06. Ο Αδριανός ΣΤ’, η πτώση τής Ρόδου και η ανανέωση τού πολέμου στην Ιταλία

<-5. Ο Λέων Ι’ και τα σχέδια για σταυροφορία εναντίον τού Σελήμ τού Άκαμπτου (1517-1521) 7. Παβία και η Ένωση τού Κονιάκ. Το Μόχατς και οι Τούρκοι στην Ουγγαρία. Πορεία τού Μπουρμπόν προς τη Ρώμη (1525-1527)->

6
Ο Αδριανός ΣΤ’, η πτώση τής Ρόδου και η ανανέωση τού πολέμου στην Ιταλία

Image Image

Περί το μεσημέρι τού Σαββάτου 20 Οκτωβρίου 1520 διαβάστηκαν επιστολές στο Κολλέγιο στη Βενετία ότι η πανούκλα ήταν ανεξέλεγκτη στην Ισταμπούλ. Ο σουλτάνος Σελήμ Α’ είχε αρρωστήσει, αλλά λεγόταν ότι είχε ανακάμψει. Όμως το επόμενο πρωί διαβάστηκαν άλλες επιστολές, που περιείχαν την είδηση ότι ο Άρχοντας Τούρκος είχε στην πραγματικότητα πεθάνει από την πανούκλα κάπου κοντά στην Αδριανούπολη, τη σημερινή Εντίρνε. Πάρθηκε γρήγορα απόφαση στο Κολλέγιο να σταλούν τα νέα στη Ρώμη, στη Γαλλία, την Ισπανία, την Αγγλία, την Ουγγαρία και το Μιλάνο, χωρίς να περιμένουν να διασταυρώσουν το γεγονός από τον Τομμάζο Κονταρίνι, τον βαΐλο τής Δημοκρατίας στον Βόσπορο. Αργότερα την ίδια μέρα ένα μπριγαντίνι από τη Ραγούσα έφερε προφανή επιβεβαίωση τού θανάτου τού Σελήμ. Αγγελιοφόρος που είχε φύγει από την Αδριανούπολη στις 23 Σεπτεμβρίου είχε αναφέρει ότι

«ο Άρχοντας Τούρκος πέθανε μεταξύ Αδριανούπολης και Κωνσταντινούπολης σε θέση ονομαζόμενη «Ογράς», εκεί όπου είχε συγκρουστεί με τον πατέρα του, και ότι [ο θάνατός του] είχε αποκρυφτεί για δεκαέξι μέρες από τούς πασάδες, για την αποτροπή αναταραχών μεταξύ τού λαού. Και οι πασάδες είχαν στείλει να κληθεί ο γιος του, που είχε φτάσει από τη θάλασσα σε σημείο που απέχει ταξίδι μισής ημέρας από την Κωνσταντινούπολη και ονομάζεται Kάβα…»1

Στις 2 Νοεμβρίου η ενετική κυβέρνηση γνώριζε πια ότι ο μοναχογιός τού Σελήμ, ο Σουλεϊμάν, είχε ανέβει στον Οθωμανικό θρόνο ένα μήνα πριν (δηλαδή την 1η Οκτωβρίου, σύμφωνα με άλλη αναφορά που είχε μόλις φτάσει από τη Ραγούσα),2 χωρίς να υπάρξει αντίσταση.

Ο θάνατος τού Σελήμ φαινόταν να ελευθερώνει την Ευρώπη από τον κίνδυνο τουρκικής εισβολής. Στην Ιταλία υπήρχαν πολλοί ευσεβείς πόθοι, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ως προς το χαρακτήρα τού Σουλεϊμάν Α’, τού διαδόχου τού Σελήμ. Σύμφωνα με τον Πάολο Τζιόβιο, όλοι νόμιζαν ότι ένα άκακο αρνάκι είχε διαδεχθεί το άγριο λιοντάρι. Ο Γκουτσαρντίνι σημειώνει επίσης ότι ο Σουλεϊμάν φημιζόταν ότι είχε ήπια και ειρηνική διάθεση.3

Υπήρχε χαρά στην παπική κούρτη.4 Αλλά ήταν πρόωρη. Ενδιαφέρουσα διαγραφή σε μητρώο τού Βατικανού αποκαλύπτει τις απόψεις που υπήρχαν τότε στην κούρτη. Μια μέρα προς τα τέλη τού 1522, ενώ η Ρόδος βρισκόταν υπό πολιορκία, παπικός γραμματέας ετοίμαζε επιστολή προς τον βασιλιά Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας σχετικά με την αναγκαιότητα των χριστιανών να ξανακερδίσουν το Βελιγράδι και να ξαναδώσουν την πόλη στον βασιλιά τής Ουγγαρίας. Ο συγγραφέας σημείωνε ιδιαιτέρως τη γρήγορη ειρήνευση τής Αιγύπτου και τής Συρίας από τον νεαρό Σουλεϊμάν, «τον οποίο πολλοί συνήθιζαν να θεωρούν αντίθετο με τον πόλεμο και φιλειρηνικό» (quem imbellem et quietum multi arbitrabantur). Αλλά όχι, τώρα η φράση φαινόταν ως παρωδία τής εσφαλμένης κρίσης για τον Σουλεϊμάν, η οποία είχε δημιουργήσει τόσο πολλές ψεύτικες ελπίδες στην Ευρώπη. Αναθεωρώντας το κείμενο ο ίδιος γραμματέας ή κάποιος άλλος έσυρε την πέννα του πάνω από τις γραμμές και τις διέγραψε.5

Ενώ η δραματική αντίθεση τού Μαρτίνου Λούθηρου προς τη Ρώμη τραβούσε την Ευρώπη στη δίνη τής θρησκευτικής διαμάχης και ο Φραγκίσκος Α’ προσέφευγε σε πόλεμο για να άρει την περικύκλωσή του από τον Κάρολο Ε’, ο Σουλεϊμάν είχε βαδίσει εναντίον τού Βελιγραδίου με μεγάλο και καλά εξοπλισμένο στρατό. Το Σάμπαϊς (Σάμπατς) καταλήφθηκε στις 7 Ιουλίου 1521 και η μικρή του φρουρά σφάχτηκε. Το Βελιγράδι άντεξε περισσότερες από είκοσι επιθέσεις, αλλά τελικά η φρουρά του, που είχε περιοριστεί σε 400 περίπου ετοιμοπόλεμους άνδρες, εξαναγκάστηκε προδοτικά σε παράδοση στις 28-29 Αυγούστου.6 Ο Σουλεϊμάν είχε καταλάβει το «εξωτερικό τείχος τής χριστιανοσύνης», το οποίο θα παρέμενε στα χέρια των Τούρκων (παρά τις σημειωθείσες περιπέτειες τής τύχης) μέχρι το 1867, όταν έγινε πρωτεύουσα τής Σερβίας. Το Βελιγράδι είχε υποκύψει στον νεαρό σουλτάνο στην πρώτη εκστρατεία του. Το 1456, όπως έχουμε δει, σε μια από τις πιο γνωστές πολιορκίες τής ύστερης μεσαιωνικής ιστορίας, ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε αποτύχει να καταλάβει την πόλη, αλλά τώρα το Βελιγράδι γινόταν πρωτεύουσα τού σαντζακίου, αντικαθιστώντας το Σμεντέρεβο ως κέντρο τής οθωμανικής διοίκησης στην περιοχή. Ο Μπαλί μπέης έγινε ο πρώτος κυβερνήτης. Κατέστρεψε διάφορους οικισμούς στις περιοχές γύρω από το Βελιγράδι και επανοχύρωσε την πόλη σε μεγάλη κλίμακα. Οι Ενετοί αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι ο Σουλεϊμάν επρόκειτο να είναι σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη, αν και στις 11 Δεκεμβρίου (1521) ο πρεσβευτής τους Μάρκο Μίνιο και ο βαΐλος Τομμάζο Κονταρίνι εξασφάλισαν τελικά ύστερα από μεγάλη προσπάθεια την ανανέωση των τουρκο-ενετικών συνθηκών τού 1502-3, τού 1513 και τού 1517, σύμφωνα με τις οποίες η Δημοκρατία εγγυόταν τη συνέχιση των ετήσιων φόρων υποτέλειας 500 δουκάτων για τη Ζάκυνθο και 8.000 για την Κύπρο, σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια των Ενετών εμπόρων σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια.7

Ενώ οι Ενετοί επιθυμούσαν να διατηρήσουν την ειρήνη με τούς Τούρκους, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν το εύρισκε βολικό γι‘ αυτόν να τούς υποχρεώνει. Οι Ενετοί κατείχαν τα νησιά Κρήτη και Κύπρο,8 τα οποία είχαν μεγάλη σημασία για τη ναυτική επικοινωνία των Τούρκων με τις πρόσφατα κατακτημένες από αυτούς επαρχίες τής Συρίας και τής Αιγύπτου. Όμως ο Σουλεϊμάν, ευρισκόμενος σε ειρήνη με τη Βενετία, μπορούσε να επιτεθεί στους Ιωαννίτες Ιππότες στο στρατηγικής θέσης νησί τής Ρόδου. Αν και ο Μεχμέτ Β’ είχε αποτύχει σε τεράστια προσπάθεια κατά τού φρουρίου τής Ρόδου σαράντα χρόνια πριν, η κατάκτησή του γινόταν τώρα πιο εύκολη αλλά και πιο απαραίτητη, λόγω τής τουρκικής εγκατάστασης στη Συρία και την Αίγυπτο. Οι δυτικές δυνάμεις ήσαν τόσο πολύ απασχολημένες με τις δικές τους υποθέσεις, ώστε να μη μπορούν να βοηθήσουν τούς Ιωαννίτες. Ο Φραγκίσκος Α’, σε συμμαχία με τη Βενετία, βρισκόταν σε πόλεμο εναντίον τού Καρόλου Ε’.

Ο πάπας Λέων Ι’, λάτρης τής μουσικής και των καλών τεχνών, τής λογοτεχνίας και τής γνώσης, είχε κερδίσει περίοδο δημοφιλίας, αλλά το καλωσόρισμά του στον παπικό θρόνο ξέφτιζε πια. Υπήρχαν πολλοί, όπως είδαμε, που θα χαίρονταν με τον θάνατό του. Ο διάδοχός του υπήρξε αντιδημοφιλής από την πρώτη ώρα τής εκλογής του. Εν μέσω των αβεβαιοτήτων τού πολέμου και των αιρέσεων, στις 27 Δεκεμβρίου 1521 τριανταεννέα καρδινάλιοι εισήλθαν σε κογκλάβιο στο Βατικανό, όπου είχαν ετοιμαστεί κελλιά γι’ αυτούς στην Καπέλλα Σιξτίνα. Η ψηφοφορία θα διεξαγόταν, ως συνήθως, στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι, ακριβώς απέναντι από την αίθουσα τής Σιξτίνα. Τριανταέξι από τούς καρδινάλιους ήσαν Ιταλοί. Δύο ήσαν Ισπανοί, ο Μπερναρντίνο ντε Καρβαχάλ και ο Ραμόν ντε Βιτς και ένας Ελβετός, ο Ματίας Σκίνερ. Από τούς καρδινάλιους που συμμετείχαν στο κογκλάβιο έξι όφειλαν τα κόκκινα καπέλα τους στον Αλέξανδρο ΣΤ’, πέντε στον Ιούλιο Β’ και εικοσιοκτώ στον Λέοντα Ι’. Μετά τη δεύτερη ψηφοφορία ο καρδινάλιος Ντομένικο Γκριμάνι αποσύρθηκε από το κογκλάβιο, δήθεν λόγω σοβαρής ασθένειας (στις 31 Δεκεμβρίου), ενώ ύστερα από εννέα ακόμη ψηφοφορίες και εννέα ακόμη μέρες διαφωνιών στο κογκλάβιο ο Αδριανός Φλόρισε ή Φλόρενς από την Ουτρέχτη, καρδινάλιος επίσκοπος τής Τορτόζα, εκλέχτηκε στις 9 Ιανουαρίου 1522. Είχε διατελέσει αντιβασιλέας τού Καρόλου Ε’ στην Ισπανία, καθώς και γενικός ιεροεξεταστής στην Αραγωνία-Καταλωνία, τη Ναβάρρα και την Καστίλλη-Λεόν. Ο Αδριανός βρισκόταν τότε στην Ισπανία και έμαθε για πρώτη φορά την εκπληκτική είδηση της εκλογής του στη Βιτόρια (μεταξύ Παμπλόνα και Μπιλμπάο, στο βόρειο άκρο τής χερσονήσου) στις 24 Ιανουαρίου, μόλις δεκαπέντε μέρες μετά το κογκλάβιο που τού είχε δώσει την τιάρα. Επέλεξε να κρατήσει το όνομά του (ο πρώτος πάπας που το έκανε αυτό σε περίοδο πέντε αιώνων) και έτσι έγινε ο πάπας Αδριανός ΣΤ’.9

Τις τελευταίες ημέρες τού Λέοντα Ι’ είχαν συνοδεύσει ζοφερές αναφορές για τη σοβαρότητα των τουρκικών επιδρομών στην Ουγγαρία. Όταν ο Μαρίνο Σανούντο κατέπλευσε το Μεγάλο Κανάλι από το σπίτι του στη γέφυρα Πόντε ντελ Μέτζιο προς το Παλάτι των Δόγηδων το πρωί τής 1ης Δεκεμβρίου (1521) για να διαβάσει την εισερχόμενη αλληλογραφία, όπως τού επέτρεπε να κάνει η Σινιορία τής Βενετίας, βρήκε επιστολές από την Ουγγαρία, που περιέγραφαν «ότι αυτό το βασίλειο βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο να χαθεί, επειδή οι Τούρκοι δεν σταματούσαν να τού κάνουν συνεχώς ζημιές» (come quel regno è in grandissimo pericolo di esser perso questa invernada però che Turchi non restano di farli ogni danno). Υπήρχε φόβος ότι η Ουγγαρία μπορούσε να πέσει στα χέρια των Τούρκων πριν από το τέλος τού χειμώνα.10 Υπήρχαν φήμες ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ήθελε να φτάσει σε συμφωνία με τον Ισμαήλ Α’ (1502-1524), τον «σούφι» ή σάχη τής Περσίας, ώστε να συγκεντρώσει «στην εκστρατεία κατά τής Ουγγαρίας στρατό 300.000 ανδρών» (la impressa de Ungaria cum persone 300 milia). Θα ερχόταν μέσω Δαλματίας και θα εισέβαλλε στην Ιταλία. Ο Σανούντο συμφωνούσε ότι αυτά αποτελούσαν νέα υψίστης σημασίας,11 αλλά υπήρχαν προβλήματα πιο κοντά στην πατρίδα. Στις εβδομάδες που ακολούθησαν τον θάνατο τού Λέοντα Ι’ ο Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε είχε ανακτήσει το Ουρμπίνο και οι Μπαλιόνι είχαν επιστρέψει στην Περούτζια.12 Οι δυνάμεις τού Καρόλου Ε’ είχαν καταλάβει την Αλεσσάντρια, την Παβία, την Πάρμα και το Κόμο, ενώ στις 27 Απριλίου 1522 ο Πρόσπερο Κολόννα, ο διοικητής των αυτοκρατορικών και παπικών δυνάμεων, είχε νικήσει και πάλι τούς Γάλλους υπό τον Οντέ ντε Φουά, υποκόμη τού Λωτρέκ και στρατάρχη τής Γαλλίας, στη μάχη τής Λα Μπικόκκα, λίγα χιλιόμετρα βόρεια τού Μιλάνου, όπου το πυροβόλο αρκεβούζιο απέδειξε τελικά ότι οι Ελβετοί δορατοφόροι αποτελούσαν στρατιωτικό αναχρονισμό.13

Καθυστερούμενος από διάφορους λόγους, ο Αδριανός δεν εισήλθε στη Ρώμη μέχρι τις 29 Αυγούστου (1522), οκτώ σχεδόν μήνες μετά την εκλογή του. Ήταν η πρώτη επέτειος τής πτώσης τού Βελιγραδίου στους Τούρκους και όχι καλή στιγμή για να γίνει κανείς πάπας. Τόσο η Ρώμη όσο και το Ιερό Κολλέγιο βρίσκονταν εδώ και καιρό «σε μεγάλη σύγχυση» (in gran confusion).14 Ο Αδριανός υποδέχθηκε τούς καρδινάλιους στην εκκλησία τού Αγίου Παύλου εκτός των Τειχών (S. Paolo fuori le mura). Εισήλθε στην πόλη από την γειτονική Πύλη τού Σαν Πάολο και «συνοδεύτηκε από τούς καρδιναλίους και όλο τον λαό μέχρι την εκκλησία τού πρίγκηπα των Αποστόλων».15 Η σκηνή απεικονίζεται σε όμορφο ανάγλυφο στον τάφο του, στη γερμανική εθνική εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελλ’ Άνιμα, ακριβώς έξω από την Πιάτσα Ναβόνα στη Ρώμη. Μια τετράμηνη επιδημία πανούκλας είχε αρχίσει να αφανίζει την πόλη, δημιουργώντας ελλείψεις και περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα ιερέων, γιατρών και νεκροθαφτών.

Όπου κι αν κοίταζε ο Αδριανός, υπήρχαν προβλήματα. Τα τοπικά του προβλήματα ήσαν σοβαρά. Με την πώληση αξιωμάτων, από την οποία πληρώνονταν μισθοί, ο παπισμός είχε υποστεί μεγάλο δημόσιο χρέος. Όμως το παπικό θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο. Οι καρδινάλιοι ισχυρίζονταν ότι δεν διέθεταν πόρους. Η δικαιοσύνη συχνά πήγαινε στραβά στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ιδιαίτερα στο ανώτατο δικαστήριο, τη Ρότα. Ολόκληρη η διοίκηση τής παπικής κούρτης χρειαζόταν αναμόρφωση από πάνω μέχρι κάτω. Η Ρωμαϊκή οικονομία μαράζωνε. Οι δρόμοι τής πόλης, καθώς και οι εξωτερικοί δρόμοι, ήσαν ανασφαλείς. Η εκκλησία τού Αγίου Πέτρου παρέμενε ημιτελής. Μεγάλα ποσά απαιτούνταν ακόμη για την ολοκλήρωσή της. Τα πιο απομακρυσμένα προβλήματα τού Αδριανού ήσαν πιο σοβαρά. Πέρα από τις Άλπεις ο Μαρτίνος Λούθηρος απειλούσε την κυριαρχία τής Αγίας Έδρας, ενώ ο γερμανικός Ευαγγελλικανισμός απειλούσε τον λατινικό Καθολικισμό. Κραυγές απαιτήσεων για Οικουμενική Σύνοδο τρόμαζαν τον πάπα και την κούρτη. Ο Κάρολος Ε’ και ο Φραγκίσκος Α’ βρίσκονταν σε πόλεμο. Η βόρεια Ιταλία ήταν γεμάτη από απλήρωτους στρατιώτες, που στρέφονταν σε επιδρομές για την αποζημίωσή τους. Οι Τούρκοι πολιορκούσαν το νησί τής Ρόδου και η Ουγγαρία βρισκόταν στα πρόθυρα τής καταστροφής.

Ακέραιος και καλοπροαίρετος, ο Αδριανός ΣΤ’ ξεκινούσε τώρα τη θλιβερή ματαιότητα τής ενός έτους διαμονής του στη Ρώμη (πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1523). Οι προσπάθειές του για μεταρρύθμιση δεν πέτυχαν τίποτε περισσότερο από το να τον αποξενώσουν από τούς καρδιναλίους και την κούρτη.16 Δεν θα υπήρχε διαφορά αν ήταν πιο νέος ή είχε ζήσει περισσότερο. Οι επιθέσεις τού σουλτάνου Σουλεϊμάν κατά τής Κεντρικής Ευρώπης και η στάση ορισμένων Γερμανών ηγεμόνων είχαν συμβάλει στην ανάπτυξη τού Λουθηρανισμού. Η Προτεσταντική εξέγερση και ο φόβος των Ενετών για σύγκρουση με τούς Τούρκους αποτελούσαν αξεπέραστα εμπόδια για τη σταυροφορία, ακριβώς όπως και η επίμονη πολεμική σύγκρουση μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου.

Ο Αδριανός θρηνούσε για την προέλαση των Τούρκων σχεδόν όσο θρηνούσε και για εκείνη των Λουθηρανών. Στο πρώτο του εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου (1522), ζήτησε την υποστήριξη τού Ιερού Κολλέγιου, μίλησε για την αναγκαία μεταρρύθμιση τής δικαιοσύνης και τής πρακτικής τής κούρτης και αναφέρθηκε πάνω απ’ όλα στην επιτακτική ανάγκη για την αποστολή βοήθειας προς τον βασιλιά τής Ουγγαρίας και τον μεγάλο μάγιστρο τής Ρόδου. Η Αγία Έδρα λύγιζε κάτω από το βάρος των χρεών, τη ζοφερή κληρονομιά των πολέμων που εξαπέλυαν για χρόνια ο ένας εναντίον τού άλλου οι χριστιανοί ηγεμόνες. Ο Αδριανός δεν μπορούσε λοιπόν να στείλει στους Ούγγρους και στους Ιωαννίτες τη βοήθεια που σχεδίαζε να τούς στείλει. Δεν υπήρχαν χρήματα. Ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας και ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου αποτελούσαν τα προπύργια τής Ανατολικής χριστιανοσύνης. Έπρεπε να βοηθηθούν και ο Αδριανός έκανε έκκληση στους καρδινάλιους να τον βοηθήσουν, για να βρει τα χρήματα να το πράξει. Προφανώς δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τον Λουθηρανισμό σε αυτό το πρώτο εκκλησιαστικό συμβούλιο.17

Στις 21 Δεκεμβρίου (1522) ο Αδριανός έγραφε στον Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας ότι μεταξύ των διαφόρων ανησυχιών που είχαν συνοδεύσει την άνοδό του στο παπικό αξίωμα τον απασχολούσε ιδιαίτερα εκείνη, «η οποία γεννιέται διαρκώς για τη Χριστιανική Κοινοπολιτεία από τον κίνδυνο τού κακού Τούρκου τύραννου» (que ex periculis Christiane reipublice ab impio Turcarum tyranno imminentibus nascitur). Η κατάληψη τού Βελιγραδίου από τον Σουλεϊμάν είχε ανοίξει το δρόμο προς την Ευρώπη. Το μέγεθος τού κινδύνου για τούς χριστιανούς που βρίσκονταν στη διαδρομή τής τουρκικής εισβολής απαιτούσε τη χρησιμοποίηση κάθε πόρου για την απόκρουση τού ζυγού τής υποτέλειας. Ο Λουδοβίκος Β’ τής Ουγγαρίας και Βοημίας έχει απευθύνει έκκληση για βοήθεια προς την Αγία Έδρα και τούς χριστιανούς ομοθρήσκους του, «και αν αποτύχουμε να τον βοηθήσουμε, τότε η έκβαση των γεγονότων εύκολα θα καταστήσει σαφές ότι έχουμε αποτύχει οι ίδιοι» (Quis enim defendet Italiam Hungaria in tam potentis hostis ditionem redacta?). Παρά το γεγονός ότι ο Αδριανός είχε βρει την Αγία Έδρα σε τραγική φτώχεια και επιβαρυμένη με χρέη, είχε στείλει στον Λουδοβίκο χρήματα και τώρα τού έστελνε πάλι, «επειδή δεν θα εγκαταλείψουμε τίποτε που γνωρίζουμε ότι ανήκει σε αυτή την ιερή και απαραίτητη αποστολή» (nihilque omissuri sumus quod ad sanctam et necessariam hanc expeditionem pertinere noverimus). Προέτρεπε τούς ηγεμόνες και τις χριστιανικές δυνάμεις να πράξουν το ίδιο και έστελνε λοιπόν απεσταλμένο στη Φερράρα, για να εξηγήσει πληρέστερα τα δεινά τής Ουγγαρίας και να πάρει γραπτή διαβεβαίωση για τη συμβολή τού Αλφόνσο ντ’ Έστε στην υπόθεση τής χριστιανοσύνης.18 Ο Αδριανός έκανε περισσότερες από μία εκκλήσεις προς τον Αλφόνσο κατά τη διάρκεια τού έτους που ακολούθησε. Ο θάνατος τού Λέοντα Ι’ είχε τερματίσει τις μακροχρόνιες διαφορές τής Φερράρας με τον παπισμό, τουλάχιστον για τη σύντομη περίοδο τής παρούσας παπικής θητείας. Μετά την εκλογή του ο Αδριανός είχε απαλλάξει τον Αλφόνσο από την ποινή τού αφορισμού και τη Φερράρα από την απαγόρευση την οποία είχαν επιβάλει στον Αλφόνσο και τούς υπηκόους του οι προκάτοχοί του Ιούλιος Β’ και Λέων Ι’.19

Καθώς οι Κάρολος Ε’ και Φραγκίσκος Α’ προχωρούσαν στη διάταξη των πόρων τους για να πολεμήσουν ο ένας τον άλλο, κανένας από τούς δύο δεν μπορούσε να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στους Ιωαννίτες στο μακρινό νησί τής Ρόδου. Όμως οι Ιππότες ανέμεναν επίθεση από την εποχή των εκτεταμένων προετοιμασιών τού Σελήμ εναντίον τους. Υπήρχε ήδη μεγάλος τουρκικός στόλος διαθέσιμος για την επιχείρηση, αλλά κανένας δεν γνώριζε πότε θα έπαιρνε εντολή να αποπλεύσει για τη Ρόδο.

Στις 22 Ιανουαρίου 1521 ο ευγενικός Φιλίπ ντε Βιγιέ ντε λ’ Ιλ-Αντάμ, ο μεγάλος ηγούμενος τής Γαλλίας, εκλέχτηκε μεγάλος μάγιστρος τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ και προτιμήθηκε από τον πλούσιο Σερ Τόμας Ντόκρεϋ, τον μεγάλο ηγούμενο τής Αγγλίας. Η συνέλευση τού Τάγματος, στην οποία κυριαρχούσε η γαλλική παράταξη, αγνόησε και την υποψηφιότητα τού αλαζονικού και αντιδημοφιλή Αντρέα Αμαράλ, τού Πορτογάλου ιππότη που ήταν καγκελλάριος τού Τάγματος. Η ήττα τού Αμαράλ μεγάλωσε πολύ τη δυσαρέσκειά του και λέγεται ότι είχε δηλώσει σε Ισπανό διοικητή τού Τάγματος την ίδια τη μέρα των εκλογών, σύμφωνα με τα λόγια τού σύγχρονού τους Ζακ ντε Μπουρμπόν, «ότι o εν λόγω κύριος που εκλέχτηκε μεγάλος μάγιστρος θα είναι ο τελευταίος μάγιστρος τής Ρόδου» (que ledit seigneur esleu grand maistre seroit le dernier maistre de Rhodes). Η κατηγορία αυτή επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί αργότερα, όταν κατηγορήθηκε για προδοσία, ώστε να εξασφαλιστεί η καταδίκη και η εκτέλεσή του.20 Κατά τη στιγμή τής εκλογής του ο λ’ Ιλ-Αντάμ βρισκόταν στο Παρίσι. Σχεδίασε αμέσως τη μετάβασή του στη Ρόδο, ενώ τον υποδέχθηκε πριν από την αναχώρησή του ο Φραγκίσκος Α’ στη Βουργουνδία.21 Ο Σαρριέρ έχει δημοσιεύσει μερικές από τις επιστολές τού λ’ Ιλ-Αντάμ προς τον Γάλλο θησαυροφύλακα Φλοριμόν Ρομπερτέ, προς τον ναύαρχο Γκυγιώμ ντε Μποννιβέ και προς τον ίδιο τον Φραγκίσκο. Ο λ’ Ιλ-Αντάμ και οι στρατιωτικοί αδελφοί του αγόρασαν προμήθειες στη Γαλλία, έτσι ώστε οι πόροι τους, που προφανώς είχαν συλλεγεί στη Γαλλία, να καταναλωθούν στη Γαλλία. Όμως είχαν κάποια προβλήματα με τούς τελωνειακούς αξιωματούχους (gabeliers) των Αιγκ-Μορτ, για τα οποία ο μεγάλος μάγιστρος έγραψε στον Μποννιβέ στις 13 Ιουλίου από τη Βιλλφράνς. Οι δυσκολίες τον ακολούθησαν ακόμη και μέχρι την παραμονή τής αναχώρησής του από τη Μασσαλία, αλλά πραγματοποίησε το επικίνδυνο πέρασμα στη Ρόδο παρά μια πυρκαγιά στο πλοίο, μια θύελλα και μια τουρκική προσπάθεια παρεμπόδισής του. Στις 28 Οκτωβρίου είχε την ανησυχητική ευκαιρία να γράψει στον Φραγκίσκο Α’ από το παλάτι τού μεγάλου μάγιστρου στη Ρόδο. Είχε μόλις πάρει επιστολή από τον «Μεγάλο Τούρκο» (Grand Turq), γραμμένη στο Βελιγράδι στις 10 τού προηγούμενου Σεπτεμβρίου, που τον ενημέρωνε για την κατάληψη τού Βελιγραδίου, τού Σάμπατς, τού Ζέμλιν (Ζέμουν) και πέντε ακόμη τόπων: «Μεγαλειότατε, αφότου αυτός έχει γίνει ο Μεγάλος Τούρκος, είναι η πρώτη επιστολή που έστειλε στη Ρόδο, την οποία δεν παίρνουμε ως έκφραση φιλίας, αλλά μάλλον ως συγκεκαλυμμένη απειλή…»22

Ο Σουλεϊμάν προφανώς σχεδίαζε αρχικά δεύτερη εκστρατεία κατά τής Ουγγαρίας. Ο Λουδοβίκος Β’ είχε στείλει τον Στέφεν Μπρόντεριτς, προεστό τής Εκκλησίας τού Φυνφ-Κίρχεν (Πετς), σε αποστολή στη Βενετία, όπου τον είχαν υποδεχθεί ευγενικά ο δόγης Αντόνιο Γκριμάνι και το Κολλέγιο. Με απόφαση τής Γερουσίας στις 2 Μαΐου 1522 ειπώθηκε στον Μπρόντεριτς ότι οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και βασιλείου τής Ουγγαρίας χαρακτηρίζονταν από καιρό από φιλικότητα και αμοιβαίο σεβασμό (που ήταν κάτι σαν υπερβολή) και έτσι η Σινιορία ήταν πάντοτε ευτυχής να βλέπει Ούγγρους απεσταλμένους και πρέσβεις να έρχονται στη λιμνοθάλασσα. Έτσι ο δόγης και το Κολλέγιο βρίσκονταν σε ευχάριστη θέση υποδεχόμενοι τον Μπρόντεριτς και λυπούνταν ακούγοντας από την περιγραφή του για τις απώλειες που είχε υποστεί η Ουγγαρία και για τούς κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένο το βασίλειο. Ο Μπρόντεριτς είχε κάνει έκκληση στη Βενετία να εργαστεί για την ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και να βοηθήσει στην εξεύρεση λύσης για τις ταραγμένες υποθέσεις τού βασιλείου τού Λουδοβίκου. Είχε ρωτήσει για την έκταση τής ενετικής βοήθειας, λέγοντας ότι η Δημοκρατία είχε συχνά βοηθήσει τούς Ούγγρους κατά το παρελθόν (sicuti alias sepe fecimus), όπως πραγματικά είχε συμβεί. Όμως η Γερουσία τού ζητούσε να καταλάβει ότι οι Ενετοί αντιμετώπιζαν επίσης τούς κινδύνους που αντιμετώπιζε ο βασιλιάς του και η χώρα του. Κάθε φορά που οι συνθήκες είχαν δώσει στη Βενετία την ευκαιρία να βοηθήσει τον βασιλιά τής Ουγγαρίας, η Βενετία ποτέ δεν είχε αρνηθεί, αλλά η έχθρα και ο αλληλοκτόνος πόλεμος είχαν διαποτίσει τη χριστιανοσύνη, αφήνοντας τις κακές επιπτώσεις τους σε όλη την Ευρώπη. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος έπρεπε να επιμείνει στην υπεράσπιση τού βασιλείου του, γιατί ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τούς μαχητές του. Ο νέος πάπας έσπευδε στη Ρώμη. Η θεία επιθυμία είχε αναγνωρίσει τις εξαιρετικές αρετές του, ανεβάζοντάς τον στο αρχιερατικό αξίωμα. Ο Αδριανός ΣΤ’ επιθυμούσε διακαώς την ειρήνη στην Ευρώπη. Όσο για την ενετική βοήθεια προς την Ουγγαρία, ο Μπρόντεριτς καθώς και όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να γνωρίζουν τα τρομακτικά έξοδα στα οποία ο πόλεμος είχε υποβάλει τη Δημοκρατία (… tot tantisque nostris sumptibus ut vix credible possit videri). Οι Τούρκοι έκαναν μεγάλες ναυτικές προετοιμασίες, εναντίον των οποίων η ενετική κυβέρνηση έπρεπε να αναλάβει δαπανηρές προφυλάξεις, κατασκευάζοντας τον στόλο τής Βενετίας, ενισχύοντας διάφορες φρουρές και οχυρώνοντας τα εκτεθειμένα νησιά τού Αιγαίου, «για τα οποία πρέπει να γίνουν πολλές και μεγάλες δαπάνες, οι οποίες είναι κουραστικό να απαριθμηθούν» (in quibus tot tantosque sumptus fieri necesse est ut eos iam pigeat recensere). Ο Μπρόντεριτς μπορούσε να καταλάβει το δράμα των Ενετών, «για το οποίο μάρτυρας είναι ο Θεός, ότι η ψυχή και η επιθυμία μας είναι και τώρα αυτή που ήταν πάντοτε, αλλά μάς λείπουν η δύναμη και τα μέσα» (in quo Deum testamur non animum, non desiderium quod summum nunc quoque est ut semper fuit, sed vires et facultatem nobis deesse). Οι κατά το παρελθόν υπηρεσίες τους προς την Ουγγαρία επιβεβαίωναν την ειλικρίνειά τους. Αν και ο Λουδοβίκος Β’ δεν πήρε καθόλου χρήματα από τη Βενετία, η Γερουσία πήρε απόφαση να δωρίσει στον Μπρόντεριτς μεταξωτό ύφασμα, αρκετό για να φτιάξει ένα ωραίο φόρεμα (vesta) με το κατάλληλο φοδράρισμα.23

Επί σειρά γενεών, κάθε φορά που οι Τούρκοι ξεκινούσαν μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες για εκστρατεία στη στεριά ή στη θάλασσα, η Βενετία ενδιαφερόταν για τη δική της άμυνα. Αυτή τη φορά δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, ούτε ήταν η Ουγγαρία στόχος τού σουλτάνου, σε καμία περίπτωση ειδικά τώρα. Όποια κι αν ήσαν τα αρχικά σχέδια τού Σουλεϊμάν, αυτός είχε πια αποφασίσει να αναλάβει αμέσως την κατάληψη τής Ρόδου, την οποία πιθανώς ονειρευόταν από την παιδική του ηλικία. Στις 5 Ιουνίου 1522 ο Οθωμανικός στόλος άρχισε να συγκεντρώνεται στην Ισταμπούλ. Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν άφησε την πρωτεύουσα στις 16 τού μηνός και πέρασε απέναντι στο Σκουτάρι, για να αναλάβει τη διοίκηση στρατού ξηράς, που λεγόταν ότι αριθμούσε 100.000 άνδρες. Στη συνέχεια το στρατιωτικό του ημερολόγιο προσδιορίζει τη χρονολόγηση των κινήσεών του και τις ημερομηνίες των κυρίων γεγονότων τής εκστρατείας από την τουρκική σκοπιά. Σύμφωνα με επιστολή τού Ενετού βαΐλου στην Ισταμπούλ, όπως αυτή αναφέρεται στα Ημερολόγια τού Σανούντο, ο στόλος απέπλευσε στις 18 τού μηνός. Τον αποτελούσαν 70 ελαφριές γαλέρες, 40 βαριές γαλέρες και 50 πλοία μεταφοράς, μαζί με φούστες, μπριγαντίνια και άλλα σκάφη, που έφταναν συνολικά τα 300.24 Μερικές τουρκικές πηγές ανεβάζουν τη δύναμη τού στόλου μέχρι τα 700 πλοία με 40.000 κωπηλάτες και τον στρατό ξηράς στις 200.000 άνδρες.25 Ο στόλος έφτασε στη Ρόδο στις 26 Ιουνίου επιβάλλοντας αποκλεισμό τού νησιού. Τον εντόπισαν για πρώτη φορά νωρίς το πρωί από το χριστιανικό παρατηρητήριο στην κορυφή τού λόφου τού Αγίου Στεφάνου, ένα περίπου μίλι δυτικά τού οχυρού.26 Ένα μήνα αργότερα οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις έφταναν στον κόλπο τού Μαρμαρίς και στις 28 Ιουλίου ο ίδιος ο σουλτάνος περνούσε απέναντι στο νησί. Η πολιορκία τής Ρόδου ξεκινούσε πραγματικά.27

Ένας ικανός Ιταλός μηχανικός, ο Γκαμπριέλε Ταντίνι ντι Μαρτινέγκο από τη Μπρέσσια,28 «διακεκριμένος σε στρατιωτικά και πολιτικά» (in militia et toga spectandus), είχε έρθει στη Ρόδο από την Κρήτη. Αναφέρεται συχνά στα Ημερολόγια τού Σανούντο. Η εφευρετικότητά του βοήθησε πολύ τούς Ιωαννίτες στους μήνες που ακολούθησαν. Επινόησε τρόπους ανίχνευσης των τουρκικών δραστηριοτήτων υπονόμευσης στη βάση των τειχών τού φρουρίου και ήταν πεπειραμένος στην ανατίναξη των υπονομευτών με πυρίτιδα.29 Η άφιξη τού σουλτάνου μετέτρεψε αμέσως τον ναυτικό αποκλεισμό τής Ρόδου σε ενεργή πολιορκία. Τη φρουρά τής Ρόδου αποτελούσαν ίσως περίπου εξακόσιοι Ιππότες και ενδεχομένως 4.500 πάνοπλοι άνδρες. Ύστερα από 146 μέρες πολιορκίας (από τις 28 Ιουλίου μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου) —ο Ζακ ντε Μπουρμπόν μιλά για περίοδο «έξι μηνών» — είχαν απομείνει μόνο 1.500 άνδρες για να αντισταθούν στον εχθρό.30 Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας οι Τούρκοι επικέντρωναν τις επιθέσεις τους στα χερσαία τείχη, ενθυμούμενοι τη δαπανηρή αποτυχία των προσπαθειών τους εναντίον τού Οχυρού Αγίου Νικολάου το 1480. Ο λ’ Ιλ-Αντάμ είχε πάρει ειδικά μέτρα για την προστασία των λιμενικών εγκαταστάσεων. Εκτός από τη βαριά αλυσίδα που κρεμόταν από τον Πύργο τού Ναιγιάκ μέχρι εκείνον των Ανεμόμυλων (το 1475-1476), ο μεγάλος μάγιστρος είχε τώρα εκτείνει μια αλυσίδα (πάνω σε ξύλινους πλωτήρες) από τον Πύργο των Ανεμόμυλων σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Οχυρό Αγίου Νικολάου, σε μήκος περίπου μισού μιλίου, δημιουργώντας έτσι διπλό εμπόδιο για την είσοδο στο λιμάνι.31 Οι Τούρκοι δεν προσπάθησαν να διαπεράσουν αυτό το εμπόδιο.

Από τη στιγμή τής άφιξης τού σουλτάνου τα τουρκικά κανόνια σφυροκοπούσαν τα δυτικά και νότια τείχη τού μεγάλου φρουρίου τής πόλης, η οποία είχε ίσως το πιο περίτεχνο και επιδέξια επινοημένο σύστημα οχυρώσεων στον κόσμο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν βδομάδα με τη βδομάδα. Υπήρχαν οκτώ μεγάλες ζώνες άμυνας, σαφώς καθορισμένοι τομείς των τειχών μαζί με συγκεκριμένες πύλες και πύργους, που είχαν ανατεθεί (ξεκινώντας από τον βορρά και με κίνηση αντίστροφη από εκείνη των δεικτών τού ρολογιού), στις οκτώ μεγάλες «γλώσσες» ή ομάδες τής Γαλλίας, τής Γερμανίας, τής Ωβέρνης, τής «Ισπανίας» (Αραγωνία-Καταλωνία), τής Αγγλίας, τής Προβηγκίας, τής Ιταλίας, και τής Καστίλλης με την Πορτογαλία. Κάθε ιππότης πολεμούσε μαζί με τούς συμπατριώτες του. Για παράδειγμα, κατά την άφιξή του στη Ρόδο στις 22-23 Ιουλίου, ακριβώς πριν αρχίσει η πολιορκία, ο Γκαμπριέλε ντι Μαρτινένγκο «έγινε δεκτός στη γλώσσα τής Ιταλίας» (et fut receu en la langue Dytalye).32 Όπως έχουμε αναφέρει στον προηγούμενο τόμο, οι Ιωαννίτες, καθώς και ορισμένα εκκλησιαστικά συμβούλια και πανεπιστήμια, ψήφιζαν κατά έθνη ή, ακριβέστερα, κατά «γλώσσες» (langues). Όντας δεδομένη η γαλλική υπεροχή σε αυτή την οργάνωση, είναι εύκολο να εξηγηθεί η εκλογή ως μεγάλου μάγιστρου τού Βιγιέ ντε λ΄ Ιλ-Αντάμ, ο οποίος ήταν τώρα διοικητής τής ροδιακής φρουράς τού Οσπιταλίου εναντίον των Τούρκων.

Ευρισκόμενος ως συνήθως σε έκτακτη ανάγκη και όπως έγινε και το 1480, ο μεγάλος μάγιστρος είχε απαγορεύσει την αναχώρηση από τη Ρόδο ανδρών και σκαφών, καθώς και την αφαίρεση προμηθειών και εξοπλισμού, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τούς πολιορκημένους στην άμυνά τους εναντίον των Τούρκων. Κατασχέθηκε λοιπόν ένα ενετικό πλοίο στο λιμάνι τής Ρόδου, προς ενόχληση και δυσαρέσκεια τής Γερουσίας, όπου ορισμένα μέλη πρότειναν στις 7 Αυγούστου να γράψουν στον γενικό διοικητή Ντομένικο Τρεβιζάν, τονίζοντας «την επιθυμία τους για συνέχιση τής καλής ειρήνης και φιλίας (μας) με την εξοχότητά του τον Μεγάλο Άρχοντα (Gran Signore)». Ήσαν ακόμη πρόθυμοι να αναθέσουν στον Τρεβιζάν να στείλει ως δώρο μεταξωτό ύφασμα στον διοικητή τού Σουλεϊμάν, τον Μουσταφά πασά, καθώς και να κάνουν παρόμοια χειρονομία φιλίας και εκτίμησης προς τον σουλτάνο κάτω ακριβώς από τα τείχη τής Ρόδου. Ήθελαν να εξηγήσει ο Τρεβιζάν στον Μουσταφά πασά ότι τα ενετικά πλοία ταξίδευαν και έκαναν εμπόριο παντού. Η κατάσχεση ενετικού πλοίου στη Ρόδο από τον λ’ Ιλ-Αντάμ είχε διαταχθεί «χωρίς γνώση μας και ενάντια στη θέλησή μας». Ενώ είναι γνωστό ότι για διακόσια περίπου χρόνια δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ Ενετών και Ιωαννιτών, λόγω τής παρεμπόδισης από τούς τελευταίους τού εμπορίου με τούς μουσουλμάνους και λόγω των μερικές φορές εξωφρενικών πειρατικών τους δραστηριοτήτων, η Σινιορία σίγουρα ανησυχούσε για τη θλιβερή προοπτική τουρκικής κατοχής τής Ρόδου. Αν ο Σουλεϊμάν πετύχαινε, τότε οι Τούρκοι θα αποτελούσαν μεγαλύτερη απειλή από ποτέ για την ενετική ναυτιλία, καθώς και για τα νησιά τής Κύπρου και τής Κρήτης. Η κατευναστική παράταξη στη Γερουσία δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει περισσότερες από δεκαέξι ψήφους στην πρόταση για την αποστολή τής προαναφερθείσας επιστολής προς τον Τρεβιζάν. Η πρόταση καταψηφίστηκε με 168 αρνητικές ψήφους. Δεν υπήρξαν λευκές ψήφοι από γερουσιαστές που θα επιθυμούσαν να παραμείνουν ουδέτεροι (non sinceri) στην προς λήψη απόφαση.33 Αν και δεν θα έπαιρναν τα όπλα εναντίον τού σουλτάνου, όπως ο Κάρολος Ε’ νόμιζε ότι θα έκαναν, τουλάχιστον υπήρχε όριο στην υπακοή τους.

Ο Μουσταφά πασάς ήταν ο δεύτερος βεζύρης και γαμπρός τού σουλτάνου. Αν και ανησυχούσε λειτουργώντας κάτω από το άγρυπνο βλέμμα τού νεαρού κυρίου του, τουλάχιστον ο τελευταίος ήταν παρών για να μοιράζεται μαζί του την ευθύνη. Άρχισαν την πολιορκία με βαριά πυρά πυροβολικού. Τα τείχη υφίσταντο κανονιοβολισμό. Θραύσματα από τα κονιάματα έπεφταν συνεχώς στην πόλη. Στις 10 Αυγούστου το καμπαναριό τής Εκκλησίας τού μοναστηριού τού Αγίου Ιωάννη στο βορειοδυτικό τμήμα τής πόλης, στη συνοικία των Ιπποτών (που ονομαζόταν Κάστρο ή Κολλάκιο), γκρεμίστηκε από τούς Τούρκους πυροβολητές μιας πυροβολαρχίας, που βρισκόταν απέναντι από τον Πύργο τού Αγίου Γεωργίου στον (δυτικό) τομέα τής Ωβέρνης.34 Με την πτώση τού καμπαναριού οι αμυνόμενοι έχασαν ένα πολύτιμο πύργο παρατήρησης, από τον οποίο είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις κινήσεις τού εχθρού και να προειδοποιούν εκείνους που βρίσκονταν στα τείχη και στους δρόμους κάτω από αυτά.

Όμως τις τουρκικές κινήσεις παρακολουθούσαν όχι μόνο από το καμπαναριό, αλλά από κάθε παρατηρητήριο στην Ευρώπη, τρόπος τού λέγειν, ενώ οι εκκλήσεις τού λ’ Ιλ-Αντάμ είχαν σημάνει συναγερμό σε κάθε κράτος και ηγεμόνα στη χριστιανική Δύση, για τον κίνδυνο που παρουσίαζε η επίθεση τού Σουλεϊμάν για τον κόσμο τής Μεσογείου. Στις 25 Αυγούστου 1522 ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ έγραφε στον Σαρλ ντε Πουπέ, τον άρχοντα τής Λα Σω, μέλος τού συμβουλίου αντιβασιλείας που κατείχε τα ηνία τής κυβέρνησης για τον ίδιο μέχρι να ενηλικιωθεί, ότι ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου τον είχε προειδοποιήσει για τον άμεσο κίνδυνο και τού είχε ζητήσει βοήθεια. Ο αυτοκράτορας φοβόταν ότι ο Σουλεϊμάν, «μετά την αδυναμία και τη σχεδόν καταστροφή τού βασιλείου τής Ουγγαρίας» (après avoir debilité et quasi destruict le royaulme de Hungrie), θα απειλούσε, αν πετύχαινε στη Ρόδο, το βασίλειο τής Νάπολης και τής Σικελίας, καθώς και τα εδάφη τής Εκκλησίας. Ο Τούρκος θα βρισκόταν τότε σε εξαιρετική θέση για να κυριαρχήσει σε όλη την Ιταλία «και τελικά να ερημώσει και να καταστρέψει ολόκληρη τη χριστιανοσύνη». Ο Κάρολος περιέγραφε στον Πουπέ ντε λα Σω τα περίπλοκα σχέδιά του για εκστρατεία σε επικουρία τής Ρόδου, αλλά ελάχιστα ή τίποτε δεν φαίνεται να προέκυψε από αυτά.35 Στο εμπόλεμο νησί ο φοβερός αγώνας συνεχιζόταν.

Με ενθαρρυντικές μνήμες τής τουρκικής αποτυχίας εναντίον τής Ρόδου το 1480, οι πολύγλωσσοι υπερασπιστές τής πόλης επάνδρωναν τις θέσεις τους με μεγάλη αποφασιστικότητα. Για άλλη μια φορά Λατίνοι και Έλληνες πολεμούσαν δίπλα-δίπλα. Φοβούνταν περισσότερο τούς Τούρκους σκαπανείς παρά τούς γενίτσαρους. Οι εκρήξεις των σκαπανέων κατέστρεψαν τμήματα τού εξωτερικού τείχους κατά μήκος τού (νότιου) αγγλικού τομέα, αλλά τρεις βαριές επιθέσεις νικήθηκαν εδώ στις 4, 9 και 17 Σεπτεμβρίου. Ο μεγάλος μάγιστρος πήγαινε πάντοτε εκεί που υπήρχε πρόβλημα και έτσι βρισκόταν συνήθως στον αγγλικό τομέα.36 Στις 20 και 24 Σεπτεμβρίου γενικές επιθέσεις σε όλο το μήκος των τειχών απωθήθηκαν με σφοδρές μάχες. Οι Τούρκοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες, αλλά πολύ απλά υπήρχαν πάρα πολλοί από αυτούς.37 Φαινόταν ότι μόνο ένα θαύμα (όπως το 1480) θα μπορούσε ίσως να διατηρήσει την πόλη σε χριστιανικά χέρια. Τον Οκτώβριο οι υπερασπιστές αποδυναμώθηκαν ιδιαίτερα. Υπήρξαν άλλες πέντε επιθέσεις στον αγγλικό τομέα από τις 1 μέχρι τις 13 Οκτωβρίου. Απωθήθηκαν όλες, αλλά στις 10 Οκτωβρίου το ισπανικό τείχος είχε ρηγματωθεί, πράγμα «που ήταν πολύ κακότυχη μέρα για εμάς» (qui fut une iournée mal fortunée pour nous), λέει ο Ζακ ντε Μπουρμπόν, «και η αρχή τής απώλειάς μας» (et commencement de nostre perdition).38 Δεν μπορούσαν να αποβάλουν τούς Τούρκους από εκεί. Όμως ήσαν περιορισμένοι στην περιοχή τού ρήγματος από εσωτερικά τείχη, που είχαν κατασκευαστεί βιαστικά για να αποτρέψουν την προέλασή τους. Μέρα με τη μέρα ο αγώνας συνεχιζόταν χωρίς ανάπαυλα. Περί το τέλος Οκτωβρίου το ρήγμα ήταν αρκετά ευρύ, ώστε να μπορούν να ιππεύουν μέσα από αυτό τριάντα ή σαράντα ιππείς, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο λ’ Ιλ-Αντάμ πήρε θέση πίσω από τα αυτοσχέδια τείχη, όπου παρέμεινε (λέει ο Ζακ ντε Μπουρμπόν) για τριαντατέσσερις ημέρες, μέχρι το τέλος τής μάχης.39 Στις 14 Νοεμβρίου οι Τούρκοι «άρχισαν να γκρεμίζουν το εν λόγω νέο τείχος». Φαινόταν σαφές, ότι βρίσκονταν στη Ρόδο για να παραμείνουν εκεί.40 Αρκετά μπριγαντίνια είχαν διασπάσει επιτυχώς τον τουρκικό αποκλεισμό, ενώ στις 15 Νοεμβρίου δύο μεγαλύτερα σκάφη μπήκαν με ασφάλεια στο λιμάνι τής Ρόδου, φέρνοντας εικοσιπέντε περίπου άνδρες, οι μισοί από τούς οποίους ήσαν Ιππότες.41 Αλλά ενισχύσεις δύο και τριών ανδρών κάθε φορά (όπως γινόταν συνήθως) ή ακόμη και εικοσιπέντε, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορούσαν να μεταβάλουν αυτό που φαινόταν τώρα να είναι προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Ο λ’ Ιλ-Αντάμ είχε τόσο λόγο να ανησυχεί για την απώλεια ενός μόνο ιππότη στα τείχη, όσον είχε ο Σουλεϊμάν για την απώλεια δέκα ή δώδεκα ανδρών από την επιθετική δύναμη, η οποία (εκτός από τούς Τούρκους) περιλάμβανε Σέρβους, Βόσνιους, Βλάχους, Βούλγαρους, Έλληνες και άλλους.

Στις 13 Νοεμβρίου (1522) ο μεγάλος μάγιστρος λ’ Ιλ-Αντάμ έγραφε στον ανηψιό του Φρανσουά ντε Μονμορενσύ, μικρότερο αδερφό τού επιφανούς Ανν, ότι οι Ιωαννίτες είχαν μέχρι εκείνη την ημερομηνία αντέξει σε εννέα μεγάλες επιθέσεις, «και πάντoτε με τη βοήθεια τού Κυρίου μας απωθήσαμε τούς εχθρούς με μεγάλη δική τους απώλεια ανδρών» (et tousjours avec l’ ayde de Nostre Seigneur repoulsé noz ennemiz avec grosse perte de leur gens). Εκτός από το βαρύ πυροβολικό των Τούρκων ο μεγάλος μάγιστρος φοβόταν τις νάρκες, πενήντα από τις οποίες είχαν τοποθετηθεί στα θεμέλια των τειχών.42 Από αυτές δέκα είχαν αναφλεγεί, παρά τις ξέφρενες προσπάθειες υπονόμευσης των χριστιανών αλλά, «ευχαριστώντας τον Θεό» (graces à Dieu), τα τείχη παρέμεναν ακόμη σε μεγάλο βαθμό ανέπαφα. Πολλοί χάνονταν από αρρώστιες στο τουρκικό στρατόπεδο. Η υπονόμευση και το πυροβολικό των χριστιανών σκότωνε άλλους. Αναφερόταν ότι ο σουλτάνος είχε χάσει 50.000 από τούς καλύτερους στρατιώτες του. Όμως οι Τούρκοι σχεδίαζαν να παραμείνουν εκεί ολόκληρο τον χειμώνα και οι συνθήκες στο φρούριο τής Ρόδου είχαν γίνει απελπιστικές. Όλες οι ελπίδες είχαν εναποτεθεί στον βασιλιά τής Γαλλίας. Αν δεν ερχόταν γρήγορα η βοήθειά του, ο λ’ Ιλ-Αντάμ δεν έβλεπε «κανένα τρόπο για να μπορέσουν να αντισταθούν σε τόσο μεγάλη δύναμη».43

Ο απογοητευμένος σουλτάνος απομάκρυνε στις 27 Οκτωβρίου τον Μουσταφά πασά από την ανώτατη διοίκηση των τουρκικών δυνάμεων και τον έστειλε μακριά, να γίνει κυβερνήτης τής Αιγύπτου, διορίζοντας ως στρατιωτικό διοικητή τον εχθρό του, τον Αχμέτ πασά.44 Οι βροχές άρχισαν στις 25 Οκτωβρίου και παρ’ όλα αυτά οι Τούρκοι αποφάσισαν σε συμβούλιο (divan) στις 31 τού μηνός (όπως σημειώνεται στην επιστολή τού λ’ Ιλ-Αντάμ τής 13ης Νοεμβρίου) να περάσουν τον χειμώνα στην Ρόδο. Ο στόλος στάλθηκε πίσω σε ασφαλέστερο αγκυροβόλιο στο λιμάνι Μαρμαρίς τής ηπειρωτικής χώρας. Όμως οι Τούρκοι συνέχιζαν τρομερό κανονιοβολισμό, όπως μάς πληροφορεί ο Ζακ ντε Μπουρμπόν, «και πιστεύω ακράδαντα ότι από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, ποτέ δεν έβαλλε εναντίον μιας πόλης τόσο μανιώδες πυροβολικό, ούτε σε τόσο μεγάλη ποσότητα, όπως γίνεται στη Ρόδο κατά τη διάρκεια αυτής τής πολιορκίας».45

Οι πολιορκούμενοι χριστιανοί εύρισκαν την προσπάθεια σχεδόν ανυπόφορη. Υπήρχαν συνεχείς φήμες για προδοσία, ακόμη και στις τάξεις των Ιπποτών. Στις 30 Οκτωβρίου, όταν το ρήγμα στο ισπανικό τείχος ήταν αρκετά φαρδύ, ώστε να περάσει από αυτό ολόκληρο σώμα ιππικού, ο καγκελλάριος Αμαράλ κατηγορήθηκε για προδοτική επικοινωνία με τον εχθρό. Ο Ζακ ντε Μπουρμπόν παρέχει λεπτομερή και πικρή περιγραφή τής υπόθεσης Αμαράλ (affaire Amaral). Ο καγκελλάριος συνελήφθη με εντολή τού μεγάλου μάγιστρου και φυλακίστηκε στον Πύργο τού Αγίου Νικολάου. Εξετάστηκε, σύμφωνα με το έθιμο, από δύο ιππότες τού μεγάλου σταυρού και από τούς δικαστές τής καστελλανίας. Μεταξύ των τελευταίων ήταν πιθανώς ο Φοντάνους, νομικός από τη Μπρυζ, δικαστής στο ροδιακό εφετείο και Λατίνος χρονικογράφος τής πολιορκίας. Ο αλαζονικός Αμαράλ ήταν πολύ αντιπαθής. Υπήρχαν αρκετοί μάρτυρες εναντίον του. Εκείνος αρνήθηκε τις κατηγορίες, ακόμη και κάτω από βασανιστήρια. Όμως κρίθηκε ένοχος, τού αφαιρέθηκε ο σταυρός τού Ιωαννίτη σε επίσημη τελετή στην εκκλησία τού μοναστηριού, στον Άγιο Ιωάννη, στις 7 Νοεμβρίου, ενώ εκτελέστηκε την επόμενη μέρα και το κεφάλι του τοποθετήθηκε στον Πύργο τού Αγίου Γεωργίου, βλέποντας προς τούς Τούρκους στον τομέα τής Ωβέρνης. Το σώμα του κόπηκε στα τέσσερα και τα κομμάτια κρεμάστηκαν στους προμαχώνες τής Ωβέρνης και τής Ισπανίας, τής Αγγλίας και τής Ιταλίας. Έτσι πέθανε ο Αντρέας Αμαράλ, ο οποίος είχε υπηρετήσει το Τάγμα για σαράντα χρόνια, αλλά «του οποίου η προδοσία πιστεύω ότι ήταν μεγαλύτερη από εκείνη τού Ιούδα … γιατί η προδοσία τού Ιούδα στο τέλος είχε ως αποτέλεσμα την ευημερία και σωτηρία τού ανθρώπινου γένους, ενώ αυτή η προδοσία υπήρξε ο κύριος λόγος για την απώλεια τής Ρόδου».46 Μέχρι την τελευταία στιγμή ο Αμαράλ δεν ζήτησε καμία συγγνώμη από τον Θεό ή από άνθρωπο, όπως μάς λένε, για τον τρόπο που είχε ζήσει. Κατά την εκτέλεσή του, έσπρωξε κατά μέρος την εικόνα τής Παναγίας. Πέθανε με εμφανή περιφρόνηση για τούς συναδέλφους του Ιωαννίτες, ειδικά για τον ευσεβή μεγάλο μάγιστρο, για τον οποίο προφανώς πίστευε ότι διαχειριζόταν άσχημα την υπεράσπιση τής Ρόδου. Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν την τάση να βλέπουν τον Αμαράλ ως μάρτυρα. Δεν είναι σαφές από την περιγραφή τού Φοντάνους γι’ αυτόν, ότι ο νομικός τον θεωρούσε ένοχο.47

Οι Τούρκοι επανέλαβαν τις βαριές επιθέσεις τους στα τέλη Νοεμβρίου, χάνοντας τετρακόσιους ή πεντακόσιους άνδρες στις 22 τού μηνός, σε προσπάθεια κατάληψης εξ εφόδου τού ιταλικού τομέα, στα νοτιοανατολικά τής πόλης, «ενώ οι δικές μας ζημίες σε νεκρούς και τραυματίες ήσαν εξίσου μεγάλες». Όλη μέρα και όλη νύχτα στις 28 τού μηνός το τουρκικό πυροβολικό σφυροκοπούσε το νέο τείχος και τα αναχώματα στον ισπανικό προμαχώνα στα νοτιοδυτικά, ρίχνοντας 150 βολές σε προσπάθεια αξιοποίησης τού μοναδικού σημείου άμεσης πρόσβασής τους προς τούς υπερασπιστές. Στις 29 τού μηνός έγιναν ταυτόχρονες επιθέσεις με ισχυρές δυνάμεις στα ισπανικά και τα ιταλικά τείχη, αλλά απωθήθηκαν και πάλι με βαριές απώλειες.48 Το πάθος των Τούρκων καταστελλόταν από τις καταρρακτώδεις βροχές, καθώς και από την ανδρεία των Ιπποτών και των Ροδίων που πολεμούσαν μαζί τους. Όμως τέσσερις μήνες μάχης είχαν προξενήσει μεγάλες απώλειες στους αμυνόμενους. Οι νότιες περιοχές των τειχών τους υποχωρούσαν κάτω από το τρομερό σφυροκόπημα τού τουρκικού πυροβολικού. Δεκατέσσερις πυροβολαρχίες των τριών κανονιών έβαλλαν για όλο αυτό το διάστημα κατά τού ισπανικού και τού αγγλικού τομέα, ενώ δεκαεπτά άλλες κατά τού ιταλικού τομέα.49 Τα αποθέματα των χριστιανών σε πυρίτιδα λιγόστευαν πολύ. Τα ρήγματα στα τείχη επισκευάζονταν με κατεδαφίσεις σπιτιών. Δεν υπήρχαν πια αρκετοί άνδρες, ώστε να καταλάβουν το σύνολο των θέσεων κατά μήκος των τειχών.

Την 1η Δεκεμβρίου ένας Γενουάτης ονομαζόμενος Τζιρολάμο Μονίλια, σταλμένος προφανώς από τούς Τούρκους, εμφανίστηκε κάτω από τη θέση τής Ωβέρνης, ακριβώς βόρεια τής ισπανικής θέσης, για να ζητήσει από τούς Ιππότες να παραδοθούν, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως μεσολαβητής. Τον έδιωξαν. Επέστρεψε δύο μέρες αργότερα, ισχυριζόμενος ότι είχε επιστολή από τον Σουλεϊμάν για τον λ’ Ιλ-Αντάμ. τού είπαν και πάλι να φύγει, «ενώ κάποιος πυροβόλησε προς το μέρος του για να επισπεύσει την αναχώρησή του». Προτροπές για παράδοση ρίχνονταν με βλήματα πάνω από τα τείχη. Έγιναν κι άλλες προσπάθειες προσέγγισης μελών τής φρουράς. Ο μεγάλος μάγιστρος απαγόρευσε κάθε επικοινωνία με τούς Τούρκους απεσταλμένους, «θεωρώντας ότι η πόλη για την οποία ζητούνταν διαπραγμάτευση είχε μισοχαθεί» (considerant que ville qui parlemente est à demy perdue). Όμως είχε ήδη χαθεί περισσότερη από τη μισή Ρόδο, ενώ υπήρχαν φήμες ότι ο Τούρκος θα δεχόταν την πόλη με ανθρώπινους όρους παράδοσης. Αντιπροσωπείες Ελλήνων και Λατίνων επισκέπτονταν τον μεγάλο μάγιστρο τώρα και αργότερα, προτρέποντάς τον να λάβει υπόψη του τις συζύγους και τα παιδιά τους.50 Συγκλήθηκε συμβούλιο των Ιπποτών, τού οποίου προέδρευσε ο μεγάλος μάγιστρος. Ο κύριος ντε Σαιν-Ζιλ, που ήταν υπεύθυνος για τα πυρομαχικά, είπε ότι δεν είχε τούς απαιτούμενους άνδρες για να μετακινήσει ένα κανόνι από το ένα μέρος στο άλλο. Ίσως δεν υπήρχε αρκετό μπαρούτι για να ανταποκριθεί σε τουρκική επίθεση. Γνώμη τού κυρίου ντε Σαιν-Ζιλ ήταν ότι η πόλη είχε χαθεί. Στη συνέχεια ανέφερε ο Γκαμπριέλε ντι Μαρτινέγκο. Οι Τούρκοι ήσαν σταθερά εδραιωμένοι στο μεγάλο ρήγμα, το οποίο είχε τώρα μήκος μεγαλύτερο από 100 πόδια και πλάτος μεγαλύτερο από 70. Δύο άλλες περιοχές των τειχών χάνονταν επίσης. Οι περισσότεροι από τούς Ιππότες και τούς άλλους πολεμιστές ήσαν νεκροί ή τραυματίες. Τα πυρομαχικά τελείωναν. Συμφωνούσε με τη γνώμη τού κυρίου Σαιν-Ζιλ, ότι η πόλη θα χανόταν στην επόμενη μεγάλη τουρκική επίθεση. Ο μεγάλος μάγιστρος και οι Ιππότες δεν μπορούσαν παρά να αποδεχτούν τις κρίσεις των δύο εμπειρογνωμόνων τους, ενώ τώρα σκέφτονταν τα άγια λείψανα και την ευημερία των ανθρώπων. Όμως υπήρξε πολλή συζήτηση, «και των υπέρ και των κατά, ενώ υπήρχαν διάφορες γνώμες» (et le pro et le contra, et y eut diverses oppinions). Μερικοί από τούς Ιππότες ήθελαν ακόμη να πεθάνουν για την πίστη, αλλά στο τέλος το συμβούλιο αποφάσισε να συνθηκολογήσει, γιατί θα ήταν πιο αρεστό στον Θεό να σωθούν τόσο πολλοί απλοί άνθρωποι (menu peuple), ανυπεράσπιστες γυναίκες και μικρά παιδιά. Μιλούσαν για την τύχη τής Μεθώνης και, πιο πρόσφατα, για εκείνη τού Βελιγραδίου.51

Στις 10 Δεκεμβρίου (1522) δύο Τούρκοι, μάλλον μυστηριωδώς, παρέδωσαν επιστολή για τον λ’ Ιλ-Αντάμ, η οποία, έλεγαν, προερχόταν από τον σουλτάνο. Ο μεγάλος μάγιστρος τη διάβασε στο συμβούλιο των Ιπποτών. Ανέφερε ότι, αν η πόλη παραδινόταν τώρα, όλοι οι Ιππότες και οι άλλοι άνθρωποι κάθε κατάστασης μπορούσαν να φύγουν με τα κινητά αγαθά τους, χωρίς φόβο παρενόχλησης από τα στρατεύματά του. «Και αυτό ορκιζόταν και υποσχόταν στην πίστη του, ενώ υπήρχε η υπογραφή του με χρυσά γράμματα». Χρειαζόταν ειδική συνεδρίαση τού συμβουλίου για να γίνει αποδεκτή η προσφορά τού σουλτάνου, αλλά αυτή έγινε, και στις 11 τού μηνός ο μεγάλος μάγιστρος έστειλε ως εκπροσώπους του στον σουλτάνο έναν ιππότη τής Ωβέρνης ονομαζόμενο Αντουάν ντε Γκρογιέ και ένα Λατίνο κάτοικο τής πόλης, τον Ρομπέρτο Περούτσι, που ήταν δικαστής τής καστελλανίας. Μιλούσαν και οι δύο άπταιστα ελληνικά. Ρυθμίστηκε εκεχειρία τριών ημερών με τον Αχμέτ πασά, ο οποίος το πρωί στις 12 τού μηνός πήγε ο ίδιος τούς δύο χριστιανούς απεσταλμένους στο περίπτερο τού σουλτάνου. Ο Σουλεϊμάν αρνήθηκε ότι είχε ζητήσει να τού σταλεί πρεσβεία. Έλεγε ότι δεν είχε γράψει την επιστολή («non-obstant il scavoit bien le contraire»), αλλά όταν τελείωσαν οι διπλωματικές αντεγκλήσεις και υπεκφυγές, ο ίδιος επανέλαβε ουσιαστικά τούς ίδιους όρους. Πρόσθεσε επίσης ότι είχε την πρόθεση να παραμείνει στη Ρόδο μέχρι να παρθεί η πόλη και το φρούριο, ακόμη κι αν για να γίνει αυτό «χρειαζόταν να πεθάνει ολόκληρη η Τουρκία». Ο Περούτσι επέστρεψε στον μεγάλο μάγιστρο και στο συμβούλιο. Ο Αχμέτ πασάς κράτησε τον ιππότη Αντουάν μαζί του. Μιλούσαν για την πολιορκία, προφανώς μέχρι αργά τη νύχτα. Ο Αντουάν ζήτησε από τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή να τού πει ειλικρινά πόσες ήσαν οι απώλειες τού σουλτάνου μέχρι την ώρα που μιλούσαν. Ο Αχμέτ πασάς είπε ότι περισσότεροι από 64.000 είχαν σκοτωθεί και ότι 40.000 ή 50.000 είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Στο μεταξύ ο Περούτσι ενημέρωσε τον λ’ Ιλ-Αντάμ ότι ο σουλτάνος είχε πει ότι ήθελε γρήγορη απάντηση, «ναι ή όχι» (ou si, ou non). Δύο ή τρία συμβούλια είχαν ήδη πάρει την απόφαση. Όμως οι Αντουάν ντε Γκρογιέ και Περούτσι δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί να διαπραγματευτούν την παράδοση. Στάλθηκαν στον Σουλεϊμάν δύο άλλοι απεσταλμένοι, για να ζητήσουν περισσότερο χρόνο, ώστε ο μεγάλος μάγιστρος να μπορέσει να συζητήσει και πάλι το θέμα με τούς Ιππότες και με τούς Λατίνους και Έλληνες κατοίκους τής πόλης. Ο Σουλεϊμάν διέταξε αμέσως τις τουρκικές πυροβολαρχίες να επαναλάβουν τα πυρά, στα οποία οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να αντιδράσουν σχεδόν καθόλου, γιατί δεν είχαν άλλα πυρομαχικά. Αυτά, λέει ο Ζακ ντε Μπουρμπόν, έγιναν στις 15 ή 16 Δεκεμβρίου.52

Σύμφωνα με τον Φοντάνους, ένας Γάλλος ιππότης παραβίασε την εκεχειρία πυροβολώντας Τούρκους που φαίνονταν να πλησιάζουν τα τείχη τής πόλης για να τα ελέγξουν. Δηλώνει επίσης ότι εκείνη τη στιγμή έφτασε πλοίο από την Κρήτη, χωρίς να το γνωρίζει η Ενετική Γερουσία, φέρνοντας κρασί και εκατό Λατίνους εθελοντές.53 Ο Ζακ ντε Μπουρμπόν επιβεβαιώνει την άφιξη ενός μικρού πλοίου με κρασί και πάνοπλους άνδρες στο λιμάνι τής Ρόδου στις 16 Δεκεμβρίου. Είχε φύγει από τον Χάνδακα, κατευθυνόμενο στην Φλάνδρα με το κρασί, ενώ μετέφερε ως επιβάτες κάποιους Ιωαννίτες, που είχαν πει ότι κατευθύνονταν στη Σικελία. Όμως οι Ιππότες κατέλαβαν το πλοίο εν πλω και σε αυτό οφειλόταν η άφιξή του στη Ρόδο. Το κρασί ήταν πολύ ευπρόσδεκτο. Για δύο μήνες οι περισσότεροι από τούς κατοίκους είχαν μόνο νερό για να πιουν.54 Στις 17 και 18 τού μηνός οι Τούρκοι εξαπέλυσαν βαριές επιθέσεις κατά τού ισπανικού πύργου. Η πρώτη απωθήθηκε. Η δεύτερη κατέλαβε το τείχος. Από αυτή τη νέα πλεονεκτική θέση οι Τούρκοι άρχισαν αμέσως επίθεση κατά τής δεξιάς πτέρυγας τού γειτονικού αγγλικού τείχους. Ο λ’ Ιλ-Αντάμ ενημέρωσε τούς δεχόμενους τα πυρά ότι τώρα θα είχαν την ευκαιρία να πεθαίνουν πολεμώντας, πράγμα που προηγουμένως είχαν πει ότι ήθελαν, αλλά η τελευταία επιτυχία των Τούρκων είχε μετριάσει τον ενθουσιασμό τους για συνέχιση τής μάχης. Στέλνονταν τώρα κι άλλοι πρεσβευτές στο τουρκικό στρατόπεδο. Οι όροι τής παράδοσης υπογράφτηκαν δεόντως στις 20 Δεκεμβρίου:55 Οι εκκλησίες στη Ρόδο θα γίνονταν σεβαστές. Οι παλιές θα μπορούσαν να επισκευαστούν, αλλά ακόμη να χτιστούν και νέες. Οι γιοι των κατοίκων δεν θα παίρνονταν στο παιδομάζωμα (ντεβσιρμέ) για υπηρεσία στους γενίτσαρους. Κανένας δεν θα υποχρεωνόταν να αποδεχτεί το Ισλάμ. Κανένας δεν θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τη Ρόδο αμέσως, αλλά θα είχε μέχρι τρία χρόνια για να αποφασίσει. Σε εκείνους που θα επέλεγαν να παραμείνουν έπρεπε να εξασφαλίζεται η περιουσία τους και να είναι απαλλαγμένη από φόρο για πέντε χρόνια. Οι Ιωαννίτες έπρεπε να φύγουν από τη Ρόδο μέσα σε δέκα ή δώδεκα μέρες. Μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα και την περιουσία τους. Αν ήταν αναγκαίο, θα τούς παρέχονταν πλοία και προμήθειες για να τούς μεταφέρουν μέχρι την Κρήτη. Έπρεπε επίσης να παραδώσουν, πέρα από την πόλη και το φρούριο τής Ρόδου, το νησιωτικό φρούριο τής Κω και το φρούριο τής ηπειρωτικής χώρας στο Μποντρούμ (Αλικαρνασσός), καθώς και τα κάστρα Φεράκλου, Λίνδου και Μονολίθου, όπου τα τρία τελευταία βρίσκονταν φυσικά στο νησί τής Ρόδου.56 Οι δυσαρεστημένοι Τούρκοι στρατιώτες έκαναν κάποιες παράνομες λεηλασίες. Ο μεγάλος μάγιστρος και ο σουλτάνος (αξιόλογη χειρονομία) αντάλλαξαν επισκέψεις. Όμως οι λατινικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, αν και συνολικά οι Τούρκοι τήρησαν τούς γενναιόδωρους όρους, που είχε χορηγήσει ο σουλτάνος στους ηττημένους ιππότες. Την 1η Ιανουαρίου 1523 ο μεγάλος μάγιστρος απέπλευσε για την Κρήτη καθώς έπεφτε η νύχτα στο λιμάνι τής Ρόδου,57 όπου για περισσότερους από δύο αιώνες οι προκάτοχοί του είχαν κυβερνήσει σαν δόγηδες στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.

Σταματώντας στον Χάνδακα, όπου έγινε δεκτός από τον δούκα και τον Ενετό γενικό διοικητή Ντομένικο Τρεβιζάν «με μεγάλη τιμή και ευγένεια», ο μεγάλος μάγιστρος λ’ Ιλ-Αντάμ έστειλε στον πάπα Αδριανό ΣΤ’ και στους Ευρωπαίους ηγεμόνες επίσημη ανακοίνωση τής πτώσης τής Ρόδου και των συνθηκών που τη συνόδευσαν. Ύστερα από παραμονή μερικών εβδομάδων στον Χάνδακα, ο λ’ Ιλ-Αντάμ και οι ιππότες του συνέχισαν την πορεία τους, παρά τις κακές καιρικές συνθήκες, προς τη Σικελία, όπου έφτασαν στις 30 Απριλίου (1523). Ο λ’ Ιλ-Αντάμ ήταν ντυμένος πένθιμα, καταπιεζόμενος από μελαγχολία και ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες τού ταξιδιού.58 Στις 7 Φεβρουαρίου, ενώ βρισκόταν ακόμη στον Χάνδακα, είχε γράψει και πάλι στον ανηψιό του, τον Φρανσουά ντε Μονμορενσύ, άρχοντα τής Λα Ροσπώ, ανακεφαλαιώνοντας την καταστροφή: Ο Τούρκος είχε προξενήσει τελικά ένα ρήγμα στο τείχος στη Ρόδο τόσο μεγάλο, ώστε τριάντα ή σαράντα έφιπποι άνδρες μπορούσαν να εισέλθουν έφιπποι ο ένας δίπλα στον άλλο και από το οποίο ο εχθρός είχε προχωρήσει 150 βήματα μέσα στην πόλη, παρά τούς δύο (παράλληλους) τοίχους αντεπιστροφής και τα αμυντικά έργα (κατασκευασμένα σε ορθή γωνία ως προς τα εσωτερικά άκρα τους). Για περίπου τριανταέξι μέρες (από τις 14 Νοεμβρίου, όπως καθιστά σαφές ο Ζακ ντε Μπουρμπόν)59 γινόταν στην περιοχή αυτή μάχη εκ τού σύνεγγυς. Σύμφωνα με τον λ’ Ιλ-Αντάμ ο σουλτάνος, έχοντας χάσει 80.000 άνδρες στη μάχη και από ασθένεια, είχε τελικά προσφέρει ευνοϊκούς όρους παράδοσης: Οι ιππότες μπορούσαν να αναχωρήσουν με ασφάλεια με την περιουσία τους. Όσοι επιθυμούσαν να παραμείνουν, μπορούσαν να ζουν για πέντε χρόνια απαλλαγμένοι από κάθε φόρο, ενώ ποτέ δεν θα έχαναν τα παιδιά τους στην Πύλη, για υπηρεσία στο σώμα των γενιτσάρων, όπως γινόταν στην Ελλάδα. Έχοντας αναβάλει την απόφασή τους για μερικές ημέρες, βλέποντας ότι περαιτέρω αντίσταση ήταν αδύνατη λόγω έλλειψης ανδρών, πυρίτιδας, πυρομαχικών, ακόμη και ελπίδας, «από συμπόνια προς τόσο πολλούς κοινούς ανθρώπους που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία μας» (ayans compassion de tant de menu peuple estant en nostre jurisdicion), ο μεγάλος μάγιστρος και οι Ιππότες είχαν αποδεχτεί τούς όρους, που χορηγήθηκαν ως τέτοιοι από τη χάρη τού Θεού, που μόνος είχε δώσει βοήθεια στη Ρόδο κατά τη διάρκεια των μακρών μηνών τής πολιορκίας. Ο Τούρκος μπήκε στην πόλη την ημέρα των Χριστουγέννων (1522) και την πρώτη μέρα τού έτους ο μεγάλος μάγιστρος και οι ιππότες απέπλευσαν για την Κρήτη. Στη συνέχεια ο λ’ Ιλ-Αντάμ και οι ιππότες θα επέστρεφαν στην Ευρώπη. «…Θα πάμε στον Άγιο Πατέρα [Αδριανό ΣΤ’] και τον βασιλιά [Φραγκίσκο Α’], για να κάνουμε ό,τι επιθυμούν σε σχέση με το Τάγμα μας [Religion] για την υπηρεσία στη χριστιανική πίστη».60

Όμως ο άγιος πατέρας στον οποίο υπέβαλαν οι ιππότες τη θλιβερή αναφορά τους δεν ήταν ο Αδριανός ΣΤ’, ο οποίος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1523, ένα έτος και δεκαπέντε μέρες μετά τη στέψη του, αλλά ο Κλήμης Ζ’, ο πρώην Τζούλιο ντε Μέντιτσι, εξάδελφος τού Λέοντος Ι’, ο οποίος τον είχε κάνει καρδινάλιο πριν δέκα χρόνια. Οι λόγοι για την απώλεια τής Ρόδου παρουσιάζονταν πλέον επίσημα σε αγόρευση στα λατινικά, που δόθηκε ενώπιον τού Κλήμεντος στις 18 Δεκεμβρίου 1523 από ένα λαμπρό νεαρό ιππότη, τον Τομά Γκυσάρ, τότε περίπου εικοσιπέντε ή εικοσιέξι ετών, διδάσκαλο και των δύο δικαίων και συνήγορο και απολογητή τού λ’ Ιλ-Αντάμ στην παπική κούρτη. Καθώς ο Τομά άρχιζε να απευθύνεται στη συνέλευση, παρατήρησε ότι η θλιβερή μνήμη τής παράδοσης παρεμπόδιζε τη σκέψη του και ότι ανάβλυζαν δάκρυα παρεμποδίζοντας τη δύναμη τού λόγου του. Ξανά και ξανά τα μάτια του πρέπει να μετακινούνταν από το μελαχρινό, όμορφο πρόσωπο τού πάπα προς το ταλαιπωρημένο, λευκό πρόσωπο τού μεγάλου μάγιστρου, «ο οποίος μού είχε δώσει εντολή να μιλήσω γι’ αυτόν και για ολόκληρο το Τάγμα, τού οποίου είχε την ευθύνη».61

Υπενθυμίζοντας την αυτοκρατορική φιλοδοξία τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, «του δωδέκατου τύραννου τής οθωμανικής οικογένειας», ο Τομά μιλούσε για την κατάληψη τού Βελιγραδίου από αυτόν και τη μαζική κίνησή του εναντίον τής Ρόδου, η κατάκτηση τής οποίας είχε γίνει απαραίτητη με την πρόσφατη απόκτηση τής Συρίας και τής Αιγύπτου από τούς Τούρκους. Υπήρχαν εκείνοι που υποστήριζαν ότι ο Σουλεϊμάν είχε δεσμευτεί με όρκο στον ετοιμοθάνατο πατέρα του Σελήμ, «ότι μόλις μπορούσε, θα ετοίμαζε εκστρατεία εναντίον των Ιπποτών τής Ρόδου». Γνωρίζοντας καλά τα τρομερά μίση και τις διαφωνίες που χώριζαν τού χριστιανούς ηγεμόνες τον ένα από τον άλλο και παρεμπόδιζαν τη βοήθειά τους προς τούς Ιππότες, ο Σουλεϊμάν έκανε τεράστιες και απίστευτα γρήγορες προετοιμασίες για την επίθεσή του. Απαιτώντας πρώτα με επιστολή την παράδοση τής Ρόδου, την οποία οι ιππότες αρνήθηκαν τολμηρά, ο σουλτάνος έστειλε τον στόλο του εναντίον τής πόλης τους. Έφτασε περίπου τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ιωάννη με κάπου 300 γαλέρες και άλλα μεγάλα πλοία. Ο τουρκικός στρατός περιλάμβανε περίπου 200.000 άνδρες, από τούς οποίους 60.000 λεγόταν ότι ήσαν σκαπανείς (metallici). Ο Τομά αναφέρει ότι για να αντιπαραταχθούν σε τέτοιους αριθμούς υπήρχαν μόλις 600 Ιππότες και 5.000 Ροδίτες που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Αυτά τα στοιχεία, που παρουσιάστηκαν επισήμως ενώπιον τόσο τον πάπα όσο και τού μεγάλου μάγιστρου, πρέπει να θεωρούνται ως μέρος τής επίσημης εκδοχής των ιπποτών για την πολιορκία. Φυσικά κανένας χριστιανός δεν ήξερε το μέγεθος των τουρκικών δυνάμεων. Πιθανώς ούτε ο ίδιος ο Σουλεϊμάν δεν το ήξερε, παρά μόνο σε όρους ασαφών προσεγγίσεων. Οι ιππότες είχαν ακριβή γνώση τού δικού τους αριθμού (εισέπρατταν αποδοχές, τούς ανατίθεντο καθήκοντα και διοργανώνονταν τελετές, που προϋπέθεταν τέτοια γνώση). Αν και οι 5.000 ακούγονται σαν πολύ πιθανός αριθμός των Ροδίων, Λατίνων και Ελλήνων, που συνεισέφεραν στην άμυνα τής πόλης, εδώ δεν έχουμε ισχυρότερη θεμελίωση τού αριθμού, γιατί τα στοιχεία δεν καθίστανται πραγματικά απλώς και μόνο επειδή δείχνουν να είναι λογικά.

Συνοπτικά αλλά γραφικά ο Τομά περιέγραψε την πολιορκία στον πάπα, δεκαπέντε σκληρές συγκρούσεις σε έξι μήνες, την προδοσία τού Αμαράλ, το άθλιο σφυροκόπημα από τα κανόνια, τις απώλειες των χριστιανών, την έλλειψη πυρομαχικών, τη σφαγή των Τούρκων, τον ηρωισμό, τις κακουχίες και την τελική παράδοση υπό τούς πιο αξιότιμους όρους. Αναφέρθηκε στις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι Ιωαννίτες στους χριστιανούς κατά τη διάρκεια των δέκα γενεών κατά τις οποίες είχαν την κατοχή τής Ρόδου, διατηρώντας στο νησί το κύριο ανατολικό προπύργιο τής πίστης εναντίον των Τούρκων, ένα καταφύγιο για τούς προσκυνητές και τούς ναυτικούς, μια συνεχώς παρούσα βοήθεια για τούς αβοήθητους, τούς φτωχούς και τούς άρρωστους. Η απώλεια τής Ρόδου αποτελούσε καταστροφή που θα την θρηνούσαν για πάντοτε, έλεγε, ενώ τη θρηνούσε και ο ίδιος, χρησιμοποιώντας κάθε ρητορικό σχήμα που ήξερε για να εντυπωσιάσει τον πάπα, ότι η πτώση τής Ρόδου έσβηνε την τελευταία ελπίδα των ανατολικών χριστιανών και των χριστιανών στην Ανατολή. Αλλά συγχαίροντας τον Κλήμεντα Ζ’ για την άνοδό του στον παπικό θρόνο, ο Τομά συνέχαιρε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο: «Ω ευτυχισμένη οικογένεια των Μεδίκων, που μπορεί να υπερηφανεύεται για τέτοιον απόγονο!» (O beatam Medicum familiam, quae tanto gloriatur alumno!). Αποδίδοντας υπερβολικές αρετές στους Μέδικους και φανταστικές στον αναποφάσιστο Κλήμεντα, ο Τομά έβλεπε τώρα την αρχή μιας νέας εποχής με την παπική θητεία τού Κλήμεντα, απλώνοντας γιρλάντες τής πιο πλήρους κολακείας στα πόδια τού αποστολικού θρόνου, όπου ο μεγάλος μάγιστρος λ’ Ιλ-Αντάμ είχε αναζητήσει καταφύγιο από το ναυάγιο τής μοίρας τού Τάγματος στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Τομά ζητούσε επιβεβαίωση όλων των δικαιωμάτων, θεσμών και προνομίων των Ιωαννιτών και καλούσε τον πάπα να μεσολαβήσει στους χριστιανούς ηγεμόνες, για να προστατεύσουν τις περιουσίες τού Τάγματος στις επικράτειές τους.62 Έκλεισε με προσευχή, να είναι η παπική θητεία τού Κλήμεντα μακρά και ευτυχισμένη.63

Όταν ο λ’ Ιλ-Αντάμ απέπλεε για την Κρήτη και τη Σικελία, οι Τούρκοι ξεκινούσαν την επισκευή των τειχών που είχαν ρηγματώσει. Όμως δεν εισήγαγαν καμία σημαντική αλλαγή στις οχυρώσεις, που παραμένουν μέχρι σήμερα σχεδόν όπως ήσαν όταν ξεκινούσε η πολιορκία στα τέλη Ιουλίου 1522. Μισό αιώνα αργότερα ορισμένα ανακατασκευασμένα τμήματα των τειχών, ιδιαίτερα από τον Πύργο Αγίου Γεωργίου μέχρι εκείνον τής Παναγίας, παρείχαν το μέτρο τής τουρκικής αποκατάστασης, η οποία δεν είναι τόσο σαφής σήμερα, εκτός από το ότι υπάρχουν λιγότερες πλάκες οικοσήμων των μεγάλων μάγιστρων σε αυτά τα τείχη,64 ενώ οι διακοσμητικές γραμμές των τειχών είναι σπασμένες ή χωρίς ευθυγράμμιση. Η σημασία και η ευημερία τής Ρόδου έφυγε μαζί με τούς Ιππότες. Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να κατοικήσουν έξω από το κύκλωμα των τειχών. Κάθε πρωί έμπαιναν στην πόλη για εργασία ή δοσοληψίες, αλλά κάθε βράδυ έπρεπε να φύγουν πριν από το ηλιοβασίλεμα. Οι Τούρκοι και οι άλλοι κάτοικοι ζούσαν νυσταλέα ζωή μέχρι το 1912, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, περιλαμβανομένης τής Ρόδου. Για σχεδόν τετρακόσια χρόνια ζούσαν στη νωχελική απόλαυση των κατακτήσεων τού Σουλεϊμάν. Εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά και προστέθηκαν σαχνισιά στα σπίτια τού 15ου και των αρχών τού 16ου αιώνα. Χτίστηκαν μερικά νέα τζαμιά, αλλά λίγα φτιάχτηκαν ή γκρεμίστηκαν, ώστε η Ρόδος να παραμένει μια από τις καλύτερα διατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις στον κόσμο.

Τουρκικά νεκροταφεία ξεφύτρωναν γρήγορα γύρω από τα τείχη, εκτός από τα ακραία νοτιοανατολικά, όπου υπήρχαν Εβραϊκά νεκροταφεία, ενώ οι Έλληνες ήσαν υποχρεωμένοι να κατασκευάζουν τα νεοχώρια τους σε κάποια απόσταση από τα τείχη. Οι Ιταλοί απομάκρυναν όλα αυτά τα νεκροταφεία. Πάρκα πήραν τη θέση τους. Και μπορεί κανείς να περπατήσει τώρα το κύκλωμα των χερσαίων τειχών σε μια ώρα, από την Πύλη Αγίου Παύλου μέχρι εκείνη τής Αγίας Αικατερίνης, σε ευχάριστους περίπατους που σκιάζονται από δέντρα. Δυστυχώς, σε πολλά σημεία το πέτρινο προτείχισμα έχει πέσει από τα τείχη, τα αναχώματα κανονιών και τις εξωτερικές πλευρές των τάφρων. Ο Πύργος των Ανεμόμυλων κινδυνεύει να ακολουθήσει την τύχη εκείνου τού Ναιγιάκ, ενώ η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να μην συντηρεί σωστά τις μαγευτικές τοιχοποιίες που κατασκευάστηκαν από Έλληνες (και αιχμάλωτους Τούρκους) εργάτες πριν από πέντε αιώνες. Οι Ιταλοί αποκατέστησαν ιστορικά κτίρια και έχτισαν κάποια όμορφα νέα. Η οδός των Ιπποτών μοιάζει σαν να είχε κατασκευαστεί χθες, όπως στην πραγματικότητα ήταν. Η βρωμιά και τα σκουπίδια για τα οποία διαμαρτύρονταν οι παλιοί ταξιδιώτες έχουν καθαριστεί από τούς δρόμους. Ο σύγχρονος ταξιδιώτης είναι ευπρόσδεκτος στις εκκλησίες και τα τζαμιά. Είναι ελεύθερος να μελετήσει και να αναπολήσει την πόλη των Ιπποτών και των Τούρκων. Ο λ’ Ιλ-Αντάμ θα μπορούσε να βρει εύκολα τον δρόμο του στη σημερινή περιτειχισμένη πόλη.

Η απώλεια τής Ρόδου των Ιωαννιτών έκανε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Η εμφάνιση τού μεγάλου τους μάγιστρου ως ικέτη στη Ρώμη δεν έκανε μικρότερη εντύπωση στην παπική κούρτη. Σε μακροσκελές σημείωμα στις 3 Μαρτίου 1523, πολύ πριν από την άφιξη τού λ’ Ιλ-Αντάμ στη Ρώμη, ο πάπας Αδριανός ΣΤ’ είχε προειδοποιήσει τον Φραγκίσκο Α’, να μην πιστεύει ότι η κατάληψη τού Βελιγραδίου και τής Ρόδου είχε σβήσει τη δίψα τού σουλτάνου Σουλεϊμάν για κατάκτηση. Το αντίθετο μάλιστα, ο Σουλεϊμάν ακόμη και τότε προετοιμαζόταν για επιθέσεις κατά τής Ουγγαρίας και των γειτονικών της περιφερειών, για επιθέσεις κατά τής Σικελίας, ακόμη και κατά τής Ιταλίας. Ο Αδριανός διακήρυξε λοιπόν εκεχειρία τριών ή τεσσάρων ετών (in trium saltem vel quattuor annorum inducias) στην Ευρώπη, ώστε να καταστεί δυνατή η προετοιμασία εκστρατείας εναντίον των Τούρκων. Ο ίδιος ο πάπας απευθύνθηκε ιδιαίτερα στον Φραγκίσκο Α’, τον Κάρολο Ε’ και τον Ερρίκο Η’, οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να έχουν (έλεγε) αιτία που να τούς αναγκάζει να πολεμούν ο ένας τον άλλο, τόσο ακαταμάχητη όσο η υπόθεση τού Θεού και όλης τής ανθρωπότητας. Τούς προέτρεπε λοιπόν να ετοιμάσουν τις δυνάμεις τους για υπηρεσία εναντίον των Τούρκων από στεριά και θάλασσα.65

Δύο μέρες αργότερα, στις 5 Μαρτίου (1523), το Ιερό Κολλέγιο έγραψε στον Φραγκίσκο από κοινού επιστολή πολύ πιο συγκεκριμένα για το θέμα, υπενθυμίζοντάς του ότι η δόξα των προγόνων του δεν είχε κερδηθεί με επιθέσεις εναντίον δυτικών αυτοκρατόρων, των βασιλέων τής Αγγλίας ή των ηγεμόνων τής Ισπανίας, αλλά μάλλον από τον πόλεμο που είχαν εξαπολύσει εναντίον των απίστων (στις σταυροφορίες). Το Βελιγράδι είχε χαθεί. Ο Φραγκίσκος γνώριζε καλά τον κίνδυνο που απειλούσε την Πολωνία και την Ουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. «Αλλά τώρα, αλίμονο! Πόνος, πόνος, απώλεια τής Ρόδου…» (At nunc, proh! dolor, dolor, amissa Rhodo. . .). Η Σικελία μπορούσε κάλλιστα να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Και τότε τι θα γινόταν μετά;

Άραγε ποιος θα βρισκόταν για να προσφέρει βοήθεια στη Σαρδηνία, την Κορσική, τη Μασσαλία, την Προβηγκία, την Απουλία, την Καμπανία, το Λάτσιο (Latium), το Πιτσένο (Picenum) και άλλες χριστιανικές περιοχές; Ελάτε λοιπόν ευγενέστατε κύριε, δείξτε συμπόνια για την τραγική ατυχία τόσο μεγάλων περιοχών, για την ασφάλεια των οποίων οι πρόγονοί σας είχαν συχνά ενδιαφερθεί σε πολύ λιγότερο επικίνδυνες εποχές. Είθε η τρέλα αυτού τού τυράννου να σάς παρακινήσει, αυτού τού φοβερού άρπαγα, τού οποίου η δίψα για χριστιανικό αίμα είναι ακόρεστη! Και αν κατά τύχη αυτές οι σκέψεις δεν σάς παρακινούν, σκεφτείτε τη δική σας σωτηρία. Μήπως φαντάζεστε ότι, όταν όλοι οι άλλοι θα έχουν ηττηθεί, εσείς θα ξεφύγετε από τη μεγάλη τιμωρία; Θα πληρώσετε το τίμημα καθώς και ο λαός σας…

Το Βελιγράδι και η Ρόδος, τα δίδυμα προπύργια τής χριστιανοσύνης, είχαν πέσει στους Τούρκους. Το μέλλον θα ήταν όντως δυσοίωνο αν πράγματι ο βασιλιάς τής Γαλλίας δεν κινητοποιούνταν για την υπόθεση των δικών του προκατόχων. Ο Φραγκίσκος έπρεπε να θέσει κατά μέρος την έχθρα του απέναντι στον Κάρολο Ε’ και τον Ερρίκο Η’ και να αποδεχτεί την εκεχειρία που είχε διακηρύξει ο πάπας.66 Από την τουρκική κατοχή τής Ρόδου, η οποία είχε υπάρξει σχεδόν γαλλικό φυλάκιο στην ανατολική Μεσόγειο, ο Φραγκίσκος έκρινε σκόπιμο να ποζάρει ως πιθανός σταυροφόρος, αλλά λίγο φρόντιζε για την τύχη τού νεαρού Λουδοβίκου Β’ τής Ουγγαρίας και (ακόμη πιο σημαντικό) για εκείνη τού παρενοχλούμενου λαού τού Λουδοβίκου. Οι κύριοι στόχοι τής εξωτερικής πολιτικής του ήσαν να αποκτήσει τη Γένουα, το Μιλάνο και τη Νάπολη και να βλάψει τον Κάρολο Ε’ με κάθε δυνατό τρόπο.

Όσο για τη Βενετία, την κύρια λατινική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν φοβόταν τίποτε τόσο πολύ όσο την εχθρική εμπλοκή με τούς Τούρκους. Έχοντας διασταυρώσει τη «βεβαιότητα τής παράδοσης τής Ρόδου στον γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο» (la certeza de la deditione de Rhodi al serenissimo Signor Turco) η Γερουσία ξεκινούσε την εκλογή απεσταλμένου στις 4 Μαρτίου (1523), που θα πήγαινε στην Ισταμπούλ για να συγχαρεί τον σουλτάνο Σουλεϊμάν για την επιτυχία του. Ο απεσταλμένος θα έπαιρνε 150 δουκάτα το μήνα για τα έξοδά του. Δεν θα απέδιδε λογαριασμό για τα χρήματα, αλλά ήταν υποχρεωμένος να πάρει μαζί του ένα γραμματέα καθώς και ακολουθία δεκαπέντε ατόμων. Η άρνηση να αποδεχτεί τη θέση μετά την εκλογή θα επέφερε πρόστιμο 500 δουκάτων. Η Γερουσία κινήθηκε γρήγορα και την ίδια μέρα εκλέχτηκε ο Πιέτρο Ζεν ως ειδικός απεσταλμένος τής Δημοκρατίας στην Πύλη.67

Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 25 Μαρτίου (1523), οι Ενετοί υποδέχονταν με τη σειρά τους Τούρκο απεσταλμένο, τον Κασάμ μπέη, «τoν οποίο είχε στείλει για την ατυχή απόκτηση τής Ρόδου, όπως συνήθιζε να κάνει αυτός ο Άρχοντας [Τούρκος] στις νίκες του» (qual ha nonciato lo infelice acquisto de Rhodi, come è solito far quel Signor [Turco] in le victorie sue). Ο Κασάμ έφερνε επιστολή από τον Σουλεϊμάν, προς τον οποίο ο δόγης και η Γερουσία είχαν στείλει τα συγχαρητήριά τους σε επιστολή στις 28 τού μηνός, δηλώνοντας ότι περίμεναν να δουν όφελος στο θαλάσσιο εμπόριο με την κατοχή τής Ρόδου από τον σουλτάνο, γιατί αυτός θα καθάριζε τη θάλασσα από τούς κουρσάρους, που αποτελούσαν τόσο μεγάλη ενόχληση για την Πύλη αλλά και για τη Δημοκρατία. Στις 11 Απριλίου ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον Αντρέα Πριούλι, τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, για την εγκάρδια υποδοχή που είχαν επιφυλάξει στον Κασάμ, στον οποίο είχαν κάνει δώρο 500 χρυσά δουκάτα και στη δεκατετραμελή συνοδεία τού οποίου είχαν δωρίσει υπέροχα ενδύματα αξίας 400 δουκάτων.68 Ο Πιέτρο Ζεν, ως απεσταλμένος στην Πύλη, έπρεπε να εκφράσει την ικανοποίηση τής Γερουσίας για την κατάκτηση από τον σουλτάνο τής Ρόδου και των γειτονικών νησιών, τις ελπίδες της για την καταστολή τής πειρατείας, καθώς και την επιθυμία της για αποζημίωση για τις απώλειες που είχε υποστεί από τις τελευταίες τουρκικές επιδρομές στη Δαλματία.69

Ο Πιέτρο Ζεν επιβιβάστηκε σε γαλέρα για την Ισταμπούλ το βράδυ τής 7ης Μαΐου (1523). Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού του προς τα ανατολικά έμαθε περισσότερα για τις τουρκικές λεηλασίες στη Δαλματία, ανέμενε να περάσει μέσα από το Αρχιπέλαγος «με προφανή κίνδυνο από τούς κουρσάρους» (con manifesto pcricolo di corsari) και έμαθε ότι υπήρχε μεγάλη επιδημία πανούκλας στο νησί τής Ζακύνθου και στον Χάνδακα, που ήσαν και τα δύο ενετικές κτήσεις. Έφτασε στον Βόσπορο στις 24 Ιουνίου και άρχισε σειρά επιστολών προς τη Σινιορία, που στέλνονταν στη Βενετία μαζί με εκείνες τού βαΐλου Αντρέα Πριούλι. Στις 23 Ιουλίου ο Ζεν έγραψε στην κυβέρνησή του ότι υπήρχε επίσης «μεγάλη πανούκλα» (gran peste) στην Ισταμπούλ. Μάλιστα είχε ξεκάνει τον άτυχο Πριούλι μέσα σε δύο μέρες (στις 16 Ιουλίου). Είχε δειπνήσει με τον Ζεν τη Δευτέρα. Την Τρίτη ήταν άρρωστος και την Τετάρτη ήταν νεκρός. Η 16η Ιουλίου 1523 έπεφτε Πέμπτη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ο Πριούλι ήταν νεκρός. Ο Ζεν είχε εκπληρώσει την αποστολή του ικανοποιητικά και τώρα έπαιρνε επίσημη άδεια από τον σουλτάνο και τούς πασάδες. Όμως ξαφνικά βρέθηκε με εντολή να παραμείνει στην Ισταμπούλ, λόγω τού θανάτου τού Πριούλι.70

Παρά το γεγονός ότι ο Πιέτρο Μπράγκαντιν είχε εκλεγεί διάδοχος τού Πριούλι ως βαΐλος, η άφιξή του στην Πύλη αναπόφευκτα θα καθυστερούσε, «επειδή την εποχή τού χειμώνα … είναι δύσκολη η ναυσιπλοΐα» (perchè per la stagion del hynverno … è difficile a navegar). Όμως για έναν ειδικό απεσταλμένο ή πρεσβευτή η παραμονή μετά τη λήψη επίσημης άδειας αναχώρησης από τούς οικοδεσπότες του αποτελούσε «ασυνήθιστη υπόθεση» (cossa insolita) και προκαλούσε σχόλια, ακόμη και υποψίες, μεταξύ των πασάδων. Ο Ζεν πήρε επομένως την εντολή να επιστρέψει στη Βενετία, αν το έκρινε καλύτερο, αφήνοντας τον γιο του Κάρλο ως υποβαΐλο, μέχρι να μπορέσει ο Μπράγκαντιν να αναλάβει τη θέση του. 71 Πέρασε όντως κάποιος χρόνος μέχρι να φύγει ο Μπράγκαντιν για την Ισταμπούλ, γιατί το έγγραφο τής αποστολής του έχει ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 1524.72 Τελικά στις 15 Μαΐου (1524), καθώς ο Ζεν ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Υψηλή Πύλη για τη Βενετία, τού δόθηκε επιστολή από τον σουλτάνο προς τη Σινιορία, που εξέφραζε ικανοποίηση για την αποστολή του και την «καλή και φιλεύσπλαχνη ειρήνη και φιλία» (la bona et sviscerata pace et amicitia) που διατηρούσε η Πύλη με τη Δημοκρατία.73

Η Βενετία δεν βρισκόταν σε κίνδυνο, αλλά η Ουγγαρία βρισκόταν. Ο πάπας Αδριανός ήταν λίγο-πολύ σύμμαχος τού Καρόλου Ε’ και έκανε ό,τι μπορούσε για τον γαμπρό τού Καρόλου, τον Λουδοβίκο Β’ τής Ουγγαρίας. Για παράδειγμα στις 25 Απριλίου 1523 ο Αδριανός ξεκινούσε μια προσφώνηση προς γενική σύναξη των καρδιναλίων με «ορισμένα σοβαρά λόγια» (alcune grave parole) σχετικά με την ανάγκη να λάβει μέτρα η χριστιανική κοινοπολιτεία για να αντιμετωπίσει τη «φοβερή προετοιμασία» (formidabil preparation) τού σουλτάνου Σουλεϊμάν εναντίον τού βασιλείου τής Ουγγαρίας. Πρότεινε να σταλούν λεγάτοι και να γράψουν στους νούντσιους που βρίσκονταν ήδη στις αυλές των χριστιανών βασιλέων και ηγεμόνων, προειδοποιώντας καθένα από αυτούς, ότι αν δεν σταματούσαν τώρα να παίρνουν τα όπλα ο ένας εναντίον τού άλλου και δεν υπέγραφαν τετραετή (ή τουλάχιστον τριετή) εκεχειρία, θα αντιμετώπιζαν την ποινή τού αφορισμού.74

Δύο μέρες αργότερα, στις 27 Απριλίου (1523), η αποκάλυψη των παράνομων, γαλλόφιλων δραστηριοτήτων τού αδέξιου καρδινάλιου Φραντσέσκο Σοντερίνι τον οδήγησε κρατούμενο στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Η όλη υπόθεση μεγάλωσε την καχυποψία τού Φραγκίσκου Α’ για τον πάπα και τη μετέτρεψε σε άμεση εχθρότητα. Θεώρησε τη σύλληψη τού Σοντερίνι σχεδόν ως προσωπική προσβολή. Τότε επίσης οι Γάλλοι θεωρούσαν την τριετή εκεχειρία τού Αδριανού λιγότερο ως πρώτο βήμα προς μια εκστρατεία κατά των Τούρκων και περισσότερο ως προσπάθεια να δέσουν τα χέρια τους και να τούς αποτρέψουν από την ανάκτηση τού Μιλάνου, το οποίο είχαν χάσει τον Νοέμβριο τού 1521. Αντιμετώπιζαν τα σχέδια για σταυροφορία ως επιδίωξη χίμαιρας. Καθώς αυτοί θα τηρούσαν την εκεχειρία, ο Κάρολος Ε’ θα εισερχόταν ήρεμα στην Ιταλία, προκειμένου να τον στέψει ο πάπας αυτοκράτορα.75 Στις 30 Απριλίου, όπως αναμενόταν, ο Αδριανός εξέδωσε τη βούλλα «Μάς λέει την αλήθεια» (Monet nos Veritas), υπενθυμίζοντας τις τουρκικές κατακτήσεις τής Κωνσταντινούπολης, τού Βελιγραδίου και τής Ρόδου, τής Ελλάδας, τής Συρίας και τής «Ασίας», και επιβάλλοντας τριετή εκεχειρία σε όλους τούς βασιλείς και τα κράτη τής χριστιανοσύνης. Στους παραβάτες τής εκεχειρίας θα επιβαλλόταν η ποινή τού αφορισμού, ενώ τα εδάφη τους θα έμπαιναν κάτω από απαγόρευση.76 Σκοπός τού Αδριανού ήταν να εμποδίσει τούς Τούρκους να προσθέσουν την Ουγγαρία στις άλλες κατακτήσεις τους.

Οι Γάλλοι δεν υποδέχθηκαν ευγενικά τη βούλλα «Μάς λέει την αλήθεια» (Monet nos Veritas). Ένας εκπρόσωπος ή αλληλογράφος τού Φεντερίκο Γκονζάγκα, τού μαρκησίου τής Μάντουα, έγραφε από τη Ρώμη στις 12 Μαΐου (1523), ότι όταν ο Φραγκίσκος πληροφορήθηκε τη διακήρυξη τριετούς εκεχειρίας από τον Αδριανό για να καταστεί δυνατή μια σταυροφορία κατά των Τούρκων, απάντησε ότι «οι ιερείς ήσαν οι πραγματικοί Τούρκοι» (respose non esser altro Turcho che li preti) τούς οποίους έπρεπε να φοβούνται στην Ευρώπη.77 Έξι βδομάδες αργότερα ο Τζιοβάννι Μπαντοέρ, ο Ενετός πρεσβευτής στη γαλλική αυλή, έγραφε στη Σινιορία (στις 24 Ιουνίου) για μια συνομιλία που είχε πρόσφατα με τον Φραγκίσκο, σχετικά με την επιβολή τής εκεχειρίας από τον Αδριανό επί των χριστιανών ηγεμόνων, υπό την απειλή τού αφορισμού. Ο Φραγκίσκος είχε δηλώσει αγανακτισμένα ότι ο Αδριανός δεν είχε κανονικό δικαίωμα να διακηρύξει τέτοια εκεχειρία. Αν προσπαθούσε να τη θέσει ο ίδιος σε εφαρμογή, η Γαλλία θα απέσυρε την υπακοή της από τη Ρώμη. Η απλή επιμονή τού Φραγκίσκου στη δική του ιδιοκτησία —το δουκάτο τού Μιλάνου— δεν μπορούσε να αποτελεί λόγο αφορισμού του.78

Ο Αδριανός προωθούσε πεισματικά στην επιθυμία του να πετύχει κάποιο μέτρο ειρήνης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στην Ευρώπη και να προσφέρει στους Ούγγρους κάποια βοήθεια, γιατί όλοι γνώριζαν ότι αργά ή γρήγορα ο σουλτάνος Σουλεϊμάν θα εισέβαλλε στο «αποστολικό βασίλειο». Τον Ιούλιο (1523) ο Αδριανός έστειλε στην Ουγγαρία τον καρδινάλιο Τομμάζο ντε Βίο και τον Τζιοβάννι Αντόνιο Πουλιόνι, βαρώνο τού Μπούργκιο, με όσα χρήματα είχε μπορέσει να συγκεντρώσει από τον τουρκικό φόρο δεκάτης. Υπήρχαν από καιρό στενοί δεσμοί μεταξύ παπισμού και Ουγγαρίας, ενώ η παπική πολιτική προσέβλεπε σταθερά στους Γερμανούς για βοήθεια των ανατολικών τους γειτόνων, για λόγους ιδίου συμφέροντος, αν όχι χριστιανικής φιλανθρωπίας. Όμως ως συνήθως οι Γερμανοί έλεγαν πολλά και έκαναν λίγα ή τίποτε, όπως στα τρία Ράιχσταγκ που πραγματοποιήθηκαν στη Νυρεμβέργη το 1522-1524, όπου ο παπικός λεγάτος Φραντσέσκο Τσιερεγκάτι μιλούσε με μεγάλη ανησυχία στο δεύτερο Ράιχσταγκ, προτρέποντας για την επιτακτική ανάγκη ένοπλης βοήθειας προς τούς Ούγγρους εναντίον των Τούρκων. Δεν κατόρθωσε τίποτε, ενώ ούτε ο καρδινάλιος Λορέντσο Καμπέτζιο τα κατάφερε καλύτερα στην τρίτη συνέλευση (το 1524). Δεν υπήρχε ιδιαίτερη αγάπη μεταξύ Γερμανών και Ούγγρων, μερικοί από τούς οποίους λεγόταν ότι είχαν υποστηρίξει κατά καιρούς ότι θα προτιμούσαν να αναγνωρίσουν τον σουλτάνο ως ηγεμόνα τους αντί να μπλέξουν με τις συνέπειες τής βοημικής και γερμανικής βοήθειας.79 Από την άλλη πλευρά πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν ότι οι Ούγγροι ήσαν τόσο κακοί όσο οι Τούρκοι, γνώμη την οποία μερικές φορές συμμερίζονταν και οι Ιταλοί.80

Ο Φραγκίσκος Α’ δεν ενδιαφερόταν ούτε για τούς Ούγγρους ούτε για τούς Τούρκους. Ετοιμαζόταν για τον πόλεμο που επρόκειτο να εξαπολύσει εναντίον τής Ιταλίας. Η επιθετικότητά του οδηγούσε τον πάπα στα χέρια των φιλο-αυτοκρατορικών. Για να αντιμετωπίσει τη γαλλική εισβολή ο Αδριανός συμμάχησε στις 3 Αυγούστου (1523) με τον Κάρολο Ε’, τον αρχιδούκα Φερδινάνδο τής Αυστρίας, τον Ερρίκο Η’ και τον Φραντσέσκο Μαρία Σφόρτσα, δούκα τού Μιλάνου. Με τούς συμμάχους ενώθηκαν η Φλωρεντία, η Γένουα, η Σιένα και η Λούκκα. Στη Βενετία στις 4 Αυγούστου ο γαλλόφιλος δόγης Αντρέα Γκρίττι επικύρωσε απρόθυμα την πρόσφατα συμφωνημένη «ειρήνη και πίστη» (pax et foedus) τής Δημοκρατίας με τον Κάρολο Ε’.81

Την επόμενη μέρα, στις 5 Αυγούστου (1523), έγινε στη Ρώμη η δημόσια ανακοίνωση τής συμμαχίας στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο.82 Πίσω στη Βενετία δέκα μέρες αργότερα, στις 15 τού μηνός, ο Γκρίττι διακήρυξε την ειρήνη και συνομοσπονδία. Περίτεχνες τελετές στην πλατεία και στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου γιόρταζαν τη νέα «ένωση και συνεννόηση» (liga et intelligentia) τής Σινιορίας με τον Κάρολο, τον εκλεγμένο αυτοκράτορα των Ρωμαίων, με τον αδελφό του Φερδινάνδο και με τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, καθώς και με τον αγιότατο και αιδεσιμότατο άρχοντα Αδριανό ΣΤ’, τον ανώτατο ποντίφηκα και με τον γαληνότατο και ισχυρό άρχοντα Ερρίκο, βασιλιά τής Αγγλίας.83

Σκοπός των συμμάχων ήταν, όπως αναφέρει ο Σανούντο, «η ειρήνη και ηρεμία και η υπεράσπιση και προστασία των κοινών κρατών στην Ιταλία» (a fine di pace et tranquillità universale et a defensione et conservatione de li comuni stati in Italia).84 Αυτός ήταν έμμεσος τρόπος για να πουν ότι οι σύμμαχοι είχαν την πρόθεση να κρατήσουν τον Φραγκίσκο Α’ έξω από την Ιταλία. Ο Φραγκίσκος, αν και απογοητευμένος, ακόμη και απελπισμένος που έχανε την υποστήριξη τής Βενετίας, δεν είχε διάθεση να επιτρέψει στον εαυτό του να αποκλειστεί από τη χερσόνησο. Τον Σεπτέμβριο (1523) οι Γάλλοι εισήλθαν στην Ιταλία διασχίζοντας τον Τιτσίνο στις 14 τού μηνός.85 Αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τον επόμενο Απρίλιο, αλλά το φθινόπωρο τού 1524 κατέβηκαν στη Λομβαρδία σε πλήρη ισχύ, «προχωρώντας ο στρατός τού χριστιανικότατου βασιλιά εναντίον τού κράτους τού Μιλάνου με τέτοια ταχύτητα, που καθένας θα καταλάβαινε καλά» (procedendo lo exercito del re Christianissimo verso il stato de Milano cum quella celerità che cadaun ben intende), ενώ οι Ενετοί, μέλη τώρα τής συμμαχίας, συγκέντρωναν τα στρατεύματά τους στην περιοχή τής Βερόνας (το Βερονέζε) για να αντιμετωπίσουν πιθανές ανάγκες ή τουλάχιστον οποιαδήποτε προέλαση στο Βένετο.86

Ο αδιάκοπος πόλεμος μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο τις πολλαπλές δοκιμασίες τού παπισμού. Ο πάπας Αδριανός ΣΤ’ δεν θα υπέμενε για πολύ τα βάρη τού αξιώματος. Ο Μάρκο Φόσκαρι, ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, ανέφερε με επιστολή στις 5 Σεπτεμβρίου (1523) ότι ο Αδριανός ήταν βαριά άρρωστος, μάλιστα τόσο άρρωστος, που ορισμένοι από τούς καρδινάλιους είχαν ήδη αρχίσει την άγρα ψήφων, έχοντας στο μυαλό το επερχόμενο κογκλάβιο. Στις 8 τού μηνός ο Αδριανός φαινόταν σχεδόν να έχει χάσει τη δυνατότητα ομιλίας, αν και ανέκτησε αρκετή δύναμη για να ζητήσει από τούς καρδινάλιους, για δεύτερη φορά, να συναινέσουν να δώσει αυτός το κόκκινο καπέλο στον αρχιγραμματέα του, τον Βίλελμ φαν Ένκεφοϊρτ, φίλο του από πολλά χρόνια. Παράλληλα ο Αδριανός απεύθυνε σημείωμα στον Αλφόνσο ντ’ Έστε, δούκα τής Φερράρας, θρηνώντας για την αμοιβαία έχθρα των χριστιανών ηγεμόνων, τη διχόνοια, τις διαφωνίες, τούς «κυκλώνες τού πολέμου» (bellarum turbines) και τις μεγάλες φωτιές τής καταστροφής, «τόσο στην πέρα όσο και στην από εδώ πλευρά των βουνών» (tam ultra quam citra montes), που απειλούσαν να εξαπλωθούν στα παπικά κράτη, η υπεράσπιση των οποίων αποτελούσε μέρος τού ποιμαντικού καθήκοντος τού Αδριανού: «Επειδή όμως η δύναμή μας δεν είναι τώρα τέτοια, ώστε να μπορέσουμε οι ίδιοι να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις τόσο συντριπτικού κινδύνου, προσφεύγουμε με εμπιστοσύνη σε εκείνους τούς οποίους αναγνωρίζουμε ως αφοσιωμένους στην Εκκλησία και εκλιπαρούμε τη βοήθειά τους». Ο Αδριανός θεωρούσε τώρα τον Κάρολο, εκλεγμένο αυτοκράτορα και βασιλιά των Ισπανιών, ως υπερασπιστή (advocatus) τής Αγίας Έδρας, ενώ ζητούσε από τον Αλφόνσο ντ’ Έστε να στείλει στον Φερδινάνδο (Φερνάντο) ντε Αλαρκόν, αυτοκρατορικό διοικητή στη Λομβαρδία, όπου βρισκόταν ο γαλλικός κίνδυνος, τούς πάνοπλους άνδρες που η Φερράρα δεσμευόταν από σύμβαση να διαθέσει στην Εκκλησία, κατόπιν αιτήματος τού πάπα. Ο Αδριανός, όπως είδαμε, είχε άρει τις εκκλησιαστικές μομφές, τις οποίες ο Ιούλιος Β’ και ο Λέων Ι’ είχαν επιβάλει στους Έστε και τη Φερράρα. Ο Αλφόνσο όφειλε στον Αδριανό πολλά και ήταν πιθανώς έτοιμος να ανταποκριθεί στην παπική προτροπή να στείλει στον Αλαρκόν κανόνια, μπαρούτι και άλλα πολεμοφόδια, τα οποίο ο Αδριανός υποσχόταν να επιστρέψει στον Αλφόνσο ή να τα αντικαταστήσει όταν θα περνούσε η τρέχουσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης.87 Σχεδόν και με την τελευταία του πνοή ο Αδριανός προσπαθούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ως μέλος τής πρόσφατα συγκροτημένης αντι-γαλλικής ένωσης.

Ως δια βίου φίλος τού Ένκεφοϊρτ, ο Αδριανός συνέχισε τις εκκλήσεις του προς τούς καρδινάλιους να δεχτούν τον Ολλανδό αρχιγραμματέα στο Ιερό Κολλέγιο. «Τελικά οι καρδινάλιοι συμφώνησαν να το κάνουν», λέει ο Σανούντο, «και τον δέχθηκαν ως καρδινάλιο με τις συνήθεις τελετές». Αυτό έγινε στις 10 Σεπτεμβρίου. Ο Ένκεφοϊρτ ήταν ο μόνος καρδινάλιος τού πάπα Αδριανού και τώρα, όπως και ο ίδιος ο πάπας, βρίσκεται θαμμένος στη γερμανική εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελλ’ Άνιμα. Τέσσερις ημέρες αργότερα, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, στις 14 Σεπτεμβρίου, ο Αδριανός πέθανε, «ένας καλός πάπας», όπως μάς πληροφορεί ο Σανούντο, «και φίλος μας και ήθελε την ειρήνη».88

Ύστερα από λειτουργία στον Άγιο Πέτρο, όπως έγραφε στην κυβέρνησή του ο Ενετός πρεσβευτής Μάρκο Φόσκαρι, «όλοι οι καρδινάλιοι, τριανταπέντε τον αριθμό, μπήκαν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο για να εκλέξουν πάπα». Ήταν 1η Οκτωβρίου (1523). Οι καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν στην Καπέλλα Σιξτίνα, όπου ως συνήθως είχαν ετοιμαστεί ξύλινα κελλιά για τη διαμονή τους, για όσο χρονικό διάστημα θα τούς έπαιρνε για να επιλέξουν τον διάδοχο τού Αδριανού. Ο Τζούλιο ντε Μέντιτσι, εξάδελφος τού εκλιπόντος Λέοντος Ι’ και κύριος σύμβουλός του, φαινόταν στους ενημερωμένους παρατηρητές ως πιθανή επιλογή, παρά την αντίθεση τού ισχυρού καρδινάλιου Πομπέο Κολόννα. Υπήρχε φόβος να είναι το κογκλάβιο τόσο ταραγμένο, όσο και ο καιρός εκείνης τής ημέρας. Βροντές δονούσαν την ατμόσφαιρα. Δυνατή βροχή έπεφτε με δύναμη στη δίρριχτη στέγη τής Σιξτίνα.

Όπως στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, έτσι και στο κογκλάβιο, οι καρδινάλιοι χωρίστηκαν σε φιλο-αυτοκρατορικούς και σε τασσόμενους υπέρ των γαλλικών συμφερόντων. Αρκετοί καρδινάλιοι ενδιαφέρονταν μόνο για το προσωπικό τους όφελος, αλλά υπήρχαν άλλοι που ενδιαφέρονταν για την ευημερία ενός παπισμού και μιας Ιταλίας ανεξάρτητων από αυτοκρατορική ή γαλλική κυριαρχία. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου το Ιερό Κολλέγιο είχε λάβει επιστολή από τον Φραγκίσκο Α’, γραμμένη στη Λυών στις 19 Αυγούστου, που ανέφερε ότι είχε μόλις μάθει ότι ο πάπας Αδριανός ήταν «στα τελευταία του» (in extremis). Ζητούσε από το Κολλέγιο να περιμένει την άφιξη στη Ρώμη των τριών Γάλλων καρδιναλίων, τού Λουί ντε Μπουρμπόν, τού Φρανσουά Γκυγιώμ ντε Κλερμόν και τού Ζαν ντε Λορραίν. Οι καρδινάλιοι στη Ρώμη δεν ήσαν πρόθυμοι να περιμένουν τούς συναδέλφους τους, αλλά κράτησαν κελλιά γι’ αυτούς στη Σιξτίνα, σε περίπτωση που έφταναν πριν από την εκλογή πάπα.89

Στις 5 Οκτωβρίου (1523) έφτασαν στη Ρώμη επιστολές λίγο πριν τις 3 μ.μ. (a hore 21) ότι οι τρεις Γάλλοι καρδινάλιοι είχαν φτάσει στο Πιομπίνο. Το βράδυ έφτασαν κι άλλες επιστολές, με τη διαβεβαίωση ότι είχαν φτάσει στην Τσιβιταβέκκια, «σαράντα μίλια από τη Ρώμη». Και πράγματι, οι Μπουρμπόν, Κλερμόν και Λορραίν μπήκαν έφιπποι στην πόλη το επόμενο πρωί, γύρω στις 9 π.μ. (a hore 15). Κατευθύνθηκαν αμέσως στον επάνω όροφο τού Ανακτόρου τού Βατικανού, στη Σιξτίνα και το παρεκκλήσι τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι, όπως ήσαν, με τις μπότες και τα σπηρούνια τους (et intrati in conclavi con li spironi in piedi subito).90 Τώρα υπήρχαν τριανταοκτώ καρδινάλιοι στο κογκλάβιο, με τρεις ψήφους περισσότερες εναντίον τού Μέδικου, ο οποίος θεωρούνταν ως ο αυτοκρατορικός υποψήφιος. Η πρώτη ψηφοφορία έγινε στις 8 Οκτωβρίου Η πολεμική διελκυστίνδα μεταξύ των υποστηρικτών τού Καρόλου Ε’ και τού Φραγκίσκου Α’ προοιωνιζόταν μακρύ κογκλάβιο: «οι καρδινάλιοι δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη ποιον θέλουν» (li cardinali non si hanno ancora scoperti chi voleno). Όμως ακόμη και οι συμμετέχοντες στην αμφισβητούμενη εκλογή δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα περνούσαν εβδομάδες χωρίς κανένας υποψήφιος για την τιάρα να μπορέσει να κερδίσει τα απαραίτητα δύο τρίτα των ψήφων.91 Στις 19 Οκτωβρίου ο Μάρκο Φόσκαρι ανέφερε από τη Ρώμη ότι «οι καρδινάλιοι στο κογκλάβιο είναι πιο δύσκολοι από ποτέ …» (li cardinali in conclave sono più duri che mai). Ο Μέντιτσι είχε δεκαπέντε ψήφους, «και τούς υπόλοιπους αντίθετους» (et il resto contrari). Ο λαός ήταν ανήσυχος. Οι Θεματοφύλακες τής Ρώμης διαμαρτύρονταν στην πόρτα τού κογκλάβιου. Η Εκκλησία υπέφερε. Οι καρδινάλιοι απαντούσαν ότι επέμεναν, για να εκλέξουν καλό πάπα. Έλεγαν ότι είχαν αποφασίσει να εκλέξουν Άγγλο ή Γερμανό, όπως είχε γίνει την τελευταία φορά. Οι Θεματοφύλακες ήσαν εμβρόντητοι. «Μην το κάνετε καθόλου!» (Non lo fate per niente!). Δεν είπαν περισσότερα και αποχώρησαν ήσυχα, αφήνοντας τούς καρδιναλίους στην άκαμπτη και συγχυσμένη αναποφασιστικότητά τους.92

O Λούις ντε Κόρδοβα, δούκας τής Σέσσα, ο αυτοκρατορικός πρεσβευτής στη Ρώμη, προέτρεπε το κογκλάβιο να καταλήξει σε απόφαση. Ανησυχούσε μήπως ο νέος πάπας δεν τηρούσε «την ένωση τού πάπα Αδριανού» (la liga di papa Adriano), αλλά δεν εύρισκε καμία ικανοποίηση στις επικοινωνίες του με τούς καρδιναλίους. Υπήρχαν ασυνήθιστα ελεύθερες ανταλλαγές μεταξύ των καρδιναλίων και τού έξω κόσμου. Στις 25 Οκτωβρίου μια αντιπροσωπεία Ρωμαίων πήγε στο κογκλάβιο, για να παροτρύνει για την εκλογή ενός «σωστού ανθρώπου ως πάπα» (che vogliano far un huomo da ben Papa). Ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε τούς καθησύχασε με καλά λόγια.93 Οι γαλλικές δυνάμεις ήσαν συγκεντρωμένες στη Μόντσα, ακριβώς βόρεια τού Μιλάνου. Προκαλούσαν μεγάλες ζημιές στην ύπαιθρο με λεηλασίες, «σε απόλυτη αντίθεση με τις επιθυμίες των διοικητών τους, που έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν».94 Ο Σέσσα και οι φιλο-αυτοκρατορικοί διαμαρτύρονταν ότι οι Ενετοί δεν πρόσφεραν την κατάλληλη βοήθεια προς το Μιλάνο,95 γιατί η περιοχή ήταν γεμάτη γαλλικά στρατεύματα. Όλα βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. Διαβάστηκε αναφορά στην Ενετική Γερουσία ότι ο καρδινάλιος ντε Μέντιτσι, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν φιλο-αυτοκρατορικός, βρισκόταν σε επαφή με τον Φραγκίσκο Α’, ζητώντας την υποστήριξη των Γάλλων καρδιναλίων στο κογκλάβιο. Λεγόταν ότι ο Μέντιτσι υποσχόταν στον Φραγκίσκο το δουκάτο τού Μιλάνου, κυριαρχία επί τής Γένουας, και την υπακοή τής Φλωρεντίας. Ο Σανούντο είχε ήδη ακούσει τη φήμη.96

Την Τετάρτη το βράδυ, στις 11 Νοεμβρίου (1523), ο Μπονιφάτσιο Φερρέρι, καρδινάλιος επίσκοπος τής Ιβρέα, έφτασε στη Ρώμη. Είχε αρρωστήσει. Το επόμενο απόγευμα, στις 4 μ.μ. (a vintitre hore), πήγε στο ανάκτορο τού Βατικανού, αυξάνοντας τον αριθμό των μελών τού κογκλάβιου σε τριανταεννέα και ενισχύοντας με μια ακόμη ψήφο την αντι-Μεδίκεια παράταξη. Όμως ο καρδινάλιος ντε Μέντιτσι είχε ακόμη δεκαέξι απολύτως πιστούς υποστηρικτές. Τούς εικοσιτρείς αντιπάλους του ένωνε μόνο η εχθρότητα προς αυτόν. Ο Μάρκο Φόσκαρι έγραφε στην ενετική κυβέρνηση από τη Ρώμη ότι «ο Μέδικος είναι στη φαντασία του πιο σίγουρος από ποτέ, ότι θα γίνει πάπας» (Medici è in fantasia più che mai di esser lui Papa).97 Ο Μέδικος εκτιμούσε την κατάσταση σωστά. Οι ελιγμοί στο κογκλάβιο και ο φόβος τού Κολόννα ότι ο παλιός εχθρός του καρδινάλιος Φραντσιόττο Ορσίνι θα μπορούσε ενδεχομένως να εκλεγεί με τη στήριξη των Γάλλων, τον οδήγησαν το βράδυ τής 17ης Νοεμβρίου να πάρει το μέρος τού βασικού του αντιπάλου, τού Μέδικου. Ο Μέντιτσι συμφώνησε να δώσει χάρη στον σύμμαχο τού Κολόννα, τον Σοντερίνι, ο οποίος είχε μεταφερθεί από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο για να πάρει μέρος στο κογκλάβιο. Ο Κολόννα θα έπαιρνε επίσης την αντικαγκελλαρία και το πολυτελές ανάκτορο τού εκλιπόντος Ραφφαέλε Ριάριο. Το επόμενο πρωί εξασφαλιζόταν η εκλογή τού Μέντιτσι, ενώ στις 19 τού μηνός υπήρξε επίσημη ανακοίνωση για την άνοδό του στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου ως Κλήμης Ζ’.98

Ο Κλήμης στέφθηκε στις 26 Νοεμβρίου «πολύ πομπωδώς» (molto pomposamente) ενώ, σύμφωνα με τον Μάρκο Φόσκαρι, φαινόταν αποφασισμένος να κάνει ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων, προκειμένου να προωθήσει εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Ο δούκας τής Σέσσα προσπαθούσε να τον πείσει να εισέλθει στην αντι-γαλλική συμμαχία, όπως είχε κάνει ο Αδριανός, αλλά ο Κλήμης τού έλεγε ότι αυτό θα ματαίωνε την επιθυμία του να οργανώσει ειρήνη ή ανακωχή μεταξύ τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας και τού χριστιανικότατου βασιλιά. Ο Κλήμης ενημέρωνε επίσης τον Σέσσα ότι το Ιερό Κολλέγιο είχε υιοθετήσει ψήφισμα (constitution), ότι ο πάπας δεν έπρεπε να ξεκινήσει πόλεμο χωρίς τη συγκατάθεση τού εκκλησιαστικού συμβουλίου. Σκόπευε να τηρήσει αυτή την απόφαση.99 Ο Φόσκαρι έγραψε την 1η Δεκεμβρίου ότι ο Κλήμης τού είχε πει ότι θα προσπαθούσε να κάνει ειρήνη και ότι είχε ήδη στείλει δύο νούντσιους σε τέτοια αποστολή, έναν στον Κάρολο Ε’ στην Ισπανία και τον άλλο στον Ερρίκο Η’ στην Αγγλία. Δεν έστελνε κανένα στον Φραγκίσκο Α’, επειδή ο Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη, ο Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι (ο οποίος είχε υπηρετήσει κάποτε τον παππού τού Καρόλου, τον Μαξιμιλιανό), είχε «ευρεία και επαρκή εξουσιοδότηση» (larga et ampla comission) να ενεργεί με τον τρόπο που θα έκρινε σκόπιμο. Όμως ο Κλήμης είχε καταστήσει σαφές στον Αλμπέρτο Πίο ότι δεν ήθελε γαλλικά στρατεύματα στην Ιταλία και ότι επιθυμούσε να διατηρήσει την Αγία Έδρα ουδέτερη.100 Ο χρόνος θα έδειχνε ότι κανένα από τα ζητούμενα δεν ήταν δυνατό.

Το πρώτο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής παπικής θητείας τού Κλήμεντος Ζ’ έγινε την Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 1523, στα πλαίσια τού οποίου ο νέος ποντίφηκας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τη θεϊκή εύνοια που τον είχε ανεβάσει «στον αποστολικό θρόνο» (ad apostolatus apicem), ενώ ευχαριστούσε τούς καρδιναλίους που τον είχαν εκλέξει. Χρειαζόταν τη βοήθειά τους, έλεγε, για να σηκώσει το βαρύ φορτίο που έπεφτε πια πάνω του και μιλούσε για τα τρία μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χριστιανική κοινοπολιτεία στην εποχή τους: τη λουθηρανική εξέγερση, τούς αλληλοκτόνους πολέμους και την τουρκική απειλή. Αυτά αποτελούσαν δημόσιες ανησυχίες και έπρεπε να έχουν προτεραιότητα απέναντι σε όλες τις ιδιωτικές υποθέσεις. Πίστευε ότι έπρεπε να δημιουργηθούν δύο επιτροπές (deputationes) καρδιναλίων, η μια για να αναζητήσει κατάλληλες θεραπείες για τη λουθηρανική ασθένεια και η άλλη για να βρει τρόπους επίτευξης ειρήνης μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και να προβλέψει για την προστασία τής Ευρώπης από τούς Τούρκους.101 Προφανώς η κυβερνητική πρακτική τής παραπομπής δισεπίλυτων προβλημάτων σε επιτροπές, στην απεγνωσμένη ελπίδα ότι κάποια λύση θα μπορούσε να προκύψει από τις συζητήσεις τους, έχει μακροχρόνια εκκλησιαστική προϊστορία.

Μια βδομάδα αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου (1523), ο Κλήμης διόρισε τούς καρδινάλιους Φραντσέσκο Σοντερίνι, Πιέτρο ντε Ακκόλτι και Μάρκο Κορνέρ ως επιτροπή «κατά των Λουθηρανών (contra Luteranos) και τούς καρδινάλιους Αλεσσάντρο Φαρνέζε, Λορέντσο Καμπέτζιο και Ιννοτσέντσο Τσίμπο «για την υπόθεση τής ειρήνης» (in causa pacis),102 με την ταυτόχρονη ευθύνη για άμυνα εναντίον των Τούρκων. Στις 18 τού μηνός ο Φιλίπ ντε λ’ Ιλ-Αντάμ, ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου, υπέβαλε την υπακοή του στον νέο πάπα και ο Τομά Γκυσάρ έκανε την «εύγλωττη» ομιλία του (με την οποία είμαστε ήδη εξοικειωμένοι) ενώπιον τού πάπα και τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, όταν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες τής ημέρας.103

Σε επιστολές στις 11-13 Φεβρουαρίου (1524) ο Ενετός πρεσβευτής Μάρκο Φόσκαρι έγραφε στην κυβέρνησή του ότι ο πάπας Κλήμης ήταν βαθιά προβληματισμένος τόσο από τα σχέδια τού σουλτάνου Σουλεϊμάν για την Ουγγαρία (il Turco feva zente per l’ impresa di Hongaria), όσο και από τη θρησκευτική εξέγερση στη Γερμανία (il Papa ha gran paura di Martin Luter).104 Στις 12 Φεβρουαρίου απεσταλμένοι τού Λουδοβίκου Β’ τής Ουγγαρίας έγιναν δεκτοί σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, για να υποβάλουν την έκκλησή τους για βοήθεια απευθείας στον πάπα, ο οποίος τούς υποδέχθηκε με ευγενικό τρόπο. Όταν είχαν αποσυρθεί οι απεσταλμένοι, ο Κλήμης μίλησε για τον τουρκικό κίνδυνο. Δεδομένου ότι τα χρήματα ήσαν τα «νεύρα τού πολέμου», ζητούσε από τούς καρδινάλιους (ακριβώς όπως είχε κάνει και ο Αδριανός) να προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν να τα βρει. Συμφώνησαν ότι η επιτροπή καρδιναλίων που είχε διοριστεί από τον Αδριανό για να εξετάσει το ζήτημα των χρημάτων έπρεπε να εργαστεί με την Αγιότητά του στην αναζήτηση κεφαλαίων, ενώ όλοι συμφώνησαν να αποδεχτούν οποιαδήποτε εισφορά τούς επιβαλλόταν.105

Στους κινδύνους που αντιπροσώπευαν οι Τούρκοι και οι Λουθηρανοί για την Αγία Έδρα έπρεπε να προστεθεί ένας ακόμη, ένας πλησιέστερα στην πατρίδα, γιατί η εχθρότητα που διατηρούσαν ο Κάρολος Ε’ και ο Φραγκίσκος Α’ ο ένας για τον άλλο έκανε την Ιταλία πεδίο μάχης τής Ευρώπης. Ο Κάρολος επέμενε ότι το Μιλάνο ήταν αυτοκρατορικό φέουδο, ενώ διεκδικούσε το δουκάτο τής Βουργουνδίας, το οποίο είχε κυβερνήσει ο προπάππος του Κάρολος ο Τολμηρός. Ο Φραγκίσκος διεκδικούσε την ισπανική Ναβάρρα, καθώς και το βασίλειο τής Νάπολης. Ο Κλήμης ήταν παγιδευμένος ανάμεσά τους. Αργά ή γρήγορα, όπως ο Λέων Ι’ και ο Αδριανός, έπρεπε πιθανώς να διαλέξει τη μία ή την άλλη πλευρά. Η Ιταλία είχε γίνει ένοπλο στρατόπεδο. Ο Φόσκαρι ανέφερε από τη Ρώμη την 1η Μαρτίου (1524) ότι, αν και ο Κλήμης προσπαθούσε να πείσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς να διαλύσουν τις δυνάμεις τους, ήταν «εντελώς φιλο-αυτοκρατορικός» (tutto imperiale) και έλεγε απλώς στους Γάλλους καλά λόγια καθώς ασχολούνταν μαζί τους. Όμως λεγόταν ότι οι Γάλλοι απεσταλμένοι στη Ρώμη τού πρόσφεραν την Πάρμα, την Πιατσέντσα και την Κρεμόνα για να τον κερδίσουν προς το μέρος τού Φραγκίσκου.106 Οι κύριοι σύμβουλοι τού Κλήμεντος τον τραβούσαν προς αντίθετες πλευρές. Ο Τζιοβάν Ματτέο Τζιμπέρτι, ο νέος αρχιγραμματέας, ήταν Γενουάτης και γαλλόφιλος. Ο Νίκολας Σόμπεργκ, ο αρχιεπίσκοπος τής Κάπουα, ήταν φιλο-αυτοκρατορικός. Ο Κλήμης αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στις συγκρουόμενες συμβουλές τους.107 Όμως υπήρχαν δύο πράγματα που ο Κλήμης ήξερε ότι ήθελε και αυτά ήσαν να κάνει ειρήνη μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου, αν ήταν πρακτικά δυνατή και στη συνέχεια «να κάνει οικουμενική ένωση των χριστιανών ηγεμόνων εναντίον των Τούρκων» (per poter far una liga universal contra Turchi di principi Christiani).108

Ο Κλήμης δύσκολα μπορούσε να βγάλει τα δεινά τής Ουγγαρίας από το μυαλό του έστω και για μια μέρα, αν και το 1524 η κατάσταση δεν ήταν ίσως ακόμη τόσο άσχημη, όσο ο ίδιος φανταζόταν. Οι Τούρκοι είχαν δικά τους προβλήματα. Σε άλλη επιστολή τής 1ης Μαρτίου ο Φόσκαρι έγραφε από τη Ρώμη «για τις υποθέσεις των Τούρκων» (per le cosse di Turchi) ότι ο Κλήμης επιθυμούσε να γίνει απογραφή νοικοκυριών στα παπικά κράτη, επειδή σχεδίαζε να επιβάλει φόρο εστίας, για να βοηθήσει τον Λουδοβίκο Β’ και τον λαό του. Εκείνοι που ζούσαν στη Ρώμη και αλλού στα εδάφη τής Εκκλησίας επρόκειτο χωρίς αμφιβολία να αποτελέσουν αντικείμενο ενός τέτοιου φόρου. Όμως ο Κλήμης είχε την πρόθεση να στείλει στους Ούγγρους βοήθεια τής τάξης των μερικών δεκάδων χιλιάδων δουκάτων. Ο Κλήμης έπρεπε επίσης να βοηθήσει τούς Ιωαννίτες να βρουν μια πατρίδα. Ο Σανούντο σημείωνε στα Ημερολόγιά του στις 5 Μαρτίου ότι ο πάπας είχε χορηγήσει στον λ’ Ιλ-Αντάμ «προς το παρόν» (pro nunc) την Τσιβιταβέκκια και το Βιτέρμπο ως κατοικίες των Ιπποτών, αλλά αυτό αποτελούσε προφανώς προσωρινή λύση.109 Οι Ιωαννίτες είχαν από καιρό βγει στη θάλασσα. Είχαν κυνηγήσει το μουσουλμανικό εμπόριο στη Μεσόγειο, ενώ κατά τη γνώμη τής παπικής κούρτης είχαν προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στην υπόθεση τής χριστιανοσύνης.

Δεν ήσαν κακές όλες οι ειδήσεις που έρχονταν τώρα από την Τουρκία, παρά την απειλή για την Ουγγαρία και τις τουρκικές εισβολές στη Δαλματία. Ο Αχμέτ πασάς, ο κατακτητής τού Σάμπατς και νικητής στη Ρόδο, είχε επαναστατήσει ως κυβερνήτης τής Αιγύπτου σε ματαιόδοξη προσπάθεια να επανιδρύσει την ανεξαρτησία τού κράτους των Μαμελούκων. Αν και απέτυχε, ενώ σύμφωνα με το τουρκικό έθιμο το κεφάλι του στάλθηκε στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, η εξέγερση τού Αχμέτ υπήρξε απόσπαση τής προσοχής από μεγάλη εκστρατεία κατά τής Ουγγαρίας. Ο Σανούντο παρακολουθούσε τα νέα από τον Βόσπορο με τη συνηθισμένη ακούραστη προσοχή του στη λεπτομέρεια.110

Ο Φραγκίσκος Α’, έχοντας νικήσει μια απερίσκεπτη προσπάθεια των φιλο-αυτοκρατορικών να πάρουν τη Μασσαλία στις αρχές τού φθινοπώρου τού 1524, ξεκινούσε για άλλη μια φορά προσωπικά μια «επιχείρηση τού Μιλάνου» (impresa di Milano). Το βράδυ τής 13ης Οκτωβρίου το ενετικό Κολλέγιο συγκεντρώθηκε στο ανάκτορο των δόγηδων, για να συζητήσει για το τελευταίο ταχυδρομείο που είχε έρθει από το Πιτσιγκεττόνε (μεταξύ Λόντι και Κρεμόνα), με επιστολές από κάποιον Μαρκ’ Αντόνιο Βενιέρ, απεσταλμένο τής Δημοκρατίας στον δούκα τού Μιλάνου. Τον είχε καλέσει ο δούκας Φραντσέσκο Μαρία Σφόρτσα και τού είχε δείξει επιστολή, την οποία είχε μόλις στείλει από το Άστι τού Πεδεμόντιου (Πιεμόντε) ο Σαρλ ντε Λαννόυ, ο αντιβασιλέας τής Νάπολης. Γαλλικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν για κάθοδο στην Ιταλία. Σύμφωνα με την επιστολή τού Λαννόυ ο Φραγκίσκος ερχόταν ο ίδιος με 20.000 πεζούς και 1.200 λογχοφόρους, ενώ στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονταν 6.000 Ελβετοί.111 Η απάντηση τού Κολλέγιου ήταν μια επιστολή προς τον Βενιέρ, που τον κατεύθυνε να ενθαρρύνει τον Φραντσέσκο Σφόρτσα να φροντίσει ότι τα κάστρα τού Μιλάνου και τής Κρεμόνα ήσαν καλά εφοδιασμένα με τρόφιμα και πυρομαχικά. Η Σινιορία θα κινητοποιούσε τα στρατεύματα τής Δημοκρατίας και θα αναζητούσε την ευκαιρία να ενωθούν αυτά με τον αυτοκρατορικό στρατό. Τα νέα στέλνονταν αμέσως στον Μάρκο Φόσκαρι στη Ρώμη, για να ενημερώσει τον πάπα, «γιατί από τα νέα έρχεται πόλεμος στην Ιταλία» (perchè di novo vien guerra in Italia).112

Ο Κλήμης δεν είχε πιστέψει ότι ο Φραγκίσκος θα ερχόταν στην Ιταλία, όπως έγραφε ο Φόσκαρι στη Σινιορία, «γιατί έχουν εξαντληθεί τα χρήματά του» (per esser exausto di danari), αλλά τώρα ο Βενιέρ έγραφε από το Πιτισγκεττόνε, όπου είχε καταφύγει ο Φραντσέσκο Σφόρτσα λόγω τής πανούκλας στο Μιλάνο, ότι πράγματι ερχόταν. Ο Φραγκίσκος αναμενόταν να φτάσει στη Σούσα, στον δρόμο προς το Τορίνο, το Σάββατο (15 Οκτωβρίου). Τώρα οι δυνάμεις του υπολογίζονταν σε 30.000 πεζούς και 2.400 λογχοφόρους, ενώ επόμενες επιστολές θα τις εκτιμούσαν ως ακόμη μεγαλύτερες. Λεγόταν ότι προχωρούσαν σε τρία τμήματα, το πρώτο υπό τον Φραγκίσκο, το δεύτερο υπό τον Τομά ντε Φουά, άρχοντα τού Λεσκύν και τον Τζων Στούαρτ, δούκα τού Ώλμπανυ και το τρίτο υπό τον Ζακ ντε Σαμπάν, άρχοντα τής λα Παλίς.113 Επρόκειτο για πραγματική εισβολή. Οι σελίδες τού Σανούντο γέμιζαν με αναφορές και φήμες τής προσέγγισης των Γάλλων. Το πρωί στις 15 τού μηνός ο Αμπρότζιο ντα Φιρέντσε, ένας Μιλανέζος που υπηρετούσε ως απεσταλμένος τής Γαλλίας στη Βενετία, εμφανίστηκε ενώπιον τού Κολλέγιου. Διακήρυξε ότι ο χριστιανικότατος βασιλιάς ερχόταν στην Ιταλία για να διεκδικήσει το δουκάτο τού Μιλάνου. Η Μεγαλειότητά του ευχόταν στους Ενετούς καλά και ότι «θα ήταν φίλος τούς περισσότερο από ποτέ» (et sara piu amico che mai). Οι «ρήτορες» τού αυτοκράτορα και τού Μιλάνου τον ακολουθούσαν, ζητώντας από τη Σινιορία να διατάξει τα στρατεύματά τους να ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τούς Γάλλους, όπως η Βενετία ήταν υποχρεωμένη να κάνει με τα άρθρα τής συμμαχίας τού Αυγούστου 1523, η οποία είχε εγγυηθεί «τη διατήρηση τού κράτους τού Μιλάνου» (conservation dil stado de Milan).

Ενημερώθηκαν ότι η Σινιορία σκόπευε να το πράξει και ανέμενε από ώρα σε ώρα την άφιξη τού Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε. δούκα τού Ουρμπίνο και γενικού διοικητή των ενετικών χερσαίων δυνάμεων.114

Ο δούκας Σφόρτσα δεν χρειαζόταν τις συμβουλές των Ενετών για να γεμίσει τα κάστρα του με προμήθειες. Ήδη προσπαθούσε να το κάνει. Προμήθειες μεταφέρονταν στο Μιλάνο, την Παβία, την Αλεσσάντρια, την Κρεμόνα και το Λόντι. Το Πιτσιγκεττόνε επίσης οχυρωνόταν, «γιατί είναι δυνατός τόπος» (perche è loco forte).115 Η προέλαση των Γάλλων προς το Μιλάνο ήταν σταθερή και αποφασιστική.116 Επιστολές από τούς Ενετούς πολιτικούς διοικητές στη Μπρέσσια, με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου (1524), έφτασαν στη Βενετία στις 2 π.μ. (hore 8 di notte) στις 24 τού μηνός, με την είδηση ότι οι Γάλλοι είχαν μόλις εισέλθει στο Μιλάνο. Στις 24 τού μηνός, στις 1 μ.μ. (hore 19), οι πολιτικοί διοικητές έγραφαν και πάλι, έχοντας ενημερωθεί στη διάρκεια τής τελευταίας ώρας, ότι «χτες το βράδυ το Μιλάνο παραδόθηκε στον βασιλιά τής Γαλλίας».117 Φαινόταν ότι ο Φραγκίσκος είχε καταβάλει τη φιλο-αυτοκρατορική αντίσταση. Ο Μάρκο Φόσκαρι έγραφε από τη Ρώμη στις 27 τού μηνός, ότι «ο πάπας έχει μάθει για την προέλαση τού χριστιανικότατου βασιλιά στο Μιλάνο» και ότι ο Κλήμης ήθελε να στείλει στον Φραγκίσκο τον Τζιμπέρτι, τον αρχιγραμματέα, για να προσπαθήσει «να διαπραγματευτεί ειρήνη με την αυτοκρατορική Μεγαλειότητά του».118

Τρεις ημέρες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου (1524), ο Φόσκαρι έγραψε ότι κυκλοφορούσε φήμη στη Ρώμη ότι τόσο ο Κλήμης όσο και η Ενετική Σινιορία είχαν καταλήξει σε συμφωνία με τον βασιλιά τής Γαλλίας.119 Η φήμη δεν ήταν αληθινή, αλλά αποτελούσε το σχήμα των πραγμάτων που θα έρχονταν. Την ίδια μέρα, στις 30 τού μηνός, όπως έγραφε ο Φόσκαρι στην πατρίδα του μια ή δύο μέρες αργότερα, ο Κλήμης είχε στείλει τον Τζιλμπέρτι στον Φραγκίσκο, «με αποστολή να διαπραγματευτεί την εκεχειρία» (con commission di trattar le trieve), να προσπαθήσει να ρυθμίσει ανακωχή. Ταυτόχρονα ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Σαλβιάτι έφευγε επίσης από τη Ρώμη για τη λεγατινή αποστολή του στην Πάρμα και την Πιατσέντσα, για την προώθηση τής ειρήνης από το περιθώριο, αν μπορούσε.120 Ο Φραγκίσκος δεν ήθελε να δεχτεί ούτε ανακωχή ούτε ειρήνη. Και γιατί έπρεπε να θέλει; Νόμιζε ότι νικούσε, ενώ προφανώς το ίδιο νόμιζε και ο πάπας.

Οι επικεφαλής αυτοκρατορικοί διοικητές στην Ιταλία ήσαν ο Κάρολος, δούκας τού Μπουρμπόν, κόμης τού Μομπενσιέ (Montpensier) και κοντόσταυλος τής Γαλλίας, τώρα μεγάλος εχθρός τού βασιλιά του (ο οποίος είχε κατασχέσει τα εκτεταμένα εδάφη των Βουρβώνων στη Γαλλία), ο Σαρλ ντε Λαννόυ, αντιβασιλέας τής Νάπολης, και ο Φερνάντο ντε Άβαλος, μαρκήσιος τής Πεσκάρα (και παρεμπιπτόντως σύζυγος τής Βιττόρια Κολόννα). Δεν είχαν καμία πρόθεση να κάνουν ειρήνη.121 Ο Άγγλος πρέσβης Ρίτσαρντ Πέης το κατέστησε σαφές στον φίλο τού Αντόνιο Σουριάν, τον Ενετό ποντεστά τής Μπρέσσια.

Ο Πέης έμενε με τον Σουριάν στη Μπρέσσια. Τα ξημερώματα στις 23 Νοεμβρίου (1524) ίππευσε τα λίγα μίλια μέχρι το Λογκράτο, ακριβώς νοτιοδυτικά τής Μπρέσσια, για να δειπνήσει με τον δούκα των Βουρβώνων, που ήθελε από αυτόν να καταστήσει σαφή στον Ερρίκο Η’ τη δύναμη τής θέσης των φιλο-αυτοκρατορικών στη Λομβαρδία. Μέσα σε μια περίπου βδομάδα, σύμφωνα με τον Μπουρμπόν, οι φιλο-αυτοκρατορικοί (li signori cesarei) θα ξεκινούσαν για να άρουν τη γαλλική πολιορκία τής Παβίας με 20.000-22.000 πεζούς, 1.200 λογχοφόρους και 1.500 ελαφρά οπλισμένους ιππείς. Σχεδίαζαν επίσης επιδρομή στο Μιλανέζε και επίθεση αντιπερισπασμού στο Λανγκεντόκ. Ήξεραν ότι οι Γάλλοι είχαν κατά νου μια εκστρατεία εναντίον τής Νάπολης. Είτε οι Γάλλοι αναλάμβαναν τέτοιο εγχείρημα ή όχι, ο αντιβασιλέας Λαννόυ δεν θα πήγαινε νότια, για να αποκρούσει επιθέσεις κατά τού νότιου βασιλείου. Θα επέμενε στην απόφασή του να ανακτήσει το Μιλάνο, γιατί όταν το ανακτούσε, κάθε γαλλική «επιχείρηση τής Νάπολης» (impresa de Napoli) θα κατέληγε σε αποτυχία. Από την άλλη πλευρά, αν ο Λαννόυ δεν κατόρθωνε να ανακαταλάβει το Μιλάνο, καταλάβαινε ότι απειλούνταν η αυτοκρατορική κατοχή τής Νάπολης. Ναι, ο Μπουρμπόν είχε ακούσει την επίμονη φήμη ότι ο πάπας ενωνόταν με τη Γαλλία (la fama e generate), αλλά οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν το πίστευαν. Όμως ήξερε πολύ καλά ότι ο Τζων Στούαρτ, ο δούκας τού Ώλμπανυ, είχε διασχίσει τον Πάδο κατευθυνόμενος προς νότο με όλες τις δυνάμεις υπό τις διαταγές του. Γνώριζε επίσης ότι Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι «των Μαύρων Ομάδων» (delle Bande Nere) πήγαινε προς νότο με τον Ώλμπανυ. Ο Τζιοβάννι είχε γίνει εντελώς Γάλλος (facto francese), αλλά οι φιλο-αυτοκρατορικοί ήσαν πεπεισμένοι ότι αυτό δεν οφειλόταν στον πάπα. Ο καρδινάλιος Σαλβιάτι είχε γράψει στον δούκα Φραντσέσκο Σφόρτσα τού Μιλάνου και στους φιλο-αυτοκρατορικούς, διαβεβαιώνοντάς τους ότι η διέλευση των Γάλλων από τον Πάδο «δεν θα ήταν για κακό τού πάπα» (non procedeva da mal animo dil Papa) και έτσι πίστευαν ότι ο πάπας ήταν ακόμη ουδέτερος.122

Αν ο πάπας ήταν ακόμη ουδέτερος, δεν θα ήταν για πολύ. Όταν απέτυχαν οι προσπάθειες τού Κλήμεντος να ρυθμίσει εκεχειρία μεταξύ Φραγκίσκου Α’ και Καρόλου Ε’ και πιεζόταν και από τις δύο πλευρές να κάνει την επιλογή του, στράφηκε προς τον Φραγκίσκο. Έτσι κι αλλιώς οι Γάλλοι είχαν καταλάβει το Μιλάνο, μπορούσαν να καταλάβουν και την Παβία, ενώ ο Ώλμπανυ ξεκινούσε προφανώς για την ανακατάκτηση τής Νάπολης για λογαριασμό τού γαλλικού στέμματος. Ο Κλήμης έκανε συνθήκη με τον Φραγκίσκο εναντίον τού Καρόλου στις 12 Δεκεμβρίου (1524). Ο Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι, άλλοτε αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην Αγία Έδρα, ενεργούσε για λογαριασμό τού Φραγκίσκου. Η συνθήκη εκπονήθηκε στη Ρώμη. Οι Ενετοί, τούς οποίους εκπροσωπούσε ο Μάρκο Φόσκαρι, ενώθηκαν με τον πάπα και την χριστιανικότατη Μεγαλειότητά του σε αυτή την «αληθινή ειρήνη, ειλικρινή ομόνοια και διαρκή φιλία» (vera pax, syncera concordia, et perpetua amicitia). Ο δόγης Αντρέα Γκρίττι υπέγραψε το σύμφωνο «με το χέρι του» (manu propria) στο παλάτι των δόγηδων στις 10 Ιανουαρίου 1525.123 Οι συμμετέχοντες έπρεπε να κρατήσουν μυστική τη διαδικασία, αν και συμφωνούσαν επισήμως ότι σκοπός τους ήταν να τεθεί τέλος στους πολέμους και να επικρατήσει ειρήνη στην Ιταλία.124 Η ειρήνη ήταν στην πραγματικότητα επιθυμία και στόχος και τού Κλήμεντος και των Ενετών. Για κάποιο διάστημα είχαν βαρεθεί τούς Ισπανούς και τούς Γερμανούς Λαντσκνέχτε, ενώ εδώ και καιρό ο Φραγκίσκος τούς έκανε φιλικές προσεγγίσεις. Ο Αντρέα Γκρίττι ήταν υπέρ τής συμμαχίας με τούς Γάλλους. Ο Τζιλμπέρτι καθώς και ο Αλμπέρτο Πίο ντα Κάρπι προέτρεπαν γι’ αυτήν τον πάπα.

Είναι επίσης δυνατόν ότι ο Κλήμης, τού οποίου η αναποφασιστικότητα μεγάλωνε με τη γνώση ενός προβλήματος, φοβόταν ήδη τον Κάρολο περισσότερο από όσο φοβόταν τον Φραγκίσκο. Μήνες πριν από την τριπλή συμμαχία τής 12ης Δεκεμβρίου ο αυτοκρατορικός πρεσβευτής Σέσσα είχε γράψει στον Κάρολο ότι

Ο πάπας εξακολουθεί να έχει εμπιστοσύνη στον βασιλιά τής Γαλλίας και φοβάται τη σύναψη συμμαχίας (με τον αυτοκράτορα και τον βασιλιά τής Αγγλίας), γιατί νομίζει ότι ως συνέπειά της θα είναι υποχρεωμένος να ξοδέψει χρήματα. Αυτό που ο πάπας φοβάται περισσότερο στον κόσμο είναι μήπως χάσει χρήματα. Θα δυσανασχετούσε για την απώλεια χρημάτων πιο πολύ απ’ όσο για την απώλεια των κρατών του.125

Χωρίς να παίρνουμε τον Σέσσα πολύ σοβαρά, μπορούμε όμως να υποψιαστούμε ότι ο Κλήμης φοβόταν ότι μια συμμαχία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, οι οποίοι διέτρεχαν την Ιταλία αναζητώντας χρήματα, θα αποδεικνυόταν πολύ δαπανηρή. Όσο για τον Ερρίκο Η’, ζηλεύοντας τη στρατιωτική φήμη τού Φραγκίσκου και αγανακτισμένος με τη σεβάσμια θέση κσι τις εκτεταμένες κτήσεις τού Καρόλου, αυτός αποτελούσε πηγή κάποιας αμηχανίας στην παπική κούρτη. Όταν ο Νικόλαος Σόνμπεργκ, ο αρχιεπίσκοπος τής Κάπουα, ξεκινούσε την πρώτη (αποτυχημένη) ειρηνευτική αποστολή του για τον Κλήμεντα (τον Μάρτιο τού 1524), προειδοποιήθηκε ότι «αν και τα πράγματα που έχουν κατά νου ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Γαλλίας είναι απολύτως κατανοητά, ο στόχος τού βασιλιά τής Αγγλίας είναι τόσο ακατανόητος, όσο μάταιες είναι και οι αιτίες από τις οποίες παρακινείται».126

Υπήρχε προς αντιμετώπιση μια δύσκολη τριάδα, Κάρολος, Φραγκίσκος και Ερρίκος, ενώ ο Κλήμης είχε αίσθηση τού μεγάλου βάρους τού υψηλού αξιώματός του. Κατέστησε αυτό σαφές σε δραματική επιστολή που έγραψε στον Φραντσέσκο Σφόρτσα, τον ανατραπέντα δούκα τού Μιλάνου, στις 7 Δεκεμβρίου (1524), λίγες μόνο μέρες πριν προστεθούν οι τελευταίες πινελιές στην τριπλή συμμαχία. Αν ο Σφόρτσα νόμιζε ότι τα προβλήματά του δεν προκαλούσαν βαθύτατη ανησυχία στον Κλήμεντα, έκανε λάθος:

Αλλά όπως συμβαίνει σε εκείνους που βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο και φόβο ότι μερικές φορές δεν μπορούν να τακτοποιήσουν σωστά όλα τα πράγματα την ίδια στιγμή, έτσι κι εμείς πρέπει να δικαιολογούμαστε αν δεν μπορούμε να προσπαθούμε σκληρά με όλα τα προβλήματα, όταν βλέπουμε την αγριότητα και τη μακρά διάρκεια αυτών των πολέμων, σχεδόν όλα τα χριστιανικά έθνη κατεστραμμένα είτε από εσωτερικές συγκρούσεις ή από τούς πιο πικρούς ανταγωνισμούς, όταν βλέπουμε τη δύναμη και τον στρατιωτικό μηχανισμό των Τούρκων να προσπαθεί καθημερινά να συμπεριλάβει την καταστροφή μας και όταν αφουγκραζόμαστε τις διαμαρτυρίες τής ανθρωπότητας, τα βογγητά όλων των λαών και βλέπουμε τις τύχες τής χριστιανοσύνης να εκφενδονίζονται στη γη και να συντρίβονται.127

Φαινόταν πιθανό ότι η σύγκρουση μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου θα εκσφενδόνιζε πραγματικά τις τύχες τής χριστιανοσύνης στη γη. Ο Κλήμης θεωρούσε επικίνδυνο σύμμαχο τον βασιλιά τής Γαλλίας που αναζητούσε τη δόξα. Προσπαθούσε να πείσει τον Φραγκίσκο να αποφύγει αποφασιστική αναμέτρηση με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, οι οποίοι είχαν τόσο λίγα χρήματα, που δυσκολεύονταν να αποτρέψουν τη διάλυση των στρατευμάτων τους. Στο πεδίο τής μάχης καθένας ήταν εκτεθιμένος στον «κίνδυνο τού τυχαίου» (pericolo de fortuna), πράγμα το οποίο ο Κλήμης δεν είχε καμία επιθυμία να κάνει, γιατί στην περιπετειώδη σταδιοδρομία του είχε ήδη δει πολλούς από τούς κινδύνους και τις αβεβαιότητες τού πολέμου. Και οι Ενετοί βρίσκονταν πάντοτε εκεί, για να τού υπενθυμίζουν ότι η ορμητικότητα των Γάλλων μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την Αγία Έδρα και μάλιστα ολόκληρη την Ιταλία.128

Όσο μάταιη κι αν φαινόταν η προσπάθεια, έπρεπε κανείς να προσπαθήσει να βρει διπλωματική λύση για τις διεκδικήσεις τού Φραγκίσκου επί τού μιλανέζικου δουκάτου, γιατί με τον ερχομό τής άνοιξης οι Άγγλοι και οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα εξαπέλυαν ίσως επίθεση κατά τής βόρειας Γαλλίας μέσω τής Φλάνδρας, πράγμα το οποίο θα ανάγκαζε τούς Γάλλους να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους για κατοχή τού Μιλάνου και κατάκτηση τού υπόλοιπου δουκάτου. Λόγω τής ενθάρρυνσης τού Ερρίκου οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν γίνει «πιο σκληροί από ποτέ» (più indurati che mai). Οι Γάλλοι ίσως αναγκάζονταν πραγματικά να αφήσουν τη Λομβαρδία για να αντιμετωπίσουν σοβαρή απειλή στην ίδια τους τη χώρα, «στην οποία περίπτωση η Αγιότητά του μπορεί με τη σοφία του να γνωρίζει σε τι επικίνδυνους όρους μπορεί να ξαναβρεθεί και αυτός και εμείς…» (nel qual caso sua Santità cum la sapientia soa po cognoscer in qual pericolosi termini si ritroveria et lei et nui).129

Οι ανησυχίες τής Γερουσίας ήσαν δικαιολογημένες. Αν τούς εγκατέλειπε η Γαλλία, τότε η Αγία Έδρα και η Βενετία θα βρίσκονταν σε «επικίνδυνους όρους» (pericolosi termini). Κυκλοφορούσαν φήμες από τον Νοέμβριο τού 1524, ότι ο Κλήμης βρισκόταν σε συμμαχία με τη Γαλλία, ένα μήνα πριν από την πραγματική συμφωνία τής 12ης Δεκεμβρίου, αν και (όπως είδαμε), οι φιλο-αυτοκρατορικοί αρνούνταν να το πιστέψουν.130 Οι Ενετοί είχαν επίσης πάρει τη σωστή συμβουλή να αποκρύψουν, για όσο διάστημα μπορούσαν, την είσοδό τους στη γαλλο-Κλημεντινή Ένωση εναντίον τού Καρόλου Ε’. Η έκταση τής επιτυχίας τους φαίνεται από το γεγονός ότι ακόμη και μέχρι την εβδομάδα τής αποφασιστικής μάχης τής Παβίας οι αυτοκρατορικοί διοικητές Λαννόυ, Πεσκάρα και Μπουρμπόν προφανώς περίμεναν τούς Ενετούς να ενωθούν μαζί τους εναντίον των Γάλλων. Οι πρεσβευτές τού Καρόλου Ε’, τού Ερρίκου Η’ και τού Φραντσέσκο Σφόρτσα παρενοχλούσαν τη Σινιορία ακόμη και μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου να βοηθήσει να επιτευχθεί «η άμεση απελευθέρωση τού κράτους τού Μιλάνου» (la immediata liberation del stato de Milano).131 Η Ιταλία βούλιαζε σε τέλμα. Όπως κάποιος Ραφφαέλε ντε Γκρατσιάνι, γραμματέας στις δυνάμεις τού Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, δούκα τού Ουρμπίνο και γενικού διοικητή των Ενετών, είχε μόλις γράψει σε φίλο στη λιμνοθάλασσα, «αναζητώ την τελική καταστροφή αυτής τής δύστυχης Ιταλίας μας, στην οποία έχουν επιτεθεί τρία είδη βαρβάρων, Ισπανοί, Γερμανοί και Γάλλοι. Στο τέλος όλοι θα ηρεμήσουν, με την Ιταλία να μετατρέπεται στο μεταξύ σε χάος».132

<-5. Ο Λέων Ι’ και τα σχέδια για σταυροφορία εναντίον τού Σελήμ τού Άκαμπτου (1517-1521) 7. Παβία και η Ένωση τού Κονιάκ. Το Μόχατς και οι Τούρκοι στην Ουγγαρία. Πορεία τού Μπουρμπόν προς τη Ρώμη (1525-1527)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top