<-6. Ο Αδριανός ΣΤ’, η πτώση τής Ρόδου και η ανανέωση τού πολέμου στην Ιταλία | 8. Η άλωση τής Ρώμης και η πολιορκία τής Νάπολης (1527-1528)-> |
7
Παβία και η Ένωση τού Κονιάκ. Το Μόχατς και οι Τούρκοι στην Ουγγαρία. Πορεία τού Μπουρμπόν προς τη Ρώμη (1525-1527)
![]() |
![]() |
Ύστερα από απερίσκεπτη τετράμηνη πολιορκία τής Παβίας, που παρατάθηκε μέσα στη νέκρα τού χειμώνα τού 1524-1525, ο Φραγκίσκος Α’ νικήθηκε από τούς αυτοκρατορικούς διοικητές σε τολμηρή επίθεση πριν από την αυγή επί τού γαλλικού στρατοπέδου στο πάρκο τού Μιραμπέλλο, ακριβώς βόρεια τής Παβίας. Η μάχη διεξήχθη κάτω από σχεδόν πανσέληνο στις 24 Φεβρουαρίου (1525). Πολλά θέματα φαινόταν ότι είχαν λυθεί, εκατό ερωτήματα είχαν απαντηθεί, γιατί ο ίδιος ο Φραγκίσκος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος στο πεδίο τής μάχης.1 Οι Ενετοί ήσαν έκπληκτοι, ο πάπας σε απόγνωση. Στις 27 τού μηνός ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Γερουσία έγραφαν στον Κάρολο Ε’, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Μαδρίτη, ότι δεν ήταν δυνατό να εκφράσουν τη χαρά τους για τη νίκη την οποία ο Θεός τού είχε δώσει στις όχθες τού Τιτσίνο.2 Η Παβία όντως φαινόταν σαν δώρο από τον ουρανό. Η μάχη είχε διεξαχθεί στα εικοστά πέμπτα γενέθλια τού Καρόλου, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ματθαίου τού Αποστόλου. Ο αυτοκρατορικός, ο Άγγλος και ο Μιλανέζος πρεσβευτής και η φιλική προς τούς Αψβούργους αποικία στη Βενετία χάρηκαν με τα νέα, ενώ ο δόγης Γκρίττι δυσκολευόταν να εξηγήσει γιατί οι Ενετοί δεν είχαν ενωθεί με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, όπως οι τελευταίοι είχαν υποθέσει ότι θα έκαναν, στην κατατρόπωση τού στρατού και στη μείωση τής φιλοδοξίας των Γάλλων στη βόρεια Ιταλία.3
Η είδηση της νίκης στην Παβία έφτασε στον Κάρολο στη Μαδρίτη στις 10 Μαρτίου. Ο Ενετός πρεσβευτής Γκάσπαρο Κονταρίνι τού πρόσφερε τα συγχαρητήρια τής Δημοκρατίας, καθώς και τα δικά του, «που τελείωναν με την ευχή ότι θα μπορούσε πριν περάσει καιρός να στεφθεί στην Κωνσταντινούπολη». Ευχαριστώντας τον Κονταρίνι για τα καλά του λόγια, ο Κάρολος τον διαβεβαίωνε «ότι δεν είχα ποτέ οποιαδήποτε άλλη επιθυμία από το να ειρηνεύσω τη χριστιανοσύνη και να στρέψω τις δυνάμεις μου εναντίον των απίστων».4 Και ενημέρωνε τον Φλωρεντινό πρέσβη ότι είχε την ελπίδα ότι η Παβία θα σήμαινε τώρα την εγκαθίδρυση καθολικής ειρήνης στην Ευρώπη και μεγάλης κλίμακας εκστρατεία κατά των Τούρκων, εναντίον των οποίων έπρεπε κανείς να γιορτάζει νίκες και όχι εναντίον χριστιανών.5
Ο Κλήμης Ζ’ είχε εκπλαγεί με τα νέα από την Παβία, φοβούμενος για το δικό του μέλλον, καθώς και για εκείνο τής Αγίας Έδρας.6 Σχεδόν ενστικτωδώς οι σκέψεις του στράφηκαν προς την Αγγλία, πεπεισμένος αναμφίβολα ότι ο Ερρίκος Η’ θα δυκολευόταν να αποφασίσει, αν ήταν πιο συνεπαρμένος από την ήττα τού Φραγκίσκου ή θλιμμένος από την επιτυχία τού Καρόλου. Ο Άγγλος πρεσβευτής στη Ρώμη, ο Τζων Κλερκ, επίσκοπος τού Μπαθ και Ουέλλς, φαινόταν να έχει την ίδια άποψη για την αναπάντεχη τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα στην Παβία. Ο Κλερκ διαβεβαίωνε την Αγιότητά του ότι ο Ερρίκος δεν θα παρέμενε αδρανής αν ο Κάρολος προσπαθούσε να αποκτήσει «κι άλλο κράτος στην Ιταλία». Δήλωνε περαιτέρω ότι πίστευε ότι ο Φραντσέσκο Σφόρτσα έπρεπε να αφεθεί στην κατοχή τού δουκάτου τού Μιλάνου.7 Η διατήρηση τού Μιλάνου από τούς Σφόρτσα, κρατώντας το μακριά από τα χέρια τού Καρόλου Ε’ και των φιλο-αυτοκρατορικών, θεωρούνταν βασική για την εγκαθίδρυση και διατήρηση τής ειρήνης στη χερσόνησο.8
Οι Ενετοί αντιλαμβάνονταν επίσης την αναγκαιότητα να καλλιεργήσουν την εύνοια τού Ερρίκου, «επειδή είναι σημαντικό για τις υποθέσεις μας, να έχουμε επειγόντως ένα ρήτορα στον γαληνότατο βασιλιά τής Αγγλίας, σε αυτές τις παρούσες συνθήκες υψίστης σημασίας» (essendo grandemente a proposito delle cose nostre haver uno orator apresso il serenissimo re de Angelterra a questi presenti tempi della summa importantia).9 Στις 6 Μαρτίου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μάρκο Φόσκαρι στη Ρώμη για την τεράστια ικανοποίηση που ένιωσαν μαθαίνοντας από τις αναφορές του, «ότι η Αγιότητά του παραμένει σταθερή στην πρόθεσή του να προχωρήσει σε ένωση με εμάς». Η ενετική κυβέρνηση θα έδειχνε στην Αγιότητά του την ίδια αφοσίωση και επιμονή, «και θα προχωρήσουμε σε εκείνο τον δρόμο, που θα μάς δείξει το φως τής σοφίας του». Η Γερουσία ήταν πλέον έτοιμη να προβεί σε επίσημη διακήρυξη τής συμμαχίας της με την Αγία Έδρα, στην οποία τόσο η Αγιότητά του όσο και αυτοί έπρεπε να αναφέρουν επακριβώς ποιά «συμμετοχή στις δαπάνες» (contributione della spesa) ήταν διατεθειμένη να αναλάβει κάθε πλευρά σε «αυτή την ένωση και συμμαχία» (questa unione et liga). Η Γερουσία ήταν έτοιμη να διαθέσει 900 λογχοφόρους, 10.000 πεζούς και 600 ελαφρά οπλισμένους ιππείς,
οι οποίοι θα βρίσκονται στη διάθεση κάθε εντολής και επιθυμίας τής Αγιότητάς του, ενώ είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύσουμε τις δυνάμεις μας, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, καθώς και κάθε πόρο μας για την τιμή τής Αγιότητάς του και εκείνη τής Αγίας Έδρας και για τη διατήρηση τής ελευθερίας τής Ιταλίας, (και αυτό θα κάνουμε) με την ετοιμότητα και την προθυμία που χρησιμοποιούμε για τη δική μας ευημερία, η οποία θεωρούμε ότι είναι ταυτόσημη (istessa) με την τιμή τής Αγιότητάς του…
Ο δόγης και η Γερουσία εξέφραζαν «μεγάλη αποδοχή» για την απόρριψη από τον Κλήμεντα «της υπόσχεσης για ένωση που είχε δοθεί από τον αυτοκράτορα» (la oblation della liga fatta per li Cesarei). Στη γλώσσα τής εποχής, η αποδοχή τής προσφοράς «ένωσης» με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς μετά τη μάχη τής Παβίας θα έκανε στην πραγματικότητα τον Κλήμεντα εφημέριο τού Καρόλου Ε’. Ο δόγης λοιπόν και η Γερουσία βρίσκονταν στην ευχάριστη θέση να μάθουν ότι ο Κλήμης έστελνε νούντσιους στον βασιλιά τής Αγγλίας, καθώς και στον αυτοκράτορα. Αυτοί έστελναν επίσης απεσταλμένους στον αυτοκράτορα [τους Αντρέα Ναβαγκέρο και Λορέντσο Πριούλι], «και θα κάνουμε το ίδιο και με τον γαληνότατο βασιλιά τής Αγγλίας». Κατά τη γνώμη τους ήταν πολύ σκόπιμο «η Αγιότητά του να χρησιμοποιήσει κάθε επιμέλεια και δυνατή επιδεξιότητα, για να κερδίσει την εύνοια τού εν λόγω γαληνότατου βασιλιά, ενώ για το ίδιο ζήτημα πιστεύουμε ότι είναι επίσης σημαντικό, να απευθυνθεί αμέσως στα ελβετικά καντόνια και να τα πείσει να βοηθήσουν την Ιταλία…». Διατηρώντας τη φαντασίωση τής εποχής, με την οποία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία τής πόλης των Μεδίκων επί τού Άρνου, οι Ενετοί ομολογούσαν επίσης ότι αντλούσαν μεγάλη ανακούφιση από το γεγονός ότι «η επιφανέστατη Δημοκρατία τής Φλωρεντίας μιλούσε επαινετικά για την κίνηση τής Αγιότητάς του στην κατεύθυνση τής ενότητας τής Ιταλίας και έδειχνε ο ίδιος έτοιμος [να υπερασπιστεί] την ελευθερία της…».10
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Κλήμης και οι Ενετοί έπρεπε να πετύχουν κάποιου είδους συμφωνία με τον Κάρολο Ε’, όσο ο Φραγκίσκος παρέμενε αιχμάλωτος. Όλοι γνώριζαν ότι ο Ερρίκος Η’ δάγκωνε λιγότερο απ’ όσο γαύγιζε. Έπρεπε να κερδίσουν την υποστήριξή του, γιατί μπορούσε να ασκήσει πίεση στον αυτοκράτορα. Αλλά δεν έπρεπε να εξαρτώνται πάρα πολύ ούτε από τον ίδιο ούτε από τον Γούλζεϋ. Η κατάστασή τους δεν στερούνταν τις ειρωνικές πτυχές της. Ο πάπας δεν έπρεπε να αποτύχει στην υποχρέωσή του να υπερασπιστεί τη χριστιανοσύνη εναντίον των απίστων. Ο αυτοκράτορας, ο οποίος θεωρητικά μοιραζόταν μαζί του οικουμενική εξουσία, ήταν ο πιο πιθανός σταυροφόρος στην Ευρώπη, γιατί τα εδάφη των Αψβούργων στην Καρνιόλα και την Καρινθία, στη Στυρία και την Αυστρία ήσαν συνεχώς εκτεθειμένα σε τουρκικές επιθέσεις. Ενώ οι Ενετοί, όπως και ο πάπας, φοβούνταν την επέκταση τής αυτοκρατορικής εξουσίας στη βόρεια Ιταλία, μακροπροθέσμως θα χρειάζονταν τη βοήθεια τού Καρόλου εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι (έχοντας πάρει τη Ρόδο), τώρα απειλούσαν ό,τι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία τού Αγίου Μάρκου ανατολικά τής Αδριατικής.
Τον Μάρτιο τού 1525 έφταναν στη Βενετία ανησυχητικές αναφορές ότι ο Άρχοντας Τούρκος βρισκόταν και πάλι σε κίνηση στη Μεσόγειο. Η Δημοκρατία έπρεπε να αντιμετωπίσει τη δαπάνη τής αύξησης των ναυτικών τής δυνάμεων, οι οποίες (όπως ο δόγης και η Γερουσία υπενθύμιζαν στον πρεσβευτή τους στη Ρώμη) ήσαν προς το συμφέρον τής χριστιανοσύνης. Όταν ο σουλτάνος μάθαινε για την αύξηση τής δύναμης τού ενετικού στόλου, ήταν πιθανό να έδινε διευρυμένη εφαρμογή στη συνήθη επιθυμία του να προκαλεί βλάβες και ζημιές στους χριστιανούς. Όλοι μοιράζονταν την υπευθυνότητα τής αντιπαράθεσης στην τουρκική φιλοδοξία και ιδιαίτερα η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα «στην οποία ακουμπούσε η υπεράσπιση των χριστιανών» (alla qual incumbe la defension de Christiani).11
Τελικά ο πάπας καθώς και οι Ενετοί έπρεπε να επανορθώσουν απέναντι στον αυτοκράτορα. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Βενιέρ, ο απεσταλμένος τής Δημοκρατίας στον Φραντσέσκο Σφόρτσα, έγραφε από το Μιλάνο στις 17 Μαρτίου (1525), για μια συνομιλία που μόλις είχε με τον αντιβασιλέα Σαρλ ντε Λαννόυ. Ο αντιβασιλέας είχε πει στον Βενιέρ ότι ο παπικός νούντσιος Μπερναρντίνο ντέλλα Μπάρμπα, επίσκοπος τού Καζάλε ντι Μονφερράτο, τον είχε πρόσφατα διαβεβαιώσει για τη «βέλτιση διάθεση» (οptimo animo) τού πάπα προς την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, ο οποίος, όπως έλπιζαν, θα επέφερε εκείνη «την ειρήνη στην Ιταλία, που επιθυμούσαν όλοι ευλαβικά». Επιπλέον ο Βενιέρ είχε μάθει από τον Λαννόυ ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν χορηγήσει στον Τζων Στούαρτ, δούκα τού Ώλμπανυ, άδεια ασφαλούς διέλευσης για να επιστρέψει στη Γαλλία από τη θάλασσα ή τη στεριά, υπό τον όρο ότι αυτός και οι άνδρες του θα πωλούσαν πρώτα τα όπλα και τα άλογά τους (πράγμα που είχαν κάνει, λέγοντας κι ένα τραγούδι). Ο Βενιέρ έγραφε επίσης στη Σινιορία για συνομιλία που είχε με άλλον αυτοκρατορικό διοικητή, τον Αλφόνσο ντε Άβαλος, μαρκήσιο τού Βάστο (Γκουάστο), που είχε μόλις περάσει λίγο χρόνο με τον Φραγκίσκο Α’. Σύμφωνα με τον Βάστο, ο Φραγκίσκος είχε δηλώσει ότι ήθελε επίσης την ειρήνη. Όμως ο Κάρολος έπρεπε τώρα να παρατήσει τις υποθέσεις τής [βόρειας] Ιταλίας, «επειδή ήταν ήδη πολύ για τον αυτοκράτορα να έχει κρατούμενό του ένα βασιλιά τής Γαλλίας». Έπρεπε να σχηματίσει ένωση όλων των χριστιανών ηγεμόνων «και η χριστιανικότατη Μεγαλειότητά του θα πήγαινε ως επικεφαλής όλων των δυνάμεών τους κατά των απίστων».12
Η ειρήνη θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί και η σταυροφορία ακόμη πιο δύσκολο. Όταν στάλθηκε στην Αγγλία ο Λορέντσο Όριο ως Ενετός πρεσβευτής, τον Απρίλιο τού 1525, είχε εντολή από τη Γερουσία να διαβεβαιώσει τον Ερρίκο Η’ και τον Γούλζεϋ ότι οι Ενετοί ήσαν οι πιο υπάκουοι (obsequentissimi) υπηρέτες τής Αγγλίας. Έπρεπε επίσης να αναφέρει ότι είχαν κάθε πρόθεση «να εκπληρώσoυμε την επιθυμία μας να παραμείνουμε πιστά στη συνομοσπονδία μας με την αυτοκρατορική και Καθολική του Μεγαλειότητα» (di voller constantemente perseverar nella confederation habbiamo cum la cesarea el Catholica Maestà), σαν να μην είχε συμβεί τίποτε από τον Αύγουστο 1523, όταν είχε ανακοινωθεί η «ειρήνη και πίστη» «pax et foedus» τής Δημοκρατίας με τον Κάρολο Ε’. Όμως αφού εγκρίθηκαν από τη Γερουσία οι οδηγίες προς τον Όριο, έγινε σε αυτές προσθήκη, «γιατί ίσως κατά την άφιξη σας στην Αγγλία να μη βρείτε τον γαληνότατο βασιλιά με τόσο καλή διάθεση προς την αυτοκρατορική και Καθολική του Μεγαλειότητα [όπως πριν] και όχι σε τόσο πλήρη κατανόηση μαζί του». Οι καιροί άλλαζαν. Πριν διαβεβαιώσει τον Ερρίκο για την επιθυμία τής Δημοκρατίας να παραμείνει σε συμμαχία με τον Κάρολο Ε’, ο Όριο έπρεπε να βεβαιωθεί ότι ο γαλήνιος βασιλιάς δεν αντιμετώπιζε τούς εχθρούς τού αυτοκράτορα πιο ευνοϊκά, απ’ ό,τι τούς φίλους και συμμάχους του.13
Ο Κάρολος δεν είχε καμία ψευδαίσθηση ότι η Παβία θα τον έκανε συμπαθή στον Ερρίκο Η’. Ο Κλήμης Ζ’ υποστήριζε τη συνήθη ελπιζόμενη λύση στα προβλήματα που προκαλούσαν οι ανταγωνισμοί και οι εχθρότητες των χριστιανών ηγεμόνων. Αντί να πολεμούν ο ένας τον άλλο, ας πολεμούσαν τον Τούρκο. Αν υπήρχε απάντηση στο Ανατολικό Ζήτημα, αυτή ήταν η σταυροφορία, η οποία κατά την άποψη τού Κλήμεντος ήταν επίσης η απάντηση στο ζήτημα τής ειρήνης στην Ευρώπη. Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να ενωθεί με τον πάπα σε επιθετική καθώς και αμυντική συμμαχία εναντίον των Τούρκων, αλλά δεν ήθελε να περιλαμβάνεται ο Ερρίκος Η’ στα συμβαλλόμενα μέρη. Δήλωνε ότι η συμμαχία έπρεπε να αρχίσει με τον πάπα και τον αυτοκράτορα, «αφήνοντας θέση για τούς άλλους, που μπορούσαν να εισέλθουν αργότερα, [και] λέγοντας ότι θα ήταν ευκολότερο να ενωθούν οι δύο αυτοί απ’ ό,τι τόσο πολλοί».14
Στις 4 Απριλίου (1525) ο Κάρολος έγραφε από τη Μαδρίτη στον πάπα άμεσα, χωρίς τη μεσολάβηση απεσταλμένων ή νούντσιων:
Ευλογημένε πατέρα και σεβασμιότατε άρχοντα: Ο αιδεσιμότατος Μπαλντάσαρ Καστιλιόνε, πρωτονοτάριος τής Αποστολικής Έδρας και … [παπικός] νούντσιος στην αυλή μας, μάς έδειξε την επιστολή τής Αγιότητάς σας, σφραγισμένη με το δαχτυλίδι τού αλιέα και με ημερομηνία 7 Μαρτίου, ενώ, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που είχε, μάς ενημέρωσε για διάφορα ζητήματα προφορικά και γραπτά. Είμασταν πράγματι στην ευχάριστη θέση να μάθουμε από αυτή την επιστολή για την αφοσιωμένη αγάπη τής Αγιότητάς σας προς εμάς (placuit … didicisse optimum vestrae Sanctitatis in nos animum), για την οποία δεν είχαμε καμία αμφιβολία ή δυσπιστία, ούτε έχουμε αντιμετωπίσει με κακή διάθεση ό,τι έχει συμβεί, αλλά το έχουμε δει φιλικά … Η Αγιότητά σας κρίνει ότι πρέπει να μάς συγχαρεί και να χαρεί για την όχι άδικη νίκη μας επί τού εχθρού [στην Παβία]. Πρόκειται για έργο τού Κυρίου μας και είναι θαυμαστό στα μάτια μας [πρβλ. Ψαλμούς, 118: 23]. Με θεία επιείκεια Εκείνος μάς έδειξε τον δρόμο από εδώ, ο οποίος δεν ήταν καθόλου σαφής, αλλά φαινόταν αδιάβατος, κλειστός και σχεδόν απελπιστικός, δηλαδή τον δρόμο προς την ειρήνη και την ηρεμία μεταξύ των χριστιανών, τον δρόμο προς την απόκρουση, τη σύνθλιψη των [Τούρκων] εχθρών τής πίστης, καθώς και προς την εκρίζωση των αιρέσεων και των περιπλανωμένων σχισμάτων, την επέκταση και ενίσχυση τής χριστιανικής θρησκείας, αλλά και την επάνοδο τού ποιμνίου τού Κυρίου σε ενιαίο ποιμνιοστάσιο…15
Η αναγνώριση αυτή συμβάδιζε με τη ρητορική. Ενώ ο πάπας αμφιταλαντευόταν, οι αυτοκρατορικοί εκπρόσωποι παρέμεναν σταθεροί και αυτός έπρεπε να καταλήξει σε συμφωνία. Επιστολές τού Μάρκο Φόσκαρι προς τη Σινιορία, με ημερομηνία 2 και 3 Απριλίου (1525), καθιστούν σαφές ότι μια παπική-αυτοκρατορική «συνομοσπονδία» είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων από την αρχή τού μήνα και «είχε επιτευχθεί συνομοσπονδία μεταξύ τής Αγιότητάς του ποντίφηκα και τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας» (la conclusion fatta della confederation fra la Beatitudine del Pontefice et li Signori cesarei). Οι Ενετοί ανυπομονούσαν να δουν αντίγραφο τής συμφωνίας. Ενδιαφέρονταν κυρίως για τούς όρους, «αν μπορούμε να ανήκουμε, δηλαδή να ενταχθούμε, σε αυτή τη συνομοσπονδία» (che pono appartener a quelli dieno intrar in essa confederatione). Δεδομένου ότι ο αυτοκράτορας ήταν βέβαιο ότι θα ζητούσε χρήματα από αυτούς καθώς και από τον πάπα, οι Ενετοί (που τούς απασχολούσε η δαπάνη τής αύξησης τού ναυτικού εξοπλισμού τους εναντίον των Τούρκων), έλπιζαν ότι οι οικονομικές του απαιτήσεις δεν θα ήσαν πάρα πολύ μεγάλες, ώστε να θέσουν σε κίνδυνο τη συνέχιση τής φιλικής τους σχέσης με αυτόν. Όμως, όσον αφορά την ίδια τη σταυροφορική συμμαχία, όπως ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Φόσκαρι στις 10 τού μηνός, «δεν βλέπουμε με ποιον τρόπο μπορούμε να σκεφτούμε να εισέλθουμε σε αυτήν, γιατί θα φέρει κάποιους κινδύνους στις υποθέσεις μας. Μάς φαίνεται ότι έχουμε δώσει τόσες αποδείξεις για την επιθυμία μας να εργαστούμε προς όφελος τής χριστιανοσύνης, ώστε όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες να μπορούν να είναι σίγουροι για εμάς. Όταν δράσουν οι άλλοι, εμείς δεν θα παραμείνουμε αδρανείς!». Ο πάπας ήταν πρόθυμος να επιβεβαιώσουν οι Ενετοί τη δική τους «συμμαχία» με τον αυτοκράτορα και να μην εμπλακούν σε δημόσια ανακοίνωση αντι-τουρκικής συμμαχίας. Σε αυτό η Γερουσία μπορούσε να συμφωνήσει, όντας επίσης πρόθυμη να πληρώσει κάποιο λογικό ποσό για την αποτυχία της να υποστηρίξει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην Παβία (per non haver date le gente nostre). Όμως έπρεπε να βρεθεί κάποιο κατάλληλο πρόσχημα για την πληρωμή, γιατί βέβαια η Βενετία έπρεπε να προστατεύσει την τιμή της.16
Από τούς Ενετούς ζητιόταν πιο φορτικά να καταλήξουν σε συμφωνία από τότε που ο αντιβασιλέας Λαννόυ είχε εκφοβίσει τον Κλήμεντα να προσχωρήσει σε «ένωση» με τον αυτοκράτορα, η οποία ανακοινώθηκε επίσημα την 1η Μαΐου (1525), όπως το Κολλέγιο ενημέρωνε προφανώς τον Λορέντσο Όριο, τον Ενετό πρεσβευτή στην Αγγλία, με επιστολή στις 3 Ιουνίου.17 Σε εύθετο χρόνο, όπως όλοι ήξεραν ότι θα έκαναν, οι Ενετοί κατέληξαν επίσης σε συμφωνία, σε «συνομοσπονδία» με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην Ιταλία, αν και καμία πλευρά δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένη από την άλλη.18
Από την ανησυχία τους για τις ιταλικές υποθέσεις οι Ενετοί έπρεπε τώρα να κοιτάξουν προς τα δυτικά στην Αγγλία και στη συνέχεια προς τα ανατολικά στην Ισταμπούλ. Παρά τις συχνές αναφορές για τις πολεμικές προετοιμασίες των Τούρκων, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν στην πραγματικότητα είχε παραμείνει ήσυχος, ασχολούμενος με τις δικές του υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένου τού γάμου μιας αδελφής του με τον ευνοούμενό του, τον μεγάλο βεζύρη Ιμπραήμ πασά (στις 22 Ιουνίου 1524) και την εκτέλεση τέσσερις μήνες αργότερα τού συζύγου μιας άλλης αδελφής, τού Φερχάντ πασά. Επιστολές από την Ισταμπούλ σχετικές με αυτά και άλλα γεγονότα παραλαμβάνονταν κάθε βδομάδα στο παλάτι των δόγηδων στη Βενετία, ενώ ο Σανούντο τις κατέγραφε στα Ημερολόγιά του, προφανώς γοητευμένος. Όμως στις 10 Ιουνίου (1524) ο Σουλεϊμάν είχε γράψει στον Τζιοβάννι Βιττούρι, τον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου, καθώς και στους πολιτικούς διοικητές, στρατιωτικούς διοικητές και κυβερνήτες των ενετικών πόλεων, κωμοπόλεων και νησιών τής (νότιας) Αδριατικής, παραπονούμενος για τις ζημιές που είχαν προκαλέσει «κουρσάροι, κακούργοι και κλέφτες» σε εμπόρους και πόλεις που υπάγονταν στην Πύλη. Αυτοί οι κακούργοι ήσαν ιδιαίτερα δραστήριοι από την Αυλώνα (Βαλόνα) προς βορρά μέχρι την περιοχή τής Σκόδρας (Σκουτάρι). Ο σουλτάνος γνώριζε πολύ καλά ότι ήσαν Τούρκοι. Είχε διατάξει στολίσκο πέντε σκαφών υπό τον «σκλάβο» του, τον διοικητή Μπουστάν Ρέις, «να συλλάβει και να καταστρέψει τούς εν λόγω κακούργους και κουρσάρους».
Λαμβάνοντας υπόψη την ευοίωνη ειρήνη που έχουμε με την επιφανέστατη Σινιορία σας, [απαιτούμε] να τον υποδεχτουν όλοι καλά, σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις από τις οποίες θα περάσει με τον στόλο μας και να τον εφοδιάσουν με οτιδήποτε χρειαστεί, τρόφιμα για τα οποία θα πληρώσει, καθώς επίσης και με οτιδήποτε άλλο θεωρήσει ουσιαστικό…
Ο Σουλεϊμάν ζητούσε από τον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου να βοηθήσει τον Μπουστάν Ρέις στην καταδίωξη των κουρσάρων, «επειδή είναι επίσης προς όφελός σας και σε αυτό δεν μπορώ να κάνω αλλιώς [από το να ζητήσω]».19
Σε εύθετο χρόνο ο Τζιοβάννι Βιττούρι, ο επιστάτης (provveditore) τού ενετικού στόλου, παρέλαβε από τον ίδιο τον Μπουστάν Ρέις την «εντολή» (comandamento) τού σουλτάνου, καθώς και επιστολή τού Πιέτρο Μπράγκαντιν, τού βαΐλου στην Ισταμπούλ, ο οποίος έγραφε ότι ο σουλτάνος επιθυμούσε «να αποκαταστήσουμε τη ναυσιπλοΐα στη θάλασσα και ότι καθένας πρέπει να είναι σε θέση να προχωρά ελεύθερα και με ασφάλεια με τα εμπορεύματά του». Αυτό ήταν το ενετικό ιδεώδες. Στις 13 Οκτωβρίου 1524 ο Βιττούρι έβαλε τη σφραγίδα τού Αγίου Μάρκου σε εντολή προς τούς κυβερνήτες και διοικητές των γαλερών τής Δημοκρατίας στην Αδριατική και αλλού, για να δώσει στον Μπουστάν Ρέις «κάθε ένδειξη καλής φιλίας» (ogni demonstration de bona amicitia). Όμως σε επιστολή προς την κυβέρνησή του την επόμενη μέρα, ο Βιττούρι εξέφραζε την άποψη ότι οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για κατασκοπεία παρά για την καταστολή των κουρσάρων.20
Επεισόδια στα οποία εμπλέκονταν ενετικά και τουρκικά πλοία συνέβαιναν σχεδόν παντού στην ανατολική Μεσόγειο, στα ροδιακά ύδατα, στο Αρχιπέλαγος τού Αιγαίου και στην Αδριατική, όπου ένοπλες φούστες και γαλέρες μπλέκονταν σε πολλές «κακές υποθέσεις μεταξύ των υπηκόων μας» (sinistro caso tra li communi subditi), όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον σουλτάνο στις 13 Ιουνίου 1525, «…ενάντια στη δική μας επιθυμία και πρόθεση» (… contra la voluntà et total intentione nostra). Ένας Τούρκος απεσταλμένος είχε φέρει διάφορες καταγγελίες προς τον δόγη και το Κολλέγιο, ενώ στις 13 Ιουνίου η Γερουσία ενέκρινε επιστολή, που απαντούσε σε αυτές μια προς μια. Για παράδειγμα τέσσερις ενετικές γαλέρες είχαν συναντήσει τρεις τουρκικές φούστες στα ανοιχτά κοντά στην Κόρινθο και είχαν κάνει το συνηθισμένο «σινιάλο φιλίας» (segno de amicitia) προς αυτές. Όμως οι Τούρκοι, αν ήσαν Τούρκοι, παρέμειναν μακριά από τις γαλέρες και προσπάθησαν να διαφύγουν, γιατί είχαν αρπάξει πλοία και είχαν προκαλέσει πολλές ζημιές, όχι μόνο σε υπηκόους μας, αλλά και σε υπηκόους τής Υψηλότητάς σας, οι οποίοι ήσαν επίσης αιχμάλωτοι πάνω στις εν λόγω φούστες και απελευθερώθηκαν και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι φούστες κατασχέθηκαν και πυρπολήθηκαν αμέσως. Όταν οι δυνάμεις μας πήγαν στον Δαμαλά για να πάρουν νερό, ο σούμπασης εκείνου τού τόπου πήγε προς αυτές προσωπικά, για να καταστήσει σαφές ότι όφειλε κανείς να ξεριζώσει εντελώς ανθρώπους τόσο κακού είδους, γιατί ήσαν επαναστάτες εναντίον τής Εξοχότητάς σας, έτσι ώστε σε συνεργασία μαζί του και με τις διαταγές του, καθώς και με τις τοπικές δυνάμεις, οι δράστες καταδιώχτηκαν και συνελήφθησαν. Και αυτή η επιχείρηση των εν λόγω γαλερών μάς εξηγήθηκε στη συνέχεια στην Υψηλή Πύλη τής Υψηλότητάς σας και έτυχε επιδοκιμασίας…
Εδώ προφανώς δεν υπήρχαν παράπονα για να αντιμετωπιστούν. Δεν υπήρχαν λόγοι για αποζημίωση. Οι Ενετοί είχαν παίξει έναν εξίσου αθώο ρόλο, όπως ισχυρίζονταν, σε διάφορα άλλα ζητήματα τα οποία ο απεσταλμένος τής Μεγαλειότητάς του είχε φέρει ενώπιον τού δόγη και τού Κολλέγιου.21 Στο σύνολό τους ίσως ήσαν αθώοι, γιατί οι έμποροι τής Δημοκρατίας ήσαν πάντοτε προσεκτικοί, διακρίνοντας μεταξύ κουρσάρων και συναδέλφων τους εμπόρων στη θάλασσα. Επίσης δεν φοβούνταν τίποτε τόσο πολύ όσο τον πόλεμο με την Πύλη, εκτός αν ο παπισμός και οι ηγεμόνες τής Ευρώπης ενώνονταν πίσω τους σε μεγάλη σταυροφορία.
Ο παπισμός ήταν πάντοτε σοβαρός για τη σταυροφορία, αλλά δεν ήταν σε θέση να οργανώσει εκστρατεία. Μάλιστα ο Κλήμης Ζ’ βασανιζόταν ο ίδιος από την πειρατεία και είχε κατά νου την έναρξη δικής του μικρής εκστρατείας κατά των κουρσάρων, πιθανώς Μαυριτανών ή ακόμη και Τούρκων, οι οποίοι μόλυναν τις ακτές των παπικών κρατών «μέρα με τη μέρα» (quotidie) σε όλη τη διάρκεια τού έτους 1525. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιανουαρίου (1526) δήλωνε ότι είχε σκεφτεί να μισθώσει έξι γαλέρες (triremes) και τρία μπριγαντίνια «για να καθαρίσει τις εκβολές τού Τίβερη στην Όστια». Το θέμα συζητήθηκε επί μακρόν από τούς καρδιναλίους. Ως συνήθως διορίστηκε μια επιτροπή ή αντιπροσωπεία, αποτελούμενη αυτή τη φορά από τούς καρδιναλίους Αντόνιο Μαρία [Κιότσι] ντελ Μόντε, Αντρέα ντέλλα Βάλλε, Ιννοτσέντσο Τσίμπο και Φραντσέσκο Αρμελλίνο ντε Μέντιτσι, για να αποφασίσει τι έπρεπε να γίνει και να υποβάλει αναφορά στον πάπα.22
Οι ακτές τής Αλγερίας και τής Τυνησίας ήσαν από καιρό οι περιοχές συσπείρωσης των κουρσάρων, οι οποίοι είχαν βρει πολλά ασφαλή καταφύγια υπό τούς Ζιγιανίντ και τούς Χαφσίντ, ιδιαίτερα από τις αρχές τού 16ου αιώνα. Ο Αρούτζ Μπαρμπαρόσσα, καταγόμενος από τη Μυτιλήνη (και ενδεχομένως ελληνικής καταγωγής), είχε προκύψει περίπου από το 1504 ως κύριος αντίπαλος των Ισπανών, καθώς οι τελευταίοι κινούνταν προς τα ανατολικά κατά μήκος των ακτών τής βόρειας Αφρικής, όπου κατέλαβαν το Οράν το 1509, και στη συνέχεια το Πένον ή Βράχο τού Αλγεριού (ένα μικρό νησί 300 μέτρα από την ακτή), τη Μπουγία και ακόμη και την Τρίπολη το 1510. Ύστερα από δέκα περίπου περιπετειώδη χρόνια ο Αρούτζ είχε καταφέρει να καταλάβει τη Μιλιάνα, τη Μέντεα, την Τένες και το Τλέμσεν το 1516. Σκοτώθηκε όμως το φθινόπωρο τού 1518, ύστερα πό εξάμηνη ισπανική πολιορκία τού Τλέμσεν, οπότε ο Χαϊρεντίν, ο νεότερος αδελφός του, επίσης επονομαζόμενος Μπαρμπαρόσσα, είχε φορέσει τον μανδύα τού ηγέτη. Ο Χαϊρεντίν γρήγορα παρέδωσε στον Σελήμ Α’, κατ’ όνομα τουλάχιστον, τις κατακτήσεις τού Αρούτζ, ύστερα από το οποίο οι Οθωμανοί Τούρκοι τον βοήθησαν στην περαιτέρω απόκτηση τού Κόλλο, τής Μπόνε, τής Κωνσταντίνης και τού Τσερκέλλ (αν και ο Χαϊρεντίν δεν κατέλαβε το Πενόν τού Αλγεριού μέχρι το 1529).23
Κτήσεις χάνονταν και κερδίζονταν κατά μήκος τής ακτής τής Μπαρμπαριάς με μερικές φορές απίστευτη ταχύτητα, στη σύγκρουση που είχε ξεσπάσει μεταξύ των παλαιοτέρων μουσουλμανικών δυναστειών, τού Χαϊρεντίν και των Τούρκων υποστηρικτών του και των ισπανικών δυνάμεων τού Καρόλου Ε’. Σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Κλήμης Ζ’ έπρεπε να καθαρίσει τις εκβολές τού Τίβερη από τούς κουρσάρους. Η δυτική Μεσόγειος ήταν προφανώς γεμάτη Μαυριτανούς πειρατές, με εβδομήντα δικές τους φούστες για την ακρίβεια, σύμφωνα με επιστολή από το Παλέρμο στις 12 Μαΐου (1525), που έφτασε στη Βενετία στις 6 Ιουνίου. Είχαν αρπάξει μεγάλη γαλέρα που ανήκε στον πάπα και είχαν πάρει 400 χριστιανούς αιχμαλώτους για να τούς πουλήσουν στο σκλαβοπάζαρο τής Τύνιδας.24
Από το Παλέρμο πάλι, τέσσερις περίπου μήνες αργότερα, κάποιος Πελλεγκρίνο Βενιέρ έγραφε στον δόγη Αντρέα Γκρίττι (στις 3 Σεπτεμβρίου 1525) ότι ογδόντα φούστες είχαν δέσει στο νησί τής Τζέρμπα, στον κόλπο τού Γκαμπές, λίγο περισσότερο από 250 μίλια νοτιοδυτικά τής Μάλτας. Συγκροτούσαν χαλαρά οργανωμένο στόλο υπό την αρχηγία τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα και των συνεργατών του στην πειρατεία. Ο Μπαρμπαρόσσα είχε ζητήσει την παράδοση τού νησιωτικού φρουρίου από τον «σεΐχη τής Τζέρμπα» (ziecho de Zerbi), ο οποίος είχε αρνηθεί να παραδώσει το Καστέλλο. Ο Μπαρμπαρόσσα στη συνέχεια αποβίβασε τις δυνάμεις του και έφερε στην παραλία μερικές από τις φούστες του, σε προσπάθεια να κάνει έφοδο στο φρούριο. Μεταξύ των κυβερνητών που είχαν μπει στο λιμάνι τής Τζέρμπα ήταν κάποιος «διοικητής από την Τουρκία» με επτά φούστες και τρεις γαλιότες. Είχε αρπάξει έξι χριστιανικά σκάφη, δύο από τη Ραγούσα και τέσσερα από τις Συρακούσες (Saragoia). Ένας άλλη «Άραβας» διοικητής είχε πάρει τη Μπόνα, την οποία κρατούσε με εκατό Τούρκους στο τρομερό όνομα τού Μπαρμπαρόσσα. Ο τελευταίος σχεδίαζε, μαζί με Τούρκο πειρατή που ονομαζόταν Κούρτογλου (Cortogoli), να φύγει σύντομα από τη Τζέρμπα για επιθέσεις κατά χριστιανικών ακτών. Ένας Γάλλος κουρσάρος με γαλέρα είχε μόλις μπει στο νησί τής Μάλτας και κανένας δεν πίστευε ότι ήταν μόνος, αλλά ότι ήσαν κρυμμένοι κοντά κι άλλοι Γάλλοι θαλασσοπόροι (ma con altri in conserva).25
Σε άλλη επιστολή μία βδομάδα αργότερα, γραμμένη στο Παλέρμο στις 10 Σεπτεμβρίου (1525), ο Βενιέρ έγραφε στον δόγη ότι επτά αιχμάλωτοι που είχαν διαφύγει από την Τύνιδα, είχαν αναφέρει ότι ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, με τρεις γαλιότες και πέντε φούστες, είχε καταλάβει έξι μαυριτανικές φούστες στη Λα Γκολέττα, επειδή ο βασιλιάς τής Τύνιδας [ο Άμπου-Αμπντ-Αλλάχ Μουχάμμαντ Ε’, 1494-1526] είχε αρνηθεί να τού χορηγήσει άδεια ασφαλούς διέλευσης. Η Λα Γκολέττα ήταν το λιμάνι τής Τύνιδας. Ο Μπαρμπαρόσσα είχε καταλάβει επίσης ένα πλοίο φορτωμένο με ναπολιτάνικα εμπορεύματα αξίας 12.000 δουκάτων. Στη συνέχεια ο ίδιος είχε επιστρέψει στη Τζέρμπα, όπου οι τουρκικές δυνάμεις του είχαν υποχρεωθεί να άρουν την πολιορκία τού Καστέλλο και να αποχωρήσουν από το νησί. Αν η αναφορά τής τουρκικής αποτυχίας στη Τζέρμπα ήταν αληθής, τότε ο Βενιέρ σνέμενε ότι ο Χαϊρεντίν σύντομα θα χρησιμοποιούσε τις ναυτικές του δυνάμεις σε επιδρομές κατά των ακτών τής Σικελίας και των άλλων χριστιανικών κρατων.26
Παρά το γεγονός ότι η πειρατεία αποτελούσε κύριο γεγονός στην πολιτική και εμπορική ζωή τής δυτικής Μεσογείου και ακουμπούσε τον παπισμό κοντά στην πατρίδα, βρισκόταν μακριά από τις μεγάλες ανησυχίες τού Κλήμεντα. Αυτός έπρεπε όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες τής ήττας των Γάλλων στην Παβία, αλλά και να προσπαθήσει να ματαιώσει την επόμενη, επιθετική κίνηση τού σουλτάνου Σουλεϊμάν προς τα δυτικά. Φαινόταν αρκετά σαφές ότι μετά την πτώση τής Ρόδου επόμενος στόχος τού σουλτάνου θα ήταν η Ουγγαρία, πρόσφορος στόχος, γιατί οι συνθήκες στο βασίλειο ήσαν χαοτικές και είχαν υπάρξει έτσι για χρόνια. Ο βασιλιάς Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας έδειχνε κατανόηση για το ουγγρικό πρόβλημα, συμβουλεύοντας τον Λουδοβίκο Β’, ο οποίος ήταν ανηψιός του, να μην έχει υπερβολική εμπιστοσύνη σε εξωτερική βοήθεια, όταν οι δυτικές δυνάμεις βρίσκονταν συνήθως σε πόλεμο μεταξύ τους. Οι Γάλλοι ήσαν γενναιόδωροι σε υποσχέσεις, προσπαθώντας να αποσπάσουν τον Λουδοβίκο από τη στενή συνεργασία του με τον Κάρολο Ε’ και τον αρχιδούκα Φερδινάνδο, που ήσαν κουνιάδοι του. Ο ικανός Ισπανός διπλωμάτης Αντόνιο Ρινκόν, εχθρός τού Καρόλου Ε’, εργαζόταν για λογαριασμό τού Φραγκίσκου Α’ στην Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Βοημία, και την Τρανσυλβανία από το 1522 μέχρι το 1524. Παρά το γεγονός ότι είχε υπάρξει κάποια συζήτηση για γαμήλια συμμαχία μεταξύ Γαλλίας και Πολωνίας, ο Ρινκόν μικρή επιτυχία είχε στην αυλή τού Λουδοβίκου.27
Ο Γάλλος βασιλιάς βρισκόταν μακριά από το ανατολικό μέτωπο και οι ανειλικρινείς υποσχέσεις δεν παρείχαν καμία άμυνα κατά των Τούρκων. Ο Κάρολος Ε’ ήταν επίσης καλά εφοδιασμένος με αόριστες διαβεβαιώσεις που έδινε στους Ούγγρους. Όπως έλεγε στον βασιλιά Σίγκισμουντ ο Στέφεν Μπρόντεριτς, ο Ούγγρος πρεσβευτής στην Πολωνία, «μας έχουν υποσχεθεί θάλασσες και βουνά!» (Promissa michi sunt maria et montes!). Ο Σίγκισμουντ έκανε ό,τι μπορούσε για τον Λουδοβίκο Β’ (αναζητώντας φυσικά πάντοτε τα δικά του συμφέροντα πρώτα), στέλνοντας εκπροσώπους στις γερμανικές δίαιτες και παραμένοντας σε συνεχή επικοινωνία με τον Αδριανό ΣΤ’ μέχρι τον θάνατο τού τελευταίου. Φαινόταν ότι δεν υπήρχε τρόπος να βοηθηθούν οι Ούγγροι, γιατί αυτοί ήσαν διαιρεμένοι από έντονη φατριαστική διαμάχη. Ο λαός μισούσε την αυλική παράταξη, στην οποία υπήρχαν πολλοί οπαδοί των Γερμανών. Η αντιπολιτευόμενη παράταξη των Μαγυάρων ευγενών βρισκόταν υπό την ηγεσία τού ιδιοτελούς Ιωάννη Ζαπόλυα, ο οποίος κάποια μέρα θα εξαναγκαζόταν να μετατραπεί σε υποτελή των Τούρκων.
Μετά τον θάνατο τού Αδριανού ο Κλήμης Ζ’ απογοήτευσε τούς Ούγγρους, όπως και όλους τούς άλλους. Κύριος στόχος τού Κλήμεντα ήταν η ανεξαρτησία τής Ιταλίας, την οποία με ασυνέπεια και αναποφασιστικότητα εξέθετε σε όλο και μεγαλύτερη καταπίεση από τούς αλλοδαπούς. Ο Κλήμης δεν μπορούσε να βοηθήσει τον Λουδοβίκο Β’ και τούς Ούγγρους.28 Φαινόταν αρκετά ανίκανος να βοηθήσει ακόμη και τον εαυτό του. Διατηρούσε την ίδια ελπίδα για την Κεντρική Ευρώπη όπως και οι προκάτοχοί του, μια ισχυρή Ουγγαρία που θα χρησίμευε ως το χριστιανικό προπύργιο εναντίον των Τούρκων. Ο Αδριανός ΣΤ’ είχε στείλει στην Ουγγαρία τον επιδέξιο διπλωμάτη Τζιοβάννι Αντόνιο Πουλιόνι, βαρώνο τού Μπούργκιο, για να δει τι μπορούσε να γίνει, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αλλά ο Μπούργκιο δεν είχε μπορέσει να κάνει τίποτε μέσα στην αναταραχή, στην οποία βρισκόταν η Ουγγαρία. Είχε επιστρέψει στη Ρώμη μετά τον θάνατο τού Αδριανού. Ο Κλήμης τον έστειλε πίσω στην Ουγγαρία τον Φεβρουάριο τού 1524. Χρειάζονταν οπωσδήποτε χρήματα, για να οργανωθεί η άμυνα τού βασιλείου εναντίον των Τούρκων. Ο Κλήμης έστελνε στον Μπούργκιο ό,τι μπορούσε. Έχει επίσης εγκρίνει την πώληση ή τη μετατροπή χρυσών ή ασημένιων δοχείων σε εκκλησίες και μοναστήρια για την παραγωγή των απαραίτητων κεφαλαίων. Ο βασιλιάς Σίγκισμουντ υποστήριζε ανακωχή με τούς Τούρκους, ενώ είχε συνάψει μια για την Πολωνία. Ο Μπούργκιο, ίσως απερίσκεπτα, ήταν αντίθετος σε εκεχειρία για την Ουγγαρία, ενώ ο νωχελικός Λουδοβίκος και η αυλική παράταξη δεν έκαναν ούτε ανακωχή με τούς Τούρκους, ούτε προετοιμασίες για να τούς αντιμετωπίσουν στο πεδίο τής μάχης. Μια εκεχειρία δεν θα είχε καμία σημασία. Όταν θα έληγε, ο Σουλεϊμάν θα ήταν έτοιμος να χτυπήσει και θα χτυπούσε. Ο Μπούργκιο εργάστηκε για πολλούς μήνες στην Ουγγαρία, γενναία και μάταια.29
Όταν πέθανε ο Γεώργιος Σακμάρι, αρχιεπίσκοπος τού Γκραν (Έστεργκομ) στις 7 Απριλίου 1524, ο πάπας είχε θελήσει να αφήσει την έδρα κενη, προκειμένου να αξιοποιήσει τα σημαντικά της έσοδα κατά των Τούρκων. Όμως η αυλική παράταξη έπεισε τον βασιλιά να διορίσει τον καγκελλάριο Λάντισλας Σάλκαϊ, επίσκοπο Έρλαου (Έγκερ), στην εκκλησιαστική πρωτοκαθεδρία τής Ουγγαρίας στις 6 Μαΐου (1524). Ο Σακμάρι είχε αφήσει 60.000 δουκάτα για να χρησιμοποιηθούν στην υπεράσπιση τού βασιλείου. Ο βασιλιάς, ο οποίος κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι και κυνηγούσε την υπόλοιπη μέρα, δαπανησε τα χρήματα σε δικές του ανάγκες. Με τον Σαλκάι πριμάτο στην Ουγγαρία, η «αυλική παράταξη» (Hofpartei) ενισχύθηκε πολύ και η λεγόμενη «εθνική παράταξη» (Nationalpartei) πικράθηκε περισσότερο. Ο τουρκικός κίνδυνος αυξανόταν από το καλοκαίρι τού 1524,30 αν και ο σουλτάνος δεν έκανε καμία σημαντική κίνηση εναντίον τού βασιλείου. Ακόμη και μετά την «ειρήνη» που προήλθε από τη σύλληψη τού Φραγκίσκου Α’ από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην Παβία, ήταν σαφές για τον Σίγκισμουντ Α’ ότι η σωτηρία τού Λουδοβίκου Β’, έστω και για μερικά χρόνια, βρισκόταν στην επίσημη συμφωνία με τούς Τούρκους. Ο Βιντσέντσο Γκουϊντόττο, ο εγκατεστημένος στην Ουγγαρία Ενετός γραμματέας, ανέφερε από την Βούδα ότι φαινόταν προς στιγμή ότι ο Λουδοβίκος θα ακολουθούσε το προφανές παράδειγμα τού Σίγκισμουντ και θα επιδίωκε μια τέτοια συμφωνία, «βλέποντας ότι ούτε ο πάπας ούτε ο αυτοκράτορας δεν βοηθά κατά των εν λόγω Τούρκων» (vedendo che nè dal Papa nè da l’ Imperator non è aiutato contra dicti Turchi).31 O Λουδοβίκος δεν το έκανε. Οι Ενετοί παρακολουθούσαν πάντοτε τούς τουρκο-ουγρικούς πολέμους με τη μεγαλύτερη προσοχή, γιατί από το αποτέλεσμά τους εξαρτιόταν και η δική τους ευημερία. Οι επιστολές τού Γκουϊντόττο προς τη Σινιορία, καθώς και διάφορες άλλες αναφορές και κομμάτια πληροφοριών που συνέλεξε ο Σανούντο, επιβεβαίωναν όλα το λυπηρό γεγονός ότι οι υποθέσεις τής Ουγγαρίας βρίσκονταν σε «μεγάλη σύγχυση» (grandissima confusion).32
Οι Αψβούργοι αδελφοί δεν ήσαν αντίθετοι στη βοήθεια τού συζύγου τής αδελφής τους Μαρίας εναντίον των Τούρκων. Απλώς οι πόροι τους χρησιμοποιούνταν αλλού. Το πρωί τής 5ης Σεπτεμβρίου 1525 έφτασε στη Βενετία ο πρωτονοτάριος Μαρίνο Καρατσιόλο σε αποστολή από τον αυτοκράτορα Κάρολο. Είχε καταπλεύσει τον Πάδο από το Μιλάνο και τώρα ερχόταν στη Βενετία μέσω Κιότζα (Chioggia). Η Σινιορία είχε στείλει τον κατάλληλο αριθμό κυρίων, ιπποτών, διδασκάλων και γερουσιαστών για να υποδεχτούν την εικοσιοκταμελή ακολουθία τού Καρατσιόλο. Είχε καταλύσει στην Κα Μοροζίνι στη Ρούγα Γκαϊούφα (σήμερα Τζούφφα) κοντά στην Κα Ζόρζι, όπου διέμενε ο Αλόνσο Σάντσεζ, ο εγκατεστημένος στη Βενετία πρεσβευτής τού Καρόλου. Αν και η Σινιορία ήταν διατεθειμένη να υποδεχτεί τον Καρατσιόλο στις 7 Σεπτεμβρίου, έστειλε μήνυμα ότι κωλυόταν. Όμως στις 9 τού μηνός οι Καρατσιόλο και Σάντσεζ εμφανίστηκαν ενώπιον τού Κολλέγιου εν μέσω «ωραίας συντροφιάς» (bella compagnia) όμορφα ντυμένων γερουσιαστών και απεσταλμένων, περιλαμβανομένου τού Εράσμους τής Νυρεμβέργης, τού απεσταλμένου τού αρχιδούκα Φερδινάνδου στη Βενετία. Ο δόγης Αντρέα Γκρίττι χαιρέτισε το αστραφτερό πλήθος, το οποίο ήταν αναμφίβολα στολισμένο με τις συνήθεις χρυσές αλυσίδες. Όταν κάθισαν όλοι, διαβάστηκε η διαπιστευτήρια επιστολή τού Καρατσιόλο. Ήταν γραμμένη στο Τολέδο στις 21 τού προηγούμενου Ιουλίου. Ο απεσταλμένος στη συνέχεια προσφώνησε τον δόγη, το Κολλέγιο και όλους εκείνους που είχαν συγκεντρωθεί στην (παλαιά) Αίθουσα τού Κολλέγιου (Sala del Collegio). Η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα ήθελε την ειρήνη, δήλωνε ο Καρατσιόλο, ενώ τού είχε γράψει για να τού δώσει την εντολή να έρθει στη Βενετία, προκειμένου να διαπραγματευτεί, μαζί με τον αυτοκρατορικό πρέσβη Σάντσεζ, την επιθυμητή «συμφωνία και ειρήνη, γιατί επιθυμία τής Μεγαλειότητάς του είναι να παραμείνουμε σε ειρήνη και να προχωρήσουμε την επιχείρηση εναντίον των Τούρκων για το καλό τού χριστιανισμού» (acordo e pace …. perchè il desiderio di soa Maestà è di star in pace e tuor l’ impresa contra Turchi per ben di la Christianità). Αιτία τού πρόσφατου πολέμου ήταν η κάθοδος τού βασιλιά τής Γαλλίας στην Ιταλία για να επιτεθεί στον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε αναγκαστεί να πάρει τα όπλα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, «και τότε ο Θεός τού είχε δώσει τη νίκη».33
Κάθε φορά που προέκυπτε το ζήτημα τής επίθεσης κατά των Τούρκων, κάποιος έλεγε πάντοτε ότι δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει σταυροφορία πριν γίνει ειρήνη στην Ιταλία και μάλιστα στην Ευρώπη. Υπήρχε μικρή πιθανότητα για ειρήνη. Παρά το γεγονός ότι ο Κλήμης Ζ’ και οι Ενετοί προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τον αυτοκράτορα (όσο ο βασιλιάς τής Γαλλίας ήταν αιχμάλωτος), βρίσκονταν και οι δύο σε στενή επαφή με τη Λουΐζα τής Σαβοΐας και τούς Γάλλους απεσταλμένους. Φοβούμενοι τον νικηφόρο Κάρολο περισσότερο από τον ηττημένο Φραγκίσκο, ενδιαφέρονταν προφανώς για ανανέωση τής γαλλικής συμμαχίας, υπό τον όρο ότι οι Μέδικοι θα διατηρούσαν την κατοχή τής Φλωρεντίας (που φαινόταν πιθανή) και ο Ερρίκος Η’ τής Αγγλίας θα προσπαθούσε να παρεμποδίσει την προέλαση τού Καρόλου (που φαινόταν αναπόφευκτη ).34
Ο δόγης και η Γερουσία μάθαιναν με επιστολή τής 4ης Σεπτεμβρίου (1525) από τον Ενετό πρεσβευτή Όριο στην Αγγλία, ότι ο Ερρίκος Η’ είχε πράγματι συνάψει «νέα ειρήνη» με τον Φραγκίσκο και τη Γαλλία, η οποία υποτίθεται ότι θα ανακοινωνόταν στο Λονδίνο στις 6 τού μηνός. Η Γερουσία βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να μάθει ότι η συνθήκη περιείχε «τιμητική αναφορά στη Σινιορία μας» (honorevel denomination della Signoria nostra). Έπρεπε να γίνει κάθε προσπάθεια για να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση τού Φραγκίσκου από τη φυλάκισή τού στη Μαδρίτη.35 Η Γαλλία και η Αγγλία, η Αγία Έδρα, η Φλωρεντία και η Βενετία δένονταν όλο και πιο στενά μεταξύ τους, εναντίον των γερμανο-ισπανικών δυνάμεων των Αψβούργων. Οι Ενετοί αύξαναν το πεζικό που βρισκόταν στην υπηρεσία τους σε δέκα χιλιάδες, ένω ήθελαν να αναζητήσει ο Κλήμης μισθοφόρους στην Ελβετία, «και όταν οι ανατολικοί Ελβετοί (Γκριζόνι) θα βρίσκονται σε δυσκολίες και θα είναι δυσαρεστημένοι για την καινοτομία που έγινε εναντίον τους, είμαστε σίγουροι ότι θα συμμετάσχουν αμέσως προς όφελος τής Ιταλίας, με τον τρόπο που θα θεωρήσουν πιο κατάλληλο για το δικό τους όφελος…» (et hora che li Grisoni sono in motu et mal contenti per la innovation facta contra di loro, siamo certi che promptamente concorrerano ad beneficio de Italia, che convien cieder ad proprio suo beneficio…).36
Ήταν απίθανο ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί, παρά την έλλειψη χρημάτων που είχαν, θα παρέμεναν αδρανείς όσο οι Ενετοί και ο πάπας θα στρατολογούσαν μεγάλο αριθμό μισθοφόρων. Ο Κλήμης, πάντοτε συνεσταλμένος και πάντοτε αναποφάσιστος, σχεδόν δεν ήξερε πού να στραφεί. Είχε κάνει «συνομοσπονδία» με τον αυτοκράτορα, ενώ οι δυο τους αντάλλασσαν επιστολικές και διπλωματικές αβρότητες, χωρίς να εμπιστεύεται ο ένας τον άλλο.
Όμως ένα από τα προβλήματα που απασχολούσαν τότε τον Κλήμεντα ήταν το αποκληρωμένο Τάγμα των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη. Στις 15 Δεκεμβρίου 1525 ο Κάρολος έγραφε στον Κλήμεντα από το Τολέδο ότι τον είχε επισκεφτεί ο μεγάλος μάγιστρος λ’ Ιλ-Αντάμ, για να αναφέρει ότι ένα νησί που είχε προσφερθεί στους Ιππότες με αυτοκρατορική χορηγία ως κέντρο για το Τάγμα δεν τούς είχε φανεί ως κατάλληλη κατοικία για να εγκατασταθούν εκεί και ότι ο λ’ Ιλ-Αντάμ έλπιζε να αποκτήσουν ένα καλύτερο τόπο. Ο Κάρολος έλεγε ότι είχε συμφωνήσει μαζί του, ενώ στο μεταξύ έστελνε στον πάπα διαβεβαίωση τού συνεχούς ενδιαφέροντός του για την ευημερία των Ιπποτών.37 Λίγα χρόνια αργότερα ο Κάρολος όντως παραχώρησε στους Ιππότες ένα καταφύγιο, στο νησί τής Μάλτας, όπου θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αποτρεπτικός παράγοντας για τις επιχειρήσεις των πειρατών τής Μπαρμπαριάς και ως ορμητήριο για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση τού ισπανικού βασίλειου των Δύο Σικελιών.
Η φυλάκιση ενός έτους στην Ισπανία ανάγκασε τελικά τον Φραγκίσκο να αποδεχτεί τη μακροσκελή, λεπτομερή συνθήκη τής Μαδρίτης (στις 14 Ιανουαρίου 1526), με την οποία συμφωνούσε να παραδώσει στον Κάρολο το παλαιό δουκάτο τής Βουργουνδίας, την κομητεία τού Σαρολαί, καθώς και την επικυριαρχία του επί τής Φλάνδρας και τού Αρτουά. Πέρα από την παράδοση άλλων εδαφών, ο Φραγκίσκος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τις αξιώσεις του επί τού δουκάτου τού Μιλάνου και τού βασίλειου τής Νάπολης. Υποχρεωνόταν επίσης να καταβάλει στον Κάρολο 200.000 χρυσά νομίσματα (escus au soleil), «για την πραγματοποίηση τού ταξιδιού τού εν λόγω άρχοντα αυτοκράτορα στην Ιταλία» (pour l’ effect du voyage dudit Seigneur Empereur en Italie), 100.000 εντός έξι μηνών και το υπόλοιπο εντός τού επόμενου έτους, καθώς και να διαθέσει στον Κάρολο 500 πάνοπλους άνδρες, «στην υπηρεσία τού εν λόγω άρχοντα αυτοκράτορα στο ταξίδι του στην Ιταλία» (pour le service dudit Seigneur Empereur en son voyage d’ Italie). Επιπλέον ο Φραγκίσκος έπρεπε να χορηγήσει αμνηστία στον Κάρολο, δούκα των Βουρβώνων (από το 1505), ο οποίος είχε επαναστατήσει όταν ο Φραγκίσκος και η μητέρα του Λουΐζα τής Σαβοΐας τού είχαν στερήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών τού μεγάλου δουκάτου τής Βουργουνδίας (Μπουρμπόν). Η σύζυγος τού Καρόλου, η Σουζάν ντε Μπουρμπόν, εγγονή τού Λουδοβίκου ΙΑ’ είχε πεθάνει άτεκνη το 1521, ύστερα από το οποίο η Λουΐζα τής Σαβοΐας είχε διεκδικήσει τις δικές της αξιώσεις επί τής κληρονομιάς τής Σουζάν.
Το κείμενο τής συμφωνίας τού Φραγκίσκου με τον Κάρολο ξεκινά με τη διαπίστωση ότι οι πόλεμοι, οι διαφωνίες και οι διχόνοιες μεταξύ των δύο βασιλέων ήσαν «όχι χωρίς μεγάλη ζημιά για τη Χριστιανική Κοινοπολιτεία και ανέπτυσσαν την τυραννία των απίστων Τούρκων, εχθρών τής άγιας Καθολικής πίστης μας» (non sans grand préjudice de la République Chrestienne et accroissance de la tyrannie des mescreans Turcs, ennemis de nostre Saincte Foy Catholique). Ο Κάρολος και ο Φραγκίσκος λεγόταν τώρα ότι ήθελαν να εξαλείψουν τις αιτίες τού πολέμου και να εγκαθιδρύσουν «καλή γενική ειρήνη» (bonne paix universelle), έτσι ώστε όλοι οι βασιλείς, ηγεμόνες και άλλες δυνάμεις στην Ευρώπη να έστρεφαν τα όπλα τους προς «την απόκρουση και καταστροφή των εν λόγω απίστων και το ξερρίζωμα των σφαλμάτων τής λουθηρανικής αίρεσης» (la répulsion et ruine desdits mescreans infidèles et extirpation des erreurs de la Secte Luthérienne). Εν μέσω λεπτομερειών χωρίς τέλος ως προς τούς τίτλους και τα εδάφη, επαναλαμβάνεται συνεχώς ο ισχυρισμός, που εκφράζεται με διάφορους τρόπους, ότι «κύρια πρόθεση των εν λόγω Άρχοντα Αυτοκράτορα και χριστιανικότατου Βασιλέα ήταν και είναι με την εν λόγω ειρήνη να μπορέσουμε ειδικότερα να σπεύσουμε όλοι και ως εκ τούτου να αναλάβουμε εκστρατεία εναντίον των Τούρκων και άλλων απίστων και άλλων αιρετικών, που έχουν αποξενώσει το άνθος τής Αγίας Μητρός Εκκλησίας μας» (la principale intention desdits Seigneurs Empereur et Roy Très-Chrestien a esté et est de par cettedite paix particulière pouvoir par venir à l’ universelle et par conséquent aux emprises contre les Turcs et autres infidèles et autres hérétiques alienez du greme de nostre Mère Saincte Eglise…). Ο πάπας έπρεπε να προσπαθήσει να συγκεντρώσει όλη την Ευρώπη στη «γενική Σταυροφορία» (la Croisade generale), η οποία θα περιλάμβανε και τον Φραγκίσκο. Αν στο μεταξύ επιτίθεντο οι Τούρκοι και ιδιαίτερα αν επιτίθεντο στην Ιταλία, ο Κάρολος δεσμευόταν να βαδίσει ο ίδιος εναντίον τους και θα συνοδευόταν από τον Φραγκίσκο, είτε οι χριστιανικές δυνάμεις συναντούσαν τον εχθρό στη στεριά ή στη θάλασσα.38
Όμως τη μέρα πριν από την υπογραφή τής συνθήκης και την ορκωμοσία για την τήρηση των διατάξεών της, ο Φραγκίσκος είχε βάλει συμβολαιογράφους να ετοιμάσουν μυστική διαμαρτυρία ότι επρόκειτο να υπογράψει και να ορκιστεί κάτω από πίεση «πολλά πράγματα εναντίον τής δικαιοσύνης και εναντίον τής λογικής» (plusieurs choses contre justice et contre raison).39
Ο Φραγκίσκος επέστρεψε στην πατρίδα του στα μέσα Μαρτίου (1526), ενώ δύο από τούς γιους του είχαν παραδοθεί στην επιμέλεια τού αυτοκράτορα, ως όμηροι για την καλή του πίστη. Αν η εγκατάλειψη των γαλλικών αξιώσεων εξουσίας στην Ιταλία, που θα ήταν πολύ δαπανηρή για να επιχειρηθεί να τεθεί σε εφαρμογή, δεν ήταν εντελώς παράλογη, το ίδιο δεν μπορούσε να ειπωθεί για την παραίτηση από τη Βουργουνδία, η οποία φυσικά δεν έγινε ποτέ (ενώ ο Κάρολος έπαψε να πιέζει για τις δικές του αξιώσεις σε αυτήν το 1529). Οι όροι τής συνθήκης τής Μαδρίτης ήσαν γνωστοί στη Βενετία στις 3 Φεβρουαρίου (1526), ημερομηνία κατά την οποία ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Γερουσία έσπευσαν να στείλουν όσες λεπτομέρειες είχαν στον Μάρκο Φόσκαρι, τον απεσταλμένο τους στη Ρώμη. Σε γενικές γραμμές ήσαν καλά πληροφορημένοι.40 Ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα ελευθερωνόταν σύντομα (και έτσι έγινε, όπως μόλις αναφέρθηκε). Καθώς γέμιζε ενθουσιασμός τις αυλές τής Ευρώπης, οι Ενετοί μοιράζονταν τις ανησυχίες τους με τον Κλήμεντα Ζ’. Πίστευαν ότι οι σημαντικές πόλεις τού Μιλάνου, τής Παβίας, τού Λόντι και τού Κόμο ανατίθεντο στον αδελφό τού Καρόλου Φερδινάνδο, ινφάντη τής Ισπανίας και αρχιδούκα τής Αυστρίας.41
Ο αδελφός τού αυτοκράτορα ήταν μη αποδεκτός για τη Βενετία και τον πάπα, ενώ ο φίλος του και υποστηρικτής, ο Κάρολος δούκας των Βουρβώνων, που ήθελε επίσης το Μιλάνο, δεν ήταν πιο δημοφιλής, ούτε στη Σινιορία ούτε για την Αγιότητά του. Όμως ο Κλήμης ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει τον Μπουρμπόν, «για να αποφύγει να φέρει την καταστροφή πάνω του». Ο Ερρίκος Η’, που τού άρεσε να ανακατεύεται στις ιταλικές υποθέσεις, λεγόταν ότι ήταν επίσης αντίθετος με τον Μπουρμπόν, πράγμα που απέρρεε από την προσφάτως αποκτηθείσα εχθρότητά του προς τον αυτοκράτορα.42
Όταν θα καθάριζε ο καπνός, ο Φραντσέσκο Σφόρτσα θα βρισκόταν ακόμη στην κατοχή τού δουκάτου τού Μιλάνου και με τη συγκατάθεση τού Καρόλου. Στο μεταξύ ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως το Μιλάνο έδειχνε να αποσπά την προσοχή τής Ευρώπης από την Ουγγαρία. Ενώ ο Κλήμης είχε λάβει ανησυχητικές ειδήσεις από το ανατολικό μέτωπο, οι αναφορές από την ίδια την Ισταμπούλ ήσαν ανησυχητικές. Ένας αγγελιοφόρος που είχε φύγει από τον Βόσπορο στις 29 Δεκεμβρίου (1525) είχε φέρει ειδοποιήσεις (avvisi) στη Βενετία ότι ο σουλτάνος είχε επιβάλει φόρο (taglion) δεκαπέντε άσπρων σε όλους τούς υπηκόους τής εκτεταμένης αυτοκρατορίας του, τόσο σε εκείνους των πόλεων όσο και σε εκείνους τής υπαίθρου, προειδοποιώντας καθένα παντού να βρίσκεται σε επιφυλακή. Στάλθηκε μήνυμα σε επαρχιακούς κυβερνήτες και στρατιωτικούς διοικητές να ετοιμάζονται για δράση, «στους μπεηλερμπέηδες, σαντζακμπέηδες, τιμαριούχους και όλους τούς άλλους που έχουν χρήματα και την ευθύνη τής τάξης» (alli begliarbei, sanzachi, timarati, et tuti altri che hanno soldo che se mettino ad ordine). Προμήθειες τροφίμων και ζωοτροφών επιτάσσονταν στην Ελλάδα. Στρατολογούνταν πληρώματα (zurme) για τις γαλέρες. Στον ναύσταθμο και αλλού εργάζονταν πολύ περισσότερα άτομα απ’ ό,τι συνήθως. Εκτός από την ανασύνταξη παλαιών γαλερών, λεγόταν ότι ο σουλτάνος είχε διατάξει την κατασκευή πενήντα νέων «νόθων γαλερών» (galee bastarde), πενήντα ελαφρών γαλερών και είκοσι βαριών πλοίων μεταφοράς (palandarie) για τη μεταφορά αλόγων. Τα όπλα που είχε κατασκευάσει ήσαν πολύ εντυπωσιακά, 2.000 μικρά κανόνια (falconeti) και 20.000 πιστόλια (schiopeti), αν και ήταν ήδη εφοδιασμένος με «μεγάλη ποσότητα» (gran quantità) πυροβολικού. Η έκταση τής προετοιμασίας του καθιστούσε βέβαιο ότι επρόκειτο να ξεκινήσει μεγάλη εκστρατεία. Τέτοια ήταν η πληροφορία που έπρεπε να δώσει ο Ενετός πρέσβης Μάρκο Φόσκαρι στον Κλήμεντα, ζητώντας από την Αγιότητά του να μην αποκαλύψει τη Βενετία ως πηγή.43
Δύο βδομάδες αργότερα (στις 2 Μαρτίου 1526) ο δόγης και το Κολλέγιο έστελναν παρόμοια επιστολή προς τον Λορέντσο Όριο, τον «ρήτορά» τους στην Αγγλία, προσθέτοντας τώρα ότι επιστολή τής 4ης Ιανουαρίου από την Ισταμπούλ είχε φέρει την περαιτέρω είδηση, ότι ο Σουλεϊμάν είχε μόλις αυξήσει τον γενικό φόρο από δεκαπέντε σε είκοσι άσπρα. Είχε επίσης διατάξει να είναι έτοιμες για υπηρεσία ακριβώς αυτόν τον μήνα Μάιο εκατό ελαφρές και «νόθες» γαλέρες. Ο Όριο έπρεπε να μεταβιβάσει αυτή την τρομακτική πληροφορία στον Ερρίκο Η’ και στον Γούλζεϋ.44 Την ίδια μέρα (2 Μαρτίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μάρκο Φόσκαρι στη Ρώμη ότι οι αναφορές από την Ουγγαρία και την Ισταμπούλ καθιστούσαν απαραίτητη τη διατήρηση στη θάλασσα περισσότερων γαλερών από το συνηθισμένο. Έπρεπε λοιπόν να ζητήσει από τον πάπα, ως επιεική πατέρα τής χριστιανικής κοινοπολιτείας «και ειδικό προστάτη τού κράτους μας», να χορηγήσει στη Σινιορία εισφορά δύο φόρων δεκάτης επί των κληρικών στο ενετικό έδαφος. Όλα τα χρήματα θα δαπανιούνταν για τον «ναυτικό εξοπλισμό» (armada da mar) τής Δημοκρατίας, ενώ η Αγιότητά του μπορούσε να είναι βέβαιος ότι οι φόροι δεκάτης δεν κάλυπταν παρά μικρό μόνο μέρος τής δαπάνης. Αυτή τη χρονιά, όπως και στο παρελθόν, η συντήρηση τού ενετικού στόλου θα αποτελούσε, όπως πάντοτε, όφελος για τη χριστιανοσύνη.45 Οι Ενετοί ενθουσιάστηκαν σχεδόν με τη χαρμόσυνη είδηση της απελευθέρωσης τού Φραγκίσκου από τον εγκλεισμό του στη Μαδρίτη. Πίστευαν ότι η βασιλική του ισχύς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο, για να αντισταθμίσει την πίεση που ασκούσε πάνω τους ο Κάρολος.46 Όταν μάλιστα η Σινιορία έστειλε τον έμπιστο γραμματέα της Αντρέα Ρόσσο ως απεσταλμένο στη γαλλική αυλή στις αρχές Μαρτίου 1526, ο Φραγκίσκος διαβεβαίωνε τον Ρόσσο ότι ήθελε να κάνει γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο την επιθυμία του να βοηθήσει την Ιταλία, με την προϋπόθεση ότι τόσο ο Κλήμης Ζ’ όσο και η Βενετία θα στέκονταν στο πλευρό του. Ήταν μάλιστα έτοιμος να εισέλθει αμέσως σε συμμαχία με την Αγιότητά του και τη Δημοκρατία, ενώ ήθελε να στείλουν ο δόγης και η Γερουσία στον Ρόσσο την απαραίτητη εξουσιοδότηση για τη σύναψη τής προτεινόμενης συμμαχίας. Έπρεπε να στείλουν παρόμοιο έγγραφο αποστολής στον πρεσβευτή τους στην Αγγλία, γιατί ο Φραγκίσκος θεωρούσε βέβαιο (λόγω επιστολών που είχε λάβει από τον Γούλζεϋ) ότι ο Ερρίκος Η’ θα εντασσόταν επίσης στη συμμαχία.47
Έχοντας συμμετάσχει σε αμέτρητες προσποιήσεις και ελιγμούς και έχοντας γεμίσει ατελείωτες δεσμίδες χαρτιού και περγαμηνής, οι αντι-αυτοκρατορικές δυνάμεις κατέληξαν τελικά σε συμφωνία στο Κονιάκ στις 22 Μαΐου 1526. Τα μέλη τής νέας συμμαχίας ήσαν ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α’, η Σινιορία τής Βενετίας, ο Φραντσέσκο Σφόρτσα τού Μιλάνου και η Δημοκρατία τής Φλωρεντίας.48 Κρατήθηκε θέση για τον Ερρίκο Η’, ο οποίος μπορούσε να ενωθεί με τούς συμμάχους του μέσα σε τρεις μήνες. Αν και όταν ο Ερρίκος το έκανε αυτό, θα γινόταν κύριος και προστάτης τής συμμαχίας, βοηθώντας στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της (εναντίον τού Καρόλου Ε’) μέχρι το ποσό των 25.000 δουκάτων το μήνα, έναντι των οποίων ο Ερρίκος ή ο νόθος γιος του Ερρίκος Φίλτζροϋ, δούκας τού Ρίτσμοντ (από το 1525), θα έπαιρναν ένα δουκάτο ή μια ηγεμονία στο βασίλειο τής Νάπολης, που θα απέφερε ετήσια έσοδα τουλάχιστον 30.000 δουκάτων τον χρόνο. Ο Γούλζεϋ θα ανταμειβόταν για τις προσπάθειές του με κτήση κάπου στην Ιταλία (ο ίδιος την ήθελε στην περιοχή τού Μιλάνου) αξίας 10.000 δουκάτων το χρόνο. Σύμφωνα με τη διπλωματική ευσέβεια τής εποχής, παρέμενε ανοικτός ο δρόμος στον ίδιο τον Κάρολο, για να συμμετάσχει στην «αγιότατη» ένωση τού Κονιάκ όταν θα εκπλήρωνε ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να ελευθερώσει έναντι εύλογου ποσού λύτρων, τούς δύο Γάλλους πρίγκηπες που κρατούσε ως ομήρους. Έπρεπε να αναγνωρίσει το δικαίωμα τού Φραντσέσκο Σφόρτσα στο δουκάτο τού Μιλάνου και στην κατοχή του και να συμφωνήσει να αφήσει τα σύνορα και την κυριαρχία των άλλων κρατών στην Ιταλία ακριβώς όπως ήσαν πριν από τον πόλεμο που είχε τελειώσει στην Παβία. Δεν έπρεπε να έρθει στην Ιταλία για την αυτοκρατορική του στέψη ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό με δύναμη ή ακολουθία μεγαλύτερη από εκείνη που θα ενέκριναν ο πάπας, ο δούκας τού Μιλάνου και η Ενετική Σινιορία. Επιπλέον, αν εισερχόταν ο βασιλιάς τής Αγγλίας στην ένωση εντός τριών μηνών από την ημέρα υπογραφής τής συνθήκης, η είσοδος τού Καρόλου θα εξαρτιόταν επίσης από την εξόφληση προς την Αγγλία των χρημάτων που τής χρωστούσε.
Οι ομόσπονδοι τής Ένωσης συμφωνούσαν να συγκεντρώσουν και να διατηρούν στην Ιταλία με κοινή τους δαπάνη στρατό 30.000 πεζών, 2.500 εφίππων πανόπλων ανδρών και 3.000 ελαφρά οπλισμένων ιππέων, μαζί με τα «μηχανήματα και το πυροβολικό» (machinae et artellariae) που ήσαν κατάλληλα και απαραίτητα για τέτοιο στρατό. Από αυτές τις δυνάμεις ο πάπας θα διέθετε 800 πάνοπλους άνδρες, 700 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 8.000 πεζούς. Ο Φραγκίσκος θα έδινε στους συμμάχους του μηνιαία επιχορήγηση τής τάξης των 40.000 χρυσών νομισμάτων (écus d’ or), για την πρόσληψη πεζών μισθοφόρων και για άλλα έξοδα, ενώ θα διέθετε επίσης 500 πάνοπλους άνδρες «εκπαιδευμένους κατά τον γαλλικό τρόπο» και 1.000 ελαφρά οπλισμένους ιππείς. Ο Φραντσέσκο Σφόρτσα και η Βενετία δεσμεύονταν να συνεισφέρουν 800 ή 1.000 πάνοπλους άνδρες, 1.000 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 8.000 πεζούς, ενώ ο Σφόρτσα θα διέθετε επιπλέον 400 πάνοπλους άνδρες, 300 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 4.000 πεζούς. Αν δεν μπορούσε να το πράξει, «ειδικά κατά την έναρξη τού πολέμου», θα παρέμβαιναν ο πάπας και η Βενετία και θα διέθεταν τούς 4.000 πεζούς, μέχρι να κρινόταν ότι ο Σφόρτσα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις επαχθείς υποχρεώσεις του. Οι δυνάμεις τής Ένωσης έπρεπε να διατηρηθούν «μέχρι το τέλος τού πολέμου στην Ιταλία ή μέχρι να εκδιωχθούν εκείνοι που έχουν διαταράξει την ειρήνη τής Ιταλίας ή να καταστραφεί εντελώς ο στρατός τους».
Οι σύμμαχοι τού Κονιάκ θα έβαζαν επίσης στη θάλασσα στόλο εικοσιοκτώ γαλερών και όσων πλοίων μεταφοράς κρίνονταν απαραίτητα. Ο Φραγκίσκος έπρεπε να προσκομίσει δώδεκα εξοπλισμένες γαλέρες, η Βενετία δεκατρείς και ο πάπας τρεις, ενώ ο πάπας και ο δούκας τού Μιλάνου έπρεπε να βοηθήσουν στην κάλυψη των λοιπών δαπανών τού ναυτικού εξοπλισμού. Ο Φραγκίσκος υποσχόταν επίσης να μην κάνει καμία κίνηση εναντίον τού Φραντσέσκο Σφόρτσα και ακόμη να υπερασπιστεί τον τελευταίο στην κατοχή τού μιλανέζικου δουκάτου, ιδιαίτερα εναντίον των δύο αδελφών Αψβούργων. Όμως ο Σφόρτσα έπρεπε να πληρώνει στον Φραγκίσκο ετήσιο «φόρο ή ενοίκιο» (census sive pensio) όχι μικρότερο από 50.000 χρυσά νομίσματα (écus d’ or), σε αναγνώριση τής νομιμότητας των γαλλικών δικαιωμάτων επί τού δουκάτου. Χορηγούνταν το Άστι και η επικυριαρχία επί τής Γένουας στον Φραγκίσκο, ο οποίος ήταν προφανώς διατεθειμένος να περιμένει τον χρόνο του σε σχέση με τη Νάπολη.
Αν ο Κάρολος αρνιόταν να αποδεχτεί τούς όρους τής συνθήκης τού Κονιάκ, οι σύμμαχοι θα κήρυσσαν πόλεμο εναντίον του και θα εισέβαλλαν αμέσως στο βασίλειο τής Νάπολης «με δυνάμεις τόσο χερσαίες όσο και ναυτικές» (cum viribus tam terrestribus quam maritimis). Αν και όταν ο Κάρολος νικιόταν και οι ένοπλες δυνάμεις του διώχνονταν από τον νότο τής Ιταλίας, το ναπολιτάνικο βασίλειο θα επανερχόταν στην Αγία Έδρα και ο πάπας μπορούσε να το αναθέσει σε κάποιο κατάλληλο ηγεμόνα, που θα πλήρωνε στον βασιλιά τής Γαλλίας ετήσιο ενοίκιο (census) όχι μικρότερο από 75.000 χρυσά νομίσματα (écus d’ or), σε αναγνώριση των ιστορικών δικαιωμάτων τού γαλλικού στέμματος στον ιταλικό νότο. Τα δύο τελευταία άρθρα τής συνθήκης κρατήθηκαν μυστικά. Αν ο Κάρολος συγκατατίθετο στις απαιτήσεις τού Κονιάκ, ελευθερώνοντας τούς δύο Γάλλους πρίγκηπες και εκπληρώνοντας τις υπόλοιπες προϋποθέσεις, θα διατηρούσε το βασίλειο τής Νάπολης, από το οποίο ο πάπας έπρεπε να εισπράττει ετήσιο ενοίκιο (census) 10.000 δουκάτων. Και οι σύμμαχοι επέκτειναν την προστασία τους, με το δεύτερο μυστικό άρθρο, επί τής Φλωρεντίας, το οποίο εγγυόταν στον Κλήμεντα και στους υπόλοιπους Μέδικους συνεχιζόμενο έλεγχο επί τής πόλης.49 Οι υπερβολικές απαιτήσεις για τις οποίες είχε επιμείνει ο Κάρολος στη συνθήκη τής Μαδρίτης είχαν βοηθήσει στη δημιουργία τής Ένωσης τού Κονιάκ, η οποία (εξαρτώμενη απερίσκεπτα από τις υποσχέσεις τού Φραγκίσκου για χρήματα και στρατεύματα), προχώρησε χωρίς καθυστέρηση σε πόλεμο εναντίον των φιλο-αυτοκρατορικών στην Ιταλία.
Στις 8 Ιουνίου (1526) ο δόγης Αντρέα Γκρίττι επικύρωσε την επίσημη επιχείρηση τού Κονιάκ, «ένωση και συνομοσπονδία για την ηρεμία τής Ιταλίας και την οικουμενική ειρήνη στην Χριστιανική Κοινοπολιτεία» (liga et confoederatio perpetua pro tranquilitate Italie et universali pace Christiane Reipublice).50 Στις 21 τού μηνός ο Γκρίττι και η Γερουσία έγραφαν στον Βενιέρ, τον Ενετό πρεσβευτή στην παπική κούρτη ότι «αν δεν επρόκειτο για τη σύναψη τής νέας ένωσης, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα όχι μόνο θα είχε καταλύσει τον νόμο στην Ιταλία, αλλά θα είχε επίσης κάνει τον εαυτό του μονάρχη [ολόκληρου] τού κόσμου».51 Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να κάνει ειρήνη. Ήθελε τουλάχιστον 150.000 δουκάτα από τον Κλήμεντα, αλλά ήταν πρόθυμος να χορηγήσει το δουκάτο τού Μιλάνου στον Φραντσέσκο Σφόρτσα «με χρώμα δικαιοσύνης» (con color de justicia). Ο Σφόρτσα έπρεπε να δίνει στον Κάρολο, τον δούκα των Βουρβώνων, 4.000 δουκάτα τον μήνα ή κάποιο κατάλληλο ποσό από τα «μισθώματα» τού Μιλάνου, «με το οποίο ο εν λόγω άρχοντας των Βουρβώνων έπρεπε να συντηρείται» (para que el dicho señor de Borbon haya con que sostenerse). Ο Μπουρμπόν χρειαζόταν κάτι για να ζήσει και είχε την ελπίδα ότι θα έπαιρνε το Μιλάνο. Όμως στις 11 Ιουνίου ο Κάρολος έγραφε στον Ούγκο ντε Μονκάδα, τον γενικό διοικητή τού στόλου του στα ιταλικά ύδατα και απεσταλμένο του στα ιταλικά κράτη, ότι αν εύρισκε τον Κλήμεντα αδικαιολόγητα δύσκολο στην αντιμετώπιση, θα στρεφόταν κρυφά προς τον καρδινάλιο Πομπέο Κολόννα, τον εχθρό των Μεδίκων. Ένας εκπρόσωπος των Κολόννα, που βρισκόταν τότε στη βασιλική αυλή στη Γρανάδα, είχε πει στον Κάρολο μόλις τρεις ημέρες πριν ότι ο κύριός του ήταν διατεθειμένος να διώξει τον πάπα από τη Ρώμη και να διευθετήσει τα επίμαχα ζητήματα τής Σιένα, τής Φλωρεντίας και ορισμένων εδαφών τής Εκκλησίας αντίθετα με τις επιθυμίες και τα συμφέροντα τής Αγιότητάς του.52
Ο Κάρολος είχε επίσης γράψει στον Μονκάδα (στην επιστολή τής 11ης Ιουνίου), ότι αν ο Κλήμης συζητούσε μαζί του για το τι έπρεπε να γίνει για την εισβολή τού Μεγάλου Τούρκου στην Ουγγαρία, ο Μονκάδα έπρεπε να δηλώσει ότι η «πραγματική λύση» (el verdadero remedio) στο τουρκικό πρόβλημα ήταν η ένωση πάπα-Αψβούργων που είχε επιδιώξει ο Κάρολος. Ο Κλήμης έπρεπε από πολύ καιρό να είχε χορηγήσει την «κρουζάδα» (cruzada), τη σταυροφορική εισφορά που ο Κάρολος είχε ζητήσει «τόσες πολλές φορές και με τόσο μεγάλη επιμονή». Ο Κλήμης είχε διαπράξει παράλογες καθυστερήσεις, αλλά ο Κάρολος ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει όλα όσα είχε για την υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης.53 Όμως στις 13 Ιουνίου ο Κλήμης εξασφάλισε την επικύρωση τής Ένωσης τού Κονιάκ σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο είχε ειπωθεί ότι η συμμαχία κατά των Αψβούργων είχε γίνει προκειμένου να φέρει ειρήνη στην Ευρώπη και να προετοιμάσει το έδαφος για εκστρατεία κατά των Τούρκων, οι οποίοι ξεκινούσαν την πορεία τους προς την Ουγγαρία.54
Δώδεκα μέρες αργότερα, στις 25 Ιουνίου (1526), ο καρδινάλιος Πάολο ντε Τσέζι διάβασε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο μακροσκελή «αποστολική επιστολή με τη μορφή σημειώματος [της 23ης Ιουνίου], που θα σταλεί στον Κάρολο, τον γαληνότατο βασιλιά των Ρωμαίων και εκλεγμένο αυτοκράτορα, η οποία αναπτύσσει τούς δίκαιους λόγους [justificationes], για τον πόλεμο που αναλαμβάνεται από τον αγιότατο κύριό μας [Κλήμεντα] εναντίον τού ισπανικού στρατού στη Λομβαρδία».55 Ο Κάρολος απάντησε στο σημείωμα με υπόμνημα γραμμένο στη Γρανάδα στις 17 Σεπτεμβρίου (1526) και εκπονημένο από τον αντι-παπικό ανθρωπιστή Αλφόνσο ντε Βάλντεζ, στο οποίο (όπως το έβλεπε ο Κάρολος), καλούσε τον πάπα να λογοδοτήσει και απαιτούσε σύνοδο, η οποία θα διευθετούσε τα ζητήματα που προκαλούσαν οι μεταξύ τους τριβές. Το υπόμνημα δόθηκε στον Κλήμεντα στις 12 Δεκεμβρίου. Ο καρδινάλιος ντε Τσέζι το διάβασε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο μια βδομάδα αργότερα, στις 19 τού μηνός. Το κείμενο είχε εικοσιπέντε σελίδες. Η ανάγνωσή του κράτησε περισσότερο από τέσσερις ώρες.56 Ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του είχαν πολλά να πουν.
Ήταν προφανώς συνέπεια τής γαλλικής καταστροφής στην Παβία το γεγονός ότι είτε ο Φραγκίσκος Α’ ή η μητέρα του Λουΐζα τής Σαβοΐας, δούκισσα τής Ανγκουλέμ, η οποία είχε υπηρετήσει ως αντιβασίλισσα τής Γαλλίας κατά τη διάρκεια τής αιχμαλωσίας του, εξέταζαν για πρώτη φορά σοβαρά τη σκοπιμότητα μιας οθωμανικής συνεννόησης ή συμμαχίας. Μόλις άρχιζε ο αγώνας Βαλώνων-Αψβούργων. Τρεις φορές σε είκοσι χρόνια μετά τη συνθήκη τής Μαδρίτης, οι Γάλλοι ανανέωσαν τον πόλεμο με τον Κάρολο Ε’, όταν, σε κάθε περίπτωση, οι πιο πολλοί πίστευαν ότι η εμπλοκή τού αυτοκράτορα είτε με τούς Τούρκους ή τούς Προτεστάντες ήταν τόσο σοβαρή, που δεν μπορούσε να προστατεύσει τις ιταλικές του κτήσεις ή τη Ρηνανία. Αν και αυτό έγινε συνεπής γαλλική πολιτική μόνο μετά την Μαδρίτη, ο αυτοκρατορικός πρεσβευτής στη Ρώμη, ο έξυπνος Καστιλλιάνος Χουάν Μανουέλ, μπορούσε να γράφει στον κύριό του Κάρολο ήδη από τις 26 Μαΐου 1522, ότι ήταν πλήρως πεπεισμένος ότι οι Γάλλοι, καθώς και οι Ενετοί, εφοδίαζαν τον Τούρκο με πληροφορίες και τού έλεγαν ότι τώρα που ο Κάρολος βρισκόταν στη μακρινή δύση, ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί στην Ιταλία.57 Αν και οι υποψίες τού Μανουέλ ήσαν αβάσιμες, προφανώς δεν ήσαν αδιανόητες. Τρία χρόνια αργότερα, στις 14 Μαρτίου 1525, δεκαοκτώ μέρες μετά τη μάχη τής Παβίας, ο Φερδινάνδος τής Αυστρίας έγραφε από το Ίννσμπρουκ στον αδελφό του Κάρολο Ε’ ότι ο κόμης Κριστόφορο ντε Φρανγκιπάνι (Φρανκοπάν), γιος τού Μπερναρντίνο, κόμη τής Σένια (Σεν) στην Κροατία, παρακινούμενος από τον βασιλιά τής Γαλλίας, είχε αξιοποιήσει τουρκική βοήθεια σε εισβολή στα εδάφη των Αψβούργων, την Καρνιόλα και τη Στυρία. Η επίθεση τού Φρανγκιπάνι είχε γίνει σε συμπαιγνία με τούς Τούρκους τής Βοσνίας, οι οποίοι θα είχαν κάνει μεγαλύτερη ζημιά από εκείνη που έκαναν, αν ο Φερδινάνδος δεν είχε κατορθώσει να κάνει κάποιες προβλέψεις για την υπεράσπιση των εδαφών του.58
Δεν έχουμε λόγους να διατηρούμε αμφιβολίες για τις σχέσεις τού Κριστόφορο ντε Φρανγκιπάνι με τούς Γάλλους, αλλά οι δοσοληψίες του με τούς Τούρκους δεν ήσαν χαρακτηριστικές τού περίφημου οίκου στον οποίο ανήκε. Τέσσερις ημέρες πριν από την Παβία ο πατέρας τού Κριστόφορο, ο γέρος κόμης Μπερναρντίνο, έγραφε στον πάπα Κλήμεντα Ζ’ στις 20 Φεβρουαρίου 1525 από την επισκοπική πόλη τού Μόντρους στην Κροατία (μερικά μίλια νοτιοδυτικά τού Άγκραμ ή Ζάγκρεμπ), για την απόφασή του να πεθάνει παρά να υποταγεί στους Τούρκους, οι οποίοι εισέβαλλαν τότε στις κτήσεις του:
Οι γιοι μου κι εγώ, καθώς και οι υπήκοοί μου, προσφέρουμε αιώνιες ευχαριστίες στην Αγιότητά σας, για τη στήριξη και την ενίσχυση την οποία η Αγιότητά σας έχει κρίνει σκόπιμο να μάς παράσχει. Την χρειαζόμασταν ιδιαιτέρως. Κατά μήκος αυτών των συνόρων οι Τούρκοι φοβούνται το όνομα τής Αγιότητάς σας και τώρα ιδιαίτερα, που υπάρχει σχεδόν τέλος τού πολέμου μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων, λόγω τής παρέμβασης τού Θεού και τής Αγιότητάς σας. … Όμως υπάρχει ανάγκη για εκστρατεία πολύ γρήγορα, γιατί οι Τούρκοι ζουν εν μέσω συνεχών στρατιωτικών προετοιμασιών. Νέα κακά ακολουθούν τα παλιά. Οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει να απορροφήσουν εμένα και τη χώρα μου. Όλοι οι γύρω γείτονές μου, κόμητες και βαρώνοι, οι οποίοι έχουν μια γνώμη και επιμένουν στην ειρήνη, έχουν στείλει να αποτίσουν φόρο τιμής στον Τούρκο. Όμως εγώ έχω αποφασίσει να προτιμήσω τον θάνατο από την αμαρτία. Παρά το γεγονός ότι είμαι γέρος, στέκομαι ως συνεχής φρουρά εναντίον των Τούρκων από τη μία πλευρά και ο γιος μου Φερδινάνδος [κάνει το ίδιο] από την άλλη, για τη φύλαξη και την υπεράσπιση τής χώρας μου, ενώ συχνά εμπλεκόμαστε σε μάχες. Φέτος οι Τούρκοι άρπαξαν σε αιχμαλωσία πάνω από 2.000 άτομα από τη χώρα μου. Ο άλλος γιος μου, ο Κριστόφορο, βρίσκεται στην Ουγγαρία και λαμβάνει μισθό από τον γαληνότατο βασιλιά [Λουδοβίκο Β’]. Πάρα πολλοί άλλοι κίνδυνοι μάς απειλούν, όπως θα εξηγήσει πληρέστερα στην Αγιότητά σας ο απεσταλμένος μου, ενώ επειδή δεν μπορώ να αντισταθώ πια, αναζητώ με τη χώρα μου καταφύγιο κάτω από την κηδεμονία τής Αγιότητάς σας και τής Αγίας Αποστολικής σας Έδρας, στης οποίας την επιμέλεια, την προστασία και υπεράσπιση σε όλα και μέσω όλων των πραγμάτων παραδίδω και παραιτούμαι [ο ίδιος]. Μακάρι να παραλάβει η Αγιότητά σας εμένα, τούς γιους μου και το κράτος μου, την πόλη, τα φρούρια και όλα τα εδάφη μου, πριν μάς καταβροχθίσει το ερπετό που βοά.59
Πρόκειται για συγκινητική επιστολή. Ο Κλήμης Ζ’ πρέπει να είχε συγκινηθεί παίρνοντάς την, γνωρίζοντας ότι λίγα μπορούσε να κάνει για να προστατεύσει τον κόμη Μπερναρντίνο και τούς γιους του από την περαιτέρω προέλαση των Τούρκων. Οι Φρανγκιπάνι είχαν σίγουρα άλλες φιλικές σχέσεις τότε με τούς Γάλλους, αν όχι με τούς Τούρκους. Αυτές οι σχέσεις προέρχονταν από τον Τζιοβάννι ντε Φρανγκιπάνι, συγγενή τού Μπερναρντίνο. Χρειάζεται μια σελίδα ή περισσότερο για να υποδειχθεί η φύση και η σημασία τους. Ο Μαρίνο Σανούντο διασώζει στα Ημερολόγιά του επιστολή από τον Πιέρο Μπράγκαντιν, τον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ, στις 6 Δεκεμβρίου 1525, που αναφέρει την άφιξη τού Γάλλου πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη με το πικρό παράπονο ότι ο σαντζακμπέης τής Βοσνίας είχε δολοφονήσει έναν προηγούμενο απεσταλμένο από τη Γαλλία, μαζί με τη δωδεκαμελή ακολουθία του και είχε κλέψει χρήματα και πολύτιμα δώρα, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου ρουμπινιού, που προοριζόταν για τον σουλτάνο.60 Στις 29 τού ίδιου μήνα ο Μπράγκαντιν έγραφε ότι, ενώ ο Γάλλος πρεσβευτής περίμενε την άφιξη τού σαντζακμπέη τής Βοσνίας, προέτρεπε τον σουλτάνο Σουλεϊμάν να επιτεθεί στον αυτοκράτορα Κάρολο τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα, για να πετύχει την απελευθέρωση τού φυλακισμένου βασιλιά Φραγκίσκου, «διαμαρτυρόμενος ότι αν δεν το κάνει αυτό, η Μεγαλειότητά του θα καταλήξει σε συμφωνία με τον αυτοκράτορα και θα τον κάνει κυρίαρχο τού κόσμου».61 Μια άλλη επιστολή από τον βαΐλο στις 5 Φεβρουαρίου (1526) καταγράφει την αποδέσμευση τού Γάλλου πρεσβευτή, στον οποίο δόθηκαν 10.000 άσπρα και ένδυμα από χρυσοΰφαντο ύφασμα. Ο πρεσβευτής πήρε επίσης μαζί του φεύγοντας αυτοκρατορική επιστολή που έφερε χρυσή σφραγίδα και ήταν τοποθετημένη μέσα σε βυσσινί χαρτοφύλακα, «πράγμα που συνήθως δεν γίνεται». Στο μεταξύ ο σαντζακμπέης τής Βοσνίας είχε επίσης φτάσει στην Ισταμπούλ και «είχε δώσει καλή δικαιολογία» για τη συμπεριφορά του.62 Αρκετά χρόνια αργότερα (στις αρχές Ιουνίου 1533) ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ έδειχνε σε δύο Αυστριακούς απεσταλμένους στην Πύλη ένα μεγάλο ρουμπίνι: «Αυτό το ρουμπίνι βρισκόταν στο δεξί χέρι τού βασιλιά τής Γαλλίας όταν συνελήφθη και το αγόρασα».63 Παρά τον ενάρετο ισχυρισμό τού μεγάλου βεζύρη ότι είχε αγοράσει το ρουμπίνι, φαίνεται ότι ο σαντζακμπέης είχε δώσει καλύτερη δικαιολογία για τη συμπεριφορά του από εκείνη που είχε αντιληφθεί ο Ενετός βαΐλος.
Ο Γάλλος πρεσβευτής ήταν ο Τζιοβάννι ντε Φρανγκιπάνι, συγγενής τού κόμη Μπερναρντίνο και τού γιου του Κριστόφορο, ο οποίος φαίνεται ότι συνεργαζόταν με τούς Γάλλους από αντίδραση στη φιλο-αυστριακή «αυλική παράταξη» (Hofpartei) τής Βούδας. Ο Τζιοβάννι βρισκόταν καθ’ οδόν προς Γαλλία μέσα από τη βόρεια Ιταλία στα τέλη Μαρτίου 1526 και υπάρχει σημείωση γι’ αυτόν στα Ημερολόγια τού Σανούντο.64 Έφερε μαζί του τη θετική ανταπόκριση τού σουλτάνου στη γαλλική έκκληση για βοήθεια εναντίον τού Καρόλου Ε’,65 στην οποία ο Φραγκίσκος Α’, που είχε φύγει από την Ισπανία στα μέσα Μαρτίου 1526, φαίνεται ότι είχε δώσει ευγνώμονα απάντηση τον Ιούλιο, αναφερόμενος στην ιδιόρρυθμη φύση τής μάχης, κατά την οποία είχε συλληφθεί στην Παβία και ευχαριστώντας εγκάρδια τον σουλτάνο για την προσφορά να θέσει στη διάθεσή του τουρκικούς χρηματικούς και ανθρώπινους πόρους. Ο Φραγκίσκος προσέβλεπε στο μέλλον για κατάλληλη ευκαιρία ανταπόδοσης και ενημέρωνε τον Σουλεϊμάν ότι είχε πια επιστρέψει σώος και αβλαβής στη Γαλλία, την οποία είχε βρει ήρεμη και γαλήνια: «δεν υπάρχει τίποτε που να επιθυμούμε από οποιονδήποτε για την προστασία και διατήρησή της».66
Ενώ ο βασιλιάς τής Γαλλίας προσέβλεπε έτσι προς το μέλλον για κατάλληλη ευκαιρία να ανταποδώσει τις φιλικές προσφορές τού σουλτάνου, ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας στεκόταν στο χείλος τής αβύσσου. Επί γενιές οι πάπες είχαν παρακολουθήσει την ανάπτυξη τής τουρκικής απειλής στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ στην παπική κούρτη υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι έφτανε πια το τέλος τής ουγγρικής αντίστασης. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη στις 20 Απριλίου 1526 ο καρδινάλιος Ιννοτσέντσο Τσίμπο διάβασε επιστολή, την οποία ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β ‘της Ουγγαρίας και τής Βοημίας είχε απευθύνει στον Κλήμεντα Ζ’ και στο Ιερό Κολλέγιο. Λεγόταν ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ετοίμαζε «μεγάλη» (magna manu) εισβολή στην Ουγγαρία, που στενοχωρούσε αφάνταστα τούς καρδινάλιους. Ο Κλήμης ρωτούσε τι έπρεπε να γίνει. Στη συζήτηση που ακολούθησε οι αιδεσιμότατες αυθεντίες τους κατέληξαν στο συνηθισμένο συμπέρασμα. Η Αγιότητά του έπρεπε να στείλει χρήματα στον βασιλιά και να τον παροτρύνει να μην αποκαρδιώνεται. Η Αποστολική Έδρα θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την υπεράσπισή του. Ο πάπας θα καλούσε όλους τούς διαπιστευμένους στην κούρτη πρεσβευτές. Θα παρουσίαζε την απελπιστική κατάσταση τής Ουγγαρίας. Θα προειδοποιούσε τούς εντολείς τους, οι οποίοι θα μπορούσαν στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν τον επικείμενο κίνδυνο.67
Αν αυτό δεν αποτελούσε μεγάλη βοήθεια, άραγε τι άλλο μπορούσε να γίνει στη Ρώμη; Περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα, στο εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιουνίου, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, ο Τσίμπο διάβασε επιστολή από τον παπικό νούντσιο Μπούργκιο στην Ουγγαρία (γραμμένη στη Βούδα στις 14 Μαΐου 1526). Ο νούντσιος περιέγραφε τον τουρκικό κίνδυνο που πλησίαζε. Ανέφερε ότι ο βασιλιάς, οι ευγενείς και ο λαός είχαν δηλώσει ότι ήσαν έτοιμοι να αντισταθούν στον Τούρκο με κάθε πόρο που διέθεταν. Οι Ούγγροι ήσαν ευγνώμονες για την παπική επιδότηση, επιβεβαιώνοντας ότι το βασίλειό τους ήταν πάντοτε και μάλιστα βρισκόταν ακόμη κάτω από την προστασία τής Αποστολικής Έδρας.68
Στις 30 Ιουλίου 1526, μόλις ένα μήνα πριν από το Μόχατς, ο Κλήμης Ζ’ απεύθυνε μια τελευταία έκκληση προς τον Φραγκίσκο Α’ να βοηθήσει τούς Ούγγρους εναντίον των Τούρκων, στον Φραγκίσκο που προσέβλεπε στο μέλλον να ανταποδώσει τη χάρη τού σουλτάνου. Ο Κλήμης υπενθύμιζε στον Φραγκίσκο την τρομερή αναγκαιότητα για αποστολή βοήθειας στο ανατολικό μέτωπο:
Αν οι προσευχές μας, οι προειδοποιήσεις μας και οι παρακλήσεις μας είχαν ασκήσει την απαιτούμενη επιρροή τους στο μυαλό σας καθώς και σε εκείνα άλλων, δεν θα υποφέραμε τώρα τη θλίψη τέτοιας επικείμενης καταστροφής, έχοντας μάλιστα προσφέρει τη βοήθεια που μπορούσαμε. Μέχρι σήμερα οι ελπίδες αυτών των ανθρώπων έχουν σταθεί όρθιες κυρίως με δικά μας στρατεύματα και χρήματα. Τώρα έχουμε 5.000 πεζούς στρατιώτες και 200 ιππότες κάτω από τα λάβαρά μας στην Ουγγαρία, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει φανεί στον ορίζοντα άλλη πιο σημαντική ενίσχυση, εν μέσω τού μεγάλου φόβου και κινδύνου που αντιμετωπίζει το ουγγρικό έθνος. Αν η σκληρή ανάγκη αυτής τής εποχής και αυτών των συνθηκών δεν μάς είχε υποχρεώσει να δώσουμε μέρος τής προσοχής και των πόρων μας στις εσωτερικές υποθέσεις τής Ιταλίας, θα είχαμε προσπαθήσει να προσφέρουμε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια.69
Η αναφορά τού Κλήμεντος στη «σκληρή αναγκαιότητα αυτής τής εποχής και αυτών των συνθηκών» (temporum at rerum dura necessitas) ήταν υπαινιγμός για την ανανέωση ή μάλλον τη συνέχιση τού πολέμου στην Ιταλία, ως συνέπεια τής Ένωσης τού Κονιάκ. Ο Κλήμης είχε πάρει το μέρος τής Βενετίας και τής Γαλλίας. Γενικός διοικητής των ενετικών χερσαίων δυνάμεων ήταν ο Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, ο δούκας τού Ουρμπίνο, ο οποίος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω κάθε φορά που έκανε ένα προς τα εμπρός. Η αναποτελεσματική εκστρατεία του κατά των φιλο-αυτοκρατορικών στη βόρεια Ιταλία το καλοκαίρι τού 1526 οδηγούσε σχεδόν σε απόγνωση τον ανώτατο επίτροπο τού Κλήμεντα, τον ιστορικό Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι. Προσποιούμενος ασθένεια ο ντέλλα Ρόβερε απέτυχε να αποσπάσει το Μιλάνο από τον εχθρό και τελικά ανάγκασε τούς Σφόρτσα να παραδώσουν το Καστέλλο (στις 24-25 Ιουλίου).70 Παραμένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα, αν η αποτυχία τού ντέλλα Ρόβερε οφειλόταν κυρίως στην ανικανότητα του, την οποία οι Ενετοί ανέχονταν για χρόνια, ή στην εχθρότητά του προς τούς Μέδικους, οι οποίοι την εποχή τού Λέοντος Ι’ (όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 4) τον είχαν εκδιώξει από το ανάκτορο-κάστρο τού Ουρμπίνο. Το πέρασμα των χρόνων είχε μετατρέψει την απερίσκεπτη βία τής νιότης τού ντέλλα Ρόβερε σε νηφάλια και αναποφάσιστη επιφυλακτικότητα, η οποία με τον τρόπο της ήταν ελκυστική για τούς Ενετούς, που απεχθάνονταν πάντοτε τούς περιττούς κινδύνους. Ο Κλήμης δεν έκρυβε την ενόχλησή του με τον ντέλλα Ρόβερε και τούς εργοδότες του. Όταν οι Φλωρεντινοί και οι Ορσίνι απέτυχαν να διώξουν τούς φιλο-αυτοκρατορικούς από τη Σιένα, ο Κλήμης άρχισε να αναρωτιέται για τη σοφία τής Ένωσης τού Κονιάκ. Ο Φραγκίσκος Α’ δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς τούς συμμάχους του στην Ένωση, αν και μια γαλλική ναυτική δύναμη συμμετείχε στην αποτυχημένη προσπάθεια των συμμάχων να καταλάβουν τη Γένουα.
Η Ευρώπη παρακολουθούσε τον νεαρό βασιλιά και την ανυπότακτη αριστοκρατία τής Ουγγαρίας να καλπάζουν κατά κάποιο τρόπο με πλήρη ταχύτητα προς την καταστροφή από τούς Τούρκους. Η μια επιστολή μετά την άλλη στους πρώτους τόμους των «Επιστολών ηγεμόνων» (Lettere di principi) στα Αρχεία τού Βατικανού δείχνουν με σαφήνεια ότι κάθε ηγεμόνας και ενημερωμένος πολιτικός στην Ευρώπη γνώριζε ότι οι Ούγγροι αντιμετώπιζαν επικείμενη καταστροφή. Οι καλογραμμένες επιστολές τού Φερδινάνδου των Αψβούργων ορισμένες φορές εκφράζουν σχεδόν απόγνωση.71 Ακόμη και στο μακρινό Λονδίνο ο καρδινάλιος Γούλζεϋ ισχυριζόταν ότι ήταν συγκλονισμένος από αναφορές που λάμβανε για την τουρκική απειλή, όχι μόνο για την Ουγγαρία αλλά και για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Στις 16 Απριλίου (1526) είχε γράψει στον Κλήμεντα Ζ’ ότι έκανε συχνά και επείγοντα διαβήματα προς τον βασιλιά Ερρίκο Η’, ο οποίος ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την ευημερία τού χριστιανισμού.72 Όμως δεν υπήρχε καμία πιθανότητα βοήθειας προερχόμενης από την Αγγλία.
Οι Τούρκοι βρίσκονταν και πάλι σε κίνηση, στην πρώτη μεγάλη εκστρατεία τους ύστερα από την κατάληψη τής Ρόδου πριν περισσότερα από τρία χρόνια. Στις 15 Ιουλίου 1526 ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ κατέλαβε την κάτω πόλη τού Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν) στα έλη τής δεξιάς (νότιας) όχθης τού Δούναβη, σαράντα μίλια ή περισσότερο βορειοδυτικά τού Βελιγραδίου. Λιγότερο από δύο βδομάδες αργότερα, στις 27 τού μηνός, έπεσε και το πάνω κάστρο (το Πετερβαρντάιν θα παρέμενε σε Οθωμανικά χέρια μέχρι το 1688), ενώ οι Τούρκοι είχαν σφάξει ή υποδουλώσει τη χριστιανική φρουρά. Το Όσιγιεκ (Έσσεγκ) στη δεξιά (νότια) όχθη τού Ντράβα παραδόθηκε. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη και διέσχισαν τον Ντράβα σε γέφυρα πλοίων, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση από τούς Ούγγρους, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στη φαρδιά πεδιάδα τού Μόχατς, τριάντα περίπου μίλια βορειότερα. Και ήταν εδώ που στις 29 Αυγούστου (1526) οι ανώτερες δυνάμεις τού σουλτάνου Σουλεϊμάν και τού Ιμπραήμ πασά κατέστρεψαν τον ουγγρικό στρατό υπό τον βασιλιά Λουδοβίκο Β’ και τον πολεμοχαρή αρχιεπίσκοπο Πάουλ Τόμορυ τού Κάλοσα, «τον αδελφό» (Il Frate), ο οποίος είχε απερίσκεπτα αποφασίσει να μην οπισθοχωρήσει αναμένοντας ενισχύσεις.
Ο Λουδοβίκος δεν πέθανε όρθιος πάνω στους αναβολείς του, κραδαίνοντας το ξίφος του σε τελευταία επίθεση εναντίον τού εχθρού. Όταν η ήττα ήταν προφανής, διέφυγε από το πεδίο με τούς ακόλουθούς του, που διασκορπίστηκαν στη σύγχυση που επακολούθησε μετά τη μάχη. Με λίγους συντρόφους ο Λουδοβίκος προσπάθησε να περάσει φουσκωμένο ρέμα, αλλά προφανώς το κουρασμένο άλογό του δεν μπόρεσε να ανέβει την απότομη, ολισθηρή όχθη τής απέναντι πλευράς. Το άλογο έπεσε προς τα πίσω στα λασπωμένα, ταραγμένα νερά, παρασύροντας από κάτω τον βασιλικό του αναβάτη. Ένας από τούς συντρόφους τού Λουδοβίκου πνίγηκε σε προσπάθεια να τον σώσει. Ένας άλλος συνέχισε με το φόβο τής καταδίωξης από τούς Τούρκους και έφερε την είδηση του θανάτου τού βασιλιά στη Βούδα. Όμως σύμφωνα με αναφορές που έφταναν στη Βενετία, το άλογο τού Λουδοβίκου κόλλησε σε έλος ή βάλτο (palude). Κάλεσε για βοήθεια. Οι σύντροφοί του έσπευσαν να τον συνδράμουν.
Τον έβγαλαν από εκείνο το άλογο και τον ανέβασαν σε άλλο, το οποίο προχώρησε λίγο, γιατί κόλλησε επίσης στο τέλμα. Πάλι κάλεσε για βοήθεια και πάλι ήρθαν, αλλά όταν έβγαλαν το κράνος του διαπίστωσαν ότι είχε υποκύψει σε κάποια οδύνη (che l’ era andato in angosa) και πέθανε αμέσως στα χέρια τους. Κανείς δεν μπορούσε να πει ποια ήταν η αιτία τού θανάτου, αν ήταν το τραύμα που είχε υποστεί ή ο φόβος ή η απόγνωση.73
Μετά τη μάχη τού Μόχατς και τον θάνατο τού βασιλιά Λουδοβίκου Β’, το τουρκικό μέτωπο έφτανε στις περιοχές των Αψβούργων. Ο Φερδινάνδος, ο νεαρός αδελφός τού Καρόλου Ε’, είχε παντρευτεί την αδελφή τού Λουδοβίκου Άννα (τον Μάιο τού 1521) και τώρα διεκδικούσε την ουγγρική διαδοχή. Ο Κάρολος είχε χορηγήσει στον Φερδινάνδο το 1521-1522 τα δουκάτα τής Αυστρίας, τής Στυρίας, τής Καρινθίας και τής Καρνιόλα, την κομητεία τής Γκορίτσια, την Τεργέστη και την κυβέρνηση τού Τιρόλο, καθώς και την υπαρχηγία τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.74 Ο Φερδινάνδος εκλέχτηκε βασιλιάς τής Βοημίας (στις 23 Οκτωβρίου 1526) και ξεκίνησε τον αγώνα του με σκοπό να αναγνωριστεί ως διάδοχος τού Λουδοβίκου στην Ουγγαρία, όπου είχε όμως ισχυρό αντίπαλο τον Ιωάννη Ζαπόλυα,75 ο οποίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς από ισχυρή παράταξη Μαγυάρων ευγενών. Ο Φραγκίσκος Α’ είχε μόλις ακούσει για την καταστροφή τού Μόχατς όταν στις 6 Οκτωβρίου (1526) έγραφε στους ηγεμόνες και φεουδάρχες τής γερμανικής αυτοκρατορίας ότι η τουρκική κατοχή [μέρους] τής Ουγγαρίας και ο θάνατος τού Λουδοβίκου Β’ τού είχαν προξενήσει μεγάλη θλίψη. Προσπαθούσε να ρίξει το φταίξιμο για το Μόχατς στον Κάρολο Ε’, «ο οποίος αρνείται τούς έντιμους και δίκαιους όρους τής ειρήνης», στο οποίο στις 29 Νοεμβρίου ο αυτοκράτορας απάντησε ότι οι συνεχείς μηχανορραφίες τού Φραγκίσκου με τον πάπα Κλήμεντα και άλλους για να καταλάβουν το βασίλειο τής Νάπολης, τον είχαν εμποδίσει να προστατεύσει την Ουγγαρία από τον Τούρκο, ο οποίος είχε στην πραγματικότητα αναλάβει τον πόλεμο για λογαριασμό τού ίδιου τού Γάλλου βασιλιά (hortatu ipsius Turcam hoc bellum suscepisse!).76
Όμως λίγες ημέρες αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Αντρέα Ναβαγκέρο, ο Ενετός πρεσβευτής στην αυτοκρατορική αυλή, μπορούσε να γράφει στην κυβέρνησή του ότι ο παπικός νούντσιος Μπαλντασσάρε Καστιλιόνε ήταν πεπεισμένος ότι ο Κάρολος τώρα δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από μια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, «και θα κάνει τούς δικαιότερους δυνατούς όρους ειρήνης [με τη Γαλλία] … Ο φόβος για τούς Τούρκους έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη. Οι Ισπανοί μεγιστάνες δείχνουν πολύ έτοιμοι και επιθυμούν ειρήνη στην Ιταλία…».77 Οι Ενετοί ήθελαν επίσης ειρήνη στην Ιταλία, αλλά ήθελαν και ειρήνη με τον Άρχοντα Τούρκο. Ήσαν αντίθετοι με τη δημοσίευση οποιουδήποτε κειμένου γενικής ειρήνης περιείχε αντι-τουρκικά αισθήματα, επειδή, έτσι κι αλλιώς, όπως υπενθύμιζαν στον Ναβαγκέρο, το ενετικό έδαφος βρισκόταν πλησιέστερα σε εκείνο των Τούρκων και ήταν το πιο εκτεθειμένο σε επιθέσεις κατά μήκος τής δύο χιλιάδων μιλίων μεθορίου που μοιράζονταν με τον Μεγάλο Άρχοντα (Gran Signore).78
Πράγματι, όπως μόλις παρατηρήθηκε επί τροχάδην (στη σημείωση 74), ο Ματέο Μίνιο εκλέχτηκε στη Γερουσία στις 28 Σεπτεμβρίου (1526), για να πάει στην Ισταμπούλ ως ειδικός απεσταλμένος τής Σινιορίας και να συγχαρεί τον σουλτάνο Σουλεϊμάν για τη νίκη του στο Μόχατς. Ο Μίνιο βρισκόταν ακόμη στη Βενετία στις 19 Νοεμβρίου, όταν η Γερουσία συμφώνησε ότι η αναχώρησή του δεν μπορούσε να καθυστερήσει πια, οπότε τα μέλη ψήφισαν να τού δοθούν 1.000 δουκάτα για τα έξοδα και 210 δουκάτα για την αγορά δεκαέξι αλόγων. Ο γραμματέας του θα έπαιρνε 50 δουκάτα, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση τού Συμβουλίου των Δέκα (Consiglio dei Dieci). Ο δραγουμάνος, ο κύριος Θεόδωρος Παλαιολόγος (Theodoro Paleologo), θα έπαιρνε 150 δουκάτα, όπως είχε πάρει και σε προηγούμενη περίπτωση. Τα ποσά αυτά υπολογίζονταν σε ισοτιμία έξι λιρών (libre, lire) και τεσσάρων σελινιών (solidi) ανά δουκάτο. Κατά τη στιγμή τής εκλογής του υπήρχε η άποψη ότι ο Μίνιο έπρεπε να πάει από τη στεριά οπουδήποτε βρισκόταν ο Σουλεϊμάν. Τώρα φαινόταν ότι μπορούσε να πάει δια θαλάσσης, πράγμα που θα μείωνε κάπως το κόστος τής αποστολής του.79 Στη διπλωματία, όπως και στις επιχειρήσεις, η Σινιορία πάντοτε θεωρούσε μια εξοικονομημένη δεκάρα ως κερδισμένη δεκάρα.
Ο Μίνιο δεν είχε ακόμη φύγει από τη Βενετία στις 19 Δεκεμβρίου, την ημερομηνία τού εγγράφου τής αποστολής του, όταν πήρε εντολή να πάει στη Ραγούσα με τη γαλέρα που είχε κυβερνήτη τον Αντρέα Κονταρίνι. Στη Ραγούσα έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε για να ανακαλύψει τα ίχνη τού σουλτάνου. Αν ο Σουλεϊμάν βρισκόταν στην Αδριανούπολη ή στην Ισταμπούλ, ο Μίνιο μπορούσε να συνεχίσει την αποστολή του από τη θάλασσα. Διαφορετικά έπρεπε να αγοράσει (στη Ραγούσα) τα δεκαέξι άλογα για τα οποία τού είχαν διατεθεί κεφάλαια. Οι οδηγίες που είχε περιλάμβαναν τις συνήθεις προφανείς λεπτομέρειες τής διαδικασίας, μάλιστα τόσο προφανείς, που μερικές φορές αναρωτιέται κανείς γιατί η Σινιορία έμπαινε στον κόπο να τις συμπεριλάβει. Πάνω απ’ όλα ο Μίνιο έπρεπε να εκφράσει τη «μοναδική ευχαρίστηση των Ενετών …, όταν μάθαμε για πρώτη φορά από επιστολές και αγγελιοφόρους και στη συνέχεια από τις επιστολές τής ίδιας τής Μεγαλειότητάς του…, για τη μεγάλη νίκη που είχε πετύχει η Μεγαλειότητά του και ο ισχυρότατος στρατός του επί τού βασιλιά τής Ουγγαρίας και τού στρατού τού τελευταίου…». Ο δικός τους βαΐλος τούς είχε φυσικά επίσης ενημερώσει για τη νίκη τού σουλτάνου.
Παρ’ όλα αυτά, για πληρέστερη έκφραση των συναισθημάτων μας και για να μπορεί όλος ο κόσμος να γνωρίζει τη βέλτιστη διάθεσή μας (la optima nostra disposition) προς την Μεγαλειότητά του, έχουμε αποφασίσει να στείλουμε εσάς ως πρεσβευτή μας σε εκείνον, έτσι ώστε με πιο πλήρη και κατάλληλο τρόπο να χαρείτε μαζί του για λογαριασμό μας, δίνοντάς του τις άφθονες ευχαριστίες μας για την φιλικότατη στάση του απέναντι στη Σινιορία μας και για την ένδειξη για την οποία μάς ενημέρωσε με επιστολή … ότι είναι πρόθυμος, ώστε η καλή και αληθινή ειρήνη που έχουμε με την Μεγαλειότητά του να τηρηθεί και να διατηρηθεί στο σύνολό της….
Ο Μίνιο έπαιρνε επίσης εντολή να επισκεφθεί όλους τούς πασάδες, να τούς παρουσιάσει τα δώρα που η Σινιορία είχε προβλέψει γι’ αυτούς, να τούς συγχαρεί για τη νίκη στο Μόχατς και να τούς διαβεβαιώσει για την επιθυμία των Ενετών να διατηρήσουν την «καλή ειρήνη» (bona pace) που είχαν με την Πύλη.80
Στις 11 Νοεμβρίου 1526 ο Ιωάννης Ζαπόλυα στέφθηκε βασιλιάς τής Ουγγαρίας, σύμφωνα με παράδοση πέντε αιώνων, στο Στουλβάισσενμπουργκ (Άλμπα Ρέγκια, Σεκεσφέχερβαρ), τον τόπο ταφής των βασιλικών του προκατόχων στο «αποστολικό βασίλειο».81 Βρισκόταν σε ισχυρή θέση. Πολλά εξέχοντα μέλη τής φιλο-γερμανικής αυλικής παράταξης είχαν σκοτωθεί στο Μόχατς. Όλα τα μέλη τής Ένωσης τού Κονιάκ, ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α’, ο Ερρίκος Η’, οι δούκες τής Βαυαρίας και ο δόγης Αντρέα Γκρίττι, αναγνώριζαν τον τίτλο του επί τού θρόνου. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1527 ή αμέσως μετά, ο οξυδερκής διπλωμάτης Αντόνιο Ρινκόν στάλθηκε πίσω στην Ουγγαρία. Ο Ρινκόν, Ισπανός εχθρός τού Καρόλου Ε’, υπηρετούσε με νομιμοφροσύνη τον Φραγκίσκο Α’ για χρόνια, μέχρι τη στιγμή που η ζωή του κατέληξε σε τραγωδία. Φτάνοντας στη Βούδα τον Ιούνιο, έγραψε στον δόγη ότι τον είχαν υποδεχτεί «σαν να είχε έρθει από τον ουρανό».82 Πρόσφερε στον Ζαπόλυα όχι μόνο την υποστήριξη τής Γαλλίας, αλλά και εκείνη τής Ένωσης τού Κονιάκ, ενώ μπορούσε να αναφέρει στον δόγη ότι από τον ερχομό του στην Βούδα τα πνεύματα τής εθνικιστικής παράταξης είχαν διεγερθεί σε σίγουρη προσδοκία νίκης επί τού Φερδινάνδου τής Αυστρίας και τής Βοημίας: «Δεν είναι ότι έχω καταφέρει αυτά τα θαύματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί δεν θέλω να πω τόσα πολλά για τον εαυτό μου. Συμβαίνει απλώς να έχει εξαπλωθεί η είδηση σε όλο το βασίλειο ότι ο χριστιανικότατος βασιλιάς μαζί με την ένωση είναι διατεθειμένος να τούς βοηθήσει».83 Ο Ρινκόν συνέχισε προς την Πολωνία, όπου ο βασιλιάς Σίγκισμουντ δήλωνε ότι ευνοούσε τις βασιλικές φιλοδοξίες τού Ζαπόλυα, αλλά προσπαθούσε να εξασφαλίσει όσα κέρδη μπορούσε από την επικείμενη σύγκρουση.84
Όμως καθώς ο Ρινκόν ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ουγγαρία, ο Φερδινάνδος κήρυξε τον πόλεμο κατά τού Ζαπόλυα και εισέβαλε στην Ουγγαρία με 22.000 Γερμανούς, από τούς οποίους είχε προσλάβει 10.000 με δικά του έξοδα και τις υπόλοιπες 12.000 με εκείνα τής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τις αναφορές που έφταναν στο Μιλάνο, τις οποίες ο αυτοκρατορικός διοικητής Αντόνιο ντε Λέυβα προώθησε στον Κάρολο Ε’ με μακροσκελή επιστολή, που συντάχθηκε κατά διαστήματα μεταξύ 17 Ιουλίου και 4 Αυγούστου (1527).85 Ο Φερδινάνδος μάλιστα κατόρθωσε να καταλάβει τη Βούδα. Ο Ζαπόλυα, βρίσκοντας ότι οι γαλλικές διαβεβαιώσεις δεν είχαν καμία επίδραση σε αυτή την περίοδο κρίσης, αν και ο ντε Λέυβα δηλώνει ότι είχε κάποια τουρκική υποστήριξη και μεγάλο δικό του στρατό, νικήθηκε κοντά στο Τόκαϊ και υποχώρησε στην Τρανσυλβανία, τής οποίας ήταν βοεβόδας. Και έτσι στις αρχές Νοεμβρίου (1527) ο Φερδινάνδος στεφόταν με τη σειρά τού βασιλιάς τής Ουγγαρίας στο Στουλβάισσενμπουργκ. Είχε γίνει καλή αρχή, αλλά στην πραγματικότητα η επιτυχία του οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην ενασχόληση τού σουλτάνου Σουλεϊμάν με τις ανατολικές του υποθέσεις. Η τελική κατοχή τού στέμματος τού Αγίου Στεφάνου βρισκόταν ακόμη σε εκκρεμότητα.86
Τον Απρίλιο τού 1528 ο Ζαπόλυα απεύθυνε αγανακτισμένη επιστολή προς τούς ηγεμόνες και τούς φεουδάρχες τής γερμανικής αυτοκρατορίας που είχαν συγκεντρωθεί σε δίαιτα στο Ρέγκενσμπουργκ, καταγγέλλοντας την εισβολή τού Φερδινάνδου στο βασίλειό του και διάφορες άλλες δήθεν παραβιάσεις τού διεθνούς δικαίου (ius gentium). Κατηγορούσε τον Φερδινάνδο για παρακράτηση βοήθειας από τον εκλιπόντα βασιλιά Λουδοβίκο Β’, επειδή «είχε ήδη ρίξει το βλέμμα και το μυαλό του στη διαδοχή στο βασίλειο, ενώ στη συνέχεια μια δημόσια επιδότηση, που είχε συγκεντρωθεί στην αυτοκρατορία και προοριζόταν για την Ουγγαρία, την έστειλε στον αδελφό του για την παρενόχληση τής Ιταλίας». Ο αυτοκράτορας, ο οποίος ήταν γεμάτος ένδοξες υποσχέσεις, δεν έκανε καμία προετοιμασία κατά των Τούρκων, όπως ούτε και ο Φερδινάνδος, ο οποίος ήταν πρόθυμος να καταβάλλει στην Πύλη ετήσιο φόρο υποτέλειας, όσο μπορούσε να παίρνει γερμανικά κονδύλια για να βοηθήσει τον αδελφό του στην Ιταλία και να υποβαθμίσει την Ουγγαρία στη δουλεία.87
Ήταν πολύ εύγλωττη επιστολή, αλλά ο Ζαπόλυα είχε παραλείψει να αναφέρει ότι ο ίδιος είχε μόλις στραφεί προς την Πύλη για βοήθεια, στέλνοντας τον ικανό Πολωνό διπλωμάτη Τζερόμ Γιαροσλάβ Λάσκι στην Ισταμπούλ. Ο Ζαπόλυα έγραψε επίσης εκτενώς στον Κλήμεντα Ζ’ και στο Κολλέγιο των καρδιναλίων (στις 21 Μαΐου 1528), απευθύνοντας έκκληση για την υποστήριξή τους κατά τού Φερδινάνδου των Αψβούργων. Έλεγε ότι από την αρχή αυτού τού τραγικού ανταγωνισμού, που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον ίδιο και τον Φερδινάνδο, ο οποίος προσπαθούσε να σφετεριστεί τον θρόνο τής Ουγγαρίας, επιθυμούσε να δει να γίνεται το δίκαιο και σωστό. Πράγματι, ήταν πρόθυμος να κάνει περισσότερο από τον μισό δρόμο, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα χυνόταν χριστιανικό αίμα. Όμως ο Φερδινάνδος είχε παρενοχλήσει τον Ζαπόλυα με κάθε δυνατή ευκαιρία, υπό το υποκριτικό πρόσχημα τής υπεράσπισης τής πίστης. Ο γελοίος καυχησιάρης υποσχόταν επίσης στους Ούγγρους ότι μόλις φορούσε το στέμμα τής Ουγγαρίας επρόκειτο να ανακτήσει το Βελιγράδι και άλλα μέρη, τα οποία οι Τούρκοι είχαν καταλάβει χρόνια πριν, ακόμη και το ευγενές φρούριο τής Γιάιτσε, το κύριο προπύργιο τής Βοσνίας, τής Σλαβονίας και τής κάτω Ουγγαρίας.88
Ο Τζερόμ Λάσκι, τον οποίο ο Ζαπόλυα είχε στείλει ως απεσταλμένο του στην Ισταμπούλ, είχε καταφέρει να αποκτήσει διαβεβαίωση για τουρκική υποστήριξη. Η επιτυχία του οφειλόταν εντελώς στη φιλία που είχε καταφέρει να διατηρεί με τον Λοντοβίκο (Αλβίζε) Γκρίττι, που ήταν φυσικός γιος τού Αντρέα, κάποτε Ενετού βαΐλου στην Ισταμπούλ, τώρα ηλικιωμένου αλλά δραστήριου δόγη τής Γαληνοτάτης (1523-1538).89 Ο Λοντοβίκο ήταν εξαιρετική φυσιογνωμία, τού οποίου η επιρροή επί τού Ιμπραήμ πασά και κατά συνέπεια επί τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, ήταν τέτοια, ώστε να τον κάνει σχεδόν υπουργό των χριστιανικών υποθέσεων τής Πύλης. Ο Λοντοβίκο είχε εξασφαλίσει στον Λάσκι την πρώτη συνομιλία του με τον Ιμπραήμ πασά στις 22 Δεκεμβρίου 1527: «Γιατί ο κύριός σου δεν είχε ζητήσει νωρίτερα το στέμμα τής Ουγγαρίας;» τον ρωτούσαν τώρα, ερώτημα που βρισκόταν σε εκπληκτική αντίθεση με την ψυχρή επιφυλακτικότητα με την οποία είχε αρχικά αντιμετωπιστεί ο ερχομός του στην Πύλη. Υφίστατο ακόμη κάποια αγένεια εκ μέρους των βεζύρηδων, ενώ ακόμη και ο Ιμπραήμ πασάς τού υπενθύμιζε αληθινά ότι «είναι τρέλλα να νομίζεις ότι οι βασιλείς είναι βασιλείς εξαιτίας ενός στέμματος: ούτε το χρυσάφι ούτε οι πολύτιμες πέτρες απονέμουν την εξουσία να κυβερνάς, αλλά μάλλον το ατσάλι, το σπαθί υποχρεώνει σε υπακοή και το σπαθί μπορεί να προστατεύσει ό,τι έχεις κερδίσει». Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν υποδέχθηκε τον Λάσκι στις 27 Ιανουαρίου 1528, αποδεχόμενος ευγενικά την υπακοή τού Ζαπόλυα και υπενθυμίζοντας στον απεσταλμένο ότι ο κύριός του δεν είχε ποτέ στην κατοχή του το βασίλειο τής Ουγγαρίας, το οποίο ανήκε στην Πύλη με το δικαίωμα τής κατάκτησης: «Αλλά σε αντάλλαγμα για την προσήλωσή του προς το πρόσωπό μου, όχι μόνο θα τού παραχωρήσω την Ουγγαρία, αλλά θα τον προστατεύσω τόσο καλά από τον Φερδινάνδο τής Αυστρίας, που δεν θα είναι σε θέση να κοιμάται ήσυχος».
Ο Ιμπραήμ πασάς είπε τότε στον Λάσκι ότι στο εξής οι Τούρκοι θα αποκαλούσαν τον Ζαπόλυα βασιλιά, όχι πια απλώς βοεβόδα τής Τρανσυλβανίας (Ζιμπενμπύργκεν) και ότι η Υψηλή Πύλη δεν θα απαιτούσε από τον φτωχό ηγεμόνα ούτε δώρα ούτε φόρο υποτέλειας. Μια μέρα πριν από την αποχαιρετιστήρια ακρόασή του (στις 3 Φεβρουαρίου 1528) ο Λάσκι πήρε τέσσερις τιμητικούς μανδύες και ποσό 10.000 άσπρων, αξίας 200 δουκάτων, τη συνήθη διπλωματική χειρονομία φιλίας που έκανε η Πύλη σε πρεσβευτή που αναχωρούσε. Σε αυτή την ακρόαση ο Σουλεϊμάν διαβεβαίωσε και πάλι τον Λάσκι ότι θα υποστήριζε τον Ζαπόλυα: «Θα βαδίσω προσωπικά και με όλες τις δυνάμεις μου εναντίον των εχθρών του». Ο Λάσκι ορκίστηκε ότι ο Ζαπόλυα θα ήταν φίλος των φίλων τού σουλτάνου και εχθρός των εχθρών του. Στις 29 Φεβρουαρίου (1528) διατυπώθηκε επίσημα στην Ισταμπούλ συνθήκη φιλίας και αδελφοσύνης, που εγγυόταν τουρκική βοήθεια για τον Ζαπόλυα.90 Στη σταδιοδρομία τού Λάσκι και στα γεγονότα τού 1528 θα επιστρέψουμε σε επόμενο κεφάλαιο.
Μαθαίνοντας αυτές τις εξελίξεις, ο Φερδινάνδος έστειλε επίσης πρεσβεία στην Πύλη, η οποία ύστερα από ταξίδι έξι εβδομάδων εισήλθε επίσημα στην Ισταμπούλ στις 29 Μαΐου (1528), κατά την 75η επέτειο τής οθωμανικής κατάκτησης τής πόλης. Απεσταλμένοι τού Φερδινάνδου ήσαν ο Ιωάννης Χομπορντάνσκυ και ο Σίγκισμουντ Βαϊξελμπέργκερ, οι οποίοι, ύστερα από προκαταρκτικές συζητήσεις με τον Ιμπραήμ πασά, έγιναν δεκτοί σε αυτοκρατορική ακρόαση. Αντιτιθέμενος στον τρόπο με τον οποίο ο διερμηνέας απάλυνε τούς όρους τής προετοιμασμένης προσφώνησής του, γιατί ο εκπρόσωπος Χομπορντάνσκυ καταλάβαινε τουρκικά, επέμενε σε κατά λέξη μετάφραση των λόγων του και ξεκινούσε πάλι, «ο γαληνότατος και ισχυρότατος κύριός μας [Φερδινάνδος], δημοφιλέστατος βασιλιάς, μάς έχει στείλει στη μεγαλειότητά σας…» (Serenissimus et potentissimus dominus noster [Ferdinandus], gratiosissimus Rex, misit nos ad Maiestatem vestram…). O απότομος Ούγγρος στρατιώτης είχε προφανώς σταλεί στην Ισταμπούλ περισσότερο επειδή γνωριζε τουρκικά απ’ ό,τι για την φινέτσα του ως διαπραγματευτής. Είχε έρθει για να ρυθμίσει, αν ήταν δυνατό, ειρήνη ή τουλάχιστον εκεχειρία μεταξύ Αυστρίας και Πύλης. Για κάτι τέτοιο ήταν σαφώς πολύ αργά, αλλά αυτός δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να κάνει το καλύτερο δυνατό σε μια κακή κατάσταση. Η λέξη «ισχυρότατος» (potentissimus) ερέθιζε τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο οποίος ψιθύρισε κάτι στον Ιμπραήμ πασά, οπότε ο τελευταίος ρώτησε γιατί ο Φερδινάνδος έπρεπε με τόση αυθάδεια να αποκαλείται «ισχυρότατος» παρουσία τού ίδιου τού σουλτάνου, παρατηρώντας ότι αριθμός άλλων χριστιανών «βασιλέων» υπέβαλαν την υπακοή τους στον «Παντοδύναμο» (Πατισάχ). Ο Χομπορντάνσκυ ζήτησε να μάθει ποιοι ήσαν αυτοί οι ηγεμόνες και ο Ιμπραήμ πασάς τούς προσδιόρισε ως τούς βασιλείς τής Γαλλίας και τής Πολωνίας, τον πάπα, τούς Ενετούς και τον βοεβόδα τής Τρανσυλβανίας. Ο Χομπορντάνσκυ αναγνώρισε επίσημα ότι ο πάπας έπρεπε να εξισώνεται με δύο ή τρεις βασιλείς, αλλά δυστυχώς δεν ρώτησε σε ποια περίπτωση ένας πάπας είχε εκφράσει προθυμία να υπηρετήσει τον σουλτάνο. (Ίσως όλοι σκέφτονταν τον Αλέξανδρο ΣΤ’.) Φυσικά ο Ιμπραήμ πασάς με εξαίρεση τον βασιλιά τής Αγγλίας, είχε κατονομάσει τα μέλη τής Ένωσης τού Κονιάκ.
Σε μεταγενέστερη συνάντηση με τον Ιμπραήμ πασά οι Αυστριακοί απεσταλμένοι πίεζαν για την επιστροφή στον Φερδινάνδο περισσότερων από εικοσιπέντε οχυρωμένων πόλεων τις οποίες κατείχαν οι Τούρκοι, συμπεριλαμβανομένου τού Βελιγραδίου, τού Σάμπατς, τού Σλάνκαμεν, τού Πετερβάρνταϊν, τού Ίλοκ, τού Ζέμλιν, τού Σέγκεντ, τής Όρσοβα, τού Σκάρδωνα (Σκράντιν), τού Νόβιγκραντ και τής Οστροβίτσα. Ο μεγάλος βεζύρης παρατήρησε ότι απορούσε που δεν ζητούσαν και την Ισταμπούλ, στο οποίο εκείνοι τού απάντησαν ότι αυτή δεν αποτελούσε μέρος των εντολών που είχαν. Ο Χομπορντάνσκυ και ο Βαϊξελμπέργκερ είχαν αποδειχθεί ιδιαίτερα ερεθιστικοί για τον σουλτάνο, όπως φαινόταν από το γεγονός ότι τούς έθεσε υπό κράτηση για εννέα περίπου μήνες (ενώ προετοιμαζόταν για πόλεμο εναντίον τού Φερδινάνδου). Όταν ο Σουλεϊμάν τούς άφησε τελικά ελεύθερους, τούς ενημέρωσε μέσω τού Ιμπραήμ πασά ότι ο Φερδινάνδος δεν είχε ακόμη νιώσει τη φιλία και την καλή γειτονία του, αλλά σύντομα επρόκειτο να τις νιώσει: «Και μπορείτε να πείτε στον κύριό σας εντελώς ανοιχτά, ότι έρχομαι ο ίδιος σε αυτόν, προσωπικά με όλες τις δυνάμεις μου και θα τού παραδώσω αμέσως τα κάστρα που μού ζητά. Συμβουλέψτε τον λοιπόν να ετοιμάσει τα πάντα, ώστε να μού κάνει καλή υποδοχή!». Οι απεσταλμένοι απάντησαν ότι ο σουλτάνος θα τύχαινε υποδοχής αντίστοιχης με το πνεύμα με το οποίο θα ερχόταν.91
Το 1526-1527 η Ιταλία είχε παγιδευτεί σε πολιτική και στρατιωτική δίνη, η οποία είχε ευρεία αντανάκλαση στις υποθέσεις τής Ευρώπης και τής Ανατολικής Μεσογείου. Αν και γράφονταν επιστολές σε όλη τη διάρκεια τού χειμώνα και χορηγούνταν ακροάσεις στους πρεσβευτές από τον πάπα Κλήμεντα, τον Κάρολο Ε’, τον Φερδινάνδο τής Αυστρίας και τής Βοημίας, τον Φραγκίσκο Α’, και τον Ερρίκο Η’, όλες για το ζήτημα τής οικουμενικής ειρήνης που καθένας ομολογούσε ότι ήθελε, ο πόλεμος συνεχιζόταν στη βόρεια Ιταλία. Οι Ενετοί αναλάμβαναν την υπεράσπιση των παπικών δυνάμεων, προσπαθώντας να αποτρέψουν τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στο Μιλάνο από επιθέσεις νότια τού Πάδου. Η Γερουσία ήταν γεμάτη από την αφοσίωση τής Δημοκρατίας στην «ελευθερία τής Ιταλίας» ((la libertà italica), ενώ μάλιστα οι Ενετοί μάχονταν καλά.92
Ο Ερρίκος Η’ και ο Γούλζεϋ (καθώς και οι Γάλλοι) έστελναν στον Κλήμεντα και την κούρτη συνεχείς διαβεβαιώσεις υποστήριξης.93
Όμως οι συνθήκες στη Ρώμη είχαν γίνει χαοτικές. Δείχνοντας αδικαιολόγητη εμπιστοσύνη σε συμφωνία με τούς Κολόννα, στην οποία ο πανταχού παρών εκπρόσωπος τού Καρόλου Ε’, ο Ούγκο ντε Μονκάδα, είχε βάλει την υπογραφή του (στις 20 Αυγούστου 1526), ο Κλήμης είχε προσπαθήσει να εξοικονομήσει δαπάνες, μειώνοντας το μέγεθος τής φρουράς στη Ρώμη. Η τρομακτική είδηση τής ουγγρικής ήττας στο Μόχατς συζητήθηκε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου (1526), κατά το οποίο ο Κλήμης εξέφρασε τη λύπη για την «κατάσταση τής εποχής μας» (conditio nostrorum temporum). Δεν υπήρχε καμία θεραπεία για τα τραγικά δεινά τής Ευρώπης, εκτός από την «ειρήνη και ομόνοια» (pax et concordia) μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων,
και επιπλέον η Αγιότητά του είχε αποφασίσει να διακινδυνεύσει προσωπικά, όπως όφειλε ένας καλός ποιμένας, για την ευημερία τού ποιμνίου του και για να πάει με μερικές γαλέρες στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα στη Βαρκελώνη, γιατί δεν είχε αμφιβολία ότι η Μεγαλειότητά του θα έκανε τα πάντα [που μπορούσε] για να προστατεύσει την τιμή τού Παντοδύναμου Θεού και όλης τής χριστιανοσύνης…94
Μπορεί κανείς να αμφιβάλλει αν ο Κλήμης μιλούσε σοβαρά λέγοντας ότι θα πήγαινε στη Βαρκελώνη, αλλά το άτομό του εκτέθηκε σε κάποιο κίνδυνο την επόμενη κιόλας ημέρα. Περιμένοντας ευκαιρία για να χτυπήσουν τον Κλήμεντα, οι Κολόννα είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους στο Ανάγκνι (στο σκηνικό τής ταπείνωσης τού Βονιφάτιου Η’ από τον Σκιάρρα Κολόννα τον Σεπτέμβριο τού 1303). Με γρήγορη κάθοδο από το ύψωμα τού Ανάγκνι διένυσαν τα σαράντα μίλια ανάμεσα σε σιτοβολώνες μέχρι τη Ρώμη, στην οποία εισήλθαν στις 20 Σεπτεμβρίου (1526). Τούς χαιρέτιζαν με κραυγές «Κολόννα και ελευθερία!» (Colonna et Liberta!). Ο Κλήμης αποτραβήχτηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, ενώ οι Κολόννα και ο Μονκάδα κυριαρχούσαν στην πόλη, με θλιβερά ανεπαρκή έλεγχο επί των στρατευμάτων τους. Οι Ισπανοί στρατιώτες γρήγορα λεηλάτησαν το παπικό παλάτι, συμπεριλαμβανομένης τής ιματιοθήκης και τού σκευοφυλακίου, καθώς και το σκευοφυλάκιο τού Αγίου Πέτρου και τα παλάτια μερικών από τούς καρδινάλιους και ιεράρχες, σηκώνοντας (κατά τούς ισχυρισμούς) περίπου 300.000 δουκάτα. Ο Ντομένικο Βενιέρ, ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, έγραφε στην κυβέρνησή του στις 1 μ.μ. (στις 20 τού μηνός), ότι το σπίτι του είχε λεηλατηθεί και δεν τού είχε μείνει τίποτε εκτός από τα ρούχα που φορούσε (nè ha altro con lui che la vesta si trovava indosso). Ένας άλλος Ενετός, ο Μαρίνο Πότζιο, γραμματέας τού καρδινάλιου Φραντσέσκο Πιζάνι, έγραφε σε φίλο στην πατρίδα, «ότι στην πραγματικότητα οι άπιστοι δεν θα μπορούσαν να κάνουν χειρότερα». Μέχρι το απόγευμα τής 21ης Σεπτεμβρίου ο Κλήμης είχε νιώσει υποχρεωμένος να υποκύψει στον Μονκάδα. Προς ενόχληση των Κολόννα, ιδιαίτερα τού καρδινάλιου Πομπέο, ο Μονκάδα χορήγησε στον Κλήμεντα ανακωχή και αναστολή των όπλων για τέσσερις μήνες σε στεριά και θάλασσα, όπου αυτό το στάτους κβο έπρεπε να τηρείται στο Μιλάνο και τη Γένουα, τη Φλωρεντία, τη Φερράρα και τη Σιένα, καθώς και σε άλλες κτήσεις τής Αγιότητάς του και τής αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε «πλήρη άφεση αμαρτιών» (plenaria absolutio) για τούς άρχοντες Κολόννα, τούς οπαδούς και τούς υπηκόους τους. Όταν ο Κλήμης επικύρωσε τη «συνθηκολόγηση», ο Μονκάδα ανέλαβε να αποσύρει τις δυνάμεις που είχαν έρθει με αυτόν και τούς Κολόννα τόσο από την πόλη όσο και από τα εδάφη τής Εκκλησίας, επιστρέφοντας μαζί τους στη Νάπολη, όπου ήταν διοικητής τού αυτοκρατορικού στόλου.95
Την επόμενη μέρα, στις 22 Σεπτεμβρίου (1526), ο Ντομένικο Βενιέρ έγραφε στον δόγη Αντρέα Γκρίττι και στην Ενετική Σινιορία ότι είχε μόλις πάει να δει τον πάπα στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Η Αγιότητά του ήταν βέβαιος ότι ο Φραγκίσκος Α’ και ο Ερρίκος Η’ απλώς δεν θα ανέχονταν να υποβάλλεται σε τέτοια αίσχη και προσβολές, αν όχι για λογαριασμό του, τουλάχιστον λόγω τής λατρείας τους για την Αποστολική Έδρα. Έστελνε σημειώματα στη Γαλλία και την Αγγλία, που περιέγραφαν την εισβολή στη Ρώμη. Παρ’ όλα αυτά, δήλωνε ότι θα συγχωρούσε όλους τούς παραβάτες, αν ήσαν πρόθυμοι να ενωθούν μαζί του «κάνοντας γενική ειρήνη και βαδίζοντας εναντίον τού Τούρκου» (far una paxe zeneral et andar contra il Turcho). Ο Βενιέρ διαβεβαίωσε τον πάπα για τη σταθερή υποστήριξη τής Βενετίας. Στις 23 τού μηνός ο Βενιέρ έγραψε και πάλι στην κυβέρνησή του. Ο Μονκάδα είχε μόλις φύγει από τον πάπα. Είχαν συζητήσει «μια ένωση τής χριστιανοσύνης εναντίον των απίστων» (una liga di la Christianità contra infideli) και ο Μονκάδα ήταν βέβαιος ότι ο Κάρολος Ε’ θα υποστήριζε μια τέτοια ένωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων εναντίον των Τούρκων. Θα έγραφε στον Κάρολο και ήθελε η επιστολή τού να συνοδεύεται από παπικό σημείωμα για το ίδιο ζήτημα. Ο Κλήμης έλεγε ότι παρά τα τραύματα που είχαν προκληθεί στην Αγία Έδρα, ήταν πρόθυμος να τούς συγχωρήσει όλους, «ενώ θα έκανε αυτή την καλή δουλειά» (pur si facesse questa bona opera) αν ξεκινούσαν πραγματικά μια σταυροφορία. Διαφορετικά έπρεπε να βασίζεται στους συμμάχους του (στην Ένωση τού Κονιάκ). Ο Μονκάδα υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει τις «καλές υπηρεσίες» του με τον αυτοκράτορα, αλλά σε περίπτωση που οι ηγεμόνες ήσαν πρόθυμοι να σχηματίσουν αυτή την ένωση εναντίον των Τούρκων, άραγε τι θα έκαναν οι Ενετοί; Θα έκαναν το σωστό, απάντησε ο Κλήμης, αλλά οι ηγεμόνες έπρεπε πρώτα να καταστήσουν σαφείς τις προθέσεις τους.96
Ο Βενιέρ ανέφερε στις 28 Σεπτεμβρίου (1526) ότι ο Κλήμης εργαζόταν ειλικρινά για την εγκαθίδρυση ειρήνης στην Ευρώπη, «για τη δημιουργία ένωσης εναντίον των Τούρκων» (per far union contra Turchi). Είχε διορίσει πέντε καρδιναλίους σε εκκλησιαστικό συμβούλιο για να εξετάσουν τούς τρόπους για την επίτευξη ειρήνης και άλλους πέντε για να βρουν κονδύλια, προφανώς για να βοηθήσουν στην έναρξη σταυροφορίας.97 Όμως ούτε ο Κλήμης ούτε οι φιλο-αυτοκρατορικοί προσπαθούσαν πολύ ευσυνείδητα να τηρήσουν τούς όρους τής τετράμηνης εκεχειρίας τους. Ο ανταγωνισμός για το Μιλάνο, τη Γένουα και τη Σιένα συνεχιζόταν, ενώ στις αρχές Νοεμβρίου ο Κλήμης εξέδωσε προειδοποίηση (monitoriο) κατά των Κολόννα. Η καταδίκη του εκτεινόταν μέχρι την τέταρτη γενιά.98 Η αναταραχή στην πόλη και στην ύπαιθρο είχε προκαλέσει λιμό στη Ρώμη.99
Στρατεύματα στρατοπέδευαν πρόχειρα μέσα και γύρω από διάφορες πόλεις τής βόρειας Ιταλίας, σκορπίζοντας εκτεταμένη καταστροφή. Οι Γερμανοί Λαντσκνέχτε είχαν κινηθεί προς νότο πάνω από τις Άλπεις το φθινόπωρο τού 1526 και μεγάλος αριθμός τους στρατοπέδευαν σύντομα στη Φιορεντσουόλα ντ’ Άρντα, νοτιοανατολικά τής Πιατσέντσα, υπό τον γνωστό διοικητή τους Γκέοργκ φον Φρούντσμπεργκ. Άλλοι Λαντσκνέχτε και μια ορδή Ισπανών στρατιωτών κρατούσαν το Μιλάνο υπό τις διαταγές τού στρατηγού τού Καρόλου Ε’, τού Καρόλου ντε Μπουρμπόν, κατ’ όνομα κοντόσταυλου τής Γαλλίας και θανάσιμου εχθρού τού πρώην άρχοντά του, τού Φραγκίσκου Α’. Καθώς ο Μπουρμπόν συζητούσε τα σχέδιά του για αναχώρηση από το Μιλάνο στα τέλη Δεκεμβρίου και τον Ιανουάριο (1526-1527), υπήρχε φόβος ότι θα κινιόταν νότια προς τη Φλωρεντία, «για να βρει χρήματα γι’ αυτούς» (per haver danari da loro).100
Αυτοκρατορικές γαλέρες καθώς και εκείνες τής Ένωσης έπλεαν κατά μήκος τής δυτικής ακτής τής χερσονήσου. Υπήρχε εμπόλεμη κατάσταση, με χιλιάδες άνδρες υπό τα όπλα, συντριπτικό οικονομικό βάρος, ενώ ούτε οι φιλο-αυτοκρατορικοί, ούτε οι σύμμαχοι τού Κονιάκ είχαν ή θα χρησιμοποιούσαν χρήματα για να τούς πληρώσουν. Στα τέλη Δεκεμβρίου, καθώς η παράταξη των Μεδίκων στη Ρώμη ανησυχούσε για την πιθανή προέλαση τού Μπουρμπόν κατά τής Φλωρεντίας, ο πάπας έλαβε ενθαρρυντικό μήνυμα από τη Γαλλία. Ο Φραγκίσκος Α’, σε περίοδο σύντομης απόσπασης τής προσοχής του από το κυνήγι (των γυναικών καθώς και των θηραμάτων), έστρεφε την προσοχή του στις υποθέσεις τής Ιταλίας. Είχε διατάξει να σταλούν 4.000 Ελβετοί μισθοφόροι σε βοήθεια τού πάπα, στους οποίους θα έστελνε 20.000 σκούδα, τα οποία ο Λορέντσο Ορσίνι ντα Τσέρι τής Ανγκουϊλάρα έφερνε δήθεν στη Ρώμη, μαζί με κάποια συνεισφορά τού Ερρίκου Η’.101 Ο Λορέντσο ήταν γνωστό στους ανθρώπους τής εποχής του ως Ρέντσο ντα Τσέρι, όνομα το οποίο εμφανίζεται συχνά και ιδιαιτέρως στα έγγραφα.
Ανοχύρωτα χωριά, μοναστήρια και κτήματα έπεφταν θύματα ληστείας, καθώς οι Λαντσκνέχτε και οι Ισπανοί, απλήρωτοι όλοι, μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Μετατρέπονταν σε πεινασμένες και απείθαρχες ορδές, ενώ ανεξάρτητα από τις προθέσεις των ηγετών τους είχαν αρχίσει να ανυπομονούν για τις ανταμοιβές που τούς περίμεναν στη Φλωρεντία και στη Ρώμη. Λεγόταν ότι ως τίμημα για την ειρήνη ο Σαρλ ντε Λαννόυ, ο αντιβασιλέας τού αυτοκράτορα στη Νάπολη, ζητούσε 200.000 δουκάτα από την Αγία Έδρα, 120.000 από τη Βενετία και 180.000 από την υπόλοιπη Ιταλία, συνολικά 500.000 δουκάτα, καθώς και την Πάρμα και την Πιατσέντσα και είτε την Όστια ή την Τσιβιταβέκκια ως «εγγύηση» (per sua cauzion), «και έτσι ο πάπας σκέφτεται να διατηρηθεί η Ένωση [του Κονιάκ]».102
H παρατεταμένη διαμονή τού Καρόλου Ε’ στην Ισπανία (από τον Ιούλιο τού 1522 μέχρι τον Ιούλιο τού 1529) προκαλούσε σύγχυση σε ευρεία επικράτεια και ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου ποτέ δεν καθιστούσε σαφές αν την απόλυτη εξουσία είχε ο Σαρλ ντε Μπουρμπόν ή ο Σαρλ ντε Λαννόυ ως αντιβασιλέας τής Νάπολης. Ο Μπουρμπόν δεν επιθυμούσε το τέλος των εχθροπραξιών, μέχρι να αποσαφηνιστεί η δική του θέση. Ίσως ήταν ικανοποιημένος με το Μιλάνο, μόνο αν η Βενετία και η παπική κούρτη πείθονταν να αποδεχτούν την εκ μέρους του κατοχή τού δουκάτου. Ο Λαννόυ, ένας από τούς λίγους στενούς φίλους από τα πρώτα χρόνια τού Καρόλου Ε’, ίσως ήθελε ειρήνη στη χερσόνησο. Είχε αρκετά προβλήματα στο ναπολιτάνικο βασίλειο. Αν οι όροι του ήσαν σκληροί και ήθελε να σπάσει τη σύνδεση τού πάπα με την Ένωση τού Κονιάκ, δεν είχε κανένα λόγο να προτιμά τα βάρη τού πολέμου από τις ευλογίες τής ειρήνης. Αφού ο Μπουρμπόν βρισκόταν στον βορρά και ο Λαννόυ στον νότο, υπήρχε μικρή άμεση σύγκρουση συμφερόντων. Σε περίπτωση πλησιέστερης επαφής ο ανταγωνισμός και η μεταξύ τους αντιπάθεια μπορούσαν εύκολα να αναπτυχθούν σε απερίφραστη εχθρότητα, γιατί όπως έλεγε ο Μπουρμπόν σε κάποιον Γκαλεάτσο Ραφφαέλι, τον Φλωρεντινό εκπρόσωπο τού Γκρεγκόριο Γκέρι, επισκόπου τού Φάνο και υπολεγάτου τού Κλήμεντος Ζ’ στη Μπολώνια:
Πολύ καλά λοιπόν, ο πάπας διαπραγματεύεται συμφωνία με τον αντιβασιλέα. Υποθέτει ότι ο αντιβασιλέας έχει περισσότερη εξουσία στην Ιταλία από μένα. Όποιος προσπαθεί να πει ότι δεν έχω περισσότερη εξουσία, δοσμένη σε μένα από την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, από εκείνη τού αντιβασιλέα, λέει ψέματα. Αλλά αφήστε τους να κάνουν οποιαδήποτε συμφωνία επιλέξουν. Όσα δεν ξεκαθαρίζουν μαζί μου δεν σημαίνουν τίποτε, γιατί θα προχωρήσω προς τις [παπικές πόλεις] Πάρμα και Πιατσέντσα και θα τις παραδώσω στους στρατιώτες μου για άλωση.103
Ο Κλήμης Ζ’ ήξερε ότι το μόνο πράγμα που χρειαζόταν πάνω απ’ όλα ήταν η ειρήνη. Μια επιστολή τής 5ης Ιανουαρίου (1527) περιέγραφε τη Ρώμη ως «Βαβυλώνα σύγχυσης» λόγω τού πολέμου, τής πανούκλας και τής έλλειψης όλων των τροφίμων, ιδιαίτερα τού ψωμιού.104 Η ενετική κυβέρνηση ενημερωνόταν ότι ο πάπας ήταν απολύτως «συντετριμμένος» (conquassato): «Λέει ότι δαπανά 80.000 δουκάτα το μήνα και ότι δεν μπορεί να δαπανήσει περισσότερα». Οι φιλο-αυτοκρατορικοί ήθελαν να κάνουν συμφωνία πρώτα με τον πάπα και στη συνέχεια με τη Βενετία. Ο αντιβασιλέας Λαννόυ θα δεχόταν 150.000 δουκάτα από τον πάπα, καθώς και τούς τόπους που είχε ζητήσει ως εγγύηση.105 Ο Βενιέρ έγραφε από τη Ρώμη ότι ο Κλήμης ήταν διατεθειμένος να συζητήσει την καταβολή των χρημάτων στους φιλο-αυτοκρατορικούς, όταν οι Λαντσκνέχτε θα είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους. Αφού ο Κάρολος Ε’ επρόκειτο να έρθει στην Ιταλία (για τη στέψη του), ο Κλήμης ήθελε επίσης τη διαβεβαίωση ότι μετά τη στέψη ο Κάρολος θα έμπαινε στο πεδίο τής μάχης εναντίον των Τούρκων και των Λουθηρανών.106 Ο Κλήμης φοβόταν μήπως έχανε τον έλεγχο τής Φλωρεντίας και στις 11 Ιανουαρίου (1527) η Ενετική Σινιορία, αναμφίβολα για να τον καθησυχάσει, έδωσε στον γενικό της διοικητή Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε «πλήρη εξουσιοδότηση, χωρίς περαιτέρω διαβουλεύσεις» να πάει νότια τού Πάδου, όταν προέκυπτε ανάγκη, «για να υπερασπιστεί τα εδάφη τού κυρίου μας [του πάπα] και τής Τοσκάνης» (per defendere le terre de Nostro Signore et di la Toscana).107
Ο Κλήμης έλεγε στον Βενιέρ ότι έπρεπε να συμβιβαστεί με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, αφού οι Γάλλοι δεν τού πρόσφεραν επαρκή βοήθεια. Όμως ο Βενιέρ έγραφε στην κυβέρνησή του ότι ο Φραγκίσκος Α’ παραπονιόταν, ότι οι Ελβετοί μισθοφόροι που είχε προσλάβει για υπηρεσία στην Ιταλία δεν είχαν πληρωθεί από τα 40.000 δουκάτα που συνεισέφερε κάθε μήνα στους συμμάχους του (στην Ένωση τού Κονιάκ), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων πήγαινε πιθανώς στον Κλήμεντα.108 Αν και οι αντίπαλες διεκδικήσεις τού Φερδινάνδου και τού Ιωάννη Ζαπόλυα για το στέμμα τής Ουγγαρίας ήσαν ανησυχητικές, τουλάχιστον ο Πιέτρο Ζεν, ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ, μπορούσε να γράφει στην πατρίδα του στις 4 Δεκεμβρίου (1526) ότι όλα ήσαν ειρηνικά στον Βόσπορο.109 Αυτό ήταν καλό. Ο Κλήμης είχε αρκετά προβλήματα.
Στο τέλος Ιανουαρίου (1527) τερματίστηκε η τετράμηνη «ανακωχή» τού Κλήμεντα με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Εκείνος αποφάσισε να την ανανεώσει, ακόμη και με το κόστος των 200.000 δουκάτων στο οποίο επέμεναν τώρα. Οι Ενετοί, όπως έλεγε στον Βενιέρ, βρίσκονταν σε ισχυρή θέση. Ο ίδιος και οι οπαδοί του δεν βρίσκονταν. Είχε συμφωνήσει σε «αναστολή των όπλων για έξι μήνες». Θα ήταν καλό αν τον ακολουθούσε και η Βενετία. Ο Κλήμης έλεγε ότι ο ίδιος και οι Φλωρεντινοί θα κατέβαλαν το απαιτούμενο ποσό. Αυτό άφηνε τούς Ενετούς ελεύθερους να συμμετάσχουν ή όχι στην ανακωχή, όπως ακριβώς επέλεγαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να μοιράζονται το κόστος τής ειρήνης. Έλεγε ότι παρέδιδε την Πάρμα και την Πιατσέντσα, καθώς και την Τσιβιταβέκκια, «ως εγγύηση» στον Φερράντε Γκονζάγκα, τον αδελφό τού μαρκησίου Φεντερίκο τής Μάντουα και πιστό αξιωματικό τού Καρόλου Ε, «μέχρι να μπορέσει να πληρώσει το προαναφερθέν ποσό».110
Στις 4 Φεβρουαρίου ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Γερουσία έγραφαν στον Βενιέρ σε απελπισία ότι
τώρα η Αγιότητά του κατηφορίζει στην αποδοχή τής ανακωχής με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς (devegni a capitulatione de treugue cum li cesarei), δίνοντάς τους χρήματα, χωρίς την παραμικρή λέξη για τoν χριστιανικότατο βασιλιά (της Γαλλίας). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μεγαλειότητά του και ο γαληνότατος βασιλιάς τής Αγγλίας, οι οποίοι είναι [σήμερα] ένα και το αυτό πρόσωπο, θα έχουν λόγους για δυσαρέσκεια και παράπονα.
Θα εγκατέλειπαν την υπεράσπιση τής Ιταλίας, η οποία κατόπιν θα έπεφτε θύμα στους φιλο-αυτοκρατορικούς. Σχεδόν απίστευτα η Αγιότητά του ήταν επίσης έτοιμη να παραχωρήσει στους φιλο-αυτοκρατορικούς την Πάρμα, την Πιατσέντσα και την Τσιβιταβέκκια, πράγμα που δεν έπρεπε να κάνει, «γιατί έχουν τόσο μεγάλη σημασία και πρέπει να είναι προσεκτική η Μακαριότητά του, να μην εκθέσει και τη δική του αξιοπρέπεια και εκείνη τής Αγίας Έδρας και τούς συνομοσπόνδους του και ολόκληρη την Ιταλία σε προφανή κίνδυνο και ανεπανόρθωτη ζημιά» (che è de quella grande importantia che ben die far cauta sua Beatitudine ad non exponer et la dignità soa et di quella Sancta Sede et li soi confoederati et tuta Italia a manifesto periculo et irreparabile iactura). Ο Βενιέρ έπρεπε να τονίσει αυτά τα πράγματα στην Αγιότητά του.111
Ο Κλήμης γνώριζε τόσο καλά τα γεγονότα, όσο και οι Ενετοί, αλλά όπως πάντοτε αμφιταλαντευόταν με τούς ανέμους τής τύχης. Όταν τα παπικά στρατεύματα σημείωσαν νίκη επί των φιλο-αυτοκρατορικών στο Φροζινόνε, απέρριψε τούς σκληρούς οικονομικούς όρους που τού είχαν προσφερθεί.112 Δεδομένου ότι έφτασαν κεφάλαια από την Αγγλία την ίδια περίπου εποχή και οι Φλωρεντινοί έδειχναν να επιθυμούν τη συνέχιση τής συμμετοχής τους στη λεγόμενη Ιερά Συμμαχία, επέστρεψε η αποφασιστικότητα τού Κλήμεντα. Οι Ενετοί ένιωσαν καθησυχασμένοι για μια στιγμή, ενώ ο Βενιέρ πήρε οδηγίες να υπογραμμίσει τη βεβαιότητα τής επικείμενης γαλλικής βοήθειας.113 Αλλά ο πονηρός Τσέζαρε Φεραμόσκα (Φιέρα-Μόσκα), ένας αυτοκρατορικός αξιωματικός, τον οποίον ο Κάρολος Ε’ είχε μόλις στείλει στη Ρώμη, ήξερε πώς να αξιοποιεί την αβεβαιότητα και την ανησυχία τού Κλήμεντα. Αναμφίβολα ο Φεραμόσκα άρχισε εξηγώντας ότι ο Κάρολος Ε’ δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την επίθεση των Κολόννα εναντίον τής Ρώμης.114
Τους σύμμαχους τής Ιεράς Συμμαχίας είχε φέρει κοντά ο φόβος ή η ζήλεια για τον αυτοκράτορα. Δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, για τον εξαιρετικό λόγο ότι κανένας από αυτούς δεν ήταν αξιόπιστος. Καθένας αναζητούσε το δικό του όφελος. Ο Κλήμης φοβόταν ότι είχε πιαστεί ανάμεσα στην πάνω μυλόπετρα τού Μιλάνου και την κάτω τής Νάπολης. Η Βενετία φοβόταν ότι θα συνθλιβόταν ανάμεσα στην αυτοκρατορική πίεση προς τα ανατολικά από το Μιλάνο και προς τα νότια μέσω τού Φριούλι, στο οποίο οι Αψβούργοι προέβαλλαν διάφορες αξιώσεις. Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου (1527) ο Φεραμόσκα φαινόταν ότι είχε πείσει τον Κλήμεντα να προσχωρήσει στις προτάσεις του σε τέτοιο βαθμό, που οι Ενετοί, όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον Ντομένικο Βενιέρ στην κούρτη, ήσαν σχεδόν αποσβολωμένοι στην απόλυτη οργή τους, «γι’ αυτό που ήταν τόσο απροσδόκητο και για το οποίο είμαστε γεμάτοι απορία και απίστευτη ενόχληση, γιατί δεν φαίνεται σωστό…» (cosa a noi tanto inexpectata che ne siamo repieni di admiratione et incredibil molestia, perciochè non ci pare consentaneo…).115
Ήταν αντίθετο στη λογική και σχεδόν απίστευτο ότι ψυχραινόταν η νομιμοφροσύνη τού Κλήμεντα απέναντι στην Ένωση,
δεδομένου ότι ο Κύριος ο Θεός μας έχει δείξει ότι Εκείνος έχει λάβει τις υποθέσεις τής Αγιότητάς του και τής Αγίας Έδρας υπό την προστασία Του, κάνοντάς τους να απολαύσουν αυτές τις ευτυχείς επιτυχίες εναντίον τού αντιβασιλέα [Σαρλ ντε Λαννόυ] σε στεριά και θάλασσα, καθώς επίσης και με την άφιξη εδώ στη Λομβαρδία τού κόμη τού Καϊάτσο [Ρομπέρτο ντι Σανσεβερίνο], για να ενωθεί με τον στρατό τής Ιεράς Συμμαχίας, πράγμα που έχει φέρει ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα στις υποθέσεις μας….
Και όμως ήταν σαφές ότι η νομιμοφροσύνη τής Αγιότητάς του ψυχραινόταν, όταν ο Τσέζαρε Φεραμόσκα τού έκανε τη δύστροπη προσφορά εκεχειρίας, ακριβώς όταν έπρεπε να δείξει θάρρος και επιμονή, ακριβώς τη στιγμή που μπορούσε να κερδίσει την επιτυχία αν άντεχε και δεν αποτύγχανε προσωπικά (sella se sostiene, et non manchi a se stessa). Οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας υποστήριζαν τον αγώνα τής Αγιότητάς του και μάλιστα ετοιμάζονταν και οι δύο να επιτεθούν στον αυτοκράτορα βόρεια των Άλπεων (essendo ambe Maestà per romper alio imperator de là da monti).116
O Φεραμόσκα, έχοντας εξασφαλίσει τη συμφωνία τού Κλήμεντα στην εκεχειρία (και την έγκριση τού αντιβασιλέα Λαννόυ), έσπευσε να πάρει την αποδοχή τού δούκα Μπουρμπόν για την παύση των εχθροπραξιών.117 Όμως ο χρόνος σύντομα θα έδειχνε ότι η συμμόρφωση τού Μπουρμπόν, αν πραγματικά κατόρθωσε ποτέ ο Φερμόσκα να την αποσπάσει, θα ήταν μικρή σημασίας. Ενώ ο Φρούντσμπεργκ κατά πάσα πιθανότητα θα υπάκουε σε εντολή τού αυτοκρατορικού αντιβασιλέα, κανένας δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τον Μπουρμπόν. Όμως πολλά θα εξαρτιόνταν τώρα από την ικανότητα των αυτοκρατορικών ηγετών να κρατήσουν υπό έλεγχο τούς στασιαστικούς Ισπανούς και Γερμανούς, που είχαν κάτω από τις υποτιθέμενες διαταγές τους.
Ο Κλήμης συνήθιζε να παραπονείται, ιδιαίτερα για χρήματα. Πρέπει να κυκλοφορούσαν ψίθυροι ανάμεσα στις στολισμένες με τοιχογραφίες αίθουσες τού Βατικανού, ότι ο Φραγκίσκος ήταν καλύτερος στις υποσχέσεις παρά στα έργα. Είχε πάρει 50.000 δουκάτα από τον φόρο δεκάτης που είχε επιβληθεί στον γαλλικό κλήρο, αλλά είχε στείλει στον πάπα μόνο 10.000.118 Εν μέσω απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν τα γεγονότα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κλήμης είχε παραλάβει σημαντικά ποσά από τη Γαλλία, τη Βενετία, ακόμη και από την Αγγλία, όπως φαίνονται να καθιστούν σαφές διάφορες καταχωρήσεις στα Ημερολόγια τού Σανούντο. Παρ’ όλα αυτά, στα μέσα Μαρτίου ο Κλήμης έκρινε σκόπιμο να συνάψει ανακωχή οκτώ μηνών με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, επιτρέποντας στη Βενετία μέχρι τις 25 Μαρτίου (1527) και στον Φραγκίσκο Α’ μέχρι τις 25 Απριλίου να συνυπογράψουν τη συμφωνία. Ο αυτοκρατορικός αντιβασιλέας Σαρλ ντε Λαννόυ αναμενόταν στη Ρώμη μέσα σε μια βδομάδα. Έφτασε τη Δευτέρα 25 Μαρτίου, για να επικυρώσει την εκεχειρία και σύμφωνα με τα Πρακτικά τού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου (Acta consistorialia) «εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο, στο τμήμα τού ανακτόρου που είχε χτιστεί από τον Ιννοκέντιο Η’ [το Μπελβεντέρε], ενώ στο Παρεκκλήσι [στη Σιξτίνα] τού δόθηκε θέση στα δεξιά τού πάπα, εκεί όπου τοποθετούν συνήθως τον Γερουσιαστή τής Ρώμης όταν συμμετέχει σε θείες λειτουργίες». Ο Κλήμης ισχυριζόταν ότι οι σύμμαχοί του δεν τού είχαν προσφέρει αρκετή υποστήριξη, ώστε να συνεχίσει τον ανταγωνισμό του με τον αυτοκράτορα. Ο Σανούντο παρατηρεί ότι στη Βενετία επικράτησε κατήφεια όταν έγινε γενικά γνωστή η λιποταξία τού πάπα από την Ιερά Συμμαχία.119
Οι Ενετοί ήσαν αμήχανοι καθώς και εξοργισμένοι. Ο Φραγκίσκος είχε μόλις στείλει στην Αγιότητά του 20.000 σκούδα (τα οποία όμως ο Κλήμης δεν έλαβε ποτέ), ενώ είχε διατάξει τον γαλλικό στόλο να προχωρήσει αμέσως προς την Τσιβιταβέκκια.120 Ο Ντομένικο Βενιέρ, ο Ενετός πρεσβευτής στην κούρτη, είχε μάλιστα γράψει στην κυβέρνησή του για την «ευτυχή προέλαση» (felici progressi) τού γαλλικού στόλου, ο οποίος είχε καταλάβει σειρά θέσεων κοντά στη Νάπολη, απλώνοντας τον φόβο σε όλη την πόλη.
Ο Ρέντσο ντα Τσέρι, που βρισκόταν στην υπηρεσία τής Ένωσης, είχε καταλάβει την περιοχή γύρω από το Ταλιακότσο, πράγμα που θα υποχρέωνε τον αντιβασιλέα Λαννόυ να αποσυρθεί από το πεδίο και να φροντίσει για την άμυνα τής ίδιας τής Νάπολης. Με τον γαλλικό στόλο να δραστηριοποιείται στο Τυρρηνικό Πέλαγος και εκείνον τής Βενετίας στην Αδριατική, η Γερουσία πίστευε ότι οι προοπτικές ήσαν καλές για να ελέγξει και να νικήσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς.121
Όμως ο Κλήμης Ζ’ είχε σκεφτεί διαφορετικά και είχε αποδεχτεί μακρά εκεχειρία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Καθώς οι Ενετοί πάλευαν με τις επιπτώσεις και τις πιθανές συνέπειες τής αποστασίας τού Κλήμεντα, οι τουρκικές υποθέσεις περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Αναπόφευκτα η καταστροφή στο Μόχατς μετατράπηκε σε στοιχειωμένη μνήμη. Στο Βαγιαδολίδ, στα μέσα Φεβρουαρίου (1527), σύμφωνα με επιστολή τού Μαντοβάνου εκπρόσωπου στην αυτοκρατορική αυλή, ο Κάρολος είχε εκδηλώσει την προθυμία τής να διαπραγματευτεί εκεχειρία τριών ετών, προσθέτοντας ότι όλα τα στρατεύματα που βρίσκονταν τότε στην Ιταλία έπρεπε να σταλούν εναντίον των Τούρκων.122 Ένα μήνα αργότερα μια Βοημική πρεσβεία περίμενε τον Ερρίκο Η’ στο Γκρήνουιτς, ενώ ο Γιόχαν Φάμπερ (Φάμπρι), αργότερα επίσκοπος τής Βιέννης, έδωσε δημόσια διάλεξη για την τρομερή απειλή των Τούρκων, μακρηγορώντας για τη νίκη τους στο Μόχατς και τις μετέπειτα συνεχιζόμενες επιτυχίες τους. Όταν ο Φάμπερ έκανε έκκληση στον Ερρίκο, ως «υπερασπιστή τής πίστης», να σπεύσει σε βοήθεια τής ανατολικής χριστιανοσύνης, ο Σερ Τόμας Μορ απάντησε για λογαριασμό τού βασιλιά του, ισχυριζόμενος ότι ο Ερρίκος είχε πάντοτε θρηνήσει την ανάπτυξη τής τουρκικής ισχύος. Είχε εργαστεί ακατάπαυστα για την ειρήνη στην Ευρώπη, γιατί μόνο μια ένωση των χριστιανικών θα συγκέντρωνε δύναμη αρκετή, για να σταματήσει την τουρκική προέλαση. Όμως σύμφωνα με τον Μορ, που μιλούσε εξ ονόματος τού Ερρίκου, ήταν ο ίδιος ο Κάρολος Ε’, ο αδελφός τού Φερδινάνδου, τού βασιλιά τής Βοημίας, εκείνος που αποτελούσε το κύριο εμπόδιο για την εν λόγω ένωση. Η αμείλικτη καταδίωξη των αντιπάλων του και η επιθυμία του να προσθέσει κι άλλα στα διάφορα βασίλεια που τού είχε δώσει ο Θεός, εμπόδιζαν την οργάνωση τής σταυροφορίας.123 Ο Φερδινάνδος έπρεπε να απευθύνει την έκκλησή του προς τον αδελφό του Κάρολο.
Ο Φερδινάνδος είχε κάθε λόγο να φοβάται τον Τούρκο και τον υποτελή-σύμμαχο τού τελευταίου, τον Ιωάννη Ζαπόλυα, αντίπαλο των Αψβούργων για το στέμμα τής Ουγγαρίας. Μια αναφορά από το Βεντσόνε στο βόρειο Φριούλι, με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου (1527), την οποία ο Σανούντο πέρασε στα Ημερολόγιά του στις 6 τού μηνός, αφορούσε κάποιον ντόπιο τής Γκορίτσια, τού οποίου τα νέα φαίνονταν σημαντικά,
επειδή γνωρίζει καλά την ουγγρική γλώσσα και έχει εμπειρία από την Ουγγαρία. Αυτός ισχυρίζεται ότι έχει μιλήσει με διάφορους ανθρώπους, που τού έχουν πει ότι ο κόμης Κριστόφορο ντε Φρανγκιπάνι έχει πάει στα αυστριακά σύνορα με εξακόσιους στρατιώτες, αν και ο ίδιος δεν έχει κάνει καμία εχθρική κίνηση. Επιπλέον [ανέφερε] ότι ο Τούρκος οχυρώνει το Πετερβαρντάιν και ότι πολύ συχνά εικοσιπέντε ή πενήντα Τούρκοι ιππείς έρχονται αρκετά ειρηνικά μέχρι τη Βούδα, έτσι ώστε να είναι πασίγνωστο ότι ο βοεβόδας [Ζαπόλυα] έχει καταλήξει σε συμφωνία με τον Τούρκο.124
Όμως όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, ο Κάρολος Ε’ ενδιαφερόταν περισσότερο για τις δραστηριότητες των συμμάχων τού Κονιάκ παρά για τις υποθέσεις τού αδελφού του στην Αυστρία και στην Ουγγαρία.
Στο μεταξύ η αρμοδιότητα για αποφάσεις στις υποθέσεις τής Ιταλίας περνούσε από την Ενετική Γερουσία και τη Ρωμαϊκή Κούρτη. Μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου (1527) οι Λαντσκνέχτε υπό τον Γκέοργκ φον Φρούντσμπεργκ, ο οποίος τούς είχε προσλάβει πριν από μερικούς μήνες (σε μεγάλο βαθμό με δικά του έξοδα), είχαν στρατοπεδεύσει στις όχθες και ακριβώς πίσω από το Τορρέντε Νούρε. Βρίσκονταν έτσι ακόμη στην περιοχή τής Φιορεντσουόλα ντ’ Άρντα. Οι Ισπανοί βρίσκονταν στα δυτικά τους, μεταξύ τού ποταμού Τρέμπια και τού Τορρέντε Νούρε, ενώ και οι δύο δυνάμεις βρίσκονταν ακριβώς νότια τής Πιατσέντσα. Το υπόλοιπο τού πολύγλωσσου στρατού, που υποτίθεται ότι είχε δύναμη περίπου 8.000 ανδρών, βρισκόταν στα δυτικά προάστια τής Πιατσέντσα, στο Μαμάγκο, στο Σαν Νικολό και στο Καστελλάτσο. Εδώ βρίσκονταν πάνοπλοι άνδρες, οι Λαντσκνέχτε που είχαν βρεθεί στο Μιλάνο, Ισπανοί και Ιταλοί, όλοι σε «αταξία» (mal in ordine). Λεηλατούσαν την ύπαιθρο και πιθανότατα θα είχαν προσπαθήσει να πάρουν την Πιατσέντσα, αλλά η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη. Επίσης ο ενετικός στρατός υπό τον ντέλλα Ρόβερε είχε πλησιάσει σε απόσταση βολής τα φιλο-αυτοκρατορικά στρατεύματα και τις βοηθητικές τους δυνάμεις. Ο Αλφόνσο ντ’ Έστε είχε δηλώσει ο ίδιος φιλο-αυτοκρατορικός. Ήταν έτοιμος να εφοδιάσει τούς αμήχανους ηγέτες των επιδρομέων, τον Μπουρμπόν, τον Φρούντσμπεργκ, τον Αντόνιο ντε Λέυβα (ο οποίος σύντομα επέστρεψε στο Μιλάνο), τον Αλφόνσο ντε Άβαλος (μαρκήσιο τού Βάστο) και τον Φιλμπέρ ντε Σαλόν (πρίγκηπα τής Οράγγης), με χρήματα και προμήθειες, σε αντάλλαγμα για την κατοχή τού Κάρπι και τής Μόντενα. Στην Πιατσέντσα οι φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις ήσαν στρατηγικά τοποθετημένες στον δρόμο που οδηγούσε νότια προς την Πάρμα, το Ρέτζιο, τη Μόντενα, τη Μπολώνια και τη Φλωρεντία. Οι παρατηρητές σημείωναν αυξημένη δραστηριότητα στους καταυλισμούς των φιλο-αυτοκρατορικών μεταξύ περίπου 16 και 20 Φεβρουαρίου, καθώς η ορδή των Γερμανών, Ισπανών και Ιταλών ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την πορεία, με το σύνθημα «Πληρωμή! Πληρωμή!» (Paga! Paga!). Γύρω στις 21 και 22 τού μηνός περίπου 20.000 στρατιώτες κινούνταν προς νότο.125
Προηγμένες μονάδες τού φιλο-αυτοκρατορικού στρατού έφτασαν στο Μπόργκο Σαν Ντοννίνο, τη σημερινή Φιντέντσα, το βράδυ τής 22ας Φεβρουαρίου (1527).126 Καθώς περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδες, η προς νότο διέλευσή τους μέσα από εχθρικό τοπίο γινόταν πιο δύσκολη. Κρύωναν και πεινούσαν, βασανιζόμενοι συνεχώς από το χιόνι, τη βροχή και τη λάσπη, επαναστατημένοι και αποφασισμένοι για λεηλασία. Πέρασαν την Πάρμα στις 25 και 26 τού μηνός127 και απομακρύνθηκαν από τούς κεντρικούς δρόμους για τρόφιμα, ζωοτροφές και λεηλασία, περιφερόμενοι μεταξύ Μόντενα και Σαν Φελίτσε σουλ Πανάρο στο τέλος Φεβρουαρίου.128 Κατευθύνονταν στο Καστέλ Σαν Τζιοβάννι, το σημερινό Σαν Τζιοβάννι ιν Περισκέτο, περίπου δεκατέσσερα μίλια βορειοδυτικά τής Μπολώνια.129 Έχοντας φτάσει στο Σαν Τζιοβάννι στις 7 και 8 Μαρτίου, παρέμειναν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα,130 επειδή την περαιτέρω προέλασή τους παρεμπόδιζε το χιόνι και οι δυνατές βροχές. Διάφορες καταχωρήσεις στα Ημερολόγια τού Σανούντο επιβεβαιώνουν τη σημαντική βοήθεια τού Αλφόνσο ντ’ Έστε, σε τρόφιμα, χρήματα και πυρίτιδα, για την οποία πήρε την πόλη τού Κάρπι, αν και οι Ισπανοί λεηλάτησαν όλα τα καταστήματα πριν από την αποχώρησή τους.131
Την παραμονή τής ημέρας που ο στρατός θα επαναλάμβανε την πορεία του, οι Ισπανοί στασίασαν, απαιτώντας την πληρωμή τους. Στις 13 Μαρτίου ή κάπου τότε ο ηγούμενος τής Ναζέρα, ο Φερνάντο Μαρίν, γενικός επίτροπος τού αυτοκρατορικού στρατού, είχε μοιράσει 15.000 δουκάτα (που είχαν διαθέσει τραπεζίτες στη Φερράρα) στους Λαντσκνέχτε, οι οποίοι είχαν αρνηθεί να μοιραστούν τα χρήματα με τούς Ισπανούς. Όμως αντιδρώντας κραυγαλέα στο επαναστατικό πνεύμα των Ισπανών συντρόφων τους, οι Γερμανοί άρχισαν να απαιτούν περισσότερα: «Χρήματα! Χρήματα!» (Geld! Geld!). Ο Μπουρμπόν ξεγλίστρησε καταθορυβημένος από το κατάλυμά του και κρύφτηκε σε εκείνο τού Φρούντσμπεργκ. Οι στασιαστές λεηλάτησαν το κατάλυμά του. Ο Αλφόνσο ντ’ Έστε δάνεισε στην αυτοκρατορική ανώτατη διοίκηση άλλα 12.000 δουκάτα, τα οποία διανεμήθηκαν ισομερώς μεταξύ Ισπανών και Γερμανών (στις 15 Μαρτίου). Προφανώς χρήματα μπορούσαν να βρεθούν και έτσι στις 16 τού μηνός μάζες στρατιωτών ξεσηκώθηκαν σε νέα εξέγερση, διακηρύσσοντας την άρνησή τους να συνεχίσουν, εκτός αν ο Μπουρμπόν τούς διαβεβαίωνε για περισσότερα χρήματα όταν θα έφταναν στη Φλωρεντία και συμφωνούσε να τούς πληρώσει τα καθυστερούμενα 150.000 δουκάτα το Πάσχα (21 Απριλίου). Ο Μπουρμπόν αρνήθηκε να υποσχεθεί το αδύνατο. Τώρα πήγαινε ο Φρούντσμπεργκ στους Λαντσκνέχτε, παροτρύνοντάς τους να συνεχίσουν, λέγοντάς τους ότι η καθυστέρηση θα τούς στερούσε τις ευκαιρίες που βρίσκονταν μπροστά. Οι άνδρες του παρέμεναν ανένδοτοι. Υπήρξαν επίσης απειλητικοί. Η φήμη του ως πολεμιστή, τα χρόνια του στη διοίκηση, ξαφνικά δεν υπολογίζονταν καθόλου. Επέστρεψε στα καταλύματα του, προφανώς ζαλισμένος. Μετά το δείπνο υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. «Όλοι νομίζαμε ότι ήταν νεκρός και είχε δηλητηριαστεί», έγραφε ο ηγούμενος τής Ναζέρα στον Κάρολο Ε’. «Αν [ο Φρούντσμπεργκ] πέθαινε ή υποχρεωνόταν να παραμείνει πίσω στη Φερράρα, δεν θα ξέραμε με ποιόν τρόπο να αντιμετωπίσουμε αυτούς τούς Γερμανούς, γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος που έχει κάποια επιρροή πάνω τους».132 Η στρατιωτική καριέρα τού «πατρός Φρούντσμπεργκ»» (Vater Frundsberg) είχε φτάσει στο τέλος της, στην ηλικία των πενηνταπέντε περίπου ετών. Τον πήγαν στη Φερράρα και τελικά (περίπου δεκαπέντε μήνες αργότερα) πίσω στη γενέτειρά του, στο κάστρο τού Μίντελχαϊμ, κοντά στο Μέμμινγκεν στη νοτιοδυτική Βαυαρία, όπου πέθανε στις 20 Αυγούστου 1528, νομιμόφρων Λουθηρανός υπηρέτης τού Καθολικού οίκου των Αψβούργων.
Οι στρατιώτες βρίσκονταν σε άσχημη διάθεση όταν εμφανίστηκε ο Τσέζαρε Φεραμόσκα στο Καστέλ Σαν Τζιοβάννι στις 20 Μαρτίου (1527), με αυτοκρατορική εξουσιοδότηση από τον Λαννόυ να ζητήσει από τον Μπουρμπόν «να συναινέσει σε οτιδήποτε θα έκανε ο αντιβασιλέας». Οι στρατιώτες είχαν υποφέρει αρκετά από την πείνα και τις κακουχίες, τις στερήσεις και την απογοήτευση. Είχαν επίσης ακούσει πολλά για τις «ισχυρές βροχές και χιόνια που είχαν πέσει» (grandes pluies et neiges qui étoient tombées). Όταν έφτασε ο Φεραμόσκα με τα νέα τής εκεχειρίας, «φαίνονταν εξαγριωμένοι σαν τα λιοντάρια» (ils parurent furieux comme de lions). Ο Φεραμόσκα αντιμετώπισε προβλήματα στο Σαν Τζιοβάννι. Οι Καθολικοί Ισπανοί και οι Λουθηρανοί Λαντσκνέχτε ζούσαν με τα όνειρα τής λεηλασίας, των λαφύρων που τούς περίμεναν όταν θα καταλάμβαναν κάποια πλούσια πόλη, τη Φλωρεντία ίσως ή ακόμη και τη Ρώμη, γιατί όπως έγραφε ο Φεραμόσκα στον Κάρολο Ε’, οι ηγέτες τους είχαν υποσχεθεί σε αυτούς «τούς νόμους τού Μωάμεθ» (la loix de Mahomet). Αφού τον συμβούλευσαν όλες οι πλευρές να φύγει αμέσως από το Σαν Τζιοβάννι, ο Φεραμόσκα δανείστηκε ένα άλογο από τον Φερράντε Γκονζάγκα, τον γιο τής Ισαβέλλας, και έσπευσε στην ασφάλεια τής Φερράρας. Απορρίπτοντας οποιαδήποτε σκέψη για ειρήνη, οι Ισπανοί στρατιώτες, οι Γερμανοί Λαντσκνέχτε, καθώς και διάφοροι Ιταλοί τυχοδιώκτες ξεκίνησαν το Σάββατο 30 Μαρτίου, ενώ όπως έγραφε ο Φεραμόσκα στον κύριό του στις 4 Απριλίου: «Ο στρατός προελαύνει χωρίς τάξη, αλλά με πολύ πάθος (sans ordre et avec beaucoup dardeur), προορισμένος για τη Ρομάνια. … Μακάρι να βάλει ο Θεός ένα χέρι σε όλα αυτά, έτσι ώστε να καταλήξουν σε καλό τέλος, το οποίο δεν προβλέπω…».133
Ο Μπουρμπόν είχε αποφασίσει να πάει στη Ρώμη. Αρνιόταν να δεχτεί την ειρήνη. Δεν υπήρχε τίποτε σε εκείνη γι’ αυτόν και, εκτός αυτού, δεν είχε άλλη επιλογή. Κάποιος Νικκολό Τσαφφάρντο, ο οποίος επισκεπτόταν τότε τη Φερράρα, είχε ενημερώσει τον πατέρα του ότι
αναφέρεται δημοσίως σε όλη τη Φερράρα, από όλα τα υπεύθυνα πρόσωπα καθώς και από πρόσωπα μη υπεύθυνα, ότι ο δούκας των Βουρβώνων δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να τηρήσει την εκεχειρία που έχει κάνει ο αντιβασιλέας [Λαννόυ] και ότι ο αντιβασιλέας δεν μπορεί να απαιτήσει την υπακοή του στην Ιταλία, επειδή αν ο ένας είναι αντιβασιλέας στη Νάπολη, ο άλλος είναι αντι-αυτοκράτορας στην Ιταλία. Αυτός είναι (ένας) λόγος, για τον οποίο ο τελευταίος δεν επιθυμεί να τηρήσει την εκεχειρία. Έτσι λένε στη Φερράρα».134
Ο Μαντοβάνος απεσταλμένος στον στρατό τού Μπουρμπόν, ο Σιγκισμόντο ντέλλα Τόρρε, είχε μόλις αναφέρει από το Σαν Τζιοβάννι (στις 28 Μαρτίου 1527) ότι «οι διοικητές τού ισπανικού πεζικού απαντούσαν για λογαριασμό των ανδρών τους» σε εκείνους που τάσσονταν υπέρ τής ειρήνης που είχε φέρει ο Φεραμόσκα, «ότι πολλοί από αυτούς, στην πραγματικότητα σχεδόν όλοι, εργάζονταν κάνοντας αμέτρητες αμαρτίες και γι’ αυτό ήθελαν να πάνε στη Ρώμη για να λάβουν άφεση αμαρτιών και ότι για αυτή την αποστολή δεν ζητούσαν και δεν θα ζητούσαν ούτε ένα φαρδίνι».135 Με αντίστοιχη ειλικρίνεια ο Μπουρμπόν ενημέρωνε τον πάπα ότι ο στρατός των Λαντσκνέχτε και των Ισπανών ξεκινούσε για τη Φλωρεντία και ακόμη και για τη Ρώμη. Δεν μπορούσε να το αποτρέψει. Τον οδηγούσαν περισσότερο σαν αιχμάλωτό τους παρά σαν οτιδήποτε άλλο. Είχαν επιχειρήσει να τον σκοτώσουν περισσότερες από μία φορές και είχαν λεηλατήσει το σπίτι του». Αν ο πάπας τού έστελνε 150.000 δουκάτα πριν από τις 15 Απριλίου, ο Μπουρμπόν θα προσπαθούσε να ανακόψει την προέλασή τους. Ο Χουάν Πέρεζ, ο γραμματέας τής ισπανικής πρεσβείας στη Ρώμη, έγραφε στον Κάρολο Ε’ για το μήνυμα τού Μπουρμπόν (σε επιστολή τής 8ης Απριλίου), προσθέτοντας ότι ο Κλήμης «ενοχλήθηκε τρομερά από την είδηση, λέγοντας, εμπιστεύτηκα τον αντιβασιλέα, ανέθεσα στον αυτοκράτορα τη Νάπολη και αφόπλισα τον στρατό μου. Είμαι λοιπόν άξιος οποιασδήποτε καταστροφής μού συμβεί…». Ο Πέρεζ πρόσθετε ότι στην κούρτη «πιστεύουν ότι το μήνυμα τού Μπουρμπόν προς τον πάπα δεν είναι πάρα στρατήγημα για να πάρει χρήματα και ότι μπορούσε, αν ο ίδιος ήθελε, να κάνει τούς άνδρες του να γυρίσουν πίσω».136
Ούτε Μπουρμπόν, ούτε οι άνδρες του είχαν την παραμικρή πρόθεση ή επιθυμία να «γυρίσουν πίσω». Τελικά, βγαίνοντας από το Σαν Τζιοβάννι, διέσχισαν τη γέφυρα τού Ρένο στις 31 Μαρτίου, παρά την προσπάθεια που έκανε για να τούς εμποδίσει παπικό και ενετικό ελαφρά οπλισμένο ιππικό και πεζικό. Πέρασαν τη νύχτα στους λόφους, σε περιοχή που ονομαζόταν τότε Οστερία ντέλλα Σκάλα. Οι διοικητές τού στρατού τής Συμμαχίας (ή αυτού που είχε απομείνει από τη Συμμαχία), ο Μικέλε Αντόνιο, μαρκήσιος τού Σαλούτσο, ο Ρομπέρτο ντι Σανσεβερίνο, κόμης τού Καϊάτσο και ο Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι, ο παπικός επίτροπος, έσπευσαν προς την Ίμολα, όπου ο στρατός τους κατέλυσε εντός των τειχών. Από το Ρένο οι δυνάμεις τού Μπουρμπόν προχώρησαν προς το Καστέλ Σαν Πιέτρο (τώρα είκοσι μίλια, σε ευθεία γραμμή, νοτιοανατολικά τής Μπολώνια, αλλά μεγαλύτερου μήκους οδοιπορικό την εποχή τού Μπουρμπόν) «στον δρόμο που πηγαίνει προς την Ίμολα και από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς στην Τοσκάνη και τη Φλωρεντία». Έκαιγαν τα πάντα κατά μήκος τής διαδρομής τους. Δεν προσπάθησαν να καταλάβουν την Ίμολα, όπου υπήρχαν καταυλισμοί των γαλλικών και ελβετικών στρατευμάτων τής Ένωσης. Όμως οι κάτοικοι τής Ίμολα δεν διέφυγαν αλώβητοι, γιατί λεγόταν ότι οι Γάλλοι και οι Ελβετοί ήσαν ένοχοι για «την πιο μεγάλη σκληρότητα που μπορούσε κανείς να σκεφτεί, γιατί ολόκληρη αυτή η πόλη … υπέστη αφόρητη ζημιά» (le maggiori crudelità che mai si potesse pensare, per il che tutta questa città … patì danni insuportabili).137
Λεπτομερείς και αντικρουόμενες πληροφορίες εισέρρεαν στο παλάτι των δόγηδων στη Βενετία. Ο φιλο-αυτοκρατορικός στρατός εξαπλωνόταν στην ύπαιθρο σε επιδρομές λεηλασίας. Τώρα βρίσκονταν στο Καστέλ Μπολωνιέζε,138 στον δρόμο από την Ίμολα προς τη Φαέντσα, ενώ στη συνέχεια βρίσκονταν αλλού. Η διαδρομή τους μπορεί να ανιχνευτεί με όλες τις λεπτομέρειες. Μερικές φορές οι Λαντσκνέχτε ήσαν εδώ και οι Ισπανοί εκεί, αλλά σε γενικές γραμμές παρέμεναν μαζί, ώστε να μη τούς πετύχει ο στρατός τής Ένωσης σε μειονεκτική θέση. Λίγα είχαν να φοβηθούν από τον Ενετό γενικό διοικητή ντέλλα Ρόβερε, αλλά ο Γκουτσαρντίνι, ο Καϊάτσο και ο Σαλούτσο θα τούς παρακολουθούσαν. Στις 5-6 Απριλίου πήραν τον ελικοειδή δρόμο, τα οκτώ μίλια προς βορρά από την Ίμολα προς το Καστέλ Γκουέλφο ντι Μπολώνια. Στις 8 Απριλίου βρίσκονταν στο Σολαρόλο, λιγότερο από μιας ώρας έφιππη διαδρομή βορειοανατολικά τού Καστέλ Μπολωνιέζε. Είχαν προκαλέσει θανατερή καταστροφή απ’ όπου περνούσαν. Σκληραγωγημένοι πολεμιστές και δολοφόνοι, με την αγάπη τους για τη φωτιά και το σπαθί προξενούσαν αποτροπιασμό στους Ιταλούς, που τούς παρατηρούσαν με συγκλονισμό και απόλυτη σύγχυση.139
Στις 8 Απριλίου οι Ισπανοί και οι Λαντσκνέχτε κατέστρεψαν τη Μπριζιγκέλλα, επτά ή οκτώ μίλια νοτιοανατολικά τής Φαέντσα, πυρπολώντας την πόλη και όλα τα γύρω χωριά. Από τη Φαέντσα κινήθηκαν προς βορρά στις 9 τού μηνός, με πρόθεση να διασχίσουν τον Λαμόνε και να στρατοπεδεύσουν στη Βιλλαφράνκα ντι Φορλί, αλλά το ποτάμι ήταν πολύ φουσκωμένο και το ρεύμα πολύ γρήγορο και έτσι σταμάτησαν ανάμεσα στο χωριό Γκραναρόλο και τη μικρή πόλη Κοτινιόλα, την «Κοντινιόλα» τού Σανούντο, όπου βρήκαν λιγότερες προμήθειες απ’ όσες είχαν ελπίσει. Όμως όσα τρόφιμα υπήρχαν διανεμήθηκαν δωρεάν (gratis) στους στρατιώτες. Η Κοτινιόλα είχε παραδοθεί «με όρους» (a patti), αν και οι στρατιώτες τού Μπουρμπόν δεν τήρησαν το σύμφωνο πολύ προσεκτικά. Το κοντινό χωριό Γκραναρόλο αλώθηκε, όπως και η κωμόπολη Ρούσσι. Όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένας Λαντσκνέχτε απαγχονίστηκε στην Κοτινιόλα, επειδή έκλεψε δισκοπότηρο από μικρή εκκλησία, που είχε συληθεί κατά μήκος τού δρόμου έξω από την Ίμολα.140
Ο φιλο-αυτοκρατορικός στρατός έφτασε στη Μέλντολα στις 14 Απριλίου (1527), σε κάστρο (castello) που ανήκε στον Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι, τον πρεσβευτή τού Φραγκίσκου Α’ στην παπική κούρτη. Η Μέλντολα βρίσκεται σε μικρή απόσταση νότια τού Φορλί. Σύμφωνα με τον Τζιοβάννι Βιττούρι, τον Ενετό γενικό επιστάτη (provveditore-general), η ολοένα και πιο απείθαρχη ορδή τού Μπουρμπόν λεηλάτησε την πόλη και αντιμετώπισε πολύ σκληρά τα παιδιά.141 Ο σύγχρονος δρόμος που αναπτύσσεται νότια τής Μέλντολα ιχνηλατεί ακόμη την ορεινή διαδρομή τού Μπουρμπόν προς την Τσιβιτέλλα ντι Ρομάνια και τη Γκαλάτεα, όπου στρατοπέδευσε ο στρατός το βράδυ τής 16ης τού μηνός.142 Από εκεί συνέχισαν την προς νότο πορεία τους μέσα από τα Απέννινα, τη Σάντα Σοφία, το Σαν Πιέρο ιν Μπάνιο και το Μπάνιο ντι Ρομάνια προς το Πιέβε Σάντο Στέφανο στην Τοσκάνη (στις 20 Απριλίου), έχοντας κάνει ό,τι χειρότερο μπορούσαν κατά μήκος τής διαδρομής. Οι στρατιώτες τής Ένωσης δεν ήσαν καλύτεροι. Στις 22 Απριλίου ο Τζιοβάννι Μπορρομέο, ο Μαντοβάνος απεσταλμένος στη Φλωρεντία, περιέγραφε «τα σκληρά πράγματα που έχουν κάνει οι δικοί μας, χειρότερα από τούς εχθρούς» (le cose crudele che fanno li nostri pegio che li nimici). Είχαν λεηλατήσει σπίτια παντού, στην ύπαιθρο καθώς και στις πόλεις. Έπαιρναν ακόμη και τα δαχτυλίδια από τα δάχτυλα των θυμάτων τους, έπαιρναν μαζί τους τα κορίτσια και χρησιμοποιούσαν τούς αγρότες για να μεταφέρουν τις αποσκευές τους σαν μουλάρια και γαϊδούρια. Έπιναν το κρασί και άφηναν τα βαρέλια να στερεύουν «και όλα αυτά έχουν συμβεί επειδή δεν έχουν ηγέτες ποιότητας ανάμεσά τους». Όμως οι Λαντσκνέχτε είχαν προσπαθήσει τέσσερις φορές να καταλάβουν το Πιέβε Σάντο Στέφανο, αλλά όλες οι επιθέσεις τους είχαν απωθηθεί γενναία. Είχαν υποχωρήσει τρία μίλια. Ο Μπορρομέο πίστευε ότι έπρεπε να προσπαθήσουν από «άλλο, μακρύτερο δρόμο, για να φτάσουν στη Σιένα, δηλαδή μέσω Μπόργκο [Σαν Σεπόλκρο]». Οι Λαντσκνέχτε επίσης έπιναν πολύ κρασί. Μάλιστα δεν είχαν ψωμί, δεν είχαν τίποτε εκτός από κρέας και κρασί. Το κρασί ήταν καλό, αλλά βαρύ. Μερικοί Λαντσκνέχτε αρρώστησαν, άλλοι πέθαναν.143
Στις 16 Απριλίου (1527) ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Ενετική Γερουσία έγραφαν στον Μαρκ’ Αντόνιο Βενιέρ, τον πρεσβευτή τους στην Αγγλία, υπενθυμίζοντάς του ότι σε επιστολή τής 21ης Μαρτίου τον είχαν πληροφορήσει για τη «σύναψη τής εκεχειρίας» (lo appontamento di treugue), την οκτάμηνη ανακωχή μεταξύ παπικών και φιλο-αυτοκρατορικών, ενώ μάλιστα τού είχαν στείλει αντίγραφο, από το οποίο είχε φυσικά καταλάβει ότι υπήρχε «κράτηση θέσης» (reservation di loco) για τον βασιλιά τής Γαλλίας και τη Σινιορία. Ο Φραγκίσκος δεν είχε πρόθεση να αποδεχτεί την εύσχημη προσφορά ένταξης στην εκεχειρία. Είχε ζητήσει τη συνέχιση και ενίσχυση τής συμμαχίας του με τη Βενετία, στην οποία η Γερουσία έσπευσε να προσχωρήσει, γιατί η Σινιορία δεν έπρεπε να παραμείνει μόνη της μετά την παπική-αυτοκρατορική συμφωνία, ώστε να μην επικεντρώσουν οι φιλο-αυτοκρατορικοί τις επιθέσεις τους εναντίον τής Βενετίας (tutto il loro impeto si convertiria verso noi et cose nostre). Ο Βενιέρ έπρεπε να προτρέψει τον Ερρίκο Η’ και τον Γούλζεϋ «να εισέλθουν στην ένωσή μάς και να προσφέρουν … βοήθειες και χάρες» (ad entrar nella liga nostra et prestar … adiuti et favori). Οι φιλο-αυτοκρατορικοί εξολόθρευαν την ελευθερία στην Ιταλία. Φυσιολογική τους συμπεριφορά ήταν η αρπαγή και η λεηλασία, σκοπός τους ήταν να επιβάλουν αιώνιο ζυγό στην Ιταλία και να κάνουν τον Κάρολο βασιλιά τής χριστιανοσύνης. Ο πάπας είχε εξαπατηθεί από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Βρισκόταν σε απελπισία. Οι κτήσεις του στο Μπολωνιέζε και στη Ρομάνια βρίσκονταν στις φλόγες. Εξαναγκαζόταν να καταβάλει 200.000 σκούδα, παρόλο που οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν προηγουμένως συμφωνήσει να συμβιβαστούν με 60.000, τα οποία ετοιμάζονταν να προσκομίσουν οι Φλωρεντινοί οίκοι των Στρότσι και των Σαλβιάτι. Οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας, «φιλόδοξοι και ισχυροί ηγεμόνες» (ambi principi potentissimi), έπρεπε να προσφέρουν βοήθεια στη Βενετία και να προτρέψουν όλοι τον πάπα να εγκαταλείψει αυτή τη συμφωνία, με την οποία πλήρωνε τόσο υψηλό τίμημα, για να αγοράσει την δική του υποτέλεια καθώς και εκείνη τής Ιταλίας (et non comprarsi cum sui proprii danari la servitù). Ο πρεσβευτής Βενιέρ έπρεπε να παρακαλέσει τον Ερρίκο Η’ και τον Γούλζεϋ να μην εγκαταλείψουν την Ιταλία αυτή την ώρα ανάγκης, αλλά να εισέλθουν στη «συνομοσπονδία μας» και να προσφέρουν εκείνη τη συμβουλή και υποστήριξη, την οποία η σύνεση και η γενναιοδωρία θα έκρινε απαραίτητη.144 Η εμπιστοσύνη τού Κλήμεντα στην οκτάμηνη ανακωχή τον είχε οδηγήσει να αποσύρει τα στρατεύματά του από το βασίλειο τής Νάπολης και να μειώσει την ισχύ των δυνάμεών του στη Ρώμη. Η προς νότο πορεία τού Μπουρμπόν επιταχυνόταν και παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί λυπούνταν για την εκεχειρία, δεν θα ένιωθαν καμία ικανοποίηση με την πρόθεση τού Μπουρμπόν να την αγνοήσει.
Πριν εγκαταλείψει ο φιλο-αυτοκρατορικός στρατός τη σκηνή τού εξευτελισμού του στο Πιέβε Σαν Στέφανο, ο Σαρλ ντε Λαννόυ είχε κάνει βιαστικό και περιπετειώδες ταξίδι (από το Αρέτσο) στο στρατόπεδο τού Μπουρμπόν, έχοντας δεχτεί στον δρόμο επίθεση από αγρότες. Έφερνε στον Μπουρμπόν υποσχέσεις από τον Κλήμεντα και από τούς Φλωρεντινούς, που θα ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις τού στρατού για την πληρωμή των καθυστερούμενων μισθών τους, αν αποσύρονταν από την παπική επικράτεια. Στις 24 Απριλίου (1527) ο Αλόνσο Σάντσεζ, ο αυτοκρατορικός πρέσβης στη Βενετία, έγραφε στον Κάρολο Ε’ ότι είχε ενημερωθεί «με βεβαιότητα», ότι ο δόγης Αντρέα Γκρίττι είχε μάθει για τον τρόπο με τον οποίο «ορισμένες επιστολές τού άρχοντα ντε Μπουρμπόν είχαν υποκλαπεί, πράγμα που έδειχνε ότι υπήρχε μυστική πληροφόρηση μεταξύ αυτού και τού αντιβασιλέα ως προς την πορεία των φιλο-αυτοκρατορικών». Ο Σάντσεζ έγραφε και πάλι στον αυτοκράτορα στις 7 Μαΐου, λέγοντάς του ότι ο Λαννόυ είχε επιτέλους καταφέρει να στείλει επιστολή στον Κλήμεντα και τούς Φλωρεντινούς, αναγνωρίζοντας την αποτυχία των προσπαθειών του στο φιλο-αυτοκρατορικό στρατόπεδο. Έλεγε ότι ο Μπουρμπόν και οι άλλοι διοικητές ήσαν πρόθυμοι να δεχτούν την εκεχειρία [οκτώ μηνών], αλλά ότι οι Λαντσκνέχτε είχαν αρνηθεί να αποσυρθούν από τα κράτη τής Εκκλησίας, εκτός αν εισέπρατταν αμέσως περίπου 300.000 δουκάτα. Ο Σάντσεζ στη συνέχεια πρόσθετε κρυπτογραφημένα ότι αν και η Σινιορία τής Βενετίας πίστευε ότι υπήρχε «κάποια μυστική συμφωνία» μεταξύ Λαννόυ, Αλφόνσο ντ’ Έστε και Μπουρμπόν, «με την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός θα προχωρήσει στην πορεία του, η αλήθεια είναι ότι ο πάπας δεν έχει κανένα πραγματικό παράπονο από τον αντιβασιλέα, και ότι αυτό το λέει εδώ ο νούντσιός του [Αλτομπέλλο Αβερόλντι]».145
Αφού διαβουλεύτηκε με τον Λαννόυ, ο Μπουρμπόν σάρωσε γρήγορα την άνω κοιλάδα τού Τίβερη περνώντας από το χωριό Μοντεντόλιο. Έκανε ραγδαίες και ανεπιτυχείς επιθέσεις στην πόλη τού Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο και στην κωμόπολη τού Άνγκιαρι, ενώ σύντομα έφτασε στην πεδιάδα τού Αρέτσο, περίπου πενήντα μίλια νοτιοανατολικά τής Φλωρεντίας. Παρά τον συρμό αποσκευών τους και το ελαφρύ πυροβολικό, οι φιλο-αυτοκρατορικοί μπορούσαν να καλύπτουν δεκαεπτά ή δεκαοκτώ μίλια την ημέρα.146 Μέχρι τις 21 Απριλίου ο Κλήμης είχε χάσει πια κάθε εμπιστοσύνη στη συμφωνία του με τον Λαννόυ. Όπως έγραφε ο Ενετός πρεσβευτής Ντομένικο Βενιέρ από τη Ρώμη, «ο πάπας … θέλει να επεκτείνει τον πόλεμο εναντίον των Ισπανών περισσότερο από ποτέ» (il Papa . . . vol tender a la guerra contra spagnoli piu che mai). Λεγόταν επίσης ότι ο Κλήμης είχε γράψει στον Αβερόλντι, τον λεγάτο του στη Βενετία, «ότι δεν είναι επιτυχής η συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, πρέπει να συνάψουμε κάποια συμμαχία με αυτή τη Σινιορία και τον χριστιανικότατο βασιλιά εναντίον τού αυτοκράτορα, στην οποία θα είναι επίσης και οι Φλωρεντινοί» (che non essendo seguito l’ accordo con li cesarei, debbi concluder ogni liga con questa Signoria et il re Christianissimo contra Cesare, in la qual sara etiam Fiorentini).147
Το πρωί τής 23ης Απριλίου, ύστερα από λειτουργία στην Καπέλλα Σιξτίνα, ο Κλήμης έδωσε στον Βενιέρ το συμβολικό Χρυσό Ρόδο (για τον δόγη Αντρέα Γκρίττι) και ανανεώθηκε η Ένωση τού Κονιάκ. Ενεργώντας για λογαριασμό των εντολέων τους, ο Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι και ο ίδιος ο Βενιέρ δέσμευσαν τη Γαλλία και τη Βενετία στην έντονη διεξαγωγή πολέμου εναντίον των φιλο-αυτοκρατορικών σύμφωνα με τα αρχικά άρθρα τής Ένωσης (της 22ας Μαΐου 1526) και στις μηνιαίες καταβολές 30.000 δουκάτων από καθένα από τα παραπάνω κράτη προς την Αγιότητά του, ο οποίος ισχυριζόταν ότι οι δαπάνες του έφταναν τα 120.000 δουκάτα το μήνα. Την Κυριακή, στις 28 τού μηνός, ένας αγγελιοφόρος έφτασε στη Βενετία με τέσσερις επιστολές από τον Βενιέρ, με ημερομηνίες 22-25 Απριλίου, σχετικές με γεγονότα στην κούρτη. Με αυτές τις επιστολές ο Βενιέρ έστελνε επίσης τα δεκαοκτώ άρθρα, προφανώς με ημερομηνία 25 τού μηνός, που επιβεβαίωναν την ανανέωση τής Ένωσης και είχαν ως μάρτυρες τούς Σερ Τζων Ράσσελ και Σερ Γκρέγκορυ Καζάλ, πρεσβευτές τού Ερρίκου Η’ στη Ρώμη. Διακηρυσσόταν ότι ο Κάρολος Ε’ είχε εκπέσει από το βασίλειο τής Νάπολης, ενώ οι εισβολείς στην Ιταλία, ιδιαίτερα ο Σαρλ ντε Μπουρμπόν, επρόκειτο να τεθούν υπό αφορισμό.148
Το μυαλό τού Κλήμεντα Ζ’ αιωρούνταν από πλευρά σε πλευρά, σαν εκκρεμές. Η αμείλικτη προέλαση τού Μπουρμπόν και η αυξανόμενη υποψία ότι ο Λαννόυ τον είχε προδώσει, είχαν ρίξει και πάλι τον Κλήμεντα στην αγκαλιά των πρώην συμμάχων του, τού Φραγκίσκου Α’, των Ενετών και τού Φραντσέσκο Σφόρτσα τού Μιλάνου. Όσο κι αν η Ενετική Γερουσία εξέφραζε ικανοποίηση για την επιστροφή τού Κλήμεντα στη συμμαχία, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με τούς οικονομικούς όρους τής επανεισόδου του στην ένωση. Στις 29 Απριλίου ο παπικός νούντσιος Αβερόλντι και ο Φλωρεντινός πρεσβευτής Αλεσσάντρο ντε Πάτσι έγιναν δεκτοί από τον δόγη Αντρέα Γκρίττι στην (παλαιά) Αίθουσα τού Κολλέγιου. Ο Αβερόλντι παρουσίασε επιστολή από τον παπικό αρχιγραμματέα Τζιοβάν Ματτέο Τζιμπέρτι σχετική με τη «σύναψη τής νέας ένωσης» (conclusion di la nova liga) και ζήτησε τα κεφάλαια, τα οποία ο Βενιέρ είχε δεσμεύσει τη Σινιορία να στείλει στη Ρώμη. Ο Γκρίττι απάντησε ότι οι όροι τής ανανέωσης τής συμμαχίας δεν ήσαν αποδεκτοί από τη Βενετία, «ούτε ο απεσταλμένος είχε εξουσιοδότηση να τούς κάνει» (nè l’ orator havia commission di farli). Ο Ντομένικο Βενιέρ δεν είχε εξουσιοδοτηθεί να συμφωνήσει σε τέτοιους όρους. Ο Λοντοβίκο ντα Κάνοσσα, επίσκοπος τής Μπαγιέ και πρεσβευτής τού Φραγκίσκου Α’ στη Βενετία, ερχόταν τώρα ενώπιον τού Κολλέγιου. Ήθελε επίσης να συζητήσει για «αυτή τη νέα ένωση, ενώ και σε αυτόν δεν άρεσαν οι όροι και την κατηγορούσε πολύ» (questa nova liga, etiam lui non li piace li capitoli et la biasemò molto)», μιλώντας με έντονη αποδοκιμασία των όρων, τούς οποίους ο Βενιέρ φαινόταν ότι είχε επιβάλει στη Σινιορία.149
Όσο για τον Ντομένικο Βενιέρ, η Γερουσία τον σφυροκοπούσε που είχε προθυμοποιηθεί να αυξήσει την οικονομική δέσμευση τής Δημοκρατίας απέναντι στον πάπα, χωρίς γνώση της και χωρίς τη συγκατάθεσή της. Έλεγαν ότι η δέσμευση θα ανερχόταν σε 105.000 δουκάτα και αρνούνταν να συμφωνήσουν με αυτή την ασυνήθιστη αδιακρισία, «γιατί τα περισσότερα δεν μπορούσαν να βρεθούν» (che maggior esser non potria). Απομάκρυναν αμέσως τον Βενιέρ από τη θέση του. Ο γραμματέας Αντρέα Ρόσσο, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Γαλλία, στάλθηκε στη Ρώμη για να επανορθώσει τη ζημιά που είχε κάνει ο Βενιέρ. Υποβλήθηκε ακόμη και πρόταση στη Γερουσία ότι, όταν ο Βενιέρ επέστρεφε στη Βενετία, έπρεπε να παρουσιαστεί στους «συνηγόρους τής κοινότητας» (avogadori nostri de commun), οι οποίοι θα έπαιρναν τα κατάλληλα μέτρα εναντίον του. Αν και ο διάδοχος τού Βενιέρ ήταν δυνατό να προσληφθεί από οποιοδήποτε άλλο αξίωμα στο κράτος, ενώ η άρνηση επέφερε πρόστιμο 1.000 δουκάτων, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί πρεσβευτής για να πάει στη Ρώμη. Στις 2 Μαΐου (1527) εκλέχτηκε ο Φραντσέσκο Πέζαρο, επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα (Consiglio dei Dieci). Αρνήθηκε το διορισμό «λόγω τού αξιώματος» (propter magistratum) και τού καταλογίστηκε το πρόστιμο. Στη συνέχει εκλέχτηκε ο Φραντσέσκο Ντονάτο (Ντονά). Αυτός ήταν «σοφός τού συμβουλίου» (sapiens consilii) και αρνήθηκε «λόγω τής θέσης του ως δικαστής», οφείλοντας να πληρώσει το πρόστιμο. Εκλέχτηκε ο Πιέτρο Πέζαρο, επίτροπος τού Αγίου Μάρκου. Αρνήθηκε λόγω τής κακής υγείας ή τής προχωρημένης ηλικίας του (propter valitudinem personae). Την επόμενη ημέρα, στις 3 Μαΐου, οι συνήγοροι τής κοινότητας πρότειναν στη Γερουσία την είσπραξη των προστίμων από τούς Φραντσέσκο Ντονάτο και Πιέτρο Πέζαρο. Η Γερουσία καταψήφισε την πρόταση (captum fuit de non). Στις 7 τού μηνός το ζήτημα τεθηκε ενώπιον τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio), το οποίο ψήφισε «ότι κατά τη διάρκεια τού παρόντος πολέμου, μέλη τού Συμβουλίου των Δέκα (Consiglio dei Dieci) καθώς και Σοφοί τού Συμβουλίου (Savi del Consiglio), εισαγγελείς και επίτροποι, μπορούν όλοι να επιλέγονται ως πρεσβευτές κλπ. και δεν μπορούν να αρνηθούν, υπό τις κυρώσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν την απόφαση». Στις 9 τού μηνός η Γερουσία επέστρεψε στον Φραντσέσκο Πέζαρο, τον πρώτο υποψήφιό τους. Αυτή τη φορά δέχτηκε τη θέση.150 Την ενετική αποστολή στη Ρώμη δεν ήθελε κανείς, γιατί τώρα ο Μπουρμπόν βρισκόταν στον δρόμο προς τη Ρώμη. Αλλά τουλάχιστον τα καλά νέα είχαν φτάσει στη λιμνοθάλασσα λίγες ημέρες νωρίτερα, ότι ο Μπουρμπόν είχε υποχρεωθεί να λυπηθεί τη Φλωρεντία, λόγω τής εμφάνισης τού ενετικού στρατού στον Άρνο.
Ίσως κατά τον 16ο αιώνα συνέβαινε αυτό που συμβαίνει και σήμερα, ότι τα κακά νέα ταξίδευαν πιο γρήγορα από τα καλά, αλλά καλές ή κακές, οι σημαντικές επιστολές παραδίδονταν με εκπληκτική ταχύτητα. Η υπηρεσία αγγελιοφόρων μεταξύ Βενετίας και Ρώμης απαιτούσε συνήθως όχι περισσότερο από δύο μέρες. Η Γερουσία ενοχλούνταν όταν επιστολές από τον πρεσβευτή τους στην κούρτη χρειάζονταν τέσσερις ημέρες για να φτάσουν στη λιμνοθάλασσα. Τα πράγματα ήσαν καλύτερα τον παλιό καιρό. Υπήρχαν πάντοτε πολλοί «εγκωμιαστές τού παρελθόντος» (laudatores temporis acti) στη Γερουσία, άνδρες σαν τον ίδιο τον Σανούντο, ενώ όπως ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Γερουσία έγραφαν κάποτε στον Ντομένικο Βενιέρ, οι αγγελιοφόροι δεν έκαναν το καθήκον τους με τον τρόπο που έπρεπε, «ιδιαίτερα αυτή την εποχή».151 Όπως υπενθύμιζαν στον Βενιέρ με επίπληξη, όταν στα τέλη Απριλίου 1527 είχε αναλάβει τη σοβαρή (και απαράδεκτη) δέσμευση απέναντι στον Κλήμεντα Ζ’ χωρίς ούτε τη γνώση ούτε τη συναίνεση τής Γερουσίας, έπρεπε να είχε ζητήσει οδηγίες από την πατρίδα και θα έπαιρνε απάντηση σε λιγότερο από πέντε μέρες (possendo maxime in meno de giorni cinque haver risposta da nui).152 Στο μεταξύ συναρπαστικά νέα έρχονταν από την Φλωρεντία.
Την Παρασκευή 26 Απριλίου (1527), κάποιοι υψηλόφρονες νεαροί Φλωρεντινοί οργάνωσαν πεντάωρη εξέγερση στην πόλη. Κατέλαβαν το Παλάτσο ντέλλα Σινιορία με τις συνήθεις κραυγές «Λαός! Ελευθερία!» (Populo! libertà!)
Διακήρυσσαν αγάπη για τη Γαλλία και για τη Βενετία, «αλλά δεν θέλουμε τούς Μέδικους» (ma non voleano Medici). Καθώς ο Μπουρμπόν είχε φτάσει πιο κοντά στη Φλωρεντία και ήταν γνωστό ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί προσέβλεπαν στη λεηλασία τής πόλης, η φλωρεντινή κυβέρνηση έκανε έκκληση στον Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, τον Ενετό γενικό διοικητή, ο οποίος λεγόταν ότι αρχικά είχε ζητήσει εγγύηση 200.000 δουκάτων, ότι οι Φλωρεντινοί δεν θα έκαναν κάποιου είδους συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Παρ’ όλα αυτά ήρθε και η άφιξή του τερμάτισε την εξέγερση των νεαρών (gioveni), οι οποίοι βγήκαν από το παλάτι με γραπτή υπόσχεση χάρης. Και έτσι τελείωσε αυτό, όπως έγραφε ο Ενετός απεσταλμένος στη Φλωρεντία, ο Μάρκο Φόσκαρι, προς τον γιο τού Αγκοστίνο στις 2:30 π.μ. το επόμενο πρωί, «και δεν με πειράζει άλλο» (et non fo sentito altro). Ο Φόσκαρι θαύμαζε την απόδοση τού ντέλλα Ρόβερε, παραμελώντας τον ρόλο που είχαν παίξει άλλοι, ιδιαίτερα ο Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι, αλλά σε κάθε περίπτωση ο στρατός τού γενικού διοικητή «έχει σώσει αυτό το κράτος για τον οίκο των Μεδίκων, ενώ ήταν καλό πράγμα ότι ο εχθρός βρισκόταν μακριά, γιατί αν βρισκόταν κοντά, ίσως τα πράγματα πήγαιναν άσχημα!».153
Εγκαταλείποντας αναγκαστικά τις ελπίδες τους για την απόκτηση μέρους τού πλούτου τής Φλωρεντίας, ο Μπουρμπόν και ο φιλο-αυτοκρατορικός στρατός συνέχισαν προς Σιένα και «αφήνοντας το πυροβολικό αμέσως» (lassando le artellarie drieto) πήραν τον δρόμο για τη Ρώμη. Σύντομα αναφερόταν ότι «είχαν εγκατασταθεί στην Πιέντσα».154 O πάπας έκανε ξέφρενες προσπάθειες για να φροντίσει για την άμυνα τής Ρώμης, προσπαθώντας να στρατολογήσει πεζικό 8.000 ανδρών για να επανδρώσει τα τείχη.155 Οι Φλωρεντινοί και οι αξιωματικοί τής Ένωσης ήσαν αποφασισμένοι να τον βοηθήσουν και πήραν μέτρα για να στείλουν αμέσως στη Ρώμη τον κόμη Γκουΐντο Ρανγκόνι με 8.000 πεζούς και 500 ιππείς, ώστε να φτάσει εκεί πριν από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς.156 Η ταραχή τού Κλήμεντα μεγάλωνε με κάθε μίλι που ο Μπουρμπόν ερχόταν πιο κοντά στη Ρώμη. Ο Γκουΐντο Ρανγκόνι και ο κόμης τού Καϊάτσο ήταν γνωστό ότι έρχονταν επίσης. Οι ενετικές και οι γαλλικές δυνάμεις υπό τον ντέλλα Ρόβερε και τον μαρκήσιο τού Σαλούτσο ακολουθούσαν «με ολόκληρο τον στρατό» (con tutto lo exercito) τούς φιλο-αυτοκρατορικούς και είχαν φτάσει στο Ορβιέτο. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν προχωρήσει, παρά τις έντονες βροχοπτώσεις, στο Μοντεφιασκόνε και στη συνέχεια στο Βιτέρμπο (στις 2 Μαΐου), μόνο πενήντα μίλια από τη Ρώμη. Ο Κλήμης είχε τοποθετήσει τον Ρέντσο ντα Τσέρι διοικητή τής άμυνας τής πόλης. Ευρισκόμενος σε απελπιστική ανάγκη για χρήματα, ο Κλήμης έκανε πέντε καρδιναλίους στις 3 Μαΐου, τρεις από τούς οποίους (σύμφωνα με επιστολές από τη Ρώμη στις 4 και 5 τού μηνός) είχαν αγοράσει τα κόκκινα καπέλα για 40.000 δουκάτα ο καθένας.157
Όταν στις 6 Μαΐου ο Ενετός γραμματέας Αντρέα Ρόσσο έφτασε στη Στρεττούρα, στον δρόμο από το Σπολέτο προς το Τέρνι, έστειλε βιαστικό σημείωμα, προφανώς προς την κυβέρνησή του. Οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι από ανθρώπους που είχαν τραπεί σε φυγή από τη Ρώμη, ενώ πολλοί από αυτούς ήσαν ιεράρχες: «Ελπίζω στον Θεό ότι αύριο θα φτάσω στη Ρώμη. Θα σάς ενημερώσω». Πρέπει να ήταν μακρύ και δύσκολο έφιππο ταξίδι. Όμως την επόμενη μέρα, περίπου τα μεσάνυχτα (hore 3), έγραψε από το Νάρνι στον δόγη Αντρέα Γκρίττι ότι είχε φύγει από το Τέρνι την αυγή, με πρόθεση να προχωρήσει ανεξάρτητα από τον κίνδυνο. Είχε αρχίσει να μη δίνει καμία προσοχή στις φήμες που άκουγε, γιατί η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη στην περιοχή και οι περισσότεροι άνθρωποι ήσαν εχθρικοί προς τον πάπα. Αλλά σύντομα έμαθε ότι δεν μπορούσε να πάει κανείς από το Οτρίκολι (ακριβώς νότια τού Νάρνι, στον δρόμο προς Τσίβιτα Καστελλάνα) στη Ρώμη, «γιατί βρίσκονται οι αυτοκρατορικοί στα τείχη αυτής τής πόλης [Ρώμη], από τη μεριά των λιβαδιών και περνούν στο εσωτερικό» (hessendo li cesarei alle mure di quella citta [Rome] da la parte de li prati, et transcorevano all’ intorno). Προσπάθησε από άλλη διαδρομή και έφτασε περίπου εικοσιτέσσερα μίλια από τη Ρώμη, συναντώντας πρόσφυγες από την πόλη. Τού είπαν ότι η Ρώμη είχε πέσει στις 6 τού μηνός το απόγευμα, «φρικιαστική ιστορία να τη διηγείσαι» (cosa horrenda ad narrar). Παρ’ όλα αυτά δεν το πίστεψε και προσπάθησε να συνεχίσει. Τέλος συνάντησε κάποιον Φραντσέσκο Κανταλούπο, ο οποίος είχε διατελέσει ιδιαίτερος γραμματέας τού εκλιπόντος Φλωρεντινού οπλαρχηγού (κοντοττιέρε) Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι «των Μαύρων Ομάδων» (delle Bande Nere). O Κανταλούπο ήταν τώρα εκπρόσωπος των Γάλλων, με αποστολή την εξεύρεση προμηθειών για τον στρατό τής Ένωσης. Διέφευγαν προς Μοντεροτόντο. Τον έπεισαν για την κατάληψη τής Ρώμης από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Ο Ρόσσο επέστρεψε στο Νάρνι. Πήγαν μαζί του. Ενημέρωνε τώρα τον δόγη ότι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει την αποστολή που τού είχε αναθέσει η Σινιορία. Επέστρεφε προς βορρά μέχρι το δουκάτο τού Ουρμπίνο, για να περιμένει περαιτέρω εντολές. «Από τον στρατό τού πάπα και από την ένωση για την οποία μιλούσε ποικιλοτρόπως» (Di l’ exercito del Papa et di la liga si parla variamente).158
Στην αυτοκρατορική αυλή στη μακρινή Ισπανία τα νέα αναμένονταν με αγωνία για μερικές εβδομάδες. Ο αντιβασιλέας Λαννόυ είχε ενημερώσει τον Κάρολο Ε’ για την οκτάμηνη ανακωχή που είχε διαπραγματευτεί με τον πάπα, αλλά δεν υπήρχαν νέα από τον τελευταίο. Ακόμη και ο νούντσιος Καστιλιόνε δεν είχε νέα από την κούρτη. Άραγε είχαν αποδεχτεί την εκεχειρία η Γαλλία και η Βενετία; Και τι γινόταν με τον δούκα των Βουρβώνων; Ο Κλήμης είχε θεωρήσει σοβαρό λάθος την εκ μέρους του αποδοχή τής ανακωχής (και τη συνακόλουθη μείωση των δυνάμεών του). Για δικούς του λόγους ο Κάρολος θεωρούσε επίσης την εκεχειρία ως λάθος. Σύμφωνα με τον Αντρέα Ναβαγκέρο, τον Ενετό πρεσβευτή στην αυτοκρατορική αυλή, «ο αυτοκράτορας και οι υπουργοί του αποδοκιμάζουν τόσο πολύ την οκτάμηνη εκεχειρία που έχει συμφωνηθεί μεταξύ τού πάπα και τού αντιβασιλέα, που μέμφονται στο έπακρο τον αντιβασιλέα και επαινούν τον δούκα των Βουρβώνων στους ουρανούς, απλώς επειδή πιστεύουν ότι δεν θα την τηρήσει». Ο αυτοκράτορας έλεγε στον Καστιλιόνε ότι λυπόταν για την ανακωχή, επειδή ήταν πάρα πολύ σύντομη. Δύο χρόνια μπορούσαν να είναι χρήσιμα, αλλά σε κάθε περίπτωση η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα αμφέβαλλε κατά πόσον ο Μπουρμπόν θα την τηρούσε, ενώ ο Ναβαγκέρο πίστευε ότι στην πραγματικότητα δεν ήθελε να την τηρήσει ο Μπουρμπόν. Η επιστολή τού Ναβαγκέρο απευθυνόταν στον δόγη και τη Σινιορία από το Βαγιαδολίδ στις 12 Μαΐου (1527),159 ημερομηνία κατά την οποία ο Σαρλ ντε Μπουρμπόν ήταν νεκρός εδώ και μία σχεδόν εβδομάδα, έχοντας πυροβοληθεί θανάσιμα τη Δευτέρα 6 Μαΐου, σε επίθεση επί των τειχών τής Ρώμης.
<-6. Ο Αδριανός ΣΤ’, η πτώση τής Ρόδου και η ανανέωση τού πολέμου στην Ιταλία | 8. Η άλωση τής Ρώμης και η πολιορκία τής Νάπολης (1527-1528)-> |