08. Η άλωση τής Ρώμης και η πολιορκία τής Νάπολης (1527-1528)

<-7. Παβία και η Ένωση τού Κονιάκ. Το Μόχατς και οι Τούρκοι στην Ουγγαρία. Πορεία τού Μπουρμπόν προς τη Ρώμη (1525-1527) 9. Πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης (1528-1529)->

8
Η άλωση τής Ρώμης και η πολιορκία τής Νάπολης (1527-1528)

Image Image

Ο φιλο-αυτοκρατορικός στρατός υπό τον Κάρολο, τον δύσμοιρο δούκα των Βουρβώνων (Μπουρμπόν), είχε φτάσει στα χωράφια και τα αμπέλια γύρω από τη βορειοδυτική γωνία τής Ρώμης την Κυριακή 5 Μαΐου (1527). Ο καταυλισμός τους εκτεινόταν από την περιοχή τού Βατικανού προς νότο μέχρι την Πόρτα Σαν Πανκράτσιο, η οποία πρόβαλλε πάνω από το Τραστέβερε. Δεν είχαν πυροβολικό ούτε αποσκευές. Είχαν λίγο φαγητό και λιγότερα χρήματα. Οι κουρασμένοι, κουρελιασμένοι στρατιώτες είχαν βαδίσει με απίστευτη ταχύτητα κάτω από συνεχείς βροχές. Αμέσως μετά την άφιξή του ο Μπουρμπόν έστειλε κήρυκα ή σαλπιγκτή στο παπικό ανάκτορο «με στρατιωτική θρασύτητα» (con insolenza militare), για να απαιτήσει διέλευση μέσα από τη πόλη τής Ρώμης, «προκειμένου να προχωρήσει με τον στρατό προς το βασίλειο τής Νάπολης». Ήθελε επίσης, όπως είδαμε, άμεση καταβολή 300.000 δουκάτων, τα οποία ο Κλήμης Ζ’ δεν είχε και η παπική κούρτη δεν μπορούσε ενδεχομένως να καταβάλει.

Πριν από την αυγή το επόμενο πρωί, στις 6 τού μηνός, κάτω από την κάλυψη πυκνής ομίχλης, οι φιλο-αυτοκρατορικοί κύκλωσαν τον περιτειχισμένο περίβολο τής παλαιάς «πόλης τού Λέοντος» (civitas Leonina), που περιλάμβανε το Βατικανό, τον Άγιο Πέτρο και το λεγόμενο Μπόργκο. Ο Μπουρμπόν είχε έρθει «να πράξει ή να πεθάνει», όπως λέει ο Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι, «αποφασισμένος ή να πεθάνει ή να νικήσει» (deliberatο o di morire o di vincere), γιατί οι δυσχερείς του συνθήκες δεν τού άφηναν άλλη επιλογή. Τι ακριβώς ήθελε να κάνει ο Μπουρμπόν στη Ρώμη είναι λιγότερο σαφές από το ότι ήταν προορισμένος να πεθάνει εκεί. Ο Κλήμης είχε αναθέσει την υπεράσπιση τής πόλης στον Ρέντσο ντα Τσέρι, ο οποίος (σύμφωνα με τον Γκουτσαρντίνι) είχε τόσο λίγο χρόνο για να στρατολογήσει στρατεύματα, που υποχρεώθηκε να μαζέψει μια άτακτη μάζα πρώτων νεοσυλλέκτων από τούς στάβλους των καρδιναλίων και άλλων ιεραρχών, καθώς και από τα μαγαζιά των τεχνιτών και τα διάφορα πανδοχεία και ταβέρνες τής πόλης.1

Για να δοκιμάσουν και να διασκορπίσουν τούς πόρους των υπερασπιστών, οι φιλο-αυτοκρατορικοί εξαπέλυσαν επίθεση υπό τον Σκιάρρα Κολόννα από τη γέφυρα Πόντε Μίλβιο, η οποία έφερνε τη Βία Φλαμίνια πάνω από τον Τίβερη ενάμισι μίλι βόρεια τής Ρώμης και οδηγούσε στην καρδιά τής πόλης μέσω τής Πόρτα ντελ Πόπολο, απ’ όπου η Βία Λάτα (το σημερινό Κόρσο) οδηγούσε κατευθείαν στο Παλάτσο Βενέτσια. Ο Μέλχιορ, ο γιος τού Γκέοργκ φον Έρουντσμπεργκ, ηγήθηκε επίθεσης από την Πόρτα Σαν Πανκράτσιο προς τον λόφο Τζανίκουλουμ, από τον οποίο θα μπορούσε να κατέβει μέσω Τραστέβερε στη γέφυρα Πόντε Σίστο κι έτσι μέσα στην πόλη. Όμως η μάζα τού στρατού στο σκοτάδι τής παρασυρόμενης ομίχλης είχε συγκεντρωθεί, όπως μόλις σημειώσαμε, γύρω από τη βορειοδυτική γωνία τής πόλης τού Λέοντος (civitas Leonina), όπου χτυπήματα αντιπερισπασμού δίνονταν στα τείχη που κάλυπταν το παλάτι Μπελβεντέρε τού Ιννοκέντιου Η’ στον βορρά και (δυτικά) στην Πόρτα Περτούζα, η οποία είναι τώρα εντοιχισμένη στους κήπους τού Βατικανού. Ο Μπουρμπόν και οι φιλο-αυτοκρατορικοί διοικητές είχαν αποφασίσει, αρκετά έξυπνα, να επικεντρώσουν τη μεγάλη τους επίθεση στη νότια περιοχή των τειχών που προστάτευαν την περιοχή, από την Πόρτα Τορριόνε (τώρα Καβαλλεγκέρι, «πύλη τού ελαφρού ιππικού») στο κέντρο μέχρι την Πόρτα Σάντο Σπίριτο στα ανατολικά, πίσω από την οποία βρίσκονταν οι κήποι τού καρδινάλιου Πάολο ντε Τσέζι και η εκκλησία και το νοσοκομείο τού Σάντο Σπίριτο, κοντά σε στροφή τού Τίβερη.2

Εδώ τα τείχη ήσαν πιο αδύναμα και χαμηλά, ενώ το έδαφος υψωνόταν στα νότια, δίνοντας στους φιλο-αυτοκρατορικούς καλύτερη ευκαιρία να επιτεθούν στους αμυνόμενους.3

Οι πρώτες προσπάθειες τόσο των Ισπανών όσο και των Λαντσκνέχτε να αναρριχηθούν στο νότιο τείχος απέτυχαν. Ο Μπουρμπόν πίστευε ότι όσο πιο σύντομα καταλαμβανόταν η Ρώμη τόσο το καλύτερο, όχι μόνο γιατί οι Γκουΐντο Ρανγκόνι και Καϊάτσο βρίσκονταν καθ’ οδόν για επικουρία τής πόλης, αλλά επειδή και ο συμμαχικός στρατός υπό τον δούκα τού Ουρμπίνο δεν έπρεπε να βρίσκεται πολύ πίσω. Επιθυμώντας να ενθαρρύνει τούς άνδρες του, ο Μπουρμπόν κατευθύνθηκε στην Πόρτα Τορριόνε, όπου φαινόταν να κρατά σκάλα ή να ανεβαίνει σε αυτήν, όταν έπεσε χτυπημένος από οβίδα ή βλήμα αρκεβούζιου. Η είδηση του θανάτου τού Μπουρμπόν προκάλεσε για μικρό διάστημα φόβο στους φιλο-αυτοκρατορικούς και εξίσου σύντομο διάλειμμα αγαλλίασης των υπερασπιστών. Ο Ρωμαίος χρονικογράφος Μαρτσέλλο Αλμπερίνι, ο οποίος ήταν δεκαέξι ετών εκείνη την εποχή, θυμόταν αργότερα τον τρόπο με τον οποίο οι ρακένδυτοι στρατολογημένοι τού Ρέντσο ντα Τσέρι άφηναν τις θέσεις τους στα τείχη, διαδίδοντας νέα για νίκη σε ολόκληρη τη Ρώμη, πιστεύοντας ανόητα ότι η πτώση που Μπουρμπόν θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα ήττα των φιλο-αυτοκρατορικών.4

Όμως οι Ισπανοί και οι Λαντσκνέχτε σύντομα επέστρεψαν στην επιχείρηση, γιατί η ηγεσία τού Μπουρμπόν δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο γι’ αυτούς από μέσο είσπραξης των καθυστερούμενων αμοιβών τους. Οι Ισπανοί ετοιμάζονταν για επίθεση στην Πόρτα Τορριόνε και οι Λαντσκνέχτε στην Πόρτα Σάντο Σπίριτο. Με ταυτόχρονες επιθέσεις βρέθηκαν πάνω από τα τείχη περίπου την ίδια στιγμή. Καθώς ξεχύνονταν στην Πιάτσα Σαν Πιέτρο και το Μπόργκο, σκότωναν όσους συναντούσαν, καθέναν που βρισκόταν σε ακτίνα βολής, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών στο νοσοκομείο τού Σάντο Σπίριτο και των έκθετων βρεφών στο ορφανοτροφείο τής Πιετά.5

Καθώς εκατοντάδες αναζητούσαν καταφύγιο στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, οι χειριστές αρκεβουζίων και οι κανονιοβολιστές στα τείχη τού κάστρου έστρεφαν τα όπλα τους κατά των εισβολέων, που στράφηκαν προς νότο, πέρασαν το Σαν Πανκράτσιο και μετακινήθηκαν στο προάστιο τού Τραστέβερε, πέρα από το βεληνεκές των μουσκέτων και των κανονιών. Συνάντησαν αντίσταση στη γέφυρα Πόντε Σίστο, όπου κάποιοι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους, αλλά γύρω στις 5 μ.μ. (alle 20 ore), σύμφωνα με αναφορά, οι εισβολείς περνούσαν πάνω από τη γέφυρα στο Κάμπο ντέι Φιόρι, απ’ όπου απλώνονταν προς τις μακρινές γωνιές τής πόλης.6 Η Ρώμη είχε καταληφθεί.

Κάποιος Φρανσίσκο ντε Σαλαζάρ, ψάχνοντας για λόγο εξήγησης τής απίστευτης βαρβαρότητας των συμπατριωτών του και εκείνης των Γερμανών, ήταν διατεθειμένος προς στιγμή να τα επιρρίψει όλα στον βίαιο θάνατο τού Μπουρμπόν. Όπως ο ίδιος έγραφε από τη Ρώμη στις 18 Μαΐου, πιθανότατα στον καγκελλάριο Μερκουρίνο Γκαττινάρα,

αυτή ήταν, χωρίς αμφιβολία, η αιτία για τα τρία τέταρτα των βαρβαροτήτων και ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τούς άνδρες μας σε αυτή την περίπτωση. Επειδή, ακόμη κι αν η Ρώμη είχε δοθεί στους Γερμανούς και τούς Ισπανούς για να την αλώσουν, αυτό θα μπορούσε δίκαια να είχε ολοκληρωθεί σε μία μέρα, ενώ η λεηλασία κράτησε εννέα ή δέκα, κατά τη διάρκεια των οποίων οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τούς στρατιώτες μας ήσαν πρωτοφανείς, όπου άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων σφάζονταν αδιακρίτως ή υφίσταντο τα πιο αποτρόπαια βασανιστήρια, για να ομολογήσουν που είχαν κρυμμένα τα χρήματα και τα τιμαλφή τους, αν είχαν κάποια…

Δεν γλύτωσαν ούτε τα μοναστήρια και άλλοι θρησκευτικοί οίκοι. Όλα έχουν λεηλατηθεί, ενώ σε πολλές περιπτώσεις μοναχοί και μοναχές και κάθε είδους εκκλησιαστικοί θανατώθηκαν ή βασανίστηκαν, ώστε να αποκαλύψουν τα χρήματα ή κοσμήματα που είχαν αποκρύψει. Βλέποντας τις φτωχές μοναχές να οδηγούνται στη φυλακή ανάμεσα σε στρατιώτες, κλαίγοντας και υψώνοντας τα χέρια τους προς τον ουρανό, θα ήταν αρκετό για να λιώσει και σιδερένια καρδιά.

Η εκκλησία τού Αγίου Πέτρου λεηλατήθηκε εντελώς, τα ασημένια ιερά και οι κασετίνες που περιείχαν τα λείψανα των αγίων κλάπηκαν, ενώ τα ίδια τα λείψανα διασκορπίστηκαν στα δάπεδα. Πολλά πτώματα κείτονταν κάτω, τόσο παραμορφωμένα που ήταν αδύνατο να αναγνωριστούν. Και στο ίδιο το παρεκκλήσι, κοντά στο ιερό τού Αγίου Πέτρου, υπήρχαν μεγάλες λίμνες αίματος, νεκρά άλογα, κλπ.

Το παπικό ανάκτορο ξεκοιλιάστηκε εντελώς και πυρπολήθηκε σε πολλά σημεία, ενώ τα όμορφα δωμάτιά του μετατράπηκαν σε στάβλους, λόγω τού μεγάλου αριθμού των ιππέων που κατοικούσαν τώρα σε αυτό….

Φαίνονται όλα σαν όνειρο. Μερικοί άνθρωποι λόγω τού φόβου έχουν αναφέρει χρήματα, κοσμήματα και ρούχα, που είναι κρυμμένα στην ύπαιθρο (έξω από τη Ρώμη). Έχουν ανοιχτεί τάφοι σε αναζήτηση κρυμμένων θησαυρών, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς τώρα να επισκεφθεί μια εκκλησία ή να περιηγηθεί τη Ρώμη, γιατί τέτοια είναι η δυσωδία των νεκρών. Λειτουργία δεν γίνεται πουθενά. Δεν έχει χτυπήσει καμπάνα ή ρολόι από τη στιγμή που μπήκαν στη Ρώμη οι φιλο-αυτοκρατορικοί, και μάλιστα κανείς δεν ακούει τέτοια πράγματα, εν μέσω μιας τέτοιας τρομερής καταστροφής και δίωξης, όπως εκείνη που έχει πλήξει αυτή την πόλη.

Το ποσό των χρημάτων, κοσμημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων που πάρθηκαν από τούς στρατιώτες εκτιμάται από ορισμένους σε 15 εκατομμύρια χρυσού, αν και άλλοι το υπολογίζουν σε 20. Στην πραγματικότητα είναι σχεδόν ανυπολόγιστο, γιατί στο παλάτι τού Πορτογάλου πρέσβη [D. Martin de Portugal] και μόνο τα λάφυρα που πάρθηκαν και τα χρήματα που πληρώθηκαν ως λύτρα, είναι γνωστό ότι ανέρχονται σε ένα εκατομμύριο.7

Για άλλη μια φορά η Ρώμη, η πιο εντυπωσιακή πόλη τής Ευρώπης, είχε πέσει θύμα βαρβάρων επιδρομέων. Τα παλάτια που είχαν κτιστεί και οι εκκλησίες που είχαν αποκατασταθεί από τα τέλη τού Μεγάλου Σχίσματος (1378), τη Σύνοδο τής Κωνσταντίας (1414-1418) και την επιστροφή τού πάπα Μαρτίνου Ε’ στη Ρώμη (1420), τότε που η πόλη είχε περιπέσει πια σε θλιβερή κατάσταση φθοράς, υποβλήθηκαν ξανά σε λεηλασία και ιεροσυλία. Οι καλλιτεχνικές απώλειες ήσαν τεράστιες. Και τι έγινε με τούς ανθρώπους; Πόσοι πιάστηκαν στη δίνη τού Μαΐου τού 1527; Οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό τής Ρώμης κυμαίνονταν κάποτε μεταξύ 40.000 (το 1513) και περίπου 100.000 (το 1517), αλλά, όπως μάς προειδοποίησε εδώ και πολύ καιρό ο μορφωμένος Ντομένικο Γκνόλι, ποτέ δεν υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία που να κατέληγαν σε τέτοιους αριθμούς. Όμως ακριβώς την παραμονή τής λεηλασίας τής Ρώμης είχε γίνει λεπτομερής απογραφή των σπιτιών και των ανθρώπων που αποτελούσαν την πόλη. Το κείμενο διασώζεται σε δύο αντίγραφα τού 19ου αιώνα, φτιαγμένα από προφανώς χαμένο πρωτότυπο, τα οποία ανατρέχουν ίσως στην εποχή τής απογραφής, δηλαδή μεταξύ τής εισβολής των Κολόννα και τής «Άλωσης τού Μπουρμπόν» (Sacco Borbonico).

Στην πραγματικότητα, όπως ο Γκνόλι έχει αποδείξει από εσωτερικά στοιχεία αποφασιστικού είδους, η απογραφή έγινε μετά τον θάνατο τού αδελφού τού τραπεζίτη Αγκοστίνο Τσίγκι, τού Σιγκισμόντο (λίγο μετά τις 14 Νοεμβρίου 1526) και πριν από την αναχώρηση από τη Ρώμη τής Κατερίνα Τσίμπο-Βαράνο, δούκισσας τού Καμερίνο, που επέστρεψε στο σπίτι της στο Καμερίνο τον Ιανουάριο τού 1527. Η απογραφή καταγράφει σπίτι που ανήκει στους «κληρονόμους τού Γκιζμόντο Γκίζι» (eredi di Gismondo Gisi), στο οποίο ζούσαν δεκαοκτώ άτομα τη στιγμή τού θανάτου τού Σιγκισμόντο, καθώς και εκείνο που κατέχει η «δούκισσα τού Καμερίνο» (ducessa da Camerino), με εξήντα ενοίκους. Στις δεκατρείς (ή δεκατέσσερις) περιοχές (rioni ή regiones) τής πόλης υπήρχαν 9.285 κατοικίες (case habitate), τις οποία κατελάμβαναν 55.035 άτομα (bocche), από τα οποία 4.927 ζούσαν σε 824 σπίτια στο Τραστέβερε.8

Αυτή η απογραφή, που έγινε σε μεγάλο βαθμό τον Δεκέμβριο τού 1526 και στις αρχές Ιανουαρίου 1527, δείχνει (όπως δείχνουν και πολλά άλλα αποδεικτικά στοιχεία) ότι εκπληκτικά μεγάλο ποσοστό των κατοίκων τής Ρώμης προερχόταν από αλλού.9 Μάλιστα έρχονταν από οπουδήποτε, ιδιαίτερα από τη βόρεια Ιταλία, από το Πεδεμόντιο, το Μιλάνο, το Κόμο, τη Νοβάρα, το Μπέργκαμο, τη Μπρέσσια, την Παβία, την Πιατσέντσα, τη Γένουα, τη Βενετία, την Πάδουα, την Κρεμόνα, τη Μάντουα, την Πάρμα, τη Φερράρα, τη Μπολώνια, τη Φλωρεντία, την Πίζα, τη Σιένα, την Περούτζια, το Βιτέρμπο, αλλά και από τη Νάπολη, την Καλαβρία, την Κορσική, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα, την Αλβανία και ακόμη και από την Αγγλία. Έκαναν κάθε επάγγελμα και εμπόριο τής εποχής. Τεχνίτες και προμηθευτές τροφίμων και υπηρεσιών ήσαν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την πόλη, αν και υπήρχε η συνήθης τάση βιοτέχνες και προμηθευτές ορισμένων ειδών να συγκεντρώνονται ο ένας κοντά στον άλλο στην ίδια περιοχή ή σε κοντινή απόσταση. Στο σύνολό τους οι πλουσιότεροι κάτοικοι στην πόλη και τα μεγαλύτερο παλάτια (palazzi) βρίσκονταν στις περιοχές που έπρεπε να αναμένονται: στο Μπόργκο, μέσα και γύρω από την Πιάτσα Ναβόνα, στο Κάμπο ντέι Φιόρι, στην Πιάτσα Βενέτσια και στους Αγίους Αποστόλους, στη Βία Λάτα (το σύγχρονο Κόρσο) και στη (σύγχρονη) Λάργκο Τόρρε Αρζεντίνα.

Η απογραφή τού 1526-1527 δίνει το όνομα τού επικεφαλής κάθε νοικοκυριού (capo di casa), συχνά την επαγγελματική του (της) δραστηριότητα, καθώς και τον αριθμό των ενοίκων τού σπιτιού. Υπήρχαν καρδινάλιοι, παπικοί αξιωματούχοι και άλλοι εκκλησιαστικοί, συμβολαιογράφοι, αντιγραφείς, κοσμηματοπώλες, χρυσοχόοι, φαρμακοποιοί και γιατροί. Συναντούμε αρωματοποιούς, ζωγράφους, εκτυπωτές, βιβλιοπώλες, κεντητές, εμπόρους μεταξωτών και σπαθιών, τραγουδιστές και πωλητές προσευχηταριών (paternostrari). Υπήρχαν ταβέρνες και ταβερνιάρηδες σχεδόν παντού (αλλά κυρίως στις φτωχότερες περιοχές), καθώς και οινοπαραγωγοί, μυλωνάδες, αρτοποιοί, κρεοπώλες, ιχθυοπώλες, φρουτέμποροι και πτηνοτρόφοι. Για τον Αλμπερίνι η Ρώμη έμοιαζε «σαν κοινή κατοικία τού κόσμου» (come commune domicilio del mondo)10 και είχε κάθε επάγγελμα: οπλοποιούς, κλειδαράδες, υαλουργούς, ξυλουργούς, υποδηματοποιούς, γουναράδες, υφαντές, βαφείς, ράφτες, εμπόρους πλεκτών και υφασμάτων, λιθοξόους, χτίστες, σιδεράδες, σιδηροπώλες, σαγματοποιούς, βαρελοποιούς, αμαξοποιούς, καζανάδες και σχοινοποιούς, κουρείς, αγγελιοφόρους, βυρσοδέψες, αγγειοπλάστες, κηροποιούς, σαπωνοποιούς, πλύστρες και πόρνες, κατασκευαστές μανδύων, γαντιών και στρωμάτων, καρβουνιάρηδες, ρακοσυλλέκτες, γανωματήδες, ημιονηγούς, μαουνιέρηδες, καροτσιέρηδες, καρραγωγείς και πολλούς άλλους. Η απογραφή τούς καταγράφει όλους, περιλαμβανομένης μιας φτωχής ψυχής γνωστής ως «κόρης τού Μεγάλου Τούρκου» (fillia del Gran Turcho), που ζούσε μόνη κάπου στην περιοχή τής (σύγχρονης) Βία Πανισπέρνα.11

Ο πάπας Κλήμης βρισκόταν σε προσευχή στο παρεκκλήσι του στο παλάτι τού Βατικανού, όταν οι Ισπανοί και οι Λαντσκνέχτε σκαρφάλωναν στα τείχη. Όπως έγραφε ο Σαλαζάρ στον Γκαττινάρα, «μόλις πρόλαβε να διαφύγει ο πάπας, γιατί αν είχε πει δυο-τρία “πιστεύω” ακόμη, θα συλλαμβανόταν αιχμάλωτος μέσα στο ίδιο το παλάτι του».12 Όμως ο Κλήμης έτρεξε προς την ασφάλεια, όποια κι αν ήταν η ασφάλεια αυτή, μέσω τού καλυμμένου περάσματος, που οδηγούσε από τα τείχη τού Βατικανού στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Οι δολοφονίες, οι λεηλασίες και οι καταστροφές για τις οποίες ήσαν ένοχοι οι φιλο-αυτοκρατορικοί ήσαν απίστευτες. Ακόμη και ο Χουάν Πέρεζ, ο γραμματέας τού εκλιπόντος δούκα τής Σέσσα στην ισπανική πρεσβεία στη Ρώμη, έγραφε στον Κάρολο Ε’ στις 18 Μαΐου (1527) ότι οι συμπατριώτες του και οι Λαντσκνέχτε είχαν αλώσει τη Ρώμη «με τόση σκληρότητα και ακολασία, σαν να είχε λεηλατηθεί από [τους] Τούρκους…».13

Ο συγγραφέας επιστολής γραμμένης στο Ουρμπίνο στις 20 Μαΐου (1527), περιγράφοντας τη «φοβερή και σκληρή ατυχία που έχει συμβεί σε αυτή την άθλια, δυστυχισμένη και άτυχη πόλη τής Ρώμης», δυσκολευόταν να πιστέψει ότι, αν οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν διαπράξει την άλωση, θα είχαν ποτέ δείξει τέτοια σκληρότητα, όπως οι Ισπανοί και οι Λουθηρανοί Λαντσκνέχτε.14 Ο ποιητής Πιέτρο Κόρσι, μέλος τής τότε Ρωμαϊκής Ακαδημίας, έγραψε θρήνο σε δακτυλικό εξάμετρο, την «πτώση τής Ρώμης» (urbis Romae excidio), τον οποίο έστειλε στη Λουΐζα τής Σαβοΐας με αφιερωτική επιστολή, γραμμένη «από τα ερείπια τής πόλης» (ex Urbis cadavere) στις 29 Νοεμβρίου 1527, εξιστορώντας μερικές από τις φρικαλεότητες τής άλωσης: «Ούτε Τούρκοι, ούτε Αφρικανοί, κανένα μέρος τής ανθρώπινης φυλής, όσο απομακρυσμένο ή αποξενωμένο από τη θρησκεία μας, δεν θα μπορούσε ποτέ να προκαλέσει τέτοιο μακελειό σε εμάς, είτε με τα χειρότερα εγκλήματα ή με τα πιο άγρια βασανιστήρια».15 Είκοσι χρόνια αργότερα ο Μαρτσέλλο Αλμπερίνι θυμόταν την αγριότητα των Ισπανών και των Λαντσκνέχτε ως χειρότερη από εκείνη των Μαυριτανών ή των Τούρκων ή οποιωνδήποτε άλλων βαρβάρων είχαν ποτέ επιτεθεί στην Ιταλία, γιατί ακόμη και ο Ούννος Αττίλας και ο Οστρογότθος Τοτίλας είχαν δείξει κάποιο σεβασμό στους ηλικιωμένους, στα ιερά πράγματα, στις εκκλησίες και στους δυστυχείς που είχαν καταφύγει σε αυτές.16

Η πτώση τής Ρόδου και η μάχη τού Μόχατς είχαν βάλει αυξημένο φόβο για τούς Τούρκους στα μυαλά των Δυτικών, οι οποίοι έβλεπαν Τούρκους ακόμη και εκεί που δεν υπήρχαν. Όταν ήταν σαφές ότι ο Κλήμης Ζ’ έπρεπε να υποκύψει στους απαγωγείς του, ο Αλόνσο Σάντσεζ, ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος στη λιμνοθάλασσα, υπενθύμιζε από τη Βενετία στον Κάρολο Ε’ (στις 29 Μαΐου 1527) ότι στην τελευταία επιστολή του είχε αναφέρει,

ότι αυτή η Σινιορία, ακούγοντας ότι ο αυτοκρατορικός στρατός έμπαινε στη Ρώμη και ότι ο πάπας επρόκειτο να καταλήξει σε συμφωνία, έχει στείλει κρυφό μήνυμα στον Τούρκο, προσκαλώντας τον στην Ιταλία. Φαίνεται ότι έχουν και πάλι στείλει πρεσβεία [στην Ισταμπούλ], συμβουλεύοντας τούς Τούρκους να εισβάλουν στην Απουλία με μεγάλη δύναμη, ενώ οι ίδιοι με τις γαλέρες τους θα επιτεθούν σε κάποιο άλλο σημείο. Ό,τι κι αν αποφασίσουν να κάνουν τελικά, η εποχή είναι πάρα πολύ προχωρημένη για κάθε τέτοια επιχείρηση φέτος.

Λεγόταν ότι ο Σουλεϊμάν ήταν απασχολημένος με εξέγερση τού πασά τής Ανατολίας, αλλά σε κάθε περίπτωση ο Σάντσεζ είχε γράψει στους διοικητές τής Σικελίας και τής Απουλίας, «προειδοποιώντας τους να έχουν το νου τους» εναντίον κάθε πιθανής ενετικής υποστήριξης τουρκικής επίθεσης κατά τής επικράτειας τού Καρόλου στη νότια Ιταλία.17

Τρεις εβδομάδες μετά την κατάληψη τής Ρώμης από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, ο Φερνάντο Μαρίν, ο ηγούμενος τής Ναζέρα, έγραφε στον Κάρολο Ε’:

Η άλωση έχει διαρκέσει μέχρι σήμερα και η συνολική ζημιά ανέρχεται σε απίστευτο ποσό. Τέτοιες είναι οι μυστηριώδεις αποφάσεις τής Θείας Πρόνοιας, γιατί μπορεί να λεχθεί ότι η καταστροφή και η δυστυχία που υπέστη η Ρώμη σε αυτή την περίπτωση είναι απαράμιλλη στην ιστορία. Μέσα στον περίβολο τού Αγίου Πέτρου και στην ίδια την Αγία Τράπεζα, πάνω από 30 άνδρες που είχαν καταφύγει εκεί βρήκαν τον θάνατο, ενώ τα πλούσια και πανέμορφα διαμερίσματα τού ιερού παλατιού μετατράπηκαν σε στάβλους για άλογα. Ήταν η τιμωρία τού Θεού. Μακάρι αυτοί που την εκτέλεσαν να κριθούν ανάξιοι ενώπιόν Του.18

Στο μεταξύ η είδηση της άλωσης τής Ρώμης ταξίδευε στις μακρινές γωνιές τής Ευρώπης και τής Ανατολικής Μεσογείου. Με επιστολές τής 11ης και 12ης Μαΐου (1527) ο Μάρκο Φόσκαρι, τώρα Ενετός πρέσβης στη Φλωρεντία, είχε στείλει νέα για τα θλιβερά γεγονότα στον δόγη και τη Γερουσία, οι οποίοι γνώριζαν ήδη αρκετές από τις λεπτομέρειες για να θρηνούν τα δεινά τού πρώην συμμάχου τους Κλήμεντα και για τη δική τούς θέση, η οποία γινόταν πλέον πιο δύσκολη. Όταν ο Φόσκαρι είχε προτείνει στους καρδιναλίους, που είχαν καταφύγει στη Φλωρεντία, καθώς και στο Συμβούλιο των Οκτώ (Otto di Pratica) ότι έπρεπε να αυξήσουν τις δυνάμεις τους, τού είπαν ότι το σοβαρότερο ζήτημα που αντιμετώπιζαν τότε οι αντι-αυτοκρατορικοί σύμμαχοι ήταν η απελευθέρωση τής Αγιότητάς του και τού μεγαλύτερου μέρους τού Ιερού Κολλέγιου. Μόνο οι γαλλικές και ενετικές δυνάμεις μπορούσαν να το κάνουν αυτό και έπρεπε να το κάνουν. Με τη βοήθειά τους επίσης, οι Φλωρεντινοί θα διαχειρίζονταν τη δική τους άμυνα. Ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν αμέσως στους καρδινάλιους και στο Συμβούλιο των Οκτώ τις πληρέστερες διαβεβαιώσεις τους.

Τα δεινά τού πάπα ήσαν επίσης δεινά τής Ιταλίας, αλλά όσο πιο ξεκάθαρος και κοντινός ήταν ο κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερη ήταν η ανάγκη για σχεδιασμό και θάρρος για την αντιμετώπισή του. Η Γερουσία συμφωνούσε ότι η διάσωση τού πάπα από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα τής δουλειάς των συμμάχων, γιατί υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να τον κουβαλήσουν οι φιλο-αυτοκρατορικοί μακριά στην Ισπανία (όπως είχαν κάνει με τον Φραγκίσκο Α’) και τότε σίγουρα η Αγία Έδρα θα έπεφτε θύμα των φιλο-αυτοκρατορικών με την τρομερή τους τάση για λεηλασία. Οι Φλωρεντινοί μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι οι Ενετοί θα κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διαλύσουν τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε ο πάπας. Είχαν στείλει μήνυμα στους διοικητές τους στο πεδίο. Ο ενετικός στρατός στη Λομβαρδία μεγάλωνε, ώστε να περιλαμβάνει περισσότερους από 10.000 πεζούς στρατιώτες. Κολοσσιαίο ποσό ξοδευόταν για την αύξηση τής εντυπωσιακής δύναμης τού στόλου. Στέλνονταν χρήματα στις ενετικές δυνάμεις που στάθμευαν κοντά στη Ρώμη. Η Βενετία θα έκανε το καλύτερο δυνατό για να αντιμετωπίσει τη «δύναμη και την τρέλλα των εχθρών» (impeto et rabie de li nemici). Ο Φραγκίσκος Α’ έστελνε μεγάλα ποσά στην Ιταλία, για να βοηθήσει τη συμμαχική υπόθεση, ενώ είχε διατάξει 10.000 Ελβετούς μισθοφόρους να ετοιμάζονται για άμεση κάθοδο στην Ιταλία. Οι στρατοί τής Ένωσης σύντομα θα αυξάνονταν σε δύναμη σε τέτοιο βαθμό, που ο εχθρός θα ριχνόταν στην άμυνα «και δεν θα πληρωνόταν για να προσβάλλει άλλους» (et non presti ad offender altri). Ο Φραγκίσκος σχεδίαζε επίσης να εισβάλει στη Φλάνδρα και σε άλλα κράτη τού αυτοκράτορα που συνόρευαν με τη Γαλλία. Η νέα αγγλο-γαλλική συμμαχία έφερνε στη σύγκρουση τον Ερρίκο Η’ στο πλευρό τού Φραγκίσκου.19 Όμως τα γεγονότα έδειχναν ήδη ότι όλα ακούγονταν πολύ καλύτερα στο χαρτί (ή μάλλον στην περγαμηνή) απ’ όσο θα αποδεικνυόταν πιθανώς στο πεδίο τής μάχης.

Μάλιστα, από την αρχή κιόλας, οι γαλλο-ενετικές προσπάθειες για την απελευθέρωση τού πάπα και την επικουρία τής Ρώμης θα αποδεικνύονταν εντελώς άχρηστες. Ο Φεντερίκο Γκονζάγκα ντα Μπότσολο, με 150 πάνοπλους άνδρες, περίπου 250 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 200 μουσκετοφόρους, απέτυχε σε τολμηρή αλλά άσχημα σχεδιασμένη προσπάθεια να διασώσει τον πάπα και τούς καρδινάλιους από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο (far prova de cavare Nostro Signore del castello con quelli altri cardinali).20 Ο Γκουΐντο Ρανγκόνι, ο οποίος είχε φτάσει στο Οτρίκολι τη νύχτα τής 5ης Μαΐου (1527), είχε κατέβει τη Βία Φλαμίνια, φτάνοντας στη γέφυρα Πόντε Σολάρο στην περιοχή των αρχαίων Φιδενών (Fidenae), ακριβώς βόρεια τής Ρώμης, το βράδυ στις 6 τού μηνός, με 500 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 800 μουσκετοφόρους. Όμως μαθαίνοντας ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν μπει στην πόλη, επέστρεψε στο Οτρίκολι, όπου είχε αφήσει το πεζικό του, τα απομεινάρια των δυνάμεων τού εκλιπόντος Τζιοβάννι «των Μαύρων Ομάδων» (delle Bande Nere).21 Στις 20 Μαΐου ο Πάολο ντε Γκόντι έγραφε στον πατέρα του, τον Δρα Αρρίγκο Αντόνιο, νομικό στη Βιτσέντσα, ότι «ο στρατός που έχει αλώσει τη Ρώμη βρίσκεται σε τόσο μεγάλη αταξία, που περιμένω ότι θα είναι αναμφίβολα νικηφόρος ο άλλος στρατός, εκείνος τής Ένωσης, ο οποίος βρίσκεται τώρα σε αυτά τα μέρη [ο Πάολο έγραφε από το Όρτε] και κατευθύνεται στη Ρώμη».22 Ο στρατός τής Ένωσης υπό τον Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, τον δούκα τού Ουρμπίνο, έφτασε τελικά στην Ίζολα Φαρνέζε, οκτώ μίλια βορειοδυτικά τής Ρώμης, στις 22 Μαΐου.23 Όμως παρά τις μεγάλες ελπίδες τού Πάολο ντε Γκόντι, οι γαλλο-ενετικές δυνάμεις δεν πέτυχαν τίποτε. Αναμφίβολα ο στρατός των φιλο-αυτοκρατορικών βρισκόταν «σε τόσο μεγάλη αταξία» (molto mal in ordine), αφού σκότωνε και λεηλατούσε, βεβήλωνε εκκλησίες, έβαζε φωτιά σε κτίρια, φιλονικούσε στις ταβέρνες και αποσπούσε υπέρογκα λύτρα από τούς πλούσιους. Αλλά τα στρατεύματα τού ντέλλα Ρόβερε δεν είχαν βαρύ πυροβολικό, ενώ είχαν οικτρή έλλειψη τροφίμων και άλλων προμηθειών. Η εντυπωσιακή τους ισχύς αποδυναμωνόταν συνεχώς από λιποταξίες. Στις 2 Ιουνίου ο ντέλλα Ρόβερε αποσύρθηκε στην περιοχή τής Βετράλλα και τού Βιτέρμπο. Στις 10 κατέφυγε λίγο βορειότερα στο Μοντεφιασκόνε, αλλά τώρα επέστρεφε στο Βιτέρμπο.24

Όμως μια ή δύο βδομάδες αργότερα, στις 23 Ιουνίου, ο επιμελής ηγούμενος τής Ναζέρα έγραφε στον Κάρολο Ε’ ότι ο στρατός τής Ένωσης είχε πάει στο Ορβιέτο και βρισκόταν τότε στον δρόμο προς την Περούτζια, απ’ όπου ο ντέλλα Ρόβερε φαινόταν να κινείται προς τη Ρομάνια.25 Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τού ντέλλα Ρόβερε, οι Ενετοί δεν μπορούσαν παρά να αναγνωρίσουν ότι τόσο οι ενετικές όσο και οι γαλλικές δυνάμεις τα πήγαιναν άσχημα. Ο στρατός τής Ένωσης ήταν σαφώς κατώτερος από εκείνον των φιλο-αυτοκρατορικών.26

Καθώς κάθε ελπίδα για διάσωση ή επικουρία υποχωρούσε με την προς βορρά απόσυρση και την επακόλουθη ακινησία τού στρατού τής Ένωσης, ο Κλήμης Ζ’ δεν είχε άλλη επιλογή από τη συνθηκολόγηση. Με το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο υπό στενή πολιορκία, περιβαλλόμενο από ορύγματα που είχαν σκάψει οι φιλο-αυτοκρατορικοί, ο Κλήμης τελικά κατέληξε στις 5 Ιουνίου σε συμφωνία με εκείνους που τον είχαν συλλάβει. Η συμφωνία υπογράφηκε στις 6 τού μηνός. Ο πάπας, οι δεκατρείς καρδινάλιοι και όλοι οι ιεράρχες, διοικητές, στρατιώτες, και άλλα πρόσωπα που βρίσκονταν τότε στο Καστέλλο έπρεπε να παραδοθούν στους διοικητές τού αυτοκρατορικού στρατού, ο οποίος υποσχόταν «να σεβαστεί τα άτομα και την περιουσία τους». Οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα ανελάμβαναν το Καστέλλο και όλα τα πολεμοφόδιά του.

Ο πάπας έπρεπε να εξοφλήσει τις καθυστερούσες οφειλές για μισθούς στρατιωτών και να καλύψει τα έξοδα των διοικητών μέχρι το ποσό των 400.000 δουκάτων. Μάλιστα ο Κλήμης έπρεπε να πληρώσει αμέσως 100.000 δουκάτα ή «χρυσά σκούδα τού ήλιου» (“scudi d’ oro del sole”, ecus d’ or an soleil), 80.000 κατά την υπογραφή τής συμφωνίας, κατά το ήμισυ σε νόμισμα και κατά το άλλο μισό σε πλάκες χρυσού και ασημιού, ενώ τα υπόλοιπα 20.000 έπρεπε να καταβληθούν μέσα στις επόμενες έξι μέρες. Έπρεπε να δώσει στους φιλο-αυτοκρατορικούς άλλα 50.000 μέσα σε είκοσι μέρες, δηλαδή συνολικά 150.000 σκούδα ή δουκάτα. Για να συγκεντρώσει τα υπόλοιπα 250.000 σκούδα ο Κλήμης θα επέβαλλε εισφορά στα κράτη τής Εκκλησίας, ενώ «ο αυτοκρατορικός στρατός, αν χρειαστεί, θα προσφέρει βοήθεια στους παπικούς φοροσυλλέκτες». Ο Κλήμης έπρεπε επίσης να δώσει ομήρους στους φιλο-αυτοκρατορικούς και να τούς παραδώσει ως εγγύηση για την εκπλήρωση των οικονομικών του υποχρεώσεων τις πόλεις Όστια, Τσιβιταβέκκια, Τσίβιτα Καστελλάνα, Μόντενα, Πάρμα και Πιατσέντσα. Ο καρδινάλιος Πομπέο Κολόννα θα έπαιρνε πίσω τούς τίτλους και τις τιμητικές του διακρίσεις, ενώ οι Κολόννα θα ανακτούσαν τα εδάφη τους.27

Παρά το γεγονός ότι το παλαιό φρούριο των ντέλλα Ρόβερε στην Όστια παραδόθηκε αμέσως σε Ισπανό διοικητή που ονομαζόταν Ροδρίγο ντε Ριπάλντα και ο Δον Αλόνσο ντε Κόρδοβα διορίστηκε διοικητής τής Τσιβιταβέκκια, ο Γενουάτης ναύαρχος Αντρέα Ντόρια καθυστερούσε την παράδοση τής τελευταίας αυτής πόλης και λιμανιού (από το οποίο ο ηγούμενος τής Ναζέρα έλπιζε να πάρει προμήθειες), μέχρι να τού καταβάλει ο Κλήμης τα 14.000 δουκάτα, που ισχυριζόταν ότι η Αγία Έδρα τού χρωστούσε ακόμη για τις υπηρεσίες του.28 Όμως οι φιλο-αυτοκρατορικοί απέκτησαν σύντομα την Τσιβιταβέκκια και μάλιστα τον επόμενο χρόνο θα αποκτούσαν τον ίδιο τον Ντόρια ως ναυτικό διοικητή τους. Όμως η Πάρμα και η Πιατσέντσα αρνήθηκαν να αποδεχτούν τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, ενώ ο Αλφόνσο ντ’ Έστε κατέλαβε τη Μόντενα (στις 6 Ιουνίου 1527). Τα κράτη τής Εκκλησίας κατέρρεαν. Οι Ενετοί σύμμαχοι τού Κλήμεντος κατείχαν ήδη τη Ραβέννα και την Τσέρβια (οι αλυκές τής Τσέρβια ήσαν ιδιαίτερα προσοδοφόρες), πράγμα το οποίο θα οδηγούσε τώρα σε αποξένωση και διαμάχη μεταξύ Δημοκρατίας και παπικής κούρτης. Ο Σιγκισμόντο Μαλατέστα άρπαξε την προγονική του ηγεμονία τού Ρίμινι με την ενθάρρυνση τού Αλφόνσο ντ’ Έστε (αν και ο Γάλλος διοικητής Λωτρέκ θα τον απομάκρυνε τον Ιανουάριο τού 1528 και θα επέστρεφε την πόλη στην παπική εξουσία). Ο Οράτσιο Μπαλιόνι εδραιωνόταν στην Περούτζια, πόλη επίσης των προγόνων του, με τη μηχανορραφία και βία που φαίνεται ότι πετύχαιναν τόσο συχνά στην Ιταλία.29

Τα νέα από τον Τίβερη είχαν ήδη προκαλέσει αναίμακτη επανάσταση στον Άρνο. Ο Κλήμης και οι υποστηρικτές τής οικογένειάς του έχασαν τη Φλωρεντία. Η αποτυχία των νεαρών ρεπουμπλικάνων στις 26 Απριλίου (1527) επανορθώθηκε στις 17 Μαΐου, όταν ο Σίλβιο Πασσερίνι, ο καρδινάλιος τής Κορτόνα, αποσύρθηκε από τη Φλωρεντία μαζί με τούς δύο νεαρούς εξάδελφους τού Κλήμεντος, τούς Ιππόλιτο και Αλεσσάντρο ντε Μέντιτσι. Μέλη των αντι-Μεδίκειων παρατάξεων προσπαθούσαν τώρα να αποκαταστήσουν τη λεγόμενη δημοκρατική κυβέρνηση τής προηγούμενης γενιάς, η οποία είχε διαρκέσει από την απέλαση τού Πιέρο Μέδικου από τη Φλωρεντία το 1494 μέχρι την ισπανική αποκατάσταση των αδελφών του Τζιοβάννι και Τζουλιάνο το 1512. Ο Νικκολό Καππόνι ήταν τώρα ο εκλεγμένος «σημαιοφόρος τής δικαιοσύνης» (gonfaloniere di iustizia). Παρά το γεγονός ότι προσπάθησε να διατηρήσει την αρμονία στην πολιτεία και να πετύχει κάποιου είδους επανασυμφιλίωση με τον Κλήμεντα, ρεπουμπλικάνοι εξάλειφαν τα οικόσημα και τα διακριτικά των Μεδίκων από ολόκληρη την πόλη. Κατέστρεψαν τις εικόνες τού Λέοντα Ι’ και τού ίδιου τού Κλήμεντος στην εκκλησία τής Αννουντσιάτα, «διάσημης σε ολόκληρο τον κόσμο» (celebrato per tutto il mondo) και απαλλοτρίωσαν παπική περιουσία για την πληρωμή πραγματικών ή υποτιθεμένων χρεών. Και τα πράγματα θα ήσαν ακόμη χειρότερα, αν δεν υπήρχε η «εξουσία και σύνεση» (autorita e prudenza) τού σημαιοφόρου (gonfaloniere).30 Ο Κλήμης ήταν αναποφάσιστος, αλλά ήταν επίσης πεισματάρης. Δεν είχε καμία πρόθεση να μειώσει τις διεκδικήσεις τής οικογένειάς του ή να χαλαρώσει την κατοχή από την οικογένειά του τής πόλης τής Φλωρεντίας και των εξαρτήσεών της. Θα περίμενε για την ώρα του.

Η παπική συνθηκολόγηση στις 5-6 Ιουνίου δεν είχε τερματίσει ούτε την αιχμαλωσία τού πάπα ούτε τη λεηλασία των φιλο-αυτοκρατορικών. Ο Χουάν Πέρεζ, ο γραμματέας τής αυτοκρατορικής πρεσβείας στη Ρώμη, έγραφε στον Κάρολο Ε’ (στις 11 Ιουνίου 1527) ότι ο έλεγχος περνούσε στους μισθοφόρους Λαντσκνέχτε,

οι οποίοι, μη έχοντας ικανοποιηθεί με την άλωση των σπιτιών των Ρωμαίων πολιτών, λεηλατούν εκείνα των Ισπανών και Ιταλών διοικητών, με το επιχείρημα ότι ψάχνουν για σιτάρι, αλεύρι και κρασί, που παίρνουν μαζί τους όταν τα βρίσκουν. Πολλοί, όπως και ο ίδιος (ο Πέρεζ) μεταξύ άλλων, πρέπει να είναι ευχαριστημένοι με νερό στο μέλλον. Έχει αρχίσει να φτάνει σιτάρι από τη Νάπολη, αλλά η πείνα και ο λοιμός επικρατούν ακόμη στη Ρώμη…31

Όταν ο Φρανσίσκο ντε Σαλαζάρ έγραψε στον καγκελλάριο Γκαττινάρα ξανά (στις 11 Ιουνίου), περιέγραφε την πρόσφατη επίσκεψή του στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπου

ένιωσε τέτοιον οίκτο βλέποντας τον πάπα και τούς καρδινάλιους, που δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του, αλλά έκλαψε γοερά ενώπιόν τους. Γιατί αν και πρέπει να ειπωθεί γι’ αυτούς ότι μόνοι προκάλεσαν τη δυστυχία τους, είναι σπαραξικάρδιο να βλέπει κανείς την κεφαλή τής χριστιανικής Εκκλησίας τόσο παρακμασμένο και συντριμμένο. Αλλά αν αυτό το πρόβλημα οδηγήσει, όπως ελπίζεται πολύ, στη μελλοντική μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, η οποία βρίσκεται πια εξ ολοκλήρου στα χέρια τού αυτοκράτορα και των Ισπανών ιεραρχών, όλα τα βάσανά μας σύντομα θα ξεχαστούν…32

Η είδηση της πτώσης τής Ρώμης στους φιλο-αυτοκρατορικούς μαθεύτηκε στο Παρίσι λίγο πριν από τις 23 Μαΐου (1527), όταν ο Ενετός πρέσβης Σεμπαστιάνο Τζουστινιάν παρουσίασε τα ζοφερά γεγονότα πρώτα στο βασιλικό συμβούλιο και στη συνέχεια στον βασιλιά Φραγκίσκο «με μεγάλη ένταση» (con grande vehementia). Γίνονταν τώρα σχέδια για την πρόσληψη ελβετικού πεζικού δύναμης 10.000 ανδρών. Ο Φραγκίσκος θα πλήρωνε τούς μισθούς τους για τον πρώτο μήνα, η Βενετία για τον δεύτερο, ενώ θα μοιράζονταν τη δαπάνη για τον τρίτο μήνα. Ο Φραγκίσκος σχεδίαζε επίσης να στείλει πρόσθετη δύναμη πεζικού 10.000 ανδρών, «εν μέρει Ιταλών και εν μέρει Γάλλων» (parte italiani et parte francesi), τούς οποίους θα πλήρωνε ο ίδιος, ενώ ήταν διατεθειμένος να πάρει κι άλλα μέτρα για λογαριασμό των συμμάχων του στην Ένωση. Είχε συγκινηθεί βαθιά από την άλωση τής Ρώμης.33

Οι Ενετοί ένιωσαν κάποια ανακούφιση από την αναφορά τού Τζουστινιάν, όπως και από άλλη επιστολή που έφτασε στη λιμνοθάλασσα (ή έγινε γνωστή στον Σανούντο) στις 4 Ιουνίου. Η επιστολή αυτή ερχόταν από τον Πιέτρο Ζεν, τον απεσταλμένο τής Δημοκρατίας και υποβαΐλο στην Ισταμπούλ. Είχε ημερομηνία 27 Απριλίου και έφερνε την είδηση, ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έστελνε τον μεγάλο βεζύρη Ιμπραήμ πασά με 3.000 γενίτσαρους και 2.000 σπαχήδες (sipahis, ιππείς), για να καταστείλει σοβαρή εξέγερση στην Ανατολία,34 πράγμα που θα απέτρεπε για κάποιο διάστημα τούς Τούρκους από την παρενόχληση Ενετών υπηκόων στη Δαλματία. Όμως οι σχέσεις μεταξύ Δημοκρατίας και Υψηλής Πύλης ήσαν και είχαν υπάρξει για κάποιο χρονικό διάστημα καθησυχαστικές στη φιλικότητά τους.

Όσο κι αν παρενοχλούνταν από τον πόλεμο στην Ιταλία, οι Ενετοί ήσαν πάντοτε προσεκτικοί για τις ειδήσεις από την Τουρκία. Στις 8 Μαΐου (1527) ο Μάρκο Μίνιο, ο οποίος είχε μόλις φτάσει στην Ισταμπούλ ως ειδικός απεσταλμένος τής Δημοκρατίας, έγραφε μακροσκελή και φλύαρη επιστολή προς τον αδελφό του Φραντσέσκο. Είχαν απαιτηθεί πέντε δύσκολες εβδομάδες για να φτάσει ο Μίνιο στην Ισταμπούλ, γιατί είχε καθυστερήσει στο νησί τής Ζακύνθου, στην οποία είχε υποχρεωθεί να επιστρέψει τρεις φορές λόγω ατυχιών, που κυμαίνονταν από σπάσιμο τής σταυρωτής κεραίας, που έριξε το πανί τής γαλέρας του στη θάλασσα, μέχρι καταιγίδα που έσχισε την τέντα τής γαλέρας σε εκατό σημεία. Παρ’ όλα αυτά έφτασε στον προορισμό του με ασφάλεια (στις 30 Απριλίου) και τον συνάντησε ο υποβαΐλος Πιέτρο Ζεν.

Ο Ιμπραήμ πασάς είχε μόλις διασχίσει τα στενά και είχε περάσει στη Μικρά Ασία «για να πάει στο πεδίο…» (per andar in campo per rispecto di alcuni populi che sono sublevati contra questo Signor). Συγκεντρώνονταν μεγάλες τουρκικές δυνάμεις. (Οι Ενετοί ένιωθαν πάντοτε ανακούφιση μαθαίνοντας για διχόνοια στο εσωτερικό τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.) Ο Ιμπραήμ πασάς είχε προσφέρει στον Μίνιο εγκάρδιο καλωσόρισμα στο πολυτελές αντίσκηνό του (paviglione) στο Σκουτάρι, «τον οποίο είδα πολύ ευγενικό» (fui visto molto gratamente). Ο Μίνιο έκανε επίσης επίσημες επισκέψεις στον Αϊάς πασά και τον Κασίμ πασά (στις 4 Μαΐου), «και αυτούς πολύ καλά τούς είδα» (et da loro fui benissimo visto). Ο Κασίμ ήταν ο μπεηλερμπέης τής Ελλάδας. Την Κυριακή το πρωί, στις 5 τού μηνός,

πήγα στην Υψηλή Πύλη για να φιλήσω το χέρι τού Μεγάλου Άρχοντα [τού Σουλεϊμάν]. Συνοδευόμουν από μεγάλο σώμα Τούρκων ιππέων και από τούς εμπόρους μας. Βρήκα τα πάντα στην Πύλη σε άριστη κατάσταση, εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι τα είχα βρει την άλλη φορά που ήρθα εδώ ως πρεσβευτής.

Ο Σουλεϊμάν τον είχε υποδεχτεί και τον είχε ακούσει τόσο ευγενικά, που όλη η πόλη μιλούσε γι’ αυτό. Μάλιστα με αυτόν τον τρόπο ο σουλτάνος είχε κάνει μεγάλη τιμή στη Βενετία. «Υπάρχει σίγουρα μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτήν και την άλλη φορά…». Οι Τούρκοι εξόπλιζαν δέκα γαλέρες στον ναύσταθμό τους, για να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον των κουρσάρων (πάντοτε ευπρόσδεκτη είδηση για τούς εμπόρους τής Βενετίας), ενώ ο Μίνιο είχε καταφέρει να εκδοθούν εντολές προς τον Τούρκο διοικητή των γαλερών, «ότι δεν έπρεπε να βλάψει τη ναυτιλία μας». Η επιστολή τού Μίνιο έφτασε στη Βενετία στις 9 Ιουνίου,35 όπου ενδεχομένως είχε βοηθήσει να διαλυθεί μέρος τής βαριάς μελαγχολίας, που επικρατούσε στη λιμνοθάλασσα ως αποτέλεσμα τής συνθηκολόγησης τού Κλήμεντος με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς.

Τέσσερις μήνες αργότερα ο Μάρκο Μίνιο παρέδωσε στη Γερουσία (στις 8 Οκτωβρίου 1527), όπως συνηθιζόταν, περιγραφή τής πρεσβείας του στην Πύλη. Κατέλαβε το βήμα για δύο ώρες, αναφέροντας ότι τα ετήσια έσοδα τού σουλτάνου Σουλεϊμάν ανέρχονταν περίπου σε 7.000.000 χρυσά δουκάτα. Περιέγραψε την εγκάρδια υποδοχή του από τούς πασάδες, ιδιαίτερα από τον παντοδύναμο ευνοούμενο Ιμπραήμ πασά, ο οποίος (έλεγε) είχε πολύ μεγάλη εκτίμηση και αγάπη για τη Βενετία. Ο Μίνιο είχε δώσει στους πασάδες τα συνηθισμένα δώρα, ενώ παρέδωσε το κείμενο τής αποστολής του στον σουλτάνο, τού οποίου το χέρι φίλησε σε σιωπηλή, βουβή ακρόαση. Σε γενικές γραμμές ήταν πολύ καθησυχασμένος από την αποστολή του, αλλά υπενθύμιζε ότι, όταν είχε πάει στην Ισταμπούλ το 1521 (για να συγχαρεί τον Σουλεϊμάν για την άνοδό τού στον θρόνο και για να εξασφαλίσει την επικύρωση τής τουρκο-ενετικής ειρήνης), λεγόταν ότι ο σουλτάνος έτρεφε τρεις φιλοδοξίες, «μία για τη Ρόδο, την άλλη για την Ουγγαρία και την τρίτη που δεν είχε ακόμη πετύχει» (l’ una di Rhodi, l’ altra di Hongaria, la terza manca a far). Η Ρόδος είχε κατακτηθεί. Το Μόχατς είχε κερδηθεί. Ο τρίτος στόχος τού σουλτάνου, «που δεν είναι πια άλλος από την Ιταλία» (la qual non poi esser altra che Italia), αποτελούσε προφανή λόγο ανησυχίας, γιατί ο Σουλεϊμάν εργαζόταν πάντοτε και ο Μίνιο πίστευε ότι σε κατάλληλο χρόνο θα ήταν σε θέση να εξοπλίσει και να ρίξει στη θάλασσα διακόσιες γαλέρες.

Στο μεταξύ ο Σουλεϊμάν κατεδάφιζε κάποιες κατασκευές στο Παλιό Σεράι, για να φτιάξει νέες. Είχε επίσης κατεδαφίσει τα λουτρά, που είχε χτίσει ο Μουσταφά πασάς με κόστος 7.000 δουκάτα, πράγμα που έκανε τον Μουσταφά να σκέφτεται ότι ερχόταν το τέλος του. Ο Μουσταφά είχε στείλει λοιπόν τη σύζυγό του, τη θεία τού σουλτάνου, για να διερευνήσει. Ο Σουλεϊμάν έλεγε ότι επιθυμούσε να αποζημιώσει τον Μουσταφά, αλλά ότι έπρεπε να κατεδαφίσει τα λουτρά του, επειδή εμπόδιζαν και εξέτρεπαν τη ροή «κάποιων δημοσίων υδάτων». Ο Μίνιο είχε επαινετικά λόγια για τον υποβαΐλο Πιέτρο Ζεν και για τον διερμηνέα «Τεόντορο» Παλεολόγκο. Κατά την αναχώρηση τού Μίνιο από την Ισταμπούλ ο σουλτάνος είχε διατάξει να τού δοθούν ως δώρο δύο χιτώνες από χρυσοΰφαντο ύφασμα καθώς και χρηματικό ποσό. Ο Μίνιο ζητούσε τώρα από τη Σινιορία να δωρίσει έναν από αυτούς τούς χιτώνες στην εκκλησία τής ενορίας του, τον Άγιο Θωμά, για να φτιαχτεί κάλυμμα βωμού με το πλούσιο υλικό του. Ο δόγης Αντρέα Γκρίττι εξήρε τόσο τον Μίνιο όσο και το αίτημά του, το οποίο η Γερουσία ενέκρινε με 121 θετικές ψήφους έναντι 20 λευκών και μιας περίεργης αρνητικής ψήφου.36 Η εκκλησία τού Σαν Τομά, που ανοικοδομήθηκε κατά τον 18ο αιώνα, εξακολουθεί να βρίσκεται δυο βήματα μακριά από το Φράρι, ένα από τα κύρια τουριστικά αξιοθέατα τής σημερινής Βενετίας. Αλλά κανένας τουρίστας δεν επισκέπτεται τώρα τον Σαν Τομά, την εκκλησία τής ενορίας τού Μίνιο. Έχει κλείσει εδώ και χρόνια.

Η ειρήνη με τον Μεγάλο Τούρκο ήταν ο πρωταρχικός σκοπός τής ενετικής εξωτερικής πολιτικής. Ο πόλεμος με τον Κάρολο Ε’ προκαλούσε δυσκολίες. Ένας πόλεμος με τον Σουλεϊμάν θα ήταν καταστροφή. Όταν στις 19 Ιουλίου 1527 ο Πιέτρο Λάντο παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως ναυτικός γενικός διοικητής από τον δόγη Αντρέα Γκρίττι, εκτός από τη συνήθη παρακολούθηση τής Αδριατικής και τής δαλματικής ακτής, έπαιρνε εντολή να μεριμνήσει για την έγκαιρη πληρωμή στην Πύλη τού φόρου υποτέλειας για το νησί τής Ζακύνθου. Έπαιρνε επίσης εντολή να φροντίσει, «ώστε να εφαρμόζεται πάντοτε και να τηρείται η ειρήνη που έχουμε με τον Άρχοντα Τούρκο» (che la pace habbiamo cum il Signor Turco sia sempre observata et mantenuta). Έπρεπε να συλλαμβάνει και να τιμωρεί κουρσάρους που επιτίθεντο στην ενετική ναυτιλία και να αφοπλίζει όσους δεν είχαν ακόμη επιτεθεί στα πλοία μεταφοράς και τις γαλέρες τής Δημοκρατίας, «αλλά αν είναι Τούρκοι, να φροντίζετε να τηρείτε το άρθρο [της συνθήκης] που έχουμε για το θέμα αυτό με τον Άρχοντα Τούρκο, αντίγραφο τού οποίου σάς έχουμε παραδώσει». Και οι οδηγίες προς τον Λάντο περιλάμβαναν επίσης την εξής προειδοποίηση:

Στο Αρχιπέλαγος, όπως γνωρίζετε, βρίσκεται το δουκάτο τής Νάξου, καθώς και μερικοί άλλοι τόποι και νησιά, που έχουν διεκδικήσει την ιδιαίτερη προσοχή τής Σινιορίας μας και περιλαμβάνονται επίσης στα άρθρα τής ειρήνης με τον Άρχοντα Τούρκο. Ανησυχούμε για την προστασία αυτών των τόπων και νησιών, λόγω τής χρησιμότητάς τους για τα πλοία και τις γαλέρες μας, που πηγαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν τούς βρείτε να ενοχλούνται από κουρσάρους ή άλλους, να φροντίσετε, με οποιονδήποτε τρόπο φανεί καλύτερος σε εσάς, ώστε να μην υφίστανται [περαιτέρω] ζημιές ή παρενοχλήσεις, δίνοντας στα εν λόγω νησιά και τόπους τη βοήθεια που θα κρίνετε εσείς κατάλληλη, φροντίζοντας πάντοτε για την ασφάλεια τού στόλου μας και τη διατήρηση τής ειρήνης μας με τον Άρχοντα Τούρκο.37

Με χιλιάδες άνδρες υπό τα όπλα, οι Ενετοί καθώς και οι φιλο-αυτοκρατορικοί αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα χρημάτων. Στις 21 Ιουνίου (1527), δεδομένου ότι η Πάδουα λεγόταν ότι είχε δανείσει στη Βενετία 10.000 δουκάτα και η Κρέμα 2.300, αποφασίστηκε ότι και άλλες πόλεις υπό την κυριαρχία τής Σινιορίας έπρεπε να κάνουν παρόμοια δάνεια για τρία χρόνια (1528-1530). Επιβλήθηκαν λοιπόν εισφορές 10.000 δουκάτων η καθεμιά στη Βιτσέντσα και τη Μπρέσσια, 8.000 στη Βερόνα, 7.000 στο Μπέργκαμο και μικρότερα ποσά σε άλλους τόπους, δηλαδή συνολικά 60.800 δουκάτα.38 Στις 29 τού μηνός ο κλήρος τής ενδοχώρας (τέρρα φέρμα) φαινόταν ότι είχε εκτιμηθεί για πληρωμή περίπου 100.400 δουκάτων.39 Όμως οι Ενετοί, στον βαθμό που απολάμβαναν ειρήνη με την Οθωμανική αυτοκρατορία, απολάμβαναν επίσης τα κέρδη τού εμπορίου τής Ανατολικής Μεσογείου. Από την άλλη πλευρά, παρά την μεγαλύτερη ανάγκη του για χρήματα, ο Κάρολος Ε’ δυσκολευόταν περισσότερο να τα βρει.

Ο πόλεμος κατά τού πάπα ήταν προσβλητικός για την ισπανική ευσέβεια. Ο Κάρολος Ε’ είχε προσπαθήσει μάταια εδώ και βδομάδες να πάρει χρήματα από το Κοινοβούλιο (Κόρτες) «με το πρόσχημα ότι θέλει να κάνει επιχείρηση εναντίον τού Τούρκου» (sotto colore di voler far l’ impresa contra il Turco). Όμως κανένας δεν πίστευε ότι θα ξεκινούσε εκστρατεία κατά των Τούρκων, μέχρι να τακτοποιηθούν οι υποθέσεις στην Ιταλία με ικανοποιητικό γι’ αυτόν τρόπο. Η ενετική κυβέρνηση έμαθε τα γεγονότα από το κείμενο επιστολής γραμμένης στο Βαγιαδολίδ στις 8 Απριλίου (1527), την οποία ο Τζάκομο Σουαρντίνο, ο Μαντοβάνος απεσταλμένος στην αυτοκρατορική αυλή, είχε στείλει στην πατρίδα, στον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα. Το κείμενο είχε γίνει διαθέσιμο στη Βενετία στις ή πριν από τις 22 Ιουνίου. Ο Κάρολος είχε κάνει έκκληση στους Ισπανούς μεγιστάνες και στους ιεράρχες, καθώς και στους εκπροσώπους των κοινοτήτων. Οι μεγιστάνες ανέφεραν ότι, όπως και οι προκάτοχοί τους, είχαν υπερασπιστεί και θα υπερασπίζονταν πάντοτε τις επικράτειες των [Ισπανών] βασιλέων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων τού ίδιου τού Καρόλου,

αλλά ότι δεν αναγνώριζαν καμία υποχρέωση (dispositione), στο μέτρο που τούς αφορούσε, να διαθέτουν κεφάλαια για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τής αυτοκρατορίας ή για την απόκτηση τής Ιταλίας γι’ αυτόν, αλλά ότι όταν θα είχε ειρήνη με τον πάπα, τη Γαλλία και την Ιταλία και ο καθένας γνώριζε ότι είχε ενωθεί με άλλους για να κάνει πόλεμο εναντίον των Τούρκων, θα παρουσιάζονταν για υπηρεσία και θα πήγαιναν μαζί του προσωπικά…

Εκείνοι που δεν θα μπορούσαν να πάνε, λόγω ηλικίας ή αναπηρίας, θα πρόσφεραν χρήματα για να σταλούν στη θέση τους κατάλληλοι πολεμιστές. Οι ιεράρχες φοβούνταν να πληρώσουν φόρους δεκάτης ή να κάνουν κάθε άλλης μορφής οικονομική επιδότηση προς το στέμμα, «απολογούμενοι ότι δεν θα ήθελαν να πέσουν σε μομφή, … ότι αυτή η βοήθεια ζητιόταν εναντίον τού πάπα» (excusandose che non vorrebbeno cader in censura, ateso si conosce che questo aiuto si dimanda contra il Papa). Όμως υπήρχε γενικά η άποψη, σύμφωνα με τον Σουαρντίνο, ότι οι ιεράρχες θα έδιναν χρήματα στον αυτοκράτορα κρυφά, ο καθένας ξεχωριστά, γιατί ο αυτοκράτορας χορηγούσε αρχιερατεία και τα άλλαζε, «και δεν υπάρχει επίσκοπος εδώ, που να μη σκέφτεται αλλαγή τής έδρας του για κάποια καλύτερη, και έτσι για αυτόν τον λόγο θα δώσουν, αν και δημοσίως αρνούνται ότι θα δώσουν».40

Η επιστολή τού Τζάκομο Σουαρντίνο αποτελεί υπενθύμιση τής σημασίας των εγγράφων τής Μάντουας. Τα Ημερολόγια τού Σανούντο αφθονούν από αυτά. Το μικρό αλλά αποτελεσματικό γραφείο τής Μάντουα κρατούσε τον Τζιοβάννι Μπαττίστα Μαλατέστα, τον «ρήτορα» τού μαρκησίου Φεντερίκο στη Βενετία, καλά ενημερωμένο, ενώ με την άδεια τού Φεντερίκο (ή μάλλον με τις εντολές του) ο Μαλατέστα παρέδιδε αντίγραφα σημαντικών κειμένων στην ενετική κυβέρνηση. Οι γραμματείς τού Κολλέγιου, τής Γερουσίας και τού Συμβουλίου των Δέκα, ανάλογα με την περίπτωση, διέθεταν τα κείμενα στον Σανούντο. Το γραφείο τής Μάντουα λάμβανε σχεδόν καθημερινά επιστολές από αξιόλογη ομάδα εκπροσώπων και απεσταλμένων, από τον Μπενεντέττο Ανιέλλο, ο οποίος βρισκόταν με τον ενετικό στρατό υπό τις διαταγές τού Ουρμπίνο, τον Τζιοβάννι Μπορρομέο, ο οποίος ανέφερε για τις υποθέσεις τής Φλωρεντίας, τον Σιγκισμόντο ντέλλα Τόρρε, γνωστό επίσης ως Φαντσίνο, ο οποίος συνόδευε τον φιλο-αυτοκρατορικό στρατό στη Ρώμη, τον Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ο οποίος υπηρετούσε τον μακρινό συγγενή του στην παπική κούρτη και τον Τζάκομο Σουαρντίνο, τού οποίου οι επιστολές από την αυτοκρατορική αυλή πάντοτε τύχαιναν ιδιαίτερης προσοχής στην πόλη τού ποταμού Μίντσιο. Το αρχείο τού Σανούντο περιέχει πολυάριθμες επιστολές από όλους αυτούς, αλλά, όπως ο Λούτσιο μάς έχει προειδοποιήσει, μερικές φορές τα αντίγραφα και οι περιλήψεις τού Μαρίνο Σανούντο είναι ελλιπή ή λανθασμένα. Τα κείμενά του είναι μερικές φορές ακρωτηριασμένα ή συνοψισμένα, γιατί προφανώς ο μαρκήσιος μοιραζόταν με την ενετική κυβέρνηση μόνο τις επιστολές ή τα τμήματά τους που ταίριαζαν με τον σκοπό του.

Διάφορες κρυπτογραφημένες επιστολές, μυστικές εκθέσεις και εμπιστευτικά μηνύματα δεν πήγαιναν ποτέ στη Βενετία, εκτός αν, πάλι, τούτο εξυπηρετούσε τον σκοπό τού μαρκησίου. Τα πρωτότυπα και πλήρη κείμενα πολυάριθμων τέτοιων επιστολών διασώζονται ακόμη στα Αρχεία Γκονζάγκα, στο Κρατικό Αρχείο Μάντουας (Archivio di Stato in Mantua). Ο Λούτσιο έχει προτείνει, ως «θέμα άξιο μελέτης» (tema degnissimo di studio), τη σύγκριση των πρωτοτύπων στα Αρχεία Γκονζάγκα με τα κείμενα και τις περιλήψεις στον Σανούντο. Βέβαια δύσκολα μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι τα αντίγραφα που ο απεσταλμένος τού Φεντερίκο, ο Μαλατέστα, παρέδιδε στην ενετική κυβέρνηση, δηλαδή τα κείμενα στα οποία είχε πρόσβαση ο Σανούντο, ήσαν πάντοτε ακριβή αντίγραφα των επιστολών, που ο Φεντερίκο και ο γραμματέας του έπαιρναν από τούς απεσταλμένους Ανιέλλο, ντέλλα Τόρρε και τούς άλλους.41 Ακόμη και αν οι τόμοι τού Σανούντο δεν έβγαιναν αλώβητοι από μια τέτοια μελέτη (άλλωστε τίνος το έργο θα έβγαινε;), αυτοί παραμένουν ως μια από τις πιο πολύτιμες πηγές που έχουμε για τα τελευταία χρόνια τού 15ου και το πρώτο τρίτο τού 16ου αιώνα.

Ο Σιγκισμόντο ντέλλα Τόρρε, «ιλ Φαντσίνο», έστειλε σειρά από αξιοσημείωτες επιστολές προς τον μαρκήσιο Φεντερίκο πριν, κατά και μετά την άλωση τής Ρώμης. Ο Φεντερίκο παρακολουθούσε τα δεινά γεγονότα στην πόλη με περισσότερο από το συνηθισμένο ενδιαφέρον, γιατί η μητέρα του Ισαβέλλα ντ’ Έστε-Γκονζάγκα είχε συλληφθεί αιχμάλωτη κατά την άλωση. Η Ισαβέλλα ζούσε στη Ρώμη, στο παλάτι των Κολόννα, στους Αγίους Αποστόλους. Ίσως σχεδίαζε να παραμείνει εκεί, δυσαρεστημένη όπως ήταν με την ανήθικη ζωή τού γιου της και τις δημόσιες επιδείξεις τής ερωμένης του, τής Ισαβέλλας Μποσκέττι. Ο χαρακτήρας τού Φεντερίκο αμαυρωνόταν από διπροσωπία, καθώς και από αδυναμία. Ενώ έστελνε υποχρεωτικά αντίγραφα των σημαντικών επιστολών στη Βενετία, είχε βοηθήσει τον Φρούντσμπεργκ και τούς Λαντσκνέχτε στην προς νότο πορεία τους. Ο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι «των Μαύρων Ομάδων» (delle Bande Nere), διοικητής τής Ένωσης και ένας από τούς τελευταίους μεγάλους οπλαρχηγούς (κοντοττιέρι), είχε εκφράσει συχνά και ανοικτά την περιφρόνησή του για τον Φεντερίκο.42

Υπήρχαν και άλλοι λόγοι για τη διαμονή τής Ισαβέλλας στη Ρώμη και την παρατεταμένη απουσία της από την έκλυτη τώρα αυλή στη Μάντουα. Ήταν άπληστη συλλέκτρια αρχαιοτήτων και έργων τέχνης τής εποχής. Όμως πάνω απ’ όλα είχε προσπαθήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών να πάρει καπέλο καρδιναλίου για τον γιο της Έρκολε, ίσως το αγαπημένο της παιδί. Επιτέλους, στις 4 Οκτωβρίου 1526 ο Έρκολε είχε τιμηθεί με «κρυφή προαγωγή» (assumptio secreta) στο υψηλό αξίωμα τού καρδινάλιου. Η βούλλα συνυπογραφόταν από τον αρχιγραμματέα Τζιμπέρτι και διαβεβαίωνε τον Έρκολε για την επικείμενη είσοδό του στο Ιερό Κολλέγιο, ανακαλώντας το διάταγμα τού Ευγένιου Δ’, που απαγόρευε τον μυστικό διορισμό καρδιναλίων χωρίς την επίσημη συγκατάθεση τού Κολλέγιου. Η αναγόρευση τού Έρκολε επιβεβαιωνόταν τώρα με την πρώτη δημιουργία καρδιναλίων από τον Κλήμεντα Ζ’ στις 3 Μαΐου 1527. Ένας νεαρός ιεράρχης ονομαζόμενος Πίρρο, ένας από τούς Γκονζάγκα τής Σαμπιονέτα, έφερε στην Ισαβέλλα το κόκκινο καπέλο τού γιου της στις 5 Μαΐου, ακριβώς μια μέρα πριν ξεσπάσουν οι φιλο-αυτοκρατορικοί στη Ρώμη.43

Η Ισαβέλλα ντ’ Έστε είχε παρακολουθήσει την προσέγγιση των Ισπανών και των Λαντσκνέχτε με συνονθύλευμα αντικρουομένων συναισθημάτων. Ο αδελφός της Αλφόνσο ντ’ Έστε, ακόμη και ο γιος της Φεντερίκο Γκονζάγκα, είχαν βοηθήσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην προς νότο πορεία τους. Ο γαμπρός της Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε ήταν ο γενικός διοικητής τού στρατού τής Ένωσης, αλλά ο Μπουρμπόν ήταν ανηψιός της, γιος τής Κιάρα Γκονζάγκα, αδελφής τού εκλιπόντος συζύγου της. Ο οίκος των Γκονζάγκα είχε γερμανικές σχέσεις μέσω γάμου, ενώ ο γιος της Φερράντε ήταν ένας από τούς υπαρχηγούς τού Μπουρμπόν. Καθυστερώντας από τον θάνατο τού Μπουρμπόν, ο Φερράντε δεν είχε κατορθώσει να φτάσει στους Αγίους Αποστόλους μέχρι περίπου τις 11 μ.μ. (et due ore di notte) για να διαβεβαιωθεί για την ασφάλεια τής μητέρας του στο παλάτι των Κολόννα, πίσω από τα τείχη τού οποίου η Ισαβέλλα είχε προσφέρει καταφύγιο (όπως έγραφε ο Φερράντε στον αδελφό του Φεντερίκο) σε περισσότερες από χίλιες διακόσιες γυναίκες και χίλιους άνδρες.

Καθένας μέσα στους χώρους τού ανακτόρου βρισκόταν σε κίνδυνο, γιατί είχε διαδοθεί φήμη στον στρατό των εισβολέων ότι μέσα σε αυτούς τούς τοίχους υπήρχαν χρήματα, αγαθά και ευγενείς, τούς οποίους θα κρατούσαν για λύτρα αξίας πάνω από δύο εκατομμύρια χρυσά δουκάτα. Δύο φιλο-αυτοκρατορικοί αξιωματικοί, ο Αλεσσάντρο Γκονζάγκα, ένας συγγενής, άρχοντας τής Νοβελλάρα, και ο Αλόνσο ντε Κόρδοβα, Ισπανός στρατιωτικός, διεκδικούσαν τα άτομα και τις περιουσίες στο παλάτι των Κολόννα ως δικό τους έπαθλο. Οι ένοικοι είχαν ήδη συμφωνήσει να τούς καταβάλουν 40.000 δουκάτα, όπως ενημέρωνε ο Φερράντε τον αδελφό του, «κι εγώ δεν έχω ούτε δεκάρα» (et io non hebbe un quatrino). Μοναδικός του στόχος ήταν η ασφάλεια τής μητέρας του. Δεν έπαιρνε ούτε φαρδίνι από τα λύτρα.44

Ο νεαρός στρατιώτης ήταν συγκλονισμένος από αυτό που είχε δει σε όλη την πόλη. Η μητέρα του ήταν τρομοκρατημένη από όλα αυτά, αν και το Παλάτσο Κολόννα στους Αγίους Αποστόλους ήταν το μόνο ανάκτορο στη Ρώμη που δεν είχε δεχτεί εισβολή, «δεν έχει διασωθεί κανένα άλλο παλάτι, εκτός από το εν λόγω τής Κυρίας» (non se essendo salvato altro palatio che il predetto di Madama), ή έτσι τουλάχιστον έγραφε ο Φερράντε στον αδελφό του. Η Ισαβέλλα περιπλανιόταν ζαλισμένη ανάμεσα στα πλήθη των τρομαγμένων ανθρώπων που είχαν τραπεί σε φυγή από τα σπίτια τους και συνωθούνταν τώρα γύρω από το παλάτι, συνωστιζόμενοι στις σκάλες και βηματίζοντας στους κήπους. Οι Φερράντε, Αλεσσάντρο, και Λουίτζι Ροδομόντε, Γκονζάγκα όλοι τους, καθώς και ο Ρωμαίος ευγενής Βεσπασιάνο Κολόννα, ο οποίος είχε παντρευτεί μια Γκονζάγκα, συγκέντρωναν βάρκες στον Τίβερη και στις 13 Μαΐου συνόδευσαν την Ισαβέλλα και εκείνους τούς οποίους προσπαθούσε αυτή να κρατήσει ασφαλείς στο λιμάνι τού Μεγάλου Αναχώματος, τής Ρίπα Γκράντε, στην απέναντι από τον λόφο Αβεντίνο όχθη τού ποταμού, μέσα από τα σιγοκαίγοντα απομεινάρια μιας Ρώμης σε ερείπια.

Ανάμεσα σε εκείνους που έβαλε η Ισαβέλλα κάτω από τον προστατευτικό της μανδύα σαν μητέρα τού ελέους (mater misericordiae), ήσαν δύο Ενετοί, ο επίτροπος (procuratore) Μάρκο Γκριμάνι, και ο πρώην απεσταλμένος τής Δημοκρατίας στην παπική κούρτη Ντομένικο Βενιέρ. Ο Βενιέρ πήγε μεταμφιεσμένος ως θυρωρός. Η Ισαβέλλα είχε άδειες ασφαλούς διέλευσης από τον Φιλμπέρ ντε Σαλόν, πρίγκηπα τής Οράγγης, από τούς Κολόννα, ακόμη και από τον Κλήμεντα Ζ’. Αυτήν και τούς λερωμένους στρατιώτες της φρουρούσε μικρή δύναμη μουσκετοφόρων. Όμως, καθώς επιβιβάζονταν στις βάρκες, η βροχή δυνάμωσε σε βίαιη καταιγίδα. Τούς χτυπούσε για ώρες, πριν φτάσουν τελικά στην Όστια.

Η θύελλα κράτησε σχεδόν δέκα μέρες, αλλά η Ισαβέλλα και το ποίμνιό της έφτασαν στην Τσιβιταβέκκια στις 23 Μαΐου, κουρασμένοι και πεινασμένοι. Ύστερα από σύντομη ξεκούραση η Ισαβέλλα κατευθύνθηκε βόρεια στο Κορνέτο [Ταρκουίνια], απ‘ όπου έγραψε στον γιο της Φεντερίκο στις 23 Μαΐου, περιγράφοντας τις κακουχίες τής εννιαήμερης καθυστέρησης στην Όστια και το ταξίδι προς την Τσιβιταβέκκια πάνω σε τρεις γαλέρες, που ανήκαν στον Αντρέα Ντόρια. Είχαν φύγει από την Όστια την Τετάρτη το βράδυ στις 22 τού μηνός και βρέθηκαν στην Τσιβιταβέκκια στις 23 τα ξημερώματα. Από την Ταρκουίνια σχεδίαζε να πάει την επόμενη μέρα στην Τοσκανέλλα (τη σημερινή Τουσκάνια). Είχε βγει από τη Ρώμη σώα και αβλαβής, με όλη τη φαμίλια και το νοικοκυριό της. Ήταν πραγματικά θαύμα, γιατί κανένα σπίτι στη Ρώμη δεν είχε γλιτώσει, εκτός από το δικό της! (sana et salvet con tutta la famiglia et robbe nostre, cosa veramente miraculosa, però che di quante case erano in Roma niuna è salvata salvo la nostra!).45

Στη συνέχεια η Ισαβέλλα κατευθύνθηκε με την ακολουθία της μέσα από τα εδάφη τού Φραντσέσκο Μαρία, τού δούκα τού Ουρμπίνο, προς το Πέζαρο, από εκεί προς τη Ραβέννα και στην αυλή τού αδελφού της Αλφόνσο στη Φερράρα. Ύστερα από απουσία μεγαλύτερη των δύο ετών εισήλθε επίσημα στη Μάντουα στις 14 Ιουνίου, ιππεύοντας ανάμεσα στους γιους της, τον μαρκήσιο Φεντερίκο και τον καρδινάλιο τώρα Έρκολε, επιστρέφοντας επιτέλους στη πόλη που είχε γνωρίσει για σχεδόν σαράντα χρόνια.46 Όταν βρίσκονταν στον δρόμο, ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ο οποίος είχε υπηρετήσει τον υψηλό συγγενή του Φεντερίκο ως πρεσβευτής τής Μάντουας στην κούρτη, έγραφε στον φίλο του Καλάντρα: «Απλά φανταστείτε την κατάσταση τού μυαλού μου, καθώς βρισκόμουν στον δρόμο κατευθυνόμενος στο σπίτι μου, όπου στη διάρκεια αυτών των ημερών και μηνών σχεδόν ποτέ δεν είχα σκεφτεί να έρθω, αλλά φαίνεται ότι ισχύει η παροιμία Άνθρωπος προτείνει, Θεός διαθέτει».47

Οι συνθήκες στη Ρώμη ήσαν τρομακτικές. Αφού ο Κλήμης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί έγκαιρα στις οικονομικές του υποχρεώσεις, παρέμενε φυλακισμένος στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Υπήρχε πανούκλα στην πόλη, «πολύ μεγάλη μάστιγα» (grandissima peste) και πείνα. Σύμφωνα με επιστολή από τη Φλωρεντία τής 7ης Ιουνίου (1527), στη Ρώμη ένα μόνο μέτρο (il ruggio) σταριού κόστιζε τριάντα δουκάτα. Μερικοί από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς ήθελαν να βγάλουν τον ρωμαϊκό λαό (popolo romano) έξω από τα τείχη, για να κρατήσουν τα διαθέσιμα αποθέματα τροφίμων για τον εαυτό τους.48 Για να αποφύγουν την πανούκλα και την πείνα, οι Ισπανοί και οι Ιταλοί έφευγαν από τη Ρώμη μετά τα μέσα Ιουνίου. Ενώ ο στρατός τής Ένωσης βρισκόταν ακόμη στο Βιτέρμπο και την «Τοσκανέλλα» (στα δυτικά τού Βιτέρμπο), οι φιλο-αυτοκρατορικοί παρίσταναν τα αφεντικά στη Ρωμαϊκή Καμπανία, μέχρι βόρεια, στο Σούτρι και το Νέπι.49

Όπως προχωρούσε το καλοκαίρι, έτσι προχωρούσε και η πανούκλα. Δεκάδες, μερικές φορές εκατοντάδες, πέθαιναν κάθε μέρα. Δεν ήταν δυνατό να τούς θάψουν. Τα σώματά τους ρίχνονταν στον Τίβερη.50 Στις 27 Ιουνίου οι πάνοπλοι άνδρες κινήθηκαν προς νότο υπό τον Φερράντε Γκονζάγκα, προς το Βελλέτρι, όπου συμφώνησαν να περιμένουν μια βδομάδα για τούς μισθούς τους. Αν δεν έρχονταν, απειλούσαν να πάνε νότια και να τούς αναζητήσουν στο βασίλειο τής Νάπολης. (Χωρίς πληρωμή δεν είχαν καμία πρόθεση να ξεκινήσουν για να αντιμετωπίσουν τον γαλλικό στρατό υπό τον Λωτρέκ, ο οποίος αναμενόταν σύντομα να εισβάλει στη Λομβαρδία και να προσπαθήσει να επανακατακτήσει το βασίλειο τής Νάπολης.) Όμως, πληρωμένοι ή όχι, ήταν καλό προς το παρόν να βρίσκονται έξω από τη Ρώμη, όπου «κάθε πρωί οι δρόμοι είναι γεμάτοι πτώματα, πράγμα που αποτελεί … φρικτό θέαμα…».51

Λειτουργίες δεν γίνονταν πια στη Ρώμη, δεν χτυπούσαν καμπάνες εκκλησιών. Δεν υπήρχε ούτε μια εικόνα τού Χριστού που να μην την είχε χτυπήσει ξίφος ή μαχαίρι εκατό ή διακόσιες φορές. Οι εισβολείς είχαν παραβιάσει ξαφνικά την περιοχή τής σαρκοφάγου τού Αγίου Πέτρου και το κιβώτιο που περιείχε το Άγιο Πρόσωπο (Volto Santo).52 Περίπου στις 10 Ιουλίου (1527) οι Λαντσκνέχτε βγήκαν επίσης από τη Ρώμη, οι περισσότεροι από αυτούς αναζητώντας καταφύγιο στα χωριά και στα αμπέλια, στα περίχωρα τής μολυσμένης πόλης. Το φιλο-αυτοκρατορικό ελαφρύ ιππικό αναζητούσε καταλύματα προς βορρά, μέχρι το Βιτέρμπο.53 Προς κατανοητή απελπισία τού Κλήμεντα, η πανούκλα είχε μπει στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπου κάθε μέρα πέθαινε «μεγάλος αριθμός»,54 ενώ οι αναφορές που έφταναν σε αυτόν πέρα από τα τείχη τής Ρώμης δεν ήσαν πιο καθησυχαστικές. Στις 17 Ιουλίου οι Λαντσκνέχτε κατέλαβαν και λεηλάτησαν την παπική πόλη τού Νάρνι.55 Το κοντινό Τέρνι λεγόταν ότι είχε υποστεί την ίδια μοίρα56 και το ισπανικό και γερμανικό πεζικό τρομοκρατούσε μέχρι θανάτου τούς κατοίκους τής περιοχής, καθώς εκείνοι πήγαιναν για άλεσμα γύρω στο Όρτε, καθώς και στο Νάρνι και το Τέρνι.57 Όμως η πανούκλα και οι δικές τους υπερβολές μείωναν τον αριθμό τους, ενώ τώρα οι Ιταλοί σχεδόν παντού έλπιζαν με ανυπομονησία για την έλευση τού γαλλικού στρατού απελευθέρωσης.

Στα μέσα Ιουνίου 1527 ο Ρομπέρτο Ατσαγιόλι, ο Φλωρεντινός απεσταλμένος στη γαλλική αυλή, είχε γράψει στην κυβέρνησή του ότι ο Φραγκίσκος Α’ έστελνε τον Οντέ ντε Φουά, υποκόμη τού Λωτρέκ και στρατάρχη τής Γαλλίας, στην Ιταλία «με πλήρη εξουσιοδότηση για πόλεμο και ειρήνη» (con somma potestà di guerra e pace). Οι Ενετοί ενθαρρύνθηκαν. Μια δεκαετία πιο πριν (το 1516-1517) ο Λωτρέκ είχε βοηθήσει τη Δημοκρατία να ανακτήσει τη Μπρέσσια και τη Βερόνα, παρά τις ένοπλες προσπάθειες τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού να τις διατηρήσει ως προσθήκες στην αυτοκρατορία.58 Ο Λωτρέκ θα ασκούσε βασιλική εξουσία στο όνομα τού βασιλιά, ενώ αναμενόταν να φύγει από το Παρίσι πριν από το τέλος Ιουνίου, για την εκστρατεία που όπως έλπιζε ο Ατσαγιόλι θα ήταν η σωτηρία τής Ιταλίας.59 Αν και ο Ατσαγιόλι ελάχιστη εμπιστοσύνη είχε στη γαλλική κυβέρνηση, ήταν σίγουρος ότι οι προετοιμασίες τού Λωτρέκ ήσαν τόσο προχωρημένες, που ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω από αυτή την προχωρημένη ημερομηνία.60 Πράγματι, ο Λωτρέκ κινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα. Έφτασε στη Λυών, προφανώς έτοιμος για μάχη, στις 22 Ιουλίου και αναχώρησε την επομένη για Σούσα.61

Από τις αρχές Αυγούστου, όταν ο Λωτρέκ εισήλθε στην Ιταλία, τα Ημερολόγια τού Σανούντο γεμίζουν με σημειώματα, επιστολές και φήμες σχετικές με τη γαλλική προέλαση στο Πεδεμόντιο και τη Λομβαρδία. Στρατεύματα τού Λωτρέκ είχαν εισέλθει πριν από αυτόν στην Ιταλία, βαδίζοντας μέσω Πεδεμοντίου στα τέλη Ιουλίου, όταν ο υπαρχηγός τού Πέδρο Ναβάρρο πολιόρκησε την οχυρωμένη πόλη Μπόσκο Μαρένγκο, η οποία έπεσε στις 12-13 Αυγούστου. Ο Ναβάρρο ήταν Ισπανός, παλιός στρατιώτης που είχε υπηρετήσει τον Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα στην κατάκτηση τού βασιλείου τής Νάπολης (Regno), ενώ αργότερα πολέμησε για τον Φερδινάνδο Καθολικό στη βόρεια Αφρική και τη Λομβαρδία. Ο Ναβάρο πιάστηκε αιχμάλωτος από τούς Γάλλους στη μάχη τής Ραβέννας (τον Απρίλιο τού 1512) και εισήλθε στην υπηρεσία των πρώην εχθρών του, όταν ο Φερδινάνδος ο Καθολικός αρνήθηκε να πληρώσει τα λύτρα του. Μετά τον θάνατο τού Φερδινάνδου το 1516, ο Ναβάρρο εξακολουθούσε να τηρεί την υπακοή του στους Γάλλους. Το Μπόσκο αλώθηκε και πυρπολήθηκε, προς αποτροπιασμό τού Λωτρέκ, ο οποίος προφανώς δεν είχε μπορέσει να το αποτρέψει.62

Η εκστρατεία τού Λωτρέκ είχε κάνει γρήγορη εκκίνηση και, παρά τις καθυστερήσεις και τα εμπόδια που επρόκειτο να συναντήσει στην προς νότο πορεία του, επρόκειτο να εισβάλει στο Αμπρούτσο και την Απουλία και να εμφανιστεί σε διαφαινόμενο θρίαμβο κάτω από τα τείχη τής Νάπολης. Το Μπόσκο Μαρένγκο βρίσκεται σχεδόν εξήντα μίλια βόρεια τής Γένουας, όπου η γαλλική παράταξη έλπιζε τώρα να πάρει το πάνω χέρι, «ενώ τονιζόταν ότι θα ήταν καλό να τοποθετηθεί κάποιος υπεύθυνος, που να μπορεί να κυβερνήσει την πόλη με καλύτερο τρόπο από εκείνο με τον οποίο την κυβέρνησαν οι φιλο-αυτοκρατορικοί».63 Ο Κάρολος Ε’ κατείχε τη «δημοκρατία» τής Γένουας από την ήττα των Γάλλων στη Μπικόκκα το 1522, αλλά τώρα η πόλη ανακαταλαμβανόταν από τις γαλλικές δυνάμεις, ενώ ο ναύαρχος Αντρέα Ντόρια ήταν επικεφαλής τού στόλου, που κρατούσε τούς συμπολίτες του κάτω από αυστηρό αποκλεισμό. (Γεννημένος στην Ονέλια, στη ριβιέρα δυτικά τής Γένουας, στα τέλη Νοεμβρίου 1468, ο Ντόρια πέθανε στη Γένουα στα τέλη Νοεμβρίου 1560). Ήταν πια σχεδόν εξήντα ετών, ενώ για τα επόμενα τριάντα ή περισσότερα χρόνια θα ήταν, παρά τις ιδιοτροπίες τής ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης, σε μεγάλο βαθμό κυβερνήτης τής Γένουας. Αυτή τη στιγμή η πόλη καταλαμβανόταν πραγματικά (στα μέσα Αυγούστου 1527) από τον Γενουάτη στρατιωτικό Τσέζαρε Καμποφρεγκόζο με πεζικό 1.000 ανδρών. Ο Καμποφρεγκόζο είχε προσληφθεί από τούς Ενετούς, αλλά υπηρετούσε με τον Λωτρέκ, τον γενικό διοικητή τής Ένωσης. Ο γαλλόφιλος διοικητής Τεόντορο Τριβούλτσιο, ένας Μιλανέζος που κατέληξε στρατάρχης τής Γαλλίας, έγινε κυβερνήτης τού Μιλάνου, επειδή ο Ντόρια επέλεξε να μην παίρνει πια το μέρος των Καμποφρεγκόζο.64

Αν μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο μέλλον για μια στιγμή, ο Ντόρια σύντομα αισθάνθηκε αποξενωμένος από τον Φραγκίσκο Α’ και τούς συμβούλους του και δυσαρεστημένος με τη γαλλική διαχείριση των πραγμάτων στη Γένουα. Οι Γάλλοι ήσαν αργοί πληρωτές. Ο Ντόρια ήταν αντιδημοφιλής στη βασιλική αυλή. Ένιωθε ότι αντιμετωπιζόταν ως μικρής σημασίας και έτσι συνέβαινε. Καθώς σκεφτόταν τις ιδιοτροπίες τής γαλλικής πολιτικής, τη δύσμοιρη θέση τού παπισμού, τον οππορτουνισμό τής Βενετίας, την αστάθεια των μικρότερων κρατών όπως η Φερράρα και η Μάντουα, καταλάβαινε ίσως περισσότερο από αμυδρά ότι (παρά την τρέχουσα εκστρατεία τού Λωτρέκ) οι φιλο-αυτοκρατορικοί ήταν πιθανό να βγουν νικητές από τη συμπλοκή. Όταν οι Γάλλοι αφαίρεσαν τη Σαβόνα από τη δικαιοδοσία τής Γένουας, ο Ντόρια το πήρε σχεδόν ως προσωπική προσβολή. Το συμβόλαιό του με τον Φραγκίσκο Α’ έληξε τον Ιούνιο τού 1528 και αρνήθηκε να το ανανεώσει. Αν και παρέμενε ανενεργός μέχρι να επικυρώσει ο Κάρολος Ε’ τούς όρους ενός νέου συμβολαίου, δίνοντάς του 60.000 δουκάτα τον χρόνο και υποσχόμενος σε αυτόν την ελευθερία τής Γένουας (και την επιστροφή τής Σαβόνα στη δικαιοδοσία τής Γένουας), ο Ντόρια δεν ενώθηκε με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς πριν από τις 12 Ιουλίου (1528).65

Η γενουάτικη «δημοκρατία» απελευθερώθηκε και πάλι από τη γαλλική κυριαρχία και στους πολίτες της χορηγήθηκαν εμπορικά δικαιώματα στη γερμανική αυτοκρατορία. Η αλλαγή υποταγής τού Ντόρια δεν ήταν χωρίς σημασία για τις υποθέσεις τής Μεσογείου, γιατί αν και τα γενουάτικα οικονομικά βρίσκονταν πάντοτε σε επισφαλή κατάσταση, πολλοί από τούς πολίτες της ήσαν πλούσιοι και ιδιοκτήτες σημαντικού ναυτικού εξοπλισμού, καθώς και εμπορικού ναυτικού. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έλυνε το δικό του πρόβλημα τής εύρεσης επαρκούς ναυτικής δύναμης, που θα αντιστοιχούσε σε εκείνη τού Καρόλου, στρατολογώντας κουρσάρους από την ακτή τής Μπαρμπαριάς, οι οποίοι θα συνέχιζαν να παρενοχλούν την ισπανική και τη ναπολιτάνικη ναυτιλία υπό το λάβαρο τής ημισελήνου.

Όταν ο Ντόρια έφυγε από τη γαλλική υπηρεσία και εντάχθηκε στις αυτοκρατορικές δυνάμεις, ο Φραγκίσκος Α’ βρέθηκε χωρίς σημαντικό στόλο στη Μεσόγειο. Αλλά ήταν απαραίτητο να προστατεύει τις νότιες ακτές τής Γαλλίας τόσο από τις τουρκικές όσο και από τις γενουάτικες-αυτοκρατορικές λεηλασίες. Ένας τρόπος για να το πετύχει αυτό θα ήταν μια κατανόηση με τον Σουλεϊμάν, τού οποίου η συμπλοκή με τον Κάρολο Ε’ στη δυτική Μεσόγειο, θα βοηθούσε αναπόφευκτά να προστατευτεί η νότια Γαλλία από λεηλασίες τού Ντόρια. Εκτός από επίθεση από τη θάλασσα, η Γαλλία ήταν φυσικά εντελώς προστατευμένη από τουρκική επίθεση λόγω τής γεωγραφικής της θέσης, αλλά ήταν εγκλωβισμένη από όλες τις πλευρές από τις εκτεταμένες επικράτειες τού Καρόλου, από τον οποίο ο Φραγκίσκος φοβόταν συνεχώς καταπατήσεις. Έτσι, ενώ η κατανόηση με τούς Τούρκους μπορούσε να προσφέρει τόσο αναγκαία άμυνα όσο και επιθυμητή επίθεση εναντίον τού Καρόλου, θα είχε το σημαντικό μειονέκτημα ότι θα τον εμφάνιζε ως μοναδικό μεγάλο υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης εναντίον των απίστων.66 Αν και υπήρχαν όπως πάντοτε περιστασιακές εχθρικές συγκρούσεις, «ατυχήματα» (adversi accidenti) μεταξύ Ενετών και Τούρκων κατά τη διάρκεια τού 1527-1528, τόσο η Δημοκρατία όσο και η Υψηλή Πύλη προσπαθούσαν να ξεμπερδέψουν τα ανησυχητικά νήματα αταξίας, διατηρώντας το αλεξανδρινό εμπόριο μπαχαρικών προς αμοιβαίο κέρδος τους, τιμωρώντας τούς κουρσάρους και τούς παραβάτες τού νόμου και τής ασφάλειας στη θάλασσα και προστατεύοντας την «απαραβίαστη ειρήνη μας» (la inviolabil pace nostra).67

Ο Λωτρέκ, έχοντας καταλάβει το Μπόσκο Μαρένγκο και έχοντας βοηθήσει τον Τσέζαρε Καμποφρεγκόζο να μπει στη Γένουα, έστρεφε την προσοχή του στην Αλεσσάντρια. Ο παρενοχλούμενος αυτοκρατορικός διοικητής στη Λομβαρδία, ο Αντόνιο ντε Λέυβα, συγκέντρωνε τούς περιορισμένους πόρους του για την υπεράσπιση τού Μιλάνου και, αν ήταν δυνατό, τής Παβίας.68 Στις 30 Ιουλίου (1527) ο ντε Λέυβα είχε γράψει στον Κάρολο Ε’:

Οι Ενετοί [επίσης] προσθέτουν στις δυνάμεις τους. Δεν έχω φαρδίνι, ενώ έχω πολύ λίγους στρατιώτες (et fort peu de monde) … Θα υποχρεωθώ πολύ σύντομα να αποσυρθώ στο Μιλάνο. Πριν περισσότερους από δύο μήνες έγραψα στον αντιβασιλέα [Λαννόυ] και σε όλους τούς διοικητές, ενημερώνοντάς τους για κάποιες από τις ανάγκες στις οποίες βρίσκομαι σήμερα. … Έχω γράψει διακόσιες επιστολές σε διαφορετικά μέρη. Δεν έχω πάρει καμία απάντηση, εκτός από τον ηγούμενο τής Ναζέρα και τον Ούγκο [ντε Μονκάδα]. Επιπλέον έχω γράψει στον δούκα τής Φερράρας [Αλφόνσο ντ’ Έστε], αλλά από τότε που κατέλαβε τη Μόντενα, ποτέ δεν επέλεξε να μού απαντήσει, ενώ πιο πριν μού έγραψε κάθε μέρα!…69

Ο ντε Λέυβα δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει την Αλεσσάντρια. Όπως ανέφερε στις 16 Αυγούστου (1527) ο Μπενεντέττο Ανιέλλο, ο Μαντοβάνος απεσταλμένος στον ενετικό στρατό, ο Λωτρέκ ήταν αρκετά σίγουρος, «ότι έχοντας καταλάβει το Μπόσκο, θα έπαιρνε σύντομα την Αλεσσάντρια».70 Ο Λωτρέκ δεν έκανε λάθος. Χορήγησε στους Λαντσκνέχτε και στους άλλους υπερασπιστές τής Αλεσσάντρια γενναιόδωρους όρους και αυτοί τού παρέδωσαν την πόλη στις 12 Σεπτεμβρίου. Στα άρθρα τής συνθηκολόγησης ο Λωτρέκ εμφανίζεται ως υπαρχηγός τού Φραγκίσκου Α’ και γενικός διοικητής τής Ένωσης [του Κονιάκ] (locotenente della Maesta Cristianissima in Italia et capitanio general de la Lega).71 Ο Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, ο ανιαρός δούκας τού Ουρμπίνο, παρέμενε γενικός διοικητής των ενετικών δυνάμεων.72 Ο Φραντσέσκο Μαρία Σφόρτσα, ο δούκας τού Μιλάνου, ζητούσε την κατοχή τής Αλεσσάντρια ως εξάρτησης τού Μιλάνου. Ο Λωτρέκ απέρριψε το αίτημα, και στη συνέχεια άλλαξε γνώμη, συμφωνώντας να τού παραδώσει την πόλη.73

Στρέφοντας προς βορρά ο Λωτρέκ κατέλαβε τη Νοβάρα, το Αμπιατεγκράσσο και το Βιτζεβάνο. Όταν οι δυνάμεις του έριξαν μια γέφυρα πάνω από τον Τιτσίνο, μεταξύ Βιτζεβάνο και Αμπιατεγκράσσο (το «Μπιαγκράσσα» τού Σανούντο), ο Αντόνιο ντε Λέυβα ήταν βέβαιος ότι το ίδιο το Μιλάνο ήταν ο επόμενος στόχος τού Λωτρέκ και διέταξε την κατεδάφιση όλων των σπιτιών που βρίσκονταν έξω από τα τείχη τής πόλης και τις τάφρους.74 Ο ντε Λέυβα, τα στρατεύματά του και οι κάτοικοι τής περιοχής είχαν τα προβλήματά τους. Μια αναφορά από το Μιλάνο με ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου (1527) μιλούσε για τη θλιβερή ιστορία των υψηλών τιμών. Το σιτάρι κόστιζε από εικοσιτρείς μέχρι εικοσιτέσσερις λίρες ανά «μότσο» (mozo) σε μιλανέζικα χρήματα. Ο Σανούντο μάς πληροφορεί ότι το «μότσο» (μόδιο, ιταλικά moggio, λατινικά modius) περιείχε περισσότερα από δεκατέσσερα λίτρα τής Μπρέσσια. Ένα μέτρο (brenta) παλιού κρασιού κόστιζε τέσσερα σκούδα. Μπορούσε κανείς να βρει καινούργιο κρασί για ένα σκούδο, αλλά πάνω από το μισό ήταν νερό, ενώ ήταν και ξυνό. Το βoδινό κρέας κόστιζε πέντε σόλιδους ή σελλίνια η λίμπρα (la lira). Το βούτυρο κόστιζε είκοσι σελλίνια.75

Ο Λωτρέκ, γόνος μιας από τις μεγάλες οικογένειες τής νότιας Γαλλίας, ποτέ δεν ανησυχούσε για το κόστος ζωής, τουλάχιστον για το κόστος ζωής των αγροτών και των φτωχών κατοίκων των πόλεων. Αλλά, όχι, το Μιλάνο δεν ήταν ο στόχος του. Ο στρατός του κινήθηκε προς νότο τα είκοσι περίπου μίλια μέχρι την Παβία. Πληροφορούμαστε τώρα ότι ο αιχμάλωτος πάπας στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο «ήθελε να γνωρίσει τις επιτυχίες τού Λωτρέκ» (desidera saper li successi di Lutrech).76 Τότε επίσης έφτασαν φήμες στις φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις στην περιοχή τού Νάρνι ότι ο Φρανσίσκο Κινιόνες, ο στρατηγός των Φραγκισκανών, είχε μόλις φτάσει στη Γκαέτα από την Ισπανία «με αποστολή να ελευθερώσει τον πάπα και τούς καρδινάλιους» (con commission di liberar il papa et cardinali). Οι στρατιώτες αποφάσισαν λοιπόν (στις 23 Σεπτεμβρίου 1527) να επιστρέψουν στη Ρώμη. Σκοπός τους λεγόταν ότι ήταν «να πάρουν τον πάπα» (per tuor il papa). Κάποια στιγμή, όπως ήταν γενικά γνωστό, ο Λωτρέκ θα προέλαυνε προς νότο και οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν ήθελαν να ξεφύγει ο Κλήμης, μέχρι να τούς πληρώσει τα μεγάλα καθυστερούμενα των μισθών τούς ή μάλλον να καταβάλει τα λύτρα που είχαν συμφωνηθεί.77 Χωρίς ούτε ώρας καθυστέρηση η άγρια ορδή επέστρεψε στη Ρώμη, αρχικά οι Λαντσκνέχτε και οι Ισπανοί ακριβώς πίσω τους. Τα πρώτα σώματα έφτασαν στις 25 Σεπτεμβρίου ή κάπου τότε, ενώ οι υπόλοιποι ακολούθησαν κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών. Λεηλάτησαν ό,τι είχε απομείνει στην έρημη πόλη και ό,τι είχε παρθεί από τη θέση όπου κρυβόταν, γιατί λεγόταν ότι είχαν επιστρέψει «με χειρότερες διαθέσεις από πριν».78 Αλλά ανεξάρτητα από αυτά που έκαναν, ο Κλήμης απλώς δεν μπορούσε να βρει χρήματα για να τηρήσει τις οικονομικές του υποσχέσεις. Όπως έγραφε ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Πιζάνι στον πατέρα του Αλβίζε από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, στα τέλη Οκτωβρίου (1527), «ο πάπας δεν έχει εμπιστοσύνη στους εχθρούς, ενώ ούτε εκείνοι εμπιστεύονται τον πάπα».79

Πριν από το τέλος τού Σεπτεμβρίου (1527) ο Λωτρέκ είχε πορευτεί εναντίον τής Παβίας, όπου τα τείχη δεν είχαν ξαναχτιστεί μετά τη μακρά πολιορκία τού 1524-1525. Οι δυνάμεις του είχαν στρατοπεδεύσει μέσα και γύρω από την Τσερτόζα και κανονιοβολούσαν την πόλη, «και το κάστρο έχει σχεδόν καταστραφεί από τούς Γάλλους» (et il castello è quasi ruinato da francesi). Σύντομα τα τείχη είχαν σχεδόν ισοπεδωθεί, αλλά οι υπερασπιστές τής Παβίας αντιστέκονταν πίσω από βαθιές τάφρους και «πολύ ψηλά αναχώματα» (controscarpa altissima). Στις 4 και 5 Οκτωβρίου ο φιλο-αυτοκρατορικός διοικητής στην Παβία, ο Λοντοβίκο Μπελτζοϊόζο, συμφώνησε να παραδοθεί. Ο Λωτρέκ ήταν ανήσυχος, θέλοντας να γλιτώσει τούς κατοίκους από τη συνήθη φρίκη μιας άλωσης. Όμως όταν οι στρατιώτες έγιναν ανεξέλεγκτοι, η πόλη λεηλατήθηκε (la terra va al sacco) και ήταν «κρίμα να βλέπεις κορίτσια να τα παίρνουν μακριά οι Γασκώνοι και οι Ελβετοί».80

Για να μειώσει τη δυνατότητα των στρατιωτών για λεηλασία ο Λωτρέκ συμφώνησε να προχωρήσει. Φρόντισε να μαθευτεί ευρέως ότι ήθελε να πάει στην Τοσκάνη «για να ελευθερώσει τον πάπα». Όμως οι Ενετοί σύμμαχοι τού πάπα διαφωνούσαν, γιατί ήθελαν να επιτεθεί αυτός στο Μιλάνο και να προσπαθήσει να αναγκάσει τον ντε Λέυβα να παραδώσει την πόλη και το φρούριο. Ο Λωτρέκ επέμενε ότι βρισκόταν καθ’ οδόν προς Ρώμη, «λέγοντας ότι η επιχείρηση τού Μιλάνου μπορεί να είναι δύσκολη και είναι καλό να πάει στη Ρώμη» (dicendo l’ impresa di Milan potria esser difficile, è bon andar verso Roma).81 Στις 9 Οκτωβρίου (1527) κάποιος Τζόρτζιο Στουριόν, Ενετός λοχαγός τού πεζικού, έγραφε στον φίλο του, τον γνωστό στρατιώτη Τομμάζο Μόρο, ότι ο Λωτρέκ ήταν αποφασισμένος να οδηγήσει τον γαλλικό στρατό στη Ρώμη και ότι οι ενετικές δυνάμεις θα παρέμεναν κατά πάσα πιθανότητα στη Λομβαρδία, για να αναλάβουν την πολιορκία τού Μιλάνου.82

Το πρωί τής 16ης Οκτωβρίου (1527) ο άρχοντας τού Λωτρέκ έφυγε από την Παβία και πήγε τα οκτώ ή δέκα μίλια ανατολικά στο Μπελτζοϊόζο, με πρόθεση να συνεχίσει την επόμενη μέρα προς Μπισσόνε, το οποίο βρισκόταν περίπου έξι μίλια βόρεια τού Πάδου. Ο Πιέτρο Πέζαρο, Ενετός απεσταλμένος στον γαλλικό στρατό, κρατούσε ενήμερη την κυβέρνησή του για την πρόοδο τού Λωτρέκ.83 Από το Μπισσόνε ο γαλλικός στρατός κινήθηκε τα λίγα μίλια νότια προς το Μετσάνο και διέσχισε τον Πάδο στην περιοχή τής σημερινής γέφυρας, όπου ο δρόμος οδηγεί από το Καστέλ Σαν Τζιοβάννι στο Πιατσεντίνο.84 Η Πιατσέντσα βρίσκεται δέκα ή περισσότερα μίλια πιο ανατολικά. Στην Πιατσέντσα, όπως οι Ενετοί φοβούνταν ότι μπορούσε να συμβεί, ο Λωτρέκ έλαβε έκκληση από τη φρουρά τού Αμπιατεγκράσσο, στην οποία επιτίθετο ο ντε Λέυβα. Ο Λωτρέκ έστειλε τον Πέδρο Ναβάρρο πίσω στον Πάδο (σύμφωνα με τον Πέζαρο) με 3.000 Γασκώνους, 3.000 Λαντσκνέχτε και Ελβετούς και 2.000 Ιταλούς.85 Ο ντε Λέυβα κατέλαβε μάλιστα το Αμπιατεγκράσσο, γεγονός που καθυστέρησε πολύ την προς νότο προέλαση τού Λωτρέκ. Στη Βενετία ο Φλωρεντινός απεσταλμένος Αλεσσάντρο ντε Πάτσι εμφανίστηκε στο Κολλέγιο (στις 28 Οκτωβρίου) και ρώτησε τι επίπτωση θα είχε η απώλεια τού Αμπιατεγκράσσο στα σχέδια τού Λωτρέκ να εισέλθει στην Τοσκάνη. Ο δόγης Αντρέα Γκρίττι είπε «ότι δεν γνώριζε» (che non sapeva), αλλά σίγουρα ήταν σημαντικό να ανακτηθεί το Αμπιατεγκράσσο.86

Ο Λωτρέκ έδωσε εντολή στον Πέδρο Ναβάρρο να ενωθεί και πάλι μαζί του όταν αυτός και οι Ενετοί ανακαταλάμβαναν την πόλη, η οποία στην πραγματικότητα είχε ήδη πέσει στα γαλλικά και ενετικά χέρια νωρίς το απόγευμα (a hore 20-21) στις 27 τού μηνός.87 Η λεηλασία τού Αμπιατεγκράσσο ήταν «χειρότερη από εκείνη τής Παβίας», αλλά η επιτυχία δεν ήταν αρκετή για να ανακουφίσει το άγχος τού Λωτρέκ. Βρισκόταν ήδη σε απεγνωσμένη ανάγκη για χρήματα, «για να πληρώσει δίκαια τα χρήματα στους Λαντσκνέχτε, στους Ελβετούς και στους άλλους στρατιώτες» (per pagar li lanzinech et sguizari et altri fanti iusta li capitoli).88

O Λωτρέκ ανακοίνωσε το πρωί τής 2ας Νοεμβρίου ότι έφευγε από την Πιατσέντσα για την Πάρμα «και τον δρόμο τής Ρώμης» (ch’ è sopra la via Romea), για να εισέλθει στην Τοσκάνη. Τα στρατεύματα αποχώρησαν στις 4 τού μηνός. Οι Λωτρέκ και Πέζαρο ακολούθησαν εκείνη τη μέρα ή την επόμενη. Ο Πέζαρο έγραψε στη Βενετία για χρήματα, «για να πληρώσει τα στρατεύματα». Ο Λωτρέκ έστειλε επιστολές στη Γαλλία. Ένας απλήρωτος στρατός ήταν εμφανώς επικίνδυνος. Κανείς δεν το ήξερε καλύτερα από τον Λωτρέκ, ο οποίος είχε χάσει το Μιλάνο από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς (τον Νοέμβριο τού 1521), κυρίως επειδή δεν είχε τρόπο να πληρώσει τα στρατεύματά του. Επίσης ο Λωτρέκ πρέπει συχνά να είχε σκεφτεί τα δεινά τού Μπουρμπόν. Όπως έγραφε ο Πέζαρο στην κυβέρνησή του, «ο Λωτρέκ είναι θυμωμένος» (Lutrech è in colera).89 Οι Λωτρέκ και Πέζαρο πέρασαν τη νύχτα στις 5 και 6 Νοεμβρίου στη Φιορεντσουόλα και στη συνέχεια προχώρησαν προς την Πάρμα, όπου έφτασαν στις 9 τού μηνός.90

Εδώ και αρκετό καιρό ο Φραγκίσκος Α’ και ο Λωτρέκ είχαν σκεφτεί να βάλουν τον Αλφόνσο ντ’ Έστε, τον δούκα τής Φερράρας, στη λεγόμενη Ένωση και (όπως πίστευε η ενετική κυβέρνηση) να τού ζητήσουν 150.000 δουκάτα. Κατά τη διάρκεια των ετών οι Έστε είχαν δυσκολίες και με τη Βενετία και με την Αγία Έδρα. Οι Ενετοί είχαν υπάρξει αρπακτικοί γείτονες, ενώ μερικοί πάπες είχαν προσπαθήσει να στερήσουν από την οικογένεια των Έστε ακόμη και το ίδιο το δουκάτο τής Φερράρας. Αν ο Κλήμης κατέληγε πραγματικά σε συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, ο Αλφόνσο μπορούσε κάλλιστα να μπει στον πειρασμό να πάρει το μέρος των Γάλλων, ιδιαίτερα αν βρισκόταν κοντά του γαλλικός στρατός.91 Ο Αλφόνσο πιθανώς επιθυμούσε την καταστροφή και των δύο οίκων, των Αψβούργων και των Βαλώνων, αλλά όταν ο στρατός τού Μπουρμπόν βρισκόταν κοντά, είχε κάνει συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς και τούς είχε βοηθήσει.

Τώρα που ερχόταν κοντά ο στρατός τού Λωτρέκ, ο Αλφόνσο εισήλθε στην Ένωση, διαπραγματευόμενος όσο πιο σκληρά μπορούσε, πράγμα που πέτυχε. Υπήρχε κάποιου είδους δεσμός ανάμεσα σε αυτόν και τον Γάλλο διοικητή. Είχαν πολεμήσει ως σύμμαχοι τον Απρίλιο τού 1512, όταν ο Λωτρέκ είχε πέσει άσχημα τραυματισμένος δίπλα στον εξάδελφό του, τον Γκαστόν ντε Φουά, στη Ραβέννα. Σημαδεμένος για όλη του τη ζωή, ο Λωτρέκ είχε νοσηλευτεί και αναρρώσει στο σπίτι τού Αλφόνσο και αν και σκληροτράχηλος πολεμιστής, αναμφίβολα ήταν ακόμη ευγνώμων για τη φροντίδα που τού είχαν προσφέρει αφειδώς οι Έστε. Σε κάθε περίπτωση ο Λωτρέκ ήταν πια έτοιμος να κάνει περισσότερο από τον μισό δρόμο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τού Αλφόνσο.92

Στις 13 Νοεμβρίου (1527) ο Γκάσπαρο Κονταρίνι, τότε Ενετός απεσταλμένος στη Φερράρα, έγραφε στους επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα (Cai di X) ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία με τον δούκα Αλφόνσο τής Φερράρας. Οι «όροι και το έγγραφο» θα υπογράφονταν επίσημα στο άμεσο μέλλον. Η Φερράρα και η Βενετία ήσαν σύμμαχοι. Ο δούκας είχε γίνει μέλος τής Ένωσης, αποδεχόμενος τη δέσμευση να προσκομίσει 100 λογχοφόρους, 200 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 6.000 δουκάτα τον μήνα για έξι μήνες. Η ένωση υποσχόταν να τον διατηρήσει στη Φερράρα και τη Μόντενα, στο Ρέτζιο και τη Ρουμπιέρα, ακόμη και να τού δώσει το Νόβι [ντι Μόντενα] και το Κάρπι (μεταξύ Μάντουας και Μόντενα) και την Κοτινιόλα (μεταξύ Μπολώνια και Ραβέννας). Η Βενετία κατείχε τότε την Κοτινιόλα «στο όνομα τής Ένωσης» (a nome di la Lega).

Ο Έρκολε, ο γιος τού Αλφόνσο, θα παντρευόταν τη Ρενέ, την κόρη τού Λουδοβίκου ΙΒ’, την αδελφή τής Κλωντ, εκλιπούσας συζύγου τού Φραγκίσκου Α’. Ο γάμος αυτός θα γινόταν σε εύθετο χρόνο. Ο Αλφόνσο, που ήταν πάντοτε έτοιμος να χτυπήσει όταν το σίδερο ήταν καυτό, απαιτούσε τώρα καπέλο καρδιναλίου για τον γιο του Ιππόλιτο, καθώς και την αρχιεπισκοπή τής Φερράρας και την επισκοπή τής Μόντενα. Σε εύθετο χρόνο ο Ιππόλιτο θα έπαιρνε το κόκκινο καπέλο του, αλλά αυτό θα συνέβαινε σχεδόν δώδεκα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Παύλου Γ’. Ο Αλφόνσο ήθελε επίσης το δικαίωμα να πάρει 20.000 σάκους αλατιού από τις φαρδιές αλυκές τού Κομάτσιο. Θα «έδινε στον στρατό τής Ένωσης ελεύθερη διέλευση μέσω των εδαφών του καθώς και προμήθειες», ενώ θα αρνιόταν τη διέλευση στους φιλο-αυτοκρατορικούς, τούς αγγελιοφόρους των οποίων θα σταματούσε και των οποίων τις επιστολές θα υπέκλεπτε. Θα έκανε ό,τι μπορούσε (έλεγε), για να συμβάλει στην απελευθέρωση τού πάπα από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, ενώ ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα εξασφάλιζε από τον πάπα άφεση αμαρτιών για τον νέο σύμμαχο του, για οποιεσδήποτε ζημιές είχε κάνει ο τελευταίος στην Εκκλησία.93

Η ένταξη τού Αλφόνσο ντ’ Έστε στην Ένωση ήταν πιο χρήσιμη για τον Λωτρέκ από την υποτιθέμενη απόφαση τού καρδινάλιου Γούλζεϋ «να ελευθερώσει την Ιταλία και τον ποντίφηκα και τούς γιους τού χριστιανικότατου βασιλιά», για την οποία ο Ενετός απεσταλμένος Μαρκ’ Αντόνιο Βενιέρ είχε γράψει στην κυβέρνησή του από το Λονδίνο (στις 25 Οκτωβρίου 1527). Ως συνήθως, ο Σανούντο συνόψισε την επιστολή τού απεσταλμένου στα Ημερολόγιά του. Καθημερινά, καθώς αγγελιοφόροι και έμποροι παρέδιδαν μηνύματα και επιστολές στη Σινιορία και σε άτομα στη Βενετία, ο Σανούντο κατέγραφε στα Ημερολόγιά του όλα τα σημαντικά κείμενα που έρχονταν με αυτό τον τρόπο. Ακολουθούσε τούς αγγελιοφόρους στο παλάτι των δόγηδων, όπου (όπως μόλις επισημάναμε) τού επιτρεπόταν να διαβάζει και να καταγράφει τις εισερχόμενες επιστολές, ενώ οι φίλοι και οι συμπολίτες του μοιράζονταν μαζί του την αλληλογραφία τους. Ήταν γνωστός τη Βενετία και τα Ημερολόγιά του ήσαν ήδη σχεδόν διάσημα. Μετά τον θάνατο τού Σανούντο, οι πενηνταοκτώ τόμοι των Ημερολογίων πέρασαν στο γραφείο τού Συμβουλίου των Δέκα (και ο Πιέτρο Μπέμπο τούς χρησιμοποίησε για την ιστορία τής δικής του εποχής στο Rerum venetarum historiae libri XII). Στις 18 Νοεμβρίου, την ίδια μέρα που κατέγραψε την επιστολή Βενιέρ τής 25ης Οκτωβρίου από το Λονδίνο, ο Σανούντο σημείωσε επίσης το περιεχόμενο επιστολής τής 24ης Οκτωβρίου, που είχε μόλις έρθει από τον Αντρέα Ναβαγκέρο, που βρισκόταν στο Μπούργκος. Ο Ναβαγκέρο έγραφε ότι η κατάληψη τής Παβίας από τον Λωτρέκ είχε εξαγριώσει τον Κάρολο Ε’, ο οποίος επέκρινε τούς απεσταλμένους τής Ένωσης. «Πράγματι ο αυτοκράτορας ήταν θυμωμένος με τούς απεσταλμένους τής Ένωσης γι’ αυτά που λένε…» (imo Cesare andò in colera con li oratori di la lega quando li parlono, dicendo voler quello li è stà tolto…). Ο Κάρολος είχε πρόθεση να πάρει πίσω την Παβία. Ο Ναβαγκέρο έγραφε «ότι ο αυτοκράτορας ήταν συνηθισμένος στις νίκες, αλλά βλέποντας ότι τα πράγματα πήγαιναν εναντίον του, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και να μη θυμώσει».94

Στις 26 Νοεμβρίου (1527), ενώ ο Λωτρέκ βρισκόταν ακόμη στην Πάρμα, ο Κλήμης έκανε μια ακόμη συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς Μονκάδα, Κινιόνες και Βέυρε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο πάπας και οι καρδινάλιοι συμφωνούσαν να αγωνιστούν «με κάθε περίσκεψη, φροντίδα και επιμέλεια» (omni studio, cura et diligentia) για την ειρήνη μεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων και ηγεμόνων, να συγκαλέσουν «γενική σύνοδο» για να κατορθώσουν τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας και την εξάλειψη τής λουθηρανικής αίρεσης, καθώς και να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο μια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, «μεγάλη εκστρατεία εναντίον των απίστων» (desideratissima expeditio contra infideles). Υπόσχονταν να παραδώσουν στα χέρια «εκπροσώπων» τής Μεγαλειότητάς του την Όστια με το γειτονικό φρούριό της, την Τσιβιταβέκκια με τις οχυρώσεις και το λιμάνι της, καθώς και τις πόλεις και τα κάστρα τής Τσίβιτα Καστελλάνα και τού Φορλί.

Οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα έπαιρναν επίσης επτά ομήρους, συμπεριλαμβανομένου τού Τζάκομο Σαλβιάτι, πατέρα τού καρδινάλιου Τζιοβάννι, τότε παπικού λεγάτου στη Γαλλία, καθώς και τού Τζιοβάν Ματτέο Τζιμπέρτι, τού αντι-αυτοκρατορικού επισκόπου τής Βερόνας και πρώην παπικού αρχιγραμματέα. Τόσο οι όμηροι όσο και οι εν λόγω πόλεις θα παρέμεναν σε αυτοκρατορική κατοχή μέχρι να πειστεί η μεγαλειότητά του ότι ο πάπας θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια τής συμφωνίας «όσο καλύτερα μπορούσε» (quantum in se erit). Ο πάπας και οι καρδινάλιοι θα απελευθερώνονταν αμέσως, ενώ εκτός από τούς τόπους που αναφέρθηκαν, το σύνολο τής κοσμικής κυριαρχίας τής Αγίας Έδρας, περιλαμβανόμενης τής πόλης τής Ρώμης, θα επιστρεφόταν χωρίς δόλο ή επιφύλαξη στον πάπα, ακριβώς όπως ήταν «πριν από την εισβολή στη Ρώμη». Οι φιλο-αυτοκρατορικοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη Ρώμη «και δεν θα επανέρχονταν πια στην εν λόγω πόλη τής Ρώμης» (nec amplius redibit in dictam urbem Romanam), ενώ θα απέσυραν τα στρατεύματά τους από τα παπικά κράτη μόλις αποχωρούσε και ο στρατός τής Ένωσης από την παπική επικράτεια. Θα υπήρχε εφεξής «απαραβίαστη ειρήνη, ομόνοια και φιλία» (inviolabilis pax, concordia et amicitia) μεταξύ Κλήμεντα και Καρόλου Ε’, ακριβώς όπως έπρεπε να επιδιώκεται και να εξασφαλίζεται ειρήνη μεταξύ τού τελευταίου και των βασιλέων τής Γαλλίας και τής Αγγλίας.95 Όμως παρέμενε ακόμη το οικονομικό ζήτημα. Ο Κλήμης έπρεπε να αποδεχτεί την υποχρέωση να καταβάλει, σε διαστήματα δέκα ημερών, δύο εβδομάδων, ενός μήνα και τριών μηνών το συνολικό ποσό των 368.153 δουκάτων (aurei solis ή ecus d’ or au soleil).96 O Κλήμης μάλλον δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί ούτε καν στην πρώτη δόση αυτού τού χρέους που τού είχε επιβληθεί, παρά την πώληση καπέλων καρδιναλίων και τη δημοσίευση βουλλών, που επέτρεπαν την πώληση τού ενός δεκάτου τής περιουσίας τής Εκκλησίας στο βασίλειο τής Νάπολης.

Πέντε μέρες πριν από τη συνθήκη του και την οικονομική του συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, ο Κλήμης είχε δημιουργήσει επτά ή οκτώ καρδινάλιους για να συγκεντρώσει χρήματα (στις 21 Νοεμβρίου 1527).97 Όμως ύστερα από την ένταση των τελευταίων επτά μηνών, φαινόταν ότι με κανένα τρόπο δεν ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα ποσά. Η αδυναμία τού πάπα να προχωρήσει σε άμεση πληρωμή, καθώς και η δυσαρέσκεια των Λαντσκνέχτε με τα προσδιορισμένα ποσά, οδήγησαν σε άλλη ανταρσία. Οι Λαντσκνέχτε κυνήγησαν τούς διοικητές τους από την πόλη. Αυτοί κατέφυγαν στη Γκροτταφερράτα, δέκα περίπου μίλια νοτιοανατολικά τής Ρώμης, στους λόφους τού Αλμπάνο (colli Albani). Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στο τέλος Νοεμβρίου οι όμηροι που κρατούνταν από τούς Λαντσκνέχτε στο παλάτι τού καρδινάλιου Πομπέο Κολόννα μεταχειρίστηκαν τούς δεσμοφύλακές τους με αποτελεσματική αφθονία «φαγητού και κρασιού» (cibo et vino). Οι Γερμανοί φρουροί τους ήσαν μεγάλοι πότες και όταν ο Σαλβιάτι, ο Τζιμπέρτι και οι συγκρατούμενοί τούς είδαν τούς φρουρούς τόσο αποκαμωμένους από το κρασί, που κοιμούνταν «σαν νεκροί» (come morti), δραπέτευσαν από το παλάτι μέσα στη νύχτα, φτάνοντας στο Νάρνι (ύστερα από ποιος ξέρει πόσες περιπέτειες).98

Οι Λαντσκνέχτε συγκεντρώθηκαν στο Κάμπο ντέι Φιόρι. Διερμηνείς εξηγούσαν ότι άμεσα, πιθανόν το ίδιο εκείνο πρωί, θα έπαιρναν 110.000 δουκάτα «και έτσι μπήκαν σε χαρά» «et cussì li misero in allegrezza». Τότε ήταν που οι περισσότεροι από τούς Λαντσκνέχτε έμαθαν για την απόδραση των ομήρων. Όμως πιστεύοντας ότι σύντομα θα έπαιρναν μεγάλη πληρωμή, κάποιοι από αυτούς βρήκαν διέξοδο στο γέλιο. Τα 110.000 δουκάτα έπρεπε να καταβληθούν σε δεκαπέντε ημέρες, μετρώντας από την 1η Δεκεμβρίου (1527). Οι διοικητές και εκείνοι που δικαιούνταν διπλό μισθό (page dopie) δεν επρόκειτο να περιληφθούν σε αυτή την εκταμίευση πόρων. Οι Ισπανοί, οι οποίοι ήσαν πολύ λιγότεροι σε αριθμό, θα έπαιρναν 35.000 δουκάτα. Αναζητούσαν ομήρους για να αντικαταστήσουν εκείνους που είχαν φύγει, γιατί ήταν απαραίτητο να υπάρχουν εγγυήσεις, ώστε να εξασφαλίζονται οι πληρωμές τού πάπα στη διάρκεια των τριών μηνών (όπως προέβλεπε η συμφωνία τής 26ης Νοεμβρίου), επιπλέον 150.000 δουκάτων για τούς Λαντσκνέχτε και 65.000 για τούς Ισπανούς, για να μην μιλήσουμε για τα υπόλοιπα 44.984 δουκάτα, τα οποία προφανώς κανείς δεν περίμενε ότι θα καταβάλλονταν. Όταν οι διοικητές τού στρατού επέστρεψαν στη Ρώμη, συμφώνησαν να αφήσουν τον πάπα ελεύθερο και τον άφησαν να πάει στο Ορβιέτο, όπως ανέφερε ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Πιζάνι στην επιστολή του τής 1-3 Δεκεμβρίου προς τον πατέρα του Αλβίζε.99 Με τον Λωτρέκ και τον γαλλικό στρατό στον βορρά, προετοιμαζόμενους για την κάθοδό τους στο βασίλειο τής Νάπολης, ήταν σαφές στην ανώτατη διοίκηση των φιλο-αυτοκρατορικών ότι ήταν πιο σημαντικό να αποδεσμεύσουν τον στρατό τους παρά να κρατούν αιχμάλωτο τον πάπα.

Σύμφωνα με την επιστολή γραμμένη στο Τόντι στις 11 Δεκεμβρίου (1527) από τον Ενετό γενικό επιστάτη (provveditore generale) Αλβίζε Πιζάνι προς την κυβέρνησή του, ο Κλήμης Ζ’ είχε τελικά διαφύγει από τον εγκλεισμό του στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Είχαν περάσει επτά μήνες, σχεδόν ακριβώς, από τότε που οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει τη Ρώμη (στις 6 Μαΐου). Τώρα, στις 1 π.μ. (a hοre 8), στις 7 Δεκεμβρίου, ο Κλήμης ίππευε ένα άλογο και έπαιρνε τον δρόμο για το Ορβιέτο, όπου έφτασε στις 7 μ.μ. (a hore 2) στις 8 τού μηνός. Παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό είχε κατορθώσει να ανταποκριθεί στα μεγάλα ποσά που απαιτούσαν οι φιλο-αυτοκρατορικοί ως πρώτη δόση εξόφλησης των λεγομένων χρεών του. Είχαν τούς ομήρους τους, αλλά ο Κλήμης προφανώς είχε λίγα χρήματα. Έφυγε από τη Ρώμη οφείλοντας δεκάδες χιλιάδες δουκάτα, που δεν θα μπορούσαν να πληρωθούν. Η ανώτατη διοίκηση των φιλο-αυτοκρατορικών μάλλον ανακουφιζόταν βλέποντάς τον να φεύγει. Ο Κάρολος Ε’ είχε διατάξει τελικά την απελευθέρωσή του (με τούς όρους που είδαμε). Οι Ευρωπαίοι παντού, περιλαμβανομένων και εκείνων στη Γερμανία και τις Ισπανίες, είχαν προσβληθεί πολύ με την άλωση τής Ρώμης και τη βάρβαρη φυλάκιση τού πάπα. Όταν ο Κλήμης πρότεινε να φύγει από τη Ρώμη για το Ορβιέτο, ο Ισπανός διοικητής Φερντινάντο ντε Αλαρκόν πρότεινε να περιμένει τρεις ή τέσσερις ημέρες, ώστε ναι είναι πιο ασφαλείς οι δρόμοι (aziò in camin non fosse prexo). Όσο ανασφαλείς κι αν ήσαν οι δρόμοι, ο Κλήμης τούς προτιμούσε από τη Ρώμη. Φοβόταν μήπως φυλακιστεί και πάλι, όταν οι στασιαστές στρατιώτες δεν θα κατάφερναν να πάρουν τα καθυστερούμενά τους.100

Το ιταλικό πεζικό και το ισπανικό ελαφρύ ιππικό έφυγαν τελικά από τη Ρώμη στις 14 Φεβρουαρίου 1528. Στις 17 τού μηνός «ολόκληρος ο στρατός τού αυτοκράτορα» αποχώρησε από την πόλη «με μεγάλη χαρά τού λαού» (cum magna populi gaudio), βγαίνοντας από την Πόρτα Σαν Τζιοβάννι,101 προκειμένου να πάρει τη Βία Λατίνα προς νότο (προς Τρόια) για να υπερασπιστεί το βασίλειο (Regno) κατά των γαλλο-ενετικών δυνάμεων υπό τον Λωτρέκ.

Όταν έφτασε στο Ορβιέτο, ο Κλήμης δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του με τον στρατό τής Ένωσης υπό τον δούκα τού Ουρμπίνο, «που δεν είχε έρθει για βοήθεια» (che non vene a socorerlo). Ήταν επίσης απογοητευμένος με τον Λωτρέκ, ο οποίος καθυστερούσε πολύ στην Πάρμα. Ο Λωτρέκ είχε κάνει καλή αρχή. Όμως τώρα είχε την πρόθεση να συνεχίσει την προς νότο πορεία του, όταν (κατά τη γνώμη τού πάπα) δεν υπήρχε πια ανάγκη γι’ αυτήν, «επειδή είχε έρθει για τη δική του ελευθερία» (perchè ‘l veniva per la soa libertà). Αφού η Αγιότητά του ήταν ελεύθερος, η μόνη συνέπεια τής εκστρατείας Λωτρέκ θα ήταν η περαιτέρω παρενόχληση και καταστροφή αβοήθητων ανθρώπων.

Ο Κλήμης διαφωνούσε με γαλλική εκστρατεία κατά τής Νάπολης με δήθεν σκοπό την απελευθέρωση με λύτρα των γιων τού Φραγκίσκου Α’, που βρίσκονταν ακόμη υπό ισπανική κράτηση. Ο Αλβίζε Πιζάνι ανέφερε (στις 13 Δεκεμβρίου 1527) ότι ο Κλήμης ήθελε να παραδώσει την Τσίβιτα Καστελλάνα στους φιλο-αυτοκρατορικούς, όπως προέβλεπαν οι διάφορες συμφωνίες του με αυτούς. Έλεγαν στην Αγιότητά του ότι αυτό θα ήταν τρομερό λάθος και μεγάλη απώλεια για τη συμμαχική υπόθεση. Η Τσίβιτα Καστελλάνα ήταν σημαντική πόλη. Ήταν κυριολεκτικά «γεμάτη τρόφιμα». Ο Κλήμης απάντησε ότι τον είχαν πλησιάσει «για να συμμαχήσει με τον αυτοκράτορα» (far liga con Cesare). Αν ενωνόταν με τον αυτοκράτορα κατά τής Γαλλίας και τής Βενετίας, οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα επέστρεφαν όλα τα κράτη τής Εκκλησίας. Η Αγιότητά του είχε απαντήσει ότι έπρεπε πρώτα να πάρει πίσω τα κράτη του και να ελευθερωθούν οι πέντε καρδινάλιοι, τούς οποίους οι φιλο-αυτοκρατορικοί κρατούσαν ως ομήρους. Όταν ο Κλήμης έφυγε από Ρώμη, είχε αφήσει τούς καρδινάλιους Φραντιόττο Ορσίνι και Πάολο ντε Τσέζι ως ομήρους στα χέρια των φιλο-αυτοκρατορικών Κολόννα και τούς καρδινάλιους Αγκοστίνο Τριβούλτσιο, Φραντσέσκο Πιζάνι και Νικκολό Γκάντι στη φύλαξη τού Ισπανού διοικητή Αλαρκόν. Όσο για τη Ρώμη, ο Κλήμης έμοιαζε να χάνει τα λόγια του, «επειδή είναι όλη κατεστραμμένη και έχω δώσει 10 εκατομμύρια χρυσά νομίσματα» (perchè l’ è tutta ruinata et à habuto danno 10 miliona d’ oro).102

Ο Αλβίζε Πιζάνι είχε ενημερώσει την Ενετική Σινιορία για την ασφαλή άφιξη τού Κλήμεντα Ζ’ στο Ορβιέτο με επιστολή τής 11ης Δεκεμβρίου, όπως μόλις είδαμε, επιστολή την οποία ακολούθησε η ανησυχητική αναφορά τού Πιζάνι στις 13 τού μηνός. Στις 23 Δεκεμβρίου ετοιμάστηκε απάντηση (στο Κολλέγιο) προς την επιστολή Πιζάνι τής 11ης τού μηνός, εκφράζοντας χαρά και ικανοποίηση για «την απελευθέρωση τής Αγιότητας τού ποντίφηκα και τη σώα και αβλαβή άφιξή του στο Ορβιέτο» (la liberation della Sanctità del Pontifice et incolume gionger suo ad Orvieto). Όμως πριν φτάσει στον Πιζάνι η απάντηση τής Γερουσίας, αυτός είχε ξαναγράψει από το Τόντι στις 16 και 18 Δεκεμβρίου, προσθέτοντας τις ανησυχητικές ειδήσεις. Η απάντηση τής Γερουσίας στις 23 τού μηνός αναφερόταν στο «ότι θέλετε να γνωρίζετε την απόφασή μας για το τι πρέπει να κάνετε, δεδομένου ότι ο πάπας έχει ζητήσει να αποχωρήσουν οι στρατοί τής Ένωσης από τις πόλεις τής Εκκλησίας σε αυτές τις περιοχές…». Ο Κλήμης φαινόταν να ενώνεται με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς «ελλείψει καλύτερων» (faute de mieux) και ετοιμαζόταν να παραδώσει σε αυτούς την Τσίβιτα Καστελλάνα. Ήταν εύκολο για τον Πιζάνι να έρθει σε άμεση επαφή με τον πάπα, γιατί το Τόντι απέχει μόνο εικοσιεπτά μίλια από το Ορβιέτο. Η Γερουσία τού έδινε λοιπόν εντολή να παροτρύνει τον Κλήμεντα να δείξει πίστη στον Λωτρέκ, ο οποίος κινούνταν ήδη προς νότο για να βοηθήσει την Αγιότητά του και να μην παραδώσει σε καμία περίπτωση την Τσίβιτα Καστελλάνα στους φιλο-αυτοκρατορικούς.103

Την ίδια μέρα (23 Δεκεμβρίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν βιαστικά στον Πιέτρο Πέζαρο, τον απεσταλμένο τους στον Λωτρέκ, να ενημερώσει τον τελευταίο «ότι η Αγιότητά του ο ποντίφηκας έχει ζητήσει από τον εν λόγω επιστάτη μας να φύγουν αυτοί οι στρατοί τής Ένωσης από τούς τόπους τής Εκκλησίας και να παραδοθεί η Τσίβιτα Καστελλάνα» (quanto la Sanctità del Pontifice ha richiesto al proveditor nostro prefato de levar quelli excerciti della liga da li loci della Chiesia et della consignation de Cività Castellana). Ήθελαν να παρέμβει ο Λωτρέκ «όσο το δυνατόν ταχύτερα», για να ματαιώσει τα σχέδια των φιλο-αυτοκρατορικών,104 γιατί ήσαν πεπεισμένοι ότι αν ο Κλήμης ένιωθε ασφαλής, «θα έδειχνε την καρδιά του να βρίσκεται σε συμφωνία με την επιθυμία μας».105

Η εκστρατεία τού Λωτρέκ είχε παρακινήσει τον Κάρολο Ε’ σε δημόσιες εκδηλώσεις θυμού, που ήσαν, αν μη τι άλλο, ασυνήθιστες. Ο Αντρέα Ναβαγκέρο είχε ενημερώσει τη Σινιορία ότι ο Κάρολος ετοιμαζόταν για τον πόλεμο στην Ιταλία «με χρήματα καθώς και με άνδρες». Δεν θα ήταν δύσκολο για τον Κάρολο, που βρισκόταν ακόμη στην Ισπανία, να αναχωρήσει για την Ιταλία, ακόμη κι αν δεν θα μπορούσε να πάρει μαζί του όλους τούς 10.000 Ισπανούς, που λεγόταν ότι σχεδίαζε να μεταφέρει στην παρενοχλούμενη χερσόνησο. Ακόμη κι ένας μικρός αριθμός πρόσθετων ισπανικών στρατευμάτων αποτελούσε ανησυχητική προοπτική για την Ενετική Γερουσία. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι θα κατέβαινε στην Ιταλία κι άλλη ομάδα Λαντσκνέχτε,

ιδιαίτερα τώρα, αφού έχει επιβεβαιωθεί ότι ο [Φερδινάνδος] βασιλιάς τής Βοημίας βρίσκεται, όπως λένε, σε ειρήνη στο βασίλειο τής Ουγγαρίας, ενώ ο βοεβόδας [Ιωάννης Ζαπόλυα] έχει αποσυρθεί στα απώτατο όρια τής Τρανσυλβανίας με πολύ λίγες δυνάμεις, έχοντας στην πράξη εγκαταλείψει το υπόλοιπο κράτος του….

Οι Ενετοί συνέχιζαν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αποφασιστικότητα τού Φραγκίσκου Α’ να οδηγήσει την κοινή τους «επιχείρηση» σε επιτυχή κατάληξη (…ad proseguir magnanimamente la impresa), καθώς και στη στρατιωτική ικανότητα τού Λωτρέκ να το κάνει αυτό.106

Ύστερα από περισσότερο από ένα μήνα στην Πάρμα, ο Λωτρέκ έφυγε με τον γαλλικό στρατό το πρωί τής 14ης Δεκεμβρίου (1527), κατευθυνόμενος στο Ρέτζιο νελλ’ Εμίλια, απόσταση περίπου δεκαεπτά μιλίων. Σχεδίαζε να αναχωρήσει για τη Μόντενα την επόμενη μέρα και να φτάσει στη Μπολώνια στις 16 τού μηνός. Μέχρι εδώ η διαδρομή του μπορεί να ακολουθηθεί στις επιστολές Πιέτρο Πέζαρο προς την ενετική κυβέρνηση.107 Αντιμετωπίζοντας απροσδόκητες αλλά μικρές καθυστερήσεις, ο Λωτρέκ δεν έφτασε στη Μπολώνια παρά στις 19 τού μηνός.108 Εκεί έμαθε ότι οι γαλλικές διαπραγματεύσεις με τον Κάρολο Ε’ είχαν διακοπεί εντελώς.

Ο Φραγκίσκος Α’ ξαναδιεκδίκησε ανοιχτά τις αξιώσεις του επί τής Νάπολης και διέταξε τον Λωτρέκ να προχωρήσει, υποσχόμενος επίσημα ότι δεν θα τον άφηνε οικονομικά αβοήθητο. Οι Φλωρεντινοί έστειλαν στον Λωτρέκ δύο απεσταλμένους «να τού ζητήσουν να προχωρήσει εμπρός» (a solicitar vengi avanti). Οι Ενετοί ανέλαβαν να στρατολογήσουν περισσότερα στρατεύματα, ελπίζοντας να ανακτήσουν τις πόλεις, που κατείχαν κάποτε στην Απουλία. Οι Άγγλοι είχαν υποσχεθεί επιδοτήσεις αν ο Λωτρέκ συνέχιζε την προώθησή του.109 Τα χρόνια τού πολέμου δεν είχαν μόνο σημαδέψει την ύπαιθρο, αλλά είχαν επηρεάσει αρνητικά και την ανθρώπινη εργασία, μειώνοντας τη διαθεσιμότητα τροφίμων. Υπήρχε πείνα στη χώρα, ακόμη και στο Βένετο, ακόμη και στη Βενετία: «Υπάρχει μεγάλη έλλειψη τροφίμων και φαίνεται στους δρόμους. Φτωχοί και φτωχές πεθαίνουν από την πείνα και είναι κρίμα» (È grandissima carestia et si crida per le strade. Poveri et povere muorono di fame ch’ è una compassion…).110 Και θα ερχόταν και η πανούκλα με πιο ζεστό καιρό.

Στις 9 Ιανουαρίου (1528) ο Λωτρέκ βγήκε από τη Μπολώνια με τις γαλλικές δυνάμεις, κατευθύνθηκε προς την Ίμολα,111 απ’ όπου μέσω Φαέντσα και Φορλί, Τσεζένα και Σανταρκάντζελo, πήρε το δρόμο προς Ρίμινι, αποκαθιστώντας την παπική εξουσία στις πόλεις που είχαν επαναστατήσει ή πέσει σε παράτολμους ευγενείς.112 Τώρα δεν έχανε χρόνο. Στις 23 τού μηνός είχε κατέβει την ακτή μέχρι το Πέζαρο, ενώ σχεδίαζε να φύγει για το Φάνο την επόμενη μέρα.113 Ήταν πιο εύκολο να σύρει το πυροβολικό κάτω στην ακτή και πιο εύκολο να βρίσκει προμήθειες, ειδικά ψάρια από τα πλούσια αποθέματα τής Αδριατικής. Τα χρήματα αποτελούσαν μόνιμο πρόβλημα. Όσο πιο νότια προχωρούσε ο Λωτρέκ, τόσο περισσότερος χρόνος χρειαζόταν για να φτάσουν σε αυτόν κονδύλια από την Αγγλία, τη Γαλλία ακόμη και από τη Βενετία.

Όμως η κάθοδος τού Λωτρέκ ήταν ραγδαία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι κινούνταν και στρατός μαζί του, καθώς πέρασε από την Αγκώνα και το Λορέτο, όπου προσκύνησε την Παναγία, από το Ρεκανάτι, το Φέρμο και το Άσκολι Πιτσένο. Είχε κινηθεί προς την ενδοχώρα. Στις 5 Φεβρουαρίου προωθημένες μονάδες τού στρατού του διέσχισαν τον ποταμό Τρόντο και συγκεντρώθηκαν στην Τσιβιτέλλα ντελ Τρόντο, δώδεκα ή περισσότερα μίλια νοτιοδυτικά τού Άσκολι, μέσω ελικοειδούς δρόμου. Βρισκόταν στο βασίλειο τής Νάπολης. Από όλες τις πλευρές μάθαινε ότι δεν είχαν ληφθεί μέτρα για να τον εμποδίσουν. Στην Απουλία και σε πολλές πόλεις τού Αμπρούτσο τοπικοί ταμίες, επίτροποι και άλλοι αξιωματούχοι εγκατέλειπαν τα καθήκοντά τους για να αναζητήσουν ασφάλεια στη Νάπολη, «και … οι Γάλλοι είναι πολύ αποφασισμένοι» (et … Francesi sono molto desiderati).114

Στη Νάπολη οι φιλο-αυτοκρατορικοί έπαιρναν μέτρα «για να αντισταθούν στον Λωτρέκ» (per obstar a Lutrech), όπως έγραφε στον πατέρα του Αλβίζε, γενικό επιστάτη (provveditore generale) των δυνάμεων τής Δημοκρατίας που βρίσκονταν τότε στο Τόντι, ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Πιζάνι, ο οποίος κρατιόταν στην πόλη ως όμηρος για την πληρωμή από τον πάπα των τεράστιων ποσών, που εξακολουθούσαν να οφείλονται στους Ισπανούς και στους Λαντσκνέχτε.115 Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ισπανία ανανεώνονταν οι προετοιμασίες για τη συνέχιση τού πολέμου, ο οποίος τοποθετούσε σχεδόν ανυπόφορο βάρος στο πνεύμα και στους πόρους των ταλαιπωρημένων κατοίκων τής χερσονήσου. Ο Τζιρολάμο Τσερεζάρι, ο Μαντοβάνος εκπρόσωπος με τον συμμαχικό στρατό τής Ένωσης, έγραφε στον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα από το Τέραμο στις 14 Φεβρουαρίου (1528) ότι ο Ενετός πρέσβης Πιέτρο Πέζαρο είχε εξασφαλίσει τον έλεγχο τού Κιέτι «στο όνομα τής Ένωσης», με την προϋπόθεση ότι τα στρατεύματα δεν θα εισέρχονταν στην πόλη. Η επίσημη παράδοση θα γινόταν στον ίδιο τον Λωτρέκ. Όταν καταλαμβανόταν η Λ’ Άκουϊλα, οι σύμμαχοι θα συνέχιζαν προς Νάπολη. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν ήσαν σε θέση να αντισταθούν, αφού, σύμφωνα με επιστολές στις 11 τού μηνός, ο στρατός τους δεν είχε φύγει ακόμη από τη Ρώμη.116

Η Λ’ Άκουϊλα βρισκόταν σύντομα στα ικανά χέρια τού Πέδρο Ναβάρρο. Στις 17 Φεβρουαρίου ο Πέζαρο έγραψε από το Πόπολι ότι ο Σουλμόνα είχε παραδοθεί στην Ένωση και ότι 800 πεζοί στρατιώτες στην υπηρεσία των Ενετών είχαν καταυλιστεί εντός των τειχών. Είχε ενημερωθεί ότι οι Ναπολιτάνοι ζούσαν με τον τρόμο συμμαχικής επίθεσης, αλλά ότι δεν έπαιρναν μέτρα για την υπεράσπιση τής πόλης.117

Στην παπική αυλή στο Ορβιέτο υπήρχαν εκείνοι που περίμεναν να φτάσει ο Λωτρέκ στη Νάπολη πριν από τούς Ισπανούς. Η πόλη δεν ήταν πιθανό να προσφέρει μεγάλη αντίσταση, γιατί δεν υπήρχε εθελοντική πολιτοφυλακή (voluntieri fantarie) για να αντέξει μέχρι να έρθουν ενισχύσεις.118 Οι κατοικημένες περιοχές τού Αμπρούτσο βρίσκονταν πλέον σε μεγάλο βαθμό κάτω από γαλλο-ενετικό έλεγχο. Ο Λωτρέκ διατηρούσε πολύ αυστηρή πειθαρχία στον στρατό, προωθημένες μονάδες τού οποίου κινούνταν ήδη εντελώς νότια, μέσα στην Απουλία.

Δεν θα υπήρχαν λεηλασίες. Για τα τρόφιμα έπρεπε να πληρώνουν σε δίκαιη τιμή. Για να οργανώσει τις κατακτήσεις του και να καθησυχάσει τούς ντόπιους αξιωματούχους και τούς κατοίκους τού βασιλείου, ο Λωτρέκ πέρασε μια χρήσιμη βδομάδα ή περισσότερο στο Κιέτι, όπως ενημέρωνε ο Τσερεζάτι τον μαρκήσιο τής Μάντουα (στις 22 Φεβρουαρίου 1528):

Ολόκληρη τη σημερινή μέρα κύριε, ο επιφανής (υποκόμης του) Λωτρέκ ασχολήθηκε με τη διευθέτηση υποθέσεων των πόλεων και κάστρων τού βασιλείου, που έχουν παραδοθεί μέχρι τώρα. Έχει διαβεβαιώσει τούς πρεσβευτές τους για την επιβεβαίωση των προνομίων τους, χωρίς να αλλάξει ούτε κεραία, ενώ έχει αποδεχτεί τα αιτήματά τους και έχει επιτρέψει εξαιρέσεις (gratie), ενώ τοποθέτησε κυβερνήτη σε κάθε πόλη, έτσι ώστε όλοι οι απεσταλμένοι των πόλεων και κάστρων να έχουν αποχωρήσει πολύ ικανοποιημένοι, από όσα μπορεί να γνωρίζει κανείς.119

Παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος συνεχιζόταν από βδομάδα σε βδομάδα στη βόρεια Ιταλία, καθώς επίσης και στον νότο, όλοι γνώριζαν ότι η επιτυχία ή αποτυχία τού Λωτρέκ επρόκειτο να καθορίσει το μέλλον τής Ιταλίας. Αφού άλωσε το Καπεστράνο και πήρε τη Λουτσέρα (Νοτσέρα), τη Φότζια, το Βιέστε, το Σαν Σεβέρο και άλλα μέρη, στα μέσα Μαρτίου ο γαλλο-ενετικός στρατός είχε βρεθεί κοντά στους φιλο-αυτοκρατορικούς υπό τον πρίγκηπα τής Οράγγης Φιλμπέρ ντε Σαλόν και τον μαρκήσιο τού Βάστο Αλφόνσο ντε Άβαλος. Παρά κάποιες αψιμαχίες και ελιγμούς, δεν υπήρξε καθοριστική σύγκρουση μεταξύ των αντιτιθέμενων δυνάμεων. Τελικά όμως, φοβούμενοι ότι οι δυνάμεις τού Λωτρέκ ήσαν πολύ ισχυρές και μαθαίνοντας ότι ορισμένες μονάδες των Μαύρων Ομάδων (Bande Nere) στέλνονταν από τη Φλωρεντία για να προτεθούν σε αυτή τη δύναμη, ο πρίγκηπας τής Οράγγης και οι φιλο-αυτοκρατορικοί διοικητές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον καταυλισμό τους στην κορυφή τού λόφου κοντά στην Τρόια. Υπό την κάλυψη πυκνής ομίχλης οδήγησαν τα ισπανικά και γερμανικά στρατεύματά τους σε πιο στρατηγικές θέσεις στην Κάπουα, τη Γκαέτα και τη Νάπολη, οι οποίες πόλεις (ιδιαίτερα η πρωτεύουσα) έπρεπε να προστατευτούν πάση θυσία από τον Γάλλο εισβολέα.120

Οι Λωτρέκ και Ναβάρο συνέχιζαν τη συστηματική καθυπόταξη τού νότου. Γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα πήραν το Μέλφι, «σφάζοντας όλους όσους εύρισκαν, στρατιώτες, άνδρες και γυναίκες, μέχρι και παιδιά και γέρους ανθρώπους και λεηλατώντας τη χώρα…» (amazando tutti chi trovorono, fanti, homeni et done, fino i putti, et fatti presoni, et sachizato la terra…).121 Η σφαγή των κατοίκων αποθάρρυνε κάθε αντίσταση αλλού. Υπήρξε ανανέωση τού παλαιού φιλο-Ανδεγαυού συναισθήματος μεταξύ των τοπικών βαρώνων. Για μια ακόμη φορά η Απουλία και η Μπαζιλικάτα είχαν βρεθεί υπό γαλλική κυριαρχία.122

Κατά τη διάρκεια τής πρώτης εβδομάδας τού Απριλίου (1528) ο Καλαβρέζος ευγενής Λεονάρντο Σαντόρο, ο οποίος έγραψε αργότερα την ιστορία τής εκστρατείας τού Λωτρέκ, τέθηκε επικεφαλής αντιπροσωπείας από την Καζέρτα, η οποία πραγματοποίησε την παράδοση τής πόλης τους στους Γάλλους εισβολείς. «Του έδωσα τα κλειδιά που είχε στείλει η πόλη ως ένδειξη τής υπακοής μας..», όπως έγραφε ο Σαντόρο αργότερα.

Στεκόταν άοπλος στη σκηνή, χωρίς μεγάλη ακολουθία. Με αυστηρή όψη, ήταν ψηλός και καλοφτιαγμένος, με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, γαλανά μάτια και ευρύ μέτωπο, αντάξια ενός πρίγκηπα. Είχε μαύρη γενειάδα λίγο μακριά, μεγάλο μουστάκι και σημάδια στο πρόσωπό του. Μιλούσε ιταλικά, τα οποία καταλάβαινε πολύ καλά, έχοντας υπηρετήσει από τα νεανικά του χρόνια στις μεγάλες εκστρατείες στην Ιταλία. … Πρέπει να ήταν, κατά τη γνώμη μου, σαραντατριών περίπου ετών ή λίγο περισσότερο, με κάποια σημάδια γκριζαρίσματος στα μαλλιά του.123

Ο μαρκήσιος Φεντερίκο Γκονζάγκα παρακολουθούσε τις κινήσεις των φιλο-αυτοκρατορικών και τις τύχες τού Λωτρέκ με τη μεγαλύτερη προσοχή. Ενώ το δικό του μέλλον καθώς και εκείνο τής Μάντουας ήσαν απρόβλεπτα, θα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος τής τελικής διευθέτησης των ιταλικών υποθέσεων. Στις 9 Απριλίου (1528) ο απεσταλμένος τού Φεντερίκο στην παπική κούρτη, ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, τού έγραφε από το Ορβιέτο:

Ο αυτοκρατορικός στρατός αποσύρεται προς Νάπολη σε μεγάλη σύγχυση, ιδιαίτερα λόγω τής διχόνοιας μεταξύ των στρατιωτών και τής μικρής κατανόησης μεταξύ τού ηγεμόνα τής Οράγγης και τού μαρκησίου τού Βάστο. Η Νάπολη (έχει βρεθεί) σε εκτεταμένο τρόμο και οι άνθρωποι απομακρύνουν τις περιουσίες τους από την πόλη. Στέλνουν πράγματα στην Ίσκια, με ατέλειωτη σειρά ανθρώπων και τρομοκρατημένη βιασύνη.

Οι Ναπολιτάνοι δεν ήθελαν να δεχτούν περισσότερους από 4.000 πεζούς στρατιώτες εντός των τειχών, αλλά αν δέχονταν τόσο πολλούς, όπως ενημέρωνε ο Γκονζάγκα τον μαρκήσιο, «όλοι οι υπόλοιποι θα θέλουν να μπουν» (tutto il resto vi volesse entrare). Λεγόταν ότι ο Οράτσιο Μπαλιόνι είχε καταλάβει το Σαλέρνο με τις Μαύρες Ομάδες (Bande Nere), «το οποίο, αν αληθεύει, έχει αποκόψει τη διαδρομή των φιλο-αυτοκρατορικών προς την Καλαβρία».124 Υπήρχαν φήμες ότι οι Ναπολιτάνοι είχαν στείλει μήνυμα στον Λωτρέκ για την προθυμία τους «να παραδοθούν στον χριστιανικότατο βασιλιά» (a darsi al re Christianissimo) και ότι οι Ισπανοί είχαν πάει στην Κάπουα και τη Γκαέτα.125

Καθώς η μία φήμη ακολουθούσε την άλλη, ο Κλήμης Ζ’, τώρα σε ειρήνη με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς καθώς και με τούς Γάλλους, σχεδίαζε να φύγει από το Ορβιέτο και να πάει στο Βιτέρμπο, από το οποίο οι Ισπανοί είχαν τελικά αποχωρήσει. Ο Κλήμης είχε κάνει προσφάτως ένα κήρυγμα, στο οποίο είχε «παροτρύνει τούς καρδιναλίους και ιεράρχες να είναι πρόθυμοι να διορθώσουν τον τρόπο ζωής τους και να εξιλεωθούν για τις αμαρτίες τους, γιατί η συμφορά είχε πέσει πάνω στη Ρώμη λόγω αμαρτίας».126 Επιστολές στις 8-10 Απριλίου (1528), τις οποίες έστειλαν στην ενετική κυβέρνηση ο Αλβίζε Πιζάνι και ο Πιέτρο Πέζαρο, έφερναν την είδηση, ότι η Κάπουα, η Νόλα και η Ατσέρρα είχαν παραδοθεί, στέλνοντας ομήρους στον Λωτρέκ, «και πολλοί βαρώνοι είχαν βγει από τη Νάπολη και έρχονταν στο στρατόπεδό μας, ενώ οι Ισπανοί και οι Λαντσκνέχτε βρίσκονταν στο Ποτζορεάλε, κοντά στη Νάπολη, το οποίο φαινόταν να οχυρώνουν, αλλά δεν είχαν πάει ακόμη προς τη Νάπολη».127 Δέκα μέρες αργότερα (στις 18 τού μηνός) κάποιος Τσέζαρε Ακκούρσιο, εφημέριος τής Ατσέρρα, έγραφε σε φίλο στη Βενετία:

Σήμερα ήρθε η είδηση, ότι οι Ισπανοί εισήλθαν στη Νάπολη χωρίς τούς Λαντσκνέχτε, οι οποίοι έχουν παραμείνει όλοι στο Ποτζορεάλε, επειδή είπαν ότι δεν επιθυμούν να κλειστούν [στην πόλη]. Οι Γάλλοι ακολουθούν τα βήματα των Ισπανών και έτσι όταν οι Ισπανοί εισήλθαν στη Νάπολη, οι Γάλλοι έφτασαν επίσης στην (κοντινή) πόλη τού Πομιλιάνο ντ’ Άρκο (Ποντιλιάνο). Βρίσκονται παντού στην ύπαιθρο. Έχουν καταλάβει τη Νόλα, την Κάπουα και την Αβέρσα, ενώ θεωρείται δεδομένο ότι μόλις οι Γάλλοι ανεβάσουν το πυροβολικό τους για να συντρίψουν τα σπίτια των Ναπολιτάνων, οι τελευταίοι θα παραδοθούν με όρους, επειδή ορισμένοι θεωρούν βέβαιο ότι έχουν εξασφαλίσει την ασφάλειά τους μέσω τής επίτευξης συμφωνίας [με τούς Γάλλους]. Και σε περίπτωση που θελήσουν να επιχειρήσουν κάποια γενναία πράξη για να διασωθούν, πράγμα που δεν πιστεύω, η Νάπολη θα καταστραφεί εντελώς, όπως και όλες οι ιδιοκτησίες τους έξω από την πόλη, ιδιαίτερα εκείνοι οι υπέροχοι κήποι και τα όμορφα παλάτια. … Ξέρετε πώς είναι η Νάπολη, χωρίς να χρειάζεται να περιγράψω εγώ. Δεν υπάρχει τρόπος να την κρατήσουν, κατά τη γνώμη όλων εκείνων που έχουν γνώση τής περιοχής. Θα σάς στείλω νέα για ό,τι συμβεί. Θλίβομαι βλέποντας εκείνα τα όμορφα μέρη να καταστρέφονται από αυτούς τούς βαρβάρους…128

Η διαφαινόμενη επιτυχία τής εκστρατείας τού Λωτρέκ είχε αφυπνίσει τις ελπίδες των Ενετών συμμάχων του για αποκατάσταση τής ηγεμονίας τους κατά μήκος τής Αδριατικής ακτής τής Απουλίας. Από το Τράνι στις 13 Απριλίου (1528) ο επιστάτης (provveditore) Βεττόρε Σοράντσο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία «πόσο πολύ λατρεύουν τη Σινιορία μας σε όλη την Απουλία».129 Ο ναυτικός γενικός διοικητής Πιέτρο Λάντο, ο οποίος είχε τότε υπό τις διαταγές του στόλο είκοσι περίπου γαλερών, διατάχτηκε να πάει από τον Χάνδακα στην Κέρκυρα και από εκεί στην Απουλία. Στις 13 τού μηνός ο Λάντο έγραφε επίσης από το Τράνι, επαινώντας τον Σοράντσο και ενημερώνοντας τη Σινιορία ότι είχε στείλει δύο γαλέρες για να καταλάβουν το Οτράντο. Οι πολίτες τού Μπρίντιζι είχαν πει ότι ήσαν πρόθυμοι να παραδώσουν την πόλη τους στη Βενετία, αλλά ότι οι δυνάμεις τής Δημοκρατίας έπρεπε πρώτα να καταλάβουν ορισμένα «εφοδιασμένα φρούρια» (castelli forniti), τα οποία κρατούσαν φιλο-αυτοκρατορικοί αξιωματικοί. Ο φρούραρχος τής Μόλα είχε κάνει «μεγάλο κακό» (gran danno) στην πόλη, όταν εκείνη ανέμιζε το λάβαρο τού Αγίου Μάρκου.130

Στις 16 Απριλίου (1528) ο Λάντο έγραφε από τη Μονόπολι ότι θα χρειαζόταν στρατός ξηράς αν η Σινιορία σκόπευε «να αποκτήσει την υπόλοιπη Απουλία».131 Λίγες ημέρες αργότερα, ακόμη από τη Μονόπολι, ο Λάντο ενημέρωνε τον δόγη και τη Γερουσία για την κατάληψη τού Λέτσε από τούς Ενετούς. Έλεγε επίσης ότι είχε μόλις μάθει νέα για τον Πιζάνο και τον Πέζαρο, οι οποίοι στις 15 τού μηνός είχαν αναφέρει ότι βρίσκονταν «επτά μίλια έξω από τη Νάπολη». Ήθελαν να έρθει αυτός στη Νάπολη με την αρμάδα. Είχε απαντήσει ότι δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς εντολή από τη Σινιορία. Επιπλέον οι γαλέρες του δεν ήσαν σε καλή κατάσταση.132

Ήταν ο Λωτρέκ εκείνος που ήθελε να έρθουν ο Λάντι και οι ενετικές γαλέρες στη Νάπολη, όπως είχαν γράψει στην κυβέρνησή τους οι Πιζάνι και Πέζαρο στις 17 Απριλίου (1528), για να ενωθούν με τις εννέα γαλέρες, τις οποίες ο Φιλιππίνο, ο ανηψιός τού Αντρέα Ντόρια, είχε οδηγήσει στα ναπολιτάνικα ύδατα. Ο Φιλιππίνο είχε συλλάβει μια φρεγάτα, καθώς και δύο πλοία που μετέφεραν σιτάρι από τη Σικελία στη Νάπολη. Ο Λωτρέκ θρηνούσε για τη συνεχή έλλειψη χρημάτων, «λέγοντας ότι έβλεπε την επιχείρηση τής Ιταλίας να χάνεται» (dicendo veder l’ impresa di Italia persa). Οι Ενετοί ανέφεραν ότι ο Λωτρέκ ήταν απρόθυμος να ακούσει τις διαμαρτυρίες των στρατιωτών για τις ελλείψεις τροφίμων, επειδή η κακή διαχείριση των δικών του αξιωματικών ήταν η κύρια αιτία τής ανεπάρκειας, «αν και παρ’ όλα αυτά ο δικός μας στρατός είναι πολύ ισχυρός» (tamen lo exercito nostro è molto potente).133 Οι Ντόρια βρίσκονταν ακόμη στην υπηρεσία των Γάλλων.

Σύμφωνα με τον Σαντόρο, ο Λωτρέκ είχε ανέβει στους λόφους πάνω από τη Νάπολη στις 30 Απριλίου, με πλούσια στολισμένο το άλογό του, ένα ισπανικό γκινέττο. Είχε στήσει τη σκηνή του στο κτήμα τού Δον Φερράντε ντ’ Αραγόνα, δούκα τού Μοντάλτο, από την πλευρά τής πόλης στην οποία έμπαινε κανείς από την Πόρτα Καπουάνα. Συνεργεία ύψωναν ήδη αναχώματα και έσκαβαν τάφρους γύρω από τα χερσαία τμήματα των τειχών τής πόλης. Ο Πέδρο Ναβάρρο είχαν καταλάβει τούς λόφους που συνορεύουν με τον λόφο τού Σαν Μαρτίνο, στο δυτικό όριο τής πόλης. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί κρατούσαν το Σαν Μαρτίνο, τον χώρο τού Καρθουσιανού μοναστηριού και τού Καστέλ Σαντ’ Έλμο. Είχαν μπει σκοπιές στην Πόρτα Νολάνα καθώς και στην Πόρτα Σαν Τζεννάρο.134 Η πολιορκία τής Νάπολης είχε αρχίσει στα σοβαρά.

Σύμφωνα με ενετική αναφορά από τη Νάπολη με ημερομηνία 28 Απριλίου (1528), χίλιοι Ισπανοί μουσκετοφόροι κρατούσαν τον λόφο τού Σαν Μαρτίνο, «που βρίσκεται πάνω από τη Νάπολη» (ch’ è sopra Napoli). Είχαν τέσσερα κανόνια. Ο συγγραφέας τής αναφοράς Αντόνιο Μαρία Αβογκάντρο, διοικητής ενετικού ελαφρού ιππικού στον στρατό τού Λωτρέκ, πίστευε ότι θα ήταν δύσκολο να τούς βγάλει από εκεί. Ο στόλος τού Αντρέα Ντόρια από δώδεκα γαλέρες, τέσσερις μεγάλες γαλέρες (γαλλεάσες) και πέντε φούστες περιπολούσε έξω από το λιμάνι τής Νάπολης, για να αποκόψει την παράδοση προμηθειών στους Ισπανούς και τούς Λαντσκνέχτε, «ενώ από ώρα σε ώρα αναμένεται η άφιξη τού διακεκριμένου μας γενικού [διοικητή] [Πιέτρο Λάντο] με την αρμάδα». Ο Ούγκο ντε Μονκάδα, τώρα αντιβασιλέας τού Καρόλου Ε’, λεγόταν ότι είχε περίπου δέκα πλοία και έξι γαλέρες στο λιμάνι. Μια μέρα πριν (eri), προφανώς το πρωί τής 27ης τού μηνός, ο Αβογκάντρο λέει ότι αυτός και οι στρατιώτες του είδαν τις γαλέρες τού Μονκάδα να βγαίνουν από το λιμάνι με πλήρη ταχύτητα. Όταν είχαν προχωρήσει δυόμισι περίπου μίλια, ο στόλος τού Ντόρια υπό τον ανηψιό του Φιλιππίνο ξεπρόβαλε πίσω από το νησί τού Κάπρι, πέντε περίπου μίλια προς νότο. Τότε οι γαλέρες τού Μονκάδα επέστρεψαν εσπευσμένα στο λιμάνι:

Πιστεύουμε ότι οι εν λόγω γαλέρες τους ήσαν φορτωμένες με σιτάρι και κατευθύνονταν στη Γκαέτα για να το αλέσουν, επειδή στη Νάπολη δουλεύουν κάτω από σοβαρή έλλειψη ψωμιού, επειδή δεν μπορούν να αλέσουν (το σιτάρι τους) με τίποτε περισσότερο από χειρόμυλους. Τούς έχουμε κόψει το νερό. Λέγεται ότι έχουν αρκετό σιτάρι για τρεις μήνες. Μερικοί λένε για τέσσερις μήνες, άλλοι για πέντε. Έχουν κρέας και κρασί αρκετό για περίπου δεκαπέντε ή είκοσι μέρες, αλλά όχι για περισσότερο…135

Ο ιστορικός τής εποχής Λεονάρντο Σαντόρο μάς πληροφορεί, στην περιγραφή του τής γαλλικής εκστρατείας, ότι ο Λωτρέκ «έσπασε τις βρύσες των υδραγωγείων που έμπαιναν στην πόλη, ώστε να υποφέρουν από λειψυδρία, επειδή οι πολιορκημένοι δεν είχαν πηγάδια» (aveva rotto gli acquidotti delle fontane che entravano nella città, acciò fusse travagliata dalla penuria delle acque, come mancassero pozzi agli assediati). Ο Λωτρέκ είχε διακόψει τα υδραγωγεία που έφερναν νερό στη Νάπολη. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί και οι κάτοικοι υπέφεραν σοβαρά από την επακόλουθη έλλειψη, όπως γνώριζε ο Αβογκάντρο, γιατί υπήρχαν λίγα πηγάδια στη Νάπολη και είχαν στερέψει. Ο Σαντόρο λέει όμως, και είχε δίκιο, ότι ο Λωτρέκ είχε πάρει «λάθος συμβουλή» (mal consigliato) να πάρει αυτό το μέτρο, γιατί όσο περνούσαν οι εβδομάδες, το στρατόπεδό του μετατρεπόταν σε τέλμα.136

Ο Μονκάδα πίστευε ότι έπρεπε να διασπάσει τον αποκλεισμό για να δεχτεί προμήθειες στο λιμάνι τής Νάπολης και να αποκτήσει πρόσβαση στους μύλους τής Γκαέτα ή σε εκείνους τού Καστελλαμμάρε. Αυτή τη φορά οι πληροφορίες μας προέρχονται από μακροσκελή επιστολή με ημερομηνία 1η Μαΐου (1528), την οποία ο ιστορικός Πάολο Τζιόβιο έγραψε στον Κλήμεντα Ζ’, ύστερα από αυτό που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ήταν προσεκτική, επιτόπια διερεύνηση των γεγονότων. Ο Τζιόβιο λέει ότι ο Μονκάδα είχε έξι εξοπλισμένες γαλέρες, δύο φούστες, τρία μπριγαντίνια και σειρά από μικρά σκάφη (batelli di nave), πάνω στα οποία είχε βάλει επτακόσιους επιλεγμένους άνδρες, όλους έτοιμους για δράση. Με τον Μονκάδα ενώθηκε ο Αλφόνσο ντε Άβαλος, ο μαρκήσιος τού Βάστο, καθώς και ο Ασκάνιο Κολόννα, ο Τσέζαρε Φεραμόσκα «και πολλοί άλλοι γενναίοι ιππότες» (et molti altri animosi cavalieri). Όμως ο Φιλιππίνο Ντόρια είχε ανακαλύψει τις προθέσεις τού Μονκάδα και απεύθυνε έκκληση στον Λωτρέκ, ο οποίος έστειλε τριακόσιους μουσκετοφόρους για να τον βοηθήσουν. Ο Μονκάδα και οι φιλο-αυτοκρατορικοί διοικητές είχαν βάλει πλώρη για το Ποζίλιππο το βράδυ τής 27ης Απριλίου, τη μέρα ακριβώς που ο Αβογκάντρο λέει ότι είχε δει την υποχώρηση τού στόλου τους στο λιμάνι τής Νάπολης, με τις γαλέρες τού Αντρέα Ντόρια να τούς καταδιώκουν. Δεν είναι σαφές αν η υποτιθέμενη υποχώρηση ήταν προσποίηση για να βγάλει τον Ντόρια από τη φρούρηση (ή αν ο Αβογκάντρο κάνει λάθος στη μέρα). Φαίνεται ότι ο Ντόρια δεν είχε αντιληφθεί την αναχώρηση τού Μονκάδα αυτή τη φορά και έτσι δεν έκανε καμία προσπάθεια για να σταματήσει αυτόν και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς διοικητές, οι οποίοι δείπνησαν στο Ποζίλλιπο. Το πρωί συνέχισαν προς Κάπρι, όπου και πάλι γευμάτισαν με την άνεσή τους, αυτή τη φορά υπό τούς ήχους μουσικής.

Ενθαρρυμένος από κάποιον Γκονζάλβο Μπαρέττα, έναν ερημίτη τού Κάπρι, ο οποίος κήρυσσε την αναγκαιότητα τής απελευθέρωσης «πολλών ικανών Ισπανών ανδρών» (tanti valenti homeni spagnoli), ο Μονκάδα προχώρησε στο ακρωτήριο Καμπανέλλα και από εκεί στο μικρό ακρωτήρι Κόνκα, σχεδόν στο Αμάλφι. Τώρα πια ο Φιλιππίνο Ντόρια είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις τού Μονκάδα. Το κήρυγμα τού Μπαρέττα και το χωρίς βιασύνη γεύμα των φιλο-αυτοκρατορικών είχαν δώσει στον Ντόρια τον χρόνο να επιβιβάσει τούς τριακόσιους μουσκετοφόρους τού Λωτρέκ, οι οποίοι είχαν πάει προς νότο για να έρθουν σε επαφή μαζί του στο Βιέτρι, κοντά στο Σαλέρνο. Μάλιστα είχαν μόλις επιβιβαστεί, όταν η εμπροσθοφυλακή τού Ντόρια από φρεγάτες και μπριγαντίνια προειδοποιούσε για την προσέγγιση τού αυτοκρατορικού στόλου, ο οποίος φαινόταν τρομερός στην αρχή, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούνταν από όχι περισσότερες από έξι γαλέρες και δύο φούστες. Τα άλλα πλοία τού Μονκάδα, λέει ο Τζιόβιο, ήσαν απλώς μικροπράγματα (frascarie).

Οι αντιτιθέμενοι στόλοι συναντήθηκαν στα ανοιχτά τού Κάπο ντ’ Όρσο, μεταξύ Μαϊόρι και Βιέτρι, περίπου στις 5 μ.μ. (21 hora), την Τρίτη 28 Απριλίου. Ενώ πέντε από τις γαλέρες τού Αντρέα Ντόρια κινήθηκαν γρήγορα για να επιτεθούν (συμμετείχαν οκτώ γενουάτικες γαλέρες), οι άλλες τρεις έμοιαζαν να περιφέρονται «σαν να τρέπονταν σε φυγή» (ad modo de fugire). Αλλά έκαναν απότομη στροφή και πλευρική επίθεση στις έξι γαλέρες τού Μονκάδα «και έδωσαν στη συνέχεια τη νίκη, που γεννήθηκε περισσότερο από την εμπειρία τής ναυτικής τέχνης παρά από δυνατή ναυμαχία» (il che diede poi la vittoria, nata di peritia di arte navale più che per guerra forza). Η νίκη τού Ντόρια λοιπόν, σύμφωνα με τον Τζιόβιο, ήταν περισσότερο αποτέλεσμα τακτικής επιδεξιότητας παρά ανώτερης δύναμης. Και η νίκη διευκολύνθηκε από τη διαφωνία μεταξύ τού Μονκάδα και τού ντελ Βάστο. Ήταν η τελευταία διαφωνία τους. Ο Μονκάδα σκοτώθηκε από πυροβόλο όπλο. Σκοτώθηκε επίσης ο Τσέζαρε Φεραμόσκα. Ο ντελ Βάστο, όπως και ο Ασκάνιο Κολόννα, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Η μάχη τού Κάπο ντ’ Όρσο είχε διαρκέσει τέσσερις ώρες, από τις 5 έως τις 9 μ.μ. (da hore 21 fino ad una hora di notte) σύμφωνα με τον Τζιόβιο «και σίγουρα αυτή η νίκη έχει αναβιώσει την παλαιά δόξα των Γενουατών». Ο Ντόρια είχε χάσει πεντακόσιους άνδρες. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί περισσότερους από χίλιους «και ιδιαίτερα το άνθος τού στρατού τους και τούς βετεράνους τους».

Ο Τζιόβιο ήταν πολύ εντυπωσιασμένος από τον Φιλιππίνο Ντόρια, άξιο ανηψιό τού άρχοντα Αντρέα. Ο Λωτρέκ απαιτούσε κράτηση των αιχμαλώτων, αλλά ο Φιλιππίνο είχε αποφασίσει να τούς παραδώσει στον Αντρέα (ο οποίος, όπως είδαμε, άρχιζε να είναι δυσαρεστημένος με τούς Γάλλους). Στο μεταξύ ο Φιλιππίνο ανέμενε την εμφάνιση των ενετικών γαλερών, καθώς και εκείνων που αναμένονταν από τη Γαλλία. Όταν έφταναν όλες, η Νάπολη θα πιανόταν σε μέγγενη. Επίσης όταν ο Πέδρο Ναβάρρο έπαιρνε το κάστρο τού Σαν Μαρτίνο, οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα υφίσταντο ματ στη στεριά, «στο μεγάλο σκάκι στη Νάπολη» (un gran scaco a Napoli). Γι’ αυτό όμως, όπως έγραφε ο Τζιόβιο στον Κλήμεντα, «θα δούμε». Σε κάθε περίπτωση το σιτάρι και το κρασί δεν έλειπαν ακόμη στη Νάπολη, αν και το ψωμί ήταν ακριβό και βρισκόταν δύσκολα «και η Νάπολη δεν έχει καταστραφεί λιγότερο από τη Ρώμη, ενώ ήδη [οι φιλο-αυτοκρατορικοί] έχουν λεηλατήσει κάποια μοναστήρια και τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα γι’ αυτούς, αλλά ακόμη χειρότερα για τούς φτωχούς Ναπολιτάνους…».137

Η ναυτική σύγκρουση στο Κάπο ντ’ Όρσο έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανθρώπους τής εποχής. Όπως έγραφε ο καρδινάλιος Πομπέο Κολόννα στον Λορέντσο Καμπέτζιο, τον καρδινάλιο λεγάτο στη Ρώμη, ήταν «η πιο σκληρή και αιματηρή [μάχη] που δόθηκε ποτέ κατά την εποχή μας στη θάλασσα» (la più crudele et sanguinolenta [bataglia] che mai fusse fatta in mare a li tempi nostri).138 Το Σορρέντο παραδόθηκε στους Γάλλους.139 Στις 11 Μαΐου (1528) ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Ενετική Γερουσία έστειλαν στον Σεμπαστιάνο Τζουστινιάν, στον πρεσβευτή τους στη γαλλική αυλή, λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που είχαν οδηγήσει στην καταστροφή των φιλο-αυτοκρατορικών στο Κάπο ντ’ Όρσο, περιλαμβανομένης και τής ναυμαχίας. Τα νέα τού Τζουστινιάν για τις συνεχιζόμενες επιτυχίες τής Ένωσης θα ενίσχυαν πιθανώς τον Φραγκίσκο Α’ στην πρόσφατα ανακοινωμένη πρόθεσή του να αυξήσει τις γαλλικές δυνάμεις στην Ιταλία, όπου οι στρατιωτικές προσπάθειες των συμμάχων δεν αποδεικνύονταν τόσο πετυχημένες στον βορρά, όσο φαίνονταν να είναι στον νότο.140

Ακριβώς τη μέρα τής νίκης τού Φιλιππίνο Ντόρια στο Κάπο ντ’ Όρσο ο Σεμπαστιάνο Τζουστινιάν έγραφε στη Σινιορία ότι ο Αντόνιο Πούτσι, ο παπικός νούντσιος, δεν έκανε καλό στη Δημοκρατία στους αυλικούς κύκλους. Ο Πούτσι έλεγε ότι η Βενετία δεν είχε παραμείνει πιστή στον Κλήμεντα Ζ’ και κρατούσε τη Ραβέννα και την Τσέρβια παραβιάζοντας τη δικαιοσύνη. Μάλιστα η Βενετία ήταν η «αιτία τής καταστροφής τού πάπα» (causa di la ruina del Papa). Υποσχόταν ένα πράγμα και στη συνέχεια έκανε άλλο. Υπήρχαν δύο Άγγλοι απεσταλμένοι στη γαλλική αυλή, που βρισκόταν τότε στο Πουασσύ, ο Τζων Τέηλορ και ο Τζων Κλερκ. Ο ένας έλεγε ότι η Βενετία έπρεπε μάλιστα να επιστρέψει τη Ραβέννα και την Τσέρβια στην Αγία Έδρα. Ο άλλος δήλωνε ότι «δεν είναι κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουμε αυτά τα θέματα, αλλά να επικεντρωθούμε στη λήψη μέτρων εναντίον τού εχθρού». Ο Τζουστινιάν προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη Βενετία, χωρίς να ερεθίζει αδικαιολόγητα τον Πούτσι. Ο Φραγκίσκος είχε μόλις αποφασίσει να στείλει στην Ιταλία 6.000 Λαντσκνέχτε και 2.000 Γάλλους, οι οποίοι θα έφταναν στην Ιβρέα μέχρι τις 20 Μαΐου, με χρήματα αρκετά για να τούς πληρώσει. Ο Ανν ντε Μονμορενσύ, ο μεγάλος μάγιστρος τού βασιλείου, καθώς και ο Αντουάν Ντυπρά, μεγάλος καγκελλάριος και λίγο-πολύ καρδινάλιος, ήθελαν να πληρώσουν οι Φλωρεντινοί τα έξοδα δύο χιλιάδων από τις προτεινόμενες ενισχύσεις. Ο Φλωρεντινός απεσταλμένος στη Γαλλία, ο Τζουλιάνο Σοντερίνι, προφανώς ενημέρωσε τούς Μονμορενσύ και Ντυπρά ότι δεν είχε εξουσιοδότηση να δεσμεύσει την κυβέρνησή του σε μια τέτοια επιχείρηση, αλλά ήταν σίγουρος ότι η Φλωρεντία θα συμφωνούσε με την πρόταση.141

Η επιτυχία τού Αντρέα Ντόρια στη θάλασσα ήταν πολύ ενθαρρυντική για τον Λωτρέκ, ο οποίος έστελνε τώρα στο Ορβιέτο τον Φρανσουά ντε λα Τουρ, τον υποκόμη τής Τουρέν, για να προτρέψει τον πάπα Κλήμεντα να επανενταχθεί στην αντι-αυτοκρατορική ένωση. Δεν ζητούσε από τον πάπα ούτε άνδρες ούτε χρήματα, γιατί τού έλειπαν και τα δύο, αλλά τα πνευματικά του όπλα μπορούσαν να αξίζουν οποιονδήποτε αριθμό Ελβετών μισθοφόρων ή Γερμανών Λαντσκνέχτε. Ο Κλήμης είχε εντυπωσιαστεί με τη γαλλική κατάκτηση τού μεγαλύτερου μέρους τού βασιλείου (Regno). Όμως παραπονιόταν διαρκώς ότι ο Φραγκίσκος Α’ φαινόταν να αξιολογεί «τη φιλία ενός Φλωρεντινού και ενός δούκα τής Φερράρας περισσότερο από εκείνη τού πάπα». Φαινόταν για λίγο διατεθειμένος να εξετάσει τη γαλλική συμμαχία, αλλά πρώτα η Βενετία έπρεπε να επιστρέψει τη Ραβέννα και την Τσέρβια στην Αγία Έδρα. Ο Λωτρέκ ήταν έτοιμος να συνάψει μυστική συμφωνία για τον σκοπό αυτό με τον πάπα. Μετά τον πόλεμο θα ζητιόταν από τούς Ενετούς να επιστρέψουν τις δύο πόλεις στον πάπα και, αν ήταν απαραίτητο, ο Λωτρέκ ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία για να εξασφαλίσει ότι θα το έκαναν. Αλλά ως συνήθως ο Κλήμης ήταν ανίκανος να αποφασίσει. Φοβόταν να αναλάβει μια σημερινή δέσμευση απέναντι στην Ένωση έναντι μεταγενέστερης ανταμοιβής στην πάντοτε αβέβαιη περίπτωση γαλλικής νίκης. Ο Κλήμης παρακολουθούσε, όχι λιγότερο στενά από τον Σανούντο, τις πυρπολήσεις και τις σφαγές των γερμανικών στρατευμάτων, που είχαν μόλις εισέλθει στη βόρεια Ιταλία υπό την αρχηγία τού Ερρίκου τού Νεότερου, δούκα τού Μπράουνσβαϊκ, η παρουσία των οποίων έσπερνε τον τρόμο σε ολόκληρη την κοιλάδα τού Πάδου.142

Αναγνωρίζοντας τη σημασία τής επιδέξιας εκπροσώπησης στην παπική κούρτη στο Ορβιέτο, η ενετική κυβέρνηση στρεφόταν τώρα για μια ακόμη φορά στον ευγενικό και μορφωμένο Γκάσπαρο Κονταρίνι, που είχε περάσει πενηνταέξι μήνες ως πρεσβευτής τής Δημοκρατίας στην αυλή τού Καρόλου στη Γερμανία, στην Ολλανδία και ιδίως στην Ισπανία (1521-1525).143 Εκλέχτηκε στα μέσα Ιανουαρίου 1528, αλλά απολαμβάνοντας τις συνήθεις καθυστερήσεις (που σήμαιναν συνήθως απροθυμία αναχώρησης από τη Βενετία), δεν αναχώρησε για την κούρτη παρά αργά τον Μάιο.144 Όσο εύγλωττος κι αν ήταν ο Κονταρίνι επαναλαμβάνοντας τής κυβέρνησής του τη «μεγάλη χαρά … που νιώσαμε με την απελευθέρωσή σας» (immensa letitia … conceputa de tal liberation sua), επρόκειτο να έχει πρόβλημα με τον Κλήμεντα, ο οποίος (όπως γνωρίζουμε) είχε αναβιώσει τις παπικές διεκδικήσεις για τη Ραβέννα και την Τσέρβια. Η Σινιορία είχε ανακαταλάβει τις δύο πόλεις πριν περισσότερο από μια δεκαετία, ανατρέποντας τις προσπάθειες τού γέρου Ιουλίου Β’, όταν οι «αθεόφοβοι Ενετοί» είχαν καταγγελθεί ως «χειρότεροι από τούς Τούρκους».145

Ο κύριος σκοπός τής αποστολής τού Κονταρίνι ήταν να κατευνάσει κατά κάποιον τρόπο τον Κλήμεντα, ο οποίος είχε πει στον υποκόμη τής Τουρέν, όταν ο τελευταίος είχε προτρέψει την Αγιότητά του να δηλώσει την προσήλωσή του στην Ένωση, ότι δεν μπορούσε να το κάνει όσο η Βενετία κατείχε τις παπικές πόλεις τής Ραβέννας και τής Τσέρβια και ο δούκας τής Φερράρας εκείνες τής Μόντενα και τού Ρέτζιο. Όμως όταν τού επιστρέφονταν εκείνα τα μέρη, θα προέβαινε στην κατάλληλη διακήρυξη. Ο Γάλλος και ο Άγγλος πρεσβευτής στη Βενετία ζητούσαν από τη Σινιορία να δώσει στους βασιλείς τους την επιμέλεια τής Ραβέννας και τής Τσέρβια μέχρι τη διευκρίνιση διαφόρων θεμάτων, ενέργεια η οποία θα αφαιρούσε τη δικαιολογία που πρόβαλλε ο πάπας για να μην ενταχθεί σε μια ένωση, τής οποίας η Βενετία ήταν μέλος.

Ο δόγης ενημέρωσε τούς πρεσβευτές ότι η δήλωση τού πάπα για προσχώρηση στην Ένωση θα ήταν επωφελής τόσο για εκείνον, όσο και για την υπόλοιπη Ιταλία. Κάθε μέρας καθυστέρηση έπρεπε να θεωρείται σιωπηρή άρνηση και μάλιστα τόσο επικίνδυνη για τον πάπα, όσο και για την Ιταλία. Η Βενετία έστελνε πρεσβευτή στην Αγιότητά του (τον Κονταρίνι) και η Σινιορία ήταν βέβαιη ότι ο πάπας θα έβλεπε το φως τής δικαιοσύνης. Η εμπιστοσύνη των Ενετών προς τις μεγαλειότητές τους τής Γαλλίας και τής Αγγλίας ήταν τόση, που θα έθεταν με χαρά όλες τις κτήσεις τους υπό μια τόσο αξιόπιστη επιμέλεια και αυτές θα ήσαν τόσο ασφαλείς, σαν να βρίσκονταν στα χέρια τής δικής τους Σινιορίας, αλλά φυσικά δεν υπήρχε λόγος να ενοχληθούν αυτοί, ούτε με την παραμικρή ευθύνη για τη Ραβέννα και την Τσέρβια.146

Η ιστορία αυτών των δύο πόλεων φαινόταν να διχάζει τον Κλήμεντα και τούς Ενετούς, χωρίς ελπίδα συμφιλίωσης. Τού έδινε επίσης καλή δικαιολογία για ουδετερότητα και μάλιστα δικαιολογία στην οποία οι Γάλλοι δεν θα μπορούσαν να εκφράσουν αντίρρηση. Στις 27 Μαΐου (1528) ο Κλήμης έφυγε από το Ορβιέτο για το Βιτέρμπο, όπου έφτασε την 1η Ιουνίου. Στο Βιτέρμπο υπήρχε «μεγάλη έλλειψη τροφίμων, ιδιαίτερα κρασιού» (gran carestia, maxime di vino) και λεγόταν ότι ο Κλήμης ήθελε να συνεχίσει προς Ρώμη. Όμως φαινόταν ασύνετο να κάνει κάτι τέτοιο, για όσο διάστημα οι φιλο-αυτοκρατορικοί κατείχαν την Όστια και την Τσιβιταβέκκια. Ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε στάλθηκε ως λεγάτος στη Ρώμη, όπου έπρεπε να καταλάβει το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο με φρουρά τριακοσίων ανδρών. Ο Καμπέτζιο, ο οποίος βρισκόταν στη Ρώμη, θα πήγαινε ως παπικός λεγάτος στην Αγγλία.147

Ο Κλήμης έκανε ένα προσεκτικό βήμα κάθε φορά. Στις 13 Ιουνίου ο Γκονζάλβο ντε Σάνγκρο, ο επίσκοπος τού Λέτσε, εφοδιάστηκε με δύο επιστολές από τον πάπα και τούς καρδιναλίους στο Βιτέρμπο. Οι επιστολές απευθύνονταν στον Κάρολο Ε’, ζητώντας την απελευθέρωση των τριών καρδιναλίων που κρατούνταν στη Νάπολη.148 Ενώ ο Γκονζάλβο βρισκόταν στον δρόμο του προς την Ισπανία με συμφιλιωτικές επιστολές προς τον αυτοκράτορα, γαλλικός στόλος κατέπλεε την ιταλική ακτή. Ναύαρχος τού στόλου ήταν ο Αντουάν ντε λα Ροσφουκώ, άρχοντας τού Μπαρμπεζιέ. Μαζί του ερχόταν ο Ρέντσο Ορσίνι ντα Τσέρι τής Ανγκουϊλάρα, ο υποτιθέμενος υπερασπιστής τού Κλήμεντα πριν από την άλωση τής Ρώμης (τον Μάιο τού 1527). Έφτασαν στο Λιβόρνο στις αρχές Ιουλίου (1528), κατευθυνόμενοι στη Νάπολη όπου θα ενώνονταν με τον Λωτρέκ, με δεκατέσσερις γαλέρες και (όπως λεγόταν) 4.000 μαχητές πάνω τους. Φαίνεται ότι είχαν τουλάχιστον 1.500 μουσκετοφόρους και 700-800 πεζούς στρατιώτες. Σύντομα ο στόλος βρισκόταν στο Κορνέτο (Ταρκουΐνια), ενώ τώρα προσπαθούσε να πάρει την Τσιβιταβέκκια, ιδέα που ήταν ελκυστική για τον Κλήμεντα, τόσο πολύ που ξέχασε την επιφυλακτικότητά του, στέλνοντας στον παλιό του φίλο Ρέντσο δόρατα και άλλα χρειώδη. Η προσπάθεια κατάληψης τής Τσιβιταβέκκια απέτυχε. Οι Ισπανοί ήσαν πεισματάρηδες και οι Μπαρμπεζιέ και Ρέντσο έπρεπε να συνεχίσουν προς Νάπολη.149

Από το Βιτέρμπο στις 27 Ιουνίου (1528) ο Κονταρίνι είχε ενημερώσει την κυβέρνησή του ότι ο Κλήμης επαναλάμβανε χωρίς τέλος τα αιτήματά του για την επιστροφή τής Ραβέννας και τής Τσέρβια («la Signoria non mi vol dare le mie terre»), πράγμα που δεν αποτελούσε είδηση. Ο Κονταρίνι είχε όμως μάθει επίσης ότι ο Αντρέα Ντόρια δεν είχε πια διάθεση να υπηρετεί τον Φραγκίσκο Α’, πράγμα που ήταν είδηση. Σκόπευε να καταλήξει σε συμφωνία με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, «η οποία θα είναι κακό πράγμα».150 Από την άλλη πλευρά η Σινιορία έπαιρνε επιστολές από τον Πιέτρο Ζεν στην Ισταμπούλ, που έλεγαν ότι οι απεσταλμένοι, τούς οποίους ο Φερδινάνδος, αρχιδούκας τής Αυστρίας και βασιλιάς τής Βοημίας, είχε στείλει στην Πύλη, είχαν συζητήσει με τούς πασάδες και είχαν γίνει δεκτοί από τον σουλτάνο. Είχαν ζητήσει ειρήνη. Οι πασάδες είχαν αναφέρει ότι ο σουλτάνος θα έκανε ειρήνη, αν ο Φερδινάνδος άφηνε την Ουγγαρία στον Ιωάννη Ζαπόλυα και σταματούσε να παρενοχλεί τον Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας. Επίσης ο αδελφός του Κάρολος Ε’ έπρεπε να κάνει ειρήνη με τον βασιλιά τής Γαλλίας και με τη Σινιορία τής Βενετίας. Μη μπορώντας να αποδεχτούν τέτοιους όρους για ειρήνη (paxe), οι απεσταλμένοι ζήτησαν εξάμηνη ανακωχή (trieva). Οι Τούρκοι αρνήθηκαν. Τρίμηνη ανακωχή; Η απάντηση ήταν πάλι «όχι» και μάλιστα ο σουλτάνος έδινε εντολή στους σαντζακμπέηδες να συνεχίσουν να βοηθούν τον Ζαπόλυα.151 Άλλωστε δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι τώρα πια ο σουλτάνος είχε αποφασίσει μεγάλη εκστρατεία εναντίον τού Φερδινάνδου για την άνοιξη τού 1529.

Καθώς ο Λωτρέκ δεν έκανε καμία πρόοδο στη Νάπολη και ο Αντρέα Ντόρια εγκατέλειπε την πρώην υποταγή του στη Γαλλία, ο πάπας Κλήμης επέκτεινε το εύρος τής δυσαρέσκειάς του. Στις 27 Ιουλίου (1528) ο Κονταρίνι έγραφε στη Σινιορία για το πώς ο πάπας τού είχε πει εκείνο το πρωί ότι ως τότε παραπονιόταν μόνο για τούς Ενετούς. Τώρα έπρεπε να επεκτείνει τα παράπονά του και προς τούς Γάλλους και Άγγλους, «αλλά, χάρη στον Θεό, στον οποίο ελπίζω, θα πάρω πίσω τις πόλεις». Ο Κονταρίνι ανέφερε επίσης ότι ο Κλήμης είχε πει στον Γάλλο πρεσβευτή στην κούρτη, όταν ο τελευταίος τον προέτρεπε και πάλι να δηλώσει σύμμαχος τής Ένωσης: «Οι Ενετοί δεν το αποφασίζουν. Κρατούν αυτό που μού ανήκει … Βασιστείτε στο ότι ένα από τα δύο πράγματα θα συμβεί, ή θα καταστραφώ εντελώς ή θα καταστρέψω εκείνους».152 Ο Κάρολος Ε’ και οι φιλο-αυτοκρατορικοί στην Ιταλία θα ήσαν ικανοποιημένοι με οποιαδήποτε από τις δύο εναλλακτικές.

Μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος ότι ο πόλεμος μεταξύ των φιλο-αυτοκρατορικών και των γαλλο-ενετικών δυνάμεων στην Ιταλία, καθώς και ο αγώνας μεταξύ τού Φερδινάνδου των Αψβούργων και τού Ιωάννη Ζαπόλυα στην Ουγγαρία, θα άνοιγαν την όρεξη των Τούρκων για νέα μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά τής χριστιανοσύνης. Και βέβαια οι Τούρκοι αξιολόγησαν την ευκαιρία που είχαν και πολύ σύντομα θα άρχιζαν εκτεταμένες αν και χαλαρές προετοιμασίες για εκστρατεία κατά τής επικράτειας των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Φερδινάνδος είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τις φιλοδοξίες τού αδελφού τού Καρόλου στην Ιταλία. Μια τουρκική εκστρατεία εναντίον τού Φερδινάνδου θα ήταν σχεδόν εκστρατεία εναντίον τού Καρόλου. Ο Φραγκίσκος Α’ δεν θα είχε καμία αντίρρηση για την προέλαση τού σουλτάνου Σουλεϊμάν εναντίον των Αψβούργων. Ούτε ο δόγης Αντρέα Γκρίττι θα είχε, τού οποίου ο Τουρκόφιλος γιος Λοντοβίκο ασκούσε για μήνες την τεράστια επιρροή του στην Πύλη για λογαριασμό τού Ιωάννη Ζαπόλυα. Ο Λοντοβίκο Γκρίττι ήταν στενός φίλος τού μεγάλου βεζύρη Ιμπραήμ πασά, ο οποίος (σύμφωνα με αναφορά από την Ισταμπούλ) σχεδίαζε να τον πάρει μαζί του στην προβλεπόμενη εκστρατεία στην Ουγγαρία, όπου ήθελε να τού δώσει την αρχιεπισκοπή τού Γκραν (Στριγκόνια, Έστεργκομ) «και να τού δωρίσει κάποια περιοχή τού αρχιδούκα, όταν την πάρει» (et donarli una terra di l’ Archiduca, che si piglierà).153 Φαίνεται, αν μπορούμε να πιστέψουμε την αναφορά ότι ο Ιμπραήμ σχεδίαζε να δώσει στον φίλο τού Λοντοβίκο την ανώτατη επισκοπή τής Ουγγαρίας και ένα κομμάτι τού αρχιδουκάτου τής Αυστρίας, όταν θα τα καταλάμβαναν οι Τούρκοι.

Έχουμε ήδη παρατηρήσει, στο προηγούμενο κεφάλαιο, την ασυνήθιστη επιτυχία που είχε κατορθώσει στην Πύλη ο Τζερόμ Λάσκι, ο απεσταλμένος τού Ιωάννη Ζαπόλυα (με τη βοήθεια τού Λοντοβίκο Γκρίττι) τον χειμώνα τού 1527-1528. Επίσης έχουμε σημειώσει την οικτρή αποτυχία τής μετέπειτα πρεσβείας τού Φερδινάνδου την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1528. Όταν ο Σουλεϊμάν και ο Οθωμανικός στρατός θα βάδιζαν προς τα δυτικά, θα το έκαναν ως δήθεν υπερασπιστές τού υποτελούς των Τούρκων Ζαπόλυα, στον οποίο ο Σουλεϊμάν είχε «δώσει» το βασίλειο τής Ουγγαρίας, το οποίο είχε κατακτήσει στην εκστρατεία, την οποία ο Αλλάχ είχε στέψει με νίκη στο Μόχατς.

Οι σχέσεις μεταξύ Βενετίας και Υψηλής Πύλης ήσαν εξαιρετικές, ενώ οι δύο πλευρές κατέβαλλαν προσπάθειες για άρση των αδικιών και εξομάλυνση των παραπόνων. Λίγο μετά την εκλογή τού Γκάσπαρο Κονταρίνι ως πρεσβευτή στον πάπα, ένας άλλος Κονταρίνι, ο Τομμάζο, ονομαζόταν «εκπρόσωπος στον γαληνότατο άρχοντα Τούρκο». Το έγγραφο τής αποστολής του μάς λέει πολλά. Ο Τομμάζο έπαιρνε εντολή να κάνει το ταξίδι του προς την Ισταμπούλ μέσω Δαλματίας και Βοσνίας, να παρουσιάσει δώρα στον «υπέροχο σαντζακμπέη» (magnifico sanzacho) τής Βοσνίας και να προσπαθήσει με εκφράσεις τής πιο εγκάρδιας καλής διάθεσης να τον διαθέσει ευνοϊκά απέναντι στη μεταχείριση των Ενετών υπηκόων στη Δαλματία ως γειτόνων. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί καλά για τον Τομμάζο από τον Ενετό πρεσβευτή και υποβαΐλο στην Ισταμπούλ. Ο σαντζακμπέης τής Βοσνίας είχε λάβει διαταγές από την Υψηλή Πύλη, να μεριμνήσει για την ασφαλή διέλευση του, ενώ ήταν ακόμη πιθανό ότι θα στελνόταν αξιωματικός για να τον οδηγήσει με ασφάλεια στον Βόσπορο.

Μετά την άφιξή του στην Ισταμπούλ, ο Τομμάζο έπρεπε να επισκεφθεί τούς πασάδες, «όπως γίνεται συνήθως» (come far si suol), αρχίζοντας από τον Ιμπραήμ πασά, στον οποίο έπρεπε να παρουσιάσει τις διαπιστευτήριες επιστολές του «και να κάνει το ίδιο με τον υπέροχο μπεηλερμπέη τής Ελλάδας» (et così farai con il magnifico beglierbei della Grecia). Όταν θα ερχόταν τελικά η ευκαιρία, ο Τομμάζο έπρεπε να εξηγήσει ότι ο κύριος λόγος τής αποστολής του ήταν «η ανάγκη που έχουμε στον παρόντα πόλεμο για νιτρικό κάλιο καθώς και για σιτάρι από την Αλεξάνδρεια». Σε εύθετο χρόνο θα τον οδηγούσαν ενώπιον τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, στον οποίο θα παρουσίαζε και πάλι τις διαπιστευτήριες επιστολές του και θα έκανε τη «σύντομη ομιλία που συνηθίζεται να κάνει κάποιος ενώπιον τής Μεγαλειότητάς του», παρέχοντάς του τη συνήθη διαβεβαίωση για την επιθυμία τής Βενετίας να κρατήσει την ειρήνη μαζί του στο διηνεκές. Όσο βρισκόταν στην Ισταμπούλ, ο Τομμάζο έπρεπε να διαμαρτυρηθεί για τη βίαιη μεταχείριση των Ενετών εμπόρων από τον κυβερνήτη ή «σαρύφφο» (μουτασαρίφ) τής Αλεξάνδρειας, ο οποίος προφανώς έτεινε να απαιτεί την πώληση των λατινικών εμπορευμάτων «σε παράνομα χαμηλές τιμές», ενώ ταυτόχρονα ανάγκαζε τούς εμπόρους να αγοράζουν μπαχαρικά «σε άπληστες και υπερβολικές τιμές».

Ο ανυπόφορος κυβερνήτης είχε εμποδίσει τον διοικητή των ενετικών γαλερών να πάρει τρόφιμα, ακόμη και νερό, από την Αλεξάνδρεια. Ο Τομμάζο έπρεπε να επιδιώξει την απομάκρυνσή του από το αξίωμα, καθώς και αποζημίωση για τούς εμπόρους που είχαν υποστεί ζημιά ή βλάβη, «έτσι ώστε να μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στο συνηθισμένο εμπόριό τους, χωρίς τον φόβο τέτοιας αδικαιολόγητης και κακής μεταχείρισης». Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι για παράπονα, όπως η πυρπόληση τού καλού πλοίου Γκρομάνα, καθώς και ορισμένα προβλήματα στη Δαλματία, αλλά τίποτε τέτοιας σημασίας, ώστε να δημιουργεί την παραμικρή απειλή για την τουρκο-ενετικό ειρήνη, την οποία η Γερουσία αξιολογούσε ως βάση για το εμπόριο τής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο.154

Ο Σανούντο σημειώνει στις 19 Μαρτίου (1528), την ημερομηνία τού εγγράφου τής αποστολής τού Τομμάζο Κονταρίνι, ότι εκτός από τα δώρα που ο «ρήτορας» έπρεπε να πάει στην Ισταμπούλ, για να τα δωρίσει πρώτα στους πασάδες και στη συνέχεια στον σουλτάνο, ήταν εφοδιασμένος με ένα επιπλέον, ειδικό δώρο για τον σουλτάνο,

το οποίο πρέπει να τού το δώσει, αν μπορεί να το κάνει, σε κάποιο μέρος μακριά από τούς πασάδες και να ευχαριστήσει την Εξοχότητά του για την άδεια που έχει χορηγήσει [σε εμάς] για την εξαγωγή σταριού, καθώς και για τη δωρεά νιτρικού καλίου, παρακαλώντας επίσης, να προθυμοποιηθεί ο υπέροχος Ιμπραήμ [πασάς], να μάς χορηγήσει άδεια εξαγωγής σιταριού για το επόμενο έτος.155

Προφανώς ο Τομμάζο λίγα είχε να φοβάται στο ταξίδι του προς τα ανατολικά, αν και καθυστέρησε από σφοδρές βροχοπτώσεις και αδυναμία να βρει άλογα στο Σεμπένικο (Σίμπενικ), πράγμα που τον οδήγησε να κάνει έκκληση στον σαντζακμπέη τής Βοσνίας για μεταφορά στην Ισταμπούλ ή την Αδριανούπολη (Εντίρνε), όπου έλπιζε να βρει τον Σουλεϊμάν. Αν και ο Τομμάζο παραπονιόταν για τις σωματικές κακουχίες τού ταξιδιού μέσω ορεινής χώρας, ο ίδιος είχε τύχει ευγενικής υποδοχής από τούς Τούρκους, τόσο κατά τη διάρκεια τής διαδρομής του όσο και στην Ισταμπούλ.156

Αφού ο Πιέτρο Ζεν είχε υπηρετήσει τη Δημοκρατία ως πρεσβευτής και υποβαΐλος στην Ισταμπούλ για περισσότερο από δύο χρόνια, η Γερουσία ψήφισε στις 13 Μαΐου (1528) να τον αντικαταστήσει με εκλογή νέου βαΐλου, που θα υπηρετούσε στον Βόσπορο. Ο διάδοχος τού Ζεν θα έπαιρνε μισθό 120 δουκάτα τον μήνα, για τον οποίο δεν θα χρειαζόταν να αποδίδει λογαριασμό. Θα τού δίνονταν 600 δουκάτα προκαταβολή (per subventione de mexi 5), ενώ έπρεπε να διατηρεί τέσσερις υπηρέτες και επαρκή αριθμό αλόγων. Θα έπαιρνε μαζί του γραμματέα από το κυβερνητικό γραφείο, ο οποίος, εκτός από τις τακτικές αποδοχές του και κάποιο επιμίσθιο, θα πληρωνόταν επιπλέον σαράντα δουκάτα το χρόνο από τη Σινιορία. Ο Ζεν είχε ζητήσει συχνά την αντικατάστασή του, γιατί ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα «για δικές του ιδιωτικές υποθέσεις» (per le cose sue private).157 Στις 24 Μαΐου 1528 εκλέχτηκε δεόντως ως βαΐλος ο Φραντσέσκο Μπερνάρντο με ψηφοφορίες στη Γερουσία και στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio),158 αλλά δεν είχε φτάσει ακόμη στην Ισταμπούλ ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Ζεν αποχαιρετούσε τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο οποίος έφυγε από την πρωτεύουσά του στις 10 Μαΐου 1529, «για να πάει στην επιχείρηση τής Ουγγαρίας … και θέλει να βάλει βασιλιά στο βασίλειο τής Ουγγαρίας τον βοεβόδα Ιωάννη» (per andar a l’ impresa di l’ Hongaria, … et vol metter nel regno di Ungaria il re Zuane vayvoda).159 Η εκστρατεία τού Σουλεϊμάν για να βάλει τον βοεβόδα Ιωάννη Ζαπόλυα στον θρόνο τής Ουγγαρίας θα έφερνε τούς Τούρκους μπροστά στα τείχη τής Βιέννης.

Όσο για τον Πιέτρο Ζεν, έπρεπε να παραμείνει ως πρεσβευτής και υποβαΐλος για έναν ακόμη χρόνο.160 Δεν είναι σαφές ποιο πράγμα κρατούσε τον Φραντσέσκο Μπερνάρντο στη Βενετία για τόσο πολύ καιρό, αλλά επιτέλους έφυγε από τη λιμνοθάλασσα το βράδυ τής 13ης Απριλίου 1530, ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά με τον Τομμάζο Μοτσενίγκο, ο οποίος με τη σειρά του πήγαινε (όπως και ο Τομμάζο Κονταρίνι) ως ειδικός απεσταλμένος στην Ισταμπούλ. Έφυγαν με τις γαλέρες Κονταρίνα και Τρεβιζάνα. Στις 13 Ιουλίου (1530) η Γερουσία μάθαινε, όπως και ο Σανούντο, για την ασφαλή άφιξή τους στον Βόσπορο στις 9 Ιουνίου ή νωρίτερα. Και τώρα ο Ζεν έγραφε στην πατρίδα με ενόχληση ότι ο Μοτσενίγκο είχε αρνηθεί να τού δείξει επιστολή ή επιστολές, που έστελνε στη Γερουσία. Στην ηλικία των εβδομηντατριών ετών και ύστερα από όλα τα έτη υπηρεσίας του, ο Ζεν θεωρούσε ότι άξιζε καλύτερη μεταχείριση από εκείνη (et non meritava questo il suo ben servir). Όμως είχε επαινετικά λόγια για τον Φραντσέσκο Μπερνάρντο, «που θα τα καταφέρει καλά» (qual si porterà ben).161 Μέχρι την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1530 το πολιτικό περιβάλλον είχε αλλάξει στην Ιταλία, όπως θα δούμε, και φαινόταν πιθανό ότι ο Μπερνάρντο θα είχε ίσως πιο δύσκολη εποχή στην Πύλη, από εκείνη που είχε γνωρίσει ο δυσαρεστημένος προκάτοχός του.

Καθώς επιστρέφουμε στον Λωτρέκ και τη Νάπολη, υπενθυμίζουμε ότι οι Γάλλοι είχαν προσπαθήσει να δελεάσουν τον πάπα Κλήμεντα να επιστρέψει στην αντι-αυτοκρατορική Ένωση. Ο Κλήμης, προκειμένου να εξετάσει ένα τέτοιο βήμα, επέμενε όχι μόνο να τού δώσει πίσω η Βενετία τη Ραβέννα και την Τσέρβια, αλλά να τού επιστρέψει και ο δούκας Αλφόνσο τής Φερράρας τη Μόντενα και το Ρέτζιο. Ο Λωτρέκ ήταν έτοιμος, όπως είδαμε, να επιμείνει στους Ενετούς να παραδώσουν τις δύο πόλεις που είχαν καταλάβει. Το Ρέτζιο και η Μόντενα ήσαν άλλο θέμα. Ο γιος τού Αλφόνσο, ο Έρκολε ντ’ Έστε, βρισκόταν στη γαλλική αυλή, τότε στο Πουασσύ, όπου ο Φραγκίσκος τον είχε υποδεχτεί με «πολύ μεγάλη τιμή» (grandissimo honor) στις 23 Μαΐου 1528. Ένα μήνα αργότερα, στη Σαιν Σαπέλ στο Παρίσι, ο Έρκολε παντρευόταν τη Ρενέ τής Γαλλίας, κουνιάδα τού Φραγκίσκου και κόρη τού Λουδοβίκου ΙΒ’. Ήταν ντυμένη «με βασιλικό τρόπο, σαν βασίλισσα τής Γαλλίας» (in habito regale a guisa di le regine di Franza), όπως έγραφε ο σχεδόν εμβρόντητος Σεμπαστιάνο Τζουστινιάν στον δόγη Αντρέα Γκρίττι. Τα κοσμήματά της άξιζαν ένα βασίλειο. Η συμμετοχή στη λειτουργία ήταν απίστευτη.162 Ο γάμος σταθεροποιούσε τη γαλλο-φερραρέζικη συμμαχία. Ο ίδιος γάμος αποτελούσε προσβολή για τον πάπα, ο οποίος απομακρυνόταν ακόμη περισσότερο από την Ένωση.

Οι Γάλλοι δεν ήσαν ακόμη έτοιμοι να ασκήσουν πίεση για την επιστροφή τής Ραβέννας και τής Τσέρβια στην Αγία Έδρα. Μέχρι να τελείωνε ο πόλεμος, η Βενετία σήμαινε περισσότερα για αυτούς από τον πάπα. Ο Ζαν ντε Λανζάκ, επίσκοπος τής Αβράνς, τώρα Γάλλος πρεσβευτής στη Σινιορία, έθετε το ευαίσθητο θέμα τής Ραβέννας και τής Τσέρβια από καιρό σε καιρό,163 αλλά ήταν προσεκτικός να μην σηκώνει πολύ το ζήτημα. Αλλάζοντας κάποιο πρωί, όταν ο Λανζάκ μπήκε στο Κολλέγιο (στις 8 Ιουνίου 1528), θέλησε να μιλήσει για τούς Τούρκους. Ανέφερε ότι

ο χριστιανικότατος βασιλιάς τού έχει γράψει επιστολή, (στέλνοντάς την) μαζί με άλλη που πήγαινε στον Άρχοντα Τούρκο. Διάβασε την επιστολή, η οποία παρακαλεί [τον Άρχοντα Τούρκο] να επιτραπεί στους μοναχούς να επιστρέψουν στο μοναστήρι τους στην Ιερουσαλήμ και ζητά από τη Σινιορία να γράψει άλλη επιστολή για το θέμα αυτό στον Άρχοντα Τούρκο και να στείλει αυτές τις επιστολές στον πρεσβευτή μας [Πιέτρο Ζεν] στην Ισταμπούλ.164

Οι Γάλλοι ήσαν έτοιμοι να επαναλάβουν τον ρόλο τους ως προστάτες των χριστιανών στους Αγίους Τόπους, ως μεσολαβητές διπλωμάτες βέβαια, όχι ως σταυροφόροι πολεμιστές, ενώ οι Γάλλοι απεσταλμένοι σύντομα θα εύρισκαν τον δρόμο τους προς την Πύλη, χωρίς να βασίζονται στην παρέμβαση τής Βενετίας.

Από την πρώτη άφιξή του στη Νάπολη, ο Λωτρέκ ήθελε να δει αυστηρό αποκλεισμό τού ευρύχωρου λιμανιού, το οποίο εκτεινόταν σχεδόν από το Ποζίλλιπο μέχρι το Πόρτιτσι. Η νίκη τού Φιλιππίνο Ντόρια επί τού Μονκάδα είχε βοηθήσει, αλλά οκτώ γαλέρες τού Αντρέα Ντόρια δεν ήσαν αρκετές για να εμποδίζουν τις μικρές βάρκες να μεταφέρουν προμήθειες στην πόλη. Το ελαφρύ ιππικό των φιλο-αυτοκρατορικών βοηθούσε επίσης στην προώθηση τροφίμων για τον στρατό, αν και ο λαός στο σύνολό τού έπασχε από σοβαρές ελλείψεις. Η υποχρέωση τού Αντρέα Ντόρια προς τον Φραγκίσκο Α’ πλησίαζε σαφώς προς το τέλος της (τον Ιούνιο τού 1528), ενώ υπήρχαν πολλοί που πίστευαν (και πολύ σωστά) ότι ο ίδιος δεν είχε πρόθεση να την ανανεώσει. Αν δεν την ανανέωνε, ο ανηψιός του Φιλιππίνο θα αναγκαζόταν να αποσυρθεί από το λιμάνι τής Νάπολης. Μάλιστα η ανδρεία των Ντόρια στη θάλασσα θα χρησιμοποιόταν σίγουρα προς το συμφέρον τού Καρόλου Ε’. Άραγε τι εναλλακτική λύση είχε στην πραγματικότητα ο Αντρέα;165

Βδομάδα με τη βδομάδα ο Γάλλος πρεσβευτής στην Βενετία, ο Ζαν ντε Λανζάκ, κατέθετε τις καταγγελίες τού Λωτρέκ ενώπιον τού Κολλέγιου, για την αποτυχία τού Πιέτρο Λάντο να φέρει τον στόλο τής Δημοκρατίας στα ναπολιτάνικα ύδατα. Μάλιστα ο Λάντο είχε διαταχτεί να το κάνει αυτό πριν μερικές εβδομάδες, ενώ στις 5 Ιουνίου (1528) ο Μπαρτολομμέο Ζάνε, «σοφός τής ενδοχώρας» (savio a terra ferma), προσπάθησε πρώτα στο Κολλέγιο και στη συνέχεια στη Γερουσία να κληθεί στην πατρίδα ο παρελκυστικός ναύαρχος, για να εμφανιστεί ενώπιον των «συνηγόρων» τής Κοινότητας: «Να προσεχτεί η ανυπακοή τού κυρίου Πιέρο Λάντο, ναυτικού γενικού διοικητή, που δεν αναχωρεί από την Απουλία για να πάει αμέσως στη Νάπολη με τον στόλο» (atento la desobedientia de sier Piero Lando, capitanio zeneral di mar, di non esser levà di Puia et andà immediate a Napoli con l’ armada). Το Κολλέγιο αρνήθηκε να ακούσει την πρόταση τού Ζάνε και όταν, αργότερα την ίδια μέρα, τη διάβασε ως πρόταση για ψήφιση από τη Γερουσία, απορρίφθηκε και πάλι. Οι Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι και Μικέλε Τρεβιζάν, συνήγοροι τής Κοινότητας (avogadori di Comun), σηκώθηκαν για να πουν ότι η πρόταση Ζάνε ήταν εκτός διαδικασίας, αφού οι λεπτομέρειες τής αποστολής τού Λάντο είχαν στην πραγματικότητα ψηφιστεί από το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio),166 το οποίο ήταν συνεπώς ο τόπος, από τον οποίο έπρεπε να προέρχεται η απόφαση, που θα έφερνε τον Λάντο ενώπιον των «Συνηγόρων» (Avogaria). Αν και ο Ζάνε επέμενε ότι η πρότασή του δεν ήταν εκτός διαδικασίας, η Γερουσία δεν τον άκουσε, «αμφιβάλλοντας ότι είχε κάνει άσχημα και χειρότερα» (dubitando far mal et pezo).167 Ήταν μια χαρά. Την Κυριακή 14 Ιουνίου ήρθαν μηνύματα από τον Αλβίζε Πιζάνι, τον επιστάτη (provveditore) με τον στρατό τής Ένωσης, καθώς και από τον Πιέτρο Πέζαρο, τον Ενετό απεσταλμένο με τον Λωτρέκ, ότι ο στόλος δεκαέξι γαλερών τού Λάντο είχε μόλις εμφανιστεί στις 7 Ιουνίου στα ανοιχτά τού νησιού Κάπρι.168

Στις 17 Ιουνίου η Σινιορία μάθαινε με επιστολές τής 10ης τού μηνός από τη Νάπολη ότι ο ενετικός στόλος βρισκόταν στο Ποτσουόλι. Ο Λωτρέκ ήταν ευχαριστημένος και διέταξε

να ενωθούν οι γαλέρες τού Λάντο με εκείνες τού Φιλιππίνο Ντόρια στη διατήρηση τού αποκλεισμού τού ναπολιτάνικου θαλασσίου μετώπου. Ήθελε επίσης να στείλει ο Λάντο τέσσερις γαλέρες για να καταλάβουν το νησί τής Ίσκια, «παρατηρώντας ότι ο άλλος στόλος, εκείνος τού χριστιανικότατου βασιλιά, θα φτάσει σύντομα [υπό τον ναύαρχο Μπαρμπεζιέ και τον Ρέντσο ντα Τσέρι], και όταν φτάσει, θα είμαστε σε θέση να τον χρησιμοποιήσουμε για καλό αποτέλεσμα». Οι Πιζάνι και Πέζαρο είχαν μάθει από έναν στραντιότο, κατά πάσα πιθανότητα Αλβανό ή Έλληνα, ο οποίος είχε εμφανιστεί από τη Νάπολη και είχε αφήσει να τον συλλάβουν, «ότι η Νάπολη δυσκολεύεται με τις προμήθειες». Υπήρχε έλλειψη κρέατος και κρασιού, «ενώ ο ίδιος δεν είχε βρει ποτό τις τελευταίες πέντε μέρες». Αν και ο δικός του στρατός είχε αρχίσει να αποσυντίθεται, τα πνεύματα τού Λωτρέκ ήσαν ανεβασμένα. Όταν θα έφταναν με τις γαλέρες από τη Γαλλία ο Μπαρμπεζιέ και ο Ρέντσο ντα Τσέρι, σχεδίαζε να τούς στείλει σε εκστρατεία εναντίον τής Σικελίας.169

Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έκαναν διάφορες εξορμήσεις έξω από τα τείχη τής Νάπολης, ιδιαίτερα ψάχνοντας για προμήθειες. Ξανά και ξανά διαβάζουμε για τη μεγάλη έλλειψη τροφίμων (gran carestia) στην πόλη, χωρίς κρασί και χωρίς κρέας. Οι στρατιώτες και ο λαός έτρωγαν μουλάρια και γαϊδούρια. Ένα βόδι (bò) κόστιζε τριάντα δουκάτα.170 Λεγόταν ότι λιγότεροι από διακόσιους Ιταλούς πεζούς στρατιώτες ζούσαν ακόμη μέσα από τα τείχη τής Νάπολης. Οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει από την πείνα, επειδή οι Λαντσκνέχτε και οι Ισπανοί κρατούσαν την τροφή για τον εαυτό τους. Οι ελλείψεις γίνονταν σοβαρές και στους καταυλισμούς τού Λωτρέκ «και στο στρατόπεδο υπάρχουν άρρωστοι» (et in campo è assà amalati). H αρρώστια ακολουθούσε κατά πόδα την πείνα.171

Από τις 11 Ιουνίου (1528) υπήρχαν όχι μόνο Ιταλοί, αλλά επίσης Λαντσκνέχτε και Ισπανοί, «οι οποίοι για περισσότερες από οκτώ μέρες δεν έχουν φάει κρέας ούτε έχουν πιεί κρασί». Κάποιοι Λαντσκνέχτε που συνελήφθησαν από ενετικό πεζικό στις 10 τού μηνός, δήλωσαν ότι δεν είχαν καμία επιθυμία να επιστρέψουν μέσα στα τείχη τής Νάπολης. Μάλιστα την Τρίτη 9 Ιουνίου είπαν ότι είχαν συζητήσει μεταξύ τους και είχαν αποφασίσει να εγκαταλείψουν την πόλη. Είχαν αρχίσει να φορτώνουν τις αποσκευές τους σε μεταφορικά μέσα κάθε είδους. Ακούγοντας για την ανταρσία ο Φιλμπέρ ντε Σαλόν, ο πρίγκηπας τής Οράγγης, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Μονκάδα ως αντιβασιλέας τής Νάπολης, πήγε σε αυτούς με μέλη τού προσωπικού του, «διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα έρθει μεγάλη βοήθεια, τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα» (certificando li che li venia uno grosso soccorso tanto per acqua come per terra). Τούς παρακάλεσε να υπηρετήσουν για τρεις ακόμη εβδομάδες (20 zorni), ύστερα από τις οποίες θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Τού απάντησαν όλοι ότι «δεν κάνουν τίποτε» (far niente). Τούς ξαναρώτησε αν θα έμεναν για τουλάχιστον άλλες δύο εβδομάδες (15 zorni). Δεν τού υπόσχονταν ότι θα το έκαναν, αλλά τουλάχιστον τούς έπεισε να ξεφορτώσουν τις αποσκευές τους, ενώ «ακριβώς εκείνη τη μέρα στάλθηκαν άνδρες σε όλες τις περιοχές τής Νάπολης από σπίτι σε σπίτι, για να συλλέξουν το λίγο κρασί που υπήρχε και το μοίρασαν ανάμεσα στους Λαντσκνέχτε και τούς Ισπανούς». Οι Ιταλοί ήσαν γεμάτοι παράπονα και δικαιολογημένα. Είτε οι πολιορκημένοι προσπαθούσαν να κατευθυνθούν στη Λομβαρδία, για να ενωθούν με τις δυνάμεις τού δούκα τού Μπράουνσβαϊκ (a unirse al novello soccorso) ή για να προσδιορίσουν το μέλλον τού νότιου ιταλικού βασιλείου με μάχη, ο Μιλανέζος απεσταλμένος στον στρατό τού Λωτρέκ πίστευε ότι θα αποτύγχαναν. Εκατόν πενήντα ιππείς, προφανώς Αλβανοί, είχαν μόλις λιποτακτήσει από τη φιλο-αυτοκρατορική υπόθεση και είχαν παραδοθεί στους Γάλλους. Ο πρίγκηπας τής Οράγγης και οι διοικητές του λεγόταν ότι έλεγαν στους Λαντσκνέχτε ότι οι γαλλικές γαλέρες είχαν έρθει για να πάρουν τον Λωτρέκ σε ασφάλεια, γιατί δεν είχε χώρο για υποχώρηση. Και ο απεσταλμένος στοχαζόταν: «Αν οι Λαντσκνέχτε είχαν πιεί αρκετό κρασί, νομίζω ότι μπορεί να πίστευαν πιθανώς αυτές τις ανοησίες, αλλά η έλλειψή του δεν τούς αφήνει περιθώριο για τέτοιου είδους ευπιστία!»172

Όπως ο Μιλανέζος απεσταλμένος, έτσι και οι Γάλλοι και οι Ενετοί ήσαν σίγουροι ότι επρόκειτο να καταλάβουν τη Νάπολη. Αλλά ο Αλβίζε Πιζάνι, ο επιστάτης (provveditore), είχε «τον πυρετό» στις 15 Ιουνίου, ενώ ο γραμματέας του Ντομένικο Βεντραμίν είχε μόλις πεθάνει. Ο Πιζάνι αισθανόταν καλύτερα στις 17 τού μηνός. Την επόμενη μέρα ήταν χειρότερα και ήθελε να μεταφερθεί με φορείο στην ενδοχώρα στο Βίκο. Ο Πιέτρο Λάντο, ο γενικός διοικητής, ήταν άρρωστος με πυρετό και διάρροια. Είχε φύγει από την γαλέρα του, επειδή οι γιατροί τού είχαν πει ότι αν έμενε στο πλοίο, σύντομα θα πέθαινε.173

Παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα οι Πιζάνι και Πέζαρο είχαν απευθύνει κοινές επιστολές προς τη Σινιορία, στις 29 Ιουνίου (1528) ο τελευταίος έγραψε μόνος, γιατί ο Πιζάνι είχε εγκαταλειφθεί από τούς γιατρούς επειδή βρισκόταν στα τελευταία του. Ο Πέζαρο επιβεβαίωνε την παραλαβή τής άδειας για τον φτωχό συνάδελφό του να επιστρέψει στη Βενετία, αλλά φαινόταν ότι αυτή δεν θα τού έκανε κανένα καλό. Όσο για τον Λάντο, λεγόταν ότι η κατάστασή του βελτιωνόταν.174 Όμως η γαλλο-ενετική θέση στην Ιταλία σίγουρα δεν βελτιωνόταν. Ήδη από τις 13 Μαΐου (1528) ο Λοντοβίκο Μπελτζοϊόζο, ο φιλο-αυτοκρατορικός υπαρχηγός που είχε χάσει την Παβία από τον Λωτρέκ (στις 4-5 Οκτωβρίου 1527), είχε ανακτήσει την πόλη «κι έτσι η Παβία είχε γίνει αυτοκρατορική» (sichè Pavia è venuta imperial).175

Όπως έγραφε στον Κάρολο Ε’ από τη Νάπολη ο Ισπανός γραμματέας Χουάν Πέρεζ (στις 3 Ιουνίου 1528), είχε μόλις έρθει είδηση ότι ο Αντόνιο ντε Λέυβα, ο Ισπανός διοικητής στη Λομβαρδία (και ανώτερος τού Μπελτζοϊόζο), κατείχε τώρα την Παβία. Λεγόταν ότι προχωρούσε προς Αλεσσάντρια, «την οποία έλπιζε σύντομα να υποτάξει και στη συνέχεια να προχωρήσει εναντίον τής Γένουας, όπου οι πολίτες είχαν ανακηρύξει την ένωση και την ανεξαρτησία τής πόλης τους». Σύμφωνα με τον Πέρεζ, ένας Ενετός αξιωματικός είχε γράψει στον επιστάτη του (provveditore) ότι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Λωτρέκ παρέμενε στρατοπεδευμένος γύρω από Νάπολη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επειδή πίστευαν ότι ο Ερρίκος ο Νεώτερος τού Μπράουνσβαϊκ θα κινιόταν προς νότο με ενισχύσεις για τούς πολιορκημένους στην πόλη, «… σίγουρα αν πιαστεί μεταξύ δύο πυρών από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, [ο Λωτρέκ] δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από την απόλυτη καταστροφή». Κάποιες επιστολές τού Λωτρέκ προς τον βασιλιά τής Γαλλίας είχαν υποκλαπεί. Ο Περέζ δεν τις είχε δει, αλλά έλεγε ότι ήξερε κάποιον που τις είχε δει. Ο Λωτρέκ φερόταν ότι έγραφε στον βασιλιά του ότι αν δεν ερχόταν αμέσως σε βοήθειά του στρατός τουλάχιστον 18.000 πεζών και 500 Ελβετών, το σύνολο των γαλλικών κατακτήσεων στη Λομβαρδία και τη Νάπολη θα υφίστατο ανεπανόρθωτη απώλεια. Έξι χιλιάδες από τούς καλύτερους στρατιώτες του είχαν σκοτωθεί από τον εχθρό ή είχαν πεθάνει από την πανούκλα, που μαινόταν στο στρατόπεδό του πιο έντονα από ποτέ.176

Από την επιστολή τού Πέρεζ θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Λωτρέκ είχε ήδη ηττηθεί, ενώ ο Φλωρεντινός πρεσβευτής Μπερνάρντο ντελ Νέρο έγραφε από το γαλλο-ενετικό στρατόπεδο, «ότι εκείνοι στη Νάπολη έχουν περιπέσει σε κατάσταση έσχατης ανάγκης και ότι οι Λαντσκνέχτε εντός [της πόλης] έχουν δείξει περαιτέρω σημάδια ανταρσίας, κάποιοι σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο και τούς Ισπανούς». Αν και ο Φιλιππίνο Ντόρια είχε αποπλεύσει με τις γαλέρες του την 1η Ιουλίου (1528), έχοντας ανακληθεί από τον θείο τού Αντρέα «λόγω των διαφορών που είχε με τον βασιλιά» (per le differentie che li ha con il Re), ο ενετικός στόλος θα διατηρούσε πιο αξιόπιστο αποκλεισμό, αφού ο Φιλιππίνο λεγόταν ότι έστελνε κάθε μέρα στο λιμάνι τής Νάπολης «μερικά σκάφη…» (qualche barca di provisione). Όταν θα έφτανε στη Νάπολη ο γαλλικός στόλος, τα πράγματα θα ευημερούσαν πραγματικά «και αν ο Θεός μάς απαλλάξει από τις πολλές ασθένειες που είναι διαδεδομένες εδώ, μία από τις οποίες έχει πάρει από τη ζωή τον επιστάτη (provveditore) Πιζάνι, ελπίζουμε ότι σύντομα θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στη Φλωρεντία με τη νίκη».177

Όπως υποψιαζόταν ο συνάδελφός τού Πιέτρο Πέζαρο (στις 29 Ιουνίου 1528) ότι θα συνέβαινε, ο Αλβίζε Πιζάνι πέθανε την επόμενη μέρα, στις 13 τού μηνός, «στην οποία ο Θεός τού χάρισε ανάπαυση» (a cui Dio doni requie).178 «Και σημειώστε», λέει ο Σανούντο ότι

κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 29ης τού μηνός, καθώς ξημέρωνε η 30η, η σύζυγός του ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και άκουσε φοβερό θόρυβο μέσα στο σπίτι, έψαξε, αλλά δεν είδε τίποτε και τίποτε δεν είχε πέσει. Έκρινε ότι ο σύζυγός της πρέπει να είχε πεθάνει εκείνη την ώρα, όπως είχε συμβεί.179

Με τις συμβουλές τού Νίφο Αγκοστίνο ντα Σέσσα, ενός Ναπολιτάνου γιατρού, ο ίδιος ο Πέζαρο βρήκε καταφύγιο από την πανούκλα στο Σορρέντο.180

Υπήρχε μια ψεύτικη φήμη που αναδυόταν από τούς διπλωματικούς κύκλους, ότι ο Φιλμπέρ ντε Σαλόν, ο πρίγκηπας τής Οράγγης, είχε πεθάνει από την επιδημία.181 Όμως ο Οράγγης ήταν ακόμη ζωντανός και πήγαινε καλύτερα από τον Πέζαρο, ο οποίος έγραφε από το Σορρέντο στις 13 Ιουλίου (1528) ότι ήταν άρρωστος και ότι από τα τριαντατρία άτομα στο νοικοκυριό του μόνο τρεις ήσαν σε καλή κατάσταση. Επαναλάμβανε τη φήμη για τον θάνατο τού Οράγγης και ανέφερε ότι και ο άρχοντας Λωτρέκ είχε τον πυρετό.182 Ο γαλλικός στόλος, στον οποίο ο Λωτρέκ είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, αργούσε να έρθει, ενώ λεγόταν (στις 18 Ιουλίου, την ημέρα τής άφιξής του στο λιμάνι τής Νάπολης) ότι βρισκόταν «σε κακή κατάσταση από κάθε άποψη και από γαλέτα» (mal in ordine di tutto e di biscoti).183 Όπως και ο στόλος, ο δυστυχής Πέζαρο βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Πέθανε από τον λοιμό στις 8 Σεπτεμβρίου (1528), ταλαιπωρημένος από τη μακρά δοκιμασία.184

Όπως έχουμε μόλις σημειώσει, ο Μπερνάρντο ντελ Νέρο αναφερόταν στις «πολλές ασθένειες» που έπλητταν τον στρατό τού Λωτρέκ (molte malattie che ci sono). Σε αυτές φαίνεται ότι συμπεριλαμβάνονταν ο τύφος, η ελονοσία και η δυσεντερία. Η πρώτη διαδιδόταν από ψείρες, η δεύτερη από ανωφελή κουνούπια και η τρίτη από το μολυσμένο πόσιμο νερό. Ο Λωτρέκ, αναμένοντας ότι η Νάπολη θα έπεφτε γρήγορα, είχε σκεφτεί να επιταχύνει τη διαδικασία κόβοντας τα υδραγωγεία που μετέφεραν νερό στην πόλη. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο Σαντόρο θεωρούσε την πράξη ως απερίσκεπτη, γιατί καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, μετέτρεπε το γαλλο-ενετικό στρατόπεδο σε βάλτο. Τα γαλλικά αναχώματα κρατούσαν το νερό στάσιμο και τα χαρακώματα γέμιζαν. Το συμμαχικό στρατόπεδο βρισκόταν κάτω από θανάσιμη κάλυψη «διεφθαρμένου και σάπιου αέρα» (aria corrotta e putrida). Δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην υγιεινή. Μολύνονταν οι στέρνες και άλλα μέρη, από τα οποία οι στρατιώτες έπιναν νερό. Υπήρχαν εκείνοι που έλεγαν ότι ο πρίγκηπας τής Οράγγης είχε στείλει κάποιους Μαυριτανούς από τη Γρανάδα ή κάποιους Εβραίους από τη Γερμανία για να δηλητηριάσουν τις πηγές τού νερού. Οι Γάλλοι προφανώς πίστευαν ότι συγκεκριμένος «αρωματοποιός» είχε μολύνει τα αποθέματα νερού με «νοσογόνες οσμές» (odori pestiferi). Η δυσεντερία ήταν αναπόφευκτη και μεγάλωνε τα βάσανα των στρατιωτών. Ο Σαντόρο συγκέντρωνε νέα από βδομάδα σε βδομάδα και μερικά χρόνια αργότερα έγραψε:

Βεβαίως είναι αλήθεια ότι πολλά μολυσμένα άτομα έβγαιναν από την πόλη και πήγαιναν στο στρατόπεδο, είτε αυτό συνέβαινε ως πανούργο τέχνασμα των φιλο-αυτοκρατορικών είτε οφειλόταν σε αμέλεια των Γάλλων, που τούς δέχονταν χωρίς να εξετάζουν περαιτέρω το ζήτημα, λόγω τής ανησυχίας που είχαν να μάθουν νέα για τις συνθήκες μέσα στην πόλη.

Όμως ο Σαντόρο είχε την τάση να εντοπίζει τις πηγές τής μόλυνσης, που έσπερνε τον όλεθρο στους Γάλλους, στην καταβρόχθιση πάρα πολλών φρούτων, στην άφθονη οινοποσία και στην κατανάλωση μισοχαλασμένου κρέατος. Κάθε πρωί ένα πυκνό σύννεφο σηκωνόταν από το έλος που είχαν δημιουργήσει και πετούσε πάνω από τον καταυλισμό τους. Όταν διαλυόταν, η ζέστη είχε γίνει αφόρητη. Στις 15 Ιουλίου υπήρχαν πια εμφανή σημάδια λοίμωξης σε ωχρά πρόσωπα και πρησμένα στομάχια παντού στον στρατό, τόσο μεταξύ των διοικητών όσο και στη μάζα των απλών στρατιωτών. Πολλοί από τούς ευγενείς έφευγαν από το στρατόπεδο (όπως οι Πέζαρο και Λάντο), για να αναζητήσουν καταφύγιο από τον λοιμό σε γειτονικές περιοχές. Αλλά δεν γινόταν καμία προσπάθεια στο στρατόπεδο να απαλλαγούν από τις σκηνές και άλλα καταλύματα, από τη βρωμιά και τα μπάζα που αυξάνονταν, «κυρίως εκεί που στρατοπέδευαν οι Γερμανοί, άνθρωποι ακάθαρτοι από τη φύση τους και πολύ βρώμικοι» (massime ove stanziavano i Tedeschi, gente sozza di natura et molto sporca). Ο Σαντόρο πίστευε ότι οι Γερμανοί μισθοφόροι στον στρατό τού Λωτρέκ ήσαν οι χειρότεροι φταίχτες. Διάφοροι γιατροί και άλλοι, των οποίων είχε ζητηθεί η γνώμη, συμβούλευαν τούς Γάλλους να ανάβουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο για να καθαρίζει ο αέρας, καθώς επίσης και να αποστραγγίσουν τον στάσιμο βάλτο που είχαν δημιουργήσει. Οι συμβουλές τους περιγελάστηκαν. Οι στρατιώτες τής Ένωσης άρχιζαν να πεθαίνουν σε μεγάλους αριθμούς185 και τα σώματά τους κείτονταν άταφα.186

Αφού αποβιβάστηκαν με δυσκολία λόγω επίθεσης των φιλο-αυτοκρατορικών, ο άρχοντας ντε Μπαρμπεζιέ και ο Ρέντσο ντα Τσέρι έφεραν στον Λωτρέκ χρήματα και στρατεύματα, που δεν ήσαν αρκετά ούτε το ένα ούτε το άλλο για να καλύψουν τις ανάγκες τού απειλούμενου τώρα γαλλικού στρατού. Ο Ρέντσο συγκλονίστηκε από αυτό που είδε, «τους στρατιώτες ξαπλωμένους περίπου ημιθανείς στις σκηνές τους και όλους άρρωστους». Στο πολεμικό συμβούλιο ο Λωτρέκ υποκρίθηκε ότι ήθελε τη συμβουλή των διοικητών του, αλλά ο πιστός του φίλος Πέδρο Ναβάρρο, γνωρίζοντας τις επιθυμίες του, υπερασπίστηκε τη συνέχιση τής πολιορκίας. Είπε ότι έπρεπε κανείς να έχει κατά νου ότι ο Λωτρέκ είχε κερδίσει τον τίτλο «κατακτητής πόλεων» (l’ espugnatore delle città), όπως ο Δημήτριος Πολιορκητής κατά την αρχαιότητα. Θα ήταν ατιμωτικό να υποχωρήσουν φοβούμενοι έναν εχθρό «κουρασμένο και σχεδόν ηττημένο».

Ο Ναβάρο μιλούσε αντιτασσόμενος στην εκφρασμένη επιθυμία τού Ρέντσο να δει τις γαλλο-ενετικές δυνάμεις να αποσύρονται στις πιο υγιεινές περιοχές στα βόρεια τής Νάπολης. Την επόμενη μέρα ο Λεονάρντο Σαντόρο έμαθε με λεπτομέρειες τι είχε συμβεί στο συμβούλιο. Οι πληροφορίες του προέρχονταν από τον Τζούλιο Αντόνιο Ακουαβίβα, κόμη τού Κονβερσάνο, ο οποίος τού είχε πει, «ότι από εκείνη την ώρα θεωρούσε απελπιστικές τις υποθέσεις των Γάλλων». Ο Κονβερσάνο είχε αναφερθεί στην ανταπάντηση τού Ρέντσο προς τον Ναβάρρο, την οποία ο Σαντόρο διακόσμησε με τις ενδεδειγμένες αναφορές στον Αννίβα, τον Πομπήιο, τον Καίσαρα, τον Γεζέριχο, τον Βελισσάριο, τον Τοτίλα και άλλους αριστείς τού ηρωικού παρελθόντος:

Βλέπω δυστυχώς να μειώνονται οι ομάδες σε αυτό το στρατόπεδο, να υψώνονται λίγα λάβαρα, να χωλαίνουν οι άνδρες και να έχουν φθαρεί από την εξάντληση, χωρίς τη ζωντάνια και την αντοχή ενός στρατιώτη, χωρίς τα χαρούμενα, άσεμνα τραγούδια που τραγουδούν οι στρατιώτες, ούτε βρίσκω σε αυτούς εκείνη την απείθαρχη δύναμη, που έδειχναν στην αρχή αυτού τού πολέμου…

Ο Ρέντσο υποστήριζε ότι οι συμμαχικές δυνάμεις μπορούσαν να κρατήσουν τον εχθρό στον ναπολιτάνικο περιορισμό του με επιθέσεις από ασφαλείς χώρους, σε φιλικές πόλεις και κάστρα στα βόρεια υψίπεδα τής Καμπανίας:

Δεν υπάρχει τίποτε το υποτιμητικό στην εγκατάλειψη τού στρατοπέδου τώρα, προκειμένου να επιστρέψουμε εδώ αργότερα με μεγαλύτερη δύναμη και θάρρος. Δεν θα ενδώσουμε στον εχθρό, στον οποίο έχουμε ρίξει το γάντι τής μάχης, αλλά μάλλον στον Θεό, ο οποίος μάς απειλεί με επιδημία και καταστροφή, από την οποία δεν βλέπω καλύτερη διαφυγή από το να αναζητήσουμε καταφύγιο σε πιο ευνοϊκή ατμόσφαιρα. Αυτά τα αναχώματα, αυτές οι οχυρώσεις, αυτές οι αιώνιες τάφροι θα γίνουν το νεκροταφείο μας, αν δεν φροντίσουμε την (πραγματική) κατάσταση των υποθέσεών μας…187

Οι συμμαχικοί διοικητές χαιρέτησαν την ομιλία τού Ρέντσο ντα Τσέρι με χειροκροτήματα και επιδοκιμασία. Ο Λωτρέκ την είχε ακούσει με περιφρόνηση. Μερικοί από τούς ευγενείς δήλωναν ελεύθερα και ειλικρινά ότι ο Λωτρέκ δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πολιορκία, γιατί είχε ήδη γράψει στον Φραγκίσκο Α’ ότι η Νάπολη θα έπεφτε σε γαλλικά χέρια «μέσα σε λίγες ημέρες». Σε κάθε περίπτωση συμφωνήθηκε στο πολεμικό συμβούλιο ότι ο Ρέντσο έπρεπε να πάει το συντομότερο δυνατόν στη Λ’ Άκουϊλα, για να στρατολογήσει πεζικό 4.000 ανδρών στο Μάρκε τής Αγκώνας. Έπρεπε να πάρει χρήματα (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Σαντόρο) από τον Γάλλο ταμία, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Λ’ Άκουϊλα. Άλλα στρατεύματα έπρεπε να στρατολογηθούν αλλού και σε μεγάλους αριθμούς. Όταν ο Ρέντσο τελείωνε την αποστολή τού στο Μάρκε, έπρεπε να επιστρέψει αμέσως στο στρατόπεδο από την Αππία Οδό (Via Appia) και μέσω Φόντι, Σέσσα, Καρινιόλα, Κάπουα και Αβέρσα. Τα στρατεύματα τού Ρέντσο και οι άλλες νέες στρατολογήσεις έπρεπε να προστατεύουν τον γαλλο-ενετικό στρατό από τον Ερρίκο τον Νεώτερο τού Μπράουνσβαϊκ, αν, όπως υπέθεταν, επρόκειτο αυτός να πορευτεί προς νότο για να σπάσει την πολιορκία τής Νάπολης. Επίσης αν ο Λωτρέκ μπορούσε να πειστεί να εγκαταλείψει την πολιορκία μέχρι να περάσει ο λοιμός, τα στρατεύματα τού Ρέντσο θα κάλυπταν την απόσυρση τού στρατού στη βόρεια Καμπανία.188

Οι περισσότεροι από τούς διοικητές τού Λωτρέκ άρχιζαν σύντομα να ξεγλιστρούν στη σχετική ασφάλεια τής Κάπουα, τής Νόλα και τού Γκρανιάνο. Μερικοί από αυτούς επέζησαν τής επιδημίας, όπως ο Βαλέριο Ορσίνι. Ορισμένοι έχασαν τη ζωή τους, όπως ο νεαρός Λουδοβίκος ντε Λορραίν, κόμης τού Βωντεμόν.189 Από τα μέσα Ιουλίου μια επιδημία τυφοειδούς πυρετού ήταν ανεξέλεγκτη σε ολόκληρο το συμμαχικό στρατόπεδο. Όμως ο τύφος δεν ήταν ο μόνος δολοφόνος. Ο Σαντόρο αναφέρει τα «σμήνη από σφήκες και μύγες» (sciami di vespe e mosche),190 ενώ μεταξύ αυτών μπορούμε να υποθέσουμε και την παρουσία (ανωφελών) κουνουπιών, που πρόσθεταν στην τραγωδία διαλείποντα πυρετό, ρίγη, καθώς και παρατεταμένο θάνατο. Αν και στις πηγές τής εποχής μικρή προσοχή δίνεται στα κουνούπια, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι βρίσκονταν κοντά, αναπτυσσόμενα σε αφθονία στον βάλτο που είχε δημιουργήσει ο Λωτρέκ. Υπήρχε προφανώς κάποιος τύφος, αλλά πολύ λιγότερος, εντός των τειχών τής Νάπολης, όπου επικρατούσαν καλύτερες συνθήκες υγιεινής, ενώ λίγη ελονοσία υπήρχε, γιατί υπήρχε λίγο νερό και ως εκ τούτου πολύ λιγότερα κουνούπια.

Έξω από τα τείχη τής πόλης η δυσωδία των πτωμάτων που σάπιζαν, «δύσοσμη και έντονη μυρωδιά» (odor puzzolente ed acutissimo), γέμιζε τις σκηνές των συμμαχικών στρατιωτών. Οι άνδρες πεσμένοι έξω στο γρασίδι για να πεθάνουν, ήσαν άρρωστοι από τύφο και από την διάρροια τής (βακτηριδιακής) δυσεντερίας. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί λυμαίνονταν τον άρρωστο στρατό, ενώ πανηγύρισαν τον θάνατο τού Βωντεμόν, γιατί ήταν διεκδικητής τού παλαιού Ανδεγαυικού θρόνου τής Νάπολης.

Ο Λωτρέκ συγκινήθηκε πολύ από τον θάνατο τού Βωντεμόν, ενώ αποδυναμωνόταν και ο ίδιος από τον πυρετό, που τον είχε πρωτοχτυπήσει πριν από βδομάδες. Ο Πιέτρο Πέζαρο είχε γράψει από το Σορρέντο στις 13 Ιουλίου, «ότι και ο άρχοντας τού Λωτρέκ είχε τον πυρετό» (come monsignor de Lutrech ha di la febre), όταν πια καθένας πρέπει να γνώριζε για την ασθένεια τού αρχιστράτηγου.191 Ο Φλωρεντινός πρέσβης ντελ Νέρο είχε σημειώσει στις 19 Ιουλίου ότι ο Λωτρέκ ήταν απύρετος για δύο μέρες,192 αλλά ο πυρετός ερχόταν κι έφευγε, απλώς για να επιστρέψει και πάλι. Όμως σύμφωνα με αναφορές από τη Νάπολη στις 24 και 26 τού μηνός ήταν και πάλι αρκετά καλά (come Lutrech era varito).193 Στις 2 Αυγούστου ο ντελ Νέρο έγραφε ότι οι συνθήκες στον στρατό είχαν επιδεινωθεί, «πράγμα που οφειλόταν εν μέρει στην ασθένεια τού άρχοντα [Λωτρέκ], ο οποίος τώρα πηγαίνει καλύτερα». Αλλά ο λοιμός χειροτέρευε και οι φιλο-αυτοκρατορικοί κατελάμβαναν την ύπαιθρο, γιατί οι σύμμαχοι δεν μπορούσαν πια να βρουν εκατό πάνοπλους άνδρες και ελαφρά οπλισμένους ιππείς, αρκετά καλά στην υγεία τους ώστε να μπουν στο πεδίο τής μάχης. Χρειάζονταν επειγόντως ενισχύσεις.194 Ο Κονταρίνι έγραφε στην ενετική κυβέρνηση από την παπική αυλή στο Βιτέρμπο ότι ο Κλήμης Ζ’ ερχόταν πιο κοντά στον αυτοκράτορα Κάρολο με τη μεσολάβηση τού καρδινάλιου Πομπέο Κολόννα, ενώ ο στρατός τού Λωτρέκ λεγόταν ότι «υποχωρούσε και … βρισκόταν σε κακή κατάσταση» (retrato et … mal in ordine). Ο Αντρέα Ντόρια είχε εικοσιπέντε γαλέρες και σχεδίαζε επικουρία τής Νάπολης: «δεν έχει πολύ καλή άποψη για τον στόλο μας και καθόλου καλύτερη για τον γαλλικό στόλο».195

Καθώς ο συμμαχικός στρατός κατέρρεε κάτω από το συνδυασμένο βάρος τού τύφου, τής ελονοσίας και τής δυσεντερίας, η έλλειψη υγιεινής στον καταυλισμό αποτελούσε θρίαμβο τής ηλιθιότητας. Ο περήφανος Λωτρέκ δεν έδειχνε προς τα έξω σημάδια τής εσωτερικής του αγωνίας και ασθένειας, καθώς περιφερόταν ανάμεσα στους στρατιώτες, ζωντανούς και νεκρούς, «περνώντας μέσα από το στρατόπεδο», λέει ο Σαντόρο, «με σπαθί ζωσμένο στο πλευρό του, στηριζόμενος σε μπαστούνι, με μικρό κάλυμμα στο κεφάλι του, άοπλος, συνοδευόμενος από μερικούς κατώτερους αξιωματικούς, επισκεπτόμενος τα φυλάκια…». Αν η καταστροφή που τον περιέβαλλε δεν είχε καταβάλει το προκλητικό πνεύμα του, η επικρατούσα ασθένεια ήταν πάνω από τις δυνάμεις τού αποδυναμωμένου του ατόμου. Ο πυρετός επέστρεψε εκδικητικά. Περιορίστηκε στη σκηνή του, με τούς γιατρούς να τον προσέχουν. Όταν σκεφτόταν τα δεινά τού στρατού του, βυθιζόταν στο κρεβάτι σε απόλυτη απόγνωση. Όταν σκεφτόταν το πλεονέκτημα που είχαν τώρα οι φιλο-αυτοκρατορικοί, πεταγόταν πάνω σε παραληρηματικό θυμό. Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Οι γιατροί προσπάθησαν δύο φορές να προκαλέσουν αιμορραγία. Δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Στις 17 Αυγούστου (1528) ένας Φλωρεντινός παρατηρητής στο συμμαχικό στρατόπεδο έγραφε στην κυβέρνησή του:

Τώρα είναι 10 π.μ. και έχω μόλις μάθει με βεβαιότητα ότι ο άρχοντας, ο επιφανής Λωτρέκ, πέθανε χθες το βράδυ από πνευμονία. Ο μαρκήσιος τού Σαλούτσο και ο κόμης Γκουΐντο Ρανγκόνι δεν θέλουν να γίνει γνωστός ο θάνατός του τόσο γρήγορα, ενώ λένε ότι δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για τη φροντίδα αυτού τού στρατού προσεκτικά (και) με πληρωμή του ακριβώς όπως και πριν. Όσο για μένα, έχοντας παραμείνει απασχολημένος με την ασθένεια τού κυρίου πρέσβη μας (Μπερνάρντο ντελ Νέρο), ο οποίος εξακολουθεί να είναι στο κρεβάτι με πυρετό, καθώς και με εκείνη τού κόμη Ούγκο Πέπολι [τώρα διοικητή των Φλωρεντινών στρατιωτών στον στρατό τού Λωτρέκ], ο οποίος έχει επίσης τον πυρετό κάθε μέρα, δεν έχω μπορέσει να πάρω από κανέναν τους την απόφαση, για το τι πρέπει να γίνει με αυτόν τον στρατό.

Η καλύτερη απόφαση κατά τη γνώμη μου, που θα αναπλήρωνε τη φοβερή έλλειψη όλων, από την οποία υποφέρουμε, θα ήταν η οπισθοχώρηση στην Αβέρσα και σε άλλα κοντινά μέρη, όπου θα υπήρχε αφθονότερη προσφορά τροφίμων και τα στρατεύματα θα βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση, ενώ θα μπορούσε κανείς να πολιορκεί τη Νάπολη εξίσου καλά, όπως και από εδώ. Έχουμε τρομερό πρόβλημα με το νερό και κάθε μέρα αρρωσταίνει κι άλλος. Στο νοικοκυριό τού κυρίου πρέσβη και το δικό μου έχουμε τριάντα ή περισσότερα άρρωστα άτομα στο κατάλυμά μας. … Αν οι εξοχότητές σας σκεφτείτε καλά την ιδέα, μπορείτε να γράψετε στη Γαλλία (με όποιο τρόπο φανεί καλύτερος σε εσάς) και να πείτε ότι θα χρειαστούν πολύ καλύτεροι ηγέτες εδώ για ένα τέτοιο εγχείρημα, ιδιαίτερα επειδή ο μαρκήσιος τού Σαλούτσο δεν τα πηγαίνει πολύ καλά με τον κόμη Ούγκο…196

Ο Μικέλε Αντόνιο, ο μαρκήσιος τού Σαλούτσο, αναλάμβανε τη διοίκηση τού στρατού τής Ένωσης. Δεν ήταν αξιόλογος στρατιωτικός, ενώ ήταν άρρωστος, όπως και οι Γκουΐντο Ρανγκόνι, Ούγκο Πέπολι και Πέδρο Ναβάρρο, «επειδή αυτό το στρατόπεδο τής Ένωσης είναι σε κακή κατάσταση και θέλουν να οπισθοχωρήσουν στην Αβέρσα…» (sichè quel campo de la liga è mal conditionato, et voleano retrarsi in Aversa …). Αν και οι τρέχουσες ασθένειες εύκολα είχαν βρει τον δρόμο τους μέσα από τα τείχη τής Νάπολης, οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν είχαν πληγεί τόσο άσχημα. Όμως ο Φιλμπέρ ντε Σαλόν, ο πρίγκηπας τής Οράγγης, είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι τής αρρώστιας του, όταν συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί τον θάνατο τού Λωτρέκ. Στις 27 και 29 Αυγούστου (1528) ο Αντόνιο Σουριάν, ο Ενετός πρεσβευτής στη Φλωρεντία, ενημέρωνε τον δόγη και τη Γερουσία ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν βγει από τη Νάπολη με ισχύ και «είχαν ανακτήσει τη Νόλα και κάποια άλλα κάστρα».197 Η φλωρεντινή κυβέρνηση έγραφε το ίδιο στον δικό της απεσταλμένο στη Βενετία, τον Μπαρτολομμέο Γκουαλτερόττι, χρονολογώντας την κατάληψη τής Νόλα από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς τη νύχτα τής 22ας Αυγούστου και προσθέτοντας ότι ο Αντρέα Ντόρια είχε φτάσει στη Γκαέτα με την αρμάδα του «και για τον λόγο αυτόν οι γαλλικές γαλέρες δεν τηρούν πια τον αποκλεισμό, όπως τον τηρούσαν».198

Η μια καταστροφή μετά την άλλη έπεφταν πάνω στους Γάλλους σαν πραγματικός καταρράκτης. Ο ταλαντούχος αποστάτης Τζιρολάμο Μορόνε, άλλοτε καγκελλάριος τού Μιλάνου, τώρα φιλο-αυτοκρατορικός και δεξί χέρι τού Φιλμπέρ ντε Σαλόν, απεύθυνε χαρούμενη επιστολή προς τον Αντρέα Ντόρια, επίσης φιλο-αυτοκρατορικό, το απόγευμα τής 29ης Αυγούστου (1528) :

Νίκη, νίκη, νίκη! Οι Γάλλοι έχουν ηττηθεί και διασπαστεί! Κάποια ερείπια τού στρατού τους φεύγουν προς Αβέρσα. Ο άρχοντας πρίγκηπας [της Οράγγης], αν και εξακολουθεί να έχει πυρετό, τούς καταδιώκει με τα στρατεύματά μας και πριν από το ηλιοβασίλεμα θα είναι όλοι τούς νεκροί ή αιχμάλωτοι. … Στην απουσία τού άρχοντα πρίγκηπα θέλησα να σάς στείλω τα πολυπόθητα νέα τής νίκης, όπως είχα υποσχεθεί. … Η Κάπουα έχει ήδη επιστρέψει σε υπακοή προς τον αυτοκράτορα, ενώ οι Γάλλοι που βρίσκονταν στη φρουρά έχουν χάσει τη ζωή τους ή έχουν εκδιωχθεί. … Κάθε στιγμή έρχονται αγγελιοφόροι, για να μάς πουν ότι τώρα πιάστηκε αιχμάλωτος ο άρχοντας Πέδρο Ναβάρρο, τώρα πιάστηκε ο μαρκήσιος τού Σαλούτσο, τώρα ο πρίγκηπας τής Ναβάρρας (ο Σαρλ ντ’ Αλμπρέ, αδελφός τού βασιλιά Ερρίκου τής Ναβάρρας), τώρα ο ένας ή ο άλλος από τούς διοικητές τους και τέλος ότι οι στρατιώτες τους έχουν τραπεί σε φυγή, με τον άρχοντα πρίγκηπα [της Οράγγης] και τις δυνάμεις μας πάντοτε στην καταδίωξή τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει σήμερα.199

Μάλιστα ο μαρκήσιος τού Σαλούτσο και μέρος τού συμμαχικού στρατού είχαν καταφέρει να εισέλθουν στην Αβέρσα, αλλά σύντομα αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν (στις 30-31 Αυγούστου 1528) και ο Σαλούτσο μετατράπηκε σε αιχμάλωτο των φιλο-αυτοκρατορικών, μαζί με τούς Ναβάρο, ντ’ Αλμπρέ, Ρανγκόνι και Πέπολι.200 Με τούς όρους τής παράδοσης ο Σαλούτσο υποσχόταν ότι οι Γάλλοι θα εγκατέλειπαν «όλες τις πόλεις, εδάφη, κάστρα, κωμοπόλεις και φρούρια στο Αμπρούτσο, την Καλαβρία, την Τέρρα ντι Λαβόρο και την Απουλία, καθώς και όλες τις επαρχίες τού βασιλείου τής Νάπολης, που βρίσκονται τώρα υπό την κατοχή των δυνάμεων τού χριστιανικότατου βασιλιά, καθώς και εκείνων των Ενετών…». Οι όροι υπογράφηκαν και σφραγίστηκαν στις 30 Αυγούστου στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο, έξω από την Αβέρσα.201

Η γαλλική κατάκτηση τού λεγόμενου Ρένιο (Regno, βασιλείου) έφτανε στο τέλος της, οι επιτυχίες τού Λωτρέκ σύντομα καταστρέφονταν. Το Μπάρι και η Λ’ Άκουϊλα ύψωναν γρήγορα τα αυτοκρατορικά λάβαρα, ενώ (όπως έγραφε ο Γκάσπαρο Κονταρίνι στην κυβέρνησή του από την παπική κούρτη στο Βιτέρμπο) «πολλοί από τούς άρχοντες αυτού τού βασιλείου είχαν πάει στη Νάπολη, επιθυμώντας να είναι καλοί φιλο-αυτοκρατορικοί» (molti di quelli signori del reame erano andati a Napoli volendo esser boni imperiali).202 Οι βαρώνοι τού νότου εγκατέλειπαν τώρα το άνθος τού κρίνου (fleur-de-lis) με την ίδια προθυμία με την οποία το είχαν αγκαλιάσει πριν από λίγους μόνο μήνες. Ο γαλλικός στρατός είχε καταστραφεί από τις «πολλές ασθένειες» (κυρίως από τον τύφο), από τις οποίες ο ντελ Νέρο είχε μάταια προσευχηθεί για θεία λύτρωση. Η θνησιμότητα ήταν απίστευτη. Από εννιακόσιους πάνοπλους άνδρες μόλις εξήντα παρέμεναν σε φαινομενικά καλή υγεία.203 Οι δύστυχοι Γάλλοι που είχαν προσπαθήσει να αναζητήσουν ασφάλεια τρεπόμενοι σε φυγή προς βορρά, είχαν χτυπηθεί από τούς αγρότες, έτσι ώστε (σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα που πήγε από το Βιτέρμπο στη Νάπολη μεταξύ 7 και 14 Σεπτεμβρίου 1528) μόλις διακόσιοι είχαν φτάσει στη Ρώμη,

όλοι τους άρρωστοι, χωρίς δεκάρα, ενώ κανένας δεν θέλει να τούς δείξει φιλανθρωπία, [άλλοι] έχοντας πεθάνει στον δρόμο, ενώ παντού οι δρόμοι είναι γεμάτοι με τα πτώματα τους, μέχρι τη Νάπολη, με ανυπόφορη δυσωδία, ενώ εκείνοι οι λίγοι που κατάφεραν να ξεφύγουν έχουν πέσει θύματα ληστείας από τούς αγρότες, που έχουν πάρει ακόμη και τα ρούχα τους, ώστε να έχουν μόνο φύλλα για να καλύπτονται. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια σκληρότητα!204

Οι αναφορές τής εποχής διαφέρουν ως συνήθως στις λεπτομέρειες, αλλά λένε όλες σχεδόν το ίδιο πράγμα. Στις 19 Σεπτεμβρίου (1528) ο αυτοκρατορικός γραμματέας Χουάν Πέρεζ έγραφε στον Κάρολο Ε’ από τη Νάπολη:

Περίπου 500 Γάλλοι από τη Νάπολη έχουν φτάσει στη Ρώμη, αλλά σε τόσο άθλια κατάσταση, που [μερικοί] μάλιστα πέθαναν στους δρόμους από την πείνα και λίγοι θα επιζήσουν. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τούς αιχμαλώτους εδώ, που περιπλανιούνται στους δρόμους ζητιανεύοντας γυμνοί και πεινασμένοι, με τρόπο που ραγίζει την καρδιά.205

Οι πολιτικές επιπτώσεις τής ήττας των Γάλλων ήσαν προφανείς. Ο Αλόνσο Σάντσεζ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρεσβευτής στην αυτοκρατορική Βενετία, έγραφε στον Κάρολο από τη Μιράντολα στις 21 Σεπτεμβρίου:

Οι Φλωρεντινοί, όταν μάθουν για την προέλαση τού ναπολιτάνικου στρατού, θα είναι ευτυχείς υπογράφοντας οποιουσδήποτε όρους ευαρεστηθεί να επιβάλει η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα. … Οι Ενετοί, σύμφωνα με αναφορά που έστειλε πρόσφατα ο πρεσβευτής τού βασιλιά τής Ουγγαρίας, είναι τόσο αποπροσανατολισμένοι, που δεν ξέρουν τι να κάνουν, εκτός από το να οχυρώνουν τις πόλεις στα σύνορα τής Λομβαρδίας λόγω τού φόβου εισβολής. Τώρα είναι η ώρα να ξεριζωθεί αυτό το δηλητηριώδες φυτό και να δοθεί πλήγμα σε ανθρώπους, που έχουν υπάρξει πάντοτε υποστηρικτές τής έριδας μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και διαρκείς υποκινητές των Τούρκων.206

Μετά τον θάνατο τού Λωτρέκ και την αποτυχία τού γαλλικού στρατού στη Νάπολη ήταν αδιανόητο ότι ο Κλήμης Ζ’ θα επανενωνόταν με τούς πρώην συμμάχους του, τούς Γάλλους και τούς Ενετούς, στην προηγούμενη Ένωση τού Κονιάκ. Μάλιστα ο Κλήμης επέμενε ακόμη, πεισματικά όπως πάντοτε, για την επιστροφή τής Ραβέννας και τής Τσέρβια στην Αγία Έδρα. Ο Γκάσπαρο Κονταρίνι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, ώστε να εξασφαλίσει ότι ο Κλήμης θα παρέμενε ουδέτερος στον συνεχιζόμενο ανταγωνισμό και ότι δεν θα εντασσόταν σε κατανόηση ή συμμαχία με τον Κάρολο Ε’. Ο Κονταρίνι τού έλεγε διαρκώς ότι μόνο διατηρώντας την ουδετερότητά του μπορούσε ο Κλήμης να ενεργήσει ως μεσάζων για την αποκατάσταση τής ειρήνης στην Ιταλία και την Ευρώπη.207

Ο Κάρολος Ε’ λαχταρούσε την ειρήνη στην Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη όχι λιγότερο από τον Κονταρίνι. Όμως στην καταστροφή τού στρατού τού Λωτρέκ ο Κάρολος έβλεπε να ενισχύονται αφάνταστα τα θεμέλια τής δικής του «αυτοκρατορικής πολιτικής». Τώρα μπορούσε να εξετάσει τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας με την Αγία Έδρα και τη δική του αυτοκρατορική στέψη από τα χέρια τού πάπα. Μπορούσε να ελπίζει να δει τη σύγκληση γενικής συνόδου, που θα ξερίζωνε την ευρύτατη ανάπτυξη αιρέσεων κατά τα τελευταία χρόνια και θα πραγματοποιούσε την αναγκαία μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας. Θα είχε την ευκαιρία, ύστερα από δεκαετίες αδιάλειπτου πολέμου στη χερσόνησο, να ανοικοδομήσει το βασίλειο τής Νάπολης και το δουκάτο τού Μιλάνου. Τώρα επίσης, θα μπορούσε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στις υποθέσεις τής Γερμανίας και τής Ολλανδίας, να καθαρίσει τη δυτική Μεσόγειο από τούς κουρσάρους τής Μπαρμπαριάς και να ενοποιήσει τούς πόρους των επικρατειών των Αψβούργων, για να προστατεύσει από τούς Τούρκους τα εδάφη του, καθώς και εκείνα τού αδελφού του Φερδινάνδου.208

Στις 26 Σεπτεμβρίου (1528) ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ο απεσταλμένος τής Μάντουα στην κούρτη στο Βιτέρμπο, έγραφε στον μαρκήσιο Φεντερίκο ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν καλή διάθεση απέναντι στον πάπα, ο οποίος μπορούσε να επιστρέψει στη Ρώμη όποτε ο ίδιος επέλεγε. Τέτοιο ήταν το μήνυμα ενός Γενουάτη ηγούμενου, ο οποίος είχε μόλις έρθει από τη Νάπολη ως απεσταλμένος τού Αντρέα Ντόρια και των φιλο-αυτοκρατορικών. Ο καλός ηγούμενος είχε διαβεβαιώσει επίσης τον πάπα ότι μπορούσε να είναι βέβαιος για κάθε «διευκόλυνση και υπηρεσία» (comodo et servitio) από τον στρατό τού Καρόλου. Η μετακόμιση τής παπικής αυλής στις όχθες τού Τίβερη είχε συζητηθεί σε εκκλησιαστικό συμβούλιο το προηγούμενο πρωί. Είχε εκφραστεί κάποια αμφιβολία για τη σκοπιμότητα τής κίνησης,

όχι τόσο λόγω οποιασδήποτε υποψίας για τον φιλο-αυτοκρατορικό στρατό, όσο λόγω των διαφορών των Κολόννα και Ορσίνι, που βρίσκονται στα όπλα τόσο κοντά στη Ρώμη, αλλά παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι [ο πάπας και οι καρδινάλιοι] έχουν αποφασίσει να πάνε σε οκτώ ή δέκα μέρες, πράγμα που θα το πιστέψω όταν το δω να μπαίνει σε εφαρμογή!209

Όμως δύο μόνο μέρες αργότερα ο Γκονζάγκα συνειδητοποιούσε ότι ο πάπας και το Ιερό Κολλέγιο μιλούσαν σοβαρά για την επιστροφή τους, επειδή οι φιλο-αυτοκρατορικοί απελευθέρωναν τούς καρδινάλιους που κρατούνταν ως όμηροι στη Νάπολη και επέστρεφαν την Όστια και την Τσιβιταβέκκια στην Αγία Έδρα.210

Καθώς ο Κλήμης Ζ’ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Ρώμη, φιλοξένησε τον Γκάσπαρο Κονταρίνι σε δείπνο (στις 2 Οκτωβρίου) και δύο μέρες αργότερα ο Κονταρίνι έγραφε στην ενετική κυβέρνηση για την ασυνήθιστη συζήτησή τους σχετικά με τον χαρακτήρα τού Καρόλου Ε, ο οποίος είχε γίνει πια διαιτητής των παπικών υποθέσεων στην Ιταλία. Ο Κλήμης αναφερόταν στην «επίμονη κακή διάθεση» που επιδείκνυε ο Κάρολος απέναντι στον Φραγκίσκο Α’, οπότε ο Κονταρίνι ανέφερε ότι όταν ήταν στη Φλάνδρα (τον Ιούλιο τού 1521) ο εξομολογητής τού αυτοκράτορα, ένας Φραγκισκανός μοναχός, τού είχε πει ότι ο αυτοκράτορας δυσκολευόταν πολύ να ξεχάσει πλήγματα. Ο Κλήμης απάντησε ότι ο Νικόλαος Σόνμπεργκ, ο αρχιεπίσκοπος τής Κάπουα,

όταν τον έστειλα στην Ισπανία μετά την εκλογή μου, μού είπε μετά την επιστροφή του ότι συχνά είχε μεγάλης διάρκειας συζητήσεις με τον αυτοκράτορα ο οποίος, καθώς ήσαν συμπατριώτες, δεν ήταν επιφυλακτικός μαζί του. Έτσι μού είπε [ότι] η φύση τού αυτοκράτορα ήταν κακή, αλλά ότι η εκπαίδευση και η ανατροφή του ήσαν καλές. Και έτσι σημείωνε τα αποτελέσματα που είχαν παραχθεί από την ανατροφή και εκείνα από τη φύση, καθώς και τη διαφορά τους, καταδεικνύοντας πόσο αντίθετες ήσαν η φύση< τού αυτοκράτορα και η παιδεία του.

Λαμβάνοντας υπόψη την κρίσιμη κατάσταση τής Αγίας Έδρας και τις θλιβερές συνθήκες στην Ιταλία, τον Κλήμεντα απασχολούσε πολύ κατά πόσον στους επόμενους μήνες θα επικρατούσε η φύση τού Καρόλου ή η παιδεία του. Ο Κονταρίνι, ο οποίος είχε προσπαθήσει να πείσει τον Κλήμεντα να μην επιστρέψει στη Ρώμη, απάντησε σοβαρά, «Η ΠανΑγιότητά σας γνωρίζει καλά πόσο μεγάλη είναι η δύναμη τής φύσης!»211

Παρά το γεγονός ότι παραμένει ασαφές αν ο Κλήμης ανέμενε ότι η φύση τού Καρόλου ή η ανατροφή του θα προσδιόριζαν τελικά τον χαρακτήρα του, έφυγε από το Βιτέρμπο στις 5 Οκτωβρίου (1528) με οκτακόσιους έως χίλιους πεζούς στρατιώτες και στράτευμα ελαφρού ιππικού. Οι δρόμοι ήσαν ανασφαλείς, λόγω τής διαμάχης των Ορσίνι και των Κολόννα. Ο Κλήμης και η παπική κούρτη έφτασαν στη Ρώμη το βράδυ τής 6ης τού μηνός κάτω από βαριά βροχή, όπου την ησυχία διέκοπταν βροντές και το σκοτάδι φωτιζόταν από αστραπές.212 Οι πρέσβεις επέστρεψαν στην κούρτη, μεταξύ των οποίων ο Γκάσπαρο Κονταρίνι και ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα.

Ο Γκονζάγκα ήταν συγγενής τού μαρκησίου Φεντερίκο τής Μάντουα, τον οποίο υπηρετούσε ως πρεσβευτής στην παπική αυλή. Ο Γκονζάγκα είχε φύγει από τη Ρώμη πριν από δεκαεπτά μήνες (στις 13 Μαΐου 1527), μαζί με τη μητέρα τού Φεντερίκο, την Ισαβέλλα ντ’ Έστε. Έχοντας επιστρέψει, περπατούσε στους γεμάτους σκουπίδια δρόμους με σκεπτική, μελαγχολική διάθεση. Η Ρώμη δεν φαινόταν αιώνια. Υπήρχαν σημάδια θνησιμότητας παντού. Όπως έγραφε στον Φεντερίκο στις 12 Οκτωβρίου, έξι μέρες μετά την επιστροφή τού πάπα στην πόλη,

Εξερευνώ τη Ρώμη και πάλι αυτές τις τελευταίες ημέρες και έχω βρει πραγματικά τεράστια καταστροφή και ευρείες περιοχές ακατοίκητες. Είναι εκπληκτικό θέαμα! Υπάρχουν αμέτρητα σπίτια χωρίς τούς ιδιοκτήτες τους, με τις σοφίτες και τις στέγες τους κατεστραμμένες. Τούς λείπουν πόρτες, παράθυρα και παρόμοια σε τέτοιο βαθμό, που την καρδιά αγγίζει η συμπόνια βλέποντας τόσο μεγάλη καταστροφή. Γνώριζα πολλούς ανθρώπους σε περασμένες εποχές, Ρωμαίους καθώς και ξένους. Τώρα δεν βλέπω κανέναν από αυτούς εδώ. Όταν ρώτησα γι’ αυτούς, έμαθα ότι σχεδόν όλοι τους είναι νεκροί, ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι, από τούς οποίους δύσκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει έστω κι έναν. Έχουν όλοι υποκύψει στον λοιμό. Είμαι απόλυτα έκπληκτος από το θέαμα μιας τέτοιας ερημιάς ανάμεσα στα ερείπια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, δεδομένου ότι η κούρτη βρίσκεται εδώ, τουλάχιστον ο πληθυσμός θα αυξηθεί και κατά συνέπεια τα σπίτια θα αποκατασταθούν, αλλά δεν ελπίζω να το δω αυτό πολύ σύντομα, γιατί θα χρειαστεί να γίνουν τόσα πολλά πριν μπορέσουν τα πράγματα να επανέλθουν στην προηγούμενη κατάστασή τους, αφού, για να πω την αλήθεια, η καταστροφή είναι τεράστια.213

<-7. Παβία και η Ένωση τού Κονιάκ. Το Μόχατς και οι Τούρκοι στην Ουγγαρία. Πορεία τού Μπουρμπόν προς τη Ρώμη (1525-1527) 9. Πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης (1528-1529)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top