4
Ο Λέων Ι’, η Σύνοδος τού Λατερανού και η οθωμανική κατάκτηση τής Αιγύπτου (1513-1517)
![]() |
![]() |
Στα τέλη τού 15ου και στις αρχές τού 16ου αιώνα οι πάπες έτειναν να γίνονται σαν τούς άλλους Ιταλούς ηγεμόνες. Εκλέγονταν στο αξίωμα, όπως και οι δόγηδες τής Βενετίας, από μικρό, ολιγαρχικών αντιλήψεων σώμα. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου οι οικογένειες των Πικκολομίνι, ντέλλα Ρόβερε, Βοργία και Μεδίκων κέρδισαν καθεμιά το παπικό αξίωμα περισσότερες από μία φορά. Οι καρδινάλιοι ήσαν συχνά παπικοί ανηψιοί και οι πάπες ίδρυαν οικογένειες ηγεμόνων. Η προστασία παρεχόταν αποκλειστικά σε προσωπικούς φίλους ή πολιτικούς υποστηρικτές. Αλλά κατά κάποιον τρόπο η άλωση τής Κωνσταντινούπολης και ο αυξανόμενος τουρκικός κίνδυνος άσκησαν ευεργετική επίδραση επί τού παπισμού, όπως ακριβώς άσκησε στη συνέχεια ολόκληρο το κίνημα τής Αντιμεταρρύθμισης και τής Συνόδου τού Τρεντ.
Η τουρκική απειλή ανάγκαζε τούς πάπες να λαμβάνουν υπόψη τους ολόκληρη την Ευρώπη κατά τη διαμόρφωση των κυρίων πολιτικών τους, να διευρύνουν το οπτικό τους πεδίο σε κάθε κρίσιμη καμπή των υποθέσεων, ενώ τούς βοηθούσε (ή και τούς υποχρέωνε) να προσπαθούν να διατηρούν τον καθολικό χαρακτήρα τού παπισμού. Μερικές φορές επίσης οι εκκλήσεις των Ελλήνων προσφύγων και η ελκυστικότητα τής κλασσικής παράδοσης κατεύθυνε την προσοχή των ανθρωπιστών τής παπικής κούρτης στη θλιβερή κατάσταση τής Ελλάδας.1 Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι η συζήτηση για σταυροφορία συνεχιζόταν όπως και σε περασμένες εποχές, ενώ επίσης δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι έγιναν τόσο λίγα για την οργάνωση μεγάλης κλίμακας εκστρατειών για επιθέσεις κατά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Παράγοντες όπως η αντιπαλότητα Ισπανών και Γάλλων για τον έλεγχο τής Ιταλίας θα απαιτούσαν διαρκώς από τούς πάπες την αναζήτηση ευρέος φάσματος μέσων για τη διατήρηση τής ανεξαρτησίας τους. Παρ’ όλα αυτά η εποχή δεν ήταν ευνοϊκή για αξιώσεις καθολικότητας. Η μεσαιωνική σύνθεση, όπως αυτή ήταν, είχε καταρρεύσει. Για αιώνες τα λατινικά είχαν υπάρξει η γλώσσα τής μάθησης και τής διπλωματίας, αλλά τώρα έχαναν τη θέση τους, δεχόμενα επίθεση από τις καθομιλούμενες γλώσσες. Όλο και περισσότερο ο διπλωμάτης έπρεπε να είναι γλωσσομαθής.2 Πλησίαζε η εποχή τού Καρόλου Ε’ και ο Κάρολος ήταν μορφωμένος γλωσσομαθής.
Η παρακμή των λατινικών φαίνεται ότι ήταν επιζήμια για το κύρος τού παπισμού. Η παγκόσμια γλώσσα και η παγκόσμια εκκλησία πήγαιναν μαζί. Η θρησκευτική ενότητα τής Ευρώπης μειωνόταν με τη μείωση τής γλωσσικής ενότητας και η παπική αυθεντία επηρεαζόταν από την αύξηση των καθομιλουμένων γλωσσών καθώς και των εθνικών κρατών. Οι πάπες μπορούσαν πάντοτε να κηρύσσουν σταυροφορίες. Ο Πίος Β’ (όπως και ο Γρηγόριος Ι’ πριν από αυτόν) είχε προτείνει να αναλάβει ο ίδιος την ηγεσία σταυροφορίας. Όμως κανένας πάπας δεν πήγε ποτέ ως σταυροφόρος στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ μέσα στη δίνη τής ιταλικής πολιτικής δεν θα ήταν συνετό να αφήσουν την κληρονομιά τού Αγίου Πέτρου εξ ολοκλήρου στο έλεος των κοσμικών δυνάμεων.
Καθώς η Ευρώπη περνούσε στον 16ο αιώνα, ο παπισμός ανταποκρινόταν αργά στις ανάγκες τής νέας εποχής. Συχνά μέσα από τις σελίδες τού τελετουργικού ημερολογίου τού Γιόχαν Μπούρχαρτ η θρησκευτική ζωή τής παπικής κούρτης παίρνει τη μορφή θεατρικής παράστασης, στερούμενης πνευματικού περιεχομένου. Αυτό μόνο εν μέρει οφείλεται στη φύση τού βιβλίου και στη νοοτροπία των παπών Ιννοκέντιου Η’ και Αλεξάνδρου ΣΤ’. Η κούρτη ήταν πνευματικά ανεπαρκής. Το πολύχρωμο πανόραμα των παπικών πομπών, ο πανηγυρισμός θρησκευτικών εορτών, νέων συνθηκών και ναυτικών και στρατιωτικών νικών, η υποδοχή ηγεμόνων και πρεσβευτών, άλλες δημόσιες τελετές, όλα αυτά αποτελούσαν στην πραγματικότητα θεάματα ασυνήθιστου ενδιαφέροντος, που ευχαριστούσαν τον ρωμαϊκό λαό. Μάλιστα εξακολουθούν να τον ευχαριστούν. Όμως από την εποχή τού Ιουλίου Β’ αυξανόμενοι αριθμοί σοβαρών πολιτικών και λογίων έπαιρναν παπική προαγωγή και αναμενόταν να αφιερώσουν τις ικανότητές τους στα εξαιρετικά πολύπλοκα ξένα και εγχώρια προβλήματα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει η Αγία Έδρα.
Όταν πέθανε ο Ιούλιος Β’, οι άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλά ότι είχε τερματιστεί μια ασυνήθιστη παπική θητεία. Γνώριζαν επίσης πολύ καλά ότι ο ανταγωνισμός Ισπανών και Γάλλων για κυριαρχία επί τής Ευρώπης, καθώς και επί τής Ιταλίας, σηματοδοτούσε την έναρξη νέας περιόδου στη διπλωματία και τον πόλεμο. Ο Ισπανός αντιβασιλέας τής Νάπολης, ο Ραμόν ντε Καρντόνα, ήταν αποφασισμένος να οικοδομήσει τη θέση του στη βόρεια Ιταλία πάνω στα κατά το δυνατόν πιο γερά θεμέλια, γιατί ήξερε, όπως έβλεπε καθαρά ο Φραντσέσκο Βεττόρι ότι ο Ιούλιος Β’ σχεδίαζε να εκδιώξει τον Φερδινάνδο τον Καθολικό από την Ιταλία, τόσο σίγουρα όσο ο ίδιος είχε εκδιώξει τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας.3 Ο Ιούλιος είχε πεθάνει σε λάθος στιγμή, αλλά κανένας δεν ζει για πάντα. Υπήρχε φυσικά μεγάλος προβληματισμός για το ποιος θα ήταν ο διάδοχός του, καθώς και για το αν ο νέος πάπας θα προωθούσε την υπόθεση τής ειρήνης ή θα παρέτεινε τον πόλεμο στην Ιταλία.
Στις 4 Μαρτίου 1513 εικοσιπέντε καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν στο Ανάκτορο τού Βατικανού. Επιμένοντας για τη συνέχιση τής Πέμπτης Συνόδου τού Λατερανού, τόσο για την πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στην Εκκλησία όσο και για την προώθηση τού πολέμου εναντίον των Τούρκων, εισήλθαν σε επίσημο κογκλάβιο. Ως συνήθως η ψηφοφορία έγινε στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι, το οποίο δεν υπάρχει πια. Οι καρδινάλιοι κοιμούνταν στην Καπέλλα Σιξτίνα, όπου τούς είχαν διατεθεί με κλήρωση μικρά, σκοτεινά κελλιά, ενώ πραγματοποιούσαν τις συζητήσεις τους στις παρακείμενες αίθουσες τού ανακτόρου. Ύστερα από μια βδομάδα, στις 11 Μαρτίου, εξέλεξαν τον καταδεκτικό καρδινάλιο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι.4
Πήρε το όνομα Λέων Ι’ και ήταν ο πρώτος Φλωρεντινός που εκλέχτηκε ποτέ πάπας. Η εκλογή του προκάλεσε άγρια χαρά στη γενέτειρά του, όπου τα νέα τού μεγάλου γεγονότος έφτασαν δέκα περίπου ώρες μετά την πρώτη αναγγελία τους στη Ρώμη. Ο αδελφός του Τζουλιάνο άρχισε προετοιμασίες για να πάει στη Ρώμη με τετρακόσιους ιππείς, ενώ η Σινιορία τής Φλωρεντίας επέλεξε δώδεκα ευγενείς ως πρεσβεία υπακοής προς τον νέο ποντίφηκα.5
Τα γαλλόφιλα στοιχεία στην Ιταλία ενοχλήθηκαν. Ο καρδινάλιος ντε Μέντιτσι είχε υποστηρίξει τις πολεμικές δραστηριότητες τού Ιουλίου Β’ και είχε συλληφθεί από τούς Γάλλους μετά τη βραχύβια νίκη τους στη Ραβέννα τον Απρίλιο τού 1512. Στη συνέχεια είχε ανακαταλάβει τη Φλωρεντία με ισπανική βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΒ’ έλαβε την είδηση της εκλογής του χωρίς ιδιαίτερη λύπη.6 Ο Φερδινάνδος ο Καθολικός τής Αραγωνίας ήταν φυσικά συνεπαρμένος, όπως έγραφε στον Λέοντα,7 αφού άλλωστε ο Λέων ήταν σύμμαχός του. Οι γερμανικές και ιταλικές αντιδράσεις στην εκλογή, λιγότερο σημαντικές από τη γαλλική και την ισπανική, ήσαν επίσης γενικά ευνοϊκές. Ο Λέων Ι’ στέφθηκε το Σάββατο 19 Μαρτίου.8
Το τουρκικό πρόβλημα είχε ανεβεί στον θρόνο μαζί του. Στις 18 Μαρτίου, τη μέρα πριν από τη στέψη του, ο Λέων είχε προειδοποιήσει τον βασιλιά Σίγκισμουντ τής Πολωνίας ότι οι διαφορές τού τελευταίου με τον Άλμπρεχτ των Χοετζόλλερν, μαργράβο τού Βρανδεμβούργου και μάγιστρο των Τευτόνων Ιπποτών στην Πρωσία, έπρεπε να συντεθούν, γιατί οι κοντινοί γείτονές τους, οι Τούρκοι, μόνο χαρά μπορούσαν να νιώθουν για την αλληλοκτόνο διαμάχη των χριστιανών και να ενθαρρύνονται να εξαπολύσουν περαιτέρω επιθέσεις εναντίον τής Κεντρικής Ευρώπης.9 Στις 23 Μαρτίου ο Λέων έκανε έκκληση στον Ραμόν ντε Καρντόνα, τον αντιβασιλέα τής Νάπολης, να επιτρέψει και να ενθαρρύνει την αποστολή βοήθειας στη Ρόδο, γιατί πίστευαν στην παπική κούρτη ότι οι Ιωαννίτες θα βρίσκονταν σύντομα υπό τουρκική πολιορκία στο νησιωτικό οχυρό τους.10 Αλλά καλλιεργημένος και ευγενής όπως ήταν και γνωρίζοντας τούς κινδύνους τής εποχής του, ο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι ήταν επίσης άστατος, ενώ μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι δεν έδινε μεγάλη σημασία στους Τούρκους, καθώς ίππευε σε πομπή για να εγκατασταθεί στη βασιλική τού Λατερανού στις 11 Απριλίου, αν και ίππευε μάλιστα το ίδιο τουρκικό άλογο, που ίππευε όταν είχε συλληφθεί από τούς Γάλλους στη Ραβέννα πριν ένα χρόνο.
Ο περίτεχνος εορτασμός τού «ποσσέσσο» ή τής ανάληψης τής κατοχής τού Λατερανού, έγινε μάλιστα στην επέτειο τής σύλληψης τού Λέοντα, αλλά η 11η Απριλίου ήταν επίσης η μέρα τής γιορτής τού Αγίου Λέοντος τού Μεγάλου. Η μέρα είχε επιλεγεί σκόπιμα, ως υπενθύμιση ότι η καλοτυχία είχε ακολουθήσει την αναποδιά.11 Το σημαντικότερο ζήτημα που απασχολούσε τις τελετές που συνόδευαν την κατοχή (possesso) τού Λέοντος Ι’ ήταν η μεγάλη ανάγκη να γίνει ειρήνη τόσο μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όσο και μεταξύ των ιταλικών κρατών. Παρ’ όλα αυτά δεν θα ήταν εύκολη η εξασφάλιση ή διατήρηση ειρήνης, όσο ευλαβικά κι αν την επιθυμούσαν, εφόσον οι Γάλλοι επέμεναν να εκδικηθούν για την «ήττα» τους στη Ραβέννα και να ανακτήσουν τις απώλειές τους στη Λομβαρδία.
Με τη συνθήκη τής Μπλουά στις 23 Μαρτίου 1513 ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε συνάψει «διαρκή συμμαχία» με τον Ενετό κρατούμενό του, τον Αντρέα Γκρίττι, στην οποία μπορούσε να συμμετάσχει ο πάπας, αν ήθελε. Η συνθήκη ακύρωνε εντελώς τούς στόχους τής πρώην Ένωσης τού Καμπραί. Οι Ενετοί θα έβαζαν τώρα στρατό 12.000 ανδρών στο πεδίο, ενώ οι Γάλλοι εισέβαλλαν στη Λομβαρδία. Οι σύμμαχοι θα πολεμούσαν μέχρι να ανακτήσουν οι Ενετοί τα εδάφη που είχαν χάσει από την Ένωση τού Καμπραί και να ανακτήσουν οι Γάλλοι το μιλανέζικο δουκάτο και τις εξαρτήσεις του.12 Τα νέα τής Συνθήκης τής Μπλουά προκάλεσαν σοβαρούς φόβους στο μυαλό τού Λέοντα Ι’. Ο Ιούλιος Β’ είχε προσθέσει την Πάρμα και την Πιατσέντσα στα κράτη τής Εκκλησίας, αλλά μετά τον θάνατο τού Ιουλίου ο Ραμόν ντε Καρντόνα τις είχε επιστρέψει στον Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα, τον δούκα τού Μιλάνου. Ο Σφόρτσα τις παρέδιδε τώρα στον Λέοντα, ο οποίος δεν είχε καμία διάθεση να τις δει να πέφτουν και πάλι κάτω από γαλλική κυριαρχία ως εξαρτήσεις τού μιλανέζικου δουκάτου. Μόλις έφτασε στη Ρώμη η πρώτη φήμη για τις διαπραγματεύσεις στη Μπλουά, ο Λέων έγραψε αμέσως στον Πιέτρο ντα Μπιμπιένα, τον νούντσιό του στη Βενετία, για να μάθει τα πάντα για την υποτιθέμενη συνθήκη, για την οποία ούτε ο ίδιος ο Μπιμπιένα ούτε ο Ενετός πρέσβης στην παπική κούρτη δεν είχαν πει λέξη, ούτε γραπτά ούτε προφορικά.13 Προφανώς ο Λέων δεν είχε καμία πρόθεση να προσχωρήσει στη γαλλο-ενετική συμμαχία, η οποία μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε ενδεχόμενη απώλεια όλων των παπικών εδαφών στη βόρεια Ρομάνια. Ο αδελφός τού Τζουλιάνο, που διατηρούσε την παλαιά φλωρεντινή προτίμηση για τούς Γάλλους, προσπάθησε να τον στρέψει προς τον Λουδοβίκο ΙΒ’. Αλλά ο Λέων δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το γεγονός ότι οι Μέδικοι όφειλαν την εκ μέρους τους ανάκτηση τής Φλωρεντίας σε ισπανικά όπλα. Καθώς τα σύννεφα τού πολέμου σκοτείνιαζαν πάλι τον βόρειο ορίζοντα τής Ιταλίας, η Αγιότητά του κήρυσσε την ειρήνη και προσπαθούσε να παραμείνει ουδέτερος, ίσως μέχρι να καταστεί σαφέστερο ποιος θα κέρδιζε στην επόμενη σύγκρουση. Τότε θα ήταν δυνατό να δουν πιο καθαρά πού βρίσκονταν πραγματικά τα συμφέροντα των Μεδίκων και τής Αγίας Έδρας.14
Ο πάπας Λέων μπορούσε κάλλιστα να διστάζει. Στις 5 Απριλίου 1513 ο βασιλιάς Ερρίκος Η’ τής Αγγλίας και ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄ συγκρότησαν Ιερά Συμμαχία στο Μαλίν (Μέχελεν), τον τόπο διαμονής τής αρχιδούκισσας Μαργαρίτας τής Αυστρίας-Σαβοΐας. Οι σύμμαχοι υπέθεσαν την ένταξη τού πάπα και τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας στη συμμαχία, σκοπός τής οποίας ήταν να επιτεθεί στη Γαλλία από όλες τις πλευρές.15 Ύστερα από κάποια καθυστέρηση ο επιφυλακτικός Λέων, ο οποίος θα προτιμούσε την ουδετερότητα, συμφώνησε ήσυχα να πάρει τη θέση του στη συμμαχία και διέθεσε πόρους σε Ελβετούς μισθοφόρους για την υπεράσπιση τού ανίκανου δούκα Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα στο Μιλάνο. Παρά την ένταση τής πολιτικής κατάστασης, γίνονταν ακόμη συζητήσεις στην παπική κούρτη για τις ευκαιρίες που πρόσφεραν οι ταραγμένες συνθήκες στην Ανατολική Μεσόγειο για σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Όμως η μεταρρύθμιση τής κούρτης και μάλιστα τής Εκκλησίας ήταν απαραίτητη, για να μπορέσουν οι πάπες να κρατηθούν οι ίδιοι στην Ευρώπη και να επιδιώξουν την ηγεσία σταυροφορίας. Έχουμε αναφερθεί με αρκετές λεπτομέρειες στη σύγκληση από τον Ιούλιο Β’ τής Πέμπτης Συνόδου τού Λατερανού για την καταπολέμηση τού σχίσματος των καρδιναλίων Καρβαχάλ και Σανσεβερίνο, για την επίτευξη των διαφόρων απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στην Εκκλησία και για τη λήψη των μέτρων που θα οδηγούσαν σε σταυροφορία. Τον Μάιο και τον Ιούνιο τού 1513, αμέσως μετά την εκλογή του, ο Λέων Ι’ ίδρυσε ή αναδιοργάνωσε τρεις επιτροπές ή αντιπροσωπείες καρδιναλίων και άλλων ιεραρχών, επιφορτισμένες με την προετοιμασία, για εξέταση και ανάληψη δράσης από τούς συνοδικούς πατέρες, υλικού σχετικού με την εδραίωση τής ειρήνης στην Ευρώπη καθώς και με τη μεταρρύθμιση των αξιωμάτων και τού προσωπικού στην παπική κούρτη.16
Μπορεί κανείς απλώς να αναρωτιέται, άραγε πόση προσοχή έδωσε τότε ο Λέων Ι’ σε ενδιαφέρον υπόμνημα δύο Καθαλδουλενσιανών μοναχών, τού Πάολο Τζουστινιάν και τού Βιντσέντσο (ή μάλλον Πιέτρο) Κουρίνι, που απευθύνθηκαν σε αυτόν σχετικά με την παπική εξουσία, την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση, τη γεωγραφική επέκταση τού λατινικού χριστιανισμού και τη σταυροφορία κατά των Τούρκων. Το υπόμνημα ονομάζεται «Αναφορά προς τον Λέοντα Ι’» (Libellus ad Leonem Decimum). Ο Τζουστινιάν ήταν ένας από τούς κύριους μεταρρυθμιστές τού Τάγματός του,17 ενώ ο Κουρίνι είχε υπηρετήσει την γενέτειρά του Βενετία ως απεσταλμένος.18 Οι συγγραφείς, που τόνιζαν σε ολόκληρη την Αναφορά την ανάγκη για ειρήνη στην Ευρώπη, επέμεναν στον πάπα ότι
τώρα που οι άπιστοι βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους και όχι μόνο άνθρωποι εναντίον ανθρώπων, ηγεμόνας εναντίον ηγεμόνα, αλλά ακόμη και αδελφός εναντίον αδελφού, διεξάγουν άγριους πόλεμους με συντριπτική έχθρα ο ένας για τον άλλο, η νίκη εξασφαλίζεται πιο εύκολα για εσάς!
Παρ’ όλα αυτά οι άγριοι εχθροί τής πίστης είχαν εμμονή με τη φιλοδοξία να κυριαρχήσουν και ύστερα να καταστρέψουν τη χριστιανοσύνη. Κάθε χρόνο επιδίωκαν να επεκτείνουν την επικράτειά τους, να κλέψουν από τούς χριστιανούς την ελευθερία τους και να τούς καταπιέσουν κάτω από τον σκληρό ζυγό τής σκλαβιάς.19 Αλλά μόλις ο πάπας θα κήρυσσε τη σταυροφορία, «πιστεύουμε ότι δεν αμφιβάλλει κανείς ότι όλοι [οι χριστιανοί ηγεμόνες] θα θελήσουν να αποδεχτούν τούς όρους τής ειρήνης ή ανακωχής και να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των ασεβών εχθρών τής πίστης μας!»20 Ο Κουρίνι, που ήταν διπλωμάτης, πρέπει να το γνώριζε καλύτερα αυτό.
Οι Τζουστινιάν και Κουρίνι ξεχώριζαν τούς γενίτσαρους μεταξύ των Τούρκων και τούς Μαμελούκους μεταξύ των «Μαυριτανών» ως τις κύριες στρατιωτικές δυνάμεις που έπρεπε να υπολογίζει κανείς στην Ανατολική Μεσόγειο.21 τούς Τούρκους κυβερνούσε ο κληρονομικός διάδοχος τού αυτοκρατορικού οθωμανικού οίκου, αλλά μεταξύ των «Μαυριτανών» οι Μαμελούκοι όχι μόνο ασκούσαν το αποκλειστικό δικαίωμα να φέρουν όπλα, αλλά απαγόρευαν τη στρατιωτική σταδιοδρομία σε εκείνους που σωστά ονομάζονται Μαυριτανοί. Από τις τάξεις των Μαμελούκων επιλεγόταν ο σουλτάνος που κυβερνά την Αίγυπτο. Οι Τούρκοι είναι πιο ισχυροί από τούς Μαμελούκους, λόγω των κρατών που έχουν κατακτήσει. Μάλιστα ο Μαμελούκος σουλτάνος μετά βίας έχει 15.000 άνδρες στις μάχιμες δυνάμεις του.22
Ύστερα από την περιγραφή τής σκληρής ζωής των Αράβων, οι Τζουστινιάν και Κουρίνι περνούν στους Πέρσες, οι οποίοι τρέφουν ιδιαίτερη αφοσίωση για τον ηγεμόνα τους, τον σούφι. Αν και ο σούφι είναι άπιστος, ο Λέων προτρέπεται να επιστρατεύσει τη βοήθειά του εναντίον των Τούρκων, «γιατί όταν οι χριστιανοί επιτίθενται στους Τούρκους από τη μία κατεύθυνση και αυτός ο ισχυρότατος ηγεμόνας [ο σούφι] ξεκινά επίθεση εναντίον τους από την άλλη, είναι βέβαιο ότι θα ελευθερωθείτε, ευλογημένε Πατέρα, από τούς εχθρούς σας». Αλλά οι καλοί Καθαλδουλενσιανοί έκαναν περισσότερα από το να επικαλούνται στρατιωτική ισχύ και παρακινούσαν τον Λέοντα να στείλει λεγάτους στην Αίγυπτο, σε προσπάθεια να προσηλυτίσει τον σουλτάνο,23 γιατί αν στον ίδιο και στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες τού κράτους των Μαμελούκων δινόταν υπόσχεση για κάποιο μέρος τής ηττημένης Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αν με τέτοια παρότρυνση αγκάλιαζαν τον χριστιανισμό, άραγε τότε δεν θα δέχονταν όλοι οι Μαυριτανοί τον προσηλυτισμό;24
Αν δεν ήταν δυνατό να προσηλυτιστούν στον χριστιανισμό ο σουλτάνος τής Αιγύπτου και ο σούφι τής Περσίας, έπρεπε να ληφθούν από αυτούς διαβεβαιώσεις ότι δεν θα ενώνονταν με τον Τούρκο σουλτάνο σε επίθεση κατά τού σταυροφορικού στρατεύματος. Μόλις οι Τούρκοι γνώριζαν την ήττα, ούτε οι Μαμελούκοι ούτε οι Πέρσες δεν θα ήσαν σε θέση να αντισταθούν στους σταυροφόρους, όπως δεν θα μπορούσαν φυσικά ούτε οι μικροηγεμόνες τής ακτής τής βόρειας Αφρικής:
Αν ενωθούν τα πολλά στρατεύματα των χριστιανών ηγεμόνων και φτιάξετε με αυτά ενιαίο στρατό, ούτε οι Τούρκοι σουλτάνοι, ούτε καν ολόκληρος ο κόσμος δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε τέτοια δύναμη. … Δεν υπάρχει κανένας που να μη μπορεί να δει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, αν προσθέσετε στην υπέρτερη σοφία σας τις ικανότητες των Γάλλων, Γερμανών, Ισπανών, Βρεττανών, Ούγγρων και Ελβετών στους πόρους τής Ιταλίας.
Η γενναιότητα και η στρατιωτική εμπειρία των Ιπποτών τής Ρόδου δεν έπρεπε να αγνοηθεί, γιατί αυτοί είναι ο παγιωμένος εχθρός των Τούρκων και είναι εξοικειωμένοι με τη νίκη: «Αν όλοι οι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες, καθένας σύμφωνα με τη δύναμή του, αποδεικνύονταν τόσο ακούραστοι στην εχθρότητά τους προς τούς Τούρκους όπως έχει κάνει το μοναδικό νησί τής Ρόδου, οι ασεβείς αυτοί άνθρωποι δεν θα είχαν γίνει τόσο ισχυροί!»25 Επιπλέον, μόλις ο χριστιανικός στρατός άρχιζε να μάχεται και τα πρώτα σημάδια τής νίκης γίνονταν προφανή, σύμφωνα με τούς Τζουστινιάν και Κουρίνι, εκατό εκατομμύρια [centena millia millium] χριστιανοί υπήκοοι των Τούρκων θα ξεσηκώνονταν και θα χρησιμοποιούσαν τα όπλα που δεν τούς έλειπαν.26 Οι Τζουστινιάν και Κουρίνι είχαν επιτρέψει στη ρητορική να τρέξει μακριά από την κοινή λογική.
Όταν θα καταλαμβανόταν εξ εφόδου το τείχος τής ισλαμικής ασέβειας, νέα τάξη θα προέκυπτε στη γη, ενώ η παπική εξουσία, στην οποία ο Θεός έχει υποτάξει την ανθρωπότητα, θα μπορούσε να επεκτείνει τον χριστιανισμό στα πέρατα τής Ασίας και τής Αφρικής.27 Αλλά στην περίπτωση επιτυχούς σταυροφορίας ο παπισμός έπρεπε επίσης να ασχοληθεί με σοβαρά προβλήματα πιο κοντά στην πατρίδα, στην Ελλάδα για παράδειγμα:
Δυνατά φάρμακα πρέπει να ετοιμαστούν για τούς Έλληνες, όπως αυτά για εκείνους που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια. Ενώ μερικοί άνθρωποι έχουν διαχωριστεί από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία λόγω άγνοιας ή κάποιας αδιαφορίας, οι Έλληνες είναι οι μόνοι, οι οποίοι όχι μόνο από άγνοια, αλλά ακόμη και με πεισματική ασέβεια, διατηρούν τη διαφωνία τους με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, [μέχρι τον βαθμό] ότι δεν φοβούνται να αποκαλούν τον Ρωμαίο Ποντίφηκα και όλους τούς ανθρώπους που υπάγονται σε αυτόν κακούς χριστιανούς και αιρετικούς. Στις πόλεις τής Ελλάδας όπου Έλληνες και Λατίνοι ζουν αναμεμιγμένοι μεταξύ τους, όταν ένας Έλληνας παντρεύεται Λατίνη ή μια Ελληνίδα παντρεύεται Λατίνο σύζυγο, οι Λατίνοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν, να ορκίζονται και να προσεύχονται σύμφωνα με το ελληνικό τελετουργικό. Όταν έχουν παιδιά, ο Έλληνας πατέρας προσφεύγει σε Έλληνες ιερείς και η Λατίνη μητέρα σε Λατίνους ιερείς για τούς σκοπούς τού βαπτίσματος, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τού ανδρόγυνου τι κάνει ο άλλος, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί που είναι βαπτισμένοι δύο φορές. Ο Έλληνας δεν πλησιάζει ιερό, πάνω στο οποίο Λατίνος ιερέας έχει εορτάσει τα ιερά μυστήρια, εκτός αν έχει πρώτα προβλέψει για επαναλαμβανόμενα πλυσίματα τού ιερού. Αυτά τα πράγματα και πολλά άλλα ακόμη χειρότερα, τα οποία έχουμε δει με τα μάτια μας και ακούσει με τα αυτιά μας, θεωρούμε ως σαφή απόδειξη τής διαστροφής τους…28
Οι αιώνες στενής επαφής και οι σταυροφορίες προφανώς δεν είχαν βελτιώσει τις ελληνο-λατινικές θρησκευτικές και κοινωνικές σχέσεις.
Η συζήτηση για τη σταυροφορία φαινόταν ότι δεν είχε τέλος, σχεδόν όσο δεν είχε τέλος και η έχθρα που Έλληνες και Λατίνοι διατηρούσαν ο ένας για τον άλλον. Η έκτη συνεδρίαση τής Πέμπτης Συνόδου τού Λατερανού πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 27 Απριλίου 1513, την πρώτη φορά που οι συνοδικοί πατέρες συγκεντρώθηκαν υπό την προεδρία τού Λέοντος. Τον πάπα συνόδευαν ένοπλοι Ιωαννίτες. Ήταν σεβάσμια συγκέντρωση, με εικοσιδύο καρδινάλιους παρόντες, ενενήντα εστεμμένους ιεράρχες, τούς διαπιστευμένους στην Αγία Έδρα πρεσβευτές, καθώς και άλλους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς αξιωματούχους. Ο Φραντσέσκο Σοντερίνι, τότε καρδινάλιος επίσκοπος τής Σαμπίνα, έψαλε τη λειτουργία, μετά την οποία ο Σίμον ντε Μπένιο (Begnius), επίσκοπος Μόντρους (Krbava) στην Κροατία, έκανε μακροσκελή ομιλία για την αναγκαιότητα μεταρρύθμισης τής Εκκλησίας και την εξίσου μεγάλη αναγκαιότητα σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Μίλησε για τη ζημιά στην πίστη και στα ήθη που είχαν σφυρηλατήσει οι αιώνες, για τις προσπάθειες των προηγουμένων συνόδων να πετύχουν μεταρρύθμιση και αρμονία στην Εκκλησία, καθώς και για τα συντριπτικά αποτελέσματα τής μουσουλμανικής νίκης τού 1453, όταν η Κωνσταντινούπολη είχε ακολουθήσει τον δρόμο τής Ιερουσαλήμ, τής Αντιόχειας και τής Αλεξάνδρειας. Οι Τούρκοι είχαν κατακτήσει την αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας, την περιοχή τής Μαύρης Θάλασσας, το βασίλειο τής Βοσνίας και μεγάλο μέρος τής Ιλλυρίας. Οι πάπες Κάλλιστος Γ’ και Πίος Β’ είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν, αλλά οι Τούρκοι είχαν παρ’ όλα αυτά καταλάβει το νησί τής Εύβοιας, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος τής Ελλάδας και τής Ηπείρου.
Ο χριστιανικός κόσμος κινούνταν από τη μια καταστροφή στην άλλη και ο αιρετικός βασιλιάς τής Βοημίας, ο Γεώργιος τού Ποντιεμπράντυ, είχε προσθέσει στα δεινά μιας μεγάλης γενιάς καταστροφών. «Άραγε υπάρχει κανείς», ρωτούσε ο Σίμον,
που δεν έχει θρηνήσει το γεγονός ότι τις όμορφες και πλούσιες πόλεις τής Ανατολής και τής Ηπείρου έχουν αρπάξει οι Τούρκοι από χριστιανικές καρδιές και μάτια; Δεν θα πω τίποτε για τα πλοία που έχουν πυρποληθεί, τις γαλέρες που έχουν χαθεί, τη φήμη μας που έχει φύγει…
Τα Βαλκάνια αποτελούσαν σκηνικό ρημαγμένων χωραφιών, λεηλατημένων πόλεων και κατακτημένων κάστρων. «Άραγε υπάρχει κανείς που δεν έχει ήδη ακούσει [για αυτές τις συμφορές], δεν τις είχε ήδη θρηνήσει, εκτός αν πρόκειται για εμάς εδώ στη Ρώμη, που κλείνουμε τα μάτια μας, ακούμε ευγενικά και απλώς υποκρινόμαστε!» Η ανδρεία των Ούγγρων και των Πολωνών δεν θα επαρκούσε για να κρατήσει τη σφοδρή τουρκική επίθεση. Ο Σίμον κατήγγειλε την αναλγησία των (δυτικών) χριστιανών, «που δεν μπορούν να δουν, δεν ακούν, δεν πιστεύουν» (qui haec non videant, non audiant, non credant). Ο Τούρκος ήταν εχθρός πιο κοντινός, πιο ισχυρός, πιο σκληρός από την αρχαία Καρχηδόνα, η οποία κατά τον πρεσβύτερο Κάτωνα έπρεπε να καταστραφεί. Άραγε θα περίμενε η Ευρώπη, μέχρι να καταλάβει ο τουρκικός στόλος τη Ρόδο και να λεηλατήσει την Ιταλία; «Πρέπει να έχουμε ειρήνη!» φώναξε, «όχι με τον εχθρό…, αλλά μεταξύ μας!»29
Σαν να επρόκειτο για απάντηση στην κραυγή τού Σίμον ντε Μπένιο για ειρήνη, οι Γάλλοι εισέβαλαν στη Λομβαρδία τον Μάιο τού 1513, ενώ οι ενετικές δυνάμεις προέλασαν προς τα δυτικά για να τούς βοηθήσουν. Όμως, στις 6 Ιουνίου οι Ελβετοί νίκησαν τούς Γάλλους στη σκληρή μάχη τής Νοβάρα και τούς έστειλαν τρέχοντας πίσω για μια ακόμη φορά μέσα από το πέρασμα τού όρους Σενί, προς την ασφάλεια τού δικού τους εδάφους. Οι Ενετοί υποχώρησαν επίσης.30 Αν και ο Λέων ήταν φυσικά ικανοποιημένος από την τροπή των γεγονότων, ο Φραντσέσκο Φόσκαρι, ο Ενετός πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, ενημέρωσε την κυβέρνησή τού στις 17 Ιουνίου ότι ο Λέων δεν ήθελε να δει κανένα κακό να πέφτει στη Δημοκρατία, επειδή ανησυχούσε να ενώσει την Ιταλία εν όψει τής αυξανόμενης πίεσης από τούς Τούρκους.31 Τέσσερις ημέρες πριν ετοιμάσει ο Φόσκαρι την επιστολή του, ο Λέων είχε υποδεχτεί την πολωνική πρεσβεία υπακοής σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο (στις 13 Ιουνίου). Η πρεσβεία είχε επικεφαλής τον Ιωάννη Λάσκι, αρχιεπίσκοπο τού Γκνιέζνο, ο οποίος έκανε την προσφώνηση ενώπιον τού θρόνου, αναπτύσσοντας την τουρκική σφαγή των χριστιανών και εκλιπαρώντας την Αγιότητά του και τούς χριστιανούς ηγεμόνες να έρθουν σε βοήθεια των παρενοχλούμενων βασιλέων τής Πολωνίας και τής Ουγγαρίας.32 Η ευγλωττία τού Λάσκι ήταν τόσο καταστροφική, σύμφωνα με την αναφορά στον Σανούντο, που ο πάπας ξέσπασε σε δάκρυα.33
Μετά τη Νοβάρα ο Λουδοβίκος ΙΒ’ συνειδητοποίησε ότι θα ήταν δύσκολο να ανακτήσει το μιλανέζικο δουκάτο και να επανεπιβάλει την ηγεμονία του στη Λομβαρδία. Όταν συγκλήθηκε η έβδομη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού την Παρασκευή 17 Ιουνίου 1513, προέδρευε περιχαρής ο πάπας, ο οποίος εύρισκε την ελβετική νίκη ευοίωνη αρχή τής παπικής του θητείας. Ύστερα από μικρή λειτουργία κάποιος Μπαλτάζαρ ντελ Ρίο έκανε το κήρυγμα τού ανοίγματος και διαβεβαίωσε τούς παριστάμενους καρδιναλίους, επισκόπους και πρέσβεις ότι η πίστη θα νικούσε επί των Τούρκων, μεταξύ των οποίων υπήρχε διαδεδομένη προφητεία ότι το Ισλάμ θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο μέχρι περίπου το έτος 1500.34 Όμως η κρίσιμη χρονιά είχε περάσει, ενώ τέτοιες μάταιες προφητείες είχαν ευρεία κυκλοφορία επί γενεές. Η διασφάλιση τού ντελ Ρίο λίγα έκανε για να αφαιρέσει την αμφιβολία που υπήρχε στα εκλεπτυσμένα μυαλά των αξιωματούχων τής κούρτης. Σε κάθε περίπτωση η κούρτη είχε ακόμη έναν πόλεμο μπροστά της και στις 24 Ιουνίου (1513) ο Λέων Ι’ έγραψε στον Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας, ζητώντας του να εφοδιάσει τον Ραμόν ντε Καρντόνα με κανόνια και πυρομαχικά, αν ο τελευταίος τα ζητούσε για χρήση στην υπεράσπιση τής πόλης τού Μαξιμιλιανού, τής Βερόνας, εναντίον των Ενετών.35
Η ελβετική νίκη οδήγησε επίσης το ενοχλητικό σχίσμα στο τέλος του. Στις 27 Ιουνίου οι πρώην καρδινάλιοι Μπερναρντίνο Καρβαχάλ και Φεντερίγκο Σανσεβερίνο, με την μετανοημένη περιβολή απλών ιερέων, αναγνώρισαν ότι ήσαν οι ίδιοι ένοχοι για το σχίσμα σε μια ταπεινωτική τελετή απάρνησης, που έγινε ενώπιον δημόσιου εκκλησιαστικού συμβουλίου στο Βατικανό. Απέρριψαν τη Σύνοδο τής Πίζας και αποδέχτηκαν όλες τις μομφές τού Ιουλίου Β’, συμπεριλαμβανομένης τής στέρησης τού αξιώματος τού καρδιναλίου. Λεγόταν από έναν μάρτυρα ότι ο Καρβαχάλ έτρεμε σαν φύλλο. Ο Λέων Ι’ τούς έδωσε άφεση αμαρτιών και τούς αποκατέστησε στις τιμές και τα αξιώματά τους. Επίσης πήραν πίσω τέτοια επιδόματα και περιουσίες, που δεν είχε χορηγηθεί σε άλλους. Δείπνησαν ακόμη μόνοι με τον πάπα και τελικά έφυγαν από το ανάκτορο, λέει ο Πάριντε Γκράσσι, σαν να είχαν κερδίσει (quasi ipsi fuerint victores) τη μεγάλη μάχη με την οποία είχαν αμφισβητήσει την παπική εξουσία .36 Όμως ο Λέων είχε την ικανοποίηση τού τερματισμού τού σχίσματος, το οποίο είχε προξενήσει στον μεγάλο προκάτοχό του πολλούς ανήσυχους μήνες. Η επαναστατική Σύνοδος τής Πίζας αποτελούσε πλέον απλώς δυσάρεστη μνήμη στην παπική κούρτη, ενώ οι Γάλλοι αναγνώρισαν τελικά τη Σύνοδο τού Λατερανού ως αληθινή και κανονική συνέλευση εκκλησιαστικής αρχής και σοφίας.37
Όμως αποδεικνυόταν πιο δύσκολο να γίνει και κοσμική, όπως η εκκλησιαστική, ειρήνη, γιατί μόνο όταν ένας ισπανο-γερμανικός στρατός νίκησε τούς Ενετούς κοντά στη Βιτσέντσα στις 7 Οκτωβρίου 1513 η Δημοκρατία εγκατέλειψε τελικά τη συμμαχία της με τη Γαλλία. Με τη συμβουλή τού Πάριντε Γκράσσι, τού παπικού τελετάρχη, η νίκη τού Καρντόνα δεν γιορτάστηκε επίσημα στη Ρώμη, επειδή οι καλοί πολίτες τής Δημοκρατίας δεν ήσαν ούτε σχισματικοί ούτε εχθροί τής Εκκλησίας.38 Ο Ενετοί ήσαν πια υποχρεωμένοι να χαλαρώνουν τις απαιτήσεις τους από τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό για την επιστροφή τής Βερόνα και τής Βιτσέντσα, ενώ ήσαν αρκετά πρόθυμοι να επιτρέψουν στην παπική κούρτη να ρυθμίσει τούς όρους τής ειρήνης. Ο Λέων Ι’ κατεύθυνε τον Καρντόνα να παύσει κάθε επιθετική δράση κατά των δυνάμεων τής Δημοκρατίας για το διάστημα που οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη.39
Ο πάπας Λέων βιαζόταν να κανονίσει ειρήνη σε όλα τα μέτωπα, επιθυμώντας το τέλος των εχθροπραξιών μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, καθώς και μεταξύ Βενετίας και αυτοκρατορίας. Στις 11 Οκτωβρίου (1513) ο Λέων έγραψε στον Ερρίκο Η’, συγχαίροντάς τον για τα νέα που είχε στείλει ο τελευταίος στη Ρώμη, για αγγλικές νίκες τόσο επί των Γάλλων όσο και επί των Σκωτσέζων. Ο Λέων εξέφραζε θλίψη «που είχε χυθεί τόσο πολύ χριστιανικό αίμα» και έλεγε ότι προσδοκούσε τη συμφιλίωση τής Αγγλίας με τη Γαλλία και τη Σκωτία. Τότε ο Ερρίκος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική του ισχύ για την καταστολή τής αγριότητας των Τούρκων, οι οποίοι ξεκλήριζαν τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Pannoniae Sarmatiaeque regna), καθώς η ίδια η Ιταλία, ανεπαρκώς υπερασπιζόμενη, παρακολουθούσε με αυξανόμενη ανησυχία την προσέγγιση των Τούρκων στις δικές της ακτές.40
Στο μεταξύ πριν πέντε περίπου εβδομάδες ο πάπας Λέων Ι’ είχε απευθύνει εγκύκλιο επιστολή (στις 3 Σεπτεμβρίου 1513) προς τούς βασιλείς και τούς λαούς τής Ουγγαρίας, τής Πολωνίας, τής Βοημίας, τής Πρωσίας και τής Ρωσίας, επιδιώκοντας να τούς παροτρύνει σε πόλεμο κατά των Τούρκων, οι οποίοι κατά τούς τελευταίους τέσσερις αιώνες (έλεγε) είχαν κατακλύσει την Κιλικία, τη Λυκία, την Αρμενία, την Παφλαγονία, τη Φρυγία και τη Λυδία, άλλοτε ακμάζουσες περιοχές τού χριστιανικού κόσμου τής Ασίας. Στην Ευρώπη είχαν υποτάξει στα ασεβή χέρια τους όλη την Ελλάδα και τη Σερβία, τη Βουλγαρία και τη Βοσνία, «και στη μνήμη των πατέρων μας που έχουν καταλάβει με επίθεση την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα τής Θράκης και τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας, κάποτε έδρα τού μεγάλου Κωνσταντίνου και τόσο πολλών πιστών αυτοκρατόρων». Είχαν βεβηλώσει ιερά που είχαν κατασκευαστεί με τεράστια δαπάνη, μεταξύ άλλων, φυσικά, την εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Είχαν μολύνει εικόνες τού Χριστού και των αγίων, είχαν βιάσει παρθένες και οικοδέσποινες και είχαν μειώσει την αριστοκρατία αυτής τής αρχαίας και πυκνοκατοικημένης πόλης με σφαγή και υποτέλεια.
Ο Λέων είχε μάθει από διάφορες αξιόπιστες πηγές ότι ο σουλτάνος Σελήμ, ο οποίος είχε εκθρονίσει τον πατέρα του και σφάξει τούς περισσότερους από τούς αδελφούς του και τούς γιους τους, είχε αποφασίσει μαζί με τούς Τάταρους συμμάχους του πρώτα να καταστρέψει την Ουγγαρία, τη μέχρι τότε κύρια γραμμή άμυνας (antemurale) τής Ευρώπης και στη συνέχεια να καταστρέψει ολόκληρη την υπόλοιπη χριστιανοσύνη. Αλλά ο Λέων έστελνε τον καρδινάλιο Τόμας Μπάκοτς στην Ουγγαρία ως λεγάτο εκ μέρους του (legatus de latere), για να βοηθήσει στην υποστήριξη των συμπατριωτών του και να προετοιμάσει το έδαφος για τη σταυροφορία. Εκείνοι που θα προσχωρούσαν στην «ιερή αποστολή» θα απολάμβαναν τη συνήθη επιείκεια και την πλήρη άφεση των αμαρτιών τους, «όπως αυτή που οι προκάτοχοί μας χορηγούσαν σε εκείνους που ξεκινούσαν για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων…». Επιβλήθηκε φόρος δεκάτης σε όλα τα εκκλησιαστικά εισοδήματα για να συμβάλει στη χρηματοδότηση τής σταυροφορίας, ενώ διακηρύχθηκε ανάθεμα εναντίον εκείνων, οποιουδήποτε αξιώματος και βαθμού, που διοχέτευαν κεφάλαια που είχαν συλλεγεί για τη σταυροφορία σε οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Τέλος οι χριστιανοί ηγεμόνες έπρεπε φυσικά να κάνουν ειρήνη μεταξύ τους, ως απαραίτητο προοίμιο τής προβλεπόμενης εκστρατείας κατά των Τούρκων.41 Όμως ο καρδινάλιος Μπάκοτς έκανε πολύ καιρό να φτάσει στην Ουγγαρία, ενώ όταν έφτασε, γεγονότα που δεν μπορούσε να ελέγξει οδήγησαν, όπως θα δούμε, σε κοινωνική εξέγερση καταστροφικών διαστάσεων.
Η όγδοη συνεδρίαση τής Πέμπτης Συνόδου τού Λατερανού πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 1513. Προέδρευε ο Λέων Ι’. Κάπου εικοσιτρείς καρδινάλιοι ήσαν παρόντες, καθώς και εντυπωσιακή σειρά αρχιεπισκόπων, επισκόπων, πρέσβεων και άλλων. Παρεμπιπτόντως σε αυτή τη συνεδρίαση επιβεβαιώθηκε το αρχαίο χριστιανικό δόγμα τής αθανασίας τής ψυχής, ενάντια στις υποτιθέμενες απόψεις τού Πιέτρο Πομπονάτσι, που βρισκόταν τότε στη Μπολώνια. Κατά την εναρκτήρια ομιλία, η οποία ακολούθησε την τέλεση τής λειτουργίας, ο Ιωαννίτης Τζιοβάννι Μπαττίστα ντε Γκάργκα από τη Σιένα έκανε έκκληση στον πάπα και τη Σύνοδο για ενισχύσεις κατά τού σουλτάνου Σελήμ, «του αδίστακτου τύραννου τής αίρεσης των μωαμεθανών» (sectae Mahumetanae immitis tyrannus), ο οποίος είχε ετοιμάσει μεγάλο στόλο και είχε συγκεντρώσει αναρίθμητα στρατεύματα και κανόνια για επίθεση κατά τού νησιού τής Ρόδου. Ο Τζιοβανμπαττίστα υπογράμμιζε τη στρατηγική θέση τού νησιού σε σχέση με τη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα. Εκλιπαρούσε τούς χριστιανούς ηγεμόνες να ξυπνήσουν από τον επικίνδυνο λήθαργό τους, να πάρουν τα όπλα για λογαριασμό τής Εκκλησίας και να πάψουν να ανέχονται την κράτηση από τούς Τούρκους τού Παναγίου Τάφου ή τής Κωνσταντινούπολης, τής νέας Ρώμης. Η Ασία, η βόρεια Αφρική, η Αίγυπτος και μεγάλο μέρος τής Ευρώπης βρίσκονταν έρημες, χωρίς νόμο, κοινωνική σταθερότητα ή χριστιανική αλληλεγγύη. Διάσημες εκκλησίες είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων. χριστιανοί είχαν σφαγεί και εξευτελιστεί. Αυτά τα γεγονότα, έλεγε ο ομιλητής, ήσαν γνωστά εδώ και χρόνια. Και τι έπρεπε άραγε να ειπωθεί τώρα για τη συνεχή εμφάνιση τουρκικών πλοίων στην Τυρρηνική θάλασσα; Δεν ήταν ντροπή που μπορούσαν να κάνουν επιδρομές ακόμη και στις ακτές τής Ρωμαϊκής Καμπανίας;42 Σε αυτό το σημείο ο πάπας κούνησε το κεφάλι, πιθανώς συμφωνώντας. Τα μέλη τής κούρτης ρωτούσαν παρόμοιες ερωτήσεις εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1513 ο Λέων Ι’ έγραψε στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, επιδιώκοντας να τον ανακαλέσει από τα όπλα και το πάθος τής εχθρότητας που είχε εναντίον εκείνων «τους οποίους αποκαλείτε εχθρούς σας», ενώ τόνιζε τη δική του επιθυμία, καθώς και εκείνη όλων των καρδιναλίων, να δουν τούς χριστιανούς ηγεμόνες συμφιλιωμένους σε ειρήνη και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Σε αντίθετη περίπτωση οι Τούρκοι, οι οποίοι προετοιμάζονταν για πόλεμο, θα συνέτριβαν σίγουρα τη χριστιανική κοινοπολιτεία. Η Ιταλία βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να έχει κατά νου ότι ως αυτοκράτορα ο Θεός τον είχε κάνει προστάτη όλων των ανθρώπων Του. Ήταν απαραίτητο ο Μαξιμιλιανός να σκέφτεται όχι ποιους θα μπορούσε να υποτάξει στην εξουσία του, αλλά να μεριμνά με τις αυτοκρατορικές προσπάθειές του, ώστε όλοι οι χριστιανοί να είναι ασφαλείς. Ο Μαξιμιλιανός έπρεπε λοιπόν πρώτα να κάνει ειρήνη [με τούς Ενετούς και τούς Γάλλους], ακόμη και αν οι όροι δεν ήσαν ακριβώς εκείνοι που θα επιθυμούσε. Ο Τούρκος, ο διαρκής εχθρός, ένιωθε «απίστευτη χαρά» (incredibilis laetitia) με τη διαμάχη των χριστιανών μεταξύ τους. Ο Θεός θα αντάμειβε τον Μαξιμιλιανό δεκαπλάσια και εκατονταπλάσια για τη γενναιοδωρία που θα έδειχνε τώρα στους χριστιανούς αντιπάλους του.43
Την επόμενη ημέρα ο Λέων έγραψε στους επτά αυτοκρατορικούς εκλέκτορες ότι έστελνε σε καθέναν από αυτούς αντίγραφο τής επιστολής του προς τον Μαξιμιλιανό και προσπαθούσε να επιστρατεύσει την υποστήριξή τους, τόσο για την ειρήνη στην Ευρώπη όσο και για την προστασία τής χριστιανοσύνης απέναντι στους Τούρκους.44 Απεύθυνε παρόμοιες προειδοποιήσεις στον Φερδινάνδο Καθολικό, τον Ερρίκο Η’ και τον βασιλιά Λάντισλας Β’ τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας, υπενθυμίζοντας μάλλον χωρίς λόγο στον φτωχό Λάντισλας ότι εκείνος περισσότερο απ’ όλους έπρεπε να ακούσει την παπική προτροπή, αφού βρισκόταν πλησιέστερα προς τον κίνδυνο και οι Τούρκοι τον είχαν επιλέξει ως το πρωταρχικό αντικείμενο των επιθέσεών τους.45
Μάλιστα κάποιος θα σκεφτόταν ότι ο φόβος για τον σουλτάνο Σελήμ ίσως είχε μειωθεί κατά το δεύτερο μέρος τού έτους 1513, καθώς έφτασε η είδηση στη Βενετία και τη Ρώμη για την τρομερή πανούκλα που είχε ρημάξει την Ισταμπούλ κατά τη διάρκεια τού Ιουλίου και τού Αυγούστου. Τα καταστήματα είχαν κλείσει όλα, ενώ ο αριθμός των νεκρών περιγραφόταν σε ενετική επιστολή ως «υπέροχη υπόθεση» (cossa stupenda). Ο σουλτάνος συγκατατέθηκε ακόμη και σε τετράμηνη εκεχειρία με τούς Ούγγρους, για μεγάλη εκστρατεία εναντίον των οποίων απειλούσε επί μήνες.46
Όμως κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Λέοντος υπήρχαν λίγες περίοδοι, κατά τις οποίες μπορούσε κάποιος να ξεχνά την τουρκική απειλή. Ο Τζιοβανμπαττίστα ντε Γκάργκα εμφανίστηκε ενώπιον τού παπικού θρόνου και πάλι σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαρτίου 1514, όταν ο Λέων υποδέχθηκε την πρεσβεία υπακοής των Ιωαννιτών. «Έχετε προκαλέσει την καλύτερη γνώμη για τον εαυτό σας…., Άγιε πατέρα», είπε ο Γκάργκα στον Λέοντα σε άλλη προετοιμασμένη προσαγόρευση,
και όλοι οι άνθρωποι ελπίζουν ότι θα αναλάβετε τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων με όχι λιγότερη διάθεση, από εκείνη με την οποία είχε ανακοινωθεί και αποφασιστεί αυτός πριν από τέσσερα χρόνια από τον Ιούλιο [Β’], τού οποίου είστε διάδοχος. Αλλά ήταν πολύ δύσκολο για τον Ιούλιο. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα είναι πολύ ευκολότερο για εσάς, γιατί από ηλικία είστε πολύ περισσότερο σε θέση να αντέξετε τις προσπάθειες απ’ όσο θα μπορούσε εκείνος. … Αλλά δεν πρέπει να καθυστερήσετε άλλο, άγιε Πατέρα, γιατί οι Τούρκοι έχουν ετοιμάσει τέτοιο στόλο, που δεν έχει φανεί ποτέ πριν, ενώ η απόσταση από την Ελλάδα στην Ιταλία είναι πάρα πολύ μικρή. Πρέπει να χτυπήσουμε τούς εχθρούς, αντί να περιμένουμε να μάς επιτεθούν…47
Η επιμονή τού Γκάργκα υπήρξε μάταια. Στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1514 ο σουλτάνος Σελήμ νίκησε τούς Πέρσες κοντά στην πρωτεύουσά τους Ταμπρίζ και πρόσθεσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία τις σημαντικές επαρχίες τού Ντιγιάρ-Μπακρ (Ντιγιάρμπακιρ) και τού Κουρδιστάν.48 Ο Λέων έλαβε την είδηση στη Ρώμη στις 30 Οκτωβρίου. Είχε έρθει με επιστολές από τη Ραγούσα, μαζί με την επιστολή τού ίδιου τού Σελήμ προς την Ισταμπούλ, που ανήγγειλε «τη νίκη εναντίον τού σούφι» (la Victoria auta contra il Sophi). Την επόμενη μέρα ο Λέων κάλεσε όλους τούς πρέσβεις που ήσαν διαπιστευμένοι στην Αγία Έδρα και έβαλε να τούς διαβαστεί η επιστολή. Ο Λέων είπε ότι δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα «γιατί είναι κακά νέα για τον χριστιανισμό» (per esser mala nuova per la Cristianità) και ότι ήταν απαραίτητο να υπάρξει προβληματισμός για την υπεράσπιση τής πίστης. Δεν υπήρχε χρόνος για αναμονή, ούτε χρόνος για χάσιμο. Ήθελε να ενώσει τούς χριστιανούς ηγεμόνες και ζήτησε από όλους τούς πρεσβευτές να γράψουν στους εντολείς τους και να τούς στείλουν αντίγραφα των επιστολών από τη Ραγούσα και τής επιστολής τού σουλτάνου. Ο Λέων είπε ότι από την πλευρά του θα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να υπερασπιστεί την Εκκλησία.49
Έπρεπε να αναμενόταν ότι ο Λέων Ι’ θα ενημέρωνε αμέσως τούς πρεσβευτές των χριστιανικών κρατών για την τουρκική νίκη επί των Περσών. Ο πάπας φυσικά βασιζόταν στο διπλωματικό σώμα ως κύριο σύνδεσμό του με τα διάφορα κράτη τής Ευρώπης. Η Ρώμη ήταν κέντρο πληροφόρησης για διεθνείς ειδήσεις και το μεγαλύτερο κέντρο για τη διάδοση των απόψεων που αφορούσαν τις υποθέσεις τής χριστιανοσύνης. Με πολλούς λεπτούς τρόπους ο παπισμός ασκούσε την επιρροή του στην Ευρώπη μέσω τής εντύπωσης που έκανε στους πρεσβευτές, ενώ εδώ αυτό μπορεί να είναι το κατάλληλο σημείο για την εξέταση τής φύσης αυτής τής επιρροής.
Στο διπλωματικό σώμα δινόταν σημαντικός ρόλος σχεδόν σε όλες τις τελετές στη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι άνθρωποι ήσαν απλώς θεατές, χωρίς να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στα γεγονότα από τούς πολυάριθμους προσκυνητές και επισκέπτες, που μπορούν πάντοτε να βρεθούν στην πόλη. Ως κέντρο τής χριστιανοσύνης η Ρώμη ήταν επίσης η κύρια σχολή διπλωματίας στην Ευρώπη, όπου η εθιμοτυπία τής αυλής οδηγούνταν στην απόλυτη φινέτσα της και όπου οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων μάθαιναν πραγματικά σημαντικές λεπτομέρειες τού τελετουργικού για πρώτη φορά. Η προτεραιότητα στις εκδηλώσεις ήταν θέμα μεγάλης σημασίας. Οι πρεσβευτές συχνά φιλονικούσαν μεταξύ τους ως προς τη θέση στην οποία έπρεπε να σταθούν ή να καθίσουν ή να παρελάσουν, μέχρι να επιλύσει τη διαφορά ο παρενοχλούμενος τελετάρχης, την οποία μερικές φορές έπρεπε να αναφέρει στον ίδιο τον πάπα. Μάλιστα αυτό το τελετουργικό ήταν σε μεγάλο βαθμό βυζαντινής καταγωγής και η επιρροή τής αυτοκρατορικής αυλής τής Κωνσταντινούπολης επί τής αυλικής εθιμοτυπίας τής Ρώμης επιβιώνει ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας.
Λίγοι βασιλείς ήσαν πνευματικά ίσοι με τούς πάπες και λίγοι βασιλείς μπορούσαν να κυριαρχήσουν σε μια δεξίωση απλά με την παρουσία και την προσωπικότητά τους, στην έκταση που το έκαναν ως καθημερινή ρουτίνα τού εξυψωμένου αξιώματός τους ο Πίος Β’ ή ο Σίξτος Δ’, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ή ο Ιούλιος Β’, ή ακόμη και ο Λέων Ι’. Αν και οι παπικοί τελετάρχες, ο Γιόχαν Μπούρχαρτ και ο Πάριντε Γκράσσι, παραπονούνταν ίσως για την ηθελημένη αδιαφορία τού πάπα για αυτή ή την άλλη παραδοσιακή πρακτική, ενώ κάτι μπορούσε να πάει στραβά εδώ ή εκεί, όταν οργανωνόταν κάποια γιορτή, παντρευόταν ένα μέλος τής οικογένειας τού πάπα, κηδευόταν ένας καρδινάλιος ή υποδέχονταν στην παπική κούρτη έναν ηγεμόνα, παρ’ όλα αυτά οι παπικές τελετές οργανώνονταν με προφανώς αλάνθαστη ευπρέπεια, με απόλυτη αξιοπρέπεια και με τη δέουσα ταχύτητα. Οι πρεσβευτές ήσαν πάντοτε παρόντες. Ενώ συζητούσαν επιχειρήσεις χαμηλόφωνα, παγιδεύονταν και αυτοί στο θέαμα και εντυπωσιάζονταν πολύ από την εορταστική ατμόσφαιρα και τη λαμπρότητα τού ρωμαϊκού τελετουργικού, το οποίο φαινόταν να ρέει από ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο κοινωνικής εφευρετικότητας και λάμβανε υπόψη του τις μικρότερες λεπτομέρειες βαθμού, αξιώματος και φήμης.
Σε όλες τις αυλές τής Ευρώπης ο πλούτος τής ενδυμασίας θεωρούνταν ως ένδειξη σεβασμού προς τον επικεφαλής τού κράτους και τούς συμμετέχοντες στις διπλωματικές δραστηριότητες. Ο Σανούντο συχνά περιγράφει την ενδυμασία των πρεσβευτών και άλλων αξιωματούχων επισκεπτών. Όταν οι συναντήσεις ή τελετές είχαν σχέση με τη σταυροφορία, η παρουσία ολόκληρου τού διπλωματικού σώματος ήταν ιδιαίτερα σημαντική, όπως στις 31 Οκτωβρίου 1514, όταν ο Λέων κάλεσε όλους τούς πρεσβευτές, για να τούς ενημερώσει για την τουρκική νίκη επί των Περσών. Η σταυροφορία δεν μπορούσε παρά να είναι διεθνής επιχείρηση και οι εκδηλώσεις που οργανώνονταν με σκοπό την προώθησή της προϋπέθεταν διεθνή εκπροσώπηση.50
Η αντι-τουρκική ρητορική ήταν καλός τρόπος για έναρξη μιας συνεδρίασης στην Πέμπτη Σύνοδο τού Λατερανού, όπου η σταυροφορία βρισκόταν υπό συνεχή συζήτηση. Ο φόβος για τον Τούρκο μερικές φορές ενέπνεε ευγλωττία, ενώ η βαρβαρότητα τού Τούρκου ήταν ασφαλές θέμα, γιατί όλοι ήσαν αντίθετοι με τον σουλτάνο και τούς πασάδες. Σε μια επίσημη εκκλησιαστική συγκέντρωση ήταν εντελώς κατάλληλο να εκθειάζονται οι ευλογίες τής ειρήνης και η φρίκη τού πολέμου μεταξύ των χριστιανών. Όμως δεν ήταν σωστό πολιτικά να προσδιορίζονται οι όροι με τούς οποίους ένας ηγεμόνας θα μπορούσε δικαίως να συμφιλιωθεί με έναν άλλο. Αυτό ήταν δουλειά τού διπλωμάτη, τού οποίου βασικό οπλοστάσιο ήταν το παράρτημα των μυστικών άρθρων, το οποίο ήταν πάντα έτοιμος να προσθέσει σε μια συνθήκη. Η δέκατη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού άρχισε στις 4 Μαΐου 1515. Υπήρχε κάποια ένταση στο σεβάσμιο εκκλησίασμα των εικοσιτεσσάρων καρδιναλίων, δώδεκα αρχιεπισκόπων, εξηνταενός επισκόπων, αξιωματούχων τής κούρτης και των μελών τού διπλωματικού σώματος στη Ρώμη, γιατί κάθε βδομάδα μεγάλωνε η προοπτική γαλλικής εισβολής στην Ιταλία. Στο μεταξύ η δραστηριότητα τής Εκκλησίας έπρεπε να συνεχιστεί.
Τη λειτουργία έκανε ο Πολωνός αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Λάσκι, ο οποίος είχε εκθέσει πολύ συγκινητικά τον τουρκικό κίνδυνο σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο πριν από δύο χρόνια (τον Ιούνιο τού 1513). Την εναρκτήρια ομιλία έκανε ο ηλικιωμένος Στέφανο Ταλεάτσι, ο οποίος κατείχε τον αρχιεπισκοπικό τίτλο τής Πάτρας στην Ελλάδα και ήταν επίσκοπος τού Τορτσέλλο κοντά στη Βενετία για τριάντα σχεδόν χρόνια. Ο Στέφανο ήταν γνωστός στη Ρώμη για την αντι-τουρκική ρητορική του δεινότητα. Ήδη από τον Δεκέμβριο τού 1480, όταν ήταν αρχιεπίσκοπος τού Αντίβαρι (Μπαρ στο Μαυροβούνιο), είχε κάνει κήρυγμα στον Άγιο Ιωάννη τού Λατερανού για την αναγκαιότητα τής σταυροφορίας, το οποίο, όπως μάς πληροφορεί ο χρονικογράφος τής εποχής Τζάκοπο Γκεράρντι ντα Βολτέρρα, είχε κάνει καλή εντύπωση.51
Ο Στέφανο Ταλεάτσι είναι επίσης γνωστό ότι είχε κάνει σαρανταέξι περίπου κηρύγματα σε θρησκευτικές τελετές, συχνά με παπική παρουσία, κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών περίπου δεκαετιών. Ιεράρχης τής κούρτης, ο Στέφανο είχε ζήσει ως επί το πλείστον στη Ρώμη κατά τη διάρκεια των ετών, ενώ ο Σίξτος Δ’ τον είχε χρησιμοποιήσει σε μια τουλάχιστον σημαντική διπλωματική αποστολή. Υπό τον Αλέξανδρο ΣΤ’ είχε γίνει παπικός εφημέριος. Ταξιδεύοντας ανάμεσα στη γενέτειρά του Βενετία και τη Ρώμη, όπου και στα δύο αυτά μέρη άκουγε πολλά για τούς Τούρκους, ο Στέφανο έγινε γρήγορα και παρέμενε πάντοτε ισχυρός συνήγορος τής σταυροφορίας. Σε προσφωνήσεις του ενώπιον τού Ιννοκέντιου Η’ στις 3 Ιουνίου 1487 και πάλι στις 20 Απριλίου 1492, είχε θρηνήσει για την αποτυχία των χριστιανών ηγεμόνων να πάρουν τα όπλα εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι συνέχιζαν τη δική τους σταδιοδρομία κατακτήσεων χωρίς ύφεση. Στις 1 Νοεμβρίου 1492 ο Στέφανο είχε προτρέψει για σταυροφορία και δικαίωση τού χριστιανικού ονόματος τον Αλέξανδρο ΣΤ’, για τον οποίο φαινόταν ότι διατηρούσε υψηλές προσδοκίες. Από τον Φεβρουάριο μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1500, ενώ ο Αλέξανδρος σχεδίαζε σταυροφορία, ο Στέφανο είχε συντάξει τρεις πραγματείες με γενικές εκτιμήσεις και κάποιες μάταιες προτάσεις για την οργάνωση εκστρατείας. Όταν δεν προέκυψε τίποτε από τις προσπάθειές του, υπέβαλε και πάλι τα υπομνήματά του στην παπική κούρτη το 1513, με νέα αφιέρωση στον Λέοντα Ι’.52
Τώρα, προσφωνώντας τη δέκατη συνεδρίαση τής Συνόδου (στις 4 Μαΐου 1515), ο Στέφανο Ταλεάτσι αναφερόταν στην ενότητα τής Εκκλησίας υπό παπική εξουσία, η οποία ενότητα είχε ευτυχώς αποκατασταθεί μετά το γαλλικανικό σχίσμα, αλλά σύντομα θα διαταρασσόταν από τη λουθηρανική εξέγερση. Υπογράμμιζε την απελπιστική ανάγκη εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί πριν τεθεί σε κίνηση μια σταυροφορία. Τέλος στράφηκε προς τον πάπα:
Εσείς που έχετε ο ίδιος την πληρότητα εξουσίας, … με δικό σας διάταγμα η αληθινή μεταρρύθμιση, τόσο σε πνευματικά όσο και σε κοσμικά ζητήματα, πρέπει να εξαπλωθεί παντού στον κόσμο. Πάρτε λοιπόν στα χέρια σας το δίκοπο ξίφος τής θεϊκής εξουσίας που σάς έχει ανατεθεί και διατάξτε, επιβάλετε, θεσπίστε, να τηρηθεί οικουμενική ειρήνη και κοινωνική ενότητα μεταξύ των χριστιανών για τουλάχιστον δέκα χρόνια … δεδομένου ότι ο εχθρός μας [ο Τούρκος] κινείται σαν άγριος δράκος προς τα εδώ με σπουδή, για να μάς καταβροχθίσει!53
Εν μέσω των εμπεριστατωμένων και πένθιμων προβληματισμών της για τη δημιουργία και τη λύτρωση, το μυστήριο τής ενσάρκωσης τού Χριστού, τούς διαστρεβλωτές τού θείου νόμου και τούς ειδωλολάτρες και την αποστολή τής Εκκλησίας ως Πόλης τού Θεού —η Σύνοδος τού Λατερανού επρόκειτο να μεταρρυθμίσει και να προστατεύσει την Εκκλησία από όλους τούς εχθρούς τής πίστης— ο Στέφανο αφηγήθηκε μία προς μία τις τουρκικές κατακτήσεις ελληνικών εδαφών και την τρομακτική κατάληψη τού Οτράντο το 1480. Εδώ περιέγραφε τον τουρκικό κίνδυνο σχεδόν με τις ίδιες λέξεις όπως εκείνες που είχε χρησιμοποιήσει πριν από τριανταπέντε χρόνια στη βασιλική τού Λατερανού, όταν τον Δεκέμβριο τού 1480 είχε προειδοποιήσει τον Σίξτο Δ’ για την επικίνδυνη κατάσταση τής χριστιανοσύνης. Ασφαλώς πολύ λίγοι από τούς ακροατές του, ίσως κανένας, συνειδητοποιούσαν ότι ξαναχρησιμοποιούσε το κείμενο. Το 1480 οι Τούρκοι βρίσκονταν στο Οτράντο. Το 1515 περιφέρονταν στο Τυρρηνικό Πέλαγος. Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει και οι φόβοι των ανθρώπων είχαν αλλάξει μαζί τους. Ο Ταλεάτσι είχε καταχειροκροτηθεί για το κήρυγμά του το 1480. Το 1515 όχι. Όμως ως γέρος άνθρωπος, ήταν λιγότερο αισιόδοξος ότι θα γινόταν πραγματικά κάτι για να σταματήσουν τον Τούρκο. Μάλιστα στο τέλος τής τρίτης πραγματείας που είχε ετοιμάσει το 1500 για τον Αλέξανδρο ΣΤ’ και είχε επανυποβάλει το 1513 στον Λέοντα Ι’, ο Ταλεάτσι ζητούσε συγνώμη για την ανεπάρκεια τής λεπτομερούς περιγραφής του για τούς άνδρες, τα χρήματα και τα υλικά που θα ήσαν απαραίτητα για να προχωρήσουν εναντίον τού Τούρκου, επειδή τώρα διατηρούσε την «υποψία ότι τίποτε δεν επρόκειτο να γίνει» (suspitio quod nihil fiet).54
Εξίσου ανεπαρκής για την πρακτική προώθηση σχεδίων για τη σταυροφορία ήταν η φαιδρή υπόθεσή του ότι ο πάπας με την πληρότητα τής εξουσίας του μπορούσε να επιβάλει ειρήνη στους ηγεμόνες. Αλλά ο Ταλεάτσι έκανε ό,τι μπορούσε και αναζωογονούσε την ομιλία του με τούς συνήθεις βιασμούς παρθένων, τις κραυγές των παιδιών, τούς θρήνους των δεσποινών και τη σφαγή των χριστιανών ή την πώλησή τους στη σκλαβιά.55 Μιλούσε σαν φωνή από το παρελθόν. Το ξεστόλιστο ύφος του δεν προκαλούσε έπαινο σε αυτή την περίπτωση. Από τα επιχειρήματά του έλειπαν οι κλασσικές εικόνες. Και η έκκλησή του για εκκλησιαστική μεταρρύθμιση υπενθύμιζε στα μέλη τής παπικής κούρτης ότι θα ήσαν οι πρώτοι που θα μεταρρυθμίζονταν. Αν και συνήθως διέμενε στη Ρώμη, ο Στέφανο ήταν καλός Ενετός, ενώ όταν επέστρεψε στην πατρίδα του αναμφίβολα άκουσε πολύ περισσότερα για την τουρκική απειλή για τα ενετικά πλοία και τούς εμπορικούς σταθμούς στην Ελλάδα και τα νησιά τού Αιγαίου.
Για περισσότερο από μισό αιώνα καμία δύναμη στην Ευρώπη δεν είχε προβάλει πιο αποφασιστική και δαπανηρή αντίσταση στους Τούρκους από τη Βενετία, παρά το γεγονός ότι αυτή το είχε κάνει για λόγους που μικρή σχέση είχαν με τον χριστιανισμό. Η τουρκική προέλαση βάραινε πολύ στα ενετικά μυαλά. Τα παιδιά τού σχολείου μάθαιναν καταλόγους των χριστιανικών απωλειών, ενώ πολιτικοί, διπλωμάτες και ιστορικοί διατηρούσαν πιο εκτενείς καταλόγους για αναφορά.56 Ο χρόνος και η εμπειρία δίδασκαν τούς Ενετούς πώς να τα πηγαίνουν καλά με τούς Τούρκους, αλλά ποτέ δεν εύρισκαν ότι αυτό ήταν εύκολη υπόθεση. Έτσι στις 16 Μαΐου 1513, λίγο μετά την άνοδο τού Λέοντα Ι’ στον παπικό θρόνο, η Ενετική Γερουσία με ψήφους 165 υπέρ και 5 κατά εξουσιοδοτούσε το Κολλέγιο να ξοδέψει μέχρι και 200 δουκάτα για δώρο προς τον Γιάχια πασά, τον σαντζακμπέη τής Βοσνίας, «με τα οποία μπορεί να προχωρήσει πολύ καλά, παραμένοντας φίλος και ευνοϊκός» (dal qual po proceder assai bene, tenendolo amico et benivolo).57 Αν και οι Ενετοί έψαχναν για κάποιο πλεονέκτημα αγοράζοντας τη φιλία τού Γιάχια πασά, η ναυτιλία τους στα ελληνικά ύδατα δεχόταν παρενοχλήσεις από τον Τούρκο κουρσάρο, τον οποίο γνώριζαν ως Καραμασσάν και τις δραστηριότητες τού οποίου η οθωμανική κυβέρνηση προφανώς λίγες προσπάθειες έκανε για να αναχαιτίσει. Αλλά μια αναφορά τής 10ης Ιουνίου από την Κέρκυρα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο πέντε ενετικά πλοία (δύο γαλέρες από τον Χάνδακα και τρεις φούστες από την Κορώνη) σάρωσαν τον Καραμασσάν από τη θάλασσα και κατέλαβαν τις τρεις φούστες με τις οποίες διεξήγαγε τις δραστηριότητές του. Ο κουρσάρος διέφυγε στα βουνά, «και έτσι οι εν λόγω γαλέρες έφτασαν χτες εδώ στην Κέρκυρα, με τη μεγάλη τιμή να έχουν πετύχει αυτή τη νίκη επί ενός τόσο διάσημου κουρσάρου».58
Μεγάλη τιμή μπορεί να ήταν, αλλά ο αγώνας με τον Τούρκο, είτε στη διπλωματία ή στον πόλεμο, ήταν αδιάκοπος και η Βενετία δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Καθώς η Δημοκρατία έχανε έδαφος με τα χρόνια, γινόταν σαφές σε όλους ότι μόνο η Γαλλία και η Αγγλία, η Ισπανία και η Γερμανική αυτοκρατορία ήσαν ικανές να προστατεύσουν το χριστιανικό μέτωπο απέναντι στις επιθέσεις τού Ισλάμ. Όμως η κουρασμένη Σινιορία τής Βενετίας ενδιαφερόταν περισσότερο για ειρήνη με τον Τούρκο παρά για την ομόνοια των χριστιανών ηγεμόνων και στις 17 Οκτωβρίου 1513 οι Ενετοί ανανέωσαν την εκεχειρία τους με την Υψηλή Πύλη. Τη συμφωνία διαπραγματεύτηκε ο πρεσβευτής τους Αντόνιο Τζουστινιάν. Το κείμενο είναι κατατοπιστικό. Εξασφαλιζόταν η ασφάλεια των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη, στο Πέρα, στον Καφφά (Θεοδοσία), στην Τραπεζούντα και αλλού στις οθωμανικές κτήσεις. Η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε ενετική επικυριαρχία σε όλα τα λιμάνια και εδάφη που κατείχε τότε η Δημοκρατία, καθώς και σε εκείνα που αυτή θα κατακτούσε από άλλα χριστιανικά κράτη. Το δουκάτο τής Νάξου και οι εξαρτήσεις του συμπεριλαμβάνονταν στην εκεχειρία. Ούτε Ενετοί ούτε οι Τούρκοι θα προκαλούσαν ζημιές ή σωματικές βλάβες ο ένας στον άλλο. Όταν η τουρκική αρμάδα αναλάμβανε εκστρατεία εναντίον περιοχής που δεν βρισκόταν υπό ενετικό έλεγχο, η Δημοκρατία έπρεπε να τηρεί αυστηρή ουδετερότητα, χωρίς να κάνει προσπάθεια να προσφέρει βοήθεια στους ανθρώπους που δέχονταν την επίθεση ή να παρεμποδίζει τούς Τούρκους με οποιονδήποτε τρόπο. Και οι δύο δυνάμεις θα προσπαθούσαν για την καταστολή τής πειρατείας.
Αν Ενετός ή Τούρκος έμπορος, που δραστηριοποιούνταν στο έδαφος ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, προσπαθούσε με δόλο να ξεφύγει από χρέη, διαφεύγοντας στη δικαιοδοσία τού άλλου, έπρεπε να λαμβάνονται μέτρα για την ικανοποίηση τού θιγόμενου πιστωτή. Ενετοί βαΐλοι μπορούσαν να διαμένουν στην Ισταμπούλ για τριετείς περιόδους. Οι σκλάβοι που δραπέτευαν από τη Βενετία στην Τουρκία θα εξαγοράζονταν για 1.000 άσπρα αν είχαν γίνει μουσουλμάνοι. Εκείνοι που παρέμεναν χριστιανοί θα επιστρέφονταν στους Ενετούς ιδιοκτήτες τους. Η Βενετία θα τηρούσε τούς ίδιους όρους για τούς Τούρκους σκλάβους. Έμποροι και άλλοι που ναυαγούσαν θα απολάμβαναν την πλήρη προστασία των αγαθών και τής περιουσίας τους. Οι ναυτικοί αξιωματικοί και των δύο δυνάμεων έπρεπε να απέχουν από κάθε πράξη εχθρότητας ο ένας εναντίον τού άλλου, διαφορετικά θα υφίσταντο τις κατάλληλες κυρώσεις για την εκ μέρους τους παραβίαση των όρων αυτής τής συμφωνίας. Ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ μπορούσε να επιλύει διαφορές και υποθέσεις που προέκυπταν μεταξύ Ενετών, ενώ οι τελευταίοι δεν έπρεπε να παρενοχλούνται ή να κατηγορούνται στη Ναύπακτο ή στον Μοριά για χρέη συμπατριωτών τους.
Ενετοί που δεν αναλάμβαναν κάποιο είδος διαμονής σε τουρκικό έδαφος δεν θα πλήρωναν τον φόρο των μη-μουσουλμάνων, το χαράτσι (kharaj). Η μαρτυρία χριστιανών εναντίον χριστιανών υπηκόων τού σουλτάνου θα ήταν έγκυρη στο δικαστήριο. Ο βαΐλος θα αναλάμβανε την ευθύνη για τα αγαθά που άφηναν Ενετοί πεθαίνοντας στην Τουρκία. Οι μουσουλμάνοι έμποροι δεν έπρεπε να παρενοχλούνται σε ενετική επικράτεια, όταν κατέβαλλαν τούς απαιτούμενους δασμούς για τα εμπορεύματά τους. Ομοίως κανένας Τούρκος υπήκοος δεν έπρεπε να παρενοχλεί Ενετούς ή άλλους, που ασχολούνταν με το εμπόριο ταξιδεύοντας στην Αδριατική από την Κέρκυρα μέχρι τη Βενετία. Η Βενετία θα εξακολουθούσε να καταβάλλει τον ετήσιο φόρο υποτέλειας 500 δουκάτων για τη Ζάκυνθο και ο σουλτάνος Σελήμ ορκιζόταν να τηρεί τα άρθρα αυτού τού συμφώνου.59
Ίσως τα πράγματα ήσαν όπως έγραφε στον νεαρό Λορέντσο Μέδικο (στις 16 Αυγούστου 1514) ένας από τούς φίλους τού πάπα, ότι «ο κύριός μας [ο πάπας] εξακολουθεί να είναι πολύ-καλά, χάρη στον Θεό, ενώ δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ετοιμάζει σχέδια για την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων και λέει ότι θέλει να πάει προσωπικά».60 Εν πάση περιπτώσει είναι σαφές ότι οι Ενετοί δεν είχαν την πρόθεση να πάνε μαζί του.
Η Βενετία είχε από καιρό πρόβλημα στην πατρίδα καθώς και στο εξωτερικό. Αν και η περήφανη σημαία της με το φτερωτό λιοντάρι ανέμιζε σε οχυρά καθώς και σε γαλέρες στις ελληνικές περιοχές, το ενετικό εμπόριο σημείωνε πτώση. Αναμφίβολα οι νέες πορτογαλικές και ισπανικές εμπορικές διαδρομές γύρω από τη Νότια Αφρική και στον νέο κόσμο έτειναν να συμπιέζουν το ενετικό εμπόριο. Όμως ο Λαμάνσκυ σημείωνε εδώ και χρόνια τη στενή σχέση ανάμεσα στην παρακμή τής ενετικής εμπορικής ναυτιλίας και τούς εκβιασμούς των τελωνειακών αξιωματούχων. Χωρίς πλήρη αποδοχή τής σοβαρότητας των επικρίσεων τού Λαμάνσκυ, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ότι η διάκριση εξουσιών στην ενετική κυβέρνηση έτεινε να αποδυναμώνει την εκτελεστική εξουσία. Στα δικαστήρια η δικαιοσύνη καθυστερούσε, ενώ συνήγοροι, επίτροποι και άλλοι δικαστές συνωμοτούσαν. Η αστυνομία ήταν ανεπαρκώς οργανωμένη. Η φυλάκιση αποτελούσε συνήθη τιμωρία. Οι φυλακές βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Η ζωή και η περιουσία ήταν χωρίς αμφιβολία λιγότερο ασφαλής απ’ όσο έχει μερικές φορές υποτεθεί.61 Διάφορες καταχωρήσεις στα Ημερολόγια τού Σανούντο περιγράφουν ληστείες, επιθέσεις και δολοφονίες στις σκοτεινές μικρές πλατείες (campi) και στα σοκάκια (rughette) όταν έπεφτε η νύχτα στην πόλη. Τα κανάλια και τα καναλάκια (rii) ήσαν πάντοτε διαθέσιμα για να δεχτούν τα θύματα. Κατά την εποχή τού Λέοντος Ι’ η Βενετία δεν είχε καμία διάθεση να ξεκινήσει σταυροφορία.
Ο Λέων είχε επίγνωση τής απροθυμίας των Ενετών να εμπλακούν με τούς Τούρκους. Στις 5 Ιουλίου 1515 έγραφε στον δόγη Λεονάρντο Λορεντάν ότι ενώ καταλάβαινε ότι οι συνθήκες (foedera) τής Γαληνοτάτης με τούς Τούρκους καθιστούσαν αδύνατη κάθε εμφανή δράση εναντίον τους, εξακολουθούσε να αποτελεί υποχρέωση για αυτόν ως πάπα, να πάρει μέτρα για να ελέγξει τις ακατάπαυστες τουρκικές επιδρομές. Ο Λέων είχε διατάξει την κατασκευή ορισμένων γαλερών στην Αγκώνα για υπηρεσία κατά των Τούρκων και τώρα ήθελε να τού προμηθεύσει ο δόγης κανόνια και άλλον εξοπλισμό για αυτές. Έλεγε ότι έστελνε ένα μέλος τού νοικοκυριού του, έναν Ενετό, για να εξηγήσει περαιτέρω τις προθέσεις του, «ενώ τού έχω επίσης δώσει εντολή να αναζητήσει στη Βενετία ορισμένα ελληνικά βιβλία που έχω ανάγκη και αν τον βοηθούσατε σε αυτό, θα ήμουν πολύ ευγνώμων».62 Δεδομένου ότι ο Λέων λίγες ελπίδες είχε να πάρει τα κανόνια, μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι πήρε τα βιβλία.
Οι Ενετοί είχαν ακόμη μεγάλο μερίδιο στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν πραγματικά επρόκειτο να υπάρξει σταυροφορία, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη συμμετοχή σε αποτυχία. Η πολιτική τους ήταν προσεκτική και συνεπής. Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1517 το Συμβούλιο των Δέκα έδωσε εντολή στον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη να μη συμμετάσχει στις διασκέψεις που οργάνωνε τότε ο Λέων Ι’ «σε ζητήματα τού Τούρκου» (in materia dil Turcho), αλλά απλώς να επιβεβαιώσει ότι η Βενετία είχε πάντοτε παλέψει για τη χριστιανοσύνη εναντίον των Τούρκων και ότι δεν θα απουσίαζε όταν οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες θα ήσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν σταυροφορία με πράξεις και όχι μόνο με λόγια.63 Δεν ήταν παράλογη θέση.
Έχουμε ήδη επισημάνει την παπική εγκύκλιο στις 3 Σεπτεμβρίου 1513, που ανακοίνωνε την αποστολή τού αρχοντικού καρδινάλιου Τόμας Μπάκοτς στην Ουγγαρία, για να ξεκινήσει σταυροφορία κατά των Τούρκων. Όμως από τη στιγμή τής άφιξής του στη Βούδα ο Μπάκοτς δεν βρήκε τίποτε άλλο εκτός από προβλήματα. Οι στρατιωτικές τάσεις των Ούγγρων, πλούσιων και φτωχών, στρέφονταν από τη σταυροφορία προς τον εμφύλιο πόλεμο, καθώς οι αγρότες ξεσηκώνονταν εναντίον τής φεουδαρχίας.64 Μια αναφορά που έφτασε στον Μαρίνο Σανούντο τον Ιούλιο τού 1514 έγραφε ότι ο Μπάκοτς είχε καταφέρει να στρατολογήσει στρατό 40.000 ανδρών, «για να κάνει τη σταυροφορία και να βαδίσει εναντίον των Τούρκων» (per far la cruciata e andar contra Turchi), αλλά οι ατίθασοι σταυροφόροι του άρχισαν σύντομα να λεηλατούν την ύπαιθρο. Σκότωσαν έναν επίσκοπο και μάζεψαν πολλή λεία, ενώ ακολούθησαν συγκεντρώσεις των Ούγγρων βαρώνων, που μπήκαν στο πεδίο τής μάχης «εναντίον εκείνων τής σταυροφορίας, που είναι όχλος» (contra questi di la cruciata, ch’ è populazo).65
Δεν είναι σαφές ότι ο Λέων Ι’ καταλάβαινε πλήρως τη σοβαρότητα τής κατάστασης στην Ουγγαρία, γιατί έγραφε στον Λάντισλας Β’ στις 21 Σεπτεμβρίου 1514 ότι ο Μπάκοτς τον είχε ενημερώσει, ότι χιλιάδες Ούγγροι πολεμιστές θα βάδιζαν εναντίον των Τούρκων, αν μπορούσαν να βρεθούν οι πόροι για την υποστήριξή τους. Ο Λέων υποσχόταν στον Λάντισλας συμβολή 50.000 δουκάτων για σωστά οργανωμένο στρατό, που θα έμπαινε πραγματικά στο πεδίο τής μάχης εναντίον των Τούρκων (si justum exercitum conficere atque in Turcas impetum facere statueris).66 Aλλά οι Ούγγροι πολεμιστές έβρισκαν ήδη άφθονη απασχόληση στη δική τους χώρα, όπου η σταυροφορία είχε πάρει τη μορφή κοινωνικής επανάστασης των αγροτών εναντίον τής απάνθρωπης εκμετάλλευσης των γαιοκτημόνων τους. Κράτησε σχεδόν ένα χρόνο, ενώ από αυτή τη «σταυροφορία» οι Τούρκοι προφανώς δεν υπέστησαν καμία ζημιά.
Για τούς Ούγγρους οι τουρκικές επιθέσεις είχαν καταλήξει να φαίνονται τόσο αναπόφευκτες, όσο το κοινωνικό χάος στο οποίο ζούσαν από τον θάνατο τού μεγάλου Ματίας Κορβίνους, πριν από ένα τέταρτο τού αιώνα. Ευτυχώς γι’ αυτούς, ο σουλτάνος Σελήμ βρισκόταν συνεχώς σε εκστρατείες εναντίον των Περσών και των Μαμελούκων. Παρ’ όλα αυτά κατά μήκος των συνόρων τής Ουγγαρίας η ανάγκη για άμυνα ήταν αδιάλειπτη και για το ζήτημα αυτό ο Πιέτρο Μπέμπο απεύθυνε ενδιαφέρουσα επιστολή στο όνομα τού πάπα προς τον ανίκανο Λάντισλας (στις 30 Μαρτίου 1515). Ο Λέων Ι’ είχε μόλις πάρει μέτρα, έγραφε, για να σταλούν προμήθειες σε ορισμένες πόλεις που ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση στο ανατολικό μέτωπο. Στέλνονταν σιτάρι και κριθάρι, διάφορα κομμάτια τού πυροβολικού (tormenta etiam varii generis aliquot), «και 1000 λίμπρες μπαρούτι για εκπυρσοκρότηση κανονιών, 10.000 λίμπρες θειάφι και 5.000 λίμπρες νιτρικό κάλιο», από τα οποία μπορούσε να φτιαχτεί κι άλλο μπαρούτι, όταν ήταν αναγκαίο. Ο πάπας διέθετε επίσης 2.000 δουκάτα, τα οποία χρήματα και προμήθειες έπρεπε να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις επιθυμίες τού Πέτερ Μπερίσλο (Μπερίσλαβιτς), βάνου (praefectus) τής Κροατίας και επισκόπου Βέσπρεμ. Ο Λέων είχε ενημερωθεί ότι οι απειλούμενες πόλεις χρειάζονταν επανοχύρωση και έστελνε 20.000 δουκάτα, που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κυρίως για την ανοικοδόμηση τειχών και την εκκαθάριση τάφρων.67
Οι ουγγρικές πόλεις βρίσκονταν σίγουρα σε απελπιστικό χάλι. Χρειάζονταν τα πάντα και η μαγυάρικη αριστοκρατία δεν συνεισέφερε τίποτε. Η αγροτική εξέγερση τού 1514 είχε προετοιμάσει τον δρόμο για μεγάλης κλίμακας τουρκική εισβολή, η οποία με τον καιρό ήταν σίγουρο ότι θα ερχόταν. Αν η βοήθεια τού πάπα ήταν θλιβερά ανεπαρκής, ήταν τουλάχιστον κάτι, ενώ αν υπήρχαν πάρα πολλοί πολιτικοί στην παπική κούρτη, τα ελαττώματά τους ήσαν σαν να μην υπήρχαν σε σύγκριση με εκείνα των διεφθαρμένων και αρπακτικών ευγενών στη βασιλική αυλή τής Βούδας.
Ο Λάντισλας Β’, βασιλιάς Ουγγαρίας και Βοημίας, πέθανε στις 13 Μαρτίου 1516, αφήνοντας τον δεκάχρονο γιο του Λουδοβίκο να καταλάβει τον τρεμάμενο θρόνο του. Η κυβερνώσα κλίκα στην αυλή τής Βούδας είχε δηλώσει ότι η ηλικία τού Λουδοβίκου τού επέτρεπε να κυβερνά, για να ξεφύγει από την παρέμβαση των υψηλών κηδεμόνων του, δηλαδή τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού και τού βασιλιά Σίγκισμουντ τής Πολωνίας. Με την τελευταία διαθήκη του ο Λάντισλας είχε αναθέσει τον γιο του στη φροντίδα τού καρδινάλιου Μπάκοτς, ο οποίος κυβέρνησε την Ουγγαρία για τα επόμενα πέντε χρόνια (μέχρι τον θάνατό του το 1521). Οι συνθήκες στο βασίλειο δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερες. Ο Λέων Ι’ έστειλε τον συγγενή του Ρομπέρτο Λάτινο Ορσίνι, αρχιεπίσκοπο τού Ρέτζιο τής Καλαβρίας, παπικό διαιτητή (referendarius) και ντόπιο ιεράρχη, σε αποστολή στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Ο Ορσίνι πήγε ως νούντσιος με την πλήρη εξουσία παπικού λεγάτου (legatus de latere). Στη βούλλα διορισμού που απευθυνόταν στον Ορσίνι στις 2 Απριλίου (1516), ο Λέων θρηνούσε για τη μεγάλη απώλεια που είχε υποστεί η χριστιανοσύνη με τον θάνατο τού Λάντισλας, γιατί σύμφωνα με τη βούλλα εκείνος είχε υπάρξει «σαν ατρόμητος πυγμάχος τού Χριστού και ισχυρός αθλητής εναντίον τής τερατώδους μανίας των Τούρκων» και είχε πετύχει ένδοξους νικηφόρους θριάμβους επί «των συνεχών επιθέσεών τους και τής φρικτής αγριότητάς τους». (Μπορούμε να παρατηρήσουμε παρενθετικά ότι η ευγλωττία των παπικών συγγραφέων σπάνια είχε υιοθετηθεί τόσο ακατάλληλα, όπως για να εκθειάσει εδώ τις αρετές αυτού τού αδύναμου υπερασπιστή τής πίστης.) Ο Λέων είχε ιδιαίτερη αγάπη και ενδιαφέρον, έλεγε, για το ουγγρικό βασίλειο, που στεκόταν ως προπύργιο (antemurale) τής Ευρώπης εναντίον των Τούρκων. Όμως η διχόνοια και η διαφωνία φαινόταν πιθανό να ακολουθήσουν τον θάνατο τού Λάντισλας και να επιφέρουν τρομερή ζημιά στη χριστιανική υπόθεση και ο Λέων εξέφραζε προς τον Ορσίνι την ελπίδα του ότι μπορούσαν να επανέλθουν στο βασίλειο η ειρήνη και η ηρεμία. Ο Λέων έστελνε τον Ορσίνι να συνεργαστεί με τον Μπάκοτς, για να κατευνάσουν τις εχθροπραξίες των λαϊκών και των ευγενών, να τερματίσουν τις διαμάχες και να αναζητήσουν τούς στόχους τής δικαιοσύνης, έτσι ώστε με πολιτική ειρήνη και κοινωνική ηρεμία στην Ουγγαρία, τα χριστιανικά όπλα να μπορέσουν να στραφούν εναντίον των Τούρκων.68
Αν και ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν είχε στείλει στον Λέοντα Ι’ τα ελληνικά βιβλία που είχε ζητήσει τον Ιούλιο τού 1515, η πρόσφατη πορεία των γεγονότων λίγο χρόνο θα άφηνε στον Λέοντα για να τα μελετήσει. Ο θάνατος τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στο Παρίσι τη νύχτα τής 31ης Δεκεμβρίου 1514 είχε φέρει στον γαλλικό θρόνο τον Φραγκίσκο Α’, στον οποίο μια νεανική αγάπη για περιπέτεια συνδυαζόταν με επιθυμία για στρατιωτική δόξα. Οι διπλωμάτες των αντι-γαλλικών δυνάμεων προσπαθούσαν, ως συνήθως, να διαμορφώσουν τις σχέσεις μιας άλλης ένωσης, που έπρεπε να οργανώσει τούς πόρους τού πάπα και τού αυτοκράτορα, τού βασιλιά τής Ισπανίας και τού δούκα τού Μιλάνου, καθώς και των Ελβετών και των Γενουατών, για να εμποδίσει την αναπόφευκτη προσπάθεια τού βασιλιά τής Γαλλίας να ανακαταλάβει το μιλανέζικο δουκάτο.69
Ο Λέων Ι’, ενώ πρόσφερε παπική συμμαχία στον Φραγκίσκο Α’, υπό την προϋπόθεση τής παραίτησης τού τελευταίου από την παλαιά ανδεγαυή διεκδίκηση τής Νάπολης, καθυστερούσε να δημοσιοποιήσει την προσήλωσή του στην αντι-γαλλική ένωση. Δεν ήταν απλώς ότι ο Λέων ασκούσε τη διπλωματία τής υποκρισίας, πράγμα που έκανε. Ήταν προσεκτικός άνθρωπος, που ακολουθούσε πολιτική αναβολών, ενώ η φυσική του αναποφασιστικότητα παρατεινόταν συνήθως από δειλία.70 Ακόμη και όταν οι Γάλλοι κινούνταν προς την Ιταλία και αυτός ενέκρινε πληρωμές προς τα ελβετικά και ισπανικά στρατεύματα, ο Λέων ήταν ακόμη διατεθειμένος να καταλήξει σε συμφωνία με τον Φραγκίσκο, εφόσον 1) η Πάρμα και Πιατσέντσα παρέμεναν στα κράτη τής Εκκλησίας, 2) ο Φραγκίσκος έκανε ειρήνη διαρκείας με τον Φερδινάνδο τον Καθολικό, επειδή οι αδιάκοποι γαλλο-ισπανικοί πόλεμοι εμπόδιζαν τις παπικές προσπάθειες να ξεκινήσει σταυροφορία κατά των Τούρκων (la sancta impresa contra a li infideli) και 3) o Φραγκίσκος παραχωρούσε τις διεκδικήσεις του (ragioni) επί τού βασιλείου τής Νάπολης είτε στην Αγιότητά του ή σε τρίτο πρόσωπο αποδεκτό και από την παπική κούρτη και τη γαλλική αυλή. Η Αγία Έδρα δεν μπορούσε να ανεχθεί τον έλεγχο από ένα και μόνο ηγεμόνα των κρατών τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια Ιταλία «επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί να παραμένει στη μέση ενός ηγεμόνα, ο οποίος είναι κύριος τής κεφαλής και τής ουράς τής Ιταλίας» (perchè la Chiesa non resti in mezo d’ un principe che sia signore del capo et de la coda d’ Italia).71 Όμως ο Φραγκίσκος δεν θεωρούσε ότι υπήρχε ανάγκη να κάνει ειρήνη με τούς όρους τού πάπα και καθώς οι Ελβετοί απέκλεισαν τις αλπικές διαβάσεις βόρεια τής Σούσα, ο Φραγκίσκος εισήλθε στην Ιταλία από τη δύσκολη νότια διαδρομή, μέσω των Κολ ντε Λαρς, Αρτζεντέρα, Ροκκασπαρβέρα και Κούνεο, κατά μήκος τής κοιλάδας τού ποταμού Στούρα ντι Ντεμόντε.72
Οι Ελβετοί αιφνιδιάστηκαν. Αποδιοργάνωση, ακόμη και διαφωνίες, επικράτησαν σύντομα στις τάξεις τους. Ο Ισπανός αντιβασιλέας Ραμόν ντε Καρντόνα παρέμενε στη Βερόνα επί τού ελικώδους Αδίγη. Δεν είχε κεφάλαια και περίμενε για γερμανικές ενισχύσεις. Φοβόταν επίσης επίθεση από τις ενετικές δυνάμεις. Και σε κάθε περίπτωση ήταν σαφές ότι οι Γάλλοι δεν είχαν πολλά να φοβηθούν από τον ίδιο. Παπικά στρατεύματα υπό τον ανηψιό τού πάπα, τον Λορέντσο ντε Μέντιτσι, κινούνταν αργά. Ο Λορέντσο δεν βιαζόταν να αντιμετωπίσει τούς Γάλλους, ενώ φοβόταν για την ασφάλεια τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα. Ο καρδινάλιος Τζούλιο ντε Μέντιτσι, λεγάτος τής Μπολώνια, ήταν σύμβουλος τού νεαρού Λορέντσο, αλλά βρισκόταν ο ίδιος συνεχώς σε ανάγκη για συμβουλές. Όμως η δειλία τού Τζούλιο δεν απέτρεψε τη διαφωνία του με τον πάπα εξάδελφό του, ο οποίος αποφάσισε να επιστρέψει τη Μπολώνια στους Μπεντιβόλιο, σε καθυστερημένη προσπάθεια να κερδίσει την υποστήριξή τους. Ο φίλος και πρώην γραμματέας τού πάπα Μπερνάρντο Ντοβίτσι, τώρα καρδινάλιος τής Μπιμπιένα, ήταν έτοιμος ακόμη και να δει τη Μόντενα και το Ρέτζιο να επιστρέφονται στον δούκα τής Φερράρας.73 Μάλιστα τα ουράνια μυαλά που συμβούλευαν την Αγιότητά του βρίσκονταν σε δίλημμα, γιατί όπως έγραφε ο Μπιμπιένα στον καρδινάλιο Τζούλιο στις 18 Αυγούστου (1515), αν ο τελευταίος και ο νεαρός Λορέντσο ζούσαν χίλια χρόνια, δεν επρόκειτο να τούς ξαναζητηθεί να ασχοληθούν με ζητήματα τόσο μεγάλης σημασίας.74
Ο Ελβετός καρδινάλιος, Ματίας Σκίνερ δεν έχανε ούτε το θάρρος του ούτε την έχθρα του για τούς Γάλλους, αλλά στις 30 Αυγούστου ο καρδινάλιος Τζούλιο έγραψε στον Λορέντσο ότι αν ο Σκίνερ επέμενε να σταλεί σε βοήθειά του ελαφρύ ιππικό, έπρεπε να πάνε, όσο κι αν δεν τούς βοηθούσε να κρατούν παπικά λάβαρα.75 Το απόγευμα τής 13ης Σεπτεμβρίου (1515), με τη φλογερή ενθάρρυνση τού ακούραστου Σκίνερ, οι Ελβετοί εξαπέλυσαν επίθεση κατά τού γαλλικού στρατοπέδου κοντά στο Μαρινιάνο (τώρα Μελενιάνο). Ακολούθησε διήμερη μάχη και ενώ το αποτέλεσμα ήταν ακόμη αμφίβολο, έφτασε ο Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο, διοικητής των ενετικών στρατευμάτων, για να μετατρέψει την αναστρέφουσα παλίρροια σε γαλλική νίκη. Ο Φραγκίσκος θα γινόταν πολύ σύντομα δούκας τού Μιλάνου. Ήταν άγρια σύγκρουση. Ο διοικητής τού Φραγκίσκου Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο την περιέγραφε ως μάχη όχι ανθρώπων αλλά γιγάντων, και έλεγε ότι οι προηγούμενες δεκαοκτώ μάχες στις οποίες είχε λάβει μέρος ήσαν, σε σύγκριση με το Μαρινιάνο, απλώς «παιχνιδάκια» (battaglie fanciullesche).76
O Λέων εύρισκε τον επόμενο μήνα πολύ ανησυχητικό, καθώς ο ίδιος και οι σύμβουλοί του ασχολούνταν με γαλλικές προτάσεις για ειρήνη και παρουσίαζαν τις δικές τους στον Φραγκίσκο Α’, ο οποίος επέμενε για την παράδοση από τον πάπα τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα ως εξαρτήσεων τού μιλανέζικου δουκάτου, συμφωνώντας να διατηρήσει τούς Μέδικους στη Φλωρεντία.77 Ο Μασσιμιλιάνο Σφόρτσα εγκατέλειπε τώρα την από καιρό αμφισβητούμενη κληρονομιά του. Ο Φραγκίσκος εισήλθε στο Μιλάνο στις 11 Οκτωβρίου, ενώ ο Φραντσέσκο Παντολφίνι έγραφε στον Λορέντσο ντε Μέντιτσι από το Μιλάνο στις 18 τού μηνός ότι ο Φραγκίσκος ήταν πολύ χαρούμενος για τη συμφωνία που είχε ρυθμιστεί μεταξύ τού πάπα και τού ίδιου, «και δεν έχει άλλη επιθυμία, από το να … φιλήσει τα πόδια τής Αγιότητάς του και να τού υποβάλει προσωπικά την υιική υπακοή του».78 Ο Φραγκίσκος ζητούσε επίσης την ευκαιρία να συνομιλήσει απευθείας με τον πάπα, ο οποίος συμφώνησε να ταξιδέψει προς βορρά, παρά να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο τού ερχομού τού βασιλιά, όπως ο προκάτοχός του Κάρολος Η’, στη Ρώμη, όπου τα μέλη τής κούρτης διατηρούσαν πολύ δυσάρεστες αναμνήσεις για τα προβλήματα τού Αλέξανδρου ΣΤ’ (τον Ιανουάριο τού 1495). Όμως υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο Φραγκίσκος δεν ήθελε να ταξιδέψει νότια τής Μπολώνια.79 Αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Μεδίκων και σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στο Βιτέρμπο τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου, δεκατέσσερις καρδινάλιοι συμφώνησαν σε αυτό που ο Πάριντε Γκράσσι αποκαλεί «μετανάστευση» τού πάπα και τής κούρτης στη Φλωρεντία και από εκεί στη Μπολώνια, όπου ο Λέων θα γιόρταζε τα Χριστούγεννα και θα συναντιόταν με τον βασιλιά.80
Ο πάπας Λέων Ι’ εισήλθε στη Φλωρεντία στις 30 Νοεμβρίου (1515) με ασυνήθιστο καλωσόρισμα από τούς συμπολίτες του. Ζωγράφοι, γλύπτες, αρχιτέκτονες, και πιο ταπεινοί τεχνίτες χρησιμοποίησαν όλο το καλλιτεχνικό ταλέντο τής πόλης τους σε θριαμβευτικές αψίδες, μεγάλα αγάλματα και ζωγραφισμένα τοπία. Οι Τζάκοπο Σανσοβίνο και Αντρέα ντελ Σάρτο είχαν χτίσει μια ξύλινη πρόσοψη για να ενισχύσουν την ομορφιά τής ημιτελούς εκκλησίας τής Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, όπου έκανε τη λειτουργία ο καρδινάλιος Τζούλιο. Ο Λέων έφυγε από τη Φλωρεντία τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου και το επόμενο Σάββατο, στις 8 τού μηνός, μπήκε στη Μπολώνια, όπου οι οπαδοί των Μπεντιβόλιο αλλά ακόμη και οι υπόλοιποι πολίτες τού έδωσαν ψυχρό καλωσόρισμα. Ο βασιλιάς Φραγκίσκος έκανε την εμφάνισή του στις 11 Δεκεμβρίου και έγινε δεκτός από τον πάπα σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο, στη μεγάλη αίθουσα στον δεύτερο όροφο τού Παλάτσο Πούμπλικο (στο λεγόμενο Παλάτσο ντ’ Ακούρσιο), όπου είχε συγκεντρωθεί τόσο μεγάλο πλήθος, που ορισμένοι φοβούνταν μην καταρρεύσει το πάτωμα. Κατά τη διάρκεια των τριών ή τεσσάρων ημερών που ακολούθησαν, ο Λέων και ο Φραγκίσκος ενάλλασσαν πανηγυρικές τελετές με ιδιωτικές συζητήσεις. Δεν ήσαν παρόντες γραμματείς, δεν εκδόθηκαν έγγραφα, αλλά κρατήθηκαν κάποιες σημειώσεις. Ο Φραγκίσκος έφυγε από τη Μπολώνια στις 15 Δεκεμβρίου και ήταν πίσω στη Γαλλία μερικές εβδομάδες αργότερα. Ο Λέων αναχώρησε στις 18 τού μηνός και ύστερα από παραμονή στη Φλωρεντία, όπου ο αδελφός του Τζουλιάνο ήταν άρρωστος, ο πάπας και η κούρτη επέστρεψαν στη Ρώμη στο τέλος Φεβρουαρίου.81
Τόσο λίγα είναι γνωστά για την έκταση των συμφωνιών και των διαφωνιών τού Λέοντος με τον Φραγκίσκο, που είναι δύσκολο να πούμε πόσο μεγάλο μέρος τής ιστορίας των επομένων ετών είχε επηρεαστεί από τις συζητήσεις που έγιναν στη Μπολώνια. Ο Πάολο Τζιόβιο, ο οποίος έγραφε την ιστορία του ύστερα από αίτημα τού πάπα, προφανώς δεν έμαθε τίποτε για τις μυστικές ανταλλαγές μεταξύ τού Λέοντα και τού βασιλιά.82 Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η συμφωνία στην οποία παραπέμπει ο Φραντσέσκο Παντολφίνι στην επιστολή του τής 18ης Οκτωβρίου προς τον Λορέντσο ντε Μέντιτσι (η διαπραγμάτευση τής οποίας έγινε στο Βιτέρμπο στις 3 Οκτωβρίου) έπαιρνε τώρα προσωπική επικύρωση από τον βασιλιά και τον πάπα, αλλά ο τελευταίος τουλάχιστον διατηρούσε σοβαρές επιφυλάξεις για το τι είχε συμφωνήσει, καθώς αντιμετώπιζε τον βασιλιά με κάθε ευγένεια και περίσκεψη.83
Όταν τα γεγονότα είναι σποραδικά, οι φήμες αφθονούν. Έτσι κάποιος Κορνέλιους ντε Φίνε, Ολλανδός παρατηρητής τής εποχής, σημείωνε στο ημερολόγιό του κουτσομπολιό, σύμφωνα με το οποίο ο ανώτατος ποντίφηκας είχε υποσχεθεί στον βασιλιά τής Γαλλίας να προωθήσει τα συμφέροντά του και, ει δυνατόν, να τον ανυψώσει στον αυτοκρατορικό θρόνο, αφού ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός ήταν πια γέρος, ενώ για να μη στερείται στο μεταξύ [ο Φραγκίσκος Α’] έναν αυτοκρατορικό τίτλο, σύμφωνα με τις φήμες τον είχε κάνει (ο Λέων) αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, με τη συμφωνία όμως ότι έπρεπε να αναλάβει την κατάκτηση αυτής τής αυτοκρατορίας με τη δική του ανδρεία και προσπάθεια, ενώ αργότερα είδα στη Ρώμη σε πολλές περιοχές πολύ πειστικές αποδείξεις γι’ αυτό, αφού παρατήρησα στις προσόψεις ορισμένων σπιτιών που ανήκουν σε ανόητους Γάλλους τον θυρεό τού Γάλλου βασιλιά ζωγραφισμένο με το αυτοκρατορικό στέμμα και διακοσμημένο με διάδημα.84
Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Λέων κουνούσε πραγματικά το βυζαντινό στέμμα μπροστά στον νεαρό βασιλιά. Τού παρουσίασε όμως την προοπτική να πάρει το στέμμα τής Νάπολης, όταν πέθαινε ο ηλικιωμένος Φερδινάνδος ο Καθολικός,85 ενώ ο Φραγκίσκος υπενθύμισε κατά πάσα πιθανότητα στον πάπα, όπως είχε επιμείνει ο Κάρολος Η’ στον Αλέξανδρο ΣΤ’, ότι η Νάπολη αποτελούσε εξαιρετικό σημείο αναχώρησης για την Κωνσταντινούπολη.
Η σταυροφορία σίγουρα συζητήθηκε στη Μπολώνια, γιατί στις 14 Δεκεμβρίου (1515), ενώ ο Φραγκίσκος βρισκόταν ακόμη στην πόλη, ο Λέων είχε γράψει στον βασιλιά Μανουήλ τής Πορτογαλίας, ο οποίος είχε εισπράξει πολλές επιχορηγήσεις για τη σταυροφορία (cruzada) για την υποβοήθηση των προσπαθειών του κατά των μουσουλμάνων στην Αφρική, ότι «εμπιστευτικά … σύμφωνα με τα λόγια του» (secretioribus . . . in sermonibus) είχε διερευνήσει τις προθέσεις τού Φραγκίσκου και τις είχε βρει εντελώς κατευθυνόμενες στην ευημερία τής χριστιανικής κοινοπολιτείας. Ο Λέων ήταν πια βέβαιος ότι ο ευσεβής, δίκαιος και απαραίτητος πόλεμος εναντίον των Τούρκων θα προχωρούσε «όχι με λόγια και επιστολές, όπως συχνά στο παρελθόν, αλλά πραγματικά και με έργα» και προέτρεπε τον Μανουήλ να βοηθήσει στο εγχείρημα.86
Την ίδια μέρα (14 Δεκεμβρίου) ο Φραγκίσκος ομολόγησε την πρόθεσή του σε επιστολή προς τον βασιλικό του εξάδελφο τής Ναβάρρας, «χωρίς φαντασιώσεις ούτε προσποιήσεις» (sans fiction ne dissimulacion), να χρησιμοποιήσει τη δύναμη και τα νιάτα του για να κάνει πόλεμο εναντίον των εχθρών τής χριστιανικής πίστης. Φυσικά το απαραίτητο προοίμιο οποιασδήποτε τέτοιας δέσμευσης από την πλευρά τού Φραγκίσκου θα ήταν «μια καλή οικουμενική ειρήνη» (une bonne paix universelle), αλλά δήλωνε ότι σκεφτόταν την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, καθώς και άλλων εδαφών, τα οποία είχαν καταλάβει οι Τούρκοι.87
Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο Φραγκίσκος ήταν εντελώς ανειλικρινής στην εκφρασμένη φιλοδοξία του να γίνει σταυροφόρος, αν και κατά τούς μήνες που ακολούθησαν απαντούσε στις εκκλήσεις τού Λέοντα για οικονομική βοήθεια προς την Ουγγαρία με τίποτε περισσότερο από ευγενικές εκφράσεις ενδιαφέροντος.88 Η Ουγγαρία, παρά το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, όπως είδαμε, είχε γλιτώσει από απόλυτη τουρκική λεηλασία, ως αποτέλεσμα τής ενασχόλησης τού σουλτάνου Σελήμ με τούς Πέρσες και τούς Μαμελούκους, πράγμα που είχε καταστήσει εφικτές τις ανανεώσεις τής τουρκο-ουγγρικής εκεχειρίας το 1513, 1516, 1517 και στις 31 Μαΐου 1519.89
Παρά τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις τής ειρήνης σε όλο το μήκος των ταραγμένων συνόρων, δεν υπήρχαν γεγονότα τόσο σοβαρά ώστε να οδηγήσουν σε επίσημη κήρυξη πολέμου. Ο Σελήμ φαινόταν να είναι πλήρως απασχολημένος στην Ανατολή, αν και ήταν πάντοτε δύσκολο να είναι κανείς βέβαιος για την επόμενη κίνησή του, ενώ ο Λέων Ι’ συνειδητοποιούσε ότι εδώ βρισκόταν η ευκαιρία, τώρα ή ποτέ, για να αναλάβει επιθετική δράση κατά τής Πύλης. Έτσι, για παράδειγμα, στις 27 Ιανουαρίου 1516 είχε προτρέψει τον Λάντισλας Β’ να μη συμφωνήσει με την ειρήνη ή ανακωχή που είχε μόλις ζητήσει ο Σελήμ,
γιατί ο σουλτάνος δεν θέλει ειρήνη με εσάς για οποιοδήποτε έντιμο λόγο, αλλά μόνο για να σάς αποκοιμίσει και να σάς κρατήσει ήσυχους, ενώ εκείνος θα νικά τούς άλλους εχθρούς του, έτσι ώστε αργότερα, όταν θα έχει απαλλαγεί από αυτούς τούς εχθρούς που τον απειλούν τώρα και θα έχει γίνει ισχυρότερος [από την επιτυχία], να μπορέσει να σάς επιτεθεί και να λεηλατήσει τα βασίλειά σας [τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας] με την πρώτη ευνοϊκή ευκαιρία.90
Μετά τη συνάντηση με τον βασιλιά Φραγκίσκο στη Μπολώνια, ο Λέων ενθαρρύνθηκε να σκέφτεται μεγάλη προσπάθεια εναντίον των Τούρκων, γενική ένωση, στην οποία θα συμμετείχαν όλα τα σημαντικά χριστιανικά κράτη. Όμως η αποτυχία τού βασιλιά να ανταποκριθεί σε δύο παπικές εκκλήσεις για χρήματα, για να βοηθήσει τούς Ούγγρους στη συνεχή μάχη τους με τούς Τούρκους, ήταν απογοητευτική και ο Λέων έγραψε στον Φραγκίσκο στις 15 Μαΐου 1516, προτρέποντάς τον να στείλει τουλάχιστον 15.000 δουκάτα, στα οποία θα πρόσθετε ο παπισμός και θα τα μεταβίβαζε στην Ουγγαρία. Ο Πέτερ Μπερίσλο, επίσκοπος Βέσπρεμ, βάνος τής Κροατίας και ενεργών ως αντιβασιλέας τής Ουγγαρίας, είχε μόλις γράψει ότι είχε λίγες ελπίδες ότι θα μπορούσαν πια να αντισταθούν στους Τούρκους. Ο εκπρόσωπος τού Μπερίσλο είχε ριχτεί στα πόδια τού πάπα με δάκρυα παρουσία των καρδιναλίων και εκλιπαρούσε την παπική κούρτη και όλους τούς βασιλείς τής χριστιανοσύνης να μην αφήσουν να περάσει το ασταθές βασίλειο κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο εκπρόσωπος υπενθύμιζε στην Αγιότητά του και στο Ιερό Κολλέγιο ότι οι τουρκικοί στόλοι δεν απείχαν τώρα παρά ταξίδι μιας νύχτας από την Αδριατική ακτή τής Ιταλίας.91
Ο Λέων δεν χρειαζόταν την υπενθύμιση. Τα μέλη τής παπικής κούρτης είχαν μάθει στα τέλη Απριλίου 1516 ότι εικοσιεπτά τουρκικά ή μαυριτανικά σκάφη είχαν θεαθεί στα ανοικτά, μερικά μίλια από την Τσιβιταβέκκια. Ο Λέων, που βρισκόταν σε κυνήγι, είχε φύγει έντρομος από την περιοχή. Ο Ενετός πρεσβευτής Μαρίνο Ζόρζι ενημέρωνε την κυβέρνησή του ότι υπήρχε φήμη ότι ο πάπας είχε σχεδόν συλληφθεί, ενώ υπήρχαν και εκείνοι στη Ρώμη που επιθυμούσαν μάλιστα να τον είχαν πάρει οι μουσουλμάνοι.92
Ακόμη κι αν ο Φραγκίσκος δεν απαντούσε με μεγάλη προθυμία στις μακρινές ανάγκες τής Ουγγαρίας, αυτός ήταν η κύρια ελπίδα για τη σταυροφορία και στις 17 Μαΐου 1516 ο Λέων εξέδωσε τη μακροσκελή βούλλα «ο Σωτήρας μας» (Salvator noster), που απευθυνόταν ιδιαίτερα στους Γάλλους. Στη βούλλα αυτή περιέγραφε την ευθύνη τού παπισμού εν μέσω των κινδύνων υπό τούς οποίους εργαζόταν ο χριστιανικός κόσμος. Ανακοίνωνε την απόφαση τού Φραγκίσκου να πάει προσωπικά «στην Κωνσταντινούπολη και στις άλλες υπερπόντιες επαρχίες που κατέχονται από τούς άπιστους». Χορηγούσε άφεση αμαρτιών σε όσους έπαιρναν μέρος στην προβλεπόμενη αποστολή. Έδινε εντολή στους κληρικούς να κηρύξουν τη σταυροφορία στις εκκλησίες τους. Και επέβαλε φόρο δεκάτης στις εκκλησιαστικές περιουσίες, για να εξυπηρετηθεί η κάλυψη των μεγάλων δαπανών που μπορούσαν να προβλέπονται.93 Αν και ο Λέων Ι’ πίστευε ότι η Ευρώπη έπρεπε να χρησιμοποιήσει αυτή τη διακοπή των τουρκικών επιθέσεων εναντίον της για να προετοιμάσει μεγάλη επίθεση, οι ειδήσεις που έρχονταν από την Ανατολή δεν ήσαν ενθαρρυντικές. Ο νεαρός πρίγκηπας Σουλεϊμάν έγραφε στην κυβέρνηση τής Ραγούσας από την Αδριανούπολη στις 18 Σεπτεμβρίου 1516 για τη μεγάλη νίκη τού πατέρα του επί των Μαμελούκων (κοντά στο Χαλέπι στα τέλη Αυγούστου): ο Σελήμ είχε νικήσει τον σουλτάνο τής Αιγύπτου, τον είχε συλλάβει και αποκεφαλίσει και είχε επιδράμει στη Συρία. Οι Ραγουσαίοι μεταβίβασαν το μήνυμα στην παπική κούρτη. Ένα μήνα αργότερα (στις 17 Οκτωβρίου) ο Πιέτρο Μπέμπο έγραφε στον Φραγκίσκο Α’ στο όνομα τού πάπα, ότι αν η είδηση ήταν αληθινή, «είναι καιρός να ξυπνήσουμε από τον λήθαργό μας, αλλιώς θα συντριβούμε κοιμώμενοι και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή τού χασμουρητού !»94
Στην αρχή πολλοί αναρωτήθηκαν μήπως αυτή η αναφορά τής τουρκικής επιτυχίας στη Συρία (και ακόμη και εκείνης τού 1514 στην Περσία) δεν αποτελούσε απλώς υπεκφυγή, για να προστατεύσει τον Σελήμ από επίθεση των χριστιανών, ενώ ήταν ακόμη πλήρως απασχολημένος με τούς Μαμελούκους. Όμως στις 4 Ιανουαρίου 1517 ο Λέων Ι’ έγραφε στον Φραγκίσκο ότι η τουρκική νίκη έχει επιβεβαιωθεί από πολλές πηγές. Ο πάπας είχε σοβαρότατους φόβους για τη Δαλματία και την Ουγγαρία. Ο σουλτάνος των Μαμελούκων, ο «σολντάν» τής Αιγύπτου αλ-Ασράφ Κανσούχ αλ-Γκούρι, είχε μάλιστα σκοτωθεί σε μεγάλη μάχη βόρεια τού Χαλεπιού στις 24 Αυγούστου (1516),95 ενώ τον Οκτώβριο ο αντιβασιλέας Τουμανμπέης γινόταν ο τελευταίος των Μπούρτζι Μαμελούκων που θα κυβερνούσε στο Κάιρο.96 Ο Λέων Ι’ έγραφε στον Φραγκίσκο ότι, εκτός αν ο τελευταίος ανταποκρινόταν τώρα στον βασιλικό του ρόλο, οι ακτές τής Ιταλίας και η ακτογραμμή των άλλων χριστιανικών χωρών θα καταστρεφόταν, γιατί ο Σελήμ είχε στόλο 200 γαλερών, καλά εξοπλισμένο και «σχεδιασμένο για την καταστροφή μας». Ο Λέων, σαν καλός ποιμένας, θα θυσίαζε τη ζωή του για το ποίμνιο, αν ήταν αναγκαίο, ενώ θα κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να εμποδίσει τη μεγάλη σφαγή (την οποία έβλεπε να έρχεται) να επισκεφτεί τη χριστιανική κοινοπολιτεία κατά τη διάρκεια τής δικής του παπικής θητείας. Η παπική επιστολή γράφτηκε από τον Τζάκοπο Σαντολέτο και χαρακτηρίζεται από την κλασσική άνεση που είχε μεγάλο μέρος τής λατινικής διπλωματικής αλληλογραφίας τής εποχής.97
Ακόμη κι όταν ο Σαντολέτο στίλβωνε και ξαναστίλβωνε τη μεγαλοπρεπή πεζογραφία του, ο Σελήμ είχε ήδη μπει στην Αίγυπτο. Νίκησε τούς Μαμελούκους στην αποφασιστική μάχη τής Ριντανίγια και μπήκε στο Κάιρο στα τέλη Ιανουαρίου (1517).98 Η είδηση της οθωμανικής κατάκτησης τής Αιγύπτου έγινε δεκτή με κατήφεια και απαισιοδοξία στην παπική κούρτη.
Τον Μάρτιο τού 1517 αναφέρθηκε στη Βενετία ότι ο πάπας είχε ορίσει τον Ιανό Λάσκαρι ως απεσταλμένο του στον νέο σουλτάνο τής Αιγύπτου, τον Τουμανμπέη, ο οποίος λεγόταν ότι είχε κάνει έκκληση στη Ρώμη για βοήθεια εναντίον τού Σελήμ.99 Όμως η καταστροφική πληρότητα τής ήττας των Μαμελούκων ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση (και ο Τουμανμπέης προδόθηκε και απαγχονίστηκε στις 14 Απριλίου 1517 στην πύλη Ζαβίλα στο Κάιρο).100 Στις 16-17 Απριλίου ενετικές επιστολές από τη Ρώμη ανέφεραν ότι «ο Λάσκαρις δεν θα πάει πια στον σουλτάνο» (Lascari non va più al Soldan),101 πράγμα που ήταν καλό, γιατί υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις μια παπική πρεσβεία στο Κάιρο δεν θα ήταν μόνο μάταιη, αλλά και επικίνδυνη.
Υπήρξαν ανανεωμένες συνομιλίες για κοινή εκστρατεία των κυρίων δυτικών δυνάμεων εναντίον των Τούρκων. Για έναν επιφανειακό παρατηρητή ο χρόνος μπορούσε να φαίνεται ακόμη ευνοϊκός για ένα τέτοιο εγχείρημα.102 Φαινόταν σίγουρα απαραίτητο.
Τον Μάιο τού 1516 άρχισε νέα αποξένωση μεταξύ τού Λέοντα Ι’ και τού Φραγκίσκου Α’. Όταν ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός, δυσαρεστημένος από τη νίκη τού Φραγκίσκου στο Μαρινιάνο, είχε προσπαθήσει τον Μάρτιο να εισβάλει στη βόρεια Ιταλία,103 ο πάπας είχε αποτύχει να βοηθήσει τούς Γάλλους στη Μπολώνια κατά την έκταση των δεσμεύσεών του. Με τη σειρά του ο Φραγκίσκος προκαλούσε τις υποψίες τού πάπα με την προφανή ετοιμότητά του να διεκδικήσει τα δήθεν δικαιώματά του στη Νάπολη και να βοηθήσει τον Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, δούκα τού Ουρμπίνο και ανηψιό τού Ιουλίου Β’. Ο Λέων θεωρούσε όχι άδικα τον Φραντσέσκο Μαρία ως μη νομιμόφρονα υποτελή και είχε διακηρύξει την αποστέρησή του από το δουκάτο. Μάλιστα παπικά και φλωρεντινά στρατεύματα κατέκλυσαν το δουκάτο τον Μάιο και το Ουρμπίνο, καθώς και το Πέζαρο και η Σινιγκάλια υπέκυψαν γρήγορα. Ο Φραντσέσκο Μαρία διέφυγε στους Γκονζάγκα συγγενείς του στη Μάντουα, ενώ στις 18 Αυγούστου 1516 ο ανηψιός τού πάπα, ο Λορέντσο, γινόταν δούκας τού Ουρμπίνο και άρχοντας τού Πέζαρο σε επίσημη τελετή ανάθεσης στη Ρώμη.104
Όμως ο Φραντσέσκο Μαρία επέστρεψε ξαφνικά τον Ιανουάριο τού 1517 με τολμηρή αιφνιδιαστική επίθεση και ανακατέλαβε το Ουρμπίνο και τις κύριες πόλεις τού δουκάτου, προς έκπληξη και αποτροπιασμό τού Λέοντα. Ο πόλεμος τώρα διήρκεσε οκτώ μήνες και ο Γκουτσαρντίνι λέει ότι κόστισε στον Λέοντα 800.000 δουκάτα.105 Οι παπικοί διοικητές ήσαν προδήλως ανίκανοι. Τελικά ο Φραγκίσκος Α’ έστειλε ως πρεσβευτή του στη Ρώμη τον Τομά ντε Φουά, άρχοντα τού Λεσκύν, μικρότερο αδερφό τού στρατάρχη Λωτρέκ. Ο Λεσκύν ζήτησε τον φόρο δεκάτης και έφερε στον πάπα δύναμη ιππικού και περίπου 3.000 πεζούς στρατιώτες, για να βοηθήσουν στην αποβολή τού Φραντσέσκο Μαρία. Οι γαλλικές δυνάμεις έκαναν πολύ λίγα, αλλά ο Φραντσέσκο Μαρία απέτυχε στην προσπάθειά του να ανακτήσει το δουκάτο τού Ουρμπίνο, λόγω τής παντελούς έλλειψης χρημάτων και βαρέος πυροβολικού.106
Κατά τη διάρκεια των γεμάτων γεγονότα ετών 1516-1517, ενώ ο Λέων Ι’ εξέφραζε συνεχείς προειδοποιήσεις για τούς Τούρκους, έπρεπε να παρακολουθεί με την ίδια αγωνία τις διασκέψεις που πραγματοποιούσαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων και τις συμβάσεις που υπέγραφαν στη Νογιόν, στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες και στο Καμπραί. Στο Καμπραί για παράδειγμα, στις 11 Μαρτίου 1517, έγινε διαπραγμάτευση μιας συμμαχίας, σύμφωνα με την οποία οι Μαξιμιλιανός, Φραγκίσκος Α’ και Κάρολος [Ε’] συγκροτούσαν ένωση, ο σκοπός τής οποίας προσδιοριζόταν πληρέστερα σε μυστικά άρθρα, που προστέθηκαν στη συνθήκη τον Μάιο και τον Ιούλιο. Η βόρεια και η κεντρική Ιταλία θα οργανώνονταν στα δύο βασίλεια τής «Λομβαρδίας» και τής «Ιταλίας» και θα αναλαμβάνονταν αντίστοιχα από τον Φραγκίσκο Α’ και τούς Αψβούργους.107 Ο Λέων είχε λόγους να φοβάται ότι οι Μέδικοι θα έχαναν και πάλι την αγαπημένη τους πόλη τής Φλωρεντίας.
Ο Μαξιμιλιανός είχε για κάποιο διάστημα απογοητευτεί με τις ιδιοτροπίες τής πολιτικής τού Λέοντα. Έτσι, όταν ο Μαρίνο Ζόρζι, ο Ενετός πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, επέστρεψε στην πατρίδα και παρέδωσε στη Γερουσία την αναφορά για την αποστολή του (στις 17 Μαρτίου 1517), έλεγε για τον τρόπο με τον οποίο ο Λέων είχε στείλει το 1515 στον Μαξιμιλιανό τον Εγκίντιο ντα Βιτέρμπο, στρατηγό των Αυγουστινιανών, μαζί με πέντε από τούς μαυροντυμένους μοναχούς του, «υπό το πρόσχημα τού να πείσουν τον αυτοκράτορα να αναλάβει εκστρατεία εναντίον των απίστων». Ο Μαξιμιλιανός χαιρέτησε τον Εγκίντιο με έκρηξη θυμού:
Πατέρα, για ποιο λόγο έχετε έρθει; Έχετε κάνει άσχημα! Νομίζω ότι έχετε έρθει για να παρευρεθείτε στην κηδεία μου. Όσο για τον πόλεμο κατά των απίστων, είναι κατ’ αρχάς αναγκαίο να μεταρρυθμιστεί η εκκλησία. Ύστερα από αυτό, θα κάνουμε την εκστρατεία!108
Ο Λέων Ι’ προτιμούσε τον ρόλο τού σταυροφόρου από εκείνο τού μεταρρυθμιστή. Όμως την προσοχή του απέσπασε από τη σταυροφορία η υπόθεση τού Ουρμπίνο και οι μηχανορραφίες των μεγάλων δυνάμεων. Και τον Απρίλιο τού 1517 ήρθε ακόμη μεγαλύτερη απόσπαση τής προσοχής, για την οποία η τελευταία λέξη σίγουρα δεν έχει ακόμη ειπωθεί. Σύμφωνα με τη συνήθη περιγραφή, την οποίο πιστεύουν ο Πάστορ και ο μαρκήσιος Φερραϊόλι, αποκαλύφθηκε ασυνήθιστη συνωμοσία για δηλητηρίαση τού πάπα, συνωμοσία που εκκολάφθηκε μέσα στο ίδιο το Ιερό Κολλέγιο. Αρχισυνωμότης ήταν ο ανεύθυνος νεαρός καρδινάλιος Αλφόνσο Πετρούτσι, αλλά στο ηλίθιο σχέδιο θα φαινόταν σύντομα ότι εμπλέκονταν οι καρδινάλιοι Μπαντινέλλο Σάουκι και Φραντσέσκο Σοντερίνι, καθώς και ο λαμπρός καρδινάλιος Ραφφαέλε Ριάριο, παπικός ταμίας (καμερλένγκο) και αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, όπως και ο γνωστός ραδιούργος, ο καρδινάλιος Αντριάνο Καστελλέζι. Ο Λέων Ι’ είχε απομακρύνει τον Μποργκέζε Πετρούτσι, αδελφό τού καρδινάλιου Αλφόνσο, από τη Σινιορία τής Σιένα τον Μάρτιο τού 1516, ως βήμα προς την υπαγωγή τής Τοσκάνης στους Μέδικους. Οι Μποργκέζε και Αλφόνσο ήσαν γιοι τού «τυράννου» Παντόλφο Πετρούτσι, ενώ και οι δύο πιστεύεται ότι είχαν κληρονομήσει τάση τρέλλας από τη μητέρα τους.109 Όταν κάποιος ασχολιόταν με τον Λέοντα Ι’, ήταν καλό να έχει το μυαλό του σε αυτόν.
Ο καρδινάλιος Αλφόνσο εύρισκε την προοπτική τής εκδίκησης πιο γλυκιά από την απαλή ζωή που περνούσε στην παπική κούρτη. Σύντομα θα πλήρωνε για τα υποτιθέμενα σχέδιά του κατά τής ζωής τού πάπα, θυσιάζοντας τη δική του. Ήταν σίγουρα ένοχος για απειλές κατά τού Λέοντα, καθώς και για συνωμοτικές ενέργειες για ανάκτηση τής Σιένα με τη βία, ενώ όταν βασανίστηκαν, ο οικονόμος του (maestro di casa) Mαρκ’ Αντόνιο Νίνι και ορισμένοι άλλοι επιβεβαίωσαν την ενοχή τού Πετρούτσι. Αλλά ενώ τα βασανιστήρια άνοιγαν το στόμα ενός ανθρώπου, δεν οδηγούσαν πάντοτε στην έκφραση τής αλήθειας. Οι διασωζόμενες καταγραφές περιέχουν πολλές αντιφάσεις. Οι Σάουλι και Σοντερίνι, Ριάριο και Καστελλέζι καταστράφηκαν από την αποκάλυψη τής συνενοχής τους στη συνωμοσία. Λεγόταν ότι ο Ριάριο έλπιζε να γίνει πάπας. Αφού τού απέσπασε το τεράστιο πρόστιμο των 150.000 δουκάτων, καθώς και άλλες παραχωρήσεις, ο Λέων τελικά συγχώρησε τον Ριάριο,110 ο οποίος στη συνέχεια αποσύρθηκε στη Νάπολη, όπου πέθανε απογοητευμένος στις 6 Ιουλίου 1521.111
Ο Ριάριο, μια από τις πιο διάσημες και δημοφιλείς φυσιογνωμίες τής παπικής κούρτης, κείται τώρα θαμμένος στον νότιο τοίχο τής αψίδας τής Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη.
Εκτός από το να υπενθυμίσει στον ενημερωμένο αναγνώστη τις ταραχώδεις συνθήκες που υπήρχαν στην κούρτη κατά τη διάρκεια τής άνοιξης και τού καλοκαιριού τού 1517, η συνωμοσία των καρδιναλίων δεν αποτελεί δική μας υπόθεση στην παρούσα εργασία. Αλλά ο Πικόττι επανεξέτασε τα γνωστά γεγονότα και έγγραφα και έχει φτάσει σε συμπεράσματα εντελώς διαφορετικά από εκείνα τού Πάστορ και τού Φερραϊόλι. Πιστεύει ότι ο Λέων Ι’ αξιοποίησε τις αδιακρισίες και ίντριγκες τού Πετρούτσι για να δημιουργήσει μια «συνωμοσία» κατά τής δικής του ζωής ως μέσο για την καταστροφή των αντιπάλων του, αποσπώντας από αυτούς τεράστια χρηματικά ποσά (ειδικά από τον Ριάριο) και προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δραστική διεύρυνση τού Ιερού Κολλέγιου με τον διορισμό ουδέτερων και φιλο-Μεδίκων καρδιναλίων. Δυστυχώς για τη μνήμη τού Λέοντα, τα λίγα που γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του κάνουν αυτή τη σοβαρή κατηγορία αδύνατη,112 αν και στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η συνωμοσία δεν ήταν τόσο πραγματική, όσο οι πρεσβευτές στη Ρώμη προφανώς θεωρούσαν ότι ήταν. Σχεδόν τόσο αξιοσημείωτη με τον τρόπο της, όπως η υποτιθέμενη συνομωσία πέντε καρδιναλίων για να σκοτώσουν τον πάπα, ήταν η εκπληκτική αναγόρευση τριανταενός καρδιναλίων στη μεγάλη προαγωγή τής 1ης Ιουλίου 1517,113 ύστερα από την οποία ο Λέων έλεγχε σταθερά το Κολλέγιο και την κούρτη.
Ένα περίπου μήνα πριν μάθει ο Λέων για τα σχέδια τού καρδινάλιου Πετρούτσι κατά τής ζωής του, προέδρευσε τής δωδέκατης και τελευταίας συνεδρίασης τής Πέμπτης Συνόδου τού Λατερανού (στις 16 Μαρτίου 1517). Δεκαοκτώ καρδινάλιοι ήσαν παρόντες, τρεις Λατίνοι πατριάρχες, ογδόντα περίπου αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, οι συνήθεις αξιωματούχοι τής κούρτης και οι εγκατεστημένοι στη Ρώμη πρεσβευτές. Ο καρδινάλιος Καρβαχάλ, ο οποίος είχε αντιταχθεί στη σύνοδο τόσο έντονα υπό τον Ιούλιο Β’, έκανε τώρα την εναρκτήρια λειτουργία, ενώ ο Μάσσιμο Κορβίνο, επίσκοπος τής Ιζέρνια στη νότια Ιταλία, έκανε πομπώδες κήρυγμα, μετά το οποίο διαβάστηκε επιστολή τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (γραμμένη στο Μαλίν στις 28 Φεβρουαρίου 1517). Ο αυτοκράτορας επιβεβαίωνε την παραλαβή παπικού σημειώματος, που τον πληροφορούσε για τη νίκη τού σουλτάνου Σελήμ επί τού Αιγύπτιου σουλτάνου στη Συρία και τον προέτρεπε να ενταχθεί στην προβλεπόμενη σταυροφορία κατά των Τούρκων.114
Ο Μαξιμιλιανός θρηνούσε για την επιτυχία τού Σελήμ, αλλά ήταν βέβαιος ότι η ίδια αυτή επιτυχία θα αφύπνιζε τούς χριστιανούς μπροστά στον κίνδυνό τους. Ο Θεός είχε συχνά δώσει αντοχή στον εχθρό για να τιμωρήσει τις αμαρτίες τού δικού του λαού. Αν και τα συναισθήματα που εκφράζονταν στην επιστολή τού πάπα ήσαν πολύ ευχάριστα για τον Μαξιμιλιανό, έμενε έκπληκτος «που η Αγιότητά σας θέλει να ανοίξει ο Θεός τα αυτιά μας για να ακούμε κάποιες φορές τη φωνή τής αλήθειας». Δεν ήταν αυτός εκείνος που είχε αποκοιμηθεί μέχρι την ενδεκάτη ώρα, έλεγε, για να αφυπνιστεί τελικά από τη συντριπτική τουρκική νίκη. Είχε από καιρό προβλέψει αυτό που βρισκόταν τώρα μπροστά στα μάτια τού κόσμου. Είχε προειδοποιήσει τούς προκατόχους τού Λέοντα για την ανάγκη να διαβουλευτούν για την ασφάλεια τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, αλλά υπήρχαν πάντοτε εκείνοι οι αντίπαλοι τής σταυροφορίας, που είχαν αγωνιστεί ζηλόφθονα ενάντια στις δικές του προσπάθειες να την προωθήσει. Μια εκστρατεία κατά των Τούρκων ήταν από καιρό απαραίτητη, όχι περισσότερο τώρα απ΄ όσο στο παρελθόν. Μπορούσε κανείς να ευχαριστεί τον Θεό για την παρούσα υποκίνηση στα όπλα και για την ηγεσία τού ίδιου τού Λέοντος. Ο Μαξιμιλιανός έλεγε ότι είχε μάθει την τέχνη τού πολέμου, να μην επιτίθεται σε χριστιανικές πόλεις, αλλά να τις υπερασπίζεται, ενώ τώρα που ο Λέων καλούσε τούς ηγεμόνες να κάνουν ειρήνη στην Ευρώπη, δεν θα υπήρχε δισταγμός στην απάντησή του. Ήξερε καλά τη δόξα τής σταυροφορίας. Ας ύψωνε η Αγιότητά του τα λάβαρα τού Χριστού και ας ξεκινούσε εναντίον τού εχθρού. Ο Μαξιμιλιανός θα εντασσόταν στη σταυροφορία, και θα αφιέρωνε σε αυτήν όλες τις δυνάμεις και τούς πόρους του. Το γήρας δεν θα καθυστερούσε το βήμα του. Αν έχανε τη ζωή του, έλπιζε να ζήσει και πάλι σε αιώνια δόξα. Προέτρεπε τον Λέοντα να συνεχίσει χωρίς να δειλιάζει, έχοντας εμπιστοσύνη στη θεία βοήθεια, αλλά προειδοποιούσε ότι αν κι αυτά τα ευσεβή σχέδια εξαφανίζονταν τώρα στο κενό όπως και άλλα που είχαν γίνει στο παρελθόν, θα ήταν μάρτυρας ο Θεός ότι δεν ήταν ο αυτοκράτορας εκείνος που είχε προδώσει την υπόθεση τής χριστιανοσύνης.115 Αν ο ευγενικός πάπας συνοφρυωνόταν με το τέλος τής επιστολής, θα μπορούσε όμως να χαμογελά με την ξεδιάντροπη εικόνα τού Μαξιμιλιανού για τον εαυτό του ως ενάρετου ηγεμόνα.
Αφού ο Αντρέα Πιπεράριο, ο γραμματέας τής συνόδου, διάβασε επιστολές από τον Φραγκίσκο Α’, τον Κάρολο [Ε’], καθώς και από άλλους ηγεμόνες, που υπόσχονταν παρόμοια υποστήριξη στη σταυροφορία, συζητήθηκαν διάφορα άλλα ζητήματα και στη συνέχεια ο Μαρίνο Γκριμάνι, ο νέος πατριάρχης τής Ακουιλέια, διάβασε τη βούλλα «Σύμφωνα με τον λόγο τού προφήτη» (Constituti juxta verbum prophetae), η οποία έκανε ανασκόπηση των εργασιών τής συνόδου. Ο Ιούλιος Β’ την είχε συγκαλέσει και πραγματοποίησε πέντε συνεδριάσεις. Ο Λέων είχε συνεχίσει τις εργασίες της μέσω των υπόλοιπων συνεδριάσεων. Το γαλλικανικό σχίσμα είχε επουλωθεί. Οι προοπτικές για ειρήνη φαίνονταν καλές, ενώ γίνονταν σχέδια για τη μεταρρύθμιση τής κούρτης. Όμως ένας από τούς κύριους στόχους τής συνόδου, ειπώθηκε, ήταν να ξεκινήσει σταυροφορία κατά των Τούρκων. Από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης κατά την εποχή τού Νικολάου Ε’, οι προκάτοχοι τού Λέοντος είχαν προγραμματίσει εκστρατεία, για να εκδικηθούν το πλήγμα που είχε υποστεί η πίστη και να καταστείλουν τη μανία των απίστων. Τώρα και ο Λέων με τη σειρά του επέβαλε τριετή φόρο δεκάτης, που έπρεπε να καταβληθεί για τη σταυροφορία «σε ολόκληρο τον κόσμο» (in universo orbe). Έπρεπε να καταβληθεί από εκκλησίες, μοναστήρια και κατόχους εκκλησιαστικών επιδομάτων. Με τελική παραίνεση προς τούς ηγεμόνες τής Ευρώπης να διατηρήσουν την ειρήνη, ο Λέων έδωσε την άδεια στους παρευρισκόμενους πατέρες να επιστρέψουν στις εκκλησίες τους.116
Όμως δεν ήσαν όλοι οι πατέρες ευτυχείς με εκείνο που είχε επιτευχθεί στη Σύνοδο τού Λατερανού. Με την ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει συχνά τα ημερολόγια των τελεταρχών (ceremonieri), που ποτέ δεν προορίζονταν για δημοσίευση, ο Πάριντε Γκράσσι δηλώνει ότι
πολλοί και σχεδόν η πλειοψηφία έχουν πει ότι αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να τελειώσει μια σύνοδος, αλλά μάλλον για να αρχίσει. Δεν είναι επίσης η ώρα να επιβληθούν φόροι δέκατης, ιδιαίτερα επειδή δεν υπάρχει καμία ελπίδα εκστρατείας εναντίον των Τούρκων, αλλά αν στην πραγματικότητα και ειλικρινά πρόκειται να οργανωθεί εκστρατεία, τότε οι φόροι δεκάτης πρέπει επίσης να συλλεχθούν…117
Αν οι διαμαρτυρίες αυτές ήσαν δικαιολογημένες, και φυσικά τα γεγονότα θα έδειχναν ότι ήσαν, οι Ούγγροι, οι Ιωαννίτες και άλλοι θα αντιμετώπιζαν σκληρό μέλλον. Πολύτιμος χρόνος είχε χαθεί, ενώ ο σουλτάνος Σελήμ εκστράτευε στην Ανατολή. Κατακτώντας την Αίγυπτο είχε μετατρέψει την Αλεξάνδρεια σε οθωμανικό λιμάνι, με άμεση, ανεμπόδιστη πρόσβαση στη Μεσόγειο. Δεν χρειαζόταν πια να φοβάται τούς Πέρσες, ενώ είχε καταστρέψει τούς Μαμελούκους. Τούρκοι κουρσάροι διέσχιζαν το Τυρρηνικό Πέλαγος, και μέλη τής Κούρτης καλώς φοβούνταν επίθεση κατά τής Ιταλίας, γιατί έτσι και αλλιώς, άραγε ποιες ήσαν οι προοπτικές για σταυροφορία; Ο Ερρίκος Η’ είχε την απάντηση. Σε επιστολή γραμμένη στο Λονδίνο στις 13 Απριλίου 1517, ο Ενετός πρεσβευτής Σεμπαστιάνο Τζουστινιάν έγραφε προς την κυβέρνησή του ότι ο Ερρίκος τού είχε πει:
Κύριε πρεσβευτή μου, είστε σοφός και με τη σύνεσή σας μπορείτε να κατανοήσετε ότι καμία γενική εκστρατεία κατά των Τούρκων δεν θα μπορέσει ποτέ να πραγματοποιηθεί, όσο επικρατεί τέτοια προδοσία ανάμεσα στις χριστιανικές δυνάμεις, όπου μόνη σκέψη τους είναι να καταστρέψει η μία την άλλη…118
Παρά τις κάπως κυνικές απόψεις των συνοδικών πατέρων, οι οποίοι προτιμούσαν να βλέπουν να επιβάλλονται φόροι δεκάτης στους λαϊκούς μάλλον και όχι στους ίδιους, ο πάπας Λέων Ι’ είχε αρχίσει να ζει με τον αδιάκοπο φόβο των Τούρκων. Στις 9 Μαΐου 1517 ο Πιέτρο Μπέμπο έγραφε στον Φραγκίσκο Α’ στο όνομα τού πάπα, ότι ήδη δύο φορές είχαν υπενθυμιστεί στη Μεγαλειότητά του οι πιθανές συνέπειες τής τουρκικής κατάκτησης τής Αιγύπτου. Ο Λέων προέτρεπε τον Φραγκίσκο να πάρει τον σταυρό, σε συμφωνία με το διάταγμα τής τελευταίας συνεδρίασης τής Συνόδου τού Λατερανού. Ήθελε από τη γαλλική κυβέρνηση είτε να στείλει νέους απεσταλμένους στη Ρώμη ή να εξουσιοδοτήσει εκείνους που είχε τότε στην κούρτη «να κάνουν τα πράγματα που πρέπει να γίνουν» (iis quae opus essent conficiendis). Ο Τούρκος σουλτάνος είχε μόλις προσθέσει τον πλούτο και τα όπλα τής Συρίας και τής Αιγύπτου σε εκείνα που ήδη διέθετε. Ο Φραγκίσκος έπρεπε να ενταχθεί σε ένωση των χριστιανών ηγεμόνων για να αντισταθούν στον Τούρκο, τού οποίου ο τεράστιος στόλος επρόκειτο σίγουρα να χρησιμοποιηθεί για την ερήμωση και καταστροφή τής χριστιανοσύνης. Ο Θεός θα κρατούσε τον βασιλιά τής Γαλλίας υπόλογο, καθώς και τον πάπα, για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τώρα τούς πόρους που Εκείνος τούς είχε διαθέσει.
Ο Φραγκίσκος έπρεπε να ζωστεί για πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Τα μάτια τής Ευρώπης ήσαν στραμμένα πάνω του και οι άνδρες έπρεπε τώρα να θαυμάσουν το θάρρος του, όχι λιγότερο από την καλή του τύχη. Στην κούρτη είχαν φτάσει νέα ότι σαράντα τουρκικά πλοία είχαν προσφάτως εντοπιστεί μεταξύ Κορσικής και Σαρδηνίας, γεμίζοντας το Τυρρηνικό Πέλαγος και τα νησιά με φόβο και τρόμο. Ο πάπας ζητούσε από τον Φραγκίσκο να στείλει τα πλοία που είχε στη Γένουα και στη Μασσαλία —«και είμαι βέβαιος ότι έχετε κάποια» — στα ιταλικά ύδατα, προκειμένου να περιπολούν και να προστατεύουν τις απειλούμενες ακτές τής χερσονήσου σε συνεργασία με τον παπικό και τον ναπολιτάνικο στόλο.119