία των αγίων, τον μοναχισμό, το καθαρτήριο πυρ (purgatorium) και το δόγμα τής παπικής πρωτοκαθεδρίας. Οι Προτεστάντες επέμεναν για σύνοδο στη Γερμανία και θα αρνούνταν να αποδεχτούν παπική προεδρία στη σύνοδο. Οι Καθολικοί θα συγκαλούσαν τη σύνοδο στην Ιταλία (η Βιτσέντσα είχε καταστεί προτιμώμενος τόπος), ενώ ο Κονταρίνι ανέμενε ότι θα συμμετείχε ο ίδιος ο πάπας. Οι εργασίες τής συνόδου, όπως όλοι οι δογματικοί ορισμοί, έπρεπε να υπόκεινται στην θεϊκά θεσπισμένη αυθεντία τής Αγίας Έδρας.27 Ο τρόπος με τον οποίο οι επιδρομές τού Σουλεϊμάν βοηθούσαν να προστατευτεί ο Λουθηρανισμός, σε αυτή την περίπτωση καθώς και σε άλλες, είναι ευρέως γνωστός, αλλά συνιστά πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό ζήτημα, όπως θα σημειωθεί και πάλι στον τελευταίο τόμο μας. Ο αδιάκοπος ανταγωνισμός μεταξύ Αψβούργων και Βαλώνων έπαιζε επίσης το παιχνίδι τόσο των Λουθηρανών όσο και των Τούρκων, γιατί η στρατιωτική καθώς και η θρησκευτική άμυνα τής Γερμανίας απαιτούσε ειρήνη μεταξύ Καρόλου Ε’ και Φραγκίσκου Α’. Οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης είχαν δυσάρεστη επίγνωση των γεγονότων, τα οποία ήσαν περισσότερο από προφανή, αλλά τα οποία ο Παύλος Γ’ συνέχιζε να υπογραμμίζει στις λεγατινές οδηγίες που δόθηκαν στον Κονταρίνι με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1541,28 γιατί με την εδραίωση τής ειρήνης ο Αψβούργος και ο Βαλώνος μονάρχης θα μπορούσαν να διώξουν τούς Τούρκους από την Ευρώπη και να ανακτήσουν «όλα τα βασίλεια και εδάφη» (regna tot et terrae), που είχαν πέσει κάτω από το μισητό λάβαρο τής ημισελήνου.29
Μακροπροθέσμως η θρησκευτική διαφωνία στη Γερμανία ήταν προφανώς καταστροφική για την αυτοκρατορική ενότητα και ως εκ τούτου επιζήμια για τα συμφέροντα των Αψβούργων. Αλλά μπορεί κανείς να εξετάσει το τρίγωνο των δυνάμεων που λειτουργούσαν στη Γερμανία, Λουθηρανούς, Καθολικούς και Αψβούργους, από μια άλλη και πιο άμεση οπτική γωνία. Αν και ο Φερδινάνδος είχε πιαστεί μεταξύ αντιμαχόμενων πλευρών στη γερμανική θρησκευτική σύγκρουση, έδειχνε συχνά κάποια ικανότητα και αποκόμιζε κάποιο κέρδος χρησιμοποιώντας τη μια πλευρά εναντίον τής άλλης. Οι περισσότεροι Γερμανοί λαϊκοί, Καθολικοί καθώς και Προτεστάντες, όπως και οι ευαγγελικοί κήρυκες, εύκολα συγκρατούσαν την επιθυμία τους για επίθεση κατά των Τούρκων πέρα από τα όρια τής αυτοκρατορίας. Όμως οι Καθολικοί σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, προκειμένου να μειώσουν την εξάρτηση τού Φερδινάνδου από τούς «αιρετικούς», ενέκριναν για αυτόν μεγαλύτερη επιδότηση σε προμήθειες από εκείνη που θα είχαν εγκρίνει ποτέ χωρίς το κίνητρο τής έχθρας τους απέναντι στον Λουθηρανισμό. Οι Λουθηρανοί κτηματίες και ηγεμόνες, όπως κάθε εύκολα αναγνωρίσιμη μειοψηφία, ήσαν αρκετά ευαίσθητοι στη δύναμη τής κοινής γνώμης. Δεν τολμούσαν να επιτρέψουν στους Καθολικούς να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό κίνδυνο μόνοι τους και γι’ αυτό ενέκριναν τη χορήγηση στον Φερδινάνδο προμηθειών, τις οποίες πάλι πιθανότατα δεν θα είχε λάβει αν δεν υπήρχε η εχθρότητα μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Η εχθρότητα εκδηλώνεται συχνά ως αντιπαλότητα. Σε αυτή την περίπτωση ο Φερδινάνδος ήταν ο ωφελημένος καθώς και το θύμα αυτής τής αντιπαλότητας.
Όπως προειδοποιούσε τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’ κάποιος Νίκολας Λε Μπρον σε ποίημα που δημοσιεύτηκε στην Αμβέρσα το 1541, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις έπρεπε να προετοιμάζονται για πόλεμο. Αν οι χριστιανοί δεν επιτίθεντο στους Τούρκους, θα δέχονταν οι ίδιοι επίθεση. Η ανθρωπότητα απλώς δεν ήξερε με ποιόν τρόπο να διατηρήσει την ειρήνη:30
Να προετοιμάζουν οι τεχνίτες των όπλων, λαμπερές σιδερένιες λεπίδες.
Αν δεν κάνετε πόλεμο στους Τούρκους, θα κάνουν εκείνοι πόλεμο.
Αυτή είναι φυλή ανδρών που δεν ξέρει να σταματήσει τον πόλεμο…
(Arma parent fabri, splendescat ferreus ensis:
Si non bella moves in Turcas, bella movebunt.
Tale hominum genus est, quod marte quiescere nescit…)
Υπήρχε γενική συμφωνία στη Γερμανία ότι τουλάχιστον μια σωστή άμυνα ήταν αναγκαία κατά των Τούρκων. Ο εκλέκτορας Γιόακιμ Β’ τού Βρανδεμβούργου ήταν ιδιαίτερα εμφατικός στις δηλώσεις τού για αυτή την ανάγκη, αλλά δυστυχώς για τούς χριστιανούς στην Ανατολική Ευρώπη μεγάλο μέρος τής Ουγγαρίας μετατράπηκε το φθινόπωρο τού 1541 σε τουρκική επαρχία με τη Βούδα ως πρωτεύουσά της. Η βασίλισσα Ισαβέλλα και ο μικρός της γιος Ιωάννης Σίγκισμουντ στάλθηκαν στη Λίποβα (ουγγρικά Λίππα), στην αριστερή όχθη τού ποταμού Μούρες, κοντά στα σύνορα τής Τρανσυλβανίας, με την αμφίβολη διαβεβαίωση ότι κάποια μέρα, όταν το αγόρι ενηλικιωνόταν, θα μπορούσε να κυβερνήσει το βασίλειο ως διάδοχος τού πατέρα του. Η τουρκική κατοχή τής Βούδας πρόσφερε εύκολη πρόσβαση στα σύνορα τής Αυστρίας. Στο μεταξύ ο Κάρολος είχε κατέβει στην Ιταλία, είχε διασκεφθεί επί μακρόν με τον πάπα Παύλο Γ’ στη Λούκκα και στη συνέχεια ξεκίνησε την κακότυχη εκστρατεία τής Αλγερίας (τον Οκτώβριο και Νοέμβριο τού 1541), στην οποία λεγόταν ότι παραλίγο να χάσει τη ζωή του.31
Ο σουλτάνος και ο βασιλιάς τής Γαλλίας, πρόθυμοι να αποκομίσουν κέρδος από τις κακοτυχίες των Αψβούργων, ανέπτυσσαν σχέδια για κοινές επιθέσεις κατά τού Φερδινάνδου και τού Καρόλου. Κατά τούς πρώτους μήνες τού 1542 ο λοχαγός Πολέν, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη, επέστρεψε εσπευσμένα στη Γαλλία και βρισκόταν σύντομα καθ’ οδόν προς Ισταμπούλ μέσω Βενετίας, όπου γίνονταν και πάλι προσπάθειες να εξασφαλιστεί η υποστήριξη τού Συμβουλίου των Δέκα κατά τού αυτοκράτορα, ο οποίος είχε πια επιστρέψει στην Ισπανία. Τα γαλλο-τουρκικά σχέδια πρόβλεπαν εισβολή τού σουλτάνου στα εδάφη τού Φερδινάνδου με στρατό δύναμης όχι μικρότερης από 60.000 άνδρες και αποστολή εναντίον τού Καρόλου στόλου από 150 περίπου γαλέρες με κανόνια πάνω τους, τριάντα φούστες και δύο πλοία μεταφοράς. Ο Φραγκίσκος υποσχόταν να επιτεθεί στην Φλάνδρα, να λεηλατήσει τις ακτές τής Ισπανίας με ναυτική δύναμη και να διαθέσει στόλο σαράντα γαλερών και είκοσι άλλων πλοίων (με δύναμη πεζικού πάνω τους), για να βοηθήσει τούς Τούρκους στα ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου.32 Μάλιστα ο Φραγκίσκος κήρυξε δημοσίως τον πόλεμο στον Κάρολο (στις 10 Ιουλίου 1542), πριν βεβαιωθεί πόσο καρποφόρες είχαν αποβεί οι διαπραγματεύσεις τού Πολέν στην Ισταμπούλ.33
Οι Ενετοί ήσαν αποφασισμένοι να παραμείνουν έξω από τη σύγκρουση. Έπρεπε να βηματίζουν πολύ προσεκτικά με τούς Αψβούργους και τούς Τούρκους, ιδιαίτερα με τούς τελευταίους. Αυτοκρατορικά φιρμάνια που εκδόθηκαν προς τον δόγη Πιέτρο Λάντο στις 28 Ιανουαρίου και στις 7 Φεβρουαρίου 1542 αποδέχονταν τη συνέχιση τής τουρκο-ενετικής ειρήνης ύστερα από αίτηση τού πρέσβη Αλβίζε Μπαντοέρ, αλλά υπενθύμιζαν στον δόγη ότι από την αποζημίωση 300.000 δουκάτων που είχε συμφωνηθεί στη συνθήκη τού 1540, μόνο 100.000 είχαν παραδοθεί στην Πύλη. Η Δημοκρατία έπρεπε να πληρώσει το υπόλοιπο τού χρέους. Στο μεταξύ ο σουλτάνος επιβεβαίωνε τις «διομολογήσεις» και ζητούσε νέα από το Ριάλτο και τις γειτονικές περιοχές.34
Κινήσεις με σημασία γίνονταν σχεδόν σε κάθε αυλή στην Ευρώπη. Είναι δύσκολο για έναν αναγνώστη ή συγγραφέα να καταγράψει ακόμη και τις πιο σημαντικές από αυτές. Ο πάπας Παύλος Γ’ και ο Ερρίκος Η’ τής Αγγλίας εργάζονταν σε σταθερή διαφωνία μεταξύ τους. Ο Παύλος προσπαθούσε να συμφιλιώσει τον αυτοκράτορα και τον βασιλιά τής Γαλλίας, ενώ ο Ερρίκος έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για την αύξηση τής μεταξύ τους εχθρότητας, προκειμένου να αναγκαστεί καθένας από τούς δύο να τού προσφέρει όρους συμμαχίας.35 Η προσοχή μας πρέπει να στρέφεται συνεχώς προς τη Ρώμη, όπου παρακολουθούσαν κάθε κίνηση με προσοχή. Αν και ήταν προφανές ότι υπό τις περιστάσεις των ανανεωμένων εχθροπραξιών μεταξύ Καρόλου Ε’ και Φραγκίσκου Α’ θα υπήρχε ελάχιστη ή καθόλου προοπτική επιτυχούς σύγκλησης οικουμενικής συνόδου, ο Παύλος Γ’ επέμενε στην πρόθεσή του να το επιχειρήσει. Έχει αναπόφευκτα διατυπωθεί η άποψη ότι το άγχος τού Παύλου να συγκαλέσει τη σύνοδο γεννιόταν από την παραδοχή ότι στην πραγματικότητα είχε ελάχιστη ή καμία πιθανότητα πραγματοποίησης. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 26 Απριλίου 1542, ο Παύλος είχε προσθέσει τον Τζιοβάννι Σαλβιάτι στην επιτροπή των εννέα καρδιναλίων, που είχε θεσπίσει τον Ιανουάριο τού 1538 για την αντιμετώπιση των «υποθέσεων που σχετίζονται με τη σύνοδο».36
Τώρα πια ο πάπας και οι καρδινάλιοι είχαν αποφασίσει να συγκαλέσουν την πολυπόθητη και πολυσυζητημένη σύνοδο στο Τρεντ, «επειδή ήταν καλύτερα», έγραφε ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε στις 28 Απριλίου (1542), «να συγκληθεί η σύνοδος στο Τρεντ, με τη διαβεβαίωση ότι η Γερμανία ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο και καλύτερο μέρος της θα συγκεντρωθεί εκεί, αντί να γιορτάσουμε τη σύνοδο σε κάποιο άλλο μέρος, χωρίς τούς Γερμανούς».37 Εξάλλου δύο μέρες αργότερα ο Μαντοβάνος εκπρόσωπος στη Ρώμη, ο Νίνο Σερνίνι, έγραφε στον κύριό του καρδινάλιο Έρκολε Γκονζάγκα (ο οποίος απέφευγε την κούρτη λόγω τής εχθρότητάς του με τον Παύλο Γ’) ότι στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 26ης Απριλίου ο πάπας είχε διατάξει την προετοιμασία και αποστολή βούλλας σύγκλησης τής Συνόδου στο Τρεντ. Τότε είχε συζητηθεί το ερώτημα ποιος θα επιλεγόταν ως λεγάτος. Τέσσερις διαφορετικοί καρδινάλιοι είχαν προταθεί, «αλλά ο Θεός γνωρίζει αν θα χρειαστούν λεγάτο», πρόσθετε ο Σερνίνι. «Αν ο Τούρκος έχει γίνει τόσο ισχυρός όσο λέγεται, πρέπει να σκέφτονται τον πόλεμο και όχι τη σύνοδο».38
Ο καρδινάλιος Τζάκοπο Σαντολέτο συνέταξε τη γνωστή βούλλα με ημερομηνία 22 Μαΐου 1542 (ημέρα που ο Σαλβιάτι τη διάβασε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο), συγκαλώντας τη σύνοδο τού Τρεντ την ερχόμενη 1η Νοεμβρίου, ημέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων. Η βούλλα έδινε ιδιαίτερη έμφαση στον τουρκικό κίνδυνο, τον οποίο, σχεδόν όπως τον Λούθηρο, ο Παύλος Γ’ έβλεπε ως θεομηνία τού Θεού κατά τής χριστιανοσύνης για τις αμαρτίες και τα κακά μιας πολεμοχαρούς και αμετανόητης Ευρώπης (Dei videlicet ira peccatis nostris imminente). Η Ρόδος είχε χαθεί, η Ουγγαρία είχε ρημαχτεί, η Ιταλία είχε υποστεί επιθέσεις, η Αυστρία και η ανατολική Αδριατική δέχονταν ασταμάτητα επιθέσεις από στεριά και θάλασσα. Καθώς οι χριστιανικοί λαοί εξαπέλυαν τούς πολέμους τους και έτρεφαν μίσος ο ένας για τον άλλον, ο άγρυπνος Τούρκος εύρισκε ατέλειωτες ευκαιρίες για επίθεση και λεηλασία. Καθώς οι χριστιανικές τύχες πλήττονταν από τα θυελλώδη κύματα τής αίρεσης και τού πολέμου, η Αγιότητά του, ο οποίος είχε κληθεί στο πηδάλιο τής κιβωτού τού Πέτρου και είχε τοποθετήσει όλη την εμπιστοσύνη του στον Παντοδύναμο, είχε αποφασίσει να εφαρμόσει για τα δεινά τής χριστιανικής κοινοπολιτείας τη θεραπεία την οποία είχαν τόσο συχνά χρησιμοποιήσει οι προκάτοχοί του: την Οικουμενική Σύνοδο. Είχε ήδη προσπαθήσει να συγκαλέσει μια τέτοια σύνοδο στη Μάντουα τον Μάιο τού 1537, αλλά απρόσμενες και αντίξοες συνθήκες τον είχαν υποχρεώσει να αναβάλει τις εργασίες τής Συνόδου και να αναζητήσει άλλο τόπο για τη σύγκλησή της: «Στο μεταξύ ο σκληρός και σταθερός εχθρός μας, ο Τούρκος, έχει επιτεθεί στην Ιταλία με μεγάλο στόλο, κατέλαβε πολλές πόλεις κατά μήκος των ακτών τής Απουλίας, τις λεηλάτησε και τις λαφυραγώγησε και πήρε μαζί του ανθρώπινη λεία [στη σκλαβιά]…». Παρά τις προφανείς ανάγκες τής χριστιανοσύνης, οι επόμενες προσπάθειες τού πάπα να συγκαλέσει σύνοδο στη Βιτσέντσα και να συμβιβάσει τον Κάρολο και τον Φραγκίσκο στη Νίκαια είχαν αποτύχει. Δεν είχε καταστεί δυνατό να συγκληθεί η σύνοδος. Τώρα ο Κάρολος και ο Φραγκίσκος βρίσκονταν και πάλι στο χείλος τού πολέμου. Οι συνθήκες στην Ευρώπη επιδεινώνονταν. Η αίρεση δεν υποχωρούσε. Ο τουρκικός κίνδυνος αυξανόταν. Τοποθετώντας την ελπίδα του στον Θεό για την εξεύρεση λύσεων σε αυτά τα προβλήματα ανθρώπινης αδυναμίας, ο Παύλος είχε τώρα επιλέξει το Τρεντ ως τόπο τής γενικής συνόδου, που επρόκειτο να συγκληθεί την 1η Νοεμβρίου.39 Η παπική βούλα κλήτευσης τού ανώτερου κλήρου και των ηγεμόνων στο Τρεντ σκοπίμως στρεφόταν περισσότερο κατά των Τούρκων παρά κατά των Λουθηρανών, γεγονός στο οποίο οι ιστορικοί τής Συνόδου δεν έχουν πάντοτε δώσει την αρμόζουσα έμφαση.
Στην παπική κούρτη υπήρχε η υποψία ότι η βούλλα δεν θα τύχαινε καλής υποδοχής από τον βασιλιά τής Γαλλίας ή από τον αυτοκράτορα. Η δημοσίευση είχε προφανώς αρχικά προγραμματιστεί για την 1η Ιουνίου (1542),40 αλλά μια επιστολή από τον καρδινάλιο Φαρνέζε προς τον Τζιρολάμο Καποντιφέρρο, τον παπικό νούντσιο στη Γαλλία, δείχνει ότι η δημοσίευση καθυστέρησε στην πραγματικότητα μέχρι τις 29 Ιουνίου.41 Ο Φραγκίσκος Α’ υποδέχθηκε θυμωμένα τη βούλλα όταν τού κοινοποιήθηκε το περιεχόμενό της, όπως είχε ο Καποντιφέρρο τη θλιβερή ευκαιρία να γράψει στον Φαρνέζε στις 24 Ιουλίου. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να επιτρέψει τη δημοσίευσή της στη Γαλλία, δηλώνοντας ότι το Τρεντ είχε επιλεγεί ως τόπος τής Συνόδου χωρίς τη συγκατάθεσή του, ότι το Τρεντ ήταν αυτοκρατορική πόλη και ανασφαλής για την προσωπική του συμμετοχή στη σύνοδο και μη ασφαλής για Γάλλους ιεράρχες, και ότι «ήξερε καλά ότι αυτό γινόταν με πρωτοβουλία τού αυτοκράτορα και προς όφελός του».42 Παρά το γεγονός ότι ο Φερδινάνδος των Αψβούργων, τού οποίου οι κτήσεις απειλούνταν περισσότερο από τούς Τούρκους και παρενοχλούνταν από τούς Λουθηρανούς, θα μπορούσε να εκφράσει μεγάλη ικανοποίηση για «τους λόγους και τις αιτίες» (idque ob eas causas et rationes), που είχαν οδηγήσει τον πάπα να συγκαλέσει τη σύνοδο στο Τρεντ,43 η βούλλα σύγκλησης μικρή εντύπωση έκανε στη δίαιτα που συγκεντρώθηκε στη Νυρεμβέργη τον Αύγουστο (1542), όπου οι Προτεστάντες αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια τού πάπα και οι Καθολικοί τη δυνατότητα πραγματοποίησης συνόδου, όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος μεταξύ Φραγκίσκου και Καρόλου.44 Η βούλλα συνάντησε περισσότερη δυσπιστία παρά ενθουσιασμό σε όλη την Ευρώπη, από την Πορτογαλία μέχρι την Πολωνία, ενώ πρέπει να υπήρχαν πολύ λίγοι πολιτικοί σε οποιαδήποτε πρεσβεία ή αυλή το μεσοκαλόκαιρο τού 1542, με αρκετή πολιτική διορατικότητα ώστε να προβλέψουν ότι στην πραγματικότητα σύντομα θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες από όλες τις εκκλησιαστικές συνόδους.
Στο μεταξύ από τη Ρώμη έρχονταν οι συνήθεις αναποτελεσματικές εκκλήσεις για ειρήνη. Στις 26 Αυγούστου 1542 ο Παύλος Γ’ έγραφε στον Κάρολο για τις μεγάλες ελπίδες που έτρεφε από τη μεγαλειότητά του, αλλά όλες οι παπικές προσπάθειες για τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ευρώπη, τώρα περισσότερο από ποτέ, δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο Παύλος είχε στείλει τον καρδινάλιο Σαντολέτο στη Γαλλία και έστελνε τον Μιγκέλ ντε Σίλβα, τον καρδινάλιο τού Βιζέου στην Ισπανία, για να παροτρύνει και τούς δύο μονάρχες να πάρουν υπόψη τους την ασφάλεια τής Ευρώπης εν όψει τού κοινού κινδύνου.45 Όμως στις 25 Αυγούστου, ένα μήνα πριν παραδώσει ο καρδινάλιος τού Βιζέου την επιστολή τού πάπα, ο ίδιος ο Κάρολος είχε γράψει στον πάπα, σχετικά με την παραλαβή από αυτόν τής βούλλας (της 22ας Μαΐου 1542) που συγκαλούσε τη σύνοδο που θα γινόταν στο Τρεντ. Ο Παύλος είχε σημειώσει στη βούλλα τις από καιρό προσπάθειές του προς το συμφέρον τής ειρήνης μεταξύ Φραγκίσκου και Καρόλου, αλλά ο τελευταίος τώρα διαμαρτυρόταν ότι ο πάπας αντιμετώπιζε τον Φραγκίσκο σαν άσωτο υιό, για τον οποίο έσφαζε τον μόσχο τον σιτευτό. Ο Φραγκίσκος δεν άξιζε ίσης μεταχείρισης με αυτόν σε μια τέτοια δημόσια δήλωση, γιατί ο Κάρολος ήταν ο υπάκουος γιος, που έφερε τα βάρη τού μεγάλου νοικοκυριού τής χριστιανοσύνης.46 Οι αιτίες τού πολέμου έπρεπε να είναι πολύ γνωστές στην Αγιότητά του. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας μηχανορραφούσε συνεχώς στη Γερμανία και στην Ιταλία, στην Ουγγαρία και στην Πύλη. Απαιτούσε το Μιλάνο σε αντίθεση με τις ρητές διατάξεις των προηγουμένων συνθηκών, ενώ συνωμοτούσε εναντίον τής Πιατσέντσα και τής Πάρμα, τής Λούκκα και τής Σιένα.47 Στις 29 Σεπτεμβρίου (1542) ο Κάρολος απάντησε στην επιστολή τού πάπα τής 26ης Αυγούστου. Ο δυστυχής καρδινάλιος τού Βιζέου, έλεγε, μπορούσε να είχε γλιτώσει το μακρύ ταξίδι. Αν ο πάπας είχε ήδη λάβει την επιστολή του τής 25ης Αυγούστου, τότε τού είχε ήδη απαντήσει. Η Αγιότητά του και όλος ο κόσμος ήξεραν ποιος ευθυνόταν για τον πόλεμο. Οι γαλλικές σχέσεις με τον Τούρκο αποτελούσαν σκάνδαλο.48
Η αποστολή τού Σαντολέτο στον Φραγκίσκο Α’ δεν ήταν πιο επιτυχημένη από εκείνη τού Μιγκέλ ντε Σίλβα στον Κάρολο, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Μονσόν τής Αραγωνίας.49
Ο Κάρολος Ε’ δεν υπερέβαλλε για τη γαλλική συνεννόηση με τούς Τούρκους. Ο Σουλεϊμάν είχε στείλει τον «σκλάβο» του, τον δραγουμάνο Γιουνούς μπέη στη Βενετία, για να κερδίσει την υποστήριξη τής Δημοκρατίας υπέρ τής Γαλλίας, τής οποίας ο βασιλιάς, έλεγε, ήταν δεμένος με δεσμούς διαρκούς φιλίας με την Υψηλή Πύλη. Όμως η ενετική κυβέρνηση επέλεξε να διατηρήσει ουδέτερη πολιτική και να επιβεβαιώσει την προσήλωσή της στα υφιστάμενα σύμφωνα. Η κοντινή παρουσία ισπανικών κτήσεων στη βόρεια Ιταλία υποχρέωνε τη Βενετία να παραμένει σε φιλικές σχέσεις με τον Κάρολο, στον οποίο παρ’ όλα αυτά ο δόγης είπε ότι οι Ενετοί δεν θα διέθεταν ούτε στρατιωτικές δυνάμεις, ούτε χρήματα. Όμως ο δόγης είχε δώσει εντολή να παραδοθούν προμήθειες στην οχυρωμένη πόλη Μαράνο επί τής ομώνυμης λιμνοθάλασσας (Λαγκούνα ντι Μαράνο), την οποία ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε πάρει από τον Φερδινάνδο, ενώ ο δόγης διαβεβαίωνε τον Σουλεϊμάν για την πολύ μεγάλη αγάπη που χαρακτήριζε τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων του και τού βασιλιά τής Γαλλίας.50
Δεν ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη μεταξύ των Ενετών και τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, τού μπεηλερμπέη τού Αλγεριού, ο οποίος μερικές φορές επέτρεπε την απόκλιση τής τουρκικής πολιτικής προς την πειρατεία. Οι έμποροι τής λιμνοθάλασσας είχαν μπορέσει σε ορισμένες περιπτώσεις να απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο και στα μέσα Μαΐου 1542 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έγραφε στον δόγη Πιέτρο Λάντο ότι ο Μπαρμπαρόσσα είχε παραπονεθεί στην Πύλη για ενετικές λεηλασίες στις θάλασσες. Μεταξύ άλλων πράξεων εχθρότητας, περιπετειώδεις πολίτες τής Δημοκρατίας είχαν αρπάξει δύο τουρκικές γαλιότες που προχωρούσαν προς τα ανατολικά από την ακτή τής Μπαρμπαριάς υπό τη διοίκηση κάποιου Μουράτ. Είχαν σκοτώσει εικοσιεννέα μουσουλμάνους σύμφωνα με τον Μπαρμπαρόσσα και είχαν πάρει άλλους αιχμάλωτους, καθώς και πλούσιο φορτίο σε σκλάβους, χρυσό, κοράλλια, κοσμήματα, όπλα και άλλα τιμαλφή. Ο Σουλεϊμάν έστελνε λοιπόν τον τσαούς Ιμπραήμ στη Βενετία, απαιτώντας να επιστραφούν οι γαλιότες, οι αιχμάλωτοι, ο χρυσός και τα άλλα αγαθά, καθώς και να καταβληθεί οικονομική αποζημίωση για όσους είχαν σκοτωθεί σε μια τέτοια πράξη πειρατείας, η οποία αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση τής υφιστάμενης συνθήκης μεταξύ τής Υψηλής Πύλης και τής Δημοκρατίας.51
Ο Σουλεϊμάν έπαιρνε πολύ λογική θέση. Δεν ήθελε να δελεάσει τούς Ενετούς για συμμαχία με τούς Αψβούργους, ενώ ταυτόχρονα η επιμονή του για λογαριασμό τού Φραγκίσκου Α’ έδειχνε πόσο μεγάλη σημασία απέδιδε στη δική του σύνδεση με τούς Γάλλους. Στα μέσα Οκτωβρίου 1542 έγραφε στον δόγη ότι τέτοια ήταν η στενή φιλικότητα των τουρκικών σχέσεων με τον Φραγκίσκο, που απεσταλμένοι κινούνταν συνεχώς με επιστολές μεταξύ Υψηλής Πύλης και Γαλλίας. Ο Σουλεϊμάν ζητούσε λοιπόν από τον δόγη να τούς προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια, να τούς προστατεύει από βλάβες ή προσβολές και να τούς επιταχύνει με ασφάλεια στο ταξίδι τους.52
Βδομάδα με τη βδομάδα κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και τού φθινοπώρου τού 1542 υπήρχε μεγάλος προβληματισμός στη Βιέννη και στο Γκροσβαρντάιν (Ναγκυβάραντ, Οράντεα), ως προς το πότε θα έκανε ο Σουλεϊμάν την επόμενη δυτική εκστρατεία του. Ο Φερδινάνδος διατηρούσε σταθερή αλληλογραφία με τον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι, ουσιαστικά κυβερνήτη τής χριστιανικής Ουγγαρίας, που είχε δύο έμπιστους άνδρες στην Πύλη και υποσχόταν να φροντίζει ότι ο Φερδινάνδος θα ενημερωνόταν για όσα μάθαινε από αυτή την πηγή.53 Ο Μαρτινούτσι έπαιζε επικίνδυνο παιχνίδι στο σταυροδρόμι τής τουρκικής κατάκτησης, ενώ φοβόταν προδοσία στον σουλτάνο από τούς δικούς του συμπατριώτες, όπως ο ίδιος προειδοποιούσε τον Φερδινάνδο, στον οποίο έστειλε μήνυμα στις 6 Οκτωβρίου (1542) με τη μεγάλη ανησυχία του, ότι τουρκική εκστρατεία ίσως κατευθυνόταν στο Σέγκεντ.54 Ο απερίσκεπτος βοεβόδας τής Μολδαβίας Πέτρος Ράρες, ο οποίος είχε ανακτήσει τον ασήμαντο θρόνο του και την εύνοια τού σουλτάνου, βρισκόταν πάλι σε έξαψη και ήταν πιθανό ότι θα έφερνε περισσότερο θάνατο και καταστροφή πάνω στους χριστιανούς.55 Τον Νοέμβριο ο Πέτρος εισέβαλε στην Τρανσυλβανία, τη χώρα τού Ζαπόλυα, προς υπεράσπιση τής οποίας κινήθηκε ο Μαρτινούτσι, κάνοντας έκκληση, ως συνήθως, στον Φερδινάνδο για βοήθεια.56 Ο Πέτρος, τώρα υπάκουος και ενθουσιώδης υποτελής τού σουλτάνου,57 είχε Τούρκους αλλά και Τατάρους στις δυνάμεις του. Στις 23 Δεκεμβρίου (1542) ο Φερδινάνδος έγραφε στον Μαρτινούτσι από τη Βιέννη, για να τον συγχαρεί μετά την επιτυχία τής εκστρατείας του εναντίον τού Πέτρου. Ο Φερδινάνδος ενημέρωνε τον Μαρτινούτσι ότι μέσα σε οκτώ ή δέκα μέρες έφευγε για αυτοκρατορική δίαιτα στη Νυρεμβέργη, όπου θα πίεζε για «γενική εκστρατεία» εναντίον τού κοινού εχθρού, η οποία θα καθιστούσε ασφαλές το ουγγρικό βασίλειο και τις εξαρτήσεις του.58 Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε περισσότερο με αυτό το ζήτημα, ούτε να αμφισβητήσουμε την έκταση τής επιτυχίας τού Μαρτινούτσι. Σε πολύ ενδιαφέρουσα επιστολή, γραμμένη ίσως τον Οκτώβριο τού 1542, ο Μαρτινούτσι έγραφε στον παλιό του φίλο Φραντσέσκο ντε Φρανγκιπάνι, αρχιεπίσκοπο τής Κάλοσα, ότι ο ατομικιστικός χαρακτήρας των Ούγγρων (illa pristina natura) επρόκειτο να αποτελέσει την καταστροφή τους. Είτε έπρεπε να μάθουν να ανέχονται κάποιου είδους εξουσία ή θα χάνονταν ολοσχερώς. Όσο για τούς Τρανσυλβανούς, έγραφε, ο Φρανγκιπάνι ήξερε ότι ήσαν όλοι αναξιόπιστοι κλέφτες, χωρίς κανέναν έντιμο άνθρωπο ανάμεσά τους. Μάλιστα υπήρχε αποσχιστικό κίνημα στην Τρανσυλβανία. Όπως και οι Μολδαβοί, οι Τρανσυλβανοί ήθελαν από καιρό να αποσπαστούν από το βασίλειο τής Ουγγαρίας. Ο Μαρτινούτσι υπενθύμιζε με ειλικρίνεια στον Φρανγκιπάνι αυτό το γεγονός, «και έτσι αν δουν ότι η παρούσα εκστρατεία ακυρώνεται, φοβάμαι πάρα πολύ ότι θα προσπαθήσουν αμέσως να μπουν μόνοι τους κάτω από τον Τούρκο!»59
Οι προσπάθειες για γενική μεταρρύθμιση στην Εκκλησία (το 1536-1538), με τις οποίες είναι στενά συνδεδεμένο το όνομα τού Γκάσπαρο Κονταρίνι, είχαν αποφέρει ελάχιστους ή καθόλου καρπούς. Μερικές μικρές βελτιώσεις είχαν προφανώς πραγματοποιηθεί το 1540-1542 στις τέσσερις κύριες διοικητικές διαιρέσεις τής παπικής κούρτης, δηλαδή στην καγκελλαρία (Καντσελλερία), στο ταμείο (Κάμερα), στο ανώτατο δικαστήριο (Ρότα) και στο σωφρονιστήριο (Πενιτεντσιερία). Οι Καθολικοί όμως δεν ένιωθαν ιδιαίτερη ικανοποίηση με το αδύναμο ξεκίνημα τής συνόδου, η οποία (όπως είχε συμφωνηθεί τελικά) θα γινόταν στο Τρεντ. Ο Παύλος Γ’ είχε συναινέσει στον τόπο, αν και απρόθυμα, αναγνωρίζοντας την απόλυτη ανάγκη μιας συνόδου. Το σύνολο τής Γερμανίας φαινόταν σχεδόν να παρασύρεται στον Προτεσταντισμό. Η πρώτη σύγκληση τής Συνόδου το 1542-1543 αποτέλεσε φιάσκο. Καμία επίσημη συνεδρίαση δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί η σύνοδος ποτέ δεν άρχισε επισήμως.
Παρά το γεγονός ότι το Τρεντ δεν ήταν βολικό μέρος για τη διεξαγωγή οικουμενικής συνόδου, λόγω τής έλλειψης καταλλήλων καταλυμάτων και τής δυσκολίας μεταφοράς προς τα εκεί επαρκών προμηθειών για μεγάλο αριθμό ατόμων, ο Παύλος Γ’ έπρεπε να συνεχίσει με τα σχέδια που είχαν γίνει. Οι προετοιμασίες για τη σύνοδο που θα γινόταν στο Τρεντ συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 1542-1543. Μόνο δέκα επίσκοποι, ως επί το πλείστον Ιταλοί με έναν ή δύο Γερμανούς, είχαν εμφανιστεί στο Τρεντ μέχρι τα μέσα τού έτους 1543, αλλά καθόλου Ισπανοί ή Γάλλοι, ενώ τη συμμετοχή των τελευταίων στη σύνοδο είχε απαγορεύσει ο βασιλιάς τους.60 Ο ίδιος ο Παύλος κινήθηκε βορειότερα, ώστε να είναι πιο κοντά στο Τρεντ και σε καλύτερη θέση να προωθήσει την πιθανότητα ειρήνης μεταξύ Φραγκίσκου και Καρόλου, δεδομένου ότι ο τελευταίος σύντομα θα ταξίδευε μέσω βόρειας Ιταλίας, καθ’ οδόν από την Ισπανία προς το Σπάγιερ στη Γερμανία. Ο Παύλος έφυγε από τη Ρώμη στις 26 Φεβρουαρίου και έφτασε στη Μπολώνια στις 17 Μαρτίου (1543), αφήνοντας τον καρδινάλιο Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι ως λεγάτο στο Βατικανό κατά τη διάρκεια τής απουσίας του. Ο Κάρολος έφυγε από τη Βαρκελώνη την 1η Μαΐου και αποβιβάστηκε στη Σαβόνα στις 24 τού μηνός, απ’ όπου προχώρησε στη Γένουα την επόμενη μέρα. Κάποια δυσκολία συνόδευσε τις παπικές προσπάθειες να κανονιστεί συνάντηση μαζί του, γιατί ο Κάρολος δεν έβγαινε τόσο πολύ από την πορεία του, για να πάει στη Μπολώνια.61
Τελικά όμως έγιναν ρυθμίσεις για τη συνάντηση πάπα και αυτοκράτορα στη μικρή πόλη-κάστρο τού Μπουσσέτο (μεταξύ Πάρμας και Κρεμόνα), όπου οι δύο πραγματοποίησαν πέντε μεγάλης διάρκειας συναντήσεις (21-25 Ιουνίου) πριν από την αναχώρηση τού αυτοκράτορα για την Κρεμόνα.62 Συζήτησαν το ενδεχόμενο απόκτησης από τον Οττάβιο Φαρνέζε τού δουκάτου τού Μιλάνου, για την οποία ο Κάρολος απαιτούσε πολλά χρήματα, τη σκοπιμότητα τής ειρήνης, με την οποία ο Κάρολος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, αφού ο Φραγκίσκος ήταν ο επιτιθέμενος, καθώς και τη σκοπιμότητα αναβολής τής Συνόδου για κάποιον τόπο καλύτερο από το Τρεντ, στο οποίο οι υπουργοί τού Καρόλου απάντησαν ότι δεν θα έδινε τη συγκατάθεσή του χωρίς διαβούλευση με τούς Γερμανούς φεουδάρχες.63 Στη συνέχεια ο Παύλος Γ’ συμφώνησε να συμβουλευτεί το Κολλέγιο των καρδιναλίων, που θα συγκεντρώνονταν στην Πάρμα, πριν καταλήξει σε οποιαδήποτε απόφαση ως προς το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνει σε σχέση με τη σύνοδο, η οποία προφανώς μαράζωνε στο Τρεντ, μειώνοντας το παπικό κύρος και αυξάνοντας την αυτοπεποίθηση των Λουθηρανών, που αρνούνταν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε εκκλησιαστική σύνοδο συγκαλούνταν με παπικό διάταγμα. Οι Ενετοί κρατούσαν τούς Τούρκους ενήμερους για τις κινήσεις τόσο τού πάπα όσο και τού αυτοκράτορα, ενώ ανέφεραν για τις συζητήσεις στο Μπουσσέτο («Busse») όσα είχε μάθει η Σινιορία ότι είχαν συμβεί.64
Ο νεποτισμός τού Παύλου Γ’ περιέπλεκε την παπική πολιτική και σε καμία περίπτωση δεν ενίσχυε το παπικό κύρος. Ο εγγονός του, ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ο «καρδινάλιος ανηψιός» (cardinale nipote), ενεργούσε με πλήρη αδιαφορία για τούς συναδέλφους του στο Ιερό Κολλέγιο. Ο καρδινάλιος Μαρτσέλλο Τσερβίνι, ένας από τούς τρεις λεγάτους που είχαν τοποθετηθεί στο Τρεντ (στις 22 Φεβρουαρίου 1545) μετά τη δεύτερη σύγκληση τής συνόδου, ήταν ιδιαίτερα προσβεβλημένος από την ενασχόληση τού γιου τού πάπα Πιερλουίτζι και των εγγονών του, τού Οττάβιο και τού καρδινάλιου Αλεσσάντρο, αποκλειστικά με το προσωπικό τους συμφέρον. Και ο Τσερβίνι ήταν ο πιστός και έμπιστος φίλος τού Παύλου Γ’. Παρά την έντονη αποδοκιμασία στο Κολλέγιο και την κούρτη, η Αγιότητά του ανέθεσε στον Πιερλουίτζι τα πλούσια δουκάτα τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα (στις 26 Αυγούστου 1545), λιγότερο από τρεις μήνες πριν από την από καιρό καθυστερούσα έναρξη τής συνόδου, η οποία υποτίθεται ότι θα πετύχαινε τη μεταρρύθμιση στην Εκκλησία και θα διευκρίνιζε την Καθολική στάση για τα δόγματα και τις τελετουργίες που αμφισβητούσαν οι Προτεστάντες.65
Μεγάλη σειρά εγγράφων κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών και ετών υπενθυμίζει τον τουρκικό κίνδυνο. Οποιαδήποτε προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλα θα οδηγούσε σε υπερβολική παράθεση αναφορών, που θα επιβεβαίωναν τα ίδια γεγονότα. Για παράδειγμα σε υπόμνημα που ετοιμάστηκε με εντολή τού πάπα, ο Τομμάζο Καμπέτζιο, επίσκοπος τού Φέλτρε και αδελφός τού πιο διάσημου καρδινάλιου Λορέντσο, κατέγραφε ορισμένα πράγματα στα τέλη Οκτωβρίου 1542, τα οποία πίστευε ότι έπρεπε να ενσωματωθούν στις οδηγίες που θα έδινε ο πάπας στους παπικούς λεγάτους, οι οποίοι πήγαιναν στη σύνοδο που θα γινόταν στο Τρεντ. Ο ανώτερος λεγάτος στην εναρκτήρια ομιλία του προς τη σύνοδο έπρεπε να εξηγήσει πόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τού πάπα να δει τη Γενική Σύνοδο να συνεδριάζει, πόσο απαραίτητη ήταν αυτή για την απομάκρυνση τής θρησκευτικής διχόνοιας,
για την εγκαθίδρυση τής ειρήνης μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων, για τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, καθώς επίσης για την προστασία των εαυτών μας στον πόλεμο με τον ακατονόμαστο ηγεμόνα των Τούρκων (immanissimus Turcarum tyrannus), ο οποίος έχει καταλάβει την Ουγγαρία, κάποτε χριστιανικό προπύργιο και προμαχώνα, είχε επιχειρήσει δύο φορές εναντίον τής Βιέννης και τώρα ασκεί πίεση στη Γερμανία και την Ιταλία, για να μάς υποβιβάσει όλους σε άθλια δουλεία.66
Όταν στις 2 Ιουλίου 1543 ο Τζιοβάννι Μορόνε, τώρα καρδινάλιος και παπικός λεγάτος στο Τρεντ, πήγε να συναντήσει τον αυτοκράτορα Κάρολο καθώς πλησίαζε στην πόλη, συζήτησαν για την παπική βοήθεια προς την Ουγγαρία εναντίον τού Τούρκου και για τη μεγάλη εκστρατεία τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα σε δυτικά ύδατα, «για να ενωθεί», έλεγε ο αυτοκράτορας, «με τον αδελφό του, τον βασιλιά τής Γαλλίας».67
Οι Ενετοί ανησυχούσαν, αρκετά δικαιολογημένα, με την έκταση των τουρκικών προετοιμασιών σε όλη τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1542-1543. Στις 13 Μαρτίου (1543) η Γερουσία ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία να προσθέσει αμέσως οκτώ ακόμη ένοπλες γαλέρες στον ήδη αρκετά μεγάλο στόλο τής Δημοκρατίας, έξι γαλέρες στη Δαλματία, μία στην Κέρκυρα και την όγδοη στο νησί τής Ζακύνθου.68 Τρεις ημέρες αργότερα η Γερουσία έγραφε στον Τζερόνιμο Ζάνε, τον βαΐλο στην Ισταμπούλ:
Έχουμε καταλάβει τι έχει ειπωθεί για την εκ μέρους μας προετοιμασία μεγάλης αρμάδας, όπως μάς γράφετε στην επιστολή σας τής 4ης Φεβρουαρίου. Όσον αφορά τον στόλο, αν σάς ειπωθεί κάτι [επιπλέον] γι’ αυτό, θα απαντήσετε ότι αποτελούσε πάντοτε και εξακολουθεί να αποτελεί πρακτική τού κράτους μας, να διατηρεί τον κατάλληλο στόλο, όταν βλέπουμε τούς ηγεμόνες τού κόσμου να εξοπλίζονται και να ετοιμάζουν μεγάλες δυνάμεις στη θάλασσα. Να πείτε επίσης ότι κάνουμε αυτά όλα για τον καθησυχασμό των υπηκόων μας, μιλώντας πάντοτε με τέτοιον τρόπο, που να αποδεικνύει το γεγονός ότι θα τηρήσουμε απαραβίαστα την πολύτιμη ειρήνη μας, έτσι ώστε η Υψηλή Πύλη (Eccelsa Porta) να μπορεί να είναι ήσυχη και βέβαιη για τις καλές μας προθέσεις…69
Μια άλλη επιστολή τής ίδιας ημερομηνίας (16 Μαρτίου 1543) προς τον βαΐλο αφορούσε χρυσοΰφαντα και μεταξωτά υφάσματα που ήθελε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν για ένα περίπτερο, «και έχουμε παραλάβει το δείγμα και τον υπολογισμό τής ποσότητας, ενώ θα ήταν περιττό να σάς πούμε οτιδήποτε για τη μεγάλη μας επιθυμία να κάνουμε ό,τι θα μπορούσε να ευχαριστήσει τη μεγαλειότητά του». Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα με τα μεταξωτά υφάσματα. Στον βαθμό που ήσαν διαθέσιμα, θα στέλνονταν αμέσως, ενώ τα υπόλοιπα θα φτιάχνονταν με κάθε ταχύτητα. Όμως τα χρυσοΰφαντα υφάσματα ήσαν πολύ πιο στενά και διαφορετικού τύπου από το υλικό που υφαινόταν στη Βενετία, όπου δεν υπήρχαν διαθέσιμοι αργαλειοί και άλλος εξοπλισμός για την παραγωγή τους. Η προσπάθεια να φτιαχτούν χρυσοΰφαντα υφάσματα με το ζητούμενο πλάτος θα απαιτούσε πολύ χρόνο, ίσως περισσότερο χρόνο από εκείνον για τον οποίο μπορούσε να περιμένει ο σουλτάνος, αλλά ο βαΐλος θα μπορούσε να εξηγήσει την κατάσταση και να δώσει στη Μεγαλειότητά του τη διαβεβαίωση ότι η Γερουσία δεν θα παρέλειπε καμία προσπάθεια προκειμένου να τον ικανοποιήσει.70
Η Γερουσία έγραψε επίσης στον ίδιο τον σουλτάνο σε απάντηση αυτοκρατορικού διατάγματος από την Αδριανούπολη, στέλνοντάς του για μια ακόμη φορά την ένθερμη υπόσχεση ότι θα τηρούσαν την ειρήνη που είχαν ορκιστεί με τον καλό φίλο των Τούρκων, τον βασιλιά τής Γαλλίας. Η Βενετία θα τηρούσε φυσικά την ειρήνη και φιλία της με την Υψηλή Πύλη. Όμως οι πολιτικοί τής λιμνοθάλασσας θα ήθελαν να ασχοληθούν με τις δικές τους υποθέσεις, και να μην εμπλακούν σε πόλεμο με κανένα (et non se impazar in guerra con alcuno). Ο Σουλεϊμάν είχε υπενθυμίσει στη Σινιορία ότι η Βενετία χρωστούσε ακόμη στην Πύλη 75.000 δουκάτα [από την ειρήνη τού 1540], καθώς και τον φόρο υποτέλειας για το νησί τής Κύπρου. Τα ποσά θα στέλνονταν με τον νέο βαΐλο, για την αποστολή τού οποίου η Γερουσία θα φρόντιζε σύντομα. Αν υπήρχε κάποια καθυστέρηση στην αποστολή των χρημάτων, η Μεγαλειότητά του έπρεπε να την αποδώσει στο μεγάλο μήκος και τη δυσκολία τής διαδρομής προς Ισταμπούλ.71
Έχουμε ήδη σημειώσει την επιστολή τού Σουλεϊμάν ένα χρόνο πριν (στα μέσα Μαΐου 1542) προς τον δόγη, με την καταγγελία τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα ότι πολίτες τής Δημοκρατίας είχαν καταλάβει δύο τουρκικές γαλιότες υπό τη διοίκηση κάποιου Μουράτ. Τελικά ο βαΐλος Τζερόνιμο Ζάνε είχε αισθανθεί υποχρεωμένος να ικανοποιήσει τις τουρκικές αξιώσεις. Και τώρα στις 16 Μαρτίου (1543) η Γερουσία επιβεβαίωνε τη συμφωνία τού βαΐλου να πληρώσει στον Χαϊρεντίν το ποσό των 12.000 δουκάτων «και τα άλλα 15.750», δηλαδή συνολικά 27.750 δουκάτα, «αν και στην πραγματικότητα τέτοιο ποσό είναι πολύ μεγάλο, αλλά αναγνωρίζουμε ότι δεν θα μπορούσατε να κάνετε αλλιώς». Γι’ αυτές τις καθόλου αμελητέες πληρωμές οι γερουσιαστές ήσαν βέβαιοι, όπως έγραφαν στον Χαϊρεντίν την ίδια μέρα, ότι θα ακολουθούσε πολιτική αληθινής φιλίας προς τούς υπηκόους και τα πλοία τής Βενετίας, σε συμφωνία με την «ορκισμένη ειρήνη» (pace giurata) μεταξύ Πύλης και Σινιορίας. Διαβεβαίωναν επίσης τον Χαϊρεντίν, όπως είχαν διαβεβαιώσει τον σουλτάνο, για τη σαφή πρόθεσή τους να διατηρήσουν «την καλή φιλία και τέλεια καλοσύνη τους» (bona amicitia et amorevolezza perfecta) με τον βασιλιά τής Γαλλίας.72 Αυτό ήταν που ήθελε να ακούει ο Χαϊρεντίν, καθώς συνέχιζε με τα σχέδιά του για την επερχόμενη γαλλο-τουρκική εκστρατεία εναντίον τού αυτοκράτορα.
Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία είχε ζητήσει από τη Γερουσία στο όνομα τού βασιλιά να επιτρέψει την εξαγωγή από τη Μπρέσσια 10.000 θωράκων (corsaletti) κατ’ ανώτατο όριο, «για τις ανάγκες τού βασιλείου τής Γαλλίας». Μια έρευνα των πολιτικών διοικητών τής Μπρέσσια αποκάλυψε ότι υπήρχαν διαθέσιμοι 950 θώρακες και ότι ήταν δυνατό να κατασκευάζονται περίπου 4.000 το χρόνο, δηλαδή 300 το μήνα (che sariano da 300 al mese). Η Γερουσία αποφάσισε, ότι αν και τα ενετικά στρατεύματα είχαν τις δικές τους ανάγκες, ενώ έπρεπε να στέλνεται σταθερός αριθμός τέτοιων θωράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, όμως θα ήθελε να υποχρεώσει τη μεγαλειότητά του, και έτσι οι πολιτικοί διοικητές τής Μπρέσσια πήραν εντολή να επιτρέψουν σε εκπροσώπους των Γάλλων να αγοράσουν 200 από τούς 950 θώρακες που ήσαν ήδη διαθέσιμοι, καθώς επίσης και να εξάγουν 2.000 θώρακες με ρυθμό 150 το μήνα και πληρωμή κατά την παράδοση, με τούς συνήθεις εξαγωγικούς δασμούς προστιθέμενους στην τιμή.73 Τέτοια βοήθεια προς τούς Γάλλους θα ευχαριστούσε τούς Τούρκους. Επίσης, δεν θα έκανε καλό στους Αψβούργους.
Οι αναφορές για στόλους που ετοιμάζονταν από τις μεγάλες δυνάμεις έφταναν συνεχώς στα αυτιά τής Γερουσίας, η οποία άρχισε να ανησυχεί για τις δαπάνες τής αύξησης τού ναυτικού εξοπλισμού τής ίδιας τής Βενετίας. Στις 16 Μαρτίου (1543), εκείνη την κουραστική μέρα, η Γερουσία έγραφε στον Γκαμπριέλε Βενιέρ, τον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη, για την ικανοποίησή της που ο Παύλος Γ’ είχε χορηγήσει στη Σινιορία το δικαίωμα να συλλέξει δύο φόρους δεκάτης, που θα επιβάλλονταν στον κλήρο κατά τη διάρκεια τού τότε τρέχοντος έτους. Αν ο πάπας δεν είχε ενημερώσει γι’ αυτό τον νούντσιό τού στη Βενετία, η Γερουσία έδινε εντολή στον πρέσβη να τού ζητήσει να τον ενημερώσει αμέσως, «και γράφουμε στους αιδεσιμότατους καρδινάλιους [που κατέχουν πηγές εισοδημάτων στο Βένετο], ότι πρέπει επίσης να είναι πρόθυμοι να καταβάλουν τον εν λόγω φόρο δεκάτης, τόσο για να δώσουν το καλό παράδειγμα στους άλλους, όσο και για να συνεισφέρουν, σε αυτή την επείγουσα ανάγκη, το μερίδιό τους στην ευημερία τού χριστιανισμού».74
Ως συνήθως σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, η Γερουσία αποφάσισε να ορίσει ναυτικό γενικό διοικητή, ο οποίος (όπως έγραφαν στον βαΐλο στην Ισταμπούλ στις 30 Μαρτίου) έπρεπε να φροντίζει με τη μεγαλύτερη ευσυνειδησία ότι η ειρήνη με τον Μεγάλο Τούρκο, «η οποία αποτελεί τη σταθερότερη πρόθεσή μας, να παραμείνει απαραβίαστη για πάντοτε». Η αποστολή τού γενικού διοικητή απαιτούσε από αυτόν να δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα για Τούρκους υπηκόους και τουρκικά πλοία.75 Σκοπός τού διορισμού ήταν να εξασφαλίζει,
να μη συμβαίνει μεταξύ των υπηκόων μας καμία αναταραχή ή οποιαδήποτε άλλη απρεπής εκδήλωση, ζητήματα τα οποία θα εξηγήσετε [στους πασάδες], έτσι ώστε να μπορούν να είναι βέβαιοι ότι θα τηρήσουμε από την πλευρά μας τα άρθρα τής ειρήνης, όπως είμαστε επίσης βέβαιοι ότι θα τηρούνται από τούς εκπροσώπους τού γαληνοτάτου Μεγάλου Άρχοντα…
Ο βαΐλος έπρεπε να «εκτελεί τα ίδια καθήκοντα με τον υπέροχο Μπαρμπαρόσσα», αν αυτός βρισκόταν ακόμη στον Βόσπορο. Αν αυτές οι οδηγίες εύρισκαν τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, ενώ η οθωμανική αυλή βρισκόταν στην Αδριανούπολη, «θα στείλετε τον γραμματέα στην Αδριανούπολη, να μοιραστεί την παρούσα επικοινωνία με τούς υπέροχους πασάδες».76
Με επιστολή τής 5ης Απριλίου (1543) ο βαΐλος ενημερωνόταν ότι ο Στέφανο Τιέπολο είχε εκλεγεί γενικός διοικητής.77 Το έγγραφο τής αποστολής του έχει ημερομηνία 1 Ιουνίου.78 Ο Τιέπολο έπρεπε να φροντίσει για την ασφάλεια και συντήρηση των γαλερών του, των οχυρώσεων τής Ζάρα (Ζάνταρ) και τού Σεμπένικο (Σίμπενικ) και για την «ενθάρρυνση των υπηκόων μας» καθώς και για την προστασία τού ενετικού εδάφους. Θα επέβλεπε αυστηρά τούς διοικητές των γαλερών, τούς σοπρακομίτι και γκοβερνατόρι, οι οποίοι συνήθως χρειάζονταν αυστηρή επίβλεψη, αλλά «ο κύριος λόγος τής εκλογής είναι η προστασία τού κράτους μας και η επιθυμία και σταθερή πρόθεσή μας να διατηρήσουμε την ειρήνη με τον γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο».79
Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί είχαν συμφωνήσει για την αγορά από τούς Γάλλους 2.200 θωράκων από τη Μπρέσσια (Μάρτιος 1543), τρεις μήνες αργότερα αρνήθηκαν να επιτρέψουν στον μαρκήσιο ντελ Βάστο να προσλάβει πεζικό σε ενετικό έδαφος, αρνούμενοι επίσης να επιτρέψουν τον σχηματισμό «ομάδας στρατιωτών που θα πάνε στον πόλεμο τής Ουγγαρίας» (una compagnia di fanti per andare alla guerra di Hungaria). Τα αιτήματα είχαν υποβληθεί από τον γραμματέα τού Δον Ντιέγκο Ουρτάδο ντε Μεντόζα, τού αυτοκρατορικού απεσταλμένου στη Βενετία. Ο γραμματέας είχε τότε παρουσιάσει επιστολές από τον Κάρολο Ε’, ο οποίος ήθελε να προσλάβει τον διοικητή Τζούλιο ντα Πόρτο και στρατεύματα ιππικού για υπηρεσία στην Φλάνδρα, στο οποίο η Γερουσία έδωσε και πάλι αρνητική απάντηση. Λυπούνταν πολύ, επειδή επιθυμούσαν πάντοτε να ευχαριστούν την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, αλλά έπρεπε να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους, «έχοντας αποφασίσει να μην κλίνουν ούτε προς τη μία πλευρά, ούτε προς την άλλη».
Η Σινιορία έπρεπε να διατηρεί κατοχή τού ενετικού ανθρώπινου δυναμικού, για την κάλυψη των εκτάκτων αναγκών που ενδεχομένως θα προέκυπταν σε αυτή την ταραχώδη εποχή. Η Γερουσία είχε απαιτήσει από ορισμένους διακεκριμένους υπηκόους τής Δημοκρατίας να απορρίψουν τις πολύ ελκυστικές προσφορές που τούς είχε κάνει ο Φραγκίσκος Α΄, παρά τις πολύ ένθερμες εκκλήσεις τού Ζαν ντε Μονλύκ, «του αιδεσιμότατου πρεσβευτή τής χριστιανικότατης Μεγαλειότητάς του». Όμως η Γερουσία τελικά συμφώνησε, να επιτρέψει σε αυτοκρατορική δύναμη πεζικού 7.000 ανδρών και σε 600 ιππείς να περάσουν μέσα από ενετικό έδαφος στην πορεία τους προς τη Γερμανία (και την Ουγγαρία;) και να πωλήσει στους φιλο-αυτοκρατορικούς τρόφιμα και ζωοτροφές κατά τη διέλευσή τους.80
Όπως ο Κάρολος Ε’ στο Τρεντ, έτσι και ο λοχαγός Πολέν στην Ισταμπούλ αποκαλούσε τον Φραγκίσκο Α’ αδελφό τού Τούρκου. Μάλιστα ο Πολέν τα πήγαινε πολύ καλά στην Πύλη, καταφέρνοντας να πείσει τελικά τον Σουλεϊμάν ότι ο Φραγκίσκος δεν θα τον άφηνε στη μοίρα του (όπως το 1537). Στα μέσα Μαΐου 1543 τουρκικός στόλος περίπου 110 γαλερών είχε αποπλεύσει υπό τον Μπαρμπαρόσσα από τη Θάλασσα τού Μαρμαρά. Ο Πολέν είχε αποπλεύσει μαζί του, αφήνοντας ως Γάλλο εκπρόσωπο στην Ισταμπούλ κάποιον Γκαμπριέλ ντε Λυτζ, βαρώνο τού Αραμόν, έναν ξεπεσμένο ευγενή από το Λανγκεντόκ, ο οποίος είχε προηγουμένως υπηρετήσει τον Γκυγιώμ Πελλισιέ, επίσκοπο τού Μονπελιέ και πρέσβη τής Γαλλίας στη Βενετία.81 Ο στόλος τού Μπαρμπαρόσσα επέδραμε στις ακτές τής νότιας Ιταλίας και τής Σικελίας, ενώ εμφανίστηκε πολύ δραματικά στις εκβολές τού Τίβερη στις 29 Ιουνίου, αγκυροβολώντας κατά μήκος τής επίπεδης παραλίας τής Όστιας. Σε επιστολή που γράφτηκε εκείνη τη μέρα και την επόμενη, ο Σιενέζος ανθρωπιστής Κλάουντιο Τολομμέι περιέγραφε την τρομακτική κατάσταση στον Φλωρεντινό του φίλο Τζιοβανφραντσέσκο Μπίνι, αποστολικό γραμματέα, που βρισκόταν τότε στη Βενετία. Παρά τον πειραχτικό του τόνο, ο Τολλομέι ανησυχούσε βαθιά :
Περνάς καλά σε ασφαλές μέρος, ενώ εμείς οι φτωχοί φουκαράδες έχουμε τούς Τούρκους εδώ στην Όστια και στο Πόρτο. Αυτό δεν είναι κουτσομπολιό. Η αρμάδα τού Μπαρμπαρόσσα περιλαμβάνει 120 γαλέρες, 35 άλλα σκάφη και τέσσερα μεγάλα πλοία μεταφοράς. Ολόκληρη η Ρώμη βρίσκεται σε σύγχυση σήμερα, μέρα τής γιορτής τού Αγίου Πέτρου [29 Ιουνίου}. Φαίνεται ότι ο Μπαρμπαρόσσα έχει προγραμματίσει την άφιξή του για να τιμήσει ή να προσκυνήσει τον άγιο, γιατί καταλαβαίνω ότι και οι Τούρκοι λατρεύουν τούς Αποστόλους μας. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι αν δεν υπήρχε μια επιστολή, την οποία έχει γράψει ο λοχαγός Πολέν [προς τον καρδινάλιο λεγάτο Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι], τα τρία τέταρτα τής Ρώμης θα εγκατέλειπαν την περιοχή, ενώ ακόμη και τώρα περισσότερα από χίλια άτομα έχουν αναζητήσει πιο ασφαλές μέρος. Ο λοχαγός Πολέν μάς έδωσε να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχούμε, επειδή ο Άρχοντας Τούρκος έχει διατάξει ρητά τον Μπαρμπαρόσσα να μην παρενοχλεί εδάφη τού πάπα. Υπάρχει νέος θρησκευτικός ενδοιασμός, για τον οποίο δεν υπήρχαν υποψίες! Σού στέλνω αντίγραφο τής επιστολής, ώστε να μπορέσεις να δεις καλύτερα την τιμή που κάνει και πάλι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν στην Αποστολική Έδρα! Άρχισε να παίρνεις θάρρος, γιατί θα εκπληρωθεί ίσως η προφητεία, που λέει ότι αυτός θα γίνει χριστιανός! … Θα περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει ο Χαϊρεντίν μπέης και θα συνεχίσω αύριο αυτό το γράμμα.
Σήμερα το πρωί, την τελευταία μέρα τού μήνα [30 Ιουνίου], έχει έρθει είδηση ότι ο Μπαρμπαρόσσα έχει αποπλεύσει για την Τσιβιταβέκκια. … Χτες το βράδυ όλη η Ρώμη ήταν άνω-κάτω. Πολλοί έχουν απομακρυνθεί. Αλλά νομίζω ότι όταν μάθουν για την αναχώρηση τού Μπαρμπαρόσσα, αυτοί που έφυγαν χωρίς χρώμα στα μάγουλά τους θα επιστρέψουν ροδοκόκκινοι…82
O Μπαρμπαρόσσα έφτασε στο Σαιν Ονορά, ένα από τα νησιά Λερίνες στα ανοιχτά τής γαλλικής Ριβιέρας, το βράδυ τής Πέμπτης 5 Ιουλίου (1543), με τον Πολέν να επιβαίνει στο πλοίο, αλλά λόγω τής αμέλειας των Γάλλων βρήκε «σχεδόν τίποτε από όσα είχαν υποσχεθεί στον εν λόγω στρατό» (presque riens de prest de ce que avoit esté promis à ladicte armée), αφού ως συνήθως ο Φραγκίσκος Α’ δεν είχε κάνει κανένα από τα πράγματα που είχε υποσχεθεί να κάνει. Ο Μπαρμπαρόσσα έδωσε στον Πολέν άδεια δύο εβδομάδων να πάει στη Μαρόλ, όπου βρισκόταν η αυλή, για να διαμαρτυρηθεί στον βασιλιά, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε πολυπιστέψει ότι ο τουρκικός στόλος θα ερχόταν πραγματικά. Ο Μπαρμπαρόσσα έφτασε στην Τουλόν στις 10 Ιουλίου και (όπως έγραφε στον Σουλεϊμάν η Ενετική Γερουσία) έγινε δεκτός με τιμή στη Μασσαλία στις 21 τού μηνός. Τον Αύγουστο βοήθησε τούς Γάλλους στην άσχημα σχεδιασμένη και αποτυχημένη πολιορκία τής Νίκαιας (Νις), η οποία ξεκίνησε στις 10 τού μηνός.83 Οι Τούρκοι λεηλάτησαν την κάτω πόλη, η οποία παραδόθηκε στις 22 Αυγούστου, αλλά ο ντελ Βάστο και ο δούκας Κάρολος Γ’ τής Σαβοΐας ήρθαν οι ίδιοι στην πολιορκούμενη πόλη, ανέλαβαν τη διοίκηση τού φρουρίου και άντεξαν εύκολα εναντίον των μη συντονισμένων προσπαθειών των Γάλλων και των Τούρκων.84 Υπήρχαν φήμες για συμφωνία μεταξύ Μπαρμπαρόσσα και Αντρέα Ντόρια. Ο τελευταίος είχε μεταφέρει τον ντελ Βάστο και τον Κάρολο τής Σαβοΐας στη Βιλλφράνς, απ’ όπου είχαν κατευθυνθεί στο φρούριο τής Νίκαιας, αλλά ο στόλος του είχε πέσει σε βαριά καταιγίδα, έχασε τέσσερις γαλέρες και ήταν για μερικές ημέρες θαυμάσια ευάλωτος σε τουρκική επίθεση.
Ο Πολέν είχε επισημάνει αμέσως στον Μπαρμπαρόσσα την εξαιρετική ευκαιρία που είχε τώρα να καταστρέψει τον Ντόρια και τον αυτοκρατορικό στόλο, να πάρει λάφυρα χωρίς τέλος και να ενισχύσει την ήδη μεγάλη φήμη του. Όμως ο γέρος πειρατής, εκφραστής τής γρήγορης επίθεσης, ξεκίνησε την εργασία τόσο αργά και προσεκτικά, που έχασε την ευκαιρία. Στην αρχή οι Τούρκοι αξιωματικοί εξεπλάγησαν και στη συνέχεια διασκέδαζαν. Ο Μπαρμπαρόσσα αντιμετώπιζε τον Ντόρια σαν αδελφό. Ξεπλήρωνε προφανώς κάποια υπηρεσία που τού είχε προσφέρει ο Ντόρια πριν από μερικά χρόνια στη Μπόνα, όταν ο Μπαρμπαρόσσα είχε βρεθεί με παρόμοιο τρόπο σε μειονεκτική θέση. Μάλιστα στη διάρκεια αυτών των ετών υπήρχαν περισσότερες από μία φήμη για κατανόηση μεταξύ των δύο ναυάρχων, οι οποίοι έπαιζαν το δικό τούς παιχνίδι στην ανοικτή θάλασσα, ενώ ο σουλτάνος και ο αυτοκράτορας πλήρωναν τούς λογαριασμούς. Σε κάθε περίπτωση ο Μπαρμπαρόσσα αποσυρόταν τώρα από τη Νίκαια, στις 8 Σεπτεμβρίου, ενώ ο ενοχλημένος Πολέν κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να τον πείσει να κρατήσει τον στόλο του στα γαλλικά ύδατα κατά τη διάρκεια τού χειμώνα που πλησίαζε.85
Συνολικά η επιτυχία τού Μπαρμπαρόσσα στη δυτική Μεσόγειο προφανώς δεν περιλάμβανε τίποτε αξιόλογο για να το γράψει στην πατρίδα και ο Μπαρμπαρόσσα δεν έγραψε. Μια επιστολή από τον Σουλεϊμάν προς τον δόγη τής Βενετίας, που συντάχθηκε στη Βούδα στα μέσα Ιουλίου 1543, ζητούσε νέα για τις δραστηριότητες τού Μπαρμπαρόσσα, γιατί ο σουλτάνος δεν είχε ακούσει τίποτε από αυτόν από τότε που είχε αναχωρήσει και ήθελε κάποια νέα για τις ναυτικές δυνάμεις υπό τις εντολές τού Μπαρμπαρόσσα. Ενώ ο σουλτάνος ήθελε νέα, ήταν επίσης διατεθειμένος να παρέχει αντιστοίχως. Είχε προελάσει με την ευτυχή εύνοια τού Αλλάχ από την Αδριανούπολη μέχρι την πόλη τής Βούδας. Ενημέρωνε τον δόγη ότι στις ουγγρικές παραμεθόριες περιοχές δεν είχε βρει κανένα σημάδι τού άνανδρου Φερδινάνδου, «δούκα τής χώρας τής Αυστρίας» (duca del paese di Austria), ούτε τού άνευ αξίας στρατού του, «που είχε τραπεί σε φυγή από το αστραφτερό αυτοκρατορικό μου σπαθί και από φόβο για τις γενναίες δυνάμεις τής βασιλικής μου Μεγαλειότητας» (fugendo per paura della fulminea spada mia imperial et per timor delle vigorose forze de mia regia Maestà). Οι υπήκοοι τού Φερδινάνδου είχαν χάσει κάθε ελπίδα. Οι άρχοντες και οι ευγενείς του πήγαιναν στην Πύλη σε πλήρη παράδοση, «φέρνοντας και παραδίδοντας με υπακοή και εθελοντική ευσέβεια τα κλειδιά των φρουρίων τους στην Πύλη μου, που είναι η κορυφή τού κόσμου…» (et portate et presentate con obedientia et reverentia volontaria le chiave delle loro fortezze alla mia Porta, che è poggio del mondo…). Σε τέτοιους άρχοντες και ευγενείς, που είχαν ζητήσει συγγνώμη για την αρχική τους αντίθεση προς την τουρκική προέλαση, είχε χορηγήσει αυτοκρατορική επιείκεια και είχε δείξει αυτοκρατορική συμπόνια. Ο Σουλεϊμάν προφανώς δεν ασχολήθηκε με την ανακατάληψη μιας χώρας που ήδη κατείχε, αλλά στόχος του ήταν «η χώρα τής Βιέννης και τα μέρη τής Γερμανίας» (il paese de Vienna et delle parte de Alemagna).86 Δεν θα τα έπαιρνε ποτέ, αλλά βρισκόταν σαφώς σε καλύτερη θέση από τον Μπαρμπαρόσσα, για τον οποίο ήθελε να μάθει νέα.
Τον Οκτώβριο (1543) ο Σουλεϊμάν έστειλε άλλο φιρμάνι στον δόγη από τον καταυλισμό του στη Σεμέντρια (Σμεντέρεβο) στον Δούναβη, περιγράφοντας περαιτέρω οθωμανικές επιτυχίες και δηλώνοντας την πρόθεσή του να προχωρήσει εναντίον τού Στουλβάισενμπουργκ (Άλμπα Ρέγκια, σήμερα Σεκεσφέχερβαρ), όπου στέφονταν οι βασιλείς τής Ουγγαρίας. Ο Σουλεϊμάν έγραφε ότι είχε δεχθεί την παράδοση τής φρουράς τής Τάτα, όπου είχε αφήσει τις γυναίκες και τα παιδιά να φύγουν ελεύθερα και είχε καταστρέψει το φρούριο. Οι Τούρκοι είχαν επιτεθεί σε άλλα μέρη, είχαν σκοτώσει χριστιανούς, είχαν μετατρέψει εκκλησίες σε τζαμιά είχαν λεηλατήσει εδάφη των Αψβούργων με φωτιά και σπαθί,87 όπως ενημέρωνε ο Σουλεϊμάν τον δόγη, αλλά ακόμη ο επιφυλακτικός, κοιμώμενος Φερδινάνδος δεν είχε εμφανιστεί για να υπερασπιστεί ούτε τον λαό του ούτε την περιουσία του.88
Στο μεταξύ ο Μπαρμπαρόσσα, έχοντας πάρει υπόσχεση για γαλλική βοήθεια, που θα τον βοηθούσε να ξαναπάρει το «βασίλειό του τής Τύνιδας», είχε συμφωνήσει να περάσει τον χειμώνα με τον στόλο του στην Τουλόν, «και να δει την Τουλόν» (et à veoir Tollon), έγραφε ένας άνθρωπος τής εποχής από τη Λυών τον Ιανουάριο τού 1544, «την Κωνσταντινούπολη θα έλεγε κανείς» (on diroit estre Constantinoble).89 Ο Φραγκίσκος Α’ θα διέθετε το απαραίτητο ψωμί ή «γαλέτα» για τούς περισσότερους από 30.000 άνδρες τής τουρκικής αρμάδας και υποτίθεται ότι θα πληρωνόταν για τη δαπάνη του όταν ο Μπαρμπαρόσσα έπαιρνε χρήματα από την Υψηλή Πύλη. Για τούς πρώτους έξι μήνες, από τον Οκτώβριο τού 1543 μέχρι τον επόμενο Απρίλιο, η ποσότητα που καταναλώθηκε εκτιμήθηκε σε 105.960 εκατόλιμπρα (quintaux). Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου η τουρκική αρμάδα στάθμευε στην Τουλόν. Αλλά το σύνολο λεγόταν ότι θα έφτανε τα 193.400 εκατόλιμπρα (quintaux) για ένα χρόνο (μέχρι τον Οκτώβριο τού 1544), επειδή ο στόλος έπρεπε να τροφοδοτηθεί για τις θερινές του επιχειρήσεις και για το ταξίδι επιστροφής στην Ισταμπούλ. (Αυτό σήμαινε ότι οι Γάλλοι προμήθευσαν περίπου 20.000.000 λίμπρες ψωμιού, με κάθε άνθρωπο στον στόλο να παίρνει καθημερινά σχεδόν δύο λίμπρες.) Είμαστε ενημερωμένοι για τα στοιχεία αυτά τόσο αναλυτικά, επειδή ο Πολέν είχε αργότερα την ευκαιρία να υπενθυμίσει τις υπηρεσίες του στο στέμμα ενώπιον βασιλικού δικαστηρίου την εποχή τού Ερρίκου Β’. Τον απομάκρυναν από τη σημαντική ναυτική του διοίκηση, φυλακίστηκε για τρία χρόνια, αλλά τελικά απαλλάχτηκε από τις εναντίον του κατηγορίες και αποκαταστάθηκε. Τα πρακτικά (proces-verbaux) τής υπεράσπισής του αποτελούν πολύτιμη ιστορική πηγή για την ιστορία εκείνων των ετών και εκείνων των γεγονότων.90
Καθώς περνούσε ο χειμώνας, ο Φραγκίσκος Α’ αποδεικνυόταν ανίκανος αλλά και απρόθυμος να εφοδιάσει τον Μπαρμπαρόσσα με στρατιώτες, για να τον βοηθήσει να ανακτήσει την Τύνιδα. Οι Τούρκοι και οι Γάλλοι δεν τα πήγαιναν καλά μαζί, όπως ήταν αναμενόμενο. Ο Πολέν είχε μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση τού συνεχώς ενοχλημένου Μπαρμπαρόσσα. Τη στιγμή που η τουρκική αρμάδα ετοιμαζόταν να φύγει από την Τουλόν, οι μετοχές τού βασιλιά τής Γαλλίας είχαν πέσει πάρα πολύ στην Ευρώπη. Σίγουρα ο Μπαρμπαρόσσα είχε προστατέψει τις νότιες ακτές τής Γαλλίας από την επίθεση των αυτοκρατορικών δυνάμεων, ενώ όταν στις 26 Μαΐου (1544) απέπλευσε τελικά για την Ισταμπούλ, λεηλάτησε τα νησιά και τις νότιες ακτές τής Ιταλίας με ζοφερή πληρότητα μέχρι αργά τον Σεπτέμβριο.91 Ο Πολέν προηγήθηκε τού Μπαρμπαρόσσα στην Ισταμπούλ, όπου έφτασε στις 10 Αυγούστου και έδωσε λαμπερή έκθεση τής γαλλικής φιλοξενίας στον σουλτάνο, ο οποίος υποσχέθηκε να πληρώσει για τις προμήθειες, με τις οποίες είχε εφοδιαστεί ο στόλος του.92
Ο Φραγκίσκος Α’ είχε εξοργιστεί πολύ από την πίεση στα βόρεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα τής πρόσφατης συμμαχίας τού Ερρίκου Η’ και τού Καρόλου Ε’, που έκαναν ταυτόχρονες αν και αναποτελεσματικές επιθέσεις κατά τής Πικαρδίας και τής Καμπανίας. Μεταξύ άλλων πηγών τα πρακτικά τής Ενετικής Γερουσίας αυτής τής περιόδου καταγράφουν από βδομάδα σε βδομάδα και μερικές φορές από μέρα σε μέρα τα γεγονότα και τις εξελίξεις, τις οποίες κάθε κράτος στην Ευρώπη παρακολουθούσε με προσοχή (πρβλ. το Senatus Secreta, Reg. 63 για τα έτη 1543-1544). Ο Φραγκίσκος σύντομα προθυμοποιήθηκε να κάνει ειρήνη, την οποία ο Κάρολος είχε επίσης καλούς λόγους να επιθυμεί, λόγω τής έλλειψης πόρων, τής δυσαρέσκειας των στρατιωτών του, τής συνεχούς αγωνίας του με τον Λουθηρανισμό και τής τουρκικής εκστρατείας που συνεχιζόταν τότε στην Ουγγαρία. Ο πάπας Παύλος Γ’ είχε παραμείνει ουδέτερος κατά τη διάρκεια τού ανταγωνισμού, παίζοντας όσο καλύτερα μπορούσε τον ρόλο τού ειρηνοποιού. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1544 εκπρόσωποι τού Καρόλου Ε’ και τού Φραγκίσκου υπέγραψαν την ειρήνη τού Κρεπύ, σύμφωνα με την οποία ο δούκα Κάρολος τής Ορλεάνης [πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1545] θα παντρευόταν την πρωτότοκη κόρη τού Καρόλου Ε’, την ινφάντη Μαρία, προίκα τής οποίας θα ήταν η Ολλανδία και η Φρανς-Κοντέ ή μια κόρη τού Φερδινάνδου, προίκα τής οποίας θα ήταν το δουκάτο τού Μιλάνου. Μέσα σε τέσσερις μήνες ο Κάρολος Ε’ μπορούσε να καθορίσει την προίκα κατονομάζοντας τη νύφη. Ο Φραγκίσκος εγκατέλειπε τα δικαιώματά του στην Φλάνδρα και στο Αρτουά, καθώς και τις αξιώσεις του στο Πιεμόντε και τη Σαβοΐα. Ο Κάρολος εγκατέλειπε την αρχαία αυτοκρατορική διεκδίκηση τής Βουργουνδίας, ενώ θεωρήθηκε αρχικά ότι είχε εγκαταλείψει τον Άγγλο σύμμαχό του, ο οποίος αναφερόταν ότι είχε μόλις καταλάβει τη Μπουλόν-συρ-Μερ. Ο Φραγκίσκος έπρεπε να κάνει τώρα το καθήκον του ως χριστιανός ηγεμόνας εναντίον των Τούρκων.93 Όταν επέστρεφε ο λοχαγός Πολέν στη γαλλική αυλή στα μέσα Οκτωβρίου, φέρνοντας μαζί του τις εκφράσεις συνεχιζόμενης εγκαρδιότητας τού σουλτάνου, η τουρκική συμμαχία, την οποία είχε εργαστεί τόσο σκληρά για να πραγματοποιήσει και τόσο έξυπνα για να τη διατηρήσει, είχε καταλυθεί από τη συνθήκη τού Κρεπύ.94
Οι Ενετοί είχαν εγκλωβιστεί σε έναν κόσμο, στον οποίο κυριαρχούσαν οι Τούρκοι, οι Αψβούργοι και οι Βαλώνοι. Μάλιστα εγκλωβισμένος ήταν και ο Παύλος Γ’, αλλά η Αγία Έδρα δεν είχε κάποια από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Δημοκρατία. Οι Ενετοί είχαν διαρκή προβλήματα με Τούρκους διοικητές και Τούρκους υπηκόους στη Δαλματία (στο Αντίβαρι, στο Καττάρο, στο Ντούλτσινιο, στην Κλίσσα και αλλού),95 και παρόλο που οι Ενετοί γενικοί διοικητές, επόπτες (provveditori) και διοικητές γαλερών προειδοποιούνταν πάντοτε να αποφεύγουν τη σύγκρουση με τούς Τούρκους, η Σινιορία συντηρούσε μεγάλο και δαπανηρό στόλο. Τα χρήματα αποτελούσαν πάντοτε πρόβλημα. Η Γερουσία στενοχωρήθηκε λοιπόν, όταν το πρωί τής 16ης Ιουλίου 1543 ο παπικός νούντσιος είχε εμφανιστεί ενώπιον τού Κολλέγιου και ανέφερε ότι ο πάπας ήθελε να πληρώσει μόνο τον ένα από τούς δύο φόρους δεκάτης που είχε χορηγήσει στη Βενετία για το τρέχον έτος. Ο πάπας δεν ήθελε να επιβαρύνει αδικαιολόγητα τούς κληρικούς στην επικράτεια τής Δημοκρατίας, αλλά θα μεριμνούσε για την καταβολή τού δεύτερου φόρου δεκάτης το 1544.
Η ανάγκη δεν ήταν πια επιτακτική, σύμφωνα με τον νούντσιο, γιατί ο στόλος τού Μπαρμπαρόσσα είχε αποπλεύσει στη δυτική Μεσόγειο «χωρίς προσκόμματα για τις υποθέσεις μας» (senza dare impedimento alcuno alle cose nostre), χωρίς επίθεση σε οποιαδήποτε ενετική κτήση. Αυτό ήταν αλήθεια, όπως έγραφε η Γερουσία στον πρεσβευτή τους στην κούρτη, «αλλά παρ’ όλα αυτά έχουμε αναλάβει τεράστιες δαπάνες για τον εξοπλισμό και την οχύρωση των κτήσεών μας, όπως όλοι γνωρίζουν, έτσι ώστε η καταβολή των [δύο] φόρων δεκάτης έχει ήδη δαπανηθεί ακόμη και αυτή την ώρα». Η Γερουσία ζητούσε λοιπόν επειγόντως, για αυτόν και για άλλους λόγους, την άμεση καταβολή των δύο φόρων δεκάτης από το σύνολο των κληρικών στα ενετικά εδάφη.96
Η ενετική κυβέρνηση προφανώς κατάφερε να συλλέξει τούς δύο φόρους δεκάτης που τής είχαν επιτραπεί το 1543 —και πάλι το 1544— αν και κάποιος μπορεί να αμφιβάλλει αν όλοι οι καρδινάλιοι και αξιωματούχοι τής κούρτης, που είχαν εκκλησιαστικά εισοδήματα στο Βένετο, πλήρωσαν πλήρως το μερίδιό τους σε αυτή την επιβολή. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών, όπως συνέβαινε συχνά, η Δημοκρατία θεωρούσε τον πλούτο τού ενετικού κλήρου ως πηγή κρατικών εσόδων, ιδιαίτερα όταν η Σινιορία μπορούσε να αποδείξει ότι τα κεφάλαια δαπανιούνταν για πιθανή προστασία κατά των απρόβλεπτων Τούρκων. Τον Απρίλιο τού 1546 ο Παύλος Γ’ παραχώρησε και πάλι δύο φόρους δεκάτης στους επίμονους αιτούντες τής λιμνοθάλασσας,97 ενώ και πάλι η Γερουσία «αναρωτιόταν πολύ», όταν οι καρδινάλιοι πίστευαν ότι η πληρωμή των δύο φόρων δεκάτης έπρεπε να εκτείνεται σε περίοδο δύο ετών.98
Η αναζήτηση κεφαλαίων από τη Σινιορία ήταν αδυσώπητη. Αν και τής είχαν χορηγηθεί διπλοί φόροι δεκάτης για το 1543 και ξανά για το 1544, η ενετική κυβέρνηση προφανώς δεν μπορούσε να είναι ικανοποιημένη. Κατά τη διάρκεια τής εβδομάδας 12-19 Δεκεμβρίου (1544) έγινε πρόταση στη Γερουσία, να επιβληθεί δέκα τοις εκατό φόρος εισοδήματος σε όλους τούς κατοίκους τού Βένετο, «μηδενός εξαιρουμένου» (nemine excepto), όποια κι αν ήταν η μορφή τού εισοδήματός τους, είτε από σπίτια ή καταστήματα, αλιεία, εδάφη, μισθώσεις, μύλους ή άλλη πηγή, όπου ο μισός φόρος έπρεπε να καταβληθεί τον επόμενο Μάρτιο και ο άλλος μισός τον Σεπτέμβριο. Τα κονδύλια θα συλλέγονταν σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια θα στέλνονταν στο γραφείο των «διοικητών» (governadori), ενώ κάθε φορολογούμενος είχε την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση (dechiarito et dato in nota con verità), με περιγραφή των πηγών τού εισοδήματός του και των εμπλεκομένων ποσών και οι καταγραφές αυτές θα φυλάσσονταν στο γραφείο των δέκα Σοφών (Savi). Η πρόταση φαίνεται ότι είχε συγκεντρώσει μόνο δεκαοκτώ ψήφους, γεγονός που υποδηλώνει ότι η Γερουσία δεν πήρε πολύ σοβαρά την πρόταση.99
Δύο βδομάδες αργότερα η Γερουσία ανησυχούσε για άλλο πρόβλημα, τουλάχιστον τόσο σημαντικό όσο και η άδεια για συλλογή φόρων δεκάτης που επιβάλλονταν στον κλήρο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1544 η Γερουσία έγραφε στον πρεσβευτή τους στην παπική κούρτη ότι ο νέος παπικός νούντσιος, ο Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα, είχε συζητήσει σε κάποια έκταση «την απαγόρευση που είχε επιβληθεί κατά την εποχή τού πάπα Πίου [και για μερικούς αιώνες πριν από αυτόν] και η οποία ανανεωνόταν κάθε χρόνο με τη βούλλα «στο Δείπνο τού Κυρίου» (la prohibitione fatta al tempo di Papa Pio et ogni anno rinovata per la bolla in Cena Domini). Η εν λόγω απαγόρευση επέβαλλε την ποινή τού αφορισμού σε εκείνους που πωλούσαν στους άπιστους «μερικά είδη που μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε πόλεμο εναντίον χριστιανών» (alcune robbe delle qual si possono servir in guerra contra Christiani), δηλαδή όπλα, ξυλεία, μέταλλα και άλλα είδη στρατιωτικού λαθρεμπορίου. Σύμφωνα με τον ντέλλα Κάζα, η βούλλα τού Πίου Β’ επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο την Πέμπτη πριν από το Πάσχα, τη Μεγάλη Πέμπτη, στον «Μυστικό Δείπνο τού Κυρίου» (Cena del Signore).
Ο ντέλλα Κάζα υπενθύμιζε στη Σινιορία ότι απαγορευόταν επίσης η εισαγωγή στο Βένετο (ή οπουδήποτε στην Ευρώπη) στυπτηρίας από τη γη των απίστων. Χρησιμοποιούσαν τη στυπτηρία σε όλη την Ευρώπη για την παραγωγή ορισμένων φαρμάκων, καθώς και στη βαφή υφασμάτων και δερμάτων. Ο άγρυπνος ντέλλα Κάζα είχε ενημερώσει την ενετική κυβέρνηση ότι είχε την υποχρέωση να θέσει σε εφαρμογή τη βούλλα, αφορίζοντας εκείνους που μετάφεραν, αγόραζαν, πωλούσαν ή αντάλλασσαν τέτοια είδη λαθρεμπορίου, αλλά ότι είχε πειστεί να καθυστερήσει τη δημοσίευση τής βούλλας μέχρι να κάνουν έκκληση στη Ρώμη ο δόγης και η Γερουσία, «δεδομένου ότι πρόκειται για νέο πράγμα, που δεν γίνεται πια» (essendo questa cosa nova et non più fatta).
Οι Ενετοί υποστήριζαν ότι η απαγόρευση τού εμπορίου με τούς Τούρκους ήταν κάτι νέο γι’ αυτούς. Είχαν μικρή μνήμη. Παρ’ όλα αυτά, όπως έγραφε η Γερουσία στον πρεσβευτή τους στη Ρώμη, η Βενετία θα βρισκόταν σε δυσχερή θέση αν οι υπήκοοί της δεν μπορούσαν να εισάγουν ορισμένα πράγματα από τα εδάφη τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, ο οποίος (όπως η Αγιότητά του γνώριζε καλά) έπρεπε να αντιμετωπίζεται με μεγάλη προσοχή. Η πλήρης εφαρμογή τής βούλλας θα προκαλούσε οικονομικά προβλήματα στο ενετικό έδαφος, μετατρέποντας σε επαίτες κάποιους φιλόπονους εργαζόμενους. Και τώρα η Γερουσία ερχόταν στην καρδιά τού ζητήματος.
Αν η στυπτηρία τής Αγιότητάς του, από τα κοιτάσματα τής Τόλφα, ήταν φθηνότερη, όπως ήταν κάποτε, θα την αγόραζαν αμέσως. Κανένας δεν θα εισήγαγε στυπτηρία από την Ανατολική Μεσόγειο στη Βενετία, λόγω τού μεγάλου κόστους μεταφοράς. Η Γερουσία παρακαλούσε λοιπόν τον πάπα να μειώσει την τιμή τής στυπτηρίας ή να αποδεχτεί την αιτιολόγηση και την ορθότητα τής ενετικής θέσης. Σε άλλη επιστολή τής ίδιας ημέρας (31 Δεκεμβρίου 1544) η Γερουσία ενημέρωνε τον πρεσβευτή τους ότι είχαν ζητήσει να δουν τη βούλλα και ότι δεν είχαν βρει σε αυτήν καμία τέτοια απαγόρευση λαθρεμπορίου, όπως είχε δηλώσει ο νούντσιος. Κατά τη γνώμη τους λοιπόν δεν υπήρχε τέτοια απαγόρευση και όχι μόνο σε σχέση με τη στυπτηρία, αλλά ούτε σε σχέση με άλλα εμπορεύματα που εισάγονταν στη χριστιανοσύνη από την Τουρκία.
Μάλιστα έβλεπε κανείς να μπαίνουν τέτοια εμπορεύματα στα κράτη τής Εκκλησίας. Οι ίδιοι οι «άπιστοι» ταξίδευαν και εμπορεύονταν παντού. Υπήρχε τουρκική αποικία στην παπική πόλη τής Αγκώνας. Ίσως υπήρχε η δυσκολία, όπως είχε ακούσει η Γερουσία, ότι σε πολλά άτομα που είχαν αγοράσει τα αξιώματά τους (officii) από την κούρτη, είχε διατεθεί καταβολή μισθών από τα έσοδα τής στυπτηρίας τής Τόλφα και έτσι η επιμονή σε αυτό το μονοπώλιο και σε αυτή την υποτιθέμενη απαγόρευση προερχόταν από εκείνους και όχι από την Αγιότητά του. Όμως ο πρέσβης έπρεπε να μελετήσει τη βούλλα και να μάθει αν με τα έσοδα από τη στυπτηρία πλήρωναν όντως τούς μισθούς των διαφόρων αξιωματούχων τής κούρτης (και επιδοματούχων). Αναλόγως τού τι θα μάθαινε για το ζήτημα αυτό, ο πρέσβης θα γνώριζε με ποιον τρόπο να μεταχειριστεί την Αγιότητά του, για να μεριμνήσει ώστε η βούλλα αφορισμού να μη δημοσιευτεί στη Βενετία.100
Ο βούλλα δεν δημοσιεύτηκε. Το θέμα παρέμεινε σε εκκρεμότητα για περίπου δεκαοκτώ μήνες. Τελικά όμως ο νέος Ενετός πρεσβευτής στην κούρτη προειδοποιούσε τη Γερουσία στις 19 Ιουνίου 1546, ότι το πρόβλημα προέκυπτε και πάλι. Ο νούντσιος ντέλλα Κάζα εμφανίστηκε στο Κολλέγιο και δήλωσε ότι ο Παύλος Γ’ «είχε πάρει το θέμα πολύ ζεστά» και είχε ανανεώσει μια βούλλα τού Ιουλίου Β’ κατά τής αγοράς τουρκικής στυπτηρίας. Ο ντέλλα Κάζα πρόσθετε ότι έπρεπε να δημοσιεύσει την επικύρωση από τον Παύλο τής βούλλας τού Ιουλίου, αλλά έλπιζε ότι δεν θα τον ανάγκαζε να το πράξει η ενετική δυστροπία. Οι Ενετοί φυσικά εισήγαγαν συνεχώς τουρκική στυπτηρία. Η Γερουσία έγραφε στον πρεσβευτή της στη Ρώμη (στις 28 Ιουνίου), «Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι κανένας δεν μπορεί και δεν πρέπει να δημοσιεύει μομφές εναντίον οποιουδήποτε, χωρίς κάποια προηγούμενη ενοχή (colpa) και θανάσιμο αμάρτημα (delitto), καθώς και ότι το εμπόριο και οι εμπορικές συμφωνίες επιτρέπονται σε όλους τούς τόπους και από όλους τούς νόμους».
Η Γερουσία ενημέρωνε τον νούντσιο ότι η συζήτηση για αφορισμό ήταν εντελώς ακατάλληλη. Όλοι ήξεραν ότι η Βενετία έπρεπε να αντιμετωπίζει με προσοχή τον Τούρκο. Όταν είχε προκύψει το θέμα «πριν από ένα χρόνο», ο προκάτοχός τού πρέσβη ήταν σε θέση να παρουσιάσει την υπόθεσή τής Δημοκρατίας με τέτοιο τρόπο, που ο πάπας ούτε είχε κάνει ούτε είχε πει τίποτε «από εκείνη την εποχή γι’ αυτό». Η Γερουσία έστελνε λοιπόν στον πρεσβευτή όλη την προηγούμενη αλληλογραφία, για να τον καθοδηγήσει στην ίδια απαραίτητη διευθέτηση τού δύσκολου θέματος. Η Βενετία χρειαζόταν τούς τουρκικούς εμπορικούς δεσμούς προκειμένου να υπάρχει. Ο πάπας έπρεπε να κατανοήσει ότι εισήγαγαν σιτηρά καθώς και στυπτηρία. Την ίδια ακριβώς χρονιά είχε υπάρξει έλλειψη σιτηρών στην Κύπρο και σε άλλες ενετικές πόλεις και νησιά. Οι ανάγκες είχαν αντιμετωπιστεί με αγορές από τούς Τούρκους, και αυτή η «χρήσιμη υπηρεσία και το όφελος θα σταματούσε αμέσως», αν ο σουλτάνος Σουλεϊμάν μάθαινε ότι η Δημοκρατία είχε επιβάλει οποιαδήποτε απαγόρευση σε τουρκικές εξαγωγές προς τη λιμνοθάλασσα. Μάλιστα αν ο σουλτάνος άκουγε να μιλούν για κάθε τέτοιο περιορισμό, «όντας το είδος τού ηγεμόνα που είναι», δεν θα αποτελούσε έκπληξη, αν αυτός επέμενε «ότι δεν πρέπει να εισάγεται σε αυτή την πόλη άλλη στυπτηρία εκτός από τη δική του!».101 Ο Παύλος Γ’ δεν ήταν αδιαπέραστος από το φως τής λογικής, ακόμη και όταν αυτή ταυτιζόταν με την ενετική ιδιοτέλεια. Η βούλλα αφορισμού δεν δημοσιεύτηκε.102
Η συνδιαλλαγή με τούς Τούρκους αποτελούσε πάντοτε ευαίσθητο ζήτημα, αλλά δεν ήσαν οι Τούρκοι εκείνοι που έπρεπε να κατηγορούνται για κάθε ατυχές περιστατικό. Έτσι στις 21 Αυγούστου 1546 ο δόγης Φραντσέσκο Ντονά έλαβε επιστολή από τον μεγάλο βεζύρη Ρουστέμ πασά, που ανέφερε ότι Τούρκοι έμποροι και άλλοι υπήκοοι τού σουλτάνου, που έκαναν δουλειές στη Βενετία, είχαν υποβάλει διαμαρτυρίες στην Πύλη για συνεχείς παρενοχλήσεις τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Ο Ρουστέμ δίσταζε πολύ, όπως έγραφε, να συζητήσει το θέμα με τον σουλτάνο, ο οποίος είχε χορηγήσει τις «διομολογήσεις» [του 1540] ακριβώς για τον σκοπό τής διατήρησης τής ειρήνης μεταξύ των υπηκόων των δύο δυνάμεων. Προέτρεπε τον δόγη να αποφύγουν τις σοβαρές συνέπειες που θα προέκυπταν ενδεχομένως από μια τέτοια παρενόχληση, θέτοντας εφεξής τέρμα στις ταλαιπωρίες, για τις οποίες είχαν διαμαρτυρηθεί οι υπήκοοι τού σουλτάνου.103
Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, όπως γνώριζαν όλοι, εξοργιζόταν εύκολα. Στις αρχές Απριλίου 1547 έγραψε ανυπόμονα στον δόγη Ντονά, ζητώντας να τού στείλει αμέσως τούς αρχιτέκτονες, μαραγκούς, χτίστες και εργάτες που είχε ζητήσει, για το τουρκικό κάστρο που ανακατασκευαζόταν και μεγάλωνε τότε στο «Ναντίν», στο σαντζάκι τής Κλίσσα (Κλις), κοντά στο Σπαλάτο. Η ενετική αδυναμία ανταπόκρισης στο αίτημα τού σουλτάνου είχε προκαλέσει στο Ναντίν σταμάτημα των εργασιών. Ο Σουλεϊμάν υπενθύμιζε στον δόγη «την αρχαία πίστη και ειλικρινή φιλία σας με την Υψηλή μας Πύλη» (la fidel et sincera amicitia vostra antiqua con la Sublime Porta nostra) και απαιτούσε να στείλει η Βενετία αμέσως στο Ναντίν, «σύμφωνα με την προηγούμενη εντολή μας, τειχοποιούς και μαραγκούς, εργάτες και τρόφιμα» (segondo el passatto nostro ordine, mureri et marangoni et operarii et vituarie), έτσι ώστε οι Τούρκοι να μπορέσουν να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση τού κάστρου.104 Μετά την τουρκική κατοχή τού φρουρίου τής Κλίσσα (το 1537) οι Ενετοί ανησυχούσαν για το μέλλον τού ναυτικού τους σταθμού στο Σπαλάτο, αλλά δεν υπήρχε εναλλακτική λύση στο να κάνουν αυτό που επιθυμούσε ο σουλτάνος.
Στο Ράιχσταγκ τού Ρέγκενσμπουργκ, που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1541, υπήρχε ευρεία συμφωνία για την επιτακτική αναγκαιότητα επίθεσης εναντίον των Τούρκων, καθώς και πολλές συζητήσεις για τον τρόπο επίτευξης θρησκευτικής τακτοποίησης, για το πρόβλημα τής ελάφρυνσης τού φορτίου που επιβαλλόταν στις αυτοκρατορικές πόλεις και για τη συχνά προτεινόμενη μεταρρύθμιση τού αυτοκρατορικού Εφετείου (Kammergericht), συζητήσεις στις οποίες η Καθολική επιρροή ήταν φυσικά κυρίαρχη. Μια συνάντηση των Λουθηρανών ηγεμόνων στο Νάουμπουργκ τον Οκτώβριο (1541) είχε ενώσει τούς εκλέκτορες Γιόακιμ Β’ τού Βρανδεμβούργου και Γιόχαν Φρήντριχ τής Σαξωνίας, τον φεουδάρχη (landgrave) Φίλιππο τής Έσσης και τούς δούκες Μόριτς και Γιόχαν Ερνστ τής Σαξωνίας. Βέβαια δεν ήταν μόνο ο τουρκικός κίνδυνος αυτό που τούς έφερνε κοντά, αλλά αυτό είναι το μόνο που μάς αφορά εδώ. Η συνάντηση στο Νάουμπουργκ έκανε μεγάλη εντύπωση στη Γερμανία. Οι Λουθηρανοί συζητούσαν την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν στο Ράιχσταγκ, για το οποίο στις 16 Οκτωβρίου ο βασιλιάς Φερδινάνδος είχε εκδώσει προσκλήσεις από το Λιντς προς όλους τούς ενδιαφερόμενους. Το Ράιχσταγκ επρόκειτο να συγκληθεί στο Σπάγιερ στις 14 Ιανουαρίου. Θα ασχολιόταν με το τουρκικό πρόβλημα. Ο Φερδινάνδος ανέφερε ότι θα ερχόταν προσωπικά. Το καταχείμωνο ήταν όμως δύσκολη εποχή για ταξίδι στη Γερμανία και την καθορισμένη μέρα σχεδόν κανένας δεν είχε φτάσει στο Σπάγιερ. Οι Γερμανοί συνήθως έρχονταν στα Ράιχσταγκ με τη βραδύτητα των αστυνομικών, ενώ μερικοί δεν είχαν λάβει τις προσκλήσεις τους.
Στο τέλος Ιανουαρίου (1542) δεν υπήρχε ακόμη καμία ένδειξη για τον Φερδινάνδο ή για εκπροσώπους του, αλλά σύντομα ήρθαν και η διαδικασία τής δίαιτας ξεκίνησε μέσα στις συνήθεις διαμάχες, διασκέψεις και επιδείξεις ρητορικής. Ο Φερδινάνδος παρεμποδιζόταν συνεχώς από συγκρούσεις συμφερόντων και απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις, από την αντίθεση των Καθολικών προς τούς Προτεστάντες και από την απόλυτα δικαιολογημένη αντιπάθεια των πόλεων για τούς ηγεμόνες. Αλλά επιτεύχθηκαν πολλά στη δίαιτα. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Οι παραχωρήσεις που είχαν γίνει προς τούς Λουθηρανούς στο Ρέγκενσμπουργκ επιβεβαιώνονταν τώρα στη «δεύτερη παύση τού Σπάγιερ», ενώ γίνονταν τελικά σχέδια για τη συγκέντρωση γερμανικού στρατού με περισσότερους από 8.000 ιππείς και 40.000 πεζούς στρατιώτες, για να αντιταχθεί στον Τούρκο.105 Ο Φερδινάνδος διόρισε τον εκλέκτορα Γιόακιμ τού Βραδεμβούργου ως διοικητή τού στρατού. Η άφιξη τού Γιόακιμ στο Σπάγιερ είχε καθυστερήσει λόγω δυσκολιών στα εδάφη του, αλλά έφτασε την Κυριακή 5 Μαρτίου και ύστερα από εξεζητημένη επίδειξη σεμνότητας συμφώνησε να αποδεχτεί την τιμή που τού γινόταν. Ο Γιόακιμ, που δεν ήταν ούτε έμπειρος ούτε ταλαντούχος διοικητής, ήταν τουλάχιστον άτομο υπό το οποίο έδειχναν πρόθυμες να υπηρετήσουν οι ασύμφωνες ομάδες που αποτελούσαν τη δίαιτα και την αυτοκρατορία.106
Ένα ενδιαφέρον αντι-τουρκικό φυλλάδιο, «Αυτός ο Τούρκος, ορκισμένος εχθρός όλων των χριστιανών…» (Das der Türck ein erbfeind aller Christen…), χωρίς καμία ένδειξη συγγραφέα ή τόπου εκτύπωσης, υποβλήθηκε στο Ράιχσταγκ τού Σπάγιερ, προειδοποιώντας τούς κτηματίες για τουρκική προδοσία και δίνοντας παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία. Συγγραφέας του ήταν πιθανώς κάποιος Μπέρναρντιν Τυρκ φομ Μπύργκελ, ο οποίος δημοσίευσε επίσης τον Απρίλιο τού 1542 άλλο φυλλάδιο με τίτλο «…Συνοπτική υπενθύμιση τής διάταξης των Τούρκων στους πολέμους τους…» (… Kurtze erinnerung von der Türcken ordnung in iren Kriegen…), που απευθυνόταν στον εκλέκτορα Γιόακιμ, στο οποίο περιέγραφε την τουρκική στρατιωτική οργάνωση και τακτική. Ο Μπέρναρντιν Τυρκ προειδοποιούσε επισήμως τον εκλέκτορα ότι ο Τούρκος αντιμετώπιζε τούς αντιπάλους του με διακόσιες, τριακόσιες και τετρακόσιες χιλιάδες άνδρες, χωρισμένους σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με τη στρατιωτική λειτουργία και την αναπληρωσιμότητά τους. Η πρώτη «κατηγορία», ο «όχλος» (Hauffen), είχε τρομακτικό μέγεθος και αποτελούνταν από «τους χειρότερους ανθρώπους» (das schlechtigst Volck), έχοντας ως σκοπό να συγχύσει και να κουράσει τον εχθρό. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος τής Ουγγαρίας είχε αντιμετωπίσει αυτή την κατηγορία, η οποία είχε αρκέσει για να προκαλέσει τον θάνατό του και να τρέψει τον στρατό του σε φυγή. Η δεύτερη κατηγορία είχε καλύτερους ανθρώπους από την πρώτη και την χρησιμοποιούσαν για να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στον εχθρό. Η τρίτη κατηγορία περιλάμβανε τούς καλύτερους στρατιώτες στον οθωμανικό στρατό, ως επί το πλείστον στρατολογημένους στην Ανατολία. Βάδιζαν με τον σουλτάνο, ο οποίος συνοδευόταν από τούς γενίτσαρους, επίλεκτο σώμα πεζικού δύναμης 12.000 ανδρών. Η τουρκική τέχνη τού πολέμου αποτελούσε δημοφιλές θέμα για φυλλαδιογράφους κατά τον 16ο αιώνα. Οι συμβουλές τού Μπέρναρντιν δεν πρέπει να ήσαν ιδιαίτερα πολύτιμες για τον εκλέκτορα Γιόακιμ, στον οποίο έδινε προσεκτικά τη συνηθισμένη παραίνεση να ζητήσει τη βοήθεια τού Θεού. Έδινε επίσης κι άλλη συμβουλή, που θα φαινόταν εξίσου προφανής: «Προσέξτε αυτό που συνέβη στον Έλληνα αυτοκράτορα και τούς Έλληνες άρχοντές του να μη συμβεί και σε εμάς: δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους».107
Ο πάπας Παύλος Γ’ είχε εκπροσωπηθεί, κάπως ακούσια, στη δίαιτα τού Σπάγιερ, έχοντας στείλει τον Τζιοβάννι Μορόνε, τον ικανό επίσκοπο τής Μόντενα, ως νούντσιό του στον Φερδινάνδο Α’ στις αρχές Ιανουαρίου 1542.108 Ήταν η τρίτη αποστολή τού Μορόνε στη Γερμανία. Στο Σπάγιερ υπήρχε πολύς θόρυβος για την προταθείσα οικουμενική σύνοδο. Τον Μάρτιο ο Παύλος Γ’ έδωσε την άδεια στον Μορόνε να ανακοινώσει στη δίαιτα ότι, αν και για διάφορους λόγους η Αγία Έδρα προτιμούσε τη Μάντουα ή τη Φερράρα, τη Μπολώνια ή την Πιατσέντσα, ο πάπας ήταν πρόθυμος να συγκαλέσει τη σύνοδο στο Τρεντ, ενώ ήταν εξίσου διατεθειμένος να παράσχει ουσιαστική βοήθεια εναντίον των Τούρκων.109 Ο πάπας ήταν μάλιστα έτοιμος να διαθέσει δύναμη 5.000 ανδρών για αντι-τουρκική εκστρατεία, αν ο αυτοκράτορας την οδηγούσε προσωπικά (διαφορετικά θα έστελνε τη μισή δύναμη), ενώ εξυπακουόταν ότι η δέσμευση αυτή δεν θα ίσχυε σε περίπτωση άμεσης επίθεσης των Τούρκων επί των παπικών κρατών, γιατί η Αγιότητά του έπρεπε τότε να χρησιμοποιήσει τούς πόρους του πιο κοντά στην πατρίδα.110 Η γαλλική παράταξη στη Ρώμη θεωρούσε ότι ο πάπας «έκλινε προς την αυτοκρατορική σημαία» λόγω αυτής τής προθυμίας του να βοηθήσει τούς Αψβούργους εναντίον τού κοινού εχθρού τής χριστιανοσύνης. Καθώς οι δυνάμεις τού Γιόακιμ τού Βρανδεμβούργου συγκεντρώνονταν στη Βιέννη στις αρχές Ιουλίου (1542), ενωνόταν μαζί τους για την επερχόμενη εκστρατεία παπικό στρατιωτικό απόσπασμα 3.000 πεζών και 500 ιππέων. Επρόκειτο για μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτών από εκείνον που είχε συμφωνήσει να στείλει ο Παύλος Γ’. Προσμετρώντας την αυστριακή, την ουγγρική, τη βοημική και άλλες συνεισφορές, λεγόταν ότι ο στρατός τού Γιόακιμ αριθμούσε περίπου 55.000 άνδρες όταν βάδιζε προς τα ανατολικά τον Σεπτέμβριο.111 Απλήρωτος και απείθαρχος, ο στρατός δεν ήταν περισσότερο ικανός για μεγάλα επιτεύγματα απ΄ όσο ο ανίκανος διοικητής του, αλλά ακόμη και τα καλύτερα ενημερωμένα μέλη τής αυλής των Αψβούργων και τής παπικής κούρτης ήσαν εντελώς απροετοίμαστα για το φιάσκο που ακολούθησε.
Στις προσπάθειες τού Γιόακιμ τού Βραδεμβούργου να ανακαταλάβει τη Βούδα (Όφεν), αντιτάχθηκαν ισχνές τουρκικές δυνάμεις και όχι οι εκατοντάδες χιλιάδες, τούς οποίους ο Μπέρναρντιν Τυρκ ανέμενε προφανώς να μπουν στο πεδίο τής μάχης εναντίον του. Επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του κατά τής λιγότερο ισχυρά περιτειχισμένης Πέστης, στην αριστερή όχθη τού Δούναβη (που τρέχει προς νότο σε εκείνο το σημείο), η εκστρατεία τού Γιόακιμ αποδείχτηκε άθλια αποτυχία στις αρχές Οκτωβρίου 1542.112 Την επόμενη άνοιξη ο Σουλεϊμάν έφυγε από την Αδριανούπολη στα τέλη Απριλίου, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Γεωργίου, και πήγε προς Σόφια, όπου οι δυνάμεις του είχαν συγκεντρωθεί για μεγάλη εκστρατεία κατάκτησης. Στις 25 Μαΐου (1543) ο Μαρτινούτσι έγραφε στον Φερδινάνδο ότι κανένας δεν τολμούσε να αφήσει το σπίτι, τη γυναίκα και τα παιδιά του. Καθένας προσπαθούσε να πάρει τις καλύτερες προφυλάξεις που μπορούσε για τη δική του οικογένεια. Ο Μαρτινούτσι ανησυχούσε για την ασφάλεια τής βασίλισσας Ισαβέλλας και τού μικρού Ιωάννη Σίγκισμουντ.
Ο Τούρκος μάς δίνει τη διαβεβαίωσή του, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη σε αυτόν, γιατί με ωραία λόγια αυτού τού είδους έχει ήδη σύρει πολλά βασίλεια στην καταστροφή. Δεν θέλω να αφήσω τη μεγαλειότητά της σε τέτοιο προφανή κίνδυνο, αλλά πρέπει να την πάρω από εδώ σε κάποιο ασφαλές μέρος. Αν η μεγαλειότητά της φύγει από αυτό το βασίλειο πριν καταλήξει σε ικανοποιητική διευθέτηση με τη δική σας Μεγαλειότητα, φοβάμαι πάρα πολύ ότι ολόκληρο αυτό το βασίλειο θα αποσκιρτήσει αμέσως στον Τούρκο.
Ο Μαρτινούτσι έλεγε ότι την προηγούμενη μέρα ορισμένοι ευγενείς είχαν δηλώσει κατηγορηματικά ότι μετά την αναχώρηση τής βασίλισσας θα έστελναν στον σουλτάνο, για να ζητήσουν να διορίσει ο ίδιος έναν ηγεμόνα για αυτούς. Ο Φερδινάνδος προτρεπόταν να απευθύνει έκκληση στον Κάρολο Ε’, «γιατί τώρα η ευκαιρία υπεράσπισης αυτού τού βασιλείου παρουσιάζεται και στις δύο Μεγαλειότητές σας!»113
Λεγόταν ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε φύγει από την περιοχή τής Σόφιας την 1η Ιουνίου (1543). Προέλαυνε εναντίον τής Ουγγαρίας, όπως ενημέρωνε ο Μαρτινούτσι τον Φερδινάνδο, με τεράστιο στρατό, μεγαλύτερο από οποιονδήποτε είχε φέρει στο παρελθόν στην Ουγγαρία. Τούρκοι απεσταλμένοι βρίσκονταν ακόμη και τότε στον Μαρτινούτσι, απαιτώντας τον ουγγρικό φόρο υποτέλειας. Ο σουλτάνος τού ζητούσε επίσης να συγκεντρώσει στρατό και να προχωρήσει στον Δούναβη, όταν θα έπαιρνε εντολή να το πράξει. Ο ίδιος ο Μαρτινούτσι είχε στείλει απεσταλμένους και αόριστες διαβεβαιώσεις στον σουλτάνο, για να κερδίσει χρόνο. Ένας εκπρόσωπος τού Γάλλου πρεσβευτή στην Πύλη (του λοχαγού Πολέν) βρισκόταν στην Τρανσυλβανία. Η βασίλισσα Ισαβέλλα είχε τρομοκρατηθεί από την προσέγγιση τού σουλτάνου. Απαιτούσε την παρουσία τού Μαρτινούτσι τόσο πολύ, που εμπόδιζε τις προσπάθειές του να πάρει τα μέτρα που απαιτούσε η κρίση. Ο Μαρτινούτσι ζητούσε από τον Φερδινάνδο να τής αναθέσει κάποιον οχυρωμένο τόπο, όπου θα ήταν ασφαλής. Είχε γράψει μια έκκληση για βοήθεια απευθείας στον Κάρολο Ε’. Έλεγε τώρα στον Φερδινάνδο ότι ο Φραγκίσκος Α’ και «πολλοί άλλοι» τού είχαν γράψει, παροτρύνοντάς τον σε λιποταξία από την υπόθεση των Αψβούργων στην Ουγγαρία, αλλά ο ίδιος παρακαλούσε τον Φερδινάνδο να μην έχει καμία αμφιβολία για τη νομιμοφροσύνη του. Ενώ ο σουλτάνος απαιτούσε την παράδοση ορισμένων πόλεων, ο Μαρτινούτσι έγραφε στις εκκλησιαστικές αρχές να τις ενισχύσουν.114
Ο Μαρτινούτσι διαμαρτυρόταν πολύ συχνά στον Φερδινάνδο για τη νομιμοφροσύνη του. Κυρίως επειδή ανησυχούσε για την Ουγγαρία, τη χήρα και τον γιο τού Ζαπόλυα και τα δικά του συμφέροντα.115 Η αλληλογραφία του με τον Φερδινάνδο και οι άλλες αναφορές που δημοσιεύτηκαν από τον Κάρολυ μάς δίνουν ζοφερή εικόνα των γεγονότων στην Ουγγαρία το καλοκαίρι τού 1543.116 Ο Σουλεϊμάν εισήλθε στη Βούδα στις 23 Ιουλίου και κατέλαβε το Γκραν (Έστεργκομ) στις 9 Αυγούστου, όπως έχουμε ήδη επισημάνει. Στη συνέχεια πήρε το γειτονικό Ντότις (Τάτα) και το Στουλβάισσενμπουργκ (Σεκεσφέχερβαρ) και επέστρεψε περίπου τρεις μήνες αργότερα στην Ισταμπούλ, αφήνοντας πίσω του μεγάλο στρατό. Η εκστρατεία τού σουλτάνου στην πραγματικότητα δεν ήταν πολύ θεαματική, όμως τα αποτελέσματά της ήσαν σίγουρα σημαντικά και είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση τής τουρκικής οχύρωσης στο κέντρο τής Ουγγαρίας. Το 1544 υπήρξαν περαιτέρω τουρκικές κατακτήσεις. Ο Φερδινάνδος των Αψβούργων μπορούσε να δει ξεκάθαρα ότι δεν θα κατόρθωνε να διασώσει τις υπόλοιπες κτήσεις του στην Ουγγαρία κάνοντας έκκληση για βοήθεια στα Ράιχσταγκ. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια εκεχειρία με την Υψηλή Πύλη, που θα μπορούσε να σημαίνει ένα ή δύο χρόνια χωρίς μεγάλης κλίμακας τουρκική εισβολή.117
Η τελική διάθεση τού βασιλείου τής Ουγγαρίας αποτελούσε το κυριότερο ζήτημα που δυσχέραινε τις σχέσεις των Αψβούργων με την Υψηλή Πύλη. Ο Φερδινάνδος προσπαθούσε φυσικά να κερδίσει με το μέρος του μέλη τής ουγγρικής αριστοκρατίας, αλλά η νομιμοφροσύνη τους στην υπόθεσή του αποτελούσε πάντοτε αμφίβολο πλεονέκτημα. Οι Τούρκοι ήσαν πιο ευφυείς, απευθύνοντας προφανώς την έκκλησή τους στην αγροτιά. Οι δυτικές πηγές είναι γεμάτες αναφορές στην τουρκική σκληρότητα και χωρίς αμφιβολία οι Τούρκοι ήσαν σκληροί. Όμως οποιαδήποτε υπόθεση ότι οι χριστιανικές πρακτικές στους ανατολικούς πολέμους χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη εντιμότητα, θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Έχουμε αρκετές αμερόληπτες μαρτυρίες ότι στα μέσα τού 16ου αιώνα οι Ούγγροι αγρότες υπέφεραν περισσότερα στα χέρια των δικών τους αρχόντων παρά σε εκείνα των Τούρκων, ενώ οι αγρότες ήσαν μάλιστα ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο τούς αντιμετώπιζαν οι Τούρκοι, στους οποίους ήσαν πρόθυμοι να προδίδουν τούς δικούς τους άρχοντες.118 Δεδομένου ότι υπάρχουν επίσης άφθονες μαρτυρίες για την αντιδημοτικότητα των Γερμανών στην Ουγγαρία, όπως είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε περισσότερες από μία φορά, ο Φερδινάνδος είχε πολύ σοβαρές δυσκολίες στη διεκδίκηση τού υποτιθέμενου δικαιώματός του επί τού ουγγρικού θρόνου. Αν μπορούσε με κάποιου είδους συνθήκη να ανακουφίσει για λίγο την τρομερή πίεση τού τουρκικού ανταγωνισμού, θα είχε ίσως τον χρόνο να παραμερίσει τις αντίπαλες διεκδικήσεις τού σουλτάνου για εξουσία επί τής Ουγγαρίας ή τουλάχιστον να ανασυγκροτήσει τούς πόρους του για την ανανέωση τού αγώνα με τούς Τούρκους.
Οι ανάγκες των Αψβούργων φαίνονταν τώρα να προσφέρουν στον Φραγκίσκο Α’ μια διαφυγή από τις αντι-τουρκικές υποχρεώσεις του με βάση τη συνθήκη τού Κρεπύ. Ο χριστιανικότατος δεν είχε καμία πρόθεση, ούτε καν να δανείσει το όνομά του σε σταυροφορία κατά των Τούρκων, αν και η συμμαχία του με τον άπιστο ήταν πολύ επιζήμια για τη φήμη του, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία. Οι καταβεβλημένοι από τούς πολέμους Φερδινάνδος και Κάρολος Ε’ ήσαν έτοιμοι να κανονίσουν εκεχειρία με τον Σουλεϊμάν, αν και δεν είχαν κανένα καλύτερο τρόπο προσέγγισης τής Πύλης, από το να επιτρέψουν στους Γάλλους να κάνουν ανοίγματα για λογαριασμό τους. Όταν είχαν κανονιστεί τα προκαταρκτικά από τον απαραίτητο λοχαγό Πολέν, που είχε σταλεί σε νέα εσπευσμένη αποστολή στην Ισταμπούλ, ο Ολλανδός διπλωμάτης Γκέραρντ Φέλτβυκ πήγε ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην Πύλη. Ο Ζαν ντε Μονλύκ, ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, τον συνόδευε ως Γάλλος εκπρόσωπος και μεσολαβητής μεταξύ των Αψβούργων και των Τούρκων. Θα δούμε περισσότερα γι’ αυτά σύντομα. Έφυγαν μαζί από τη Βενετία στις 23 Ιουνίου 1545.119 Αντικείμενό τους ήταν δήθεν να κανονίσουν εκεχειρία, που θα μπορούσε να είναι το προοίμιο για ειρήνη, αλλά είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο λίγο ήθελε ο Φραγκίσκος να δει να γίνεται ειρήνη μεταξύ Καρόλου και Σουλεϊμάν. Οι Αψβούργοι ήξεραν πολύ καλά, όχι μόνο ότι αυτή η πρεσβεία επέτρεπε στον Φραγκίσκο να αποφύγει την αντι-τουρκική δέσμευση τού Κρεπύ, αλλά ότι θα τού έδινε πιθανότατα τα μέσα για την αποκατάσταση διπλωματικής φιλίας με τον Σουλεϊμάν, για τον οποίο οι όροι τού Κρεπύ ήσαν φυσικά προσβλητικοί. Μάλιστα μετά την άφιξη των απεσταλμένων στην Ισταμπούλ, λίγο μετά τα μέσα Αυγούστου (1545),120 ο Μονλύκ είχε το καθόλου εύκολο καθήκον να δικαιολογήσει τούς όρους τού Κρεπύ, ότι ήσαν καλοί για την Τουρκία καθώς και για τη Γαλλία και δυσμενείς για τον Κάρολο, γιατί έβγαζαν το καπάκι από το μεγάλο καζάνι των προβλημάτων, που αναφύονταν πάντοτε για την αυτοκρατορική εξουσία στη Γερμανία. Ο Κάρολος θα έχανε τον έλεγχο των Γερμανών ηγεμόνων όταν απομακρυνόταν ο φόβος των Τούρκων, ενώ θα έχανε και σημαντική πηγή εισοδήματος, όταν δεν θα μπορούσε πια να συλλέγει τούς διάφορους «Τουρκικούς φόρους».121
Ο Μονλύκ παρουσίαζε στην Ισταμπούλ τον ερχομό τού Φέλτβυκ, τού αυτοκρατορικού απεσταλμένου, ως υπηρεσία την οποία ο βασιλιάς Φραγκίσκος πρόσφερε στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο οποίος μπορούσε να τη θεωρήσει ως τέτοια, αν ήθελε να επαναλάβει τον περσικό πόλεμο. Για τον Φραγκίσκο η εκεχειρία μεταξύ Αψβούργων και Σουλεϊμάν φαινόταν να σημαίνει ότι όταν ο εικοσιτετράχρονος δούκας Κάρολος τής Ορλεάνης παντρευόταν είτε κόρη ή ανηψιά τού αυτοκράτορα, ανάλογα με την περίπτωση, η Γαλλία θα έπαιρνε την Ολλανδία και την Φρανς-Κοντέ ή το πολυπόθητο δουκάτο τού Μιλάνου, ενώ ο βασιλιάς της θα γλύτωνε από την ατιμωτική αναγκαιότητα να αθετήσει την αντι-τουρκική δέσμευση τού Κρεπύ. Ο Μονλύκ είχε πετύχει απολύτως βοηθώντας τον Φέλτβυκ να επιβάλει την εκεχειρία στους πασάδες, όταν στις 6 Οκτωβρίου (1545) έφτανε η είδηση στην Ισταμπούλ για τον απροσδόκητο θάνατο τού δούκα τής Ορλεάνης στις αρχές Σεπτεμβρίου. Μαζί του είχε πεθάνει και το ενδεχόμενο να έπαιρνε η Γαλλία την Ολλανδία ή το Μιλάνο, αλλά ο Μονλύκ ήταν πάρα πολύ αποφασισμένος, ώστε να μην εγκαταλείψει το εγχείρημα ούτε να αντιστρέψει ξαφνικά τη θέση του.122
Η θέση τού Μονλύκ δεν ήταν πολύ ισχυρή, έτσι κι αλλιώς. Οι Τούρκοι προφανώς δεν τον συμπαθούσαν, ενώ ο ντ’ Αραμόν, ο εγκατεστημένος Γάλλος πρεσβευτής, τον υπέσκαπτε συνεχώς. Οι Μονλύκ και ντ’ Αραμόν τα πήγαιναν μεταξύ τους πολύ άσχημα, γιατί ο τελευταίος θεωρούσε την παρουσία τού συναδέλφου τού στην Πύλη ως προσβολή για τη δική του ικανότητα. Σίγουρα η αποστολή τού Μονλύκ από τον βασιλιά φαινόταν να αποκαλύπτει κάποια αμφιβολία για την ικανότητα τού ντ’ Αραμόν να διαπραγματευτεί την εκεχειρία. Η εμπιστοσύνη τής Υψηλής Πύλης προς τον ντ’ Αραμόν δεν ήταν μεγάλη για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά αυτό αποτελούσε μάλλον φυσικό επακόλουθο τού Κρεπύ και όχι δική του αποτυχία.123 Ο βασιλιάς τής Γαλλίας, μετά τον θάνατο τού γιου του Καρόλου, άρχιζε ξαφνικά να ενδιαφέρεται για την παρεμπόδιση τής τελικής διαπραγμάτευσης τής εκεχειρίας μεταξύ σουλτάνου και Αψβούργων. Τώρα όμως «ανατιναζόταν από τη δική του νάρκη». Είχε μόλις γίνει ανακωχή για ένα χρόνο, την οποία θα ακολουθούσαν περαιτέρω διαβουλεύσεις, που θα είχαν ως αντικείμενο την επίτευξη μακράς ειρήνης.124 Θα επανέλθουμε σε αυτή την εκεχειρία σε σχέση με τη Σύνοδο τού Τρεντ, το άνοιγμα τής οποίας εξαρτιόταν σε όχι μικρό βαθμό από την επιτυχία τής αποστολής των Μονλύκ-Φέλτβυκ. Η ειρωνεία τής τύχης ήταν ότι οι πασάδες είχαν συμφωνήσει για την εκεχειρία (στις 5 Οκτωβρίου 1545) μία μέρα πριν φτάσει στην Πύλη η είδηση του θανάτου τού Καρόλου τής Ορλεάνης, ακυρώνοντας έτσι (τουλάχιστον κατά την άποψη τού Φραγκίσκου Α’) την ειρήνη τού Κρεπύ.125
Την άνοιξη τού 1546 ο Φραγκίσκος είχε κάνει προετοιμασίες για προσπάθεια ανάκτησης τής Μπουλόν συρ Μερ από τον Ερρίκο Η’ και ενίσχυσης τής θέσης του εναντίον των Άγγλων, προσπάθεια στην οποία ο λοχαγός Πολέν διακρινόταν πολύ.126 Καθώς ο Κάρολος Ε’ προσπαθούσε να παρατείνει την εκεχειρία του με τον Σουλεϊμάν, ο σύμμαχός του Ερρίκος θα εμπλεκόταν σύντομα σε διαπραγματεύσεις για ειρήνη με τον Φραγκίσκο.127
Η ενετική κυβέρνηση έστελνε πάντοτε υπόλοιπα ειδήσεων στην Πύλη. Στις 6 Απριλίου (1546) η Γερουσία έγραφε στον βαΐλο τους στην Ισταμπούλ για τις δραστηριότητες των ιεραρχών που είχαν συγκεντρωθεί στο Τρεντ «για τις υποθέσεις τής θρησκείας» (sopra le cose della religione), για το οποίο ο βαΐλος έπρεπε να κρατά τούς πασάδες ενήμερους.128 Η Γερουσία ενημέρωνε επίσης από καιρό σε καιρό τον Κάρολο Ε’ και τον αδελφό του Φερδινάνδο για τις τουρκικές στρατιωτικές προθέσεις, όπως στις 11 Μαΐου (1546), όταν έγραψε και στους δύο για μεγάλη εκστρατεία που λεγόταν ότι σχεδίαζε ο Σουλεϊμάν κατά τής Σένια (Σεν) για την καταστροφή των ενοχλητικών Ούσκοκ.129
Πιο σημαντικό ήταν ότι η Γερουσία κρατούσε τον βαΐλο πληροφορημένο για τις λεπτομέρειες τής παπικής-αυτοκρατορικής στρατιωτικής συμμαχίας «εναντίον των Λουθηρανών» (contra Lutherani), την οποία ο Κάρολος είχε αναλάβει στις 7 Ιουνίου 1546 και ο Παύλος Γ’ στις 26 τού ίδιου μήνα.130 Ο πάπας έπρεπε να αντιμετωπίσει τις δαπάνες, για έξι μήνες, 12.000 Ιταλών πεζών στρατιωτών και 500 ιππέων, που θα υπηρετούσαν υπό ένα λεγάτο και υπό τον δούκα Οττάβιο Φαρνέζε ως γενικό διοικητή. Σύμφωνα με ενετικές επιστολές από το Ρέγκενσμπουργκ, ο Κάρολος δραστηριοποιόταν στην πρόσληψη στρατευμάτων στη Γερμανία (όπως ο πάπας στην Ιταλία), ετοιμάζοντας το πυροβολικό του και συγκεντρώνοντας πυρίτιδα και πυρομαχικά. Από την άλλη πλευρά εξάλλου, ο φεουδάρχης (landgrave) Φίλιππος τής Έσσης, ο Γιόχαν Φρήντριχ τής Σαξωνίας και οι άλλοι Προτεστάντες ηγεμόνες συγκέντρωναν επίσης «μεγάλο μηχανισμό» (gran apparechio) πεζικού και ιππικού. Η Γερουσία δεν μπορούσε να δώσει στον βαΐλο ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των στρατευμάτων των Προτεσταντών, επειδή οι αναφορές διέφεραν και οι ηγεμόνες δεν είχαν τελειώσει ακόμη τις στρατολογήσεις τους. Όμως ένα πράγμα φαινόταν σχεδόν βέβαιο και αυτό ήταν ότι και οι δύο πλευρές θα είχαν «μεγάλο αριθμό» (numero grande) μαχητών.131
Καθώς ο βαΐλος θα διοχέτευε όλες αυτές τις πληροφορίες στους πασάδες, έπρεπε να καταστήσει απολύτως σαφές στην Πύλη και κάτι ακόμη. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ φερόταν ότι είχε πει στον Ρουστέμ πασά, ότι οι Ενετοί συνεισέφεραν κρυφά στα έξοδα τής παπικής-αυτοκρατορικής συμμαχίας κατά των Λουθηρανών. Αυτό δεν ήταν αλήθεια.132
Έχοντας διανύσει τον δρόμο προς την Ισταμπούλ, ο Γκέραρντ Φέλτβυκ θα μπορούσε να βρει μόνος του τον δρόμο τής επιστροφής. Αφού η Υψηλή Πύλη είχε χορηγήσει άδεια ασφαλούς διέλευσης σε απεσταλμένο τού Καρόλου Ε’, μια άλλη αυτοκρατορική πρεσβεία αποτελούσε πολύ πιθανή προοπτική. Το καλοκαίρι τού 1546 λοιπόν ο Κάρολος έστειλε τον Φέλτβυκ πίσω στην τουρκική αυλή, για να προσπαθήσει να διευρύνει την εκεχειρία σε ειρήνη πέντε ετών. Ο Κάρολος ήθελε να ασχοληθεί με τον Λουθηρανισμό, το πιο σοβαρό πρόβλημά του στη Γερμανία. Ο Μαρτίνος Λούθηρος θεωρούσε την εκεχειρία τού 1545 ως καταστροφή τής γερμανικής αυτοκρατορίας και απόδειξη τής επερχόμενης συντέλειας τού κόσμου.133 Όταν ο Φέλτβυκ επέστρεψε στην Ισταμπούλ, ήρθε φορτωμένος με δώρα και προσφέρθηκε να πληρώσει στην Πύλη φόρο υποτέλειας για την Ουγγαρία. Αυτή τη φορά ο αυτοκράτορας, πολύ εύστοχα, δεν ζήτησε τη βοήθεια τού Γάλλου βασιλιά.134
Στο μεταξύ ο ντ’ Αραμόν, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ, είχε εγκαταλειφθεί εντελώς από την κυβέρνηση τής πατρίδας του, από την οποία δεν έπαιρνε ούτε επιστολές ούτε χρήματα. Απέδιδε αυτή την παραμέληση στις μηχανορραφίες τού εχθρού του Μονλύκ και έκρινε σκόπιμο να πάει στον βασιλιά για να υπερασπιστεί τη θέση του και να μάθει ποια υποτίθεται ότι ήταν τότε η γαλλική πολιτική. Μάλιστα καθ’ οδόν προς την πατρίδα του ο ντ’ Αραμόν συνάντησε τον Φέλτβυκ, ο οποίος επέστρεφε τότε στην Ισταμπούλ. Είπε στον Φέλτβυκ ότι έλπιζε να επιστρέψει στην τουρκική πρωτεύουσα εγκαίρως, για να πιει ένα ποτό μαζί του πριν την ολοκλήρωση τής αποστολής τού τελευταίου. Αυτή ήταν ιδέα που ο ντ’ Αραμόν εύρισκε επίσης ελκυστική για τον Φραγκίσκο Α’, ο οποίος τού έκανε κάποιες μικρές επανορθώσεις για τη βασιλική παραμέληση και τον έστειλε ολοταχώς πίσω στην Ισταμπούλ, για να προσπαθήσει να μπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις τού Φέλτβυκ. Με αφετηρία αυτά τα χρόνια οι Γάλλοι απεσταλμένοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον άπληστο και ευέξαπτο Ρουστέμ πασά, τον μεγάλο βεζύρη τού σουλτάνου (1544-1561), τού οποίου ο οπορτουνισμός και τα αντιχριστιανικά συναισθήματα δυσκόλευαν πολύ τη συνεργασία, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, τον ευγενικό Ιμπραήμ πασά.135
Ο Φραγκίσκος, επιθυμώντας να στείλει τον ντ’ Αραμόν πίσω στην Ισταμπούλ με κάποια επισημότητα και λαμπρότητα, για να βοηθήσει στην αποκατάσταση τού κύρους του στην Πύλη, προσπαθούσε με επιστολές και άλλους τρόπους να καθυστερήσει οποιαδήποτε συμφωνία με τον αυτοκράτορα και τον βασιλιά των Ρωμαίων, τουλάχιστον μέχρι την άφιξη τού ντ’ Αραμόν. Φεύγοντας από τη γαλλική αυλή στα τέλη Δεκεμβρίου 1546, ο ντ’ Αραμόν έφτασε στην Αδριανούπολη (όπου διέμενε τότε ο σουλτάνος) στις αρχές Απριλίου και έγινε γρήγορα δεκτός από τον Ρουστέμ πασά και στη συνέχεια από τον ίδιο τον Σουλεϊμάν. Ο ντ’ Αραμόν έφερνε στον σουλτάνο, μεταξύ άλλων δώρων, ένα περίτεχνο ρολόι νερού από τη Λυών, επιχρυσωμένο και διακοσμημένο με κοσμήματα, που λεγόταν ότι είχε κοστίσει 15.000 δουκάτα. Όπως ο Ρινκόν σε προηγούμενες ημέρες, ο ντ’ Αραμόν προέτρεπε τώρα τον σουλτάνο να επιτεθεί στον Φερδινάνδο στην Ουγγαρία και στον Κάρολο Ε’ στη βόρεια Αφρική.136
Ο Σουλεϊμάν όμως σχεδίαζε εκστρατεία εναντίον τής Περσίας, στην οποία τον παρότρυνε η αποκαλούμενη σουλτάνα, η χασεκή (ευνοούμενη) Χουρράμ, πιο γνωστή ως Ροξελάνα. Τον Φεβρουάριο τού 1547 έφτασαν νέα στην Ισταμπούλ ότι ο κυβερνήτης τής Περσίας, ο «σούφι», είχε μπει στο πεδίο τής μάχης με 80.000 ιππείς. Ήταν σαφές για τον Φέλτβυκ ότι η Υψηλή Πύλη ήθελε ειρήνη με τούς Αψβούργους, αλλά ακόμη κι έτσι εύρισκε ότι τα πράγματα δεν ήσαν ποτέ εύκολα με τον Ρουστέμ πασά.137 Στις 4 Μαΐου 1547 ο ντ’ Αραμόν μπορούσε να γράφει στον Φραγκίσκο Α’ ότι, αν και η εποχή ήταν πολύ προχωρημένη για την έναρξη είτε πλήρους κλίμακας εισβολής στην Αυστρία ή ναυτικής εκστρατείας εναντίον τής Βόρειας Αφρικής, είχε δοθεί υπόσχεση για επίθεση δύναμης 30-40.000 ανδρών στην περιοχή τού Μάρχφελντ, ακριβώς βορειοανατολικά τής Βιέννης.138
Όμως τότε που γραφόταν η επιστολή τού ντ’ Αραμόν, ο Φραγκίσκος Α’ είχε πεθάνει ήδη πριν πέντε βδομάδες (πέθανε στις 31 Μαρτίου 1547).139 Ο ντ’ Αραμόν απέμενε και πάλι αβοήθητος, αβέβαιος για το ποια θα ήταν η γαλλική πολιτική και υποχρεωμένος να αναμένει οδηγίες από τη νέα κυβέρνηση τού Ερρίκου Β’. Οι τελευταίοι μήνες είχαν επιφέρει αλλαγές και στη Γερμανία, οι οποίες κατέληγαν προς όφελος των Αψβούργων. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, από καιρό υπέρμαχος τής ειρήνης στη Γερμανία, είχε πεθάνει στις 18 Φεβρουαρίου 1546. Επί είκοσι χρόνια οι Προτεστάντες ηγεμόνες στην αυτοκρατορία αποσπούσαν παραχωρήσεις ή επιβεβαιώσεις θρησκευτικών προνομίων από τον Κάρολο Ε’ και από τον Φερδινάνδο, σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους εναντίον των Τούρκων ή και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και εναντίον τού Φραγκίσκου. Χωρίς συζήτηση, τα μέλη τής Λουθηρανικής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν το είχαν παρακάνει. Πολιτική και θρησκεία πήγαιναν μαζί κατά τον 16ο αιώνα. Ενώ οι Λουθηρανοί ιεροκήρυκες θεωρούνταν από τούς Καθολικούς ως ανυπόφορη πηγή δογματικού σφάλματος, οι τής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν αποτελούσαν απειλή για τον ιστό τού αυτοκρατορικού κράτους. Ο Κάρολος είχε παρακινηθεί για τη χορήγηση στον Φραγκίσκο των προφανώς γενναιόδωρων όρων τού Κρεπύ σε μεγάλο βαθμό για τούς ίδιους λόγους, για τούς οποίους είχε στείλει τον Φέλτβυκ στην Ισταμπούλ: χρειαζόταν ειρήνη τόσο με τούς Γάλλους όσο και με τούς Τούρκους, για να αντιμετωπίσει το θρησκευτικό (και πολιτικό) πρόβλημα στη Γερμανία.
Εδώ και μερικά χρόνια ο Κάρολος είχε δει ξεκάθαρα ότι ο μόνος τρόπος εξαφάνισης από την αυτοκρατορία τής διασπαστικής δύναμης τού Λουθηρανισμού θα ήταν είτε μια εκκλησιαστική σύνοδος ή ένας πόλεμος. Σύμφωνα με τούς όρους τής θρησκευτικής ειρήνης τής Νυρεμβέργης (του 1532), καθώς και έξι τουλάχιστον περαιτέρω επιβεβαιώσεων, οι παραχωρήσεις προς τούς Λουθηρανούς θα έληγαν με τη σύγκληση γενικής συνόδου, η οποία έπρεπε να επιδιώξει την αποκατάσταση τής θρησκευτικής ενότητας στη Γερμανία. Ο Παύλος Γ’ συγκάλεσε τελικά τη Σύνοδο τού Τρεντ που θα ξεκινούσε τον Μάρτιο τού 1545, στην οποία θα επιστρέψουμε αμέσως, ενώ όταν οι Προτεστάντες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις εργασίες τής ή να αναγνωρίσουν την εξουσία της, ο Κάρολος προσέφυγε τον Ιούνιο τού 1546 στον λεγόμενο Σμαλκαλδικό Πόλεμο. Ο πάπας υποσχέθηκε 800.000 δουκάτα για την καταστροφή τής αίρεσης στη Γερμανία.140 Υπήρχε επίσης η ελπίδα στην παπική κούρτη ότι ο πόλεμος θα ανακούφιζε τη συνεχή πίεση για μεταρρυθμίσεις. Το πρόβλημα με τη μεταρρύθμιση ήταν ότι κανένας δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πόσο πολύ θα προχωρούσε αυτή. Ο Σμαλκαλδικός Πόλεμος ήταν ανταγωνισμός μεταξύ των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την παλαιά έννοια τής οικουμενικής εκκλησίας και κράτους και εκείνων που εκπροσωπούσαν μια νεότερη υπερηφάνεια στον γερμανικό εθνικισμό, η οποία δεν δεχόταν τις οικουμενικότητες ούτε τής αυτοκρατορίας ούτε τού παπισμού. Σύμφωνα με τον Καρλ Μπράντι, ήταν ο πρώτος πόλεμος διεθνούς σημασίας που είχε δοθεί ποτέ σε γερμανικό έδαφος.
Δεν υπήρχε ιδιαίτερη ενότητα μεταξύ των Προτεσταντών ηγεμόνων. Οι Γιόακιμ και Άλμπρεχτ τού Βρανδεμβούργου ενώθηκαν με τον Κάρολο Ε’, όπως επίσης αποφάσισε τελικά να κάνει και ο Μόριτς τής δουκικής Σαξωνίας. Ύστερα από μακρύ χειμώνα ελιγμών, στις 24 Απριλίου 1547 ο Κάρολος κέρδισε με τη βοήθεια τού Μόριτς αποφασιστική νίκη στο Μύλμπεργκ επί τού εκλέκτορα Γιόχαν Φρήντριχ τής Σαξωνίας.141 Ήταν η πιο περήφανη μέρα τού Καρόλου, η οποία σύντομα απαθανατίστηκε από τον Τιτσιάνο, που ζωγράφισε τον αυτοκράτορα πάνω στο πολεμικό του άλογο στον χερσότοπο κοντά στο Μύλμπεργκ. Ο καμβάς κρέμεται τώρα στο μουσείο τού Πράδο στη Μαδρίτη. Ο εκλέκτορας τής Σαξωνίας καταστράφηκε, ενώ έχασε όλα τα εδάφη του ένα μήνα αργότερα στη συνθηκολόγηση τής Βίττενμπεργκ. Ο Μόριτς πρόσθετε τώρα τον τίτλο τού εκλέκτορα σε εκείνο τού δούκα. Ο Φίλιππος τής Έσσης παραδόθηκε εξευτελιστικά. Στον πόλεμο όπως και στην ειρήνη ο Κάρολος ήταν ψυχρός πλεονέκτης, αλλά τώρα, ύστερα από ένα τέταρτο αιώνα απογοήτευσης, φαινόταν τελικά ότι είχε κατανικήσει τις Προτεσταντικές προσπάθειες διάσπασης τής θρησκευτικής και πολιτικής ενότητας τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.142
Η θέση τού Γκέραρντ Φέλτβυκ στην Ισταμπούλ ενισχυόταν από τη συνεχιζόμενη καλή τύχη τού κυρίου του στη Γερμανία. Ο Σουλεϊμάν τώρα φοβόταν ότι οι Αψβούργοι θα τον αποσπούσαν από τη σχεδιαζόμενη περσική εκστρατεία του, όπως έγραφε ο ντ’ Αραμόν στον Ερρίκο Β’ τής Γαλλίας στις 15 Ιουνίου 1547, και δεδομένου ότι δεν στέλνονταν αντιπροτάσεις από τη Γαλλία καθώς περνούσαν οι βδομάδες, η Υψηλή Πύλη αποφάσισε τελικά να αποδεχτεί την προσφορά τού αυτοκράτορα για ειρήνη πέντε ή έξι ετών, με καταβολή από τον Φερδινάνδο 30.000 δουκάτων το χρόνο ως φόρου υποτέλειας για το τμήμα τού βασιλείου τής Ουγγαρίας το οποίο κατείχε τότε.143 Δέκα μέρες αργότερα (στις 25 Ιουνίου) ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ ήταν σε θέση να στείλει στην κυβέρνησή του σημείωμα για τα «άρθρα που δόθηκαν από τον υπέροχο Ρουστέμ πασά στον Δρα Γκέραρντ, για να τα πάει στον γαληνότατο βασιλιά των Ρωμαίων [Φερδινάνδο], για τη συμφωνία την οποία διαπραγματεύεται η Μεγαλειότητά του με τον γαληνότατο Μεγάλο Άρχοντα [Τούρκο], μεταξύ των οποίων έχουμε δει εκείνο που κατονομάζει και περιλαμβάνει τη Σινιορία μας ως φίλη τού προαναφερθέντος γαληνότατου Άρχοντα [Τούρκου]». Λεγόταν ότι τη συμπερίληψη τής Βενετίας είχε προτείνει ο Ρουστέμ πασάς. Η Γερουσία, ανησυχώντας για τούς Αψβούργους, ανακουφίστηκε πολύ με αυτή τη συνεχιζόμενη διαβεβαίωση τής τουρκικής «φιλίας».144 Ο Κάρολος ανακουφίστηκε επίσης πολύ. Είχε φτάσει στο απόγειο τής σταδιοδρομίας του. Μέσα σε λίγα χρόνια θα άρχιζε η αντιστροφή τής τύχης, αλλά στο μεταξύ βρισκόταν σε ειρήνη με την Πύλη. Ο Ερρίκος Β’, ο νέος βασιλιάς τής Γαλλίας, λίγα μπορούσε να κάνει ανοιχτά, για να αμφισβητήσει την υπεροχή του στην Ευρώπη. Υπήρχαν εκείνοι που θεωρούσαν τον Ερρίκο ως ειρηνικής φύσης, αρκετά πρόθυμο να διατηρήσει ειρήνη με τον Κάρολο. Άλλοι έλεγαν ότι το πρόβλημά του ήταν απλώς ένα άδειο ταμείο, το οποίο έπρεπε να ξαναγεμίσει πριν μπορέσει να ακολουθήσει τα βήματα τού πατέρα του.145
Η προοπτική ειρήνης μεταξύ Αψβούργων και Υψηλής Πύλης προκαλούσε φυσικά στον Ερρίκο Β’ όχι μικρό άγχος, γιατί φοβόταν ότι ο Κάρολος Ε’ θα αφηνόταν έτσι ελεύθερος να κάνει πόλεμο κατά τής Γαλλίας, όπως έγραφε η Ενετική Γερουσία στον Αλβίζε Ρενιέρ, τον νέο βαΐλο τους στην Ισταμπούλ, «λέγοντας ότι η χριστιανικότατη Μεγαλειότητά του θα υποχρεωνόταν να επιστρέψει το Πεδεμόντιο στον δούκα τής Σαβοΐας» (con dire che la [soa Christianissima Maestà] è obligata rcstituire il Piamonte al duca de Savoglia). Πίστευαν λοιπόν ότι ο Ερρίκος είχε δώσει εντολή στον ντ’ Αραμόν να διαταράξει τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη, αν μπορούσε, ή ακόμη και να σταματήσει την κύρωσή της, εκτός αν η Γαλλία συμπεριλαμβανόταν με τέτοιον τρόπο, «που ο αυτοκράτορας να μη μπορεί με κανέναν τρόπο ή κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα να κάνει πόλεμο [κατά την Γαλλίας], ούτε να επιτεθεί στα εδάφη τής προαναφερθείσας χριστιανικότατης Μεγαλειότητάς του».146
Όταν η επικύρωση τής πιο εκτεταμένης ανακωχής ή ειρήνης είχε πια καταστεί αναπόφευκτη, υπήρχε ακόμη κάποια αμφιβολία ή τουλάχιστον σύγχυση, αν θα περιλαμβάνονταν οι Γάλλοι και οι Ενετοί.147 Ο ντ’ Αραμόν φαίνεται ότι είχε συμβάλει στη σύγχυση όσο περισσότερο μπορούσε, αλλά
όταν η πενταετής εκεχειρία επανεπιβεβαιώθηκε από τον Άρχοντα Τούρκο, μαζί με την επικύρωση που είχαν στείλει ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς των Ρωμαίων, που περιλαμβάνει τον όρο ότι ο χριστιανικότατος βασιλιάς πρέπει να τηρεί όλα όσα ο εκλιπών βασιλιάς τής Γαλλίας και πατέρας του έχει υποσχεθεί στον αυτοκράτορα στη μεταξύ τους ειρήνη [του Κρεπύ], ο κύριος ντ’ Αραμόν σύναψε νέα συμφωνία [capitolazione] με τον Άρχοντα Τούρκο, ο οποίος έχει γράψει στον χριστιανικότατο βασιλιά ότι έχει κάνει την εκεχειρία με τον Κάρολο, τον βασιλιά τής Ισπανίας και με τον Φερδινάνδο, τον βασιλιά τής Βιέννης, με τη συμπερίληψη τής χριστιανικότατης Μεγαλειότητάς του, τής Σινιορίας μας, καθώς και των φίλων [και των δύο], η οποία εκεχειρία πρέπει να τηρείται, έτσι ώστε καθένας να μπορεί να βρίσκεται σε ειρήνη, ενώ όταν αυτή παραβιάζεται, να βοηθά εκείνους που πλήττονται.
Παρ’ όλα αυτά, αντικρουόμενες πληροφορίες από την Ισταμπούλ και το Παρίσι άφηναν μεγάλα περιθώρια για αμφιβολίες ως προς το ποια ήταν η πραγματική κατάσταση.148 Όμως σύντομα θα καθάριζε ο καπνός και όλοι θα γνώριζαν ότι η Βενετία και η Γαλλία είχαν συμπεριληφθεί και οι δύο στην εκεχειρία. Ο σουλτάνος δεν απογοήτευε τούς φίλους του.
Στο μεταξύ, ύστερα από ατέρμονες καθυστερήσεις και διαπραγματεύσεις, στις 19 Νοεμβρίου 1544 ο πάπας Παύλος Γ’ είχε εκδώσει τη βούλλα «χαίρε Ιερουσαλήμ» (laetare Hierusalem), καλώντας την οικουμενική σύνοδο να συναντηθεί στο Τρεντ στις 15 Μαρτίου τού επόμενου έτους. Η σύνοδος συγκαλούνταν
προκειμένου με μεγαλύτερη ασφάλεια και ελεύθερα να οδηγήσει στην επιθυμητή ολοκλήρωση αυτών των θεμάτων … τα οποία σχετίζονται με τον τερματισμό τής θρησκευτικής διχόνοιας, τη μεταρρύθμιση τής χριστιανικής ηθικής και την έναρξη εκστρατείας υπό το ιερότατο σημείο τού σταυρού κατά των απίστων [Τούρκων].149
Οι Τούρκοι προβάλλουν ιδιαίτερα στη βούλλα. Οι παπικές συγκλήσεις τής Συνόδου στη Μάντουα και στη Βιτσέντσα είχαν αποδειχτεί ανώφελες. Όμως η ειρήνη τού Κρεπύ μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου Α’ κατά πάσα πιθανότητα καθιστούσε δυνατή τη γενική συνέλευση και με τη βούλλα «Του ποιμνίου τού Κυρίου» (Universalis gregis Dominici) στις 22 Φεβρουαρίου 1545 ο Παύλος διόριζε ως εκ μέρους του απεσταλμένους (legati de latere) στη σύνοδο, αφού δεν μπορούσε να παραστεί αυτοπροσώπως, τρία εξέχοντα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου, τούς Τζιοβάννι Μαρία ντελ Μόντε, καρδινάλιο-επίσκοπο Παλεστρίνα (μετέπειτα πάπα Ιούλιο Γ’), Μαρτσέλλο Τσερβίνι, καρδινάλιο-ιερέα τής Σάντα Κρότσε στη Τζερουσαλέμμε (αργότερα Μάρκελλο Β’) και Ρέτζιναλντ Πολ, καρδινάλιο-διάκονο τής Σάντα Μαρία στο Κοσμεντίν (ο οποίος θα έχανε τον παπικό θρόνο για μία ψήφο το 1549). Το Τρεντ ήταν αυτοκρατορική πόλη και ο Παύλος δεν διακινδύνευε. Με άλλη βούλλα τής ίδιας ημερομηνίας, τη «Διακυβέρνηση τής παγκόσμιας εκκλησίας» (Regimini universalis ecclesiae), ο Παύλος εξουσιοδοτούσε κρυφά τούς λεγάτους για τη μεταφορά τής «εν λόγω συνόδου από την εν λόγω πόλη τού Τρεντ σε κάθε άλλη πιο κατάλληλη και βολική ή ασφαλέστερη πόλη», που σήμαινε σε πόλη στα παπικά κράτη ή τουλάχιστον στην κεντρική Ιταλία. Επίσης τούς έδινε το δικαίωμα να διαλύσουν τη σύνοδο αν το έκριναν σκόπιμο και να περιορίσουν με εκκλησιαστική μομφή και ποινή καθένα και όλα τα άτομα, που θα προσπαθούσαν ενδεχομένως να τούς παρεμποδίσουν.150
Παρά το γεγονός ότι η Σύνοδος τού Τρεντ ξεκίνησε αδύναμα, με αραιή παρουσία, θα συνέχιζε τις εργασίες της κατά τη διάρκεια τριών παρατεταμένων περιόδων μεταξύ των ετών 1545 και 1563, για να καθορίσει το δόγμα και να θεσπίσει την πειθαρχία, την οποία θα τηρούσε ο Καθολικισμός για περισσότερο από τρεις αιώνες, μέχρι την Πρώτη Σύνοδο τού Βατικανού το 1869-1870.151
Οι ντελ Μόντε και Τσερβίνι έφτασαν στο Τρεντ την Παρασκευή 13 Μαρτίου (1545). Ο καρδινάλιος Κριστόφορο Μαντρούτσο, ο ηγεμόνας-επίσκοπος τής πόλης, τούς υποδέχθηκε «με κάθε είδους αγάπη» (con ogni sorte di officio amorevole), αλλά (όπως έγραφαν στον καρδινάλιο Αλεσσάντρο Φαρνέζε την ίδια μέρα) κανένας ιεράρχης δεν είχε έρθει ακόμη με σκοπό να συμμετάσχει στη σύνοδο. Είχαν όμως δύο νέα. Πρώτον, είχαν μάθει ότι ο Φερδινάνδος, ο βασιλιάς των Ρωμαίων, θα έφτανε στη Βορμς, για να παρευρεθεί στην επικείμενη δίαιτα ή Ράιχσταγκ, την Τετάρτη στις 11 τού μηνός (και έφτασε στη Βορμς στις 14 Μαρτίου). Και δεύτερον,
ότι χωρίς αμφιβολία αυτή τη χρονιά ο Τούρκος πρόκειται να εισέλθει στην Ουγγαρία και ετοιμάζει επίσης τεράστιο εξοπλισμό για τη θάλασσα, όπως ακούει κανείς από διάφορες πηγές, από τις οποίες η τελευταία είναι μέσω Βενετίας, από άνθρωπο που έφτασε εκεί στις 3 τού τρέχοντος μηνός για να δει τον Γάλλο πρεσβευτή [Ζαν ντε Μονλύκ, ο οποίος επρόκειτο να συνοδεύσει τον απεσταλμένο των Αψβούργων Φέλτβυκ στην Ισταμπούλ τον Ιούνιο], από τον οποίο η αναφορά έχει σταλεί με ειδικό αγγελιοφόρο στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα και ο αγγελιοφόρος πέρασε από εδώ σήμερα το πρωί…152
Κάθε άνοιξη, όπως είδαμε, ήταν πιθανό να υπάρχουν φήμες για τουρκικές προετοιμασίες για πόλεμο κατά τής χριστιανοσύνης. Οι Αψβούργοι, οι Ενετοί και η παπική κούρτη είχαν μάθει ότι ίσως αυτές οι φήμες ήσαν αλήθεια. Στις 23 Μαρτίου (1545) ο παπικό νούντσιος στη Βενετία, ο Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα, έγραφε στον Τσερβίνι στο Τρεντ:
Αυτοί οι επιφανέστατοι άρχοντες [της Ενετικής Σινιορίας] μού είπαν ότι ο Τούρκος θα εξοπλίσει σίγουρα εκατό γαλέρες και ότι λέγεται με βεβαιότητα στην Κωνσταντινούπολη ότι ο ίδιος θα αναλάβει και εκστρατεία από τη στεριά. Τώρα έχει εμφανιστεί εκεί δραγουμάνος τού Ενετού βαΐλου [από την Πύλη;] … Δεν ξέρω τι ειδήσεις φέρνει. Όμως δεδομένου ότι η Γερουσία έχει συνεδριάσει πολλές φορές μετά την άφιξή του, έχει υποτεθεί ότι φέρνει κάποιο μήνυμα μεγάλης σημασίας. Μερικοί λένε ότι ο Τούρκος ζητά από την επιφανέστατη Σινιορία κάποια οχυρά κατά μήκος των συνόρων τους, ενώ άλλοι αναφέρουν ότι [μάλλον] ρωτά για τη στάση αυτών των αρχόντων σχετικά με τη στερεότητα τής ειρήνης [μεταξύ Βενετίας και Πύλης].153
Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής άνοιξης τού 1545 η τουρκική απειλή ήταν, μαζί με τον Λουθηρανισμό, η κύρια ανησυχία τού αυτοκράτορα αλλά και τού πάπα. Ο συνοδικός γραμματέας Άντζελο Μασσαρέλλι αναφέρει στο πρώτο τριντεντινό ημερολόγιό του ότι στις 6 Απριλίου οι λεγάτοι ντελ Μόντε και Τσερβίνι έλαβαν επιστολή από τον Όττο φον Τρούκσες, τον καρδινάλιο-επίσκοπο τού Άουγκσμπουργκ,
ότι είχε γίνει η πρώτη πρόταση στο όνομα τού αυτοκράτορα στην αυτοκρατορική δίαιτα τής Βορμς στις 23 Μαρτίου και περιλαμβάνει τρεις βασικές ενότητες: το πρόβλημα τής θρησκείας, την απόφαση τού Ανώτατου Δικαστηρίου (Reichskammergericht) κατά των Λουθηρανών και την επιδότηση κατά των Τούρκων, εναντίον των οποίων η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα προσφέρεται να βαδίσει προσωπικά, εφόσον τον βοηθήσουν οι Γερμανοί με κατάλληλο αριθμό στρατιωτών.154
Στις 13 Απριλίου έφτασε στο Τρεντ ο Τζιοβάννι Μαρσουππίνι, γραμματέας τού Φερδινάνδου Α’. Βρισκόταν καθ’ οδόν προς Ρώμη, για να ζητήσει από τον Παύλο Γ’ βοήθεια «κατά των Τούρκων, οι οποίοι θα εισβάλουν στην Ουγγαρία το τρέχον έτος».155
Ο Κριστόφορο Μαντρούτσο, ο καρδινάλιος-ηγεμόνας τού Τρεντ, ήταν γοητευτικός (και φιλόδοξος) οικοδεσπότης. Στις 17 Απριλίου (1545) έστειλε μια μουρούνα βάρους εξήντα λιμπρών στους λεγάτους ντελ Μόντε και Τσερβίνι, οι οποίοι την μοιράστηκαν μεταξύ τους. Ο Τσερβίνι έκοψε το δικό του μισό σε κομμάτια. Κρατώντας το κεφάλι για τον Δον Ντιέγκο Ουρτάδο ντε Μεντόζα, τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο στη Βενετία και στη Σύνοδο τού Τρεντ, ο Τσερβίνι έστειλε άλλα κομμάτια στους επισκόπους τού Μπελκάστρο, τού Φέλτρε και τού Μπιτόντο. Στις 18 τού μηνός ο Άντζελο Μασσαρέλλι, ο συνοδικός γραμματέας, πήγε το κεφάλι τής μουρούνας στον Δον Ντιέγκο, με τον οποίο πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα.
Ο Δον Ντιέγκο τού έδωσε κάποια νέα από την Ισταμπούλ, τα οποία (έλεγε) τού είχε φέρει «ο δικός του κατάσκοπος» από τον Βόσπορο. Ο κατάσκοπος (explorator) είχε φύγει από την Ισταμπούλ στις 12 Μαρτίου και είχε περάσει από την Αδριανούπολη (Εντίρνε) στις 22 τού μηνός. Ανέφερε ότι ο Τούρκος επρόκειτο να φύγει από την Ισταμπούλ στις 25 Απριλίου, κατευθυνόμενος στην Ουγγαρία με στρατό 80.000 ιππέων και 6.000 πεζών στρατιωτών και ότι η βασίλισσα τής Ουγγαρίας [Ισαβέλλα], χήρα τού αείμνηστου Ιωάννη Ζαπόλυα, είχε ζητήσει από τον Τούρκο να στείλει μια δύναμη στην Τρανσυλβανία, όπου ορισμένοι από τούς βαρώνους είχαν συνωμοτήσει εναντίον της. Τα πιο διαφωτιστικά νέα τού κατασκόπου ήσαν σίγουρα
ότι ο Τούρκος δεν θα πήγαινε σε αυτή την εκστρατεία προσωπικά, αν ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ επρόκειτο να προχωρήσει στην Ουγγαρία. Όμως σε αντίθετη περίπτωση θα πήγαινε, γιατί ο Τούρκος φοβάται τον αυτοκράτορά μας, ο οποίος βρίσκεται επί τού παρόντος ανάμεσα στους Γερμανούς, μήπως ξεσηκώσει εναντίον του αυτή την επαρχία [τής Γερμανίας], η οποία είναι πολύ ισχυρή, ιδιαίτερα τώρα που συναντάται η δίαιτα στη Βορμς, όπου είναι [επίσης] παρών ο βασιλιάς των Ρωμαίων, ο αδελφός τού αυτοκράτορα.
Ο Μασσαρέλλι έπρεπε να δώσει όλες αυτές τις πληροφορίες στους λεγάτους, πράγμα που έκανε, ενώ αποφάσισαν να τις προωθήσουν στη Ρώμη.156
Στις 27 Απριλίου ο Τσερβίνι έστειλε σημείωμα στον καρδινάλιο Φαρνέζε, που βρισκόταν τότε στο Τρεντ πηγαίνοντας να διαβουλευτεί με τον Κάρολο Ε’ στη Βορμς. Τα δύο κύρια προβλήματα που αντιμετώπιζαν ο πάπας και ο αυτοκράτορας, έγραφε ο Τσερβίνι, ήταν να πάρουν μέτρα κατά των Τούρκων και να φροντίσουν για την έναρξη τής Συνόδου (prouedere alle cose Turchesche et celebrare il concilio).157
Ο Ρέτζιναλντ Πολ, ο τρίτος πρόεδρος τής συνόδου, έφτασε στο Τρεντ χωρίς τυμπανοκρουσίες στις 4 Μαΐου.158 Οι εβδομάδες περνούσαν. Ο Γκέραρντ Φέλτβυκ έφτασε τελικά στην Ισταμπούλ με ασφάλεια, όπως γνωρίζουμε, και η απειλή μιας τουρκικής εκστρατείας εναντίον τής Ουγγαρίας και τής Αυστρίας δεν είχε περάσει. Ο Κάρολος Ε’ είχε εμποδίσει την έναρξη τής συνόδου, στην οποία ήξερε ότι οι Λουθηρανοί δεν θα συμμετείχαν. Επιδίωκε αντι-τουρκική επιχορήγηση από τούς Λουθηρανούς ηγεμόνες και κατοίκους πόλεων στη δίαιτα τής Βορμς, αλλά αν ο Φέλτβυκ πετύχαινε, δεν θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους και θα μπορούσε να ασχοληθεί μαζί τους. Οι λεγάτοι περνούσαν δύσκολες ώρες προσπαθώντας να διατηρήσουν τη σύνοδο. Λίγα μπορούσαν να γίνουν πέρα από τη συζήτηση θεμάτων όπως οι τελετές, η λειτουργική ενδυμασία, αναρτήσεις για τη διακόσμηση τού καθεδρικού ναού και το πού έπρεπε να καθίσει ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος, ο Δον Ντιέγκο, για το οποίο (αποφασίστηκε) ότι έπρεπε να είναι μια θέση «λίγο πιο διακεκριμένη από εκείνες των άλλων απεσταλμένων» (un puoco più honorato che alli altri oratori).159 Ο άρχοντας ντε λα Πολ, ο «Άγγλος καρδινάλιος» (cardinalis Anglicus), θα αποδεικνυόταν όπως πάντοτε ευσυνείδητος στην άσκηση των καθηκόντων του, αλλά η συχνά φιλόνικη θορυβώδης σύγχυση τής Συνόδου δεν ήταν γι’ αυτόν. Επίσης η υγεία του ήταν κακή και στις 28 Ιουνίου 1546 χρειάστηκε να αποχωρήσει από το Τρεντ, για να συναντήσει τον καλύτερό του φίλο, τον Ενετό Αλβίζε Πριούλι στο Τρεβίλλε, στην εξοχή βόρεια τής Πάδουας.160
Στο μεταξύ ο φόβος για τουρκική εισβολή είχε μετριαστεί στη Βενετία και τη Βιέννη, στη Ρώμη και το Τρεντ. Στις 28 Μαΐου (1545) ο επεκτατικός Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα επέστρεψε στο Τρεντ ύστερα από σύντομη παραμονή στη Βενετία. Έλεγε ότι ένας άλλος από τούς κατασκόπους του (un suo esploratore), ο οποίος είχε φύγει από την Αδριανούπολη στις 23 Απριλίου και έφτασε στη Βενετία στις 17 Μαΐου, τού είχε μόλις αναφέρει ότι ο Τούρκος δεν θα έκανε ναυτική εκστρατεία κατά το τρέχον έτος. Ο κατάσκοπος είχε πει στον Δον Ντιέγκο ότι ο μπεηλερμπέης τού Μοριά ήταν προφανώς ο μόνος Τούρκος διοικητής με μεγάλη διαθέσιμη δύναμη, που ενδεχομένως είχε περίπου 20.000 πεζούς στρατιώτες, αλλά ότι δεν ξεκινούσε εκστρατεία, αν και ορισμένα εφόδια και πυρομαχικά είχαν αποσταλεί στον τουρκικό καταυλισμό στην ουγγρική μεθόριο «μάλλον για το επόμενο έτος, παρά για αυτό». Ο σουλτάνος είχε επιστρέψει στην Ισταμπούλ, όπου λίγη προσοχή έδινε σε στρατιωτικές υποθέσεις.
Επιπλέον ο Τζάκοπο Κόκο (Coco), ο Ενετός αρχιεπίσκοπος τής Κέρκυρας, ο οποίος είχε βρεθεί στο Τρεντ για κάποιο διάστημα, είχε ενημερώσει τον Τσερβίνι ότι είχε μόλις λάβει επιστολή από τη Βενετία με την καθησυχαστική είδηση, ότι ένας Γάλλος κύριος, ο οποίος είχε φύγει από την Αδριανούπολη στις 9 Μαΐου και έφτασε στη Βενετία στις 24 τού μηνός (πραγματικά γρήγορο ταξίδι), είχε δηλώσει ότι ο σουλτάνος δεν θα έκανε πόλεμο εκείνο το έτος ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα. Ο Δον Ντιέγκο έλεγε επίσης ότι τώρα υπήρχε ελπίδα για διαπραγμάτευση πενταετούς εκεχειρίας μεταξύ τού σουλτάνου και τού αυτοκράτορα. Είχε μιλήσει με τον Γκέραρντ Φέλτβυκ, ο οποίος είχε φύγει από τη Βορμς στις 22 Μαΐου και έφτασε στο Τρεντ εκείνη ακριβώς τη μέρα (στις 28 τού μηνός), κατευθυνόμενος στη Βενετία, για να ενωθεί με τον Ζαν ντε Μονλύκ στην κοινή τους αποστολή στην Πύλη.161
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 31 Μαΐου, ο Δον Ντιέγκο και ο Φέλτβυκ ξεκινούσαν στις 4 μ.μ. το εκατό μιλίων ταξίδι προς τη Βενετία. Ο Μασσαρέλλι προσευχόταν να ήταν επιτυχής η αποστολή των Φέλτβυκ-Μονλύκ στην Πύλη, γιατί η τουρκική εκεχειρία θα μπορούσε να σημαίνει την έναρξη τής Συνόδου για την οποία είχαν συγκεντρωθεί στο Τρεντ ιεράρχες και θεολόγοι, εκείνης τής οικουμενικής συνόδου, την οποία η χριστιανοσύνη περίμενε τόσον καιρό, αλλά η οποία αναβαλλόταν χρόνο με το χρόνο, λόγω τού αλληλοκτόνου πολέμου των χριστιανών ηγεμόνων καθώς και τού πολέμου με τον Τούρκο (per la guerra del Turco).162 Όπως θα μάθαινε σε κατάλληλη στιγμή ο Μασσαρέλλι, ο Φέλτβυκ θα πετύχαινε και η σύνοδος τελικά θα ξεκινούσε.
Στις 7 Ιουνίου (1545) οι παπικοί νούντσιοι στη Βορμς, ο Φάμπιο Μινιανέλλι και ο Τζιρολάμο Βεράλλο, έγραφαν στους λεγάτους στο Τρεντ ότι οι Λουθηρανοί γίνονταν προφανώς όλο και πιο ελαστικοί, καθώς ο αυτοκράτορας και ο αδελφός του Φερδινάνδος δεν είχαν εμπλακεί σε πόλεμο ούτε με τούς Τούρκους ούτε με τούς Γάλλους.163 Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 2 Ιουλίου, οι νούντσιοι ενημέρωναν τού λεγάτους ότι ένας πρεσβευτής είχε μόλις φτάσει στη Βορμς από τον γέρο βασιλιά Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας. Αναφερόταν ότι ο πρέσβης είχε πει ότι ο Σίγκισμουντ ήθελε να καταστήσει σαφές ότι η καταστροφή τού βασιλείου τής Ουγγαρίας θα ακολουθούσε μετά την επίθεση, την οποία (όπως πίστευε ο Σίγκισμουντ) ο σουλτάνος σχεδίαζε τώρα να κάνει στην Πολωνία. Αν ο Σίγκισμουντ μπορούσε να είναι βέβαιος για βοήθεια από τούς χριστιανούς ηγεμόνες και από την αυτοκρατορία, θα ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την ανακωχή του με τούς Τούρκους και να τούς πολεμήσει «πριν οδηγηθούν στον όλεθρο και την καταστροφή οι χώρες που γειτονεύουν με το δικό του βασίλειο». Μερικοί άνθρωποι πίστευαν ότι ο σουλτάνος ετοιμαζόταν πραγματικά να καταγγείλει την ανακωχή του με τούς Πολωνούς και να προχωρήσει σε πόλεμο μαζί τους, αφού «σχεδόν όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες» είχαν στείλει απεσταλμένους στην Ισταμπούλ για να ζητήσουν ανακωχή. Μπορούσε κανείς να αναμένει απλώς το αποτέλεσμα όλων αυτών (bisognarà veder il sucesso).164
Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι η προσπάθεια τού αυτοκράτορα να κανονίσει εκεχειρία με τον σουλτάνο δεν θα πετύχαινε. Ο Μονλύκ βρισκόταν άρρωστος για κάποιο διάστημα στη Ραγούσα, με υψηλό πυρετό, «τον πυρετό που παθαίνει κανείς στη γαλέρα από τη συνεχή αναταραχή των υγρών τού σώματος» (la fiebure que luy print estant en galère par la commotion continuelle des humeurs), όπως έγραφε ο Φέλτβυκ στον Κάρολο Ε’ από τη Ραγούσα στις 12 Ιουλίου (1545). Στο μεταξύ, ο Δρ Νικκολό Ζίκκο από τη Μπρέσσια, «ο Ζέκκο» (Il Secco), ο γραμματέας τού καρδινάλιου Μαντρούτσο, είχε σταλεί ολοταχώς στην Ισταμπούλ από τον Φερδινάνδο Α’, που ήθελε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τούς πασάδες πριν από την άφιξη των Φέλτβυκ και Μονλύκ. Ο Ζίκκο έφτασε στον Βόσπορο στις 9 Ιουλίου, ενώ ο Φέλτβυκ και ο Γάλλος σύντροφός του βρίσκονταν ακόμη στη Ραγούσα και ο τελευταίος σχεδίαζε να ταξιδέψει «πάνω σε άλογο από εκείνα τα βουνά, κάνοντας μικρές διαδρομές» (en lectière par cestes montaignes faisans petites iournées). Όταν ο Μονλύκ γινόταν καλύτερα, όπως έγραφε ο Φέλτβυκ στον αυτοκράτορα στις 12 Ιουλίου, «θα μπορούμε να κάνουμε το ταξίδι μας πολυήμερο» (nous pourrons faire nostre voyage à bonnes iournées).165
Αλλά, αλίμονο, στις 6 Αυγούστου ο Φέλτβυκ, ο οποίος είχε φτάσει τελικά στη Φιλιππούπολη (το σύγχρονο Πλόβντιβ), έπρεπε να γράψει στον Κάρολο ότι ο Ζίκκο είχε ήδη φτάσει στην Ισταμπούλ και είχε ουσιαστικά αρχίσει τις διαπραγματεύσεις «με μικρότερη υπόληψη» (avec moindre reputacion). Ο σχεδόν ηλίθιος είχε εγκατασταθεί σε δημόσιο πανδοχείο με φρουρούς στην πόρτα, «ελάχιστα τιμητικά» (peu honorablement). Ο Μονλύκ ήταν έξω φρενών. Ο Ζίκκο έπεφτε από το ένα σοβαρό λάθος στο άλλο, σύμφωνα με τον Φέλτβυκ, τού οποίου τα λόγια δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε ως ευαγγέλιο. Σίγουρα όμως η άφιξη τού Ζίκκο στην Υψηλή Πύλη είχε ξεσηκώσει τούς φόβους και τις υποψίες των Γάλλων, για να μη μιλήσουμε για τούς Λουθηρανούς. Αν ο απεσταλμένος τού Φερδινάνδου δεν έδειχνε εμπιστοσύνη στην αποστολή των Μονλύκ-Φέλτβυκ, θα έκανε τούς Τούρκους να αναρωτιούνται άραγε πόσο σταθερή ήταν πραγματικά η ειρήνη τού Κρεπύ, «να σκεφτούν κάποια δυσαρέσκεια μεταξύ τής Μεγαλειότητάς σας και τού βασιλιά τής Γαλλίας» (que ne pensassent quelque mécontentement entre vostre Majesté et le roy de France). Ο Φέλτβυκ πληροφορούσε τον αυτοκράτορα ότι είχε γράψει στον Ζίκκο, ζητώντας του να περιμένει την άφιξή του, πριν εμπλακεί πολύ με τούς Τούρκους, «βλέποντας ότι οι αποστολές μας είναι συνδεδεμένες» (veu que noz commissions estoient joinctes), γιατί η ίδια η αποστολή τού Φέλτβυκ γινόταν σε μεγάλο βαθμό για λογαριασμό τού βασιλιά των Ρωμαίων.166
Στο Τρεντ ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος στη σύνοδο καθώς και στη Βενετία, ο Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα, ήταν καλά ενημερωμένος για το τι συνέβαινε. Από παράξενη σύμπτωση, επίσης στις 6 Αυγούστου {1545), την ημερομηνία τής επιστολής Φέλτβυκ προς τον αυτοκράτορα που διαμαρτυρόταν για τον Ζίκκο, ο Δον Ντιέγκο εξηγούσε στον καρδινάλιο ντελ Μόντε σε δείπνο στο Τρεντ, ότι υπήρχαν τέσσερις προϋποθέσεις για την έναρξη και τη λειτουργία τής συνόδου. Υποθέτει κανείς ότι αυτές δεν αποτελούσαν έκπληξη για τον ντελ Μόντε, δηλαδή η εκεχειρία με τον Τούρκο, η τήρηση τής ειρήνης τού Κρεπύ, η συμμαχία τού πάπα και τού αυτοκράτορα και η παπική επιχορήγηση [της ενδεχόμενης βίαιης κίνησης τού Καρόλου Ε’ κατά των Λουθηρανών]. Ύστερα από άλλες εκτιμήσεις, η συζήτηση στο τραπέζι στράφηκε στο κρασί.167
Εν πάση περιπτώσει, ένα από τα εμπόδια τού Δον Ντιέγκο για την έναρξη τής Συνόδου αφαιρέθηκε όταν οι Φέλτβυκ και Μονλύκ έφτασαν τελικά στην Ισταμπούλ με ασφάλεια, ενώ στις 5 Οκτωβρίου (όπως είδαμε) έγινε τελικά ανακωχή μεταξύ Σουλεϊμάν και Αψβούργων. Οι προοπτικές είχαν βελτιωθεί σημαντικά. Στις 21 Νοεμβρίου (1545) οι λεγάτοι στο Τρεντ μπορούσαν να γράφουν στον Αλεσσάντρο Φαρνέζε στη Ρώμη για τις καλές ειδήσεις, τις οποίες είχαν μόλις λάβει από τον Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα στη Βενετία, για την ανακωχή ενός έτους ή «κατάπαυση πυρός» (sospensione d’ arme) και «αν μέσα σε αυτή την περίοδο τακτοποιηθούν κάποιες διαφορές για τα ουγγρικά σύνορα, ο Τούρκος έχει υποσχεθεί ανακωχή για πέντε χρόνια…».168
Οι φιλο-αυτοκρατορικοί στη Ρώμη ήσαν χαρούμενοι, γιατί τώρα φαινόταν ότι ο Κάρολος Ε’ είχε στα χέρια του όλα τα χαρτιά στο παιχνίδι που έπαιζε με τη Γαλλία και με τούς Λουθηρανούς.169 Παρά κάποιες φήμες για τουρκική επιθετικότητα στην Ουγγαρία, η εκεχειρία πραγματοποιήθηκε και η σύνοδος θα άρχιζε σύντομα στο Τρεντ.
Η πόλη την οποία οι συνοδικοί πατέρες θα γνώριζαν πολύ καλά κατά τούς επόμενους μήνες και χρόνια ήταν μνημείο προς τον φίλο και σύμβουλο τού βασιλιά Φερδινάνδου, τον Μπέρναρντ φον Κλες, ηγεμόνα-επίσκοπο τού Τρεντ από το 1514 μέχρι τον θάνατό του το 1539. Ο Κλες είχε γίνει καρδινάλιος από τον Κλήμεντα Ζ’ στη Μπολώνια στις 9 Μαρτίου 1530, δύο βδομάδες μετά τη στέψη τού Καρόλου Ε’. Αφοσιωμένος στην επισκοπική του πόλη, τής οποίας ήταν επίσης κυβερνήτης, ο Κλες είχε χτίσει μεταξύ 1528 και 1536 το «Μεγάλο Παλάτι» (Magno Palazzo) στο νότιο άκρο τού γνωστού Καστέλλο ντελ Μπουονκονσίλιο. Το τελευταίο κτίριο είχε ανακατασκευαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον Γιόχαν Δ’ Χίντερμπαχ, τον ηγεμόνα-επίσκοπο από το 1466 μέχρι το 1486, ενώ δύο αιώνες αργότερα ένας διάδοχος των Κλες και Χίντερμπαχ, ο Φραντσέσκο Αλμπέρτι Πόζα (1678-1689), θα συμπλήρωνε το κενό μεταξύ τού Μπουονκονσίλιο και τού Παλάτσο τού Κλες με μια δική του προσθήκη, τη «Τζιούντα Αλμπερτιάνα», διαμορφώνοντας το Μπουονκονσίλιο όπως γνωρίζουμε το συγκρότημα σήμερα. Δεδομένου ότι τώρα στεγάζει το τοπικό Εθνικό Μουσείο (Museo Nazionale), ο επισκέπτης έχει εύκολη πρόσβαση σε έναν ιστορικό χώρο.
Προγενέστεροι επίσκοποι τού Τρεντ υπήρξαν επίσης οικοδόμοι, ιδιαίτερα οι Φεντερίκο Βάνγκα (1207-1218) και Γκέοργκ Α’ φον Λιχτενστάιν I (1390-1119), ενώ είχαν βρει άξιους διαδόχους στον Χίντερμπαχ και, πάνω απ ‘όλα, στον Μπέρναρντ φον Κλες, ο οποίος είχε ευθυγραμμίσει και διευρύνει τούς δρόμους, είχε χτίσει γέφυρες και υδραγωγεία, είχε εκσυγχρονίσει και ομορφύνει την πόλη, είχε προσθέσει οκταγωνικό τρούλο στον καθεδρικό ναό, είχε συντελέσει στην οικοδόμηση τής Σάντα Τρινιτά (το 1519) και είχε ο ίδιος ανοικοδομήσει την αρχαία βασιλική τής Σάντα Μαρία Ματζιόρε (το 1520-1524).170 Τριακόσιες περίπου επιστολές έχουν δημοσιευθεί, τις οποίες έγραψε ο Κλες (il Clesio) σε σχέση με την κατασκευή και διακόσμηση τού Μεγάλου Παλατιού (Magno Palazzo), μία προς τον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα τής Μάντουα (στις 2 Ιανουαρίου 1530), τρεις προς τον δούκα Αλφόνσο Α’ τής Φερράρας (το 1531-1532), ακόμη και μία προς τον Έρασμο (στις 21 Απριλίου 1533), ενώ οι υπόλοιπες απευθύνονταν προς ορισμένους ανθρωπιστές, φίλους, εκπροσώπους, αρχιτέκτονες, τεχνίτες, εργολάβους και επιβλέποντες τής κατασκευής, όλες σχετικές με το παλάτι. Σε επιστολή τής 29ης Αυγούστου 1532 ο Κλες εξέφραζε την ελπίδα ότι ο Θεός θα έθετε τέρμα στην τουρκική προέλαση «με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» (auf ainen oder den andern weg) και η προσευχή του εισακούστηκε, γιατί αν και ο Νίκολας Γιούρισιτς παρέδωσε τη Γκυνς εκείνη ακριβώς τη μέρα, ο Σουλεϊμάν άρχισε σύντομα την αποχώρησή του προς τα ανατολικά (όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 10). Οι επιστολές αποτελούν όλες προσχέδια, γραμμένα με τον δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα τού ίδιου τού Κλες.171
Την εποχή τού Κλες, όπως και κατά τη διάρκεια όλων των τριών περιόδων τής Συνόδου τού Τρεντ, η πόλη υπαγόταν στον Φερδινάνδο των Αψβούργων, ο οποίος μεταξύ των διαφόρων τίτλων του είχε και εκείνον τού κόμη τού Τυρόλου, «της περιοχής στην οποία βρίσκεται το Τρεντ» (in qua regione Tridentum positum est), όπως μάς θυμίζει ο συνοδικός γραμματέας Μασσαρέλλι στο ημερολόγιό του, σημειώνοντας επίσης ότι ο Φερδινάνδος διατηρούσε βασιλικό διοικητή στο Τρεντ [τον Φραντσέσκο ντι Καστελάλτο], ο οποίος ασκούσε ποινική δικαιοδοσία (sanguinis punitio) για λογαριασμό τού ηγεμόνα-επισκόπου, ενώ ο τελευταίος κρατούσε στα δικά του χέρια τα ηνία τής αστικής διακυβέρνησης.
Ο Μασσαρέλλι λέει ότι υπήρχαν περίπου 1.500 ωραία σπίτια στο Τρεντ, το οποίο βρισκόταν σε πεδιάδα στην [αριστερή] όχθη τού ποταμού Αδίγη «ανάμεσα σε έρημα βουνά» (intra asperrimos montes), ενώ υπήρχε και σημαντικός αριθμός παλατιών, από τα οποία το μεγαλύτερο και πιο όμορφο ήταν το επισκοπικό παλάτι. Ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη, «στο νέο και το παλιό» (in novum scilicet et vetus), το Μάγκνο Παλάτσο και το Μπουονκονσίλιο. Όσοι το έβλεπαν, σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, αναγκάζονταν να ομολογήσουν ότι ήταν το πιο περίτεχνο και ωραιότερο παλάτι που είχαν δει ποτέ. Η περιοχή γύρω από το Τρεντ ήταν καλά καλλιεργημένη, περιβαλλόταν από όμορφους λόφους, οι οποίοι όμως σύντομα υψώνονταν σε βουνά με χιονισμένες κορυφές. Υπήρχε αρκετή, αλλά ανεπαρκής, προσφορά σιτηρών, αν και κρασί υπήρχε άφθονο, όπως επίσης και ψάρια.
Οι εκκλησίες ήσαν πολυάριθμες, με πρώτο ανάμεσά τους τον καθεδρικό ναό, «που θυμίζει παλιά εκκλησία» (ecclesia quidem antiquitatem redolens). Ήταν αφιερωμένη στον Σαν Βιτζίλιο και είχε προσωπικό δεκαοκτώ εφημερίων, καθένας από τούς οποίους είχε εισόδημα τουλάχιστον 200 δουκάτα. Ο πληθυσμός, που ανερχόταν σε περίπου 8.000 κατοίκους, αποτελούνταν από Ιταλούς και Γερμανούς, οι οποίοι διατηρούσαν διαφορετικές ενδυμασίες και έθιμα. Οι εκκλησίες τους ήσαν χωριστές και οι ιεροκήρυκές τους χρησιμοποιούσαν τις δικές τους γλώσσες στα κηρύγματα.172 Η διγλωσσία ήταν συνηθισμένη. Οι Γερμανοί έμποροι και βιοτέχνες ήσαν συγκεντρωμένοι στην ανατολική συνοικία τής πόλης, στην περιοχή τής γοτθικής εκκλησίας τού Σαν Πιέτρο (που ανακατασκευάστηκε ύστερα από πυρκαγιά το 1624), την οποία ο ηγεμόνας-επίσκοπος Χίντερμπαχ είχε κατασκευάσει γι’ αυτούς το 1475 κοντά στο Μπουονκονσίλιο. Οι Ιταλοί καταλάμβαναν τη δυτικό συνοικία (πέρα από τη σημερινή Βία Ροντόλφο Μπελεντσάνι), στην ενορία τής Σάντα Μαρία Ματζιόρε, καθώς και στην περιοχή τού Ντουόμο στον νότο.173
Παρά τις συνήθεις απόπειρες ελέγχου των τιμών, στο Τρεντ, όπως και στην Κωνσταντία, τη Βασιλεία και τη Φλωρεντία, οι δυνατότητες στέγασης ήσαν λιγοστές και τα ενοίκια ήσαν υψηλά. Ο καλός σταβλισμός των αλόγων ήταν δύσκολος και (περιττό να προσθέσουμε) ακριβός. Οι κτηνοτροφές φαίνονταν να είναι πάντα σε ανεπάρκεια και ήσαν δαπανηρές. Η διατήρηση αποθεμάτων ήταν αναπόφευκτη. Καθώς αυξανόταν η συμμετοχή στη σύνοδο, υπήρχαν μεγάλες ελλείψεις. Οι τροφοδότες ζητούσαν ό,τι ήθελαν για τα τρόφιμα. Και οι σαγματοποιοί και οι σιδεράδες, οι ξυλουργοί και οι γανωματήδες, οι υποδηματοποιοί, οι παντοπώλες και οι καταστηματάρχες ανέβαζαν όλοι τις τιμές τους στο ύψος που άντεχε η ζήτηση.174 Αλλά ο ηγεμόνας-επίσκοπος, ο καρδινάλιος Μαντρούτσο, ήταν γενναιόδωρος και ανακούφιζε από τις δυσκολίες, όταν μπορούσε.
Την Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου (1545) ένας ταχύς αγγελιοφόρος από τη Ρώμη έφτασε στο Τρεντ νωρίς το απόγευμα, με σημείωμα από τον Παύλο Γ’, δίνοντας εντολή να αρχίσει η σύνοδος τις εργασίες της την Κυριακή στις 13 τού μηνός.175 Ξεκινώντας στις 10 π.μ. το Σάββατο, με εντολή τού καρδινάλιου Μαντρούτσο, οι κληρικοί τού Τρεντ παρέλασαν σε πομπή από τον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο μέχρι τη Σάντα Μαρία Ματζιόρε, φέροντας «όλα τα ιερά λείψανα που βρίσκονται στο Τρεντ». Ύστερα από επίσημη λειτουργία επέστρεψαν στον καθεδρικό ναό. Όλα τα καταστήματα ήσαν κλειστά και η μέρα είχε παραδοθεί, όπως έλεγαν, στην προσευχή και τη νηστεία. Στις 1:30 μ.μ. έγινε «συνάθροιση» (congregatio) στο Παλάτσο Τζιρόλντι-Πράτο, όπου διέμεναν οι λεγάτοι, σε κοντινή απόσταση από τον Σαν Βιτζίλιο. Το παπικό σημείωμα διαβαζόταν τώρα σε όλους τούς ιεράρχες, με το οποίο ο Παύλος είχε κηρύξει την έναρξη τής συνόδου. Έγιναν ρυθμίσεις για την επόμενη μέρα, ενώ ανακοινώθηκε ότι ο Κορνέλιο Μούσσο, ο Φραγκισκανός επίσκοπος Μπιτόντο (στην Απουλία), θα έκανε το κήρυγμα.
Η Κυριακή 13 τού μηνός θα αποδεικνυόταν ημέρα βαρυσήμαντης σημασίας. Στις 9.30 π.μ. οι λεγάτοι και άλλοι ιεράρχες συγκεντρώθηκαν στη μικρή εκκλησία τής Σάντα Τρινιτά, κοντά στον καθεδρικό ναό, «παρουσία πολλών χριστιανών πιστών» (in presentia plurium Christifidelium). Φορούσαν μακριά άμφια και λευκά καλύμματα κεφαλής. Την καθορισμένη ώρα ο αδελφός Ντομένικο, ο εφημέριος τού καθεδρικού ναού, άρχισε να ψάλλει τον ύμνο «Έλα, πνεύμα τού δημιουργού» (Veni, creator spiritus). Ήταν γονατισμένος στη μέση τής Εκκλησίας, όπως και όλοι γύρω του. Σιγά-σιγά η πομπή βγήκε από τη Σάντα Τρινιτά, κατευθυνόμενη στον καθεδρικό ναό. Στις εναρκτήριες τελετές συμμετείχαν οι τέσσερις καρδινάλιοι ντελ Μόντε, Τσερβίνι, Πολ και Μαντρούτσο, τέσσερις αρχιεπίσκοποι, εικοσιένας επίσκοποι, πέντε στρατηγοί των θρησκευτικών ταγμάτων, περίπου σαρανταδύο θεολόγοι και εννέα διδάσκαλοι τού κανονικού και αστικού δικαίου. Ο Σεμπαστιάνο Πιγκίνο, ελεγκτής τού παπικού δικαστηρίου (Rota) και ο Έρκολε Σεβερόλι, «υποστηρικτής» ή επίτροπος τής συνοδικής διαδικασίας, ήσαν επίσης παρόντες, όπως και δύο απεσταλμένοι τού βασιλιά Φερδινάνδου, διάφοροι αξιωματούχοι, μέλη τής τοπικής αριστοκρατίας «και πολλοί άλλοι» (et multi alii).176
Η πομπή εισήλθε στον Σαν Βιτζίλιο κάτω από τούς ήχους τού συγκινητικού ύμνου «Έλα, πνεύμα τού δημιουργού» (Veni, creator spiritus). Ο ντελ Μόντε, ως επίσκοπος τής Παλεστρίνα και επικεφαλής τής λεγατινής αποστολής, έψαλλε τη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος στον όμορφα διακοσμημένο καθεδρικό ναό. Οι λειτουργικές λεπτομέρειες τής έναρξης τής Συνόδου τού Τρεντ δεν χρειάζεται να μάς απασχολήσουν, αλλά τουλάχιστον ένα απόσπασμα από το εναρκτήριο κήρυγμα τού Κορνέλιο Μούσσο πρέπει:
Γιατί σίγουρα (είπε στους συγκεντρωμένους ιερωμένους) οι απειλητικοί Τούρκοι έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ακόμη και γύρω από τούς λαιμούς μας, επιδιώκοντας να επιφέρουν καταστροφή όχι μόνο στην Αυστρία και τη Γερμανία, αλλά και στην Ιταλία, τη Ρώμη και τον κόσμο. Απειλώντας με φωτιά και σπαθί, έχουν ξεκινήσει τρελλές θρασύτητες και προσπαθούν να ρίξουν επάνω μας την καταστροφή. Έχοντας γίνει αλαζονικοί από τις νίκες τους, έχοντας εξυψωθεί από τούς θριάμβους τους, έχοντας πλουτίσει λεηλατώντας χριστιανούς, έχουν ανθίσει όχι ως συνέπεια τής δικής τους δύναμης, αλλά τού εξευτελισμού μας. Δεν έχουν γίνει τόσο εχθροί μας ως η μάστιγα τού Θεού. Έχουμε δεχθεί επίθεση από τα όπλα τους, αλλά έχουμε καταβληθεί από τις δικές μας αμαρτίες. Ενεργούν με τη συνηθισμένη τους αγριότητα και εμείς συναινούμε με τη συνήθη ανομία μας. Όμως μακάρι να μπορούσαμε να υποφέρουμε μόνο εμείς και όχι το ιερό και υπέροχο όνομα τού Ιησού Χριστού, τού αγαπημένου των αγγέλων, τού φόβητρου των δαιμόνων, τού λατρευτού των θνητών…177
Όταν ο Μούσσο τελείωσε το κήρυγμά του, φωνές υψώθηκαν και πάλι σιγοντάροντας το «Έλα, πνεύμα τού δημιουργού» (Veni, creator spiritus). Ακολούθησαν κι άλλες προσευχές και αντιφωνήσεις και ο ντελ Μόντε κάλεσε τον Τομμάζο Καμπέτζιο, επίσκοπο τού Φέλτρε, να διαβάσει στη συγκέντρωση τις δύο βούλλες, τις «Χαίρε Ιερουσαλήμ» (Laetare Hierusalem) και «Του ποιμνίου τού Κυρίου» (Universalis gregis dominici). Ύστερα από αυτό ένας Ισπανός διδάσκαλος παρουσίασε την έκφραση λύπης τού Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα επειδή, λόγω ασθένειας, δεν ήταν σε θέση «χωρίς μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή του» (senza gran pericolo della sua vita) να κάνει το ταξίδι από τη Βενετία στο Τρεντ για να συμμετάσχει στις τελετές.
Ο ντελ Μόντε στη συνέχεια στράφηκε προς τούς ιεράρχες. Μιλώντας λατινικά, ρώτησε αν τούς ευχαριστούσε να διακηρυχτεί εκείνη τη στιγμή η «έναρξη και λειτουργία» τής συνόδου, στο οποίο όλοι απάντησαν «συμφωνώ» (placet). Ρώτησε αν η πρώτη [ή μάλλον η δεύτερη] συνεδρίαση έπρεπε να πραγματοποιηθεί στις 7 Ιανουαρίου (1546), τη μέρα μετά τα Θεοφάνεια, «και επίσης με χαρούμενο τρόπο όλοι απάντησαν ‘συμφωνώ’ (placet)». Ο ντελ Μόντε έδωσε την ευλογία του στη σύνοδο που είχε έτσι «αρχίσει και λειτουργούσε». Με ρίγος ενθουσιασμού ο Μαντρούτσο αγκάλιαζε τούς λεγάτους ένα προς ένα και οι ιεράρχες αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο με δάκρυα στα μάτια τους, καθώς ενώθηκαν όλοι ψάλλοντας «Εσένα Θεέ επαινούμε» (Te Deum laudamus). «Και βγάζοντας τα άμφια τους», λέει ο Μασσαρέλλι, «επέστρεψαν στα καταλύματά τους με χαρούμενη διάθεση και μακάρι να ευχαριστεί τώρα τον Κύριο τον Θεό μας, να οδηγήσει την επιχείρηση σε καλό τέλος».178
Κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων τής συνοδικής ιστορίας τού Τρεντ (1545-1563) ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, για τον οποίο οι Ενετοί πρέσβεις και ο Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ μάς έχουν αφήσει οικείες εικόνες, καταλάμβανε τον Οθωμανικό θρόνο. Ο Σουλεϊμάν ήταν ο τελευταίος των μεγάλων πολεμιστών σουλτάνων, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του οι Ευρωπαίοι είχαν κάποιες περιστασιακές αναστολές κακών ειδήσεων. Ο Δρ Νικκολό Ζίκκο από τη Μπρέσσια, γραμματέας τού Μαντρούτσο, τον οποίο ο Φερδινάνδος είχε στείλει ως Αυστριακό απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, είχε επιστρέψει στο Τρεντ στις 12 Ιανουαρίου 1546, για να αναφέρει στον ηγεμόνα-επίσκοπο τις παρατηρήσεις του από την Ισταμπούλ. Τρεις ημέρες αργότερα ο λεγάτος Τσερβίνι μιλούσε με τον «ιλ Ζέκκο», ο οποίος επιβεβαίωνε, κατά περίεργο ίσως τρόπο, «ότι το άτομο τού Τούρκου είναι πράο και πολύ σοφό, όπως κανένας άλλος στο συμβούλιό του» (che la persona del Turco è benigna et savia più che niuno altro del suo consiglio).
Την ίδια μέρα (15 Ιανουαρίου) ο Τσερβίνι έγραφε στον Αλεσσάντρο Φαρνέζε ότι «είχε βγάλει από τον ιλ Ζέκκο τα ακόλουθα περιστατικά ουσίας» (et n’ ho cavate l’ infrascritte cose di sustantia), δηλαδή ότι o Σουλεϊμάν δεν ήταν καθόλου όπως απεικονιζόταν, «αλλά είναι ωραίος ηγεμόνας και ανοικτός» (ma è bellissimo principe et disposto). Η φιλία μεταξύ Σουλεϊμάν και Φραγκίσκου Α’ βασιζόταν σε καθαρά προσωπικό συμφέρον και όχι σε οποιαδήποτε επιθυμία να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Η σύζυγος τού Σουλεϊμάν [η χασεκή Χουρράμ, γνωστή ως Ροξελάνα] τον εξουσίαζε σε τέτοιο βαθμό, που πίστευαν ότι τον είχε μαγέψει «με τη βοήθεια μιας Εβραίας ευνοούμενής της». Μετά τη σύζυγό του, βασικός παράγοντας στο οθωμανικό κράτος, που έκανε τα πάντα (fa ogni cosa), ήταν ο γαμπρός τού σουλτάνου Ρουστέμ πασάς.
Σύμφωνα με τον Νικκολό Ζίκκο, οι Τούρκοι αντιμετωπίζοντας τούς πρεσβευτές κατέφευγαν συνεχώς σε κομπασμό και επιδεικτικότητα, μακρηγορώντας για τη συντριπτική δύναμη τού σουλτάνου, ενώ κάθε φορά, ύστερα από μερικά λόγια, πρόσφεραν μάχη, τρόπος τού λέγειν, σε όποιον μπορούσε να αποδεχτεί την πρόκληση. Ο Ζίκκο ανέφερε ότι κατά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις για την ειρήνη οι Τούρκοι ήθελαν να συμπεριλάβουν τον πάπα, τούς Ενετούς, τούς Ραγουσαίους, τον βασιλιά τής Γαλλίας, και λίγο-πολύ την υπόλοιπη χριστιανοσύνη. Όταν ρωτήθηκαν γιατί συμπεριλάμβαναν τον πάπα, ο οποίος ήταν επικεφαλής μιας θρησκείας αντιτιθέμενης στη δική τους, απάντησαν ότι αν και αυτός βέβαια έσφαλλε, ο Θεός παρ’ όλα αυτά τον είχε κάνει επικεφαλής τής χριστιανικής θρησκείας. Οι Τούρκοι ήσαν λοιπόν υποχρεωμένοι, «ως εκπρόσωποι τού ξίφους τού Θεού», να τον υπερασπίζονται και να μην αφήνουν να τον προσβάλλουν, «άποψη για την οποία νομίζω», έλεγε ο Ζίκκο, «ότι πρέπει να εκτιμήσουμε τόσο εκείνον που την είπε όσο και εκείνον που την άκουσε». Ο Ζίκκο είχε αναμφίβολα σταθμίσει στο μυαλό του τη δήλωση πριν την πει, ενώ το ίδιο έκανε κατά πάσα πιθανότητα και ο Τσερβίνι αφού την άκουσε.
Ο Ζίκκο ενημέρωσε επίσης τον Τσερβίνι, «ότι η είδηση του θανάτου τού άρχοντα τής Ορλεάνης είχε αφαιρέσει ένα χρόνο από την ανακωχή, επειδή πριν από αυτήν είχε ήδη σχεδόν συναφθεί για δύο χρόνια», πράγμα που δεν είναι απόλυτα σύμφωνο με εκείνο που είχε γράψει ο Φέλτβυκ στον Κάρολο Ε’ από την Αδριανούπολη (στις 10 Νοεμβρίου 1545). Τα τελευταία τουρκικά κουτσομπολιά τού Ζίκκο ήσαν «ότι τον Μουσταφά, τον πρωτότοκο τού Τούρκου, αγαπούν όλοι οι στρατιώτες» και «ότι το Βελιγράδι δεν είναι καλά περιτειχισμένο οχυρό, και ότι το τοπίο είναι τόσο έρημο από ανθρώπους και εγκαταλειμμένο, που είναι τρομερό κρίμα να το βλέπεις».179
Ο χρόνος θα αποκάλυπτε την έναρξη τής Συνόδου τού Τρεντ —της δέκατης ένατης οικουμενικής συνόδου (concilium oecumenicum)— ως σημαντικότερο γεγονός τής παπικής θητείας τού Παύλου Γ΄. Το έργο των συμμετεχόντων είχε γίνει, στην πραγματικότητα κανένα έργο δεν είχε ολοκληρωθεί, στις λεγόμενες «γενικές συνάξεις». Κατά τη διάρκεια αυτής τής πρώτης περιόδου τής Συνόδου (από την πρώτη συνεδρίαση στις 13 Δεκεμβρίου 1545 μέχρι την όγδοη και τελευταία συνεδρίαση στις 11 Μαρτίου 1547), εκτός από μια σειρά «ιδιαίτερες συνάξεις» και «συνάξεις θεολόγων», συνεδρίασαν περίπου 130 γενικές συνάξεις, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν για τα μεγάλα θεολογικά ζητήματα και τις δικαιοδοτικές διαφωνίες που αντιμετώπιζε η Καθολική χριστιανοσύνη, ως συνέπεια τής λουθηρανικής εξέγερσης, για την επιστροφή (ή προσπάθεια επιστροφής) από την Εκκλησία τής εποχής σε εκείνη τής αρχαιότητας.
Οι γενικές συνάξεις, οι οποίες συχνά κρατούσαν ώρες, γίνονταν στην κατοικία των λεγάτων, στο Παλάτσο Τζιρόλντι-Πράτο, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1845 και ο χώρος του καταλαμβάνεται τώρα από το ταχυδρομείο, το «Παλάτσο ντέλλε Πόστε», το οποίο χτίστηκε το 1933-1934 και περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία τής προηγούμενης δομής. Γενικές συνάξεις έγιναν στις 18, 22 και 29 Δεκεμβρίου (1545), στις 4, 13, 18, 22, 26 και 29 Ιανουαρίου (1546), στις 3, 8, 12, 15 και 26 Φεβρουαρίου, κλπ., ενώ έτσι συνεχιζόταν μήνα με το μήνα μια επίπονη επιχείρηση, που χαρακτηριζόταν συχνά από οξείες, ακόμη και εχθρικές αντιπαραθέσεις. Το Παλάτσο Τζιρόλντι-Πράτο απείχε μόλις 220 βήματα (κατά μήκος τής Βία Καλεπίνα) από τη μικρή νοτιοανατολική είσοδο τού καθεδρικού ναού τού Σαν Βιτζίλιο, η οποία έδινε στους λεγάτους άμεση πρόσβαση στο ιερό. Όλες οι «συνεδριάσεις» τής Συνόδου πραγματοποιήθηκαν στο σκοτεινό μεγαλείο τού Σαν Βιτζίλιο.
Σε αντίθεση με τη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί σε προηγούμενες συνόδους, τέτοια δουλειά δεν γινόταν στις «συνεδριάσεις» —στο Τρεντ οι συνεδριάσεις ήσαν επίσημες, λειτουργικές συναντήσεις— στις οποίες δημοσιεύονταν συνοδικοί κανόνες και διατάγματα. Οι οκτώ συνεδριάσεις τής πρώτης (Τριντεντινής) περιόδου τής Συνόδου πραγματοποιήθηκαν στις 13 Δεκεμβρίου 1545 (η πρώτη, όπως μόλις είδαμε), 7 Ιανουαρίου (1546), 4 Φεβρουαρίου, 8 Απριλίου, 17 Ιουνίου, 13 Ιανουαρίου (1547), 3 Μαρτίου και 11 Μαρτίου, όταν οι λεγάτοι (όπως επίσης θα δούμε) έπρεπε να «μεταφέρουν» τη σύνοδο στη Μπολώνια, με την αιτιολογία ότι στο Τρεντ υπήρχε σοβαρή επιδημία τυφοειδούς πυρετού. Τρεις αιώνες αργότερα, ακολουθώντας το υπόδειγμα τού Τρεντ, οι πολυάριθμοι συμμετέχοντες στην Πρώτη Σύνοδο τού Βατικανού, στην εικοστή οικουμενική σύνοδο, συναντιούνταν για συζήτηση και ψήφιζαν κατ’ αρχήν σε γενικές συνάξεις και στη συνέχεια συγκεντρώνονταν σε πιο επίσημες συνεδριάσεις, για να δώσουν την τελική ψήφο τους επί διαταγμάτων, τα οποία (όταν γίνονταν αποδεκτά από την πλειοψηφία των ψηφιζόντων) ο Πίος Θ’ δημοσίευε σε νόμο. Όπως και στο Τρεντ, η Πρώτη Σύνοδος τού Βατικανού υπήρξε μάρτυρας κάποιων θυελλωδών συνεδριάσεων. Υπάρχουν ίσως περισσότερες περιοχές αντίθεσης παρά ομοιότητας μεταξύ τής Τριντεντινής (Tridentinum) και τής Δεύτερης Συνόδου τού Βατικανού (του 1962-1965). «Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουμε κι εμείς» (Tempora mutantur nos et mutamur in illis). Με τούς δικούς τους κανόνες καταδίκης οι συνοδικοί πατέρες στο Τρεντ, ακολουθώντας μια παράδοση που ξεκινούσε από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας (το 325), αναθεμάτιζαν εκείνους που πίστευαν σε δόγματα, τα οποία απόκλιναν από τη δική τους ορθοδοξία. Η Δεύτερη Σύνοδος τού Βατικανού απείχε από τη ρητή καταδίκη θεολογικών απόψεων, που βρίσκονταν σε αντίθεση με εκείνες τής Εκκλησίας.
Οι παπικοί λεγάτοι και η πλειοψηφία των πατέρων στο Τρεντ είχαν αποφασίσει να ασχοληθούν με το δόγμα και τη μεταρρύθμιση ταυτόχρονα, αν και ο Κάρολος Ε’ ήθελε να αναβληθούν οι συνοδικές συζητήσεις και τα διατάγματα σχετικά με το δόγμα, μέχρι να αισθανθεί πιο σίγουρος για την πιθανότητα επιτυχίας στον προβλεπόμενο πόλεμό του κατά τής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν. Οι αντι-προτεσταντικές δογματικές αποφάσεις μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση τής συμμαχίας τού Σμαλκάλντεν, ενώ μπορούσαν να αποδειχθούν προσβλητικές για πιθανούς Προτεστάντες συμμάχους, ιδιαίτερα για τον Μόριτς (Μaurice) τής δουκικής Σαξωνίας και τον μαργράβο Άλμπρεχτ τού Βραδεμβούργου-Κούλμπαχ, που δεν είχαν ενταχθεί στη λουθηρανική Ένωση. Όμως τα πράγματα δεν έγιναν με τον τρόπο που ήθελε ο Κάρολος και οι θεωρίες αναδιατυπώθηκαν σε δόγματα και δημοσιεύτηκαν με την έγκριση τού Παύλου Γ’.
Υπήρχε επίσης κάποια ανησυχία ότι οι Τούρκοι ίσως δεν τηρούσαν την εκεχειρία.180 Μάλιστα ο Τζιοβάννι Λούτσιο Σταφφίλεο, ο επίσκοπος τού Σεμπένικο (Σίμπενικ), έγραφε στον Παύλο Γ’ από το Τρεντ στις 15 Ιουλίου 1546 ότι
(ο Μεγάλος Τούρκος) μπορούσε εύκολα να γίνει ο ίδιος κύριος τής Γερμανίας και μάλιστα πολύ εύκολα από θεία κρίση και ως συνέπεια των αιρέσεων και διαφωνιών των Λουθηρανών, ακριβώς όπως η θεία κρίση το είχε κάνει κύριο τής Ελλάδας, ως συνέπεια τής Αρειανής πίστης και τής διχόνοιας των Ελλήνων και επειδή εκείνοι τον είχαν προσκαλέσει, όπως τον προσκαλούν τώρα οι Λουθηρανοί, οι οποίοι έχουν απεσταλμένους σε αυτόν…181
Δεν υπήρχε έλλειψη φημών. Για παράδειγμα στις 16 Οκτωβρίου (1546) οι καρδινάλιοι λεγάτοι στο Τρεντ έγραφαν στον Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα, τον καρδινάλιο παπικό ταμία (καμερλένγκο) στη Ρώμη, ότι είχαν μάθει από «αξιόπιστη πηγή» (per assai buana via), ότι ο γαλλόφιλος Φλωρεντινός πρόσφυγας Πιέτρο Στρότσι είχε πάει στο στρατόπεδο των Λουθηρανών, για «να διαπραγματευτεί ή να υπογράψει συμφωνία ανάμεσα σε αυτούς και τον Τούρκο». Τον είχαν στείλει καθ’ οδόν προς Ισταμπούλ. Λεγόταν μάλιστα ότι είχε περάσει από τη Μπρέσσια πολύ πρόσφατα και ένας από τούς άρχοντες Μαρτινένγκι τον είχε εφοδιάσει με έφιππη συνοδεία μέχρι τη Βενετία. Ναι, οι λεγάτοι πίστευαν ότι ίσως οι Ενετοί ενδιαφέρονταν για όλα αυτά. Ένας άνδρας λεγόταν ότι είχε συλληφθεί στο Ίννσμπρουκ με επιστολή (ή επιστολές) από τούς Λουθηρανούς προς τη Σινιορία τής Βενετίας. Οι συναλλαγές τού Στρότσι με τούς Λουθηρανούς λεγόταν ότι διατυπώνονταν πλήρως στην επιστολή, «καθώς και πολύ περισσότερα». Οι Ενετοί είχαν προσκληθεί να εισέλθουν στην Ένωση τού Σμαλκάλντεν. Τούς είχαν υποσχεθεί την επαρχία τού Τιρόλο (στην οποία βρισκόταν το Τρεντ!) ως μερίδιό τους απ’ ό,τι μπορούσε να αποκτηθεί από την εκστρατεία που θα ξεκινούσαν οι Λουθηρανοί την κατάλληλη στιγμή. Θα επιβεβαιωνόταν επίσης η τρέχουσα κατοχή από τούς Ενετούς όποιας αυτοκρατορικής επικράτειας κατείχαν, κατά πάσα πιθανότητα στο Φριούλι.
Όσο για τούς Λουθηρανούς, επρόκειτο να είναι ευχαριστημένοι με τη Γερμανία «αποκατεστημένη στην αρχαία ελευθερία της» (ridolta nella sua libertà). Λεγόταν ότι πρόσφεραν στον Τούρκο «την υπόλοιπη Ουγγαρία μαζί με την Αυστρία!». Οι Λουθηρανοί είχαν στείλει αυτό το μήνυμα στη Βενετία με δύο διαφορετικά πρόσωπα, που έπρεπε να πάνε στη Βενετία από δύο διαφορετικές διαδρομές. Ο ένας είχε συλληφθεί στο Ίννσμπρουκ, όπως είπαμε μόλις, αλλά οι Λουθηρανοί έλπιζαν ότι ο άλλος είχε φτάσει στον προορισμό του με ασφάλεια, ότι τον είχε ακούσει η Σινιορία σε πλήρη μυστικότητα και ότι είχε σταλεί πίσω με την ενετική απάντηση, «της οποίας δεν γνωρίζουμε ακόμη το περιεχόμενο».182
Δέκα περίπου βδομάδες πριν ψηφίσει τελικά η σύνοδος το διάταγμα για τη «δικαίωση», το οποίο, πάνω απ’ όλες τις δογματικές διακηρύξεις, ο Κάρολος ήθελε να δει να αναβάλλεται, οι λεγάτοι ντελ Μόντε και Τσερβίνι έλεγαν στον φιλο-αυτοκρατορικό καρδινάλιο Μαντρούτσο και στον αυτοκρατορικό απεσταλμένο Μεντόζα, ότι ο Παύλος Γ’ δεν θα μπορούσε να βοηθήσει στην επιδότηση τού πολέμου τού αυτοκράτορα εναντίον των Λουθηρανών, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και το κόστος τής συνόδου. «Και σε περίπτωση που ίσως πιστεύουν ότι η δαπάνη τής Συνόδου δεν είναι τίποτε», έγραφαν οι λεγάτοι στον καρδινάλιο ταμία (καμερλένγκο) στη Ρώμη, «καταστήσαμε σαφές σε αυτούς ότι με την πρόβλεψη για τούς λεγάτους και τούς πολλούς αξιωματούχους, την επιδότηση των φτωχών επισκόπων, το κόστος των αγγελιοφόρων, κλητήρων, αλόγων και ιππέων, μαζί με τις πολλές άλλες ασυνήθιστες δαπάνες, τις οποίες η Αγιότητά του πρέπει να αντιμετωπίσει, δύσκολα θα τα καταφέρει με πενήντα ή εξήντα χιλιάδες σκούδα τον χρόνο!».183
Έχοντας πληρώσει τον βιολιστή, σε κάποιο μικρό βαθμό ο Παύλος Γ’ μπορούσε να παραγγέλνει τον σκοπό. Είχε συγκαλέσει τη σύνοδο και οι λεγάτοι του προέδρευαν σε αυτήν σύμφωνα με παπική βούλα διορισμού. Οι λεγάτοι επέμεναν για το αποκλειστικό τους δικαίωμα να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη στις γενικές συναθροίσεις καθώς και στις επίσημες συνεδριάσεις. Δεδομένου ότι η ψηφοφορία γινόταν κατά άτομα και όχι κατά έθνη, ενώ δεν επιτρεπόταν σε πληρεξουσίους ή επιτρόπους να ψηφίζουν, τα πιο πολυάριθμα και σε γενικές γραμμές πιο συνεργάσιμα μέλη από τις ιταλικές επισκοπές προστάτευαν συνήθως τα παπικά συμφέροντα, εξασφαλίζοντας πλειοψηφία σε όλες τις καθοριστικές ψηφοφορίες. Η Αγία Έδρα βοηθούσε στην πληρωμή των εξόδων των απόρων επισκόπων (vescovi indigenti) στο Τρεντ, αλλά οι επιδοτήσεις ήσαν μικρές και μερικές φορές καθυστερούσαν. Είναι απίθανο να είχαν κάποια σημαντική επίδραση στην ψηφοφορία. Δέκα ή αρκετά περισσότεροι φτωχοί ιεράρχες δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν στο Τρεντ χωρίς τα εικοσιπέντε σκούδα το μήνα, που ήταν η συνήθης οικονομική παροχή. Με ή χωρίς επιδοτήσεις, ο δρόμος των λεγάτων ήταν στρωμένος με κινδύνους και δυσκολίες. Η επανεξέταση και ο καθορισμός δογμάτων, για τα οποία οι θεολόγοι δεν είχαν ποτέ συμφωνήσει, δεν αποτελούσε εύκολη υπόθεση, ενώ μερικές φορές έμοιαζε με ανυπέρβλητο έργο στη φορτισμένη ατμόσφαιρα τού Τρεντ. Η παπική κυριαρχία επί τής Συνόδου κατά τη διάρκεια τής πρώτης περιόδου τής ύπαρξής της έχει συχνά μεγαλοποιηθεί και εξακολουθεί να μεγαλοποιείται. Η επιδεξιότητα τού ντελ Μόντε ως τακτικιστή και η ειλικρίνεια τού Τσερβίνι ως μεταρρυθμιστή ήσαν και οι δύο εντυπωσιακές, αλλά στη διάρκεια ολόκληρου τού έτους 1546 πολλά μέλη τής Συνόδου έδειχναν να γίνονται πιο ανεξάρτητα κάθε εβδομάδα που περνούσε.
Εν μέσω διαφωνιών και σύγχυσης οι συμμετέχοντες στις γενικές συνάξεις στρέφονταν προς τα διαμφισβητούμενα δόγματα τής πίστης, καθώς και στα ευαίσθητα προβλήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και εξουσίας. Συζητούσαν για την παράδοση ως πηγή τής αποκάλυψης (άραγε είχε ισχύ ίση ή τουλάχιστον παρόμοια με εκείνη τής Αγίας Γραφής;), καθώς και για το επιτρεπτό τής μετάφρασης τής Βίβλου σε γλωσσικά ιδιώματα (την οποία υπερασπιζόταν ο Ιταλο-Γερμανός καρδινάλιος Μαντρούτσο και αποδοκίμαζε ο Ισπανός καρδινάλιος Πέδρο Πατσέκο). Οι συνοδικοί πατέρες εξέταζαν την υποχρέωση των επισκόπων να διαμένουν στις επισκοπές τους —ακόμη και να κηρύττουν στα παραμελημένα ποίμνιά τους— καθώς και το πρόβλημα τής απαλλαγής των μοναστικών Ταγμάτων επαιτών (mendicant Orders) από επισκοπικό έλεγχο και δικαιοδοσία. Ίσως τούς έλειπε η γνώση, αλλά όχι το θάρρος και η πολυλογία, καθώς προχωρούσαν στη φύση και την έννοια τού προπατορικού αμαρτήματος και στο υπέρτατο ζήτημα που προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτής τής πρώτης περιόδου τής συνόδου, στο ζήτημα τής δικαίωσης (justification) μόνο με την πίστη (fide sola) ή και με άλλο τρόπο. Οι συνοδικοί πατέρες, σε αντίθεση με τον Λουθηρανισμό, έδιναν την έμφαση στο «με άλλο τρόπο», αλλά χρειάστηκαν μήνες υπομονετικής, αδιάλειπτης εργασίας για τη σύνταξη τού διάσημου τελικού διατάγματος για τη δικαίωση. Ήσαν αποφασισμένοι να εξασφαλίσουν ότι ο Καθολικισμός ήταν αυτό που δεν ήταν ο Λουθηρανισμός.
Το δικαίωμα τού εκλέγειν στο Τρεντ περιοριζόταν στους επισκόπους και στους στρατηγούς των μοναστικών Ταγμάτων επαιτών, ενώ (όπως μόλις αναφέρθηκε) οι επίτροποι των επισκόπων και εκείνοι των καθεδρικών και συλλογικών συνελεύσεων δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, όπως ούτε εκείνοι των πανεπιστημίων. Η παρουσία των θεολόγων στο Τρεντ ήταν υψίστης σημασίας, αλλά αν δεν ήσαν αυτοί επίσκοποι ή στρατηγοί μοναστικών Ταγμάτων (όπως ήσαν μερικοί από αυτούς), δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Δεν υπήρχαν παρόντες Γερμανοί επίσκοποι κατά την πρώτη περίοδο τής συνόδου,184 ούτε επίσκοποι από την Ουγγαρία ή την Πολωνία. Ο αριθμός των συμμετεχόντων ιεραρχών κυμαινόταν από τη μία συνάθροιση ή συνεδρίαση στην άλλη. Καθώς προχωρούσαν οι συζητήσεις, το χάσμα ανάμεσα στους φιλο-αυτοκρατορικούς και τούς οπαδούς τής κούρτης γινόταν όλο και πιο σαφές. Όπως θα έδειχναν κατά τα επόμενα χρόνια οι δογματικοί κανόνες και διατάγματα τής τρίτης και τελευταίας περιόδου τής Συνόδου (1562-1563) και η επιβεβαιωτική βούλλα τού Πίου Δ’ «Ευλογητός ο Θεός» (Benedictus Deus) τής 26ης Ιανουαρίου 1564, η διατήρηση τής παπικής εξουσίας διαφύλαξε, τουλάχιστον κατά κάποιον τρόπο, τη δογματική και θεσμική ακεραιότητα τής Εκκλησίας, παρά τον λεγόμενο Διαφωτισμό.
Με παρόμοιο τρόπο ο Κάρολος πίστευε ότι η ενότητα τής αυτοκρατορικής αρχής ήταν απαραίτητη για τη διαφύλαξη τής αυτοκρατορίας. Η Ένωση τού Σμαλκάλντεν, που αντανακλούσε τις εδαφικές φιλοδοξίες των Λουθηρανών ηγεμόνων, είχε αμφισβητήσει αυτή την αρχή και απειλούσε να διαλύσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Καθώς ξεκινούσε ο Σμαλκαλδικός Πόλεμος, η διαίρεση μεταξύ φιλο-αυτοκρατορικών και φιλο-παπικών μελών τής Συνόδου γινόταν έντονα πρόδηλη. Ο Μαντρούτσο μπορεί να διαφωνούσε με τον Πατσέκο για τις μεταφράσεις τής Βίβλου, αλλά ήσαν και οι δύο φιλο-αυτοκρατορικοί και βρέθηκαν σύντομα σε ανοικτή αντίθεση με τούς ντελ Μόντε και Τσερβίνι, τούς προέδρους, οι οποίοι (σε αντίθεση με τις γνωστές επιθυμίες τού Καρόλου Ε’) αναζητούσαν τρόπο μεταφοράς τής Συνόδου προς νότο, σε κάποια κατάλληλη ιταλική πόλη. Ο Κάρολος είχε γνωστοποιήσει με σαφήνεια την επιθυμία του να παραμείνει η σύνοδος στο Τρεντ, και να αναβάλει τις δογματικές αποφάσεις. Κατά τη γνώμη των ντελ Μόντε και Τσερβίνι αυτό αποτελούσε αδικαιολόγητη επέμβαση στις υποθέσεις τής συνόδου, όπως πράγματι ήταν. Όμως ως παραχώρηση προς τον αυτοκράτορα, ο Παύλος Γ’ επέλεξε να συνεχιστεί η σύνοδος στο Τρεντ.
Ο Κάρολος ενδιαφερόταν για την άρση τής λουθηρανικής απειλής προς την αυτοκρατορική εξουσία. Οι δύο λεγάτοι ενδιαφέρονταν για την άρση τής λουθηρανικής απόχρωσης από την Καθολική Θεολογία. Ήσαν πρόθυμοι να αφήσουν τη λουθηρανική Γερμανία να βαδίσει στον δρόμο της, τού Θεού ενεργούντος (Deo agente) προς την καταστροφή, αλλά ο Κάρολος δεν μπορούσε να αφήσει τη λουθηρανική Γερμανία να βαδίσει στον δρόμο της, διατηρώντας την εξουσία του στην αυτοκρατορία.
Το επτάμηνο διάλειμμα μεταξύ τής πέμπτης και τής έκτης συνεδρίασης τής Συνόδου (από τις 17 Ιουνίου 1546 μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 1547) προκλήθηκε εν μέρει από το δυσάρεστο αίσθημα που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στους φιλο-αυτοκρατορικούς και τούς οπαδούς τής κούρτης. Η συζήτηση σε γενική σύναξη στις 28 Ιουλίου (1546) για το αν οι συνοδικοί πατέρες θα ήσαν διατεθειμένοι να ψηφίσουν (κατά τη συνεδρίαση που είχε προγραμματιστεί για την επόμενη μέρα) επί τού σχεδίου διατάγματος για τη δικαίωση τερματίστηκε σε οδυνηρή διαφωνία. Οι δυσκολίες ήσαν περισσότερο πολιτικές παρά θεολογικές. Στις 29 Ιουλίου δεν υπήρξε συνεδρίαση, όπως είχε προγραμματιστεί, αλλά σε γενική σύναξη την επόμενη μέρα ο μερικές φορές οξύθυμος ντελ Μόντε, απουσιάζοντος τού πιο ήρεμου συναδέλφου του Τσερβίνι, συγκρούστηκε σε θερμή φιλονικία με τούς Πατσέκο και Μαντρούτσο.185 Η παπική κούρτη ευνοούσε τη χρήση βίας κατά των Λουθηρανών, αλλά φοβόταν την αύξηση τής δύναμης, που θα έφερνε στους Αψβούργους μια αυτοκρατορική νίκη.
Η διελκυστίνδα πολέμου ανάμεσα στους φιλο-αυτοκρατορικούς και τούς οπαδούς τής κούρτης, καθώς και οι αντίπαλες απόψεις των Θωμιστών και Σκωτιστών, βρίσκονταν πίσω από την μακρά αναβολή τής τελικής ψηφοφορίας για απόφαση επί τής δικαίωσης. Όμως έξη μέλη τής Συνόδου με δικαίωμα ψήφου εξέφραζαν απόψεις, που έμοιαζαν πολύ με το λουθηρανικό δόγμα τής δικαίωσης μόνο με την πίστη. Η μεγάλη καθυστέρηση στην ψηφοφορία έδωσε στους σχεδιαστές τού διατάγματος τον χρόνο να εξετάσουν και να επανεξετάσουν κάθε λεπτομέρεια τού νοήματός του και να γράψουν και να ξαναγράψουν κάθε λεπτομέρεια τής φρασεολογίας του. Και όταν έφτασε η ώρα των αποφάσεων, στις 13 Ιανουαρίου 1547, κατά την έκτη συνεδρίαση, οι φιλο-αυτοκρατορικοί πολιτικοί —ως επί το πλείστον Ισπανοί υπήκοοι τού Καρόλου Ε’, αλλά και καλοί επίσκοποι— έκαναν πίσω με αίσθηση τού επείγοντος και τής επισημότητας τής περίστασης. Το διάταγμα για τη δικαίωση ψηφίστηκε ομόφωνα, όπως είπε ο ντελ Μόντε με δυνατή, καθαρή φωνή, «το ιερό διάταγμα περί δικαίωσης εγκρίνεται ομόφωνα με συμφωνία όλων» (sanctum hoc decretum de iustificatione approbatum est universaliter ab omnibus uno consensu). Ήταν το πιο σημαντικό διάταγμα που ψηφίστηκε και στις τρεις περιόδους τής Συνόδου τού Τρεντ.186
Τώρα πια υπήρχαν μόνο δύο λεγάτοι στο Τρεντ. Τρεις μήνες νωρίτερα (τον Οκτώβριο) ο Ρέτζιναλντ Πολ, ο οποίος είχε αποσυρθεί από το Τρεντ στη βίλλα τού φίλου του Αλβίζε Πριούλι στο Τρεβίλλε (στις 28 Ιουνίου), είχε απαλλαγεί από την τριντεντινή λεγατινή αποστολή με δική του αίτηση, λόγω ασθενείας. Παρά τον διαφαινόμενο σεβασμό του για τούς ντελ Μόντε και Τσερβίνι, ο Πολ είχε αποδοκιμάσει απερίφραστα το διάταγμα για τη δικαίωση, το οποίο, αν και αξιόλογη σύνθεση, φαινόταν σε αυτόν ότι απέφευγε τη γλώσσα τής Αγίας Γραφής όχι λιγότερο απ’ όσο τα στερεότυπα τού σχολαστικισμού. Παρά το γεγονός ότι ο Θωμισμός και ο Σκωτισμός παρέμεναν ισχυρές επιρροές στο Τρεντ, ύστερα από μόδα διάρκειας μεγαλύτερης από έναν αιώνα ο ανθρωπισμός είχε αφήσει το αποτύπωμά του, τόσο στη νοοτροπία τού θεολόγου, όσο και σε εκείνη τού διπλωμάτη. Στον ήσυχο τρόπο απόσυρσής του, ο Πολ, ο οποίος φαινόταν να βρίσκεται σε αντίθεση με τον εαυτό του, είχε δυσαρεστηθεί από τις προσπάθειες των λεγάτων να επισπεύσουν την επίλυση ακόμη και δογματικών ζητημάτων προκειμένου να προχωρήσουν τη δουλειά και να τελειώνουν με τη σύνοδο. Τελικά όμως ο Πολ, αν και είχε να κάνει κάποιες κατάλληλες παρατηρήσεις για καλές εργασίες, βρέθηκε όπως και ο φίλος του Γκάσπαρο Κονταρίνι τουλάχιστον κοντά στην αποδοχή τού λουθηρανικού δόγματος για τη δικαίωση μόνο με την πίστη.187 Κατά την έκτη συνεδρίαση (στις 13 Ιανουαρίου 1547) η πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών τής Συνόδου ενέκρινε το διάταγμα για την επιβολή στους επισκόπους τής υποχρεωτικής διαμονής τους στις επισκοπές τους, όπου ορισμένοι από αυτούς δεν είχαν δει τις καθεδρικές τους εκκλησίες για χρόνια, ιδιαίτερα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Παρά το γεγονός ότι τότε υπήρχε κάποια αμφιβολία, κυρίως από τον ντελ Μόντε, για την εγκυρότητα αυτής τής ψηφοφορίας, στις 25 Φεβρουαρίου η σύνοδος την ανακήρυξε απρόσβλητη.188 Στις αρχές Μαρτίου οι θεολόγοι και τα ψηφίζοντα μέλη συνέχισαν, με λίγη συζήτηση και καμία αγωνία, στην επιβεβαίωση τής θεϊκής καταγωγής των επτά μυστηρίων. Οι λεγάτοι πίστευαν ότι η σύνοδος προχωρούσε προς ομαλή ολοκλήρωση παρά τη διαφωνία τού Καρόλου Ε’ για τη δημοσίευση τού διατάγματος περί δικαίωσης, με το οποίο οι Λουθηρανοί διαφώνησαν αμέσως.
Όμως η σύνοδος άρχισε να πλέει σε ταραγμένα νερά, όταν στο Ουλμ στις 2 Φεβρουαρίου (1547) ο νούντσιος Τζιρολάμο Βεράλλο παρουσίασε στον Κάρολο Ε’ παπικό σημείωμα (με ημερομηνία 22 Ιανουαρίου), που σηματοδοτούσε τον τερματισμό τής παπικής-αυτοκρατορικής στρατιωτικής συμμαχίας, η οποία είχε σχηματιστεί τον Ιούνιο τού 1546. Ο πάπας απέσυρε τα στρατεύματά του από τον αυτοκρατορικό στρατό, για το οποίο ο Κάρολος ευχαρίστησε σαρκαστικά τον Βεράλλο, επειδή τα παπικά στρατεύματα έτσι κι αλλιώς δεν ήσαν καλά. Δεν τού είχαν προσφέρει τίποτε πέρα από «ζημιά και ντροπή», καίγοντας χωριά και ληστεύοντας ό,τι έβλεπαν. Πιστεύοντας (πολύ σωστά) ότι ο Παύλος προσανατολιζόταν προς τη Γαλλία, ο Κάρολος είπε στον Βεράλλο ότι η Αγιότητά του είχε σαφώς τη «γαλλική ασθένεια» (mal francese, ευλογιά), που αποτελούσε πολύ πιθανόν αντανάκλαση των αστεϊσμών στις συνεδριάσεις τού αυτοκρατορικού συμβουλίου. Ο Βεράλλο ανέφερε τη ζοφερή του ακρόαση από τον θυμωμένο αυτοκράτορα σε μακροσκελή, θλιβερή επιστολή προς τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, γραμμένη την ίδια μέρα.189 Σε κάθε περίπτωση ο πάπας είχε υποσχεθεί να διαθέσει στρατεύματα αρχικά για τέσσερις και αργότερα για έξι μήνες. Ο χρόνος είχε τελειώσει, όπως και η εμπιστοσύνη τού πάπα στον αυτοκράτορα, ο οποίος (υπήρχε φόβος) θα γινόταν πάρα πολύ ισχυρός ως συνέπεια τής νίκης και αργά ή γρήγορα θα κατέληγε πιθανότατα σε κάποιου είδους θρησκευτικό συμβιβασμό με τούς Λουθηρανούς.
Στις αρχές Μαρτίου (1547) ο Τζιανμαρία ντελ Μόντε είχε μάθει προς μεγάλη ικανοποίηση του ότι ο πάπας είχε τελικά συναινέσει στις επανειλημμένες αιτήσεις του να απαλλαγεί από την τριντεντινή λεγατινή αποστολή. Έπρεπε όμως να παραμείνει στο Τρεντ μέχρι την άφιξη τού διαδόχου του,190 αν και όπως αποδείχτηκε δεν θα είχε άμεσο διάδοχο. Η επιδείνωση τής υγείας του, η αντιπάθειά του για το Τρεντ, η έχθρα του με τον Μαντρούτσο, η ανησυχία του με τον Πατσέκο και η κουραστική ρουτίνα τής εργασίας τού προέδρου των γενικών συνάξεων ήσαν πάρα πολλά προβλήματα για τον ντελ Μόντε. Παρά μια περιστασιακή καταγγελία τού Τζιρολάμο Σεριπάντο, τού μορφωμένου στρατηγού των Αυγουστινιανών, τα επίπεδα ευφυΐας και γνώσεων ήσαν εξαιρετικά υψηλά στη σύνοδο, ενώ μερικοί από τούς Ιταλούς καθώς και τούς Ισπανούς ιεράρχες μπορούσαν να είναι ειλικρινείς, ακόμη και θορυβώδεις στην έκφραση τής γνώμης τους, όπως ο Μπράτσιο Μαρτέλλι, επίσκοπος τού Φιέζολε, ο Μάρκο Βιγκέριο ντέλλα Ρόβερε, επίσκοπος Σινιγκάλια, ο Ντιέγκο ντε Αλάμπα υ Εσκιβέλ, επίσκοπος Αστόργκα, ο Φρανσίσκο ντε Ναβάρρα, επίσκοπος Μπανταχόθ191 και ο Χουάν Μπερβάλ Ντίας ντε Λούγκο, επίσκοπος Καλαχόρρα. Ο Μαρτσέλλο Τσερβίνι ήταν επίσης εξαντλημένος. Είχε γεράσει στα δύο χρόνια του στο Τρεντ, αλλά έπρεπε να παραμείνει. Εδώ και μήνες η σύνοδος ακουμπούσε πραγματικά στους ώμους του. Αν και η θρησκευτική διαμάχη στη Γερμανία είχε προκαλέσει τη σύνοδο, κανένας Γερμανός επίσκοπος (όπως έχει σημειωθεί) δεν είχε έρθει στο Τρεντ, αν και μερικές από τις πιο σημαντικές δογματικές αποφάσεις που επηρέαζαν τον Λουθηρανισμό είχαν ήδη ληφθεί, ιδιαίτερα το διάταγμα περί δικαίωσης.
Όμως οι δοκιμασίες των λεγάτων στο Τρεντ είχαν σχεδόν τελειώσει, γιατί στη γενική σύναξη τής 9ης Μαρτίου (1547) ο ντελ Μόντε, πρόεδρος ακόμη τής συνόδου, είχε προειδοποιήσει τη συγκέντρωση για την επικράτηση μιας ασθένειας επιδημικών δήθεν διαστάσεων, η οποία πριν από τρεις ημέρες (στις 6 τού μηνός), είχε οδηγήσει στον θάνατο τον Ενρίκο Γιοφφρέδο, επίσκοπο Καπάτσιο (στη νότια Ιταλία). Ο Τζιρολάμο Φρακαστόρο, ο καλά αμειβόμενος γιατρός τής συνόδου, καθώς και ο Μπαλντουίνο (Μπαλντοβίνο) ντε Μπαλντουίνι, ο προσωπικός γιατρός τού ντελ Μόντε, είχαν προσδιορίσει τον κίνδυνο ως τύφο, την ασθένεια που είχε (όπως είδαμε) καταστρέψει τον στρατό τού Λωτρέκ στη Νάπολη πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Ο ντελ Μόντε ενημέρωνε τούς συνοδικούς πατέρες ότι από την τελευταία (έβδομη) συνεδρίαση, που πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαρτίου, δώδεκα περίπου ιεράρχες είχαν φύγει από το Τρεντ, αν και είχε αρνηθεί να τούς δώσει άδεια να αναχωρήσουν. Μερικοί δεν είχαν μπει καν στον κόπο να ζητήσουν άδεια αναχώρησης (licentia discedendi). Είχαν τρομοκρατηθεί από αυτό που είχε συμβεί στον Γιοφφρέδο και σε άλλους, «που πεθαίνουν καθημερινά σε αυτή την πόλη από αφθώδη πυρετό (morbus lenticularius sive ponticularis)», ασθένεια που ονομάζουμε ασθένεια των στιγμάτων (mal di petecchie) στα ιταλικά».
Οι Φρακαστόρο και Μπαλντουίνο είχαν πει στον ντελ Μόντε ότι αυτό ήταν το υλικό από το οποίο προέρχονταν οι πανούκλες και ότι θα χτυπούσε τούς ευγενείς και τούς λιγότερο υγιείς πιο έντονα απ’ ό,τι τούς αγρότες και τούς εργάτες στα αγροκτήματα. Ο Φρακαστόρο έλεγε ότι είχε προσληφθεί από τη σύνοδο για να φροντίζει τούς αρρώστους, όχι για να αντιμετωπίσει την επιδημία τού αφθώδους πυρετού. Ζητούσε άδεια να φύγει από την πόλη. Ο ντελ Μόντε είχε κατευθύνει τούς δύο γιατρούς να ετοιμάσουν δήλωση, η οποία τώρα διαβαζόταν δεόντως στη γενική σύναξη.192
Κατά τη γενική σύναξη τής 10ης Μαρτίου (1547), που άρχισε περίπου στις 10 π.μ., ο ντελ Μόντε επανέλαβε αυτό που είχε πει την προηγούμενη μέρα «για τη νόσο των στιγμάτων, που είναι σε έξαρση στο Τρεντ, … και για την αναχώρηση των ιεραρχών με συμβουλή και πρόθεση των γιατρών» (de ponticularum morbo, qui Tridenti viget, et de consilio et sententia medicorum … necnon de discessu praelatorum). Οι λεγάτοι δεν μπορούσαν να επιτρέψουν τη διάλυση τής συνόδου, αλλά μερικοί ιεράρχες έφευγαν με το φόβο τής πανούκλας που τούς απειλούσε όλους. Τα ψηφίζοντα μέλη τής Συνόδου έπρεπε να αποφασίσουν τι θα γινόταν, τούς είπε ο ντελ Μόντε, ενώ αυτά το έκαναν υπό την επιδέξια διαχείρισή του. Η πλειοψηφία ψήφισε, όπως ενημέρωσε ο ίδιος, για τη μεταφορά τής Συνόδου στη Μπολώνια. Ο Πατσέκο και οι Ισπανοί διαφωνούσαν, ενώ ο επίσκοπος τού Μπανταχόθ (Badajoz, Pacensis) δήλωσε ότι ο Παύλος Γ’ είχε συγκαλέσει τη σύνοδο στο Τρεντ. Έπρεπε να παραμείνει εκεί. Έλεγε ότι οι συνοδικοί πατέρες είχαν πετύχει «πολύ λίγα» (paucissima), γιατί έπρεπε ακόμη να διευθετήσουν ζητήματα σχετικά με πέντε από τα επτά μυστήρια, τη θεία ευχαριστία, τα μεγάλα και μικρά μοναστικά τάγματα, τον γάμο, τη μετάνοια, το ύστατο χρίσμα και τη θυσία στη λειτουργία, καθώς και την πρωτοκαθεδρία τής Αποστολικής Έδρας και την αυθεντία τής Εκκλησίας και των συνόδων «εναντίον των Προτεσταντών» (contra Protestantes). Ο Μπανταχόθ ανέφερε αρκετά ακόμη ανολοκλήρωτα ζητήματα, νηστείες, γιορτές, λατρεία αγίων, μοναστικούς όρκους, αγαμία τού κλήρου, συγχωροχάρτια, το δόγμα τού καθαρτηρίου πυρός και άλλα, όμως η πλειοψηφία είχε αποφασίσει να φύγει από το Τρεντ.193
Η απόφαση των ιεραρχών να μεταφέρουν τη σύνοδο στη Μπολώνια επιβεβαιώθηκε από ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία την επόμενη μέρα (11 Μαρτίου) κατά την όγδοη συνεδρίαση, που πραγματοποιήθηκε, (όπως όλες οι συνεδριάσεις) στον μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό τού Τρεντ. Τριανταεννέα μέλη τής Συνόδου ψήφισαν υπέρ τής μετάβασης στη Μπολώνια, δεκατέσσερα ήσαν αντίθετα με αυτό, ενώ πέντε έριξαν υπό όρους ή με αμφιβολία ψήφους.194 Αυτή ήταν η τελευταία επίσημη συνέλευση τής πρώτης περιόδου τής Συνόδου τού Τρεντ. Κατά τη διάρκεια των επομένων ημερών η αναχώρηση μερικών από τούς ιεράρχες από τις όχθες τού Αδίγη έμοιαζε με φυγή. Οι δεκατέσσερις φιλο-αυτοκρατορικοί (ή τουλάχιστον αντι-κουριακοί) ιεράρχες ήσαν κυρίως Ισπανοί, με τρεις ή τέσσερις Ιταλούς που κατείχαν έδρες στο ναπολιτάνικο βασίλειο και στη Σικελία, δηλαδή σε εδάφη που ανήκαν στον Κάρολο Ε’. Υπό την ηγεσία τού καρδιναλίου Πατσέκο παρέμειναν στο Τρεντ.195 Όμως από τη στιγμή που δεν λειτουργούσαν ως αντίπαλη σύνοδος, δεν υπήρχε σχίσμα.
Πραγματοποιώντας έτσι τη μεταφορά τής σεβάσμιας συνέλευσης στη Μπολώνια, οι ντελ Μόντε και Τσερβίνι είχαν ενεργήσει με βάση την εξουσία που τούς παρείχε η βούλλα «Διακυβέρνηση τής οικουμενικής εκκλησίας» (Regimini universalis ecclesiae) τής 22ας Φεβρουαρίου 1545, η οποία δεν είχε ποτέ αρθεί. Προηγούμενες προσπάθειές τους να μεταφέρουν τη σύνοδο στα παπικά κράτη ή τουλάχιστον στην Ιταλία είχαν ήδη ματαιωθεί από τον Παύλο Γ’. Αυτή τη φορά προφανώς δεν επιχειρούσαν κάτι το οποίο, όπως η εμφάνιση τού «αφθώδους πυρετού», η παπική κούρτη θα θεωρούσε ως ανεπαρκή λόγο, με κίνδυνο να προκαλέσει τον θυμό τού αυτοκράτορα ή την απόσχιση των φιλο-αυτοκρατορικών ιεραρχών. Η ξαφνική απόφαση να μεταφερθεί η σύνοδος στη Μπολώνια, πίσω από την οποία ο Γιέντιν βλέπει το αριστουργηματικό χέρι τού Τσερβίνι (αφού ο ντελ Μόντε πίστευε ότι σύντομα θα βρισκόταν έξω από όλα αυτά),196 ήρθε σε κρίσιμη στιγμή, γιατί το αστέρι τού Καρόλου Ε’ ακολουθούσε πολύ ανοδική πορεία.
Οι λεγάτοι είχαν ανακοινώσει την επόμενη (την ένατη) συνεδρίαση τής συνόδου, την πρώτη στη Μπολώνια, για τις 21 Απριλίου (1547), ημερομηνία μάλιστα κατά την οποία σαράντα περίπου ιεράρχες, συμπεριλαμβανομένων των ντελ Μόντε και Τσερβίνι, συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία τού Σαν Πετρόνιο.197 Ψήφισαν διάταγμα αναστολής μέχρι την Πέμπτη μετά την Πεντηκοστή (2 Ιουνίου 1547), οπότε πραγματοποιήθηκε η δέκατη συνεδρίαση, η τελευταία στη Μπολώνια, αν και τα μυστήρια συζητήθηκαν σε γενικές συνάξεις και συναντήσεις των θεολόγων κατά τούς μετέπειτα μήνες.198
Η δέκατη ήταν η τελευταία συνεδρίαση στη Μπολώνια, επειδή στις 14 Σεπτεμβρίου (1547) ο ντελ Μόντε πρότεινε σε γενική σύναξη ότι η επόμενη συνεδρίαση «έπρεπε να αναβληθεί για πολλούς λόγους». Μόνο δύο Γάλοι ιεράρχες είχαν έρθει στη Μπολώνια. Δώδεκα ακόμη λεγόταν ότι βρίσκονταν στον δρόμο. Ιεράρχες που είχαν μόλις εμφανιστεί στη σύνοδο χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να πάρουν οδηγίες και να ενημερωθούν «για το υλικό των δημοσιευμένων διαταγμάτων» (de materiis in decretis publicandis). Ο ντελ Μόντε αναφέρθηκε επίσης στον σάλο που είχε προκληθεί από τη δολοφονία τού γιου τού πάπα, τού Πιερλουίτζι Φαρνέζε, πριν από τέσσερις ημέρες στην Πιατσέντσα και από την κατάληψη τής πόλης αυτής [από τον Φερράντε Γκονζάγκα, αυτοκρατορικό κυβερνήτη τού Μιλάνου, που ήταν κυρίως υπεύθυνος για το έγκλημα]. Μάλιστα ο ντελ Μόντε πρότεινε ότι θα χρειαζόταν πόλεμος για την ανάκτηση τής Πιατσέντσα και την υπεράσπιση τής Πάρμας, οι οποίες τώρα θεωρούνταν και πάλι παπικές πόλεις (…et bellum quod parari necesse est ob tuitionem civitatum Ecclesiae). Πίστευε λοιπόν, όπως και ο Τσερβίνι ότι η προγραμματισμένη για την επόμενη μέρα συνεδρίαση έπρεπε να αναβληθεί. Όλα τα μέλη με δικαίωμα ψήφου στη γενική σύναξη συμφώνησαν χωρίς καμία εξαίρεση (nemine excepto), οπότε ο ντελ Μόντε πρότεινε να μην οριστεί ημερομηνία για την επόμενη συνεδρίαση. Πενήντα περίπου ιεράρχες συμφώνησαν. Ο Άλβαρο ντε λα Κουάντρα, επίσκοπος τής Βενόζα στον νότο τής Ιταλίας, πίστευε ότι έπρεπε να καθοριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά ήταν ο μόνος με αυτή την άποψη.199
Τώρα πια σχεδόν όλοι ήσαν κουρασμένοι, περισσότερο απ’ όλους ο ντελ Μόντε, ο οποίος δεν είχε ποτέ αντικατασταθεί ως πρόεδρος τής συνόδου. Μάλιστα ο ίδιος ο ντελ Μόντε αντικαθιστούσε τώρα τον Τζιοβάννι Μορόνε στη λεγατινή αποστολή τής Μπολώνια, αναλαμβάνοντας το πρόσθετο φορτίο σε επιμελημένη τελετή στον καθεδρικό ναό τού Σαν Πιέτρο στις 17 Ιουλίου (1548).200 Εφεξής ήταν λεγάτος Μπολώνια και Συνόδου (legatus Bononiae et Concilii), αλλά η Σύνοδος Τρεντ-Μπολώνια είχε διακοπεί. Δεν υπήρχαν περαιτέρω συνάξεις και τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου (1549) ο ντελ Μόντε έλαβε επιστολή από τον «καρδινάλιο-ανηψιό» Αλεσσάντρο Φαρνέζε με ημερομηνία 13 τού μηνός. Ο Φαρνέζε έγραφε στο όνομα τού πάπα, όπως μάς πληροφορεί ο Μασσαρέλλι, «ότι ο ίδιος ο καρδινάλιος ντελ Μόντε έπρεπε να δώσει άδεια σε όλους τούς ιεράρχες εδώ στη σύνοδο στη Μπολώνια να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, δεδομένου ότι ο πάπας δεν έχει την πρόθεση αυτή τη στιγμή να συνεχίσει τη σύνοδο…».201
Κάτι περισσότερο από κούραση βρισκόταν πίσω από την επ’ αόριστον αναστολή των εργασιών τής συνόδου. Ο Κάρολος Ε’ είχε γίνει έξω φρενών με τη μεταφορά τής στη Μπολώνια, για την οποία κατηγορούσε τον Παύλο Γ’. Οι μήνες που περνούσαν ούτε απάλυναν τον θυμό του ούτε ελάττωναν τη μνησικακία του. Στις 16 Ιανουαρίου 1548 δύο φιλο-αυτοκρατορικοί πληρεξούσιοι, «σχολαστικοί Ισπανοί» (fiscali spagnoli), εξέδωσαν σφοδρή διαμαρτυρία ενώπιον γενικής σύναξης. Ο καρδινάλιος ντελ Μόντε είχε αντιμετωπίσει την έκρηξη εναντίον τής παρουσίας τής Συνόδου στη Μπολώνια με σταθερότητα και αξιοπρέπεια, που δεν τον έκανε πολύ συμπαθή στον Κάρολο.202 Όμως ο ηλικιωμένος ποντίφηκας πίστευε ότι η διακριτική ευχέρεια ίσως ήταν πιο χρήσιμη από τη γενναιότητα στην αντιμετώπιση τού οργισμένου αυτοκράτορα. Αν ο Κάρολος αντιτασσόταν τόσο βίαια στη Μπολώνια, ίσως ήταν δυνατή η μεταφορά τής Συνόδου στη Βιτσέντσα, στο ουδέτερο έδαφος τής Ενετικής Δημοκρατίας. Ο Κάρολος φυσικά θα διαφωνούσε, επειδή η σύνοδος δεν γινόταν σε αυτοκρατορική πόλη, αλλά τουλάχιστον δεν θα μπορούσε να πει ότι περιοριζόταν η ελευθερία τής Συνόδου λόγω τής θέσης της σε παπική πόλη. Η Βενετία ήταν βέβαια ουδέτερη. Επιπλέον η Δημοκρατία είχε την πρόθεση να παραμείνει ουδέτερη, αλλά ίσως όχι περισσότερο λόγω των φιλο-αυτοκρατορικών απ’ όσο λόγω των Τούρκων.
Όπως ξεκαθάριζαν ο δόγης και η Γερουσία στον πρεσβευτή τους στη Ρώμη με επιστολή τής 2ας Ιουνίου 1548, το παπικό αίτημα «για παραχώρηση τής πόλης τής Βιτσέντσα, για τη συνέχιση τής συνόδου, σε περίπτωση που αυτή η σύνοδος αποφασίσει να ζητήσει την εν λόγω πόλη» (circa il concieder la città di Vicenza per proseguir il concilio in caso che esso concilio si resolvese de dimandar quella città), είχε προκαλέσει στη Σινιορία κάποια αμηχανία. Η Βενετία δεν μπορούσε τώρα να επιτρέψει στην προηγουμένως Σύνοδο τού Τρεντ να συνεδριάσει στη Βιτσέντσα, επειδή ο σουλτάνος Σουλεϊμάν βρισκόταν στη μακρινή Περσία. Θα τού δημιουργούνταν υποψίες ότι η Δημοκρατία εκμεταλλευόταν την απουσία του, επειδή ο σουλτάνος πίστευε ότι ένας από τούς βασικούς λόγους ύπαρξης τής Συνόδου ήταν «η συνένωση των χριστιανών ηγεμόνων για την καταστροφή του» (alli danni suoi). Θα υπέθετε ότι η Βενετία περίμενε την απομάκρυνσή του από την ευρωπαϊκή σκηνή για να βοηθήσει και να ενθαρρύνει τούς ηγεμόνες σε κάποια αντι-τουρκική επιχείρηση.203
Τρεις ημέρες μετά την επίσημη επαναλειτουργία τής Συνόδου στη Μπολώνια, στην ένατη συνεδρίαση, ο Κάρολος Ε’ είχε νικήσει τον Γιόχαν Φρήντριχ, τον εκλέκτορα τής Σαξωνίας, στην αποφασιστική μάχη τού Μύλμπεργκ (στις 24 Απριλίου 1547), κατά μήκος τού ποταμού Έλβα. Τώρα δεν υπήρχε πιθανότητα να αναγκάσει ο Κάρολος τούς Λουθηρανούς να στείλουν τούς ιερωμένους τους στην ετοιμοθάνατη σύνοδο στην πόλη τού ίδιου τού πάπα, τη Μπολώνια,204 εκτός από το οποίο οι συνοδικοί πατέρες είχαν ήδη θέσει τούς Γερμανούς Προτεστάντες πέρα από το όριο τής απολύτρωσης, δημοσιεύοντας (σε αντίθεση με τις συχνά εκφρασμένες επιθυμίες τού Καρόλου) τα αντι-λουθηρανικά δογματικά τους διατάγματα. Αντί γι’ αυτό, στη δίαιτα ή Ράιχσταγκ τού Άουγκσμπουργκ ο Κάρολος κατάφερε να γίνει αποδεκτή και να δημοσιευτεί μια «ενδιάμεση» δήλωση πίστης (στις 15 Μαΐου 1548),205 στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Το Ενδιάμεσο Διάταγμα τού Άουγκσμπουργκ (Augsburg Interim) συνόψιζε τη μορφή τής θρησκείας που θα υπήρχε στη Γερμανία, μέχρι να μπορέσει κάποια άλλη γενική σύνοδος να βρει διευθέτηση των θρησκευτικών ζητημάτων. Το Ενδιάμεσο Διάταγμα, Καθολικό στο δόγμα και αόριστα διατυπωμένο, χορηγούσε στους Λουθηρανούς με παπική άδεια (η οποία ο Κάρολος υπέθετε ότι έπρεπε να είναι επικείμενη, αλλά δεν ήταν), κοινωνία και με τα δύο είδη (sub utraque specie), δηλαδή με άρτο και οίνο, καθώς και γάμο των κληρικών.
Ως συνήθως, η Ενετική Γερουσία κρατούσε τούς Τούρκους ενήμερους.206 Το Ενδιάμεσο Διάταγμα —και οι Ισπανοί στρατιώτες τού Καρόλου— προκαλούσαν εκτεταμένη δυσαρέσκεια. Είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε κανείς να διατηρεί πια ελπίδες για συνοδική λύση τού θρησκευτικού προβλήματος.
Οι Τούρκοι δεν υπήρξαν πρόβλημα ούτε για τούς Αψβούργους ούτε για την Αγία Έδρα κατά τη διάρκεια των ετών 1547-1550. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε επιστρέψει στον πόλεμο με τούς Πέρσες. Στις 14 Ιανουαρίου 1547 ο Λουτσιάνο ντέλι Ολτόνι, ηγούμενος τής Πομπόζα, είχε γράψει στον δούκα Έρκολε Β’ τής Φερράρας από το Τρεντ ότι η σύνοδος είχε μόλις ενημερωθεί, «ότι ο Σούφι έχει επιφέρει μεγάλο πλήγμα στον Τούρκο» (che ‘l Sophi ha dato una gran rotta al Turco).207 Ήταν καλή είδηση, ακόμη κι αν δεν ήταν αληθινή. Σύμφωνα με τούς Οθωμανούς ιστορικούς, ο Σουλεϊμάν δεν βρισκόταν στην Περσία εκείνη τη στιγμή. Όμως η συνέλευση στο Τρεντ, σε στενή επαφή με τη Βενετία, δεν ήταν εντελώς απληροφόρητη και κάποιος θα σκεφτόταν ότι ο Ολτόνι όφειλε να γνωρίζει αν ο Σουλεϊμάν βρισκόταν ή όχι τότε στην Περσία. Περίπου είκοσι μήνες αργότερα (στις 5 Οκτωβρίου 1548) ο Μασσαρέλλι έγραφε στον καρδινάλιο Τσερβίνι από τη Μπολώνια
σχετικά με τα νέα που πήραμε σήμερα από τη Βενετία, σύμφωνα με τα οποία ο Τούρκος επιστρέφει στην Ισταμπούλ από την εκστρατεία του εναντίον τού Σούφι, μη έχοντας καταφέρει τίποτε, για το οποίο οι ευχαριστίες ανήκουν στον Θεό!
Ο ντελ Μόντε έγραφε στο ίδιο πνεύμα στον Αλεσσάντρο Φαρνέζε στη Ρώμη.208 Ο Σουλεϊμάν βρισκόταν πράγματι στην Περσία το φθινόπωρο τού 1548. Εξαιτίας τού γεγονότος ότι έκανε διάφορα ζιγκ-ζαγκ όταν βρισκόταν εκεί, ήταν εύκολο για την ενετική πηγή τού Μασσαρέλλι (δηλαδή την ενετική πηγή τού νούντσιου Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα), να υποθέτει ότι κατευθυνόταν στην πατρίδα, ενώ στην πραγματικότητα σχεδίαζε να περάσει τον χειμώνα στο Χαλέπι.
Ο Σουλεϊμάν είχε ξεκινήσει τη δεύτερη (ή τρίτη) εκστρατεία του εναντίον τής Περσίας την άνοιξη τού 1548, μετά την ανανέωση τής ειρήνης με τούς Αψβούργους. Ύστερα από μερικούς μήνες διαπραγματεύσεων ο Γκέραρντ Φέλτβυκ είχε επιτέλους ρυθμίσει με τούς Τούρκους νέα ειρήνη ή μάλλον πενταετή εκεχειρία, η οποία περιλάμβανε τον αυτοκράτορα Κάρολο, τον Φερδινάνδο, τον Παύλο Γ’, τον Ερρίκο Β’ τής Γαλλίας και τη Δημοκρατία τής Βενετίας. Ο Φερδινάνδος θα κατέβαλλε στην Πύλη 30.000 δουκάτα ετησίως. Ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ χρονολογεί την αρχική υπογραφή τής εκεχειρίας στις 19 Ιουνίου 1547.209 Σύμφωνα με τούς Οθωμανούς χρονικογράφους (και τον φον Χάμμερ), ύστερα από τη μακρά προς ανατολάς πορεία μέσω Ικονίου (Κόνυα) και Σεβάστειας (Σίβας) την άνοιξη και στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1548, ο Σουλεϊμάν είχε καταλάβει την Ταμπρίζ, η οποία δεν είχε αντισταθεί, ενώ στη συνέχεια κατευθύνθηκε στη Βαν, η οποία καταλήφθηκε στα τέλη Αυγούστου (1548), ύστερα από κανονιοβολισμό οκτώ ημερών, με τη βοήθεια προδοτών μέσα από τα σφυροκοπημένα τείχη. Οι οθωμανικές δυνάμεις και Πέρσες αντάρτες πέτυχαν κάποιες νίκες κατά τού σάχη Ταμάσπ Α’ (1524-1576), αλλά καθώς ερχόταν το φθινόπωρο ο Σουλεϊμάν κινήθηκε νοτιοδυτικά στη Συρία, φτάνοντας στο Χαλέπι (Αλέππο, Χαλάμπ) πριν από τις 24 (όχι 26) Νοεμβρίου, όπου και παρέμεινε μέχρι τον επόμενο Ιούνιο. Στις 3 Ιουλίου (1549) λέγεται ότι είχε διασχίσει τον Ευφράτη σε μακρά πορεία προς βορρά, φτάνοντας στις 10 Σεπτεμβρίου στο Ερζερούμ, απ’ όπου έστειλε τον Αχμέτ Πασά, τον δεύτερο βεζύρη, σε επιτυχημένη επιχείρηση έξι εβδομάδων στη Γεωργία, όπου φέρεται ότι είχε καταλάβει είκοσι οχυρωμένες πόλεις. Στις αρχές Νοεμβρίου ο Οθωμανικός στρατός άρχισε την απόσυρσή του προς τα δυτικά και (όπως είδαμε) ο Σουλεϊμάν έφτασε στην Ισταμπούλ στις 21 Δεκεμβρίου 1549. Επιστρέφοντας έστειλε στον βασιλιά Φερδινάνδο, στους Ενετούς, και στον Σίγκισμουντ Αύγουστο τής Πολωνίας τη συνηθισμένη φουσκωμένη περιγραφή των επιτευγμάτων του, περιλαμβανομένης τής κατάληψης τριανταμιάς πόλεων, τής καταστροφής δεκατεσσάρων άλλων και τής οχύρωσης άλλων εικοσιοκτώ θέσεων, που ήσαν ανεπαρκώς οχυρωμένες.210
Η επικύρωση τής συνθήκης τού 1547 είχε πάρει κάποιο χρόνο, αλλά είχε ακόμη να διαρκέσει περίπου τρία χρόνια. Η Ενετική Γερουσία είχε εκπλαγεί λοιπόν μαθαίνοντας από αναφορά τού πρεσβευτή τους στη Γαλλία (όπως έγραφαν στον βαΐλο τους στην Ισταμπούλ στις 16 Μαΐου 1549) ότι οι Αψβούργοι ζητούσαν ήδη τη διαπραγμάτευση νέας εκεχειρίας με την Πύλη για άλλα πέντε χρόνια, αν και η υφιστάμενη εκεχειρία είχε ακόμη μπροστά της πολύ καιρό (…trattation di nove tregue per altri cinque anni, se ben ne pare difficil cosa che hora se tratti ditte tregue, mancando longo tempo a compir le altre). Όμως ο βαΐλος σύντομα επιβεβαίωσε το γεγονός, γιατί με τις αποστολές εγγράφων στις 29-30 Απριλίου επισύναπτε αντίγραφα των επιστολών, τις οποίες ο πρίγκηπας Αντρέα Ντόρια είχε στείλει στον Μεχμέτ πασά και τις οποίες ο βασιλιάς Φερδινάνδος είχε στείλει στον Τζιοβάννι Μαρία Μαλβέτσι, τον εκπρόσωπό του στην Πύλη. Δεν υπήρχε αμφιβολία για την πρόθεση τού Καρόλου και τού Φερδινάνδου να επεκτείνουν την εκεχειρία τους με τούς Τούρκους. Στις 6 και στις 13 Ιουνίου άκουγε κανείς εκφράσεις ικανοποίησης στη Γερουσία για την επιμέλεια τού βαΐλου, ενώ υπήρχε η άποψη ότι αν μια νέα εκεχειρία βρισκόταν πραγματικά στον ορίζοντα, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν η Βενετία, καθώς και η Γαλλία. Αναμφίβολα ο βαΐλος έπρεπε να επιδιώξει τη βοήθεια τού Ρουστέμ πασά, ώστε να εξασφαλιστεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.211 Παρά το γεγονός ότι στρατεύματα ανεβοκατέβαιναν στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Φλάνδρα και τη Γερμανία, τουλάχιστον οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν βρίσκονταν σε πόλεμο η μία με την άλλη. Για ό,τι άξιζε και για όσο θα διαρκούσε, υπήρχε ακόμη ειρήνη και με τούς Τούρκους. Οι πάπες είχαν κηρύξει την ειρήνη, τουλάχιστον εντός τής χριστιανοσύνης, και τώρα ο Παύλος Γ’ την είχε βρει. Όμως δεν είχε υπάρξει ακόμη αποτελεσματική ενότητα των χριστιανών ηγεμόνων εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι έδειχναν να είναι πάντοτε νικηφόροι.
Η γενική ειρήνη υπήρξε περισσότερο από ευπρόσδεκτη τόσο για τον Παύλο όσο και για τούς Αψβούργους, γιατί είχαν αρκετά προβλήματα στην πατρίδα τους. Τώρα πια δεν ήταν δυνατή η συμφιλίωση μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, αλλά μετά τη νίκη τού Καρόλου στο Μύλμπεργκ ο πάπας φαινόταν να φοβάται τις συνέπειες τής αυτοκρατορικής επιτυχίας περισσότερο από όσο απεχθανόταν την εκτροπή τής αίρεσης. Ήδη πριν από το Μύλμπεργκ ο Παύλος είχε εγκαταλείψει τον Κάρολο, αποσύροντας τα παπικά στρατεύματα από τη Γερμανία, ενώ ο Κάρολος είχε κατηγορήσει τον ηλικιωμένο ποντίφηκα ότι τον δελέαζε για να τον βάλει στον Σμαλκαλδικό Πόλεμο, μόνο για να τον προδώσει με χαμερπή λιποταξία. Στις 18 Ιανουαρίου 1548 ο Κάρολος έγραφε στον γιο του Φίλιππο στην Ισπανία για την αποτυχία τού πάπα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του κατά τη διάρκεια τού πολέμου και για την απροθυμία (poca voluntad) την οποία η Αγιότητά του είχε δείξει και έδειχνε ακόμη για τον δημόσιο βίο τής χριστιανοσύνης, ειδικά για την απολύτως απαραίτητη σύνοδο: «Αλλά παρ’ όλα όσα έχουν συμβεί, προσεύχομαι, παίρνοντας περισσότερο υπόψη τη θέση και το αξίωμα αυτού τού πάπα παρά τα έργα του, να τού αποδίδεις για όσο χρόνο ζήσει τον σεβασμό που οφείλεται σε αυτόν».212
Με τον Φραγκίσκο νεκρό και τούς Κάρολο και Φερδινάνδο σε ειρήνη με τον Μεγάλο Τούρκο, η παπική κούρτη μπορούσε να προβλέψει την κυριαρχία τής αυτοκρατορικής εξουσίας επί τής παπικής. Ο Κάρολος βρέθηκε σύντομα σε αρκετά ανοιχτή σύγκρουση με τον πάπα. Η διαμάχη για την Πάρμα και την Πιατσέντσα επισήμαινε απλώς την εχθρότητα τού πάπα. Ο Παύλος δεν θα είχε καμία σχέση με το Ενδιάμεσο Διάταγμα τού Άουγκσμπουργκ, το οποίο σύντομα αποδείχτηκε ότι ήταν απαράδεκτο από τούς Λουθηρανούς καθώς και από τούς Καθολικούς, ενώ υπήρξε έντονη αντίδραση στη Γερμανία στις άλλες προσπάθειες τού Καρόλου να συγκεντροποιήσει την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Ετοιμαζόταν ο δρόμος για τον Μόριτς τής Σαξωνίας, τον γαμπρό τού Φιλίππου τής Έσσης, καθώς και για μια κλίκα Λουθηρανών ηγεμόνων, που θα χτυπούσαν την κατάλληλη στιγμή και θα εξάλειφαν όλα τα πλεονεκτήματα που είχε κερδίσει ο Κάρολος στο Μύλμπεργκ. Αν κατά τη διάρκεια τής περιόδου υπεροχής τού Καρόλου (1547-1551) αυτός είχε τη δυνατότητα να εξαρτηθεί από την παπική συνεργασία, θα μπορούσε να έχει καλύτερη πιθανότητα για την επίλυση τουλάχιστον ορισμένων πτυχών τού πολιτικού και θρησκευτικού ανταγωνισμού στη Γερμανία. Όμως τώρα πια είχε καταστεί σαφές ότι το γερμανικό σχίσμα δεν επρόκειτο ποτέ να διευθετηθεί από δίαιτα ή σύνοδο. Οι Καθολικοί θα αποτελούσαν πάντοτε την πλειοψηφία σε τέτοιες συνελεύσεις και οι Προτεστάντες δεν θα δέχονταν προκαθορισμένα συμπεράσματα προς μειονέκτημα ή καταστροφή τους. Η παπική κούρτη δεν θα ενέκρινε τέτοιες παραχωρήσεις, όπως εκείνες που ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να κάνει στους Προτεστάντες. Πεθαίνοντας στις 10 Νοεμβρίου 1549, ο Παύλος Γ’ συμμαχούσε με τούς Γάλλους.213 Στην πραγματικότητα ήταν ένας νεποτιστής, που ενδιαφερόταν τόσο για την επιτυχία τής οικογένειας Φαρνέζε, όσο και για τον τερματισμό τού γερμανικού σχίσματος. Αλλά πρέπει να ειπωθεί κάτι για τον φόβο του για τις δραστηριότητες τού Καρόλου. Η πολιτική υποταγή τής Αγίας Έδρας στον αυτοκράτορα αποτελούσε αναμφίβολα πολύ υψηλό τίμημα για τη δογματική συμμόρφωση, η οποία, επιβαλλόμενη από πάνω, δεν θα είχε μεγάλες πιθανότητες να διαρκέσει πολύ.214
<-11. Ο Παύλος Γ’, οι Λουθηρανοί, η Βενετία και οι Τούρκοι (1534-1540) | 13. Η εκλογή τού Ιουλίου Γ’, η Σύνοδος τού Τρεντ, οι Τούρκοι και ο πόλεμος τής Πάρμας (1549-1552)-> |