09. Πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης (1528-1529)

<-8. Η άλωση τής Ρώμης και η πολιορκία τής Νάπολης (1527-1528) 10. Ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α’ και η αντίθεση των Αψβούργων προς τούς Τούρκους (1530-1534)->

9
Πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης (1528-1529)

Image Image

Την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 1528, πριν από το μεσημέρι τής μέρας τής γιορτής τού Σαιν Βενσέν, ο Γάλλος και ο Άγγλος στρατιωτικός αγγελιοφόρος ανήγγειλαν την κήρυξη πολέμου των βασιλέων τους κατά τού Καρόλου Ε’, ο οποίος τούς είχε υποδεχτεί στη μεγάλη αίθουσα τού ανακτόρου στο Μπούργκος. Ο Γκυέν, ο Γάλλος «υπεύθυνος όπλων» (roy d’armes), είχε τονίσει την επιθυμία τού Φραγκίσκου Α’ για ειρήνη και φιλία με τον Κάρολο, που θα αποτελούσαν όφελος για τη χριστιανοσύνη, ενώ με την ειρήνη θα μπορούσαν να υπηρετήσουν τον Θεό «με τη διεξαγωγή πολέμου εναντίον των απίστων» (en faisant guerre contre les infideles). Αλλά δυστυχώς δεν επρόκειτο να συμβεί αυτό, γιατί οι αυτοκρατορικές δυνάμεις είχαν αλώσει τη Ρώμη, τον τόπο τής Αγίας Έδρας, είχαν διαπράξει αναρίθμητα εγκλήματα, ενώ κρατούσαν όμηρο και τον ίδιο τον πάπα.1 Ο Φραγκίσκος, χωρίς να συγκαλύπτει τούς άλλους λόγους του, για τούς οποίους βάδιζε σε πόλεμο, ήταν ευτυχής που χρέωνε στον Κάρολο την ευθύνη για την άλωση τής Ρώμης.

Για χρόνια ο Φραγκίσκος έψαχνε παντού για συμμάχους, χωρίς να παραμελεί να ρίχνει τα δίχτυα του στα ταραγμένα νερά τής Κεντρικής Ευρώπης. Το 1524 είχαν εκπονηθεί και συζητούνταν σοβαρά σχέδια για γαμήλια συμμαχία μεταξύ Γαλλίας και Πολωνίας. Έτσι κι αλλιώς ο βασιλιάς τής Πολωνίας, ο Σίγκισμουντ Α’, είχε παντρευτεί τη Μπόνα Σφόρτσα, κόρη τού δούκα Τζιαν Γκαλεάτσο Μαρία (πέθανε το 1494) και η Μπόνα είχε κάποια διεκδίκηση επί των δουκάτων τού Μιλάνου και τού Μπάρι. Η γαλλο-πολωνική συμμαχία θα βασιζόταν σε δύο γάμους, σε αυτόν τού Ερρίκου, δεύτερου γιου τού Φραγκίσκου και δούκα Ορλεάνης, με μια από τις κόρες τού Σίγκισμουντ και σε εκείνον τού μεγαλύτερου γιου τού Σίγκισμουντ με μια από τις κόρες τού Φραγκίσκου. Οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει για λογαριασμό τού Φραγκίσκου από τον Ισπανό πρόσφυγα διπλωμάτη Αντόνιο Ρινκόν,2 μετά τον οποίο τις συνέχισε και τις ολοκλήρωσε για λογαριασμό τού Σίγκισμουντ ο Τζερόμ Γιάροσλαβ Λάσκι. Ο Λάσκι ήταν τότε παλατινός τού Σίρατζ επί τού ποταμού Βάρτα, νοτιοδυτικά τού Λοτζ, ανηψιός τού αρχιεπισκόπου Ιωάννη Λάσκι τού Γκνιέζνο, που πέθανε το 1531. Ο Τζερόμ Λάσκι θα έπαιζε σημαντικό και επικίνδυνο ρόλο στα χρόνια που θα έρχονταν, με τη νομιμοφροσύνη του να στρέφεται από τον Σίγκισμουντ προς τον Ζαπόλυα και πίσω ξανά προς τον Σίγκισμουντ. Με βάση τις συμφωνίες που γίνονταν τώρα, ο Σίγκισμουντ θα βοηθούσε τούς Γάλλους να ανακτήσουν το Μιλάνο, γιατί τα δικαιώματα τής Μπόνα Σφόρτσα επί τού επίδικου δουκάτου θα περνούσαν μαζί με την κόρη της στη Γαλλία.

Αν και η ήττα τού Φραγκίσκου και η σύλληψή του στην Παβία στα τέλη Φεβρουαρίου 1525 είχαν ακυρώσει αυτές τις προτάσεις, η καταστροφή στο Μόχατς και ο θάνατος τού Λουδοβίκου Β’ στα τέλη Αυγούστου 1526 έφερναν στον Φραγκίσκο την ανάγκη καθώς και την ευκαιρία, να στρέψει και πάλι την προσοχή του προς την Κεντρική Ευρώπη. Ο Λουδοβίκος Β’ είχε υπάρξει φιλο-Αψβούργος και όταν είχε προσπαθήσει να τον διαδεχθεί ο γαμπρός του Φερδινάνδος, όπως είδαμε, ξεπρόβαλε ο βοεβόδας Ιωάννης Ζαπόλυα με τη δική του διεκδίκηση για το στέμμα τού Αγίου Στεφάνου. Ο Ζαπόλυα είχε τότε την υποστήριξη μεγάλου μέρους τής ουγγρικής βαρωνίας. Προφανώς είχε και την υποστήριξη τού Φραγκίσκου Α’, ενώ στη γαλλική αυλή ήταν εξίσου προφανές ότι εκπρόσωπος τού Φραγκίσκου θα ήταν ο πολυμήχανος Αντόνιο Ρινκόν.

Γεννημένος στη Μεδίνα ντελ Κάμπο, στην παλιά Καστίλλη, ο Ρινκόν φαίνεται ότι είχε υπηρετήσει με τις ισπανικές δυνάμεις στην Ιταλία. Όμως, έχοντας εμπλακεί στην εξέγερση των Κομουνέρος, δραπέτευσε στη Γαλλία, όπου μπήκε στην υπηρεσία τού Φραγκίσκου Α’ το φθινόπωρο τού 1521, προφανώς με σύσταση τού Γάλλου ναυάρχου Γκυγιώμ Γκουφφιέ, άρχοντα τού Μποννιβέ, ο οποίος είχε γίνει φίλος και προστάτης του. Ο Ρινκόν στάλθηκε σύντομα σε δύο σημαντικές αποστολές εναντίον των Αψβούργων στην Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τρανσυλβανία και τη Βοημία (το 1522-1524), όταν πια οι Αψβούργοι εξάπλωναν παντού τη φήμη ότι ο Φραγκίσκος ήταν σύμμαχος των Τούρκων. Ο Φραγκίσκος έπρεπε να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι σε αυτή την κατηγορία τόσο συχνά, ώστε κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι οι Αψβούργοι τού έδιναν καλή συμβουλή και ότι μάλιστα έπρεπε να στραφεί προς την Ισταμπούλ για βοήθεια εναντίον τού Καρόλου Ε’. Μετά το 1527 ο Ρινκόν γινόταν κύριος εκπρόσωπος και ίσως ακόμη και πρωτουργός τής πολιτικής, που θα συνέδεε το Παρίσι και την Πύλη σε συνεννόηση εναντίον των Αψβούργων.

Ο Ρινκόν στάλθηκε πίσω στην Ουγγαρία το 1527, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 7, παίρνοντας μαζί του επιστολή από τον Φραγκίσκο Α’ προς τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Η επιστολή χρονολογείται στο Σεν Ζερμαίν-αν-Λαί στις 24 Φεβρουαρίου (1527), ημερομηνία μετά την οποία ο Ρινκόν ξεκίνησε για τη Βενετία, όπου άρεσε στους εκεί και τον εκτιμούσαν πολύ. Από τη λιμνοθάλασσα συνέχισε προς Κροατία και από εκεί κατευθύνθηκε στη Βούδα, όπου έφτασε στις 25 Ιουνίου. Τού επιφυλάχτηκε σχεδόν βασιλική υποδοχή από τον Ζαπόλυα και τούς βαρώνους του. Ο Φραγκίσκος έγραφε στον Ζαπόλυα για τη θλίψη του για την τουρκική σφαγή τού χριστιανικού στρατού στο Μόχατς, για τη χαρά του για την άνοδο τού Ζαπόλυα στον θρόνο τής Ουγγαρίας, καθώς και για την εμπιστοσύνη στην ικανότητα τού Ζαπόλυα να φράξει τον δρόμο στην τουρκική κατάκτηση. Διαβεβαίωνε επίσης τον πρώην βοεβόδα για την υποστήριξη τής Ένωσης τού Κονιάκ, η οποία περιλάμβανε τον Κλήμεντα Ζ’, τον Ερρίκο Η’ και τη Δημοκρατία τής Βενετίας.3

Όταν βρισκόταν στη Βενετία, ο Ρινκόν είχε υποσχεθεί στον φίλο του, τον δόγη Αντρέα Γκρίττι, να τού στείλει νέα «της υπόθεσης τής Ουγγαρίας» (le cose de Hongaria), πράγμα που έκανε σε εντυπωσιακή επιστολή από τη Βούδα στις 3 Ιουλίου (1527), η οποία παραδόθηκε στο ανάκτορο των δόγηδων στις 27 τού μηνός:

Με υποδέχθηκε ο γαληνότατος βασιλιάς [Ιωάννης Ζαπόλυα] και όλοι οι Ούγγροι άρχοντες σαν να είχα έρθει από τον ουρανό. Μάλιστα λόγω τής άφιξής μου πολλοί, που ήσαν μέχρι τότε αναποφάσιστοι, δήλωσαν ότι βρίσκονται με το μέρος του. Έχουν έρθει μερικοί που ήσαν με το μέρος τού αρχιδούκα κι έτσι οι υποθέσεις αυτού τού βασιλιά βρίσκονται πια σε καλή κατάσταση [gagliarde] και με κάποια βοήθεια όχι μόνο θα παραμείνει ασφαλής ως βασιλιάς, αλλά ο εν λόγω αρχιδούκας δεν θα κοιμάται ήσυχος στην Αυστρία. … Γράφω εκτενώς προς τον χριστιανικότατο βασιλιά τις πληροφορίες που στέλνω συνοπτικά προς τη γαληνότητά σας. Η χριστιανικότατη Μεγαλειότητά του με έχει στείλει εδώ, για να προσφέρω στον γαληνότατο αυτόν βασιλιά τη βοήθειά του, καθώς και εκείνη τής Ένωσης. Την προσέφερα και εκείνος την αποδέχτηκε με άφθονες ευχαριστίες. Τώρα πρέπει κάποιος να τον φροντίσει, γιατί με μικρή βοήθεια θα κάνετε ένα βασιλιά και ένα βασίλειο να είναι υποχρεωμένοι απέναντί σας για πάντα, ενώ θα έχετε στα χέρια σας ένα σπαθί, που μπορεί να καταστείλει τη γερμανική βία. … Από τη στιγμή τής άφιξής μου οι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν ότι η νίκη είναι βεβαιότητα για εμάς, αφού οι ελπίδες τού Φερδινάνδου συρρικνώνονται, ενώ εκείνες τού βασιλιά αυξάνονται. Όχι ότι έχω καταφέρει αυτά τα θαύματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί δεν θέλω να πω τόσo πολλά για τον εαυτό μου. Είναι απλώς ότι έχει εξαπλωθεί σε όλο το βασίλειο το μήνυμα ότι ο χριστιανικότατος βασιλιάς μαζί με την Ένωση είναι πρόθυμοι να τούς βοηθήσουν.4

Όπως και ο Ρινκόν, ο Ζαπόλυα πίστευε ότι «τώρα πρέπει κάποιος να τον φροντίσει» και στις 6 Ιουλίου (1527) έκανε έκκληση στη Γαλλία, τη Βενετία, την Αγγλία και την Αγία Έδρα, να εμποδίσουν τις προσπάθειες τού Φερδινάνδου να γίνει βασιλιάς τής Ουγγαρίας. Μια αναφορά τής εποχής «σχετικά με την παρούσα κατάσταση τού γαληνότατου ηγεμόνα, τού άρχοντα Ιωάννη, βασιλιά τής Ουγγαρίας», ισχυρίζεται (σε συμφωνία με την εκτίμηση τού Ρινκόν για την τρέχουσα κατάσταση) ότι όντως η θέση τού Ζαπόλυα έδειχνε ελπιδοφόρα.5 Ο Ζαπόλυα στράφηκε επίσης για υποστήριξη προς τον Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας. Φεύγοντας από τη Βούδα, ο Ρινκόν πήγε στην Κρακοβία για να συνηγορήσει υπέρ τής υπόθεσης τού Ζαπόλυα. Παγιδευμένος ανάμεσα στη Σκύλλα των Αψβούργων και τη γαλλική Χάρυβδη, ο Σίγκισμουντ επέλεγε να αποστασιοποιείται από το πρόβλημα. Αγαπούσε τον Ζαπόλυα σαν δικό του γιο, όπως έλεγε στον Ρινκόν στις 5 Σεπτεμβρίου (1527), όμως δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Όπως και σε προηγούμενες ακροάσεις, όταν είχε δεχτεί τον Ρινκόν, ο Σίγκισμουντ στηριζόταν αναμφίβολα και σε αυτή την περίπτωση στην παρουσία τού καγκελλαρίου Πέτερ Τομίτσκι, επισκόπου Κρακοβίας (1523-1536), καθώς και σε εκείνη τού καγκελλαρίου Κρίστοφερ Συντφοβιέτσκι, φρούραρχου Κρακοβίας. Τόσο ο Τομίτσκι όσο και ο Συντφοβιέτσκι είχαν φανεί ευνοϊκοί προς τα γαλλικά ανοίγματα στις δύο πρώτες αποστολές τού Ρινκόν στην Πολωνία (το 1522-1524), όπως προφανώς ήσαν ακόμη, αλλά οι Γιαγκελλόνιοι δεν ήσαν διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν τούς Αψβούργους.

Όπως το έθετε ο Σίγκισμουντ στον Ρινκόν, δεν μπορούσε να εμπλακεί στους αλληλοκτόνους πολέμους τής χριστιανοσύνης (quia . . . nollet se bellis Christianorum immiscere). Ήταν πολύ συνδεδεμένος και με τούς Αψβούργους και είχε αποφασίσει από την αρχή, να ενεργεί ως μεσάζων μεταξύ αυτών και τού Ζαπόλυα. Στη θλιβερή περίπτωση τής προσφυγής στα όπλα θα παρέμενε ουδέτερος. Είχε ανάγκη ο ίδιος, όπως έλεγε, από δυτική βοήθεια, γιατί οι Τάταροι επιτίθεντο συνεχώς την Πολωνία. Όμως ο Σίγκισμουντ δεν θα μετέβαλλε κατά κανένα τρόπο, «έχοντας κυρώσει αυτές ευχάριστα και σταθερά» (immo habet rata, grata et firma), τις ρυθμίσεις που είχε διαπραγματευτεί ο Τζερόμ Λάσκι με τον Φραγκίσκο Α’, προς τον οποίο ζητούσε από τον Ρινκόν να μεταφέρει έκφραση τού σεβασμού και τής αδελφικής αγάπης τού Πολωνού βασιλιά.6

Η αμφιλογία τού Σίγκισμουντ προοιώνιζε στην πραγματικότητα κάποιο μέτρο επιφυλακτικής προτίμησης για τούς Αψβούργους ή μάλλον ίσως φόβο γι’ αυτούς, γιατί ως βασιλιάς τής Βοημίας ο Φερδινάνδος ήταν ο πλησιέστερος γείτονας τού Σίγκισμουντ. Λόγω τής αμφιταλάντευσης τού Σίγκισμουντ ο Τζερόμ Λάσκι, αντι-Αψβούργος και ειλικρινής, είχε εγκαταλείψει την υπηρεσία τού βασιλιά για εκείνη τού Ζαπόλυα στην Ουγγαρία.

Αμέσως μετά την ακρόασή του από τον Σίγκισμουντ στις 5 Σεπτεμβρίου (1527), ο Ρινκόν έφυγε από τον λόφο Βαβέλ τής Κρακοβίας για να επιστρέψει στην Ουγγαρία μέσω τού Κόζιτσε τής νοτιοανατολικής Σλοβακίας, απ’ όπου έγραψε επιστολή στις 23 τού μηνός προς τον στρατάρχη Ανν ντε Μονμορενσύ, ενημερώνοντάς τον ότι έστελνε τον γραμματέα του, τον Τρανκίγιο, στη γαλλική αυλή, για να αναφέρει για τις δραστηριότητές του. Επειδή δεν υπήρχε κάτι περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει στην Πολωνία, ο Ρινκόν επέστρεφε προφανώς στην Ουγγαρία, για να βοηθήσει τον Ιωάννη Ζαπόλυα. Ζητούσε από τον Μονμορενσύ περαιτέρω οδηγίες και χρήματα για να συνεχίσει, αφού είχε φύγει από τη Γαλλία με ανεπαρκή κονδύλια.7

Τώρα πια ο Ζαπόλυα χρειαζόταν οπωσδήποτε βοήθεια. Ο Φερδινάνδος είχε καταλάβει τη Βούδα στις 23 Σεπτεμβρίου, τη μέρα ακριβώς τής επιστολής Ρινκόν προς Μονμορενσύ, ενώ λίγες ημέρες αργότερα νίκησε τον Ζαπόλυα κοντά στη μικρή πόλη Τόκαϊ επί τού ποταμού Τίσα στη βορειοανατολική Ουγγαρία, μια νίκη τόσο γλυκιά για τον Φερδινάνδο, όσο το κρασί που ήπιαν τα στρατεύματά του ύστερα από τη μάχη. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στο κεφάλαιο 7, ο Ζαπόλυα διέφυγε στην Τρανσυλβανία, ενώ ο Φερδινάνδος ενθρονίστηκε ως βασιλιάς Ουγγαρίας (στις 3 Νοεμβρίου 1527). Φαίνεται ότι ύστερα από παρότρυνση τού Ρινκόν ο Ζαπόλυα έστελνε τώρα τον Τζερόμ Λάσκι στην πετυχημένη αποστολή του στην Ισταμπούλ, η οποία οδήγησε στις 29 Φεβρουαρίου 1528 στη συνθήκη φιλίας και αδελφοσύνης τού Ζαπόλυα με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, στην ύπαρξη ακριβώς τού οποίου ο Σίγκισμουντ έβλεπε τον χειρότερο κίνδυνο που αντιμετώπιζε τότε η χριστιανοσύνη.8

Παρά τη διαβεβαίωση για τουρκική βοήθεια, ο Ζαπόλυα φαινόταν ότι είχε σχεδόν βγει από τον συναγωνισμό, όταν νικήθηκε και πάλι (εξαιτίας αποτυχίας και προδοσίας των στρατευμάτων του) στο Κόζιτσε στις 6 Μαρτίου (1528). Διέφυγε στην Πολωνία, πρώτα στο κάστρο τού «Κάμιενιετς» κοντά στο Κρόζνο και στη συνέχεια στην κοντινή πόλη τού Τάρνοβ, όπου ο Σίγκισμουντ τού χορήγησε άσυλο προς ακραία ενόχληση τού Φερδινάνδου.9 Ο Πολωνός αντικαγκελλάριος Πέτερ Τομίτσκι έγραφε στον Λούκας Γκόρκα, τον φρούραρχο τού Πόζναν ότι

ο άρχοντας Αντόνιο Ρινκόν, απεσταλμένος τού γαληνότατου βασιλιά τής Γαλλίας, ήταν μεταξύ των πεζών στρατιωτών, που πολέμησαν γενναία, αλλά όταν είδαν την προδοσία των Ούγγρων … και την απόδραση τού βασιλιά (από το πεδίο τής μάχης), τράπηκαν και οι ίδιοι σε φυγή, αν και τριακόσιοι από αυτούς πέθαναν γενναία στη μάχη…

Ο Ζαπόλυα έκανε έκκληση στον Σίγκισμουντ να μεσολαβήσει στον Φερδινάνδο για να ρυθμιστούν οι όροι τής ειρήνης, που έπρεπε να είναι ανεκτοί, αν όχι αξιόπιστοι.

«Όμως είμαι πεπεισμένος», συνέχιζε ο Τομίτσκι ότι ο βασιλιάς Φερδινάνδος, συνεπαρμένος από αυτή την πρόσφατη νίκη, θα είναι αρνητικός για την αποδοχή οποιωνδήποτε όρων ομόνοιας και ειρήνης, γιατί πιέζει ζηλόφθονα τη βασιλική του μεγαλειότητα (τον Σίγκισμουντ) να μην επιτρέψει στον εχθρό του, τον βασιλιά Ιωάννη, να βρει καταφύγιο σε επικράτεια τής Μεγαλειότητάς του. Αλλά μού φαίνεται εντελώς σκληρό και αντιχριστιανικό αν η Μεγαλειότητά του χρειαστεί να στερήσει από ένα βασιλιά, γείτονά του και συγγενή μέσω γάμου, κάθε προστασία και υποστήριξη σε αυτή την ακραία ανάγκη που αντιμετωπίζει. Σκοπεύω λοιπόν να γράψω στη Μεγαλειότητά του και να προσπαθήσω να τον πείσω να ανταποκριθεί στην ευσεβή υποχρέωση ενός χριστιανού βασιλιά και να μην εγκαταλείψει ένα [συνάδελφο] μονάρχη στην απελπισία, στην οποία έχει περιπέσει λόγω τής κακής θέλησης τής αντίστροφης τύχης, αλλά να τον κρατήσει προς το παρόν ασφαλή στην επικράτειά του, όχι για να επεξεργαστεί από εκεί κάποια σχέδια επιζήμια για τον βασιλιά Φερδινάνδο και το βασίλειο τής Ουγγαρίας, αλλά απλώς για να τον σταματήσει, ώστε να μην ξεγλιστρήσει ούτε προς τον Τούρκο ούτε προς άλλες εχθρικές χώρες, απ’ όπου θα μπορούσε στη συνέχεια να επιφέρει φοβερή καταστροφή στο βασίλειο τής Ουγγαρίας ή στη χριστιανική κοινοπολιτεία.10

Στις 20 Μαρτίου (1528), ο Φερδινάνδος έγραφε στον Σίγκισμουντ από τη Βιέννη. Χωρίς να κρύβει την αγανάκτησή του για την παρουσία τού Ιωάννη Ζαπόλυα στην Πολωνία, ο Φερδινάνδος (ή μάλλον κάποιος γραμματέας), κατάφερνε να διατηρεί ένα τόνο ευγένειας καθώς και νουθεσίας. Ο Φερδινάνδος μιλούσε συνήθως για τον Ζαπόλυα ως «Γιοχάνες Σεπουσιένσις», δηλαδή κόμη τού Σέπες, πράγμα που έκανε και στην παρούσα επιστολή, η οποία αναφέρεται περιφρονητικά στον Αντόνιο Ρινκόν ως «διοικητή και ηγεμόνα τής παράταξης τού Σέπες» (factionis Scepusiensis capitaneus et princeps) και ως «δικό μας φυγάδα και στασιαστή ακόλουθο» (fugitivus et rebellis servitor noster). Ο Ρινκόν ήταν βέβαια φυγάς από την Ισπανία των Αψβούργων, ενώ υπήρξε κάποτε ακόλουθος τού Καρόλου Ε’, προφανώς στην Ιταλία. Οι Αψβούργοι μισούσαν τον Ρινκόν σχεδόν όσο και ο ίδιος εκείνους.11 Δύο μέρες αργότερα, στις 22 Μαρτίου, ο Ζαπόλυα έγραφε στον Πέτερ Τομίτσκι, τον αντι-Αψβούργο επίσκοπο Κρακοβίας και αντικαγκελλάριο τού βασιλείου, ζητώντας του να έρθει στο Τάρνοβ για να συζητήσει μαζί του «για όλες μας τις υποθέσεις, τις οποίες έχουμε και πρέπει πάντοτε να έχουμε από κοινού με την αιδεσιμότητά σας».12

Όμως ο Τομίτσκι ήταν άρρωστος «αδύναμος από βήχα και καταρροή» (debilis ex catarro et tussi)13 και έγραψε στον Ζαπόλυα εκφράζοντας τη λύπη του, αλλά όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Όττο ντε Χόντετς, παλατινό τού Σάντομιερτς,

ακόμη κι αν δεν υπήρχε αυτό το εμπόδιο τώρα, έπρεπε να βρω κάποιον άλλο καλό λόγο, με τον οποίο θα απάλλασσα τον εαυτό μου από τη συνάντηση με τη μεγαλειότητά του, γιατί δεν είναι σωστό να έχουμε εμείς [τέτοιες] συναντήσεις κατά τη διάρκεια τής απουσίας και χωρίς τη συγκατάθεση τής βασιλικής του μεγαλειότητας [του βασιλιά Σίγκισμουντ], ιδιαίτερα μάλιστα όταν η Μεγαλειότητά του έχει δηλώσει ότι είναι τώρα ουδέτερος και ότι δεν υποστηρίζει κανέναν από αυτούς τούς βασιλείς στον ανταγωνισμό τους για το βασίλειο τής Ουγγαρίας, αλλά ότι συμπαραστέκεται και στους δύο στην επιθυμία του, για [να υπάρξει] συμφωνία και ειρήνη. Είμαστε όλοι αρκετά ύποπτοι και περισσότερο από αρκετά στα μάτια τού γαληνοτάτου βασιλιά Φερδινάνδου και των Ούγγρων αρχόντων, επειδή οι άνθρωποί μας, στη μισθοδοσία τού βασιλιά Ιωάννη, τούς έχουν αντιταχθεί παντού μέχρι τώρα, και έτσι πρέπει να βρισκόμαστε σε επιφυλακή και να προσέχουμε, ώστε να μην υποστούμε από τέτοιες συναντήσεις, αν δεν μπορούν να κρατηθούν μυστικές, ακόμη μεγαλύτερη καχυποψία και εχθρότητα…14

Ο φόβος για τον σουλτάνο Σουλεϊμάν ήταν σχεδόν τόσο μεγάλος στην αυλή των Γιαγκιελλόνιων στην Κρακοβία, όσο ήταν και στην αυλή των Αψβούργων στη Βιέννη. Όμως ο Σουλεϊμάν δεν είχε κάτι να χωρίσει με τον Σίγκισμουντ, τουλάχιστον όχι ακόμη, ενώ για τούς Τούρκους υπήρχε αιτία πολέμου (casus belli) στις διεκδικήσεις τού Φερδινάνδου επί τής Ουγγαρίας. Πριν από μερικές εβδομάδες ο Σίγκισμουντ είχε στείλει αγγελιοφόρο στην Υψηλή Πύλη, για να ζητήσει άδεια ασφαλούς διέλευσης για απεσταλμένο, που θα πήγαινε στην Ισταμπούλ «για επιβεβαίωση τής ειρήνης και τής καλής φιλίας, η οποία κατά το παρελθόν τηρήθηκε αυστηρά μεταξύ μας» (pro confirmatione pacis et bonae amicitiae inter nos praeteritis temporibus firmiter observatae), για την επιβεβαίωση δηλαδή τής υφιστάμενης ειρήνης μεταξύ Πολωνών και Τούρκων. Στις 22 Μαρτίου (1528) ο Σουλεϊμάν χορήγησε την άδεια ασφαλούς διέλευσης.15

Ο Σίγκισμουντ επέλεξε ως απεσταλμένο του τον Ιωάννη ντε Τάντσιν (Ταντσίνσκι), τον φρούραρχο τού Λούμπλιν. Ο Τάντσιν έπρεπε να υπενθυμίσει στον σουλτάνο ότι είχε υπάρξει ειρήνη μεταξύ Πολωνίας και Τουρκίας για πολλά χρόνια. Αν οι πασάδες ρωτούσαν τον Τάντσιν τι διάστημα ανακωχής (indutiae) ζητούσε ο βασιλιάς, έπρεπε να πει δέκα χρόνια, «έτσι ώστε μέσα σε αυτή την χρονική περίοδο να μπορεί να επιβεβαιωθεί και να συναφθεί μεταξύ μας πιο σταθερή και διαρκής ειρήνη και φιλία». Αν οι πασάδες αρνιούνταν να δεχτούν τόσο μεγάλης διάρκειας ανακωχή, οι οδηγίες που είχε ο Τάντσιν ήσαν

να κατεβείτε στα εννέα χρόνια, [και] αν δεν συναινέσουν σε αυτό, να προτείνετε οκτώ χρόνια, στη συνέχεια επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, και τέλος, αν δεν μπορεί να τακτοποιηθεί με άλλο τρόπο, θα επιμείνετε για τρία χρόνια, όπως έχει συνήθως γίνει στο παρελθόν. Αν είναι επίσης απρόθυμοι να συμφωνήσουν σε τριετή ανακωχή, να κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε, ώστε να έχουμε τουλάχιστον διετή εκεχειρία, αλλά αν δεν μπορέσετε να αποκτήσετε ούτε αυτό, πρέπει να προσπαθήσετε να πάρετε ανακωχή για διάστημα όχι μικρότερο από ένα έτος. Αν τα πράγματα αποδειχτούν ακόμη χειρότερα, πρέπει να προσπαθήσετε να πετύχετε, ώστε να έχουμε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια αναστολή εχθροπραξιών και έτσι να μην επιστρέψετε σε εμάς χωρίς καθόλου εκεχειρία.

Το κείμενο παρέχει θλιβερό σχόλιο τής έκτασης τού φόβου τού Σίγκισμουντ για τούς Τούρκους.

Αν οι πασάδες έθεταν το ζήτημα τής καταβολής φόρου υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη, όπως ήταν πολύ πιθανό να κάνουν, ο Τάντσιν έπρεπε να δηλώσει ότι η αποστολή του δεν προέβλεπε καμία τέτοια δέσμευση. Ο Σίγκισμουντ ζητούσε ειρήνη με τούς Τούρκους και τη φιλία τους, αλλά δεν το έκανε από φόβο. Ακολουθούσε απλώς τα βήματα των προγόνων του, «οι οποίοι πάντοτε είχαν ζήσει, γεράσει και πεθάνει σε ειρήνη και φιλία με τον ένδοξο οίκο τού Οσμάν». Ο σουλτάνος δεν έπρεπε να περιμένει φόρο υποτέλειας από τον Σίγκισμουντ, ο οποίος ήθελε να είναι φίλος του. Φόρο υποτέλειας απαιτούσε κανείς από τούς εχθρούς του. Ο Τάντσιν δεν θα μπορούσε καν να αναφέρει για φόρο υποτέλειας στον Σίγκισμουντ, ο οποίος τον είχε στείλει στην Ισταμπούλ για να ενισχύσει τούς δεσμούς φιλίας των Πολωνών με τούς Τούρκους, όχι για να διαπραγματευτεί μαζί τους με όρους έχθρας. Όσο για τις υποθέσεις τής Ουγγαρίας, ο Τάντσιν έπρεπε να πει στους πασάδες ότι ο Σίγκισμουντ είχε στείλει απεσταλμένους και στους δύο, στον Φερδινάνδο και στον Ζαπόλυα, ενώ ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να αποκατασταθεί ομόνοια μεταξύ τους και να επανεγκαθιδρυθεί ειρήνη στο διεκδικούμενο βασίλειο.

Αν σάς ρωτήσουν επίσης για άλλες υποθέσεις στην Ευρώπη, για παράδειγμα σχετικά με τούς πολέμους που αφορούν τον αυτοκράτορα, τον πάπα, τον βασιλιά τής Γαλλίας και άλλους, να απαντήσετε ότι η αλήθεια τού ζητήματος είναι ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν ανακύψει σοβαρές διαφωνίες μεταξύ τού πάπα και τού αυτοκράτορα. Οι αυτοκρατορικοί στρατιώτες, ζώντας μακριά από τον αυτοκράτορα σε χειμερινά καταλύματα [στην Ιταλία], έχοντας παρακινηθεί μόνο από σφοδρή επιθυμία για λάφυρα, επιτέθηκαν στην πόλη τής Ρώμης και τη λεηλάτησαν χωρίς γνώση και συμφωνία τού αυτοκράτορα. Κρατούσαν ακόμη και τον πάπα υπό πολιορκία [στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο], αλλά όταν έφευγα από την πατρίδα αναφερόταν ευρέως η είδηση ότι ο πάπας είχε επιστρέψει στην εύνοια τού αυτοκράτορα και ότι είχε ελευθερωθεί από την πολιορκία. Και επιπλέον θα πείτε ότι όλοι οι βασιλείς και ηγεμόνες τής Ευρώπης αγωνίζονται, όπως και ο δικός μας άρχοντας βασιλιάς [Σίγκισμουντ], για να σταματήσουν και να τερματίσουν τούς υπόλοιπους πολέμους μεταξύ όλων των χριστιανών ηγεμόνων.

Οδηγίες που προϋπέθεταν αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών ή απαιτούσαν την προβολή παραπλανητικών επιχειρημάτων (όπως ότι οι φίλοι δεν ζητούν φόρο υποτέλειας από φίλους), δημιουργούσαν προβλήματα σε πολλούς απεσταλμένους στην οθωμανική αυλή. Στο σύνολό τους οι Τούρκοι ήσαν καλά πληροφορημένοι. Επί γενιές οι Ενετοί φρόντιζαν γι’ αυτό, μη τολμώντας να βρεθούν στη δύσκολη θέση ότι είχαν παραπλανήσει ή ακόμη και παραπληροφορήσει την Πύλη. Αργότερα οι Γάλλοι θα κρατούσαν τούς Τούρκους ενημερωμένους για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αλλά λιγότερο επιμελώς, γιατί ελάχιστα ή τίποτε δεν είχαν να φοβηθούν. Εκτός αν οι πασάδες αποδεικνύονταν υπερβολικά προσεκτικοί (αγωνιώντας ίσως να προλάβουν τη μακρινή πιθανότητα παροχής βοήθειας από τον Σίγκισμουντ προς τον Φερδινάνδο, όταν ο σουλτάνος θα εισέβαλλε στην Αυστρία), ο Τάντσιν ήταν πιθανό να εύρισκε τα πράγματα δύσκολα πριν μπορέσει να ξεφύγει από την ερώτηση, όπως είχε πάρει οδηγίες να κάνει, λέγοντας ότι η Υψηλή Πύλη έπρεπε να περιορίσει τούς Τατάρους υπηκόους τού σουλτάνου από τις εχθρικές επιδρομές τούς στην πολωνική Λιθουανία και να συγκρατήσει τούς καταπατητές κτηνοτρόφους της από τη βόσκηση των κοπαδιών τους σε εδάφη που ανήκαν στον Σίγκισμουντ.

Δεδομένου ότι ο σουλτάνος είχε χορηγήσει στον Τάντσιν άδεια ασφαλούς διέλευσης, υπήρχε σίγουρα δυνατότητα για κάποιου είδους ανακωχή και στην περίπτωση αυτή το τελευταίο αίτημα τού βασιλιά τής Πολωνίας πιθανώς θα γινόταν εύκολα δεκτό. Ο Σίγκισμουντ και οι σύμβουλοί του ήθελαν το κείμενο τής εκεχειρίας (literae ipsae indutiarum) να είναι γραμμένο στα λατινικά ή ιταλικά, «όπως έχει συνήθως γίνει στο παρελθόν, γιατί στο βασίλειό μας δεν έχουμε εκείνους που γνωρίζουν πώς να μεταφράζουν σωστά έγγραφα γραμμένα στα τουρκικά ή αραβικά».16

Στις 25 Μαρτίου (1528) ο Σίγκισμουντ χορήγησε στον Ιωάννη Ζαπόλυα και σε τριακόσιους από τούς Ιππότες του (equites) επίσημη άδεια για να εισέλθουν στην Πολωνία (πράγμα που είχαν ήδη κάνει) και να παραμείνουν εκεί, επεκτείνοντας τη βασιλική του προστασία στα πρόσωπα και τις περιουσίες τους.17 Όμως απαντώντας σε καταγγελίες τού Φερδινάνδου, ο Σίγκισμουντ απαγόρευσε στους υποτελείς του να φεύγουν από την Πολωνία και τις άλλες κτήσεις του για να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία σε οποιονδήποτε.18 Ο Τομίτσκι θλιβόταν πραγματικά για τη δεινή θέση τού Ζαπόλυα, αλλά έγραφε στον Αντόνιο Ρινκόν, ο οποίος είχε μόλις διασωθεί ζωντανός από την καταστροφή τής 6ης Μαρτίου, να προσπαθήσει να πείσει τον Ζαπόλυα να αναζητήσει κάποιον «λόγο ειρήνευσης» (ratio pacificandi) με τον Φερδινάνδο, αντί να ανανεώσει την προσφυγή στα όπλα, «για την εν μέσω τόσο μεγάλης ανθρώπινης διαστροφής και απιστίας, βλέπω ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί να αντέξει».19

Ενώ ο Τομίτσκι έγραφε στον Ρινκόν, ένας Αψβούργος γραμματέας στο Ζνόιμο, στο Ζνάιμ τής Μοραβίας, συνέτασσε επιστολή προς τον Σίγκισμουντ κατ’ εντολή τού Φερδινάνδου. Αν και σημείωνε με ικανοποίηση τη σύνεση και καλή θέληση που είχε επιδείξει ο Σίγκισμουντ πρόσφατα σε δίαιτα που είχε συγκληθεί στο Πιότρκοβ, ο Φερδινάνδος εξέφραζε δυσαρέσκεια ότι

ο Αντόνιο Ρινκόν, ο οποίος έχει μετατραπεί σε φυγάδα και έχει εγκαταλείψει τη νομιμοφροσύνη του προς εμάς, αν και δεν έχει δουλειά με τη Γαληνότητά σας, παραμένει στο βασίλειο (της Πολωνίας). Στρατολογεί και συγκεντρώνει στρατεύματα και έχοντας κάνει αυτό τα οδηγεί … εναντίον μας και εναντίον των κτήσεών μας. Παρά το γεγονός ότι απεσταλμένοι μας (ο Σίγκισμουντ φον Ερμπεστάιν και ο Γκέοργκ φον Λόξανυ) έχουν υποβάλει πολλές φορές το αίτημα [να σταματηθεί ο Ρινκόν] και έχουν επιμείνει σε αυτό, ο ίδιος δεν έχει ακόμη παρεμποδιστεί, ούτε έχει σταλεί στην πατρίδα του από τη Γαληνότητά σας…

Δεδομένου ότι οι δραστηριότητες τού Ρινκόν και των οπαδών του ήσαν επιζήμιες για την αδελφική φιλία τού Φερδινάνδου με τον Σίγκισμουντ και αντίθετες με ορισμένες μεταξύ τους «αρχαίες συνθήκες» (antiqua foedera), είτε έπρεπε να δράσει τώρα η πολωνική αυλή ή ο ίδιος ο Φερδινάνδος θα αναζητούσε τούς τρόπους και τα μέσα, για να καταστήσει αυτούς τούς αντιφρονούντες «υπάκουους» στον Σίγκισμουντ.20 Η απειλή δύσκολα συγκαλυπτόταν. Σύντομα αναφερόταν ότι στρατεύματα τού Φερδινάνδου είχαν επιτεθεί σε «πόλεις και φρούρια» (civitates et castra) στην επικράτεια τού Σίγκισμουντ, προς έντονη αγανάκτηση τού Τομίτσκι.21 Ο Σίγκισμουντ τελικά απείλησε τον Ρινκόν και τούς οπαδούς του, καθιστώντας τους «υπάκουους» σε αυτόν.

Δεδομένου ότι υπήρχε ήδη Πολωνός απεσταλμένος στην αυλή τού Φερδινάνδου, ο Σίγκισμουντ αποφάσισε να βάλει τον απεσταλμένο να απαντήσει στην απειλητική επιστολή τού Φερδινάνδου (litterae … aspere ac minaciter scriptae) προφορικά και χωρίς να θέσει την απάντησή του γραπτώς. Ο Φερδινάνδος έπρεπε να πληροφορηθεί, όπως έγραφε ο Σίγκισμουντ στον Τομίτσκι από το Βίλνιους τής Λιθουανίας (στις 25 Απριλίου 1528), ότι το πολωνικό στέμμα δεν είχε ποτέ βοηθήσει τον Ιωάννη Ζαπόλυα με «συμβουλή και συνδρομή» (consilia aut auxilia), ούτε ανοιχτά ούτε κρυφά. Αν ο Σίγκισμουντ είχε θελήσει να βοηθήσει τον Ζαπόλυα, θα μπορούσε να αυξήσει τον στρατό τού τελευταίου με όχι μικρή δύναμη έμπειρων στρατιωτών και δεν θα είχε κάνει καμία προσπάθεια να αποκρύψει το γεγονός: «δεν συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε προσχήματα φιλίας με κανένα ηγεμόνα».

Ο Σίγκισμουντ είχε διατάξει την ανάκληση των Πολωνών που είχαν ξεστρατίσει πολεμώντας για λογαριασμό τού Ζαπόλυα. Όσο για τον Αντόνιο Ρινκόν, ήταν ο πρεσβευτής τού Φραγκίσκου Α’: «Δεν γνωρίζουμε τι έχει κάνει κρυφά στις γωνίες. Παρ’ όλα αυτά δεν θα τού επιτρέψουμε στο μέλλον τέτοιες τολμηρές δραστηριότητες». Ο Φερδινάνδος είχε παραπληροφορηθεί. Αν άκουγε και ο Σίγκισμουντ τις διαδεδομένες κακόβουλες φήμες, θα μπορούσε και ο ίδιος να είναι έτοιμος να σπάσει τούς δεσμούς τής φιλικής γειτονίας, αλλά έχοντας δώσει μία φορά την υπόσχεση φιλίας, έκανε ό,τι μπορούσε για να παραμείνει πιστός στην υπόσχεση.22

Καθώς ο Ιωάννης ντε Τάντσιν (Ταντσύνσκι) ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την αποστολή του στην Ισταμπούλ, δεν υπήρχε αμφιβολία στην Κρακοβία και στο Βίλνιους ότι ο Φερδινάνδος σύντομα θα είχε να αντιμετωπίσει πλήρους κλίμακας τουρκική εισβολή. Κάποια στιγμή τον Απρίλιο (του 1528) ο Τομίτσκι έγραφε στον Ματίας Ντρζεβίτσκι, επίσκοπο τού Βλότσλαβεκ:

Μέχρι τώρα τίποτε δεν ακούγεται για τούς Τούρκους. Όμως είναι βέβαιο ότι το επόμενο καλοκαίρι [aestate futura] θα εισέλθουν στην Ουγγαρία με ισχυρό στρατό για να βοηθήσουν τον βασιλιά Ιωάννη, γιατί ο Ιμπραήμ πασάς έχει δηλώσει ότι αυτό θα συμβεί. Το είπε παρουσία τού Αρμένιου Ιβάσκο, που είχε σταλεί στον Τούρκο σουλτάνο για να πάρει την άδεια ασφαλούς διέλευσης για τον απεσταλμένο τής Μεγαλειότητάς του [Τάντσιν] και ήθελε να περάσει αυτό το μήνυμα στη μεγαλειότητά του. Καθένας με κρίση μπορεί να καταλάβει τι κέρδος —ή μήπως έπρεπε να πω τι καταστροφή;— θα φέρει αυτό σε εκείνα τα βασίλεια και στη χριστιανική κοινοπολιτεία!23

Από την αρχή τής πικρής αντιπαλότητας μεταξύ Φερδινάνδου και Ζαπόλυα, οι Τούρκοι είχαν ευνοήσει τον τελευταίο. Μετά την αποστολή τού Τζερόμ Λάσκι στην Ισταμπούλ, η άμεση τουρκική παρέμβαση στις υποθέσεις τής Ουγγαρίας φαινόταν αναπόφευκτη. Οι Αψβούργοι αδελφοί είχαν τα προβλήματά τους. Όπως ο ίδιος ο Ζαπόλυα έγραφε στον Τομίτσκι από το Τάρνοβ (στις 3 Μαΐου 1528), όταν εξέταζε κανείς το τρέχον σκηνικό στην Ευρώπη, ήταν σαφές ότι «η παράφρων επιθυμία των δύο αδελφών να κυριαρχήσουν και να αποκτήσουν όλα όσα μπορούσαν, καλώς ή κακώς» (istorum duorum fratrum insana dominandi ac omnia per fas et nefas occupandi libido) είχε ξεσηκώσει σειρά εχθρών εναντίον τους σε όλη την Ιταλία, τη Γερμανία και αλλού. Στους εχθρούς περιλαμβανόταν ο σουλτάνος Σουλεϊμάν και μάλιστα τι θα έκανε αυτός; «Τι θα έκανε ο Τούρκος;» (Quid etiam Turcus aget?). Κατά τη γνώμη τού Ζαπόλυα ο Τομίτσκι και κάθε πραγματικά λογικός άνθρωπος έπρεπε να είναι σε θέση να δει ότι τον Σίγκισμουντ τον συνέφερε καλύτερα μια συμμαχία μαζί του, ακόμη και αν δεν υπήρχαν δήθεν δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ τους (όπως στην πραγματικότητα υπήρχαν), παρά να κρατά ουδέτερη θέση σε σχέση με τον Φερδινάνδο. Ο Ζαπόλυα δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα για τούς Τούρκους, αλλά ήθελε να καταστήσει σαφές ότι οι Ούγγροι δεν ήσαν καθόλου σε τέτοια αντίθεση μαζί του, όπως προσπαθούσε να τα παρουσιάσει ο Φερδινάνδος.24

Ενώ ο Ζαπόλυα έπαιρνε ικανοποίηση και ακούσια βοήθεια από την αναταραχή στη Γερμανία και τη δύναμη τής ανυπακοής των Λουθηρανών προς τούς Αψβούργους, είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στον σουλτάνο Σουλεϊμάν. Όπως ενημέρωνε ο Τομίτσκι τον Λούκας Γκόρκα, φρούραρχο τού Πόζναν, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι

χάρη στις προσπάθειες τού άρχοντα [Τζερόμ] Λάσκι [ο Ζαπόλυα] έχει εισέλθει σε διαρκή συμμαχία με τούς Τούρκους, κάτω από ευνοϊκές και (γι’ αυτόν) πολύ χρήσιμες συνθήκες, για τις οποίες δεν αποτελεί μικρή ένδειξη το γεγονός ότι τόσο στην Καρινθία όσο και σε διάφορα μέρη τής Ουγγαρίας … οι Τούρκοι έχουν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους ανθρώπους, ενώ οι απεσταλμένοι τού βασιλιά Φερδινάνδου έχουν επιστρέψει με άδεια χέρια, όσον αφορά τα ζητήματα για τα οποία στάλθηκαν [στην Ισταμπούλ].

Ο Τομίτσκι ανέμενε την έκβαση όλων αυτών με απαισιοδοξία. Είχε υποστηρίξει κάποιου είδους διευθέτηση, αν ήταν δυνατή, των αντιπαρατιθεμένων διεκδικήσεων επί τής Ουγγαρίας, γιατί η νίκη οποιασδήποτε από τις δύο πλευρές προμήνυε εξάπλωση τής «τυραννίας και τής καταπίεσης».25

Στις 14 Μαΐου (1528) ο Σίγκισμουντ αρνήθηκε το αίτημα τού Ζαπόλυα να επιτραπεί σε Γερμανούς και Βοημούς μισθοφόρους, τούς οποίους ο Ζαπόλυα φερόταν διατεθειμένος να προσλάβει, να περάσουν μέσα από πολωνικό έδαφος. Αρνήθηκε επίσης να δανείσει στον Ζαπόλυα 25.000 φλουριά ή να τού διαθέσει είκοσι κανόνια, αλλά ήταν πρόθυμος να δώσει άδεια ασφαλούς διέλευσης στον Ιωάννη Στατίλιους, τον εκλεγμένο επίσκοπο τής Άλμπα Ιούλια στην Τρανσυλβανία, ο οποίος πήγαινε στη Γαλλία ως απεσταλμένος τού Ζαπόλυα. Ο Στατίλιους πρότεινε να σαλπάρει από το Γκντανσκ (Ντάντσιχ) και να πάει μέσω Βαλτικής και Βόρειας Θάλασσας στο Λονδίνο και από εκεί στην αυλή τού Φραγκίσκου Α’. Ο Σίγκισμουντ είχε μάθει ότι οι Τούρκοι ήσαν έτοιμοι να βοηθήσουν τον Ζαπόλυα και δεν είχε καμία διάθεση να εκθέσει τον εαυτό του στην επιτίμηση ότι είχε αποτελέσει μέρος τουρκικής εισβολής σε χριστιανικό έδαφος.26

Οι διαπιστευτήριες επιστολές τού Ιωάννη Στατίλιους χρονολογούνται στο Τάρνοβ στις 16 Μαΐου (1528).27 Ο Αντόνιο Ρινκόν θα τον συνόδευε στο ταξίδι του προς τα δυτικά. Προφανώς τίποτε δεν καθυστέρησε την αναχώρησή τους, γιατί στις 4 Ιουνίου ο Αντρέας Κριζύτσκι έγραφε στον Τομίτσκι από το Πλοκ, «ο άρχοντας Ρινκόν ήταν εδώ στο σπίτι μου με τον Στατίλιους. Πηγαίνουν και οι δύο στη Γαλλία, ενώ είναι και οι δύο εξαιρετικά δυσαρεστημένοι μαζί μας, ειδικά ο άρχοντας Ρινκόν, λόγω ορισμένων ταπεινώσεων που έχει υποστεί».28 Αφού ο Ρινκόν είχε βρει τον προσεκτικό (και λογικό) Σίγκισμουντ απρόθυμο να εισέλθει σε συμμαχία με τη Γαλλία εναντίον των Αψβούργων, θα επιδίωκε τώρα την οικονομική βοήθεια τού Φραγκίσκου Α’ για τον Ζαπόλυα, ο οποίος συχνά δήλωνε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει τον θρόνο τής Ουγγαρίας. Ως απεσταλμένος τού Ζαπόλυα, ο Στατίλιους θα επιδίωκε επίσης επιδοτήσεις από τον Ερρίκο Η’.

Καθώς οι Ρινκόν και Στατίλιους κατευθύνονταν στο Λονδίνο, ο Σίγκισμουντ έστελνε τον Πολωνό διπλωμάτη Πέτερ Οπαλίνσκι σε αποστολή στον Φερδινάνδο, που βρισκόταν τότε στην Πράγα. Στις 29 Ιουνίου (1528) ο Οπαλίνσκι έστειλε αναφορά τής αποστολής του στον Πέτερ Τομίτσκι, ο οποίος (όπως γνωρίζουμε) ήταν επίσκοπος Κρακοβίας και αντικαγκελλάριος τής Πολωνίας. Την έστειλε επίσης στον Κρίστοφερ Συντοβιέτσκι, φρούραρχο τής Κρακοβίας και καγκελλάριο τού βασιλείου, καθώς και στον συγγενή τού τελευταίου, τον Νικόλαο Συντοβιέτσκι, φρούραρχο τού Σαντομίρ και θησαυροφύλακα τού βασιλιά. Στη μακροσκελή περιγραφή του για τη φιλικότητα με την οποία τον υποδέχθηκαν ο Φερδινάνδος και η αυλή των Αψβούργων «με πολύ ευχάριστο τρόπο» (iucundissima facie), ο Οπαλίνσκι δηλώνει ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες, είχε μεταβιβάσει την προειδοποίηση τού Σίγκισμουντ ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ερχόταν με μεγαλύτερο στρατιωτικό «μηχανισμό» από ποτέ, με πρόθεση όχι να καταστρέψει την Ουγγαρία, αλλά να την κατακτήσει και να τη διεκδικήσει για τον εαυτό του:

Ο γαληνότατος βασιλιάς Φερδινάνδος απάντησε ότι μετά από την αποχώρησή του από την Ουγγαρία προς τα βασίλειά του [της Βοημίας και τής Γερμανίας] σε τίποτε δεν έχει δώσει περισσότερη προσοχή, φροντίδα και ενέργεια από τη συγκέντρωση από όλα τα μέρη των βασιλείων και των επαρχιών του, καθώς και από την αυτοκρατορία, των στρατιωτικών δυνάμεων με τις οποίες θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την επίθεση ενός τόσο τρομερού εχθρού, έτσι ώστε βασιζόμενη στη βοήθεια τού Παντοδύναμου Θεού, η Μεγαλειότητά του έχει κάθε ελπίδα ότι θα υπερασπιστεί τα βασίλειά του.

Ο Φερδινάνδος αντιτασσόταν σθεναρά στο καταφύγιο που είχε χορηγηθεί στον Ζαπόλυα στην Πολωνία, ενώ όταν ο Οπαλίνσκι ισχυρίστηκε ότι ο Σίγκισμουντ δεν γνώριζε τις δραστηριότητες τού Ρινκόν εναντίον των Αψβούργων (λόγω τής απουσίας του στη Λιθουανία), ο Φερδινάνδος απάντησε ότι ο Σίγκισμουντ μπορούσε εύκολα να μάθει την αλήθεια, «αν γινόταν επιμελής έρευνα» (si diligens inquisitio facta fuisset). Παρά την αδυναμία των πολωνικών επιχειρημάτων, όταν το ζήτημα ερχόταν στους Ζαπόλυα και Ρινκόν, ήταν σαφές στον Φερδινάνδο ότι ο Σίγκισμουντ φοβόταν τούς Τούρκους περισσότερο από όσο ευνοούσε τον Ζαπόλυα.29

Στον ορίζοντα υπήρχαν επίμονες φήμες για τουρκική εκστρατεία κατά τού Φερδινάνδου στην Ουγγαρία. Λεγόταν ότι ο Ζαπόλυα μοίραζε χρήματα στους αυλικούς του στο Τάρνοβ για να πληρώσουν τα χρέη τους και ότι ετοιμαζόταν για τη δική του βιαστική αναχώρηση από την πόλη.30 Όμως υπό το φως τού τουρκικού κινδύνου γίνονταν νέες προσπάθειες για την επίτευξη κάποιου είδους συμφωνίας μεταξύ Φερδινάνδου και Ζαπόλυα.31 Ο Ιωάννης Λάσκι, ο αρχιεπίσκοπος τού Γκνιέζνο (και θείος τού Τζερόμ), προειδοποιούσε τον Σίγκισμουντ να αποφύγει κάθε σκέψη για διακήρυξη ότι θα βρισκόταν στο πλευρό τού Φερδινάνδου εναντίον των Τούρκων,32 που ήταν περιττή παραίνεση, αφού ο Σίγκισμουντ ήθελε πάνω απ’ όλα να αποφύγει εχθρική εμπλοκή με τούς Τούρκους και είχε στείλει τον Ιωάννη ντε Τάντσιν να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί δεκαετή ανακωχή με την Πύλη.33

Στις 15 Ιουλίου (1528) ο ίδιος ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έγραφε στον Ιωάννη Ζαπόλυα ότι οι Ούγγροι που θα υποτάσσονταν στον τελευταίο δεν θα είχαν τίποτε να φοβηθούν από τούς Τούρκους. Τα παιδιά τους, τα σπίτια τους και οι περιουσίες τους θα ήσαν ασφαλείς. Όσοι δεν υποτάσσονταν θα σφάζονταν, η γη τους θα καταστρεφόταν και τα σπίτια τους θα καίγονταν από πάνω μέχρι κάτω.34 Όμως είτε ο πόλεμος ήταν επικείμενος ή όχι, τουλάχιστον ένας Πολωνός ευγενής, ο Ιωάννης Ταρνόβσκι, γιος και συνονόματος τού παλατινού τής Ρωσίας, σχεδίαζε προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, για να δει τον Πανάγιο Τάφο «και άλλους ευσεβείς και άγιους τόπους» et alia pia et sancta loca).35

Η αυστρο-πολωνική διπλωματική αλληλογραφία αυτής τής περιόδου ασχολείται με άλλα θέματα και όχι με τον ανταγωνισμό τού Ζαπόλυα με τον Φερδινάνδο και τον αιώνιο φόβο των Τούρκων. Για παράδειγμα στις 17 Ιουλίου (1528) ο καγκελλάριος Συντοβιέτσκι έγραφε στον Φερδινάνδο ότι ορισμένα υφάσματα από χρυσό και μετάξι που είχε παραγγείλει ο μαρκήσιος Φεντερίκο Γκονζάγκα να σταλούν από τη Βενετία στην Κρακοβία, όπου μέρος τής αποστολής προοριζόταν για δώρο στη βασίλισσα Μπόνα Σφόρτσα, είχαν παρακρατηθεί καθ’ οδόν και είχαν σταλεί στη Βιέννη, όπου κρατούνταν. Ο Συντοβιέτσκι ζητούσε από τον Φερδινάνδο να εξασφαλίσει ότι οι Βιεννέζοι αξιωματούχοι θα πρόσεχαν τα υφάσματα, μέχρι να μπορέσει να γράψει η ίδια η Μπόνα, για να ζητήσει την αποστολή τους στην Κρακοβία, πράγμα που έκανε (από το Βίλνιους στις 30 Ιουλίου).36 Ο Φερδινάνδος απάντησε στη Μπόνα ένα μήνα αργότερα (στις 29 Αυγούστου), ότι επειδή υπήρχε αμφιβολία για την κυριότητα των εμπορευμάτων, είχε διατάξει πριν από κάποιο χρόνο να διασαφηνιστεί αυτή μέσα σε ένα μήνα. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είχε περάσει χωρίς διασάφηση, εξέφραζε τη λύπη του που ήταν αναγκαίο να υποκύψει στους νόμους και τα έθιμα τής Βιέννης (σχετικά με την κατάσχεση ξένων προϊόντων) και δεν θα μπορούσε να στείλει τα υφάσματα από χρυσό και μετάξι στην Κρακοβία.37

Ο Σίγκισμουντ είχε κάνει έκκληση στον πάπα Κλήμεντα Ζ’ να παρέμβει σε προσπάθεια να γίνει ειρήνη μεταξύ των δύο διεκδικητών τού πολιορκούμενου βασιλείου τής Ουγγαρίας. Θρηνώντας ακόμη το χάος και την καταστροφή στη Ρώμη και αλλού στην Ιταλία, ο Κλήμης απαντούσε από το Βιτέρμπο στις 22 Ιουλίου (1528), επαινώντας τον Σίγκισμουντ ως πρότυπο, το οποίο έπρεπε να μιμηθούν άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες. Υπήρχαν λίγοι εστεμμένοι υποστηρικτές τής ειρήνης στην Ευρώπη. Ο πάπας ελάχιστα μπορούσε να κάνει, αλλά συμμεριζόταν τη διακαή ελπίδα τού Σίγκισμουντ ότι ο φόβος των Τούρκων, αν όχι οποιαδήποτε καλή διάθεση, ίσως οδηγούσε τούς Φερδινάνδο και Ζαπόλυα σε κάποιο συμβιβασμό, «αλλιώς θα επιτρέψουν στο θανάσιμο τουρκικό δηλητήριο να εξαπλωθεί ευρύτερα και θα αφήσουν ένα τόσο μεγάλο λοιμό και επιδημία να απειλήσει ακόμη περισσότερο τη χριστιανική κοινοπολιτεία».38

Και οι δύο αντίπαλοι παραπονιούνταν για την πολωνική ουδετερότητα, όπως ο Τομίτσκι κουρασμένα παραδεχόταν στον Ανδρέα Κριτσύσκι την 1η Αυγούστου 1528,39 ενώ στις 5 τού μηνός ο Ζαπόλυα έστειλε στον Σίγκισμουντ εύγλωττο υβρεολόγιο κατά τού Φερδινάνδου, υπεράσπιση τού Τζερόμ Λάσκι και αιτιολόγηση τής εκ μέρους του προσέγγισης των Τούρκων.40 Ο Σίγκισμουντ θεωρούσε τον Λάσκι απείθαρχο υπήκοο, σχεδόν προδότη, αφού χωρίς δική του άδεια ο Λάσκι είχε φύγει από την υπηρεσία του για εκείνη τού Ζαπόλυα, για λογαριασμό τού οποίου είχε διαπραγματευτεί την ασυνήθιστη συμμαχία με τούς Τούρκους. Αλλά ακόμη και πριν από αυτό, στις αρχές τής άνοιξης τού 1527, όταν ο Σίγκισμουντ προφανώς δεν γνώριζε την πλήρη έκταση τής αποδοκιμασίας τού Λάσκι για την πολωνική πολιτική σε σχέση με τούς Αψβούργους, είχε δώσει στον Λάσκι άδεια να πάει στο ιερό τού Λορέτο. Ο τελευταίος ήθελε να πάει στην Ιταλία για να επιστρατεύσει την υποστήριξη τού Κλήμεντα Ζ’ για τον Ζαπόλυα, αλλά η άλωση τής Ρώμης τον Μάιο δεν είχε καταστήσει δυνατή μια επίσκεψη στην κούρτη. Ο Λάσκι είχε τότε συνεχίσει προς Γαλλία και Αγγλία ως πρεσβευτής τού Ζαπόλυα.41 Είχε επιστρέψει μέσω Βοημίας, παρουσιαζόμενος ως πρεσβευτής τού Σίγκισμουντ, γιατί αν οι Αψβούργοι αξιωματούχοι τούς οποίους συναντούσε γνώριζαν ότι είχε πάει στο εξωτερικό για λογαριασμό τού Ζαπόλυα, θα τον είχαν συλλάβει. Σε κάθε περίπτωση ο Φερδινάνδος ισχυριζόταν ότι ο Λάσκι είχε παρουσιαστεί ως πρεσβευτής τού Σίγκισμουντ και παρά την πολλή συμπάθεια που υπήρχε για τον Ζαπόλυα στην πολωνική αυλή, ο ισχυρισμός τού Φερδινάνδου για την εξαπάτηση τού Λάσκι γινόταν ευρέως πιστευτός.42

Αδυσώπητος εχθρός των Αψβούργων, ο Τζερόμ Λάσκι απεύθυνε έκκληση σε όλους τούς κατοίκους τής Ουγγαρίας, τής Δαλματίας και τής Κροατίας (στις 6 Αυγούστου 1528), πλούσιους και φτωχούς:

Σηκώστε τα κεφάλια σας και σκεφτείτε τώρα τον εαυτό σας και τούς απογόνους σας! Να γνωρίζετε ότι ο γαληνότατος άρχοντάς μου [Ιωάννης Ζαπόλυα] έχει συνάψει και επικυρώσει με τη διαμεσολάβησή μου διαρκή ειρήνη, συμφωνία και στενή συμμαχία με τον Τούρκο σουλτάνο, ώστε, ενώ αυτός ανταγωνίζεται για την κατοχή τού βασιλείου με τον Φερδινάνδο, να μην παρέμβει ο παντοδύναμος σουλτάνος στη διαμάχη τους και καταλάβει χωρίς προσπάθεια το βασίλειο, που μαστίζεται έτσι από εμφύλιο πόλεμο. Και ο κύριός μου έχει λάβει τέτοια ενίσχυση εναντίον τού εχθρού του, που θα είναι αρκετή όχι μόνο για να διώξει τον Φερδινάνδο από την Ουγγαρία … αλλά ακόμη και για να απειλήσει τον Φερδινάνδο στα δικά του πάτρια εδάφη. Έχω κάνει χρήσιμη και αναγκαία ειρήνη με τούς Τούρκους για εσάς και τα παιδιά σας. … Όποιος θέλει να αποφύγει την επικείμενη καταιγίδα, πρέπει να επιδιώξει την εύνοια τού βασιλιά Ιωάννη, την οποία θα αποκτήσει εύκολα, λόγω τής καλοσύνης και τής γενναιοδωρίας τής Μεγαλειότητάς του…43

Καθώς τελείωνε το καλοκαίρι τού 1528, γινόταν σαφές ότι εκείνη τουλάχιστον τη χρονιά δεν θα υπήρχε τουρκική εκστρατεία για να αποσπάσει την Ουγγαρία από τον Φερδινάνδο. Ο Τομίτσκι έγραφε στον Σίγκισμουντ ότι βέβαια ο Ζαπόλυα ίσως εύρισκε Γερμανούς μισθοφόρους διαθέσιμους για να τον υπηρετήσουν, αν μπορούσε να βρει αρκετά χρήματα για να τούς πληρώσει, αλλά δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένα στοιχείο ότι διέθετε τα αναγκαία κονδύλια, «φοβάμαι γι’ αυτόν και τις υποθέσεις του». Ο Ζαπόλυα ήταν απογοητευμένος και φαινόταν να χάνει τις ελπίδες του. Όμως οι Τούρκοι ίσως είχαν πάρει σωστή απόφαση που δεν έρχονταν. Ο καιρός ήταν επικίνδυνος, με ατέλειωτες βροχές. Ο Βιστούλας ξεχείλισε και πλημμύρισε τις φαρδιές, επίπεδες πεδιάδες τής Πολωνίας. Φαινόταν πιθανό ότι οι καλλιέργειες θα καταστρέφονταν και, όπως έγραφε ο Τομίτσκι στον γραμματέα τού βασιλιά, τον Ιωάννη Χοτζένσκι στην Κρακοβία, ανησυχούσε για τη συγκομιδή και την πιθανότητα υψηλών τιμών των τροφίμων για το επόμενο έτος.44 Η βροχή αποτελεί αιώνιο πρόβλημα στην Πολωνία. Ο καιρός ίσως ήταν πιο ήπιος (και είναι πιο σταθερός) στην Ουγγαρία, αλλά οι Τούρκοι δεν είχαν έρθει για να το διαπιστώσουν.

Ο Τζερόμ Λάσκι δεν είχε καμία αμφιβολία ότι οι Τούρκοι θα έρχονταν σε εύθετο χρόνο και ύστερα από επαρκή προετοιμασία. Οι σύγχρονοί του πρέπει να τον εύρισκαν τόσο απρόβλεπτο όσο και αποφασιστικό. Ο Στέφεν Μπρόντεριτς έγραφε στον Τομίτσκι από το κάστρο στο Τάρνοβ (στις 23 Σεπτεμβρίου 1528):

Χθες το βράδυ ο άρχοντας Λάσκι έφτασε ξαφνικά ενώ δειπνούσαμε. Έχει μετατραπεί εντελώς σε Τούρκο, εννοώ ως προς τα έθιμα και το κάλυμμα τού κεφαλιού του, γιατί σίγουρα τα άλλα πράγματα, όλα τα οφέλη που μάς φέρνει, τα οποία είναι πολυάριθμα και πολύ προς το συμφέρον τής Μεγαλειότητάς του, αποκαλύπτουν αληθινό Χριστιανό.45

Σίγουρα ο Ζαπόλυα έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Λάσκι τού έφερνε οφέλη, αλλά ο Σίγκισμουντ έβλεπε τις δραστηριότητές του με απογοήτευση.

Περισσότερες από μία φορά ο Σίγκισμουντ είχε πει ότι θα ασχολιόταν με τον Λάσκι, «οποιαδήποτε στιγμή επιστρέψει στη δική μας επικράτεια» (si aliquando ad dominia nostra redierit). Αλλά ο Τομίτσκι, που είχε συγκλονιστεί από τη χωρίς εξουσιοδότηση διαπραγμάτευση από τον Λάσκι δεκαετούς τουρκο-πολωνικής εκεχειρίας, συμβούλευε τον βασιλιά του να μην αναλάβει σοβαρή δράση εναντίον τού Λάσκι. Θα ήταν προσβλητικό για τον Ζαπόλυα. Θα αποξένωνε τον σουλτάνο Σουλεϊμάν. Ίσως επίσης ο Τομίτσκι σκεφτόταν την αγωνία που θα προκαλούσε στον γέρο Ιωάννη Λάσκι, αρχιεπίσκοπο τού Γκνιέζνο (στον οποίο υπαγόταν ως επίσκοπος ο Τομίτσκι), γιατί ο γέρος Ιωάννης αγαπούσε πολύ τον τολμηρό ανηψιό του. Σε κάθε περίπτωση ο Σίγκισμουντ πέρασε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τού 1528 στο Βίλνιους, στο δικό του μεγάλο δουκάτο τής Λιθουανίας, και έτσι ήταν εύκολο να μείνει ο Τζερόμ Λάσκι μακριά από τον δρόμο του.46

Ο Αντόνιο Ρινκόν και ο Ιωάννης Στατίλιους είχαν φύγει από την Πολωνία προς το τέλος Ιουνίου (1528). Έφτασαν στην Αγγλία στις αρχές Αυγούστου. Στις 8 τού μηνός ο Ζαν ντυ Μπελλαί, επίσκοπος τής Μπαγιόν και Γάλλος πρεσβευτής στην αγγλική αυλή, έγραφε στον στρατάρχη Μονμορενσύ ότι ο λοχαγός Ρινκόν βρισκόταν τότε στο Λονδίνο με τον Στατίλιους, τον επίσκοπο τής Τρανσυλβανίας, «άνθρωπο τής εμπιστοσύνης τού βασιλιά τής Ουγγαρίας» (homme de credit vers le roy de Hongrye). Αν έλεγαν την αλήθεια, και ο ντυ Μπελλαί ήταν σίγουρος ότι την έλεγαν, οι Γάλλοι είχαν τώρα την ευκαιρία να δώσουν στους Αψβούργους, «σε αυτή τη φυλή των Βουργουνδών» (ceste race de Bourgongne), ένα χτύπημα, τού είδους που δεν είχαν υποστεί ποτέ. Μπορούσε κανείς να καταφέρει να μην αφήσει σε αυτούς τούς υποψήφιους κυβερνήτες τού κόσμου ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γης που να το αποκαλούν δικό τους.47 Ο καρδινάλιος Γούλζεϋ καθυστερούσε τούς Ρινκόν και Στατίλιους για κάποιο χρονικό διάστημα, κάνοντάς τους λεπτομερείς ερωτήσεις για τον Ιωάννη Ζαπόλυα και για τις πιθανότητές επιτυχίας του κατά των Αψβούργων στην Ουγγαρία.48 Όμως είχαν φύγει στις 19 Αυγούστου, όπως ανέφερε ο ντυ Μπελλαί στον Μονμορενσύ. Είχαν ζητήσει φυσικά οικονομική βοήθεια για τον Ζαπόλυα, «αλλά όταν πρόκειται για την εκταμίευση μετρητών, οι άνθρωποι εδώ δείχνουν λίγο αναίσθητοι».49

Τον Στατίλιους τον καθυστέρησαν περισσότερο στο Παρίσι απ΄ όσο στο Λονδίνο.50 Η εχθρότητα τού Ιωάννη Ζαπόλυα προς τούς Αψβούργους είχε γίνει πολύ σημαντική για τον Φραγκίσκο Α’ από την εποχή που ο Αντρέα Ντόρια είχε σταματήσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Γαλλία και ακόμη περισσότερο από τον θάνατο τού Λωτρέκ και την παντελή αποτυχία τής γαλλικής αποστολής στην Ιταλία. Μια επιστολή από τη Ρώμη στις 27 Οκτωβρίου (1528), σταλμένη στον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα (προφανώς από τον συγγενή του και πρεσβευτή Φραντσέσκο), είχε διαβιβαστεί στη Βενετία, ενημερώνοντας τον δόγη και τη Γερουσία ότι ο Φραγκίσκος Α’ είχε μόλις γράψει στον πάπα για την αποφασιστικότητα των Γάλλων να επιμείνουν στην «Ιταλική επιχείρησή» τους (in questa impresa de Italia). Ο Φραγκίσκος έστελνε ενισχύσεις σε ιππικό και πεζικό, για να βοηθήσει τον Ρέντσο ντα Τσέρι στην Απουλία. Ήταν επίσης αποφασισμένος να διατηρήσει τη θέση του στη Λομβαρδία.51

Οι γαλλικές προοπτικές δεν έδειχναν καλές, αλλά σίγουρα μπορούσαν να βελτιωθούν, αν ο Φερδινάνδος πιεζόταν πολύ από τον Ζαπόλυα (και από τούς Τούρκους), ώστε να μη μπορεί να στείλει περαιτέρω βοήθεια προς τις φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις στην Ιταλία. Ήταν ακόμη πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη τού Φραγκίσκου, να αναγκαστεί ο Κάρολος Ε’ να βοηθήσει τον αδελφό του στην Ουγγαρία και συνεπώς να μειώσει τη δύναμή του στην Ιταλία. Ο Στατίλιους βρισκόταν στο Παρίσι για συζήτηση τέτοιων θεμάτων, τα οποία και συζητήθηκαν, ιδιαίτερα με τον στρατάρχη Μονμορενσύ και τον Γάλλο καγκελλάριο Αντουάν Ντυπρά, επίσκοπο τής Σενς, ο οποίος είχε πρόσφατα γίνει καρδινάλιος με τον «τίτλο» τής Αγίας Αναστασίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια συνθήκη «αιώνιας» αδελφότητας, ένωσης, συνομοσπονδίας και φιλίας (fraternitas, unio, confederatio et amicitia) μεταξύ Φραγκίσκου και Ζαπόλυα, καθώς και μεταξύ των διαδόχων και κληρονόμων τους, μια συνθήκη που θα ήταν τόσο σταθερή και μόνιμη, που καμία εποχή και καμία περίσταση δεν θα μπορούσαν ποτέ να την παραβιάσουν.

Τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στη συνθήκη υπογράφηκαν και σφραγίστηκαν στο Φονταινεμπλώ και στο Παρίσι στις 23 και 28 Οκτωβρίου (1528). Ο Ιωάννης Ζαπόλυα επικύρωσε τις «συνθήκες, σύμφωνα και συμβάσεις» (foedera, pacta et conventiones) με τη Γαλλία στο στρατόπεδό του μπροστά από τη Βούδα σχεδόν ένα χρόνο αργότερα (την 1η Σεπτεμβρίου 1529). Υποσχόταν να εξαπολύσει πόλεμο εναντίον τού Φερδινάνδου, «βασιλιά τής Βοημίας», χωρίς να σκεφτεί ούτε χρήματα, ούτε το άτομό του, μέχρι να ανακτήσει ο Φραγκίσκος τούς δύο γιους του, τούς οποίους κρατούσε ακόμη ο Κάρολος ως ομήρους στην Ισπανία. Ο Ζαπόλυα τα είχε υποσχεθεί όλα αυτά στον Ρινκόν, καθώς επίσης ότι δεν θα έκανε ποτέ ειρήνη ή συμμαχία με τον Φερδινάνδο χωρίς τη ρητή προθυμία και συναίνεση τού Φραγκίσκου. Για λογαριασμό τού Ζαπόλυα ο Στατίλιους υποσχόταν ότι, μόλις ελεγχόταν η φιλοδοξία τού Φερδινάνδου να καταλάβει τον θρόνο τής Ουγγαρίας, ο κύριός του θα βοηθούσε τον Φραγκίσκο στην Ιταλία τόσο με ουγγρικό ελαφρύ ιππικό όσο και με πεζικό. Στο μεταξύ ο Ζαπόλυα συμφωνούσε να υιοθετήσει ως γιο του τον νεαρό Ερρίκο, δούκα τής Ορλεάνης, και σε περίπτωση θανάτου του χωρίς αρσενικούς κληρονόμους, ως διάδοχό του.

Ο Φραγκίσκος υποσχόταν στον Ζαπόλυα ότι θα τον βοηθούσε, με χρήματα και άλλο τρόπο, να σηκώσει το μεγάλο βάρος τού πολέμου εναντίον τού Φερδινάνδου, στέλνοντάς του αμέσως 20.000 χρυσά σκούδα. Θα προσπαθούσε επίσης να εξασφαλίσει ότι οι σύμμαχοί του, εννοώντας τούς Ενετούς, θα πρόσφεραν στον Ζαπόλυα οικονομική βοήθεια.

Αν επιπλέον συνέβαινε, ώστε ο χριστιανικότατος βασιλιάς [της Γαλλίας] να κατέληγε ο ίδιος σε κάποια συμφωνία με το εν λόγω αυτοκράτορα [Κάρολο], θα προσπαθούσε με όλα τα δυνατά μέσα να συμπεριλάβει σε αυτήν και τον βασιλιά τής Ουγγαρίας, έτσι ώστε ο τελευταίος να παρέμενε, αν ήταν δυνατόν, στο βασίλειό του τής Ουγγαρίας, ελεύθερα και χωρίς παρενόχληση εκ μέρους τού Φερδινάνδου και [του αυτοκράτορα] Καρόλου.52

Μάλιστα εκείνη τη στιγμή ο Φραγκίσκος είχε ήδη καταλήξει σε συμφωνία με τον Κάρολο και ο βραχύβιος πόλεμός τους τερματιζόταν με τη συνθήκη τού Καμπραί (στις 3 και 5 Αυγούστου 1529), με την οποία ο Φραγκίσκος απογοήτευσε άσχημα τούς συμμάχους του στην Ένωση τού Κονιάκ, τούς Ενετούς και τούς Φλωρεντινούς, τον Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας και τον Φραντσέσκο Μαρία Σφόρτσα τού Μιλάνου.53

Σύμφωνα με τούς όρους τής ειρήνης τού Καμπραί, ο Φραγκίσκος Α’ θα εξαγόραζε τούς δύο γιους του, τον δελφίνο Φραγκίσκο και τον Ερρίκο τής Ορλεάνης, για δύο εκατομμύρια νομίσματα (écus) (δεν απελευθερώθηκαν μέχρι την 1η Ιουλίου 1530). Έξι βδομάδες μετά την επικύρωση τής συνθήκης από τον Κάρολο Ε’, ο Φραγκίσκος έπρεπε να αποσύρει «όλους τούς διοικητές και πολεμιστές που έχει στην Ιταλία» (tous les capitaines et gens de guerre qu’ il a en Italie). Αυτό έπρεπε να γίνει τουλάχιστον δεκαπέντε μέρες πριν από την επιστροφή των δύο ομήρων. Μεταξύ εκείνων που περιλαμβάνονταν στη συνθήκη ήσαν ο Κλήμης Ζ’, ο Φερδινάνδος ως βασιλιάς τής Ουγγαρίας, ο Ερρίκος Η’, ο Σίγκισμουντ Α’, ο χριστιανός τής Δανίας και η αρχιδούκισσα Μαργαρίτα. Η Βενετία είχε παραλειφθεί και μάλιστα ο Φραγκίσκος είχε ζητήσει από τη Σινιορία «να επιστρέψουμε τα εδάφη που έχουμε στην Απουλία, λόγω τής συμμαχίας που κάναμε με τη Μεγαλειότητά του και στην περίπτωση που δεν επιστρέψουμε τα εν λόγω εδάφη, η Μεγαλειότητά του είχε αναλάβει την υποχρέωση απέναντι στον αυτοκράτορα να κηρύξει τον εαυτό του εχθρό μας!».54

Ο Μεγάλος Τούρκος είχε γίνει η μοναδική ελπίδα των Ενετών. Ήταν επίσης ο μόνος αξιόπιστος σύμμαχος τού Ζαπόλυα. Η αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική τού Φραγκίσκου επρόκειτο να είναι τόσο αντιδημοφιλής στην Ισταμπούλ, όσο ήταν και στη Βενετία. Οι οθωμανικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν και κινούνταν προς τα δυτικά επί μήνες, όπου ο στόχος τους δεν ήταν μικρότερος από την κατάκτηση τής Βιέννης, τής πρωτεύουσας τού αρχιδούκα Φερδινάνδου τής Αυστρίας. Για το ζήτημα αυτό έχουμε τη μαρτυρία τού Ιωάννη Λάσκι, προεστού τής Εκκλησίας στο Γκνιέζνο, αδελφού τού ατρόμητου Τζερόμ και ανηψιού τού γέρου Ιωάννη, αρχιεπίσκοπου τού Γκνιέζνο. Στις 18 Νοεμβρίου (1528) ο Ιωάννης Λάσκι έγραφε στον Αντόνιο Ρινκόν από πλεονεκτικό σημείο στην Πολωνία:

Θα μπορούσα να γράψω πολλά στην εξοχότητά σας, που αφορούν τις υποθέσεις τού κυρίου μας [Ιωάννη Ζαπόλυα], τού γαληνότατου βασιλιά τής Ουγγαρίας, αλλά δεν έχω τώρα μαζί μου τον κρυπτογραφικό κώδικα, με τον οποίο όλα θα μπορούσαν να γραφτούν με ασφάλεια. Τώρα δεν είναι καθόλου ασφαλές να μπει οτιδήποτε σε μια απλή επιστολή. Παρ’ όλα αυτά θα ήθελα να γνωρίζετε τα παρακάτω πράγματα, αν όντως φτάσει [αυτή η επιστολή] στην εξοχότητά σας. Κατ’ αρχάς όλες οι υποθέσεις τής Μεγαλειότητάς του πετυχαίνουν σύμφωνα με τις προσευχές και τις επιθυμίες μας. Η Μεγαλειότητά του έφυγε από τη χώρα μας Πολωνία και πήγε στο δικό του βασίλειο στις 3 Νοεμβρίου, όπου τον υποδέχθηκαν εκεί 8.000 Ούγγροι ιππείς στο φέουδο τού άρχοντα [Φραγκίσκου] Χομμονάυ. Η Μεγαλειότητά του βρίσκεται τώρα στο Σέγκεντ με μεγάλο τουρκικό στρατό, τον οποίο ο σουλτάνος έχει θέσει στην υπηρεσία τής Μεγαλειότητάς του. Έχει οδηγηθεί εκεί με σχεδιασμό τού αδελφού μου, τού παλατινού τού Σίκρατζ. Δεν ξέρω πόσο μεγάλος είναι κατά την παρούσα στιγμή, αλλά μέσα σε δύο βδομάδες μπορεί να είναι 60.000 ιππείς, αν το απαιτήσουν οι καταστάσεις. Έχουν στρατοπεδεύσει όλοι σε μέρη κοντινά μεταξύ τους, έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να συγκεντρωθούν για τη Μεγαλειότητά του αν, όπως είπα, το απαιτήσουν οι καταστάσεις.

Όμως δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις μάχης στον ορίζοντα, γιατί αν και λέγεται ότι ο Φερδινάνδος έχει επιβάλει στρατιωτική εισφορά στη Βιέννη, μέχρι τώρα δεν έχει στρατεύματα. Σε ολόκληρη την Ουγγαρία οι ευγενείς και όλος ο λαός συρρέουν μαζικά στον γαληνότατο βασιλιά Ιωάννη, εν μέρει από τον φόβο των Τούρκων, εν μέρει ως αποτέλεσμα τής επιείκειας ενός ηγεμόνα, που είναι έτοιμος να δεχτεί πίσω στην εύνοιά του την αριστοκρατία και τον απλό λαό. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να δεχτεί τούς μεγιστάνες και αυτό όχι χωρίς λόγο, αν και πολλοί από τούς μεγιστάνες έχουν επίσης υποταγεί, για να κερδίσουν την εύνοια τής Μεγαλειότητάς του. … Εξάλλου ο σουλτάνος των Τούρκων έχει τώρα στρατολογήσει κι άλλο στρατό 400.000 ανδρών, ιππικό και πεζικό, με τον οποίο θα εισβάλει αυτοπροσώπως στην Αυστρία το επόμενο καλοκαίρι. Θα έρθει μέσα από την κοιλάδα τού Δούναβη, προχωρώντας δηλαδή όσο μπορεί [προς τα δυτικά] προς τις πηγές τού ποταμού, το μεγαλύτερο μέρος τής οποίας [περιοχής] υπερηφανεύεται ότι έχει ήδη υποτάξει στην εξουσία του με μικρή προσπάθεια. Και αυτό θα συμβεί χωρίς αμφιβολία, εκτός αν την ερχόμενη άνοιξη, πριν ξεκινήσει ο σουλτάνος την πορεία του, τακτοποιηθεί η διαφορά μεταξύ τής βασιλικής Μεγαλειότητάς του τής Ουγγαρίας και τού βασιλιά Φερδινάνδου με κάποιου είδους συμφωνία, την οποία όμως ο βασιλιάς Ιωάννης δεν θα δεχτεί χωρίς διαβούλευση με τον σουλτάνο, γιατί αυτό είναι το πρώτο άρθρο τής συνθήκης μεταξύ τού σουλτάνου και τής Μεγαλειότητάς του.55

Κατά τούς πρώτους μήνες τού 1529 οι Πολωνοί ασχολούνταν σε μεγάλο βαθμό με τις δικές τους υποθέσεις, διαβουλευόμενοι και αλληλογραφώντας μεταξύ τους, για να αποφασίσουν αν το μεγάλο δουκάτο Λιθουανίας τού Σίγκισμουντ έπρεπε να ενωθεί επίσημα με το βασίλειο τής Πολωνίας, προκειμένου να αποκρουστούν πιο αποτελεσματικά οι συνεχείς επιδρομές των Τατάρων. Μάθαιναν ό,τι μπορούσαν για την αναμενόμενη τουρκική εκστρατεία κατά τής Αυστρίας και για τις προετοιμασίες τού Φερδινάνδου για να την αντιμετωπίσει.56 Όλοι φαίνονταν να ξέρουν τι θα ερχόταν. Από τη Σαραγόσα στις 19 Απριλίου 1529 ο Κάρολος Ε’ έγραφε στον Κλήμεντα Ζ’ για τη διαδεδομένη αναφορά ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν σχεδίαζε νέο μεγάλο χτύπημα κατά τής Ουγγαρίας.57 Από την Ισταμπούλ τρεις εβδομάδες αργότερα ο ίδιος ο σουλτάνος Σουλεϊμάν απεύθυνε επιστολή στον Σίγκισμουντ, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι ξεκινούσε και διαβεβαιώνοντας τον τελευταίο για τη φιλία του (amico vestro fore amicum, hosti hostem). Οι στρατοί τού Σουλεϊμάν θα ήσαν τόσο ακαταμάχητοι, όσο τα κύματα τής θάλασσας.58

Στις 10 Μαΐου 1529 ο Σουλεϊμάν άφησε τις ακτές τού Βοσπόρου με μεγάλο στρατό, μεταφέροντας με τον συρμό αποσκευών του (όπως λεγόταν) 300 κανόνια, δήθεν για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του προς τον Ιωάννη Ζαπόλυα.59 Έντονες βροχοπτώσεις, φουσκωμένα ποτάμια, σπασμένες γέφυρες, πλημμυρισμένες πεδιάδες και ξεπλυμένοι δρόμοι καθυστερούσαν την προέλαση τού οθωμανικού στρατού. Δεν θα ακολουθήσουμε λεπτομερώς την επίπονη πορεία τους. Όμως οι Ενετοί ήσαν σε θέση να το πράξουν, δεδομένου ότι ο γιος τού δόγη, ο Λοντοβίκο Γκρίττι, τούς κρατούσε καλά ενημερωμένους με συχνές επιστολές. Χαίρονταν με την αμηχανία των Αψβούργων.60 Στις 19 Αυγούστου ο Ζαπόλυα και η αυλή του περίμεναν τον σουλτάνο στο αξέχαστο πεδίο τού Μόχατς, όπου ο αποκαλούμενος (soi-disant) βασιλιάς τής Ουγγαρίας πρόσθετε τώρα την ταπείνωση των ανθρώπων του στην προηγούμενη ήττα τους. Σε επίσημη τελετή στην αυτοκρατορική σκηνή ο σουλτάνος υποδέχθηκε ευγενικά τον Ζαπόλυα, που φίλησε το χέρι του. Στις 3 Σεπτεμβρίου ο Οθωμανικός στρατός έφτασε μπροστά στη Βούδα (Όφεν), την οποία κατείχε τότε γερμανική φρουρά για λογαριασμό τού Φερδινάνδου. Η πόλη καταλήφθηκε στις 8 τού μηνός, εν μέσω των συνηθισμένων σκηνών αιματοχυσίας. Μια βδομάδα αργότερα, στις 14 τού μηνός, ο Ζαπόλυα ανέβηκε στον θρόνο τής δυναστείας των Άρπαντ και άρχισε την εξουσία του υπό το άγρυπνο βλέμμα τού Τούρκου διοικητή, τον οποίο άφησε ο Σουλεϊμάν στην ουγγρική πρωτεύουσα.61 Κινούμενος από τη Βούδα στη Βιέννη, ο Σουλεϊμάν άρχισε στις 26-27 Σεπτεμβρίου την περίφημη τριών εβδομάδων πολιορκία τού 1529, φέρνοντας, όπως λέγεται, για επίθεση εναντίον τής πόλης 120.000 άνδρες, 20.000 καμήλες, 400 κανόνια και στόλο 400 ποταμόπλοιων τού Δούναβη. Παρά το γεγονός ότι ο μεγάλος Αυστριακός ιστορικός φον Χάμμερ-Πούργκσταλλ λέει ότι οι υπερασπιστές των αδύναμων τειχών τής Βιέννης μπόρεσαν να συγκεντρώσουν μόνο 16.000 άνδρες και 72 κανόνια,62 ένας Ενετός πληροφοριοδότης, ο οποίος είχε φύγει από τη Βιέννη στις 18 Σεπτεμβρίου, ανέφερε ότι υπήρχαν περισσότεροι από 25.000 στρατιώτες στην πόλη, πεζοί και ιππείς, χωρίς να προσμετράται η τοπική πολιτοφυλακή και 6.000 Βοημοί που αναμένονταν ακόμη. Τα τείχη επίσης είχαν εφοδιαστεί με προμαχώνες και βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Στην πόλη υπήρχε μεγάλη αφθονία ψωμιού, κρασιού και κρέατος. Κάθε μέρα κατέφθαναν από τη Βοημία και αλλού φορτία σιτηρών, «ενώ λέει ότι είδε περισσότερα από 70 κανόνια, πολλά από τα οποία είναι μεγάλου μεγέθους».63 Δεν θα ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες τής πολιορκίας, αλλά ύστερα από τέσσερις μεγάλης κλίμακας επιθέσεις (η μεγαλύτερη ήταν στις 12 Οκτωβρίου), οι τουρκικές δυνάμεις είχαν εξαντλήσει τις προμήθειές τους και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν άλλες στη γύρω ύπαιθρο, η οποία είχε απογυμνωθεί πριν από την άφιξή τους. Ούτε οι καλύτερες προσπάθειες των μηχανικών τού σουλτάνου να υπονομεύσουν τα τείχη, ούτε των γενιτσάρων να σκαρφαλώσουν σε αυτά δεν μπόρεσαν να πάρουν την πόλη ή να υποχρεώσουν τούς πολιορκημένους να παραδοθούν. Η περίοδος πλησίαζε προς το τέλος της. Ήταν μακρύς ο δρόμος τής επιστροφής στην Ισταμπούλ. Μετά την αποτυχία τής τελευταίας επίθεσης κατά των σφυροκοπουμένων τειχών στις 14 Οκτωβρίου, ο Σουλεϊμάν έδωσε εντολή να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να ξεστήσουν το στρατόπεδο. Η Βιέννη είχε σωθεί.64 Η είδηση ηλέκτρισε την Ευρώπη. Τη ημέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων ο Κλήμης Ζ’, που βρισκόταν τότε στη Μπολώνια, γιόρτασε τη χριστιανική νίκη με πανηγυρική λειτουργία στον καθεδρικό ναό, μετά την οποία ψάλθηκε σε ευχαριστία το «Εσένα δοξάζουμε, Θεέ» (Te Deum laudamus).65 Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Σουλεϊμάν αποσύρθηκε από την Αυστρία και επέστρεψε στην Ισταμπούλ, άφησε τον Ζαπόλυα να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος τής Ουγγαρίας.66

Οι αναφορές για την προς τα δυτικά πορεία τού Σουλεϊμάν είχαν βοηθήσει να έλθουν ο πάπας και ο αυτοκράτορας κοντά, σε επίσημη συμμαχία. Με τη συνθήκη τής Βαρκελώνης (της 29ης Ιουνίου 1529) είχαν διακηρύξει την ενιαία στάση τους απέναντι στους «Τούρκους που είναι ενθουσιασμένοι από τις νίκες τους, προετοιμάζουν όπλα, απειλούν τρομερά το χριστιανικό όνομα» (Turcae victoriis elati, arma parantes, diraque Christiano nomini minantes). Σκοπός τους ήταν να φέρουν ειρήνη στην Ιταλία και στην Ευρώπη, ώστε να μπορέσουν να ελέγξουν «αυτόν τον λύκο, τον Τούρκο ληστρικό εχθρό» (lupus ille, rapax inimicissimus Turcha). Υπόσχονταν την αμοιβαία συνδρομή τους για την προστασία και αποκατάσταση τής παπικής και τής αυτοκρατορικής επικράτειας. Ο Κλήμης συμφωνούσε να επιτρέψει στις φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις ελεύθερη διέλευση από τα παπικά κράτη, ενώ ο Κάρολος υποσχόταν να μεριμνήσει για την αποκατάσταση των Μεδίκων, «της ένδοξης οικογένειας τής Αγιότητάς του, δηλαδή των διαδόχων εκείνου τού Λορέντσο Μέδικου τού Μεγαλοπρεπούς» (illustris suae Sanctitatis famlia, haeredes scilicet quondam Magnifici Laurentii de Medicis), στην ηγεμονία τους επί των Φλωρεντινών.

Ο Κάρολος θα φρόντιζε επίσης ώστε να ανακτήσει ο Κλήμης την Τσέρβια και τη Ραβέννα από τούς Ενετούς, καθώς και τη Μόντενα, το Ρέτζιο και τη Ρουμπιέρα από τον Αλφόνσο ντ’ Έστε, δούκα τής Φερράρας. Ο Κλήμης θα χορηγούσε στον Κάρολο «νέα ανάθεση» τού ναπολιτάνικου βασιλείου, και θα παρέμενε ικανοποιημένος με ένα πουλάρι τον χρόνο ως φεουδαρχικό τέλος (solo censu equi seu gradarii … in signum recognitionis feudi). Αποδεχόταν επίσης το δικαίωμα τού αυτοκράτορα να αναγορεύει επισκόπους σε εικοσιτέσσερις επισκοπικές έδρες τού βασιλείου. Αφού ο Κλήμης είχε εξαγγείλει την επιστροφή τού δουκάτου τής Φερράρας, φέουδου τής Εκκλησίας (feudum ecclesiae), στην Αγία Έδρα, «λόγω τού κακουργήματος και τής περιβόητης εξέγερσης τού επιφανούς Αλφόνσο ντ’ Έστε … καθώς και τής ποινής που τού επιβλήθηκε στο εκκλησιαστικό δικαστήριο», ο Κάρολος γινόταν ο ίδιος υπεύθυνος για την εκτέλεση τής ποινής κατά τού Αλφόνσο, αν και η τελική απόφαση παρέμενε στον Κλήμεντα.

Σε δύο ακόμη άρθρα, που ήσαν προσθήκες αλλά προφανώς όχι τμήματα τής συνθήκης, ο Κλήμης χορηγούσε στον Κάρολο και στον αδελφό του Φερδινάνδο, ο οποίος βρισκόταν υπό τουρκική επίθεση, το ένα τέταρτο των «προϊόντων και εσόδων» (fructus et reditus) των εκκλησιαστικών επιδομάτων στις διάφορες και πολυάριθμες περιοχές τους. Ανανέωνε επίσης και αύξανε την απόδοση τού σταυροφορικού φόρου (cruzada), την προηγούμενη παραχώρηση τού οποίου ο Κάρολος είχε βρει όχι ικανοποιητική, λόγω ορισμένων περιορισμών.67

Ο Φραγκίσκος Α’ είχε αναγκαστεί να τερματίσει τον δεκαοκτάμηνο πόλεμό του με τον Κάρολο Ε’ με τη συνθήκη τού Καμπραί (της 3ης και 5ης Αυγούστου 1529). Η συνθήκη τής Βαρκελώνης είχε αφαιρέσει και την τελευταία ελπίδα του ότι θα έπαιρνε κάποιας μορφής παπική υποστήριξη. Τα θεμελιώδη ζητήματα που δίχαζαν τον Φραγκίσκο και τον Κάρολο, παρά την ατελείωτη πολυλογία τής συνθήκης τού Καμπραί, παρέμεναν άλυτα, πέρα από την προσωπική αντιπάθεια τού ενός για τον άλλο. Βέβαια ο Κάρολος εγκατέλειπε ή τουλάχιστον ανέβαλλε τις αξιώσεις του επί τής Βουργουνδίας, ενώ ο Φραγκίσκος εγκατέλειπε τις αξιώσεις του για την Φλάνδρα και το Αρτουά, το Μιλάνο και τη Νάπολη. Ο Φραγκίσκος είχε κάποτε ορκιστεί επισήμως ότι δεν θα παραιτιόταν ποτέ από οποιαδήποτε από τα εδάφη ή δικαιώματα τής Γαλλίας. Τώρα που το είχε πράξει, έκανε έκκληση στον Κλήμεντα Ζ’ να τον απαλλάξει από τον όρκο του (absolutio iuramenti). Στις 29 Νοεμβρίου (1529) ο Κλήμης χορήγησε τη ζητηθείσα απαλλαγή, επιβεβαιώνοντας ότι ο Φραγκίσκος είχε ενεργήσει προς το συμφέρον τής δημόσιας ειρήνης και τής κοινωνικής ηρεμίας.68

Αργότερα ο Φραγκίσκος παντρεύτηκε κιόλας την αδελφή τού Καρόλου, την Ελεονόρα, χήρα τού εκλιπόντος Εμμανουήλ τής Πορτογαλίας, όπου τα εμπόδια για τον γάμο λόγω τρίτου και τέταρτου βαθμού συγγένειας καταργήθηκαν με παπική απαλλαγή (στις 18 Φεβρουαρίου 1530),69 αλλά δεν ήταν ποτέ πρόθυμος να ξεχάσει τις μεγάλες ημέρες τού Μαρινιάνο και λαχταρούσε να ξαναπάρει το Μιλάνο και να κατέχει τη Νάπολη.

Στις 11 Νοεμβρίου 1529 ο Κλήμης Ζ’ ενημέρωνε τον καρδινάλιο Γούλζεϋ ότι είχε εγκαθιδρυθεί ειρήνη εκτός Ιταλίας, «την οποία επιδιώξαμε τόσο θερμά από την αρχή τής αρχιερατικής μας θητείας και τώρα ελπίζουμε πολύ περισσότερο να τη δούμε να εγκαθιδρύεται και εδώ». Τόνιζε ότι σε κάθε επικοινωνία του με τον αυτοκράτορα ο ίδιος δεν είχε ποτέ σκεφτεί ή ζητήσει τίποτε εκτός από την «ειρήνη ανάμεσά μας και την εκστρατεία κατά των Τούρκων».70 Την ίδια μέρα έγραφε στον Ερρίκο Η’ για το έλεος που είχε δείξει ο Θεός στην τουρκική αποτυχία στη Βιέννη. Στη χαρά του για τη σωτηρία των χριστιανών ερχόταν τώρα να προστεθεί η ελπίδα ότι επιτέλους είχε έρθει η ώρα (την οποία επιδίωκε από την αρχή τής παπικής του θητείας), που θα γινόταν ειρήνη ανάμεσα στους χριστιανούς, έτσι ώστε να στραφούν τα όπλα τους στην εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Στρατολογούσε τη βοήθεια τού Ερρίκου για να σβήσουν τις φλόγες τής έριδας στη χριστιανική κοινότητα, προκειμένου να προωθηθεί η σταυροφορία.71 Στο μεταξύ, μία βδομάδα πριν από αυτό, η παπική και η αυτοκρατορική αυλή είχαν βρεθεί μαζί στη Μπολώνια και προσπαθούσαν τώρα να διευθετήσουν τα θυελλώδη ζητήματα, που εξακολουθούσαν να μαστίζουν την ιταλική ατμόσφαιρα.

Ο Κάρολος Ε’ είχε αποπλεύσει από τη Βαρκελώνη, πάνω σε μια από τις γαλέρες τού Αντρέα Ντόρια, κατευθυνόμενος στη Γένουα, όπου αποβιβάστηκε στις 12 Αυγούστου 1529, όπως θυμόταν αργότερα ο Γκάσπαρο Κονταρίνι, «κατά τον χρόνο περίπου που ο στρατός τού Τούρκου ερχόταν στην Ουγγαρία και την Αυστρία και έφτανε στη Βιέννη» (circa il tempo nel quale il campo del Turco giunse in Ungheria ed in Austria, e veniva sotto Vienna).72 Τον Κάρολο υποδέχθηκε η Σινιορία και διακόσιοι πολίτες «ντυμένοι όλοι στο μετάξι». Ύστερα από βολές καλωσορίσματος τού πυροβολικού, ίππευσε αργά κάτω από κουβούκλιο (baldachino) προς το Παλάτσο ντέλλα Σινιορία, όπου θα διέμενε, «μιλώντας πάντοτε με τον άρχοντα Αντρέα Ντόρια, που βάδιζε στην αριστερή πλευρά του». Ο Κάρολος αφίππευσε στον Σαν Λορέντσο, στον καθεδρικό ναό τής Γένουας. Εισήλθε στην εκκλησία και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο παλάτι με τα πόδια. Βρισκόταν σε χαρούμενη διάθεση. Οι Γενουάτες είχαν στήσει δύο θριαμβευτικές αψίδες προς τιμήν του. Η πόλη ήταν στολισμένη με ζωγραφισμένα πανό, ένα από τα οποία έγραφε «ότι η Γένουα επέστρεφε στην ελευθερία από το χέρι τού άρχοντα Αντρέα Ντόρια» (come Zenoa ritornava in libertà per man di Messer Andrea Doria).

Ο Κάρολος είχε έρθει με στρατό 12.000 πεζών και 5.000 ιππέων, σε στόλο εκατό πλοίων, από τα οποία πάνω από τριάντα ήσαν γαλέρες, οι δεκατέσσερις από τις οποίες ανήκαν στον Ντόρια. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φήμες. Ο Κάρολος είχε έρθει στην Ιταλία με δύο εκατομμύρια σε χρυσό, συμπεριλαμβανομένων 300.000 δουκάτων, που είχε πάρει από τον Ιωάννη Γ’ τής Πορτογαλίας. Έβλεπε τον Ντόρια κάθε μέρα. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα κατευθυνόταν στην ακτή τής Ισπανίας με μεγάλο στόλο από φούστες, γαλιότες και γαλέρες. Ο Κάρολος επρόκειτο να συναντηθεί με τον Κλήμεντα Ζ’ στη Μπολώνια. Καταλύματα ετοιμάζονταν για τη Μεγαλειότητά του στην Πιατσέντσα. Ο μαρκήσιος Φεντερίκο Γκονζάγκα είχε φτάσει στη Γένουα, ενώ λεγόταν ότι επρόκειτο να οριστεί αρχηγός τού αυτοκρατορικού στρατού στη Λομβαρδία, όπου η νίκη τού Αντόνιο ντε Λέυβα επί τού Γάλλου διοικητή Φρανσουά ντε Σαιν Πολ στο Λαντριάνο, ακριβώς νότια τού Μιλάνου, στις 21 Ιουνίου, είχε κάνει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς κυρίαρχους στη μακροχρονίως διεκδικούμενη κοιλάδα τού Πάδου.

Τα νέα από το Καμπραί είχαν ευχαριστήσει τον Κάρολο. Οι Φλωρεντινοί και ο δούκας τής Φερράρας είχε μείνει έξω από την ειρήνη «για την αγάπη τού πάπα» (per amor del papa). Οι Ενετοί είχαν εξήντα μέρες για να αποχωρήσουν από τη Μπαρλέττα, το Τράνι και τη Μονόπολι στη νότια ακτή τής Αδριατικής. Λεγόταν ότι ο ντε Λέυβα αναμενόταν στη Γένουα και ότι ο Φραντσέσκο Μαρία Σφόρτσα ερχόταν μαζί του, αλλά προφανώς κανείς δεν το πίστευε. Λεγόταν επίσης στην αυλή ότι οι Ενετοί προέτρεπαν τον σουλτάνο Σουλεϊμάν να έρθει «με μεγάλο στρατό» (cum gran gente), αλλά και πάλι κανείς δεν το πίστευε.73

Δεδομένου ότι η παρουσία του ήταν απαραίτητη στη Γερμανία και η Βιέννη βρισκόταν υπό πολιορκία, ο Κάρολος επιθυμούσε να γίνει η στέψη του ως αυτοκράτορα στη Μπολώνια, παρά στην πιο απομακρυσμένη Ρώμη. Η ιδέα δεν φαινόταν ελκυστική στην κούρτη, γιατί οι αυτοκρατορικές ενθρονίσεις γίνονταν στη Ρώμη. Υπήρχε μια ανόητη αναφορά ότι οι καρδινάλιοι είχαν πιέσει τον Κάρολο να λάβει το στέμμα στη Μπολώνια και ότι ο ίδιος είχε απαντήσει ότι είχε ήδη τόσα πολλά στέμματα, που δεν μπορούσε να κρατήσει ψηλά το κεφάλι του (Ho tante corone che le me pesa in testa).74 Ο Κάρολος ανυπομονούσε για τη στέψη του από τα χέρια τού πάπα από τότε που είχε εκλεγεί, πριν από δέκα χρόνια. Ο Κλήμης είχε κάθε λόγο να τον υποχρεώσει και στις 7 Οκτωβρίου ο πάπας και οι καρδινάλιοι έφυγαν από τη Ρώμη κατευθυνόμενοι στη Μπολώνια, όπου έφτασαν στις 24 Οκτωβρίου.75

Ενώ βρισκόταν στον δρόμο από την Πιατσέντσα προς την Πάρμα, μέσα σε ανέμους που βοούσαν και κάτω από δυνατή βροχή, ο Κάρολος Ε’ έλαβε επιστολή από τον αδελφό του Φερδινάνδο, γραμμένη στο Λιντς στις 19 Οκτωβρίου 1529, με την χαρούμενη είδηση ότι την προηγούμενη Παρασκευή 15 Οκτωβρίου, ύστερα από «τέσσερις μεγάλες και παρατεταμένες επιθέσεις» (quatre groz et longs assaulx), οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει την πολιορκία τής Βιέννης.76 O Eνετός πρέσβης Γκάσπαρο Κονταρίνι έγραφε στη Γερουσία από τη Μπολώνια (στις 29 τού μηνός), προβλέποντας την αμφιθυμία των συμπατριωτών του για την είδηση, «η οποία, αν και είναι καλή για τη χριστιανοσύνη, είναι άσχημη για τις παρούσες διαπραγματεύσεις» (la qual, benchè sia bona per la Christianità, è mal a proposito alli presenti negocii).77 Αυτό που ήταν το καλύτερο για τον χριστιανισμό, δυστυχώς δεν ήταν προφανώς το καλύτερο για τούς Ενετούς και τούς Φλωρεντινούς, τον Φραντσέσκο Μαρία τού Μιλάνου και τον Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας. Ο Κάρολος, απαλλαγμένος από την επείγουσα ανάγκη παροχής άμεσης βοήθειας στον αδελφό του εναντίον των Τούρκων, θα μπορούσε πια να παραμείνει στην Ιταλία και να επιβάλει αυστηρότερους όρους στους συμμάχους τής πρώην Ένωσης. Στη Μπολώνια η έλευση τού Καρόλου αναμενόταν με ανησυχία, καθώς και με ενθουσιασμό. Ο Κονταρίνι ενημέρωνε τη Γερουσία στις 3 Νοεμβρίου ότι ο Κάρολος είχε φτάσει στο Καστελφράνκο, δεκαεπτά μίλια από τη Μπολώνια, ενώ στις 5 τού μηνός περιέγραφε τη μαγευτική και αξέχαστη είσοδο τού Καρόλου στη Μπολώνια.78

Η λαμπρότητα και η λεπτομέρεια με τις οποίες ο αυτοκράτορας και η αυτοκρατορική συνοδεία εισήλθαν στη Μπολώνια (στις 5 Νοεμβρίου 1529) από την Πόρτα Σαν Φελίτσε ικανοποιούσαν όλες τις θεατρικές απαιτήσεις μιας επιτηδευμένης αλλά κομψής εποχής. Ζωγράφοι και σκιτσογράφοι, αρχιτέκτονες και ξυλουργοί, κτίστες και σιδεράδες είχαν στολίσει την πόλη με βραχύβια στολίδια, για να υποδεχτούν τις μακρές γραμμές λογχοφόρων, πυροβολητών και Λαντσκνέχτε, έφιππων και πεζών, συμβούλων και γραμματέων, μαρκησίων και κόμητων, επισκόπων και ιπποτών, σε πολύχρωμες ενδυμασίες και στιλβωμένες πανοπλίες. Εκείνο το απόγευμα ελίχθηκαν μέσω αψίδων θριάμβου, πέρασαν δίπλα από έφιππα αγάλματα, κάτω από λάβαρα που κυμάτιζαν από κοντάρια και τάπητες που κρέμονταν από παράθυρα, μέχρι τη στιγμή που οδήγησαν τον Κάρολο (κάτω από το συνηθισμένο στολισμένο κουβούκλιο) στην περίτεχνη εξέδρα που έχει στηθεί μπροστά στην εκκλησία τού Σαν Πετρόνιο, στη Μεγάλη Πλατεία (Piazza Maggiore). Εδώ τον περίμενε ο Κλήμης, με αρχιερατικά άμφια, έχοντας στο κεφάλι του μίτρα με κοσμήματα και εδώ ήρθαν για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο ο πάπας και ο αυτοκράτορας. Αφού ανέβηκε στην εξέδρα, ο Κάρολος έπεσε στα γόνατα, φίλησε το πόδι και το χέρι τού πάπα, ύστερα από το οποίο αντάλλαξαν φιλιά στα μάγουλα.

Υπήρχαν εκεί εικοσιπέντε καρδινάλιοι, καθώς και όλοι οι πρεσβευτές στην παπική κούρτη. Ο Κονταρίνι στεκόταν αρκετά κοντά, ώστε να ακούσει τον Κλήμεντα να εκφράζει την ελπίδα ότι ο Θεός είχε φέρει τον αυτοκράτορα στην Ιταλία «προς γενικό όφελος τής χριστιανοσύνης» (per beneficio universal de la Christianità).

Δεν είχε μπορέσει να ακούσει την απάντηση τού αυτοκράτορα, γιατί ο Κάρολος (ως συνήθως) μίλησε πολύ σιγά, αλλά ο καρδινάλιος Πάολο ντε Τσέζι είπε στον Κονταρίνι ότι ο Κάρολος είχε πει ότι είχε έρθει για να φιλήσει τα πόδια τού πάπα και να τακτοποιήσει με συζήτηση εκείνα τα προβλήματα, που δεν μπορούσαν εύκολα να αντιμετωπιστούν με την αλληλογραφία. Ο Κάρολος έδωσε στον Κλήμεντα ένα πουγγί με χρυσά μετάλλια (medaglie d’ oro), που άξιζε περίπου χίλια σκούδα. Όταν όλοι οι αυτοκρατορικοί αυλικοί είχαν φιλήσει τα πόδια τού πάπα, ο Κάρολος εισήλθε στον Άγιο Πετρώνιο και ο Κλήμης ανέβηκε σε μια καρέκλα μεταφοράς (sedia gestatoria), για να τον μεταφέρουν στη μικρή απόσταση μέχρι το Παλάτσο Πούμπλικο (ή ντ’ Ακκούρσιο, τώρα Παλάτσο Κομουνάλε), στη δυτική πλευρά τής πλατείας, όπου είχαν καταλύσει τόσο ο ίδιος όσο και ο αυτοκράτορας. Χιλιάδες είχαν δει αυτή την πρώτη συνάντηση τού πάπα και τού αυτοκράτορα. Ο παπικός τελετάρχης Μπιάτζιο Μαρτινέλλι ντα Τσεζένα είχε σχεδιάσει τις λεπτομέρειες, ενώ η Ισαβέλλα ντ’ Έστε καθώς και ο Κονταρίνι τα έχουν περιγράψει όλα σε επιστολές, που δεν έχασαν ποτέ τη γοητεία τους.79

Ο Κλήμης ενδιαφερόταν πολύ για την αποκατάσταση τής οικογένειάς του στην εξουσία στη Φλωρεντία. Ήθελε επίσης πολύ να πετύχει, αν μπορούσε, τον πλήρη αφανισμό τού Αλφόνσο ντ’ Έστε. Ήξερε φυσικά ότι ο Κονταρίνι θα υπερασπιζόταν την κατοχή τής Ραβέννας και τής Τσέρβια από τούς Ενετούς, όταν ο αυτοκράτορας ερχόταν στη Μπολώνια. Ο Κλήμης είχε υποφέρει πολύ κατά τα πρόσφατα χρόνια. Αναποφάσιστος όπως πάντα, είχε γίνει πιο καχύποπτος από ποτέ. Στις 31 Οκτωβρίου (1529) ο Κονταρίνι είχε αναφέρει στην κυβέρνησή του μια συνομιλία που είχε πρόσφατα με τον Κλήμεντα ο Σερ Γκρέγκορυ Καζάλ, ο Άγγλος πρεσβευτής στην κούρτη. Ο Καζάλ τον είχε βρει πιο σκληρό από ποτέ, γιατί η Αγιότητά του έλεγε ότι αν ο αυτοκράτορας δεν τηρούσε την πίστη του μαζί του, θα επέστρεφε αμέσως στη Ρώμη και θα εκτύπωνε τη συμφωνία που είχε γίνει με την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, έτσι ώστε ο κόσμος να γνωρίζει ότι [ο πάπας] είχε εξαπατηθεί από αυτόν.80

Το πρωί τής 6ης Νοεμβρίου ο Κονταρίνι παρουσίασε τις διαπιστευτήριες επιστολές του στον αυτοκράτορα σε ιδιωτική ακρόαση και εξέφρασε χαρά για την άφιξη τής Μεγαλειότητάς του στην Ιταλία, γιατί η παρουσία του ήταν αναγκαία για να θέσει τέρμα στις «πολλές διχόνοιες» (molte discordie) που έπλητταν τη χερσόνησο. Ανακίνησε το ευαίσθητο θέμα τής Ραβέννας και τής Τσέρβια, εκφράζοντας την απεγνωσμένη ελπίδα ότι ο Κάρολος θα μεσολαβούσε στον πάπα για λογαριασμό τής Βενετίας. Η Δημοκρατία θα κατέβαλλε το κατάλληλο ενοίκιο (censo) για τις δύο πόλεις. Ο Κάρολος άκουσε τον Κονταρίνι, ήσυχα, ευγενικά και στη συνέχεια είπε ότι είχε όντως έρθει στην Ιταλία για να φέρει την ειρήνη, αλλά όσο για τη Ραβέννα και την Τσέρβια, είχε υποσχεθεί να τις επιστρέψει στον πάπα. «Γιατί», ρώτησε, «αυτοί οι δύο τόποι είναι τόσο σημαντικοί για εσάς;» Ο Κονταρίνι εξήγησε ότι η Βενετία τούς είχε στην κατοχή της για πολλά χρόνια, ενώ είχαν κληθεί από τούς ίδιους τούς κατοίκους να σταματήσουν την εμφύλια σύγκρουση. Δεν βοήθησε. Ο Κάρολος είπε ότι έπρεπε να ικανοποιήσει τον πάπα.81

Την επιστολή Κονταρίνι τής 6ης τού μηνός πήγε στη Βενετία γρήγορος αγγελιοφόρος και στις 10 τού μηνός η ενετική κυβέρνηση τον εξουσιοδοτούσε να πει ότι «θα είμαστε ικανοποιημένοι να δώσουμε [στον πάπα] τη Ραβέννα και την Τσέρβια, όταν θα έχει γίνει ειρήνη με τον αυτοκράτορα».82 Μέρα με τη μέρα ο Κονταρίνι ασχολιόταν με αυτοκρατορικούς εκπροσώπους για την ειρήνη στην Ιταλία και για αμυντική συμμαχία ή «ένωση». Οι Ενετοί ήσαν πολύ επιφυλακτικοί για άλλη μια ιταλική ένωση, ιδιαίτερα για μια που θα μπορούσε να τούς εμπλέξει σε εχθροπραξίες με τούς Τούρκους. Ο Κονταρίνι προσπαθούσε να πείσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς να μειώσουν τη μεγάλη αποζημίωση, την οποία απαιτούσε ο Κάρολος από τη Βενετία και το Μιλάνο. Μεταξύ 2 και 29 Νοεμβρίου (1529) η ενετική κυβέρνηση έδειξε τελικά στον Κονταρίνι την απρόθυμη ετοιμότητά της να συμμετάσχει στην προτεινόμενη «ένωση για τη σωτηρία των κρατών τής Ιταλίας» (liga a conservation di stadi de Italia). Όχι μόνο θα έδιναν στον πάπα τη Ραβέννα και την Τσέρβια, αλλά ήσαν επίσης διατεθειμένοι να παραδώσουν στον Κάρολο τα εδάφη και το πυροβολικό που κατείχαν τότε στην Απουλία.83

Ο Κονταρίνι βρισκόταν ακόμη σε διαπραγματεύσεις με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στη Μπολώνια, όταν έφτασε στη Βενετία ένας Τούρκος απεσταλμένος. «Και το απόγευμα [της 17ης Δεκεμβρίου τού 1529]», όπως μάς πληροφορεί ο Σανούντο,

έχουμε μάθει ότι έχουν φτάσει στο Λίντο σήμερα το πρωί δύο μπριγαντίνια … στα οποία υπάρχει απεσταλμένος τού Άρχοντα Τούρκου με [ακολουθία από] δεκαέξι άτομα, που έρχονται στη Σινιορία μας. Το Κολλέγιο αποφάσισε να τον εγκαταστήσει στην Κα Ντάντολο, στην Κάλλε ντέλλε Ράσσε (όπου το σπίτι έχει προετοιμαστεί για την άφιξη τού κυρίου Ρέντσο ντα Τσέρι, που έρχεται εδώ από τη Μπαρλέττα) και έχει αποφασίσει να στείλει πολλούς κυρίους σήμερα ακριβώς, για να πάρουν τον απεσταλμένο από το Λίντο, με τα μπριγαντίνια, και να τον οδηγήσουν στην εν λόγω κατοικία, πληρώνοντας τα έξοδα γι’ αυτόν. Και έχουν σταλεί, μεταξύ άλλων, ο κύριος Τομμάζο Κονταρίνι, ο οποίος ήταν απεσταλμένος στον άρχοντα Τούρκο, και ο κύριος Πιέτρο Μπράγκαντιν, ο οποίος ήταν βαΐλος στην Ισταμπούλ, και πολλοί άλλοι που, όταν ο απεσταλμένος οδηγήθηκε προς τα εδώ, ήρθαν όλοι στη Γερουσία.84

Φαινόταν πολύ κατάλληλο να εγκαταστήσουν τον Τούρκο απεσταλμένο και τη συνοδεία του στην Οικία Ντάντολο (Cha Dandolo in cale de le Rasse). Το παλάτι είναι ένα από τα πιο γνωστά ξενοδοχεία τής Βενετίας από τις αρχές τού 19ου αιώνα.85

Ο Τούρκος ήταν ο Γιουνούς μπέης, ένας ψηλός και όμορφος άντρας με αυτοπεποίθηση. Είχε ήδη υπηρετήσει ως πρεσβευτής τού σουλτάνου στη Βενετία. Τη μέρα μετά την άφιξή του στη λιμνοθάλασσα ο Γιουνούς εισήλθε στο Κολλέγιο, ντυμένος με μαύρο βελούδο, περπατώντας ανάμεσα στους Τομμάζο Κονταρίνι και Πιέτρο Μπράγκαντιν, «που ήσαν και οι δύο βαΐλοι στην Κωνσταντινούπολη» (ambedoi stati baili a Constantinopoli). Λεγόταν ότι ο Γιουνούς ήξερε λατινικά, αλλά ο Ενετός γραμματέας Τζιρολάμο Τσιβράν, ο οποίος μιλούσε άπταιστα τουρκικά, βρισκόταν σε ετοιμότητα για να λειτουργήσει ως διερμηνέας.86 Ο δόγης Αντρέα Γκρίττι καλωσόρισε τον πρεσβευτή με σχεδόν υπερβολική ευγένεια. Ο Γιουνούς είχε αφήσει τον σουλτάνο Σουλεϊμάν στο Βελιγράδι πριν πέντε εβδομάδες, ενώ τώρα έφερνε μαζί του μακροσκελή επιστολή, που απευθυνόταν στον δόγη (και ήταν χρονολογημένη στο Βελιγράδι στις 13 Νοεμβρίου 1529). Ο Σουλεϊμάν υπενθύμιζε στον δόγη την ήττα τού Λουδοβίκου Β’, την τουρκική κατάκτηση τής Ουγγαρίας και την εκ μέρους του αποδοχή τού Ιωάννη Ζαπόλυα ως διάδοχου τού Λουδοβίκου. Τότε ο Φερδινάνδος, αδελφός τού βασιλιά τής Ισπανίας και βασιλιάς ο ίδιος τής Βοημίας, είχε παρέμβει, παίρνοντας τη Βούδα από τον Ζαπόλυα καθώς και το στέμμα του και εισβάλλοντας σε ολόκληρο το βασίλειο τής Ουγγαρίας.

Ο Σουλεϊμάν είχε συνεπώς πορευτεί στην Ουγγαρία και την Αυστρία «με ολόκληρη την Πύλη μου» (con tutta la mia Porta), καθώς ο Φερδινάνδος διέφευγε στη Γερμανία. Οι Τούρκοι είχαν θέσει υπό επιτυχή πολιορκία τη Βούδα, την οποία ανέκτησαν από τον Φερδινάνδο, και «πήραμε το φρούριο και όλη την υπόλοιπή Ουγγαρία και όλα τα εδάφη του» (prendesemo la forteza et tutto il resto de Hongaria et tutte le sue terre). Ο Σουλεϊμάν είχε δώσει το βασίλειο τής Ουγγαρίας στον Ζαπόλυα, «σύμφωνα με το έθιμο τής πολύ μεγάλης Μεγαλειότητάς μου … χαράτσι στην Πύλη τής Μεγαλειότητάς μου» (secondo el costume de mia molto grande Maestà … , aziò el daga carazo a la Porta di la Maiestà mia). Ως μη-μουσουλμάνοι, ο Ζαπόλυα και οι υπήκοοί του θα πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο ή χαράτσι (kharaj). Σύμφωνα με τον Σουλεϊμάν, οι Τούρκοι είχαν αποκτήσει (για τον Ζαπόλυα) το στέμμα τού Αγίου Στεφάνου, χωρίς το οποία κανένας δεν μπορούσε πραγματικά να στεφθεί βασιλιάς τής Ουγγαρίας. Όσο για τον Φερδινάνδο, οι Τούρκοι τον είχαν καταδιώξει μέχρι τα όρια τής Γερμανίας. Είχαν φτάσει στη Βιέννη στις 25 Σεπτεμβρίου, «στις 22 τού μήνα Μουχαρράμ» (a li 22 de la luna di Micharea, δηλαδή al-Muharram), ενώ ο Φερδινάνδος διέφυγε στη Βοημία, σε μια πόλη που ονομαζόταν Πράγα. Ο Σουλεϊμάν κατέστρεψε τα εδάφη του «…και η μεγαλειότητά μου έμεινε επίσης εκεί κάτω, σε αυτή τη Βιέννη, 20 μέρες» (…et la mia Maestà etiam stete lì sotto dita Viena 20 giorni), ύστερα από το οποίο η Μεγαλειότητά του επέστρεψε στη Βούδα και από εκεί στην Ισταμπούλ. Λόγω τής καλής πίστης και τής φιλίας που υπήρχε μεταξύ Υψηλής Πύλης και Βενετίας, ο Σουλεϊμάν έστελνε «τον σκλάβο μου Γιουνούς, διερμηνέα τής Πύλης μου» (il nostro schiavo Jonus interprete de la mia Porta), για να φέρει στη Βενετία τα καλά νέα (της εκστρατείας του και τής ασφαλούς επιστροφής του), καθώς και ένα άλλο μήνυμα, «ενώ πρέπει να δώσετε πίστη σε αυτό που θα σάς πει».87

Οι Ενετοί χρειάζονταν κάτι για να τού δώσουν πίστη. Ο σύμμαχός τους Φραγκίσκος Α’ τούς είχε απογοητεύσει στο Καμπραί. Και ο ίδιος ο Σουλεϊμάν είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα στη Βιέννη. Είχαν λίγη πίστη στους Αψβούργους και ίσως ακόμη λιγότερη στον πάπα. Μη έχοντας εφικτή εναλλακτική λύση, αποφάσισαν να κάνουν ειρήνη. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1529, στα καταλύματα τού Μερκουρίνο Γκαττινάρα, τού αυτοκρατορικού καγκελλαρίου, ο οποίος είχε γίνει καρδινάλιος πριν από τέσσερις μήνες (στις 13 Αυγούστου). Δώδεκα ηγεμόνες και κράτη περιλαμβάνονταν στο σύμφωνο: ο Κλήμης Ζ’, ο Κάρολος Ε’, ο βασιλιάς Φερδινάνδος τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας, η Δημοκρατία τής Βενετίας, οι δούκες Φραντσέσκο Β’ Σφόρτσα τού Μιλάνου, Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε τού Ουρμπίνο και Κάρολος Γ’ τής Σαβοΐας, οι μαρκήσιοι Φεντερίκο Γκονζάγκα τής Μάντουα και Μπονιφάτσιο Παλεολόγκο τού Μομφερράτ, μαζί με τη Γένουα, τη Σιένα και τη Λούκκα. Ο Κάρολος και ο Φερδινάνδος, οι Ενετοί και ο Φραντσέσκο Σφόρτσα, δεσμεύονταν σε διαρκή, αμυντική συμμαχία εναντίον κάθε χριστιανικής δύναμης ή ατόμου, που θα απειλούσε ή θα έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη τής Ιταλίας (contra quoscumque reges, principes, pοtentatus, et dominos … Christianοs), πράγμα που σαφώς εξαιρούσε τούς Ενετούς από την ανάληψη όπλων εναντίον των Τούρκων. Ο πάπας θα έπαιρνε πίσω τις από καιρό διεκδικούμενες Ραβέννα και Τσέρβια. Ο αυτοκράτορας θα έπαιρνε τις κατεχόμενες από τούς Ενετούς πόλεις στην Αδριατική ακτή τού βασιλείου τής Νάπολης (Regno).88

Οι Φλωρεντινοί δεν συμπεριλαμβάνονταν στη συνθήκη. Ο Κλήμης Ζ’ είχε την πρόθεση να επαναφέρει την εξουσία των Μεδίκων στην πόλη τους και ακολουθούσε τον δικό του δρόμο στη Μπολώνια. Οι Αψβούργοι ή οι σύμβουλοί τους φαίνονταν να έχουν αλλάξει άποψη για την παπική συμμετοχή στις υποθέσεις τού κράτους. Έτσι τουλάχιστον μπορούμε να καταλάβουμε από ενδιαφέρουσα επιστολή, την οποία ο Πιέτρο Ζεν, ο Ενετός πρεσβευτής και υποβαΐλος στην Ισταμπούλ, είχε γράψει προς τη Σινιορία τον προηγούμενο Μάρτιο (1529). Ο Ζεν ανέφερε συζήτηση που είχε πρόσφατα με τον μεγάλο βεζύρη Ιμπραήμ πασά, ο οποίος είχε ρωτήσει τούς απεσταλμένους τού Φερδινάνδου, όταν βρίσκονταν στην Πύλη, για τον ρόλο των Αψβούργων στην άλωση τής Ρώμης. Οι απεσταλμένοι κατηγόρησαν για όλη την αξιοθρήνητη επιχείρηση τον Κλήμεντα, «επειδή ο πάπας έπρεπε να ασχολείται με τα βιβλία του και με εκκλησιαστικές υποθέσεις και έπρεπε να είχε αφήσει το κράτος στον αυτοκράτορα, τού οποίου αυτό είναι επαρχία».89

Ο Κλήμης απαιτούσε επίσης την εκχώρηση τής Μόντενα, τού Ρέτζιο και τής Ρουμπιέρα από τον Αλφόνσο ντ’ Έστε, για το οποίο ο Κάρολος επέμενε να αναβάλλει την απόφασή του. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε μεγάλη παπική υποστήριξη για την εξασφάλιση τού μιλανέζικου δουκάτου για τον Φραντσέσκο Μαρία Σφόρτσα, αν και βέβαια ο αυτοκράτορας χρέωνε μια τιμή για την ανάθεσή του, που ήταν πέρα από τη δυνατότητα τού Φραντσέσκο να πληρώσει. Ο Κάρολος είχε πάντοτε έλλειψη χρημάτων, ιδιαίτερα αυτή την εποχή, και επέβαλε τόσο υψηλή αποζημίωση στη Βενετία, όση νόμιζε ότι η Σινιορία θα ήταν διατεθειμένη να πληρώσει χωρίς περαιτέρω προσφυγή στα όπλα.90

Το πρωί τής 21ης Δεκεμβρίου (1529) ο Γιουνούς μπέης είχε περάσει περισσότερες από δύο ώρες σε μυστική ακρόαση με τον δόγη και μέλη τού Κολλέγιου. Ο Τσιβράν ήταν ο διερμηνέας. Ο Σανούντο προφανώς δεν έμαθε ποτέ τι ήθελε ο Τούρκος, ούτε ποια ήταν η απάντηση τού Κολλέγιου στα αιτήματά του.91 Στις 29 τού μηνός ο Γιουνούς επέστρεψε στην Αίθουσα τού Κολλέγιου για ιδιωτική ακρόαση. Τον συνόδευαν ο Τομμάζο Κονταρίνι, ο Πιέτρο Μπράγκαντιν, «και τρεις άλλοι, [όλοι] στα κόκκινα». Ήσαν παρόντες οι επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα. Είπαν στον Γιουνούς ότι είχε γίνει ειρήνη με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Ήταν απαραίτητο να δημοσιευτεί η συνθήκη και να γιορταστεί το γεγονός, αλλά οι Τούρκοι έπρεπε να καταλάβουν ότι η Βενετία θα τηρούσε σταθερά την ειρήνη της με τον σουλτάνο και ότι θα έστελνε απεσταλμένο στην Πύλη για να εξηγήσει τη θέση της. Ο Γιουνούς έδειχνε ότι ήταν ικανοποιημένος.92

Οι Ενετοί ήθελαν να κρατήσουν τον Γιουνούς μπέη ικανοποιημένο. Στις 31 Δεκεμβρίου η Γερουσία ψήφισε να τού δώσει πεντακόσια δουκάτα σε χρυσό και εξουσιοδότησε το Κολλέγιο να ξοδέψει άλλα πεντακόσια σε ενδύματα γι’ αυτόν.93 Η 1η Ιανουαρίου είχε οριστεί ως ημέρα τής δημοσίευσης τής νέας ιταλικής «ειρήνης και ένωσης». Μια βαριά ομίχλη έδινε ζοφερή εικόνα στη μέρα. Ο καιρός ήταν κακός. Οι μη πλακοστρωμένες διαβάσεις ήσαν λασπωμένες. Μέσα στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου κρέμονταν τάπητες και χρυσοΰφαντα υφάσματα. Το εξωτερικό τού ναού δεν ήταν διακοσμημένο, ούτε επιδεικνύονταν τα λάβαρα των δόγηδων και των γενικών διοικητών, «λόγω τού κακού καιρού» (per tempo cativo). Ο πατριάρχης Βενετίας Τζιρολάμο Κουρίνι έψαλε τη λειτουργία.

Οι Τούρκοι πρεσβευτές δεν συμμετείχαν σε λειτουργίες. Δεν ήθελαν να είναι παρόντες στην ύψωση τής όστιας. Όμως δόθηκε στον Γιουνούς μια θέση πάνω από ταβέρνα στην πλατεία, στο σπίτι τού Πιέτρο Λοντοβίτσι, τού δικαστικού επιμελητή (gastaldo) των επιτρόπων τού Αγίου Μάρκου. Ήταν μαζί του ο διερμηνέας Τεόντορο Παλεολόγκο. Από τη θέση τους είχαν ανεμπόδιστη θέα των τελετών στην πλατεία, όπου οι διδάσκαλοι και τα μέλη των «Σχολών» τού Σαν Τζιοβάννι Εβαντζελίστα, τής Σάντα Μαρία ντέλλα Κάριτα, τής Μιζερικόρντια, τού Σαν Ρόκκο και τού Σαν Μάρκο παρέλαυναν όλοι σε πομπή. Οι Σχολές συναγωνίζονταν μεταξύ τους στις εκδηλώσεις και τώρα παρουσίαζαν πίνακα με τη Δικαιοσύνη καθισμένη, τον Άγιο Μάρκο όρθιο και ένα σύνολο με τον πάπα, τον αυτοκράτορα, τον Φερδινάνδο, τον δόγη και τον δούκα τού Μιλάνου καθισμένους μαζί, «που ήταν όμορφο να το βλέπεις».

Συμμετείχαν όλοι οι μοναχοί κρατώντας λείψανα, καθώς και οι εννέα συναθροίσεις ιερέων και η συνέλευση τού καθεδρικού ναού τού Σαν Πιέτρο ντι Καστέλλο. Δαυλοί ήσαν αναμμένοι σε όλη την πλατεία. Σάλπιζαν τρομπέτες, έπαιζαν αυλοί και χτυπούσαν καμπάνες. Μια τεράστια φωτιά ήταν αναμμένη στην πλατεία. Καθώς περνούσε το απόγευμα και πύκνωνε η ομίχλη, ο δόγης ανακοίνωσε ότι ο Ενετός απεσταλμένος στη Μπολώνια, ο ευγενής Γκάσπαρο Κονταρίνι, είχε συνάψει και υπογράψει «καλή, αληθινή, έγκυρη, ειλικρινή και διαρκή ειρήνη» (bona, vera, valida, sincera et perpetua pace) με τον πάπα, τον αυτοκράτορα, τον Φερδινάνδο και τον δούκα τού Μιλάνου. Εξέφραζε την ελπίδα ότι η θεία επιείκεια θα διατηρούσε την ειρήνη για πάντα και ζωντανό τον Άγιο Μάρκο! (et viva San Marco!).94

Το απόγευμα τής 6ης Ιανουαρίου (1530) έφτασαν στη Βενετία δύο άτομα, που ήσαν αναμφίβολα γνωστά στον Γιουνούς μπέη. Ο Σανούντο λέει λίγα πράγματα γι’ αυτούς, αλλά η Σινιορία ήταν πιθανώς ευτυχής που τούς είδε. Και οι δύο ήσαν γνωστοί εχθροί των Αψβούργων, πράγμα που θα καθησύχαζε τον Γιουνούς, ο οποίος μπορεί να έλεγε ότι ήταν ικανοποιημένος από την ειρήνη τής Μπολώνια, αλλά ήξερε καλά ότι ο σουλτάνος δεν θα ήταν. Οι νέες αφίξεις στη λιμνοθάλασσα ήσαν ο Στέφεν Μπρόντεριτς, επίσκοπος Σιρμίου (Μιτρόβιτσα), μεγάλος καγκελλάριος τού βασιλείου Ουγγαρίας τού Ιωάννη Ζαπόλυα και ο Αντόνιο Ρινκόν, «πρεσβευτής τού βασιλιά τής Γαλλίας …, ο οποίος είχε βρεθεί στον εν λόγω βασιλιά Ιωάννη, για να τού πάει 30.000 δουκάτα στο όνομα τού βασιλιά του». Ο Μπρόντεριτς ήρθε με ακολουθία ιππέων. Ο Ρινκόν είχε ταξιδέψει μαζί του.95 Μπορεί κανείς να παραπλανηθεί εύκολα από τις δικές του σκέψεις, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί ότι ο Ρινκόν βρισκόταν στην ίδια πόλη με Τούρκο απεσταλμένο χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί του, σε στενή επαφή περισσότερες από μία φορές, κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων που ανεβοκατέβαιναν στο Μεγάλο Κανάλι βλέποντας ο ένας τον άλλον.

Οι Μπρόντεριτς και Ρινκόν είχαν καταλύσει μαζί στο σπίτι κάποιου Φραντσέσκο Τσερέα. Στις 7 Ιανουαρίου το Κολλέγιο έστειλε τρεις «Σοφούς τής Ενδοχώρας» (Savi alla Terraferma) να διαβουλευτούν με τον Μπρόντεριτς. Δεν είναι σαφές αν η επίσκεψή τους ήταν καθαρά εθιμοτυπική ή αν συμμετείχαν στη συζήτηση σοβαρών υποθέσεων.96 Στις 10 τού μηνός ο Μπρόντεριτς εμφανίστηκε επίσημα ενώπιον τού Κολλέγιου. Ήταν ντυμένος στα μαύρα δαμασκηνά και τον συνόδευαν δέκα κύριοι. Παρουσίασε τη διαπιστευτήρια επιστολή του (lettera di credenza) στον δόγη, ενώ όταν όλα τα μη μέλη τού Κολλέγιου αποσύρθηκαν (ως συνήθως) από την αίθουσα, «αγόρευσε στα λατινικά, λέγοντας ότι ο γαληνότατος βασιλιάς τού Ιωάννης [Ζαπόλυα] τον είχε στείλει εδώ, έχοντας μόλις ανακτήσει, με τη βοήθεια και την εύνοια τού γαληνοτάτου άρχοντα Τούρκου, το βασίλειό [της Ουγγαρίας], το οποίο είχε καταλάβει ο Φερδινάνδος, ο βασιλιάς τής Βοημίας…». Ο ερχομός τού Μπρόντεριτς στη Βενετία είχε ως στόχο την έκφραση «καλής φιλίας» (bona amicitia) τού Ζαπόλυα για την επιφανέστατη Σινιορία, ενώ σε όλα αυτά ο δόγης έδωσε «με αντίστοιχα λόγια» (verba pro verbis) αρμόζουσα απάντηση.97

Ο Γιουνούς μπέης παρέμεινε στη Βενετία μέχρι τις 19 Ιανουαρίου (1530), όταν, καλά εφοδιασμένος με δώρα, «έφυγε ικανοποιημένος».98 Ανέμενε να φανεί τι είδους αναφορά θα έδινε στον σουλτάνο και στους βεζύρηδες. Όμως όπως πάντοτε κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, ο δόγης και η Γερουσία εξαρτιούνταν από τον Λοντοβίκο Γκρίττι, τον στενό φίλο τού πολύ σημαντικού Ιμπραήμ πασά. Ο Γκρίττι είχε διπλή νομιμοφροσύνη, απέναντι στην Πύλη αλλά και στη Δημοκρατία, ενώ κατά τα χρόνια τού τουρκικού και ενετικού πολέμου με τούς Αψβούργους δεν είχε δυσκολευτεί να επιτελέσει το επιτακτικό του καθήκον απέναντι και στις δύο. Αλλά τώρα η Βενετία είχε κάνει ειρήνη με τον Κάρολο Ε’ και τον αδελφό του Φερδινάνδο. Ο Γκρίττι έπρεπε να εξηγήσει στους Τούρκους ότι η Βενετία, εγκαταλειμμένη από τούς συμμάχους της, δεν είχε καμία εναλλακτική λύση. Ο Κάρολος βρισκόταν στην κοντινή Μπολώνια. Είχε έρθει στη βόρεια Ιταλία με ισχυρές δυνάμεις, που μπορούσαν να φτάσουν στη λιμνοθάλασσα σε δύο μέρες, ενώ αν δεν υπήρχε η ειρήνη τής 23ης Δεκεμβρίου θα το είχε αναμφίβολα πράξει, φέρνοντας απόλυτη καταστροφή στη Δημοκρατία. Ήταν σωστό που έκαναν ειρήνη. Η ειρήνη είχε σώσει τη Βενετία, «που είμαστε αρκετά σίγουροι ότι αυτή πρέπει να ικανοποιεί τον Μεγάλο Άρχοντα, γιατί η διατήρηση τού κράτους μας συντελεί σε τιμή και πλεονέκτημα για την αυτοκρατορική του Υψηλότητα».99

Στις 20 Ιανουαρίου, τη μέρα μετά την αναχώρηση τού Γιουνούς μπέη, ο Στέφεν Μπρόντεριτς εμφανίστηκε ξανά ενώπιον τού Κολλέγιου. Τώρα ερχόταν στον πραγματικό σκοπό τής αποστολής του,

και δήλωσε ότι καταλάβαινε ότι ο πάπας ήθελε να αφορίσει τον βασιλιά του, πράγμα που θα προκαλούσε τεράστια αναταραχή σε εκείνο το βασίλειο. Κατά συνέπεια προέτρεπε να προθυμοποιηθεί η Σινιορία να συζητήσει το θέμα με τον πάπα, επειδή για την ευημερία τής χριστιανοσύνης δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Στη συνέχεια ζήτησε από το εν λόγω κράτος να συμφωνήσει να δώσει στον βασιλιά του κάποια οικονομική βοήθεια στα κρυφά, ώστε να μπορέσει να συντηρήσει τον εαυτό του, είτε να τού δώσει είτε να τού δανείσει, όπως θα φαινόταν καλύτερο σε εμάς. Ο γαληνότατος δόγης τού απάντησε ευγενικά, λέγοντας ότι θα υπάρξουν διαβουλεύσεις, αλλά ότι δεν είχαμε χρήματα για να τού δώσουμε.100

Η παρέμβαση τής Σινιορίας για λογαριασμό τού Ιωάννη Ζαπόλυα δεν θα έκανε καλό. Αν και φαινόταν πράγματι ότι ο Μπρόντεριτς αγνοούσε το γεγονός, ο Ζαπόλυα είχε ήδη αφοριστεί πριν από ένα μήνα ως «γιος τής ανομίας» (iniquitatis filius), όπου η εκ μέρους του ενθάρρυνση τού Τούρκου δεν είχε μόνο οδηγήσει στην υποταγή τής Ουγγαρίας, αλλά είχε εκθέσει και ολόκληρη την Ευρώπη στον κίνδυνο επίθεσης. Η βούλλα αφορισμού «Όταν ο τελευταίος βασιλιάς τού ουρανού και τής γης» (Cum supremus coeli terraeque moderator) έχει ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου (1529), που είναι η μέρα κατά την οποία ο Τζιοβάννι Πικκολομίνι, καρδινάλιος επίσκοπος τού Αλμπάνο, παρουσίασε το κείμενο στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Προφανώς ο Ζαπόλυα άκουσε πρώτη φορά για τη βούλλα (και αναμφίβολα εξασφάλισε αντίγραφό της), όταν αυτή δημοσιοποιήθηκε στην Πράγα στις 31 Ιανουαρίου (1530). Η εκτύπωση τής βούλλας τής έδωσε μεγάλη κυκλοφορία σε όλη τη Βοημία και την Ουγγαρία, τη Γερμανία και την Ιταλία, και γρήγορα οδήγησε σε μάταια αλλά σφοδρή διαμαρτυρία τού Ζαπόλυα εναντίον μιας τέτοιας περιφρόνησης τής δικαιοσύνης από έναν πάπα, που ισχυρίζονταν ότι είχε τοποθετηθεί στην «έδρα τής δικαιοσύνης» (iustitiae sedes) από τον «ανώτατο άρχοντα τού ουρανού και τής γης».101 Στις 2 Φεβρουαρίου (1530) ο Ιωάννης Νταντίσκους, ο Πολωνός απεσταλμένος στην αυτοκρατορική αυλή, έγραφε στον Σίγκισμουντ Α’ από τη Μπολώνια ότι πριν από μια ή δύο μέρες ο Κλήμης Ζ’ είχε καλέσει όλους τούς «ρήτορες» (oratores) σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, όπου ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε είχε αναπτύξει εκτεταμένη διατριβή εναντίον των Τούρκων. Θα απαιτούνταν πολλά χρήματα για να τούς αντισταθούν. Ρωτήθηκαν οι διάφοροι απεσταλμένοι αν είχαν εξουσιοδότηση για να ασχοληθούν με αυτό το θέμα. Όταν όλοι, εκτός από τούς εκπροσώπους τού Καρόλου Ε’ και τού Ερρίκου Η’ [σύμφωνα με τον Νταντίσκους, το οποίο πρέπει να είναι λάθος αντί για τον Φερδινάνδο] είπαν ότι δεν είχαν τέτοια εξουσιοδότηση, τούς ζητήθηκε να εξασφαλίσουν από τούς εντολείς τους την απαιτούμενη εξουσιοδότηση (mandata), που χρειαζόταν για να αναλάβουν τις απαραίτητες δεσμεύσεις για την οργάνωση «γενικής εκστρατείας εναντίον των απίστων» (generalis expeditio contra infideles). Επρόκειτο για δύσκολη κατάσταση για ένα Πολωνό απεσταλμένο, γιατί ο Σίγκισμουντ είχε και ήθελε να διατηρήσει ανακωχή με τούς Τούρκους. Ο Νταντίσκους έπρεπε να ενημερώσει τον Σίγκισμουντ για το αίτημα τής κούρτης, αλλά «όσο για μένα, δεν θέλω τίποτε άλλο, από το να φύγω από εδώ αξιοπρεπώς και να επιστρέψω στη γαληνοτάτη μεγαλειότητά σας. Αν πρέπει να αντιμετωπιστεί τέτοιου είδους ζήτημα, θα ήθελα [η μεγαλειότητά σας] να στείλει κάποιον σοφότερο από μένα». Ο Νταντίσκους δεν πίστευε ότι ήταν δυνατή μια σταυροφορία. Είχε αμφιβολίες κατά πόσο θα διαρκούσε η τρέχουσα ειρήνη, ιδιαίτερα επειδή λεγόταν ότι ο Φραγκίσκος Α’ συγκέντρωνε νέο στρατό. Ο Νταντίσκους δεν είχε ποτέ καμία εμπιστοσύνη στις πρόσφατες «συμμαχίες», «στις τόσο πολλές ανεφάρμοστες και πάλι ανανεούμενες συνθήκες» (in tot infectis et rursum refectis foederibus). Ο αυτοκράτορας είχε κάνει «φίλους» τούς δύο ισχυρούς εχθρούς, κατά πάσα πιθανότητα τούς Γάλλους και τούς Ενετούς, «μη σταθμίζοντας σωστά, κατά τη γνώμη μου, την παλαιά παροιμία, ότι δεν πρέπει να δείχνεις εμπιστοσύνη σε εχθρό που έχει γίνει φίλος σου» (inimico reconciliato non esse fidendum!)102 Ο Νταντίσκους είχε δίκιο. Οι προοπτικές δεν περιλάμβαναν σταυροφορία. Ο Κάρολος θα πήγαινε από την Ιταλία στη Γερμανία, όπου οι Λουθηρανοί διεκδικούσαν την προσοχή του και απασχολούσαν τον χρόνο του.

Οι Ενετοί δεν μπορούσαν να δώσουν στον Ζαπόλυα οικονομική βοήθεια. Χρειάζονταν τα χρήματά τους. Είχαν να πληρώσουν μεγάλη αποζημίωση στον Κάρολο Ε’ και τώρα ήσαν μόνοι. Οι Γάλλοι τούς είχαν αφήσει στη μοίρα τους. Βρίσκονταν από καιρό σε σοβαρή διαφωνία με τον Κλήμεντα Ζ’. Παρά την επιρροή τού Λοντοβίκο Γκρίττι στην Υψηλή Πύλη, οι Τούρκοι ήσαν αμφίβολοι φίλοι, ενώ παρά την ειρήνη τής Μπολώνια, τέτοιοι ήσαν και οι Αψβούργοι. Το μέλλον ήταν αβέβαιο. Οι Ενετοί και οι Τούρκοι είχαν πάντως έναν κοινό ακούσιο σύμμαχο.

Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν αντιμετώπιζε ευνοϊκά τούς Λουθηρανούς, επειδή δεν σταματούσαν να προκαλούν προβλήματα στους Αψβούργους στη Γερμανία. Οι Ενετοί ενδιαφέρονταν επίσης πολύ για τούς Λουθηρανούς, κυρίως για τον ίδιο λόγο, ενώ μοιράζονταν με τούς Τούρκους τα νέα τους από τη Γερμανία.

Για παράδειγμα στις 10 Φεβρουαρίου (1530) ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Γερουσία έγραφαν στον Πιέτρο Ζεν, τον Ενετό πρεσβευτή και υποβαΐλο στην Ισταμπούλ, ότι είχαν μόλις ενημερωθεί με επιστολές από τούς απεσταλμένους τους στη Μπολώνια, ότι οι Γερμανοί ηγεμόνες προέτρεπαν τον Κάρολο Ε’ να επιστρέψει στην αυτοκρατορική επικράτεια, «λόγω των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ τους, παρεμβαλλομένων των λουθηρανικών υποθέσεων» (per causa delle differentie che tra loro vi sonno, intervenendo le cose Lutheriane). Τα ενετικά έγγραφα βρίθουν μάλιστα από αναφορές στους Λουθηρανούς. Σύμφωνα με τα τρέχοντα νέα, ο Κάρολος είχε αποφασίσει να παραλάβει το στέμμα στη Μπολώνια, στις 24 Φεβρουαρίου. Ο Κλήμης Ζ’ ήθελε να παρίστανται Ενετοί απεσταλμένοι κατά τη στέψη. Μετά την τελετή ο Κάρολος σκόπευε να επιστρέψει στη Γερμανία (ή τουλάχιστον έτσι λεγόταν), αλλά στο μεταξύ είχε διατάξει τις δυνάμεις του να εξασφαλίσουν την υποταγή των Φλωρεντινών στην Αγιότητά του. «Θα δώσετε αυτές τις πληροφορίες ως συνήθως στον μεγαλοπρεπή Ιμπραήμ [πασά] και τούς άλλους θαυμάσιους πασάδες, με τη διαβεβαίωση ότι για οτιδήποτε συμβεί οι Εξοχότητές τους θα ενημερωθούν αμέσως».103

Δύο μέρες αργότερα (στις 12 Φεβρουαρίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Πιέτρο Ζεν ότι μια επιτροπή τεσσάρων καρδιναλίων είχε συγκληθεί μαζί με τούς διάφορους απεσταλμένους στη Μπολώνια, για να εξετάσουν τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν στην περίπτωση που ο σουλτάνος Σουλεϊμάν επιτίθετο και πάλι «στις χώρες τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας» (li paesi della Maestà cesarea). Ο Κλήμης είχε διατάξει «κάποια επιβολή», για να βρει τα χρήματα που θα έθεταν σε εφαρμογή τις τελικές συστάσεις των καρδιναλίων και είχε προτρέψει τούς απεσταλμένους στη Μπολώνια να βολιδοσκοπήσουν τούς εντολείς τους για στρατιωτική κίνηση εναντίον των Τούρκων. Οι Ενετοί απεσταλμένοι δεν είχαν πάρει μέρος σε καμία από αυτές τις συζητήσεις. «… Πρέπει να ενημερώσετε τον υπέροχο Ιμπραήμ πασά για όλα αυτά, όπως συνηθίζετε, και να τα πείτε επίσης στον γιο μας, τον αιδεσιμότατο άρχοντα Λοντοβίκο Γκρίττι».104

Οι Ενετοί κρατούσαν την Πύλη καλά ενημερωμένη. Ύστερα από πολλές αλλαγές γνώμης και συναισθηματικές αναζητήσεις, ο Κάρολος είχε πράγματι αποφασίσει να στεφθεί στην Μπολώνια στις 24 Φεβρουαρίου (1530), στα τριακοστά του γενέθλια και στην πέμπτη επέτειο τής νίκης των φιλο-αυτοκρατορικών στην Παβία. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου, ο πάπας Κλήμης ενημέρωσε τούς καρδινάλιους για την απόφαση τού Καρόλου «να στεφθεί στη Μπολώνια τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ματθαίου». Ο Κλήμης ανέθεσε τις απαραίτητες ενέργειες στους καρδινάλιους Πιέτρο ντε Ακκόλτι, Βίλελμ Ένκεφοϊρτ και Ιννοτσέντσο Τσίμπο.105 Στις 16 τού μηνός ζήτησε να ενημερωθεί για την πρόοδο των σχεδίων τους. Ήθελε να μάθει πού θα έπαιρνε ο αυτοκράτορας το σιδερένιο στέμμα τής Λομβαρδίας (τον locus traditionis) και πόσες ημέρες έπρεπε να μεσολαβήσουν μεταξύ τής παραλαβής τού σιδερένιου στέμματος και τού χρυσού στέμματος τής αυτοκρατορίας (necnon [de] diebus inter ferream et auream coronas interponendis). Στις 21 τού μηνός ο Ακκόλτι έδωσε κατά πάσα πιθανότητα τις απαντήσεις σε αυτά και άλλα παρόμοια ζητήματα, όταν ανέφερε ότι τέσσερις μάρτυρες είχαν εξεταστεί σχετικά με την εκλογή τού Καρόλου. Είχαν όλοι εκφράσει την πλήρη έγκρισή τους για την εκλογική διαδικασία. Ο πάπας είχε λοιπόν διακηρύξει ότι ο Κάρολος είχε εκλεγεί νομίμως. Επρόκειτο να στεφθεί με την απαλλαγή ότι μπορούσε να διατηρήσει το βασίλειο τής Νάπολης μαζί με την αυτοκρατορία.106 Θα ήταν βεβαίως εκπληκτικό αν οι καρδινάλιοι διαπίστωναν την ύπαρξη προσκομμάτων για τη στέψη. Έτσι στις 22 Φεβρουαρίου ο Κάρολος Ε’ ανέλαβε το σιδερένιο στέμμα στο παρεκκλήσι τού Παλάτσο Πούμπλικο, ενώ στις 24 τού μηνός στέφθηκε τελικά αυτοκράτορας σε επιμελημένη τελετή, στην όμορφη βασιλική τού Σαν Πετρόνιο στη Μπολώνια.107

Ο πρόσφατος γύρος αποκατάστασης τής ειρήνης στην Ευρώπη δεν περιλάμβανε βέβαια τούς Τούρκους, οι οποίοι βρίσκονταν σε έντονο πόλεμο με τούς Αψβούργους. Ενώ ο Κάρολος ετοιμαζόταν για τη στέψη του, οι Τούρκοι εισέβαλαν στο παλαιό δουκάτο των Αψβούργων, στην Καρνιόλα, καίγοντας τις πόλεις Κοτσέβιε και Ρίμπνιτσα. Πήραν μαζί τους τεράστια λεία σε ζώα καθώς και 1.300 αιχμαλώτους, οδηγώντας όλους και όλα στο Όγκουλιν στη βορειοδυτική Κροατία, όπου σχεδίαζαν να ανασυνταχθούν, προετοιμαζόμενοι για άλλη επιδρομή στην Καρνιόλα, έχοντας αυτή τη φορά (όπως λεγόταν) ως στόχο τους το Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα).108

Αν και η ειρήνη τής Μπολώνια ήταν απογοητευτική για τούς Τούρκους, οι Ενετοί φαίνονταν ακόμη να βρίσκονται στις καλές χάρες τού σουλτάνου, ο οποίος είχε μόλις προσθέσει (κατ’ εντολήν τού Λοντοβίκο Γκρίττι) 500 καντάρια νιτρικού καλίου στα 500 που είχε δώσει προηγουμένως στη Σινιορία. Η Γερουσία ήταν εξαιρετικά ευγνώμων στον Ιμπραήμ πασά, στη φιλία τού οποίου με τον Λοντοβίκο ήξεραν ότι οφειλόταν τόσο το αρχικό δώρο τού Μεγάλου Άρχοντα (Gran Signore) όσο και η επιπλέον δωρεά του. Ήταν εξίσου ευγνώμων στον επιμελή Λοντοβίκο, αλλά η Γερουσία προφανώς προτιμούσε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της με προφορικό και όχι γραπτό μήνυμα, δεδομένου ότι αναμφίβολα δεν ήθελε να γίνει γνωστό ότι παραλάμβαναν νιτρικό κάλιο από τούς Τούρκους.109 Υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να υποκλαπούν οι επιστολές ή να ακολουθήσουν λάθος δρόμο και σε κάθε περίπτωση να πέσουν σε λάθος χέρια.

Κανένας στη Βενετία δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το ποια θα ήταν τελικά η αντίδραση των Τούρκων στην ειρήνη τής Μπολώνια. Η απογοήτευση και η ενόχληση μπορούσαν να θεωρούνται δεδομένες, αλλά οι Ενετοί αναρωτιούνταν αν θα υπήρχαν πιο ουσιαστικές εκδηλώσεις τής δυσαρέσκειας τού σουλτάνου. Στις 3 Μαρτίου (1530) έφτασαν στη Βενετία επιστολές από τον Πιέτρο Ζεν, τον υποβαΐλο τής Δημοκρατίας και πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη, καθώς και από τον Λοντοβίκο Γκρίττι, ο οποίος αποκαλούσε τον εαυτό του επίσκοπο τού Έγκερ (Έρλαου) στην Ουγγαρία και ήταν πρεσβευτής τού Ιωάννη Ζαπόλυα στον Βόσπορο. Οι επιστολές τους ήσαν γραμμένες στην Ισταμπούλ στις 28-29 Ιανουαρίου και 1-2 Φεβρουαρίου (1530). Οι Ζεν και Γκρίττι είχαν συναντήσει δύο φορές τον Ιμπραήμ πασά, ο οποίος είχε ήδη ενημερωθεί μέσω Ραγούσας για την ειρήνη τής Μπολώνια (la paxe fata con l’ imperator). Είτε με θυμωμένη ή στοχαστική διάθεση (ή και τα δύο), ο Ιμπραήμ είχε πει στους Ζεν και Γκρίττι ότι «η πίστη των χριστιανών ήταν γραμμένη στο χιόνι και τού σουλτάνου σε μάρμαρο, και [ότι] πρέπει να υπάρχει ένας μονάρχης στον κόσμο, είτε ο αυτοκράτορας ή ο δικός του άρχοντας».110

Για τούς Ενετούς ένας κόσμος κυριαρχούμενος είτε από Αψβούργο αυτοκράτορα ή από Οθωμανό σουλτάνο αποτελούσε εξίσου ζοφερή προοπτική. Αλλά όταν δεν υπήρχε ένα πρόβλημα, εμφανιζόταν άλλο. Προς στιγμήν φαινόταν ότι η Βενετία, έχοντας αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον Κάρολο Ε’, θα είχε πρόβλημα με τον μπατζανάκη του, τον Κάρολο Γ’ τής Σαβοΐας, που ήταν ένας από τα δώδεκα κράτη ή ηγεμόνες, που περιλαμβάνονταν στην ειρήνη τής Μπολώνια. Οι Κάρολοι είχαν παντρευτεί κόρες τού εκλιπόντος Εμμανουήλ τής Πορτογαλίας (πέθανε το 1521). Η Βεατρίκη, σύζυγος τού Καρόλου τής Σαβοΐας, είχε μόλις μπει στη Μπολώνια «με μεγάλη λαμπρότητα και ωραία συντροφιά» (con gran pompa et bella comitiva) στις αρχές Μαρτίου (1530). Ο σύζυγός της προσπαθούσε να γίνει ο ίδιος βασιλιάς τής Σαβοΐας, αλλά ο Κάρολος Ε’, δεν ενδιαφερόταν για την περαιτέρω επαύξησή του.111

Οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Μπολώνια, μερικοί από τούς οποίους είχαν ενωθεί με την αυτοκρατορική συνοδεία, που είχε καλωσορίσει τη Βεατρίκη τής Σαβοΐας στην πόλη,112 πληροφορούσαν τώρα τη Σινιορία (στις 6 Μαρτίου 1530) ότι ο Κάρολος Γ’ τής Σαβοΐας έστελνε «ρήτορα» στη Βενετία, για να ανανεώσει τις αξιώσεις του επί τού βασιλείου τής Κύπρου, «και για να απαιτήσει ως εκ τούτου κάποια σύνταξη» (et per dimandarne perciò qualche pensione). Στις 9 τού μηνός η Γερουσία ψήφισε ότι όταν ο απεσταλμένος τής Σαβοΐας εμφανιζόταν ενώπιον τού Κολλέγιου, είτε μόνος ή συνοδευόμενος από απεσταλμένους τού ίδιου τού Καρόλου Ε’, ο δόγης Αντρέα Γκρίττι έπρεπε να αναφέρει με τη συνήθη ευγλωττία και σύνεσή του ότι η αξίωση τού δούκα τής Σαβοΐας ήταν όντως εκπληκτική (contra ogni sua aspettatione), δεδομένου ότι το βασίλειο τής Κύπρου είναι πλέον δικό μας εδώ και περίπου εξήντα χρόνια, έχοντας έρθει στη Σινιορία μας με τον θάνατο τού βασιλιά Ιακώβου [Β’], ο οποίος το κατείχε προηγουμένως, όταν τοποθετήθηκε στο βασίλειο από τον τότε άρχοντα σουλτάνο (που κυβερνούσε τη Συρία εκείνη την εποχή), με ετήσιο φόρο υποτέλειας αξίας 8.000 χρυσών ενετικών δουκάτων, τον οποίο πλήρωνε ο εν λόγω βασιλιάς…

Από τη στιγμή που η Βενετία ανέλαβε για πρώτη φορά την κατοχή τής Κύπρου, πλήρωνε τον ίδιο φόρο υποτέλειας, πρώτα στους Μαμελούκους σουλτάνους και (μετά το 1517) στους Οθωμανούς σουλτάνους, «χωρίς παρεμβολή ή παρενόχληση οποιουδήποτε» (senza interpolation nè molestia de alcuno). Ο απεσταλμένος τής Σαβοΐας έπρεπε να απέχει από αυτή τη σκανδαλώδη αξίωση, η οποία θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη για τα ενετικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Δημοκρατία πάντοτε ήταν και εξακολουθούσε να είναι καλή φίλη τού δούκα τής Σαβοΐας, ενώ είχε μόλις εισέλθει σε νέα ειρήνη και ένωση με τον αυτοκρατορικό του μπατζανάκη, τον Κάρολο Ε’.113

Η Σινιορία είχε πει στον Γιουνούς μπέη ότι ένας Ενετός πρεσβευτής θα τον ακολουθούσε στην Ισταμπούλ. Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει σε υποσημείωση, ο Τομμάζο Μοτσενίγκο εκλέχτηκε «πρεσβευτής στον Άρχοντα Τούρκο στις 31 Δεκεμβρίου (1529).114 Ως συνήθως υπήρξε κάποιο διάστημα μεταξύ τής ημερομηνίας εκλογής και τής ημερομηνίας αναχώρησης. Ο Μοτσενίγκο φυσικά δεν λαχταρούσε χειμερινό ταξίδι στον Βόσπορο. Όμως στις 11 Μαρτίου (1530) παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως πρέσβης τής Δημοκρατίας στον γαληνότατο άρχοντα Σουλεϊμάν, τον «μεγάλο αυτοκράτορα των Τούρκων» (grande imperator de Turchi). Θα πήγαινε στην Ισταμπούλ με τη γαλέρα που είχε κυβερνήτη τον Τζιρολάμο Κονταρίνι. Ο Φραντσέσκο Μπερνάρντο, «διορισμένος εκεί βαΐλος μας» (designato baylo nostro de li), θα πήγαινε ταυτόχρονα στην Υψηλή Πύλη, αλλά με διαφορετική γαλέρα. Οι γενικές οδηγίες προς τον Μοτσενίγκο ήσαν παρόμοιες με εκείνες των προκατόχων του (και των διαδόχων), απαιτώντας από αυτόν να κάνει τις συνήθεις επισκέψεις στους πασάδες και να τούς δωρίσει τα συνήθη δώρα. Όμως έπρεπε να εξηγήσει ότι κύριος λόγος τής αποστολής του ήταν να συγχαρεί τον Σουλεϊμάν για την ασφαλή επιστροφή του από την εκστρατεία, κατά την οποία είχε επανατοποθετήσει τον Ιωάννη Ζαπόλυα στον θρόνο τής Ουγγαρίας.

Παρά το γεγονός ότι ο γιος τού δόγη Λοντοβίκο Γκρίττι και ο πρέσβης και ο υποβαΐλος που ήσαν ήδη επί τόπου είχαν προσφέρει τα συγχαρητήριά τους στο όνομα τής Σινιορίας προς τον σουλτάνο, ο δόγης και η Γερουσία έκριναν πολύ απαραίτητο να στείλουν κι άλλον πρεσβευτή, για να εκφράσει δια ζώσης (viva voce) την ικανοποίηση και την ευτυχία τους για την επιτυχία τού σουλτάνου, «σαν πραγματικοί, καλοί και διαρκείς φίλοι που είμαστε, ενός τέτοιου ανίκητου αυτοκράτορα» (come veri, boni, et perpetui amici che siamo de esso invittissimo imperator). Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονταν στον Ιμπραήμ πασά για την ταχύτητα με την οποία διέθεσε στη Βενετία χίλια καντάρια νιτρικού κάλιου, το οποίο επρόκειτο να αποσταλεί από την Αλεξάνδρεια. Ο δόγης και η Γερουσία δεν ήσαν λιγότερο ευγνώμονες στον Ιμπραήμ για την κατανόηση που είχε δείξει για τούς λόγους που τούς είχαν υποχρεώσει να κάνουν ειρήνη με τον Κάρολο Ε’, «όταν βρεθήκαμε εγκαταλειμμένοι από τούς φίλους μας, με το κράτος μας να έχει προσβληθεί από τον στρατό τού αυτοκράτορα». Η Βενετία δεν είχε καμία εναλλακτική λύση από το να παραδώσει στον πάπα και τον αυτοκράτορα τις πέντε πόλεις που είχαν διεκδικήσει, όπως ακριβώς εξαναγκαζόταν να δώσει χρήματα στον αυτοκράτορα.

Πάνω απ’ όλα ο Μοτσενίγκο έπρεπε να καταστήσει σαφές στον Ιμπραήμ και στους άλλους υπέροχους πασάδες ότι οι Ενετοί δεν είχαν πιο ειλικρινή και εγκάρδια ειρήνη με κανένα χριστιανό ηγεμόνα από εκείνη που είχαν με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, στον οποίο ο Μοτσενίγκο έπρεπε να προσφέρει τούς «αγαπητούς και φιλικούς χαιρετισμούς τους» (amorevol et honorevol salutationi), καθώς και τις διαπιστευτήριες επιστολές του, μαζί με το δώρο που έφερνε στον σουλτάνο, όλα αυτά με εκείνη τη «σύντομη μορφή λέξεων, την οποία πρέπει να χρησιμοποιεί κανείς ενώπιον τής Μεγαλειότητάς του». Αφού διαμαρτυρόταν για την επίθεση σε τουρκικό έδαφος επί κάποιων Ενετών κυρίων, οι οποίοι επέστρεφαν στη χώρα τους από την Ισταμπούλ και αφού φρόντιζε για ορισμένα άλλα θέματα, ο Τομμάζο Μοτσενίγκο θα ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στην πατρίδα.115

Πέντε μέρες μετά την επιστροφή του στη Βενετία, ύστερα από σχεδόν δύο χρόνια στην περιπλανώμενη παπική κούρτη, ο Γκάσπαρο Κονταρίνι έδωσε την αναφορά του προς τη Γερουσία (στις 8 Μαρτίου 1530). Έλεγε ότι όταν ο πάπας Κλήμης είχε εγκαταλείψει το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο (στις 7 Δεκεμβρίου 1527), είχε καλή διάθεση απέναντι στη Βενετία, αλλά η ενετική κατάληψη τής Ραβέννας και τής Τσέρβια τον είχε σπρώξει στην αγκαλιά τού αυτοκράτορα. Ο πάπας ήταν αποφασισμένος να κάνει το δικό του στη Φλωρεντία, όχι ότι ήθελε η τρέχουσα πολιορκία να έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή τής πόλης, αλλά ήθελε να επανεγκαθιδρύσει την προγενέστερη εξουσία των Μεδίκων στον Άρνο. Σύμφωνα με τον Κονταρίνι το παπικό εισόδημα ανερχόταν παλαιότερα σε 450.000 δουκάτα, αλλά είχε πια μειωθεί σε 200.000, «επειδή η Γερμανία έχει γίνει λουθηρανική μετά τον πάπα Λέοντα» (per causa che la Alemagna è fata Lutherana poi papa Leon). Ο Κλήμης είχε μειώσει επίσης τα εισοδήματά του από την αποξένωση «πολλών εσόδων τής Εκκλησίας» (assà intrade de la Chiesa).116 Όμως σε σύνοψη τής περιγραφής που διάβασε στη Γερουσία, η οποία εκπονήθηκε στις αρχές τής παπικής θητείας τού Παύλου Γ’, ο Κονταρίνι δεν δίνει στοιχεία για το παπικό εισόδημα, αλλά δηλώνει πολύ σωστά ότι «κανένας δεν μπορεί να πει τίποτε λεπτομερώς και με ακρίβεια για τα εισοδήματα τού πάπα».117

Αξιολογώντας λάθος τις φήμες ως γεγονότα, οι πρεσβευτές έστελναν συχνά ανακριβείς αναφορές στους εντολείς τους. Όμως σε γενικές γραμμές οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων κατάφερναν να κρατούν τις κυβερνήσεις τους καλά ενημερωμένες. Οι Ενετοί μεταβίβαζαν στους Τούρκους μεγάλο μέρος των πληροφοριών που έφταναν σε αυτούς με τον διπλωματικό σάκο. Έτσι στις αρχές Μαρτίου (1530) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Πιέτρο Ζεν, τον δικό τους ρήτορα και υποβαΐλο (orator et vicebailo) στην Ισταμπούλ ότι η Φλωρεντία βρισκόταν ακόμη υπό πολιορκία από παπικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα. Ο δούκας τής Φερράρας, με αυτοκρατορική διαβεβαίωση, αναζητούσε κάποια καταλύματα για τον Κλήμεντα Ζ’. Έντεκα γαλέρες είχαν καεί στη Γένουα, όπου υπήρχαν υπόνοιες εμπρησμού. Οι Γάλλοι πρίγκηπες, που κρατούνταν ως όμηροι, αναμενόταν να επιστραφούν στον πατέρα τους Φραγκίσκο Α’ προς το τέλος τού μήνα. Ο υποβαΐλος έπρεπε να αναφέρει τα νέα στον Ιμπραήμ πασά και στους συναδέλφους του, καθώς και στον «γιο μας, τον αιδεσιμότατο άρχοντα Λοντοβίκο».118

Παρά τις πρόσφατες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν με τον Κλήμεντα Ζ’ στο ζήτημα τής κατοχής τής Ραβέννας και τής Τσέρβια, τον Απρίλιο οι Ενετοί στράφηκαν προς την παπική κούρτη για οικονομική βοήθεια. Η Δημοκρατία είχε επιβαρυνθεί με μεγάλες δαπάνες για πολλά χρόνια και το τρέχον έτος αποδεικνυόταν ιδιαίτερα επαχθές, γιατί η διατήρηση πενηνταδύο γαλερών στη θάλασσα συνεπαγόταν δαπάνες που υπερέβαιναν τούς διαθέσιμους πόρους. Η Γερουσία έβλεπε την άμεση ανάγκη για όχι λιγότερα από 80.000 δουκάτα πάνω και πέρα από τα συνήθη έξοδα που έφερνε η άνοιξη, όταν έπρεπε να εξοπλιστούν και άλλες γαλέρες για υπηρεσία στο Αιγαίο και στα κυπριακά ύδατα. Οι πειρατές εξαπλώνονταν στα νησιά και στους όρμους τής ηπειρωτικής χώρας σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και κατά το πρόσφατο παρελθόν είχαν προκαλέσει ζημιές στην ενετική ναυτιλία ύψους πάνω από 200.000 δουκάτα.

Υπήρχαν πολλοί στη Γερουσία που πίστευαν, ή τουλάχιστον ήσαν πρόθυμοι να ισχυριστούν ότι χωρίς τη βοήθεια τού πάπα η Βενετία δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί το τρέχον έτος. Εβδομηνταδύο λοιπόν μέλη τής Γερουσίας ήθελαν να δώσει εντολή ο δόγης Αντρέα Γκρίττι στον Αντόνιο Σουριάν, τον Ενετό πρεσβευτή στην κούρτη, να απευθύνει έκκληση προς την Αγιότητά του για το κανονικό δικαίωμα «να επιβάλει στους σεβάσμιους κληρικούς υπηκόους τού κράτους μας δύο φόρους δεκάτης για το παρόν έτος 1530, δύο για το έτος 1531, και άλλους δύο για το έτος 1532, με την μορφή και τον τρόπο που έχει εκχωρήσει άλλους φόρους δεκάτης σε εμάς». Ο ενετικός στόλος (armada da mar) αποτελούσε, όπως η Αγιότητά του γνώριζε πολύ καλά, «όφελος για όλους» (beneficio universale). Όμως η πλειοψηφία μιας συνεδρίασης τής Γερουσίας με μικρή μάλλον συμμετοχή, προτίμησε να ζητήσει μόνο τούς δύο φόρους δεκάτης για το τρέχον έτος 1530, πράγμα που έγινε.119

Στις 10 Απριλίου (1530) ή κάπου τότε έφτασε επιστολή στη Βενετία από τον Λοντοβίκο Γκρίττι στην Ισταμπούλ. Είχε γραφτεί στις 7 Μαρτίου και απευθυνόταν στους επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα. Ο Γκρίττι ανέφερε ότι, αν και οι πασάδες είχαν οργιστεί με τη συνθήκη τής Μπολώνια, είχαν χαλαρώσει αντιλαμβανόμενοι ότι αυτή δεν στρεφόταν κατά τού σουλτάνου. Όμως οι Τούρκοι βρίσκονταν σε φιλοπόλεμη διάθεση και ετοίμαζαν στόλο. Ο Ιμπραήμ πασάς είχε πάει στον ναύσταθμο δύο φορές, για να δει τον εξοπλισμό των γαλερών. Δεν θα υπήρχε αρμάδα κατά το τρέχον έτος, αλλά πολύ πιθανόν το επόμενο, γιατί ο Ιμπραήμ είχε πει στον Γκρίττι ότι οι Τούρκοι θα προχωρούσαν από στεριά και θάλασσα «για να τελειώνουν με την αλαζονεία τού αυτοκράτορα [Καρόλου]» (smorzar la superbia a questo imperador). Ο Ιμπραήμ ήθελε να έχει άμεση πρόσβαση η τουρκική αρμάδα σε ενετικά λιμάνια. Ανέφερε επίσης μια νίκη που είχε πετύχει πρόσφατα ο Ιωάννης Ζαπόλυα επί δυνάμεων τού Φερδινάνδου στον Δούναβη, όταν αυτές είχαν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να καταλάβουν τη Βούδα.120

Η οικογένεια Λάσκι χαιρόταν με την αμηχανία τού Φερδινάνδου. Η υποστήριξη που πρόσφερε ο Ιωάννης Λάσκι, ο αρχιεπίσκοπος τού Γκνιέζνο, στις δραστηριότητες τού ανηψιού του Τζερόμ εναντίον των Αψβούργων (καθώς και στον Ιωάννη Ζαπόλυα) οδηγούσαν στο να θεωρείται αυτός στην παπική κούρτη, καθώς και στις αυλές των Αψβούργων, ως «υιός τής απώλειας, αδελφός τού Ιούδα Ισκαριώτη, … κατ’ όνομα αρχιεπίσκοπος, με τα έργα του αρχιδιάβολος τού Γκνιέζνο τού βασιλείου Πολωνίας» (ille perditionis alumnus, Judae Iscariot frater, … nomine archiepiscopus, opere vero archidiabolus Gnesnensis regni Poloniae). Οδήγησε επίσης σε προειδοποίηση (monitio) προς τον γέροντα Ιωάννη να εμφανιστεί ενώπιον μυστικού εκκλησιαστικού συμβουλίου, για να απαντήσει στις πολλαπλές κατηγορίες που τού καταλογίζονταν,121 και, τέλος, στον αφορισμό του και τον απροσδόκητο θάνατό του (στις 19 Μαΐου 1531). Στο μεταξύ όμως ο Σίγκισμουντ αρνήθηκε να δημοσιεύσει ή να παραλάβει επισήμως την προειδοποίηση (monitorium) κατά τού αρχιεπισκόπου,

γιατί η Μεγαλειότητά του φοβόταν, μήπως προσβαλλόταν ο βασιλιάς Ιωάννης [Ζαπόλυα] με αυτό το ζήτημα και είτε επιτίθετο στο βασίλειό του με τούς Τούρκους, τούς οποίους έχει γύρω του τώρα, ή άλλαζε γνώμη σχετικά με την αποδοχή τής συμφωνίας και ειρήνης (με τον Φερδινάνδο), την οποία η Μεγαλειότητά του διαπραγματεύεται τώρα προσεκτικά μέσω των απεσταλμένων του.122

Ο Ιωάννης Ζαπόλυα δεν θα μπορούσε να κάνει με ασφάλεια ούτε ανακωχή ούτε ειρήνη με τον Φερδινάνδο χωρίς την άδεια τού σουλτάνου Σουλεϊμάν. Παρά τα συνήθη συνοριακά επεισόδια και την αυστριακή απόπειρα κατά τής Βούδας, το ανατολικό μέτωπο ήταν σχετικά ήσυχο. Όμως ο Κλήμης Ζ’ επέμενε να κοιτά πιο πέρα και έβλεπε στο άμεσο μέλλον κι άλλη τουρκική εισβολή στην Ουγγαρία, ακόμη και στην Ιταλία. Συγκάλεσε συγκέντρωση καρδιναλίων για να συζητήσουν τη σταυροφορία (στα τέλη Ιουνίου 1530), κάνοντας έκκληση και στους απεσταλμένους στην κούρτη να προειδοποιήσουν τούς ηγεμόνες τους «και να διαπραγματευτούν τούς όρους» (et tratar la provision). Ο Ενετός απεσταλμένος Αντόνιο Σουριάν απάλλαξε τον εαυτό του από οποιεσδήποτε τέτοιου είδους συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις «για λόγους γνωστούς στην Αγιότητά του, που είπε: Έχετε δίκιο».123 Ο Κλήμης έγραψε επίσης απευθείας σε διάφορους ηγεμόνες στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου τού Σίγκισμουντ Α’. Υπήρχε ισχυρός τόνος φόβου και επείγοντος χαρακτήρα στην επιστολή του,

αφού από την Ανατολή, όπως πιστεύουμε ότι είναι γνωστό στη Γαληνότητά σας, έρχονται συνεχώς νέα, που επιβεβαιώνονται καθημερινά ότι ο Τούρκος τύραννος εργάζεται με ζήλο, προετοιμαζόμενος για μεγάλο πόλεμο, ενώ τώρα είναι ήσυχος όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή τού χρόνου θα ξεσηκωθεί [εναντίον μας] ισχυρότερος και καλύτερα εξοπλισμένος για πόλεμο.124

Καθώς οι Ενετοί συνέλεγαν και εξέταζαν τις αναφορές για τις δραστηριότητες των Τούρκων, ο δόγης και η Γερουσία κρατούσαν ενήμερο τον Πιέτρο Ζεν για τα γεγονότα στην Ιταλία, ώστε να μπορέσει να μεταβιβάσει τα νέα στον Ιμπραήμ πασά. Ύστερα από παραμονή στη Μάντουα, όπου είχε κάνει δούκα τον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα (προς ευχαρίστηση τής μητέρας του Ισαβέλλας ντ’ Έστε), ο Κάρολος Ε’ είχε φύγει στις 19 Απριλίου (1530) για τη Γερμανία, με πρόθεση να μεταβεί μέσω Τρεντ. Ο πάπας είχε επιστρέψει στη Ρώμη, ενώ οι δυνάμεις του και εκείνες τού αυτοκράτορα κρατούσαν ακόμη τη Φλωρεντία υπό πολιορκία, «με μικρές ελπίδες, όπως λένε, για κατάληψή της, γιατί οι μέσα επιμένουν στην υπεράσπισή της με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από ποτέ».125

Η αντίσταση των Φλωρεντινών ήταν αξιοσημείωτη. Υπέφεραν εδώ και βδομάδες από «μεγάλη έλλειψη τροφίμων» (gran carestia). Υπήρχε έλλειψη των πάντων, εκτός από ψωμί και νερό. Ο Σανούντο σημειώνει (στη δική του σύνοψη επιστολής από τον Κάρλο Καπέλλο, τον Ενετό πρεσβευτή στον Άρνο) ότι οι Φλωρεντινοί δεν είχαν καθόλου κρασί (il vino non zè), αλλά ότι είχαν χρήματα και αποφασιστικότητα να αντέξουν, «παραμένοντας σταθερότατοι» (costantissimi a mantenirsi). Όμως στα μέσα Ιουνίου ο Κλήμης Ζ’ βρισκόταν σε επαφή με τον Μαλατέστα Μπαλιόνι, ο οποίος διεύθυνε την άμυνα τής πόλης κατά τούς τελευταίους μήνες. Γινόταν λόγος για συμφωνία, αλλά ούτε ο πάπας ούτε η δημοκρατική κυβέρνηση στη Φλωρεντία θα έκανε το πρώτο βήμα στέλνοντας απεσταλμένο. Ο πάπας έγραφε στον Μπαλιόνι ότι «αν ήθελαν οι Φλωρεντινοί να κάνουν συμφωνία» (volendo Fiorentini praticar acordo), έπρεπε να στείλουν κάποιον στον ίδιο, αλλά οι Φλωρεντινοί απαντούσαν ότι «αν ο πάπας θέλει κάτι τέτοιο» (se ‘l papa vol alcuna cossa), έπρεπε να στείλει κάποιον σε αυτούς. Η πολιορκία συνεχιζόταν.126 Υπήρχαν υποψίες ότι οι Φλωρεντινοί έπαιρναν μέτρα για να δηλητηριάσουν τον πάπα.127 Η αποφασιστικότητά τους να αμυνθούν κατά των Μεδίκων και των φιλο-αυτοκρατορικών στην πραγματικότητα κατέρρεε σε αδελφοκτόνο σύγκρουση,128 αλλά σε κάθε περίπτωση πλησίαζε το τέλος τού αγώνα.

Στις 3 Αυγούστου (1530), ως αποτέλεσμα ατυχούς συμπλοκής με μέρος τού φιλο-αυτοκρατορικού στρατού στη Γκαβινάνα (βορειοδυτικά τής Πιστόια), πιζάνικη δύναμη πεζικού με περισσότερους από 3.000 άνδρες, που είχε στρατολογηθεί από τούς Φλωρεντινούς (και με διοικητή τον Τζιαν Πάολο, τον γιο τού Ρέντσο ντα Τσέρι) ηττήθηκε αποφασιστικά, πιάστηκε αιχμάλωτος ο Πάολο ντα Τσέρι και σκοτώθηκε ο Φλωρεντινός επίτροπος Φραντσέσκο Φερρούτσιο, «που ήταν σοβαρή ατυχία για την πόλη τής Φλωρεντίας» (il che fu grave iattura alla città de Fiorenza). Ακολούθησαν ταραχές. Ο Μαλατέστα Μπαλιόνι αρνιόταν να συνεχίσει τον αγώνα και μάλιστα υποχρέωσε τούς Φλωρεντινούς να παραδοθούν στους φιλο-αυτοκρατορικούς (στις 12 Αυγούστου). Ο Κάρολος Ε’ θα έλυνε τις διαφορές των Φλωρεντινών με τον πάπα και θα προσδιόριζε το είδος κυβέρνησης που θα είχε η πόλη. Οι εξόριστοι θα επέστρεφαν στην πόλη, θα πληρώνονταν 80.000 δουκάτα στα φιλο-αυτοκρατορικά στρατεύματα, αλλά δεν θα μειωνόταν η φλωρεντινή επικράτεια. Διακηρύχθηκε γενική αμνηστία για την προστασία όλων των αντι-Μεδίκων ακτιβιστών στον Άρνο. Ο δόγης Αντρέα Γκρίττι και η Ενετική Γερουσία ανέφεραν όλα αυτά στον βαΐλο τους στην Ισταμπούλ, ώστε να μπορέσει να μεταβιβάσει τις πληροφορίες στους πασάδες.129

Στο μεταξύ στην Ισταμπούλ όλα ήσαν ειρηνικά. Με αφετηρία τις 27 Ιουνίου (1530) υπήρχαν εκδηλώσεις μέρα με τη μέρα, γιορτάζοντας την περιτομή των τριών γιων τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, τού Μουσταφά, τον οποίο οι Ενετοί μάρτυρες στη δίκη υπολόγιζαν ότι ήταν έντεκα ή δώδεκα ετών, τού Μεχμέτ, περίπου επτά ή οκτώ ή εννέα ετών και τού Σελήμ, περίπου πέντε ή έξι ή επτά, «του πιο μικρού, … αλλά πιο ωραίου από όλους τούς άλλους» (il piu piccolo, . . . ma piu bello de tutti li altri). Στις 13 Ιουλίου ο Πιέτρο Ζεν, που ήταν ακόμη ο Ενετός πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη, έστειλε στους γιους του λεπτομερή περιγραφή των τελετών, ενώ την επόμενη μέρα ο συνάδελφός του απεσταλμένος Τομμάζο Μοτσενίγκο έγραφε στον γιο του Τζιοβάννι Μοτσενίγκο, στον γαμπρό του Αντρέα Ντολφίν και στον ανηψιό του Μπερνάρντο Καπέλλο παρόμοια περιγραφή των «θριάμβων που γίνονται εκεί» (li triomphi fatti de li). Παρά τη δυσκολία τής διατήρησης τής τάξης ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, το πλήθος των θεατών είχε αναμείνει την εμφάνιση τού σουλτάνου με τέτοια σιωπή και ευλάβεια «που κανένας δεν μπορούσε να τη δει χωρίς θαυμασμό».

Οι τέσσερις πασάδες ήσαν πολύ εντυπωσιακοί. Ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ φαινόταν σχεδόν σαν «δεύτερος αυτοκράτορας» (secondo imperatore). Έδωσαν όλοι στον σουλτάνο πλούσια δώρα, πρώτος απ’ όλους ο Ιμπραήμ. Μερικοί έλεγαν ότι τα δώρα του ήσαν αξίας 50.000 δουκάτων. Περιλάμβαναν πολύτιμα βιβλία, ένα καφτάνι από χρυσοΰφαντο ύφασμα στολισμένο με κοσμήματα, «αξίας 7-8.000 δουκάτων», έντεκα όμορφα αγόρια ντυμένα στο μετάξι, κεντημένα υφάσματα, χρυσοΰφαντα, βελούδινα, μεταξωτά και δαμασκηνά, καθώς και δεκαπέντε πολεμικά άλογα, που οδηγήθηκαν στην πλατεία από ιπποκόμους.

Οι απεσταλμένοι τής Δημοκρατίας, τόσο ο Πιέτρο Ζεν όσο και ο Τομμάζο Μοτσενίγκο, συμμετείχαν στις τελετές, ενώ συμμετείχε και ο Λοντοβίκο Γκρίττι, ο «αιδεσιμότατος άρχοντας» τού Έγκερ (Έρλαου) στην Ουγγαρία, καθώς και ο Τζερόμ Λάσκι, τον οποίο ο Ζεν αποκαλεί «βοεβόδα τής Τρανσυλβανίας». (Ο Ζαπόλυα τον είχε μόλις διορίσει σε εκείνο το υψηλό αξίωμα.) Υπήρχαν κι άλλοι Ενετοί που έγραφαν στην πατρίδα περιγράφοντας τις πολύχρωμες εκδηλώσεις, μεταξύ των οποίων και ο νέος βαΐλος Φραντσέσκο Μπερνάρντο και ένας διοικητής γαλέρας που ονομαζόταν Μελχιόρε Τρεβιζάν. Οι εκδηλώσεις και το στήσιμό τους ήταν κάτι που άξιζε να γραφτεί στην πατρίδα, πανέμορφα αντίσκηνα, μεταξύ των οποίων τρία με ιστορία, ένα που είχε παρθεί από τον Ουζούν Χασάν τον περασμένο αιώνα, άλλο που είχε παρθεί από τον σούφι τής Περσίας και το τρίτο από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου. Πλούσια καφτάνια και λαμπερά κοσμήματα, πεζοί γενίτσαροι και έφιπποι σπαχήδες και οκτακόσιοι τοξότες που έφεραν τόξα και βέλη. Εκείνοι στους οποίους επιτρεπόταν να δώσουν στον σουλτάνο δώρα, προχωρούσαν μπροστά για να φιλήσουν το χέρι του «με πολύ μεγάλο σεβασμό και ησυχία» (con grandissima reverentia et silencio).

Ο Σουλεϊμάν ήταν όμορφος άντρας με ευχάριστη όψη (σύμφωνα με το Ζεν), λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ήταν ο σουλτάνος, «έμοιαζε με είδωλο για λατρεία…» (pareva uno ydolo in adoracione…). Κάθε μέρα υπήρχε κάποιο νέο θέαμα, κονταρομαχίες, άθλοι δύναμης και θεάματα όπλων, ελέφαντες, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, τίγρεις και αγριόγατες. Το βράδυ πυροτεχνήματα έσκαγαν στον ουρανό που σκοτείνιαζε και τη νύχτα φωτιές φώτιζαν τεχνητούς «πύργους, πόλεις και κάστρα, καθώς και ποικιλία ζώων». Οκτώ έως δέκα χιλιάδες άτομα ταΐζονταν, «έχοντας το φαγητό από την κουζίνα τού Άρχοντα» (havendo le vivande da la cucina del Signor). Όλα ήσαν, όπως συμφωνούσαν οι παρατηρητές, «υπέροχα να τα βλέπεις».130

Αυτό ήταν το είδος των ειδήσεων που άρεσε στην Ενετική Γερουσία να παίρνει από την Ισταμπούλ, πυροτεχνήματα που έλαμπαν στον ουρανό παρά γαλέρες που φτιάχνονταν στον ναύσταθμο στον Βόσπορο. Όμως έφτασαν και πιο ανησυχητικά νέα στη λιμνοθάλασσα λίγο μετά την άφιξη των επιστολών από τούς Ζεν και Μοτσενίγκο. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου (1530) η Γερουσία είχε ενοχληθεί από την αναφορά ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε την πρόθεση να επενδύσει 150.000 δουκάτα, που λεγόταν ότι είχε στη Συρία και την Αίγυπτο, σε μπαχαρικά και άλλα εμπορεύματα, τα οποία θα στέλνονταν στην Ισταμπούλ μέσω Αλεξάνδρειας. Αυτά ήσαν άσχημα νέα, γιατί οι ενετικές γαλέρες είχαν ήδη φύγει για την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό. Ήταν απίθανο να βρουν μπαχαρικά και άλλα είδη διατιθέμενα σε επαρκείς ποσότητες (και επαρκούς ποιότητας) για κερδοφόρα μεταπώληση στη Δύση, «πράγμα που θα επιφέρει μεγάλο κακό στο έθνος μας, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον» (il che cederia a summo danno della nation nostra, si de praesenti come in futurum).

Μια επιστολή έφυγε ολοταχώς προς τον βαΐλο Φραντσέσκο Μπερνάρντο, δίνοντάς του εντολή «το συντομότερο δυνατόν» να δει τούς πασάδες, ειδικά τον Ιμπραήμ, και να προσπαθήσει να σταλεί φιρμάνι σε όλους τούς εκπροσώπους τού σουλτάνου στη Δαμασκό, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Αλεξάνδρεια, «ότι οι δικοί μας μπορούν, χωρίς καμία απαγόρευση ή ενόχληση, να αγοράζουν και να φορτώνουν είδη, μεταξωτά και άλλα, στις γαλέρες τους, έτσι ώστε, αν είναι δυνατό, να τα στείλουν με τα άλλα πλοία που είναι σταθμευμένα με το φορτίο τους…» (che li nostri possino senza alcuna prohibition ne disturbo contrattar et cargar specie, sede, et altro sopra esse galie nostre, accioche se possino expedir de li alle mude li habbiamo statuite con il suo cargo). Ο Μπερνάρντο έπρεπε να κάνει το καλύτερο δυνατό, για να πείσει τον σουλτάνο ότι οι ποσότητες που συνήθως φορτώνονταν στις ενετικές γαλέρες δεν θα εξαντλούσαν ιδιαιτέρως τα αποθέματα μπαχαρικών, μεταξωτών και άλλων αγαθών και έτσι οι προθέσεις τής Μεγαλειότητάς του δεν θα διαταράσσονταν καθόλου. Υπήρχαν αρκετά και για τον σουλτάνο και για τούς Ενετούς, «οι οποίοι περιλαμβάνονται στους πιο αγαπητούς φίλους του».131

Αν και ο Φραντσέσκο Μπερνάρντο πέτυχε να εξασφαλίσει την άδεια τού Ιμπραήμ πασά (και συνεπώς και εκείνη τού σουλτάνου) για να φορτωθούν μπαχαρικά και μετάξια στη Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια,132 οι συμπατριώτες του συναντούσαν δυσκολίες στην τελευταία αυτή πόλη. Στις 7 Ιανουαρίου (1531) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Μπερνάρντο ότι πριν από δύο βδομάδες είχαν λάβει επιστολές από τον Ενετό πρόξενο στην Αλεξάνδρεια και τον διοικητή των γαλερών, με ημερομηνία 15 και 16 Νοεμβρίου (1530), που παραπονούνταν για την πολύ κακή μεταχείριση των εμπόρων τής Δημοκρατίας στην αιγυπτιακή πόλη. Μάλιστα δεν τούς είχε επιτραπεί να φορτώσουν τις γαλέρες «στον χρόνο τής περιόδου φόρτωσης» (in tempo della muda). Στη συνέχεια τούς είχε απαγορευτεί να φύγουν από το λιμάνι. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν προσπαθήσει να τούς αναγκάσουν να φορτώσουν τις γαλέρες τους «μετά την περίοδο φόρτωσης» (dappoi la muda), πράγμα που σήμαινε καθυστερημένο και επικίνδυνο ταξίδι προς την πατρίδα. Επιπλέον οι αξιωματούχοι δεν είχαν ακόμη χορηγήσει τις άδειες για την αναχώρηση των γαλερών και των άλλων σκαφών. Η Γερουσία γνώριζε ότι μια τέτοια εξωφρενική μεταχείριση δεν αποτελούσε έκφραση τής στάσης τού σουλτάνου απέναντι στη Βενετία.

Ο Φραντσέσκο Μπερνάρντο έπρεπε να πάει να δει τούς πασάδες, ιδιαίτερα τον Ιμπραήμ και να τούς γνωστοποιήσει την πλήρη έκταση των ζημιών και αδικιών που υφίσταντο οι έμποροι. Έπρεπε να τούς υπενθυμίσει επίσης ότι οι εν λόγω διαδικασίες αποτελούσαν σίγουρο τρόπο για τη μείωση των τελωνειακών δασμών, των τελών εξαγωγών και άλλων εσόδων, τα οποία κέρδιζε η Πύλη από το εμπόριο μπαχαρικών και μεταξιού με τη Δημοκρατία. Έπρεπε να ζητήσει την άμεση αποστολή εντολών από την Ισταμπούλ προς την Αλεξάνδρεια, «ώστε να αφεθούν ελεύθερες οι γαλέρες και τα πλοία μας να αναχωρήσουν, χωρίς να υποστούν καμία ζημιά» και ότι δεν έπρεπε να υπάρξει επανάληψη τέτοιων άθλιων πρακτικών στο μέλλον.133

Μερικές φορές παρακολουθούμε στις πηγές την πορεία των δυσκολιών τής Δημοκρατίας με την Πύλη μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο, μετά το οποίο η πληροφόρησή μας τελειώνει και απομένουμε να αναρωτιόμαστε για την έκβαση αυτού ή τού άλλου επεισοδίου. Στην προκειμένη περίπτωση όμως μαθαίνουμε σύντομα ότι οι εκκλήσεις τού Μπερνάρντο για λογαριασμό των συμπατριωτών του στέφθηκαν με επιτυχία, γιατί σε επιστολές τής 1ης και 2ας Απριλίου (1531) προς τη Σινιορία και τούς επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα (Consiglio dei Dieci) αυτός μπορούσε να γράφει ότι τα ενετικά πλοία στην Αλεξάνδρεια είχαν πράγματι αποδεσμευτεί.134

Για μια ακόμη φορά ο Μεγάλος Τούρκος και ο μεγάλος βεζύρης του είχαν ανταποκριθεί με φιλικό τρόπο σε ενετική έκκληση. Η εμπειρία τού παρελθόντος πρέπει να έδειχνε στη Γερουσία ότι αυτή η φιλία δεν θα διαρκούσε επ’ αόριστον, αλλά η διατήρησή της όσο το δυνατόν περισσότερο εξυπηρετούσε τα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα τής Δημοκρατίας. Στα μέσα Φεβρουαρίου 1531 ο Σιγκισμόντο ντέλλα Τόρρε, γνωστός επίσης ως Φαντσίνο (τον οποίο συναντήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο), ο Μαντοβάνος απεσταλμένος στον Κάρολο Ε’ που βρισκόταν τότε στις Βρυξέλλες, έγραφε στον δούκα Φεντερίκο ότι έρχονταν μηνύματα από διάφορες πλευρές για τις τεράστιες προετοιμασίες που έκανε ο Μεγάλος Τούρκος στη στεριά και τη θάλασσα, για επίθεση εναντίον τής χριστιανοσύνης, δηλαδή εναντίον των Αψβούργων. Τα νέα είχαν έρθει μέσω Ουγγαρίας και Πολωνίας. Ένας μοναχός που είχε μόλις φτάσει από την Ισταμπούλ είχε επιβεβαιώσει τη θλιβερή είδηση, η οποία είχε επίσης αναμεταδοθεί στη Γένουα μέσω Χίου και Σικελίας, «και επίσης από κάθε πηγή, εκτός από τη Βενετία».

Αν και η νότια ακτή τής Γαλλίας ήταν λιγότερο εκτεθειμένη από τη μακρά ακτογραμμή τής Σικελίας, τής ισπανικής ακτής ή τής Τυρρηνικής ακτής τής Ιταλίας, ο Φραγκίσκος Α’ υποτίθεται ότι εξόπλιζε είκοσι γαλέρες στη Μασσαλία, για την προστασία τής «Ριβιέρας» από πιθανή επίθεση τού γνωστού κουρσάρου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Όμως οι Τούρκοι ήταν απίθανο να επιτεθούν στη γαλλική ακτή, ούτε ήταν πιθανό να επιτεθούν τότε στις ενετικές κτήσεις στην Αδριατική και στο Αιγαίο ή ακόμη και στα μακρινά νησιά τής Δημοκρατίας, την Κρήτη και την Κύπρο. Όπως και οι Αψβούργοι. οι Τούρκοι προτιμούσαν να αντιμετωπίζουν τούς αντιπάλους τους έναν κάθε φορά. Οι Γάλλοι ίσως κάποια μέρα ήσαν χρήσιμοι σε αυτούς. Οι Ενετοί προσπαθούσαν να παραμένουν «καλοί φίλοι» των Τούρκων και προφανώς δεν ήθελαν να προσθέσουν τη φωνή τους στη χορωδία τού συναγερμού, για τον οποίο μιλούσε ο Σιγκισμόντο ντέλλα Τόρρε στην επιστολή του προς τον δούκα τής Μάντουα.135

Κανείς δεν ήταν πιο εκτεθειμένος σε τουρκική επίθεση από τούς Ενετούς, των οποίων πρωταρχικός στόχος ήταν η δική τους ευημερία. Αν και δεν κέρδιζαν την εκτίμηση τής Ευρώπης με τη σχεδόν τουρκόφιλη επιφυλακτικότητα και αυταρέσκειά τους, τουλάχιστον αποσπούσαν κάποιο κέρδος από αυτήν. Το ερώτημα ήταν πόσον καιρό θα διαρκούσε.

<-8. Η άλωση τής Ρώμης και η πολιορκία τής Νάπολης (1527-1528) 10. Ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α’ και η αντίθεση των Αψβούργων προς τούς Τούρκους (1530-1534)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top