<-2. Η Ένωση τού Καμπραί, οι Τούρκοι και οι Γαλλικανοί συνοδιστές (1507-1511) | 4. Ο Λέων Ι’, η Σύνοδος τού Λατερανού και η οθωμανική κατάκτηση τής Αιγύπτου (1513-1517)-> |
3
Η Σύνοδος Πίζας-Μιλάνου και η μάχη τής Ραβέννας. Η 5η Σύνοδος τού Λατερανού και ο Σελήμ ο Άκαμπτος (1511-1513)
![]() |
![]() |
Αντιμέτωπος με την αναγκαιότητα να επιδοτεί τον ισπανικό στρατό με το ποσό των 40.000 δουκάτων τον μήνα για τρεις μήνες, δαπάνη την οποία έπρεπε να μοιράζεται εξίσου με τη Βενετία, ο πάπας Ιούλιος Β’ στράφηκε προς τούς Ιταλούς και Γερμανούς εμπόρους και τραπεζίτες, που ανέπτυσσαν τότε επιχειρηματική δραστηριότητα στη Ρώμη: τούς Μπέλτσι, Τοντέσκι, Μπόρια, Σπίνολα και Γκριμάλντι από τη Γένουα, τούς Μποργκερίνι και Μαρτέλλι από τη Φλωρεντία και ιδιαίτερα τον Αγκοστίνο Τσίγκι τής Σιένα και τον Φούγκερ από το Άουγκσμπουργκ.1 Η υπεροχή των Γενουατών ήταν αναμενόμενη, λαμβάνοντας υπόψη την προέλευση τού ίδιου τού πάπα και κάποιο συγκεκριμένο αντι-γαλλικό αίσθημα στην πόλη, την οποία ο Λουδοβίκος ΙΒ’ διατηρούσε κάτω από σιδερένια πυγμή. Καταγόμενος από την Αλμπίζολα, ακριβώς ανατολικά τής Σαβόνα, ο Ιούλιος ήταν πάντοτε μεροληπτικός υπέρ των Γενουατών και προσπαθούσε να προστατεύει τα συμφέροντά τους, ιδιαίτερα όταν εκείνοι υπηρετούσαν την κούρτη ως τραπεζίτες.2 Η δεύτερη δεκαετία τού 16ου αιώνα ξεκινά επίσης την ιδιαίτερα κερδοφόρα σχέση των Γενουατών τραπεζιτών με τα ισπανικά βασίλεια, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι τραπεζίτες καταλάμβαναν παράξενη θέση στη Ρώμη. Με επαρκή μέσα και άμεση πρόσβαση στην κούρτη, μπορούσαν εύκολα να ευημερήσουν διαχειριζόμενοι τούς προσοδοφόρους παπικούς λογαριασμούς. Εδώ τα κέρδη υπερέβαιναν τούς κινδύνους, γιατί οι πάπες είχαν περισσότερες πιθανότητες από τούς ηγεμόνες να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Όμως λίγες ντόπιες ρωμαϊκές οικογένειες ασχολούνταν με τον τραπεζικό τομέα, επειδή την τοπική αριστοκρατία αποτελούσαν γαιοκτήμονες φεουδάρχες, τα μέλη τής οποίας συνήθως επέλεγαν στρατιωτική ή εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Παπικοί ανηψιοί, που περιστασιακά ίδρυαν τις τύχες νέων οικογενειών, επιδίωκαν την ίδια σταδιοδρομία. Οι απόγονοι οικογενειών τραπεζιτών, όπως των Μεδίκων και των Τσίγκι, μπορούσαν να γίνουν πάπες, αλλά παπικοί ανηψιοί ήταν απίθανο να γίνουν τραπεζίτες: ήταν προοπτική την οποία δεν εύρισκαν ελκυστική για κοινωνικούς λόγους, αλλά ήταν και επάγγελμα το οποίο για τεχνικούς λόγους δεν θα μπορούσαν εύκολα να διαχειριστούν. Οι οικονομικές ανάγκες τού Ιουλίου Β’ έφεραν στο προσκήνιο αριθμό Γενουατών και Φλωρεντινών τραπεζιτών, στους οποίους μπορούν να προστεθούν οι Σπανόκκι καθώς και οι Τσίγκι τής Σιένα. Η παραμέληση τής επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον Λορέντσο τον Μεγαλοπρεπή (il Magnifico) και η εκδίωξη των Μεδίκων από τη γενέτειρά τους, τούς είχε απομακρύνει από τις τράπεζες, αλλά οι Πάτσι και οι Αλτοβίτι ήσαν ακόμη σημαντικοί στην υψηλού επιπέδου χρηματοδότηση αυτής τής περιόδου, η οποία υπήρξε μάρτυρας τής ραγδαίας ανόδου των Βέλσερ και των Φούγκερ τού Άουγκσμπουργκ. Όπως και σε περασμένες αλλά και σε μελλοντικές εποχές, όταν ο πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών, ο έμπορος ηγεμόνας και ο πολεμιστής ηγεμόνας ήσαν στενοί σύντροφοι.
Στις 4 Οκτωβρίου (1511) οι Φλωρεντινοί γνώριζαν πια ότι ο πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών, καθώς έγραφαν στον πρεσβευτή τους στη Γαλλία Ρομπέρτο Ατσαγιόλι, συμβουλεύοντας τον Λουδοβίκο ΙΒ’ να στείλει οκτακόσιους λογχοφόρους και δύναμη πεζικού στη Μπολώνια, για να κρατήσει την πόλη εν όψει τής αναπόφευκτης παπικής επίθεσης.3 Η συγκομιδή ήταν κακή, ιδιαίτερα στην περιοχή τής Πίζας και τής Λούκκα. Η τιμή τού σιταριού θα ήταν υψηλή. Ενώ το Φλωρεντινό Συμβούλιο των Δέκα (Dieci di Balia) ανησυχούσε για τη δυνατότητά τού να διαθέσει επαρκή ποσότητα τροφίμων στα μέλη τής επερχόμενης Συνόδου τής Πίζας και στους ακολούθους τους, η προοπτική γινόταν ακόμη πιο αποθαρρυντική, λόγω τής σχεδόν βεβαιότητας τού πολέμου.4 Ο Ιούλιος Β’ είχε αναθέσει στον καρδινάλιο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι τη λεγατινή αποστολή στη Μπολώνια (αν και ο Μπεντιβόλιο είχε ανακαταλάβει την πόλη στις 22 Μαΐου 1511 με γαλλική βοήθεια),5 τοποθετώντας έτσι στη φλωρεντινή μεθόριο τής Ενετικής Δημοκρατίας τον πιο έξυπνο και επικίνδυνο εχθρό της. Αν ο Λουδοβίκος ΙΒ’ δεν κατόρθωνε να κρατήσει τη Μπολώνια, άραγε θα ήθελε και θα μπορούσε ο ίδιος να προστατεύσει τη Φλωρεντία, όπως είχε τόσο συχνά υποσχεθεί, εναντίον συνδυασμένης παπικής και ισπανικής επίθεσης; Η ανάκτηση τής Μπολώνια ήταν ένας από τούς δεδηλωμένους σκοπούς τής Ιεράς Συμμαχίας. Οι σύμμαχοι ήθελαν σαφώς να εκδιώξουν τούς Γάλλους από τη χερσόνησο, αν μπορούσαν. Η πολιτική τού «σημαιοφόρου» (gonfalonier) Πιέρο Σοντερίνι και η επιμονή τού Λουδοβίκου ΙΒ’ να κάνει τη Σύνοδό του στην Πίζα είχαν δεσμεύσει αμετάκλητα τη Φλωρεντία στη γαλλική πλευρά.
Τη ημέρα μετά τη δημοσίευση τής αντι-γαλλικής ένωσης η φλωρεντινή κυβέρνηση έγραφε στον Τοσίνγκι για την έκπληξη και την αγωνία τους, που εκτός από την τοποθέτηση τής πόλης τούς κάτω από την απαγόρευση τής Αγιότητάς του, είχαν επίσης την πρόθεση «να προχωρήσουν με όπλα εναντίον αυτής τής πόλης». Η αδιάλλακτη στάση του έκανε την ειρήνη αδύνατη. Οι Φλωρεντινοί έπρεπε να προστατεύσουν τούς εαυτούς τους από την επίθεση. Αν οι πόροι τους δεν επαρκούσαν για την άμυνά τους, έπρεπε να απαλλοτριώσουν εκκλησιαστικές κτήσεις, για το οποίο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις σίγουρα θα συγχωρούνταν από τον Θεό και τούς ανθρώπους. Ο Τοσίνγκι έπρεπε επίσης να διαμαρτυρηθεί στον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη για την άδικη και παράλογη πολεμοκαπηλεία τού πάπα.6
Οι διαπραγματεύσεις με τούς αντι-Ιουλιανούς καρδινάλιους συνεχίζονταν από μέρα σε μέρα. Ανησυχώντας για την ασφάλειά τους, οι καρδινάλιοι επιθυμούσαν να έχουν μεγάλη γαλλική συνοδεία, για να τούς συνοδεύσει από το Μπόργκο Σαν Ντονίνο μέσω Ποντρέμολι στην Πίζα. Οι Φλωρεντινοί δεν ήθελαν να ακούν ούτε για ένα πάνοπλο άνδρα στην Πίζα. Η μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων πλησίαζε σιγά-σιγά. Οι κουρασμένοι καρδινάλιοι γίνονταν όλο και περισσότερο φοβισμένοι και εξοργισμένοι. Η απειλητική στάση τής Ισπανίας αποτελούσε σοβαρό ζήτημα. Για τούς Φλωρεντινούς το μέγεθος τής ένοπλης φρουράς που απαιτούσαν οι καρδινάλιοι φαινόταν ότι αντιστοιχούσε περισσότερο σε διεξαγωγή πολέμου παρά συνόδου.7 Οι αντιπαραθέσεις συνεχίζονταν. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς ασθένειες τού ηλικιωμένου πάπα, η δυσαρέσκεια τού βασιλιά Φερδινάνδου με τη Σύνοδο τής Πίζας ήταν κατανοητή. Φοβόταν ότι αν πέθαινε ο Ιούλιος, ο Λουδοβίκος ΙΒ’ μπορούσε να καταφέρει να εκλεγεί πάπας που θα ήταν ευνοϊκός για τα γαλλικά συμφέροντα.8
Στις 13 Οκτωβρίου (1511) ο Τοσίνγκι έγραψε στους Δέκα ότι ο Ιούλιος Β’ θα ανέστειλε την απαγόρευση για δεκαπέντε μέρες. Κατά τα άλλα η επιστολή του περιείχε λίγα ενθαρρυντικά νέα. Μάλιστα ο πάπας ανέμενε να ενταχθεί στην Ιερά Συμμαχία ο ίδιος ο αυτοκράτορας στα μέσα Νοεμβρίου, ενώ και ο Άγγλος βασιλιάς θα ήταν σύντομα μέλος της. Ο πάπας ήταν βέβαιος ότι ο αυτοκράτορας θα έκανε ειρήνη με τη Βενετία και ότι οι Γάλλοι θα μπορούσαν εύκολα να εκδιωχθούν από τη Ρομάνια: «Θα τούς κάνουμε να τρέχουν», είπε στον Τοσίνγκι. Όλες οι σημαντικοί ηγεμόνες και δυνάμεις στην Ευρώπη θα βρίσκονταν σύντομα στην ένωση, έλεγε, αλλά, όταν ο Τοσίνγκι υπέθεσε ότι ενδεχομένως θα συμμετείχαν επίσης και οι Γάλλοι και ότι τότε θα υπήρχε γενική ειρήνη, ο Ιούλιος απάντησε: «Δεν το θέλουμε καθόλου» (Noi non vogliamo per nulla). Σίγουρα δεν ήθελε! Πριν γίνουν μέλη οι Γάλλοι, έπρεπε να εγκαταλείψουν τούς Μπεντιβόλιο στη Μπολώνια, να σταματήσουν να προστατεύουν τον Αλφόνσο ντ’ Έστε στη Φερράρα και να επιστρέψουν στους Ενετούς τις πόλεις Μπέργκαμο, Μπρέσσια, Κρεμόνα και Κρέμα: «Πιστέψτε με, σύντομα θα τούς διώξουμε από την Ιταλία».9
Σε ατμόσφαιρα φορτισμένη από την έξαψη τού επικείμενου πολέμου η παπική κούρτη έδινε ελάχιστη προσοχή στις ανατολικές υποθέσεις. Ο Μπιμπιένα, σε επιστολή τής 15ης Οκτωβρίου (1511) προς τον καρδινάλιο ντε Μέντιτσι, έγραφε για τη διαβεβαίωση που είχε δώσει στον Ιούλιο Β’, ότι μοναδική επιθυμία τού Φλωρεντινού καρδινάλιου ήταν η νίκη τού πάπα, «θεωρώντας βέβαιο ότι όταν θα είχε νικήσει η Αγιότητά του, θα θυμόταν τούς πιστούς υπηρέτες του». Ο Ιούλιος είχε υποδηλώσει ότι θα θυμόταν και «θα σκλήραινε το ίδιο και τούς Φλωρεντινούς, για το δικό σας καλό» (indurria i Fiorentini medesimi al bene vostro), το οποίο φαινόταν να σημαίνει ότι θα εργαζόταν για την αποκατάσταση των Μεδίκων στη Φλωρεντία. Στο μεταξύ ο πάπας σχεδίαζε να στείλει σημείωμα στον Λουδοβίκο ΙΒ’, ζητώντας του να επιτρέψει την ανάκτηση των παπικών εδαφών, έτσι ώστε να μπορούσε να οργανωθεί γενική ένωση και ιερότατη επιχείρηση (santissima impresa) εναντίον των απίστων, γιατί είχαν έρθει νέα από τη Ρόδο ότι ο Πέρσης σούφι και ο Τούρκος σουλτάνος είχαν ρίξει στο πεδίο τής μάχης δύο μεγάλους αντιτιθέμενους στρατούς. Ο νικητής θα ήταν τόσο ισχυρός, ώστε, με δεδομένη την παρούσα διαίρεση τής χριστιανοσύνης, «μπορούσε να [μας] κάνει τη μέγιστη ζημιά».10
Οι στασιαστές καρδινάλιοι καθυστερούσαν να πάνε στην Πίζα, ενώ το ζήτημα τού μεγέθους τής συνοδείας τους συζητιόταν διαρκώς. Οι απεσταλμένοι δυσκολεύονταν να βρουν κατάλληλα καταλύματα γι’ αυτούς. Οι Πιζάνοι φοβούνταν τον πάπα, αλλά μερικοί από αυτούς αναζητούσαν ανακουφιστικό βάλσαμο για τη συνείδησή τους ζητώντας υπερβολικά ενοίκια.11 Οι Φλωρεντινοί στρατιώτες ήσαν δοσμένοι στην προσβολή των Γάλλων.12 Ο καρδινάλιος Καρβαχάλ ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος από την έλλειψη σεβασμού, την οποία τού έδειξαν ο κλήρος και ο λαός στην Πέσκια και το Πράτο επειδή είχε αφοριστεί, ενώ ο Φλωρεντινός αξιωματικός που τον είχε οδηγήσει στη Λούκκα διαμαρτυρόταν ότι ο Καρβαχάλ ξεπλήρωνε τις προσπάθειές του να τον βοηθήσει «με τον ισπανικό τρόπο, δηλαδή με αχαριστία».13
Η αναποφασιστικότητα δεν περιλαμβανόταν στις αδυναμίες τού πάπα Ιουλίου Β’. Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 22 Οκτωβρίου (1511) στέρησε από τούς στασιαστές καρδινάλιους όλους τούς τίτλους, αξιώματα και επιδόματά τους, όπως έγραφε ο Τοσίνγκι στο Συμβούλιο των Δέκα, «με όλες τις κατάρες και μομφές που μπορεί να φανταστεί κανείς, ως αιρετικούς και σχισματικούς». Το πρωί στις 24 τού μηνός επανέλαβε τη «στέρηση» (privatione) σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο, «ενώ λέει ότι σκοπεύει να προχωρήσει περισσότερο, δηλαδή να επιβάλει απαγόρευση και να διατυπώσει κατάρα σε κάθε πόλη, κάστρο και τόπο, που θα έπαιρνε από αυτούς ή θα τούς έδινε βοήθεια, άμεσα ή έμμεσα». Όμως ο Τοσίνγκι έλαβε διαβεβαιώσεις από τον Ισπανό πρέσβη ότι τα στρατεύματα τού βασιλιά Φερδινάνδου δεν θα επιτίθεντο στους Φλωρεντινούς, αν εκείνοι δεν προσπαθούσαν να εμποδίσουν την ανάκτηση των εδαφών τής Εκκλησίας ή δεν προχωρούσαν με άλλον τρόπο εναντίον τού πάπα.14 Λόγω τής αποφασιστικότητας τού Λουδοβίκου ΙΒ’ τα σχέδια για τη συνέλευση στην Πίζα συνεχίζονταν. Οι Δέκα σύντομα έμαθαν ότι μέλη των ακολουθιών των καρδιναλίων είχαν αρχίσει να μπαίνουν στην πόλη και ότι οι ίδιοι οι καρδινάλιοι αναμένονταν να φτάσουν την Παρασκευή 31 Οκτωβρίου. Ο καρδινάλιος Ρενέ ντε Πρι θα έκανε τη λειτουργία το πρωί τού Σαββάτου και ο Καρβαχάλ σκόπευε να κάνει το ίδιο την Κυριακή. Λεγόταν ότι ο Σανσεβερίνο θα ερχόταν σύντομα, συνοδευόμενος από τον Ματίας Λανγκ, τον επίσκοπο τής Γκουρκ.15 Τουλάχιστον η αναφορά σχετικά με την ώρα άφιξης των καρδιναλίων στην Πίζα ήταν αληθής. Στην πραγματικότητα ο Καρβαχάλ και ο Αμανιέ ντ’ Αλμπρέ, ο Μπρισοννέ και ο ντε Πρι, εισήλθαν στην Πίζα νωρίς το απόγευμα τής Πέμπτης 30 Οκτωβρίου, συνοδευόμενοι από τον Οντέ ντε Φουά, υποκόμη τού Λωτρέκ και εξακόσιους ιππείς.16
Η απουσία επίσημης υποδοχής δεν τούς άρεσε καθόλου, ενώ ο Αντόνιο Πορτινάρι, ο ένας από τούς δύο Φλωρεντινούς επιτρόπους στην Πίζα, συνέχιζε να έχει δυσκολίες με τη στέγαση των δυσαρεστημένων συνοδιστών. Πέρα από τούς τέσσερις καρδινάλιους, λεγόταν ότι βρίσκονταν εκεί είκοσι περίπου αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, καθώς και οκτώ ή δέκα ηγούμενοι, φυσικά ως επί το πλείστον Γάλλοι. Καθώς ετοιμάζονταν όλοι για την έναρξη τής συνόδου, οι καρδινάλιοι και ο Λωτρέκ ζητήσαν από τον άλλο Φλωρεντινό επίτροπο, τον Ρόσσο Ριντόλφι, να φέρει τα άμφια τού καθεδρικού ναού, να συγκεντρώσει τον λαό για λειτουργία το πρωί τής γιορτής των Αγίων Πάντων και να ζητήσει από τον Φλωρεντινό στρατιωτικό διοικητή και τον ποντεστά τής Πίζας να συμμετάσχουν επίσης στη λειτουργία. Αφού συσκέφτηκε με τούς συναδέλφους του, ο Ριντόλφι απάντησε ότι οι Φλωρεντινοί αξιωματούχοι δεν μπορούσαν να παρέμβουν σε εκκλησιαστικές υποθέσεις, αλλά ήσαν έτοιμοι, όπως πάντοτε, να υπηρετήσουν τον βασιλιά τής Γαλλίας σε κοσμικά ζητήματα.17
Το επόμενο πρωί, την 1η Νοεμβρίου (1511), μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων, οι καρδινάλιοι συνάντησαν νέα εμπόδια για την έναρξη τής Συνόδου τους. Όταν πήγαν το πρωί στον καθεδρικό ναό, βρήκαν τις πόρτες κλειδωμένες. Ο διοικητής και ο ποντεστά τής Πίζας ενημέρωσαν τούς Δέκα ότι οι εντολές για να γίνει αυτό είχαν πιθανώς δοθεί από τον Γκουλιέλμο Καππόνι, επίσκοπο τής Κορτόνα, τον οποίο ο πάπας είχε στείλει ως επίτροπό του στην πόλη για όσο χρονικό διάστημα θα συνερχόταν η λεγόμενη σύνοδος. Ο Καππόνι είχε φτάσει το προηγούμενο βράδυ. Οι διαμαρτυρίες των συνοδιστών ήσαν έντονες και θυμωμένες και την επόμενη μέρα η φλωρεντινή Σινιορία αποφάσισε ότι ο διοικητής και ο ποντεστά, καθώς και ο λαός τής Πίζας, μπορούσαν να συμμετάσχουν ή να μη συμμετάσχουν στις θείες λειτουργίες που οργάνωναν τα μέλη τής συνόδου, όπως έκριναν, αλλά ότι οι εκκλησίες τής πόλης έπρεπε να παραμείνουν ανοιχτές.18 Όμως σε άλλη επιστολή τής ίδιας ημέρας προς τον διοικητή και τον ποντεστά (στις 2 Νοεμβρίου), ενώ επέμεναν για το άνοιγμα των εκκλησιών και την ελεύθερη χρήση από τούς συνοδιστές των εκκλησιαστικών αμφίων και άλλων ιερών αντικειμένων, οι Δέκα είχαν τώρα την άποψη ότι ο διοικητής και ο ποντεστά δεν έπρεπε να παρευρίσκονται σε λειτουργίες ή συνεδριάσεις τής Συνόδου χωρίς ρητή άδεια από τη Φλωρεντία.19
Παρά τις κλειδωμένες πόρτες τού καθεδρικού ναού, η Σύνοδος τής Πίζας ξεκίνησε το πρωί τής 1ης Νοεμβρίου (1511) με την οργάνωση μεγάλης επίσημης λειτουργίας από τον καρδινάλιο ντε Πρι στην εκκλησία τού Σαν Μικέλε ντε Καμαλντόλι. Μετά το ευαγγέλιο ο ηγούμενος Ζακκαρία Φερρέρι έκανε κήρυγμα, εξυμνώντας τούς καρδινάλιους, τούς πρωτουργούς αυτής τής Συνόδου (auctori di questo concilio) και καταδικάζοντας απερίφραστα όσους είχαν εμποδίσει το ευγενές έργο τής μεταρρύθμισης τής Εκκλησίας. Οι καρδινάλιοι παραχώρησαν επιείκεια εκατό ημερών, ενώ μετά τη Θεία Λειτουργία ανακοινώθηκε από το ιερό, ότι η πρώτη συνεδρίαση τής Συνόδου θα ξεκινούσε το πρωί τής Τετάρτης 5 Νοεμβρίου. Οι Φλωρεντινοί επίτροποι ενημέρωσαν την κυβέρνησή τους, ότι οι συνοδιστές συνέχιζαν την αμφίβολη δραστηριότητά τους «με τον μεγαλύτερο φόβο» και εκτιμούσαν ότι οι συμμετέχοντες στις καθημερινές υποθέσεις ήσαν μόνο δώδεκα περίπου αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, οκτώ ηγούμενοι, και περίπου δώδεκα διδάσκαλοι τού νόμου, περιλαμβανομένου τού περίφημου Φίλιππο Ντέτσιο. Παρά το γεγονός ότι ο καρδινάλιος Σανσεβερίνο είχε γράψει ότι θα έφτανε σύντομα με τον Ματίας Λανγκ και τούς Γερμανούς ιεράρχες, οι πατέρες παρουσίαζαν θλιβερό θέαμα στην Πίζα. Οι Φλωρεντινοί αξιωματούχοι μπορούσαν να παρηγορούνται με τη σκέψη ότι η ενοχλητική σύνοδος δεν θα κρατούσε για πολύ στην επικράτειά τους.20
Όμως η εγκατάσταση στην Πίζα και το πραγματικό άνοιγμα τής Συνόδου ξαφνικά φάνηκαν ενθαρρυντικά στους καρδινάλιους και στις 3 Νοεμβρίου (1511) οι επίτροποι Ριντόλτι και Πορτινάρι ήσαν λιγότερο βέβαιοι ότι οι καρδινάλιοι θα έπαιρναν σύντομα τη Σύνοδο από την πόλη. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε άμεση πιθανότητα επίθεσης ούτε από τα παπικά ούτε από τα ισπανικά στρατεύματα, ενώ τώρα είχαν πλήρη πρόσβαση στον όμορφο καθεδρικό ναό (duomo) και σε όλα τα εκκλησιαστικά άμφια και δισκοπότηρα στο σκευοφυλάκιο.21 Το Συμβούλιο των Δέκα έστειλε στην Πίζα τον Μακιαβέλλι, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από τη Γαλλία, με αποστολή να συγκεντρώσει δύναμη πεζικού τριακοσίων ανδρών, αν αυτό αποδεικνυόταν απαραίτητο για τη διατήρηση τής δημόσιας τάξης.22 Όταν το πρωί τής 6ης Νοεμβρίου ο Μακιαβέλλι επισκέφτηκε τον καρδινάλιο Καρβαχάλ, για να τον παροτρύνει να μεταφέρει τη σύνοδο σε κάποια γαλλική ή γερμανική πόλη, όπου οι πατέρες θα μπορούσαν να συνεχίσουν τις συζητήσεις τους με μεγαλύτερη ασφάλεια, ο Καρβαχάλ απάντησε ότι αν και δεν υπήρχε μεγάλη αφθονία προμηθειών στην Πίζα, «η σπανιότητα ήταν όμως ανεκτή» (tamen era carestia sopportabile). Οι καρδινάλιοι λοιπόν δεν παραπονούνταν. Βέβαια τα παλάτια στην Πίζα δεν ήσαν όπως εκείνα στο Μιλάνο, ούτε η ζωή ήταν τόσο ευχάριστη, όπως στη Γαλλία. Αλλά αν κρινόταν σκόπιμο, είτε από τη φλωρεντινή άποψη ή από εκείνη των ιδίων των καρδιναλίων, να αλλάξει ο τόπος τής συνόδου, τότε αυτό θα γινόταν.23
Το πρωί τής 5ης Νοεμβρίου ξεκίνησε με κάθε επισημότητα στον καθεδρικό τής Πίζας η πρώτη συνεδρίαση τής συνόδου. Ο στρατιωτικός διοικητής και ο ποντεστά είχαν αρνηθεί να παραστούν στη μεγάλη λειτουργία, τής οποίας χοροστάτησε ο Καρβαχάλ παρουσία άλλων τριών καρδιναλίων και όλων των συγκεντρωμένων αρχιεπισκόπων, επισκόπων και άλλων ιεραρχών, «όλων καθισμένων με μεγάλη ησυχία και προσοχή» (tutti a sedere con gran silentio et attentione). Είχαν επίσης αρνηθεί να διατάξουν το κλείσιμο των καταστημάτων κατά τη διάρκεια των τελετών.24 Ύστερα από τη λειτουργία όλοι οι λαϊκοί διατάχτηκαν να εγκαταλείψουν τον νάρθηκα τού ναού, οι επίσκοποι φόρεσαν τις μίτρες τους και ο ίδιος ο Καρβαχάλ κάθησε μπροστά στο ιερό, στράφηκε προς τούς ιεράρχες και τον λαό και απήγγειλε τον ψαλμό τού Δαβίδ, «ὁ θεὸς ἐνδοξαζόμενος ἐν βουλῇ ἁγίων…» (Deus qui glorificatur in concilio sanctorum…). Aκολούθησαν προσευχές. Οι ψάλτες και οι ιεράρχες έψελναν στις λιτανείες. Αφού ο Καρβαχάλ έκανε τον αγιασμό, ο νεαρός Γκυγιώμ Μπρισοννέ, επίσκοπος τής Λοντέβ και γιος τού καρδινάλιου τού Σαιν Μαλό, ανέβηκε στον άμβωνα και έδωσε στη δημοσιότητα τα τέσσερα διατάγματα που είχαν συμφωνηθεί σε αυτή την πρώτη συνεδρίαση τής συνόδου. Σύμφωνα με τα διατάγματα: (1) Η ιερά Σύνοδος τής Πίζας είχε νομίμως συγκληθεί και συνεδριάσει. (2) Όλες οι απαγορεύσεις, μομφές και στερήσεις αξιωμάτων που είχε ανακοινώσει πρόσφατα ο πάπας Ιούλιος Β’ εναντίον τής Συνόδου και των συμμετεχόντων σε αυτήν ήσαν άκυρες και ανυπόστατες. (3) Όσοι είχαν κλητευθεί να εμφανιστούν στη σύνοδο έπρεπε να το κάνουν, αλλά αν αποτύγχαναν να έρθουν, η σύνοδος θα προχωρούσε, «όπως έπρεπε» (come è di ragione), θα κεραυνοβολούνταν με ποινές εκείνοι που θα προσπαθούσαν να εμποδίσουν τις εργασίες τής Συνόδου ή να τραυματίσουν τούς οπαδούς της, ενώ η Σύνοδος τού Λατερανού κηρυσσόταν άκυρη λόγω παρεμπόδισης, λόγω τής ανασφάλειας τής Ρώμης και λόγω των αμαρτιών τού πάπα. Και τέλος (4) Ο Καρβαχάλ εκλεγόταν πρόεδρος (presidente) τής Συνόδου και ο Λωτρέκ προστάτης (custode), ενώ επιλέγονταν τέσσερις πρωτονοτάριοι, για την προετοιμασία των γραπτών κειμένων και των διαταγμάτων τής συνόδου. Ύστερα από αυτό ο ηγούμενος Ζακκαρία Φερρέτι, φορώντας μανδύα και μίτρα, ρώτησε κάθε καρδινάλιο και ιεράρχη με τη σειρά αν ενέκρινε τα διατάγματα όπως διαβάστηκαν. Όταν είχαν απαντήσει όλοι καταφατικά, πήγε στο ιερό και επανέλαβε την ερώτηση. «Ευχαριστημένοι;» (Placet?) Απάντησαν «Έτσι είμαστε ικανοποιημένοι» (Ita nobis placet). Υποβλήθηκε αίτημα στη συνέχεια να ετοιμαστεί δημόσιο έγγραφο με όλες αυτές τις πράξεις και ανακοινώθηκε ότι η δεύτερη συνεδρίαση τής Συνόδου θα γινόταν την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου.25
Την καθορισμένη ώρα στις 7 τού μηνός οι καρδινάλιοι πραγματοποίησαν τη δεύτερη συνεδρίαση τής Συνόδου τους. Ο καρδινάλιος Μπρισοννέ χοροστάτησε τής λειτουργίας. Ο δραστήριος Ζακκαρία Φερρέρι έκανε το κήρυγμα με θέμα «Φως έχει έρθει στον κόσμο» (Lux venit in mundum), υποστηρίζοντας ότι η υπόθεση των συνοδιστών ήταν υπόθεση τού Θεού και καθένας έπρεπε να την υποστηρίζει. Τόνιζε το γεγονός ότι οι ιερωμένοι έπρεπε να μεταρρυθμιστούν οι ίδιοι πριν αναλάβουν τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας. Και πάλι οι πατέρες τής Συνόδου ενέκριναν τέσσερα διατάγματα, συμπεριλαμβανομένης τής εντολής τής Συνόδου τού Τολέδο, ότι κανένας ιεράρχης δεν έπρεπε να αποσπάται από την τρέχουσα διαδικασία με γέλια, ανάρμοστες λέξεις ή άθρησκη πράξη, ενώ αποφάσισαν ότι η εικόνα στη μήτρα τής συνοδικής σφραγίδας θα ήταν ένα περιστέρι, σύμβολο τού Αγίου Πνεύματος, με τις λέξεις «Ιερά Σύνοδος τής Πίζας» (Sacrosancta sinodus pisana). Στη συνέχεια, έχοντας τραγουδήσει ένα «Εσύ Θεέ» (Teddeum) σύμφωνα με το έθιμο, όρισαν την επόμενη Παρασκευή (14 Νοεμβρίου) ως ημερομηνία τής τρίτης συνεδρίασης τής συνόδου.26
Στις 9 Νοεμβρίου ένας Ισπανός και ένα μέλος τής Φλωρεντινής πολιτοφυλακής ήρθαν στα χέρια στην περιοχή ανάμεσα στη γέφυρα Πόντε Βέκκιο τής Πίζας και την εκκλησία τού Σαν Μικέλε. Φιλονικούσαν για μια γυναίκα. Ο Ισπανός ανήκε στην ακολουθία τού Καρβαχάλ, ο οποίος ζούσε στο μοναστήρι τού Σαν Μικέλε. Σύντομα οι Φλωρεντινοί στρατιώτες, που φρουρούσαν τη γέφυρα, βρέθηκαν να μάχονται εναντίον κάποιων Ισπανών και Γάλλων, που χάζευαν στα σκαλιά τού Σαν Μικέλε, όντας ακόλουθοι των άλλων καρδιναλίων, που επισκέπτονταν τον Καρβαχάλ. Η συμπλοκή κράτησε μισή ώρα. Σκοτώθηκαν δύο Φλωρεντινοί και ένας Γάλλος. Αριθμός άλλων τραυματίστηκαν, συμπεριλαμβανομένου ενός αόπλου Γάλλου ευγενή, ο οποίος είχε προσπαθήσει να σταματήσει τη συμπλοκή. Ο στρατιωτικός διοικητής και ο ποντεστά ήσαν ιδιαίτερα ανήσυχοι, κατηγορώντας για τη φιλονικία την αυθάδη συμπεριφορά των ακολούθων των καρδιναλίων. Τώρα παρουσιαζόταν αυτή η ανάγκη για τη δύναμη πεζικού τριακοσίων ανδρών, που ο Μακιαβέλλι είχε εξουσιοδοτηθεί να στρατολογήσει αν χρειαζόταν.27 Ο στρατιωτικός διοικητής και ο ποντεστά κατηγορούσαν τούς Γάλλους και τούς Ισπανούς για τη συμπλοκή σε αναφορά τους προς το Συμβούλιο των Δέκα την επόμενη μέρα. Έπρεπε να ζητηθεί από τούς καρδινάλιους να απαγορεύουν στους άνδρες τους να φέρουν όπλα ή να βγαίνουν έξω τη νύχτα. Είχαν οκτακόσιους περίπου άνδρες στις «φαμίλιες» τους, όλους οπλισμένους με ξίφη και στιλέτα, από τούς οποίους εξακόσιοι περίπου ήσαν νεαροί και με μεγάλη προδιάθεση για περιπέτεια. Οι Φλωρεντινοί πρεσβευτές στη Λομβαρδία και τη Γαλλία έπρεπε να προσπαθήσουν να πείσουν τις γαλλικές αρχές και τον Λουδοβίκο ΙΒ’ να μεταφέρουν τη Σύνοδο από την Πίζα. Οι καρδινάλιοι που θα μεταρρύθμιζαν την Εκκλησία δεν έδειχναν ικανοί να διατηρήσουν την πειθαρχία ανάμεσα στους δικούς τους ακολούθους, παρά το γεγονός ότι θα χρησιμοποιούσαν βία για να εξαναγκάσουν σε υπακοή τον λαό και τον κλήρο στην Πίζα.28
Τη μέρα πριν από το αδιέξοδο στην Πίζα ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε διαβεβαιώσει τον Τζέημς Δ’ τής Σκωτίας (στις 8 Δεκεμβρίου 1511), ότι τα μέλη τής Ιεράς Συμμαχίας δεν ήσαν ικανοποιημένα με την εισαγωγή σχίσματος στην Εκκλησία και τον εξαναγκασμό τής Συνόδου να πάει στη Ρώμη, αλλά είχαν συγκεντρώσει δύναμη 20.000 ή περισσοτέρων ανδρών «για να κάνουν ένα πάπα με τη δική τους επιθυμία» (pour faire ung pape à leur volunté). (Υπήρχε συνεχώς στο μυαλό η ηλικία και η ασθένεια τού πάπα.) Τα τρία μέλη τής Ένωσης, στην οποία επρόκειτο να εισέλθει επίσημα σε λίγες μέρες ο Ερρίκος Η’, τώρα αρνούνταν ότι υπήρχε αναγκαιότητα να βοηθήσουν τον Μαξιμιλιανό να υπερασπιστεί τις εδαφικές του διεκδικήσεις εναντίον των Ενετών, «πράγμα που πρόκειται να διασπάσει εντελώς τη συνθήκη τού Καμπραί, από την οποία αυτοί δεσμεύονται και υποχρεώνονται». Ο πάπας ζητούσε την εκχώρηση τής Μπολώνια και επέμενε στις αξιώσεις του επί τής Φερράρας. Σε αντίθεση με τις προδοσίες τής Ιεράς Συμμαχίας, «μιας τέτοιας ένωσης τόσο ανέντιμης, τόσο θρασείας και τόσο αλαζονικής» (une telle ligue si deshonneste, si présomptueuse et si arrogante), o Λουδοβίκος ΙΒ’ εξηγούσε ευλαβικά στον Ιάκωβο (Τζέημς) Δ’ ότι ο ίδιος είχε εμπλακεί σε πόλεμο απλώς για την προστασία τού δουκάτου τού Μιλάνου και άλλων κρατών στην Ιταλία. Ο Λουδοβίκος δεν είχε σχέδια κατά των εδαφών τής Εκκλησίας, τα οποία θα προτιμούσε να δει να διευρύνονται παρά να απομειώνονται. Μάλιστα ο ίδιος αγωνιούσε να μιμηθεί τούς προκατόχους του στον γαλλικό θρόνο στην υιική αφοσίωσή τους στη Ρωμαϊκή Εκκλησία.29
Η ανησυχία για την κατάσταση στην Πίζα οδήγησε τούς καρδιναλίους να αλλάξουν την προγραμματισμένη ημερομηνία τής τρίτης συνεδρίασης τής Συνόδου από την 14η Νοεμβρίου στην Τετάρτη 12 τού μηνός. Ετοιμάζονταν να φύγουν από την πόλη αμέσως μετά. Μάλιστα ο ντε Πρι έστελνε ήδη τέσσερα φορτία με τα δικά του πράγματα.30 Ο Ιούλιος Β’ κέρδιζε έδαφος. Στις 12 τού μηνός ο Τοσίνγκι μπορούσε να αναφέρει από τη Ρώμη ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός είχε φιλονικήσει με τον βασιλιά τής Γαλλίας και έκανε ανοίγματα προς τον πάπα. Επιτέλους ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος να κάνει ειρήνη με τούς Ενετούς.31 Το πρωί τής Τετάρτης, σύμφωνα με την αλλαγή ημερομηνίας, οι καρδινάλιοι πραγματοποίησαν την τρίτη συνεδρίαση τής Συνόδου στον καθεδρικό ναό. Προέδρευε ο Καρβαχάλ. Ο ντε Πρι χοροστάτησε τής λειτουργίας. Ένας θεολόγος από το Παρίσι έκανε το κήρυγμα. Οι συνοδιστές ενέκριναν τρία διατάγματα (επαναλαμβανόμενα από την Κωνσταντία και τη Βασιλεία), σύμφωνα με τα οποία (1) Η σύνοδος δεν μπορούσε να διαλυθεί μέχρι να μεταρρυθμιστεί η Εκκλησία στην κεφαλή και τα μέλη, να τερματιστούν οι αιρέσεις και τα σχίσματα και να αποκατασταθεί ειρήνη στη χριστιανοσύνη. (2) Η σύνοδος έπαιρνε την εξουσία της απευθείας από τον Χριστό και (3) Ο ίδιος ο πάπας ήταν υποκείμενος στα διατάγματα γενικής συνόδου. Μετά την τελετή, καθένας έπαιρνε την άδεια να φύγει από την Πίζα όποτε ήθελε, με την υποχρέωση όμως να είναι παρών στο Μιλάνο στις 8 ή 10 Δεκεμβρίου (1511). Η τέταρτη συνεδρίαση τής Συνόδου θα γινόταν στις 13 τού μηνός, τη μέρα τής γιορτής τής Σάντα Λουτσία, στον καθεδρικό ναό τού Μιλάνου. Οι συνοδιστές πρότειναν επίσης να ζητήσουν από τον πάπα άδεια ασφαλούς διέλευσης, έτσι ώστε να μπορέσουν να στείλουν απεσταλμένο στη Ρώμη, για να μεριμνήσει για τη μεταφορά τής Συνόδου σε κάποιον ουδέτερο τόπο, ο οποίος θα παρείχε ασφάλεια και στα δύο μέρη.32 Εκείνο το βράδυ οι καρδινάλιοι, ο Λωτρέκ και όλοι οι άλλοι ιεράρχες συγκεντρώθηκαν στον Σαν Μικέλε, όπου ο Καρβαχάλ ευχαρίστησε επίσημα τη φλωρεντινή Σινιορία στα πρόσωπα των καταπονουμένων διοικητή και ποντεστά, για την ευγενική φιλοξενία που είχαν όλοι απολαύσει. Θα ήταν δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι μιλούσε εντελώς χωρίς ειρωνεία. Ο στρατιωτικός διοικητής και ο ποντεστά είχαν τη γνώμη ότι η εσπευσμένη αναχώρηση των συνοδιστών οφειλόταν στη «λίγη ομόνοια» (poca unione) που υπήρχε μεταξύ τους.33
Στις ημέρες που ακολούθησαν οι Φλωρεντινοί ήσαν γεμάτοι εξηγήσεις και διαμαρτυρίες, διαβεβαιώνοντας τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΒ’ για τη νομιμοφροσύνη τους και τον πάπα Ιούλιο Β’ για την υιική υπακοή τους. Ο παπάς αρνήθηκε να άρει αμέσως την απαγόρευση και ενημέρωσε τον Τοσίνγκι ότι η αναχώρηση των καρδιναλίων από την Πίζα αποτελούσε λιγότερο έργο τής φλωρεντινής κυβέρνησης απ’ όσο αποτέλεσμα τής λαϊκής εχθρότητας προς τούς σχισματικούς.34 Όταν ο Λουδοβίκος ζήτησε από τούς Φλωρεντινούς να προβούν σε δημόσια διακήρυξη τής νομιμοφροσύνης τους προς τη Γαλλία, εκείνοι αρνήθηκαν, επισημαίνοντας τις ζημιές που είχαν υποστεί και τούς κινδύνους στους οποίους εξακολουθούσαν να είναι εκτεθειμένοι λόγω τής εκχώρησης τής Πίζας για τη σύνοδο. Ισπανικά στρατεύματα κινούνταν προς βορρά, από το Βασίλειο τής Νάπολης (Regno). Ο παπικός λεγάτος Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Φαέντσα με παπικές δυνάμεις. Η κυβέρνηση τής Φλωρεντίας έστελνε πάνοπλους άνδρες και πεζικό στα σύνορα τής Ρομάνια. Το εμπόριο με την Ανατολική Μεσόγειο είχε περιπέσει σε μαρασμό. Η Φλωρεντία λειτουργούσε ακόμη κάτω από παπική απαγόρευση. Η κυβέρνηση πλήρωνε μεγάλο τίμημα για την αφοσίωσή της στη Γαλλία. Οι δυνάμεις τής Μεγαλειότητάς του στη Λομβαρδία έδειχναν να κάνουν ανεπαρκείς προετοιμασίες για τη δοκιμασία των όπλων, που ήταν προφανώς επικείμενη. Δεν μπορούσε αυτός να αμφιβάλει για τη νομιμοφροσύνη των Φλωρεντινών, αλλά οι καιροί ήσαν τέτοιοι, που μια ανοικτή δήλωση υποταγής στη Γαλλία δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό, παρά μόνο να επικεντρωθεί η παπική και ισπανική οργή στη Φλωρεντία: «Βρισκόμαστε κάτω από την παπική απαγόρευση, αποστερημένοι από το εμπόριο με την Ανατολική Μεσόγειο και περιμένοντας συνεχώς [να έρθουν] τα χειρότερα, για τα οποία πράγματα δεν μπορούμε να βρούμε πιο εμφανή λόγο και σημεία, από το γεγονός ότι έχουμε επιλέξει και προτιμήσει την φιλία [της Μεγαλειότητάς] του από εκείνη των άλλων».35 Οι Φλωρεντινοί, εξοικειωμένοι με την ιστορία τους, μπορούσαν να θυμηθούν πολλές σημαντικές περιπτώσεις από την εποχή τού Καρόλου Ανδεγαυού, όπου η Σινιορία είχε παγιδευτεί στα πλοκάμια τής γαλλικής πολιτικής. Συνήθως τα γεγονότα είχαν δικαιολογήσει την προσήλωση τής φιλο-γαλλικής παράταξης προς το λάβαρο με το άνθος τού κρίνου (fleur-de-lis). Αυτή τη φορά ίσως ήταν διαφορετικά.
Σίγουρα οι Φλωρεντινοί δεν προσπαθούσαν να παραπλανήσουν τον Λουδοβίκο ΙΒ’, όταν τον πληροφορούσαν ότι τα ισπανικά στρατεύματα βάδιζαν προς βορρά. Ο αντιβασιλέας Ραμόν Φολκ ντε Καρντόνα είχε φύγει από τη Νάπολη την Κυριακή 2 Νοεμβρίου (1511), κατευθυνόμενος στην Αβέρσα, όπου παρέμεινε για τρεις περίπου μέρες για να συγκεντρώσει πρόσθετες δυνάμεις, στη συνέχεια προς την Κάπουα, το Τεάνο και προς οπουδήποτε θα τον έφερναν οι τύχες τού πολέμου ως γενικό διοικητή τής Ιεράς Συμμαχίας. Αναχώρησε μια βδομάδα αργότερα απ’ ό,τι προβλεπόταν από τα άρθρα τής συμμαχίας. Η καθυστέρηση δεν οφειλόταν σε εκ μέρους του αναβλητικότητα, αλλά σε τρομερές καταιγίδες (non frioza ma un vero deluvio de aqua).36 Όμως δεν θα ακολουθήσουμε την προς βορρά πορεία τού Καρντόνα, ούτε θα δώσουμε τα σχετικά με την εκστρατεία στοιχεία μέχρι την άφιξή του στην επίπεδη γη γύρω από τη Ραβέννα την επόμενη άνοιξη, όπου θα παραστούμε μάρτυρες τού δραματικού αποκορυφώματος των προσπαθειών του.
Η Ιερά Συμμαχία βασιζόταν, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, στα επισφαλή θεμέλια τής δυσπιστίας. Τόσο ο πάπας όσο και οι Ενετοί αναγνώριζαν πλήρως τον κίνδυνο τής εισόδου τής Ισπανίας στη βόρεια Ιταλία, γιατί μικρή αξία έδιναν σε κάθε υπόσχεση τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας. Μια ενετική αναφορά στις 13 Οκτωβρίου (1511), μόλις και μετά βίας μια βδομάδα μετά την υπογραφή των άρθρων τής Ένωσης, γράφει ότι ο πάπας ήθελε να περάσουν τα ισπανικά στρατεύματα από τη Ρώμη, «για να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπερέβαιναν τον υπεσχημένο αριθμό», στάση με την οποία ο Ισπανός πρεσβευτής έπρεπε να αναμένεται ότι θα διαφωνούσε.37 Τον επόμενο Μάρτιο (1512) ο πάπας εξέφραζε στον Μπιμπιένα τον φόβο ότι οι Ισπανοί τον πρόδιδαν, γιατί ο Καρντόνα δεν είχε ακόμη καταφέρει τίποτε και έδειχνε να μην κάνει τίποτε.38 Προς το τέλος Νοεμβρίου 1511, λιγότερο από δύο βδομάδες αφότου ο Ερρίκος Η’ είχε ενταχθεί στην Ιερά Συμμαχία, αναφερόταν στη Ρώμη ότι ο καρδινάλιος Κρίστοφερ Μπαίνμπριτζ, ο Άγγλος πρεσβευτής στην παπική κούρτη, είχε πει «φοβάμαι την Ισπανία περισσότερο από τη Γαλλία, λόγω τής αβεβαιότητας οποιασδήποτε δέσμευσης που πρέπει να τηρήσει…». Η υποτιθέμενη δήλωση μπορεί να ήταν απλώς προϊόν αργόσχολων κουτσομπολιών, τα οποία δεν τελείωναν σχεδόν ποτέ στη Ρώμη. Όμως ο πληροφοριοδότης μας προσθέτει ότι τού είχαν πει ότι Ισπανοί εκπρόσωποι έλεγαν, ότι οι όροι τής νέας ένωσης δεν επρόκειτο να τηρηθούν. Παρ’ όλα αυτά στη Ρώμη υπήρχε γενικά η άποψη ότι αφού ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός δεν είχε στείλει αντιπροσώπους στη Σύνοδο τής Πίζας-Μιλάνου, σύντομα θα εντασσόταν ο ίδιος στην Ιερά Συμμαχία. Ο πάπας φαινόταν γενικά ικανοποιημένος,
και είπε στο δείπνο χτες το βράδυ [στις 27 Νοεμβρίου 1511], ότι σύντομα θα επιφέρει ομόνοια και καθολική ειρήνη, καθώς και τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Επιστολές τής 18ης Οκτωβρίου έχουν έρθει στον πάπα από την Ανατολική Μεσόγειο, σχετικές με τουρκικές υποθέσεις, ενώ ο στόλος εικοσιδύο πλοίων τού [Αιγύπτιου] σουλτάνου, σκόπευε να αρπάξει τις ενετικές γαλέρες τού δρομολογίου Αλεξάνδρειας.39
Το φθινόπωρο δεν ήταν καλή εποχή για την έναρξη στρατιωτικής εκστρατείας, γιατί οι έντονες βροχοπτώσεις μετέτρεπαν τούς δρόμους σε τέλματα. Ποτάμια ξεχείλιζαν και παρέσυραν γέφυρες. Με τον ερχομό τού χειμώνα χιονοθύελλες μπορεί να απέκλειαν ορεινές διαβάσεις, να καθυστερούσαν τούς πιο ατρόμητους ταξιδιώτες και να διέκοπταν τις διπλωματικές επικοινωνίες για αρκετές ημέρες κάθε φορά. Μέχρι τον ερχομό τής άνοιξης τόσο οι ενετικές όσο και οι ισπανικές γαλέρες θα χρησιμοποιούνταν περιορισμένα, γιατί παρά τις βελτιώσεις στα πλοία και στις τεχνικές ναυσιπλοΐας, οι ναυτικοί διακινδύνευαν τη ζωή τους και οι έμποροι τα φορτία τους στα χειμερινά νερά τής Μεσογείου. Οι ναύαρχοι δίσταζαν συνήθως να υποβάλουν τις μεγάλες, χαμηλές γαλέρες τους σε κάθε είδους χειμερινούς ελιγμούς. Αν και όχι πια σκλάβοι γαλερών, τα πληρώματα εύκολα αρρώσταιναν και πέθαιναν στη διάρκεια τού χειμώνα και ήταν δύσκολο να αναπληρωθούν. Παρ’ όλα αυτά διεξάγονταν επιχειρήσεις στη θάλασσα στις κακές καιρικές συνθήκες των χειμερινών μηνών, ενώ μια επιστολή στις 22 Νοεμβρίου (1511) πληροφορούσε την ενετική κυβέρνηση ότι οι Γάλλοι είχαν στείλει επιπλέον 2.000 πεζικό και πενήντα λογχοφόρους στη Γένουα «για να φρουρούν αυτή την περιοχή εναντίον τού στόλου τής Ισπανίας» (per guardia de quella terra contra l’ armata di Spagna).40
Ο πόλεμος δινόταν στην αρένα τής προπαγάνδας, καθώς και στο πεδίο τής μάχης. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο πάπας Ιούλιος Β’ δημοσίευσε αμέσως μετά την έκδοσή της τη βούλλα του τής 3ης Δεκεμβρίου (1511) Tanta est clavium [Ecclesie potestas] (Τέτοια είναι τα κλειδιά [η δύναμη τής Εκκλησίας]). Δεν υπάρχει ένδειξη τού τυπογράφου, αλλά ήταν μάλλον ο Μαζόκκι. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι επανεξέτασε το κείμενο, όπως έκανε συχνά στις σημαντικές βούλλες. Ο πάπας τόνιζε την ανάγκη σταυροφορίας κατά των απίστων, «μια τόσο ευσεβή, ιερά και αναγκαία εκστρατεία» (tam pia sancta et necessaria expeditio), η οποία είχε από καιρό παρεμποδιστεί (έλεγε) από διαφωνίες και έριδες μεταξύ των Ευρωπαίων ηγεμόνων. Προέβλεπε μεγάλες δυσκολίες στην εξεύρεση λύσης για το ανατολικό ζήτημα, εκτός αν μπορούσε να καταστεί εφικτή κάποια ενότητα σκοπού μεταξύ των ηγεμόνων, πέρα από τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας στην προσεχή Σύνοδο τού Λατερανού. Όμως τόση ήταν η διχόνοια ανάμεσα στους ηγεμόνες και τούς λαούς τής άπιστης Ανατολής, που ο Θεός είχε παρουσιάσει στη χριστιανοσύνη ασυνήθιστη ευκαιρία να ξανακερδίσει κτήσεις και πόλεις, περιλαμβανομένου τού Παναγίου Τάφου, που είχαν χαθεί σε προηγούμενες γενιές. Οι στασιαστές καρδινάλιοι αποτελούσαν εμπόδιο για τη χριστιανική επιτυχία.
Έτσι λοιπόν ο Ιούλιος Β’ καταδίκαζε και πάλι αυτούς τούς «γιους τής απώλειας», τούς πρώην (olim) καρδιναλίους Καρβαχάλ, Μπρισοννέ και Βοργία, καθώς και τον ντε Πρι, για τη σχισματική και αιρετική παρασυναγωγή (conciliabulum) που είχαν πραγματοποιήσει στην Πίζα. Τώρα είχαν καταφύγει στη Λομβαρδία, για να αναζητήσουν γαλλική προστασία στο δουκάτο τού Μιλάνου. Εξακολουθούσαν να έχουν την πρόθεση να συνεχίσουν τη σχισματική τους σύνοδο και δεν κοκκίνιζαν από ντροπή για προθέσεις και πράξεις όχι μόνο άδικες και ανόητες, αλλά και σκανδαλώδεις, σχισματικές, δηλητηριώδεις και προσβλητικές για τα αυτιά των ευσεβών. Επέπληττε τις κακοήθεις προθέσεις των έκπτωτων καρδιναλίων και την περιβόητη ακυρότητα των πράξεων τους. Οι άθρησκες γελοιότητές τους ήσαν πρωτάκουστες και χωρίς προηγούμενο (σύμφωνα με τον Ιούλιο), εναντίον ενός πραγματικού και αδιαμφισβήτητου ποντίφηκα. Προσηλωμένοι στην τρέλλα τους, είχαν αγνοήσει τις παπικές απαγορεύσεις και εντολές του. Στόχος τους ήταν το σχίσμα, η διαβολική σύγχυση και η ίδια η καταστροφή τής Εκκλησίας.
Αυτός ήταν ο σκοπός τής υποτιθέμενης συνόδου τους, είτε συγκεντρώνονταν στο Μιλάνο, είτε στο Βέρτσελλι ή οπουδήποτε αλλού. Όπου κι αν συγκεντρώνονταν τελικά, ενεργούσαν «σε αντίθεση με τη νομική μορφή και τούς θεσμούς των αγίων πατέρων…» (contra formam iuris et sanctorum patrum instituta…). Ο πάπας απειλούσε όλους τούς κατώτερους οπαδούς τής Συνόδου Πίζας-Μιλάνου, μερικούς από αυτούς ονομαστικά, με τις συνήθεις μομφές και κυρώσεις, αν δεν εμφανίζονταν αυτοπροσώπως «ενώπιόν μας, στο εκκλησιαστικό μας συμβούλιο» (coram nobis in consistorio nostro) εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση αυτής τής βούλλας στις πύλες τού Αγίου Πέτρου, τού Αγίου Ιωάννη τού Λατερανού, στο Πεδίο Ανθέων (Campo de’ Fiori), όπως έγινε το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου, καθώς και στις πύλες των καθεδρικών ναών τής Σιένα, τής Πίζας και τής Λούκκα.41
Η κυβέρνηση τής Φλωρεντίας σίγουρα δεν ήθελε να εμφανιστεί ανοιχτά ότι υποστήριζε τη Σύνοδο τής Πίζας και ήταν αντιδημοφιλής μεταξύ των συνοδιστών, που συγκεντρώνονταν τώρα στο Μιλάνο για να συνεχίσουν το γαλλικανικό σχίσμα. Ο Μπρισοννέ ήταν ο πρώτος από τούς καρδινάλιους που έφτασε στο Μιλάνο. Είχε τραυλίσει την έχθρα του προς τη Σινιορία σε όλη την προς βορρά διαδρομή. Ο Φραντσέσκο Παντολφίνι κρατούσε ενήμερη τη φλωρεντινή κυβέρνηση. Ο μιλανέζικος κλήρος θα εξαναγκαζόταν να συμμετάσχει στις εργασίες τής συνόδου. Η επίσημη είσοδος τού Καρβαχάλ στο Μιλάνο ως πρόεδρου τής Συνόδου αναμενόταν στις 4 Δεκεμβρίου (1511), αλλά καθυστερούσε, όπως έγραφε ο Παντολφίνι εκείνο το βράδυ, «λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, λένε, αλλά δεν ξέρω αν καθυστερεί επίσης, επειδή πολλοί ιεράρχες σε αυτό το κράτος δεν είναι ακόμη έτοιμοι να εμφανιστούν [στην υποδοχή του]».42 Ο Σανσεβερίνο ενώθηκε τελικά με τούς συναδέλφους του, αλλά ο Παντολφίνι εξέφραζε έκπληξη για την έλλειψη ενθουσιασμού που εκδήλωνε αριθμός συνοδιστών. Ακόμη κι ο Μπρισοννέ δεν μιλούσε πια με τη συνηθισμένη ζωντάνια του (vivacità). Στις 7 Δεκεμβρίου ο Καρβαχάλ μπήκε στην πόλη, ντυμένος με τα άμφια καρδιναλίου, αλλά χωρίς κουβούκλιο ή άλλα διακριτικά τής συνοδικής προεδρίας του. Τον υποδέχθηκαν οι άλλοι τέσσερις καρδινάλιοι, οι Σανσεβερίνο, Μπρισοννέ, ντε Πρι και ντ’ Αλμπρέ. Συνάντησαν αραιές αντιπροσωπείες τού τοπικού κλήρου και τής μιλανέζικης Γερουσίας: «Δεν είδα κανέναν επίσκοπο αυτού τού κράτους ή οποιονδήποτε αξιόλογο ιεράρχη. Η υπόθεση δεν έχει προχωρήσει με ιδιαίτερη ικανοποίηση για τον λαό».43
Η σύνοδος προχωρούσε χωρίς μεγαλύτερη ικανοποίηση για τούς συνοδιστές. Παρ’ όλα αυτά, όπως είπε ο Γάλλος ταμίας Φλοριμόν Ρομπερέ στον Φλωρεντινό πρεσβευτή Ρομπέρτο Ατσαγιόλι στις 13 Δεκεμβρίου (1511), η κυβέρνηση τού Λουδοβίκου ΙΒ’ έπρεπε να συνεχίσει τη Σύνοδο, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος «για να μειωθεί η δύναμη και η φήμη τού πάπα, παρά μόνο αν εμφανίσουμε έναν αντίπαλό του στα πνευματικά (in spiritualibus)».44 Ο φόβος επίθεσης των Ελβετών, ο οποίος προκαλούσε ανησυχία στο Μιλάνο, οδήγησε στην αναβολή τής τέταρτης συνεδρίασης τής Συνόδου από τις 13 Δεκεμβρίου μέχρι τις 4 Ιανουαρίου (1512).45 Η 4 τού μηνός ήταν Κυριακή. Ο καρδινάλιος Ρενέ ντε Πρι έκανε τη λειτουργία στον καθεδρικό ναό παρουσία των τεσσάρων συναδέλφων του και εικοσιεπτά επισκόπων και ηγουμένων. Ο Ζακκαρία Φερρέρι διάβασε το ευαγγέλιο. Υπήρχε μικρός ενθουσιασμός, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός σχεδίαζε να συγκαλέσει σύναξη των Γερμανών ιεραρχών στο Άουγκσμπουργκ, για να τον συμβουλεύσουν σχετικά με τη σύνοδο. Οι πατέρες στο Μιλάνο έβλεπαν κάποιες ελπίδες για αποτελεσματική αυτοκρατορική υποστήριξη στα σχέδιά τους εναντίον τού Ιουλίου,46 ακόμη κι αν ο Μαξιμιλιανός συχνά φαντασιωνόταν ότι θα εκλεγόταν ο ίδιος πάπας, «να πάει στη Ρώμη και να γίνει και πάπας και αυτοκράτορας» (gen Rom zu ziehen und Babst und Kaiser zu werden).47
Ανάμεσα σε άλλες εργασίες που έγιναν και αποφάσεις που πάρθηκαν σε αυτήν την τέταρτη συνεδρίαση, οι συνοδιστές έδιναν στον πάπα έναν ακόμη μήνα, για να επιλέξει ουδέτερο τόπο για τη γενική σύνοδο, αφού το Μιλάνο δεν τού ταίριαζε και η Ρώμη δεν ήταν εφικτή γι’ αυτούς. Προέτρεπαν επίσης για ειρήνη αυτόν και τούς ηγεμόνες, εθιμική διαδικασία που κανένας δεν πήρε στα σοβαρά. Αλλά ο Ατσαγιόλι σύντομα έγραφε στο Συμβούλιο των Δέκα στη Φλωρεντία ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε αποφασίσει, ότι ο ίδιος δεν είχε εναλλακτική λύση προς τον πόλεμο εναντίον τού πάπα και τού βασιλιά τής Αραγωνίας. Όμως θα εξέταζε την περίπτωση γενικής συνόδου στη Φλωρεντία ή τη Σιένα, αν συμμετείχε σε αυτήν και ο πάπας. Όμως υπήρχε μικρή προοπτική για κάτι τέτοιο. Όπως ο Τοσίνγκι στη Ρώμη, έτσι και ο Παντολφίνι στο Μιλάνο είχε κουραστεί από τις καθημερινές κρίσεις που αντιμετώπιζε και ζήτησε από τούς Δέκα να τού επιτρέψουν να γυρίσει σπίτι στη Φλωρεντία.48 Η μεταφορά τής Συνόδου από το φλωρεντινό έδαφος φαινόταν να μη βγάζει τούς Δέκα από τις δυσκολίες τους. Τώρα η γαλλική κυβέρνηση υποπτευόταν τούς Φλωρεντινούς για πολύ εγκάρδιες σχέσεις με τον Ιούλιο Β’ και τούς Ισπανούς. Ο Αντόνιο Στρότσι, ο αντικαταστάτης τού Τοσίνγκι ως Φλωρεντινός πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, είχε τύχει πολύ καλής υποδοχής στη Ρώμη, όπου τού είχε χορηγηθεί «πολύ καλή και μακρά ακρόαση» (bonissima et lunga audienza). Αλλά ο πάπας αρνιόταν να άρει την απαγόρευση από τη Φλωρεντία, μέχρι να καταργήσουν οι Δέκα τον φόρο έκτακτης ανάγκης που είχαν επιβάλει στον κλήρο, ενώ απειλούσε και πάλι να στραφεί εναντίον των εμπόρων τής Φλωρεντίας στα παπικά εδάφη, αν η σχετική δράση καθυστερούσε περαιτέρω.49
Κάθε μέρα γινόταν σαφέστερο ότι η Φλωρεντία θα πλήρωνε βαρύ τίμημα για τη μακροχρόνια ευθυγράμμισή της με τη Γαλλία. Στις 2 Φεβρουαρίου (1512) ο Παντολφίνι ανέφερε ότι η συγκέντρωση των Γερμανών ιεραρχών στο Άουγκσμπουργκ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Σύνοδος Πίζας-Μιλάνου ήταν σχισματική συνέλευση. Απρόθυμοι να στείλουν οποιαδήποτε αντιπροσωπεία στο Μιλάνο, καλούσαν τούς αντι-Ιουλίους καρδινάλιους να τούς στείλουν «κάποιον καλό διδάσκαλο». Αν ο τελευταίος μπορούσε να τούς πείσει ότι η διαδικασία στο Μιλάνο ήταν πραγματικά νόμιμη, πρόθυμα θα συμμετείχαν στις εργασίες τής συνόδου. Οι συνοδιστές έστειλαν λοιπόν τρεις εκπροσώπους στη γερμανική συνέλευση, τον Φραντσέσκο ντα Κόρτε, γνωστό νομομαθή, τον Αντουάν ντ’ Εσταίν, επίσκοπος τής Ανγκουλέμ και τον περίφημο Ιανό Λάσκαρι, τον οποίο έχουμε ήδη συναντήσει στην υπηρεσία τού Λουδοβίκου ΙΒ’.50
Η πέμπτη σύνοδος τής αμφισβητούμενης συνόδου συγκλήθηκε στον καθεδρικό τού Μιλάνου την Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου (1512). Και πάλι ο Ζακκαρία Φερρέρι διάβασε το ευαγγέλιο. Αυτή τη φορά έκανε και το κήρυγμα, επιμένοντας για την αναγκαιότητα γενικών συνόδων, για την οποία (είπε) ποτέ δεν είχε υπάρξει μεγαλύτερη ανάγκη από το ξεκίνημα κιόλας τής Εκκλησίας. Τα πολύ σοβαρά ερωτήματα απαιτούσαν απαντήσεις, ενώ έπρεπε να επιτευχθεί ειρήνη στην Ευρώπη. Ο Μωάμεθ, μαζί με όλους εκείνους που ακολουθούσαν το Ισλάμ, είχαν απομακρυνθεί περισσότερο από την αλήθεια απ’ όσο ο Άρειος, ο οποίος δεν είχε πια οπαδούς. Οι Βοημοί, οι Βαλδενσιανοί και οι οπαδοί τού Ουάικλιφ δεν έπαυαν να εξαπλώνουν τις αιρέσεις τους. Ο Ζακκαρία θεωρούσε τις σιμωνιακές πρακτικές τής εποχής του ως χειρότερες και από την παλιά αίρεση τού Μακεδονίου.51 Ήταν καλή ομιλία, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τού εκκλησιαστικού κόσμου δεν άκουγε. Τα διατάγματα που εγκρίθηκαν σε αυτή τη συνεδρίαση ήσαν ασήμαντα, αν και οι συνοδιστές διακήρυξαν διστακτικά τον διορισμό τού καρδινάλιου Σανσεβερίνο στη λεγατινή αποστολή τής Μπολώνια, η οποία εδώ και καιρό προκαλούσε «πολύ μεγάλη διαφορά» (grandissima differentia) μεταξύ των καρδιναλίων στο Μιλάνο.52
Στις 18-19 Φεβρουαρίου (1512) ο Γάλλος διοικητής Γκαστόν ντε Φουά ανακατέλαβε τη Μπρέσσια, ύστερα από ενετική κατοχή περίπου δεκαεπτά ημερών και υπέβαλε τούς φτωχούς κατοίκους σε άλωση και σφαγή. Ο Ενετός επιστάτης (provveditore) Αντρέα Γκρίττι συνελήφθη αιχμάλωτος και στάλθηκε στη Γαλλία.53 Οι συνοδιστές στο Μιλάνο ήθελαν τώρα να επεκτείνουν οι Γάλλοι τις στρατιωτικές τους δραστηριότητες στη Ρομάνια και το Μάρκε τής Αγκώνας, όπου, όπως διαβεβαίωνε ο Σανσεβερίνο τον Λουδοβίκο ΙΒ’, ολόκληρη η επαρχία θα ξεσηκωνόταν σε εξέγερση, αν ενθαρρυνόταν αρκετά για να το πράξει. Ο Σανσεβερίνο ήθελε πόλεμο. Ήταν γιος τού οπλαρχηγού (condottiere) Ρομπέρτο και περισσότερο δοσμένος σε στρατιωτικές παρά σε πνευματικές φιλοδοξίες. Ήθελε να αναλάβει τη θέση τού λεγάτου στη Μπολώνια.54 Καθώς περνούσε ο καιρός, αυξανόταν η ανησυχία μεταξύ των καρδιναλίων στο Μιλάνο. Όπως μειωνόταν το κύρος τους στον κόσμο, έτσι μειωνόταν και η σύνεσή τους. Τούς αποθάρρυνε η αποτυχία τού αυτοκράτορα να υποστηρίξει τη σύνοδο και άρχισαν να διαπληκτίζονται μεταξύ τους. Ο ντε Πρι επιθυμούσε τη μπολωνιέζικη λεγατινή αποστολή. Τώρα που την είχε πάρει ο Σανσεβερίνο, ο ντε Πρι απαιτούσε εκείνη τής Αβινιόν. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ έδωσε εντολή στον Γκαστόν ντε Φουά να ενημερώσει τούς καρδινάλιους για τη δυσαρέσκειά του με τούς διαπληκτισμούς τους, αλλά οι προοπτικές παρέμεναν μάλλον ζοφερές, γιατί όπως έγραφε ο Παντολφίνι στο Φλωρεντινό Συμβούλιο των Δέκα, «μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει διακανονισμός ως προς τον τόπο, την ώρα ή την ημερήσια διάταξη επόμενης συνεδρίασης [της συνόδου].55
Η κυβέρνηση στον Άρνο βρισκόταν ακόμη παγιδευμένη ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Στις 26 Φεβρουαρίου (1512) οι Φλωρεντινοί έμποροι στη Ρώμη κλήθηκαν ενώπιον των καρδιναλίων Κιόκκι και Ακκόλτι, οι οποίοι τούς ενημέρωσαν ότι αν η κυβέρνησή τους συνέχιζε να απαιτεί τις οικονομικές επιβολές επί των ιερωμένων, τότε θα συλλαμβάνονταν και θα κατάσχονταν τα εμπορεύματά τους στα παπικά εδάφη, καθώς και σε εκείνα των συμμάχων τού πάπα, στην Ισπανία και τη Νάπολη, στη Βενετία, στην Αγγλία και την Ουγγαρία. Την επόμενη μέρα απευθύνθηκε έκκληση στη Σινιορία από την «κοινότητα και το κολλέγιο των Φλωρεντινών εμπόρων» (università e collegio dei mercanti fiorentini), να λαμβάνει υπόψη την ευημερία τής Δημοκρατίας και των διασκορπισμένων πολιτών της. Ο νέος πρέσβης, ο Αντόνιο Στρότσι, έκανε ό,τι μπορούσε. Ο Ιούλιος Β’ έλεγε ότι αν και μια τέτοια ενέργεια τον δυσαρεστούσε, έπρεπε να την αναλάβει. Ένα πλοίο με Φλωρεντινά εμπορεύματα λεγόταν ότι είχε δέσει στην Αγκώνα. Ο πάπας είχε διατάξει να τεθεί υπό κράτηση. Αν έδεναν κι άλλα σε παπικά εδάφη, θα γινόταν το ίδιο. Όμως ο Ιούλιος διαβεβαίωνε τον Στρότσι για την καλή του διάθεση προς τούς Φλωρεντινούς. Δεν είχε καμία πρόθεση να προσπαθήσει να ανακτήσει ούτε το Καστροκάρο ούτε το Μπόργκο Σάντο Σεπόλκρο, στα οποία ο παπισμός είχε κάποια διεκδίκηση. Αλλά η κυβέρνηση έπρεπε να εγκαταλείψει το σχέδιό της για επιβολή στον κλήρο τού φόρου για τον οποίο διαμαρτυρόταν.56
Την 1η Μαρτίου 1512 η Φλωρεντινή κυβέρνηση έστειλε τον Νικκολό Καππόνι ως πρεσβευτή στον Γάλλο διοικητή Γκαστόν ντε Φουά, για να αντικαταστήσει τον Φραντσέσκο Παντολφίνι. Ο Καππόνι έπρεπε να παρατηρεί προσεκτικά και να αναφέρει «όλα τα κίνητρα και τα σχέδια των καρδιναλίων και ιεραρχών στη σύνοδο» και να διαλύσει τις υποψίες που είχαν δημιουργηθεί στο μυαλό των Γάλλων λόγω τής αποστολής πρεσβείας από τούς Φλωρεντινούς στην Ισπανία. Δεν έπρεπε φυσικά να δεσμευτεί σε τίποτε για λογαριασμό τής Δημοκρατίας, που ήθελε να παραμείνει ουδέτερη.57
Είχε πέσει κατάθλιψη στην παπική κούρτη. Παρά το γεγονός ότι προς στιγμήν τον Ιανουάριο (1512) τα μέλη της είχαν εξετάσει την ανακατάληψη τής Μπολώνια και την τιμωρία των Μπεντιβόλιο, την αρπαγή τής Πάρμας και ακόμη και την κατάληψη τής Λομβαρδίας, ο στρατός τής Ιεράς Συμμαχίας δεν έκανε τίποτε. Στις 2 Μαρτίου ο Μπιμπιένα ενημέρωνε τον καρδινάλιο λεγάτο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, για τον τρόπο με τον οποίο είχε προσπαθήσει να ηρεμήσει τις σοβαρές υπόνοιες τού πάπα, ότι οι Ισπανοί τον πρόδιδαν, αφού δεν έκαναν τίποτε,58 ενώ στις 4 τού μηνός ο πάπας έγραφε αγανακτισμένα στον Τζιοβάννι, ότι λεγόταν ότι ο Φεντερίκο ντι Σανσεβερίνο, «πρώην καρδινάλιος» (olim cardinalis), βρισκόταν καθ’ οδόν προς Μπολώνια, για να σφετεριστεί την παπική λεγατινή αποστολή στη Ρομάνια.59 Ο θυμός τού πάπα ήταν κατανοητός. Όπως ενημέρωνε ο Παντολφίνι το Συμβούλιο των Δέκα την επόμενη μέρα (5 Μαρτίου), ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε δώσει εντολή στον Γκαστόν ντε Φουά να θέσει στη διάθεση τού Σανσεβερίνο και τής Συνόδου όλα τα εδάφη που επρόκειτο να καταλάβει στη Ρομάνια. Βέβαια οι Καρβαχάλ και Μπρισοννέ διατηρούσαν τις συνήθεις διαφωνίες τους. Ο ντε Πρι ήταν δημοφιλής μεταξύ των γαλλικανών ιεραρχών, οι οποίοι θα ήσαν ευτυχείς να έκαναν αυτόν πάπα, αλλά τού έλειπαν τα «χαρακτηριστικά και οι ιδιότητες», των οποίων ο νέος πάπας θα είχε τόσο μεγάλη ανάγκη. Ο Λουδοβίκος θα προτιμούσε πιθανώς τον Καρβαχάλ, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Παντολφίνι. Σε κάθε περίπτωση οι καρδινάλιοι ήθελαν να τελειώσουν τις συνοδικές τους υποθέσεις πριν από την έναρξη τής Συνόδου τού Λατερανού, ύστερα από ένα περίπου μήνα. Σχεδίαζαν να πραγματοποιήσουν την επόμενη συνεδρίαση τής Συνόδου τους στις 8 Μαρτίου, όταν θα πρότειναν να ανασταλούν όλες οι πράξεις τού Ιουλίου Β’, προκειμένου να προχωρήσουν πιο γρήγορα στην εκθρόνισή του.60
Παπικό σημείωμα τής 10ης Μαρτίου 1512, απευθυνόμενο στον καρδινάλιο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, υπογράμμιζε την επερχόμενη πρώτη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού, για την οποία ο Ιούλιος Β’ έλεγε ότι έκανε «τις κατάλληλες και αρμόζουσες προετοιμασίες». Ενημέρωνε επίσης τον Μέδικο ότι είχε ορίσει επιτροπή οκτώ καρδιναλίων για τη μεταρρύθμιση τής παπικής κούρτης.61 Τώρα πια φαινόταν καθαρά ότι η Φλωρεντία θα παρέμενε ουδέτερη στον πόλεμο, αρκετά καθαρά τουλάχιστον για να εγκαταλείψει ο Γάλλος πρεσβευτής τις όχθες τού Άρνο με «έξω φρενών» αγανάκτηση. 62 Στις 18 Μαρτίου ο Ιούλιος είπε στον Αντόνιο Στρότσι, τον Φλωρεντινό πρεσβευτή στη Ρώμη, ότι αν και η Σινιορία έδειχνε να μη θέλει ή να μη μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στους όρους που τής είχε επιβάλει, αυτός επρόκειτο να άρει την απαγόρευση από τούς ώμους των Φλωρεντινών και θα φρόντιζε σύντομα για την αποδέσμευση των εμπορευμάτων που είχαν κατασχεθεί στην Αγκώνα.63 Τέσσερις ημέρες αργότερα (στις 22 Μαρτίου), σύμφωνα με πληροφορίες που έστειλε ο Μπιμπιένα στον καρδινάλιο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, ο Ιούλιος Β’ και ο Ισπανός πρεσβευτής κάλεσαν τον Στρότσι και, παρουσία των καρδιναλίων Ακκόλτι και Αλφόνσο Πετρούτσι, τού είπαν ότι οι Γάλλοι σχεδίαζαν να υποτάξουν τη Φλωρεντία. Ισχυρίζονταν ότι ο Παντολφίνι είχε στείλει αναφορά με τέτοιο περιεχόμενο. Σκοπός τής Ιεράς Συμμαχίας, έλεγαν, ήταν να προστατεύσει την εδαφική ανεξαρτησία τής Εκκλησίας και την ελευθερία τής Ιταλίας. Τα μέλη τής Συμμαχίας ήσαν επομένως διατεθειμένα να υπερασπιστούν τη Φλωρεντία από γαλλική επίθεση, ενώ οι Φλωρεντινοί ήσαν ευπρόσδεκτοι να συμμετάσχουν μαζί τους ως εταίροι σε αυτή την υψηλή επιχείρηση. «Ο Φλωρεντινός πρέσβης έδειξε μεγάλη ευχαρίστηση για αυτές τις προσφορές», έγραφε ο Μπιμπιένα. «Επαίνεσε την Αγιότητά του και την Καθολική Μεγαλειότητα για την καλή τους διάθεση προς την πόλη του, ευχαριστώντας τους με πολλά καλά λόγια και υποσχόμενος ότι θα ενημέρωνε με κάθε ταχύτητα τούς Κυρίους (Δέκα) για αυτά που η Αγιότητά του και η Εξοχότητά του είχαν πει και προσφέρει.64 Ο Μπιμπιένα βρισκόταν σε εξαιρετική θέση να γνωρίζει τα γεγονότα, γιατί είχε συνεχή πρόσβαση στην παρουσία τού πάπα, όπως καθιστούν σαφές οι επιστολές του προς τον καρδινάλιο Τζιοβάννι. Όμως ο Αντόνιο Στρότσι φαίνεται ότι δεν έστειλε ποτέ αναφορά για αυτή την υποτιθέμενη ακρόαση στη φλωρεντινή κυβέρνηση.
Η έκτη συνεδρίαση τής Συνόδου Πίζας-Μιλάνου πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαρτίου (1512) στον μιλανέζικο καθεδρικό ναό. Οι συνοδιστές κατηγόρησαν τον Ιούλιο Β’ για απείθεια, κήρυξαν παράνομη την εκ μέρους του σύγκληση τής Συνόδου τού Λατερανού και απαίτησαν να αποσύρει μέσα σε εικοσιτέσσερις ημέρες τα μέτρα που είχε πάρει κατά τής «μέχρι σήμερα ιεράς συνόδου τής Πίζας» (sacrum pisanum concilium modernum). Την προηγούμενη μέρα οι τοπικές αρχές είχαν δημοσιεύσει βασιλική και δουκική εντολή, που ζητούσε να σταματήσει κάθε δραστηριότητα και να παραμείνουν κλειστά τα καταστήματα όσο θα διαρκούσε η σύνοδος.65 Όμως το ενδιαφέρον των κρατικών αξιωματούχων και των αγροτών στρεφόταν από τη σύνοδο των επαναστατημένων καρδιναλίων προς την επερχόμενη αναμέτρηση τού γαλλικού και τού ισπανικού στρατού.
Μια συζήτηση στο ενετικό Κολλέγιο στις 7 Μαρτίου (1512) αποκάλυπτε κάποιον που είχε ζοφερή άποψη για τις πιθανότητες των Ισπανών, πιστεύοντας ακόμη ότι οι Γάλλοι θα καταδίωκαν τούς αντιπάλους τους μέχρι τη Ρώμη και ότι ο πάπας θα αναγκαζόταν να διαφύγει από την πόλη. Η ισπανική αποτυχία επικουρίας τής Μπρέσσια δεν είχε αυξήσει την εμπιστοσύνη των Ενετών στον Ραμόν ντε Καρντόνα. Σε κάθε περίπτωση φαινόταν να υπάρχει γενική συμφωνία ότι ο Γάλλος διοικητής Γκαστόν ντε Φουά θα αναζητούσε επιθετικά τον ισπανικό στρατό.66 Λεγόταν ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε ήδη κόψει νομίσματα, που είχαν το βασιλικό στυλ τής Νάπολης και Σικελίας.67 Ο Σανούντο αναφέρει λεπτομερώς τούς αριθμούς και τις κινήσεις των στρατευμάτων, καθώς οι αντίπαλοι διοικητές ετοιμάζονταν για τη μεγάλη σύγκρουση, την οποία όλη η Ιταλία και το μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης περίμενε επί μήνες.68
Το ισπανικό πεζικό ήταν οχυρωμένο σε «ισχυρή θέση» (locho forte) στο Καστέλ Σαν Πιέρο, έξι ή περισσότερα μίλια από τη Ραβέννα. Οι Γάλλοι είχαν στρατοπεδεύσει στη συμβολή των ποταμών Ρόνκο και Μοντόνε. Στις 9 Απριλίου (1512) τα κανόνια τους έριξαν εξήντα βολές στα τείχη τής Ραβέννας, αλλά μια εξόρμηση με επικεφαλής τον παπικό διοικητή Μαρκαντόνιο Κολόννα απώθησε τα γαλλικά στρατεύματα, που αποσύρθηκαν στο στρατόπεδό τους.69 Ως συνήθως οι αναφορές τής εποχής δίνουν διαφορετικά στοιχεία για την αριθμητική δύναμη κάθε στρατού. Λεγόταν ότι ο Γκαστόν ντε Φουά είχε υπό τις διαταγές του 1.700 πάνοπλους άνδρες, 3.000 έως 3.700 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 17.000 σε 18.000 πεζικό, συμπεριλαμβανομένων 4.000 Ιταλών, 3.000 Γερμανών, 6.000 Γασκώνων και 4.000 Νορμανδών. Τις δυνάμεις τού Καρντόνα λεγόταν ότι αποτελούσαν 1.500 έως 2.000 πάνοπλοι άνδρες, 1.700 ελαφρά οπλισμένοι ιππείς και περίπου 14.000 πεζοί, εκ των οποίων 10.000 ήσαν Ισπανοί και 3.000 έως 4.000 Ιταλοί.70 Οι αριθμοί αυτοί, κατά πάσα πιθανότητα πολύ μεγάλοι, ακόμη κι έτσι δείχνουν κάτι για τα προβλήματα πληρωμών και μεταφορών, τα οποία οι διοικητές έπρεπε να αντιμετωπίσουν, για να βάλουν τέτοιους στρατούς στο πεδίο τής μάχης.
Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε φοβηθεί για κάποιο διάστημα τη λιποταξία τού ασταθούς του συμμάχου Μαξιμιλιανού και πιθανή επίθεση από τον Ερρίκο Η’, καθώς και κάθοδο των Ελβετών επί τού Μιλάνου.71 Έτσι ο Γκαστόν ντε Φουά είχε προσπαθήσει να επιταχύνει την «ημέρα» (giornata) όσο το δυνατόν περισσότερο. Η βιασύνη του ήταν δικαιολογημένη, γιατί στις 6 Απριλίου (1512) μια δεκάμηνη ανακωχή είχε μόλις κανονιστεί στο αποστολικό ανάκτορο στη Ρώμη μεταξύ Μαξιμιλιανού και Ενετών (που θα διαρκούσε μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 1513), ενώ η Σινιορία είχε συμφωνήσει να πληρώσει στον Μαξιμιλιανό 40.000 δουκάτα.72 Υπάρχουν αρκετές περιγραφές ανθρώπων τής εποχής για τη μάχης τής Ραβέννας και τα επακόλουθά της, όπως οι αναφορές στα Ημερολόγια τού Σανούντο, οι επιστολές των Τζάκοπο και Πιέρο Γκουτσαρντίνι προς τον αδελφό τους Φραντσέσκο, τότε Φλωρεντινό πρεσβευτή στον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, μια επιστολή τού Λουίτζι ντα Πόρτο προς τον εξάδελφό του Μπαττίστα και (μεταξύ άλλων) μια μάλλον ρητορική περιγραφή των γεγονότων, που αποδόθηκε στον Φραντσέσκο Παντολφίνι, προσφάτως Φλωρεντινό απεσταλμένο στο Μιλάνο.73 Μετά τη μάχη ο Φαμπρίτσιο Κολόννα, ενώ βρισκόταν αιχμάλωτος τού Αλφόνσο ντ’ Έστε, έγραψε επίσης περιγραφή τού τι είχε συμβεί στον αιματηρό αγώνα κοντά στη Ραβέννα. Ήταν πολύ επικριτικός για τον Καρντόνα.74 Η μάχη τής Ραβέννας έλαβε χώρα κατά μήκος των υψηλών οχθών τού μικρού ποταμού Ρόνκο, περίπου δύο μίλια από τη Ραβέννα, την Κυριακή τού Πάσχα 11 Απριλίου (1512). Ο Παντολφίνι χαρακτήρισε τη μάχη ως «την πιο αιματηρή και τρομερή σύγκρουση που υπήρξε ποτέ στην εποχή μας». Ποτέ, έλεγε, δεν είχε συναντήσει ηγεμόνας άλλον ηγεμόνα, ούτε λαός άλλο λαό, με τέτοια μανία και μίσος. Οι Γάλλοι ανυπομονούσαν να σβήσουν προηγούμενες ήττες, επιθυμώντας τίποτε λιγότερο από νίκη ή θάνατο, ενώ οι Ισπανοί ανυπομονούσαν να προσθέσουν στις επιδόσεις τους μια ακόμη ένοπλη επιτυχία. Ο Ενετός ποντεστά τής Κιότζια πίστευε ότι επρόκειτο για τη χειρότερη σφαγή που είχε δει η Ιταλία τα τελευταία εκατό χρόνια.75
Ύστερα από αρχική ανταλλαγή πυρών πυροβολικού, που κράτησε περίπου τρεις ώρες, ήρθαν οι έφιππες συγκρούσεις των πανόπλων ανδρών. Η μάχη τής Ραβέννας θα αποκτούσε φήμη στη στρατιωτική ιστορία, σηματοδοτώντας για πρώτη φορά την αποφασιστική χρήση τού πυροβολικού πεδίου σε μεγάλη σύγκρουση. Οι Γάλλοι ήσαν καλύτερα εξοπλισμένοι από τούς αντιπάλους τους. Ο Τζάκοπο Γκουτσαρντίνι έστειλε στον αδελφό τού Φραντσέσκο ζωηρή περιγραφή τής θανατηφόρου δρεπανιάς που έριξαν τα κανόνια τους στη συνωστιζόμενη εμπροσθοφυλακή πανόπλων ανδρών τού στρατού τού Καρντόνα, στέλνοντας να αιωρούνται στον αέρα κεφάλια με κράνη, κομμάτια ώμων και σπασμένα άκρα:
Οι Ισπανοί, βλέποντας ότι χάνονταν και καταστρέφονταν χωρίς να σπάσει ούτε μια λόγχη, έσπευσαν προς τα εμπρός και με τα όπλα στα χέρια έδωσαν μάχη εκ τού σύνεγγυς. Κράτησε περίπου τέσσερις ώρες, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων από τις οποίες ήταν τρομερή, άγρια και σχεδόν όλοι οι πάνοπλοι άνδρες τής πρώτης [ισπανικής] μοίρας έχασαν τη ζωή τους, καθώς και πολλοί από εκείνους τής δεύτερης. Όταν οι τελευταίοι είδαν την αποστολή τής πρώτης μοίρας, έφυγαν προς τα εμπρός μαζί με το ελαφρύ ιππικό. Το ισπανικό πεζικό παρέμεινε μόνο και έκανε [στους Γάλλους] μεγάλη ζημιά, αλλά όταν στράφηκαν εναντίον τού οι Γάλλοι πάνοπλοι άνδρες, το αποτελείωσαν σχεδόν εντελώς.
Και οι Γάλλοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες, παρά το γεγονός ότι το πυροβολικό τού Αλφόνσο ντ’ Έστε, βάλλοντας στην ισπανική πλευρά, τούς εξασφάλισε τη νίκη. Όμως κατέβαλαν μεγάλο τίμημα, γιατί σκοτώθηκε ο τολμηρός νεαρός στρατηγός τους Γκαστόν ντε Φουά, προσπαθώντας να συσπειρώσει τούς Γασκώνους, σύμφωνα με τον Παντολφίνι. (Ο Λουίτζι ντα Πόρτο λέει ότι ο Γασκώνοι φοβούνταν πολύ το ισπανικό πεζικό.) Ο Παντολφίνι μάς πληροφορεί επίσης ότι ο Καρντόνα τράπηκε σε φυγή από το πεδίο με περίπου διακόσιους πάνοπλους άνδρες, οι οποίοι εγκατέλειψαν το ισπανικό πεζικό χωρίς προστασία ιππικού απέναντι στις ισχυρές επιθέσεις των Γερμανών μισθοφόρων τού ντε Φουά. Έτσι το ισπανικό πεζικό διέσπασε τις γραμμές του και τράπηκε σε φυγή, βαλλόμενο για περισσότερο από ένα μίλι από Γάλλους τοξότες. Ο Νικκολό Καππόνι, ο Φλωρεντινός απεσταλμένος στη γαλλική ανώτατη διοίκηση, ανέφερε ότι 12.000 άνδρες είχαν σκοτωθεί και από τις δύο πλευρές, από τούς οποίους περίπου το ένα τρίτο ήσαν Γάλλοι, πληροφορία την οποία ο Τζάκοπο Γκουτσαρντίνι διαβίβασε στον αδελφό του Φραντσέσκο. Ο Παντολφίνι λέει ότι χάθηκαν 4.000 άνδρες από τον γαλλικό στρατό και 12.000 από εκείνον τής Ισπανίας, «αλλά αυτό που έκανε τη νίκη να δείχνει λιγότερο μεγάλη στους Γάλλους ήταν ο θάνατος τού κυρίου ντε Φουά…».76 Οι Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι και Λούκα Λαντούτσι αναφέρουν ότι σκοτώθηκαν 10.000 στη μάχη τής Ραβέννας, αριθμός που φαίνεται αρκετά μεγάλος λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μαχητών, αλλά είναι χαμηλότερος από όλους τούς αριθμούς που περιέχονται στις αναφορές και επιστολές που διασώθηκαν από τον Σανούντο, σε μια από τις οποίες ο ποντεστά τής Κιότζια ενημέρωνε την Ενετική Σινιορία ότι «ήταν σκληρή μάχη, με 30.000 νεκρούς μεταξύ των δύο πλευρών».77
Οι Γάλλοι κέρδισαν πολλά λάφυρα σε όπλα, μέσα μεταφοράς και άλλα πολύτιμα. Συνέλαβαν επίσης τον καρδινάλιο λεγάτο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, καθώς και (μεταξύ άλλων) τον Φαμπρίτσιο Κολόννα και τον γαμπρό του Φερνάντο Φρανσίσκο ντε Άβαλος, μαρκήσιο τής Πεσκάρα.78 Την επομένη τής μάχης μπήκαν στη Ραβέννα, και κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη και τούς πολίτες της. Ύστερα από εξήντα χρόνια υπό ενετική κυριαρχία (1449-1509), η Ραβέννα είχε καταληφθεί από τον Ιούλιο Β’ κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί και είχε υπηρετήσει τον Καρντόνα ως κέντρο ανεφοδιασμού του κατά τις εβδομάδες που είχαν μόλις προηγηθεί. Οι κάτοικοι τη Ραβέννας δεν ανέκαμψαν ποτέ από την καταστροφή τής 12ης Απριλίου 1512. Με τις εμπορικές τους συναλλαγές να έχουν τελειώσει προ πολλού, με το λιμάνι τους να έχει προσχωθεί, με την αστική τους ύπαρξη να βασανίζεται από εσωτερικές διαμάχες, οι άτυχοι κάτοικοι τής αρχαίας Εξαρχίας λίγη ανακούφιση θα εύρισκαν από την κατάθλιψή τους μέχρι τον 18ο αιώνα.
Ο Φραντσέσκο Φόσκαρι, ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, ανέφερε ότι ο Ιούλιος Β’ ήταν πολύ ερεθισμένος με τα νέα τής Ραβέννας και έλεγε ότι θα δαπανούσε 100.000 δουκάτα και θα διακινδύνευε την τιάρα του «για να διώξει τούς Γάλλους από την Ιταλία»79 (per cazar francesi de Italia), που αποτελούσε διαρκώς επαναλαμβανόμενη φράση στο στόμα τού πάπα. Λεγόταν ότι ο Καρντόνα ξανασυγκέντρωνε τις διασκορπισμένες ισπανικές δυνάμεις μεταξύ Αγκώνας και Σινιγκάλια. Το ενετικό Κολλέγιο επέλεξε έναν απεσταλμένο για να τού πάει 12.000 δουκάτα στο λιμάνι τής Αγκώνας, ενώ υπήρχε φήμη ότι 400 λογχοφόροι και «μεγάλος αριθμός» πεζών στρατιωτών είχαν φτάσει στη Νάπολη με ισπανικό στόλο ως ενισχύσεις για τον στρατό του.80 Τον Γκαστόν ντε Φουά διαδέχθηκε στη γαλλική ανώτατη διοίκηση ο Ζακ ντε Σαμπάν, άρχοντας τού Παλίς, με τον οποίο ο Αλφόνσο ντ’ Έστε δεν τα πήγαινε πολύ καλά.81 Ο λα Παλίς είχε επίσης προβλήματα με τον καρδινάλιο Σανσεβερίνο, ο οποίος έβλεπε στον αιματηρό διασκορπισμό τού στρατού τής Ιεράς Συμμαχίας στη Ραβέννα την από καιρό αναμενόμενη ευκαιρία να βαδίσει κατά τής Ρώμης και να καθαιρέσει τον φιλοπόλεμο πάπα.
Ο λα Παλίς βρήκε τα πράγματα δύσκολα, παρά τη γαλλική νίκη. Ύστερα από στιγμιαία επανεκτίμηση τής θέσης του στις 18 Απριλίου (1512) ο Ιούλιος Β’, ακόμη απτόητος, έγραφε στον καρδινάλιο Σκίνερ, που βρισκόταν τότε στη Βενετία, ότι οι Γάλλοι πάντοτε υπερέβαλλαν τα κατορθώματά τους και παρά το γεγονός ότι είχαν υποστεί μεγαλύτερη απώλεια από τον στρατό τής Ιεράς Συμμαχίας, διέδιδαν την ψευδή φήμη, «ότι ο στρατός μας έχει διασκορπιστεί εντελώς και ότι έχουν προκύψει νικητές», ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν εξέγερση στη Ρώμη. Δεν πρέπει να τούς πιστεύουν. Κάθε ώρα διαφορετική αναφορά έφτανε στην κούρτη, αλλά ύστερα από τρεις ημέρες κοσκινίσματος των γεγονότων, ο Ιούλιος πίστευε τελικά ότι ήξερε την αλήθεια, για την οποία ήθελε να ενημερώσει τον Σκίνερ. Οι πανούργοι Γάλλοι διέδιδαν κατά πάσα πιθανότητα την ίδια ψεύτικη φήμη τής νίκης τους μεταξύ των Ελβετών, «ώστε να μην έρθουν σε βοήθειά μας και σε εκείνη τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας». Στην πραγματικότητα οι Γάλλοι είχαν χάσει τούς επικεφαλής διοικητές τους, περιλαμβανομένου τού ντε Φουά, γενικού υπασπιστή τού βασιλιά, «ενώ από τούς στρατιώτες έχουν χάσει τρεις για κάθε ένα δικό μας και τώρα έχουμε μεγαλύτερη ελπίδα απ’ ό,τι είχαμε πριν, ότι θα μπορέσουμε να νικήσουμε». Μέσα σε μια βδομάδα ο στρατός τής Ιεράς Συμμαχίας θα ήταν ισχυρότερος από ποτέ. Οι πόλεις και κωμοπόλεις τής Ρομάνια, αφού ήξεραν τι είχε πραγματικά συμβεί στη Ραβέννα, θα παρέμεναν σταθερές στην πίστη τους στον πάπα και την εκκλησία. Αυτά που έγραφε ο Ιούλιος στον Σκίνερ ήσαν «πιο αληθινά από την αλήθεια» (veriora veris) και ήθελε να κάνουν οι Ελβετοί το καθήκον τους βοηθώντας την ανάκαμψη τής Εκκλησίας: «Αν έχουν ήδη κατέβει στην Ιταλία, όπως ελπίζουμε, ας τούς αφήσουμε να συνεχίσουν αυτό που έχουν αρχίσει». Ο Ιούλιος έκανε έκκληση στον Σκίνερ να ενθαρρύνει τούς Ελβετούς: «Τώρα τούς παρέχεται ωραία, εύκολη ευκαιρία για να κερδίσουν αιώνιους επαίνους για τον εαυτό τους και τούς απογόνους τους, ενώ ο εχθρός είναι διασκορπισμένος και δεν διαθέτει ηγεσία».82 Οι πληροφορίες τού Ιουλίου διέφεραν σημαντικά από τα γεγονότα. Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αντιμετώπιζε τον Σκίνερ με ανειλικρίνεια. Δέκα ή δώδεκα μέρες μετά τη μάχη η Ενετική Σινιορία λάμβανε αναφορές, όπως είδαμε, ότι οι γαλλικές απώλειες είχαν υπερβεί κατά πολύ εκείνες τω Ισπανών.83
Στην πραγματικότητα οι Γάλλοι είχαν ηττηθεί νικώντας. Πολλές πηγές μαρτυρούν τον αριθμό των ηγετών τους που είχαν σκοτωθεί. Η Ραβέννα ήταν πύρρειος νίκη, αλλά ακόμη κι έτσι ήταν νίκη. Ήδη στις 17 Απριλίου (1512) η φλωρεντινή κυβέρνηση έγραφε στον Ρομπέρτο Ατσαγιόλι, τον πρεσβευτή τους στη Γαλλία, ότι ο Ιούλιος Β’ θα ήταν τώρα πρόθυμος να συζητήσει για την ειρήνη. Ο παπικός νούντσιος στη Φλωρεντία είχε μόλις προτείνει κατάπαυση των εχθροπραξιών, και η Σινιορία θα ήταν ευτυχής να εργαστεί «για ένα αποτέλεσμα τόσο αξιέπαινο, έντιμο, χρήσιμο και απαραίτητο». Ο πόλεμος παρήγαγε τόσο πολλά κακά. Η ειρήνη θα έφερνε την ασφάλεια και την ευημερία. Ίσως ο χρόνος δεν ήταν κατάλληλος, επειδή άραγε γιατί να συμβιβαζόταν ο νικητής; Όμως ο Ατσαγιόλι έπρεπε να κάνει περισσότερα από το να επιδιώξει απλώς την «αναστολή των όπλων» που είχε προταθεί. Έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον Λουδοβίκο ΙΒ’ για την ιδέα μιας διαπραγματευμένης ειρήνης.84
Ταυτόχρονα ο Ούγγρος καρδινάλιος Τόμας Μπάκοτς, αρχιεπίσκοπος τού Γκραν, που βρισκόταν τότε στη Ρώμη, και ακόμη και ο Άγγλος καρδινάλιος, Κρίστοφερ Μπαίνμπριτζ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Ερρίκο Η’ στην παπική κούρτη, προέτρεπαν τον πάπα για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ύστερα από αίτησή τους ο Ιούλιος Β’ έγραψε στον Λουδοβίκο ΙΒ’, προτρέποντάς τον για ειρήνη και εκφράζοντας την κατάπληξή του για τη γαλλική αρπαγή εδαφών τής Εκκλησίας στη Ρομάνια και για την άλωση τής Ραβέννας. Αφού διαβουλεύθηκε με τον Μπαίνμπριτζ και τον Ενετό πρεσβευτή Φραντσέσκο Φόσκαρι, ο πάπας έστειλε να καλέσουν τον Τζερόνιμο ντε Βιτς, τον Ισπανό πρεσβευτή, αλλά τού απάντησαν ότι ο Βιτς δεν μπορούσε να έρθει στο αποστολικό ανάκτορο. Κοιμόταν. Είχε ξαγρυπνήσει το μεγαλύτερο μέρος τής νύχτας γράφοντας επιστολές στην Ισπανία και αλλού. Ο Ιούλιος ενοχλήθηκε πολύ. Ο πάπας έμαθε επίσης ότι ο Βιτς βρισκόταν στη Γκροτταφερράτα, επτά περίπου μίλια νοτιοανατολικά τής Ρώμης, όπου διέμενε ο Πρόσπερο Κολόννα, για να προσπαθήσει να τον πείσει να έρθει στη Ρώμη και να υπηρετήσει εναντίον των Γάλλων, τούς οποίους ορισμένοι παρατηρητές ανέμεναν να επιτεθούν στην πόλη. Ο Βιτς είχε προσπαθήσει να πείσει τον Ιούλιο να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να πάει στη Νάπολη με ισπανική γαλέρα, που ήταν τότε αγκυροβολημένη στην Όστια, «λέγοντάς του ότι θα ήταν ασφαλής και ότι, αν έρχονταν οι Γάλλοι, θα μπορούσε να πάει δια θαλάσσης στη Σικελία ή οπουδήποτε επιθυμεί».
Η ιδέα δεν άρεσε στον Ιούλιο. Δεν είχε την επιθυμία να είναι ιερέας τού Ισπανού, όπως ούτε τού Γάλλου βασιλιά. Έτσι, δεδομένου ότι δεν ήταν ημέρα συνεδρίασης τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, συγκάλεσε αμέσως συγκέντρωση των πιο σεβάσμιων καρδιναλίων και κατέληξαν να συνάψουν συμφωνία με τη Γαλλία. Οι καρδινάλιοι τον προέτρεπαν να το πράξει. Αυτός ετοίμασε τούς όρους (capitoli), τούς υπέγραψε και τούς έστειλε στη Γαλλία για να τούς υπογράψει ο βασιλιάς, μαζί με επιστολές από τούς καρδιναλίους, οι οποίοι ενθάρρυναν τον βασιλιά να αποδεχτεί αυτή τη συμφωνία.
Αυτά ανέφερε ο Φόσκαρι στην κυβέρνησή του στις 20 Απριλίου (1512), στέλνοντας περίληψη των όρων: ο Ιούλιος ήθελε να εγκαταλείψουν οι Μπεντιβόλιο την πόλη και την επικράτεια τής Μπολώνια, την οποία διεκδικούσε για την εκκλησία, αν και μπορούσαν να διατηρούν τα έσοδα και τις ιδιοκτησίες τους. Ο δούκας τής Φερράρας θα πλήρωνε το ετήσιο ενοίκιο (census) που χρωστούσε στην εκκλησία. Η υπόθεση των εκπτώτων καρδιναλίων και η τελική διάθεση των επιδομάτων τους (τα οποία ο πάπας είχε επαναχορηγήσει σε άλλους), έπρεπε να επανυποβληθεί στο Ιερό Κολλέγιο, το οποίο θα αποφάσιζε επίσης για ζητήματα σχετικά με επιδόματα, τα οποία ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε απονείμει σε δικούς του υποστηρικτές. Όμως ο Ιούλιος διαβεβαίωνε τούς πρεσβευτές τής Ιεράς Συμμαχίας ότι θεωρούσε ότι η συμφωνία τους συνέχιζε να υπάρχει πιο αποφασιστικά από ποτέ, ενώ αυτός άρχιζε να ψάχνει για χρήματα, για να διατηρήσει τη θέση του κατά τής Γαλλίας.85
Στο μεταξύ ο Ερρίκος Η’ είχε κάνει εκτεταμένες προετοιμασίες για εισβολή στη Γαλλία και στα τέλη Απριλίου (1512) ο καρδινάλιος Μπαίνμπριτζ διαβεβαίωνε τον πάπα ότι οι Άγγλοι θα διέσχιζαν τη Μάγχη στις 5 Μαΐου.86 Ο Φερδινάνδος ο Καθολικός είχε ορίσει τον δούκα τής Άλβα διοικητή των ισπανικών στρατευμάτων που ετοιμάζονταν να επιτεθούν στη Γαλλία. Ο πάπας στρατολογούσε ο ίδιος εκτεταμένες δυνάμεις. Ο Ενετός πρεσβευτής έγραφε στην κυβέρνησή του ότι ο πάπας είχε στείλει στον Ισπανό βασιλιά σημείωμα, ζητώντας να σταλεί πίσω στην Ιταλία ο «Γκραν Καπιτάν» Δον Γκονζάλβο Φερνάντεζ τής Κόρδοβα «και ελπίζει να τον πάρει».87
Τώρα πια οι συνοδιστές στο Μιλάνο είχαν συγκαλέσει την έβδομη συνεδρίαση τής Συνόδου τους στις 19 Απριλίου (1512) και την όγδοη συνεδρίαση στις 21 Απριλίου, αναστέλλοντας την άσκηση παπικής εξουσίας τού «ανυπότακτου» Ιουλίου Β’. Οι προσπάθειές τους υπήρξαν αστείες, παρά τη γαλλική νίκη στη Ραβέννα. Τρεις διδάσκαλοι τού Πανεπιστημίου τού Παρισιού αναγνώρισαν προς πλήρη αποθάρρυνση ότι «μια γενική σύνοδος που αντιπροσωπεύει την οικουμενική εκκλησία δεν μπορεί να αποτελείται μόνο από μεγάλους ιεράρχες». Οι καλοί διδάσκαλοι σημείωναν κινδύνους παντού στο Μιλάνο, ληστές στους δρόμους και ψεύτικους αδελφούς στις συζητήσεις.88 Η σύγχυση των γαλλικανών ιερωμένων στο Μιλάνο θα μεγάλωνε αν γνώριζαν (και κάποιοι από αυτούς θα μάθαιναν), ότι ο Φλοριμόν Ρομπερέ, ο ταμίας τής Γαλλίας, διαβεβαίωνε τον Φλωρεντινό πρεσβευτή Ατσαγιόλι στη Μπλουά στις 27 Απριλίου, ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ήταν περισσότερο από ποτέ διατεθειμένος για ειρήνη, ενώ αργότερα την ίδια μέρα ο ίδιος ο Λουδοβίκος είπε στον Ατσαγιόλι ότι έκανε πόλεμο «για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για να εξασφαλίσει την ειρήνη». Δεχόταν τη φλωρεντινή προσφορά διαμεσολάβησης, αλλά ήθελε να κρατήσει τη Μπολώνια και τη Φερράρα από παπική κυριαρχία και να πετύχει κάποια λογική αποκατάσταση των γαλλικανών καρδιναλίων στις προηγούμενες θέσεις τους. Ο Ατσαγιόλι ενημέρωσε τη Σινιορία ότι σκεφτόταν ότι θα ήταν δύσκολη να ρυθμιστεί «αναστολή των όπλων», επειδή οι Γάλλοι δυσπιστούσαν στα λόγια και φυσικά φοβούνταν ότι οι αντίπαλοί τους θα χρησιμοποιούσαν κάθε ανάπαυλα που θα κέρδιζαν με αυτόν τον τρόπο για να αναδιοργανώσουν τις δυνάμεις τους και να βάλουν άλλο στρατό στο πεδίο τής μάχης. Σε κάθε περίπτωση ο πάπας έπρεπε να πείσει τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας και τον Ερρίκο να απέχουν από εχθροπραξίες κατά τής Γαλλίας.89
Στις 9 Μαΐου (1512) ο πάπας μίλησε στον Φλωρεντινό πρέσβη Στρότσι για τις δικές του προτάσεις ειρήνης που είχε κάνει στον Λουδοβίκο ΙΒ’. «Αν ο βασιλιάς επιθυμεί ειρήνη, την επιθυμούμε κι εμείς!». Ο Ιούλιος Β’ έλεγε ότι θα άφηνε το Ιερό Κολλέγιο να διακανονίσει τις υποθέσεις των εκπτώτων καρδιναλίων. Πολλοί καρδινάλιοι είχαν ήδη συζητήσει το ζήτημα τής αποκατάστασης των καρδιναλίων με τον Στρότσι, ο οποίος έγραφε στη Σινιορία ότι η γενική προτίμηση ήταν «μάλλον να τούς κάνουμε καρδινάλιους από την αρχή», έτσι ώστε η αρχική έκπτωσή τους να φαίνεται δικαιολογημένη. Η Σύνοδος Πίζας-Μιλάνου έπρεπε να ακυρωθεί εξ ολοκλήρου. Η Μπολώνια έπρεπε να επιστραφεί στην Αγία Έδρα, αν και οι Μπεντιβόλιο μπορούσαν να διατηρήσουν την περιουσία τους. Ο δούκας τής Φερράρας έπρεπε να πληρώνει το παλαιό «ενοίκιο» (census) των 4.000 δουκάτων και να χάσει τα δικαιώματα επί ορισμένων παπικών φέουδων στη Ρομάνια. Έπρεπε επίσης να σταματήσει να λειτουργεί τις αλυκές στο Κομάτσιο, και είτε ο ίδιος ή ο αδελφός του, ο καρδινάλιος τής Φερράρα Ιππόλιτο ντ’ Έστε, έπρεπε να έρθει στη Ρώμη για να ζητήσει συγγνώμη και να παραλάβει την επανανάθεση τού δουκάτου του. Όμως ορισμένοι καρδινάλιοι παρηγορούσαν τον δούκα τής Φερράρας, με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να πάρει πίσω την φεουδαρχική παραχώρηση πόλεων τής Ρομάνια με απόφαση τού Ιερού Κολλεγίου, ύστερα από τον θάνατο τού πάπα.90
Η Πέμπτη Σύνοδος τού Λατερανού άρχισε τη Δευτέρα 3 Μαΐου (1512) σε κλίμα κατήφειας και φόβου. Οι Γάλλοι είχαν ακόμη τον έλεγχο τού συνόλου τής Ρομάνια, ενώ υπήρχε φήμη ότι έστελναν 1.200 λογχοφόρους προς Ρώμη. Δεν υπήρχε ακόμη καμία είδηση για την προέλαση των Ελβετών επί τού Μιλάνου. Ο Ενετός πρεσβευτής Φραντσέσκο Φόσκαρι ανέφερε ότι ο πάπας είχε αφαιρέσει από τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τού τίτλο τού «Χριστιανικότατου» (Christianissimo), τον οποίο πρότεινε ότι θα έδινε στον Ερρίκο Η’ αν επιτίθετο στη Γαλλία.91 Οι γελοιότητες των εκκλησιαστικών στην Πίζα και το Μιλάνο είχαν ασφαλώς παρακινήσει τον Ιούλιο Β’ να συγκαλέσει τη Σύνοδο τού Λατερανού, η οποία σκόπευε να θέσει τέλος στο γαλλικανικό σχίσμα, να προστατεύσει τα παπικά κράτη από τη γαλλική επιθετικότητα, να επιτελέσει τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας και να οργανώσει σταυροφορία κατά των Τούρκων. Υπήρξε σημαντική συνέλευση, αν και σίγουρα ο Πάστορ υπερβάλλει όταν αναφέρει ότι «η Σύνοδος τού Λατερανού αποτελεί ορόσημο στην ιστορία τού κόσμου».92
Περίτεχνες πομπές οργανώνονταν στη Ρώμη για τρεις ημέρες, ενώ όταν το απόγευμα τής Κυριακής 2 Μαΐου ο πάπας οδηγήθηκε στη βασιλική τού Αγίου Ιωάννη τού Λατερανού, τετρακόσιοι καλά οπλισμένοι λογχοπελεκυφόροι βάδιζαν μπροστά από αυτόν. Οι Ρωμαίοι βαρώνοι με περισσότερα από διακόσια άλογα περιέβαλλαν τον πάπα, ύστερα από τούς οποίους ακολουθούσαν δεκαέξι καρδινάλιοι, εβδομήντα περίπου αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι και αναρίθμητοι ιεράρχες. Επρόκειτο για «πολύ ωραίο θέαμα» (spectaculo molto bello). Τη Δευτέρα το πρωί, στις 3 τού μηνός, ο Ραφφαέλε Ριάριο, ο καρδινάλιος τού Σαν Τζόρτζιο, έκανε τη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος, μετά την οποία ο Εγκίντιο ντα Βιτέρμπο, γενικός ηγούμενος των Αυγουστινιανών, δημιούργησε κάποια αίσθηση με «λαμπρότατη αγόρευση» (oratione luculentissima). Ο Εγκίντιο έκανε ισχυρή έκκληση για τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, ξεκινώντας με την παρατήρηση ότι οι άνθρωποι έπρεπε να βελτιώσουν τη στάση τους σε συμφωνία με τα δόγματα τής πίστης, τα οποία δεν ήταν δυνατό να αλλάζουν για να ταιριάζουν με τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων (quod homines per sacra immutari fas est, non sacra per homines). Kαθιστούσε σαφές με πολύ κλασσική ευγλωττία, βιβλικές νύξεις και ιστορικές σκέψεις, ότι αν η Εκκλησία και η χριστιανική κοινοπολιτεία υφίσταντο κοσμική ήττα (όπως στη Μπρέσσια και στο πεδίο τής μάχης τής Ραβέννας), μπορούσαν να επιτύχουν την ανανέωση και μεγάλη πνευματική νίκη σε αυτή τη Σύνοδο: «Ακούς Πέτρο; Ακούς Παύλο; … Σεβαστοί ηγεμόνες, φρουροί, υπερασπιστές τής πόλης τής Ρώμης! Ακούτε σε τι δεινά έχει πέσει η Εκκλησία που ιδρύθηκε με το αίμα σας; … Φροντίστε ώστε οι χριστιανοί ηγεμόνες να οδηγηθούν τώρα στην ειρήνη και να στραφούν τα όπλα των βασιλέων μας εναντίον τού Μωάμεθ, τού κοινού εχθρού τού Χριστού! …».
Επιδείχθηκαν τα λείψανα των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ψάλθηκαν λιτανείες με τις συνήθεις γονυκλισίες. Η βασιλική είχε εξοπλιστεί με καθίσματα για τούς συμμετέχοντες πατέρες, ιεράρχες, πρέσβεις και άλλους αξιωματούχους. Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική το κεντρικό τμήμα τής Εκκλησίας είχε περιτειχιστεί (murato) σε ύψος οκτώ ή δέκα ποδιών, με μία μόνο πόρτα στον χώρο, όπου εικοσιεπτά Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ στέκονταν φρουροί, υπέροχα παραταγμένοι σε χρυσό και κόκκινο μετάξι με λευκούς σταυρούς στα στήθη τους. Μπαίνοντας στον ναό τού Αγίου Ιωάννη, ο πάπας παρέλαβε πρώτα την υπακοή όλων των καρδιναλίων και ιεραρχών, στους οποίους μίλησε και στη συνέχεια διάβασε βούλλα. Η πρώτη επίσημη συνεδρίαση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μία βδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα 10 Μαΐου. Ήταν γενναία αρχή, αλλά αν οι Γάλλοι βάδιζαν εναντίον τής Ρώμης, η κούρτη ενδεχομένως θα τρεπόταν σύντομα σε φυγή. Ο Πρόσπερο Κολόννα δεν είχε καταλήξει ακόμη σε συμφωνία με τον πάπα για τις υπηρεσίες του. Η τιμή του ήταν πολύ υψηλή. Απαιτούσε, όπως λεγόταν, «θάλασσες και βουνά» (maria et montes). Υπήρχαν κι άλλοι στη βασιλική εκτός από τον Φόσκαρι, που έλπιζαν ότι ακόμη και αν ο Θεός δεν είχε προσφέρει το πιο ευοίωνο ξεκίνημα στη σύνοδο, μπορούσε να την οδηγήσει σε ευτυχέστερη κατάληξη.93 Μάλιστα αυτό ήταν το χαμηλότερο σημείο τής τύχης τού Ιουλίου Β’. Από εδώ και πέρα, μέχρι τον θάνατό του, όπως λέει ο Γκουτσαρντίνι, οι ελπίδες του αυξάνονταν συνεχώς, ενώ τώρα χωρίς κανένα περιορισμό ο τροχός τής τύχης άρχιζε να περιστρέφεται προς το αυξανόμενο μεγαλείο του.94 Ήταν φυσικά ο ίδιος ο Ιούλιος εκείνος που είχε δώσει στον τροχό περιστασιακή ώθηση.
Η ενετική κυβέρνηση έμαθε από επιστολή γραμμένη στο Ουρμπίνο στις 8 Μαΐου (1512), ότι «οι Γάλλοι έχουν όλοι αποσυρθεί από τη Ρομάνια και τα εδάφη αυτά έχουν επανέλθει υπό την εξουσία τής Εκκλησίας και τού πάπα Ιουλίου…».95 Λίγες ημέρες αργότερα οι Ενετοί ενημερώνονταν ότι οι επιθέσεις τού Ερρίκου Η’ στις γαλλικές ακτές, καθώς και οι προετοιμασίες του για μεγάλης κλίμακας αποβάσεις στην Ακιταίν, τη Γασκωνία και τη Βρεττάνη, είχαν αναγκάσει τον Λουδοβίκο ΙΒ’ να ανακαλέσει πολλούς άνδρες από τη Ρομάνια.96 Σύντομα ήρθαν επίσης νέα για την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από το Πολεζίνε, την περιοχή μεταξύ των ποταμών Πάδου και Αδίγη, κατά μήκος των βορείων συνόρων τού δουκάτου τής Φερράρας, επειδή δεν είχαν πάρει τούς μισθούς τους. Επιστολές από τη Μάντουα ανέφεραν ότι διακόσιοι Γάλλοι λογχοφόροι είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους, μεταξύ των οποίων και «κάποιοι κύριοι τού βασιλιά, οι οποίοι έφυγαν με κατάρες για την Ιταλία, τον πάπα και όλους, λέγοντας ότι ο βασιλιάς είχε κάνει λάθος που εγκατέλειψε τη φιλία των Ενετών, γιατί τώρα οι Γάλλοι βρίσκονταν σε φυγή». Ο Αλφόνσο ντ’ Έστε μπορούσε να δει το σύνθημα στον τοίχο. Όταν ο Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο έστειλε να τον καλέσουν να πάει στο Μιλάνο «ώστε να μπορέσουν να διαβουλευθούν μαζί», ο Αλφόνσο παρέμεινε στη Φερράρα και έστειλε στη θέση του δύο απεσταλμένους.97 Δεν αναλάμβανε άλλα ρίσκα. Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία ότι οι Ελβετοί κατέβαιναν προς το Μιλάνο.98 Αντικρουόμενες αναφορές έφταναν στη Ρώμη, όπου ο πάπας διατηρούσε την πεισματική του αντίθεση προς τις γαλλικές αξιώσεις και ο Ισπανός πρεσβευτής τον διαβεβαίωνε ότι ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας θα έμπαινε στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στις 20 Μαΐου (σε μια εισβολή στη Ναβάρρα).99
Τα νέα έρχονταν πυκνά και γρήγορα και στις 6 Μαΐου έφτασε επιστολή στον Πιέτρο Φόσκολο στη Βενετία από τον αδελφό του Αντρέα, τον βαΐλο στην Ισταμπούλ. Είχε ημερομηνία 28 Μαρτίου (1512). Με πρώτη ματιά ελάχιστα φαινόταν να υπάρχουν σε αυτό το γράμμα που θα το διαφοροποιούσαν από άλλα, τα οποία λάμβαναν οι Ενετοί πατρίκιοι ή η κυβέρνηση κατά τα τελευταία χρόνια. Οι Τούρκοι είχαν τα προβλήματά τους. Όλοι το γνώριζαν. Σύμφωνα με τον Αντρέα Φόσκολο, η αναφορά ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε χορηγήσει στον νεότερο γιο τού Σελήμ δύο στρατιωτικές περιοχές (zanzachadi) στην Ελλάδα, οι οποίες δεν είχαν ποτέ μέχρι τότε τεθεί κάτω από γιο σουλτάνου, είχε προκαλέσει την εξέγερση τού άγρυπνου Αχμέτ στην Ανατολία, την οποία ήθελε να αρπάξει ως αντίβαρο στην κατοχή από τον νεώτερο αδελφό του τόσο μεγάλου μέρους τής Ελλάδας. Και οι δύο γιοι φιλοδοξούσαν στην αυτοκρατορική διαδοχή. Το Οθωμανικό κράτος βρισκόταν σε αναταραχή, έγραφε ο Αντρέα: «Αυτός ο άρχοντας είναι γέρος και άσχημα στην υγεία του, δεν μπορεί να ασκήσει προσωπικά εξουσία» (Questo Signor è vechio e mal sano, non si pol exercitar la persona). Ο Βαγιαζήτ είχε καταστεί φυσικά ανίκανος. Το πρωί τής 28ης Μαρτίου μεγάλος αριθμός γενιτσάρων είχε ζητήσει να δει τον Βαγιαζήτ και είχε απαιτήσει να εξουσιοδοτηθεί ο Σελήμ να τούς οδηγήσει εναντίον τού Αχμέτ, με τον οποίο είχαν δικούς τους λόγους να είναι αντίθετοι. Ο Βαγιαζήτ ενέδωσε στην επιμονή τους και ο Φόσκολο πρόσφερε την έξυπνη παρατήρηση ότι η εξέλιξη αυτή θα εξασφάλιζε πιθανότατα στον Σελήμ τη διαδοχή.
Οι Ιππότες τής Ρόδου είχαν συλλάβει δεκαοκτώ περίπου τουρκικά πλοία μεταφοράς φορτωμένα με σιτάρι κι έτσι η τιμή τού σιταριού είχε κάνει άλμα από εννέα άσπρα το μέτρο (el chylo) σε δεκατέσσερα και συνέχιζε να αυξάνεται: «Οι εν λόγω Ρόδιοι προξενούν τις μεγαλύτερες ζημιές στους υπηκόους τού σουλτάνου. Τούς κάνουν να φοβούνται. Επωφελούνται πολύ και ενεργούν επιθετικά».100 Για μια σχεδόν δεκαετία οι δυτικοί χριστιανοί είχαν λίγα είχαν να φοβούνται από τούς Τούρκους, αλλά γινόταν φανερό ότι η παλίρροια αντιστρεφόταν.
Έφτανε τώρα επιστολή στη Βενετία από τον πολιτικό διοικητή και το συμβούλιο τής Ραγούσας, που περιείχε ειδήσεις για τις εξελίξεις, οι οποίες επρόκειτο σύντομα να βάλουν και πάλι τούς Τούρκους στις ανοιχτές θάλασσες τής κατάκτησης. Η επιστολή είχε ημερομηνία 10 Μαΐου (1512) και περιείχε πληροφορίες τις οποίες οι Ραγουσαίοι είχαν μόλις λάβει από τούς απεσταλμένους τους στην Ισταμπούλ. Την Παρασκευή 23 Απριλίου ο σουλτάνος Σελήμ είχε μπει στην τουρκική πρωτεύουσα και στις 24 τού μηνός ο πατέρας του, τώρα κουρασμένος και άρρωστος, είχε παραδώσει ειρηνικά αν και απρόθυμα την Οθωμανική αυτοκρατορία σε αυτόν, «και ο άρχοντας [Βαγιαζήτ] θέλει το Διδυμότειχο (Ντεμότικα)», γράφει ο Σανούντο», «το οποίο απέχει ταξίδι τριών ημερών από την Ισταμπούλ και είναι ευχάριστο μέρος, όπου γεννήθηκε και θέλει να τελειώσει τη ζωή του…». Όταν ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν διάβασε τη βαρυσήμαντη επιστολή (την πλήρη σημασία τής οποίας κανένας δεν μπορούσε ακόμη να εκτιμήσει), διάφορα μέλη τού Κολλέγιου και τής Γερουσίας παρέμειναν για να ακούσουν την «εκπληκτική είδηση» (tanta nova). Η επιστολή των Ραγουσαίων προς τη Σινιορία, που ήταν στα λατινικά, αναφέρει ότι τα «πραιτωριανά στρατεύματα» (praetoriani milites), κοινώς ονομαζόμενοι γενίτσαροι, είχαν απαιτήσει την άνοδο τού Σελήμ στον θρόνο «και την επόμενη μέρα [στις 24 τού μηνός] ο γιος είχε πάει στον πατέρα του στο Σεράι, από τον οποίο είχε πάρει όχι χωρίς δάκρυα τον αυτοκρατορικό θρόνο και το σπαθί [του Οσμάν]». Όλη η αυλή υπέβαλε αμέσως την υπακοή της στον σουλτάνο Σελήμ: «έτσι μια τόσο μεγάλη αυτοκρατορία έχει αλλάξει χέρια», γράφει η επιστολή από τη Ραγούσα, «χωρίς καμία αναταραχή».101 Η αναταραχή δεν θα αργούσε να έρθει. Θα ταρακουνούσε όλες τις μη χριστιανικές δυνάμεις στην Ανατολή και θα έφερνε φόβο στην καρδιά κάθε προσεκτικού πολιτικού στη χριστιανοσύνη.
Τότε όμως οι περισσότεροι άνθρωποι (αλλά όχι όλοι) θεωρούσαν τα γεγονότα στην Ισταμπούλ ως απομακρυσμένα από τις κύριες ανησυχίες τους στη Ρώμη, όπου ο Ιούλιος Β’ και η κούρτη είχαν εμπλακεί στις υποθέσεις τής Συνόδου τού Λατερανού. Η πρώτη επίσημη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 10 Μαΐου.102 Ο καρδινάλιος Ντομένικο Γκριμάνι έκανε τη λειτουργία. Ο Μπερναρντίνο Ζάνε, ο Ενετός αρχιεπίσκοπος τού Σπαλάτο (Σπλιτ), έκανε το κήρυγμα». «Επαίνεσε τον Καθολικό βασιλιά [τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας]», λέει ο Σανούντο, «και τη Σινιορία μας, η οποία ήδη για περισσότερο από ογδόντα χρόνια έχει αγωνιστεί με τούς Τούρκους, για την υπεράσπιση τής Εκκλησίας και τής χριστιανικής πίστης». Ο Ζάνε δήλωνε ότι ο κόσμος παρενοχλούνταν από σχισματικούς, Εβραίους και Τούρκους. Ως αρχιεπίσκοπος τού Σπαλάτο ανέπτυξε τον τουρκικό κίνδυνο στη Δαλματία και την Κροατία (Λιβουρνία), τον οποίο μπορούσε να πιστοποιήσει ο καρδινάλιος Μπάκοτς τού Γκραν (Στριγκόνια).
Ο Ζάνε δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να σκεφτεί την τρέλλα και τη δύναμη των Τούρκων χωρίς θλίψη και δάκρυα. Σε εκατόν ογδόντα χρόνια, έλεγε, από τον πρώτο Οθωμανό ηγεμόνα μέχρι τον Βαγιαζήτ Β’, τον ενδέκατο σουλτάνο, οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος τής Ασίας και όχι λίγη από την Ευρώπη, «έχοντας χύσει πολύ χριστιανικό αίμα» (cum maxima Christiani cruoris effusione). Από τη Δαλματία μπορούσαν να διασχίσουν την Αδριατική μέσα σε μία μόνο νύχτα και να επιτεθούν στις παπικές πόλεις τού Άσκολι Πιτσένο (ad urbes tuae Sanctitatis Picentinas). Kαταδίκαζε τούς Τούρκους με δριμύ τρόπο:
Σκεφτείτε μόνο, ω πατέρες, τις ανησυχίες που αντιμετωπίζουν τώρα οι πιστοί τού Χριστού, εναντίον των οποίων οι Τούρκοι μαίνονται με τον πιο βάναυσο τρόπο τους. Αρπάζουν παιδιά από την αγκαλιά των γονέων τους και βρέφη από τα στήθη των μητέρων τους. Βιάζουν γυναίκες μπροστά στα μάτια των συζύγων τους και τραβούν παρθένες μακριά από την αγκαλιά των μανάδων τους για να ικανοποιήσουν τούς μισητούς τους πόθους. Σφάζουν ηλικιωμένους γονείς ως άχρηστα πλάσματα μπροστά στα μάτια των γιων τους, ζεύουν νέους σαν βόδια στο άροτρο και τούς αναγκάζουν να σκάψουν τη γη με το υνί. Χρειάζεται άραγε να πω περισσότερα; Ανάμεσά τους δεν υπάρχει σεβασμός για γυναίκα, ούτε καλοσύνη για νέους, οίκτος για τα γηρατειά. Δεν υπενθυμίζω αυτά τα πράγματα, αγιότατε ποντίφηκα και σοφότατοι πατέρες, ως θέματα για τα οποία έχω ακούσει ή διαβάσει. … σάς λέω ότι έχω δει με τα μάτια μου τούς Τούρκους. Τούς έχω δει στις παρυφές τής αρχιεπισκοπής μου και σε εκείνη τη θλιβερή πόλη τού Σπαλάτο, να λεηλατούν, να καταστρέφουν τα πάντα με φωτιά και σπαθί, να παίρνουν μακριά σε άθλια αιχμαλωσία τα παιδιά τής Αγιότητάς σας και τα δικά μου, αρσενικά και θηλυκά μαζί…103
Στις 10 Μαΐου πιθανώς κανένας στη Ρώμη δεν γνώριζε ακόμη για την άνοδο τού Σελήμ στον οθωμανικό θρόνο. Μετά το κήρυγμα τού Ζάνε ο πάπας έδωσε την ευλογία του. Χορηγήθηκε άφεση σε όλους τούς παρόντες. Ζητήθηκε να εγκαταλείψουν τη βασιλική όσοι δεν ήσαν μέλη τής συνόδου. Τη σύνθεση τής Συνόδου αποτελούσαν καρδινάλιοι, πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι και ηγούμενοι, οι στρατηγοί των τεσσάρων μοναστικών ταγμάτων επαιτών και οι πρέσβεις των βασιλέων, ηγεμόνων και δημοκρατιών, που είχαν σταλεί στη σύνοδο με ειδική εξουσιοδότηση (special mandato) από τούς εντολείς τους. Η Ρώμη ήταν το κέντρο τής χριστιανοσύνης και οι πρεσβευτές έπαιζαν σημαντικό ρόλο σε όλες τις παπικές τελετές. Ύστερα μίλησε ο πάπας, ζητώντας συγνώμη που δεν είχε διοικήσει το χριστιανικό ποίμνιο με τον τρόπο που έπρεπε να το κάνει, αλλά είπε ότι οι προθέσεις του ήσαν καλές και ήταν έτοιμος να κάνει ό,τι μπορούσε για την πίστη. Στη συνέχεια, ψάλθηκαν λιτανείες. Ο πάπας άρχισε να σιγοντάρει το «Άκουσέ μας Κύριε» (Exaudi nos Domine). Διαβάστηκε η βούλλα σύγκλησης τής Συνόδου (η bulla intimationis τής 18ης Ιουλίου 1511), ύστερα από την οποία ταυτοποιήθηκαν και ορκίστηκαν οι αξιωματούχοι τής Συνόδου και ο πάπας αναχώρησε τελετουργικά για να επιστρέψει στο ανάκτορο τού Βατικανού. Η δεύτερη συνεδρίαση τής Συνόδου προγραμματίστηκε για την επόμενη Δευτέρα 17 Μαΐου.104 Ήταν κουραστική μέρα για τον ηλικιωμένο ποντίφηκα.
Η δημόσια ανακοίνωση τής ενεργού συμμετοχής τού Ερρίκου Η’ στην Ιερά Συμμαχία επαναλήφθηκε σε αυτήν την τεταμένη συγκυρία των πραγμάτων και γιορτάστηκε με τις συνήθεις φωτιές και πομπές στη Ρώμη και τη Βενετία.105 Υπήρξε ακόμη και πρόταση στην παπική κούρτη να αναγνωριστεί ο Ερρίκος Η’ ως βασιλιάς τής Γαλλίας και (όπως είδαμε) να αφαιρεθεί ο τίτλος τού «χριστιανικότατου βασιλιά» από τον Λουδοβίκο ΙΒ’ και να απονεμηθεί στον Ερρίκο, ως ανταμοιβή του για την προφανώς επιτυχημένη διεξαγωγή τού πολέμου εναντίον των Γάλλων. Συντάχθηκε παπικό σημείωμα στις 20 Μαρτίου (1512), που χορηγούσε στον Ερρίκο τον τίτλο και όλα τα δικαιώματα για το βασίλειο τής Γαλλίας. Ήταν «άκρως απόρρητο» έγγραφο, που θα τίθετο σε ισχύ μόνο μετά την ήττα τού Λουδοβίκου, και ανατέθηκε σε δύο καρδινάλιους για φύλαξη μέχρι τη μέρα που θα κυκλοφορούσε το κείμενο. Ήταν δύσκολο να κρατηθούν μυστικά στη Ρώμη. Στις αρχές Μαΐου ο Ενετός πρεσβευτής Φραντσέσκο Φόσκαρι ενημέρωνε την κυβέρνησή του για το σημείωμα, για το οποίο ήξερε κάποια πράγματα. Έγραφε ότι ο πάπας είχε μάλιστα στερήσει από τον Λουδοβίκο τον τίτλο και τον είχε υποσχεθεί στον Ερρίκο, αν ο τελευταίος κήρυσσε πραγματικά τον πόλεμο κατά τής Γαλλίας.106 Επρόκειτο για χιμαιρική χειρονομία, σχεδιασμένη για να προκαλέσει εντυπώσεις και να ενθαρρύνει τον Ερρίκο να επιτεθεί στη Γαλλία. Κανένας στη Ρώμη δεν μπορούσε να πιστεύει σοβαρά ότι οι Γάλλοι θα δέχονταν και πάλι έναν Άγγλο ως βασιλιά, όπως είχαν αναγκαστεί να κάνουν έναν αιώνα νωρίτερα.
Ένας αγγελιοφόρος έφτασε στη Βενετία στις 20 Μαΐου (1512), φέρνοντας από τη Γερμανία επιστολή τής 12ης τού μηνός, σύμφωνα με την οποία ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός ήταν πια έτοιμος να επικυρώσει την εκεχειρία με τη Βενετία.107 Η είδηση δεν αποτελούσε έκπληξη. Οι Ελβετοί κατέβαιναν προς τη Λομβαρδία από τα ορεινά υψώματά τους, προφανώς με αυτοκρατορική άδεια.108 Οι Ελβετοί ήσαν εδώ και δεκαετίες εν μέρει εξαρτημένοι από το Μιλάνο, με το οποίο έμποροι των αστικών καντονιών διεξήγαγαν προσοδοφόρο εμπόριο, και από το οποίο τα δασικά καντόνια εισήγαγαν σιτηρά και κρασί. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε χρησιμοποιήσει Ελβετούς μισθοφόρους όταν ανέλαβε το μιλανέζικο δουκάτο, αλλά εδώ και μερικά χρόνια οι σχέσεις του με τη Συνομοσπονδία είχαν πικραθεί από διαφορές και οι προσπάθειές του τής ενδέκατης ώρας να ξανακερδίσει τη φιλία τους και την επαναστρατολόγηση των μισθοφόρων τους είχαν αποτύχει. Ο ευαίσθητος καρδινάλιος Ματίας Σκίνερ, πάντοτε αντι-Γάλλος και φιλο-παπικός, είχε φέρει το ανθεκτικό πεζικό τους στο πλευρό τής Ιεράς Συμμαχίας. Όσο πλήρωναν ο Ιούλιος Β’ και οι Ενετοί, οι Ελβετοί θα πολεμούσαν. Η μια επιστολή μετά την άλλη στα Ημερολόγια τού Σανούντο πιστοποιεί τον μέρα με τη μέρα ενθουσιασμό, που κορυφωνόταν στην Ιταλία κατά τη διάρκεια τού Μαΐου τού 1512, καθώς χιλιάδες Ελβετοί, περήφανοι αλλά ρακένδυτοι, κατέβαιναν από το πέρασμα τού Μπρέννερ προς το Τρεντ.109
Οι Γάλλοι έστελναν από το Μιλάνο στη Γαλλία δαπανηρό στρατιωτικό εξοπλισμό, 12.000 θώρακες (corsaleti) και 500 πανοπλίες (armadure). Έγγαμοι Γάλλοι έφευγαν από την πόλη με τις οικογένειές τους για το Άστι, την παλιά εξάρτηση τής Ορλεάνης, όπου οι σύζυγοι κάποιων Μιλανέζων αναζητούσαν επίσης καταφύγιο. Οι καρδινάλιοι τής δύσμοιρης συνόδου ετοιμάζονταν με τη σειρά τους να εγκαταλείψουν το Μιλάνο για το Άστι και τη Λυών. Οι Γάλλοι οχύρωναν τη Μπρέσσια, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα των πολιτών. Είχαν κάνει το ίδιο και στο Μπέργκαμο.110 Τώρα ο Ραμόν ντε Καρντόνα ετοιμαζόταν να βαδίσει προς βορρά από τη Νάπολη με 500 λογχοφόρους και 7.000 ή 8.000 πεζικό, για να ενωθεί με τον παπικό στρατό στη Ρομάνια.111 Ο Ιούλιος Β’ μπορούσε να πανηγυρίζει. Είχε αναποδογυρίσει τα τραπέζια πάνω στους Γάλλους. Μάλλον είχε στρέψει ολόκληρο τον κόσμο πάνω τους. Μεγάλες δυνάμεις ξεκινούσαν για εισβολή στη Γαλλία από την Αγγλία και την Ισπανία. Ελβετικοί, ενετικοί, παπικοί και ισπανικοί στρατοί συνέκλιναν για επίθεση επί των εξαντλημένων δυνάμεων τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στο Μιλάνο από όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από τα δυτικά, προς τα οποία στρέφονταν με αγωνία τα γαλλικά μάτια και όχι άσκοπα, γιατί εκεί βρισκόταν η μοναδική λεωφόρος για να διαφύγουν από την εκμηδένιση.112
Η δεύτερη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού πραγματοποιήθηκε, όπως είχε προγραμματιστεί, τη Δευτέρα 17 Μαΐου.113 Ο καρδινάλιος Μπάκοτς έκανε τη λειτουργία. Ο Τομμάζο ντε Βίο, αργότερα καρδινάλιος Καετάν, έκανε το κήρυγμα, στο οποίο θα έρθουμε σε λίγο. Τώρα που πλησίαζε η στρατιωτική κρίση, λέγονταν πολλά για τη συμμετοχή των Άγγλων στην Ιερά Συμμαχία. Η επιστολή τού Ερρίκου Η’ στις 13 Νοεμβρίου (1511), υπογεγραμμένη από το ίδιο του το χέρι και σφραγισμένη με τη μεγάλη σφραγίδα τού βασιλείου, διαβάστηκε δημόσια, αγγέλλοντας την είσοδό του στη συμμαχία για την εξασφάλιση τής αρχής, τής αξιοπρέπειας και τής ελευθερίας τής Εκκλησίας, την απομάκρυνση τού γαλλικανικού σχίσματος και την ανάκτηση τής Μπολώνια και των άλλων πόλεων και περιοχών, που ανήκαν κανονικά στην κοσμική κυριαρχία τής Αγίας Έδρας. Κανένα μέλος τής συμμαχίας, σημείωνε ο Ερρίκος, δεν έπρεπε να κάνει ειρήνη ή ανακωχή, χωρίς την κοινή συναίνεση όλων των συνομόσπονδων (confoederati). Δεν αναμενόταν να στείλει ο Ερρίκος στρατό στην Ιταλία, αλλά θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς τη συμμαχία «αλλού», με επίθεση εναντίον τής ίδιας τής Γαλλίας.
Διαβάστηκε στη συνέχεια επιστολή από τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, που καταδίκαζε τη σχισματική Σύνοδο Πίζας-Μιλάνου και υποστήριζε τον πάπα. Ο Φερδινάνδος όριζε τον πρεσβευτή του Τζερόνιμο ντε Βιτς να ενεργεί για λογαριασμό του και για λογαριασμό τής κόρης του Τζοάννα, βασίλισσας τής Καστίλλης. Ο Βιτς θα είχε πλήρη πολιτική και οικονομική εξουσία. «Ήταν μακροσκελής επιστολή», γράφει ο Φρα Άντζελο Λουτσίντο, η περιγραφή τού οποίου διασώζεται στον Σανούντο, «σε περγαμηνή και καλά γραμμένη, έτσι ώστε ο πρεσβευτής του στην Ιταλία να είναι, όσον αφορά τον πόλεμο, ένας δεύτερος βασιλιάς τής Ισπανίας». Όταν διαβάστηκε η μακροσκελής επιστολή, τα μη μέλη τής Συνόδου αναγκάστηκαν να αποσυρθούν. Αυτοί που παρέμειναν υπέβαλαν την υπακοή τους στον πάπα. Ψάλθηκαν λιτανείες και διαβάστηκε μια βούλλα για λογαριασμό τού πάπα και τής λατερανής συνέλευσης, η sacro approbate concilio (αποδεχόμαστε την ιερά σύνοδο), η οποία είχε σχεδιαστεί για να κλείσει τα στόματα των σκυλιών τής ψευδο-συνόδου Πίζας-Μιλάνου που ούρλιαζαν και να προστατεύσει τούς πιστούς από το λυσσαλέο δηλητήριο τού σχίσματός τους. Οι πράξεις τους και πάλι καταδικάστηκαν, ανακλήθηκαν, εξαφανίστηκαν και ακυρώθηκαν, με όλες τις κυρώσεις και μομφές που είχαν και προηγουμένως προκαλέσει. Η βούλλα κατέληγε με την ανακοίνωση ότι ενόψει τής πολιτικής κατάστασης (temporum dispositio), τής ζέστης τού καλοκαιριού που πλησίαζε, τής ανάγκης να ληφθεί υπόψη η άνεση και η υγεία εκείνων που συμμετείχαν στη Σύνοδο τού Λατερανού και τής αναμενόμενης προσέλευσης εκείνων που δεν είχαν μπορέσει να φτάσουν στη Ρώμη πάνω από τα βουνά και πέρα από τη θάλασσα, η τρίτη συνεδρίαση τής Συνόδου διαλυόταν τώρα μέχρι τις 3 Νοεμβρίου (1512). Ψάλθηκε το «Εσύ Θεέ» (Τe Deum) και ο πάπας βγήκε υποβασταζόμενος από τη βασιλική. Θα περνούσε εκείνη τη νύχτα στον Αλυσοδεμένο (in Vincoli) Άγιο Πέτρο και θα επέστρεφε την επόμενη μέρα στο ανάκτορο τού Βατικανού.114
Η διαυγής και πειστική ομιλία τού Καετάν κατά τη δεύτερη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού (στις 17 Μαΐου) αποτελεί σημαντικό έγγραφο στην ιστορία τής παπικής αντίθεσης προς το δόγμα τής συνοδικής υπεροχής. Μέχρι τη στιγμή που δημοσιεύτηκε, είχαν μαθευτεί στη Ρώμη τα δυσοίωνα γεγονότα στις 23-24 Απριλίου στην Ισταμπούλ. Ο Καετάν παραπέμπει σε αυτά, στην αφιέρωση τού κηρύγματος στον καρδινάλιο Μπάκοτς, τού οποίου ο ερχομός στη Ρώμη (λέει) είχε ξυπνήσει την ελπίδα και τη χαρά όλων των καλών ανθρώπων, που λαχταρούσαν την ειρήνη στη χριστιανοσύνη. Οι αλληλοκτόνοι πόλεμοι μεταξύ των Ευρωπαίων είχε προκαλέσει την απώλεια στο Ισλάμ τής Αφρικής, τής Ελλάδας και τής Ασίας. Πριν από λίγο καιρό ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, γέρος και άρρωστος, είχε αναγκαστεί να παραδώσει τον θρόνο του στον τρίτο γιο του, «έναν άγριο νεαρό άνδρα, πολύ ανυπόμονο για χριστιανικό αίμα», ο οποίος είχε αγοράσει την υποστήριξη των γενιτσάρων και σύντομα θα τολμούσε σχεδόν οτιδήποτε. Η Αφρική είχε σχεδόν ανακτηθεί από τον Φερδινάνδο τον Καθολικό, αλλά με την Ευρώπη τότε γεμάτη πόλεμο ήταν πιθανό να αρπαχτεί ξανά και να καταβροχθιστεί από τούς μουσουλμάνους σκύλους. Όμως κανένας δεν ήξερε τον τουρκικό κίνδυνο καλύτερα από τον Μπάκοτς, ο οποίος είχε υπερασπιστεί την πίστη και αντιταχθεί στον άπιστο ακόμη και σαν μικρό αγόρι.
Ο Καετάν αρχίζει το κήρυγμά του με το ουράνιο όραμα τού Αγίου Ιωάννη στην Αποκάλυψη (21:2): «…εἶδον τήν πόλιν τήν ἁγίαν, τήν νέαν Ἱερουσαλήμ καταβαίνουσαν άπό τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ…». «Ποια πόλη είδε ο Ιωάννης;» ρωτάει. «Σίγουρα είναι η πόλη τής χριστιανικής κοινοπολιτείας». Στην πραγματικότητα είναι η Εκκλησία. Αλλά για τη δημιουργία μιας πόλης ή ενός κράτους (civitas) είναι απαραίτητο όλα τα στοιχεία που το συνθέτουν, να ζουν σε αστική ομόνοια με κοινή συναίνεση, το οποίο στην εκκλησιαστική κοινοπολιτεία σημαίνει ότι οι άνθρωποι πρέπει να γεννιώνται και να ακολουθούν τη ζωή τους με την αποτελεσματικότητα των μυστηρίων, υπό την κηδεμονία μιας ιεροσύνης υπάκουης στον εκπρόσωπο τού Χριστού. Η Εκκλησία έχει τούς αποστόλους και τούς ευαγγελιστές της, τούς προφήτες και τούς ποιμένες της, τούς διδασκάλους και τούς μάρτυρες, κολυμβήθρες γνώσης και σοφίας. Η Εκκλησία είναι πόλη με μακρά ιστορία, που εκτείνεται πίσω στον ουρανό, απ’ όπου προέρχεται η τελειότητα τού σχεδίου της. Η αρμονία αποτελεί το θεμέλιο τής δομής. Σε ολόκληρο το κήρυγμά του ο Καετάν τονίζει την αρμονία και την αναλογία στη φύση και την κοινωνία, που επιτάσσονται και οι δύο από τον Θεό. Οι πολίτες τής εκκλησιαστικής κοινοπολιτείας είναι «όλοι κληρονόμοι τού Θεού, συγκληρονόμοι με τον Χριστό» (heredes Dei omnes, coheredes autem Christi) και παρόλο που ο Καετάν ήταν θεολόγος, όχι νομικός, όλοι γνώριζαν ότι οι νόμοι τής κληρονομιάς συνεπάγονταν τη μεταβίβαση υπευθυνοτήτων καθώς και ευεργετημάτων.
Η Εκκλησία είναι ιερή πόλη, η ίδια η ειρήνη, η νέα Ιερουσαλήμ, η κατοικία τού Θεού και τού ανθρώπου, εντός τής οποίας δεν υπάρχει θέση για τον ασεβή. Η Εκκλησία, το ποίμνιο τού Θεού, υπάρχει όχι στα επινοήματα τής ποιητικής φαντασίας, ούτε στα λόγια τής ανθρώπινης σοφίας, αλλά στη μαρτυρία των προφητών, στα λόγια των αποστόλων και στους θανάτους των μαρτύρων και πάνω απ’ όλα στα θαυμαστά έργα τού Χριστού, τού οποίου ο μόνος εκπρόσωπος είναι ο ποιμένας τού ποιμνίου τού Θεού. Υπάρχει μια κεφαλή στην Εκκλησία, ο εκπρόσωπος τού Χριστού, ο ανώτατος ποντίφηκας, στον οποίο οφείλουν υπακοή όλοι οι πολίτες αυτής τής ιερής πόλης, τόσο μεμονωμένα όσο και ως ενωμένο σύνολο. Αλλά τώρα φαίνεται να υπάρχουν δύο εκκλησίες, δύο σύνοδοι, μια ρωμαϊκή και η άλλη πιζάνικη. Άραγε έχουν και οι δύο κατεβεί από τον ουρανό, όπως η Νέα Ιερουσαλήμ στο όραμα τού Αγίου Ιωάννη; Η σύνοδος τής Πίζας φαίνεται μάλλον να έχει ανέβει από την κόλαση! Εκπροσωπεί μόνο ένα έθνος, ή μάλλον μόνο ένα ανυπότακτο τμήμα ενός έθνους. Απέχει τόσο πολύ από το να είναι οικουμενική σύνοδος, όσο απέχει η πιζάνικη εκκλησία (ecclesia pisana) από το να είναι η αληθινή πόλη τού Θεού (vera Dei civitas). Προσπαθεί να υπαγάγει τον Πέτρο στην Εκκλησία, τον πάπα σε σύνοδο και τον ανώτατο, αληθινό και βέβαιο εκπρόσωπο τού Χριστού στη δική της παρασυναγωγή (conciliabulum).
Ο Καετάν τα θεωρεί όλα αυτά ως διαστροφή τής τάξης τής φύσης και τής λογικής. Είναι σαν να μπαίνουν τα παιδιά πάνω από τον πατέρα τους, τα μέλη πάνω από το κεφάλι, σαν να αναλαμβάνουν τα πρόβατα την προστασία τού βοσκού. Η σύνοδος τής Πίζας δεν είναι η νέα Ιερουσαλήμ, αλλά ο πύργος τής Βαβέλ. Δεν γνωρίζει ούτε ειρήνη, ούτε ηρεμία. Γεννά μόνο διχόνοια και εξορκίζει σε πόλεμο κατά τής Εκκλησίας. Δεν είναι η νέα Ιερουσαλήμ, αλλά μια καινοτομία (novitas) που προέκυψε στην Κωνσταντία και εξαφανίστηκε, επαναφέρθηκε στο προσκήνιο στη Βασιλεία και διώχτηκε μακριά. Όχι, η «Εκκλησία τής Πίζας» δεν έχει κατέβει από τον ουρανό… Ο Καετάν κλείνει με μακροσκελή αναφορά στον Ιούλιο Β’, εκθειάζοντας την παπική εξουσία, η οποία είναι δεύτερη μόνο απέναντι στη θεϊκή και εκφράζοντας τις μεγαλύτερες ελπίδες για τη Σύνοδο τού Λατερανού, «να καταλήξει έτσι στον ουρανό αυτή η ιερότατη σύνοδος…» (sic namque hoc sacrosanctum concilium in celum ascendet…) 115
Η απομάκρυνση τού αδύναμου σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ από την ανατολική σκηνή και η άνοδος στον θρόνο τού πολεμοχαρούς Σελήμ είχαν αυξήσει στη Βενετία το ενδιαφέρον για νέα από την Ισταμπούλ. Την 1η Μαΐου (1512) ο Νικκολό Τζουστινιάν έγραφε στην κυβέρνησή του για την κατάσταση στον Βόσπορο. Λεγόταν ότι ο Βαγιαζήτ ήταν δυσαρεστημένος με τον σφετερισμό τού θρόνου από τον Σελήμ «σχεδόν με το ζόρι» (quasi per forza) και θρηνούσε συνεχώς για την απώλειά του. Δεν είχε ακόμη φύγει από την Ισταμπούλ. Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι δεν θα τού επιτρεπόταν να φύγει. Ο Αχμέτ, ο αδελφός τού Σελήμ στην Αμάσεια, έγραφε ότι καταλάβαινε ότι ο πατέρας τους είχε κάνει τον Σελήμ διοικητή στρατού που στελνόταν εναντίον του (όπως πραγματικά είχε θελήσει να κάνει ο Βαγιαζήτ κατά τη στιγμή τής εκθρόνισής του). Ο Αχμέτ διαβεβαίωνε τον Σελήμ ότι δεν υπήρχε ανάγκη για επίπονη πορεία από την Ισταμπούλ διαμέσου τής Μικράς Ασίας. Ο Αχμέτ θα ερχόταν προς τα δυτικά και θα τον αναζητούσε. Ο Αχμέτ είχε κάνει έναν από τούς γιους του μέλος «της αίρεσης των σούφι» (la secta di Sophi), εννοώντας ότι ο γιος είχε ενταχθεί στους «κιζίλμπασι» (kizil-bashi, τα «κόκκινα κεφάλια»), όπως ονομάζονταν οι οπαδοί τού Πέρση σάχη ή «σούφι» Ισμαήλ.
Kαθώς ο Αχμέτ προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοια τού ισχυρού σάχη, ο οποίος είχε κάνει τον Σιισμό επίσημη θρησκεία τής Περσίας πριν από μια δεκαετία, υπήρχε μεγάλη σύγχυση στη σουνιτική πρωτεύουσα Ισταμπούλ. Ο γιος τού Αχμέτ λεγόταν ότι είχε παντρευτεί μια κόρη τού σάχη, καθώς και ότι είχε φορέσει το «κόκκινο φέσι» (beretta rossa) των οπαδών του. Ο μεγαλύτερος αδελφός, o Κορκούντ, είχε φύγει από την περιοχή τής Ισταμπούλ σύμφωνα με τον Τζουστινιάν και θα ενωνόταν με τον αδελφό του στη Μικρά Ασία. Ο Τζουστινιάν φαινόταν να απολαμβάνει την ενατένιση των δυσκολιών τού Σελήμ. Πίστευαν ότι ο νεαρός σουλτάνος είχε βρει λίγα χρήματα στο ταμείο. Κάποια έλεγαν ότι είχε μέχρι 1.600.000 δουκάτα σε άσπρα (ακτσέ), άλλοι ότι το ταμείο ήταν σχεδόν άδειο. Όμως φαινόταν να συμφωνούν όλοι ότι δεν είχε βρει τα χρυσά δουκάτα που περίμενε, πράγμα για το οποίο κατηγορούνταν ο πατέρας του.116
Μέρος τής ανησυχίας που μεγάλωνε κατά μήκος τού Ριάλτο στη Βενετία και αλλού στην Ιταλία ανακουφίστηκε όταν στις 23 Ιουνίου (1512) σαράντα μέλη τής Ενετικής Γερουσίας υποδέχθηκαν επισήμως Τούρκο απεσταλμένο από την Υψηλή Πύλη. Έφερνε μαζί του διαπιστευτήρια επιστολή (letera di credenza) με ημερομηνία 4 Μαΐου και γραμμένη στα ελληνικά. Ο Κρητικός λόγιος Μάρκος Μουσούρος μετέφρασε το κείμενο για τη Σινιορία. Ο νέος σουλτάνος Σελήμ ενημέρωνε τούς Ενετούς για την εθελοντική παραίτηση τού πατέρα του από τον θρόνο τού Οσμάν, υπενθύμιζε τη μακρόχρονη φιλία που υπήρχε μεταξύ Δημοκρατίας και Υψηλής Πύλης, εξέφραζε τη δική του αγάπη για τούς Ενετούς και καθιστούσε σαφείς τις ειρηνικές του προθέσεις.117 Στις 6 Αυγούστου 1512 ο Λεονάρντο Τζουστινιάν, τώρα Ενετός βαΐλος στην τουρκική πρωτεύουσα, έγραφε ότι ο Σελήμ είχε πάει στη Μικρά Ασία στις 29 Ιουλίου για να επιτεθεί στον Αχμέτ. Είχε συγκεντρώσει στρατό 70.000 ανδρών. Οι μπεηλερμπέηδες τής Ανατολίας και τής Ελλάδας είχαν πάει μαζί του. Οι γενίτσαροι και οι ιππείς (σπαχήδες) βρέθηκαν «σε διαφωνία» και συγκρούστηκαν. Δώδεκα γενίτσαροι είχαν σκοτωθεί. Αλλά τα γεγονότα αυτά ήσαν ήσσονος σημασίας επεισόδια στη ζωή τού νεαρού Σελήμ. Φερόταν να έχει δηλώσει ότι είχε την πρόθεση να γίνει ο πιο ισχυρός ηγεμόνας στη γη. Η επίτευξη ειρήνης δεν θα ήταν η δική του δουλειά στον κόσμο (… vol esser el più potente signor del mondo, e farà guerra). Είχε εξοπλίσει δέκα γαλέρες και εικοσιπέντε φούστες, για να τις στείλει σε κάποιο στρατηγικό σημείο, ώστε να μπορέσουν να διακόψουν τη φυγή τού αδελφού του. Ο Αχμέτ ίσως έπαιρνε βοήθεια από τον Πέρση σούφι, τον Ισμαήλ Α’, γι’ αυτό η εκστρατεία τού Σελήμ αναμενόταν να διαρκέσει ολόκληρο το καλοκαίρι. Λεγόταν ότι σχεδίαζε στόλο τριακοσίων γαλερών.118 Στις 20 Αυγούστου ο Τζουστινιάν έγραψε και πάλι, αναφέροντας τώρα ότι ο Σελήμ είχε στρατό 100.000 ανδρών και ότι ο Αχμέτ είχε διαφύγει από την Ανατολία στη Συρία.119 Παρά την απαραίτητη ενασχόληση του με τις ανατολικές υποθέσεις, ο Σελήμ επέλεξε εκείνη τη στιγμή για την αύξηση κατά εξήντα τοις εκατό (da 3 a 5) τού φόρου υποτέλειας που κατέβαλε η Ραγούσα στην Υψηλή Πύλη, πράγμα που ήταν ανησυχητικό, ενώ λεγόταν ότι έκοβε ξυλεία μανιωδώς για την κατασκευή στόλου γαλερών.120 Αυτό έμοιαζε με επικίνδυνο οιωνό για μια ναυτική δύναμη όπως η Βενετία.
Η γαλλική απόσυρση από τη Λομβαρδία ήταν σταδιακή, καλά οργανωμένη και πλήρης. Καθώς προέλαυναν οι Ελβετοί, ο καρδινάλιος Σκίνερ πρόσφερε στους Μιλανέζους το καταφύγιο και την ασφάλεια τής Ιεράς Συμμαχίας, στο όνομα τού οποίου κατέλαβε την πόλη τής Κρεμόνα στις 8 Ιουνίου (1512). Οι σύμμαχοι είχαν κάποιες οικονομικές δυσκολίες, γιατί οι Ελβετοί επέμεναν για άμεση πληρωμή. Αλλά στις 8 Ιουνίου, σύμφωνα με αναφορά στον Σανούντο, οι Μπεντιβόλιο έφυγαν από τη Μπολώνια για το Μιλάνο. Οι Γάλλοι έστειλαν πενήντα πάνοπλους άνδρες στη Φερράρα, για να οδηγήσουν τον Φαμπρίτσιο Κολόννα στο Μιλάνο και να τον στείλουν από εκεί στη Γαλλία, αλλά ο Αλφόνσο ντ’ Έστε αρνήθηκε να τον παραδώσει. Ο Αλφόνσο έπρεπε να σκεφτεί το μέλλον, ενώ ο Σκίνερ είχε μόλις διαβεβαιώσει τούς Μιλανέζους ότι οι ηττημένοι Γάλλοι δεν θα κατόρθωναν ποτέ να επιστρέψουν ισχυροί στην Ιταλία.121
Στο μεταξύ στο Μιλάνο οι Γάλλοι διοικητές τα πήγαιναν άσχημα με τον λα Παλίς. Ο Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο αρνήθηκε την κλήση τού λα Παλίς να επανενταχθεί στον γαλλικό στρατό, «λέγοντας ότι δεν ήθελε να χάσει αυτό που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια τόσο πολλών ετών». Ο αιχμάλωτος καρδινάλιος Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, ο αργότερα πάπας Λέων Ι’, χορηγούσε άφεση, με παπική εξουσιοδότηση, στους Μιλανέζους, καθώς και σε πολλούς Γάλλους, «αν υπόσχονταν ότι δεν θα βαδίσουν εναντίον τής Εκκλησίας» (prometendo non andar contra la Chiesia). Η γαλλικανική σύνοδος είχε μετατραπεί σε εφιάλτη. Ύστερα από μία και μοναδική επίσημη συνεδρίαση στη Λυών, οι λεγόμενοι συνοδιστές υποχρεώθηκαν από τις δυσμενείς συνθήκες να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους εναντίον τού Ιουλίου. Οι προσπάθειές τους είχαν υπάρξει όχι μόνο μάταιες, αλλά μοιραίες για τον συνοδισμό. Επιδιώκοντας τη σύγχυση μεταξύ πνευματικής και κοσμικής κυριαρχίας τού πάπα, οι Γάλλοι είχαν βρεθεί πάνω σε λεπτό στρώμα πάγου και τώρα, «εγκαλούμενοι ως ένοχοι» (chiamandosi in colpa), μερικοί από αυτούς επιδίωκαν άφεση αμαρτιών. Έτσι ανέφερε στη Ρώμη ο εξάδελφος τού καρδινάλιου, ο Τζούλιο ντε Μέντιτσι, που έγινε ο ίδιος αργότερα πάπας Κλήμης Ζ’. Υπηρετώντας ως απεσταλμένος τού καρδιναλίου έφερνε στην κούρτη πολλές πληροφορίες από το γαλλικό στρατόπεδο.122
Μέσα σε δέκα εβδομάδες είχε υπάρξει απίστευτη αντιστροφή τής γαλλικής τύχης. Στις 9 Ιουνίου «όλο το Μιλάνο ήταν άνω-κάτω» και τώρα λεγόταν ότι ο Τριβούλτσιο βρισκόταν στο Μιλάνο, «λέγοντας ότι δεν ήθελε να φύγει και ήθελε να πεθάνει εκεί που γεννήθηκε».123 Ακόμη κι έτσι, λίγοι από τούς Γάλλους είχαν γεννηθεί στο Μιλάνο, ενώ ακόμη λιγότεροι είχαν την πρόθεση να πεθάνουν εκεί. Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι από αυτούς σκοτώθηκαν, όταν στις 11 Ιουνίου υπήρξε εξέγερση στην πόλη. Ο θυμωμένος λαός λεηλάτησε τα γαλλικά καταστήματα «και Γουέλφοι και Γιβελλίνοι συμφωνούσαν για την καταστροφή των Γάλλων».124 Στις 14 Ιουνίου οι Ελβετοί στρατοπέδευσαν μπροστά από την Παβία, η οποία παραδόθηκε μέσα σε μια βδομάδα. Πάντοτε απαιτώντας χρήματα (τα οποία χρειάζονταν), ακολουθούσαν αδυσώπητη πορεία. Πράγματι, για να χρησιμοποιήσουμε την αγαπημένη φράση τού Ιουλίου Β’, «κυνηγούσαν τούς Γάλλους από την Ιταλία».125 Οι Γενουάτες διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Το λάβαρο με τα σταυρωτά κλειδιά σύντομα ανέμιζε στις επάλξεις τού Ρίμινι, τής Τσεζένα και τής Ραβέννας. Το πρωί τής 13ης Ιουνίου ο ανηψιός τού πάπα, ο Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, ανακατέλαβε τη Μπολώνια.126 Ο καρδινάλιος ντε Μέντιτσι κατάφερε να ξεφύγει από τη γαλλική αρπαγή σχεδόν την τελευταία δυνατή στιγμή.127 Παπικά στρατεύματα ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Πάρμα και την Πιατσέντσα.128 Οι συμμαχικές δυνάμεις τής Ιεράς Συμμαχίας σάρωναν τα πάντα μπροστά τους και γινόταν λόγος για άμεση παλινόρθωση τού καθεστώτος των Μεδίκων στη Φλωρεντία (e far mutar stato lì e meter li Medici in caxa).129
Μια επιστολή έφτανε τώρα στη Ρώμη από τον Ερρίκο Η’, που απευθυνόταν στον καρδινάλιο Κρίστοφερ Μπαίνμπριτζ, πληροφορώντας τον τελευταίο ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός τού είχε γράψει, προτρέποντάς τον να συναινέσει σε γενική ειρήνη στην Ευρώπη, έτσι ώστε να μπορούσε να οργανωθεί εκστρατεία «κατά των ποταπών Τούρκων και απίστων εχθρών τής Εκκλησίας». Αλλά ο Ερρίκος ήξερε καλά, όπως έγραφε, ότι ο αυτοκράτορας έκανε αυτή την έκκληση με πρωτοβουλία τού Λουδοβίκου ΙΒ’, ο οποίος χρειαζόταν χρόνο για την ανασυγκρότηση και αύξηση των δυνάμεών του. Ο Ερρίκος ήταν επίσης βέβαιος ότι ο Μαξιμιλιανός, «δεδομένου ότι είναι ο επικεφαλής όλων των χριστιανών ηγεμόνων και η προστασία τής Εκκλησίας ανήκει κυρίως στο αξίωμά του», θα εκτιμούσε την αδήριτη ανάγκη από την οποία είχε προκύψει η Ιερά Συμμαχία. Η αγγλική απάντηση στον Μαξιμιλιανό ήταν ότι ως μέλος τής συμμαχίας ο Ερρίκος δεν μπορούσε να κάνει ειρήνη χωρίς παπική άδεια και χωρίς άδεια από τούς συμμάχους του.130
Ο Μαξιμιλιανός είχε γράψει στον Ερρίκο ότι οι χριστιανοί, αντί να σκοτώνονται μεταξύ τους, όπως είχαν κάνει κατά το προηγούμενο έτος, έπρεπε να ενωθούν εναντίον των Τούρκων. Η διαφωνία στον μουσουλμανικό κόσμο ήταν τόσο μεγάλη, που η χριστιανοσύνη μπορούσε όχι μόνο να κατακτήσει την Τουρκία στην Ευρώπη, αλλά και να αποκτήσει μεγάλο μέρος τής Ασίας. Επρόκειτο για θεόσταλτη ευκαιρία. Στην απάντησή του προς τον αυτοκράτορα ο Ερρίκος επέμενε ότι κανένας χριστιανός ηγεμόνας δεν είχε ξεπεράσει τον δικό του πατέρα, τον Ερρίκο Ζ’, στο πάθος με το οποίο λαχταρούσε να δει να οργανώνεται σταυροφορία. Ο πατέρας του, όπως ήταν γνωστό, είχε διαπραγματευτεί με τον βασιλιά τής Πορτογαλίας, σε προσπάθεια να επιτευχθεί αυτός ο αξιέπαινος στόχος. Ως κληρονόμος τού πατέρα του, ο Ερρίκος είχε κληρονομήσει και ο ίδιος τον σταυροφορικό στόχο. Δεν ήθελε τίποτε περισσότερο από το να οργανώσει μεγάλο στόλο, σε συνδυασμό με τον πεθερό του Φερδινάνδο, για να εξαπολύσει επίθεση κατά των απίστων. Πρώτα όμως έπρεπε να υπερασπιστεί την Εκκλησία στην Ιταλία, πριν επιδιώξει την παλινόρθωσή της στην Ανατολή. Το ιστορικό των Γάλλων στην Ιταλία ήταν πιο αποτρόπαιο από εκείνο των Τούρκων στην Ανατολή. Ήσαν ένοχοι για «σκληρότητα μεγαλύτερη από την τουρκική» (crudelitas plusquam turcica), σκοτώνοντας, βιάζοντας, πυρπολώντας και λεηλατώντας. Είχαν παραβιάσει εκκλησίες και προωθήσει σχίσμα. Έχοντας λοιπόν επίγνωση τού καθήκοντός του απέναντι στον πάπα και την Εκκλησία, ο Ερρίκος έπρεπε προς το παρόν να βάλει στην άκρη τις σκέψεις για σταυροφορία, για να πολεμήσει τούς Γάλλους, τούς «πιο φοβερούς άπιστους στη μέση ακριβώς τής χριστιανοσύνης» (infideles deteriores qui in media sunt Christianitate). Ήταν βέβαιος ότι αυτό θα ευχαριστούσε τόσο τον Θεό, όσο αν πολεμούσε εναντίον των Τούρκων και των Σαρακηνών, ενώ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι εκείνοι που θα έχαναν τη ζωή τους σε αυτή την πολύ καθαγιασμένη επιχείρηση, θα κέρδιζαν την ανταμοιβή τής αιώνιας ζωής. Σε κάθε περίπτωση ο Ερρίκος δεν μπορούσε να κάνει ειρήνη χωρίς τούς συμμάχους του στην Ιερά Συμμαχία.131
Όταν στις 20 Ιουνίου (1512) ο Οτταβιάνο Σφόρτσα, επίσκοπος τού Λόντι, εισήλθε στο Μιλάνο στο όνομα τού πάπα, δόθηκε το τελικό πλήγμα στο γαλλικό γόητρο στην ιταλική χερσόνησο. Γίνονταν σταδιακά βήματα για την παλινόρθωση στον δουκικό θρόνο τού Μασσιμιλιάνο, τού γιου τού Λοντοβίκο Σφόρτσα.132 Περί το τέλος τού μήνα ο λα Παλίς πορευόταν μέσα από τις Άλπεις προς τη Γαλλία μαζί με τα αποδιοργανωμένα στρατεύματά του.133 Όποιες κι αν ήσαν οι «εκ τού νόμου» (de iure) αξιώσεις του, ο Λουδοβίκος ΙΒ’ δεν ήταν πια δούκας τού Μιλάνου. Η Ρώμη καταυγαζόταν από φωτιές πανηγυρισμών και ένας από τούς όχι μικρότερους λόγους για τούς οποίους πανηγύριζε ο πάπας ήταν η εκδίωξη των Γάλλων από τη Γένουα, όπου εκλεγόταν δόγης ο τραχύς Τζιοβάννι Καμποφρεγκόζο.134
Η γαλλική ήττα αποτελούσε καταστροφή για τον Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε, βάζοντας το δουκάτο τής Φερράρας σε πολύ σοβαρό κίνδυνο. Στις 4 Ιουλίου πήγε στη Ρώμη για να συζητήσει όρους με τον πάπα, ο οποίος είπε στον Ενετό πρεσβευτή Φόσκαρι: «Σκοπεύω να πάρω τη Φερράρα από αυτόν και να τού στερήσω το κράτος. Έχω χορηγήσει άδεια ασφαλούς διέλευσης για τον ίδιο και όχι για το κράτος [της Φερράρας] …»135 Ύστερα από δύο αγωνιώδεις εβδομάδες στη Ρώμη ο Αλφόνσο δραπέτευσε από την αποπνικτική πόλη με τη βοήθεια των Κολόννα. Ο πάπας ήθελε να τού δώσει το Άστι, ένα φέουδο τής Ορλεάνης, στη θέση τής Φερράρας, πράγμα που δύσκολα θα τον συμβίβαζε με τον Λουδοβίκο ΙΒ’, ο οποίος τού είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσε όταν μπορούσε. Ήταν καλύτερο να αναζητήσει ευκαιρία στις αβεβαιότητες τού μέλλοντος, παρά στη ζοφερή εναλλακτική λύση που τού πρόσφερε ο πάπας.136 Ο χρόνος θα έδειχνε σύντομα ότι ο Αλφόνσο είχε κάνει σοφή επιλογή. Η ίδια η πληρότητα τής νίκης που είχε κερδίσει η Ιερά Συμμαχία θα προκαλούσε τη διάλυσή της, ενώ οι νέες αντιπαλότητες μεταξύ των πρώην συμμάχων θα γίνονταν τόσο μεγάλες, που ο Ιούλιος Β’ θα υποχρεωνόταν να κρατήσει τα χέρια του μακριά από τη Φερράρα.
Η γαλλική κυριαρχία στο Μιλάνο δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, κυρίως επειδή σε κανένα λαό δεν αρέσει να κυριαρχείται από άλλον. Οι κάτοικοι των διαφόρων ιταλικών κρατών ήσαν από καιρό περήφανοι για την ανεξαρτησία τους, έχοντας συχνά πολεμήσει γενναία για να τη διατηρήσουν. Ακόμη και σήμερα ο τοπικισμός είναι ισχυρός στην Ιταλία. Ο τοπικός πατριωτισμός είναι ακόμη υπολογίσιμη δύναμη. Μέχρι να δημοσιεύσει ο Πελλισιέ τα έγγραφα, λίγα πράγματα ήσαν γνωστά για τη γαλλική διοίκηση στην πόλη και το δουκάτο τού Μιλάνου κατά τη διάρκεια των δώδεκα περίπου ετών τής κυριαρχίας τού Λουδοβίκου ΙΒ’ ως δούκα Μιλάνου (Duca di Milano). Αλλά αν και τα πολυάριθμα διατάγματα και διατάξεις που εκδόθηκαν στο όνομά του εφαρμόζονταν αυστηρά, οι Μιλανέζοι δεν διοικήθηκαν άσχημα. Παρά το γεγονός ότι οι θιασώτες των Σφόρτσα συλλαμβάνονταν όταν βρίσκονταν και σε κάθε περίπτωση κατασχόταν η περιουσία τους, γινόταν προσπάθεια να διατηρηθεί πειθαρχία στον γαλλικό στρατό κατοχής.
Προσεκτικές διατάξεις προσπαθούσαν να διατηρήσουν την αστική και ποινική δικαιοσύνη στο κράτος, ενώ το στέμμα δεν ήταν φειδωλό στην ανταπόκρισή του προς τις αναφορές τής τοπικής κυβέρνησης. Σταθεροί μισθοί έπρεπε να καταβάλλονται στους οικονομικούς υπαλλήλους τού μιλανέζικου δουκάτου και τής γενουάτικης Σινιορίας. Το στέμμα επιβεβαίωνε τα προνόμια των λεμβούχων, μυλωνάδων και αλιέων τής Παβίας και των συμβολαιογράφων τού Μιλάνου. Οι μονομαχίες είχαν περιοριστεί αυστηρά. Η δουκική κυβέρνηση τού Μιλάνου έλεγχε την παραγωγή μεταξωτών και χρυσοκέντητων ειδών, καθώς και άλλων υφασμάτων και χρυσών και ασημένιων αντικειμένων, ενώ διατηρούσε σταθερές τις τιμές για τα ψάρια και το ψωμί. Η κυβέρνηση επίσης εγγυόταν την απρόσκοπτη χρήση οδών και γεφυρών, επόπτευε την κυκλοφορία στα κανάλια, αστυνόμευε τούς δρόμους τής πόλης, εξέδιδε διατάγματα για τον έλεγχο των διαφόρων νομισμάτων που κυκλοφορούσαν στο δουκάτο, όριζε μέτρα και σταθμά και νομοθετούσε για την πώληση καυσόξυλων, την εξαγωγή σιτηρών και την οπλοφορία. Απαγορευόταν η χωρίς άδεια άσκηση τής ιατρικής, γινόταν κάποια προσπάθεια για την προστασία τής δημόσιας υγείας, για την οποία ένα διάταγμα στις 8 Μαρτίου 1511 απαγόρευε τη χρήση ανθρώπινων περιττωμάτων (stercus humanum) ως λίπασμα σε κήπους βοτάνων και λαχανικών, λόγω τού «όχι μικρού κινδύνου μόλυνσης». Η σιτοδεία τού Ιουνίου 1512 αντιμετωπίστηκε με την άρση των περιορισμών στην πώληση ψωμιού, κρασιού και κρέατος.137
Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός είχε μιλήσει πολύ για την τοποθέτηση τού συνονόματού του, τού Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα, μεγαλύτερου γιου τού ιλ Μόρο, στον δουκικό θρόνο τού Μιλάνου, προτιμούσε πολύ να λάβει την προσοδοφόρα τιμή ο εγγονός τού Κάρολος [Ε’]. Ο Κάρολος είχε επίσης την υποστήριξη τού άλλου παππού του, τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, αλλά οι νικηφόροι Ελβετοί επέμεναν να δοθεί το δουκάτο στον Μασσιμιλιάνο και ο Ιούλιος Β’ πήρε το μέρος τους.138 Η ήττα των Γάλλων επρόκειτο να έχει σημαντικές συνέπειες, εκ των οποίων δεν μπορούσαν να προβλεφθούν όλες. Οι Φλωρεντινοί φοβούνταν φυσικά ότι η νέα κατάσταση θα ήταν ασύμφορη γι’ αυτούς —σύντομα βέβαια θα αποδεικνυόταν καταστροφική για τον Πιέρο Σοντερίνι και τούς ρεπουμπλικάνους— ενώ λεγόταν ότι στρέφονταν για προστασία προς τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό.139 Καθώς κατέρρεε το γαλλικό καθεστώς στη Λομβαρδία, οι Ελβετοί και οι Ενετοί άρχιζαν να φιλονικούν για τις δαπάνες και τα λάφυρα τού πολέμου.140 Ο Ερρίκος Η’ δεν αποκόμισε κανένα πλεονέκτημα από τις δαπανηρές επιθέσεις του κατά τής Γαλλίας, αλλά ο πανούργος Φερδινάνδος τής Αραγωνίας απέκτησε τη Ναβάρρα, από την οποία εκδιώχτηκε ο βασιλιάς Ζαν ντ’ Αλμπρέ, σύμμαχος τού Λουδοβίκου ΙΒ’.141 Οι ρεπουμπλικάνοι στον Άρνο ήσαν πολύ ανήσυχοι. Για παράδειγμα μια ενετική αναφορά από τη Μπολώνια, με ημερομηνία 11 Αυγούστου 1512, περιείχε την είδηση ότι ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας είχε γράψει στον αντιβασιλέα Ραμόν ντε Καρντόνα, να χρησιμοποιήσει τις ισπανικές και παπικές δυνάμεις, που βρίσκονταν τότε υπό τις διαταγές του, για την παλινόρθωση τής οικογένειας των Μεδίκων στη Φλωρεντία.142 Η κοινή γνώμη πιθανώς προτιμούσε την πορεία τού Καρντόνα κατά τής Φλωρεντίας. Σίγουρα ο Σανούντο ενέκρινε την ιδέα, γιατί κατά τη γνώμη του ο Σοντερίνι και οι ρεπουμπλικάνοι είχαν δισεπίλυτα δεσμευτεί με τη Γαλλία.143
Πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στη Μάντουα στα μέσα Αυγούστου, στην οποία συμμετείχαν ο ίδιος ο Καρντόνα και ο Ματίας Λανγκ ως εκπρόσωπος τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού. Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε ποτέ πραγματικά προσχωρήσει στην Ιερά Συμμαχία, ήθελε να μοιραστεί τα λάφυρα. Όμως η διάσκεψη τής Μάντουας έδειξε πολύ καθαρά ότι η εχθρότητα προς τη Γαλλία ήταν το μόνο κρατούσε μαζί τούς συμμάχους. Η εκδίωξη των Γάλλων από τη Λομβαρδία τούς είχε κάνει πάλι όλους αντιπάλους. Ήταν πάντοτε δύσκολο για τούς νικητές να μοιράζονται τα οφέλη τής νίκης. Παρ’ όλα αυτά συμφωνήθηκε ότι ο Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα έπρεπε να ανακτήσει το δουκάτο τού Μιλάνου τού πατέρα του. Όσον αφορά τον Ιούλιο Β’, αν και είχε κερδίσει την Πάρμα και την Πιατσέντσα, θεωρούσε ότι η διάσκεψη συντελούσε σε «δικό του όνειδος και ζημιά». Ήταν έξω φρενών με τον άτυχο και προβληματικό Φραντσέσκο Γκονζάγκα, μαρκήσιο τής Μάντουας, καθώς και με την προκλητική Ισαβέλλα, σύζυγο τού τελευταίου, που είχαν παράσχει φιλοξενία στα ιδιοτελή μέλη τής διάσκεψης. Ο Ιούλιος ήθελε να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία και το κύρος τής Εκκλησίας, να διώξει τούς Έστε από τη Φερράρα και τούς ξένους από την Ιταλία, να εγκαθιδρύσει ισορροπία δυνάμεων στη χερσόνησο και να αναλάβει ηγετικό ρόλο σε σταυροφορία εναντίον των Τούρκων.144 Οι Ισπανοί δεν είχαν καμία πρόθεση να διωχτούν από τη χερσόνησο. Εκτός από την επιστροφή τού Σφόρτσα στο Μιλάνο, η τιμωρία τής ρεπουμπλικανικής Φλωρεντίας για τη νομιμοφροσύνη της προς τη Γαλλία ήταν σχεδόν η μόνη συμφωνία στην οποία μπόρεσαν να καταλήξουν οι πολιτικοί στη Μάντουα. Η κυβέρνηση τού Πιέρο Σοντερίνι έπρεπε να φύγει και να παλινορθωθούν οι Μέδικοι στην ηγεμονία τής Φλωρεντίας.145
Σε εύκολα ζητήματα ο Καρντόνα κινούνταν γρήγορα. Στις 29 Αυγούστου (1512) ο καρδινάλιος Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι έγραψε στον Ιούλιο Β’ ότι περίπου το μεσημέρι τα ισπανικά στρατεύματα ανέβηκαν στα σπασμένα τείχη τού Πράτο και υπέβαλαν την πόλη σε ανελέητη, αιματηρή άλωση. Ο Τζιοβάννι θρηνούσε τη σκληρή αναγκαιότητα των γεγονότων,146 τα οποία όμως έφερναν τον ίδιο και τον αδελφό του Τζουλιάνο πίσω στο παλιό ανάκτορο τής Βία Λάργκα. Οι Μέδικοι εισήλθαν στη Φλωρεντία το πρωί τής 1ης Σεπτεμβρίου και, όπως πληροφορούσε τον Πιέτρο ντα Μπιμπιένα ο γαμπρός του Σεμπαστιάνο, «ολόκληρη η Φλωρεντία έσπευσε να τούς συναντήσει, σε τόσο μεγάλο θρίαμβο που δεν μπορώ να τον περιγράψω περαιτέρω λόγω έλλειψη ικανότητας».147 Όμως ο καρδινάλιος Τζιοβάννι καθυστέρησε την επίσημη είσοδό του στην πόλη μέχρι τις 14 τού μηνός, όταν μάλιστα επέστρεψε θριαμβευτικά (κάτω από έντονη βροχή), συνοδευόμενος από ομάδα τετρακοσίων δορυφόρων και «ακολουθούμενος από τη μεγάλη πλειοψηφία των προκρίτων αυτής τής πόλης … και με κοινή χαρά τού λαού …» (acompagnati da gran moltitudine de primarii citadini de questa città . . . e con comune letitia del populo…).148 Ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης, οι Φλωρεντινοί είχαν πέσει και πάλι κάτω από την κυριαρχία των Μεδίκων.149
Η αξιοσημείωτη επιτυχία τής Ιεράς Συμμαχίας ικανοποιούσε τον πάπα, ο οποίος μπορούσε κάλλιστα να αισθάνεται ότι είχαν σπάσει οι αλυσίδες τού Αγίου Πέτρου, ενώ ικανοποιούσε αρκετά και τούς Ελβετούς, οι οποίοι διατηρούσαν τις αγορές τους και τις πηγές εφοδιασμού στο μιλανέζικο δουκάτο. Αλλά η παπική απόκτηση τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα (καθώς και τού Ρέτζιο) ήταν ενοχλητική για τον αυτοκράτορα, που θεωρούσε ότι ο πάπας τα είχε καταφέρει πάρα πολύ καλά.150 Τη διαβόητη απληστία τού Φερδινάνδου διέγειρε η προοπτική επέκτασης τής ισχύος του στα βόρεια τής χερσονήσου, ενώ κατείχε σταθερά το νότιο τμήμα της. Όλες οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις θα είχαν αντίρρηση για ισπανική κυριαρχία στη Λομβαρδία καθώς και στο ναπολιτάνικο βασίλειο. Ο παπισμός θα πιανόταν και πάλι σε μέγγενη, όπως εκείνη τής εποχής των Χοχενστάουφεν. Οι Ενετοί εισήγαγαν ακόμη σιτηρά από τον νότο και δεν θα διακινδύνευαν πρόθυμα μπλέξιμο με τον Φερδινάνδο ως κοντινό τους γείτονα στον βορρά. Οι Ενετοί γνώριζαν επίσης ότι η άνοδος τού Σελήμ στον θρόνο στην Ισταμπούλ ίσως σήμαινε γι’ αυτούς προβλήματα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου είχαν δυσκολίες με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου για το ζήτημα τού Κυπριακού φόρου υποτέλειας.
Οι Ισπανοί προκαλούσαν στον πάπα Ιούλιο Β’ συνεχή ανησυχία. Την 1η Οκτωβρίου 1512 παραδέχτηκε στον καρδινάλιο Σκίνερ τον φόβο του ότι ο στρατός τού Καρντόνα, έχοντας αποκαταστήσει τούς Μεδίκους στη Φλωρεντία, πορευόταν τώρα στη Λομβαρδία, πιθανώς με σκοπούς εναντίον μιλανέζικων ή ενετικών εδαφών. Όταν ο Ιούλιος προσπάθησε να μάθει τις προθέσεις τού Καρντόνα από τον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη, τού ειπώθηκε απλώς ότι «οι Ισπανοί ήθελαν να διασχίσουν τις Άλπεις εναντίον τού κοινού μας εχθρού, των Γάλλων», το οποίο (αν και εξαιρετική ιδέα κατά τη γνώμη τού πάπα) δεν βρήκε πολύ πειστικό. Ο Ιούλιος προειδοποιούσε τον Σκίνερ να διατηρεί την επαγρύπνησή του.151
Αν και το μεγαλύτερο μέρος τής χριστιανοσύνης είχε απορρίψει τη γαλλικανική σύνοδο, που τώρα μεταφερόταν στη Λυών, η στάση τού αυτοκράτορα ήταν ακόμη κάπως διφορούμενη, αλλά η ουσιαστική συμμετοχή του στις υποθέσεις τής Συνόδου τού Λατερανού ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή. Στις αρχές Νοεμβρίου 1512 ο Ματίας Λανγκ, ο όμορφος επίσκοπος Γκουρκ, ήρθε στη Ρώμη για να συζητήσει αυτοκρατορικά συμφέροντα με τον πάπα, ο οποίος φρόντισε να τού επιφυλαχθεί προσωπικά σχεδόν αυτοκρατορική υποδοχή.152 Ο πάπας ανυπομονούσε να κερδίσει την υποστήριξή του εναντίον των Ισπανών. Όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ρυθμίσει τη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ τού αυτοκράτορα και των Ενετών. Ενώ οι τελευταίοι είχαν διαφορές με τούς Ισπανούς για τη Μπρέσσια,153 ήσαν επίσης απρόθυμοι να υποκύψουν στις απαιτήσεις τού αυτοκράτορα από αυτούς, στις οποίες ο αυτοκράτορας είχε παπική υποστήριξη. Επιθυμώντας να κατευνάσει τον Μαξιμιλιανό, ο Ιούλιος πρότεινε να ανατεθούν στην αυτοκρατορία η Βερόνα και η Βιτσέντσα και να διατηρήσουν οι Ενετοί την Πάδουα και το Τρεβίζο, καθώς και τη Μπρέσσια, το Μπέργκαμο και την Κρέμα, για την ανάληψη των οποίων αυτοί έπρεπε να πληρώσουν στον Μαξιμιλιανό περισσότερα από 250.000 δουκάτα, καθώς και φεουδαρχικό ενοίκιο (censo) 30.000 δουκάτων τον χρόνο. Ο Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα θα γινόταν δούκας τού Μιλάνου. Η Πάρμα, η Πιατσέντσα, και το Ρέτζιο έπρεπε να μετατραπούν σε κτήσεις τής Εκκλησίας, ενώ ο πάπας διεκδικούσε και τη Φερράρα. Αλλά ο Ενετός πρέσβης Φραντσέσκο Φόσκαρι διαμαρτυρήθηκε: «Άγιε πατέρα, αυτή δεν είναι η ειρήνη που περιμέναμε, εγκαταλείποντας τη Βερόνα και τη Βιτσέντσα, τις οποίες πρέπει να έχουμε…». Ο πάπας απάντησε: «Θα έχετε την Κρέμα και το Μπέργκαμο και θα πάρετε τη Μπρέσσια», ενώ πρόσθεσε νευριασμένα: «Αν δεν το θέλετε αυτό, θα είμαστε όλοι εναντίον σας». Στο σημείο αυτό οι Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι και Αντρέα ντα Μπόργκο, οι οποίοι βρίσκονταν επίσης στη Ρώμη εκπροσωπώντας τον αυτοκράτορα, δήλωσαν ρητά: «Βλέπετε; Οι Ενετοί δεν θέλουν την ειρήνη…». Και η φιλονικία συνεχίστηκε μέχρι τη στιγμή που έληξε η συνάντηση χωρίς απόφαση.154
Όταν στις 10 Νοεμβρίου (1512) ο πάπας πρότεινε τούς δικούς του όρους για ειρήνη σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο Ενετός καρδινάλιος Ντομένικο Γκριμάνι ξεσηκώθηκε σε έντονη αντίθεση, διαμαρτυρόμενος ότι η Γαληνοτάτη δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση, ύστερα από το αίμα και τα χρήματα που είχε δαπανήσει για να εκδιωχθούν οι Γάλλοι από την Ιταλία. Αυτή δεν ήταν η κατάλληλη ανταμοιβή για τη νομιμοφροσύνη τής προς την Αγία Έδρα. Κι άλλοι καρδινάλιοι συμφώνησαν μαζί του. «Αλλά ο πάπας είπε με θυμό ότι έτσι ήθελε τούς όρους», αναφέρει ο Σανούντο, «και ότι ο Τούρκος έχει τρέψει τον αδελφό του [Αχμέτ] σε φυγή και ετοίμαζε μεγάλη αρμάδα, για να κάνει το δικό του είδος ειρήνης [pacifichar] με τούς χριστιανούς…». Στις 12 τού μηνός ο Ενετός πρεσβευτής δείπνησε με τον πάπα, για τον οποίο ανέφερε ότι ήταν απρόθυμος να αντιταχθεί με αυτόν τον τρόπο στη Βενετία, αλλά οδηγήθηκε να το κάνει από την «απληστία να πάρει τη Φερράρα και από τον φόβο του για τη [γαλλικανική] σύνοδο».155 Οι συμμαχικές δυνάμεις φαινόταν ότι δεν άφηναν στους Ενετούς άλλη επιλογή, από το να ανανεώσουν την παλιά συνεννόησή τους με τη Γαλλία, η οποία υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις μπορούσε εύκολα να ρυθμιστεί.156 Ο πάπας Ιούλιος Β’ είχε πάρει τις αποφάσεις του. Στις 19 Νοεμβρίου, όπως ανέφεραν στην κυβέρνησή τους οι Ενετοί πρεσβευτές στη Ρώμη, προσυπέγραψε τη συμφωνία με τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, παρουσία τού Ματίας Λανγκ και των αυτοκρατορικών απεσταλμένων Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι και Αντρέα ντα Μπόργκο. Υπέγραψε «κατά την τέταρτη ώρα τής νύχτας [9 μ.μ.], την αστρολογική ώρα». Οι Ισπανοί είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να τον αποτρέψουν από τη συμμαχία με τον Μαξιμιλιανό, ο οποίος έπαιρνε πολλά χωρίς να δίνει τίποτε. Οι Ενετοί πίστευαν ότι ο Ιούλιος ενεργούσε έτσι κυρίως από φόβο για τούς γαλλικανούς συνοδιστές στη Λυών. Φοβόταν επί μήνες ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ θα δημιουργούσε έναν αντι-πάπα. Η τρίτη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 3 Δεκεμβρίου (με ένα μήνα καθυστέρηση) και θα εμφανιζόταν ο Ματίας Λανγκ για να διατυπώσει την υποστήριξη τού Μαξιμιλιανού προς τη σύνοδο και την αυτοκρατορική απόρριψη τής σχισματικής παρασυναγωγής τής Πίζας-Μιλάνου-Λυών.157 Τα άρθρα τής συμφωνίας που έδενε μαζί τον πάπα και τον αυτοκράτορα δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 25 Νοεμβρίου (1512) στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Σκοπός τους λεγόταν ότι ήταν η εξύψωση τής πίστης και η εδραίωση τής ειρήνης στη χριστιανοσύνη. Ο Μαξιμιλιανός αποκήρυσσε κάθε υποστήριξη προς τον Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε τής Φερράρας και τούς Μπεντιβόλιο τής Μπολώνια και μετατρεπόταν σε υπερασπιστή τού πάπα προσωπικά και τής Αγίας Έδρας. Αποκήρυσσε την «πιζάνικη παρασυναγωγή» (conciliabulo pisano) και διακήρυσσε τη σταθερή του προσήλωση στην πραγματική Σύνοδο τού Λατερανού, την οποία ο πάπας είχε συγκαλέσει σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο. Με τη σειρά του ο Ιούλιος Β’ υποσχόταν να χρησιμοποιήσει όλους τούς πόρους τού παπικού οπλοστασίου (arme spirituale et temporale) κατά των Ενετών, αν επέμεναν στην άρνησή τους να παραδώσουν τη Βερόνα και τη Βιτσέντσα στον αυτοκράτορα.158 Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, που οι Ενετοί αντιδρούσαν με αγανάκτηση.
Όταν η είδηση τού παπικού-αυτοκρατορικού συμφώνου έγινε γενικά γνωστή στη Βενετία, ήταν ευρέως αποδεκτό ότι «ο πάπας ήταν πάντοτε εχθρός μας» (il Papa e sta sempre per nostro nemicho). Mεγάλωσε η επιθυμία στο Ριάλτο, καθώς και στο παλάτι των δόγηδων, για ανανέωση τής γαλλικής συμμαχίας.159 Η προαγωγή τού Ματίας Λανγκ σε καρδινάλιο, που μέχρι τότε κρατούνταν κρυφή (in petto), ανακοινωνόταν τώρα σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο με τον τίτλο τού Σαντ’ Άντζελο.160 Οι Γάλλοι βελτίωναν τη θέση τους, ενώ ήδη από τις 23 Δεκεμβρίου, παρά την πικρία των τελευταίων τριών ετών, η ενετική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να ενωθεί με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ σε «ανανέωση τής φιλίας, συνομοσπονδίας και συμμαχίας αέναης διάρκειας» (renovatio amicitiae, confoederationis et ligae perpetuo duratura). Με τούς όρους τής συνθήκης, όπως συντάχθηκε από τούς Ενετούς, ο Λουδοβίκος και ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν γίνονταν «φίλοι φίλων και εχθροί εχθρών» (amici amicorum et inimici inimicorum), ενώ οι υπήκοοι και των δύο μερών μπορούσαν καθένας να συναλλάσσεται ελεύθερα στο έδαφος τού άλλου. Καταγραφόταν επίσημα η πρόθεση τού Λουδοβίκου να ανακτήσει το δουκάτο τού Μιλάνου, ενώ οι οργισμένοι πολιτικοί τής Δημοκρατίας ανέφεραν στο κείμενο την αποφασιστικότητά τους να ανακτήσουν όλες τις πόλεις, τα εδάφη, και τις οχυρώσεις «που διέθεταν πριν από τον παρόντα πόλεμο». Οι σύμμαχοι δεσμεύονταν και οι δύο να βάζουν στρατούς στο πεδίο τής μάχης για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο στην επίτευξη αυτών των στόχων. Χρειάστηκαν τρεις μήνες για να προσαρμοστούν οι απαιτήσεις που διατύπωνε κάθε πλευρά, αλλά ο Λουδοβίκος, συμφώνησε τελικά με τη συνθήκη στις 23 Μαρτίου (1513), ενώ ο δόγης την επικύρωσε τρεις εβδομάδες αργότερα (στις 12 Απριλίου). Η συμμαχία αναγγέλθηκε στην Πλατεία τού Αγίου Μάρκου τον επόμενο μήνα.161
Ο νέος δόγης τής Γένουας, ο Τζιοβάννι ντι Καμποφρεγκόζο, κατέληξε επίσης σε συμφωνία με τον Λουδοβίκο ΙΒ’, σύμφωνα με την οποία διατηρούσε τον τίτλο του ως δόγης,162 ενώ (δεδομένου ότι οι Άγγλοι ίσως αποσύρονταν από τη συμπλοκή) ο Φερδινάνδος ο Καθολικός ήταν έτοιμος να συζητήσει για ειρήνη με τούς Γάλλους.163 Ο πάπας και οι Ελβετοί ανησυχούσαν φυσικά περισσότερο να κρατήσουν τις δυνάμεις τού Λουδοβίκου ΙΒ’ έξω από το Μιλάνο και τώρα με τη σύμφωνη γνώμη τού αυτοκράτορα επανέφεραν τον νεαρό Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα στον θρόνο τού ιλ Μόρο, αλλά οι ταχείες αναστροφές τής τύχης είχαν γίνει χαρακτηριστικές τού ιταλικού πολιτικού δράματος. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ξεκινούσε τις προετοιμασίες για την επιστροφή του, ενώ πολλοί Μιλανέζοι περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε τελικά. Έτσι, όταν έφυγε από το Μιλάνο, ο Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο είχε αφήσει πίσω του απόθεμα (deposito) τυριών (αξίας 6.000 δουκάτων), το οποίο ο επίσκοπος τού Λόντι και παπικός κυβερνήτης τής πόλης ήθελε να πουλήσει, αλλά δεν μπορούσε να βρει αγοραστή, από τον φόβο ότι ο Τριβούλτσιο ίσως επέστρεφε.164 Αν η συμφωνία τού πάπα με τον αυτοκράτορα οδηγούσε τούς Ενετούς σε ανανεωμένη συμμαχία με τούς Γάλλους, άραγε πόσο καιρό θα μπορούσε ο Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα να παραμείνει στο Μιλάνο; Έτσι και αλλιώς ίσως οι Γάλλοι επέστρεφαν και ο Τριβούλτσιο διεκδικούσε και πάλι τα τυριά του.165
Η τρίτη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού πραγματοποιήθηκε το κρύο, βροχερό πρωινό τής 3ης Δεκεμβρίου (1512) με συμμετοχή εκατόν έντεκα μελών.166 Ο Αλέσσιο Τσελιντόνιο, επίσκοπος τής Μολφέττα, έκανε το κήρυγμα, η το οποίο βρισκόταν στη μέση όταν εμφανίστηκε ο Ματίας Λανγκ. Ο Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι είχε πάει δύο φορές για να καλέσει τον Λανγκ, ο οποίος δεν ήθελε να υποσχεθεί την υποταγή τού αυτοκράτορα στη σύνοδο, μέχρι να έχει πραγματικά στα χέρια του την παπική μομφή κατά τής Βενετίας. Τελικά ήρθε και διάβασε δεόντως αυτοκρατορική διακήρυξη, αποκηρύσσοντας κάθε σχέση με τούς συνοδιστές στην Πίζα, τούς οποίους ο Μαξιμιλιανός είχε προηγουμένως υποστηρίξει, και ανακοινώνοντας την προσκόλλησή του στη Σύνοδο τού Λατερανού, την οποία ο πάπας είχε αγοράσει σε αρκετά υψηλή τιμή. Η τρίτη συνεδρίαση έκλεισε με την ανάγνωση από τον επίσκοπο Φορλί Πιέτρο Γκρίφφο μιας βούλλας, που επαναλάμβανε την καταδίκη των «πρώην καρδιναλίων» (olim cardinales) Καρβαχάλ, Μπρισοννέ, ντε Πρι και Σανσεβερίνο και των υποστηρικτών τους ως σχισματικών και αιρετικών. Όλες οι πράξεις τους θα κηρύσσονταν άκυρες και ως μη γενόμενες. Η Γαλλία έμπαινε υπό απαγόρευση και το πανηγύρι τής Λυών μεταφερόταν στη Γενεύη. Η βούλλα τελείωνε με τον ορισμό τής 10ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας για την τέταρτη συνεδρίαση τής συνόδου.167
Η τέταρτη συνεδρίαση τής Συνόδου πραγματοποιήθηκε, όπως είχε προγραμματιστεί, στην εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη τού Λατερανού την Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου. Ο πάπας προέδρευσε, ενώ συμμετείχαν δεκαεννέα καρδινάλιοι, ενενηνταέξι πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, τέσσερις ηγούμενοι και οι τέσσερις στρατηγοί των μοναστικών ταγμάτων επαιτών σε επίσημη συμμετοχή, καθώς και οι απεσταλμένοι τού Μαξιμιλιανού, τού Φερδινάνδου τού Καθολικού, των Φλωρεντινών και τής ελβετικής Συνομοσπονδίας και μια σειρά άλλοι, όπως ο Φεντερίκο, ο μικρός γιος τού μαρκησίου Φραντσέσκο Γκονζάγκα τής Μάντουα.168 Διαβάστηκε η περίφημη επιστολή τού Λουδοβίκου ΙΑ’ γραμμένη στην Τουρ στις 27 Νοεμβρίου, 1461, που καταργούσε την Πραγματιστική Κύρωση. Το κείμενο τυπώθηκε αμέσως και μοιράστηκε.169 Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε αναβιώσει την Κύρωση, που υποστήριζε την ανεξαρτησία τής γαλλικανικής εκκλησίας και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο στα χέρια των συνοδιστών στη Λυών. Η βούλλα Saluti gregis (Χαιρετίζοντας το ποίμνιο) διαβάστηκε σε αυτή τη συνεδρίαση, καλώντας όλους τούς υποστηρικτές τής Πραγματιστικής Κύρωσης να εμφανιστούν ενώπιον τής Συνόδου τού Λατερανού εντός δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της.170 Ο πάπας ήθελε να θέσει το φάσμα αυτής τής απειλής μια για πάντα. Το κήρυγμα έκανε ο Κριστόφορο Μαρτσέλλο, που ήταν αποστολικός πρωτονοτάριος και παρεμπιπτόντως Ενετός. Με κλασσικές και ιστορικές αναφορές ο Μαρτσέλλο μίλησε για τα καθήκοντα των κοσμικών και εκκλησιαστικών ηγεμόνων, προχωρώντας από τον Πλάτωνα μέχρι την καταστροφική μάχη τής Ραβέννας, και ξεσπώντας σε παιάνα επαίνου τής συνόδου: «Ω χαρούμενη Σύνοδος τού Λατερανού! Ω αγία συνάθροιση … , όπου ένα καθήκον υπάρχει, μια αγάπη, μια ευτυχία!» (O foelix Lateranense Concilium! O sanctissima concio … , ubi una pietas viget, unus amor, una foelicitas!). Ανέμενε ότι η σύνοδος θα ξανάφτιαχνε τον κόσμο και αν κάποια από τα μέλη της αποκοιμήθηκαν κάτω από το βάρος τής νυσταγμένης ρητορικής του, πιθανότατα ξύπνησαν όταν άρχισε να επαινεί υπερβολικά τον Ιούλιο Β’, τού οποίου η απότομη ματιά αναμφίβολα σάρωνε τούς συγκεντρωμένους με τούς γερμένους ώμους.
Ο πάπας είχε εξαπολύσει δίκαιο πόλεμο, έλεγε ο Μαρτσέλλο, κατά των πιο δυνατών εχθρών και είχε υποστεί όχι μόνο άφοβα αλλά και πρόθυμα, ακραία ζέστη και ψύχος, άγρυπνες νύχτες, αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, ατελείωτες δυσκολίες, αντιμετωπίζοντας σχεδόν τον ίδιο τον θάνατο. Με μεγάλο κόστος είχε συγκεντρώσει στρατό και είχε ελευθερώσει τη Μπολώνια. Όπως κανένας πάπας πριν από αυτόν, ο Ιούλιος είχε κερδίσει αθάνατη δόξα διώχνοντας τον εχθρό από την Ιταλία, ενώ είχε κερδίσει το Ρέτζιο, την Πάρμα και την Πιατσέντσα. Ολόκληρη η Ιταλία είχε αγαλλιάσει με την επιτυχία του, αλλά οι απόγονοι θα θεωρούσαν πολύτιμη την ειρήνη που θα επέβάλλε στη χερσόνησο χωρίς περαιτέρω χρήση όπλων. Ο Μαρτσέλλο περίμενε τώρα από τον Ιούλιο, ως ανώτατο ηγεμόνα τής χριστιανοσύνης, να μεταρρυθμίσει την Εκκλησία, η οποία είχε παραμορφωθεί από διεφθαρμένες πρακτικές. Καθένας επιδίωκε το δικό του όφελος. Η Εκκλησία είχε μαραζώσει και θρηνούσε για την κατάντια της. Κακοί άνθρωποι θα κομμάτιαζαν την Εκκλησία, αν δεν είχε παρεμβάλει ο αήττητος ποντίφηκας τη δύναμή του για να την προστατεύσει. Πολύμορφος χορός κενταύρων και σατύρων κατέστρεφε καθημερινά την ομορφιά τής Εκκλησίας. Υποκριτές και σοφιστές, αρπακτικοί λύκοι με προβιές προβάτων, χλεύαζαν την ευσέβεια. … Αλλά ο Ιούλιος ήταν ο ποιμένας, ο γιατρός, ο κυβερνήτης, ο γεωργός, που θα έσωζε την Εκκλησία όπως είχε σώσει την Ιταλία. «Είστε στην πραγματικότητα άλλος επί γης Θεός!» (Tu denique alter Deus in terris!) Ο κόσμος προσέβλεπε σε αυτόν για δικαιοσύνη και ειρήνη.171 Η επόμενη συνεδρίαση τής Συνόδου ορίστηκε για τις 16 Φεβρουαρίου 1513.172 Ο Ιούλιος Β’ θα βρισκόταν στο νεκροκρέβατό του, πολύ άρρωστος για να σκεφτεί να συμμετάσχει. Ο Κριστόφορο Μαρτσέλλο ήταν εύγλωττος, αλλά ανακριβής. Παρά το γεγονός ότι οι Γάλλοι είχαν πράγματι αποσυρθεί από την Ιταλία, οι Ισπανοί τώρα περιφέρονταν στη χερσόνησο από τον βορρά μέχρι τον νότο. Ο γενναίος γέρος πάπας δεν είχε φέρει την ειρήνη, αλλά το σπαθί.
Ήταν θυελλώδης δεκαετία. Όμως για τον Ιούλιο Β’ ερχόταν η αιώνια ησυχία τού θανάτου. Ποτέ δεν είχε ανακάμψει πλήρως από τη σχεδόν μοιραία ασθένεια τού Αυγούστου τού 1511. Παρά τις ασυνήθιστες επιτυχίες που είχε πρόσφατα απολαύσει, σύννεφα συγκεντρώνονταν και πάλι στον πολιτικό ορίζοντα. Μια νέα γαλλο-ενετική συμμαχία φαινόταν ότι βρισκόταν μπροστά173 η οποία μπορούσε να στρέφεται μόνο κατά τής Ισπανίας και, κατά πάσα πιθανότητα, τού παπισμού. Οι Ενετοί δεν θα προσχωρούσαν στις υπέρογκες απαιτήσεις τού αυτοκράτορα, ενώ οι Ελβετοί φώναζαν ακόμη για χρήματα. Λεγόταν ότι ο Ερρίκος Η’ σχεδίαζε κι άλλη επίθεση κατά τής Γαλλίας την επόμενη άνοιξη.174 Αλλά τα πράγματα ήσαν όπως τα είχε πει ο Ελβετός αρχηγός τής παπικής φρουράς στον Ενετό πρεσβευτή Φραντσέσκο Φόσκαρι στη Ρώμη προς το τέλος τού Δεκεμβρίου 1512, «…ο πάπας είναι γέρος και αναμένεται να πεθάνει σύντομα» (… il Papa è vechio e morirà presto).175 Ο Ιούλιος Β’ δεν θα ζούσε για πολύ. Ο διάδοχός του θα είχε να κάνει πολλά. Στις 16 Ιανουαρίου 1513 ο Φόσκαρι έγραφε στην κυβέρνησή του από τη Ρώμη:
Η Αγιότητά του βρίσκεται στο κρεβάτι τις τελευταίες δεκαέξι ημέρες, όχι ότι είναι ιδιαίτερα άρρωστος, αλλά δεν έχει όρεξη. Τρώει δύο αυγά τη μέρα και δεν μπορεί να φάει τίποτε άλλο. Δεν έχει πυρετό, αλλά στην ηλικία του μπορεί να πάθει κάποια σοβαρή αρρώστια, κάποια ασθένεια που θα τού προκαλούσε η θλίψη για τη σημερινή κατάσταση.176
Παρά τη συνεχιζόμενη αδιαθεσία του, ο Ιούλιος Β’ ήθελε να συζητά κρατικές υποθέσεις. Χορηγούσε ακροάσεις στους καρδιναλίους και στους πρεσβευτές, αλλά παρέμενε σε αντίθεση με τη Γαλλία και αρνήθηκε να υποδεχτεί δύο Γάλλους απεσταλμένους, που υποτίθεται ότι είχαν έρθει στη Ρώμη για να διερευνήσουν τη δυνατότητα μιας γαλλο-παπικής συμφωνίας.177 Όμως στις 12 Φεβρουαρίου ο Φόσκαρι έγραψε ότι ο Ιούλιος είχε κακή νύχτα. Αμφέβαλλε αν θα ζούσε ο πάπας. Οι καρδινάλιοι άρχιζαν τις συνήθεις διαπραγματεύσεις με σκοπό το κογκλάβιο.178 Από τη στιγμή εκείνη οι παπικοί γιατροί απελπίζονταν για την ανάρρωσή του και ο ηλικιωμένος ασθενής τους λίγη προσοχή έδινε στις συμβουλές τους. Εμφανίστηκαν «ρίγη και πυρετός» (la febre freda e calda). Ο Ιούλιος ανανέωσε την προειδοποίησή του (monitorium) κατά τής σιμωνιακής εκλογής πάπα. Χωρίς να παίρνει υπόψη την ασθένειά του, ήθελε να εξαπολύσει εκστρατεία εναντίον τής Φερράρας. Οι πολιτικοί τής κούρτης εργάζονταν σκληρά. Τέσσερα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου θεωρούνταν ως πιθανοί διάδοχοι τού ετοιμοθάνατου Ιουλίου: οι Γενουάτες Ραφφαέλε Ριάριο και Νικκολό ντε Φιέσκι, ο Ούγγρος Τόμας Μπάκοτς και ο Ενετός Ντομένικο Γκριμάνι, αυτά τουλάχιστον ανέφερε ο Φόσκαρι από τη Ρώμη. Οι Κολόννα και Ορσίνι βρίσκονταν στα όπλα στη Ρωμαϊκή Καμπανία (Campagna). Ο ανηψιός τού πάπα Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, δούκας τού Ουρμπίνο, αναμενόταν στη Ρώμη, αλλά μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου δεν είχε φτάσει, φοβούμενος για τη ζωή του. Οι γιατροί τού πάπα έδιναν στον Ιούλιο λιγότερο από μία βδομάδα ζωής.179
Η πέμπτη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού είχε προσδιοριστεί για την Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου (1513). Ο πάπας είπε στον τελετάρχη του, τον Πάριντε Γκράσσι, ότι επιθυμούσε να συγκεντρωθούν οι καρδινάλιοι υπό την προεδρία τού καρδινάλιου Ραφαέλε Ριάριο, αρχιμανδρίτη τού Ιερού Κολλέγιου, ώστε να μην περάσουν οι ημερομηνίες που προβλέπονταν για την υποταγή τού Λουδοβίκου ΙΒ’ και των υποστηρικτών του και να μη παρακαμφθούν οι όροι. Η σύνοδος λοιπόν συνεδρίασε κατά την καθορισμένη μέρα, «προεδρεύοντος τού σεβασμιοτάτου … Ραφαέλε, επισκόπου Όστια, ταμία τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας» (praesidente reverendissimo. . . domino Raphaele, ebiscopo Ostiensi, Sanctae Romanae Ecclesiae camerario).180 Οι καρδινάλιοι, ιεράρχες, αξιωματούχοι τής κούρτης, λίγοι κοσμικοί ηγεμόνες, τέσσερις πρεσβευτές, μέλη τής αριστοκρατίας, καθώς και αριθμός Ιωαννιτών πέρασαν όλοι με το σάλπισμα των σαλπίγγων από το ανάκτορο στη βασιλική σε επίσημη πομπή. Ο Τζιοβάννι Μαρία ντελ Μόντε, που σύντομα θα επιβεβαιωνόταν ως αρχιεπίσκοπος Σιπόντο (Μανφρεντόνια), έκανε το κήρυγμα, γεμάτος επαίνους για τον απόντα ποντίφηκα. Ο Τζιανμαρία ήταν ανηψιός τού καρδινάλιου Τσιόκκι και κάποια μέρα (το 1550) θα ανέβαινε ο ίδιος στον παπικό θρόνο ως Ιούλιος Γ’. Τώρα έκανε έκκληση στους πατέρες να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη και την εκκλησιαστική ενότητα. Λαχταρούσε να δει ειρήνη στην Ευρώπη. Αν οι χριστιανοί έπρεπε να χύσουν το αίμα τους για εξιλέωση των αμαρτιών τους, ας το έκαναν σε σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Η βούλλα «Αν ο δημιουργός όλων των πραγμάτων» (Si summus rerum opifex), που απαγόρευε τη σιμωνία κατά τις παπικές εκλογές, διαβάστηκε από τον άμβωνα στον καθεδρικό ναό. Μια σιμωνιακή εκλογή ανακηρυσσόταν άκυρη. Οποιοσδήποτε εκλεγόταν με αυτόν τον τρόπο θα καθαιρούνταν, ως αποστάτης και αιρεσιάρχης, από τη θέση τού καρδινάλιου, με απώλεια όλων των αξιωμάτων του. Ο κοσμικός βραχίονας ήταν δυνατό να κληθεί εναντίον ενός τέτοιου ψευδο-πάπα, τού οποίου οι μομφές ήσαν άκυρες. Οι σιμωνιακοί εκλέκτορες θα υφίσταντο και οι ίδιοι απώλεια των επιδομάτων και αξιωμάτων τους, εκτός αν εγκατέλειπαν τον ψευδο-πάπα τους και επανενώνονταν με τούς μη σιμωνιακούς συναδέλφους τους εντός οκτώ ημερών από τότε που θα καλούνταν να το πράξουν. Οι σιμωνιακοί μεσολαβητές θα έχαναν επίσης όλα τα επιδόματα και αξιώματά τους, ενώ θα επιβαλλόταν και δήμευση τής περιουσίας τους. Όλοι αυτοί οι σιμωνιακοί θα αφορίζονταν αυτοδικαίως (ipso facto), ενώ η ποινή μπορούσε να αρθεί μόνο από κανονικά εκλεγμένο πάπα. Αν και έξι πατέρες είχαν αντίρρηση, η μεγάλη πλειοψηφία συμφώνησε με τις αυστηρές διατάξεις τής βούλλας. Διαβάστηκε επίσης το παπικό διάταγμα κατά τής γαλλικής Πραγματιστικής Κύρωσης και η έκτη συνεδρίαση τής Συνόδου προγραμματίστηκε να συγκληθεί στις 11 Απριλίου.181 Το ερώτημα ήταν, ποιος άραγε θα ήταν τότε πάπας;
Κάθε μέρα που περνούσε, έδειχνε ότι δεν θα ήταν ο Ιούλιος Β’, ο οποίος ήταν τώρα «καταβεβλημένος από παρατεταμένη διάρροια» (diutina diarrhoea consumptus). Στις 20 Φεβρουαρίου έλαβε τη θεία ευχαριστία και κάλεσε τούς καρδιναλίους στο δωμάτιό του, για να τούς υπενθυμίσει ότι ήταν δικό τους δικαίωμα και καθήκον να εκλέξουν τον πάπα. Με αυτό δεν είχε τίποτε να κάνει η Σύνοδος τού Λατερανού. Οι σχισματικοί καρδινάλιοι έπρεπε να αποκλειστούν από το κογκλάβιο και από την πόλη. Ως Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε τούς συγχώρησε όλους και σήκωσε το χέρι του σε ευλογία, αλλά ως πάπας Ιούλιος Β’ δεν μπορούσε παρά να επιμένει ότι έπρεπε να τηρηθεί δικαιοσύνη. Μέχρι εκείνο το σημείο είχε μιλήσει στα λατινικά, χρησιμοποιώντας τον παπικό πληθυντικό, σαν να απευθυνόταν σε εκκλησιαστικό συμβούλιο. Τώρα, μιλώντας στην ιταλική γλώσσα, ενημέρωνε τούς καρδιναλίους ότι ήθελε να έχει ο δούκας τού Ουρμπίνο στο διηνεκές την πόλη και την παπική εκπροσώπηση τού Πέζαρο. Οι καρδινάλιοι συμφώνησαν σε αυτό. Τότε ανέθεσε σε αυτούς την οικογένειά του, δίνοντάς τους όλες τις ευλογίες του. Ήσαν δακρυσμένοι, όπως κι αυτός. Ήταν το τέλος. Πέθανε περίπου στις 3 το πρωί στις 21 Φεβρουαρίου 1513.182 «Αυτός ο πάπας», σημείωνε ο Σανούντο στα ημερολόγιά του, «βασίλευσε εννέα χρόνια, έντεκα [!] μήνες και είκοσι μέρες. Ήταν εξηνταοκτώ ετών και αποτέλεσε την αιτία τής ερείπωσης τής Ιταλίας». Και στο σημείο αυτό κατέγραψε με εμφανή ευχαρίστηση τούς στίχους εικοσιπέντε περίπου υβριστικών «πασκουϊνάδων» (pasquinades) με αντίστοιχο περιεχόμενο.183
Ο Ιούλιος Β’ είχε πολλούς επικριτές, από τον Σανούντο μέχρι τον Γρηγορόβιο και τον Μπρος, καθώς και υπερασπιστές από τον Ρομπέρτο Μπελλαρμίνο μέχρι τον Πάστορ, αλλά ο Πάριντε Γκράσσι πιστοποιεί το μεγάλο πλήθος που παρακολούθησε την κηδεία του, παραμερίζοντας τούς φρουρούς για να φιλήσει τα πόδια τού γενναίου ποντίφηκα, που είχε πετάξει τούς αντιδημοφιλείς Γάλλους έξω από την Ιταλία.184 Είχε υπάρξει πάπας μεγάλου θάρρους και επιμονής, λέει ο Γκουτσαρντίνι, αλλά ορμητικός και με απέραντες ιδέες, που θα μπορούσαν να τον έχουν ρίξει με ορμή στην καταστροφή, αν δεν τον υποστήριζαν ο σεβασμός που αισθανόταν για την Εκκλησία, η ασυμφωνία των ηγεμόνων και η κατάσταση τής εποχής, γιατί η δική του μετριοπάθεια και σύνεση δεν ήσαν τέτοιες ώστε να τον σώσουν. Σίγουρα θα ήταν αντάξιος τής ύψιστης δόξας, κατά τη γνώμη τού Γκουτσαρντίνι, αν είχε χρησιμοποιήσει την ίδια φροντίδα και αποφασιστικότητα για την προώθηση τής πνευματικής ευημερίας τής Εκκλησίας, όση είχε δαπανήσει για την εξύψωση τού κοσμικού μεγαλείου της.185
Ο αγώνας τού Ιουλίου Β’ εναντίον τού Λουδοβίκου ΙΒ’ είχε κάνει περισσότερα από το να διώξει απλώς τούς Γάλλους από την ιταλική χερσόνησο. Είχε σημάνει ότι η Εκκλησία δεν επρόκειτο να ξαναπέσει κάτω από «Βαβυλώνια αιχμαλωσία», τουλάχιστον όχι στην υποταγή στη Γαλλία. Ο κίνδυνος ισπανικής ηγεμονίας βάραινε πολύ στο μυαλό τού Ιουλίου όταν πέθαινε, ενώ τα επόμενα χρόνια θα έδειχναν ότι ενώ ο παπισμός είχε διαφύγει από τον γαλλικό κίνδυνο, είχε σχεδόν υποκύψει στον άλλο. Περισσότεροι από έναν συγγραφείς έχουν συγκρίνει τον Ιούλιο με τον Ιννοκέντιο Γ’. Βέβαια η άποψη τού Ιουλίου αγκάλιαζε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Εργαζόταν σκληρά για να διατηρήσει τη θρησκευτική ορθοδοξία και για να πετύχει τη μετατροπή των Βοημών αιρετικών, ενώ την ίδια στιγμή αποθάρρυνε τις φιλοδοξίες των Ισπανών ιεροεξεταστών, των οποίων η επιτυχία στη Νάπολη θα σήμαινε σοβαρό περιορισμό τής παπικής εξουσίας στο Bασίλειο (Regno). Ασχολήθηκε ο ίδιος με τη μεταρρύθμιση και την αναδιοργάνωση των θρησκευτικών ταγμάτων, αλλά έβλεπε πέρα από τα όρια τής Ευρώπης και ενδιαφερόταν για ιεραποστολικές επιχειρήσεις στην Αμερική, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Αν και έδωσε μεγάλο μέρος τού χρόνου και τής δύναμής του στον πόλεμο και τη διπλωματία, ο ίδιος δεν αγνόησε τις τέχνες τής ειρήνης. Προίκισε, για παράδειγμα, τον χώρο τής χορωδίας (choir) στον ναό τού Αγίου Πέτρου, που έχει ονομαστεί από την εποχή του Παρεκκλήσι Ιουλίου (Καπέλλα Τζούλια).
Στην αρχιτεκτονική, όπως και στην πολιτική, ο Ιούλιος Β’ προωθούσε μεγαλεπήβολα σχέδια. Παρά το γεγονός ότι ήταν συλλέκτης βιβλίων, δεν ήταν δοσμένος στη μελέτη μικρογραφιών. Δεν είχε το μυαλό νομισματολόγου και δεν ήταν στην πραγματικότητα λόγιος. Ποτέ δεν χάνονταν ενατενίζοντας αρχαία γλυπτά που τού άρεσαν και για τα οποία πλήρωνε υψηλές τιμές. Ακόμη και τα σχέδια τού Μιχαήλ Αγγέλου για τον μεγάλο τάφο του, από τα οποία ο μαγευτικός Μωυσής (που φτιάχτηκε αμέσως μετά τον θάνατο τού Ιουλίου) εκφράζει κατά κάποιον τρόπο την προσωπικότητά τού πάπα, «που ήταν πάντοτε πρόθυμος για κάτι μεγαλύτερο» (magnarum semper molium avidus), έδωσαν τη θέση τους στις αρχές τού 1506 στα σχέδια τού Μπραμάντε για τη μεγάλη νέα βασιλική τού Αγίου Πέτρου.
Χρειαζόταν τεράστια αποφασιστικότητα για να δοθούν εντολές κατεδάφισης τού παλαιού ερειπωμένου Αγίου Πέτρου, ο οποίος κατά την εποχή τού ίδιου τού Ιουλίου είχε ξεπεράσει χίλια χρόνια παπικής ιστορίας. Αυτός έδωσε εκείνες τις εντολές.186 Ενώ συνέχιζε τον πόλεμο, συνέχιζε και την ανοικοδόμηση τής Ρώμης, αναλαμβάνοντας το έργο των προκατόχων τού Νικολάου Ε’ και Σίξτου Δ’. Αποκατέστησε τα τείχη τής πόλης. Βελτίωσε την ύδρευση και την αποχέτευση. Έφτιαξε νέους δρόμους, όπως ακόμη μαρτυρά η Βία Τζούλια. Και επέκτεινε το Ανάκτορο τού Βατικανού, συνδέοντάς το με το Μπελβεντέρε. Χρησιμοποίησε τούς καλύτερους καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες τής εποχής, περιλαμβανομένων τού παλιού του φίλου Τζουλιάνο ντα Σανγκάλλο και τού νεαρού Αντόνιο Πικκόνι ντα Σανγκάλλο, τού Ντονάτο Μπραμάντε, τού χρυσοχόου Κριστόφορο Φόππα Καραντόσσο, τού Μπαλντασσάρε Περούτσι, τού Κριστόφορο Ρομάνο, τού Αντρέα Σανσοβίνο και φυσικά τού Μικελάντζελο και τού Ραφαήλ.
Με εντολή τού Ιουλίου έγινε σημαντική δουλειά στις εκκλησίες τής Σάντα Μαρία Ματζιόρε, τού Αλυσοδεμένου (in Vincoli) Αγίου Πέτρου, τού Σαν Μπιάτζιο ντέλλα Πανιόττα, των Αγίων Αποστόλων και τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο,187 στην τελευταία από τις οποίες ανέθεσε στον Αντρέα Σανσοβίνο τον σχεδιασμό των μαρμάρινων τάφων (στον νάρθηκα) των εκλιπόντων καρδιναλίων Ασκάνιο Σφόρτσα και Τζιρολάμο Μπάσσο ντέλλα Ρόβερε, που ολοκληρώθηκαν το 1509. Ανακατασκεύασε ή ενίσχυσε διάφορα φρούρια στα παπικά κράτη, περιλαμβανομένων και εκείνων στην αγαπημένη του Όστια, στην Τσιβιταβέκκια, στην Τσίβιτα Καστελλάνα, στο Βιτέρμπο, στο Μοντεφιασκόνε, στο Φορλί, στην Ίμολα και στη Μπολώνια. Έδωσε εντολή να γίνουν εργασίες στους καθεδρικούς ναούς τού Ορβιέτο και τής Περούτζια. Με τη βοήθεια εσόδων από συγχωροχάρτια, συνέβαλε στην οικοδόμηση ή ανοικοδόμηση εκκλησιών στη Μπολώνια, στη Φερράρα, στο Σαν Αρκάντζελο, στο Κορνέτο και στην Τοσκανέλλα και ιδιαίτερα εκείνων στο Λορέτο και στη γενέτειρά του Σαβόνα. Όμως η προσοχή τού Ιουλίου Β’ ήταν κυρίως επικεντρωμένη στη Ρώμη και όπως παρατηρούσε τον Ιούνιο τού 1509 ο επαινετικός σύγχρονός του, ο εφημέριος Φραντσέσκο Αλμπερτίνι, στην αρχή τού τμήματος τού οδηγού του που περιέγραφε τα πρόσφατα θαύματα τής Ρώμης, ο Ιούλιος είχε ξεπεράσει όλους τούς προκατόχους του στην αποκατάσταση και τον εξωραϊσμό τής Αιώνιας Πόλης,188 ενώ τα έργα τού Μικελάντζελο και τού Ραφαήλ αύξαναν με ραγδαίο ρυθμό εκείνα τα θαύματα.
Αν και η πολιτική θεωρία κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση προερχόταν ως επί το πλείστον από την πίστη στον Θεό, τον οποίο ο πάπας υπηρετούσε ως εκπρόσωπος τού Χριστού και οι βασιλείς ως υπαρχηγοί Του, σίγουρα ο κόσμος των Ενώσεων τού 16ου αιώνα μοιάζει με τη σύγχρονη εποχή στην απόρριψη μεταφυσικών σκέψεων και στη θεμελίωση των διεθνών σχέσεων επί τού ιδιοτελούς συμφέροντος, το οποίο έπρεπε να διασφαλίζεται από τις συμβατικές υποχρεώσεις. Αλλά αν η Σταυροφορία, ο πρωταρχικός σκοπός γενεών, παραμελήθηκε κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Ιουλίου Β’, αυτό έγινε κυρίως επειδή οι υποθέσεις τής Ιταλίας και οι ιταλικοί πόλεμοι δέσμευαν ολόκληρο τον χρόνο του και απαιτούσαν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του. Εκείνος διατύπωνε συχνά τη φιλοδοξία εκδίωξης των απίστων από την Ισταμπούλ και την Ιερουσαλήμ, ενώ στις 17 Ιουνίου 1509 ο καρδινάλιος Σιγκισμόντο Γκονζάγκα δήλωσε ότι ο Ιούλιος ήθελε να συμμετάσχει προσωπικά σε εκστρατεία, την οποία σχεδίαζε τότε εναντίον των Τούρκων και μάλιστα ο Ιούλιος έλπιζε επίσης ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο θα χοροστατούσε λειτουργίας στην Ισταμπούλ!189 Σίγουρα η απεγνωσμένη φύση αυτής τής ελπίδας δεν χρειάζεται να σχολιαστεί. Ακόμη και ως χρήσιμος τρόπος για να κηρυχθεί η ειρήνη ή να συγκεντρωθούν πόροι, η Σταυροφορία χρησιμοποιήθηκε γενικά λιγότερο κατά τη διάρκεια τής παπικής του θητείας σε σχέση με εκείνες των προκατόχων του, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση των φόρων σταυροφορίας (cruzadas) που συλλέγονταν από τον Φερδινάνδο τον Καθολικό ως συμβολή στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεών του στη Βόρεια Αφρική. Αλλά αν βασιλιάδες και ηγεμόνες (και μερικοί πάπες) αντιμετώπιζαν την προοπτική σταυροφορίας με σκεπτικισμό, η κοινή γνώμη εξακολουθούσε να είναι υπέρ τής ιδέας μια μεγάλης εκστρατείας κατά των Τούρκων, που απειλούσαν τα ουγγρικά σύνορα και περιφέρονταν στα νερά τής δυτικής Μεσογείου.
Ο Φερδινάνδος κατεύθυνε τη σταυροφορία προς τη Βόρεια Αφρική. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ αγαπούσε τον τίτλο τού «Χριστιανικότατου βασιλιά» (Rex Christianissimus), τον οποίο λαχταρούσε ο Ερρίκος Η’. Ο Τζέημς Δ’ τής Σκωτίας μιλούσε συνεχώς για τη σταυροφορία. Ο κόσμος τού Ισλάμ βρισκόταν έξω από τη Χριστιανική Κοινοπολιτεία (Respublica Christiana). Οι μουσουλμάνοι ήσαν οι αντίπαλοι των χριστιανών, το Κοράνι η άρνηση τού χριστιανικού δικαίου και η σταυροφορία η ευγενέστερη μορφή πολέμου. Οι διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία ήταν πιθανό να θεωρούνται ανήθικες, ενώ οι δραστηριότητες των Ιταλών απεσταλμένων που στέλνονταν στην Πύλη, ιδιαίτερα εκείνες τής εγκατεστημένης στην Ισταμπούλ ενετικής πρεσβείας, εύκολα οδηγούνταν σε λαϊκή κατακραυγή. Αν εμφανιζόταν κάποια αλλαγή στην ευρωπαϊκή σκέψη, λόγω τής αυξανόμενης εκκοσμίκευσης τής κοινωνίας στις αρχές τού 16ου αιώνα, αυτή ήταν λιγότερο ραγδαία και λιγότερο έντονη απ’ όσο φαίνεται να πιστεύουν κάποιοι ιστορικοί, περιλαμβανομένου τού Μωλντ-λα-Κλαβιέρ.190
Αν και η αγγλική και η γαλλική αστική τάξη λίγο συγκινούνταν με τη Σταυροφορία, η ιδέα παρέμενε ζωντανή μεταξύ των Ενετών, των οποίων οι κτήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκονταν διαρκώς υπό τον τουρκικό κίνδυνο. Αυτή ήταν η τραγωδία τής Ένωσης τού Καμπραί, όπως την έβλεπαν ο Σανούντο και οι συμπολίτες του: προσπαθώντας να καταστρέψουν τη Γαληνοτάτη, τα μέλη τής Ένωσης προσπαθούσαν να καταστρέψουν το κύριο χριστιανικό προπύργιο στην Ανατολή, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί σοβαρά από μισό αιώνα τρομακτικών τουρκικών επιτυχιών. Αυτή εν πάση περιπτώσει ήταν η άποψη που οι Ενετοί προτιμούσαν να έχουν. Αλλά εκτός από την ενετική ιδιοτέλεια, η ιδέα τής σταυροφορίας παρέμενε δημοφιλής στην ιπποσύνη τής Ευρώπης, στον κατώτερο κλήρο και στην αγροτιά.
Από την εποχή τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί οι γαλλικές σχέσεις με την Αίγυπτο έγιναν στενές και ο Γάλλος πρόξενος στο Κάιρο επισκίαζε σε σημασία τον Ενετό συνάδελφό του. Μετά το 1510 οι Γάλλοι φαινόταν να έχουν κάποιο είδος προτεκτοράτου επί των Αγίων Τόπων.191 Η Γαλλία φαινόταν να έχει μέλλον στην Ανατολική Μεσόγειο, τουλάχιστον διπλωματικό μέλλον. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο τού Μεχμέτ Β’ Πορθητή ο παπισμός ήταν σε θέση να αντέχει οικονομικά τούς ιταλικούς πολέμους. Κάτω από την αδύνατη εξουσία τού Βαγιαζήτ Β’ οι Τούρκοι σπανίως είχαν απειλήσει τις ακτές τής χερσονήσου. Για κάποιο διάστημα η αιχμαλωσία τού Τζεμ σουλτάν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πλεονέκτημα και είχε χρησιμοποιηθεί. Τώρα όμως ο δραστήριος νεαρός πολεμιστής Σελήμ Α’ καταλάμβανε τον θρόνο τού Οσμάν και οι άνθρωποι τής εποχής πίστευαν ότι είχε την πρόθεση να κυριαρχήσει σε όσο μεγαλύτερο μέρος τού κόσμου μπορούσε. Η γαλλική επιρροή στην Αίγυπτο θα εξαφανιζόταν με την καταστροφή τού σουλτανάτου από τούς Τούρκους. Μια άλλη γενιά μάλιστα θα εύρισκε τούς Γάλλους σε κατ’ ουσία συμμαχία με τούς Τούρκους (το 1536) εναντίον των Αψβούργων, αλλά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που βρίσκονταν μπροστά και πάλι οι Ευρωπαίοι θα ζούσαν υπό τον συνεχή φόβο τής τουρκικής επιθετικότητας. Η σταυροφορία θα μετατρεπόταν και πάλι σε ζωτική δύναμη τής παπικής πολιτικής και τής ιταλικής πολιτικής και ο διάδοχος τού Ιουλίου Β’ θα γνώριζε το άγχος που γεννούσε η τουρκική δύναμη και επέκταση, το οποίο ο ίδιος ο Ιούλιος είχε γλιτώσει.
<-2. Η Ένωση τού Καμπραί, οι Τούρκοι και οι Γαλλικανοί συνοδιστές (1507-1511) | 4. Ο Λέων Ι’, η Σύνοδος τού Λατερανού και η οθωμανική κατάκτηση τής Αιγύπτου (1513-1517)-> |