<-10. Ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α' και η αντίθεση των Αψβούργων προς τούς Τούρκους (1530-1534) | 12. Ο Παύλος Γ’, οι Αψβούργοι και ο Φραγκίσκος Α’, οι Τούρκοι και η σύνοδος τού Τρεντ (1540-1549)-> |
11
Ο Παύλος Γ’, οι Λουθηρανοί, η Βενετία και οι Τούρκοι (1534-1540)
![]() |
![]() |
Το πρωί τής 13ης Οκτωβρίου 1534, με μία και μόνο επίσημη ψηφοφορία, τριανταπέντε καρδινάλιοι εξέλεξαν στην Αποστολική Έδρα τον ηλικιωμένο Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ο οποίος είχε γίνει καρδινάλιος πριν από σαράντα περίπου χρόνια (το 1493) από τον Αλέξανδρο ΣΤ’, που είχε καλούς λόγους να τον αντιμετωπίζει ευνοϊκά.1 Για περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια ο Φαρνέζε ανέβαλλε τη χειροτονία του σε ιερέα, παραμένοντας καρδινάλιος διάκονος μέχρι το 1519. Μετά την εκλογή του πήρε το όνομα Παύλος Γ’. Ο Φαρνέζε, πονηρός διπλωμάτης, είχε καταφέρει να τα βγάλει πέρα με έξι πάπες και είχε ακολουθήσει με θαυμαστό τρόπο (mirabile dictu) ουδέτερη πορεία χρόνο με τον χρόνο μεταξύ των εχθρικών ρευμάτων των Αψβούργων και των Βαλώνων, έτσι ώστε στο σύντομο κογκλάβιο που τον έκανε πάπα, ήταν σχεδόν η μόνη σημαντική φυσιογνωμία στο Ιερό Κολλέγιο, την οποία τόσο η φιλο-αυτοκρατορική όσο και η γαλλική παράταξη έκριναν κατάλληλη για ανύψωση στο παπικό αξίωμα.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών τής παπικής του θητείας ο Παύλος Γ’ προσπάθησε σκληρά για να αποφύγει τη δέσμευση απέναντι σε οποιαδήποτε πλευρά, φοβούμενος την ισπανική κυριαρχία στην ιταλική χερσόνησο, αλλά φοβούμενος εξίσου μην επαναλάβει τα λάθη τής γαλλόφιλης πολιτικής τού Κλήμεντος Ζ’ και υποφέρει έτσι τις δυστυχίες τού προκατόχου του, γιατί τα γεγονότα τού 1527 δεν είχαν ξεχαστεί ποτέ στη Ρώμη. Ο Παύλος Γ’ παραμένει πολύ ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Με τη διορατικότητα τού γήρατος, αν όχι την έμπνευση τού θρησκευτικού ζήλου, υπήρξε μεταρρυθμιστής πάπας, ξεκινώντας μάλιστα τη μεγάλη εποχή τής Καθολικής Μεταρρύθμισης. Κατά τη στιγμή τής εκλογής του η παπική κούρτη βρισκόταν σε θλιβερά εξαχρειωμένη κατάσταση, όπου τα περισσότερα αξιώματα κατείχαν πρόσωπα, που είχαν επιλεγεί ως αποτέλεσμα ευνοιοκρατίας ή πολιτικής σκοπιμότητας. Εβδομηνταέξι καρδινάλιοι είχαν δημιουργηθεί σε είκοσι περίπου χρόνια από τούς Μέδικους πάπες, σαραντατρείς από τον Λέοντα Ι’ και τριαντατρείς από τον Κλήμεντα Ζ’. Κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών τής παπικής του θητείας ο Παύλος Γ διόρισε εβδομηνταένα καρδινάλιους, συμπεριλαμβανομένων αποφασισμένων μεταρρυθμιστών όπως οι Γκάσπαρο Κονταρίνι, Τζιαν Πιέτρο Καράφα, Ρέτζιναλντ ντε λα Πολ και Γκρεγκόριο Κορτέζε, καθώς και διακεκριμένων ανθρωπιστών όπως οι Τζάκοπο Σαντολέτο και Πιέτρο Μπέμπο. Οι τέσσερις άμεσοι διάδοχοι τού Παύλου στον παπικό θρόνο βρίσκονται στους καταλόγους εκείνων που αυτός έκανε καρδινάλιους.2 Ο Παύλος Γ’ ήταν προικισμένος με περισσότερο τακτ παρά ειλικρίνεια, γιατί στο πρώτο εκκλησιαστικό συμβούλιο τού οποίου προέδρευσε, ξεκίνησε επαινώντας την ακεραιότητα και αξιοπρέπεια των μελών τού Ιερού Κολλέγιου. Και ύστερα ανακοίνωσε ότι ο Κάρολος Ε’ επεδίωκε τη συλλογή φόρων δεκάτης στα διάφορα βασίλειά του, για να προετοιμάσει στόλο εναντίον των «Τούρκων» πειρατών κατά μήκος τής ακτής τής Μπαρμπαριάς.3
Ισχυρός θιασώτης τής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης και τής καταστολής των αιρέσεων, ο Παύλος Γ’ υποστήριζε την ιδέα μιας γενικής συνόδου. Είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει, κυρίως τούς πολέμους μεταξύ Φραγκίσκου Α’ και Καρόλου Ε’, την ισπανική ηγεμονία στην Ιταλία, τη λουθηρανική εξέγερση εναντίον τής Ρώμης και την τουρκική απειλή στην Ανατολή. Από τις πρώτες εβδομάδες που φόρεσε την τιάρα ο Παύλος έκανε το καλύτερο που μπορούσε για την προώθηση τής χριστιανικής υπόθεσης εναντίον των Τούρκων. Τον Αύγουστο τού 1534, λίγο πριν από την εκλογή τού Παύλου στο παπικό αξίωμα, ο τρομερός Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα είχε καταλάβει την Τυνησία, απ’ όπου οι ακτές τής Ισπανίας, οι Βαλεαρίδες, η Σικελία και η νότια Ιταλία ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση. Ο Κάρολος έπρεπε να αντιμετωπίσει την κατάσταση και σύντομα έδειξε ότι ήταν έτοιμος να το κάνει.4 Ο Μπαρμπαρόσσα αποτελούσε ενόχληση για χρόνια και τώρα είχε γίνει σοβαρή απειλή σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο. Όμως δεν ήταν πια πειρατής αλλά μέρος τής οθωμανικής κυβέρνησης και τον εκτιμούσαν πολύ στην Πύλη. Ο Κάρολος θεωρούσε ότι έπρεπε να τον εκδιώξει από την Τύνιδα. Θα ήθελε επίσης να ανακαταλάβει το Αλγέρι και προσπαθούσε να το κάνει στα τέλη Οκτωβρίου 1541, όταν ο ναυτικός εξοπλισμός του καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από θύελλα, από «τη βροχή, το χαλάζι και τον άνεμο» (la pluye, la gresle, et le vent), που επέτρεψε στους Τούρκους να διατηρήσουν την κατοχή τής πόλης. Το Αλγέρι μάλιστα θα παρέμενε υπό μουσουλμανική κυριαρχία μέχρι τις αρχές Ιουλίου τού 1830, όταν γαλλική αποστολή κατάφερε να καταλάβει το οχυρό από τούς πειρατές.5
Στο μεταξύ η απουσία τού σουλτάνου Σουλεϊμάν στην περσική εκστρατεία από τον Ιούνιο τού 1534 έδινε στον Κάρολο την ευκαιρία να αναλάβει μεγάλης κλίμακας εκστρατεία εναντίον τής Τύνιδας. Για τον Παύλο Γ’ και τον Κάρολο ο Μπαρμπαρόσσα ήταν ο αρχιπειρατής όλων και θα ήταν καλό να αναληφθεί δράση εναντίον του πριν επιστρέψει ο σουλτάνος από την Περσία. Στις 29 Μαρτίου 1535 ο Σουλεϊμάν απάντησε από τη Βαγδάτη σε επιστολή τού δόγη τής Βενετίας, ο οποίος τον είχε ενημερώσει ότι η Δημοκρατία είχε στείλει στόλο για την υπεράσπιση των Ενετών υπηκόων από τις επιθέσεις των σχεδόν πανταχού παρόντων κουρσάρων. Ο Σουλεϊμάν ανακοίνωνε στη Σινιορία τις ανατολικές κατακτήσεις του, συμπεριλαμβανομένης τής πόλης από την οποία έγραφε, ενώ επισήμαινε την πρόθεσή του να επιστρέψει σύντομα στην Ισταμπούλ. Έλεγε ότι ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ο μπεηλερμπέης τού Αλγεριού, είχε πάρει εντολή να προσέλθει στην Ισταμπούλ. (Παρ’ όλα αυτά ο Κάρολος Ε’ θα εύρισκε τον Μπαρμπαρόσσα στην Τυνησία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο τού 1535.) Αρκετά παραδόξως ο Μπαρμπαρόσσα ήταν επιφορτισμένος με τη διατήρηση τής ασφάλειας των θαλασσών και ο Σουλεϊμάν δήλωνε ότι ο ενετικός στόλος έπρεπε να συνεργαστεί για την καταστολή τής πειρατείας με τις ναυτικές δυνάμεις τού Μπαρμπαρόσσα ή με εκείνες τού σαντζακμπέη τού Νεγκροπόντε.6
Για μερικούς μήνες ο Κάρολος σχεδίαζε και οργάνωνε την εκστρατεία του εναντίον τής Τύνιδας. Ο πάπας τον βοήθησε με χρήματα και έξι γαλέρες. Κηρύχθηκε σταυροφορία. Επικεφαλής της θα ήταν ο Κάρολος.7 Η αυτοκρατορική αρμάδα, που συγκεντρώθηκε στο Κάλιαρι τής Σαρδηνίας, ήταν από τις μεγαλύτερες εκείνης τής γενιάς: 74 γαλέρες, 30 γαλιότες, μπριγαντίνια και φούστες, καθώς και περίπου 300 πλοία μεταφοράς και άλλα σκάφη, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν πορτογαλικές γαλεάσες και καραβέλες, όπως ο ίδιος ο Κάρολος ανέφερε τούς αριθμούς σε επιστολές τής 12ης και 13ης Ιουνίου 1535).8 Εκτός από τις έξι γαλέρες τού πάπα οι Ιωαννίτες είχαν στείλει τέσσερις. Σύμφωνα με τις επιστολές τού ίδιου τού Καρόλου, με τις οποίες συμφωνεί η περιγραφή των ταξιδιών τού αυτοκράτορα από τον Ζαν ντε Βαντενές, η αρμάδα απέπλευσε από τη Βαρκελώνη στις 30 Μαΐου (1535), έφτασε στο Κάλιαρι στις 12 Ιουνίου και στις 16 τού μηνός απέπλευσε (όπως το θέτει ο Βαντενές) «για το λιμάνι τής Καρχηδόνας στην Αφρική» (au port de Carthago en Africque). Οι ούριοι άνεμοι φαίνονταν να παρέχουν ευοίωνο ξεκίνημα στην επιχείρηση. Το πεζικό τού Καρόλου αποτελούσαν κυρίως Ισπανοί, Γερμανοί και Ιταλοί.9 Ύστερα από πολιορκία ενός μηνός οι δυνάμεις τού αυτοκράτορα κατέλαβαν το φρούριο-ναύσταθμο τής Λα Γκολέττα στις 14 Ιουλίου 1535, νίκησαν τον στρατό τού Μπαρμπαρόσσα στο πεδίο και συνέχισαν προς Τύνιδα, την οποία σύντομα κατέλαβαν και υπέβαλαν σε ανελέητη άλωση (στις 21 Ιουλίου). Ο Μπαρμπαρόσσα είχε διαφύγει στα βουνά και από εκεί στη Μπόνα (στην ακτή, αρκετά δυτικά τής Τύνιδας), όπου προφανώς διατηρούσε εννέα γαλέρες, με τις οποίες διέφυγε αυτός και η ακολουθία του. Αν και ο Κάρολος έστειλε αμέσως εικοσιπέντε γαλέρες να καταδιώξουν τον Μπαρμπαρόσσα, ο γέρος πειρατής έφυγε με ασφάλεια στη μικρή πόλη τής Μαόν στο νησιωτικό «βασίλειο» τού Καρόλου, τη Μινόρκα, όπου (λέει ο Βαντενές) κατέληξε σε συμφωνία με τον δήμαρχο τής πόλης, ο οποίος «προδίδοντας τον Θεό και τον βασιλιά του» (camme traihistre à Dieu et à son roy), άνοιξε τις πύλες γι’ αυτόν τη νύχτα. Ο Μπαρμπαρόσσα λεηλάτησε υποχρεωτικά τη Μαόν, συνέλαβε όμηρο ολόκληρο τον χριστιανικό πληθυσμό και κατευθύνθηκε στο δικό του «βασίλειο» τού Αλγεριού.10 Στις αρχές Αυγούστου η νίκη στην Τύνιδα έγινε γνωστή στη Ρώμη και τιμήθηκε με προσευχές ευχαριστιών και πυροτεχνήματα. Στα μέσα τού μήνα ο αυτοκράτορας και οι δυνάμεις του σαλπάριζαν για το Τράπανι στη Σικελία,11 απ’ όπου τώρα ο Κάρολος έκανε την πρώτη του επίσκεψη στο βασίλειο τής Νάπολης, η οποία αποτελούσε μέρος τής μεγάλης κληρονομιάς που είχε πάρει με τον θάνατο τού παππού του, τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια.
Η απόσπαση τής Τύνιδας από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα υπήρξε ένα από τα μεγάλα γεγονότα τής σταδιοδρομίας τού Καρόλου. Στη Λα Γκολέττα κατασχέθηκε το μεγαλύτερο μέρος τού στόλου τού Μπαρμπαρόσσα, ογδονταδύο πλοία, καθώς και φορτίο. Πρέπει να επεκταθούμε πολύ για να περιγράψουμε την εντύπωση που έκανε ο Μπαρμπαρόσσα στη γενιά του. Πρέσβεις στη Ρώμη και άλλα κέντρα στην Ευρώπη ανέφεραν με τεράστιο ενδιαφέρον στις κυβερνήσεις τής πατρίδας τους τα κατορθώματά του, καθώς και τις προσπάθειες που γίνονταν εναντίον του. Οι Δυτικοί ήσαν πολύ περίεργοι γι’ αυτόν. Ο καλός Ραμπελαί, που βρισκόταν στη Ρώμη κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1535-1536, έστειλε στον αλληλογράφο του Ζεφρέ ντ’ Εστισσάκ, επίσκοπο Μαιγεζαί, πορτραίτο τού Μπαρμπαρόσσα και σκίτσο τής Τύνιδας και των γειτονικών πόλεων στην ακτή.12 Ο Μπαρμπαρόσσα ήταν θρυλική φυσιογνωμία από την εποχή του ακόμη.
Ύστερα από μερικούς μήνες στη νότια Ιταλία ο Κάρολος Ε’ πραγματοποίησε τη γνωστή επίσκεψή τού στη Ρώμη, όπου ο κάπως φοβισμένος πάπας είχε κάνει τις πιο περίτεχνες προετοιμασίες για να τον υποδεχτεί. Ο Κάρολος έφτασε στη βασιλική τού Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών (Σαν Πάολο φουόρι λε Μούρα) στις 4 Απριλίου 1536, ενώ στις έντεκα το επόμενο πρωί ετοιμαζόταν να μπει στην πόλη από την πύλη τού Σαν Σεμπαστιάνο, σταματώντας πρώτα στην εκκλησία τού Ντόμινε Κβο Βάντις στην Αππία οδό, όπου το Κολλέγιο των καρδιναλίων είχε συγκεντρωθεί για να τον χαιρετήσει. Υπήρχαν πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Γ’, που έλπιζαν ότι η θεαματική επιτυχία τής εκστρατείας τής Τυνησίας δεν ήταν παρά το προοίμιο για μεγάλη επίθεση κατά τού Ισλάμ, που θα κορυφωνόταν με παρόμοια νίκη στις ακτές τού Βοσπόρου. Δεν θα γινόταν αυτό. Οι μακροχρόνιες διασκέψεις μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού πάπα θα απέβαιναν άκαρπες. Ο τελευταίος, επιδέξια αλλά πεισματικά, διατηρούσε την ουδετερότητά του μεταξύ τής Γαλλίας και τής αυτοκρατορίας. Ο Φραγκίσκος φοβόταν τις πιθανότητες νικηφόρου ρόλου τού Καρόλου ως υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων, ενώ η Ενετική Σινιορία ανησυχούσε μήπως το αποτέλεσμα επιμέρους νικών ήταν πιο έντονες τουρκικές επιθέσεις επί των κτήσεων τού Αγίου Μάρκου στην Ανατολική Μεσόγειο. Περισσότερα από 5.000 άτομα παρέλασαν στη θριαμβευτική πομπή τής 5ης Απριλίου. Δύσκολα μπορεί να ειπωθεί πόσοι από αυτούς έβλεπαν πέρα από τη φαντασμαγορία τα μεγάλα προβλήματα τής εποχής. Στην πομπή ίππευε και ο Ενετός απεσταλμένος. Ίσως εκείνος σκεφτόταν τα προβλήματα.13
Η επιβίωση κάθε αρχαίου κτιρίου προϋποθέτει μεσαιωνικό παρελθόν. Πριν από τον ερχομό τού Καρόλου στην πόλη το 1536, υπήρχε πολύ μεγαλύτερο μέρος τής αρχαίας Ρώμης για να ικανοποιήσει την περιέργεια τού αρχαιολόγου, από εκείνο που θα υπήρχε μετά. Ο Παύλος Γ’ έχτιζε τον ναό τού Αγίου Πέτρου, ενώ το Παλάτσο Φαρνέζε βρισκόταν υπό κατασκευή. Αρχαία μνημεία μετατρέπονταν σε λατομεία, από τα οποία αναζητούνταν δομικά υλικά και διακοσμητικά στοιχεία. Ο Κάρολος προχώρησε θριαμβευτικά από την πύλη τού Σαν Σεμπαστιάνο στον νότο προς τη γέφυρα τού Σαντ’ Άντζελο στο βορειοδυτικό άκρο τής παλιάς πόλης. Όλα τα κτίρια που θα παρεμπόδιζαν τη διαδρομή του είχαν κατεδαφιστεί. Ο Ραμπελαί αναφέρει ότι δύο μήνες πριν από την άφιξη τού αυτοκράτορα στη Ρώμη, «περισσότερα από διακόσια σπίτια και τρεις ή τέσσερις εκκλησίες κατεδαφίστηκαν, για να ανοίξουν δρόμο για τον αυτοκράτορα».14 Μπαίνοντας στην πόλη η πανέμορφη πομπή είχε βαδίσει δίπλα από τα λουτρά τού Καρακάλλα και την εκκλησία τού Αγίου Γρηγορίου τού Μεγάλου, κάτω από το πανύψηλο Σεπτιζόνιουμ στη νότια πλαγιά τού Παλατινού λόφου, μέσα από την αψίδα τού Κωνσταντίνου, όπου ο αυτοκράτορας σταμάτησε για να δει το Κολοσσαίο και στη συνέχεια μέσα από την αψίδα τού Τίτου και μετά μέσα από εκείνη τού Σεπτίμιου Σεβήρου, κινούμενος κατά μήκος τής αρχαίας Ιεράς Οδού (Σάκρα βία), η οποία είχε καθαριστεί από τα κτίρια και είχε μετατραπεί σε δίοδο για πρώτη φορά ύστερα από τέσσερις ή πέντε αιώνες. Στη συνέχεια η μακρά σειρά των παρελαυνόντων, στρατιωτών και ιπποτών, Ρωμαίων βαρώνων και Ισπανών μεγιστάνων, καρδιναλίων, νεαρών ευγενών και αξιωματούχων τής πόλης, κινήθηκε προς τα βορειοδυτικά κατά μήκος τού Κάμπο ντέι Φιόρι προς τη γέφυρα τού Σαντ’ Άντζελο και το Βατικανό, όπου ο Παύλος Γ’ συνάντησε τον αυτοκράτορα κοντά στην είσοδο τού Αγίου Πέτρου. Μια νέα Ρώμη είχε προκύψει, για να παράσχει το κατάλληλο σκηνικό για τον τυνησιακό θρίαμβο τού Καρόλου. Ο Λάτινο Τζιοβενάλε Μανέττι υπήρξε ο επιστάτης των έργων. Σε δεκαπέντε βδομάδες η ιστορική ακαταστασία αιώνων είχε σαρωθεί. Υπήρχαν πιθανώς πολλοί οι οποίοι, όπως ο Ραμπελαί, θεωρούσαν κακοτυχία τις αλλαγές. Αν αυτό συνέβαινε, τότε σύντομα θα είχαν άλλες κακοτυχίες να συλλογιστούν, μεταξύ των οποίων και την ανανέωση τού πολέμου ανάμεσα στον Φραγκίσκο Α’ και τον Κάρολο Ε’ και έπειτα έναν ακόμη πόλεμο μεταξύ Βενετίας και Πύλης.
Ο αυτοκράτορας Κάρολος παρέμεινε στη Ρώμη για δύο βδομάδες, όπου η επίσκεψή του και η ηρεμία του αμαυρώθηκαν από την εισβολή τού Φραγκίσκου Α’ στο αυτοκρατορικό φέουδο τής Σαβοΐας τον Μάρτιο (1536) και από τη γαλλική κατοχή τής πόλης τού Τορίνο. Στις 17 Απριλίου, την πρώτη Δευτέρα μετά το Πάσχα, ο Κάρολος εμφανίστηκε απροσδόκητα στην Αίθουσα Αμφίων (Κάμερα ντέι Παραμέντι) στο Ανάκτορο τού Βατικανού, η οποία βρίσκεται μεταξύ τής Δουκικής Αίθουσας (Σάλα Ντουκάλε, η παλιά Τρίτη Αίθουσα, Άουλα τέρτια) και τού Βεστιάριου (Σπολιατόιο ή Αίθουσα των Παπαγάλων, Κάμερα Παπαγκάλλι). Εδώ έκανε ασυνήθιστη επίθεση εναντίον τού Φραγκίσκου, μιλώντας για μιάμιση ώρα ή περισσότερο ενώπιον τού πάπα, μελών τού Ιερού Κολλέγιου, καθώς και διαφόρων ξένων απεσταλμένων, διαπιστευμένων στην Αγία Έδρα. Αφού επανέλαβε την εικοσαετή ιστορία τής δικής του βασιλείας, ο Κάρολος κατηγόρησε τον Φραγκίσκο για επανειλημμένες παραβιάσεις των συνθηκών τής Μαδρίτης και τού Καμπραί, για προσπάθειες να καταλάβει ή να σφετεριστεί την αρχή στο δουκάτο τού Μιλάνου, για ύπουλες μηχανορραφίες με τούς Λουθηρανούς στη Γερμανία, για αδικαιολόγητη κατασυκοφάντηση τού ίδιου και τού αδελφού του Φερδινάνδου, καθώς και για εγκληματική αποτυχία να πάρει τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Ο Κάρολος θα έκανε θυσίες για την ειρήνη, για το καλό τού χριστιανισμού, αλλά αν ο Φραγκίσκος είχε αποφασίσει πόλεμο, τότε οι δυο τους έπρεπε να βρεθούν αντιμέτωποι σε αγώνα, όπου ο Κάρολος θα υποσχόταν το Μιλάνο στον νικητή και ο Φραγκίσκος τη Βουργουνδία. Ο Φραγκίσκος είχε προθεσμία είκοσι ημερών για να αποδεχτεί ή να απορρίψει την πρόκληση.15 Ήταν μεγαλόστομη χειρονομία, αλλά εξέφραζε την απόλυτη οργή τού αυτοκράτορα. Ο πάπας επαίνεσε την αυτοκρατορική επιθυμία για διατήρηση τής ειρήνης, αλλά επέμεινε στην αναγκαιότητα παπικής ουδετερότητας όταν ο Κάρολος τον κάλεσε να δηλώσει ποιος από τούς δύο μονάρχες είχε το δίκιο με το μέρος του και δίκαιο λόγο για διαμαρτυρία. Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη, ο Σαρλ ντε Εμάρ ντε Ντενονβίλ, επίσκοπος τής Μακόν, που θα έπαιρνε καπέλο καρδιναλίου στις προαγωγές τού Δεκεμβρίου 1536, δεν είχε καταλάβει την ομιλία τού αυτοκράτορα, η οποία είχε γίνει στα ισπανικά. Ο Γάλλος απεσταλμένος στην αυτοκρατορική αυλή, ο Κλωντ Ντοντιέ ντε Βελύ, που είχε συνοδεύσει τον Κάρολο στη Ρώμη, είχε όμως καταλάβει την ομιλία τέλεια και είχε ακούσει το όνομά του να αναφέρεται σε αυτήν. Ζήτησε άδεια να απαντήσει, την οποία ο Κάρολος αρνήθηκε να χορηγήσει, απευθυνόμενος στους απεσταλμένους στα ιταλικά. Η επίλυση των διαφορών μεταξύ αυτού και τού βασιλιά τής Γαλλίας, επαναλάμβανε, μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με πόλεμο, μέσα από τη δοκιμασία τής μάχης, εκτός αν μπορούσε να συναφθεί σωστή ειρήνη εντός των είκοσι ημερών που είχε μόλις προσδιορίσει. Ο πάπας είχε πια φορέσει τα άμφιά του για να πάει στον Άγιο Πέτρο και καθώς η συγκέντρωση έβγαινε στη σειρά από την αίθουσα, οι Γάλλοι απεσταλμένοι ζήτησαν αντίγραφο τής ομιλίας τού Καρόλου. Συμφώνησε να τούς εφοδιάσει με κείμενο.16
Την επόμενη μέρα, καθώς ο Κάρολος αποχαιρετούσε επίσημα τον Παύλο Γ’ και το Κολλέγιο των Καρδιναλίων, οι Γάλλοι πρεσβευτές βρήκαν την ευκαιρία να τον ρωτήσουν περαιτέρω για την πρόθεση τής ασυνήθιστης προσφώνησής του, η οποία φαινόταν σαν δημόσια πρόσκληση σε μονομαχία. Ο Κάρολος τώρα μιλούσε σε πιο συμφιλιωτικούς τόνους (στα ιταλικά), αποδοκιμάζοντας τη σκέψη ότι τα λόγια του τής προηγούμενης ημέρας είχαν πρόθεση την προσωπική προσβολή τού Φραγκίσκου. Δεν είχε καμία πρόθεση να δυσφημήσει τον Γάλλο βασιλιά. Ήθελε ειρήνη, αλλά θα υπερασπιζόταν τον εαυτό του, αν τού επιβαλλόταν πόλεμος. Μάλιστα ο Γάλλος βασιλιάς θα αισθανόταν την αντεπίθεσή του, αν χρειαζόταν, ακόμη και νωρίτερα από τον Τούρκο. Η προταθείσα μονομαχία είχε την έννοια τής εναλλακτικής λύσης στον πόλεμο, ο οποίος προφανώς έπρεπε να αποφευχθεί, όταν η χριστιανική κοινοπολιτεία είχε να αντιμετωπίσει τόσο μεγάλους κινδύνους από τούς Λουθηρανούς και τούς Τούρκους. Αλλά ο Κάρολος απαιτούσε ακόμη την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από την αυτοκρατορική επικράτεια εντός είκοσι ημερών. Όταν ρωτήθηκε για το Μιλάνο, ανέφερε (όπως οι πρεσβευτές γνώριζαν καλά) ότι δεν θα παρέδιδε το δουκάτο στον δούκα τής Ορλεάνης, αλλά ήταν διατεθειμένος να το δώσει κάτω από επαρκείς εγγυήσεις στον τρίτο γιο τού Φραγκίσκου, τον δούκα τής Ανγκουλέμ.17 Όταν η συζήτηση ερχόταν στο Μιλάνο, επρόκειτο για παιχνίδι, στο οποίο όλοι οι παίκτες γνώριζαν τον ρόλο τους. Κατά τα λοιπά, παρά τις γενναιόδωρες υποσχέσεις που έδωσε στον γιο τού πάπα, τον Πιέρ Λουίτζι, καθώς και στους δύο γιους τού τελευταίου, τον Οττάβιο και τον καρδινάλιο Αλεσσάντρο, ο Κάρολος δεν μπόρεσε με κανένα τρόπο να αλλάξει προς όφελός του την παπική πολιτική αυστηρής ουδετερότητας στον πόλεμο, που τώρα φαινόταν αναπόφευκτος. Πίσω από όλες αυτές τις διαπραγματεύσεις ξεπρόβαλλε η μεγάλη σκιά τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, εναντίον τού οποίου φυσικά ο πάπας πρόθυμα υποσχέθηκε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.18
Η τυνησιακή εκστρατεία τού αυτοκράτορα Καρόλου τον είχε αποκαλύψει ως υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων. Η γαλλο-παπική σύνδεση αποδυναμωνόταν. Οι Λουθηρανοί ηγεμόνες τής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν φοβούνταν περισσότερο οποιαδήποτε προσέγγιση με τον Φραγκίσκο, ο οποίος βρέθηκε αρκετά απομονωμένος εν μέσω των γενικών πανηγυρισμών στην Ευρώπη. Η κατάληψη τής Τύνιδας αποτελούσε νίκη τής χριστιανοσύνης, καθώς και των Αψβούργων. Ο αυτοκράτορας υποστήριζε ότι περίπου 20.000 χριστιανοί αιχμάλωτοι είχαν απελευθερωθεί από την τραγική δυστυχία τής αφρικανικής τους φυλάκισης.19 Αλλά ο Κάρολος δεν ήταν σταυροφόρος. Η εκστρατεία τής Τυνησίας είχε σχεδιαστεί για τα δικά του συμφέροντα. Αν μερικές φορές φαινόταν να ενδιαφέρεται για τούς χριστιανούς σχεδόν παντού, ο λόγος ήταν ότι οι Αψβούργοι είχαν εδάφη σχεδόν παντού.
Μια κοινή εχθρότητα προς τον Κάρολο συνέχιζε να κρατά κοντά τον Φραγκίσκο και τον Σουλεϊμάν, και παρόλο που ο σουλτάνος εκνευριζόταν από τη γαλλική ουδετερότητα κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τού Καρόλου στην Τυνησία, ο Γάλλος απεσταλμένος Λα Φορέ ήταν προφανώς σε θέση τον Φεβρουάριο τού 1536 να διαπραγματευτεί την πρώτη πραγματική συνθήκη τής χώρας του με την Υψηλή Πύλη, εξασφαλίζοντας
καλή και ασφαλή ειρήνη και ειλικρινή ομόνοια στα ονόματα τού εν λόγω Μεγάλου Άρχοντα [Grand Seigneur] και τού βασιλιά τής Γαλλίας, κατά τη διάρκεια τής ζωής καθενός από αυτούς και για τα βασίλεια, ηγεμονίες, επαρχίες, κάστρα, πόλεις, λιμάνια…, και όλους τούς τόπους που έχουν τώρα στην κατοχή τους και διαθέτουν, καθώς και εκείνους που θα διαθέτουν στο μέλλον.
Πρέπει οπωσδήποτε να ειπωθεί κάτι για τη γνησιότητα αυτής τής «συνθήκης», γιατί έγινε προσπάθεια πριν από μερικά χρόνια να αποδειχθεί ότι το κείμενο που είχε παρουσιάσει ο Λα Φορέ στην Πύλη, ως αναμενόμενη βάση συμφωνίας μεταξύ Φραγκίσκου και Σουλεϊμάν, αποτελούσε απλώς «σχέδιο συνθήκης» (projet de traite), αλλά ότι ποτέ δεν «υπογράφηκε» πραγματικά και δεν τέθηκε σε ισχύ. Όμως η σχετική απάντηση είναι ότι οι γαλλο-τουρκικές σχέσεις μετά το 1536 αποκαλύπτουν τέτοια στενή προσέγγιση, ώστε να παρέχεται κάθε απόδειξη για την ύπαρξη ακριβώς τού εν λόγω συμφώνου.20
Είτε «υπογράφηκε» επισήμως είτε όχι, η λεγόμενη συνθήκη τού Φεβρουαρίου 1536 φαίνεται πράγματι ότι είχε κάποια επιρροή και εγκυρότητα. Όντας κατά κύριο λόγο εμπορικό σύμφωνο, προέβλεπε ότι οι Γάλλοι έμποροι έπρεπε να πληρώνουν σε τουρκικά λιμάνια και άλλα μέρη μόνο τα ίδια τέλη και δασμούς που πλήρωναν οι υπήκοοι τής Πύλης. Οι Τούρκοι θα είχαν αντίστοιχα δικαιώματα στη Γαλλία. Οι Γάλλοι θα υπάγονταν στην άμεση δικαιοδοσία τού εγκατεστημένου απεσταλμένου (βαΐλου) τού βασιλιά τους στην Ισταμπούλ ή το Πέρα ή σε εκείνη τού προξένου του στην Αλεξάνδρεια, τόσο σε αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις, χωρίς την παρέμβαση κανενός μουσουλμάνου δικαστή ή άλλου αξιωματούχου στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Θα απολάμβαναν τής ελεύθερης άσκησης τής θρησκείας τους. Τα πλοία, οι εξοπλισμοί και οι ναυτικοί τους δεν έπρεπε να εξαναγκάζονται να υπηρετούν την Πύλη παρά τη θέλησή τους. Όλοι οι έμποροι και υπήκοοι τού βασιλιά θα είχαν πλήρως το δικαίωμα να διαθέτουν την περιουσία τους με διαθήκη σε οποιοδήποτε σημείο τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ σε περίπτωση που πέθαιναν χωρίς να έχουν κάνει διαθήκη, η περιουσία τους θα φυλασσόταν για τούς κληρονόμους τους ή θα δεσμευόταν με ευθύνη τού Γάλλου απεσταλμένου ή προξένου. Ο Γάλλος απεσταλμένος μπορούσε να εξασφαλίζει την απελευθέρωση χριστιανών αιχμαλώτων τής Πύλης, ενώ εφεξής Γάλλοι και Τούρκοι δεν θα συλλάμβαναν ο ένας τον άλλο ομήρους στη στεριά ή στη θάλασσα, ούτε θα αγόραζαν, πωλούσαν ή έριχναν με άλλο τρόπο στη σκλαβιά τούς υπηκόους οποιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη.21 Το σύμφωνο ήταν μια από τις τελευταίες πράξεις τού Ιμπραήμ πασά, γιατί στις Ίδες Μαρτίου (1536) θανατώθηκε με εντολή τού Σουλεϊμάν.22
Η γαλλο-τουρκική συνθήκη ή συνεννόηση (entente) τού 1536, που αργότερα ενισχύθηκε από τις «Διομολογήσεις» (Capitulations) τού Σελήμ Β’ τον Οκτώβριο τού 1569, ήταν οξυδερκές έγγραφο, απολύτως γενναιόδωρο για τις χιλιάδες των δυτικών χριστιανών που συναλλάσσονταν με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μάλιστα όλοι οι Ευρωπαίοι που επιθυμούσαν να δραστηριοποιηθούν στις αγορές τής Ανατολικής Μεσογείου (εκτός από τούς Ενετούς) ήσαν τελικά υποχρεωμένοι να αποδεχτούν την προστασία τού γαλλικού στέμματος. Η Βενετία έπαυε να κυριαρχεί στις αγορές αυτές, όπου η εμπορική συνεννόηση τού 1536 (και οι «διομολογήσεις» τού 1569) αποτελούσαν σχεδόν τόσο σοβαρό πλήγμα στην οικονομική ζωή τής Δημοκρατίας, όσο η μετατόπιση των μεγάλων εμπορικών διαδρομών από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό. Ο Γάλλος βασιλιάς έγινε προστάτης των Καθολικών στην Οθωμανική αυτοκρατορία καθώς και όλων των Καθολικών προσκυνητών που επισκέπτονταν τούς Αγίους Τόπους.23 Μάλιστα μέχρι σήμερα οι Λατίνοι Καθολικοί στα νησιά τής Νάξου, Σαντορίνης και αλλού θυμούνται με ευγνωμοσύνη τη γαλλική επιρροή στην Υψηλή Πύλη, η οποία κατά τη γνώμη τους προστάτευσε τούς προγόνους τους από τις καταχρήσεις των Τούρκων.
Η ενετική πολιτική κατά τα κρίσιμα χρόνια 1534-1540 υπήρξε επιφυλακτική, ακόμη και βασανιστική. Η θέση τής Δημοκρατίας γινόταν πολύ πιο περίπλοκη από την αδιάκοπη εχθρότητα τής Γαλλίας και τής αυτοκρατορίας, που βρέθηκαν στα πρόθυρα τού πολέμου και στη συνέχεια σε πόλεμο. Ο Φραγκίσκος Α’ διατηρούσε τη συνεννόησή του με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ενώ ο Κάρολος Ε’ απαιτούσε τον αφορισμό του από τον πάπα, επί τού οποίου ασκούνταν συνεχώς πίεση να προσχωρήσει σε συμμαχία με την αυτοκρατορία. Όμως ο Παύλος Γ’ ήταν πολύ σοφός για να αναλάβει οποιαδήποτε τέτοια δέσμευση. Η Αγγλία και μεγάλο μέρος τής Γερμανίας φαίνονταν ήδη ότι λίγο-πολύ είχαν χαθεί για την Εκκλησία. Το τίμημα τής συμμαχίας με την αυτοκρατορία θα ήταν ενδεχομένως η πλήρης αποξένωση τής Γαλλίας. Παρά την επιμονή τού Καρόλου, ο γέρος ποντίφηκας ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν αυτός ο τρόπος για να υπερασπιστεί τη χριστιανοσύνη απέναντι στον Τούρκο. Προφανώς θα οδηγούσε τον Φραγκίσκο ακάθεκτο στην τουρκική αγκαλιά, αλλά, όπως ήταν η κατάσταση, ο Φραγκίσκος ήταν ασταθής σύμμαχος, ακόμη και για τον Τούρκο. Η Βενετία ήταν καχύποπτη για τον Κάρολο, ο οποίος με τη σειρά του αγανακτούσε ολόκαρδα με την άρνηση τού Παύλου Γ’ να βρεθεί στο πλευρό του κατά τής Γαλλίας. Η γαλλική και η αυτοκρατορική παράταξη στην παπική κούρτη τραβούσαν τα πράγματα πέρα-δώθε. Υπήρχε όμως μια τάση στη Βενετία και τον παπισμό, να συσπειρωθούν εναντίον των κοινών τους φόβων και εναντίον τού όχι κοινού τους εχθρού, τού Τούρκου. Στις 16 Νοεμβρίου 1536 η Ενετική Γερουσία ψήφισε να αυξήσει τη ναυτική της δύναμη από εικοσιεπτά γαλέρες σε πενήντα, δεδομένου ότι ο Σουλεϊμάν εξόπλιζε «ισχυρότατο στόλο» (potentissima armata), ενώ οι Κάρολος και Φραγκίσκος ετοιμάζονταν και οι δύο να εξοπλίσουν τον δικό τους «μεγάλο αριθμό γαλερών» (bon numero de galee). Η Γερουσία πρότεινε να διατηρεί δέκα γαλέρες στον Χάνδακα, από δύο στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, μια στην Κεφαλονιά και από οκτώ στη Βενετία και στα δαλματικά ύδατα.24
Ο Ενετός ιστορικός τού 16ου αιώνα Πάολο Παρούτα, ο οποίος δεν είναι αδικαιολόγητα ευνοϊκός για τον Παύλο Γ’, παρέχει μαρτυρία των προσπαθειών τού τελευταίου να διατηρήσει την ειρήνη στη Δύση, έτσι ώστε να οργανώσει την άμυνα εναντίον των Τούρκων:
Ο πάπας και η Ενετική Γερουσία προχωρούσαν … ευθέως και ειλικρινά, ενδιαφερόμενοι όχι για το προσωπικό συμφέρον και την τρέχουσα ωφελιμότητα, αλλά για την κοινή εξυπηρέτηση τής χριστιανοσύνης και για τούς κινδύνους που απειλούσαν το μέλλον και οι οποίοι, αφού δεν βρισκόταν θεραπεία, αυξάνονταν καθημερινά. Πρώτη σκέψη τού Παύλου Γ’, αμέσως μόλις ανέβηκε στον παπικό θρόνο, ήταν να φροντίσει για την ενότητα των χριστιανών ηγεμόνων κατά των απίστων, έτσι ώστε, ενώ πάντοτε έδειχνε ουδέτερος στις διαφορές και διαφωνίες που συνεχίζονταν μεταξύ τού αυτοκράτορα Καρόλου Ε’ και τού βασιλιά Φραγκίσκου τής Γαλλίας, ο Παύλος εργαζόταν πολύ σκληρά για να θεσπίσει ειρήνη μεταξύ τους. Αλλά έχοντας τώρα μεγαλύτερη ελπίδα ότι θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, χρησιμοποιώντας εναντίον των Τούρκων τα όπλα τής Ενετικής Δημοκρατίας, εκτιμούσε τις ναυτικές της δυνάμεις, οι οποίες θα ήσαν υψίστης σημασίας σε κάθε τέτοια επιχείρηση. Αν και για πολλούς σοβαρούς δικούς της λόγους δεν μπορούσε κανείς να ελπίζει να τραβήξει τη Δημοκρατία στον πόλεμο χωρίς κάποια επείγουσα ανάγκη, ο Παύλος προσπαθούσε με όλη τη δύναμή του να ενισχύσει την ενότητα των ηγεμόνων και να θεσπίσει μεταξύ τους ένωση εναντίον των Τούρκων.25
Όμως μερικές φορές το ειρηνικό ρεύμα που έρρεε μεταξύ Ρώμης και Βενετίας μετατρεπόταν σε έχθρα ή καχυποψία, όπως όταν τον Νοέμβριο τού 1536 ο Παύλος Γ’ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, δούκα τού Ουρμπίνο και γενικό διοικητή των δυνάμεων τής Δημοκρατίας. Ο Παύλος έλεγε ότι επιθυμούσε να ανακτήσει το δουκάτο τού Καμερίνο από τον Γκουϊντομπάλντο, γιο τού Φραντσέσκο Μαρία, που είχε παντρευτεί τη Τζούλια Βαράνο (κόρη τού εκλιπόντος δούκα Τζιοβάννι Μαρία Βαράνο τού Καμερίνο), προκειμένου να παραχωρήσει το επίδικο δουκάτο σε ανταγωνιστή διεκδικητή, τον Έρκολε Βαράνο. Αν και η ένωση τού Καμερίνο με το Ουρμπίνο θεωρούνταν ότι συνιστούσε απειλή για την Αγία Έδρα, πρωταρχικός σκοπός τού Παύλου ήταν να αποκτήσει το δουκάτο για τη δική του οικογένεια, ενώ μάλιστα τέσσερα χρόνια αργότερα (όταν οι Βαράνο είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη διεκδίκησή τους) ο εγγονός τού πάπα Οττάβιο Φαρνέζε πήρε το Καμερίνο ως κληρονομικό φέουδο τού παπισμού.26 Το πρόβλημα τού Καμερίνο θα προέκυπτε περισσότερες από μία φορές κατά τούς μήνες και τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Κάθε φορά που φαινόταν ότι ο Παύλος ήταν έτοιμος να πάρει τα όπλα εναντίον των ντέλλα Ρόβερε, οι Ενετοί έκρουαν πάντοτε τον κώδωνα τού κινδύνου, γιατί όχι μόνο ο Φραντσέσκο Μαρία ήταν γενικός διοικητής των δυνάμεών τους (πέθανε τον Οκτώβριο τού 1538), αλλά επειδή ο πόλεμος τής Δημοκρατίας με τούς Τούρκους κράτησε (έως τον Οκτώβριο τού 1540) μέχρι ένα μήνα πριν από την οριστική διευθέτηση τής διαμάχης για το Καμερίνο.
Στην παρούσα περίσταση, στις 25 Νοεμβρίου 1536, η Ενετική Γερουσία έγραφε σε κάποια έκταση στον πρέσβη τής Δημοκρατίας στη Ρώμη, κατευθύνοντάς τον να ζητήσει από τον πάπα τη συνέχιση τής σωτήριας πολιτικής του, που προσπαθούσε πάντοτε να διατηρεί «τη γενική ειρήνη και ησυχία και ιδιαίτερα στην Ιταλία» (la pace et quiete universal, et particular de Italia). Τα νέα για τις τουρκικές ναυτικές προετοιμασίες, τόσο στην Ισταμπούλ όσο και σε άλλα μέρη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, περιλαμβανομένης τής Αυλώνας, ήσαν πολύ ανησυχητικά. Την ίδια μέρα, στις 25 τού μηνός, έφτασαν επιστολές από την τουρκική πρωτεύουσα. Η Γερουσία έστελνε αντίγραφα στον πρέσβη, ο οποίος μπορούσε να δει ο ίδιος πώς πήγαιναν τα πράγματα. Ο Τούρκος ήταν πιο πιθανό να επιτεθεί στην Ιταλία παρά σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Ας άφηνε λοιπόν η Αγιότητά του τη σχεδιαζόμενη επίθεση εναντίον τού δούκα τού Ουρμπίνο, ας εξέταζε τη φρίκη τού πολέμου και τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν τότε η Ιταλία και σαν πραγματικός ποιμένας ας αφιέρωνε κάθε προσπάθειά του στη διατήρηση όποιας ειρήνης υπήρχε στην Ιταλία καθώς και σε άλλα μέρη τής χριστιανοσύνης.27
Στη διπλωματική ιστορία αυτής τής περιόδου λίγες προσωπικότητες υπάρχουν πιο προκλητικές ή αμφιλεγόμενες από τον παπικό νούντσιο Πιέτρο Πάολο Βεργκέριο, ο οποίος θα τελείωνε τη ζωή του ως φανατικός Προτεστάντης. Όταν στις 27 Οκτωβρίου 1534 ο Βεργκέριο έγραφε στον πάπα Παύλο Γ’ από τη Βιέννη για να τον συγχαρεί για την άνοδό του στον παπικό θρόνο, σημείωνε ότι είχε υπηρετήσει την Αγία Έδρα ως νούντσιος στην Αυστρία και τη Γερμανία για είκοσι μήνες.28 Σε άλλη επιστολή δύο βδομάδες αργότερα, ο Βεργκέριο πρότεινε να τού επιτραπεί να έρθει στη Ρώμη και να αναφέρει απευθείας στον νέο πάπα, ο οποίος προφανώς δεν τον γνώριζε προσωπικά. Ο Βεργκέριο δήλωνε ότι μπορούσε να κάνει το ταξίδι σε δέκα μέρες, παρά τον επερχόμενο χειμωνιάτικο καιρό, ενώ θα μπορούσε έτσι να επιστρέψει στην αυλή τού Φερδινάνδου στο ίδιο σύντομο χρονικό διάστημα.29 Το κύριο πρόβλημα που έπρεπε να συζητηθεί ήσαν τα αέναα γερμανικά αιτήματα για σύνοδο, η οποία έπρεπε να πραγματοποιήσει τη μεταρρύθμιση στην Εκκλησία και να αναζητήσει τρόπους θεραπείας τού λουθηρανικού ρήγματος στις τάξεις τής γερμανικής χριστιανοσύνης.30
Ο Βεργκέριο μάλιστα ανακαλούνταν τώρα στη Ρώμη, απ’ όπου στις 27 Ιανουαρίου 1535 έγραφε στον βασιλιά Φερδινάνδο μακροσκελή και πολύ κατατοπιστική επιστολή. Είχε μακρά συνομιλία με τον πάπα και μερικούς από τούς κυριότερους καρδινάλιους, καθώς και με διάφορους αξιωματούχους τής κούρτης. Η Αγιότητά του έδειχνε λιγότερο γέρος και ήταν σίγουρα πιο ρωμαλέος απ’ ό,τι είχε αναφερθεί στη Γερμανία. Σύμφωνα με τον Βεργκέριο, ο Παύλος ήταν τότε στο εξηκοστό έβδομο έτος του, «αλλά έχει φωτεινό χρώμα και ζωντανά μάτια». Ζούσε με μεγάλη ρέγουλα, απέφευγε την υπερκόπωση και επιδίωκε τη χαλάρωση έξω από την πόλη για αρκετές ημέρες κάθε φορά. Ακόμη και όταν κατοικούσε στο παλάτι, χορηγούσε λίγες ακροάσεις, ενώ φαινόταν να κάνει λίγη δουλειά, προφανώς με σκοπό να ζήσει περισσότερα χρόνια: «Ήθελα να αναφέρω αυτά τα ζητήματα, γιατί πιστεύω ότι θα έχουμε αυτόν τον πάπα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα». Μόνο δύο καρδινάλιοι ήσαν οικείοι με τον πάπα, ο Αγκοστίνο Τριβούλτσιο τού Μιλάνου και ο Αντρέα Ματτέο Παλμιέρι τής Νάπολης. Τούς άλλους τούς αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερος γραμματέας του ήταν ο Αμπρότζιο Ρικαλκάτι, με τον οποίο συζητούσε όλα τα θέματα. Ο Ρικαλκάτι ήταν Μιλανέζος με φήμη απότομης συμπεριφοράς. Μια άλλη σημαντική μορφή που κινούνταν ελεύθερα μέσα στο παπικό παλάτι, ήταν ο Μπόζιο Σφόρτσα, κόμης τής Σάντα Φιόρα, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη τού πάπα Κοστάντσα. Ο νεαρός γιος τους Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα είχε μόλις γίνει καρδινάλιος (στις 18 Δεκεμβρίου 1534), ταυτόχρονα με τον ακόμη νεότερο ξάδελφό του Αλεσσάντρο Φαρνέζε, γιο τού γιου τού ίδιου τού πάπα, τού Πιέρ Λουίτζι, ο οποίος δεν βρισκόταν τότε στη Ρώμη.
Όσο για πιο σημαντικά ζητήματα, ο Βεργκέριο έλεγε ότι η γενική άποψη ήταν ότι ο Παύλος δεν θα αναλάμβανε κάτι μεγάλο και επίπονο κατά τη διάρκεια τής εποχής του, αλλά θα προσπαθούσε να αναβάλει την επίλυση των μεγάλων θεμάτων για τις παπικές θητείες των διαδόχων του. Αναμενόταν να ζήσει όσο το δυνατόν πιο ήσυχα και να βελτιώσει τη θέση τής οικογένειάς του, όσο μπορούσε. Αυτή τουλάχιστον ήταν η εντύπωση ορισμένων ενημερωμένων παρατηρητών των υποθέσεων τής κούρτης, αλλά ο Βεργκέριο διαβεβαίωνε τον Φερδινάνδο ότι με βάση τις δικές του συνομιλίες με τον πάπα, ο τελευταίος ήταν τόσο πρόθυμος όσο και ανήσυχος να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα και να αποκαταστήσει τον χριστιανισμό:
Πιστεύω, λέω, ότι αυτή είναι η επιθυμία του και πιστεύω ότι η Αγιότητά του ελπίζει επίσης να είναι σε θέση να κάνει αυτό που επιθυμεί, αλλά νομίζω ότι είναι πιθανό να εξαπατηθεί σε αυτό, γιατί φαίνεται να θέλει να αναλάβει πάρα πολλά πράγματα, για τα οποία τα υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του δεν θα είναι αρκετά. Για παράδειγμα ο Μακαριότατος μού είπε, όταν συζητούσαμε για τη σύνοδο: «Σίγουρα θέλω να πραγματοποιηθεί αυτή η σύνοδος, αλλά πρώτα θα ήθελα να κάνω ειρήνη μεταξύ τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας και τού βασιλιά των Γάλλων…». Θέλω επίσης», λέει, «να συγκρατήσω τούς Τούρκους» (reprimere Thurcas).
Αλλά ο Βεργκέριο ενημέρωνε ειλικρινά τον Φερδινάνδο ότι ένας γέρος άνθρωπος σε μεγάλες δυσκολίες δεν έπρεπε να αναλάβει δύο τόσο μεγάλα εγχειρήματα, γιατί υπήρχε φόβος να αφήσει το έργο ανολοκλήρωτο, με ακόμη μεγαλύτερη ζημιά για τη χριστιανική κοινοπολιτεία.31
Ο Βεργκέριο εύρισκε τον πάπα άσχημα πληροφορημένο για τις γερμανικές και ουγγρικές υποθέσεις, ενώ προφανώς είχε την τάση να σκέφτεται περισσότερο την Ουγγαρία από τη Γερμανία, ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα να δει ειρήνη μεταξύ τού Φερδινάνδου και τού Ιωάννη Ζαπόλυα. Ο πάπας είχε πολλά να πει γι’ αυτό:
Αλλά είπα ειλικρινά, όπως μού είχε δώσει εντολή η μεγαλειότητά σας, ότι η Αγιότητά του δεν έπρεπε να έχει οποιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή ή ανταλλαγή πληροφοριών με τον βοεβόδα [Ζαπόλυα] και τούς εκπροσώπους του, αλλά έπρεπε μάλλον να σκέφτεται τη συντριβή του και την εκδίωξή του, ως επικίνδυνου ανθρώπου και σύμμαχου τώρα για τόσο πολλά χρόνια των Τούρκων, με τόσο μεγάλη ζημιά για τη χριστιανοσύνη. Και με αφορμή αυτά εξήγησα σε πόσο μεγάλο βαθμό η βασιλική Μεγαλειότητά σας είναι ο υπερασπιστής τής Αποστολικής Έδρας σε αυτούς τούς ταραχώδεις καιρούς.
Ο πάπας συζήτησε για τη σύνοδο με τον Βεργκέριο, ρωτώντας τον τι σκεφτόταν για τη Βερόνα ή το Τορίνο ως πιθανούς τόπους σύγκλησης. Ο Βεργκέριο πίστευε ότι η Μάντουα θα ήταν καλύτερη για πολλούς λόγους, αλλά είπε επίσης ότι ήταν πολύ αμφίβολο αν θα συναινούσαν οι Γερμανοί σε ιταλική πόλη.
O Bεργκέριο προσπαθoύσε να πείσει τον πάπα για την επείγουσα ανάγκη να συγκληθεί η σύνοδος το συντομότερο δυνατό. Εφιστούσε προσοχή για το ίδιο πρόβλημα σε διάφορους καρδινάλιους, γιατί έβλεπε την Εκκλησία να βρίσκεται στο χείλος τής αβύσσου στη Γερμανία. Όμως ένα από τα πιο σημαίνοντα μέλη τού Κολλέγιου παρατηρούσε ήρεμα ότι η χριστιανοσύνη έπρεπε να φτάσει στον όλεθρο και την καταστροφή πριν μπορέσει πραγματικά να γίνει μεταρρύθμιση. Οι ηγεμόνες δεν είχαν βοηθήσει καθόλου από την αρχή. Τώρα επρόκειτο να πάρουν αυτό που ζητούσαν. Αλλά ο Βεργκέριο ήθελε να μάθει, άραγε τι ίσχυε για τις ψυχές εκείνων που είχαν παρασυρθεί; Σε γενικές γραμμές εύρισκε τούς καρδινάλιους απασχολημένους σε μεγάλο βαθμό με τις δικές τους απολαύσεις και τα προσωπικά τους συμφέροντα. Η Γερμανία βρισκόταν πολύ μακριά.
Ο Παύλος Γ’ ρωτούσε τον Βεργκέριο αν ο Φερδινάνδος ήταν ικανοποιημένος με την εκλογή του ως πάπα, αν θα μπορούσε εύκολα να συμφιλιωθεί με τον βασιλιά τής Γαλλίας και αν διατηρούσε ευνοϊκή στάση απέναντι στην Ενετική Δημοκρατία. Ο Βεργκέριο απαντούσε ότι ο Φερδινάνδος ήταν ενθουσιασμένος με την εκλογή τού Παύλου και με την ελπίδα που έφερνε για την αποκατάσταση τής πίστης. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, ο Βεργκέριο έλεγε ότι ο ίδιος ο πάπας γνώριζε ότι ο Φερδινάνδος ήταν θαυμάσια υπομονετικός με τις επικίνδυνες ιδιοτροπίες τού βασιλιά τής Γαλλίας και σίγουρα δεν είχε απέναντί του κακή διάθεση. Τέλος ο Βεργκέριο διαβεβαίωνε τον πάπα ότι είχε βρει τον Φερδινάνδο πάντοτε καλοπροαίρετο προς τη Βενετία. Όσοι διέδιδαν φήμες περί τού αντιθέτου έκαναν μεγάλο λάθος. «Αυτά είναι τα πιο σημαντικά σημεία τα οποία νομίζω ότι πρέπει να γραφούν, αλλά θα γράψω και άλλα θέματα αργότερα. Για να γίνει αυτό με ασφάλεια έχω στείλει στον αιδεσιμότατο καρδινάλιο τού Τρεντ [Μπέρναρντ φον Κλες], ευγενικέ μου κύριε, ένα κρυπτογραφικό κώδικα που μπορεί να διαβιβαστεί επίσης στη μεγαλειότητά σας». Όσο για την επιστροφή του στην Αυστρία, ο Βεργκέριο παρατηρούσε ότι στους νέους πάπες άρεσαν οι νέοι διορισμοί. Αν και ανέμενε ότι ο Παύλος Γ’ θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να καταλήξει σε αποφάσεις, δεν περίμενε ότι θα στελνόταν πίσω στην Αυστρία ως νούντσιος. «Αλλά αν συμβεί ώστε να μην επιστρέψω, θα παραμείνω στη Ρώμη και θα εργάζομαι μέρα και νύχτα προς το συμφέρον τής Μεγαλειότητάς σας με το μέγιστο των περιορισμένων δυνατοτήτων μου…».32
Όμως ο Βεργκέριο δεν παρέμεινε στη Ρώμη, γιατί σε αντίθεση με την προφανή προσδοκία του ο Παύλος Γ’ αποφάσισε «ότι πράγματι εγώ και κανένας άλλος δεν έπρεπε να έλθει εδώ», όπως έγραφε στον Φερδινάνδο στις αρχές Φεβρουαρίου (1535). Είχε επίσης αναλάβει κάποια άλλα καθήκοντα. Ο πάπας ήταν αποφασισμένος να συγκαλέσει σύνοδο.33 Στις 11 Φεβρουαρίου ο Βεργκέριο έγραφε στον Φερδινάνδο ότι βιαζόταν να φύγει από τη Ρώμη και να τελειώνει με την πίεση τής δουλειάς που έπρεπε να ολοκληρώσει πριν μπορέσει να αναχωρήσει. Αλλά πιο σημαντικά δήλωνε:
Έχω επίσης πετύχει κάτι στις ουγγρικές υποθέσεις, γιατί όχι μόνο μία φορά, αλλά κάθε μέρα αντηχώ στα αυτιά τής Αγιότητάς του και των συμβούλων του να μη δείχνουν εύνοια υπέρ τού βοεβόδα Ιωάννη [Ζαπόλυα] και να μην έχουν καμία σχέση μαζί του, ούτε μέσω νούντσιου ούτε με άλλον τρόπο.34
Ο Βεργκέριο ήταν καλός νούντσιος. Στη Βιέννη και την Πράγα είχε προσπαθήσει σκληρά και ειλικρινά για να κρατήσει την παπική κούρτη καλά ενημερωμένη, ενώ στη Ρώμη προσπαθούσε να βοηθήσει τον Φερδινάνδο, από τη συνέχιση τής καλής διάθεσης τού οποίου θα εξαρτιόταν η επιτυχία τής επερχόμενης αποστολής του ως νούντσιου στη Γερμανία.
Η δεύτερη αποστολή τού Βεργκέριο ήταν πολύ πιο σημαντική από τον προηγούμενο διορισμό του στην αυλή τού Φερδινάνδου Α’. Τώρα στελνόταν επίσης «σε όλους τούς κύκλους τής Γερμανίας» (ad Germamae omnes circulas), σε όλους τούς λαϊκούς και εκκλησιαστικούς εκλέκτορες τής αυτοκρατορίας, καθώς και σε διάφορους άλλους ηγεμόνες και επισκόπους. Αντικείμενο τής αποστολής του ήταν να εξασφαλίσει τη συμφωνία τους για κάποιο κατάλληλο τόπο σύγκλησης τής συνόδου, για την οποία υπήρχε επί πολύ καιρό τόσο μεγάλη ταραχή στη Γερμανία. Όταν ετοιμάστηκαν τα απαραίτητα παπικά σημειώματα και ολοκληρώθηκαν άλλες δουλειές, ο Βεργκέριο έφυγε από τη Ρώμη στις 11 Φεβρουαρίου (1535) ή κάπου τότε, πηγαίνοντας από τη στεριά στη Βενετία, απ’ όπου πήρε πλοίο για Τεργέστη, αλλά υπέστη ναυάγιο στην είσοδο κάποιου λιμανιού και υποχρεώθηκε να αλλάξει διαδρομή προς Μαράνο και Γκράντισκα. Στις 7 Μαρτίου βρισκόταν στη Λιουμπλιάνα (Λάιμπαχ), απ’ όπου έγραψε στον Ρικαλκάτι για τις περιπέτειές του.35 Λίγο πριν το Πάσχα, κατά πάσα πιθανότητα στις 23 Μαρτίου, έφτασε στη Βιέννη, όπου τον υποδέχθηκαν σύντομα ο Φερδινάνδος και ο καρδινάλιος τού Τρεντ.36 Τούς βρήκε πολύ ανήσυχους από το γεγονός ότι ο Τζιρολάμο Ροράριο, τον οποίο ο Παύλος Γ’ είχε στείλει ως νούντσιο στην Ουγγαρία τον προηγούμενο Δεκέμβριο (και τον οποίο δεν είχε φυσικά ανακαλέσει απλώς λόγω των υπέρ των Αψβούργων διαμαρτυριών τού Βεργκέριο), λεγόταν ότι είχε επίσης αναλάβει γαλλικές και αγγλικές αποστολές προς τον «βοεβόδα Ιωάννη». Ο Βεργκέριο τούς διαβεβαίωνε ότι ο Παύλος Γ’ δεν έπρεπε να είχε σχέση με αυτό. Ο Ροράριο είχε σταλεί απλώς για να επιδιώξει κάποιο κατάλληλο τρόπο για την επίτευξη ειρήνης μεταξύ Φερδινάνδου και Ιωάννη Ζαπόλυα. Ο Στέφεν Μπρόντεριτς, ο επίσκοπος τού Φυνφκίρχεν (Πετς) ή Σιρμίου (Μιτροβίτσα), είχε βρεθεί πρόσφατα στη Βιέννη ως απεσταλμένος τού Ζαπόλυα και φερόταν ότι είχε πει σε ιδιωτική συνομιλία ότι ο Ζαπόλυα έπρεπε σύντομα να παραχωρήσει το ουγγρικό βασίλειο στον Φερδινάνδο. Η αποστολή τού Ροράριο ως νούντσιου θα ενθάρρυνε απλώς τον Ζαπόλυα να συνεχίσει την ανυπότακτη διεκδίκησή του επί τού θρόνου (σύμφωνα με τον Βεργκέριο) και έκανε πολύ κακή εντύπωση στη Βιέννη.37
Κατά τη διάρκεια τού μεγαλύτερου μέρους τού έτους 1535 ο Βεργκέριο έκανε μακρά σειρά επισκέψεων και διαβουλεύσεων σχεδόν με όλους τούς σημαντικούς εκκλησιαστικούς και κοσμικούς ηγεμόνες τής αυτοκρατορίας. Πήγε και στη Βίττενμπεργκ όπου συνάντησε τον Μαρτίνο Λούθηρο και τον Γιόχαν Μπουγκενχάγκεν.38 Πριν ξεκινήσει από τη Ρώμη, όπως είδαμε, ο Βεργκέριο είχε πολλές ευκαιρίες να συζητήσει το θέμα τής Συνόδου με τον πάπα Παύλο Γ’, τον οποίο κρατούσε πλήρως ενήμερο για την πρόοδό του κάθε βδομάδα με επιστολές προς τον γραμματέα τού πάπα, τον Αμπρότζιο Ρικαλκάτι. Όπως και διάφοροι άλλοι στη Ρώμη, ο Βεργκέριο είχε σκεφτεί ότι η Μάντουα (αυτοκρατορικό φέουδο) θα ήταν κατάλληλος τόπος για τη σύνοδο, αν και από την προηγούμενη εμπειρία του με τούς Γερμανούς και τις γνώσεις του για τα παράπονά τους εναντίον τής Αγίας Έδρας φοβόταν ότι, ειδικά οι Προτεστάντες, πιθανότατα δεν θα συμφωνούσαν για καμία σύνοδο που θα γινόταν στην Ιταλία. Ο πάπας και η κούρτη είχαν τελικά καταλήξει στη Μάντουα. Εν πάση περιπτώσει, επέμεναν για τόπο στην Ιταλία. Όμως η αναποφασιστικότητα τού Καρόλου Ε’, απορροφημένου στην τυνησιακή εκστρατεία του, εμπόδιζε τις προσπάθειες τού Βεργκέριο (τις οποίες ο Πάστορ λοξοκοιτάζει κατά καιρούς) να εξασφαλίσει γενική συμφωνία για έναν τόπο συνάντησης. Οι περισσότεροι Γερμανοί ηγεμόνες δεν θα τολμούσαν πέρα από το Τρεντ, αλλά σε κάθε περίπτωση στις 21 Δεκεμβρίου (1535) κάποιοι από τούς ηγέτες τής Προτεσταντικής Ένωσης, ο Γιόχαν Φρήντριχ τής Σαξωνίας, ο Φραντς Λύνεμπουργκ και ο Φίλιππος τής Έσσης, υπέγραψαν δήλωση στο Σμαλκάλντεν, η οποία επέβαλλε τέτοιες προϋποθέσεις για την Προτεσταντική συμμετοχή στη σύνοδο, που έπρεπε αναπόφευκτα να είναι απαράδεκτες τόσο για τον πάπα όσο και για τον αυτοκράτορα. Ο δυστυχής Βεργκέριο φαινόταν να έχει χάσει έναν ολόκληρο χρόνο ταξιδεύοντας πέρα-δώθε μέσα στη ζέστη τού καλοκαιριού και το κρύο τού προχωρημένου φθινοπώρου, έχοντας κάνει δύο γύρους των αυτοκρατορικών «κύκλων» στη Γερμανία.39
Μετά τον Κλήμεντα Ζ’ κάποια αναμόρφωση τής Εκκλησίας ήταν αναπόφευκτη. Τα υψηλά πρότυπα που απαιτούσε το μεγαλείο είχαν από καιρό χαλαρώσει. Το επίπεδο τής ακεραιότητας και τής αποδοτικότητας στην κούρτη είχε πέσει πολύ κάτω από εκείνο που απαιτούνταν για τη διατήρηση τού κύρους και τής αξιοπρέπειας, την οποία έπρεπε να εξακολουθεί να τηρεί το Βατικανό στην πνευματική ηγεμονία του επί τής λατινικής χριστιανοσύνης. Η στενότητα τού οράματος που είχε οδηγήσει τούς πάπες να θεωρούν τούς εαυτούς τους ως Ιταλούς ηγεμόνες έπρεπε και πάλι να διευρυνθεί, να συμπεριλάβει ολόκληρη την ευρωπαϊκή ποιμαντορία ή τουλάχιστον όση από αυτήν είχαν αφήσει οι Προτεστάντες στην Εκκλησία. Η Ευρώπη και η ιταλική χερσόνησος βρίσκονταν σε αναταραχή εδώ και χρόνια.
Η οικονομική επανάσταση τού 16ου αιώνα γινόταν σοβαρά αισθητή από τις μάζες στη γεωργία καθώς και στη βιομηχανία. Ακολουθούνταν καπιταλιστικές διαδικασίες στην προβατοτροφία καθώς και στην ύφανση ρούχων. Τεχνίτες χωρίς δουλειά ενώνονταν με αγρότες που διώχνονταν από τσιφλίκια και με μισθοφόρους που αποστρατεύονταν χωρίς να πληρωθούν. Ως σθεναροί ζητιάνοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο και αποτελούσαν κίνδυνο για τούς χωρικούς καθώς και για τούς ταξιδιώτες. Η πενία αυξανόταν με ανησυχητικό ρυθμό στις μεγαλύτερες πόλεις. Οι φιλανθρωπικές πρακτικές και θεσμοί που είχαν επιζήσει από τον Μεσαίωνα δεν επαρκούσαν για τη φροντίδα των ανήμπορων φτωχών. Εξοικειωμένοι με την ανεργία, τεράστιοι αριθμοί ανδρών και γυναικών χωρίς δεξιότητες γίνονταν ανίκανοι ή απρόθυμοι να κρατήσουν δουλειά. Προσπάθειες να εξαναγκαστούν άνδρες να εργάζονται, αν τούς έδιναν φαγητό, ήσαν γενικά ανεπιτυχείς. Πληθωρισμός χαρακτήριζε το τελευταίο μέρος τού αιώνα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο λιμός ήταν πιο συνηθισμένο φαινόμενο κατά τον 16ο αιώνα, ειδικά στην Ευρώπη, απ’ ό,τι κατά τον 13ο. Η φτώχεια που εκθειαζόταν από τον Άγιο Φραγκίσκο είχε θεωρηθεί κοινωνική ντροπή από τον Λούις Βίβες. Εκκλησιαστικές περιουσίες απαλλοτριώνονταν σε πολλές γερμανικές πόλεις για τη δημιουργία κεφαλαίων για την ανακούφιση των φτωχών, αλλά ο Προτεσταντισμός μπορούσε να είναι άπονος για εκείνους, των οποίων οι συμφορές υπαινίσσονταν ότι δεν περιλαμβάνονταν στους εκλεκτούς τού Θεού.
Ο πάπας Παύλος Γ’ πράγματι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Ο τρόπος που τα διαχειριζόταν, όπως είχε γράψει ο Βεργκέριο στον Φερδινάνδο των Αψβούργων στην επιστολή του στις 27 Ιανουαρίου 1535, θα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό την ευημερία τής χριστιανικής κοινοπολιτείας. Η τουρκική απειλή, η λουθηρανική εξέγερση, η επίμονη γερμανική απαίτηση για εκκλησιαστική σύνοδο, ο ανταγωνισμός μεταξύ Φερδινάνδου και Ιωάννη Ζαπόλυα για τον ουγγρικό θρόνο και η προφανής αδυναμία συμβιβασμού των συμφερόντων των Αψβούργων και των Βαλώνων στην Ευρώπη αποτελούσαν όλα προβλήματα συνυφασμένα μεταξύ τους με πολύπλοκο τρόπο. Ήταν η εποχή τής εξειδικευμένης διπλωματίας, αλλά ούτε οι Γάλλοι διπλωμάτες, ούτε οι Τούρκοι βεζύρηδες ήθελαν να ξετυλίξουν τα μπερδεμένα κουβάρια. Οι Γάλλοι προτιμούσαν το κέρδος από την ειρήνη και την νίκη επί τού Καρόλου Ε’ από την ευημερία τού χριστιανικού κόσμου. Το τουρκικό κράτος ήταν πάντοτε προσανατολισμένο προς τον πόλεμο και φυσικά ο σουλτάνος Σουλεϊμάν μικρή επιθυμία είχε να συμβάλει στην ευημερία τού χριστιανικού κόσμου.
Ο Σουλεϊμάν ήθελε να εκδικηθεί την τυνησιακή εκστρατεία τού αυτοκράτορα, και ο Λα Φορέ ήταν πάντοτε έτοιμος να τον παροτρύνει προς την ίδια κατεύθυνση. Ήδη τον Οκτώβριο τού 1536, ο Σαρλ ντε Εμάρ ντε Ντενονβίλ, o επίσκοπος τής Μακόν και Γάλλος πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, ανέφερε από τη Ρώμη ότι «ο Τούρκος κάνει εντυπωσιακές προετοιμασίες» (le Turcq faisoit de merveilleux préparatifz) για να επαναλάβει τον πόλεμο στην Απουλία, όταν θα ερχόταν η άνοιξη. Μάλιστα λεγόταν ότι ο Σουλεϊμάν εξόπλιζε 300 γαλέρες, ετοίμαζε 200 πλοία μεταφοράς και επισκεπτόταν δύο φορές τη μέρα τον ναύσταθμο και τα χυτήρια κανονιών. Είχε επίσης στείλει να φέρουν 800 κανόνια από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Μπαρμπαρόσσα είχε πάει στην Ισταμπούλ με ολόκληρο τον στόλο του, στην προοπτική μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων για το επόμενο έτος.40 Στις 11 Ιανουαρίου 1537 ο Ντενονβίλ, τώρα καρδινάλιος, έγραφε στον μεγάλο μάγιστρο Ανν ντε Μονμορενσύ ότι ο Παύλος Γ’ και ολόκληρη η παπική κούρτη είχαν τόσο μεγάλο φόβο για τον Τούρκο, που σκέφτονταν ακόμη και να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και ότι ο πάπας έστελνε δύο ιεράρχες, έναν στον Φραγκίσκο και τον άλλο στον Κάρολο, για να τούς διατάξει για ειρήνη κατά τη διάρκεια τής επερχόμενης έκτακτης ανάγκης. Η Αγιότητά του επέβαλλε (διπλό) φόρο δεκάτης επί τού κλήρου σε όλη την Ιταλία, καθώς και φόρο εστίας μιας κορώνας (escu) σε κάθε νοικοκυριό στα παπικά κράτη. Με τον τρόπο αυτό ανέμενε να συλλέξει 400-500.000 κορώνες. Παρά το γεγονός ότι οι ενετικές εκτιμήσεις για τον τουρκικό στόλο τον ανέβαζαν τώρα σε όχι περισσότερες από 150 γαλέρες, ο Ντενονβίλ έγραφε «ότι ο εν λόγω Τούρκος ήταν αποφασισμένος να διεξαγάγει τον πιο σκληρό πόλεμο που έχει διεξάγει ποτέ, τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα εναντίον τού αυτοκράτορα και να μην σταματήσει μέχρι να τον διώξει από την Ιταλία».41
Ο Σουλεϊμάν επίσης πρόσφερε στους Ενετούς ειρήνη αν ήσαν με το δικό του μέρος ή πόλεμο αν ήσαν με το μέρος τού αυτοκράτορα. Η Βενετία είχε μάλιστα απολαύσει τριανταπέντε χρόνια ειρήνης με την Πύλη, αλλά ο Λοντοβίκο Γκρίττι, ο Τουρκόφιλος γιος τού δόγη, είχε σκοτωθεί στην εξέγερση στην Τρανσυλβανία το φθινόπωρο τού 1534, ενώ τώρα ο Ιμπραήμ πασάς, που είχε γεννηθεί ως υπήκοος τής Γαληνοτάτης και ήταν επί καιρό εκπρόσωπός της στην Ισταμπούλ, είχε επίσης εξαφανιστεί από την αυλή τού Σουλεϊμάν. Εδώ και αρκετό καιρό οι Ενετοί είχαν δώσει απερίσκεπτα στον σουλτάνο αφορμή για παρεξήγηση. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα υποστήριζε τον πόλεμο εναντίον τους. Όταν ο πόλεμος ήρθε, στρεφόταν κατά των Ενετών τόσο, όσο και εναντίον τού Καρόλου Ε’.42
Οι ενετικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη ήσαν τεταμένες από τις δυσκολίες και τις προφανείς οικονομικές καταχρήσεις τού τολμηρού εμπόρου Πιέτρο Βαλλαρέσσο, γιου τού Πάολο. Το 1536-1537 ο Σουλεϊμάν έστειλε τον πάντοτε χρήσιμο διερμηνέα και διπλωμάτη Γιουνούς μπέη στη Βενετία, για να συλλέξει 188.900 άσπρα, που όφειλε ο Βαλλαρέσσο στον Κασίμ πασά για την αγορά σιτηρών, «…εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα» (…è scorso molto tempo).43 Ταυτόχρονα ο Γιουνούς μπέης είχε λάβει εξουσιοδότηση και εντολή να συλλέξει 487.000 άσπρα, που είχε δανειστεί ο Βαλλαρέσσο από τον Αγιάς πασά για τον ίδιο σκοπό. Ο δόγης πληροφορήθηκε ότι ο Γιουνούς έπρεπε «να βρει το εν λόγω έμπορο και να τον κάνει να πληρώσει τα προαναφερθέντα 487.000 άσπρα χωρίς μείωση [του ποσού]».44 Τα μεγάλα χρηματικά ποσά είναι σίγουρα ενδιαφέροντα και αποκαλύπτουν τη στενή σχέση τού Βαλλαρέσσο με τούς πασάδες. Όμως ένας από τούς καλύτερους τρόπους για να χάνεις φίλους, είναι να δανείζεις χρήματα ή να δανείζεσαι και προφανώς η αδυναμία τού Βαλλαρέσσο να ανταποκριθεί στις υποτιθέμενες υποχρεώσεις του βοηθούσε να ενισχυθεί η αντι-ενετική φλόγα που αναζωπυρωνόταν τότε στην Ισταμπούλ.
Όσο για τούς Ενετούς, αν ο φόβος τους για τούς Τούρκους αυξανόταν με κάθε νέα αναφορά για τις πολεμικές τους προετοιμασίες (και τέτοιες αναφορές έρχονταν τώρα πολυσέλιδες και γρήγορα), έτσι αυξανόταν και η αγανάκτησή τους. Η Υψηλή Πύλη προφανώς δεν έκανε απολύτως τίποτε για να συμβάλει στην εξάλειψη τής πειρατείας, όταν αυτή στρεφόταν κατά τής ενετικής ναυτιλίας. Τον Αύγουστο τού 1536 οι συνθήκες είχαν γίνει τόσο κακές, που όταν στάλθηκε ο Τομμάζο Μοτσενίγκο ως πρέσβης τής Δημοκρατίας στην Υψηλή Πύλη, η Γερουσία τον συμβούλευσε να προχωρήσει από τη στεριά μέσω Καττάρο (Κότορ) προς Ισταμπούλ.45 Παρ’ όλα αυτά η επιβίωση τού ενετικού κράτους εξαρτιόταν από την εμπορική του ακεραιότητα, μπροστά στην οποία υποτίθεται ότι παραμέριζε πάντοτε η νομιμοφροσύνη προς συγγενείς και φίλους. Τέτοια ήταν η σημασία τής ικανοποίησης των απαιτήσεων τού Αγιάς πασά από τον Βαλλαρέσσο, που η Γερουσία υποχρέωσε όλα τα μέλη της να συμμετάσχουν σε κάθε συνεδρίαση την εβδομάδα που άρχιζε τη Δευτέρα 7 Αυγούστου (1536), επί ποινή προστίμου 500 δουκάτων, γιατί έπρεπε να εκφράσουν τις απόψεις τους και να αποφασίσουν τι θα γινόταν με το αίτημα τού πασά και την οικονομική κατάχρηση τού συμπολίτη τους.46
Η υπόθεση Βαλλαρέσσο μεγάλωσε σε σημασία και περιπλοκή, όταν τον Δεκέμβριο τού 1536 η Γερουσία εξέτασε τις επιστολές που έλαβε από τον Μοτσενίγκο στην Ισταμπούλ. Αυτός είχε εξετάσει το ζήτημα με τον Αγιάς πασά, ο οποίος είχε υποστηρίξει απερίφραστα ότι περίμενε ότι η εμφάνιση Ενετού απεσταλμένου στην Πύλη θα σήμαινε την ικανοποιητική διευθέτηση τού χρέους που τού οφειλόταν «και όχι εφοδιασμό του με λόγια» (et non provision di parole). Ο Μοτσενίγκο εντυπωσιάστηκε με την ακραία ενόχληση τού Αγιάς πασά και είχε ενημερώσει τη Γερουσία ότι αν ο πασάς παρέμενε ανικανοποίητος με την ενετική ανταπόκριση στην απαίτησή του, σίγουρα θα προκαλούσε βλάβη στη Δημοκρατία με κάθε δυνατό τρόπο, πράγμα που θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες, «γιατί είναι η Εξοχότητά του πρώτος πασάς με τόση εξουσία δίπλα στον Άρχοντα Τούρκο» (essendo la Magnificentia sua prima bassà di quella autorità appresso il Signor Turco). Λεγόταν ότι ο Βαλλαρέσσο χρωστούσε στον Αγιάς πασά 8.000 ενετικά δουκάτα και στον Κασίμ πασά 1.500. Η Γερουσία έδωσε εντολή στον Μοτσενίγκο και στον Ενετό βαΐλο να προτείνουν προσωρινή μείωση των απαιτήσεων των πασάδων. Η Δημοκρατία θα φρόντιζε αμέσως, ώστε να σταλούν στον Αγιάς 2.000 δουκάτα και στον Κασίμ 500, ενώ τα υπόλοιπα ποσά θα καταβάλλονταν σε ετήσιες δόσεις.
Όμως την ίδια στιγμή η Γερουσία συνέδεε τις αξιώσεις των πασάδων με ενετική ανταπαίτηση. Ο Τούρκος διοικητής Πίρι Ρέις είχε αρπάξει στην Κύπρο το ενετικό πλοίο Κονταρίνα με το φορτίο του από κοσμήματα, χρήματα και εμπορεύματα, τα οποία βέβαια η Γερουσία ζητούσε από την Υψηλή Πύλη να επιστραφούν μαζί με το ίδιο το πλοίο. Οι πληρωμές προς Αγιάς και Κασίμ θα καλύπτονταν με εισφορά δύο τοις εκατό επί των εισαγωγών από την Ισταμπούλ. Στο εξής όλοι οι Ενετοί ευγενείς, πολίτες και υπήκοοι θα έκαναν δουλειές με Τούρκους αξιωματούχους μόνο αν έβαζαν μετρητά στο βαρέλι (comprar a danari contadi), υπό την ποινή απώλειας όλων των αγαθών τους και εξορίας. Στο μεταξύ ο Μοτσενίγκο ή ο βαΐλος έπρεπε να καταστήσουν σαφές στον Αγιάς πασά ότι η Σινιορία δεν ήταν σε καμία περίπτωση υποχρεωμένη να πληρώσει ένα τέτοιο χρέος, όπως εκείνο τού Βαλλαρέσσο, γατί αν το κράτος εφάρμοζε πρακτική εξόφλησης ιδιωτικών υποχρεώσεων των πολιτών του δεν θα υπήρχε τέλος στις ζημιές. Όμως τόση ήταν η αγάπη που έτρεφε η Βενετία για τον Αγιάς πασά, ώστε, σε αυτή την περίπτωση και μόνο, η Βενετία θα αναλάμβανε μάλιστα την πληρωμή προς αυτόν και τον Κασίμ πασά. Ο Μοτσενίγκο ή ο βαΐλος έπρεπε επίσης να ενημερώσουν τούς πασάδες για την απόφαση τής Γερουσίας να απαγορεύει εφεξής σε όλους τούς Ενετούς να ζητούν ή να δέχονται πίστωση από όλους τούς αξιωματούχους τής Πύλης.47 Χαμηλότεροι συναλλασσόμενοι μπορούσαν προφανώς να διακανονίζουν τις οικονομικές και άλλες διαφορές τους σύμφωνα με τις διατάξεις των υφισταμένων συμφωνιών μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης.
Οι Τούρκοι όμως αρνούνταν να επιστρέψουν την Κονταρίνα, υποστηρίζοντας ότι είχαν βρει τριανταεπτά μουσουλμάνους αιχμαλώτους να επιβαίνουν στο πλοίο και ότι το πλοίο ήταν ισπανικό και βρισκόταν στα χέρια κουρσάρων. Στις 9 Φεβρουαρίου 1537 η Γερουσία έγραψε αγανακτισμένα στον Μοτσενίγκο και στον βαΐλο ότι σίγουρα οι Τούρκοι μπορούσαν να ξεχωρίζουν τα ισπανικά από τα ενετικά σκάφη. Προφανώς ούτε κουρσάροι ούτε μη-Ενετοί φόρτωναν αλάτι και βαμβάκι στην Κύπρο ή την Κούρτσολα, όπως είχε κάνει η Κονταρίνα. Επιπλέον υπήρχαν 400 σάκοι βαμβακιού επί τού πλοίου, όχι 60, όπως ισχυρίζονταν οι Τούρκοι και έφεραν ενετικά σημάδια (segni), όπως αναγνώριζαν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Όσο για τις ισπανικές σημαίες (bandiere), τις οποίες έφερε δήθεν η Κονταρίνα, η Γερουσία κατηγορούσε ότι ο Πίρι Ρέις και οι μαζί του κατεργάρηδες τις είχαν αγοράσει σε διάφορα μέρη και τις χρησιμοποιούσαν για να καλύψουν το κακό τους παιχνίδι. Οι Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι η Κονταρίνα ήταν ισπανικό πλοίο, γιατί είχαν βρεθεί πάνω του μερικά ισπανικά κανόνια, αλλά μπορούσε κανείς να αποκτήσει κανόνια οποιουδήποτε είδους. Άλλωστε δεν έφερε άραγε η Κονταρίνα πολύ περισσότερα ενετικά όπλα; Το πλοίο ανήκε στον Αλεσσάντρο Κονταρίνι, το οικογενειακό όνομα τού οποίου έφερε. Τα μέλη τής Γερουσίας, όλοι τους γιοι οικογενειών εμπόρων, προσπαθούσαν σκληρά να το πάρουν πίσω για αυτόν.48
Την ίδια μέρα που έγραψαν στον Μοτσενίγκο και τον βαΐλο, έγραψαν επίσης στον σουλτάνο Σουλεϊμάν με σχεδόν απότομο τρόπο, σπάνιο σε επιστολές προς τον σουλτάνο. Ο Πίρι Ρέις, «άνθρωπος τής Μεγαλειότητάς σας» (homo di nostra Maestà), είχε αρπάξει το πλοίο τού Κονταρίνι και το φορτίο του. Με το παραμύθι του για τις ισπανικές σημαίες και το ανόητο επιχείρημά του για τα ισπανικά κανόνια που βρέθηκαν πάνω στο πλοίο, είχε οδηγήσει τούς πασάδες να δηλώσουν στον Ενετό πρεσβευτή και στον βαΐλο ότι η Κονταρίνα ήταν ισπανικό πλοίο κουρσάρων. Ενημέρωναν τον σουλτάνο κατηγορηματικά ότι το πλοίο μετέφερε 400 και όχι 60 σάκους βαμβακιού και ότι έφερε σαφώς την ένδειξη ενετικής ιδιοκτησίας, «ενώ αποτελεί γεγονός γνωστό σε όλους ότι κανενός πλοία εκτός από τα δικά μας δεν φορτώνουν βαμβάκι ή αλάτι στην Κύπρο, γιατί αν το κάνουν ισχύουν βαρύτατες κυρώσεις». Όσο για τούς τριανταεπτά μουσουλμάνους αιχμαλώτους, η κατηγορία αποτελούσε τόσο προφανή συκοφαντία, που η Γερουσία δεν θα έμπαινε στον κόπο να την αντικρούσει. Η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι η Ενετική Γερουσία δεν θα ανέφερε ποτέ τίποτε παρά την απόλυτη αλήθεια με τόσο κατηγορηματική βεβαιότητα, ενώ ζητούσαν την επιστροφή τού πλοίου με όλο το φορτίο του, τα όπλα του και άλλα πράγματα, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση ή δυσκολία. Ζητούσαν επίσης «να τιμωρηθεί ο εν λόγω Πίρι όπως τού αξίζει, έτσι ώστε να απέχουν άλλοι από αντίστοιχες ενέργειες» (disordeni), σύμφωνα με τούς όρους τής ειρήνης που υπήρχε μεταξύ Δημοκρατίας και Υψηλής Πύλης, «την οποία έχουμε τηρήσει απαραβίαστα».49
Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε στείλει τον Γιουνούς μπέη στη Βενετία όχι μόνο για να απαιτήσει την πληρωμή των χρεών τού Βαλλαρέσσο, αλλά και για να ζητήσει από τούς Ενετούς να πάρουν το μέρος των Γάλλων στον πόλεμο τού Φραγκίσκου Α’ με τον Κάρολο Ε’. Η Γερουσία αρνήθηκε να το κάνει αυτό, υπενθυμίζοντας στον Γιουνούς μπέη στις 30 Ιανουαρίου 1537, ότι κανένας δεν είχε μπορέσει ποτέ να κάνει τη Δημοκρατία να σκεφτεί να αλλοιώσει με οποιονδήποτε τρόπο την ειρήνη που είχε διαπραγματευτεί με τον Βαγιαζήτ Β’ πριν από τριανταοκτώ χρόνια (το 1502!) και την οποία είχαν επιβεβαιώσει ο Σελήμ Α’ και ο ίδιος ο Σουλεϊμάν. Η Βενετία είχε τηρήσει τούς όρους εκείνης τής ειρήνης μέσα από όλους τούς κινδύνους τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί. Αλλά το 1529-1530 η Βενετία είχε κάνει επίσης ειρήνη με τον αυτοκράτορα Κάρολο, όταν αυτός βρισκόταν στη Μπολώνια «με μεγάλο στρατό». Παρά το γεγονός ότι ήταν δεσμευμένη να στείλει κάποιες γαλέρες για να βοηθήσει τη Νάπολη (εναντίον χριστιανικής επίθεσης) και να βοηθήσει στην υπεράσπιση τού Μιλάνου, «σε όλα τα άλλα πράγματα είμαστε καλοί φίλοι τού βασιλιά τής Γαλλίας και δεν έχουμε αναλάβει καμία άλλη υποχρέωση, έχοντας πάντοτε επιθυμήσει και επιθυμώντας ακόμη την ειρήνη και την ησυχία πάνω από οτιδήποτε άλλο». Η Βενετία δεν θα ενωνόταν με τη Γαλλία κατά τού Καρόλου, γιατί αν η Δημοκρατία παραβίαζε τις επίσημες δεσμεύσεις τής συνθήκης τής Μπολώνια, όχι μόνο θα αποτελούσε αυτό προσβολή προς τον Θεό, αλλά κανένας ηγεμόνας δεν θα είχε πια εμπιστοσύνη στη Σινιορία. Η Γερουσία ήθελε να βρίσκεται σε ειρήνη με τον ηγεμόνα τής χριστιανικής αυτοκρατορίας, καθώς και με τον ηγεμόνα τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ ήταν βέβαιη ότι ο σουλτάνος με τη σοφία και τη δικαιοσύνη του θα καταλάβαινε τις υποχρεώσεις τής θέσης τους.50
Ήσαν ταραχώδεις εποχές και κανένας δεν το ήξερε καλύτερα από τούς άρχοντες τού εμπορίου στη Βενετία. Στις 10 Φεβρουαρίου 1537 η Γερουσία έγραφε στον Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι, ο οποίος είχε μόλις φτάσει στη Ρώμη ως νέος Ενετός πρέσβης, ότι προγραμμάτιζε μεγάλη αύξηση των ναυτικών τους δυνάμεων, «όπως παρατηρούμε ότι κάνουν όλοι οι άλλοι ηγεμόνες τού κόσμου». Σχεδίαζαν να εξοπλίσουν πενήντα γαλέρες. Τώρα θα εξόπλιζαν άλλες πενήντα, «έτσι ώστε αυτό το έτος 1537 να έχουμε εκατό, εκτός από τα γαλιόνια και τα μικρά ιστιοφόρα» (sichè questo anno MDXXXVII ne abbiamo fuori cento oltra il galione et le barze). Η Δημοκρατία είχε ήδη δαπανήσει πολλά χρήματα για τον προτεινόμενο στόλο. Τα έξοδα θα κλιμακώνονταν πάρα πολύ, όχι μόνο για την κατασκευή περισσότερων γαλερών, αλλά και για τον εξοπλισμό και τον εφοδιασμό τους με προμήθειες. Εκτός από τοπικές εισφορές η Γερουσία ζητούσε κρατική επιχορήγηση 100.000 δουκάτων, ενώ παρόμοιο ποσό απαιτούνταν από τον κλήρο στα εδάφη τής Βενετίας. Ο πρέσβης έπρεπε να πάει στον πάπα Παύλο Γ’, ο οποίος είχε χορηγήσει ευγενικά στη Δημοκρατία δύο φόρους δεκάτης κατά το προηγούμενο έτος, όταν η ανάγκη ήταν πολύ μικρότερη. Τώρα έπρεπε να πιέσει τον πάπα για την άδεια να συγκεντρώσει από την επιβολή φόρων δεκάτης επιπλέον 100.000 δουκάτα ή περισσότερα, για την προετοιμασία τού στόλου. Η εισφορά θα βάρυνε τόσο τον κλήρο στην ενετική ενδοχώρα (terra firma) όσο και εκείνο των ενετικών κτήσεων στο εξωτερικό. Οι κληρικοί μπορούσαν κάλλιστα να πληρώσουν. Το αίτημα γινόταν προς όφελός τους, καθώς και προς όφελος των λαϊκών.51
Υπήρχαν σοβαρές δικαιολογίες για τούς ενετικούς φόβους, γιατί αν και η Γερουσία ήταν έτοιμη να κάνει στον Αγιάς πασά και στον Κασίμ πασά ασυνήθιστες παραχωρήσεις στην υπόθεση Βαλλαρέσσο, η Υψηλή Πύλη αποδεικνυόταν πολύ δύσκολη στην αντιμετώπιση τού ζητήματος τής Κονταρίνα. Καθώς ο Γιουνούς μπέης, ο απεσταλμένος τού σουλτάνου, έφευγε από τη Βενετία για να επιστρέψει στην Ισταμπούλ στις 17 Φεβρουαρίου (1537), είχε πει ευγενικά στη Γερουσία ότι θα χρησιμοποιούσε τις «καλές υπηρεσίες» του για να βοηθήσει να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση τής Κονταρίνα, αλλά φυσικά ίσως αμελούσε να το κάνει όταν γύριζε στην πατρίδα του ή οι προσπάθειές του για λογαριασμό τής Βενετίας ίσως είχαν μικρή επίπτωση στην πορεία των γεγονότων. Αν η Πύλη ήθελε να ανανεώσει την ενετο-τουρκική συνθήκη, ο Μοτσενίγκο έπρεπε να το κάνει, επιμένοντας στους πασάδες ότι την απελευθέρωση τής Κονταρίνα απαιτούσαν στην πραγματικότητα τα άρθρα τής υφιστάμενης ειρήνης, η οποία είχε ανανεωθεί για τελευταία φορά το 1521. Όμως οι οδηγίες τις οποίες απεύθυνε η Γερουσία στον Μοτσενίγκο στις 17 Φεβρουαρίου, τη μέρα τής αναχώρησης τού Γιουνούς μπέη, δεν ήσαν υπερβολικά αισιόδοξες για την πιθανότητα άμεσης τουρκικής ανανέωσης. Όμως ο Μοτσενίγκο έπρεπε να συμφωνήσει στην περαιτέρω επικύρωση τής ειρήνης, ακόμη κι αν αυτός δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επιστροφή τής Κονταρίνα.52 Η Δημοκρατία είχε πικρή εμπειρία τού πολέμου με τούς Τούρκους. Θα ήταν καλύτερο να χάσουν ένα πλοίο παρά να διακινδυνεύσουν ένα στόλο.
Οι πληροφορίες ταξίδευαν αργά κατά τον 16ο αιώνα και οι αποφάσεις αναβάλλονταν αναλόγως. Χρειάζονταν τέσσερις ή πέντε βδομάδες για να καλυφθεί η απόσταση μεταξύ Ισταμπούλ και Βενετίας,53 ενώ φυσικά το περιεχόμενο των επιστολών μπορούσε να ποικίλλει, ανάλογα με τα συμφέροντα τού παρατηρητή. Όταν ο Ενετός πρέσβης Κονταρίνι παρουσίασε το αίτημα τής Γερουσίας για τούς πρόσθετους φόρους δεκάτης στον Παύλο Γ’, ο τελευταίος τον υποδέχθηκε με πραότητα, αλλά παρατήρησε ότι σύμφωνα με τα νέα (advisi) που είχε λάβει από την Ανατολή, ο Άρχοντας Τούρκος εξόπλιζε λιγότερες γαλέρες απ’ όσες πίστευαν οι Ενετοί. Ο Παύλος έλεγε λοιπόν ότι η ανάγκη φαινόταν σε αυτόν λιγότερο μεγάλη από εκείνη που είχε παρουσιάσει ο Κονταρίνι και υπενθύμιζε στον πρεσβευτή ότι είχε παραχωρήσει 70.000 δουκάτα (σε φόρους δεκάτης) στη Δημοκρατία κατά το προηγούμενο έτος. Δεν ήταν ότι η Αγιότητά του δεν ήταν έτοιμη να ικανοποιήσει το ενετικό αίτημα. Ήταν απλώς ότι επιθυμούσε να περιμένει μια πιο κατάλληλη στιγμή για να το κάνει. Ο Κονταρίνι ανέφερε από τη Ρώμη με επιστολές γραμμένες στις 13-16 Φεβρουαρίου (1537), τις οποίες έστειλε στις 17 τού μηνός. Η μετάβαση αγγελιοφόρου από τη Ρώμη στη Βενετία απαιτούσε συνήθως ταξίδι τριών ή τεσσάρων ημερών. Και η Γερουσία έλαβε τις επιστολές τού Κονταρίνι στις 21 Φεβρουαρίου. Στο μεταξύ όμως ο ίδιος ο πρεσβευτής είχε γράψει στη Γερουσία στις 19 τού μηνός για έναν Ισπανό, ο οποίος είχε κάνει το ταξίδι από την Ισταμπούλ σε εικοσιτέσσερις ημέρες, φέρνοντας νέα για τις εκτεταμένες προετοιμασίες τού σουλτάνου: «Προσθέτοντας σε αυτό», όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον Κονταρίνι, «τις πιο πρόσφατες επιστολές που έχουμε λάβει από την Αδριανούπολη με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου, τις οποίες σάς έχουμε μεταβιβάσει με πλήρη αλήθεια και ειλικρίνεια, υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες ότι ο Άρχοντας Τούρκος έρχεται προσωπικά στην Αυλώνα και από εκεί, όπως αναφέρεται, στην Ιταλία». Ο Κονταρίνι λοιπόν έπρεπε να επιστρέψει στον πάπα και να ανανεώσει το αίτημά του. Η ανάγκη τής Δημοκρατίας δεν μπορούσε ποτέ να είναι μεγαλύτερη από τώρα. Χρειαζόταν χρόνος και χρήμα για να τεθεί ένας μεγάλος στόλος σε ετοιμότητα και για να το πράξει αυτό η Βενετία απαιτούσε την εκκλησιαστική εισφορά των 114.000 δουκάτων, την οποία η Γερουσία είχε ζητήσει από τον πάπα. Κάθε καθυστέρηση, ακόμη και μικρή, μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες. Η παπική άδεια για τη συλλογή τού φόρου θα αποτελούσε όφελος όχι μόνο για τη Δημοκρατία, αλλά για τον ίδιο τον χριστιανισμό.54
Τέλος, επιστολές τής 6ης Ιουνίου από τον Κονταρίνι στη Ρώμη, που έφτασαν στη Γερουσία στις 9 τού μηνός, έφερναν στους Ενετούς τη διαβεβαίωση ότι θα έπαιρναν το απαιτούμενο ποσό για την αύξηση τής ναυτικής τους δύναμης, «παίρνοντας ως δεδομένο ότι θα είχαν αυτή τη νέα παραχώρηση 114.000 δουκάτων» (tenendo per certo di haver essa concessione integra delli ducati CXIΙII m.).55 Παρέμεναν όμως κάποια προβλήματα συλλογής, ενώ μόλις στις 3 Σεπτεμβρίου (1537) η Γερουσία έδινε εντολή στον πρεσβευτή να προτρέψει τον πάπα να γίνει η συλλογή των φόρων δεκάτης σύμφωνα με την πρόσφατη μεταρρύθμιση, που προσάρμοζε την πληρωμή σε γνωστά εισοδήματα, «επειδή προχωρώντας με άλλο τρόπο δεν θα υπάρξει δικαιοσύνη και οι φτωχοί θα αποτελούν πάντοτε αντικείμενο εκμετάλλευσης (sfrusiati), επιβαρυνόμενοι πέρα από αυτό που είναι σωστό».56
Κατά τη διάρκεια περιόδων κρίσης, όταν οι Τούρκοι ήταν γνωστό ότι προετοίμαζαν εκστρατεία κατά τής Ιταλίας ή τής Ανατολικής Ευρώπης, βρίσκονταν πάντοτε χριστιανοί, πρόθυμοι να αναλάβουν τον μεγάλο κίνδυνο πώλησης στους Τούρκους «ενάντια στην απαγόρευση» (contra bannum, «κοντραμπάντο») εμπορευμάτων λαθρεμπορίου, όπως σίδερο, χάλυβα, σχοινί και ξυλεία, λόγω των μεγάλων κερδών που έφερναν αυτά. Περίπου δώδεκα χρόνια πριν, στις 17 Αυγούστου 1525, ο πάπας Κλήμης Ζ’ είχε διορίσει τον Τεόντορο Σπαντουγκνίνο, τον γνωστό ιστορικό των Τούρκων, ως παπικό επίτροπο στο Μάρκε τής Αγκώνας και σε άλλα κράτη τής Εκκλησίας, για να αποτρέπει την εξαγωγή τέτοιων ειδών λαθρεμπορίου από Ιταλούς εμπόρους και άλλους, που προτιμούσαν το ανήθικο κέρδος τους από την ύστατη ασφάλεια των οικογενειών τους και των συμπατριωτών τους. Τώρα οι λαθρέμποροι στην Αγκώνα, τη Μπολώνια και αλλού βρίσκονταν πίσω στη δουλειά, καθώς πίστευαν ότι η Πύλη ετοίμαζε μεγάλη επίθεση κατά τής Ιταλίας και στις 19 Ιανουαρίου 1537 ο Παύλος Γ’ επιβεβαίωσε και ανανέωσε την αποστολή τού Σπαντουγκνίνο, να αναζητά και να οδηγεί στη δικαιοσύνη όσους εμπλέκονταν στην ειδεχθή επιχείρηση τής πώλησης πολεμικών υλικών στον εχθρό.57
Παρά τη σοβαρή φύση τής κατάστασης έκτακτης ανάγκης, οι φόροι δεκάτης δεν συλλέγονταν παντού, ούτε συλλεγόταν από κάθε νοικοκυριό το ειδικό τέλος ενός δουκάτου που είχε επιβληθεί. Ο πάπας έγραψε με αγανάκτηση στις 22 Ιουνίου 1537 στους δούκες τής Φερράρας και τού Ουρμπίνο, στα εδάφη των οποίων ελάχιστη ή καθόλου προσπάθεια δεν είχε προφανώς γίνει για τη συλλογή των φόρων, που είχαν σχεδιαστεί για την κοινή ασφάλεια ολόκληρης τής Ιταλίας.58 Περίπου έξι μήνες πριν από αυτό (τον Δεκέμβριο τού 1536) ο πάπας είχε σχηματίσει επιτροπή εννέα καρδιναλίων, για να μελετήσει το πρόβλημα τής ιταλικής άμυνας κατά των Τούρκων. Η επιτροπή είχε συστήσει τον διπλό φόρο δεκάτης και τον φόρο εστίας, για τούς οποίους ο Γάλλος πρεσβευτής Ντενονβίλ είχε γράψει στον Μονμορενσύ στις 11 Ιανουαρίου (1537), αλλά η εμπειρία έδειχνε συνήθως ότι σε αυτά τα θέματα άλλο πράγμα ήταν η επιβολή τέτοιου είδους φόρων και άλλο η είσπραξή τους. Παπικά σημειώματα διαμαρτυρίας ή προτροπής στάλθηκαν επίσης στη Μάντουα και το Μιλάνο, στη Φλωρεντία, τη Λούκκα, τη Σιένα και τη Γένουα, ενώ ο διπλός φόρος δεκάτης επεκτάθηκε στην παπική πόλη τής Αβινιόν και στην παλαιά κομητεία τού Βεναισσέν. Παρά τις δυσκολίες συγκέντρωσης των πόρων, ο πάπας κατάφερε να οχυρώσει την Αγκώνα, την Τσιβιταβέκκια, την Τερρατσίνα, την Όστια και τη Ρώμη. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 13ης Ιουνίου 1537 αποφασίστηκε η πρόσληψη δύναμης πεζικού 15.000 ανδρών για την προστασία τής Ρώμης και των λιμανιών, ενώ τον Ιούλιο διορίστηκε επίτροπος, για να φροντίσει για την άμυνα όλων των οχυρών σε ακτίνα εξήντα μιλίων από τη Ρώμη. Τον Αύγουστο προσλήφθηκε ειδική δύναμη περίπου 6.000 ανδρών για την άμυνα τής πόλης, ενώ ο γιος τού πάπα, ο Πιέρ Λουίτζι Φαρνέζε, είχε ήδη τοποθετηθεί λίγους μήνες νωρίτερα διοικητής τού στρατεύματος, που είχε οριστεί για τη φύλαξη των ακτών από τουρκικές επιθέσεις.59
Δεν ήσαν κακές όλες οι ειδήσεις που έφταναν στη Ρώμη. Η εκπληκτικά επιτυχής ολοκλήρωση τής εκστρατείας τής Τυνησίας τού αυτοκράτορα Καρόλου Ε’ είχε γεννήσει μεγάλες ελπίδες για σταυροφορία κατά των Τούρκων, ενώ την ίδια στιγμή προκαλούσε φόβο στην κούρτη ως προς το ποια θα ήταν πλέον η ιταλική πολιτική τού Καρόλου. Μια σταυροφορία θα αποσπούσε προφανώς την προσοχή τού Καρόλου από την αδικαιολόγητη εδραίωση τής αυτοκρατορικής εξουσίας στη χερσόνησο. Για παράδειγμα οι επιθυμίες τού πάπα αποκαλύπτονταν σε παπικό σημείωμα, το οποίο απευθυνόταν στις 2 Ιανουαρίου 1536 στον βασιλιά Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας, εκφράζοντας τη συμπάθεια που ένιωθε για τον βασιλιά, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος σε τόσο προχωρημένη ηλικία να αγωνίζεται για την πίστη και για την ύστατη διάσωση τού βασιλείου του και άλλων εδαφών στην τραχιά και μακρινή χώρα των Τατάρων. Όμως η Μεγαλειότητά του μπορούσε να βρίσκει ανακούφιση στη συνειδητοποίηση ότι η χάρη τού Θεού ασκούνταν τώρα για λογαριασμό των πιστών χριστιανών, όπως φαινόταν από τη νίκη τού αυτοκράτορα το προηγούμενο καλοκαίρι στην Αφρική, καθώς και από την είδηση που είχε πρόσφατα φτάσει στην Ισταμπούλ, για τη μεγάλη ήττα που είχε υποστεί ο Μεγάλος Τούρκος από τον σούφι. Επίσης η Μεγαλειότητά του έπρεπε να είναι βέβαιος ότι ο πάπας κατέβαλλε αδιάκοπες προσπάθειες για τη θέσπιση ειρήνης μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων «επειδή έτσι θα μπορέσουμε να πάμε σε αυτή την ένδοξη εκστρατεία τής Κωνσταντινούπολης» (perchè si possa andare a questa gloriosa impresa di Constantinopoli).60
Όμως ο τουρκικός κίνδυνος παρέμενε, γιατί δεν μειωνόταν η εχθρότητα που υπήρχε μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά τής Γαλλίας. Ο πόλεμος στην Ουγγαρία μεταξύ τού Φερδινάνδου των Αψβούργων και τού Ιωάννη Ζαπόλυα, όπως έγραφε ο πάπας στον βασιλιά τής Πολωνίας στις 17 Μαΐου 1537, είχε «ανοίξει τον δρόμο για την καταστροφή μας».61 Η λουθηρανική αίρεση δεν έχανε καθόλου τη δύναμη και τη λαϊκή της απήχηση, πράγμα που δεν αποτελούσε μόνο έκφραση τής πικρής δυσαρέσκειας για τα κακά και τις καταχρήσεις που είχαν προκύψει στην Εκκλησία, αλλά και διεκδίκηση τού γερμανικού εθνικισμού εναντίον των παπικών αξιώσεων για οικουμενική πνευματική κυριαρχία, η οποία, για πολλές γενιές, όπως προβαλλόταν, πλούτιζε τούς Ιταλούς σε βάρος των άλλων λαών. Βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με τον μήνα, το μυαλό τού πάπα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό, όπως περιγράφεται σε γενική επιστολή προτροπής, που απευθυνόταν σε όλους τούς κληρικούς και λαϊκούς τού χριστιανικού κόσμου στις 15 Φεβρουαρίου 1536: «…θλιμμένοι από τις απειλές και τις προετοιμασίες των Τούρκων, μάς παρηγορεί η φωνή τού Κυρίου μας…» (…ex Turcarum minis et apparatibus angimur, vox Domini nos consolatur…).62 Παρ’ όλα αυτά, κατά πάσα πιθανότητα όλοι στην κούρτη συμφωνούσαν ότι οι Λουθηρανοί αποτελούσαν μεγαλύτερο κίνδυνο για τον παπισμό από τούς Τούρκους. Αυτό αναφερόταν αρκετά συχνά. Μπορούσε κανείς να αγωνιστεί εναντίον των Τούρκων ή να τραπεί μπροστά τους σε φυγή, αλλά τι μπορούσε να γίνει με τούς Λουθηρανούς, που βρίσκονταν εντός τού πολιτικού σώματος τής χριστιανοσύνης; Ο αγώνας εναντίον τους θα ήταν πολιτική αδελφοκτονία, ενώ η φυγή απέναντί τους ήταν δυνατό να αποδειχτεί πολιτική αυτοκτονία. Φυσικά οι σκέψεις και οι ελπίδες στρέφονταν προς μια οικουμενική σύνοδο.
Η θριαμβευτική εμφάνιση τού Καρόλου στη Ρώμη στις αρχές Απριλίου 1536 είχε λύσει πολλές αμφιβολίες και είχε απομακρύνει πολλές δυσκολίες από τον δρόμο εκείνων που υποστήριζαν τη σύνοδο. Ο Κάρολος, φοβούμενος λιγότερο την αντίθεση των Γερμανών ηγεμόνων, τώρα που η τυνησιακή εκστρατεία είχε καταλήξει σε θεαματική νίκη του, συμφώνησε για τη Μάντουα ως τόπο συνάντησης. Μια βούλλα που συνέταξε ο Τζερόμ Αλεάντερ και επανεξέτασε ο Βεργκέριο έγινε δεκτή σε εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 29 Μαΐου, εκδόθηκε σε άλλο εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 2 Ιουνίου και δημοσιεύτηκε δύο μέρες αργότερα, με ανάγνωση και ανάρτηση στις πόρτες τού Αγίου Πέτρου και τού Αγίου Ιωάννη τού Λατερανού, καθώς και με ανάρτηση στις πόρτες τής Αποστολικής Καγκελλαρίας και στο κοντινό Κάμπο ντε Φιόρι. Η σύνοδος θα συγκαλούνταν στη Μάντουα στις 23 Μαΐου 1537. Οι ηγεμόνες προτρέπονταν να έλθουν προσωπικά, διαφορετικά έπρεπε να στείλουν αντιπροσώπους. Ορισμένες παραδοσιακές διατυπώσεις προσβλητικές για τούς Προτεστάντες είχαν παραληφθεί από τη βούλλα, με την ελπίδα ότι θα εξασφαλιζόταν η συμμετοχή τους. Στις 9 Ιουνίου (1536) διορίστηκαν τρεις καρδινάλιοι λεγάτοι σε εκκλησιαστικό συμβούλιο: ο Μαρίνο Καρατσιόλο θα στελνόταν στον αυτοκράτορα, ο Αγκοστίνο Τριβούλτσιο στον βασιλιά τής Γαλλίας και ο Φρανσίσκο Κινιόνες στον βασιλιά των Ρωμαίων στη Βιέννη.63
Αν επρόκειτο να προκύψει κάτι από αυτές τις προσπάθειες για σύγκληση συνόδου, η ειρήνη έπρεπε φυσικά να διατηρηθεί. Ο Παύλος Γ’ κήρυξε την ειρήνη, καθήκον το οποίο, όπως είπε περισσότερες από μία φορά, ενέπιπτε ιδιαιτέρως στο αξίωμά του. Στις 14 Ιουνίου 1536 έγραψε στον Κάρολο Ε’ και στον Φραγκίσκο Α’ ότι έστελνε τούς καρδινάλιους Αγκοστίνο Τριβούλτσιο και Μαρίνο Καρατσιόλο να συνεχίσουν τις προσπάθειές του για την επίτευξη ειρήνης και ομόνοιας μεταξύ τους. Και οι δύο λεγάτοι θα πήγαιναν πρώτα στον Κάρολο, αλλά όταν ο Τριβούλτσιο εκτελούσε την αποστολή του στην αυτοκρατορική αυλή, θα συνέχιζε τον δρόμο του προς τον Φραγκίσκο. Παρά το γεγονός ότι ο Τριβούλτσιο, όπως όλη η οικογένειά του, ήταν γνωστό ότι ήσαν γαλλόφιλοι, ο Παύλος διαβεβαίωνε τον Κάρολο ότι ο καλός καρδινάλιος δεν ήταν λιγότερο θαυμαστής των φημισμένων αρετών τού ίδιου τού αυτοκράτορα. Παρόμοια σημειώματα στάλθηκαν στον Γκρανβέλ, στον Κόμπος, στον δούκα τής Άλβα και άλλους.64 Την ίδια μέρα (14 Ιουνίου) ο πάπας έγραψε στον Φραγκίσκο Α’ ότι οι προσπάθειές του να συμβιβάσει τα συμφέροντα τής Γαλλίας με εκείνα τού αυτοκράτορα Καρόλου είχαν σκοπό να επιτρέψουν στους δύο μονάρχες να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των Τούρκων.65 Όλα εξαρτιόνταν από τη σύναψη ειρήνης μεταξύ των δύο αντιπάλων. Αλλά στα τέλη Ιουλίου 1536 αυτοκρατορικός στρατός εισέβαλε στην Προβηγκία και επρόκειτο να υπάρχει πόλεμος. Ο πάπας ανησυχούσε για την κατάσταση στη διάρκεια ολόκληρου τού καλοκαιριού, ενώ οι λεγάτοι του εργάζονταν στις περιοχές που τούς είχαν ανατεθεί.66 Η ειρήνη ήταν απίθανη όσο ο Φραγκίσκος διατύπωνε την αιώνια απαίτησή του για εκχώρηση τού Μιλάνου. Ούτε ήταν ενδεχόμενο να επηρεαστεί αυτός από τις εκκλήσεις τού πάπα να έρθει σε συμφωνία με τον εχθρό του, τον Κάρολο, προκειμένου να κάνει πόλεμο εναντίον τού φίλου του Σουλεϊμάν, ο οποίος υποδεχόταν τώρα τον Γάλλο πρεσβευτή με ιδιαίτερα σημάδια εύνοιας και έπαιρνε από εκείνον ένα μεγάλο ρολόι στολισμένο με πετράδια.67
Ο Παύλος Γ’ έκανε εκείνο που αναμενόταν από έναν πάπα. Οι πάπες πάντοτε κηρύττουν την ειρήνη. Αλλά μέχρι να μπορούσαν να επιλυθούν με τη βία, ή να τεθούν υπό έλεγχο οδηγούμενα σε ακινησία, τα ζητήματα που βρίσκονταν μεταξύ Φραγκίσκου και Καρόλου, δεν θα υπήρχε ειρήνη. Ο Παύλος ήταν ειλικρινής και επίμονος στις προσπάθειές του. Η κοινή γνώμη μπορούσε να προκαλέσει κάποια αλλαγή στη σκέψη τού Φραγκίσκου, γιατί η συνθήκη τού Λα Φορέ με την Υψηλή Πύλη, «υπογεγραμμένη» ή όχι, σύντομα θα γινόταν γνωστή και δεν θα ενίσχυε τη γαλλική φήμη στην Ευρώπη. Οι Τούρκοι μετατρέπονταν σε τόσο μεγάλη πηγή ανησυχίας για την παπική κούρτη, όσο και οι Λουθηρανοί. Στις 12 Ιουνίου (1536) ο πάπας είχε γράψει στον αυτοκράτορα για την εν γένει συμφωνία του για τη συλλογή σε δύο χρόνια μιας αντι-τουρκικής επιχορήγησης 252.000 χρυσών δουκάτων από τα ισπανικά βασίλεια. Υπήρχαν πολλοί λόγοι όπως πάντοτε να φοβούνται τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα.68 Οι αυτοκρατορικές και παπικές οικονομικές επιβολές αποτελούσαν επώδυνο ζήτημα στην Ισπανία, όπως και αλλού. Στις 6 Ιουλίου (1536) ο πάπας είχε αναγκαστεί να περιορίσει τον υπερβολικό ενθουσιασμό τής συνέλευσης των κληρικών στην Καστίλλη και Λεόν από τον καταλογισμό αδικαιολόγητου μεριδίου τού βάρους των επιδοτήσεων και των φόρων δεκάτης στα εισοδήματα των «κανονικών προσώπων και τόπων», γλυτώνοντας προφανώς τούς δικούς τους πόρους από τη διαδικασία.69
Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι προετοιμασίες από διάφορες πλευρές για τη γενική σύνοδο, την οποία ο πάπας είχε προσκαλέσει να συγκληθεί στη Μάντουα. Στις 6 Ιουλίου (1536) ο εργατικός και μορφωμένος Γιόχαν Φάμπρι, ο επίσκοπος τής Βιέννης, ο οποίος διάβαζε επί σειρά ετών τα έργα των Προτεσταντών (το πλήθος των οποίων τον εξέπληττε και στενοχωρούσε), εκπόνησε για τον πάπα λεπτομερή προκαταρκτικό οδηγό (praeparatoria), για την αντιμετώπιση στη σύνοδο τού λουθηρανικού και άλλων λαθών. Αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης μελέτησαν τον οδηγό τού Φάμπρι με μεγάλη προσοχή και τού έστειλαν επαινετική απάντηση.70
Οι προετοιμασίες για τη σύνοδο τής Μάντουας (που υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε στις 23 Μαΐου 1537) συνήθως έχουν μελετηθεί με ιδιαίτερη αναφορά στον Προτεσταντισμό και την πολυπόθητη εκκλησιαστική μεταρρύθμιση εκείνης τής περιόδου. Τα προβλήματα αυτά δέσποζαν στο μυαλό των ανθρώπων τής εποχής, αλλά η σύνοδος είχε επίσης έναν απώτερο σκοπό, ο οποίος μάς αφορά ιδιαίτερα στην παρούσα μελέτη. Ο σκοπός αυτός τίθεται ωραία και επιγραμματικά σε επιστολή στα μέσα Δεκεμβρίου (1536), την οποία ο Γιόχαν Φάμπρι έστειλε στον Τζιοβάννι Μορόνε, νούντσιο στον Φερδινάνδο. Τονίζοντας την πολλαπλή αναγκαιότητα τής συνόδου, ο Φάμπρι δήλωνε:
Επιπλέον, όσον αφορά τη δυσκολία που παρουσιάζουν οι Τούρκοι και ο [Χαϊρεντίν] Μπαρμπαρόσσα, μόνο έτσι μπορώ να απαντήσω ότι δεν υπάρχει πιο κατάλληλος τρόπος για να ασχοληθούμε με το πρόβλημα απ’ ό,τι μέσω μιας συνόδου, έτσι ώστε ο πάπας, ο αυτοκράτορας, ο βασιλιάς των Ρωμαίων και τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας, καθώς και οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Πορτογαλίας και οι άλλοι κυβερνήτες να μπορέσουν όλοι μαζί να φτάσουν σε συμφωνία και δέσμευση ότι εφεξής με ενότητα στην καρδιά και στα χέρια, στα όπλα και στις ικανότητες, θα επιτεθούν από στεριά και θάλασσα στους εχθρούς τού σταυρού και τού ονόματος τού Χριστού, τούς άπιστους [Τούρκους], ώστε οι χριστιανοί να μην τρέπονται πάντοτε σε φυγή, αλλά μια και καλή να τρέψουν σε φυγή και να καταστρέψουν αυτή τη σιχαμερή, βρωμερή και κακή αίρεση τού Μωάμεθ.71
Ο σκοπός αυτός διατυπώνεται συχνά στα έγγραφα, αλλά όχι πάντοτε τόσο δυνατά.
Στις 19 και 23 Ιουλίου (1536) κλήθηκαν στη Ρώμη ο Ρέτζιναλντ Πολ από τις σπουδές του στην Πάδουα και ο Τζάκοπο Σαντολέτο από τη μητροπολιτική του έδρα στο Καρπεντρά τής Νότιας Γαλλίας, για διαβουλεύσεις σχετικές με τις υποθέσεις τής συνόδου, όπως κλήθηκαν και άλλοι επιστήμονες και κληρικοί, ο Φεντερίγκο Φρεγκόζο από την αρχιεπισκοπή τού Σαλέρνο, ο Γκρεγκόριο Κορτέζε από το αββαείο των Βενεδικτίνων τού Σαν Τζόρτζιο Ματζιόρε στη Βενετία, ο Τζιαν Πιέτρο Καράφα, επίσκοπος τού Κιέτι, από την εργασία του στα νοσοκομεία τής Βενετίας και ο Τζιοβάν Ματτέο Τζιμπέρτι από την επισκοπή τής Βερόνα. Κλήθηκε επίσης από τη Λούκκα για διαβούλευση ο νομικός τού κανονικού δικαίου και διπλωμάτης Μπαρτολομμέο Γκουϊντιτσιόνι.72 Στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 22ας Δεκεμβρίου (1536) οι Πολ, Σαντολέτο και Καράφα θα γίνονταν καρδινάλιοι (ο Καράφα έγινε αργότερα πάπας Παύλος Δ’). Οι Φρεγκόζο και Γκουϊντιτσιόνι θα γίνονταν καρδινάλιοι στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 19ης Δεκεμβρίου 1539 και τέλος ο Κορτέζε σε εκείνο τής 2ας Ιουνίου 1542.73 Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για την ειλικρίνεια τού πάπα στη σύγκληση τής συνόδου, αν και μπορεί κανείς να εξακολουθεί να αμφισβητεί τη σοφία του στην επιλογή τής Μάντουας ως τόπου διεξαγωγής.
Αν οι αδελφοί Αψβούργοι ήθελαν γενική σύνοδο και εύρισκαν τη Μάντουα ικανοποιητική τοποθεσία, ο Ερρίκος Η’ δεν συμφωνούσε. Παρά τις περιστασιακές ευσεβείς δηλώσεις περί τού αντιθέτου, ο Ερρίκος αντιτασσόταν σε μια σύνοδο, γιατί φοβόταν τις συνοδικές σκέψεις για τα γαμήλια προβλήματά του και τις συνοδικές αντιρρήσεις για την προσφάτως διακηρυχθείσα πρωτοκαθεδρία του επί τής Εκκλησίας τής Αγγλίας. Όσο για τον Φραγκίσκο Α’, θεωρητικά η σύνοδος θα μείωνε την εχθρότητα μεταξύ των μεταρρυθμιστών τής Βίττενμπεργκ και τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας, πράγμα που δεν ήθελε. Θα είχε να αντιμετωπίζει ισχυρότερο αυτοκράτορα, πράγμα το οποίο η γαλλική αυλή προφανώς δεν εύρισκε ως ελκυστική προοπτική. Η Προτεσταντική Ένωση τού Σμαλκάλντεν αποτελούσε απειλή για τούς Αψβούργους, την οποία ο Φραγκίσκος δεν ήθελε να δει να μειώνεται. Ο Παύλος Γ’ ήταν αποφασισμένος να παραμείνει ουδέτερος στον ανταγωνισμό Αψβούργων-Βαλώνων, όπως είχε κατανοήσει ο Κάρολος Ε’, όταν βρισκόταν στη Ρώμη τον Απρίλιο τού 1536. Ο πάπας και ο αυτοκράτορας αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον. Ο Παύλος φοβόταν την αυτοκρατορική εξουσία, τόσο σταθερά εγκατεστημένη στο Μιλάνο, όσο στη Νάπολη, ενώ ο Κάρολος εύρισκε τον αρπακτικό νεποτισμό τού πάπα ιδιαίτερα δυσάρεστο. Επιπλέον ο Παύλος συνειδητοποιούσε ότι αν δεν κρατούσε ουδέτερη στάση μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου, ο τελευταίος σχεδόν σίγουρα θα ακολουθούσε τον Ερρίκο Η’ σε σχίσμα. Η ζωή τού πάπα δεν ήταν ποτέ εύκολη. Αν και μια γενική σύνοδος θα ήταν το κατάλληλο μέρος για να προσπαθήσει να ξεκινήσει πανευρωπαϊκή εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, ο Φραγκίσκος ήταν φίλος —και ο Ερρίκος δεν ήταν εχθρός— τού σουλτάνου Σουλεϊμάν.
Νούντσιοι διορίζονταν τώρα για να προχωρήσουν το έργο των καρδιναλίων λεγάτων, να παραδώσουν τα παπικά σημειώματα σύγκλησης και να διασφαλίσουν την πλήρη δημοσιότητα τής προσεχούς συνόδου. Από τούς πολλούς τέτοιους διορισμούς σίγουρα ο πιο δύσκολος έπεσε σε Ολλανδό διδάσκαλο τού δικαίου, τον Πέτερ φαν ντερ Φορστ (Φόρστιους), επίσκοπο τής Άκουϊ στη Λιγουρία, που ήταν εφημέριος τού Αδριανού ΣΤ’, γιατί στις 10 Σεπτεμβρίου (1536) διορίστηκε νούντσιος στη Γερμανία και τού δόθηκαν κατάλληλες οδηγίες για τη διόλου επίζηλη αποστολή στους ηγεμόνες και τις πόλεις εκείνης τής ξεσηκωμένης χώρας. Αντί να προσπαθήσει να συζητήσει οποιοδήποτε από τα αντικρουόμενα ζητήματα, στα οποία οι Γερμανοί, ιδίως οι Λουθηρανοί, ίσως προσπαθούσαν να τον σύρουν, ο Φορστ έπρεπε να πει ότι η σύνοδος θα συνεδρίαζε σύντομα και εκεί θα λαμβανόταν πλήρως υπόψη κάθε άποψη. Ο γραμματέας τού νούντσιου, ο Κορνήλιους Εττένιους, έχει αφήσει περιγραφή τού δρομολογίου και των εμπειριών του. Αφού επισκέφτηκε τούς Καθολικούς ηγεμόνες, λαϊκούς και εκκλησιαστικούς, από τούς οποίους μπορούσε φυσικά να αναμένει θερμό καλωσόρισμα, ο Φορστ πήγε να δει τον μαργράβο (margrave) Γεώργιο τού Βρανδεμβούργου, πιστό Λουθηρανό, ο οποίος τον υποδέχθηκε με φιλικό τρόπο (όπως είχε υποδεχτεί και τον Βεργκέριο τον Αύγουστο τού 1535). Ο Φορστ πήγε επίσης στη Νυρεμβέργη, στη Μπάμπεργκ και στο Βύρτσμπουργκ. Οι Προτεστάντες τού είπαν ότι χρειαζόταν να περιμένουν την απόφαση τής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν πριν μπορέσουν ενδεχομένως να δεσμευτούν για Οικουμενική Σύνοδο στη Μάντουα (γιατί κοινή τους απαίτηση και προσδοκία ήταν για γερμανική σύνοδο, όπως απαιτούσαν και τα ψηφίσματα τής αυτοκρατορικής δίαιτας). Η αντίδραση τού Σάξωνα εκλέκτορα Γιόχαν Φρήντριχ, πεθερού και σύμμαχου τού Φιλίππου τής Έσσης, θα ήταν η πιο σημαντική απ’ όλες, γιατί ήταν η πιο σεβαστή και απείθαρχη φωνή στην Προτεσταντική Ένωση.74
Ο Γιόχαν Φρήντριχ αρνήθηκε να δει τον Φορστ πριν από την επερχόμενη συνάντηση τής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν, στην οποία προσκάλεσε τον νούντσιο, αφού κύριος σκοπός τής συνάντησης ήταν να εξετάσει ακριβώς το ζήτημα, για το οποίο είχε έρθει στη Γερμανία ο Φορστ. Ύστερα από κάποιο δισταγμό ο Φορστ αποφάσισε να πάει στο Σμαλκάλντεν, όπου έφτασε ύστερα από άθλιο ταξίδι πάνω σε παγωμένους δρόμους, με χιόνι, χαλάζι και άνεμο στις 24 Φεβρουαρίου (1537).75 Η συνάντηση τής Ένωσης βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Δεν θα ξεθώριαζε ποτέ από τη μνήμη εκείνων που συμμετείχαν. Ο Ματίας Χελντ, ο αυτοκρατορικός αντικαγκελλάριος, προσπαθούσε να καταστήσει σαφές στους παρόντες (στις 24 Φεβρουαρίου, την ημέρα τής άφιξης τού Φορστ) ότι η προτεινόμενη συνάθροιση στη Μάντουα ήταν στην πραγματικότητα διαβεβαίωση τής γενικής συνόδου (generale concilium), η οποία είχε ζητηθεί εδώ και τόσο καιρό. Δεν έπρεπε να υπάρχει κανένας περιορισμός στην ημερήσια διάταξη, ούτε προκατειλημμένες συνθήκες. Οι Λουθηρανοί δεν έπρεπε να προσπαθήσουν να υπαγορεύσουν τη μορφή και τον στόχο (forma et meta) τής διαδικασίας στην υπόλοιπη χριστιανοσύνη, ούτε έπρεπε ο Κάρολος Ε’ να αναζητήσει την ευκαιρία ή την εξουσία να το πράξει. Η σύνοδος ήταν ο τρόπος αποκατάστασης τής ειρήνης και τής ενότητας στην Εκκλησία και στην Αυτοκρατορία. Θα μπορούσε επίσης να παράσχει τα μέσα για την προστασία τού χριστιανισμού και τής Γερμανίας από τις επιθέσεις των Τούρκων. Τα πρακτικά τής συνάντησης των Λουθηρανών ηγεμόνων στο Σμαλκάλντεν [μιας μικρής κωμόπολης που ανήκε στον φεουδάρχη (landgrave) Φίλιππο τής Έσσης] έγιναν σύντομα γνωστά στην παπική κούρτη, όπως βεβαιώνεται από πολυάριθμα έγγραφα, που βρίσκονται σήμερα στα Αρχεία τού Βατικανού.76
Τα μέλη τής κούρτης, όπως και άλλοι, δεν παρέλειπαν να ρωτούν ορισμένες προφανείς ερωτήσεις. Αν οι Προτεστάντες απέρριπταν τη σύνοδο απλά και μόνο επειδή θα συγκαλούνταν στη Μάντουα, άραγε θα συμμετείχαν σε οποιαδήποτε σύνοδο; Σε περίπτωση που δεν συμμετείχαν σε καμία σύνοδο, τότε από πού θα έρχονταν άραγε τα μέσα για την αποκατάσταση τής ενότητας τού δόγματος και τής αρχής τής πειθαρχίας στη γερμανική Εκκλησία; Πώς θα λυνόταν το τουρκικό πρόβλημα; Στη συνάντηση τού Σμαλκάλντεν τον Φεβρουάριο τού 1537 η Γερμανία είχε φτάσει σε άλλο ένα σταυροδρόμι τού Καθολικισμού και τού Προτεσταντισμού. Η Καθολική ενότητα αποτελούσε αναμφισβήτητα τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την αντίθεση στους Τούρκους και ίσως για το ξεκίνημα επίθεσης εναντίον τους.
Οι περισσότεροι από τούς πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες τού γερμανικού Προτεσταντισμού ήσαν παρόντες στο Σμαλκάλντεν για τη συνέλευση τού Φεβρουαρίου και τού Μαρτίου τού 1537. Έξι προσωπικότητες βαθμού δούκα ήσαν εκεί προσωπικά: ο Γιόχαν Φρήντριχ τής Σαξωνίας, ο Φίλιππος τής Έσσης, οι Ερνστ και Φραντς τού Λύνεμπουργκ, ο Φίλιππος τής Πομερανίας και ο Ούλριχ τής Βίττενμπεργκ. Οκτώ κόμητες ήσαν παρόντες, καθώς και απεσταλμένοι πέντε άλλων δουκών, ενός μαργράβου και ενός κόμη. Υπήρχαν εικοσιεννέα απεσταλμένοι από αυτοκρατορικές πόλεις, καθώς και εικοσιοκτώ διδάσκαλοι και διακεκριμένοι κήρυκες. Μεταξύ των διδασκάλων και ιεροκηρύκων (doctores et concionatores) εμφανίζονται τα ονόματα (στα αρχεία τού Βατικανού) τού Μαρτίνου Λούθηρου, τού Ιωάννη Πομερανού (Joannes Pomeranus, Bugen-Hagen), τού Νικόλαου Σπαλατινού (Spalatinus), τού Φίλιππου Μελάνκτον (Melanchthon), τού μάγιστρου Άνταμ ντε Φούλντα, τού Μαρτίνους Μπούκερους και τού Αντρέας Οζιάντερ. Οι Προτεστάντες στο Σμαλκάλντεν καυχιόνταν ότι είχαν περαιτέρω συμμάχους τούς βασιλείς τής Αγγλίας, τής Δανίας, τής Νορβηγίας και τής Σουηδίας καθώς και τον δούκα τής Πρωσίας και πολλούς άλλους βαρώνους και ευγενείς.77 Σε γενικές γραμμές η παπική κούρτη ήταν σε καλή θέση για να αξιολογήσει την εγκυρότητα των Προτεσταντικών ισχυρισμών για συμμαχία ή υποστήριξη από οποιονδήποτε ηγεμόνα, ιεράρχη, διδάσκαλο και ιεροκήρυκα στη Γερμανία, όπως φαίνεται από τον κατάλογο των ονομάτων τέτοιων προσώπων, μαζί με τα σχόλια για τα θρησκευτικά τους συναισθήματα, με τον οποίο είχε εφοδιαστεί ο Τζιοβάννι Μορόνε, ο επίσκοπος τής Μόντενα, όταν στα τέλη Οκτωβρίου (1536) διαδεχόταν τον Βεργκέριο ως νούντσιος στην Αυστρία.78
Στις 24 Φεβρουαρίου (1537), ιστορική ημερομηνία, οι Λουθηρανοί ηγεμόνες και πόλεις, πολύ εντυπωσιασμένοι από τη δική τους δύναμη, έδωσαν τούς δικούς τους λόγους στον εκπρόσωπο τού αυτοκράτορα, τον Ματίας Χελντ, για τούς οποίους αρνούνταν να προσχωρήσουν σε σύνοδο που θα συγκαλούνταν στη Μάντουα. Παρόμοια απάντηση δόθηκε αργότερα στον νούντσιο Φορστ. Οι ηγεμόνες και οι πόλεις δήλωναν κατηγορηματικά ότι ο πάπας Αδριανός ΣΤ’ (συμπατριώτης τού Φορστ), με τις οδηγίες που είχε δώσει στον νούντσιό τού στην πρώτη δίαιτα που είχε πραγματοποιηθεί στη Νυρεμβέργη το 1522, είχε στην πραγματικότητα αναγνωρίσει ότι όλα τα κακά και οι καταχρήσεις για τις οποίες διατυπώνονταν παράπονα προέρχονταν από τούς ίδιους τούς πάπες και την παπική κούρτη. Ο Αδριανός είχε υποσχεθεί τη διόρθωση αυτών των κακών και των καταχρήσεων, αλλά ο θάνατός του είχε διακόψει τις διαφαινόμενες καλές προθέσεις του. Όμως στη δεύτερη δίαιτα τής Νυρεμβέργης (το 1524) ο λεγάτος τού Κλήμεντα Ζ’ είχε πάρει εντελώς διαφορετική θέση. Αλλά τότε πια όλα τα τάγματα και οι φεουδάρχες τής αυτοκρατορίας είχαν εγκρίνει ψήφισμα, που επιβεβαίωνε την ανάγκη μιας γενικής, ελεύθερης και χριστιανικής συνόδου, που θα γινόταν στη Γερμανία και όχι μιας τέτοιας συνέλευσης, όπως εκείνη που προτεινόταν τώρα στη Μάντουα. Επιπλέον ο Κάρολος είχε επικυρώσει το ανωτέρω διάταγμα τής δεύτερης δίαιτας τής Νυρεμβέργης, όταν είχε χορηγήσει στους Λουθηρανούς τη θρησκευτική ειρήνη τού 1532. Το επόμενο έτος (1533) ο Κλήμης Ζ’ είχε στείλει νούντσιο στη Γερμανία, με προτάσεις για σύνοδο, οι οποίες ήσαν πάρα πολύ περιορισμένες και σε αντίθεση με τα διατάγματα τής αυτοκρατορικής δίαιτας. Οι Λουθηρανοί λοιπόν τις απέρριψαν ορθώς. Το 1535 είχαν επίσης βρει αναγκαίο να απορρίψουν την απόφαση τού Παύλου Γ’ να συγκαλέσει τη σύνοδο στην Ιταλία, γιατί δεν ήσαν ακόμη πρόθυμοι να απομακρυνθούν από τα διατάγματα και τα ψηφίσματα τής αυτοκρατορίας. Η επακόλουθη σύγκληση αυτής τής Συνόδου από τον Παύλο δεν ήταν σε συμφωνία με τα προαναφερθέντα αυτοκρατορικά διατάγματα, ούτε με οποιοδήποτε αντιληπτό ορισμό πραγματικής και ελεύθερης συνόδου. Μάλιστα σκοπός τού Παύλου, σύμφωνα με τούς Λουθηρανούς ηγεμόνες και πόλεις, δεν ήταν η μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, αλλά η καταστολή εκείνων που αποκαλούσε «αιρέσεις που έχουν προκύψει πρόσφατα…, με την οποία λέξη εννοεί εκείνα τα σφάλματα και τις καταχρήσεις, τις οποίες υπερασπίζονται αυτός και οι όμοιοί του, αλλά χωρίς αμφιβολία εννοεί εκείνο το δόγμα το οποίο καταδικάζει, δηλαδή τη χριστιανική και καθολική πίστη μας». Εκτός αυτού, ο Λέων Ι’ είχε ήδη καταδικάσει τη δική τούς ομολογία πίστης και η πρόσφατη καταδίκη τού Λουθηρανισμού από τον ίδιο τον Παύλο ως «νοσογόνου» αίρεσης κατά τη στιγμή που συγκαλούσε τη σύνοδο, καθώς και η εξαγγελμένη πρόθεσή του να πετύχει την εκρίζωση τού Λουθηρανισμού στη βούλλα που είχε εκδώσει για τη μεταρρύθμιση τής παπικής κούρτης (Sublimis Deus, τής 23ης Αυγούστου 1535)79 έδειχναν και τα δύο ότι αυτός και οι επίσκοποί του θα ήσαν προκατειλημμένοι και ακατάλληλοι δικαστές τής Προτεσταντικής υπόθεσης στη Γερμανία. Οι Λουθηρανοί ηγεμόνες καθιστούσαν έτσι σαφές ότι δεν θα συμμετείχαν στη σύνοδο την οποία είχε συγκαλέσει ο Παύλος, ιδιαίτερα έξω από τη Γερμανία, γιατί θα εξέθεταν τούς εαυτούς τους και τούς διδασκάλους τους σε προφανή κίνδυνο και τις κτήσεις τους στις επιθέσεις των Καθολικών αντιπάλων τους, οι οποίοι θα παρέμεναν στη Γερμανία. Το τελευταίο άρθρο των συζητήσεών τους στο Σμαλκάλντεν ήταν μια έκκληση προς τον Κάρολο Ε’, «ως ανώτατης κεφαλής τής παγκόσμιας αυτοκρατορίας» (tamquam summa capiti mundani imperii) να εκπληρώσει την αποστολή που είχε θέσει ο Θεός στους ώμους του, να υπερασπίζεται τις αλήθειες τής θρησκείας και τού δόγματος. Ευσεβής και ανθεκτική ομόνοια έπρεπε να επιδιωχθεί για τη Γερμανία και για την Εκκλησία, ριζωμένη στα σταθερά θεμέλια τού Χριστού και τού Ευαγγελίου, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί σε γενική σύνοδο, όπου τις αποφάσεις θα έπαιρναν ευσεβείς και αμερόληπτοι δικαστές.80
Η προτεσταντική απάντηση ήταν σίγουρα απότομη, αλλά υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν ήταν σίγουρα απροσδόκητη. Ο Πάστορ, ο οποίος παραλείπει τούς λόγους των Προτεσταντών για μη συμμετοχή σε σύνοδο στη Μάντουα, οδύρεται για τη μεταχείριση τού Φορστ στο Σμαλκάλντεν, ως γεγονός σχεδόν χωρίς προηγούμενο στην ιστορία τής διπλωματίας. Βέβαια ο Φορστ έγινε δεκτός με περιφρονητικό τρόπο (στις 25 Φεβρουαρίου) από τον εκλέκτορα Γιόχαν Φρήντριχ, ο οποίος αρνήθηκε γελώντας να αποδεχτεί την παπική βούλα σύγκλησης τής Συνόδου και τα δύο παπικά σημειώματα που απευθύνονταν σε αυτόν.81 Μάλιστα ο Φορστ αντιμετωπίστηκε πολύ αγενώς, παρά το γεγονός ότι ήταν ο εκλέκτορας εκείνος που είχε προτείνει αρχικά τον ερχομό του στο Σμαλκάλντεν. Οι άλλο Λουθηρανοί ηγεμόνες αρνήθηκαν απολύτως να δουν τον Φορστ, πράγμα που ήταν μικροπρεπής εκδήλωση τής περιφρόνησής τους για την παπική εξουσία, αλλά οι Γερμανοί ηγεμόνες δεν φημίζονταν για την ευγένειά τους. Όμως είχαν κάποιους λόγους για δυσαρέσκεια στη μακρά ιστορία των υπεκφυγών και (όπως το έβλεπαν) τής διπροσωπίας τής παπικής κούρτης. Ο Πάστορ δείχνει πιο θλιμμένος από την ιστορική ανάμνηση τού γεγονότος, απ’ όσο ο Φορστ που το βίωσε άμεσα. Ο τελευταίος είχε πολύ σωστά ενοχληθεί από τη μικρότητα τής συνολικής συμπεριφοράς, αλλά σημειώνει το ενδιαφέρον γεγονός ότι βρήκε αριθμό κρυπτο-Καθολικών στις λουθηρανικές τάξεις.82
Ο πάπας και η κούρτη εξυπηρετούνταν τόσο καλά από τον Βεργκέριο και τον Φορστ στη Γερμανία, όσο μπορούσαν να αναμένουν. Οι αξιωματούχοι τής κούρτης και οι νούντσιοι είχαν εξαγγείλει τη σύγκληση τής Συνόδου χωρίς επαρκείς εγγυήσεις από τον Φεντερίκο Γκονζάγκα, δούκα τής Μάντουα, ότι ήταν ικανός ή πρόθυμος να αναλάβει τη βαριά ευθύνη τού οικοδεσπότη μιας τόσο μεγάλης συνέλευσης. Μόλις τρεις μήνες πριν από την εναρκτήρια ημερομηνία που είχε τεθεί για τη σύνοδο ο πάπας έγραψε στον Γκονζάγκα (στις 15 Φεβρουαρίου 1537) ότι όπως η Εξοχότητά του αναμφίβολα ήξερε, είχε συγκαλέσει γενική σύνοδο για την άρση τής αίρεσης, την επίτευξη τής μεταρρύθμισης «και για να στραφούν τα όπλα των χριστιανών εναντίον τού κοινού εχθρού [του Τούρκου]»:
Και όταν εξετάσαμε τον τόπο στον οποίο έπρεπε να διεξαχθεί η σύνοδος, οι σκέψεις μας στράφηκαν αμέσως στην πόλη σας τής Μάντουα, την οποία θεωρήσαμε όχι μόνο κατάλληλη και πρόσφορη για μια τόσο μεγάλη συνέλευση, αλλά λόγω τής καλοσύνης μας προς εσάς και τον αδελφό σας καρδινάλιο τής Μάντουα [Έρκολε Γκονζάγκα], ότι αυτή θα γινόταν πιο ευημερούσα και διάσημη με αυτή τη συγκέντρωση και θέλαμε εσείς και η επιφανής οικογένειά σας να γίνει ακόμη πιο επιφανής με τη μνήμη τής σύγκλησης αυτής τής συνόδου.
Ο πάπας εφιστούσε την προσοχή τού Φεντερίκο να φροντίσει για την ασφάλεια τής Μάντουα, καθώς και για επαρκή στέγαση και διατροφή εκείνων που σύντομα θα συνέκλιναν προς την πόλη του.83
Η απάντηση τού δούκα (στις 24 Φεβρουαρίου) σε αυτή την επιστολή είναι περισσότερο από λίγο περίεργη, γιατί αν και ευχαριστούσε τον πάπα πληρέστατα για τη σημαντική τιμή που γινόταν στην πόλη του και στην οικογένειά του, ισχυριζόταν ότι μέχρι τότε δεν είχε λάβει καμία επίσημη ενημέρωση για την επιλογή τής Μάντουα ως τόπου τής Συνόδου και τελικά αναφερόταν στον περιορισμένο χρόνο που ήταν διαθέσιμος για τις απαραίτητες προετοιμασίες (il tempo è molto angusto). Ήταν πρόθυμος να προσπαθήσει να εξασφαλίσει καταλύματα και τρόφιμα, αλλά αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλεια τού πάπα και τής Συνόδου και ως εκ τούτου ζητούσε από τον πάπα να στείλει κάποιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Μάντουα για να εξετάσει αυτό το πρόβλημα, καθώς και όλα τα άλλα σημαντικά ζητήματα που σχετίζονταν με την επερχόμενη σύνοδο.84 Στις 21 Μαρτίου ο πάπας, ευχαριστώντας τον Φεντερίκο για τη συνεργασία του, τον καθησύχαζε για το ζήτημα των εγγυήσεων για την ασφάλεια των παρισταμένων στη σύνοδο, ενημερώνοντάς τον ότι θα αρκούσε η γενική εφαρμογή των νόμου και τής τάξης. Την ίδια μέρα ανακοίνωσε την απονομή τού χρυσού ρόδου στον δούκα, ως απόδειξη τής εκτίμησης για την υπηρεσία που θα πρόσφερε στη χριστιανοσύνη και στην Αγία Έδρα.85
Η συνέχιση των διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια τού Μαρτίου και τού Απριλίου (1537) αποκάλυψε ένα σοβαρό, πράγματι ανυπέρβλητο, εμπόδιο, που υπήρχε στον δρόμο προς σύνοδο στη Μάντουα. Ο δούκας Φεντερίκο επέμενε ότι έπρεπε να διατηρείται στη Μάντουα με δαπάνες τού πάπα ένοπλη φρουρά τουλάχιστον 100 ιππέων και 1.500 πεζών στρατιωτών, για την αντιμετώπιση κάθε ανεπιθύμητης έκτακτης ανάγκης που θα προέκυπτε.86 Αν και ήταν σαφές πια ότι δεν θα υπήρχε λουθηρανική συμμετοχή στη σύνοδο, ο Παύλος Γ’ πίστευε πολύ σωστά ότι οποιαδήποτε στρατιωτική δύναμη τέτοιου μεγέθους θα δημιουργούσε την υποψία τού προσχεδιασμένου εξαναγκασμού και θα γινόταν θέμα για τούς Προτεστάντες προπαγανδιστές. Επίσης θα ήταν ασυμβίβαστη με τη μορφή και τον σκοπό τής Συνόδου και θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο για το μέλλον. Συζητιούνταν λοιπόν άλλες τοποθεσίες, η Πιατσέντσα ή η Μπολώνια. Τέλος μια βούλλα, η «Πρέπει ο Ρωμαίος Ποντίφηκας» (Decet romanum pontificem), εκδόθηκε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 20 Απριλίου, αναβάλλοντας μέχρι την 1η Νοεμβρίου τη σύνοδο, η οποία θα συγκαλούνταν σε κάποιο άλλο μέρος, το οποίο θα προσδιοριζόταν ενδιαμέσως.87
Τώρα γινόταν λόγος για τη Βερόνα, την Πάδουα ή το Ούντινε, όπου και οι τρεις βρίσκονταν σε ενετικό έδαφος, με την προϋπόθεση ότι η Γαληνοτάτη θα έδινε άδεια για σύγκληση τής Συνόδου σε μια από τις πόλεις της. O Φραγκίσκος Α’ αντιτασσόταν σε κάθε προσπάθεια να συγκληθεί γενική σύνοδος όσο διαρκούσε ο πόλεμος ανάμεσα σε αυτόν και τον Κάρολο Ε’, αλλά έλεγε ότι αργότερα θα συμμετείχε ο ίδιος στη σύνοδο με τούς Γάλλους επισκόπους, αν επιλεγόταν κατάλληλο μέρος. Ο Φερδινάνδος, που ανησυχούσε πάντοτε για τούς Λουθηρανούς, πρότεινε το Τρεντ ως τον καλύτερο τόπο. Όμως η πολιτική ουδετερότητα των Ενετών και η αποδέσμευσή τους από τη θρησκευτική διαμάχη τούς υποδείκνυε ως τούς καλύτερους δυνατούς οικοδεσπότες για μια σύνοδο. Επιπλέον η πρόσφατη επίθεση τού σουλτάνου Σουλεϊμάν στην Κέρκυρα και η επανάληψη τού τουρκικού πολέμου στον Μοριά τούς οδηγούσαν προς ανοικτή επίδειξη σταυροφορικού ζήλου. Η σταυροφορία επρόκειτο να είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα στην ημερήσια διάταξη τής συνόδου. Στις 25 Σεπτεμβρίου (1537) οι Ενετοί έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τη Βιτσέντσα ως τόπο για τη σύνοδο, η οποία ορίστηκε στη συνέχεια ως τόπος σύγκλησης και καθώς ήταν πια και πάλι αναγκαίο να σταλούν εγκύκλιοι στους ηγεμόνες και τον ανώτερο κλήρο, αποφασίστηκε με πράξη εκκλησιαστικού συμβουλίου στις 8 Οκτωβρίου να ανασταλούν οι εργασίες τής Συνόδου μέχρι την 1η Μαΐου 1538.88 Αλλά οι συνθήκες στην Ευρώπη δεν ήσαν σίγουρα ευνοϊκές για σύνοδο, λαμβάνοντας υπόψη την εχθρότητα τού Φραγκίσκου Α’ απέναντι στους Αψβούργους και εκείνη τού Ερρίκου Η’ προς την Αγία Έδρα, ενώ προτρέχοντας, τρόπος τού λέγειν, μια ή δύο σελίδες στο γεμάτο από γεγονότα χρονικό αυτών των ετών, μπορούμε να δούμε ότι καμιά σύνοδος δεν επρόκειτο τελικά να συγκληθεί στη Βιτσέντσα.
Οι Γερμανοί δεν θα συμμετείχαν σε καμία σύνοδο στην οποία η παπική επιρροή θα ήταν υψίστης σημασίας. Περισσότερες από μία φορά είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε ότι αν φοβούνταν τούς Τούρκους, σχεδόν μισούσαν τούς Ιταλούς, οι οποίοι κατά τη γνώμη τους είχαν διαφθείρει την Εκκλησία. Σε ενδιαφέρουσα επιστολή στις 28 Δεκεμβρίου 1536, την οποία ο νούντσιος Τζιοβάννι Μορόνε είχε στείλει από τη Βιέννη προς τον πάπα Παύλο Γ’, έγραφε ότι ήξερε από καλή πηγή (da bon loco), ότι ένας από τούς Λουθηρανούς ηγεμόνες είχε προσφέρει στον Κάρολο να διατηρεί χίλιους ιππείς και έξι χιλιάδες πεζούς στρατιώτες με δικά του έξοδα κατά τη διάρκεια τού πολέμου με τούς Τούρκους και με τον βασιλιά τής Γαλλίας, με την προϋπόθεση ότι ο Κάρολος θα ευνοούσε τη λουθηρανική αίρεση. Οι Ελεύθερες Πόλεις (Terre Franche), οι οποίες ήσαν μολυσμένες με τον Λουθηρανισμό, έκαναν υπέροχες προσφορές στο ίδιο πνεύμα, «και πριν από όλα τα πράγματα ισχυρίζονται ότι δεν θέλουν τίποτε άλλο, από το να καταστρέψουν τη Ρώμη και την Αποστολική Έδρα». Ο πληροφοριοδότης τού Μορόνε τού είχε πει να προειδοποιήσει τον πάπα ότι αν έδειχνε οποιαδήποτε κλίση προς τη Γαλλία εκείνη τη στιγμή τής κρίσης, θα υπήρχε τέτοιο ξέσπασμα των βαρβάρων στην Ιταλία, ακόμη κι αν ο αυτοκράτορας δεν το ήθελε, που δεν θα το είχαν δει ποτέ, ακόμη και την εποχή των Γότθων, «απλώς και μόνο λόγω τής τρελλής μανίας που τρέφουν εναντίον τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας».89
Ένα μήνα αργότερα (στις 28 Ιανουαρίου 1537) ο Μορόνε έγραφε στον Ρικαλκάτι από τη Βιέννη ότι συνέλευση όλων των επικεφαλής Λουθηρανών θα συγκαλούνταν στις 7 Φεβρουαρίου στο Σμαλκάλντεν, «στα όρια τής Σαξωνίας, υπό τη δικαιοδοσία τού φεουδάρχη (landgrave) τής Έσσης». Ο βασιλιάς Φερδινάνδος δεν είχε αμφιβολία ότι θα αρνούνταν να συμμετάσχουν στην Οικουμενική Σύνοδο που συγκαλούσε ο πάπας (και έχουμε δει ότι η πρόβλεψή του ήταν σωστή) και ότι ίσως ακόμη «έκαναν πόλεμο εναντίον των αληθινών Καθολικών». Ο Φερδινάνδος φοβόταν μια τέτοια εξέλιξη και έλεγε στον νούντσιο ότι
αν η παρουσία τού Δρα Ματίας [Χελντ] δεν ηρεμήσει σε κάποιο βαθμό τις τρελλές διαδικασίες που ενθαρρύνονται από τον βασιλιά τής Γαλλίας και ίσως και από τον Τούρκο, θεωρεί βέβαιο ότι τα πράγματα θα πάνε από αυτό το σημείο σε κανονικό πόλεμο, για τον οποίο βλέπει κάποια σημάδια, επειδή οι εν λόγω Λουθηρανοί ηγεμόνες κάνουν πολεμικές προετοιμασίες.90
Στις 12 Φεβρουαρίου (1537) ο Μορόνε έγραφε στον Ρικαλκάτι ότι αν ερχόταν πόλεμος, θα ήταν «όχι λιγότερο επικίνδυνος απ’ όσο με τον Τούρκο, γιατί αυτοί [οι Λουθηρανοί] είναι πιο λυσσαλέοι κατά τής Αποστολικής Έδρας απ’ όσο οι Τούρκοι κατά των χριστιανών».91
Ο σκοπός τού Μορόνε στην αυλή τού Φερδινάνδου ήταν παρόμοιος με εκείνον τού Φορστ στη Γερμανία. Έπρεπε να βοηθήσει να γίνει μέρος τής προκαταρκτικής δουλειάς για τη σύγκληση τής Συνόδου στη Μάντουα (ή την Βιτσέντσα), συνεισφέροντας όπως μπορούσε για τη συμφιλίωση των Αψβούργων με τον Φραγκίσκο Α’ και με την ιδέα τής ειρήνης και να προωθήσει την υπεράσπιση τόσο τής Κεντρικής Ευρώπης όσο και τής Ιταλίας από τούς Τούρκους.92 Η τουρκική πολιορκία τής Κλίσσα στη Δαλματία προκαλούσε φόβο και προσοχή στη Ρώμη, καθώς και στη Βιέννη. Βδομάδα τη βδομάδα ο Μορόνε ανέφερε στον Ρικαλκάτι όσες λεπτομέρειες μπορούσε να συγκεντρώσει για «την υπόθεση τής Κλίσσα» (le cose di Clissa). Η Κλίσσα είχε βρεθεί κατά διαστήματα υπό πολιορκία από τον Ιούνιο τού 1534, όταν ο Φερδινάνδος είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει κάποιες παπικές γαλέρες από την Αγκώνα, που βρισκόταν στην Αδριατική ακριβώς απέναντι από το Τράου, τα Σάλωνα και το Σπαλάτο, απ’ όπου η Κλίσσα μπορούσε να τροφοδοτηθεί και να ενισχυθεί. Τα Σάλωνα (το σύγχρονο Σόλιν) ήταν το επίνειο τής Κλίσσα (Κλις). Σε περίπτωση που οι Τούρκοι καταλάμβαναν την οχυρωμένη πόλη τής Κλίσσα, οι ακτές τής Ρομάνια και το Μάρκε τής Αγκώνας θα ήσαν εκτεθειμένες σε άμεση επίθεση.93 Ο πάπας φαινόταν ότι είχε διεκδικήσει κάποια δικαιώματα επί τής Κλίσσα και τον Σεπτέμβριο τού 1536 γινόταν λόγος στην κούρτη για ενίσχυση των οχυρώσεων τού φρουρίου. Ο πάπας είχε ενημερώσει τον Φερδινάνδο ότι ήταν πρόθυμος να μοιραστεί το κόστος διατήρησης κατάλληλης φρουράς στην Κλίσσα.94
Ο Φερδινάνδος έστειλε όντως βοήθεια στην Κλίσσα και έλπιζε προφανώς ότι θα κρατούσε το φρούριο, όταν οι Τούρκοι το πολιόρκησαν και πάλι.95
Ο Φερδινάνδος προσλάμβανε άνδρες στην Τεργέστη και αλλού στα εδάφη των Αψβούργων, ενώ ο Παύλος Γ’ έστελνε στρατιώτες από την Αγκώνα. Συνολικά υπήρχε πεζικό περίπου 3.000 ανδρών, με διοικητές τον κόμη Πέταρ Κρούζιτς, κάποιον Νικκολό ντάλλα Τόρρε και ένα παπικό επίτροπο. Συγκροτούσαν αρκετά μεγάλη δύναμη επικουρίας. Στις 9 Μαρτίου (1537) αποβιβάστηκαν κοντά στην Κλίσσα, σε θέση αποκαλούμενη Σαν Τζιρολάμο, με δεκατέσσερα κανόνια. Μια πρώτη σύγκρουση με τούς Τούρκους δεν ήταν αποφασιστική, αλλά στις 12 τού μηνός συγκλονίστηκαν με την άφιξη «μεγάλου αριθμού ιππέων και πεζών εκείνου τού γαληνότατου Μεγάλου Άρχοντα [Τούρκου]» (gran numero di cavalli et pedoni di quel serenissimo gran Signor [Turco]). Σύμφωνα με την αναφορά που έστειλε η Ενετική Γερουσία στον πρεσβευτή και βαΐλο της στην Ισταμπούλ (στις 21 Μαρτίου), οι Τούρκοι έκοψαν το κεφάλι τού κόμη Πέταρ. Έχασαν τη ζωή τους και κάποιοι άλλοι χριστιανοί διοικητές, αλλά λεγόταν ότι ο ντάλλα Τόρρε είχε διαφύγει. Ήταν κάτι περισσότερο από μικρή καταστροφή, αλλά ως συνήθως ο Ενετός πρέσβης και ο βαΐλος έπρεπε να συγχαρούν τούς πασάδες για την τουρκική επιτυχία. Όμως την ίδια στιγμή έπρεπε να διαμαρτυρηθούν για μια τουρκική επίθεση εναντίον των κατεχομένων από τούς Ενετούς Σαλώνων (Salona), την οποία η Γερουσία θεωρούσε πολύ άδικη. Οι Ενετοί δεν είχαν δώσει καμία βοήθεια στους ανθρώπους τής Κλίσσα, όπως θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει ο Γιουνούς μπέης, όταν θα περνούσε από ενετικό έδαφος κατά την επιστροφή του στην Ισταμπούλ από την αποστολή του στη Βενετία. Σε κάθε περίπτωση ο επιστάτης (provveditore) τού στόλου Αλεσσάντρο Κονταρίνι (ενδεχομένως ο ίδιος Αλεσσάντρο στον οποίο ανήκε το επίμαχο πλοίο Κονταρίνα), έφευγε αμέσως για τις δαλματικές ακτές, για να φροντίσει τις κτήσεις τής Δημοκρατίας. Ο Κονταρίνι δεν είχε εύκολο έργο, γιατί η Γερουσία ήταν αποφασισμένη να κρατήσει απαραβίαστη την τουρκο-ενετική ειρήνη, «και είμαστε σίγουροι ότι η Μεγαλειότητά του [Σουλεϊμάν], οι υπέροχοι πασάδες και οι εκπρόσωποί τους πρόκειται να κάνουν το ίδιο πράγμα από την πλευρά τους».96 Η δήλωση γινόταν για την ιστορία, αλλά οι προσεκτικοί πολιτικοί τής λιμνοθάλασσας μπορούσαν πάντοτε να ελπίζουν. Παρά την άγρια καταστροφή τής χριστιανικής δύναμης επικουρίας στην Κλίσσα, πίστευαν στην αυλή τού Φερδινάνδου (τότε στην Πράγα) ακόμη και κατά την πρώτη βδομάδα τού Απριλίου, ότι 5.000 άνδρες θα μπορούσαν να επανορθώσουν την κατάσταση.97 Αλλά οι Τούρκοι βρίσκονταν στο φρούριο, πάνω στον μεγάλο βράχο. Η χριστιανική κοινότητα των Ούσκοκ μετακόμισε στην Κροατία. Και δεν υπήρξε επανόρθωση τής κατάστασης. Στα μέσα Μαΐου ο Ρικαλκάτι έγραφε λυπημένα στον Μορόνε για τα μεγάλα έξοδα στα οποία θα έμπαινε τώρα ο πάπας, διατηρώντας ακτοφυλακή κατά μήκος των ακτών τής Ρομάνια και τού Μάρκε τής Αγκώνας.98 Ο Μορόνε, λιγότερο ευφάνταστος αλλά πιο πανούργος και σταθερότερος από τον Βεργκέριο, έστειλε στη Ρώμη την πιο νηφάλια αξιολόγηση για τον βασιλιά Φερδινάνδο και τούς τέσσερις κυρίους συμβούλους του. Ο Φερδινάνδος είχε φυσική καλοσύνη και ήταν εθισμένος σε θρησκευτικές τελετές, αλλά είχε λίγη ή καθόλου εσωτερική πίστη και πεποίθηση. (Υπάρχουν κι άλλες παρόμοιες εκτιμήσεις για τον Φερδινάνδο.) Οι τέσσερις σύμβουλοι τού βασιλιά ήσαν αρπακτικοί και ασταθείς. Αν ο Μορόνε συμπεριλάμβανε στους τέσσερις τον Μπέρναρντ φον Κλες, τον καρδινάλιο τού Τρεντ (και ο Μπέρναρντ ήταν ο κύριος σύμβουλος τού βασιλιά!), τότε αυτός προφανώς δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον καρδινάλιο. Ένας από τούς τέσσερις ήταν Λουθηρανός, ο Γιόχαν Χόφφμαν, προστάτης των Λουθηρανών. Οι άλλοι δύο, ο Βίλελμ φον Ρόγκεντορφ και ο Λέοναρντ φον Φελς, σέρνονταν στην υπηρεσία τους προς το στέμμα, αλλά ήσαν αντικληρικοί και αρνητικά διατεθειμένοι προς την Αποστολική Έδρα. Ο Γιόχαν Φάμπρι, ο επίσκοπος τής Βιέννης και εξομολόγος τού βασιλιά, ήταν ρωμαλέος συνάδελφος και γενναίος υπερασπιστής τού Καθολικισμού, «αλλά άπληστος και ακόρεστος, όχι τόσο καλό παράδειγμα όσο έπρεπε να είναι, και όχι με μεγάλη εξουσία [στην αυλή], με βάση τα στοιχεία μπορούν να συγκεντρωθούν». Ο Φάμπρι και ο Φρήντριχ Νάουσεα, που κήρυττε στην αυλή, ήσαν μεγάλοι γκρινιάρηδες, κομπάζοντας για τα βάσανα στα οποία υποβάλλονταν και επιτιθέμενοι στην αχαριστία τής Αγίας Έδρας και τού υπόλοιπου κόσμου, που δεν τούς πρόσφερε τη δέουσα αναγνώριση. Η χώρα υπέκυπτε σταδιακά στον Λουθηρανισμό.99
Ήταν σαφές εδώ και μερικούς μήνες ότι οι ενετικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη επιδεινώνονταν. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν σχεδίαζε βίαιη κίνηση προς την Αυλώνα, όπως είδαμε, και αυτό ήταν σοβαρό ζήτημα. Στις 21 Μαρτίου 1537 ο Αλεσσάντρο Κονταρίνι παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως «επιστάτης» (provveditore) τού στόλου, για την προστασία των δαλματικών κτήσεων τής Γαληνοτάτης στο Σπαλάτο (Σπλιτ), Σεμπένικο (Σίμπενικ), Τράου (Τρογκίρ) και Ζάρα (Ζάνταρ). Είχε εντολή να διεκπεραιώνει την υπευθυνότητά του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη διαταράσσεται η ενετική ειρήνη με τούς Τούρκους, ενώ ο πάπας, ο αυτοκράτορας, οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας, καθώς και άλλοι ηγεμόνες κρατούνταν ενήμεροι για την εξέλιξη των υποθέσεων στην Ισταμπούλ και στη Δαλματία.100 Καθώς οι Ενετοί συνέχιζαν να πιέζουν τον Παύλο Γ’ για την επιδότηση των 114.000 δουκάτων, που έπρεπε να καταβληθεί από τον κλήρο σε ολόκληρη την ενετική επικράτεια, η Αγιότητά του απάντησε ότι για να ελαφρύνει το βάρος για τούς καρδινάλιους, ο υπόλοιπος κλήρος είχε φορολογηθεί πάρα πολύ. Όμως η Γερουσία τασσόταν υπέρ τής συμβολής καθενός στην κοινή άμυνα, καθώς πίστευαν ότι ο Τούρκος είχε στόλο 300 πλοίων σε ετοιμότητα αναχώρησης από το λιμάνι. Ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη πήρε εντολή να παροτρύνει την Αγιότητά του να μην καθυστερεί άλλο τη διακήρυξη των φόρων δεκάτης στις ενετικές κτήσεις, οι οποίοι θα απέφεραν το ποσό που ήταν τόσο απαραίτητο για την αύξηση και τον εξοπλισμό τού στόλου τής Δημοκρατίας.101
Στις 10 Απριλίου (1537) ο δόγης Αντρέα Γκρίττι εξέδωσε έγγραφο αποστολής για τον Τζιρολάμο Πέζαρο ως ναυτικό γενικό διοικητή, παρατηρώντας ότι αυτή η νέα ευκαιρία να υπηρετήσει το κράτος θα τού πρόσφερε μεγάλους επαίνους. Ο Πέζαρο έπρεπε να παρακολουθεί εκ τού σύνεγγυς την πρόοδο τόσο τού τουρκικού όσο και τού αυτοκρατορικού στόλου και να κρατά την κυβέρνηση τής πατρίδας ενήμερη για τις κινήσεις τους, «και σάς δίνουμε την άδεια να ανοίγετε όλες τις επιστολές που απευθύνονται στη Σινιορία μας, έτσι ώστε να γνωρίζετε τα πάντα και να μπορείτε να παίρνετε τα μέτρα που απαιτούνται από την κρίσιμη κατάσταση των πραγμάτων μας». Αλλά η Βενετία βρισκόταν σε ειρήνη τόσο με τον σουλτάνο όσο και με τον αυτοκράτορα. Ο Πέζαρο έπρεπε να τηρεί αυστηρή ουδετερότητα μεταξύ τους. Αν και υπευθυνότητά του ήταν η ασφάλεια των υπερποντίων κτήσεων τής Δημοκρατίας, έπρεπε να προσπαθεί να μένει μακριά τόσο από τον τουρκικό όσο και από τον αυτοκρατορικό στόλο. Τυχαίες συναντήσεις συχνά οδηγούσαν σε ανεπανόρθωτες εχθρικές ενέργειες. Αν και ο Πέζαρο έπρεπε να συσκέπτεται με τον Αλεσσάντρο Κονταρίνι και τον Φραντσέσκο Πασκουαλίγκο, τον άλλο επιστάτη (provveditore) τού στόλου, είχε την πλήρη διοίκηση σε όλα τα θέματα που αφορούσαν την πλοήγηση, την πειθαρχία και την απονομή δικαιοσύνης «και σάς δίνουμε την πλήρη εξουσία να τιμωρείτε οποιονδήποτε, ακόμη και με θανατική ποινή».
Αν παρουσιαζόταν ευκαιρία, ο Πέζαρο έπρεπε να υπενθυμίσει στον διοικητή τού τουρκικού στόλου ότι η Βενετία είχε το δικαίωμα τής επιμέλειας επί τής Νάξου και των άλλων νησιών τού Αρχιπελάγους, σύμφωνα με τα άρθρα τής ειρήνης μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης. Έπρεπε να συγκροτήσει σταδιακά τον εφοδιασμό με τρόφιμα όπως θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία ή όπως θα τον ωθούσε να το πράξει η αναγκαιότητα, ενώ για το ζήτημα αυτό μπορούσε να δαπανήσει χωρίς δισταγμό «κάθε είδους χρήματα» (ogni sorte de danari). Η αποστολή που είχε ο Πέζαρο τού παρείχε εκτεταμένες εξουσίες, αλλά η Γερουσία τις ενέκρινε με 165 θετικές ψήφους, 19 αρνητικές και 10 αδέσμευτες.102 Η κατάσταση ήταν σοβαρή, αλλά η Γερουσία ήξερε ότι ο Τζιρολάμο Πέζαρο δεν έπρεπε να προσπαθήσει να προχωρήσει περισσότερο απ’ όσο έπρεπε.
Όπως ο σουλτάνος και ο βασιλιάς τής Γαλλίας, έτσι και ο αυτοκράτορας Κάρολος έκανε τώρα έκκληση προς τη Βενετία, ο στόλος τής οποίας έπρεπε πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη. Στις αρχές Απριλίου (1537) ένας αυτοκρατορικός πρεσβευτής ενημέρωσε τη Γερουσία ότι ήταν σίγουρος, ότι αν ο σουλτάνος προσπαθούσε να επιτεθεί στις ενετικές κτήσεις, ο Κάρολος θα έδινε εντολή στον Αντρέα Ντόρια να ενώσει τις δυνάμεις του με τον ενετικό στόλο για την προστασία των συμφερόντων τής Δημοκρατίας «και στη συνέχεια μάς ρωτά τι εντολή θα δώσουμε στον στόλο μας, αν ο εν λόγω Άρχοντας Τούρκος επιτεθεί σε τόπους που ανήκουν στη μεγαλειότητά του, ενώ ζητά την απάντησή μας σε αυτό, προκειμένου να είναι σε θέση να ενημερώσει τη μεγαλειότητά του».103 Η Γερουσία δεν εύρισκε την απάντηση εύκολη. Είχαν ήδη διαβεβαιώσει επισήμως τόσο τον Σουλεϊμάν όσο και τον Φραγκίσκο Α’ για την αυστηρή ουδετερότητά τους, καθώς και για την αποφασιστικότητά τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στα πλαίσια τής τουρκο-ενετικής ειρήνης. Όμως ο Σουλεϊμάν ερχόταν στην Αυλώνα και άραγε ποιος μπορούσε να προβλέψει τις προθέσεις του; Η Βενετία θα χρειαζόταν ίσως τον Κάρολο ως σύμμαχο.
Η πρώτη πρόταση που υποβλήθηκε στη Γερουσία ήταν να πουν απλώς στον αυτοκρατορικό πρέσβη ότι η απάντησή τους προς αυτόν έπρεπε να είναι εκείνη που είχε δοθεί στον σουλτάνο και στον βασιλιά τής Γαλλίας, ότι είχαν δώσει τον λόγο τους για ειρηνική ουδετερότητα και ότι έπρεπε να τον τηρήσουν «σύμφωνα με το έθιμο μας». Η πρόταση υπερψηφίστηκε στις 13 Απριλίου, αλλά ανακλήθηκε την επόμενη μέρα, όταν καταψηφίστηκαν και άλλες προσπάθειες προετοιμασίας τής απάντησης τής Γερουσίας. Τελικά στις 16 τού μηνός αποφάσισαν να μη δεσμευτούν. Εκφράζοντας πλήρη εκτίμηση για τη γενναιόδωρη προσοχή τού αυτοκράτορα για τα ενετικά συμφέροντα, ψήφισαν να ενημερώσουν τον πρεσβευτή του, «ότι επί τού παρόντος [όπου οι τρεις τελευταίες λέξεις διαγράφτηκαν στην επόμενη ψηφοφορία] πρέπει να φροντίσουμε να προχωρήσουμε με σύνεση, για να μην πέσουμε ακάθεκτοι στα χτυπήματα και στους κινδύνους, που αναμφίβολα πρόκειται να συναντήσουμε». Στις 17 Απριλίου η απάντηση αυτή διαβάστηκε στον αυτοκρατορικό πρέσβη στο Κολλέγιο και στάλθηκε αντίγραφο στον Ενετό πρεσβευτή στην Ισπανία.104 Η απόφαση δεν ήταν τόσο δειλή, όσο μπορεί να φαίνεται. Η Γερουσία δεν έδωσε στον Κάρολο την ίδια απάντηση, με εκείνη που είχαν πάρει ο Σουλεϊμάν και ο Φραγκίσκος, ενώ καθώς πολλοί γερουσιαστές κουνιόντουσαν αμήχανα πάνω στα καθίσματά τους, η Βενετία κινιόταν ένα βήμα πιο κοντά σε άλλο πόλεμο με τούς Τούρκους.
Δεν θα ήταν δύσκολο να γίνει ένα ακόμη βήμα. Υπήρχε τριβή μεταξύ τού σαντζακμπέη τής Βοσνίας και των Ενετών υπηκόων στη Δαλματία,105 τριβή που έμοιαζε με δευτερεύον ζήτημα όταν έφτασαν νέα στη Βενετία στις 31 Μαΐου (1537) ότι ο τουρκικός στόλος υπό τον Μπαρμπαρόσσα είχε φύγει από τον ναύσταθμο τής Ισταμπούλ με δύναμη 250 γαλερών, πέρα από τις συνήθεις φούστες και τα άλλα σκάφη. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε ξεκινήσει για Αυλώνα με ισχυρό στρατό, όπως έγραφε η Γερουσία στον γενικό διοικητή Τζιρολάμο Πέζαρο στις 6 Ιουνίου. Εξακολουθούσαν να ελπίζουν για ειρήνη με την Πύλη, αλλά έστελναν στον Πέζαρο λεπτομερείς οδηγίες για την ανάπτυξη τού στόλου του σε κερκυραϊκά ύδατα.106
Χρειαζόταν πολύς χρόνος για να φτάσουν οι επιστολές στη Βενετία, όπως σημειώσαμε, ενώ εκείνοι που έπαιρναν τις σημαντικές αποφάσεις ήσαν συχνά ένα μήνα πίσω από τις εξελίξεις στην Ισταμπούλ. Επιπλέον η παράδοση των επιστολών δεν ήταν πάντοτε εξασφαλισμένη. Για παράδειγμα εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα ενετικό μπριγαντίνι που κατευθυνόταν στο Καττάρο (Κότορ) με επιστολές για την Ισταμπούλ καθυστέρησε από αντίθετους ανέμους. Ένας άνδρας βγήκε στη στεριά για να μεταφέρει τις επιστολές στο Καττάρο. Καθώς περνούσε από τη Ραγούσα, ο αρχιεπίσκοπος (υποθέτοντας ότι μετέφερε τέτοιες επιστολές), έστειλε πίσω του δύο από τα πρωτοπαλλήκαρά του. Τον πλησίασαν κατά μήκος τού δρόμου, τού πήραν τις επιστολές και τις μετέφεραν στον αρχιεπίσκοπο, που τις άνοιξε και προφανώς τις έστειλε στον Γάλλο πρεσβευτή Λα Φορέ στην Ισταμπούλ. Η Γερουσία έγραψε στον Ενετό πρεσβευτή στη Γαλλία, «ότι είμαστε βέβαιοι ότι αυτό θα δυσαρεστήσει τον χριστιανικότατο βασιλιά». Δικαίως θεωρούσαν την όλη υπόθεση ως σκανδαλώδη απρέπεια, αφού, όπως έλεγαν, Γάλλοι αγγελιοφόροι διέσχιζαν ενετικά εδάφη χωρίς καμία παρεμβολή. Από την άλλη πλευρά ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, τον οποίο η Γερουσία δεν συμπαθούσε, ανέφερε ότι ένας αγγελιοφόρος που τού είχε σταλεί από τη Γαλλία είχε χτυπηθεί και τραυματιστεί από τέσσερις άγνωστους ιππείς στην περιοχή τής κατεχόμενης από τούς Ενετούς Μπρέσσια. Τού είχαν πάρει επιστολές και χρήματα. Η Γερουσία εξέφραζε την επίσημη δυσαρέσκειά της για την είδηση, δίνοντας εντολή στους πολιτικούς της διοικητές (rettori) στη Μπρέσσια να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να ανακαλύψουν ποιοι ήσαν οι δράστες. Οι πολιτικοί διοικητές απάντησαν σύντομα ότι οι ένοχοι ήσαν προφανώς Μιλανέζοι, που είχαν κάνει τη δουλειά τους ήσυχα και αποτελεσματικά και ήσαν παντελώς άγνωστοι στην περιοχή. Ο Γάλλος αγγελιοφόρος είχε χρησιμοποιήσει δύο οδηγούς στο ελβετικό καντόνι Γκριζόν, τούς οποίους οι πολιτικοί διοικητές (rettori) υποψιάζονταν ότι είχαν «επικοινωνία με τούς τραμπούκους» (intelligentia con li delinquenti) και ως εκ τούτου τούς κρατούσαν στη φυλακή.107 Δεν υπάρχει συνέχεια σε αυτή την περιγραφή, γιατί οι παραβάτες εξακολουθούν να παραμένουν από τούς τετριμμένους αγνώστους τής ιστορίας, αλλά τα επεισόδια αποτελούν απεικονίσεις τού συνεχούς κινδύνου υποκλοπής, στους οποίους ήσαν εκτεθειμένες οι επιστολές όταν μεταφέρονταν από αγγελιοφόρους.
Αλλά φυσικά οι επιστολές κυλούσαν μέσα κι έξω από την αίθουσα τής Γερουσίας στο ανάκτορο των δόγηδων, από και προς την Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, με ανελέητη κανονικότητα, όντας ανελέητες για τον ιστορικό που προσπαθεί να τις διαβάσει όλες. Ανάμεσά τους ήταν μια επιστολή από την Ισταμπούλ με ημερομηνία 16 Μαΐου (1537), που ανέφερε ότι ο Γιουνούς μπέης είχε πει ότι θα ήταν μια «πρόταση» (propositο) αν οι Ενετοί έστελναν κατάλληλο πρόσωπο στον σουλτάνο κατά την άφιξή του στην Αυλώνα, «για να τον προσκυνήσει ως ένδειξη τής ειρήνης και φιλίας μας». Στις 6 Ιουλίου πήρε εντολή να το κάνει ο Πέζαρο, ο γενικός διοικητής τού στόλου.108 Στο μεταξύ η Γερουσία περίμενε από μέρα σε μέρα την επιστροφή τού Τομμάζο Μοτσενίγκο,109 που είχε πάει ως απεσταλμένος τους στην Ισταμπούλ, και ο οποίος επέστρεφε όπως είχε φύγει, δια ξηράς, αν και τώρα πια δεν είχε σημασία με ποιον τρόπο επέστρεφε στην πατρίδα, γιατί η προς τα δυτικά κίνηση τού στρατού τού Σουλεϊμάν γέμιζε τούς δρόμους, όπως ο στόλος τού Μπαρμπαρόσσα γέμιζε τούς θαλασσίους διαδρόμους στην Απουλία. Η Σινιορία μίσθωνε τώρα τον οπλαρχηγό (κοντοττιέρε) Βαλέριο Ορσίνι (στις 9 Ιουλίου), μαζί με την ομάδα του (condotta) που αποτελούνταν από οκτώ αξιωματικούς και 2.000 πεζούς στρατιώτες. Ο στόλος τού Μπαρμπαρόσσα είχε παραπλεύσει τη Μεθώνη αρκετό καιρό πριν και θα έφτανε σύντομα στην Αυλώνα. Η Γερουσία είχε την αίσθηση επικείμενου κινδύνου.110
Καθώς περνούσαν οι μέρες, τα νέα γίνονταν πιο ακριβή. Ο τουρκικός στόλος αναφερόταν ότι βρισκόταν στα ανοιχτά τής Κέρκυρας στις 8 Ιουλίου, ενώ βρισκόταν σαράντα μίλια από την Αυλώνα στις 10 τού μηνός, μέρα κατά την οποία ή την επομένη θα κατέπλεε κατά πάσα πιθανότητα στο προστατευμένο λιμάνι τής Αυλώνας. Τώρα λεγόταν ότι το μέγεθός του ήταν 170 γαλέρες, 70 γαλιότες και φούστες και διάφορα άλλα σκάφη, συνολικά 320 πλοία. Επιστολές από το Καττάρο έφερναν την είδηση, ότι ο σουλτάνος είχε ο ίδιος φτάσει ήδη στην περιοχή τής Αυλώνας και ότι ο στρατός του είχε στρατοπεδεύσει σε όλη την περιοχή.111
Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, ενώ η Δημοκρατία επιδίωκε να διατηρήσει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ πολέμου και ειρήνης με την Υψηλή Πύλη, ο διοικητής (sopracomito) τής ενετικής γαλέρας Ζαρατίνα πήρε επιθετική στάση εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι είχαν μέχρι τότε κρατήσει σωστή στάση, ακόμη και φιλική, απέναντι στους Ενετούς. Όταν ο σουλτάνος έστειλε τον Γιουνούς μπέη με δύο γαλέρες να διαμαρτυρηθεί για την αδιακρισία τού διοικητή, αυτός αντιμετωπίστηκε με αγένεια, όπως ανέφερε ο γενικός διοικητής Πέζαρο στη Γερουσία, η οποία απαίτησε την αρμόζουσα τιμωρία των παραβατών και τον τερματισμό τέτοιων προκλητικών πράξεων.112 Όμως τέτοια ήσσονος σημασίας γεγονότα, μάλλον μικρή επιρροή είχαν στα τουρκικά σχέδια, αλλά εφοδίασαν τον σουλτάνο με πρόσχημα για την επόμενη κίνησή του.113 Για μερικούς μήνες οι Ενετοί λίγη εγκαρδιότητα είχαν συναντήσει στην Ισταμπούλ και την Αδριανούπολη. Η υπόθεση Βαλλαρέσσο και η τουρκική κατάληψη τής Κονταρίνα είχαν μεγαλώσει την αυξανόμενη αίσθηση αποξένωσης. Στις 14 Αυγούστου (1537) μια ενετική επιστολή αναφέρεται σε εκθέσεις από τη Ρώμη για «τις επιτυχίες τού στόλου μας» (li successi dell’ armata nostra), πράγμα που σήμαινε ότι συνέβαιναν «επεισόδια» μεταξύ τού ενετικού και τού τουρκικού στόλου. Ο οπλαρχηγός (κοντοττιέρε) Βαλέριο Ορσίνι εμφανίστηκε στη Βενετία με τούς κατωτέρους του, ενώ στις 17 τού μηνός η Γερουσία ολοκλήρωσε τις διαδικασίες για τη μίσθωση τής ομάδας του (condotta), την οποία κατ’ αρχήν θα οδηγούσε στο Τρεβίζο, απ’ όπου θα παίρνονταν τα χρήματα για την πληρωμή του.114 Η Βενετία βρισκόταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη.
Η Γερουσία συνέχιζε όμως να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκτρέψει τη ροή των γεγονότων σε ειρηνικό κανάλι και στις 23 Αυγούστου (1537) έγραφε στον Ενετό βαΐλο Τζάκομο ντα Κανάλε, ο οποίος βρισκόταν ακόμη στο τουρκικό στρατόπεδο κοντά στην Αυλώνα ότι
έχοντας λάβει αυτή την επιστολή, πρέπει να πάτε στους υπέροχους πασάδες, στους οποίους θα επιμείνετε, ξεκινώντας με τα γενικά και στοργικά λόγια που θα φανούν καλύτερα στη σύνεσή σας … ότι η Σινιορία μας έχει αισθανθεί και αισθάνεται τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια και ανησυχία για τις αναταραχές που έχουν συμβεί, οι οποίες είναι πραγματικά γεγονότα [successi] σε αντίθεση με τις προσδοκίες και την επιθυμία μας, η οποία είναι σταθερά και αμετάβλητα προσαρμοσμένη στην απαραβίαστη τήρηση τής ειρήνης που έχουμε με τον γαληνότατο Μεγάλο Άρχοντα…
Ο επιστάτης (provveditore) Αλεσσάντρο Κονταρίνι βρέθηκε επίσης σε πρόβλημα επειδή επιτέθηκε σε τουρκική γαλέρα και ανακλήθηκε αμέσως στη Βενετία, «ώστε να απονεμηθεί εναντίον του δικαιοσύνη» (acciò contra lui si faci giustitia).115 Την επιφυλακτικότητα και προσοχή τής Σινιορίας διέψευδαν συχνά οι απερισκεψίες των πολιτών της, αλλά με κάποιο τρόπο όλα αυτά τα χρόνια ο αξιόλογος συνδυασμός αυτοσυγκράτησης και απερισκεψίας είχε χτίσει μια μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία.
Αυτή η αυτοκρατορία φαινόταν τώρα να απειλείται, καθώς έρχονταν νέα από τη Νάπολη μέσω Ρώμης, ότι ο τουρκικός στόλος είχε αποπλεύσει από την Αυλώνα για την Κέρκυρα, μεταφέροντας αποσπάσματα τού στρατού τού σουλτάνου. Αν και η αναφορά αυτή δεν θεωρήθηκε αρχικά πλήρως αξιόπιστη, ήταν αληθινή. Ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη έγραφε στην κυβέρνησή του για τη μεγάλη αγωνία τού πάπα «για τον πόλεμο που γίνεται εναντίον τού κράτους μας» (che la guerra fosse contra il stato nostro). Ο πάπας πρόσφερε στη Δημοκρατία κάθε βοήθεια που μπορούσε να προσφέρει η Αγία Έδρα.116 Στην Κέρκυρα οι Τούρκοι έκαψαν το Μπόργκο και λεηλάτησαν το νησί. Στις 11 Σεπτεμβρίου (1537) η Γερουσία έγραψε στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κέρκυρας ότι δεν θα λυπόταν ούτε άνδρες ούτε χρήματα «για την προστασία αυτής τής πολύ σημαντικής και πολύ αγαπημένης δικής μας γης» (per la conservation di quella importantissima et carissima terra nostra). Οι τοπικοί αξιωματούχοι έλαβαν εντολή να ενθαρρύνουν τούς στρατιώτες και τούς πολίτες τής Κέρκυρας ότι τρόφιμα και στόλος βρίσκονταν καθ’ οδόν για επικουρία τους. Οι Κερκυραίοι έπρεπε να είναι θαρραλέοι. Η Βενετία θα αντάμειβε τη νομιμοφροσύνη τους, «γιατί είστε τα πιο αγαπητά παιδιά τού κράτους μας».117 Την ίδια μέρα η Γερουσία έστελνε μήνυμα στη Ρώμη, απευθύνοντας έκκληση για την ανάπτυξη τού παπικού και τού ροδιακού στόλου στη Μεσσίνα σε ετοιμότητα για δράση και ζητώντας από τον πρεσβευτή τους να υπενθυμίσει στον πάπα (όχι χωρίς λόγο, θα σκεφτόταν κανείς), για την ασύγκριτη ζημία που θα υφίστατο ο χριστιανισμός, αν το κερκυραϊκό φρούριο κατέληγε στην κατοχή των Τούρκων.118
Ο ναυτικός γενικός διοικητής Τζιρολάμο Πέζαρο πήρε διαταγές να προχωρήσει με τον στόλο του στο Μπρίντιζι, όπου άλλα ενετικά πλοία θα ενώνονταν μαζί του. Αν η πολιορκία τής Κέρκυρας βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, έπρεπε να επιτεθεί σε οποιαδήποτε τουρκικά σκάφη συναντούσε. Η Δημοκρατία αύξανε το μέγεθος τού ναυτικού της εξοπλισμού και ενόψει τής κρίσης ο επιστάτης (provveditore) Αλεσσάντρο Κονταρίνι, ο διοικητής τής Ζαρατίνα και οι άλλοι Ενετοί κυβερνήτες που είχαν δείξει πρόωρη διάθεση για πόλεμο έπρεπε να παραμείνουν σε υπηρεσία με το στόλο.119 Αλλά δεν γίνονταν σχέδια για άμεση επίθεση κατά τού τουρκικού στόλου και των τουρκικών χερσαίων δυνάμεων στην Κέρκυρα. Η Γερουσία μιλούσε πολύ και ζήτησε από τον πάπα την άμεση πρόσληψη πεζικού δύναμης 10.000 ανδρών. Ήθελαν από τούς εκπροσώπους τού αυτοκράτορα στη Ρώμη να συγκεντρώσουν άλλες 10.000, καθώς οι ίδιοι ήσαν έτοιμοι να βάλουν παρόμοιο αριθμό στο πεδίο τής μάχης κατά των Τούρκων. Τώρα ήσαν πρόθυμοι να ενωθεί ο στόλος τους με τον αυτοκρατορικό στόλο, τον οποίο διοικούσε ο Αντρέα Ντόρια. Διαβεβαίωναν επίσης τον πάπα μέσω τού πρεσβευτή τους στη Ρώμη, ότι η Δημοκρατία θα διέθετε 100 ελαφρές γαλέρες, δέκα μεγάλες γαλέρες, δέκα πλοία μεταφοράς και τρεις καλά εξοπλισμένες γαλεάσες, «που θα ενωθούν με εκείνο [τον στόλο] τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας, για να πάνε να βοηθήσουν και να ελευθερώσουν την Κέρκυρα και εναντίον των απίστων για ζημιά και καταστροφή τους» (et si congiongerà con quella [l’ armata] della Cesarea Maestà per andar a soccorrer et liberar Corfu et contra infideli a danno et ruina loro). Επίσης 20.000 Λαντσκνέχτε έπρεπε να στρατολογηθούν στη Γερμανία, για τούς οποίους ο αυτοκράτορας Κάρολος, ο πάπας και η Βενετία έπρεπε να πληρώσουν καθένας από ένα τρίτο τής δαπάνης.120
Υπενθύμιζαν στον Αντρέα Ντόρια ότι αν οι Τούρκοι πετύχαιναν στην Κέρκυρα, το επόμενο βήμα τους μπορούσε να είναι προς τη Μεσσίνα και το Μπρίντιζι. Ο αυτοκράτορας είχε πει πολλές φορές ότι η υπεράσπιση τής χριστιανικής επικράτειας αποτελούσε κοινή ευθύνη των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η ευκαιρία για την ανάληψη αυτής τής ευθύνης είχε προκύψει. Η Γερουσία έστελνε τον ναυτικό της εξοπλισμό στο Μπρίντιζι, «τόσο για να γίνει η ένωση όσο και για να βοηθηθεί η Κέρκυρα…» (sì per il far la unione come per soccorrer Corfu…). Ζητούσαν από τον Ντόρια να προχωρήσει αμέσως προς Μπρίντιζι με τον αυτοκρατορικό στόλο υπό τις διαταγές του.121
Στις 14 Σεπτεμβρίου (1537) η Γερουσία έγραφε στον Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι, τον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη, ότι η Δημοκρατία επρόκειτο να δαπανήσει «απίστευτο ποσό χρυσού, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, ώστε οι προμήθειες να φτάσουν εγκαίρως». Οι δαπάνες θα υπερέβαιναν τούς πόρους τού κράτους. Δεδομένου ότι οι Ενετοί εργάζονταν για τον χριστιανισμό στο σύνολό του καθώς και για τον εαυτό τους, αναγκάζονταν και πάλι να καταφύγουν στην Αγιότητά του, ο οποίος έπρεπε ο ίδιος να αισθανθεί, «ότι ο θησαυρός τής Εκκλησίας ποτέ δεν φυλασσόταν γα μεγαλύτερη ανάγκη απ΄ όση τώρα» (che il thesoro della Chiesa non die essere riservato a maggior bisogno di quello che è al presente). Ο πρέσβης έπρεπε να ζητήσει την άδεια να πουλήσει η Δημοκρατία το δέκα τοις εκατό των αγαθών που ανήκαν σε εκκλησιαστικά επιδόματα που είχαν ετήσια απόδοση μεγαλύτερη από εκατό δουκάτα, «μέσω τού οποίου θα μπορέσουμε εν μέρει να αντιμετωπίσουμε τις εν λόγω δαπάνες».122 Αν και η ευσέβεια των πιστών, καθώς στέκονταν με φόβο στο κατώφλι τού θανάτου, πλούτιζε την Εκκλησία από τη μια γενιά στην άλλη, σε περιόδους κρίσης οι ζωντανοί συχνά ανακτούσαν οι ίδιοι τις δωρεές των προγόνων τους. Πέρα από την Προτεσταντική εξέγερση, οι συνολικοί πόροι τής Εκκλησίας συρρικνώνονταν στις Καθολικές χώρες και η αύξηση των εισφορών για την άμυνα τής Ευρώπης απέναντι στον τουρκικό κίνδυνο συνέβαλλε σημαντικά σε αυτή τη μείωση, έως ότου η χριστιανική νίκη στη Ναύπακτο οδήγησε σε κάποια μικρή χαλάρωση.
Παρά το γεγονός ότι ο Ντόρια δεν πήγε στο Μπρίντιζι αλλά επέστρεψε στη Γένουα,123 ενώ μεταξύ των μελών τής Ενετικής Γερουσίας υπήρχε σαφώς κάποια έλλειψη εμπιστοσύνης στον γενικό διοικητή Πέζαρο,124 εκ των υστέρων η τουρκική επίθεση κατά τής Κέρκυρας πρέπει να είχε φανεί ότι προκαλούσε μεγαλύτερη έξαψη από την αναγκαία, γιατί στις 28 Σεπτεμβρίου η Γερουσία μπορούσε να γράφει στον Ενετό βαΐλο και στρατιωτικό διοικητή τού Ναυπλίου στον Μοριά: «Έχει φτάσει σε εμάς η είδηση ότι η τουρκική αρμάδα που είχε ασχοληθεί για πολλές ημέρες με την πολιορκία και την καταστροφή τής πόλης μας και τού νησιού τής Κέρκυρας, έχει αποτραβηχτεί εντελώς μαζί με τον [τουρκικό] στρατό, με δική της ζημιά και ταπείνωση και επιστρέφει στην Ισταμπούλ σε διέγερση για τη μικρή επιτυχία τους». Καθώς οι Τούρκοι επέστρεφαν στην πατρίδα, θα επιδίωκαν να κάνουν όση ζημιά μπορούσαν στις ενετικές κτήσεις που υπήρχαν ακόμη στον Μοριά, όπως προειδοποιούσε η Γερουσία τον βαΐλο.125
Το πρωί τής 29ης Σεπτεμβρίου (1537) μέλη τής Γερουσίας συγκεντρώθηκαν στον Άγιο Μάρκο με «πολύ μεγάλη συρροή» πολιτών, για να προσφέρουν ευχαριστίες για τη χαρμόσυνη είδηση της αποτυχίας τού σουλτάνου στην Κέρκυρα. Μια ρητορική επιστολή εκτίμησης στάλθηκε στην αποικιακή κυβέρνηση, η οποία είχε αντισταθεί τόσο ηρωικά.126 Η ενθαρρυμένη Γερουσία έδινε εντολή στον γενικό διοικητή Πέζαρο να προσπαθήσει να ανακτήσει το Βουθρωτό (Μπουτρίντο) και την Πάργα, αν οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να τα κατέχουν.127 Ο πάπας Παύλος είχε τόσο ανακουφιστεί με τα νέα από την Κέρκυρα, όσο και η Σινιορία. Κάλεσε τον Ενετό και τον αυτοκρατορικό πρεσβευτή για να δειπνήσουν μαζί του, τονίζοντας «ότι τώρα περισσότερο από ποτέ ήταν η ώρα να δράσουν με τόλμη και ότι ήταν απαραίτητο να συγκληθεί σύνοδος για την ευημερία τού χριστιανικού κόσμου». Στις 6 Οκτωβρίου η Γερουσία διαβεβαίωνε και πάλι τον πρεσβευτή της στη Ρώμη, ότι η σύνοδος θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στη Βιτσέντσα. Ήσαν ευτυχείς μαθαίνοντας ότι ο πάπας είχε στείλει νούντσιους στην Ισπανία και τη Γαλλία, σε περαιτέρω προσπάθεια να κάνουν ειρήνη μεταξύ τού Καρόλου και τού Φραγκίσκου. Η ένωση των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, που συζητιόταν τόσο πολύ, δεν έπρεπε πια να καθυστερήσει, ενώ πρόθεσή της έπρεπε να είναι η ανάληψη επιθετικών όσο και αμυντικών μέτρων κατά των Τούρκων. Όμως για την επίτευξη τής «επιθυμητής νίκης» θα ήσαν απαραίτητες ισχυρές δυνάμεις και τώρα ο Ενετός πρέσβης έπαιρνε με τη σειρά του εντολή να παροτρύνει τον ηλικιωμένο πάπα να είναι τολμηρός. Οι ηγεμόνες έπρεπε να κινηθούν γρήγορα. Παρατεταμένα σχέδια και ανεπαρκή κονδύλια για την υποστήριξή τους θα εξέθεταν απλώς τη Βενετία σε «προφανέστατο κίνδυνο». Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν δεν θα περίμενε υποχρεωτικά για ένα χρόνο, προκειμένου να δεχτεί επίθεση στη δική του πρωτεύουσα, όπως εξυπηρετούσε τούς χριστιανούς. Ο Μπαρμπαρόσσα βρισκόταν ακόμη στην ανοικτή θάλασσα με μεγάλο στόλο. Οι ηγεμόνες έπρεπε να είναι έτοιμοι να χτυπήσουν με πλήρη δύναμη πριν από τον ερχόμενο Μάρτιο.128 Ο Κάρολος Ε’ είχε πει ότι θα έθετε όλες τις δυνάμεις του σε εκστρατεία κατά των Τούρκων, αλλά φυσικά δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, εκτός αν είχε ειρήνη με τούς Γάλλους, στην επίτευξη τής οποίας η Γερουσία έκανε έκκληση στον πάπα να επικεντρώσει τις προσπάθειές του.129 O πάπας το έκανε ήδη αυτό για κάποιο χρονικό διάστημα.
Στο μεταξύ, καθώς ο σουλτάνος Σουλεϊμάν κατευθυνόταν στην πατρίδα του και συγκεκριμένα στην Αδριανούπολη, στην περιοχή τής οποίας σκόπευε να περάσει τον χειμώνα τού 1537-1538, έφταναν στη Βενετία επίμονες αναφορές ότι κατά την επόμενη περίοδο εκστρατειών σχεδίαζε να επιστρέψει με 300.000 ιππείς και στόλο 500 σκαφών! Οι προετοιμασίες του έπρεπε να ολοκληρώνονταν μέχρι τον Ιανουάριο. Ο Μπαρμπαρόσσα παρέμενε στη θάλασσα με 120 από τις καλύτερες γαλέρες. Ο σουλτάνος ήταν σαφές ότι δεν προγραμμάτιζε κίνηση στη Συρία, ενώ είχε οχυρώσει τα σύνορά του εναντίον τής πιθανότητας επίθεσης από τον σούφι. Ο πρεσβευτής Κονταρίνι έπρεπε να δώσει στον πάπα αυτές τις πληροφορίες, οι οποίες ήσαν αληθινές (li avisi sοpraditti, li quali sono veridici), όπως και άλλες πληροφορίες που είχε στείλει η Γερουσία στην Αγία Έδρα. Ως επικεφαλής τής Χριστιανικής Ένωσης εναντίον των Τούρκων, ο πάπας έπρεπε να προσπαθήσει «με κάθε αποτελεσματικότητα» να πετύχει ειρήνη μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά τής Γαλλίας.130
Λόγω τού περιορισμένου χρόνου και τής αυστηρότητας των περιστάσεων, η Γερουσία ζητούσε από τον πρεσβευτή της Κονταρίνι να πιέσει για το αίτημά της για χορήγηση άδειας πώλησης τού δέκα τοις εκατό ορισμένων εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών, ώστε να βοηθηθεί η χρηματοδότηση των προετοιμασιών της εναντίον των Τούρκων.131 Όμως οι Ενετοί προτιμούσαν απείρως περισσότερο την ειρήνη με τούς Τούρκους από τον πόλεμο, ο οποίος ήταν εξίσου καταστροφικός για το εμπόριό τούς και για το ταμείο τους. Στις 26 Οκτωβρίου, στις 13 Νοεμβρίου και πάλι στις 27 Νοεμβρίου (1537) η Γερουσία εξέτασε πιθανά κείμενα επιστολής διαμαρτυρίας, την οποία θα έστελνε στον βαΐλο τους στην Πύλη Τζάκομο ντα Κανάλε, για παρουσίαση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον σουλτάνο ή στους πασάδες. Δεδομένου ότι ο Αγιάς πασάς είχε ενημερώσει τον Κανάλε με ευγενικό τρόπο ότι ο σουλτάνος είχε θυμώσει με τις πράξεις φαινόμενης επιθετικότητας, για τις οποίες ήσαν ένοχοι κάποιοι Ενετοί θερμοκέφαλοι, η Γερουσία ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί ότι τέτοιες διαταραχές ήσαν αναπόφευκτες και πάντοτε συνέβαιναν όταν δυο ξένοι στόλοι έρχονταν κοντά μεταξύ τους (sicome suole seguire quando armate si ritrovano insieme alli quali è impossibile rimediare). Η Γερουσία είχε διατάξει την αρμόζουσα τιμωρία των παραβατών, αλλά ο σουλτάνος είχε επιλέξει να μην περιμένει για την πραγματική εξήγηση των γεγονότων και είχε κινηθεί προς ανοικτό πόλεμο με τη Δημοκρατία. Είχε ο ίδιος απαιτήσει την εξήγηση, που δεν περίμενε να ακούσει. Οι Τούρκοι είχαν αρπάξει τέσσερις γαλέρες σε απρόκλητη επίθεση κατά τού ενετικού στόλου στην Απουλία. Οι απώλειες τής Δημοκρατίας ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνες τού σουλτάνου. Για τριανταοκτώ χρόνια η Βενετία είχε κρατήσει απαραβίαστη την ειρήνη της με την Υψηλή Πύλη, παρόλο που είχε συχνά παρακινηθεί να τη σπάσει. Στην απώλεια των τεσσάρων γαλερών στην Απουλία έπρεπε να προστεθεί η φοβερή καταστροφή που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι στην Κέρκυρα, απ’ όπου είχαν επίσης πάρει «πολύ μεγάλο αριθμό ψυχών».
Φυσικά η Βενετία είχε απευθύνει έκκληση για βοήθεια από τούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες. Ενετοί αξιωματικοί στη Δαλματία και αλλού είχαν λάβει μέτρα για να προστατεύσουν τα εδάφη τής Δημοκρατίας από «τις επιθέσεις και λεηλασίες που λάμβαναν χώρα και οι οποίες εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα κάθε μέρα». Παρ’ όλα αυτά ο Κανάλε έπρεπε να ευχαριστήσει τον Αγιάς πασά για τις δικές του εκφράσεις φιλίας και επίσης «επειδή η Μεγαλοπρέπειά του σάς έχει πει ότι ο Γαληνότατος Άρχοντας έχει τη διάθεση να επιβεβαιώσει την ειρήνη, η οποία είναι πάντοτε επιθυμητή από εμάς, και ιδιαίτερα με την [Οθωμανική] του Μεγαλειότητα». Δεδομένου ότι κρατούνταν από την Πύλη Ενετοί έμποροι και τα εμπορεύματά τους, καθώς και οι Αλεξανδρινές γαλέρες τής Δημοκρατίας και άλλα πλοία, η Γερουσία έδινε εντολή στον Κανάλε να εργαστεί για την απελευθέρωσή τους, πράγμα που θα ήταν απλό, «γιατί είμαστε βέβαιοι ότι ο Γαληνότατος Άρχοντας δεν θα επιθυμούσε να υποστούν ζημιές αυτοί που έχουν πάει στη χώρα του, έχοντας δείξει σε αυτόν την εμπιστοσύνη τους (sotto la fede sua)». Η Γερουσία ήθελε «άμεση ενημέρωση» (particular et subito aviso) από τον Κανάλε, από τον οποίο δεν είχαν λάβει καμία επιστολή μετά τις 7 Σεπτεμβρίου, έτσι ώστε να γνωρίζουν πώς να απαντήσουν στον Αγιάς πασά. Όμως επισημάνθηκε αμέσως στη Γερουσία ότι αν εξουσιοδοτούνταν σε αυτή τη φάση ο Κανάλε να συζητήσει όρους ειρήνης με την Υψηλή Πύλη, θα έμπαιναν σε κίνδυνο οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις οι σχετικές με την ένωση των χριστιανικών δυνάμεων και έτσι για τρίτη φορά αποφασίστηκε να αναβληθεί η προτεινόμενη επιστολή προς Κανάλε.132
Μάλιστα η Γερουσία δεν έγραψε στον Κανάλε μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1538, εξηγώντας την καθυστέρησή τους με την αμφιβολία που συνέχιζε να υπάρχει στο μυαλό τους, δεδομένου ότι δεν μπορούσαν να συμβιβάσουν την αναφορά για τις σχεδόν διαχυτικές διαμαρτυρίες τού Αγιάς πασά για τουρκική φιλία με τη Βενετία, με την αναφορά για την εκτεταμένη καταστροφή από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα των κατεχομένων από τούς Ενετούς νησιών τού Αρχιπελάγους. Επίσης οι πρόξενοι, οι έμποροι, τα πλοία και τα εμπορεύματα τής Δημοκρατίας εξακολουθούσαν να κρατούνται από την Υψηλή Πύλη. Ο Κανάλε μπορούσε πάντως να πει στον Αγιάς πασά εκ μέρους τής Γερουσίας, «ότι και εμείς ομοίως διατηρούμε καλές προθέσεις απέναντι στον Γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο», ενώ επαναλαμβάνοντας συνοπτικά τις διαμαρτυρίες που είχαν διατυπωθεί στις επιστολές που δεν στάλθηκαν ποτέ στην Υψηλή Πύλη, η Γερουσία εξουσιοδοτούσε τον βαΐλο να συζητήσει με τον πασά την ανανέωση τής προηγούμενης ειρήνης, την οποία η Βενετία ισχυριζόταν ότι δεν είχε ποτέ παραβιάσει κατά τη διάρκεια τριανταοκτώ συνεχών ετών.133
Ενώ η Γερουσία ήταν έτσι δήθεν έτοιμη να ανανεώσει τις φιλικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη, ο πρέσβης τής Δημοκρατίας στη Ρώμη, ο Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι, εργαζόταν ακόμη, προσπαθώντας να πετύχει «τη σύναψη και συνομολόγηση τής αμυντικής και επιθετικής ένωσης εναντίον των Τούρκων» (la conclusion et stipulation della liga defensiva et offensiva contra Turchi), ενώ τότε γίνονταν οι τελικές ρυθμίσεις, ώστε να πληρώσει ο πάπας Παύλος Γ’ το ένα έκτο τού κόστους όλης τής επιχείρησης, ο Κάρολος Ε’ τα τρία έκτα (δηλαδή το μισό) και η Βενετία τα υπόλοιπα δύο έκτα (το ένα τρίτο). Αλλά ο Κονταρίνι έπρεπε επίσης να πιέσει την παπική κούρτη για τη χορήγηση άδειας για την πώληση δέκα τοις εκατό των εκμεταλλεύσεων των μεγαλύτερων επιδομάτων, γιατί χωρίς αυτή την παραχώρηση η Δημοκρατία δεν μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο βάρος. «Και παρά το γεγονός ότι δεν έχει γίνει ειρήνη ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τον χριστιανικότατο βασιλιά», έλεγαν στον πρέσβη,
ακόμη και καθώς θα πετυχαίνετε την ολοκλήρωση τής Ένωσης, θα εκλιπαρείτε την Αγιότητά του να συνεχίσει τις καλές του υπηρεσίες για την επίτευξη ειρήνης, όπως θα κάνουμε και εμείς. … Η Αγιότητά του θα καταλάβει την προθυμία με την οποία έχουμε εισέλθει στην Ένωση, όπως αρμόζει σε καλούς και αληθινούς χριστιανούς….134
Όμως η Γερουσία παρακρατούσε την επιστολή προς Κονταρίνι μέχρι να ολοκληρωθεί χωριστή ψηφοφορία για κάθε άρθρο τής συνομοσπονδίας, την οποία διαπραγματευόταν αυτός με τον πάπα και τον αυτοκράτορα. Οι όροι τής συμμαχίας προέβλεπαν ότι η αντι-τουρκική εκστρατεία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί κατά το τρέχον έτος 1538 και ότι ο χριστιανικός στόλος έπρεπε να έχει 200 γαλέρες. Οι χερσαίες δυνάμεις έπρεπε να έχουν 50.000 πεζούς, συμπεριλαμβανομένων 20.000 Λαντσκνέχτε, καθώς και 4.500 πάνοπλους άνδρες (homini d’ arme) και το απαραίτητο πυροβολικό και πυρομαχικά. Ο πάπας έπρεπε να εξοπλίσει 36 γαλέρες, ο αυτοκράτορας 82 και η Βενετία επίσης 82, φτάνοντας στο απαιτούμενο σύνολο των διακοσίων. Λεπτομέρειες για τη χρηματοδότηση βρίσκονταν υπό εκπόνηση στη Ρώμη. Η Γερουσία τα αποδέχτηκε όλα, αν και με περιστασιακές ψήφους διαφωνίας. Κρατήθηκε στην Ένωση αξιότιμη θέση για τον Φραγκίσκο Α’, εφόσον επιθυμούσε να ενταχθεί στην ιερή επιχείρηση. Οι προετοιμασίες για επιθετική δράση έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί τον Μάρτιο. Ο Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, ο δούκας τού Ουρμπίνο, ήταν επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων και ο Αντρέα Ντόρια, ο ηγεμόνας τού Μέλφι, θα ασκούσε θεωρητικά τουλάχιστον την ανώτατη διοίκηση στη θάλασσα, αν και ο Ενετός Μάρκο Γκριμάνι, πατριάρχης Ακουιλέια και γενικός διοικητής των παπικών γαλερών, καθώς και ο Βιντσέντσο Καπέλλο, τώρα ναυτικός γενικός διοικητής τής Δημοκρατίας, έπρεπε να δίνουν τη συμβουλή και τη συγκατάθεσή τους (ή ένας τουλάχιστον από αυτούς) για την εκτέλεση των εντολών τού Γενουάτη Ντόρια.135 Ο διορισμός τού Γκριμάνι από τον Παύλο Γ’ ως διοικητή τής παπικής μοίρας αποτελούσε προφανή παραχώρηση προς τη Βενετία και πρόσθετη εγγύηση των συμφερόντων τής Δημοκρατίας κατά τον επερχόμενο αγώνα.
Την ίδια στιγμή (την 1η Φεβρουαρίου) η Γερουσία προσδιόριζε αυτά τα συμφέροντα, τα οποία συνίσταντο πρώτα απ’ όλα (ante omnia) στην άμεση αποκατάσταση «όλων των πόλεων, φρουρίων, νησιών και άλλων τόπων», που ανήκαν προηγουμένως στη Βενετία και μπορούσαν τώρα να αποκτηθούν από την Ένωση. Η Γερουσία ήθελε ιδιαίτερα «την Αυλώνα και το Καστελνουόβο, που βρίσκεται στο στόμιο τού κόλπου τού Καττάρο, με πλήρη δικαιοδοσία στις εν λόγω θέσεις». Ο πάπας και ο αυτοκράτορας επρόκειτο επίσης να πάρουν τις προηγούμενες κτήσεις τους, όταν αυτές θα ξανακερδίζονταν από τούς Τούρκους. Η Κορώνη ήταν βέβαια φυλάκιο τής Δημοκρατίας για τρεις αιώνες και το γεγονός ότι ο Κάρολος Ε’ είχε πιο πρόσφατα καταλάβει τον τόπο δεν επρόκειτο να βλάψει την ανάκτησή του από τη Βενετία. Όμως ο Κάρολος θα έπαιρνε την παλιά αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης και ό,τι άλλο τού ανήκε ως βασιλιά Νάπολης και Σικελίας, με την επιφύλαξη πιθανών ενετικών αξιώσεων εδώ κι εκεί. Οι Ιωαννίτες θα έπαιρναν πίσω το νησί τής Ρόδου. Για την αποζημίωση τού παπισμού για τα βαριά και συνεχή έξοδα που επρόκειτο να αναλάβει στη σταυροφορία, επρόκειτο να δημιουργηθεί ένα κράτος από τις αναμενόμενες κατακτήσεις, «ως κατάλληλο κράτος για την Αποστολική Έδρα» (uno stato conveniente per la Sede Apostolica), πάνω και πέρα από εκείνα που θα αποκτούσε ο πάπας με άλλο τρόπο (τα οποία στην πραγματικότητα δεν θα ήσαν πολλά). Η Γερουσία έδωσε εντολή στον Κονταρίνι να συμβουλεύει τον πάπα και τον αυτοκρατορικό πρέσβη στη Ρώμη, ότι αυτές οι εδαφικές διευθετήσεις και φιλοδοξίες έπρεπε να κρατούνται σε απόλυτη μυστικότητα. Θα αρκούσε να ανακοινωθεί σταυροφορία, ένωση εναντίον των Τούρκων (dovendosi dir simpliciter liga contra Turchi).136
Δεν υπήρχε λόγος να ενημερωθεί ο Φραγκίσκος Α’ ότι ο αρχιεχθρός του θα γινόταν ενδεχομένως αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης. Αλλά αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς, πόσο σοβαρά οι έξυπνοι πολιτικοί τής λιμνοθάλασσας, οι Μίνιο και οι Μοτσενίγκο, οι Κονταρίνι και οι Γκριμάνι, που βρίσκονταν τότε στη Γερουσία, έπαιρναν πραγματικά αυτές τις μεγαλεπήβολες ρυθμίσεις ίσως πιο σοβαρά απ’ όσο ο σύγχρονος ιστορικός, που γνωρίζει πόσο εύκολα οι φιλοδοξίες τής Ένωσης επρόκειτο να διαλυθούν από τούς Τούρκους στην Πρέβεζα.
Η γαλλο-τουρκική συμμαχία, για την επίτευξη τής οποίας ο Λα Φορέ είχε εργαστεί τόσο σκληρά, μικρή επιρροή ασκούσε στις αντίστοιχες στρατηγικές των συμβεβλημένων μερών. Ο Φραγκίσκος Α’, αφού επιδίωξε επίμονα μεγάλης κλίμακας τουρκική επίθεση κατά τής Ιταλίας, συγχρονισμένη με γαλλική εισβολή στη Λιγουρία και τη Λομβαρδία, μετακίνησε τις δυνάμεις του στην Πικαρδία και το Αρτουά, αν και τότε ακριβώς (την άνοιξη και στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1537)137 ο τουρκικός στόλος και στρατός ξηράς, ο τελευταίος με επικεφαλής τον ίδιο τον Σουλεϊμάν, συγκεντρώνονταν στην Αυλώνα, στην ακτή τής Αδριατικής απέναντι από το Μπρίντιζι. Υπήρχε ανησυχία στην παπική κούρτη, φυσική συνέπεια τεσσάρων μηνών αγωνιώδους αναμονής και πολύ απαισιόδοξων προβλέψεων, γιατί στη Ρώμη γνώριζαν όλοι πολύ καλά ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν μεγάλη επίθεση από τη θάλασσα. Οι Ενετοί αντηχούσαν το γεγονός στα αυτιά όλων. Στις 15 Φεβρουαρίου (1537) ο Παύλος Γ’ είχε υπενθυμίσει στον Φραγκίσκο τις συχνές παπικές προσπάθειες συμφιλίωσης των οίκων των Βαλώνων και των Αψβούργων σε μια ειρήνη, που θα καθιστούσε δυνατή τη διεξαγωγή γενικής συνόδου, την εξαφάνιση των αιρέσεων, τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, την απόκρουση των Τούρκων και έτσι επιτέλους την ασφάλεια και την ηρεμία τής Ευρώπης, αλλά η ερχόμενη άνοιξη σίγουρα θα έβλεπε τούς Τούρκους να εξαπολύουν πλήρους κλίμακας επιθέσεις επί τής «δύστυχης Ιταλίας».138
Δεκάδες έγγραφα, εκτυπωμένα ή όχι, εξακολουθούν να μαρτυρούν την αγωνία που επικρατούσε στη Ρώμη. Για παράδειγμα στις 16 Ιουνίου 1537 ο Παύλος Γ’ έγραφε στον αυτοκράτορα Κάρολο ότι αυτό που πάντοτε φοβόταν, ερχόταν τώρα: η εχθρότητα μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά τής Γαλλίας οδηγούσε τη χριστιανοσύνη στο χείλος τής καταστροφής. Ο Τούρκος βρισκόταν σχεδόν στο κατώφλι τής Ιταλίας.
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι η μεγαλειότητά σας έχει ακούσει τις καθημερινές αναφορές που φτάνουν σε εμάς εδώ [στη Ρώμη] και στους ανθρώπους σας στη Νάπολη, γιατί αυτοί βρίσκονται πιο κοντά, ότι ο τουρκικός στόλος, ο οποίος όπως γνωρίζετε είναι πολύ μεγάλος, βρίσκεται αγκυροβολημένος στα ανοικτά τής ακτής τής Απουλίας, παραταγμένος και έτοιμος για δράση. Μακάρι να μη συμβεί, όταν η μεγαλειότητά σας διαβάζει αυτή την επιστολή, να παίρνουμε την είδηση ότι έχει αποπλεύσει κι έχει αποβιβαστεί στην Ιταλία!
Ο πάπας, ανήσυχος και αγανακτισμένος, έκανε έκκληση για ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ανταγωνιστών.139 Την ίδια μέρα το Κολλέγιο των Καρδιναλίων έγραψε επίσης στον Κάρολο παρόμοια δήλωση τού μεγάλου φόβου τους, ικετεύοντας για ειρήνη και για προστασία.140
Δύο μήνες αργότερα (στις 20 Αυγούστου) ο Κάρολος απάντησε με μακροσκελή, δύσκαμπτη επιστολή, διαμαρτυρόμενος ότι δεν ήταν αυτός η αιτία τού πολέμου με τη Γαλλία, όπως η Αγιότητά του έπρεπε να γνωρίζει καλά. Αυτός ήταν εκείνος που είχε ζημιωθεί. Ο πόλεμος τού είχε επιβληθεί. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε παραβιάσει τρεις φορές τις υποχρεώσεις για τις οποίες είχε ορκιστεί σε συνθήκες. Δεν έφταιγε ο Κάρολος αν ο Τούρκος γινόταν όλο και πιο τολμηρός. Τού είχε αντιταχθεί στην Ουγγαρία, στην Ιταλία και στην Τύνιδα, «μόνος και περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να αντέξει η δύναμή μας, για το μέγιστο όφελος τής χριστιανικής κοινοπολιτείας…». Ο Κάρολος σημείωνε ότι ο ίδιος ο πάπας είχε πολλά να απαντήσει για τούς μη συνεργάσιμους και ανορθολογικούς περιορισμούς που είχε επιβάλει στη βασιλική συλλογή των ειδικών σταυροφορικών φόρων στην Ισπανία, παρά τις επανειλημμένες και συνήθεις παραχωρήσεις σταυροφορικού φόρου (cruzada) τις οποίες είχαν κάνει προηγούμενοι πάπες, για την προστασία των δυτικών παράκτιων χωρών από τις επιθέσεις των απίστων. Όταν ο Κάρολος συγκέντρωνε δυνάμεις για να απωθήσει τούς Τούρκους, δεχόταν ο ίδιος συνήθως επίθεση «ακόμη και στα νώτα» (veluti a tergo) από υποτιθέμενους χριστιανούς στα γερμανικά του σύνορα ή σε άλλες παραμεθόριες περιοχές τής αυτοκρατορίας του.141 Απαντώντας την ίδια μέρα (στις 20 Αυγούστου) στους «πολύ αγαπητούς φίλους του», στους καρδινάλιους, ο Κάρολος έγραψε συντομότερη επιστολή, υπενθυμίζοντάς τους ότι «κανένας από εσάς δεν αγνοεί από ποιου τη συμβουλή, χάρη και ελπίδα εξαρτάται ο Τούρκος σε αυτόν τον αγώνα».142
Ο Τούρκος εξαρτιόταν κυρίως από τον εαυτό του στον αγώνα και οι αναφορές για την προετοιμασία του δεν μεγαλοποιούσαν τα πράγματα. Οι δυνάμεις τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα είχαν αποβιβαστεί στο Κάστρο (Castro) τής Απουλίας, νότια τού Οτράντο, στα τέλη Ιουλίου τού 1537. Η είδηση έγινε γνωστή στη Ρώμη στις 2 Αυγούστου, αλλά δύο περίπου βδομάδες αργότερα έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι είχαν αναχωρήσει, με πολλούς αιχμαλώτους βέβαια, αλλά τουλάχιστον είχαν φύγει. Η επίθεση κατά τής Απουλίας μπορεί να ήταν εκτροπή ή διερευνητικό χτύπημα, για να δουν αν οι γαλλικές δυνάμεις ήσαν έτοιμες να ξεκινήσουν επίθεση μέσω Πιεμόντε επί των αυτοκρατορικών δυνάμεων στην κοιλάδα τού Πάδου. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, όπως είδαμε, βρισκόταν ήδη σε πόλεμο με τούς δύσμοιρους Ενετούς. Προς το τέλος Αυγούστου (1537) ο Σουλεϊμάν είχε ξεκινήσει την άκαρπη πολιορκία τού φρουρίου τής Κέρκυρας. Ο γαλλικός στόλος υπό τον ναύαρχό του, τον Μπερτράν ντ’ Ομεσάν, βαρώνο τού Σαιν Μπλανκάρ, είχε εμφανιστεί στα ανοιχτά τής Κεφαλλονιάς και τής Ζακύνθου (στις 7 Σεπτεμβρίου) κατευθυνόμενος στην Κέρκυρα, αλλά ο ναύαρχος δεν είχε κατορθώσει να πείσει τον Σουλεϊμάν να διαθέσει εκατό γαλέρες, για να λεηλατήσουν τις ακτές τής Απουλίας, τής Σικελίας και τού Μάρκε τής Αγκώνας.143 Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Σουλεϊμάν είχε φύγει από την Κέρκυρα επιστρέφοντας στην Ισταμπούλ, ενώ τον επόμενο μήνα οι ίδιοι οι Γάλλοι εισέρχονταν στην Ιταλία για να ξαναπάρουν το Πιεμόντε, το οποίο είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος του κατακλυστεί από αυτοκρατορικά στρατεύματα τον προηγούμενο Ιούλιο (1537). Σε κανένα σημείο στα διάφορα μέτωπα μάχης οι γαλλικές και οι τουρκικές δραστηριότητες δεν συνδέονταν με κοινά σχέδια επίθεσης. Σε ανάμνηση τής νικηφόρας αντίστασης των χριστιανών στην Κέρκυρα ο Παύλος Γ’ έκοψε μετάλλιο, που έδειχνε ένα δελφίνι να κατανικά κροκόδειλο.
Όμως όταν ένα δελφίνι ανταγωνίζεται κροκόδειλο, χρειάζεται βοήθεια. Παπικοί διπλωμάτες προσπαθούσαν να φέρουν τούς Ενετούς σε αντι-τουρκική συμμαχία με τον Παύλο Γ’. Εκείνη την εποχή η διπλωματία ήταν κουραστική διαδικασία γραφής δεκάδων επιστολών, που θα βοηθούσαν στην προετοιμασία κάθε κίνησης. Οι νούντσιοι στο πεδίο έπρεπε να κρατούνται πλήρως ενήμεροι για τις τρέχουσες διαδικασίες. Έπρεπε να ρωτούν τις κατάλληλες ερωτήσεις, πριν μπορέσουν να πάρουν τις απαντήσεις για τις οποίες ενδιαφερόταν η κούρτη. Στην αλληλογραφία νούντσιων όπως οι Βεργκέριο και Μορόνε, Γάλλων απεσταλμένων όπως οι Ρινκόν και Πελλισιέ, αυτοκρατορικών πολιτικών όπως οι Γκρανβέλ και Κόμπος, ο αναγνώστης μπορεί να ζήσει και πάλι τις εβδομάδες αναμονής τους, τις ημέρες άγχους και τις τελευταίες ώρες τής αγωνίας στην ήττα ή τής αγαλλίασης στη νίκη. Αν και η απάτη εξασκούνταν με φινέτσα, στην πραγματικότητα δεν θαυμαζόταν. Οι καλοί τρόποι καλλιεργούνταν ως καλή τέχνη. Τόσο ο Καστιλιόνε όσο και ο ντέλλα Κάζα γνώριζαν την απαιτητική σταδιοδρομία τού παπικού νούντσιου.
Αν και αποτελούσε προφανώς παροιμία τής κούρτης στην αποστολή νούντσιου το «στείλε ένα σοφό άνθρωπο και μην τού λες τίποτε» (mitte sapientem et nihil ei dicas), οι άπειροι στη διπλωματία θα έπαιρναν, ανεξάρτητα από τη σοφία τους, τις πιο αναλυτικές οδηγίες σχετικές με κάθε σχεδόν λεπτομέρεια συμπεριφοράς». Οι αποστολές νούντσιων (nunciatures) στη Γερμανία αποτελούσαν ιδιαίτερα λεπτές αναθέσεις, γιατί οι εχθρικοί Λουθηρανοί ανέμεναν με υπερβολική χαρά κάθε πιθανό παραπάτημα από την πλευρά τού νούντσιου. Όταν στα τέλη Οκτωβρίου 1536 πήγαινε ως παπικός απεσταλμένος στην αυλή τού Φερδινάνδου στην Αυστρία και τη Βοημία ο Τζιοβάννι Μορόνε, ο ασφαλής και νηφάλιος επίσκοπος τής Μόντενα, προειδοποιήθηκε να μην είναι ούτε πολύ σπάταλος ούτε πολύ σφιχτοχέρης στη δαπάνη χρημάτων στα πανδοχεία που θα έμενε. Δεν έπρεπε να δημιουργεί χρέη, δεν έπρεπε να αποκρούει πόλεις, ιδιωτικές κατοικίες ή δώρα που προσφέρονταν σε αυτόν δημοσίως, δεν έπρεπε να δείχνει περιφρόνηση για τρόφιμα, κρασιά, ρούχα ή έθιμα παράξενα γι’ αυτόν. Έπρεπε να φορά το ένδυμα που φορούσαν οι επίσκοποι στην παπική κούρτη, να αποφεύγει την πολυτέλεια και την επίδειξη στα ρούχα και το φαγητό και να απέχει από την κατάχρηση σε όλα τα πράγματα. Δεν έπρεπε να προδίδει ούτε φόβο ούτε δυσπιστία στο πρόσωπό του ή σε συνομιλίες με ανθρώπους. Έπρεπε να μαλακώνει τη σοβαρότητα τού παραστήματός του με καλό χαρακτήρα. Έπρεπε να χρησιμοποιεί με σύνεση και συγκρατημένα τις αρμοδιότητες και τις κατ’ εξαίρεση ιδιότητες που τού είχε χορηγήσει ο πάπας. Έπρεπε να κάνει φιλανθρωπίες, να παρακολουθεί καθημερινά θείες λειτουργίες, να παρίσταται στις εκδηλώσεις γιορτινών και επίσημων ημερών, να τηρεί τις νηστείες, να αποφεύγει τούς καυγάδες και ούτω καθεξής, «αλλά όλα αυτά απλά και ειλικρινά» (omnia tamen haec sincere et simpliciter).144 Οι αρχές που βρίσκονταν στη βάση αυτών των κανόνων συμπεριφοράς (τους οποίους είχε συντάξει ο Αλεάντερ), καθώς και εκείνες στις οποίες βασιζόταν το μεγαλύτερο μέρος των κανόνων των Κορτετζιάνο και Γκαλάτεο, ήσαν η ευγένεια, ο σεβασμός προς τα συναισθήματα των άλλων και ως τέτοιες ήσαν αρκετά ανεξάρτητες από τρέχουσες αντιλήψεις και από διπλωματικές εθιμοτυπίες τής εποχής.
Ο Μορόνε είχε επιλεγεί προσεκτικά, για να εκπροσωπήσει την Αγία Έδρα στην αυλή των Αψβούργων και μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι δεν είχε χρειαστεί το δοκίμιο τού Αλεάντερ για τη συμπεριφορά ενός νούντσιου. Η εύκολη προσέγγιση που είχε εγκαθιδρύσει με τον θρόνο τού έδινε τη δυνατότητα να εκθέτει τις απόψεις τού πάπα ανεπίσημα στον Φερδινάνδο και να συζητά τις πολιτικές ή άλλες επιπτώσεις τους. Στα τέλη Αυγούστου 1537 ο Φερδινάνδος επιδοκίμασε τις προσπάθειες τού Παύλου Γ’ να φέρει τούς Ενετούς και τον Κάρολο Ε’ μαζί σε σύμφωνο εναντίον των Τούρκων, ενώ έλεγε ότι έλπιζε, ότι η Αγιότητά του θα επέμενε σε αυτή τη σημαντική προσπάθεια. Ο Μορόνε είχε απαντήσει ότι θα μεταβίβαζε, όπως πάντα, το βασιλικό μήνυμα στη Ρώμη, αλλά εύρισκε την ευκαιρία να σημειώσει ότι το ζήτημα βρισκόταν στην πραγματικότητα στα χέρια τού ίδιου τού Καρόλου, που έπρεπε να προσφέρει στους Ενετούς κάποια κατάλληλη παρακίνηση.
Ενθαρρυμένος από τη Μεγαλειότητά του να τού μιλήσω ειλικρινά γι’ αυτό το ζήτημα, εξήγησα ότι αφού η αυτοκρατορία αποτελείται από μεγάλους ηγεμόνες, είναι φυσικό να τη φοβούνται οι δημοκρατίες, ιδιαίτερα όταν είναι γείτονες. Πίστευα ότι αν ο αυτοκράτορας έδινε το κράτος τού Μιλάνου σε κάποιον ιδιώτη ηγεμόνα, αν άφηνε τις υποθέσεις τής Φλωρεντίας στην παλιά κατάσταση Δημοκρατίας [ο Παύλος Γ’ μισούσε τον Κόσιμο Μέδικο], αν έκανε σταθερή συμμαχία όσο διαρκούσε ο πόλεμος με τούς Τούρκους και αν έδινε στους Ενετούς κάποιο μέρος τής ανταμοιβής τής νίκης, εφόσον ευχαριστούσε τον Θεό να τη χορηγήσει, τότε οι Ενετοί θα μπορούσαν να προσελκυστούν σε αυτή την επιθυμητή και αναγκαία Ένωση. Η μεγαλειότητά του, ακούγοντας ευγενικά όλες αυτές τις σκέψεις, με ευχαρίστησε. Στη συνέχεια έστειλε σήμερα μια επιστολή στη Βενετία. Δεν ξέρω αν είναι για αυτόν τον σκοπό, δηλαδή για να θέσει υπόψη των αυτοκρατορικών εκπροσώπων αυτές τις εκτιμήσεις.145
Ό,τι κι αν συνέβη, οι Ενετοί σύντομα συμφώνησαν σε συμμαχία με τον Παύλο Γ’ εναντίον των Τούρκων.
Μάλιστα οι Ενετοί είχαν καταλήξει στην απόφασή τους λίγο πριν φτάσουν τα νέα για την επιτυχία τους στην Κέρκυρα. Το είχαν πάρει πολύ στα σοβαρά και γνωστοποίησαν αμέσως την πρόθεσή τους να προσλάβουν Γερμανούς μισθοφόρους. Ο Παύλος Γ’ ήταν περιχαρής, επειδή δέκα πάπες πριν από αυτόν είχαν ήδη αποτύχει να εξασφαλίσουν ενετική δράση εναντίον των Τούρκων. Η συμμαχία γιορτάστηκε στη Ρώμη με τη δέουσα επισημότητα στα μέσα Σεπτεμβρίου (1537).146 Στις αρχές Νοεμβρίου διορίστηκε επιτροπή τεσσάρων καρδιναλίων για να ασχοληθεί με τον τουρκικό πόλεμο. Ήδη στις 9 Οκτωβρίου τουρκικός στρατός είχε νικήσει τούς Αυστριακούς υπό τον Γιόχαν Κατσιάνερ κοντά στο Έσσεγκ (ουγγρικά Έσεκ, τώρα Όσιγιεκ στη βορειοανατολική Κροατία επί τού ποταμού Δραύου), σε ακόμη μια επιχείρηση εντελώς άσχετη με τη γαλλική εκστρατεία στο Πιεμόντε.147 Ο Μορόνε την θεωρούσε χειρότερη καταστροφή από εκείνη τού Μόχατς. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να δέσει τον Κάρολο Ε’ και τούς Ενετούς με την Αγία Έδρα σε ένωση εναντίον των Τούρκων. Τώρα ήταν σαφές ότι η είσοδος τού Καρόλου στην παπική-ενετική συμμαχία μπορούσε να θεωρείται δεδομένη, αν και η επίσημη επικύρωση των άρθρων τής συμφωνίας καθυστέρησε μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου 1538, όταν συνήφθη τελικά η Ιερά Συμμαχία και διακήρυξε την πρόθεσή της για επιθετική καθώς και αμυντική δράση κατά των Τούρκων.148 Φυσικά ο Φραγκίσκος Α’ χρειαζόταν διαβεβαίωση ότι η Ένωση σε καμία περίπτωση δεν στρεφόταν εναντίον του, την οποία ο Ενετός πρεσβευτής στη γαλλική αυλή έδωσε αμέσως, χωρίς να περιμένει οδηγίες από την πατρίδα, οι οποίες θα χρειάζονταν χρόνο για να φτάσουν εκεί.149
Ο Μορόνε εργαζόταν επίσης σκληρά, για να φέρει τούς Φερδινάνδο και Ιωάννη Ζαπόλυα σε κάποιου είδους συμφωνία, όπως μαρτυρούν από μήνα σε μήνα οι επιστολές του προς τον Ρικαλκάτι. Τελικά στις 24 Φεβρουαρίου (1538) επιτεύχθηκε ειρήνη ενός έτους στη λεγόμενη συνθήκη τού Γκροσβαρντάιν (ουγγρικά Ναγκυβάραντ, σήμερα ρουμανική Οράντεα). Η συνθήκη αυτή αποτελούσε εν μέρει έργο τού Γιόχαν φον Βέετσε, εκλεγμένου αρχιεπισκόπου τής Λουντ, ο οποίος έδωσε στον Μορόνε λεπτομερή περιγραφή των δοκιμασιών του, όταν έφτασε στην Πράγα στις αρχές Απριλίου. Ο αδελφός Γεώργιος Μαρτινούτσι (Ουτιεσένοβιτς), ο εκλεγμένος επίσκοπος τού Γκροσβαρντάιν, είχε εκπροσωπήσει τα συμφέροντα τού Ζαπόλυα και τα είχε πάει πολύ καλά. Στη συνέχεια θα δούμε περισσότερα για τον Μαρτινούτσι, ο οποίος για τα επόμενα δέκα ή και περισσότερα χρόνια θα ξεχώριζε ως ηγετική φυσιογνωμία στην Ουγγαρία (μέχρι τη δολοφονία του στις 17 Δεκεμβρίου 1551). Με τούς όρους τής συνθήκης τού Γκροσβαρντάιν ο Φερδινάνδος αναγνώριζε τον Ζαπόλυα ως βασιλιά τού μεγαλύτερου μέρους τής Ουγγαρίας, αλλά ολόκληρο το βασίλειο έπρεπε να επιστρέψει στον Φερδινάνδο ή τούς διαδόχους του μετά τον θάνατο τού Ζαπόλυα, είτε ο τελευταίος είχε παιδιά είτε όχι. Περιλαμβανόταν επίσης η προσχώρηση τού Ζαπόλυα στην αντι-τουρκική ένωση, αν και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα χρειαζόταν να την αναγνωρίσει αυτός για κάποιο διάστημα.150 Για τον Ζαπόλυα οι εναλλακτικές λύσεις τού σταυρού των Αψβούργων ή τής οθωμανικής ημισέληνου φαίνονταν εξίσου ζοφερές. Ο ανταγωνισμός του με τον Φερδινάνδο είχε προκαλέσει την αποξένωσή του από τον παπισμό, ο οποίος δεν μπορούσε να αντέχει να είναι υπερβολικά προσβλητικός για τούς Αψβούργους, που κατείχαν τη δύναμη και το κύρος τής αυτοκρατορίας.
Ο Ζαπόλυα, όπως κάθε χριστιανός ηγεμόνας, φοβόταν τούς Τούρκους, αλλά τι άραγε μπορούσε να κάνει; Είχε πιαστεί στη μέση, μεταξύ Χριστιανοσύνης και Ισλάμ, «ανάμεσα στα ιερά και τούς βράχους» (inter sacrum et saxum), όπως έλεγε και η παροιμία. Ήταν φτωχός, όπως και ο Φερδινάνδος. Όμως αν ο Ζαπόλυα επρόκειτο να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, έπρεπε να έχει βοήθεια από τη Δύση. Ο Φερδινάνδος έπρεπε να βοηθήσει στην υπεράσπιση τής Βούδας, αλλιώς ο Ζαπόλυα δεν θα τηρούσε τούς όρους τού Γκροσβαρντάιν. Ο Μορόνε έκανε έκκληση στον νεαρό καρδινάλιο Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τώρα τον Ρικαλκάτι ως παπικός υπουργός εξωτερικών.151 Ο Φερδινάνδος αναγνώριζε ότι ο ίδιος δεν είχε τη δύναμη να «επιβάλει στους υπηκόους του να τού δώσουν βοήθεια, οι οποίοι, λέει, δεν είναι λιγότερο εξαντλημένοι απ’ όσο επίμονοι, για να μην πούμε ανόητοι, μη προβλέποντας τη δική τους συνολική καταστροφή». Η ενδέκατη ώρα είχε έρθει. Ο Φερδινάνδος είχε υποσχεθεί ή απαλλοτριώσει, όπως ισχυριζόταν, το μεγαλύτερο μέρος τής κληρονομιάς και των κτήσεών του. Δεν γνώριζε περαιτέρω τρόπους για τη συγκέντρωση χρημάτων «για την εξυπηρέτηση όλης τής χριστιανοσύνης και ιδιαίτερα των κληρονομικών επαρχιών του, που βρίσκονται ανάμεσα στους Τούρκους και τούς Λουθηρανούς». Παρακαλούσε λοιπόν τον πάπα να επιτρέψει με ειδικές επιστολές επιείκειας την απαλλοτρίωση των κινητών πραγμάτων των μοναστηριών στην έκταση τού μισού, τού ενός τρίτου ή τού ενός τετάρτου τού συνόλου τής περιουσίας τους για χρήση σε εκστρατεία εναντίον των Τούρκων.152 Έφταναν συνεχώς στην αυλή τού Φερδινάνδου νέα για τεράστιες οθωμανικές προετοιμασίες για εκστρατεία κατά τής Ουγγαρίας. Θεωρούνταν σκόπιμο να εισέλθει και ο βασιλιάς τής Πολωνίας στη συνομοσπονδία κατά των Τούρκων.153
Ο Φερδινάνδος έψαχνε παντού για βοήθεια. Καθώς σκεφτόταν το ενδεχόμενο τουρκικής πορείας στην Ουγγαρία και ενδεχομένως στην Αυστρία, συχνά ταραζόταν. Προβλέποντας απόρριψη τού αιτήματός του για εκτεταμένη εκκοσμίκευση τής μοναστικής περιουσίας, κατεύθυνε τον Μορόνε να ακυρώσει την αίτησή του προς τον πάπα και να ζητήσει αντί γι’ αυτήν επιδότηση δύο φόρων δεκάτης, που θα εισπράττονταν από όλα τα εκκλησιαστικά, κοσμικά και τακτικά εισοδήματα σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.154 Ο Μορόνε θεωρούσε το αίτημα αυτό πιο μετριοπαθές σε σχέση με το προηγούμενο. Δεδομένου ότι ο Φερδινάνδος είχε ζητήσει ως εκτελεστές των δύο φόρων δεκάτης τον καρδινάλιο τού Τρεντ, τον ίδιο τον Μορόνε και τον επίσκοπο Γρηγόριο Λάνγκερ τού Βίνερ Νόιστατ, ο νούντσιος ενημέρωνε ξερά τον καρδινάλιο Φαρνέζε, «ότι αυτά τα χρήματα έπρεπε να εκταμιευθούν προς όφελος αυτής τής επιχείρησης [κατά των Τούρκων], όχι για ιδιωτική χρήση, όπως καταλαβαίνω ότι έγινε την εποχή τού ευλογημένης μνήμης πάπα Κλήμεντα, όταν τα αγαθά τής Εκκλησίας απαλλοτριώθηκαν σε εκείνα τα μέρη».155 Στο μεταξύ ο Φερδινάνδος ενθουσιάστηκε από την είδηση, ότι οι Ενετοί είχαν συνάψει συμφωνία με τούς δούκες Βίλελμ και Λούντβιχ τής Βαυαρίας για 10.000 Λαντσκνέχτε και τούς έστελναν στην περιοχή τού Φριούλι.156
Ακόμη και οι μεγιστάνες τής Βοημίας είχαν καταρρεύσει μπροστά σε αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ήσαν επιτέλους διατεθειμένοι να εφοδιάσουν τον βασιλιά με ιππικό 3.000 ανδρών ή πεζικό 9.000 ανδρών για πέντε μήνες. Ο Φερδινάνδος έχοντας πετύχει τον σκοπό τής διαμονής του στην Πράγα, σχεδίαζε τώρα (στα μέσα Μαΐου 1538) να πάει στη Σαξωνία, όπου τον είχε προσκαλέσει ο δούκας Γεώργιος και απ’ όπου ανέμενε κάποια βοήθεια. Στη συνέχεια ο Φερδινάνδος θα συμμετείχε στις επαρχιακές δίαιτες στη Λουσατία, τη Σιλεσία και τη Μοραβία, που αποτελούσαν μέρη τού βασιλείου τής Βοημίας, όπου θα ζητούσε επίσης χορηγήσεις εφοδίων κατά των Τούρκων. Μια άλλη δίαιτα διεξαγόταν στο Ρέγκενσμπουργκ, όπου θα εμφανίζονταν ο Ματίας Λανγκ, καρδινάλιος αρχιεπίσκοπος τού Σάλτσμπουργκ (πέθανε το 1540), οι δύο δούκες τής Βαυαρίας, καθώς και άλλοι ηγεμόνες επίσκοποι τής περιοχής. Ο Μορόνε καταλάβαινε ότι θα έδιναν στον Φερδινάνδο 3.000 πεζούς και 1.000 ιππείς, «και έτσι από κάθε πλευρά η Μεγαλειότητά του συνεχίζει να συγκεντρώνει στρατό», αλλά κανένας δεν μπορούσε να πει πόσο μεγάλος θα ήταν.157 Στο Γκέρλιτς τής Λουσατίας ο Φερδινάνδος είχε πολύ ικανοποιητική συνάντηση με τον νεαρό Γιόακιμ Β’, μαρκήσιο τού Βρανδεμβούργου (1535-1571), ο οποίος τού υποσχέθηκε 200 πάνοπλους άνδρες και 500 πεζούς με πολύ πυροβολικό και άφθονα πυρομαχικά για τη συνήθη πεντάμηνη περίοδο εκστρατειών. Ο Γιόακιμ προσφέρθηκε ακόμη να μπει και ο ίδιος στο πεδίο τής μάχης, αν κρινόταν απαραίτητο. Επίσης ανέλαβε να φροντίσει ότι θα έκαναν το ίδιο και οι άλλοι Καθολικοί εκλέκτορες.158
Όμως η δίαιτα στο Μπρέσλαου τής Σιλεσίας ήταν αποκαρδιωτική,
επειδή οι Καθολικοί λένε ότι φοβούνται τούς Λουθηρανούς, αν απογυμνώσουν τις επαρχίες τους για να δώσουν βοήθεια στη μεγαλειότητά του. Οι Λουθηρανοί λένε ότι φοβούνται όχι μόνο τούς Καθολικούς, αλλά και την αυτοκρατορική και τη βασιλική τους Μεγαλειότητα [τον Κάρολο Ε’ και τον Φερδινάνδο], αν έκαναν το ίδιο.
Έτσι και οι δύο παρατάξεις χρησιμοποιούσαν την ίδια δικαιολογία για να αποφύγουν να προσφέρουν τη συνεισφορά τους. Τώρα πια το Μπρέσλαου ήταν όλο λουθηρανικό, όπως μάς λέει ο Μορόνε, και οι Καθολικοί φοβούνταν να δείξουν τα πιστεύω τους. Όταν συζητούνταν οι λουθηρανικοί φόβοι, ο Φερδινάνδος απάντησε, όπως ανέφερε δεόντως ο Μορόνε στη Ρώμη, «ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα και ο ίδιος ήσαν τόσο ήπιοι προς τούς Λουθηρανούς, που δεν έχουν λόγο να φοβούνται!» Στη συνέχεια προέκυψε για συζήτηση το ζήτημα τής συνόδου, ζήτημα που πάντοτε προέκυπτε και επρόκειτο να σταλούν στον Κάρολο Ε’ οι συνήθεις εκκλήσεις για ικανοποίηση και διαβεβαίωση.159
Στο μεταξύ oι επαφές με τον Ιωάννη Ζαπόλυα έδειχναν να πηγαίνουν ομαλά. Ο ασυνήθιστος Τζερόμ Λάσκι, ο οποίος είχε επιζήσει από την επικίνδυνη κακοτυχία τής σύνδεσης τού ονόματός του με εκείνο τού Λοντοβίκο Γκρίττι, είχε εμφανιστεί στην Πράγα τον Απρίλιο (1538), έχοντας μάλιστα εισέλθει στην υπηρεσία τού Φερδινάνδου. Τα πολλά ταξίδια του, η γνώση πολλών γλωσσών και οι ασυνήθιστες οικογενειακές και πολιτικές του διασυνδέσεις έκαναν μεγάλη εντύπωση στον Μορόνε, στον οποίο έδωσε υπόμνημα για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να οργανωθεί μια αντι-τουρκική εκστρατεία.160 Ύστερα ο Λάσκι συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Γιόχαν φον Βέετσε σε άλλη αποστολή στον Ζαπόλυα, τού οποίου ο απεσταλμένος Στέφεν Μπρόντεριτς είχε ο ίδιος επιστρέψει στην αυλή τού Φερδινάνδου «για τη σύναψη τής ειρήνης» (per la conclusione della pace).161 Στις 3 Ιουνίου (1538) ο Λάσκι γύρισε στο Μπρέσλαου, για να αναφέρει ότι ο Ζαπόλυα ήταν πρόθυμος να φρουρούν τα στρατεύματα τού Φερδινάνδου τη Βούδα κατά των Τούρκων. Ο Μορόνε πίστευε ότι μια ένωση των δύο χριστιανών βασιλέων τής Ουγγαρίας, που θα μπορούσαν να έχουν ως συμμάχους τον βασιλιά τής Πολωνίας και τον βοεβόδα τής Μολδαβίας, ίσως ήταν η αρχή μιας πραγματικά αποτελεσματικής συμμαχίας εναντίον των Τούρκων, η οποία θα είχε μεγάλη χρησιμότητα για τη χριστιανική κοινοπολιτεία.162 Στην πραγματικότητα ο Ζαπόλυα είχε προσφέρει στον Φερδινάνδο μεγαλύτερο πεδίο για τις δυνάμεις του απ’ όσο ο τελευταίος είχε ζητήσει. Λίγες ημέρες αργότερα ο Γιόχαν φον Βέετσε έδωσε τη δική του αναφορά και τώρα φαινόταν ότι ο Φερδινάνδος θα πιεζόταν σκληρά για να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Όπως κατανοούσε ο Μορόνε τα γεγονότα, απεσταλμένοι τού Φερδινάνδου είχαν προσφέρει πεζικό δύναμης 5.000 ανδρών για την υπεράσπιση τής Βούδας και τον ίδιο αριθμό στρατιωτών για την υπεράσπιση ορισμένων άλλων τόπων στην Ουγγαρία, την ίδια στιγμή που ο Φερδινάνδος έπρεπε να εξοπλίσει αρμάδα που είχε ετοιμάσει στον Δούναβη, για την οποία χρειαζόταν 10.000 άνδρες. Ο Μορόνε δεν έβλεπε από πού θα μπορούσαν να προέλθουν τα χρήματα, αλλά ο βασιλιάς ήταν αισιόδοξος ότι θα συγκέντρωνε αρκετά στις επαρχιακές δίαιτες.163
Ενώ η βασιλική αυλή βρισκόταν ακόμη στο Μπρέσλαου, ο Στέφεν Μπρόντεριτς επισκέφτηκε τον Μορόνε (στις 8 Ιουνίου 1538), λέγοντάς του με απόλυτη εχεμύθεια ότι η ειρήνη μεταξύ Φερδινάνδου και Ζαπόλυα είχε τελικά συναφθεί (le pace esser conclusa). Ζήτησε από τον Μορόνε να ενημερώσει τον πάπα και ήθελε να στείλει ο τελευταίος νούντσιο στην Ουγγαρία, υπό το πρόσχημα τού να πείσει τον Ζαπόλυα να κάνει ειρήνη με τον Φερδινάνδο. Στη συνέχεια θα μπορούσε να τον συγχαρεί για τη σύναψη τής ειρήνης. Ο νούντσιος έπρεπε να έχει μαζί του διαπιστευτήριες επιστολές, που θα έφεραν τον βασιλικό τίτλο και θα καθιστούσαν σαφείς τις καλές σχέσεις τού βασιλιά Ιωάννη με την Αποστολική Έδρα. Ο Μπρόντεριτς υποστήριζε ότι ο πάπας Κλήμης Ζ’ είχε καταδικάσει άδικα τον Ζαπόλυα για να ευχαριστήσει τούς δύο αδελφούς Αψβούργους και ότι ο Παύλος Γ’ έπρεπε να κάνει τώρα την ευγενική χειρονομία τής χορήγησης απαλλαγής στον Ζαπόλυα και τής επαναφοράς του στην αγκαλιά τής Εκκλησίας. Ο Μορόνε, πάντοτε επιφυλακτικός, απάντησε «ότι δεν ήταν δική μου υπευθυνότητα να κρίνω την πράξη τού πάπα Κλήμεντα», αλλά πίστευε ότι η πρωτοβουλία έπρεπε να προέλθει από τον Ζαπόλυα, ο οποίος μπορούσε να στείλει απεσταλμένο στη Ρώμη για να εκφράσει τη χαρά του στον πάπα για την επίτευξη τής ειρήνης και να αναγνωρίσει την Αγία Έδρα «όπως έκαναν πάντοτε οι προηγούμενοι βασιλείς τής Ουγγαρίας». Ο Μορόνε ήταν βέβαιος ότι η χειρονομία τού Ζαπόλυα θα τύχαινε καλής υποδοχής. Ο Μπρόντεριτς είπε ότι, λαμβάνοντας υπόψη την άκρα μυστικότητα τής ειρήνης, θα ήταν επικίνδυνο να το πράξει. Ο Μορόνε δεν είχε τίποτε περισσότερο να πει. Η ειρήνη ήταν τόσο μυστική, που είχε μπορέσει να στείλει λεπτομέρειές της στη Ρώμη, όπως ο ίδιος υπενθύμιζε τώρα στον Φαρνέζε, «πριν πολλές ημέρες». Την επόμενη μέρα (στις 9 Ιουνίου) ο Μπρόντεριτς επισκέφθηκε και πάλι τον Μορόνε. Τώρα ήθελε από τον νούντσιο να ζητήσει παπική επιβεβαίωση ορισμένων ουγγρικών επισκοπικών εκλογών: τής δικής του στη έδρα τού Βάτσιουμ (ουγγρικά Βατς, γερμανικά Βάιτσεν), εκείνη τού Φραντσέσκο ντε Φρανγκιπάνι (Φρανκοπάν), που ήταν ήδη αρχιεπίσκοπος τού Κάλοσα, στην επισκοπή τού Έγκερ (Έρλαου, λατινικά Άγκρια), τού Ιωάννη Στατίλιους στην έδρα τής Άλμπα Ιούλια στην Τρανσυλβανία κα, τέλος τού αδελφού Γεώργιου Ουτιεσένοβιτς, πιο γνωστού ως Μαρτινούτσι από το όνομα τής μητέρας του, στην επισκοπή τού Γκροσβαρντάιν (ουγγρικά Ναγκυβάραντ, τώρα ρουμανική Οράντεα). Ο αδελφός Γεώργιος επονομαζόταν «Ταμίας». Ήταν έξυπνος και πολύχρωμος χαρακτήρας. Ένα κόκκινο καπέλο υπήρχε στο μέλλον του, καθώς κι ένας βίαιος θάνατος. Τον έχουμε ήδη γνωρίσει και θα επιστρέψουμε σε αυτόν στα επόμενα κεφάλαια.
Ο Στέφεν Μπρόντεριτς είπε ότι ο πάπας είχε ήδη υποσχεθεί να επικυρώσει αυτές τις εκλογές «όχι μόνο πρόθυμα, αλλά και δωρεάν». Ο Φερδινάνδος ζητούσε επίσης τις ίδιες επικυρώσεις. Οποιαδήποτε λέξη για τέτοια δράση από την πλευρά τού πάπα θα σήμαινε αμέσως το τέλος τής αποξένωσης τού Ζαπόλυα από τη Ρώμη, η οποία πιθανώς μπορούσε μόνο να σημαίνει τη συμφιλίωσή του με κάποιο τρόπο με τον Φερδινάνδο. Ο Μορόνε έγραψε στον Φαρνέζε, όχι χωρίς γκρίνια, ότι «φαίνεται παράξενο σε μένα που θέλουν την επικύρωση αυτών των επισκοπών και ταυτόχρονα λένε ότι η ειρήνη είναι εντελώς μυστική!» Αλλά δεν είχε σημασία, γιατί στη Ρώμη ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Το μεγαλύτερο μέρος τής Ουγγαρίας είχε μολυνθεί από τις νέες Προτεσταντικές αιρέσεις.164 Σύμφωνα με το σχόλιο επί τής αποστολής τού Μορόνε, αυτή παρελήφθη στη Ρώμη στις 25 Ιουλίου,165 αλλά ο Παύλος Γ’ είχε ήδη γράψει στον Ζαπόλυα τρεις εβδομάδες πιο πριν, αποκαλώντας τον βασιλιά τής Ουγγαρίας και συγχαίροντάς τον για την ειρήνη που είχε κάνει με τον Φερδινάνδο.166
Υπήρχε μάλλον καλή γνώμη για τον Στέφεν Μπρόντεριτς στην κούρτη, αν και είναι σαφές από την αλληλογραφία τού Μορόνε ότι δεν τον αντιμετώπιζε με μεγάλο ενθουσιασμό. Η άρνηση τού Ιωάννη Ζαπόλυα να αγκαλιάσει τον Λουθηρανισμό πρέπει επίσης να είχε εντυπωσιάσει την κούρτη. Μια τέτοια κίνηση αναμφίβολα θα είχε κερδίσει την έγκριση τού σουλτάνου, ο οποίος είχε την τάση να αντιμετωπίζει ευνοϊκά τούς Λουθηρανούς ως συμμάχους του, όσο απρόθυμοι κι αν ήσαν αυτοί. Ο Προτεσταντισμός τού Ζαπόλυα δεν θα είχε ενοχλήσει τον Φραγκίσκο Α’ ενώ, μολονότι θα είχε στενοχωρήσει τούς δύο δούκες τής Βαυαρίας, κατά πάσα πιθανότητα θα τού είχε εξασφαλίσει μεγάλη υποστήριξη στη Γερμανία, όπου είχε στην πραγματικότητα πολλούς καλοθελητές. Αλλά ο Ζαπόλυα παρέμενε πιστός Καθολικός, παρά την φιλική προς τούς Αψβούργους πολιτική που ακολουθούσε η Αγία Έδρα στην Ουγγαρία. Αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος, χωρίς αμφιβολία, στους Μπρόντεριτς, Φρανγκιπάνι, Στατίλιους και Γεώργιο Μαρτινούτσι. Ο Παύλος Γ’ μπορούσε κάλλιστα να είναι πρόθυμος να επικυρώσει την εκλογή τους στα νέα αξιώματα «όχι μόνο πρόθυμα, αλλά και δωρεάν».167
Στο μεταξύ οι φήμες και οι αναφορές για τον τουρκικό «μηχανισμό» (apparatus) συνεχίζονταν, όπως και ο προβληματισμός στην αυλή τού Φερδινάνδου. Ο Τζερόμ Λάσκι πίστευε ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν δεν επρόκειτο να επιτεθεί ούτε στην Ουγγαρία, ούτε στην Ιταλία, όταν θα μάθαινε ότι σχηματίστηκε σε βάρος του Ιερά Συμμαχία και ότι έγινε ειρήνη μεταξύ Καρόλου Ε’ και Φραγκίσκου Α’. Ενώ επιτίθετο σε ένα μέρος, η Ένωση ίσως επιτίθετο σε άλλο. Εκτός αυτού ο σουλτάνος έπρεπε πάντοτε να παίρνει υπόψη του τον σούφι, ενώ δεν μπορούσε να εξαρτάται από τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Όπως μεγάλο μέρος τού πολιτικού και στρατιωτικού εξορθολογισμού, οι απόψεις τού Λάσκι ήσαν ευφυείς και λαθεμένες. Οι Αψβούργοι αντιμετώπιζαν πάντοτε το λουθηρανικό εμπόδιο στα αντι-τουρκικά σχέδιά τους. Δεκάδες επιστολές που στέλνονταν από τούς Βεργκέριο και Μορόνε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια αυτών των ετών συνέδεαν κατά κάποιον τρόπο τούς Λουθηρανούς με τούς Τούρκους: «Σήμερα η Μεγαλειότητά του [Φερδινάνδος] μού ζήτησε πολύ επίμονα», έγραφε ο Μορόνε στον Φαρνέζε στις 10 Ιουνίου (1538), «να ζητήσω από την Αγιότητά του αντιπροσωπεία επιτρόπων για να διαπραγματευτούν ειρήνη με τούς Λουθηρανούς, έτσι ώστε η αυτοκρατορική δίαιτα να μπορέσει να συνεδριάσει και να θέσει τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων σε σταθερή θέση, με ηρεμία στην πατρίδα και με την ενότητα όλων στην αυτοκρατορία».168 Αυτή ήταν παλιά επωδός, αλλά επρόκειτο να ακούγεται για μερικά ακόμη χρόνια.
Η Ενετική Γερουσία επέμενε να πάρει από την Αγία Έδρα «την παραχώρηση τής αποξένωσης τού δέκα τοις εκατό» (la concession di alienare le X percento), δηλαδή την άδεια να πουλήσει το ένα δέκατο τής περιουσίας των εκκλησιαστικών επιδομάτων, που απέδιδαν εκατό και περισσότερα δουκάτα το χρόνο. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι, ο πρέσβης τής Δημοκρατίας στην παπική κούρτη, ανέφερε ότι ενώ ο πάπας Παύλος Γ’ ήθελε να τούς βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τα έξοδα τής σταυροφορίας, ήθελε να το κάνει με κάποιον άλλο τρόπο. Την 1η Μαρτίου (1538) η Γερουσία έγραφε στον Κονταρίνι ότι η κατά δέκα τοις εκατό απαλλοτρίωση τής εκκλησιαστικής περιουσίας «θα μάς απέδιδε τουλάχιστον ποσό 600.000 δουκάτων». Αν ο πάπας δεν επιθυμούσε να εγκρίνει την «αποξένωση» (ως προφανώς παρέχουσα επικίνδυνο προηγούμενο), ο Κονταρίνι έπρεπε να ζητήσει από την Αγιότητά του, «να είναι πρόθυμος να παραχωρήσει σε εμάς επιδότηση από τον σεβάσμιο κλήρο τού κράτους μας 200.000 δουκάτων το χρόνο για τα επόμενα πέντε χρόνια…».169 Στις 12 τού μηνός η Γερουσία εξέφραζε έκπληξη ότι ο πάπας, ενώ ήταν τόσο ευνοϊκά διακείμενος και τόσο γεμάτος ωραία λόγια, δεν αποφάσιζε τελικά να χορηγήσει την επιδότηση,
και σάς έχουμε [Κονταρίνι] γράψει τις τελευταίες ημέρες ότι πρέπει να ζητήσετε από την Αγιότητά του, να βάλει το κράτος [communità] τής Ραγούσας να κάνει κατάλληλη συνεισφορά στην Ένωση και επίσης η Αγιότητά του να είναι γενικά πρόθυμος να απαγορεύσει σε κάθε χριστιανό τη μετάβαση σε τουρκικό έδαφος με εμπορεύματα και άλλα αγαθά και κάθε είδους σκάφος…170
Φυσικά οι έμποροι τής Βενετίας δεν ήθελαν να πηγαίνουν τα κέρδη τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου σε αντιπάλους και παρείσακτους, ενώ εκείνοι πολεμούσαν τούς Τούρκους «προς όφελος τής χριστιανοσύνης» (per beneficio alla Christianità).
Ενώ ο Παύλος Γ’ ήταν απόλυτα ευχαριστημένος απαγορεύοντας το εμπόριο και τα ταξίδια στα εδάφη των απίστων, η παπική κούρτη ήταν πολύ λιγότερο ενθουσιώδης με την εκκοσμίκευση τής εκκλησιαστικής περιουσίας για να γλυτώσουν οι πόροι των πλουσίων πολιτών τής Βενετίας. Εμποδίζοντας όχι μόνο την «απαλλοτρίωση τού δέκα τούς εκατό «alienar le X per cento», αλλά και τη ζητούμενη επιδότηση 1.000.000 δουκάτων για περίοδο πέντε ετών, η κούρτη πρότεινε ένα δάνειο, όπως ανέφερε ο Κονταρίνι στη Γερουσία σε επιστολές στις 10 και 13 Μαρτίου 1538, για τις οποίες έλαβε μάλλον απότομη απορριπτική απάντηση στις 16 τού μηνός. Η Βενετία είχε εισέλθει στην Ένωση, έλεγαν στον Κονταρίνι, με την προσδοκία κάποιας τέτοιας βοήθειας. Η αναποφασιστικότητα τού πάπα απειλούσε την Ευρώπη καθώς και τη Βενετία με πιθανή καταστροφή.171
Από τα ποσά που ζητούσε η Γερουσία από τον παπισμό θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό τού εσφαλμένου συμπεράσματος ότι η Γερουσία ήθελε από την Εκκλησία να καταβάλει αυτή το μερίδιο τής Δημοκρατίας στην επερχόμενη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Από την ενετική άποψη θα επρόκειτο αναμφίβολα για καλή ιδέα (αν ήταν εφικτή), αλλά παραμένει αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο πόλεμος με τούς Τούρκους ήταν απίστευτα δαπανηρός. Οι Ενετοί δαπανούσαν σε πληρώματα και γαλέρες για πόλεμο ασύγκριτα περισσότερα, με την πάροδο των ετών, από εκείνα που είχαν δαπανηθεί ποτέ για τις εκκλησίες και τα παλάτια, που έκαναν την πόλη τους στολίδι τής Ευρώπης κατά τον 16ο αιώνα. Έτσι τον Μάρτιο τού 1538, όταν ο Βιντσέντσο Καπέλο παραλάμβανε την αποστολή του ως ναυτικός γενικός διοικητής, η Γερουσία τού μεταβίβασε αμέσως το ποσό των 95.580 δουκάτων για τούς μισθούς διοικητών, μελών πληρωμάτων, καθώς και για τις πολλαπλές ανάγκες τού στόλου του.172 Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η δαλματική ενδοχώρα χρειαζόταν υπεράσπιση.173 Περισσότερες γαλέρες φτιάχνονταν στον Ναύσταθμο. Η άνοιξη είχε έρθει. Και η Ιερά Συμμαχία δεν είχε ακόμη ξεκινήσει την αναμενόμενη επίθεσή της εναντίον τής Πύλης.
Τελικά ο πάπας παραχώρησε κάτω από την ενετική πίεση εκκλησιαστικά κεφάλαια, αλλά με απροθυμία, ακόμη και με κάποια δυσαρέσκεια (όπως ανέφερε ο Κονταρίνι), στην οποία η Γερουσία απάντησε στις 22 Απριλίου (1538), ότι ως οι πιο υπάκουοι γιοι τής Αγιότητάς του, ήθελαν να τού αφαιρέσουν κάθε ανησυχία, «έτσι ώστε να γνωρίζει ότι δεν θέλουμε τα χρήματα παρά μόνο με την καλή του θέληση…». Όμως ο Κονταρίνι έπρεπε να επισημάνει στον πάπα ότι
αν πέρυσι, όταν βρισκόμασταν σε ειρήνη με τον Τούρκο, μάς χορήγησε 90.000 χρυσά δουκάτα [σε φόρους δεκάτης], φέτος, όταν βρισκόμαστε σε τόσο μεγάλο πόλεμο με τόσο ισχυρό εχθρό και έχουμε μέχρι στιγμής δαπανήσει κατά τη διάρκεια ενός έτους [da uno anno in qua] περισσότερο από ενάμιση εκατομμύριο χρυσά δουκάτα, ενώ πρέπει ακόμη να δαπανήσουμε πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό, είμαστε βέβαιοι ότι η Αγιότητά του θα μάς παραχωρήσει τα 200.000 δουκάτα τού παπικού ταμείου (di camera), εκ των οποίων, δωρίζοντας δέκα τοις εκατό [στην Αγιότητά του], θα παραμείνουν έτσι 180.000…174
Η ανάγκη για τα χρήματα ήταν πολύ επείγουσα. Ελάχιστα ή τίποτε δεν μπορούσε να αναμένεται από τις ενετικές κτήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κέρκυρα βρισκόταν σε ερείπια, το Αρχιπέλαγος ήταν έρημο. Η Δαλματία βρισκόταν σε κίνδυνο και το κόστος τής υπεράσπισής της θα ήταν κολοσσιαίο. Από τις 82 γαλέρες που είχε υποσχεθεί η Βενετία στην Ένωση, οι 79 βρίσκονταν ήδη στη θάλασσα και ο άλλες τρεις θα βρίσκονταν σύντομα,
και είναι αδύνατο για εμάς να διαθέσουμε ό,τι χρειάζεται χωρίς μεγάλη βοήθεια από τον κλήρο τού κράτους μας, και αδύνατο για εμάς μόνους να αντισταθούμε σε τόσο μεγάλη δύναμη και να συγκεντρώσουμε τέτοια ποσά, ενώ στο ζήτημα αυτό θα επιθυμούσαμε ευλαβικά να επισημάνουμε ότι οι 33 εξοπλισμένες γαλέρες που δίνουμε στην Αγιότητά του μάς κοστίζουν περίπου 150.000 δουκάτα.175
Αν και ορισμένες από αυτές τις δηλώσεις ενετικών δαπανών μπορεί να ήσαν υπερβολικές, η Γερουσία δεν μπορούσε να αναμένει από τον Κονταρίνι να κάνει δηλώσεις στον πάπα, που θα ήξεραν και οι δύο ότι ήσαν ολοφάνερα αναληθείς.
Καθώς ο Καπέλλο ετοιμαζόταν για την αναχώρησή του, η Γερουσία έλπιζε ότι ο στόλος του θα μπορούσε να διορθώσει μέρος τού χάους που είχαν προκαλέσει οι επιδρομές τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα στα νησιά τού Αιγαίου, όταν οι Τούρκοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους το φθινόπωρο τού 1537, ύστερα από την αποτυχημένη πολιορκία τους στην Κέρκυρα. Οι Κουρίνι, περισσότερο από έναν αιώνα από τότε που ο πρόγονός τους Φραντσέσκο Κουρίνι είχε αποκτήσει το νησί τής Αστυπάλαιας ή «Σταμπάλια» (το 1413), κατείχαν ακόμη την ηγεμονία στο νησί, το οποίο είχε προφανώς υποφέρει όχι μόνο από τουρκική επιδρομή, αλλά και από την εσωτερική διαφωνία την οποία υπέθαλπε συχνά η τουρκική παρουσία στις χριστιανικές κοινότητες τής Ανατολικής Μεσογείου. Ένας άλλος Φραντσέσκο Κουρίνι, ο οποίος προφανώς δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τον αυτοδύναμο πρόγονό του, υπέβαλε ενώπιον τής Γερουσίας καταγγελία εναντίον κάποιου ταραχοποιού που ονομαζόταν Μάρκο Τζιλάρντο, ο οποίος, μη περιοριζόμενος στην ανυπακοή προς τούς καστελλάνους τού Κουρίνι, είχε προσπαθήσει να σκοτώσει έναν και είχε διώξει από το νησί έναν άλλο, τον τελευταίο που είχε διορίσει ο Κουρίνι. Ο Τζιλάρντο είχε τότε λεηλατήσει την περιουσία τού Κουρίνι και προσπαθούσε να γίνει ο ίδιος άρχοντας τής Σταμπάλια, πληρώνοντας το «χαράτσι» (carazo, khardj) στον Τούρκο, πράγματα που δεν αποτελούσαν γι’ αυτόν καλές συστάσεις στη Γερουσία. Όταν λοιπόν ο Καπέλλο θα ήταν σε θέση να στείλει μια γαλέρα με ασφάλεια στο Αρχιπέλαγος, έπρεπε να απομακρύνει τον προαναφερθέντα Μάρκο και τούς οπαδούς του από τα παράνομα αγαθά και θέσεις τους και να τούς τιμωρήσει για τις πράξεις τους, «όπως θα φαινόταν σε εσάς ότι συμφωνεί με τη δικαιοσύνη και ως παράδειγμα για τούς άλλους». Με τον διορισμό ενός φρούραρχου τής επιλογής τού Φραντσέσκο Κουρίνι, η Γερουσία ανέμενε ότι θα επέστρεφαν ο νόμος και η τάξη στο νησί τής Σταμπάλια.176 Στον Μοριά οι Ενετοί αξιωματικοί έπρεπε να επιδιορθώσουν τις οχυρώσεις των οχυρωμένων πόλεων τού Ναυπλίου και τής Μονεμβασίας στην καλύτερη δυνατή κατάσταση που επέτρεπαν οι πόροι τους.177
Παρά τις προσδοκίες κατάκτησης που φαινόταν να υπονοούν τα άρθρα που διαμόρφωναν την Ιερά Συμμαχία, οι Ενετοί συνέχιζαν να φοβούνται τουρκική επίθεση από τη θάλασσα. Όπως έγραφε η Γερουσία στον Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι στις 6 Απριλίου (1538),
από τις αναφορές που σάς στέλνουμε με τις παρούσες επιστολές που πρέπει να κοινοποιήσετε στην Αγιότητά του, θα καταλάβετε τις τρομερές προετοιμασίες [apparati] των Τούρκων, που θα έρθουν με στρατό ξηράς μεγάλης δύναμης για εισβολή στην Ιταλία μέσω Φριούλι, τις οποίες αναφορές είμαστε βέβαιοι ότι η Αγιότητά του θα εξετάσει με τη μέγιστη φροντίδα….
Σε περίπτωση που ο εχθρός εισερχόταν στη χερσόνησο μέσω Φριούλι, μέσω «της πύλης τής Ιταλίας» (la porta de Italia), ο πάπας μπορούσε να κρίνει ο ίδιος τις φοβερές συνέπειες, «τις καταστροφές, τις πυρπολήσεις και την αιχμαλωσία των φτωχών ψυχών των χριστιανών» (le ruine, li incendii et le captività delle povere anime de’ Christiani). Τα άρθρα τής Ένωσης προέβλεπαν την πρόσληψη 50.000 πεζών, συμπεριλαμβανομένων 20.000 Λαντσκνέχτε, ενώ τώρα που ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος και πιο κοντά από ποτέ, η Αγιότητά του, «στον οποίο ανήκει κυρίως η φροντίδα γενικής σωτηρίας των χριστιανών» (a chi s’ appartiene tenir maggior cura della salute universale de’ Christiani), έπρεπε να διατάξει να μπει αμέσως στο πεδίο τής μάχης δύναμη πεζικού 30.000 ανδρών, συμπεριλαμβανομένων 10.000 Λαντσκνέχτε, κάτω από ισχυρό διοικητή με μεγάλη εμπειρία. Αυτός ο στρατός έπρεπε να σταλεί στο Φριούλι στις αρχές Μαΐου, πράγμα που παρείχε περιθώριο τεσσάρων μόνο εβδομάδων. Η Γερουσία απεύθυνε παρόμοιες προτρεπτικές επιστολές στους Ενετούς απεσταλμένους στην αυτοκρατορική αυλή. Τόσο ο πάπας Παύλος όσο και ο Κάρολος Ε’ καλούνταν να διαθέσουν αμέσως το μερίδιό τους από τα απαραίτητα κεφάλαια.178
Την ίδια μέρα η Γερουσία έγραφε στον Ενετό πρεσβευτή στην αυλή τού Φερδινάνδου, επαινώντας τη Μεγαλειότητά του για «την πρόθεσή του να προχωρήσει προσωπικά στην εκστρατεία» (la deliberation soa de andar in persona alla impresa) και προτρέποντάς τον για ειρήνη με τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Ο Φερδινάνδος είχε ζητήσει την άδεια να συγκεντρώσει κάποια δύναμη ελαφρού ιππικού από ενετικό έδαφος, ενώ ο αδελφός του Κάρολος είχε απευθύνει το ίδιο αίτημα στη Σινιορία, η οποία δεν πρόβαλλε αντιρρήσεις, αλλά σημείωνε ότι «όταν θα έχουμε ανάγκη για ελαφρύ ιππικό, θα δίνουμε εντολή για πρόσληψή του έξω από τη δική μας επικράτεια». Προφανώς οι προοπτικές δεν ήσαν τόσο καλές στο Βένετο και την ενετική Δαλματία. Επίσης η Δημοκρατία δεν είχε ενθαρρύνει μεταξύ των πολιτών της και των υπηκόων της την πρακτική των όπλων ξηράς (που αποτελούσαν πάντοτε πιθανό κίνδυνο για το κράτος), αλλά έδινε την έμφασή της στον ναυτικό πόλεμο, στο σύστημα προστασίας των υπερπόντιων κτήσεών της, όπου τα μακρινά κατορθώματα των αρχόντων της ήσαν λιγότερο επικίνδυνα για το κράτος. Όμως ό,τι κι αν συνέβαινε, πριν σταλεί η παρούσα επιστολή (της 6ης Απριλίου 1538), έφτανε στο παλάτι των δόγηδων η επιστολή τής 23ης Μαρτίου τού ίδιου τού πρεσβευτή, με τα νέα τής ενός έτους εκεχειρίας μεταξύ Φερδινάνδου και Ζαπόλυα, η οποία χαροποίησε τις καρδιές των μελών τής Γερουσίας «και θέλουμε να εκφράσετε στη Μεγαλειότητά του τη μεγάλη μας αποδοχή γι’ αυτό, λέγοντάς του ότι μέσω τής εν λόγω εκεχειρίας ελπίζουμε να προκύψει καλή ειρήνη προς όφελος ολόκληρης τής χριστιανοσύνης».179
Μέρα με τη μέρα, με κάθε έγγραφο, η Γερουσία ανησυχούσε και προειδοποιούσε τον πάπα και τον αυτοκράτορα, «ότι ο Άρχοντας Τούρκος θα έρθει προσωπικά στην Ιταλία μέσω Φριούλι για να επιτεθεί» (che ‘l Signor Turco è per venir cum la persona sua in Italia per la volta del Friuli ad offension di quella). Αν ο Τούρκος σουλτάνος επρόκειτο να επιτεθεί προσωπικά στην Ιταλία, έπρεπε και ο Κάρολος Ε’ να έρθει ο ίδιος στο Φριούλι για την υπεράσπιση τής χερσονήσου κι έτσι «να γίνει γνωστό σε όλο τον κόσμο το ατρόμητο και αυτοκρατορικό πνεύμα τής Μεγαλειότητάς του».180 Ήταν εποχή των ρητόρων. Η κλασσική παιδεία εύρισκε τη χρήση και την ανταμοιβή της σε κάθε αυλή στην Ευρώπη. Η διπλωματική ευγλωττία ήταν ένα από τα στολίδια τής αυλικής ζωής. Καθένας μπορούσε να απορρίπτει την υπερβολή της, αλλά δεν υπήρχε υπερβολή στην έκταση των τουρκικών προετοιμασιών και στους κινδύνους που παρουσίαζαν για την Ανατολική Ευρώπη από στεριά και θάλασσα. Φυσικά κανένας εκτός από τούς Ενετούς δεν ήταν βέβαιος ότι όταν ο σουλτάνος θα χτυπούσε από τη στεριά, θα το έκανε μέσω Φριούλι. Όμως ο Παύλος Γ’ σαφώς θεωρούσε ότι ήταν δυνατό και ήταν έντρομος όσο και οι Ενετοί με την προοπτική τουρκικής παρουσίας στη βόρεια Ιταλία, όπου με τον παπικό τρόπο ενδιαφερόταν να εγκαταστήσει τον γιο του, τον Πιέρ Λουίτζι, ως κοσμικό δυνάστη στην Πάρμα και την Πιατσέντσα. Συμφώνησε αμέσως με την Ενετική Γερουσία για την αναγκαιότητα εσπευσμένης συγκρότησης δύναμης πεζικού 30.000 ανδρών, ενώ όταν υποσχέθηκε να καταβάλει χωρίς καθυστέρηση το δικό του μερίδιο στη δαπάνη, η Σινιορία έστειλε γραμματέα στη Γερμανία, για να προσλάβει τούς 10.000 Λαντσκνέχτε με τη βοήθεια των δουκών τής Βαυαρίας.181 Τελικά οι Ενετοί έκαναν σύμβαση για την πρόσληψη 5.000 Λαντσκνέχτε για την υπεράσπιση τού Φριούλι, αλλά σύντομα τούς απέλυσαν (στα τέλη Ιουνίου), όταν δεν εμφανίστηκαν στο Φριούλι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις για την εν λόγω κάθοδο στην Ιταλία, ο φόβος για την οποία είχε βοηθήσει να γεμίσει για βδομάδες με κατήφεια η ενετική διπλωματική αλληλογραφία.182
Η σύνοδος αποτελούσε ανέκαθεν εμπόδιο στη Γερμανία, όπου οι Λουθηρανοί απαιτούσαν τη μεταρρύθμιση τής (Γερμανικής) Εκκλησίας μέσω εθνικής δίαιτας. Στο μεταξύ ο Τούρκος παράτασσε τις δυνάμεις του και η Ιερά Συμμαχία έπρεπε να αναλάβει κάποια θετική δράση. Πριν μπορέσει η Συμμαχία να αναλάβει οποιαδήποτε επίθεση προγραμματισμένου μεγέθους, ήταν απολύτως απαραίτητο να ρυθμιστεί ειρήνη ή τουλάχιστον εκεχειρία μεταξύ Καρόλου Ε’ και Φραγκίσκου Α’. Ο τελευταίος μπορούσε να δει ότι, αν και όταν οι πόροι τής Συμμαχίας δεν χρησιμοποιούνταν εναντίον τού Τούρκου, μπορούσαν κάλλιστα να παραταχθούν εναντίον του. Ο πάπας Παύλος Γ’ έφυγε από τη Ρώμη στις 23 Μαρτίου 1538183 και ταξίδεψε προς βορρά, για να διαβουλευθεί με τούς δύο ηγεμόνες στη Νίκαια (Νις) τής Σαβοΐας. Τώρα πια ήταν σαφές ότι κανείς δεν θα ερχόταν στη σύνοδό του στη Βιτσέντσα, εκτός από τούς καρδινάλιους λεγάτους και ορισμένους αξιωματούχους τής κούρτης και έτσι στην Πιατσέντσα στις 25 Απριλίου, καθ’ οδόν προς βορρά, ο πάπας ανέβαλε επ’ αόριστον τη σύνοδο για τρίτη φορά.184 Η Ενετική Γερουσία παρακολουθούσε την παπική προώθηση και τις ενέργειες τού πάπα με κατανοητό ενδιαφέρον.185
Ύστερα από την εγκατάσταση τής παπικής ακολουθίας στη Νίκαια, βρίσκουμε τον Παύλο Γ’ να ασχολείται με διάφορες λεπτομέρειες σχετικές με τη σταυροφορία. Αν και τώρα έλπιζε με ανυπομονησία για επίθεση εναντίον των Τούρκων, ήταν ακόμη υποχρεωμένος να καλύπτει χρέη που είχαν αναληφθεί για την υπεράσπιση τής Ιταλίας κατά τη διάρκεια τού μεγάλου φόβου για τουρκικές επιθέσεις το καλοκαίρι τού 1537. Προσπάθησε να ανταποκριθεί δίκαια στις υποχρεώσεις του από την άποψη αυτή. Για παράδειγμα στο δουκάτο τής Φλωρεντίας ο Κόσιμο Μέδικος είχε κρίνει αναγκαίο να οχυρώσει τα λιμάνια και τις ακτές τού δουκάτου απέναντι σε πιθανή τουρκική επίθεση και εξαναγκάστηκε έτσι σε μεγάλη δαπάνη, η οποία είχε συμβάλει πολύ στην ασφάλεια τόσο τού κλήρου, όσο και των λαϊκών. Έχοντας ήδη συμφωνήσει ότι ο Κόσιμο έπρεπε να πάρει κάποια ανταμοιβή από εκκλησιαστικές πηγές, στις 31 Μαΐου 1538 ο πάπας έδωσε εντολή στον Τζιανμπαττίστα Ρικαζόλι, εφημέριο τής Φλωρεντίας και παπικό συλλέκτη στην περιοχή, να παραδώσει στον Κόσιμο τα έσοδα δύο σταυροφορικών φόρων δεκάτης, που είχαν επιβληθεί στο κράτος τής Φλωρεντίας και στα περισσότερα άλλα μέρη τής Ιταλίας. Στη Βενετία οι οικονομικές παραχωρήσεις έγιναν προς ένα υπερφορτωμένο κλήρο, ο οποίος δεν θα ήταν πιο ευτυχισμένος για την παραλαβή τους, λέει το παπικό σημείωμα, απ’ όσο ο Παύλος για την πληρωμή τους.186
Στη Νίκαια τον Μάιο και τον Ιούνιο (1538) ο πάπας οργάνωσε σειρά διασκέψεων, με πολλή επιδεξιότητα και υπομονή, μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου, συζητώντας πρώτα με τον ένα και στη συνέχεια με τον άλλο, γιατί οι δύο αρνούνταν να συνδιαλλαγούν απευθείας μεταξύ τους, αν και τελικά παρακινήθηκαν να συναντηθούν και το έκαναν φιλικά στα Αιγκ-Μορτ τον Ιούλιο (1538). Ξεπερνώντας αμέτρητες δυσκολίες ο πάπας κατάφερε τελικά να βάλει και τούς δύο να υπογράψουν ειρήνη δέκα ετών,187 αλλά αυτό δεν βοήθησε πολύ την ενετική υπόθεση στην Ελλάδα και τα νησιά. Αν και ο Φραγκίσκος συμφώνησε να συμμετάσχει σε πόλεμο κατά τής Πύλης και να δίνει στον αυτοκράτορα μηνιαία επιχορήγηση για να βοηθήσει την προβλεπόμενη αντι-τουρκική επίθεση, στην πραγματικότητα κατάφερε (λόγω τής παρουσίας τού Αντόνιο Ρινκόν στην οθωμανική αυλή) να συνεχίσει την κατανόησή του με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν,188 τού οποίου οι δυνάμεις από τον Απρίλιο πετύχαιναν τη μία νίκη μετά την άλλη στην Ενετοκρατούμενη Δαλματία.189 Ο πάπας επέστρεψε στη Ρώμη τον Ιούλιο, μπαίνοντας στην πόλη από την Πόρτα ντελ Πόπολο την Τετάρτη στις 24 τού μηνός, εν μέσω ενθουσιώδους επιδοκιμασίας τού πληθυσμού, επειδή πίστευαν ότι τελικά είχε πετύχει την ειρήνη μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου, «που ήσαν προηγουμένως εχθροί μεταξύ τους» (antea inter se inimicissimi).190
Ο Τζερόμ Λάσκι είχε κάνει λάθος. Τον σουλτάνο Σουλεϊμάν δεν απέτρεψε από μεγάλη εκστρατεία προς τα δυτικά ούτε ο σχηματισμός τής Ιεράς Συμμαχίας ούτε η προφανής αποστασία τού Γάλλου συμμάχου του. Στα μέσα Ιουλίου (1538) ο Φερδινάνδος, που βρισκόταν τότε στο Λιντς, είχε ενημερωθεί ότι τεράστιος τουρκικός στρατός κινούνταν προς την Ουγγαρία. Οι εκτιμήσεις για τη δύναμή του ήσαν φανταστικές και κυμαίνονταν από 30.000 έως 80.000 ιππείς. Σκοπός του θεωρούνταν ότι ήταν η κατάκτηση τής Κροατίας και τής Σλαβονίας «και να πατήσει πόδι στη χώρα αυτή μεταξύ των ποταμών Δραύου και Σαύου, επιβάλλοντας σε όλους τούς ανθρώπους την υπακοή [στην Πύλη] και οχυρώνοντας ορισμένα σημεία». Ο δρόμος έμοιαζε ανοιχτός προς την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Στυρία, την Καρινθία, το Φριούλι, ακόμη και την Ιταλία. Ο Φερδινάνδος αναζητούσε χρήματα παντού, ζητώντας από τον Μορόνε και πάλι δύο γερμανικούς φόρους δεκάτης και ικετεύοντας την Αγιότητά του μέσω τού νούντσιου, να μην τον εγκαταλείψει αυτή την ώρα τής απεγνωσμένης ανάγκης.191 ειδοποιήσεις (avvisi) εισέρρεαν από την Ουγγαρία. Ο Μορόνε έστελνε αντίγραφα στη Ρώμη. Πέντε Αυστριακοί ανιχνευτές είχαν στείλει αναφορές από το Βελιγράδι (με ημερομηνίες 15 και 18 Ιουλίου) ότι οι Τούρκοι αναμένονταν εκεί σε λίγες ημέρες. Είχαν κατασκευάσει γέφυρα πάνω από τον Δούναβη στο Σμεντέρεβο (Σμέτρο). Ο Ζαπόλυα βρισκόταν σε σοβαρότατο κίνδυνο, ενώ υπήρχε ανά πάσα στιγμή αναμονή απεσταλμένου από αυτόν, που θα ζητούσε βοήθεια από τον Φερδινάνδο. Ο Φερδινάνδος έλεγε στον Μορόνε ότι δεν ήθελε να τον προδώσει. Υπήρχε φήμη ότι η τουρκική εκστρατεία επρόκειτο να εκδικηθεί για τον θάνατο τού Λοντοβίκο Γκρίττι.192
Στις 2 Αυγούστου (1538) ο Μορόνε έγραφε στον Φαρνέζε ότι έφταναν τώρα νέα στο Λιντς, ότι ο ίδιος ο Σουλεϊμάν είχε φύγει από την Ισταμπούλ, στέλνοντας εντολές στον στρατό που είχε προωθηθεί να καταλάβει τη Βούδα πριν φτάσει αυτός εκεί. Υπήρχε πολύ βιασύνη στην αυλή τού Φερδινάνδου, καθώς γίνονταν προσπάθειες να σταλεί φρουρά στη Βούδα, όπως είχε συμφωνηθεί με τον Ζαπόλυα. Ο βασιλιάς περίμενε την άφιξη 2.000 Ισπανών, οι οποίοι είχαν στασιάσει στο μιλανέζικο δουκάτο και στέλνονταν στο ανατολικό μέτωπο. Και πάλι ζητούνταν οι γερμανικοί φόροι δεκάτης, αν και δύσκολα θα μπορούσαν να συλλεγούν έγκαιρα, για να χρησιμοποιηθούν σε αυτή την έκτακτη ανάγκη.193 Μερικές ημέρες αργότερα ο Τζερόμ Λάσκι επέστρεψε στο Λιντς με διαπιστευτήριες επιστολές ως απεσταλμένος τού Ζαπόλυα και με περισσότερα νέα για την προέλαση τού Σουλεϊμάν. Φαινόταν να κατευθύνεται στην Τρανσυλβανία και τη Βλαχία. Λεγόταν ότι ο στρατός του περιλάμβανε, εκτός από τούς γενίτσαρους, 100.000 ιππείς!
Ο Λάσκι έφερνε έκκληση τού Ζαπόλυα για βοήθεια και ζήτησε τη βοήθεια τού Μορόνε για την εξασφάλισή τής από τον Φερδινάνδο. Ο Μορόνε, αν και φυσικά μη εξουσιοδοτημένος να εκπροσωπεί κανέναν άλλο εκτός από τον πάπα, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά, προτείνοντας να σταλεί στην Τρανσυλβανία η δύναμη πεζικού 5.000 ανδρών, που προοριζόταν για τη Βούδα. Επί τού παρόντος ο Φερδινάνδος συμφωνούσε να το κάνει, αλλά έλεγε ότι αναφορά που είχε πάρει (της 3ης Αυγούστου), δήλωνε ότι πολλά πλοία γεμάτα προμήθειες είχαν σταλεί να αναπλεύσουν τον ποταμό προς τη Βούδα. Αν ο Τούρκος προσέγγιζε τη Βούδα, έπρεπε να αφήσει τη φρουρά εκεί, γιατί δεν θα μπορούσε να προστατεύσει τόσο πολλά μέρη. Η Βούδα ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας, το προπύργιο (antemurale) όλων των επαρχιών του. Διαφορετικά θα έκανε δεκτό το αίτημα τού Ζαπόλυα και θα έστελνε το πεζικό στην Τρανσυλβανία. Ο Μορόνε είχε εντυπωσιαστεί με την ευθύτητα και ειλικρίνεια τού Φερδινάνδου. Στη συνέχεια ο Λάσκι στράφηκε στον Μορόνε για να ζητήσει τη βοήθεια τού πάπα. Η ενασχόληση των Τούρκων με τούς Ούγγρους ήταν εκείνη που τούς είχε κρατήσει έξω από την Ιταλία. Όπως οι γενναίοι προκάτοχοί του, ο βασιλιάς Ιωάννης Ζαπόλυα πολεμούσε τώρα αυτός τον εχθρό τού χριστιανικού ονόματος. Ο Ζαπόλυα έκανε έκκληση στην Αγιότητά του και στην Ιερά Συμμαχία για βοήθεια τής τάξης των 10.000 πεζών και 1.000 πανόπλων ανδρών. Θα φρόντιζε ώστε «να μη μπορέσει ποτέ ο Τούρκος να μπει στην Ιταλία με στρατό ξηράς».194 Ήταν συγκλονιστικό επιχείρημα. Περίπου μια βδομάδα αργότερα έφτασε φήμη στο Λιντς ότι ο Μεγάλος Τούρκος ήταν νεκρός και ότι ο στρατός του αποσυρόταν από την Τρανσυλβανία. Ο Φερδινάνδος δεν την πίστευε.195
Το Λιντς ήταν γεμάτο φήμες. Στις 20 Αυγούστου ο Μορόνε ενημέρωνε τον Φαρνέζε ότι ο Φερδινάνδος είχε λάβει επιστολή με ημερομηνία στις 9 τού μηνός από τον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι (Ουτιεσένοβιτς), «διαχειριστή ολόκληρου τού βασιλείου τής Ουγγαρίας», σύμφωνα με την οποία ο Τούρκος είχε φτάσει ο ίδιος στην Τρανσυλβανία και σκόπευε να διαχειμάσει εκεί. Ο Μαρτινούτσι ζητούσε από τον Φερδινάνδο βοήθεια. Ο Μορόνε έστειλε στον Φαρνέζε αντίγραφο τής επιστολής, η οποία δεν υπήρχε πια συνημμένη στο πρωτότυπο τής αναφοράς τού Μορόνε όταν την δημοσίευσε ο Φρήντενσμπουργκ.196 Το τελευταίο γράμμα τής πρώτης αποστολής ως νούντσιου (nunciature) τού Μορόνε στον Φερδινάνδο έχει ημερομηνία 7 Σεπτεμβρίου (1538). Θα επέστρεφε όμως σύντομα, για ορισμένα από τα υψηλότερα και πιο δύσκολα καθήκοντα τής σταδιοδρομίας που θα αναλάμβανε μεταξύ των Γερμανών. Στο μεταξύ περίμενε για αρκετές εβδομάδες την άφιξη τού Τζερόμ Αλεάντερ, ο οποίος είχε διοριστεί στις 4 Ιουλίου (1538) παπικός λεγάτος (legatus de latere) στη Γερμανία και (αν ο Ιωάννης Ζαπόλυα ήταν διατεθειμένος να τον δεχθεί) επίσης στην Ουγγαρία. Ο Ζαπόλυα φοβόταν να το κάνει και ύστερα από παραμονή στο Λιντς ο Αλεάντερ παρέμεινε στη Βιέννη.197 Όσο για τον Μορόνε, στον οποίο θα επανέλθουμε, είχε θελήσει για κάποιο διάστημα να επιστρέψει στην Ιταλία. Η έδρα τής Μόντενα τον χρειαζόταν, καθώς και η οικογένειά του. Οι τελευταίες λέξεις τής τελευταίας αποστολής του, αναφέρονταν στον Τούρκο, για τον οποίο έστειλε μερικές ακόμη ειδοποιήσεις (avvisi).198 O καρδινάλιος Αλεάντερ και ο νέος νούντσιος, ο Φάμπιο Μινιανέλλι, θα συνέχιζαν σύντομα τη ροή κακών ειδήσεων στην παπική κούρτη.
Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε όντως βρεθεί σε πορεία προς τα δυτικά, επικεφαλής εκστρατείας εναντίον τού επαναστατημένου Πέτερ Ράρες, βοεβόδα τής Μολδαβίας, ο οποίος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή μπροστά στους Τούρκους. Στις 16 Αυγούστου 1538 ο Γεώργιος Μαρτινούτσι έγραφε στον βασιλιά Φερδινάνδο από το Γκροσβαρντάιν για την προέλαση τού σουλτάνου κατά τής Μολδαβίας, με στρατό που λεγόταν ότι αριθμούσε 240.000 άνδρες, αλλά «ο Τούρκος φοβάται τον αυτοκράτορα Κάρολο και τούς Ενετούς από τη θάλασσα και για τον λόγο αυτό έχει αφήσει στην Ισταμπούλ έναν πασά με 2.000 γενίτσαρους και 20.000 ιππικό». Όμως η Μολδαβία ήταν μόνο ο πρώτος στόχος τού σουλτάνου. Τον χειμώνα θα κατευθυνόταν στην ίδια την καρδιά τής Ουγγαρίας, προειδοποιούσε ο Μαρτινούτσι, και από εκεί θα μπορούσε ακόμη και να προσπαθήσει να λεηλατήσει τα σύνορα τής Γερμανίας. Ο Μαρτινούτσι ικέτευε τον Φερδινάνδο να έρθει σε ενίσχυση τού Ιωάννη Ζαπόλυα, πράγμα το οποίο μπορούσε επίσης να ενθαρρύνει τούς ντόπιους στην Τρανσυλβανία και τη Σερβία να ευθυγραμμιστούν και αυτοί κατά των Τούρκων.199 Παρά τη διαφαινόμενη ειλικρινή επιθυμία τού Φερδινάνδου να βοηθήσει τον Ζαπόλυα και να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων, λίγα μπορούσε να κάνει. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Σουτσεάβα, την πρωτεύουσα τής Μολδαβίας, στις 16 Σεπτεμβρίου 1538, σημαντικό γεγονός στην οθωμανική ιστορία και κορυφαίο σημείο τής όγδοης εκστρατείας τού Σουλεϊμάν εναντίον των εχθρών τής Πύλης.200 Ο Φάμπιο Μινιανέλλι, διάδοχος τού Μορόνε ως νούντσιος, έγραφε στον καρδινάλιο Φαρνέζε από τη Βιέννη (στις 22 Νοεμβρίου) ότι οι Ούγγροι θεωρούσαν την επιτυχία τού σουλτάνου στη Μολδαβία ως μεγαλύτερη νίκη από την κατάληψη τής Βούδας, όταν είχε σκοτωθεί ο Λουδοβίκος Β’ στο Μόχατς.201 Μη έχοντας λάβει σχεδόν καμία βοήθεια από τον Φερδινάνδο (και μη βλέποντας την προοπτική καμιάς), ο Ζαπόλυα οδηγήθηκε γρήγορα φοβισμένος στην ανανέωση τής συμφωνίας του με τούς Τούρκους, στους οποίους (σύμφωνα με τρέχουσες αναφορές) αναλάμβανε να πληρώσει ως ειδικό φόρο υποτέλειας το κολοσσιαίο ποσό των 300.000 δουκάτων.202
Ήταν θριαμβευτικό έτος για τούς Τούρκους, γιατί ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα δεν ήταν λιγότερο επιτυχής στη δυτική αρένα. Ο Κάρολος Ε’ είχε επιστρέψει στην Ισπανία, αλλά με προηγούμενες ρυθμίσεις που είχαν γίνει με τον πάπα και τούς Ενετούς στη Νίκαια και τη Γένουα, ο Φερράντε Γκονζάγκα, ο αντιβασιλέας τής Σικελίας (από το 1535), είχε γίνει διοικητής τής προβλεπόμενης ναυτικής εκστρατείας τής Ιεράς Συμμαχίας εναντίον των Τούρκων.203 Τα μητρώα τού Βατικανού περιέχουν αντίγραφα διαφόρων επιστολών που είχε στείλει ο Παύλος Γ’ στον Φερράντε Γκονζάγκα. Μια από αυτές στις 18 Ιουλίου (1538) τον παρότρυνε να προσθέσει το συντομότερο δυνατό τον αυτοκρατορικό στον παπικό και τον ενετικό στόλο. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι ήσαν απειλητικοί για την Κρήτη. Ο Γκονζάγκα έπρεπε να συγκεντρώσει όσα πλοία και γαλέρες μπορούσε στο βασίλειο τής Νάπολης και στη Σικελία. Η βιασύνη ήταν απαραίτητη, αλλά αν η αρμάδα τής Ένωσης δεν μπορούσε να πετύχει αμέσως κάποια σημαντική επιτυχία, «την οποία θέλουμε πολύ», τουλάχιστον θα ήταν έτοιμη για άμεση δράση κατά το επόμενο έτος.204
Οι στόλοι θα έβλεπαν δράση σε δύο περίπου μήνες, αλλά οι πολιτικές και ψυχολογικές αβεβαιότητες που περιστοίχιζαν τούς εντολείς τής Συμμαχίας έκαναν τη συνεργασία πολύ δύσκολη.
Ακόμη και ο Κάρολος Ε’ λίγο πραγματικό ενθουσιασμό διατηρούσε για τη «σταυροφορία» (cruzada), αν και μιλούσε πολύ γι’ αυτήν. Οι όροι τής συνθήκης τού Φεβρουαρίου 1538, πάνω στην οποία βασιζόταν η Συμμαχία, προέβλεπαν πραγματικά ότι ο ίδιος θα γινόταν αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης μετά την ήττα τής Πύλης. Όμως ο Κάρολος, δυσπιστώντας πάντοτε για τον Φραγκίσκο, εξέταζε τη σκοπιμότητα ειρήνης με τούς Τούρκους. Γίνονταν ανοίγματα στον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ενώ ο αυτοκρατορικός στόλος πρόσφερε ανεπαρκή υποστήριξη στους Ενετούς, για τούς οποίους ο Κάρολος διατηρούσε επίσης κάποια καχυποψία. Ο Μπαρμπαρόσσα κινιόταν σχεδόν κατά βούληση στα νερά τού Ιονίου, λεηλάτησε τα Κύθηρα (Τσιρίγο) και την Αίγινα, επιτέθηκε στην Κρήτη, τη Σκύρο, την Πάτμο, καθώς και στη Νάξο,205 ενώ νίκησε τον συμμαχικό στόλο τής Ένωσης στα ανοιχτά τής Πρέβεζας, κοντά στο Άκτιο, στην είσοδο τού «κόλπου τής Αμβρακίας…, όπου κάποτε είχε χαθεί ένας κόσμος…».
Ενετός διοικητής ήταν ο ηλικιωμένος αλλά ανθεκτικός Βιντσέντσο Καπέλλο. Παπικός διοικητής ήταν ο Μάρκο Γκριμάνι, επίσης Ενετός, ο πατριάρχης τής Ακoυιλέια. Οι Καπέλλο και Γκριμάνι είχαν θελήσει να αναλάβουν επίθεση κατά των Τούρκων, αλλά ο Φερράντε Γκονζάγκα, ο οποίος είχε ήδη καθυστερήσει απρεπώς να ενωθεί μαζί τους, είχε επιμείνει να περιμένουν την άφιξη των γαλερών τού Αντρέα Ντόρια, οι οποίες έφτασαν στο συμμαχικό επιτελείο στην Κέρκυρα μόλις στις 7-8 Σεπτεμβρίου (1538),206 όταν πια περισσότερο από ένα μήνα καλού καιρού και πολλές ευκαιρίες για ενωμένη επίθεση είχαν χαθεί.
Ως ζήτημα ιστορικής καταγραφής πρέπει να σημειωθεί ότι στις 11 Αυγούστου (1538) ο Γκριμάνι είχε διακινδυνεύσει τις παπικές δυνάμεις σε επίθεση εναντίον τού τουρκικού φρουρίου στην Πρέβεζα, αλλά απωθήθηκε και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στην Κέρκυρα.207 Στις 27 Σεπτεμβρίου οι συμμαχικοί στόλοι επιτέθηκαν και πάλι στην Πρέβεζα, σχεδιάζοντας προφανώς να οδηγήσουν τον στόλο περίπου 160 σκαφών τού Μπαρμπαρόσσα μέσα στον Αμβρακικό κόλπο, όπου, αποκλείοντας την έξοδο, θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν κατά βούληση. Όμως ο άνεμος ήταν αντίθετος και ο Γενουάτης Ντόρια δεν τα πήγαινε καλά με τον Ενετό Καπέλλο, οι γαλέρες τού οποίου ήσαν κατά τον Αντρέα Ντόρια «ανεπαρκώς εξοπλισμένες για πόλεμο» (mal pourveues pour combatre). Ο γέρος πειρατής Μπαρμπαρόσσα, έχοντας το πλεονέκτημα τής ενιαίας διοίκησης, εξανάγκασε τούς αντιπάλους του σε οπισθοχώρηση, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε τρομοκρατημένη φυγή. Επρόκειτο για σοβαρή αποτυχία τής χριστιανικής υπόθεσης. Επιχειρώντας προς βορρά στον κόλπο τού Καττάρο (Κότορ) —το Bocche di Cattaro, Στόμιον τοῦ Καττάρο— ακριβώς νότια τής Ραγούσας, οι χριστιανοί κατέλαβαν το Καστελνουόβο στις 27 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια ο Ντόρια αναχώρησε για το Μπρίντιζι και από εκεί για τη Σικελία και ο Γκριμάνι για την Αγκώνα. Ο Μπαρμπαρόσσα δεν είχε κανένα πρόβλημα να ανακαταλάβει το Καστελνουόβο το επόμενο καλοκαίρι. Ο Κάρολος Ε’ ονειρευόταν για κάποια στιγμή άμεση επίθεση εναντίον τής Ισταμπούλ από τη θάλασσα. Μετά την κατάκτηση τής Τύνιδας, σκεφτόταν πάντοτε τη θάλασσα. Όμως σύντομα θα είχε να αντιμετωπίσει προβλήματα στην Ισπανία, ενώ η εχθρότητα τού Γάλλου βασιλιά γινόταν και πάλι φανερή.208
Ο Τζιοβάννι Ρίτσι τού Μοντεπουλκιάνο, πιστός υπηρέτης των Φαρνέζε, είχε ενημερώσει τον καρδινάλιο Αλεσσάντρο, τον εγγονό τού πάπα και γραμματέα τού κράτους, για την ήττα στην Πρέβεζα, σε επιστολή με ημερομηνία στις 4 Οκτωβρίου 1538, στην οποία στις 16 τού μηνός ο Αλεσσάντρο είχε απαντήσει, εκφράζοντας τη λύπη τού πάπα.209 Μάλιστα ο πάπας έδειχνε στη διάρκεια όλης αυτής τής περιόδου στοιχεία διακαούς προσήλωσης στη σταυροφορία, ενώ ενημέρωσε ακόμη τον Ενετό πρεσβευτή ότι σκόπευε να συμμετάσχει ο ίδιος στη χριστιανική εκστρατεία.210 Στις 15 Οκτωβρίου (1538) έγραψε εκτεταμένα στον αυτοκράτορα Κάρολο, φροντίζοντας να εκφράσει μεγάλη χαρά για την ειρήνης που είχε συναφθεί από τον αδελφό τού αυτοκράτορα Φερδινάνδο και τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Προέτρεπε τον Κάρολο να ξεκινήσει τη σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, όταν θα ερχόταν η άνοιξη. Οι καιροί ήσαν τόσο ευνοϊκοί, όσο ήταν πιθανό να γίνουν. Μια άμεση επίθεση κατά των Τούρκων ήταν απολύτως απαραίτητη για να ανακόψει την προέλασή τους και ούτε στιγμή (nullumque temporis punctum) δεν επιτρεπόταν να περνά, που δεν θα χρησιμοποιούνταν στην προετοιμασία αυτής τής «ιερότατης αποστολής».211 Αλλά δεν επρόκειτο να υπάρξει τέτοια εκστρατεία. Η Ένωση είχε σχεδόν διαλυθεί. Η διπλωματική αλληλογραφία που αφορά την Ανατολική Μεσόγειο τώρα συρρικνώνεται κάπως σε όγκο. Οι πρεσβευτές εξακολουθούσαν ακόμη να λαμβάνουν τακτικά οδηγίες από τούς ηγεμόνες τους και συνέχιζαν τη συνηθισμένη διαδικασία, ενεργώντας σαν να πίστευαν ότι η Ένωση είχε ακόμη μέλλον.
Την ίδια στιγμή η Βενετία παραμέριζε κάτω από τις ισχυρές πιέσεις τού πολέμου με την Πύλη. Το καλοκαίρι τού 1539 ο δόγης έστειλε τον Τομμάζο Κονταρίνι ως απεσταλμένο στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, για να δείξει την ετοιμότητα τής Δημοκρατίας να κάνει ειρήνη. Όμως επειδή ο Κονταρίνι είχε πάει χωρίς πλήρη εξουσιοδότηση να ρυθμίσει τούς όρους μιας τέτοιας ειρήνης, ο σουλτάνος τον έδιωξε αποφασιστικά με την υπερήφανη παρατήρηση ότι με τη χάρη τού Αλλάχ ο κυβερνήτης τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν φοβόταν την εχθρότητα κανενός και δεν χρειαζόταν κανενός τη φιλία.212 Αλλά η Βενετία είχε καταλήξει να φοβάται πολύ την εχθρότητα τού σουλτάνου και έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να σταματήσει τον πόλεμο. Τελικά με την εξωφρενική ειρήνη τής 2ας Οκτωβρίου 1540 η Δημοκρατία υποσχόταν να καταβάλει σημαντική αποζημίωση 300.000 δουκάτων και αναγκαζόταν να παραχωρήσει το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία στην Πύλη.213 Για ενάμιση αιώνα, όταν ένας άλλος πάπας, ο Ιννοκέντιος ΙΑ’, θα βρισκόταν επικεφαλής άλλης Ιεράς Συμμαχίας που είχε σχηματιστεί εναντίον των Τούρκων (το 1684) και γενικός διοικητής των δυνάμεών της θα ήταν ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, η Βενετία δεν θα κατείχε σημαντικό φρούριο στην ηπειρωτική Ελλάδα ή τον Μοριά.214 Η ειρήνη τού 1540 τερμάτιζε δώδεκα γενεών ενετική κυριαρχία στον Μοριά, όπου οι πιστοί γιοι τού Αγίου Μάρκου, σύμφωνα με τα λόγια τού Οθέλλου, «είχαν προσφέρει στο κράτος κάποια υπηρεσία».
<-10. Ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α' και η αντίθεση των Αψβούργων προς τούς Τούρκους (1530-1534) | 12. Ο Παύλος Γ’, οι Αψβούργοι και ο Φραγκίσκος Α’, οι Τούρκοι και η σύνοδος τού Τρεντ (1540-1549)-> |