13. Η εκλογή τού Ιουλίου Γ’, η Σύνοδος τού Τρεντ, οι Τούρκοι και ο πόλεμος τής Πάρμας (1549-1552)

<-12. Ο Παύλος Γ’, οι Αψβούργοι και ο Φραγκίσκος Α’, οι Τούρκοι και η σύνοδος τού Τρεντ (1540-1549)

13
Η εκλογή τού Ιουλίου Γ’, η Σύνοδος τού Τρεντ, οι Τούρκοι και ο πόλεμος τής Πάρμας (1549-1552)

Image Image

Ο αναγεννησιακός παπισμός τελείωσε με τον Παύλο Γ’, τού οποίου ο θάνατος σηματοδοτεί την αρχή νέας και λιγότερο πολύχρωμης εποχής στα χωρίς τέλος χρονικά τής Αγίας Έδρας. Όμως η σύναξη των καρδιναλίων η οποία επέλεξε τελικά τον διάδοχό του, παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα —και λιγότερο κρυφά— κογκλάβια τής ύστερης μεσαιωνικής και πρώιμης σύγχρονης περιόδου. Ήταν επίσης κογκλάβιο που κράτησε πολύ. Ο παπικός θρόνος παρέμεινε κενός για ογδονταεννέα μέρες (vacavit turn Sedes menses duos dies XXIX). Το ίδιο το κογκλάβιο επρόκειτο να διαρκέσει εβδομηνταδύο μέρες. Εξηνταμία ψηφοφορίες θα χρειάζονταν τελικά για την εκλογή πάπα.

Νωρίς το απόγευμα τής 10ης Νοεμβρίου (1549), αρκετές ώρες μετά τον θάνατο τού Παύλου, οι εικοσιεννέα καρδινάλιοι που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη συναντήθηκαν σε σύναξη (congregatione) στο Ανάκτορο τού Βατικανού. Έσπασαν το παπικό δαχτυλίδι τού αλιέα και την παπική σφραγίδα. Οι καρδινάλιοι Τζιοβάννι Ντομένικο ντε Κούπις, Ροντόλφο Πίο ντι Κάρπι και Νικκολό Ριντόλφι εξουσιοδοτήθηκαν από το Ιερό Κολλέγιο να «αναλάβουν την ευθύνη επιτήρησης τής πόλης, στρατολογώντας στρατιώτες για την υπεράσπισή της, εισπράττοντας χρήματα από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο για τις δαπάνες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν, φροντίζοντας επίσης για το κογκλάβιο και τη φύλαξή του και κάνοντας οτιδήποτε άλλο κρινόταν αναγκαίο για την ασφάλεια και την ειρήνη τής ίδιας τής πόλης και των κρατών τής Εκκλησίας».

Τρεις άλλοι καρδινάλιοι επιλέχτηκαν για να φροντίσουν για την κηδεία τού εκλιπόντος ποντίφηκα. Δύο ιεράρχες διορίστηκαν «διοικητές τής πόλης», από τούς οποίους ο Τζιαν Μικέλε Σαρακένι, αρχιεπίσκοπος Ακερέντσα και Ματέρα, θα είχε εξουσία μέσα στην «πόλη τού Λέοντος», ενώ ο Φίλος Ροβερέλλα, επίσκοπος Άσκολι Πιτσένο, στην υπόλοιπη Ρώμη. Δύο άλλοι ιεράρχες έγιναν «κυβερνήτες εκτός πόλης» (gubernatores extra Urbem). Οι δικαστές (Conservatori) τής πόλης υπέβαλαν την επίσημη υπακοή τους στο Ιερό Κολλέγιο, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους και ζητώντας επιβεβαίωση τής «χάρης» που τούς είχε χορηγήσει ο Παύλος Γ’ την παραμονή τού θανάτου του, απαλλάσσοντάς τους από τον προσφάτως επιβληθέντα φόρο σιτηρών ή μύλων. Η συγκέντρωση τής 10ης Νοεμβρίου τελείωσε περίπου στις 4 μ.μ., όταν ο ντε Κούπις, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, ενημέρωσε τούς δικαστές ότι το Κολλέγιο είχε επιβεβαιώσει την απαλλαγή τους από τον φόρο.1

Την επόμενη μέρα, που ήταν Δευτέρα (11 Νοεμβρίου 1549), η δεύτερη σύναξη των καρδιναλίων «μετά τον θάνατο τού ποντίφηκα» (post obitum pontificis) πραγματοποιήθηκε «στο αποστολικό ανάκτορο, στην αίθουσα όπου διεξάγονται συνήθως τα μυστικά εκκλησιαστικά συμβούλια». Οι τέσσερις «κυβερνήτες», τούς οποίους οι καρδινάλιοι είχαν επιλέξει στις 10 τού μηνός, έδωσαν όρκο πίστης στο Ιερό Κολλέγιο, ενώ διορίστηκαν αξιωματικοί για το πεζικό, που είχε προσληφθεί για την άμυνα τής πόλης. Ο εγγονός τού Παύλου Γ’, ο Οράτσιο Φαρνέζε, δούκας τού Κάστρο, έπρεπε ως νομάρχης (praefectus Urbis) να βρίσκεται επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων, που θα προστάτευαν την πόλη κατά τη διάρκεια τού επερχόμενου κογκλάβιου. Όμως ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα παραπονιόταν, όπως μάς λέει ο Μασσαρέλλι,

επειδή η φύλαξη τής πόλης παραδιδόταν στον εν λόγω επιφανέστατο δούκα Οράτσιο, δεδομένου ότι αυτός είναι (μελλοντικός) γαμπρός τού χριστιανικότατου βασιλιά [Ερρίκου Β’] και συνδέεται με τον τελευταίο με πολλούς δεσμούς και ως εκ τούτου η ίδια η πόλη θα βρίσκεται υπό την κυριαρχία τού βασιλιά τής Γαλλίας. Έτσι [ο Δον Ντιέγκο] ζητούσε από το Κολλέγιο να πάρει μέτρα εναντίον αυτής τής προοπτικής.

Ο Μεντόζα δήλωνε επίσης ότι ο ίδιος είχε την πρόθεση να έχει στη Ρώμη όσους στρατιώτες θα είχε ο Οράτσιο Φαρνέζε, έτσι ώστε να μη βρίσκονται σε ετοιμότητα λιγότερες φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις από τις αντίστοιχες γαλλόφιλες. Το ζήτημα είχε προφανώς «κάποια σπουδαιότητα». Κατά συνέπεια οι καρδινάλιοι στη συγκέντρωση αποφάσισαν, ύστερα από διάφορες ανταλλαγές απόψεων, να διορίσουν δύο φιλο-αυτοκρατορικούς αξιωματικούς, τούς Αλεσσάντρο Βιτέλλι και Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, οι οποίοι θα υπηρετούσαν μαζί με τον Οράτσιο ως υπαρχηγοί.2

Κατά τη στιγμή τού θανάτου του ο Παύλος Γ’ είχε αφήσει πενηντατέσσερις καρδινάλιους στο Ιερό Κολλέγιο, από τούς οποίους εικοσιπέντε βρίσκονταν έξω από την πόλη. Ο Ονόφριο Πανβίνιο, ο ιστορικός τού παπισμού και σύγχρονος τού Άντζελο Μασσαρέλλι, έχει προσθέσει στο δικό του αντίγραφο τού (πέμπτου) ημερολόγιου τού τελευταίου τα ονόματα τόσο των καρδιναλίων που βρίσκονταν στη Ρώμη όσο και των απόντων στις 10 Noεμβρίου.3 Καθώς περνούσε ο καιρός και οι στρατιώτες κινούνταν στους δρόμους, η πόλη ήταν γεμάτη φόβους και φήμες. Υπήρχαν επίσης σοβαρές αναταραχές. Στις 19 Νοεμβρίου ξεκίνησαν τα εννιάμερα με συγκέντρωση όλων των καρδιναλίων στην Καπέλλα Σιξτίνα. Ο καρδινάλιος ντε Κούπις έψαλλε τη λειτουργία «για τούς νεκρούς» (pro defunctis), ενώ ο μορφωμένος Ρόμολο Αμάσεο έκανε το κήρυγμα, εκθειάζοντας τη μεγάλη διάρκεια ζωής τού Παύλου Γ’ και τη μακροχρόνια παπική του θητεία.

Οι τοίχοι και οι κολώνες τού Αγίου Πέτρου ήσαν ντυμένοι με τα οικόσημα τού εκλιπόντος πάπα. Ένα μαύρο λινό λάβαρο έφερε την επιγραφή «Παύλος Γ’ ανώτατος ποντίφηκας» (paulo iii pont. max.). Ένα τεράστιο βάθρο φερέτρου, ένα «κάστρο τού πόνου» (doloris castrum), στηριζόμενο σε δώδεκα ξύλινους κίονες, είχε στηθεί στο κεντρικό κλίτος τής Εκκλησίας. Φωτιζόταν με αναμμένα κεριά, ανάμεσα στα οποία είχε τοποθετηθεί το φέρετρο, καλυμμένο με χρυσό ύφασμα. Τέσσερις άνδρες, ντυμένοι με «πένθιμη ενδυμασία», στέκονταν δίπλα με μεγάλες βεντάλιες, για να κρατούν τις μύγες μακριά. Δημιουργούσαν ευχάριστη αύρα, «σαν να ήταν παρών ο ποντίφηκας» (tanquam praesenti pontifici), «και αν δεν υπήρχαν μύγες εκεί, ούτε το σώμα τού πάπα υπήρχε, αλλά ακόμη κι έτσι τηρούνταν ένα πανάρχαιο έθιμο».

Την πρώτη μέρα τής κηδείας ψάλθηκαν διακόσιες λειτουργίες στον Άγιο Πέτρο για την ψυχή τού εκλιπόντος ποντίφηκα και άλλες εκατό σε καθεμιά από τις επόμενες οκτώ μέρες. Κάθε ιερέας έπαιρνε «ένα τζούλιο, που είναι το ένα ενδέκατο τού δουκάτου». Εκείνη την πρώτη μέρα οι εφημέριοι τού Αγίου Πέτρου πήραν εκατό δουκάτα, ενώ και οι τοπικοί κληρικοί έβγαλαν κάτι από τις λαμπαδίτσες και τα κεριά, που αφήνονταν πάνω από το βάθρο φερέτρου και άλλες φωτιζόμενες περιοχές στην εκκλησία. Όλες οι δαπάνες τής κηδείας βάρυναν το Αποστολικό Ταμείο (Κάμερα Αποστόλικα).

Έχοντας συμμετάσχει στις τελετές τής πρώτης ημέρας, οι καρδινάλιοι συγκλήθηκαν στην έβδομη συγκέντρωσή τους. Διαβάστηκε επιστολή από τον Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα, τον νούντσιο στη Βενετία, εκφράζοντας τη θλίψη τής Σινιορίας για την απώλεια ενός τόσο μεγάλου ποιμένα τού δύστροπου ποιμνίου. Ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε είπε στο Ιερό Κολλέγιο ότι ο Παύλος Γ’ λίγο πριν τον θάνατό του, καθώς κειτόταν βαριά άρρωστος, είχε στείλει σημείωμα στον Καμίλλο Ορσίνι, τον κυβερνήτη τής Πάρμας, στο οποίο έλεγε ότι «σε περίπτωση θανάτου τής Αγιότητάς του, [ο Ορσίνι] έπρεπε να επιστρέψει την πόλη στον επιφανέστατο δούκα Οττάβιο Φαρνέζε…». Ο Ορσίνι είχε παραλάβει το σημείωμα, αλλά ήθελε τη διαβεβαίωση τού Ιερού Κολλέγιου ότι αποτελούσε πράγματι πρόθεση τού Παύλου Γ’ να επιστραφεί η Πάρμα στον Οττάβιο. Ο αδελφός τού τελευταίου, ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο, ζητούσε τώρα από το Ιερό Κολλέγιο την επιβεβαίωση τής τελευταίας επιθυμίας τού πάπα, τονίζοντας ότι αυτό ήταν απολύτως δίκαιο, δεδομένου ότι το Κολλέγιο είχε ήδη συμφωνήσει να αποδώσει στον Οττάβιο ως φέουδο την Πάρμα και μάλιστα και την Πιατσέντσα.

Ο Αλεσσάντρο είπε στους καρδινάλιους ότι ήταν βέβαιος ότι δεν θα πήγαιναν εναντίον τής απόφασης που είχαν λάβει. Είχαν επιβεβαιώσει κι άλλες προθέσεις τής εκλιπούσας Αγιότητάς του στο νεκροκρέβατο, όπως τη διαγραφή δύο φόρων (gabellae) σιτηρών-και-μύλων, που παρείχαν στην παπική κυβέρνηση ετήσια έσοδα 50.000 περίπου δουκάτων. Η διαγραφή των δύο αυτών φόρων ήταν «απλή χάρη» (mera gratia). Το αίτημα των Φαρνέζε ήταν ζήτημα «καθαρής δικαιοσύνης (pura iustitia), δεδομένου ότι ο επιφανέστατος άρχοντας Οττάβιο ήταν ο αληθινός και νόμιμος δούκας τής Πάρμας». Αν και διαφώνησαν ο Τζιαν Πιέτρο Καράφα και ένας ή δύο άλλοι καρδινάλιοι, όλοι οι υπόλοιποι έδωσαν τη συναίνεσή τους (placet) στο αίτημα των Φαρνέζε και ενέκριναν την κατοχή τής Πάρμας από τον Οττάβιο.4

Στο μεταξύ οι απόντες καρδινάλιοι είχαν αρχίσει να έρχονται στη Ρώμη. Το απόγευμα τής 11ης Νοεμβρίου ο Αντουάν ντε Μωντόν, καρδινάλιος επίσκοπος Ορλεάνης, επέστρεψε στην πόλη ύστερα από διακοπές στα εδάφη των Φαρνέζε. Ο Φλωρεντινός Νικκολό ντε Γκάντι έφτασε στις 14 τού μηνός, ο Έννιο Φιλονάρντι στις 16 και ο Κριστόφορο Μαντρούτσο στις 19. Δύο μέρες αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου, ο Φλωρεντινός Τζιοβάννι Σαλβιάτι, θείος τής βασίλισσας τής Γαλλίας (Αικατερίνης των Μεδίκων) και ο Έρκολε Γκονζάγκα, ο αντιβασιλέας τής Μάντουας και αδελφός τού φιλο-αυτοκρατορικού Φερράντε, εισήλθαν στη Ρώμη για να συμμετάσχουν με τούς συναδέλφους τους στο επερχόμενο κογκλάβιο. Στις 22 τού μηνός εμφανίστηκαν ο Γάλλος καρδινάλιος Ρομπέρ ντε Λενονκούρ, επίσκοπος Σαλόν-συρ-Μαρν και ο Φλωρεντινός Ιννοτσέντσο Τσίμπο, γιος τής Μαγκνταλένα, αδελφής τού Λέοντος Ι’. Ο Τζιανμαρία ντελ Μόντε, πρόεδρος τής Συνόδου τού Τρεντ και παπικός λεγάτος στη Μπολώνια, επέστρεψε στη Ρώμη στις 23 Νοεμβρίου, ύστερα από απουσία πέντε σχεδόν ετών. Ο καρδινάλιος Τζούλιο ντέλλα Ρόβερε, αδελφός τού δούκα Γκουϊντομπάλντο τού Ουρμπίνο, έφτασε την ίδια στιγμή. Στις 24 μπήκαν στην πόλη ο Όττο φον Τρούκσες, καρδινάλιος επίσκοπος τού Άουγκσμπουργκ και ο Τζιρολάμο Ντόρια, καρδινάλιος τής Γένουας.5

Κατά τη δέκατη τέταρτη συγκέντρωση μετά τον θάνατο τού πάπα (post obitum pontificis), που πραγματοποιήθηκε στις 27 Νοεμβρίου, αυτά τα δώδεκα μέλη τού Ιερού Κολλεγίου ενώθηκαν με τούς εικοσιεννέα που βρίσκονταν στη Ρώμη κατά τη στιγμή τού θανάτου τού Παύλου Γ’, για να γίνει ο προσδιορισμός με κλήρωση των κελλιών που θα καταλάμβαναν κατά τη διάρκεια τού κογκλάβιου. Όμως οι άρρωστοι καρδινάλιοι δεν εκτέθηκαν στις ιδιοτροπίες τής κλήρωσης, αλλά τούς δόθηκαν κελλιά που είχαν φτιαχτεί «στην αίθουσα όπου διεξάγονται συνήθως τα μυστικά εκκλησιαστικά συμβούλια, η οποία είναι πιο μακριά και πιο ζεστή, η περιοχή είναι λιγότερο εκτεθειμένη στον άνεμο και τον θόρυβο, ενώ έχει επίσης το πλεονέκτημα τής φωτιάς», δηλαδή στη Σάλα ντελ Κονσιστόρο Σεκρέτο (ή ντέλλο Σπολιατόιο). Ο Μασσαρέλλι έχει περιγράψει τις ρυθμίσεις αυτές:

Τα ίδια τα κελλιά είχαν κατασκευαστεί στο αποστολικό ανάκτορο στο Βατικανό, στις έξι μεγάλες αίθουσες, δηλαδή στην «Πρώτη Αίθουσα» (Aula Prima), η οποία ονομάζεται Αίθουσα των Βασιλέων (Sala Regia), στο παρεκκλήσι τού Σίξτου (Καπέλλα Σιξτίνα), στην πρώτη και τη δεύτερη αίθουσα όπου διεξάγονταν συνήθως οι δημόσιες συνεδριάσεις τού εκκλησιαστικού συμβουλίου (δηλαδή στα δύο τμήματα τής Sala Ducale), καθώς και στην πρώτη και τη δεύτερη αίθουσα, όπου συνεδρίαζαν συνήθως τα μυστικά εκκλησιαστικά συμβούλια (Sala dei Paramenti και Sala dello Spogliatoio). Τα κελλιά είχαν μήκος είκοσι παλάμες, πλάτος δεκαπέντε και ύψος δεκαπέντε και ήσαν φτιαγμένα από ξύλινα φύλλα που συναρμολογούνταν μαζί, με σανίδες στο πάτωμα. Τα πλευρικά τοιχώματα και το ταβάνι καλύπτονταν με ύφασμα, το οποίο ονομάζεται γενικά «σάια» (saia) και είναι πράσινο αν πρόκειται για παλαιούς καρδινάλιους, αλλά αν πρόκειται για κελλιά καρδιναλίων που δημιουργήθηκαν από τον εκλιπόντα ποντίφηκα, τότε το ύφασμα έχει βιολετί χρώμα.6

Η ένατη και τελευταία μέρα των επικηδείων τελετών τού Παύλου Γ’ έπεφτε στις 28 Νοεμβρίου. Οι καρδινάλιοι επρόκειτο να εισέλθουν στο κογκλάβιο την επόμενη μέρα, αλλά εννέα Γάλλοι καρδινάλιοι δεν είχαν φτάσει ακόμη στη Ρώμη. Η παπική εκλογή θα ήταν ανταγωνισμός ανάμεσα στους φιλο-αυτοκρατορικούς και τούς Γάλλους. Οι δύο καρδινάλιοι Φαρνέζε, οι αδελφοί Αλεσσάντρο και Ρανούτσιο, ο εξάδελφός τους Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα και οι υποστηρικτές τους, έτειναν προς το μέρος των φιλο-αυτοκρατορικών, που είχαν προσπαθήσει να ξεκινήσουν τις επικήδειες τελετές το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να τις τελειώσουν και ελπίζοντας να εκλέξουν φιλο-αυτοκρατορικό πάπα πριν από την άφιξη των Γάλλων καρδιναλίων. Με τη βοήθεια όμως τού καρδινάλιου Ιππόλιτο ντ’ Έστε τής Φερράρας, ο Γάλλος πρεσβευτής Κλωντ ντ’ Ουρφέ είχε καταφέρει να καθυστερήσει τα εννιάμερα (novena) τού πένθους για μια βδομάδα ή περισσότερο, όπως έγραφε στην κυβέρνησή του (στις 16 Νοεμβρίου).7

Στις 9 π.μ. τής 29ης Νοεμβρίου (1549) όλοι οι καρδινάλιοι που βρίσκονταν στη Ρώμη συγκεντρώθηκαν στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου, όπου ο Τζιοβάννι Σαλβιάτι, καρδινάλιος επίσκοπος Πόρτο, «ο δεύτερος τη τάξει στο Ιερό Κολλέγιο», έψαλλε την επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος. Στη συνέχεια ο Τζιοβάννι Μπεροάλντο, ο Σικελός επίσκοπος τού Τελέζε (επισκοπής που υπαγόταν στο Μπενεβέντο), είχε την τιμή να κάνει το κήρυγμα. Προέτρεψε τούς καρδιναλίους να βάλουν κατά μέρος τα μίση και τις αγάπες τους. Λαμβάνοντας υπόψη μόνο την ευημερία τού χριστιανικού κόσμου και την τιμή τού Υψίστου έπρεπε να εκλέξουν ως πάπα έναν τού είδους που χρειαζόταν η παγκόσμια Εκκλησία και η Αγία Έδρα σε αυτές τις ταραχώδεις, καταστροφικές στιγμές. Μετά το κήρυγμα τού Μπεροάλντο οι καρδινάλιοι βγήκαν κατά δυάδες, σύμφωνα με την τελετουργική τάξη τού βαθμού τους. Έχοντας τον σταυρό πριν από αυτούς, μπήκαν στο κογκλάβιο το μεσημέρι (hora 19) υπό τούς ήχους τού «Έλα, πνεύμα τού δημιουργού» (Veni, creator spiritus).8 Είχαν ξεκινήσει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κογκλάβια ολόκληρου τού 16ου αιώνα. Μόνο η εκλογή τού Πίου Δ’ Μεδίκου θα διαρκούσε περισσότερο και θα αποδεικνυόταν πιο δύσκολη.

Το κογκλάβιο ξεκίνησε με συνέλευση των καρδιναλίων στο Παρεκκλήσι τού Παύλου (Καπέλλα Παολίνα), το οποίο ο Παύλος Γ’ είχε χτίσει στο νότιο άκρο τής Βασιλικής Αίθουσας (Σάλα Ρέγκια). Ύστερα από προσευχές στην Παολίνα οι καρδινάλιοι επέστρεψαν στα κελιά τους. Όμως, δεδομένου ότι το κογκλάβιο δεν θα τελείωνε πριν από τις 10 ή 11 μ.μ. (της 29ης Νοεμβρίου), στους καρδινάλιους που είχαν διαμερίσματα στο Ανάκτορο τού Βατικανού επιτράπηκε να επιστρέψουν στους χώρους τους για να γευματίσουν και να παραμείνουν εκεί όλη τη μέρα, αν ήθελαν. Εκείνοι που είχαν σπίτια κοντά, μπορούσαν επίσης να πάνε στο σπίτι τους, όπως έκανε ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Μορόνε, γιατί ζούσε κοντά στην Πιάτσα Σαν Πιέτρο.

Η πρώτη σύναξη τού κογκλάβιου έγινε στις 2 μ.μ. (στις 29 Νοεμβρίου). Ο Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα, ο αυτοκρατορικός πρέσβης στην παπική κούρτη, απευθυνόταν τώρα στο Ιερό Κολλέγιο, λέγοντας ότι είχε λάβει επιστολή από τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’, που είχε γραφτεί κατά τη διάρκεια τής ασθένειας τού Παύλου Γ’ αλλά πριν από τον θάνατό του. Ο Κάρολος εξέφραζε την ελπίδα ότι αν τελικά πέθαινε ο Παύλος, οι καρδινάλιοι θα εξέλεγαν ως διάδοχό του έναν ποντίφηκα, «που θα μπορούσε να καθοδηγήσει την Εκκλησία τού Θεού με τον κατάλληλο τρόπο και ότι [όποιος κι αν επιλεγόταν] θα συνέχιζε τη σύνοδο [του Τρεντ] στη γερμανική επαρχία στην οποία αυτή είχε αρχίσει». Ο αυτοκράτορας δήλωνε ότι πρόθεσή του ήταν να προστατεύσει την οικογένεια Φαρνέζε. Δήλωνε επίσης την αγάπη του για τούς Κολόννα και για τον δούκα Κόσιμο Α’ Μέδικο.

Ο Μεντόζα ζήτησε από τούς καρδιναλίους να πάρουν υπόψη τούς τις επιθυμίες τού αυτοκράτορα. Η απάντησή τους ήταν ότι με τη βοήθεια τού Αγίου Πνεύματος (Spiritus Sancti auxilio) θα προσπαθούσαν να δώσουν στον Παύλο Γ’ έναν άξιο και αξιέπαινο διάδοχο, που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες τής Εκκλησίας, αλλά για τη σύνοδο δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσαν να πουν. Η επανάληψη των εργασιών της στο Τρεντ (ή αλλού) θα αποφασιζόταν από τον νέο πάπα. Στη συνέχεια οι φρουροί τού κογκλάβιου, οι πρεσβευτές, οι ιεράρχες τής κούρτης και οι βαρώνοι, καθώς και οι δικαστές (Conservatori) τής πόλης, έδωσαν όρκο υπακοής στον Τζιαν Ντομένικο ντε Κούπις, τον αρχιμανδρίτη τού Ιερού Κολλέγιου.9

Γύρω στις 9 μ.μ. στις 29 Νοεμβρίου τρεις καρδινάλιοι, ο πρώτος από κάθε βαθμίδα (ordo), δηλαδή ο επίσκοπος ντε Κούπις, ο ιερέας Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι και ο διάκονος Νικκολό Ριντόλφι, μαζί με τον Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα, τον καρδινάλιο ταμία (camerlengo), προχώρησαν μέσω τής Καπέλλα Σιξτίνα και των άλλων πέντε αιθουσών τού κογκλάβιου «και όλοι, εκτός από τούς κογκλαβιστές αυτού τού κογκλάβιου, διατάχθηκαν να αποχωρήσουν» (omnesque exceptis conclavistis ipsum conclave exire iussi fuerunt). Όλα τα άτομα διατάσσονταν τώρα να απομακρυνθούν από τις αίθουσες, αφήνοντας τούς καρδιναλίους μόνο με τούς συνοδούς τους, τούς κογκλαβιστές (conclavistae). Ο Άντζελο Μασσαρέλλι ήταν μεταξύ εκείνων που παρέμειναν. Ήταν γραμματέας τού Μαρτσέλλο Τσερβίνι και κογκλαβιστής. Ολόκληρο το πέμπτο ημερολόγιό του είναι αφιερωμένο στο κογκλάβιο. Όμως δεν έφυγαν όλα τα μη εξουσιοδοτημένα άτομα, γιατί κάποιοι παρέμεναν κρυμμένοι εδώ κι εκεί. Οι παρείσακτοι κι εκείνοι που ανακατεύονταν έφυγαν πριν το ξημέρωμα «από τη μικρή πόρτα που είχε αφεθεί [ανοικτή] στην πύλη τού κογκλάβιου» (per portulam oslio conclavis relictam). Όμως διαρκώς επί εβδομάδες η ασφάλεια τού κογκλάβιου παραβιαζόταν, με τούς πρέσβεις τού Καρόλου Ε’ και τού Ερρίκου Β’ να αποτελούν παράλογους παρείσακτους, με αποτέλεσμα να διαμαρτυρηθεί αργότερα στον ντε Κούπις ο Πορτογάλος καρδινάλιος Μιγκέλ ντε Σίλβα (Miguel de Silva), ότι το κογκλάβιο ήταν περισσότερο ανοιχτό παρά κλειστό (non conclusum sed patens conclave).

Στις 30 Νοεμβρίου, τη δεύτερη μέρα τού κογκλάβιου, οι Ροντόλφο Πίο, Μαντρούτσο, Έρκολε Γκονζάγκα και οι Ισπανοί καρδινάλιοι πλησίασαν τον ντε Κούπις ως αρχιμανδρίτη τού Ιερού Κολλέγιου, καταγγέλλοντας ότι οι περίτεχνες καθυστερήσεις είχαν εμποδίσει την έναρξη τού κογκλάβιου, προκειμένου να δοθεί χρόνος στους [εννέα] Γάλλους καρδινάλιους να φτάσουν στη Ρώμη. Ήθελαν να προχωρήσει η ψηφοφορία «για την αναζήτηση και εκλογή ποντίφηκα» (ad scrutinia et electionem pontificis), ώστε η Εκκλησία να μη στερείται τον ποιμένα της περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Αναφέρθηκαν σε προηγούμενα κογκλάβια, που είχαν ξεκινήσει τη δουλειά τους γρήγορα και με επιτυχία, αλλά πήραν την απάντηση (γιατί, μεταξύ άλλων, ο ντε Κούπις ήταν γαλλόφιλος) ότι

σε ζήτημα τόσο μεγάλης σημασίας πρέπει να προχωρήσουμε με τη δέουσα περίσκεψη, ακολουθώντας το παράδειγμα των προγόνων μας, που δεν έχουν μόνο διατηρήσει την Αγία Αποστολική Έδρα, αλλά έχουν προσθέσει στη λαμπρότητά της, ιδιαίτερα όταν προέκυπτε ζήτημα, από το οποίο εξαρτιόταν όχι μόνο η ευημερία απλώς μιας επαρχίας ή πόλης, αλλά ολόκληρου τού κόσμου.

Πρώτα έπρεπε να διαβάσουν και να ορκιστούν ότι θα συμμορφωθούν προς τούς όρους τής βούλλας τού Ιουλίου Β’ κατά τής σιμωνιακής εκλογής πάπα. Έπρεπε να αποφασίσουν με ποιόν τρόπο επρόκειτο να ψηφίσουν [στις 3 Δεκεμβρίου επέλεξαν να ρίχνουν «κλειστά» ψηφοδέλτια, ώστε να δίνουν μυστική ψήφο (ut vota secreta darentur)]. Έπρεπε να ετοιμάσουν εκλογική διομολόγηση, που θα δέσμευε τον ποντίφηκα, τον οποίο θα ανέβαζαν σε εύθετο χρόνο στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έφεραν αντιρρήσεις για τον χρόνο που θα απαιτούσε μια τέτοια τακτική διαδικασία. Ήσαν πολύ περισσότεροι, αλλά αν οι Γάλλοι καρδινάλιοι, οι οποίοι ήταν γνωστό ότι βρίσκονταν καθ’ οδόν (in itinere), έφταναν εγκαίρως, τα ανταγωνιζόμενα μέρη θα ήσαν σχεδόν εξισορροπημένα. Οι γαλλόφιλοι καρδινάλιοι ντε Κούπις, Τζιοβάννι Σαλβιάτι, Φραντσέσκο Πιζάνι, Τιμπέριο Κρίσπι και άλλοι επέμεναν στη δέουσα τήρηση σημαντικών λεπτομερειών, αλλά εδώ υπήρχε διαφωνία (contentio orta fuit) από τούς Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, Φρανσίσκο ντε Μεντόζα, Μπαρτολομέ ντε λα Κουέβα, Μαρτσέλλο Κρεσέντσι και οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν αντίθετη άποψη. Το σούρουπο τερμάτισε τη λογομαχία.

Παρά την έξαψη και την ιστορική σημασία τού κογκλάβιου, οι περισσότεροι από τούς καρδιναλίους σύντομα θα επιθυμούσαν να βρίσκονταν αλλού. Περίπου στις 9 π.μ. ο τελετάρχης χτυπούσε καμπανάκι στη Βασιλική Αίθουσα (Σάλα Ρέγκια) και ανακοίνωνε ότι οι υπηρέτες των καρδιναλίων είχαν φέρει το φαγητό τους σε δίσκους που έμοιαζαν με κουτιά, που περνούσαν μέσα από μικρό παράθυρο στην πύλη τού κογκλάβιου. Κάθε δίσκος επιθεωρούνταν για να εξασφαλίζεται ότι δεν έμπαιναν ή έβγαιναν μηνύματα από το κογκλάβιο, αν και οι ανακατωσούρηδες εύρισκαν τρόπους να διεισδύουν στην απομόνωση των καρδιναλίων. Την 1η Δεκεμβρίου, την τρίτη μέρα τού κογκλάβιου, οι καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν στην Καπέλλα Παολίνα και ορκίστηκαν να τηρούν τη βούλλα τού Ιουλίου Β’ κατά των σιμωνιακών (contra simoniacos) και το διάταγμα τού Γρηγορίου Ι’ «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum), το οποία είχε θεσπίσει το αυστηρό καθεστώς τού κογκλάβιου (το 1274). Έξι καρδινάλιοι εξελέγησαν για την προετοιμασία τής εκλογικής διομολόγησης, η οποία (όπως έλπιζαν) θα δέσμευε τον επόμενο πάπα σε συγκεκριμένους άξονες δράσης. Οι κογκλαβιστές συναντήθηκαν επίσης εκείνη τη μέρα για να μάθουν τα εκτεταμένα προνόμια και τις ασυλίες τους, ενώ καθώς νύχτωνε (περίπου στις 6 μ.μ.), εμφανίστηκε στην πύλη τού κογκλάβιου ο Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα. Παρουσίασε επιστολή από τον Κάρολο Ε’ προς το Ιερό Κολλέγιο, λέγοντας μόνο ότι το περιεχόμενο τής επιστολής θα καθιστούσε σαφείς τις έντιμες και ευσεβείς προθέσεις τού αυτοκρατορικού του κυρίου, να υποστηρίζει τη χριστιανική πίστη και να φέρεται σωστά στην Αγία Έδρα.10

Η πρώτη ψηφοφορία ή «έλεγχος» (scrutinium) πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου, την πέμπτη μέρα τού κογκλάβιου. Η ψηφοφορία έγινε στην Καπέλλα Παολίνα (όχι στη Σιξτίνα, όπου είχαν φτιαχτεί δεκαεννέα κελλιά). Ένα χρυσό δισκοπότηρο είχε τοποθετηθεί πάνω στην αγία τράπεζα και είχε σκεπαστεί για να δέχεται τα ψηφοδέλτια (schedulae suffragiorum). Πριν μπει στο παρεκκλήσι, κάθε καρδινάλιος ήταν εφοδιασμένος με «ψηφοδέλτιο» (schedula), στο οποίο είχε γράψει το όνομα ή τα ονόματα τού προσώπου ή των προσώπων τής επιλογής του. Μπορούσε να ψηφίσει ένα, δύο, τρία ή ακόμη τέσσερα ή περισσότερα άτομα. Έπρεπε να είναι όλα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου. Το ψηφοδέλτιό του είχε μήκος μια παλάμη και πλάτος δύο δάχτυλα. Το όνομά του εμφανιζόταν στο πάνω μέρος τού ψηφοδελτίου, για παράδειγμα «Εγώ ο καρδινάλιος τού Τιμίου Σταυρού» (Εgo M. cardinalis S. Crucis) και το τμήμα αυτό τού ψηφοδελτίου διπλωνόταν και σφραγιζόταν, «ώστε να μην είναι εμφανές σε ποιον ανήκε το ψηφοδέλτιο». Το υπόλοιπο ψηφοδέλτιο έφερε το όνομα ή τα ονόματα τής επιλογής τού ψηφοφόρου, όπως «Ψηφίζω για ανώτατο ποντίφηκα τον αιδεσιμότατο κύριο καρδινάλιο αυτόν ή αυτούς» (Εligo in summum pontificem reverendissimum dominum cardinalem talem vel tales). Αυτό το τμήμα τού ψηφοδελτίου ήταν διπλωμένο, αλλά όχι σφραγισμένο, ώστε να μπορούν να μετρηθούν τα ονόματα των υποψηφίων. Οι τρεις πληρεξούσιοι (deputati) καρδινάλιοι, οι ντε Κούπις, Κάρπι και Τσίμπο [τον οποίο ο Μασσαρέλλι προσδιορίζει τώρα ως πρώτο διάκονο (primus diaconus)], παρακολουθούσαν το δισκοπότηρο, από το οποίο το κάλυμμα αφαιρούνταν μόνο για να δεχτεί ψηφοδέλτια.

Ο ντε Κούπις, ως αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλεγίου και επίσκοπος Όστιας και Βελλέτρι, ψήφιζε πρώτος. Ο Σαλβιάτι, ως επίσκοπος Πόρτο, έριχνε το δεύτερο ψηφοδέλτιο. Οι καρδινάλιοι ψήφιζαν «κατά τάξη» (secundum ordinem), πρώτα οι επίσκοποι, στη συνέχεια οι ιερείς και τελευταίοι οι διάκονοι. Όταν είχαν ψηφίσει όλοι, τα ψηφοδέλτια στοιβάζονταν πάνω σε τραπέζι, που ήταν τοποθετημένο μπροστά από τα σκαλοπάτια τής αγίας τράπεζας. Ο ντε Κούπις έπαιρνε τα ψηφοδέλτια ένα-ένα, τα διάβαζε στον εαυτό του και τα παρέδιδε στον Κάρπι, που τα διάβαζε και τα έδινε στον Τσίμπο ένα-ένα. Όπως έπαιρνε κάθε ψηφοδέλτιο, ο Τσίμπο διάβαζε με καθαρή και δυνατή φωνή (clara et alta voce) το όνομα ή τα ονόματα που ήσαν γραμμένα πάνω του. Οι καρδινάλιοι ήσαν καθισμένοι «σε μικρά σκαμπό» (in parvis scabellis), κρατώντας προσεκτικά σημειώσεις. Ο Ρέτζιναλντ Πολ έλαβε εικοσιμία ψήφους, ο Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο δεκατρείς, οι ντε Κούπις και Φραντσέσκο Σφοντράτο από δώδεκα και ο Τζιαν Πιέτρο Καράφα δέκα. Και παρά την υπεροχή των φιλο-αυτοκρατορικών καρδιναλίων στο κογκλάβιο, ο Μαρτσέλλο Τσερβίνι, για τον οποίο είχε διαφωνήσει ο Κάρολος Ε’, έλαβε εννέα ψήφους.11

Η δεύτερη ψηφοφορία έγινε την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου, την έκτη μέρα τού κογκλάβιου. Ο Πέδρο Πατσέκο είχε φτάσει στη Ρώμη νωρίς το πρωί. Εισήλθε στο κογκλάβιο στις 7 π.μ. και ορκίστηκε να τηρεί τη βούλλα κατά των σιμωνιακών (contra simoniacos) τού Ιουλίου Β’ και το διάταγμα τού Γρηγορίου Ι’ «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum). Η παρουσία του ανέβασε τον αριθμό των καρδιναλίων σε σαρανταδύο και ενίσχυσε τούς φιλο-αυτοκρατορικούς με μια ακόμη ψήφο. Αναμενόταν ευρέως η εκλογή τού Ρέτζιναλντ Πολ, αλλά ο Φλαμανδός λόγιος Αντρέας Μάσιους αμφέβαλλε κατά πόσον θα τα κατάφερνε. Ο Πολ ήταν μορφωμένος και ακέραιος, αλλά οι ακαμψίες τής αρετής δεν έδιναν οπωσδήποτε τη νίκη σε έναν υποψήφιο στο κογκλάβιο.12

Όταν ολοκληρώθηκε η ψηφοφορία, ο Πολ είχε πάρει εικοσιτέσσερις ψήφους, ο Χουάν Αλβάρεζ δεκατέσσερις, ο Κάρπι έντεκα, ο Τζιαν Πιέτρο Καράφα δέκα και ο ντε Κούπις οκτώ. Για μελλοντική αναφορά πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη ψηφοφορία ο Τζιανμαρία ντελ Μόντε, ο πρώτος πρόεδρος τής Συνόδου τού Τρεντ, είχε πάρει πέντε ψήφους, ενώ σε αυτή τη (δεύτερη) ψηφοφορία έλαβε έξι. Παρά την άποψη τού Αντρέας Μάσιους για την κατάσταση, φαινόταν ότι ο Πολ μπορούσε κάλλιστα να εκλεγεί πάπας την επόμενη μέρα.13

Η γαλλόφιλη παράταξη στο κογκλάβιο αναστατώθηκε. Κατά την πρώτη ώρα τής νύχτας (6 μ.μ. στις αρχές Δεκεμβρίου) εμφανίστηκε στην πόρτα τού κογκλάβιου ο Γάλλος πρεσβευτής Κλωντ ντ’ Ουρφέ. Ζήτησε ακρόαση από το Ιερό Κολλέγιο. Οι τρεις «πληρεξούσιοι» καρδινάλιοι τον συνάντησαν στο «παραθυράκι» (fenestrino) από το οποίο περνούσε το φαγητό «και τον άκουσαν» (atque ei copiam fandi dederunt). O ντ’ Ουρφέ ζητούσε στο όνομα τού βασιλιά του από τούς συγκεντρωμένους καρδινάλιους, να σταματήσουν τις περαιτέρω ψηφοφορίες, «να καθυστερήσουν την εκλογή τού πάπα», (supersedere … in electione pontificis), μέχρι να φτάσουν στη Ρώμη οι Γάλλοι καρδινάλιοι. Ο ντ’ Ουρφέ δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πού βρίσκονταν. Ο Μασσαρέλλι μάς πληροφορεί ότι ο ντ’ Ουρφέ ισχυριζόταν ότι είχαν ήδη φτάσει στην Τσιβιταβέκκια (et iam Centumcellas applicuerunt). Ο ντ’ Ουρφέ έγραψε στον Ερρίκο Β’ ότι είχε πει στο Ιερό Κολλέγιο ότι οι Γάλλοι καρδινάλιοι είχαν αποπλεύσει από τη Μασσαλία και είχαν φτάσει στην Κορσική. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος ανέφερε ότι οι Γάλλοι καρδινάλιοι ήσαν πάρα πολλοί, πάρα πολύ σημαντικοί για να αντιμετωπιστούν με περιφρονητική αδιαφορία. Ο Ερρίκος Β’ θα ήταν ευγνώμων για δίκαιη και αρμόζουσα αντιμετώπιση. Όμως αν οι καρδινάλιοι στο κογκλάβιο λειτουργούσαν με διαφορετικό τρόπο, οι Γάλλοι δεν θα αναγνώριζαν την εγκυρότητα τής πράξης τους. Παρουσίασε στους πληρεξούσιους καρδινάλιους επιστολή από τον βασιλιά, που τον εξουσιοδοτούσε επισήμως για τη διαμαρτυρία του.

Όταν οι φιλο-αυτοκρατορικοί έμαθαν για την έντονη διαμαρτυρία τού ντ’ Ουρφέ, φοβήθηκαν ότι η αναβολή που ζητούσε θα έθετε σε κίνδυνο την εκλογή τού Πολ. Αποφάσισαν να μην περιμένουν για την ψηφοφορία τής επόμενης ημέρας. Θα ενεργούσαν αμέσως και δεν θα άφηναν καμία μέθοδο χωρίς να τη δοκιμάσουν, για να πετύχουν τον σκοπό τους. Ο Πολ είχε μόλις πάρει εικοσιτέσσερις ψήφους στην τελευταία ψηφοφορία. Χρειαζόταν εικοσιοκτώ, δηλαδή την πλειοψηφία δύο τρίτων στο κογκλάβιο των σαρανταδύο καρδιναλίων. Κατά την έκτη ώρα τής νύχτας (11 μ.μ.) ετοιμάζονταν να τον επευφημήσουν ως πάπα «δια λατρείας» και τον ενημέρωσαν ότι θα πήγαιναν αμέσως στο κελί του (στη Σάλα Ρέγκια) για να τον χαιρετήσουν ως πάπα μέσω τής πράξης τής λατρείας. Υπέθεταν ή τουλάχιστον έλπιζαν ότι θα ενώνονταν κι άλλοι μαζί τους σε αυτή την ξαφνική έμπνευση.

Οι γαλλικανοί καρδινάλιοι είχαν μείνει εμβρόντητοι και προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να αποτρέψουν μια τόσο απερίσκεπτη χειρονομία. Έλεγαν ότι δεν θα αποδέχονταν την εκλογή τού Πολ με αυτόν τον τρόπο. Θα υπέβαλλαν επίσημη διαμαρτυρία για την ακυρότητα τής εκλογής (de electionis nullitate) και θα υπήρχε σχίσμα. Ισχυρίζονταν, σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, ότι υπήρχαν έντεκα Γάλλοι καρδινάλιοι καθ’ οδόν (en route) προς Ρώμη. Υπήρχε ανησυχία στο κογκλάβιο και για δύο ώρες έβλεπαν τούς καρδινάλιους να στριφογυρίζουν έξω από τα κελιά τους στις αίθουσες, αλλά επικράτησαν οι γαλλικανοί καρδινάλιοι και εκείνοι που ήσαν αντίθετοι με την «δια λατρείας» (adoratio) εκλογή. Ένας-ένας οι καρδινάλιοι αποσύρονταν στα κελλιά τους. Ο Πολ δεν επευφημήθηκε δια λατρείας «και εμείς δεν κατορθώσαμε να έχουμε πάπα» (et nos papam habere non potuimus).14 Προφανώς ο Πολ δεν ενέκρινε τη βιασύνη των υποστηρικτών του. Σύμφωνα με τον Ενετό πρεσβευτή Ματτέο Ντάντολο, ο άρχοντας καρδινάλιος τής Αγγλίας φερόταν ότι είχε πει ότι, αν ήταν θέλημα Θεού, ήθελε να εισέλθει στην παπική του θητεία «όχι από το παράθυρο, αλλά από την πόρτα».15

Η τρίτη ψηφοφορία έγινε την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου (1549), την έβδομη μέρα τού κογκλάβιου. Παραμένει «υπέροχη μέρα» (dies mirabilis) στην ιστορία των παπικών εκλογών. Κατά τη διάρκεια τής έξαψης τής προηγούμενης νύχτας, οι καρδινάλιοι Τζιανμαρία ντελ Μόντε, Φεντερίκο ντε Τσέζι και Νικκολό ντε Γκάντι είχαν υποσχεθεί στους φιλο-αυτοκρατορικούς ότι θα πρόσφεραν τις ψήφους τους μέσω «προσχώρησης», για να επιτευχθεί η εκλογή τού Πολ. Σε γενικές γραμμές ήσαν λίγο-πολύ συνδεδεμένοι με τη γαλλική παράταξη, αλλά η προσχώρησή τους «στην ανακήρυξη τού Πολ» (ad Poli renunciationem) φαινόταν πλέον να εξασφαλίζει την εκλογή τού Άγγλου μεταρρυθμιστή. Όμως ο Τζιοβάννι Σαλβιάτι αντιλήφθηκε τη συμφωνία και προσπάθησε να την αναιρέσει όσο καλύτερα μπορούσε. Πήγε στον Ιππόλιτο ντ’ Έστε, τον ηγέτη τής γαλλικής παράταξης, ο οποίος με τη σειρά του αναζήτησε τούς ντελ Μόντε, Τσέζι και Γκάντι, καθένα χωριστά. Ο ντ’ Έστε τούς ικέτευσε να τού υποσχεθούν τουλάχιστον ότι δεν θα έδιναν την ψήφο τους στον Πολ μέχρι να είχε πάρει αυτός εικοσιέξι άλλες ψήφους, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα παρέμεναν πιστοί στους φιλο-αυτοκρατορικούς και δεν θα εγκατέλειπαν τούς Γάλλους! (sic enim et Caesarianis, quibus promiserunt, fidem servarent, nec a Gallis deficerent) Καθένας τους συμφώνησε να το κάνει αυτό.16

Στη 9 το πρωί τής 5ης τού μηνός, όταν η μέρα έπρεπε να είχε αρχίσει με συμμετοχή στη λειτουργία, είπαν στον τελετάρχη Φιρμάνους να μη χτυπήσει το κουδούνι που ειδοποιούσε τούς καρδινάλιους για την ώρα. Έπρεπε απλώς να περιμένει, μέχρι να συγκεντρωθούν. Συζητούσαν για κάποιο διάστημα τα υπέρ και τα κατά τής εκλογής τού Πολ.

Τα πνεύματα είχαν ανάψει. Οι οπαδοί τού Πολ συγκεντρώνονταν τώρα στην Καπέλλα Παολίνα. Οι αντίπαλοί τους συναντιούνταν ανάμεσα στα κελλιά στη Σιξτίνα. Άραγε θα υπήρχε ψηφοφορία εκείνη τη μέρα;17

Στην πόλη παρακολουθούσαν και περίμεναν. Οι τζογαδόροι που μπαινόβγαιναν στις τράπεζες και στους εμπορικούς οίκους στη Ρώμη έδιναν στον Πολ οκτώ ή εννέα πιθανότητες στις δέκα για να κερδίσει την τιάρα στην επόμενη ψηφοφορία. Έδειχναν να γνωρίζουν τι λεγόταν και γινόταν στον πάνω όροφο τού Ανακτόρου τού Βατικανού, επειδή, όπως έγραφε ο Ματτέο Ντάντολο στην Ενετική Σινιορία αργότερα την ίδια μέρα (5 Δεκεμβρίου), «είναι… περισσότερο από σαφές ότι οι έμποροι είναι πολύ καλά ενημερωμένοι για την κατάσταση των προγνωστικών και ότι οι συνοδοί των καρδιναλίων στο κογκλάβιο, οι κογκλαβιστές (i conclavisti), πηγαίνουν μαζί τους ως συνεργάτες στα στοιχήματα, πράγμα που έχει ως συνέπεια να αλλάζουν χέρια δεκάδες χιλιάδες κορώνες».18 Χρειάζεται να είναι αφελής ο αναγνώστης, για να πιστέψει ό,τι διαβάζει στη διπλωματική αλληλογραφία τού 16ου (ή οποιουδήποτε) αιώνα, αλλά η αναφορά τού Ντάντολο προς την κυβέρνησή του αντιπροσωπεύει μάλλον το κουτσομπολιό που κυριαρχούσε τότε στη Ρώμη.

Καθώς οι οπαδοί τού Πολ ήσαν απομονωμένοι στην Καπέλλα Παολίνα (και η αντιπολίτευση στη Σιξτίνα), ο πάσχων καρδινάλιος Μαρτσέλλο Τσερβίνι κατέβαινε από τη Σάλα Ρέτζια προς την Παολίνα. Συνήθως ερχόταν καθυστερημένος. Λόγω τής ασθένειάς του είχε τοποθετηθεί σε ένα κελί στη μακρινή Αίθουσα Μυστικού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου (Σάλα ντελ Κοντσιστόρο Σεγκρέτο). Καθώς ο Τσερβίνι πλησίαζε την πόρτα τού παρεκκλησιού, οι καρδινάλιοι Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, Τζιοβάννι Μορόνε, Κριστόφορο Μαντρούτσο, Έρκολε Γκονζάγκα και Αλεσσάντρο Φαρνέζε, «που υποστήριζαν ιδιαίτερα την πλευρά τού Πολ» (qui precipue Poli partes fovebant), ήρθαν προς το μέρος του και δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να μιλήσουν μαζί του. Τού περιέγραψαν την πρωινή ένταση, δηλώνοντας «ότι αν και τα δύο τρίτα [των καρδιναλίων] είχαν ήδη συναινέσει να προχωρήσουν στην εκλογή τού Πολ, οι Γάλλοι και ορισμένοι άλλοι από την πλευρά τους παρεμπόδιζαν [το κογκλάβιο] στο όνομα τού βασιλιά». Ζητούσαν από τον Τσερβίνι να μεσολαβήσει στους γαλλικανούς καρδιναλίους για την ευημερία τής χριστιανικής κοινοπολιτείας και την ενότητα τής Εκκλησίας. Ο Τσερβίνι απάντησε ότι ο πιο διακαής πόθος του ήταν πάντοτε να δει να επικρατεί η ειρήνη και να τερματίζονται το σχίσμα και οι διαφωνίες στην Εκκλησία. Κατέστησε σαφή την επιθυμία του να παραμείνει ουδέτερος στον τρέχοντα ανταγωνισμό, «χωρίς να υποστηρίζει έναν ή περισσότερους» (neque uni magis quam alteri adherere), αλλά θα πήγαινε στους γαλλικανούς καρδινάλιους, εφόσον τον συνόδευε ως μάρτυρας ένας από τούς συνομιλητές του. Ο Μορόνε συμφώνησε να πάει και προχώρησαν προς την Καπέλλα Σιξτίνα λίγα μέτρα πιο πέρα.

Το πρώτο πρόσωπο που συνάντησαν ήταν ο Τζιαν Ντομένικο ντε Κούπις, ο αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, στον οποίο ο Τσερβίνι έκανε αμέσως έκκληση με πολλά λόγια (pluribus verbis) για ειρήνη και ενότητα. Αν η γαλλικανική παράταξη συνέχιζε την ισχυρογνωμοσύνη της, σχίσμα θα ήταν το αποτέλεσμα. Άραγε δεν είχαν καθησυχάσει αρκετά τη συνείδησή τους με την εριστική αντίρρησή τους για τον Πολ; Σίγουρα μπορούσαν να δουν ότι το Άγιο Πνεύμα είχε επιλέξει τον Πολ. Δεν έπρεπε να προσπαθούν να αντισταθούν στη θεία επιθυμία! Ο ντε Κούπις απάντησε ότι και αυτός ήθελε να αποφευχθεί η διχόνοια, «αλλά ότι οι παπικές εκλογές, όπως ο ίδιος μπορούσε κάλλιστα να βεβαιώσει, σπάνια ή ποτέ δεν πραγματοποιούνταν χωρίς ανταγωνισμό». Όντας καρδινάλιος από το 1517, ο ντε Κούπις θυμόταν τα κογκλάβια που είχαν εκλέξει τον Αδριανό ΣΤ’ και τον Κλήμεντα Η’. (Ο Τσερβίνι, ο οποίος είχε γίνει καρδινάλιος τον Δεκέμβριο τού 1539, δεν είχε συμμετάσχει ακόμη σε παπική εκλογή.) Κατηγορώντας τούς φιλο-αυτοκρατορικούς για εντελώς αθέμιτη τακτική, ο ντε Κούπις αναφερόταν στον δικό του φόβο για σχίσμα, γιατί (όπως όλοι γνώριζαν) ο πρεσβευτής τού Ερρίκου Β’ είχε απειλήσει με «ακύρωση τής εκλογής και απόσυρση τής γαλλικής υπακοής στη Ρώμη» (de nullitate electionis et de obedientia subtraenda a regno Galliae), αν το κογκλάβιο δεν περίμενε την άφιξη των Γάλλων καρδιναλίων.

Ο Τσερβίνι απέρριψε τις αντιρρήσεις τού ντε Κούπις. Δεν άρμοζε στην αξιοπρέπεια τού Ιερού Κολλέγιου να παίρνει στα σοβαρά τέτοιες διαμαρτυρίες. Ήταν επίσης επικίνδυνο προηγούμενο. Αν δεν ήσαν προσεκτικοί, θα υπήρχαν «διαμαρτυρίες για ακύρωση» (protestationes de nullitate) κάθε φορά που οι καρδινάλιοι συναντιούνταν σε κογκλάβιο για την εκλογή πάπα. Ο Τσερβίνι, ο οποίος αν μη τι άλλο έτεινε προς τη γαλλική πλευρά, συμφωνούσε ότι έπρεπε να δοθεί κάθε προσοχή στους Γάλλους. Το έθνος τους ήταν ευγενές και ισχυρό και οι βασιλείς του είχαν προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στην Αγία Έδρα, καθώς και στη χριστιανοσύνη γενικότερα. Το κογκλάβιο όμως είχε ήδη καθυστερήσει πάρα πολύ και οι καρδινάλιοι έπρεπε σίγουρα να προχωρήσουν τώρα στην εκλογή, σύμφωνα με το διάταγμα τού Γρηγορίου Ι’ «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum), το οποίο προέβλεπε αναμονή όχι μεγαλύτερη των δέκα ημερών για απουσιάζοντες καρδινάλιους.19 Ο ντε Κούπις παρέμενε ασυγκίνητος. Οι Τσερβίνι και Μορόνε επέστρεψαν στην Παολίνα, για να αναφέρουν στους καρδινάλιους που τούς είχαν στείλει να βολιδοσκοπήσουν την αντιπολίτευση.

Όμως ούτε οι γαλλικανοί ούτε οι φιλο-αυτοκρατορικοί καρδινάλιοι επιθυμούσαν να θεωρηθούν αποσχιστικοί και λίγο μετά το μεσημέρι (στις 5 Δεκεμβρίου) οι δύο ομάδες εισήλθαν στην Παολίνα μαζί. Χτύπησε η καμπάνα. Έγινε λειτουργία. Αν γινόταν ψηφοφορία, οι φιλο-αυτοκρατορικοί υπολόγιζαν στην εκλογή τού Πολ, λόγω τής προσχώρησης που είχαν υποσχεθεί οι ντελ Μόντε, Τσέζι και Γκάντι. Ο ντ’ Έστε, ο Σαλβιάτι και οι γαλλικανοί αντάρτες βασίζονταν στο γεγονός ότι ο Πολ ίσως δεν θα συγκέντρωνε τις εικοσιέξι από τις σαρανταδύο ψήφους που απαιτούνταν για να κερδίσει τις τρεις προσχωρήσεις. Οι κογκλαβιστές έφεραν στους καρδινάλιους τα μικρά σκαμπό —η Παολίνα είναι μικρό παρεκκλήσι— καθώς και πέννες και χαρτί για τις πινακοποιήσεις τους. Και τώρα οι κογκλαβιστές διατάσσονταν να φύγουν από το παρεκκλήσι.

Ο ντε Κούπις άρχισε υπενθυμίζοντας στους συγκεντρωμένους πατέρες την παρουσίαση από τον Γάλλο πρεσβευτή ντ’ Ουρφέ, σε αυτόν και στους άλλους δύο πληρεξούσιους καρδινάλιους, τής «εντολής για διαμαρτυρία» (mandatum ad protestandum) τού βασιλιά τής Γαλλίας προς το Ιερό Κολλέγιο, την προειδοποίησή του να μην προχωρήσουν στην εκλογή μέχρι την άφιξη των Γάλλων καρδιναλίων στη Ρώμη. Ο ντε Κούπις συνέστησε να λάβει δεόντως υπόψη η «ιερά σύγκλητος» τον Ερρίκο Β’ και να περιμένει τούς Γάλλους καρδινάλιους, «για να μη συναντήσουμε ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια και διχαστεί η ειρήνη τής Εκκλησίας». Προσπάθησε να απαντήσει σε εκείνους, που ο ίδιος γνώριζε ότι θα ανέσυραν το διάταγμα τού Γρηγορίου Ι’ «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum). Δεν ίσχυε στις συγκεκριμένες συνθήκες, έλεγε, «γιατί η περίπτωσή μας είναι νέα και δεν περιλαμβάνεται [στο διάταγμα] και δεν καλύπτεται από αυτό, αφού λέει μόνο ότι πρέπει κανείς να περιμένει δέκα μέρες για απουσιάζοντες καρδινάλιους, αλλά τι έπρεπε άραγε να γίνει στην περίπτωση που οι απουσιάζοντες καρδινάλιοι βρίσκονταν καθ’ οδόν και, καθυστερούμενοι από κάποιο ατυχές γεγονός, δεν μπορούσαν να φτάσουν στον τόπο όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η εκλογή;» Το σχετικό άρθρο στο διάταγμα δεν έλεγε τίποτε γι’ αυτό.

Η άποψη τού ντε Κούπις ότι το «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum) ήταν ανεφάρμοστο στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, έφερε στο προσκήνιο την άμεση συμφωνία των γαλλικανών καρδιναλίων και τις αναπόφευκτες αντιρρήσεις των φιλο-αυτοκρατορικών. Ο Τσερβίνι, στον οποίο ο γραμματέας του και κογκλαβιστής Μασσαρέλλι αποδίδει πάντοτε ορθό ρόλο, επανέλαβε όσα είχε ήδη πει στον ντε Κούπις. Δεν ήθελε τίποτε περισσότερο από την ενότητα και την ειρήνη στην Εκκλησία, για την οποία θα έδινε πρόθυμα τη ζωή του, αλλά υποκύπτοντας σε διαμαρτυρίες θα δημιουργούσαν προηγούμενο, που θα μπορούσε εύκολα να ρίξει τις εκλογές που θα ακολουθούσαν σε απελπιστική αναταραχή. Θα προχωρούσαν στην εκλογή. Θα περίμεναν τούς Γάλλους καρδινάλιους μόνο αν συμφωνούσε κάθε μέλος τού κογκλάβιου. Κέρδισε στην άποψή του, λέει ο Μασσαρέλλι, σχεδόν όλους, εκτός από τούς γαλλικανούς καρδινάλιους.

Ο ντ’ Έστε, «που είναι προστάτης τού βασιλιά και τού βασιλείου τής Γαλλίας» (qui regis et regni Galliae protector est), ξεκίνησε μακρά αγόρευση επαινώντας τούς Γάλλους βασιλείς και όλα όσα είχαν κάνει για την Εκκλησία. Έπρεπε να περιμένουν δύο ακόμη μέρες πριν προχωρήσουν στην επόμενη ψηφοφορία. Ο Σφοντράτο αμφισβητούσε την ερμηνεία τού ντε Κούπις για το «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum), το οποίο, ισχυριζόταν, εφαρμοζόταν και αρκετά εύστοχα στην περίπτωσή τους. Έπρεπε να περιμένουν δέκα μέρες και μόνο δέκα μέρες [μετά τον θάνατο τού πάπα], ενώ αν έφτανε κάποιος καρδινάλιος πριν από την εκλογή, έπρεπε φυσικά να γίνει δεκτός στο κογκλάβιο. Σαφώς λοιπόν, έλεγε ο Σφοντράτο, ο Γρηγόριος Ι’ είχε λάβει υπόψη το προφανές γεγονός «ότι … κάποιοι καρδινάλιοι μπορεί να ήσαν στον δρόμο, όμως δεν διέταζαν εκείνους που ανέμεναν» (quod . . . aliqui cardinales possent esse in itinere, quos tamen expectari non praecipit). Περίμεναν ήδη όχι δέκα μέρες, αλλά εικοσιέξι! Δεν έπρεπε να υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση. Η πλειοψηφία των καρδιναλίων συμφώνησε μαζί του «σήμερα το πρωί να προχωρήσουν σε ψηφοφορία» (quod hoc mane ad scrutinium veniretur). Ήταν ήδη απόγευμα, αλλά τώρα προχωρούσαν σε ψηφοφορία.

Την επόμενη ώρα τη θυμούνται για αιώνες. Ο Πολ έλαβε εικοσιτρείς ψήφους, ο Καράφα δεκαέξι, ο ντε Κούπις δεκατέσσερις, ο Χουάν Αλβάρεζ έξι, ο Τσίμπο πέντε. Ο ντελ Μόντε, μπορούμε να σημειώσουμε, όπως και άλλοι οκτώ καρδινάλιοι, έλαβε μία ψήφο. Δεκαεννέα από τούς σαρανταδύο καρδινάλιους έδωσαν ογδοντατέσσερις ψήφους. Ένας αριθμός από αυτούς έγραψαν τρία ονόματα στα ψηφοδέλτιά τους (schedulae), αλλά δεκαέξι έριξαν από μία ψήφο και αυτήν για τον Πολ. Όταν τελείωσε η ψηφοφορία και μετρήθηκαν οι ψήφοι, ο Κάρπι σηκώθηκε λέγοντας «Θέλω να προσχωρήσω» (Εgo volo accedere…). Αναγνώριζε το διακριτικό σημάδι (signum) στο ψηφοδέλτιό του, το οποίο βρέθηκε. Δεν είχε ψηφίσει υπέρ τού Πολ, αλλά τώρα ψήφιζε: «Προσχωρώ στον σεβασμιότατο άρχοντά μου καρδινάλιο Πολ» (Ego accedo ad reverendissimum dominum meum Cardinalem Polum). Ο Φαρνέζε προσχώρησε επίσης. Ο Πολ είχε εικοσιπέντε ψήφους. Και τώρα τι θα συνέβαινε;

«Ύστερα από αυτό ακολούθησε απόλυτη σιωπή», λέει ο Μασσαρέλλι, και ο ένας καρδινάλιος κοίταζε τον άλλο. Ορισμένοι από αυτούς καλούσαν με επιτακτικό νεύμα άλλους που μπορούσαν [δηλαδή που δεν είχαν ήδη ψηφίσει τον Πολ], να προσχωρήσουν επίσης, γιατί έλειπε πια μία μόνο ψήφος αφού, έχοντας ήδη γίνει γνωστές οι ψήφοι, που δεν ήσαν παρά εικοσιπέντε, ο καρδινάλιος ντελ Μόντε είχε υποσχεθεί ότι αν οι ψήφοι ανέβαιναν σε εικοσιέξι, θα προσχωρούσε για να φέρει τον αριθμό σε εικοσιεπτά, επειδή σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε και ο ίδιος ο Πολ να προσχωρήσει υπέρ τού εαυτού του, φτάνοντας τον αριθμό των εικοσιοκτώ, που ήταν απαραίτητος. Αλλά αφού κανένας δεν σηκωνόταν μετά τις εικοσιπέντε ψήφους, ενώ είχε περάσει και κάποιος χρόνος, ο σεβασμιότατος άρχοντας αρχιμανδρίτης [ντε Κούπις] ρώτησε αν ήθελε κάποιος άλλος να προσχωρήσει. Όταν δεν απάντησε κανείς, είπε «Τελείωσε η ψηφοφορία» (Finitum est scrutinium). Σηκώθηκαν όλοι και όταν κάηκαν τα ψηφοδέλτια αποσύρθηκαν [από το παρεκκλήσι]. Προς δυσπιστία και έκπληξη όλων και απογοήτευση κάθε προσδοκίας μας, ούτε σήμερα δεν έχουμε [καταφέρει να εκλέξουμε] ποντίφηκα.

Εδώ όμως σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι μεταξύ των κατηγοριών που διατύπωναν οι αντίπαλοι τού καρδινάλιου Πολ εναντίον του, αυτή ήταν η πιο σημαντική, ότι ήταν ύποπτος ως προς την πίστη και είχε πέσει σε ορισμένες αιρέσεις πρόσφατου δογματισμού, ιδίως όσον αφορά το σχετικό με τη δικαίωση άρθρο και ότι δεν αποδεχόταν πλήρως από κάθε άποψη και λεπτομέρεια εκείνο το ιερότατο διάταγμα για τη δικαίωση, που είχε δημοσιευτεί στη Σύνοδο τού Τρεντ. Και παρά το γεγονός ότι ο Πολ, που έχει κατηγορηθεί από ορισμένα άτομα, είχε προσπαθήσει να απαλλάξει τον εαυτό του από αυτή την κατηγορία, δεν έχει μέχρι στιγμής εκφράσει την πίστη με τις αρμόζουσες λέξεις (όπως λένε), ώστε να απομακρύνει εντελώς κάθε υποψία και να επιβάλει στο μυαλό πολλών [και πάλι] να έχουν καλή άποψη γι’ αυτόν όσον αφορά την πίστη.20

Εκείνοι που έλαβαν μέρος στο κογκλάβιο θεωρούσαν την αποτυχία εκλογής τού Πολ ως σχεδόν θαύμα, ίσως θείας προέλευσης. Οι περισσότεροι από τούς καρδιναλίους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων γαλλικανής κλίσης, ήσαν τόσο σίγουροι για την εκλογή του, που είχαν διατάξει τη αποσυναρμολόγηση των κελλιών τους και την ασφαλή αποθήκευση των προσωπικών τους αντικειμένων πριν αρχίσει η ψηφοφορία, «λόγω τής θύελλας των ανθρώπων που θα τούς συνέτριβε όταν εκλεγόταν ο πάπας» (ob tumultum supervenientis populi creato pontifice). Όπως στο κογκλάβιο, έτσι και στην πόλη. Ο λαός είχε έρθει σε πλημμύρα στο Ανάκτορο τού Βατικανού, για να δει τον νέο πάπα. Η Πιάτσα Σαν Πιέτρο ήταν γεμάτη στρατιώτες, που είχαν προσληφθεί για τη φρούρηση τής πόλης και τού κογκλάβιου. Με ανεμίζοντα λάβαρα και παρουσίαση όπλων περίμεναν να συμμετάσχουν στη γιορτή που θα ακολουθούσε την εκλογή. Οι φίλοι τού Πολ, οι ακόλουθοί του και πλήθος άλλων είχαν συγκεντρωθεί στο διαμέρισμά του στο Βατικανό, για να τον συγχαρούν. Είχαν ετοιμάσει γι’ αυτόν «δείπνο ποντίφηκα», είχαν απλώσει νέα άμφια και είχαν προσθέσει τα σταυρωτά κλειδιά και την τιάρα στο οικόσημό του ως καρδινάλιος.

Σύμφωνα με τούς χρονικογράφους τής εποχής Μασσαρέλλι και Πανβίνιo, οι Ιταλοί δεν ήθελαν τον Πολ ως πάπα,

τόσο επειδή ήταν ξένος [externus], γιατί η εμπειρία τούς είχε διδάξει την απομείωση που είχε υποστεί η Εκκλησία από τούς ξένους ποντίφηκες, όσο και επειδή ήταν νεαρός (σαρανταπέντε περίπου ετών), γιατί φαινόταν πολύ επικίνδυνο να αναθέσουν το υψηλότερο αξίωμα τής χριστιανοσύνης στα χέρια ενός νεαρού άνδρα.

Όμως πολλοί από τούς Ιταλούς καρδινάλιους είχαν ψηφίσει με συνέπεια τον Πολ, ενώ στην ηλικία των σαρανταπέντε ετών δεν είναι κανείς νεαρός. Λεγόταν ότι ο Πολ είχε μικρή εμπειρία των δημοσίων υποθέσεων. Υπήρχαν επίσης εκείνοι που φοβούνταν δήθεν ότι ο Πολ, ο οποίος είχε εξοριστεί από τον Ερρίκο Η’, θα έμπαινε στον πειρασμό να επιβεβαιώσει εκ νέου την επιρροή του στην Αγγλία προσφεύγοντας σε πόλεμο.21

Έπειτα υπήρχε βέβαια το ζήτημα τής ορθοδοξίας του. Όμως όσον αφορά το διάταγμα τής δικαίωσης, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο απαράμιλλος Τσερβίνι είχε αναφέρει στους γαλλικανούς καρδινάλιους (περιλαμβανομένου τού Καράφα), ότι είχαν αμαρτήσει εναντίον τής συνείδησής τους (quod satis eorum conscientiis fecerint) με τις προσπάθειές τους να καθυστερήσουν τις ψηφοφορίες και να ματαιώσουν την εκλογή τού Πολ. Ο ντελ Μόντε είχε υποσχεθεί την προσχώρησή του αν ο Πολ έπαιρνε εικοσιέξι ψήφους. Αλλά ο ντελ Μόντε και ο Τσερβίνι τον γνώριζαν καλά. Είχαν μοιραστεί με αυτόν την προεδρία τής Συνόδου τού Τρεντ. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι από τούς Ιταλούς καρδιναλίους μάλλον δεν ήθελαν Άγγλο πάπα, ιδιαίτερα μεταρρυθμιστή, γιατί έτσι κι αλλιώς υπήρχαν αρκετές ριζικές αλλαγές στην Ευρώπη, χωρίς να προστεθεί σε αυτές μια αναστάτωση στην παπική κούρτη.

Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι αντιρρήσεις τού Καρόλου Ε’ προς το διάταγμα για τη δικαίωση ήσαν πολιτικές, τού Πολ θεολογικές, αλλά σε κάθε περίπτωση είχαν και οι δύο αντιταχθεί στη δημοσίευση τού πιο σημαντικού διατάγματος τής πρώτης περιόδου τής Συνόδου τού Τρεντ. Ο Κάρολος ήθελε να αφαιρέσει όσο περισσότερο άνεμο μπορούσε από τα λουθηρανικά πανιά, όπως θα μπορούσε με μια σε βάθος μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας. Ο Πολ, που ήταν ευνοϊκός προς τη λουθηρανική άποψη για τη δικαίωση, ήταν επίσης γνωστό ότι ήθελε ριζική μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας. Οι Ιταλοί πάπες, όπως ήταν φυσικό, ταυτίζονταν με την ιταλική σκηνή. Καθώς ο Κάρολος κοίταζε προς την Αγία Έδρα από τη Γερμανία, την Ισπανία ή την Ολλανδία, το γεγονός ότι ο Πολ δεν ήταν Ιταλός φαίνεται ότι ήταν ένας ακόμη λόγος για να συνιστά την εκλογή του στο παπικό αξίωμα.

Οι φιλο-αυτοκρατορικοί αποθαρρύνθηκαν, μάλιστα συγκλονίστηκαν, με την απώλεια τής τιάρας από τον Πολ για μια μόνο ψήφο. Όμως δεν θεωρούσαν τούς εαυτούς τους ηττημένους, όταν επέστρεψαν στην Παολίνα στις 10 το πρωί (mane hora 17) την επόμενη μέρα, στις 6 Δεκεμβρίου (1549), για την τέταρτη ψηφοφορία. Ο Πολ ήταν ακόμη ο ισχυρότερος υποψήφιος, όπως όλοι περίμεναν ότι θα ήταν. Έλαβε εικοσιδύο ψήφους, ενώ ο Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο πήρε δεκαέξι, ο ντε Κούπις επτά και ο Καράφα πέντε. Πιθανότατα κανένας δεν εξεπλάγη όταν ο ηλικιωμένος Έννιο Φιλονάρντι, καρδινάλιος επίσκοπος τού Αλμπάνο, πήρε δεκαπέντε ψήφους. Είχε αρρωστήσει και μάλιστα σοβαρά, ενώ μια βδομάδα αργότερα (στις 14 Δεκεμβρίου) αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κογκλάβιο, «έχοντας παχύνει πολύ λόγω τής ασθένειάς του, πρόσθετο βάρος για την ηλικία των ογδοντατριών ετών» (ob eius morbum valde ingravescentem, addita onerosa aetate annorum 83). Επειδή θεωρούνταν απρεπές να φύγει ένας καρδινάλιος από το κογκλάβιο και να κινείται στην κοινωνία πριν από την εκλογή πάπα, αποφασίστηκε ότι ο Φιλονάρντι έπρεπε να παραμείνει στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο με τούς κογκλαβιστές του μέχρι την εκλογή νέου πάπα. Έπρεπε να βλέπει μόνο «τους γιατρούς και τούς απαραίτητους οικείους» (medici et familiares necessarii). Από τούς πέντε συνοδούς που είχε φέρει μαζί του στο κογκλάβιο, δύο τον συνόδευσαν στο Καστέλλο και τρεις παρέμειναν στο κογκλάβιο. Μετά τις 7 και 9 Δεκεμβρίου τού αρνήθηκαν ψήφο, γιατί ο θάνατός του ήταν σαφώς επικείμενος και δεν θα διέσωζε τούς καρδινάλιους από το αδιέξοδο στο οποίο φαίνονταν να πέφτουν.22

Στις 6 Δεκεμβρίου, πριν από την ψηφοφορία, ο Κλωντ ντ’ Ουρφέ είχε και πάλι εμφανιστεί στην πύλη τού κογκλάβιου, ζητώντας να ακουστεί από το Ιερό Κολλέγιο. Οι τρεις «πληρεξούσιοι» καρδινάλιοι τον συνάντησαν στο παράθυρο τής πόρτας. Τούς είπε ότι τέσσερις από τούς Γάλλους καρδινάλιους θα έφταναν σύντομα στη Ρώμη. Ο ντ’ Ουρφέ είχε μόλις λάβει επιστολή από τον διοικητή τής γαλέρας με την οποία είχαν έρθει. Ζήτησε και πάλι από τούς καρδιναλίους να περιμένουν τούς συναδέλφους τους πριν προχωρήσουν στην εκλογή. Αν οι Γάλλοι καρδινάλιοι έφταναν πριν εκλεγεί πάπας, βρισκόταν μπροστά πραγματικό αδιέξοδο. Το επόμενο πρωί, στις 7 τού μηνός, φαινόταν ακόμη πιθανό να πετύχει ο Πολ, γιατί οι οπαδοί του είχαν δραστηριοποιηθεί το προηγούμενο απόγευμα και τη μισή νύχτα. Κόμπαζαν ότι ορισμένοι από τούς αντιπάλους τού Πολ είχαν έρθει πια με το μέρος τους.

Οι γαλλικανοί καρδινάλιοι, φοβούμενοι ότι όντως μπορούσε να είναι έτσι, δήλωναν ανοιχτά ότι μπορούσαν να συμφωνήσουν σε οποιοδήποτε άλλο μέλος τής φιλο-αυτοκρατορικής παράταξης στο κογκλάβιο. Μερικοί από αυτούς υπόσχονταν να ψηφίσουν τον Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, να ψηφίσουν σχεδόν οποιονδήποτε εκτός από τον Πολ. Ήταν απλώς τέχνασμα. Πρόθεσή τους δεν ήταν να εκλέξουν τον Χουάν Αλβάρεζ, αλλά απλώς να διχάσουν τη φιλο-αυτοκρατορική ψήφο και να αποσπάσουν υποστηρικτές από τον Πολ (sed ut alios a card, Polo diverterent). O Κάρολος Ε’ προτιμούσε τον Χουάν Αλβάρεζ, καρδινάλιο τού Μπούργκος, ακόμη και από τον Πολ. Όμως παρά τα ευχάριστα χαμόγελα και τις ευγενικές χειρονομίες, οι Ιταλοί καρδινάλιοι δεν ήσαν καθόλου πιο ενθουσιώδεις με την προοπτική Ισπανού πάπα αντί για Άγγλο. Οι γαλλικανοί καρδινάλιοι κουνούσαν την τιάρα μπροστά σε διάφορους Ιταλούς. Ο Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα και ο Μπερναρντίνο Μαφφέι, τουλάχιστον σύμφωνα με τον τελευταίο, «μετά βίας συγκρατώντας ένα χαμόγελο, έδωσε απάντηση που ήταν σύμφωνη με τη σύνεση και αξιοπρέπειά τους». Οι Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι και Τζιρολάμο Βεράλλο πήραν στα σοβαρά τη γαλλική παράταξη. Ο Μαφφέι θεωρούσε τις γελοιότητές τους αντίστοιχες των ανθρώπων που γίνονται «τυφλοί και διανοητικά ανεπαρκείς» (caecati et amentes), αν και μια δεκαετία αργότερα ο Μέντιτσι θα γινόταν μάλιστα πάπας Πίος Δ’.23

Όταν ήρθαν οι εκλογές στις 7 Δεκεμβρίου, στην πέμπτη ψηφοφορία, ο Πολ έλαβε εικοσιδύο ψήφους. Ο Τσερβίνι, που είχε γράψει τα ονόματα των ντελ Μόντε και Φιλονάρντι στο ψηφοδέλτιό του (schedula), προσχώρησε στον Πολ, όχι επειδή πίστευε ότι ο τελευταίος είχε πια πιθανότητες, σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, αλλά για να κάνει την εγκατάλειψη τού Πολ από τον Θεό ακόμη σαφέστερη, με ακόμη μια αποτυχία στην ψηφοφορία. Στη συνέχεια ο Πέδρο Πατσέκο προσχώρησε επίσης στον Πολ, αυξάνοντας τις ψήφους σε εικοσιτέσσερις. Ο Βεράλλο προσχώρησε στον Χουάν Αλβάρεζ, κάνοντας τις ψήφους τού Ισπανού δεκαπέντε. Και αυτό ήταν το τέλος τής ψηφοφορίας. Έλειπαν από τον Πολ ακόμη τρεις ψήφοι για την εκλογή, «και με τις τρεις προσχωρήσεις … πάλι δεν είμασταν σε θέση να έχουμε πάπα» (et cum tres deficerent …. papam etiam hodie habere non potuimus). Έτσι συνεχιζόταν. Στις 9 Δεκεμβρίου, στην έκτη ψηφοφορία, ο Πολ είχε ακόμη τις εικοσιδύο ψήφους του. Ο Χουάν Αλβάρεζ, ο «Μπουργκένσις», πήρε δώδεκα ψήφους με τρεις προσχωρήσεις, δηλαδή συνολικά δεκαπέντε. Ακόμη δεν υπήρχε πάπας. Σε μεταγενέστερες ψηφοφορίες ο Πολ έλαβε εικοσιδύο ψήφους στις 10 και 11 Δεκεμβρίου και εικοσιτρείς ψήφους σε καθεμιά από τις επόμενες δέκα ψηφοφορίες (από τις 12 έως τις 22 Δεκεμβρίου, ενώ δεν έγινε ψηφοφορία στις 21 τού μηνός). Τώρα φαινόταν ότι δεν υπήρχε διέξοδος από το αδιέξοδο, γιατί ο ντ’ Ουρφέ είχε και πάλι εμφανιστεί στην πόρτα τού κογκλάβιου στις 10 Δεκεμβρίου, με την είδηση ότι οι τέσσερις Γάλλοι καρδινάλιοι που βρίσκονταν καθ’ οδόν είχαν φτάσει στο Λιβόρνο.

Την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου, στις 6 περίπου το πρωί (hora circiter 13) οι τέσσερις Γάλλοι καρδινάλιοι μπήκαν στην πόλη: ο Ζαν ντυ Μπελλαί, καρδινάλιος επίσκοπος τού Παρισιού, ο Σαρλ ντε Γκυζ, καρδινάλιος τής Λωρραίνης, ο Οντέ ντε Σατιγιόν (ντε Κολινύ), ένας από τούς τελευταίους καρδινάλιους τού Κλήμεντα Η’ και ο Σαρλ ντε Μπουρμπόν, ο καρδινάλιος τής Βαντόμ. Ύστερα από σύντομη ανάπαυση στην κατοικία τού ντ’ Ουρφέ εισήλθαν στο κογκλάβιο στις 8 περίπου το πρωί «και τούς υποδέχθηκαν με τη μεγαλύτερη τιμή οι περισσότεροι από τούς αιδεσιμότατους καρδινάλιους και τούς συνόδευσαν στα κελλιά τους». Ο Μασσαρέλλι μάς δίνει τα ονόματα των εικοσιδύο καρδιναλίων που είχαν συνήθως ψηφίσει τον Πολ, τού οποίου όμως οι δεκαοκτώ ή δεκαεννιά αντίπαλοι ήσαν πάρα πολλοί για να μπορέσουν οι υποστηρικτές του να πετύχουν τον σκοπό τους. Όταν ο γαλλόφιλος Φιλονάρντι αποσύρθηκε στο Καστέλλο, ο Πολ είχε ένα λιγότερο αντίπαλο. Όταν έφτασαν οι ντυ Μπελλαί, Γκυζ, Σατιγιόν και Βαντόμ είχε τέσσερις περισσότερους. Για κάποιο διάστημα μετά την αποχώρηση στις 14 Δεκεμβρίου τού Φιλονάρντι, τού καρδινάλιου τού Βερόλι (Βερουλάνους), ο Πολ είχε εικοσιδύο υποστηρικτές (fautores) και εικοσιδύο αντιπάλους (adversarii), όπως καθιστά σαφές η περιγραφή τού Μασσαρέλλι, γιατί καθώς έφευγε ο Φιλονάρντι, έφτανε επίσης στη σκηνή ο Γάλλος καρδινάλιος Φρανσουά ντε Τουρνόν.24 Ο Πολ ήταν σίγουρα η κυρίαρχη φυσιογνωμία στο κογκλάβιο, αλλά κάθε φορά που οι φιλο-αυτοκρατορικοί τον έσπρωχναν προς τα εμπρός ως υποψήφιό τους, θα υπήρχε αδιάσπαστο αδιέξοδο.25

Μέρα με τη μέρα, ψηφοφορία μετά την ψηφοφορία, βδομάδα με τη βδομάδα, οι καρδινάλιοι στο κογκλάβιο προσπαθούσαν μάταια να εκλέξουν πάπα. Στις 14 Δεκεμβρίου είχαν κάνει ειδική προσπάθεια να καταλήξουν σε κάποιου είδους συμβιβασμό, «σε οποιαδήποτε συμφωνία για τη δημιουργία ποντίφηκα» (aliqua concordia in pontifice creando). Ο Φαρνέζε διασκεπτόταν με τον Γκυζ, ο Μαντρούτσο με τον Βαντόμ, ο Γκονζάγκα με τον Τουρνόν, αναζητώντας διέξοδο από το αδιέξοδο. Οι Γάλλοι είχαν προτείνει εννέα καρδινάλιους, τρεις από τούς οποίους ήσαν Γάλλοι: ο Ζαν ντε Γκυζ ντε Λωρραίν, ο οποίος θα εισερχόταν στο κογκλάβιο στις 31 Δεκεμβρίου, ο Φρανσουά ντε Τουρνόν και ο Ζαν ντυ Μπελλαί. Τρεις από τούς υποψηφίους τους ήσαν Ιταλοί συνήγοροι των γαλλικών συμφερόντων: ο Τζιοβάννι Σαλβιάτι, με τον οποίο ο Κάρολος Ε’ βρισκόταν σε αντίθεση, ο Νικκολό Ριντόλφι, για τον οποίο ο Κάρολος είχε επίσης αντιρρήσεις και ο ντε Κούπις, ο αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου. Οι επόμενοι τρεις θεωρούνταν ουδέτεροι, τουλάχιστον από τούς Γάλλους, ενώ αυτοί ήσαν επίσης Ιταλοί: ο Τζιαν Πιέτρο Καράφα, ο ντελ Μόντε και ο Τσερβίνι. Ο Καράφα δεν ήταν ουδέτερος. Ίσως ήταν ο Τσερβίνι, αλλά ο Κάρολος ήταν εναντίον και των δύο. Επίσης δεν έβλεπε καμία χρησιμότητα στον ντελ Μόντε ύστερα από τη μεταφορά τής Συνόδου στη Μπολώνια. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί και οι «Φαρνεζιάνι», δηλαδή ο Αλεσσάντρο Ρανούτσιο, ο Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα και οι οπαδοί τους, παρέμεναν προσκολλημένοι στον Πολ (solum Polum velle firmiter responderunt), πράγμα που εξόργιζε τούς γαλλικανούς καρδινάλιους. Άραγε δεν υπήρχε άλλο άξιο μέλος στο Ιερό Κολλέγιο; Μήπως η σωτηρία τού χριστιανικού κόσμου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον Πολ; (et ab eo solo totius reipublicae Christianae salus penderet?).26

Η πόλη και το κογκλάβιο προστατεύονταν καλά από την επαγρύπνηση τού Τζιανμικέλε Σαρακένι, κυβερνήτη τής «πόλης τού Λέοντος», καθώς και από τα στρατεύματα που διοικούσαν αυτός και ο Φίλος Ροβερέλλα.27 Όμως περί το τέλος τής τρίτης εβδομάδας τού κογκλάβιου (στις 19 Δεκεμβρίου 1549) οι ιεράρχες και οι βαρώνοι που είχαν επίσημα την επιμέλεια τού Ιερού Κολλέγιου όταν συνεδρίαζε, ζήτησαν ακρόαση. Οι «πληρεξούσιοι» καρδινάλιοι τούς συνάντησαν στο παράθυρο τής πόρτας και άκουσαν για τις «συμφορές» που συνέβαιναν τόσο στη Ρώμη όσο και στα κράτη τής Εκκλησίας. Οι στρατιώτες, που είχαν οριστεί για τη φύλαξη τής πόλης, είχαν αρχίσει να ζουν «πολύ ελεύθερα» (nimis licentiose). Οι πολίτες φοβούνταν για τη ζωή τους. Τα έξοδα για τη διατήρηση τής φρούρησης τής πόλης και τού κογκλάβιου γίνονταν ανυπόφορα. Οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν κάθε μέρα, όχι, κάθε ώρα στις δημόσιες πλατείες, φωνάζοντας για την εκλογή πάπα. Οι ιεράρχες και οι βαρώνοι δεν μπορούσαν πια να φέρουν το βάρος τής ευθύνης τους, όπως έλεγαν, και εκλιπαρούσαν τούς καρδιναλίους να εκλέξουν πάπα.28 Στην πραγματικότητα οι συνθήκες στη Ρώμη ήσαν εξαιρετικά ήσυχες.

Οι καρδινάλιοι αισθάνονταν την αυξανόμενη ένταση τής διαβίωσης σε περιορισμένα καταλύματα, μαζί με τούς αντιπάλους, τούς ανταγωνιστές και τούς εχθρούς τους. Ο αέρας άρχιζε να παλιώνει με τη δυσοσμία τού καμμένου θυμιάματος και των σβησμένων κεριών. Οι διαθέσεις είχαν φθαρεί. Ο Όττο φον Τρούκσες και ο ντε Κούπις έμπλεξαν σε σοβαρή φιλονικία στις 20 Δεκεμβρίου. Ο Τρούκσες κατηγόρησε τον ντε Κούπις ότι «θέλει έναν πάπα, που να υπηρετεί το σώμα και όχι την ψυχή» και προκλητικά ισχυρίστηκε ότι «θα κάνουμε τον Πολ πάπα, είτε σάς αρέσει είτε όχι!».29 Δύο μέρες αργότερα, στις 22 τού μηνός, ο Καράφα, «με πολύ σοβαρά λόγια» (multis gravibus piisque verbis), ζήτησε από τούς συναδέλφους του καρδιναλίους στο κογκλάβιο να μην τού δώσουν περαιτέρω ψήφους, «για να μη δαπανηθεί μάταια ακόμη περισσότερος χρόνος, αλλά να σκεφτούν κάποιον άλλο και να εκλέξουν γρήγορα έναν καλό πάπα, για να ανακουφίσει την ταραγμένη Εκκλησία». Ο Καράφα είχε μόλις λάβει είκοσι ψήφους. Όσο για τον Πολ, παρακινούμενος από το παράδειγμα τού Καράφα,

δεδομένου ότι βρισκόταν και ο ίδιος στην ίδια βάρκα, είπε ότι ποτέ δεν είχε επιδιώξει τον παπισμό και ποτέ δεν είχε ζητήσει από κανέναν να τον ψηφίσει και ότι δεν ήξερε αν υπήρχαν κάποιοι που τού έδιναν τις ψήφους τους λόγω φιλίας ή καλής διάθεσης, αλλά ότι αν υπήρχαν τέτοιοι, τούς ζητούσε να σταματήσουν. Όμως αν δεν παρακινούνταν απλώς από ευγενική αγάπη, αλλά τού έδιναν την ψήφο τους για να ικανοποιήσουν τις δικές τους συνειδήσεις, έλεγε ότι δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να προσπαθήσει να περιορίσει τις προσταγές τής συνείδησης, αλλά τούς άφηνε ελεύθερους [να ψηφίσουν όπως επέλεγαν]. Παρ’ όλα αυτά, δήλωνε ότι αν ήταν βέβαιος ότι η εκλογή κάποιου παρεμποδιζόταν από τον ανταγωνισμό των ψήφων που τού δίνονταν —και ότι κατά συνέπεια καθυστερούσε η εκλογή ποντίφηκα— αυτός όχι μόνο θα παραιτιόταν από τις ψήφους του, αλλά θα παραιτιόταν και από το αξίωμα τού καρδιναλίου καθώς και από τη ζωή, αν αισθανόταν ότι θα ήταν αυτό προς όφελος τής χριστιανοσύνης.

Ο Πολ είχε μόλις λάβει εικοσιτρείς ψήφους, τρεις περισσότερες από τον Καράφα. Φαινόταν σαν να μετατρέπονταν σε κύριους διεκδικητές.30

Η επόμενη μέρα ήταν Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου. Ο Καράφα πήρε και πάλι είκοσι ψήφους στην ψηφοφορία τής ημέρας, μόλις μια λιγότερη από τον Πολ. Δεδομένου ότι ο Ιννοτσέντσο Τσίμπο είχε αλλάξει τώρα τη σειρά με την οποία διάβαζε τις ψήφους, μερικοί καρδινάλιοι διαμαρτυρήθηκαν, επιμένοντας ότι από κάποια απάτη ή στρεψοδικία οι ψήφοι τους δεν είχαν καταμετρηθεί (dicentes fraudem intercessisse, et eorum vota non fuisse publicata). Δεν υπήρχε κατεργαριά, αλλά πήρε κάποιο χρόνο μέχρι να καθησυχαστούν οι υποψίες τους. Στις 24 Δεκεμβρίου, την εικοστή έκτη μέρα τού κογκλάβιου, έγινε η εικοστή ψηφοφορία. Ο Καράφα πήρε και πάλι είκοσι ψήφους. Ο Πολ ανέβηκε στις εικοσιτρείς.

Καθώς ο Νικκολό ντε Γκάντι πλησίαζε στο ιερό για να ψηφίσει, χτύπησε πάνω στο σκαμνί του (scannum). Προφανώς έσπασε το συρτάρι κάτω από το κάθισμα και το περιεχόμενό του σκορπίστηκε στο δάπεδο τού παρεκκλησιού, το μελανοδοχείο του, πέννες και άμμος. Την αδεξιότητα που είχε προκαλέσει το ατύχημα ξεπερνούσε μόνο η αμηχανία με την οποία προσπαθούσε να μαζέψει τα πράγματα. Οι αιδεσιμότατοι άρχοντες καρδινάλιοι ξέσπασαν σε απρεπή γέλια, ιδιαίτερα ο Έρκολε Γκονζάγκα, ο οποίος περνούσε εύκολα στην ευθυμία. Δεν υπήρχε ψηφοφορία τα Χριστούγεννα, «την ημέρα τής γέννησης τού Κυρίου» (ob diem nativitatis Domini).31

Σύμφωνα με τη χρονολόγηση με βάση τη Γέννηση, το έτος άρχιζε στις 25 Δεκεμβρίου, «το σωτήριο έτος 1550» (annus salutis 1550). Ήταν ιωβηλαίο έτος. Προσκυνητές έρχονταν στη Ρώμη. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο πάπας έπρεπε να συμμετέχει στο άνοιγμα τής Αγίας Πύλης (Porta Santa) στον ναό τού Αγίου Πέτρου, χτυπώντας την Πύλη τρεις φορές με το ασημένιο σφυρί του. Αλλά δεν υπήρχε πάπας και η πύλη παρέμενε κλειστή, «όχι χωρίς μεγάλο σκάνδαλο για όλους τούς χριστιανούς» (non sine maximo totius populi Christiani scandalo). Στις 26 και 27 Δεκεμβρίου ο Καράφα έπαιρνε ακόμη είκοσι ψήφους και ο Πολ εικοσιτρείς. Στις 7 το βράδυ τού Σαββάτου, στις 28 τού μηνός, εισήλθαν στο κογκλάβιο οι καρδινάλιοι Φιλίπ ντε λα Σαμπρ και Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ. Τώρα υπήρχαν σαρανταεπτά καρδινάλιοι που επιδίωκαν να εκλέξουν πάπα. Η πλειοψηφία των δύο τρίτων ανερχόταν σε τριανταμία ψήφους. Στις 29 τού μηνός ο Καράφα έπαιρνε είκοσι ή εικοσιδύο ψήφους και ο Πολ ακόμη εικοσιτρείς.32

Τα ανταγωνιζόμενα μέρη ήσαν εξισορροπημένα στο κογκλάβιο. Οι γαλλικανοί καρδινάλιοι υποστήριζαν τον Καράφα, επειδή ήταν επαρκώς αντι-φιλο-αυτοκρατορικός. Δεν θα ήσαν ενθουσιασμένοι με την εκλογή του, αλλά ως μεταρρυθμιστής ήταν ο καλύτερος υποψήφιός τους για να αντιταχθεί στον Πολ. Στις επόμενες έξι ψηφοφορίες (από τις 30 Δεκεμβρίου μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1550) δόθηκαν στον Καράφα εικοσιμία ή εικοσιδύο ψήφοι και στον Πολ πάντοτε εικοσιτρείς. Ο Κάρολος Ε’ και ο Ερρίκος Β’ δεν σταματούσαν ποτέ να παρεμβαίνουν, γράφοντας στους πρεσβευτές τούς Μεντόζα και ντ’ Ουρφέ. Καθένας στις αίθουσες τού κογκλάβιου ήξερε ότι ο Κάρολος ήθελε πρώτον τον Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο (Μπουργκένσις) και ύστερα από αυτόν τον Πολ ή τον Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, αλλά όχι τούς Σαλβιάτι, ντελ Μόντε, Τσερβίνι ή Ριντόλφι. Υποψήφιοι τού Ερρίκου Β’ ήσαν οι ντε Κούπις, Σαλβιάτι, Ριντόλφι ή Ζαν ντε Γκυζ.33

Από τις 7 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 1550 έγιναν έντεκα ψηφοφορίες, με τον Καράφα να παίρνει εικοσιμία ή εικοσιδύο ψήφους και τον Πολ αρχικά εικοσιτρείς (μέχρι τις 10 Ιανουαρίου) και στη συνέχεια εικοσιμία. Στη δέκατη ψηφοφορία οι ψήφοι τού Καράφα είχαν μειωθεί από εικοσιδύο σε εικοσιμία και τού Πολ από εικοσιτρείς σε εικοσιμία, γιατί (όπως εξηγεί ο Μασσαρέλλι) ο Μιγκέλ ντε Σίλβα σταμάτησε να ψηφίζει τον Πολ, αφού τώρα φαινόταν σαφές ότι δεν μπορούσε να εκλεγεί. Μέχρι τώρα ο Τσίμπο ψήφιζε και τούς δύο και τώρα εγκατέλειπε και τούς δύο!34 Παρά το γεγονός ότι το απόρρητο υποτίθεται ότι τηρούνταν στις αίθουσες τού κογκλάβιου, οι καρδινάλιοι θα μπορούσαν κάλλιστα να ψήφιζαν στην Πιάτσα Σαν Πιέτρο.

Οι πρέσβεις επικοινωνούσαν με τούς καρδιναλίους στη θυρίδα τής Πύλης τού κογκλάβιου. Οι κογκλαβιστές ετοίμαζαν «επιστολές ειδήσεων», που δεν είχαν καμία δυσκολία να στέλνουν στο εξωτερικό. Ο Ενετός πρεσβευτής Ντάντολο περιέλαβε μια σειρά από αυτές στις αποστολές του προς τη Σινιορία. Ένας κογκλαβιστής έγραφε (στις 10 Ιανουαρίου):

Το πείσμα (durezza) αυξάνει. … Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής ορατό τέλος, εκτός αν οι [δύο] βασιλείς συμφωνήσουν να αναθέσουν στους εδώ εκπροσώπους τους να καταλήξουν σε μια απόφαση, για την οποία φαίνεται ότι υπάρχει κάποια ελπίδα και πρόθεση. Ο αυτοκράτορας έχει γράψει ότι μετά τη μέρα των Επιφανίων θα έστελνε απεσταλμένο στον χριστιανικότατο βασιλιά για το θέμα αυτό. … Δεν γίνεται άλλη σκέψη, πέρα από τον τρόπο με τον οποίο η μια παράταξη θα ματαιώσει τα σχέδια τής άλλης, ενώ λέγεται ότι σε αυτό το κογκλάβιο υπάρχουν περισσότεροι υπονομευτές («πρωτοπόροι», guastatori), από όσους είχε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν κατά την πολιορκία τής Ρόδου. … Οι δύο κύριες παρατάξεις (masse) κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών συγκάλεσαν συνάξεις, από τις οποίες απέκλεισαν αμοιβαία η μία τούς υποψήφιους τής άλλης, έτσι ώστε να μη συμμετάσχουν σε καμία συνθήκη ομόνοιας, ούτε να σκεφτούν κάτι τέτοιο. … Στις 10 Ιανουαρίου, στη βρώμα και δυσωδία τού κογκλάβιου (nella puzza et fettore del conclave) … 1550.35

Ο Ντάντολο είχε γράψει στην Ενετική Σινιορία στις 26 Δεκεμβρίου (1549), ότι όλοι οι καρδινάλιοι, ιδιαίτερα οι ντε Κούπις και Πατσέκο, ήθελαν να σταματήσει η παράδοση κάθε τροφής στο κογκλάβιο, σύμφωνα με το διάταγμα τού Γρηγορίου Ι’ «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum), έτσι ώστε να ζουν μόνο με ψωμί και νερό μέχρι την εκλογή πάπα.36 Οι συνθήκες στο κογκλάβιο πλησίαζαν προς το χάος από τα μέσα Ιανουαρίου (1550), ενώ σε αντίθεση με την αρωματική μυρωδιά τής αγιότητας των Καθολικών, η μυρωδιά τής μη αγιότητας είχε γίνει σχεδόν ανυπόφορη.

Όταν εισήλθε στο κογκλάβιο το πρωί τής 14ης Ιανουαρίου ο ηλικιωμένος Λουί ντε Μπουρμπόν,37 συνοδευόταν από επτά κογκλαβιστές, σύμφωνα με τον Ντάντολο, ο οποίος έγραφε στην κυβέρνησή του στις 15 τού μηνός ότι

τώρα πια πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 400 άτομα στο κογκλάβιο, ενώ οι υπηρέτες είναι τόσο εξοικειωμένοι με τούς καρδιναλίους, που πολύ συχνά δεν τούς βγάζουν καν το καπέλο. … Σαρανταοκτώ μέρες έχουν περάσει από τότε που έκλεισε το κογκλάβιο και αριθμεί τώρα 48 καρδινάλιους, οι οποίοι μπορεί πράγματι να ειπωθεί ότι βρίσκονται ελεύθεροι μάλλον και όχι κλειδωμένοι, γιατί τα μηνύματά τους πάνε και έρχονται με τούς συνηθισμένους ταχυδρόμους, σαν να ήταν καθένας από αυτούς ελεύθερος στη Ρώμη και όχι περιορισμένος σε κογκλάβιο, ενώ οι υπηρέτες, άρρωστοι ή υγιείς, φεύγουν και επιστρέφουν, όπως τούς κάνει ευχαρίστηση…38

Δεν έγινε ψηφοφορία την Κυριακή 26 Ιανουαρίου, αλλά ο ντε Κούπις απευθύνθηκε στους καρδινάλιους σε γενική σύναξη, παραπονούμενος για την τρέχουσα «κατάσταση πραγμάτων στο κογκλάβιο, η οποία καθιστούσε αδύνατη την εκλογή ποντίφηκα». Οι καρδινάλιοι έριχναν απλώς την ψήφο τους υπέρ και κατά των υποψηφίων σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις των «κοσμικών ηγεμόνων». Έπρεπε να θέσουν τέρμα στις πολλαπλές παραβιάσεις «που έχουν παρεισφρήσει σε αυτό το κογκλάβιο» και να σταματήσει η ροή επιστολών από και προς αυτούς. Ο αριθμός των λεγομένων κογκλαβιστών είχε αυξηθεί σε εξωφρενικές διαστάσεις. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν δικαίωμα να βρίσκονται εκεί, όπως οι αδελφοί ορισμένων καρδιναλίων, οι εκπρόσωποι και οι γραμματείς των ηγεμόνων «και διάφοροι άλλοι, που δεν έχουν καμία σχέση με το κογκλάβιο, αλλά απλώς παραμένουν ελεύθεροι να αποκαλύπτουν τι γίνεται εδώ». Όλα αυτά τα πρόσωπα έπρεπε να απομακρυνθούν και να παραμείνουν στις αίθουσες τού κογκλάβιου μόνο εκείνοι που ήσαν απαραίτητοι για την εξυπηρέτηση των καρδιναλίων.

Μεταξύ τέτοιων παρείσακτων ο Μασσαρέλλι κατονομάζει τούς γραμματείς τού δούκα Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας, τού αυτοκρατορικού πρέσβη Ντιέγκο ντε Μεντόζα, τού Γάλλου πρεσβευτή Κλωντ ντ’ Ουρφέ και τού αντιβασιλέα Πέδρο ντε Τολέδο τής Νάπολης. Ακόμη και κάποιος Κλωντ ντε Φος υπήρχε εκεί, γραμματέας τού Ερρίκου Β’, ως κογκλαβιστής τού καρδινάλιου Ζωρζ ντ’ Αρμανιάκ, «και κάποιοι άλλοι που έχουν γίνει δεκτοί στο κογκλάβιο για κανένα πιο ουσιαστικό λόγο από το να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους!». Ο ντε Κούπις αποδοκίμαζε την «παράνομη και αποτρόπαια πρακτική» που ακολουθούσαν οι καρδινάλιοι και των δύο πλευρών, γράφοντας τα ψηφοδέλτιά τους τη νύχτα πριν από κάθε ψηφοφορία, προκειμένου να τα δείξουν στους συναδέλφους τους. Επίσης διαμαρτυρόταν για τις συμφωνίες τους να μη δίνουν ούτε ψήφο ούτε προσχώρηση σε οποιοδήποτε μέλος τής αντίθετης παράταξης, αν δεν εξηγούσαν πρώτα την πρόθεσή τους στους δικούς τους συναγωνιστές.

Οι Σαλβιάτι και Καράφα μίλησαν επαινώντας τον φιλιππικό τού ντε Κούπις. Κι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Ο Γκονζάγκα υπεραμυνόταν, υποστηρίζοντας ότι ποτέ δεν είχε ψηφίσει με εντολή ηγεμόνα. Όμως όλοι γνώριζαν ότι είχε ταχθεί υπέρ τού Σαλβιάτι μέχρι να βάλει ο Κάρολος Ε’ τον τελευταίο στη μαύρη λίστα του, ενώ από τότε ο Γκονζάγκα τού είχε αντιταχθεί. Ο Πατσέκο, ο οποίος είχε έρθει στο κογκλάβιο ύστερα από μακρά παραμονή στο Τρεντ, εξέφραζε τον φόβο ότι αν το κογκλάβιο δεν εξέλεγε πάπα, θα μπορούσε κάλλιστα να το πράξει η σύνοδος. Τελικά συμφωνήθηκε να επιλέξουν επιτροπή για τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου. Εκλέχτηκαν έξι καρδινάλιοι, «άτομα κάθε έθνους» (singuli ex qualibet natione), ο Ιταλός Καράφα, ο Γάλλος Λουί ντε Μπουρμπόν, ο Ισπανός Πατσέκο, ο Γερμανός Τρούκσες, ο Πορτογάλος ντε Σίλβα και ο Άγγλος Πολ. Σε αυτούς προστέθηκαν οι ντε Κούπις, Κάρπι, Ριντόλφι και Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα.39

Όλοι οι Ιταλοί ηγεμόνες είχαν τούς εκπροσώπους τους στη Ρώμη, για να συγκεντρώνουν νέα για το κογκλάβιο. Μερικοί από αυτούς είχαν δικούς τους στο κογκλάβιο. Στα αρχεία Έστε στη Μόντενα υπάρχει κατάλογος των ψήφων που δόθηκαν κατά τις πρώτες σαρανταμία ψηφοφορίες. Τον κρατούσε προφανώς από μέρα σε μέρα κάποιος κογκλαβιστής. Η τεσσαρακοστή πρώτη ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου (1550), μέρα μάλιστα κατά την οποία ο κογκλαβιστής τού καρδινάλιου Κριστόφορο Μαντρούτσο, ο Αντόνιο Μαρία ντι Σαβόια ντι Κολλένιο, ο οποίος κρατούσε τον δούκα Έρκολε Β’ καλά ενημερωμένο, τού έστειλε τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών μέχρι εκείνη τη μέρα.40

Όμως το κογκλάβιο θα συνεχιζόταν για ακόμη εικοσιδύο μέρες. Θα υπήρχαν ψηφοφορίες όλες τις ημέρες εκτός από τις 26 Ιανουαρίου και τις 2 Φεβρουαρίου και έτσι βρίσκονταν ακόμη μπροστά είκοσι ψηφοφορίες. Σε καθεμιά από αυτές τις είκοσι ψηφοφορίες ο Καράφα έλαβε εικοσιμία ή εικοσιδύο ψήφους (εκτός από τις 7 Φεβρουαρίου, όταν πήρε εικοσιτρείς). Σε καθεμιά από αυτές στον Πολ δόθηκαν εικοσιμία ψήφοι (δηλαδή από τις 18 Ιανουαρίου έως τις 7 Φεβρουαρίου).41 Δεν επρόκειτο να υπάρξει πάπας, μέχρι να οδηγήσει σε έξοδο από το αδιέξοδο κάποιου είδους συμβιβασμός.

Όμως κανένας συμβιβασμός δεν φαινόταν προ των πυλών. Όπως έγραφε ο Ντάντολο στην κυβέρνησή του (στις 22 Ιανουαρίου), ο Φαρνέζε είχε μόλις ενημερώσει τον καρδινάλιο Σαρλ ντε Γκυζ ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί και οι σύμμαχοί τους, οι «Φαρνεζιάνι», είχαν εξασφαλισμένες εικοσιδύο ψήφους και ότι δεν επρόκειτο ποτέ να δεχτούν τούς Σαλβιάτι, Ριντόλφι, Καράφα, ντε Κούπις ή Ζαν ντε Γκυζ. Η απάντηση τού Γκυζ ήταν, ότι η γαλλικανική παράταξη θα αντιτασσόταν πάντοτε σε Ισπανό ή Γερμανό. Επιπλέον οι γαλλόφιλοι καρδινάλιοι θα ψήφιζαν πάντοτε εναντίον των Πολ, Σφοντράτο, Μορόνε και Κάρπι. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη, ότι υπήρχαν παίκτες στην πόλη που ήσαν πρόθυμοι να στοιχηματίσουν ότι το κογκλάβιο θα τελείωνε χωρίς την εκλογή πάπα. Οι συνθήκες στη Σιξτίνα, στη Σάλα Ρέτζια και στις άλλες αίθουσες τού κογκλάβιου είχαν γίνει αποκρουστικές.

«Η δυσοσμία είναι τόσο μεγάλη», έγραφε ο Ντάντολο, που ο Νόρσια [Φραντσέσκο Τζούλιο ντε Νούρσια], ο πρώτος γιατρός στη Ρώμη, έχοντας εισέλθει [στο] κογκλάβιο, τούς απείλησε με πανούκλα λόγω τής δυσοσμίας, αλλά και με επιληψία, επειδή άναβαν στα κελλιά φωτιές με κάρβουνα, ενώ οι ασθένειές τους είχαν ήδη αρχίσει με ιλίγγους. Επίσης ο καρδινάλιος Ριντόλφι, αντί να βγει από το κογκλάβιο ως πάπας, αναχώρησε την περασμένη Δευτέρα [20 Ιανουαρίου] ως σωματικά ανίκανος, ενώ επειδή τον έπιασε εμετός, υπήρχαν υποψίες ότι είχε δηλητηριαστεί, με αποτέλεσμα να στασιάσουν οι καρδινάλιοι εναντίον των ιεραρχών και να μην επιτρέπουν πια να τούς σερβίρεται η τροφή τους στη θυρίδα, αλλά να την κόβουν άτομα των ίδιων (των καρδιναλίων). Οι ιεράρχες, φέροντας αυτό βαρέως, απάλλαξαν τούς εαυτούς τους από την κατηγορία, ώστε να συνεχίσουν να ασκούν τα συνήθη καθήκοντά τους…42

Ο Ντάντολο είχε δίκιο για τον δυστυχή Ριντόλφι. Ενώ ετοιμαζόταν να πάει με δύο άλλους καρδινάλιους να πάρει το ψηφοδέλτιο (schedula) τού Τζιρολάμο Ντόρια, ο οποίος είχε αρρωστήσει, ο Ριντόλφι ζαλίστηκε στη Σιξτίνα. Αυτό έγινε στις 19 Ιανουαρίου. Προφανώς «πονούσε πολύ στο στομάχι» (cum maximo dolore stomaci). Την επόμενη μέρα ο Ριντόλφι αποσύρθηκε από το κογκλάβιο «λόγω επιδείνωσης τής ασθένειάς του, δηλαδή τού πόνου στο στήθος» (ob invalescentem eius morbum, pectoris scilicet dolorem). Γύρω στις 4 μ.μ. στις 23 Ιανουαρίου ο Τσίμπο έφυγε επίσης από το κογκλάβιο με τριταίο πυρετό. Ο Τσίμπο επέζησε τού κογκλάβιου (πέθανε στις 14 Απριλίου 1550). Με τον Ριντόλφι ήταν διαφορετικά. Στις 31 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τον τελετάρχη Φιρμάνους,

Κατά την πρώτη ώρα τής νύχτας [περίπου 6:30 μ.μ.] ο επίσκοπος τού Νάρνι, δηλαδή ο Πιέτρο Ντονάτο Τσέζι, πρώτος μού είπε στο παράθυρο [της πόρτας] τού κογκλάβιου, ενώ περνούσε μέσα το φαγητό, ότι ο σεβασμιότατος καρδινάλιος ντε Ριντόλφι είχε πεθάνει εντελώς απροσδόκητα, γιατί την επόμενη μέρα αναμενόταν να επιστρέψει στο κογκλάβιο. Επίσης θεωρούνταν βέβαιο ότι επρόκειτο να γίνει πάπας, γιατί είχε 35 ψήφους, ενώ χρειαζόταν μόνο 32. Και όταν το ανακοίνωσα αυτό στους σεβασμιότατους καρδινάλιους, τρομοκρατήθηκαν όλοι.43

Ο χαρακτήρας τού κογκλάβιου θα άλλαζε σύντομα, αλλά όχι επειδή οι καρδινάλιοι είχαν πάρει υπόψη τους την προειδοποίηση τού Νούρσια, τον αιφνίδιο θάνατο τού Ριντόλφι ή τη δική τους ανιαρή απόδοση. Όμως η πρώτη βελτίωση στα συμβαίνοντα ήρθε τη μέρα τού θανάτου τού Ριντόλφι (31 Ιανουαρίου), γιατί τότε ήταν που η επιτροπή μεταρρύθμισης των καρδιναλίων παρουσίασε στους συναδέλφους της δεκατρία «άρθρα παρουσιαζόμενα για τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου» (Capitula edita super reformatione conclavii). Στο εξής κανένας καρδινάλιος, ακόμη κι αν ήταν άρρωστος, δεν θα είχε περισσότερους από τρεις κογκλαβιστές, ούτε θα προσπαθούσε να διευρύνει ή να αλλάξει το κελί, που τού είχε ανατεθεί με κλήρωση. Εκτός από τις συνάξεις όλων των καρδιναλίων, οι σεβασμιότητές τους δεν έπρεπε να συγκεντρώνονται με περισσότερους από δύο συντρόφους τους, ειδικά στα κελλιά. Οι καρδινάλιοι δεν έπρεπε να δειπνούν μαζί, ούτε να στέλνουν ο ένας στον άλλο πιάτα επιλογής. Δεν έπρεπε να αφήνουν τα κελιά τους μετά την πέμπτη ώρα τής νύχτας (περίπου 10:30 μ.μ.) και μέχρι το ξημέρωμα (post hοram noctis quintam usque ad auroram). Θα υπήρχαν μόνο έξι γιατροί στο κογκλάβιο: τρεις για τούς Ιταλούς και από ένας για τούς Γερμανούς, Γάλλους και Ισπανούς, «και επίσης από τα ίδια έθνη και με τον ίδιο τρόπο ίδιος αριθμός κουρέων». Δεν θα υπήρχαν πια «μυστικές συναντήσεις».

Στο εξής κανένας δεν θα έμπαινε στο κογκλάβιο ή θα έβγαινε από αυτό, εκτός για λόγους που προβλέπονταν ή επιβάλλονταν από το κανονικό δίκαιο και εγκρίνονταν από τούς πληρεξούσιους καρδινάλιους. Για να τερματιστούν όλες οι ιδιωτικές συνομιλίες με τούς έξω από το κογκλάβιο, θα στηνόταν περιστρεφόμενος δίσκος (rota), ανάμεσα σε δύο παράθυρα, «με μοναστηριακό τρόπο» (more monastico), έτσι ώστε τρόφιμα και καλάθια να μπορούσαν να περνούν μέσα και έξω, αλλά όταν το φαγητό είχε μπει και τα άδεια δοχεία είχαν βγει, «το εσωτερικό παράθυρο θα κλειδωνόταν με δύο κλειδιά, ένα από τα οποία έπρεπε να φυλάσσεται από τον σεβασμιότατο κύριο αρχιμανδρίτη [ντε Κούπις] και το άλλο από τον σεβασμιότατο κύριο παπικό ταμία (καμερλένγκο) [Σφόρτσα]». Το εξωτερικό παράθυρο θα ασφαλιζόταν επίσης με δύο κλειδαριές, για τις οποίες θα ήσαν υπεύθυνοι οι φρουροί ιεράρχες. Όσο για το φαγητό, έπρεπε να τηρείται η βούλλα τού Κλήμεντος ΣΤ’ «Αν και το σύνταγμα» (Licet in constitutione) τού 1351, αν και αυτή μείωνε τις επιπτώσεις τού σκληρού καθεστώτος, το οποίο είχε απαιτήσει ο Γρηγόριος Ι’ με το διάταγμα «Όταν ο κίνδυνος» (Ubi periculum). Όμως δεν θα υπήρχαν πια «διαφορετικά λαμπρά και υπέροχα πιάτα … αυτά τα Λουκούλλεια γεύματα» (diversa splendida magnificaque fercula … ipsiusque Luculli mensae). Οι Λουκούλλειες γιορτές τελείωναν.44

Το πρώτο διάλειμμα στο αδιέξοδο τής ψηφοφορίας ήρθε στις 2 Φεβρουαρίου (1550), όταν δύο από τούς Φαρνεζιάνι, ο Φαρνούτσιο, αδελφός τού Αλεσσάντρο και ο ξάδελφός τού Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα, έδειχναν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τον Αλεσσάντρο και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Μολονότι δεν υπήρξε ψηφοφορία στις 2 τού μηνός, τη μέρα τής γιορτή τής Υπαπαντής, η διελκυστίνδα τής ψηφοθηρίας συνεχιζόταν όλη τη μέρα. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί προσπαθούσαν να κρατήσουν τούς Ρανούτσιο και Σφόρτσα, ενώ οι γαλλικανοί προσπαθούσαν να τούς κερδίσουν με το μέρος τους. Όπως το θέτει ο Μασσαρέλλι, «δινόταν όλη τη μέρα μάχη και από τις δύο πλευρές» (pugnatum est tota die aequo Marte ab utroque latere). Στη μια ψηφοφορία μετά την άλλη ο γαλλικανός υποψήφιος Καράφα και ο λεγόμενος φιλο-αυτοκρατορικός Πολ κέρδιζαν καθένας εικοσιμία ψήφους. Προφανώς όλοι στο κογκλάβιο είχαν πειστεί ότι κανένας από τούς δύο δεν επρόκειτο να φύγει από την Παολίνα ως πάπας. Τα γαλλικά σχέδια προώθησης τού Ριντόλφι είχαν τερματιστεί με τον θάνατό του, ο οποίος έφερνε τώρα στο προσκήνιο τον Τζιοβάννι Σαλβιάτι. Αυτός θεωρούνταν ισχυρός υποψήφιος από την αρχή, παρά το γεγονός ότι είχε λάβει πολύ λίγες ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία (στις 3 Δεκεμβρίου 1549). Ο Σαλβιάτι ήταν ανηψιός τού Λέοντος Ι’ και θείος τής Αικατερίνης των Μεδίκων, βασίλισσας τής Γαλλίας.

Ο Μασσαρέλλι, ο Γκουαλτέριο και ο καρδινάλιος Μαφφέι, αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων τής 2ας Φεβρουαρίου, επικεντρώνονται όλοι στη σχεδόν εγκατάλειψη τής φιλο-αυτοκρατορικής παράταξης από τούς Ρανούτσιο και Σφόρτσα. Ο Αλεσσάντρο ήταν ο μεγαλύτερος από τούς τέσσερις αδελφούς Φαρνέζε. Γεννήθηκε το 1520. Ακολουθούσαν οι Οττάβιο, Οράτσιο και Ρανούτσιο, όπου ο τελευταίος ήταν τότε μόλις δεκαεννέα ετών. Ο Οττάβιο είχε παντρευτεί την ισχυρογνώμονα Μαργαρίτα, φυσική κόρη τού Καρόλου Ε’, αν και ο τελευταίος δεν ήταν πρόθυμος να παραχωρήσει το δικαίωμά επί τής Πάρμας, ενώ είχε συγχωρήσει την αρπαγή τής Πιατσέντσα από τον Φερράντε Γκονζάγκα. Ο Οράτσιο φιλοδοξούσε για το χέρι τής φυσικής κόρης τού Ερρίκου Β’, τής Ντιάν, την οποία μάλιστα θα παντρευόταν ύστερα από δύο χρόνια.

Αν ο Οττάβιο έπρεπε να χάσει την Πάρμα, ο Αλεσσάντρο ήταν διατεθειμένος να τον δει να παίρνει το δουκάτο τού Κάστρο, το οποίο τότε ανήκε στον Οράτσιο. Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί ήσαν δεμένοι μεταξύ τους, ενώ ο Ρανούτσιο ήταν δεμένος με τον Οράτσιο, τον οποίο ήθελε να δει να παντρεύεται την κόρη τού Γάλλου βασιλιά. Αν και ο Αλεσσάντρο έδειχνε βέβαιος ότι ο Ρανούτσιο δεν θα περνούσε στη γαλλικανική παράταξη, δεν ήταν πια τόσο σίγουρος όταν έμαθε για τις συνομιλίες τού Ρανούτσιο (στις 2 Φεβρουαρίου) με τούς Γκυζ και Λουί ντε Μπουρμπόν. Αναφέρθηκε αργότερα ότι ο Οράτσιο και [ο Μπερνάρντο,] ο αδελφός τού Σαλβιάτι είχαν συζητήσει με τον Ρανούτσιο την ίδια μέρα «μέσω κάποιου παράθυρου», γεγονός που υποδηλώνει ότι η «μεταρρύθμιση» (reformatio) τού κογκλάβιου ήταν ακόμη ατελής.45

Οι κακουχίες τού κογκλάβιου και η «κατακραυγή» μιας αγανακτισμένης χριστιανοσύνης είχαν τις επιπτώσεις τους επί των καρδιναλίων. Δεδομένου ότι ο Σαλβιάτι ήταν ισχυρός υποψήφιος, μια μετακίνηση γαλλικανικών ψήφων από τον Καράφα θα μπορούσε να τον εκλέξει. Αντίπαλος τού Φαρνέζι, ο Σαλβιάτι είχε την υποστήριξη τού Φερράντε Γκονζάγκα και τού αδελφού του, τού καρδινάλιου Έρκολε, ο οποίος είχε θεωρήσει ότι ως πάπας θα επέστρεφε την Πάρμα καθώς και την Πιατσέντσα στον Κάρολο Ε’. Όμως οι συνδέσεις του με τη Γαλλία ήσαν ισχυρές, ενώ είχε αντιταχθεί στην προώθηση τού Κόσιμο Α’ ως δούκα τής Φλωρεντίας. Ο Κάρολος Ε’ δεν εμπιστευόταν τον Σαλβιάτι και κατά τούς ισχυρισμούς προτιμούσε τον διάβολο ως πάπα, πράγμα που περιέπλεκε τη θέση τού Έρκολε στο κογκλάβιο. Έχουμε ήδη αναφερθεί στον αποκλεισμό τού Σαλβιάτι από τον Κάρολο στη γνωστή επιστολή του με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου (1549) προς τον Ντιέγκο ντε Μεντόζα.46 Αλλά ο Μεντόζα επιδίωκε μερικές φορές δική του πολιτική, ενώ οι Γκονζάγκα ήσαν αποφασιστικά εχθρικοί προς τούς Φαρνέζε. Ο Μεντόζα προσπαθούσε να μειώσει την εχθρότητα τού Καρόλου προς τον Σαλβιάτι, ενώ οι Γκονζάγκα έβλεπαν (στην αγωνία τού Αλεσσάντρο Φαρνέζε) κάποιο πλεονέκτημα για την εκλογή τού Σαλβιάτι.

Ο ξάδελφος τού Ρανούτσιο, ο Σφόρτσα, είχε ενωθεί μαζί του αμέσως σε προθυμία να στηρίξουν τον Σαλβιάτι, γιατί (όπως σημειώνει ο Μασσαρέλλι) ο αδελφός τού Σφόρτσα είχε παντρευτεί μια ανηψιά τού Σαλβιάτι. Αν ο τελευταίος εκλεγόταν πάπας, ο Σφόρτσα και ο αδελφός του μπορούσαν να προσβλέπουν σε πλούσιο μέλλον. Όταν ο Έρκολε Γκονζάγκα και ο Τζούλιο ντέλλα Ρόβερε ανέφεραν ότι ήσαν επίσης διατεθειμένοι να προσχωρήσουν στον Σαλβιάτι, ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε είδε τη συμμαχία των φιλο-αυτοκρατορικών καρδιναλίων να καταρρέει στο κογκλάβιο. Ο Γκονζάγκα ήταν παλαιός φίλος τού Σαλβιάτι, ενώ ο ντέλλα Ρόβερε λεγόταν ότι ακολουθούσε τις επιθυμίες τού αδελφού του Γκουϊντομπάλντο, δούκα τού Ουρμπίνο. Ο Αλεσσάντρο έλπιζε ότι ο αδελφός τού Οττάβιο θα έπαιρνε το δουκάτο τής Πάρμας ως επιχορήγηση από τον Κάρολο Ε’ (η ειρωνεία τής τύχης είναι ότι ο Οττάβιο θα αποκτούσε την Πάρμα με την υποστήριξη τού Ερρίκου Β’), ενώ προέβλεπε καταστροφή τόσο για τα συμφέροντα τού αδελφού του όσο και για τα δικά του, αν ανέβαινε ο Σαλβιάτι στον παπικό θρόνο. Κατά τη διάρκεια τής ζωής τού Παύλου Γ’ ο Σαλβιάτι είχε υποστεί πλήγματα με πολλούς τρόπους, λέει ο Μασσαρέλλι, και ο Αλεσσάντρο φοβόταν την εκδίκησή του. Μάλιστα ο Αλεσσάντρο αγωνίστηκε στη διάρκεια ολόκληρης εκείνης τής αξέχαστης 2ας Φεβρουαρίου, για να επαναφέρει τούς Ρανούτσιο, Σφόρτσα και Γκονζάγκα στη νομιμοφροσύνη τους προς τούς φιλο-αυτοκρατορικούς.

Η γαλλικανική παράταξη εργαζόταν επίσης με ζήλο προκειμένου να συλλάβει τούς τρεις αποστάτες, «από τούς οποίους κρεμόταν κάθε ελπίδα τού Σαλβιάτι για την απόκτηση τού παπικού αξιώματος» (a quibus omnis adipiscendi pontificatus spes Salviati pendebat). Τελικά όμως ο Αλεσσάντρο και οι φιλο-αυτοκρατορικοί απέσπασαν από τούς τρεις ενοχλητικούς την υπόσχεση ότι δεν θα έδιναν την ψήφο τους στον Σαλβιάτι για δύο μέρες και στο μεταξύ δεν θα άρχιζαν να δημιουργούν άλλα προβλήματα στους φιλο-αυτοκρατορικούς (ut saltem per duos dies a conferendis votis in Salviatum abstinerent, nihilque hoc medio tempore innovarent).47

Οι πολιτικοί ελιγμοί στο κογκλάβιο, η ευγενική χειρονομία τής ψήφισης φίλου και η αποφυγή ψήφισης τού πραγματικού υποψήφιου κάποιου μέχρι τη στρατηγική στιγμή, συχνά κάνουν τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών λιγότερο προφανή απ’ όσο μπορεί να φαίνονται αρχικά. Για τις τρεις περίπου πρώτες εβδομάδες ο Σαλβιάτι έπαιρνε λίγες ψήφους. Στις 22 Δεκεμβρίου είχε συγκεντρώσει έντεκα και στις 12 Ιανουαρίου δεκατέσσερις. Ξαφνικά στις 24 και 25 Ιανουαρίου είχε δεκαέξι ψήφους, και την τελευταία αυτή ημερομηνία ο Μαρίνο Καβάλλι, ο Ενετός πρεσβευτής στην αυτοκρατορική αυλή (τότε στις Βρυξέλλες), έγραφε στον δόγη Φραντσέσκο Ντονά και στη Γερουσία:

Με επιστολές από τη Ρώμη τής 15ης τού μηνός η Μεγαλειότητά του [Κάρολος Ε’] πληροφορήθηκε ότι ο καρδινάλιος Σαλβιάτι κάνει τέτοια πρόοδο καθημερινά, που θεωρείται απολύτως βέβαιο ότι σύντομα θα εκλεγεί πάπας. Έτσι, μη μπορώντας να το αποτρέψει αυτό, θα ήταν καλό για τη Μεγαλειότητά του να ζητήσει από τούς υπηρέτες του να υποστηρίξουν τον Σαλβιάτι, ώστε αυτός να μπορεί να έχει κάποιο λόγο να αναγνωρίζει ότι είναι υποχρεωμένος στον αυτοκράτορα. Φαίνεται ότι ο Σαλβιάτι υπόσχεται να μην αποτύχει να κάνει ό,τι κρίνει σκόπιμο η Μεγαλειότητά του για τη διατήρηση και αύξηση τής ιερής χριστιανικής μας πίστης. Και επιπλέον αυτός προσφέρεται, με πολύ μειλίχια γλώσσα, να είναι πάντοτε από τούς καλύτερους φίλους του. Η κατανόηση αυτού τού γεγονότος έχει προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια και έχω διαβεβαιωθεί ότι η Μεγαλειότητά του παραπονέθηκε ιδιαίτερα για τούς εκπροσώπους του και, μεταξύ αυτών, για τον [Μαντρούτσο] καρδινάλιο τού Τρεντ, ο οποίος φαίνεται στο κογκλάβιο ότι έχει αναλάβει ο ίδιος να εξασφαλίσει από τις Βρυξέλλες τη συγκατάθεση τού αυτοκράτορα υπέρ τού Σαλβιάτι. Kαι τότε η Μεγαλειότητά του έγραψε σε αυτόν επιστολή επίπληξης (una lettera rebufatoria), επιθυμώντας να φροντίζει αυτός στο μέλλον για την εκτέλεση των εντολών τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας και ποτέ ξανά να μην αναλάβει ο ίδιος να προχωρήσει ή να υποσχεθεί πέρα από αυτές τις εντολές.48

Στις έντεκα ψηφοφορίες που ακολούθησαν (από τις 27 Ιανουαρίου έως τις 7 Φεβρουαρίου) ο Σαλβιάτι διατηρούσε δεκαεπτά έως δεκαεννέα ψήφους. Όμως η αντίθεση τού Καρόλου Ε’ για την εκλογή του ήταν πάρα πολύ ισχυρή και ο Σαλβιάτι δεν έλαβε ποτέ τις ψήφους των Ρανούτσιο, Σφόρτσα, και Γκονζάγκα, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ποτέ η πλημμύρα των προσχωρήσεων, τις οποίες θα τού έφερνε η εκ μέρους τους εγκατάλειψη τής φιλο-αυτοκρατορικής παράταξης.49

Ο Σαλβιάτι είχε ενωθεί στην ήττα με τούς Καράφα και Πολ. Οι συνθήκες στο κογκλάβιο είχαν γίνει ανθυγιεινές, ακόμη και αποκρουστικές, απειλώντας την υγεία των καρδιναλίων. Κάθε πρωί έκαναν λειτουργία, αλλά η πνευματική ατμόσφαιρα ήταν άκεφη. Ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε είχε τρανταχτεί από την αναταραχή στις τάξεις των φιλο-αυτοκρατορικών. Ο Πιέτρο Πάολο Γκουαλτέριο, ο κογκλαβιστής τού Μαφφέι, μάς πληροφορεί ότι στις 5 Δεκεμβρίου, ύστερα από δύο (ή τρεις) ακόμη άκαρπες ψηφοφορίες, ο Σαρλ ντε Γκυζ είπε σε μερικούς συναδέλφους του ότι τώρα ήταν έτοιμος για γρήγορη εκλογή (velle se omnino cito papam creare). Αν δεν μπορούσε να πετύχει την εκλογή τού Σαλβιάτι, ήθελε τον Τσερβίνι (για τον οποίο ο Κάρολος είχε αντίρρηση), αλλά θα αποδεχόταν τον Σφοντράτο ή τον Πολ, όπου οι δύο τελευταίοι ήσαν φιλο-αυτοκρατορικοί υποψήφιοι.50

Στην πολιτική διαμάχη στο κογκλάβιο συχνά πρόσεχε κανείς να πει αυτό που δεν εννοούσε. Προφανώς ο Γκυζ δεν ήθελε τον Τζιανμαρία ντελ Μόντε, για τον οποίο τόσο ο ίδιος όσο και ο Ιππόλιτο ντ’ Έστε δήλωναν ανοιχτά ότι ήταν «τόσο επιφανειακός, τόσο ανήθικος και τόσο ανάξιος τού παπικού αξιώματος, που δεν θα τού έδιναν την ψήφο τους με τίποτε!»51 Το ότι ο Γκυζ συκοφαντούσε τον ντελ Μόντε είναι σίγουρα αλήθεια, γιατί ο Μαφφέι επιβεβαιώνει το γεγονός.52

Ο Ιππόλιτο ντ’ Έστε, ο γαλλόφιλος καρδινάλιος τής Φερράρας, είχε επίσης βλέψεις για τον παπικό θρόνο. Ο ξάδελφός του, ο Έρκολε Γκονζάγκα, είχε προτείνει την υποψηφιότητά του στον αυτοκράτορα Κάρολο, ο οποίος δεν ήθελε ως πάπα κανένα μέλος ιταλικού ηγεμονικού οίκου. Ο Κάρολος απέρριψε την πρόταση «απότομα» (acri quodam iussu) και ο Γκονζάγκα μετέδωσε την απάντησή του στον ντ’ Έστε με τις σκληρές εκφράσεις τού ίδιου τού αυτοκράτορα, χωρίς να επιδιώξει τούς ευφημισμούς, τούς οποίους χρησιμοποιούσαν συνήθως οι καρδινάλιοι όταν αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο. Ο ντ’ Έστε προσβλήθηκε και καθώς στριφογύριζε την προσβολή στο μυαλό του, ήρθε να τον δει ο ντελ Μόντε, για να διαμαρτυρηθεί για τις ύβρεις που απεύθυνε εναντίον του ο Γκυζ, ο φίλος τού ντ’ Έστε. Αρκετά άτομα είχαν αναφέρει τις δυσάρεστες παρατηρήσεις τού Γκυζ στον ντελ Μόντε, προς τον οποίο τώρα ελκυόταν ξαφνικά ο ντ’ Έστε. Το γεγονός ότι οι ντελ Μόντε και Γκονζάγκα ήσαν εχθροί βοηθούσε τον ντ’ Έστε να αντιληφθεί την ανεκτίμητη αξία τού νεοαποκτηθέντος φίλου του. Αποφάσισε, λέει ο Μαφφέι, να αναλάβει κάθε προσπάθεια για να κάνει τον ντελ Μόντε πάπα.

Ο καρδινάλιος τής Φερράρας είχε προφανώς μόλις συμφιλιώσει τον ντελ Μόντε με τον Γκυζ, όταν ο τελευταίος έτρεξε προς τον Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα στις δύσοσμες αίθουσες τού κογκλάβιου. Ο Γκυζ καταφερόταν εναντίον τού πείσματος των συναδέλφων του στο Ιερό Κολλέγιο και των ατέλειωτων ψηφοφοριών τους. Ο Σφόρτσα απάντησε ότι η λύση στο τρέχον πρόβλημά τους βρισκόταν στον Γκυζ. Οι Γάλλοι είχαν καταστρέψει την ευκαιρία εκλογής τού Πολ. Τώρα έπρεπε να εγκαταλείψουν τον δικό τους υποψήφιο, τον Σαλβιάτι. Μπορούσαν να υποστηρίξουν κάποιο άλλο μέλος τής δικής τους παράταξης, «το οποίο, αν και μπορεί να μην ήταν το πρόσωπο που ήθελαν ειδικά, έπρεπε τουλάχιστον να είναι άνθρωπος με καλή φήμη». Οι Γάλλοι είχαν κάνει το βάρος τους αισθητό. Η κούραση και η απέχθεια για το κογκλάβιο τούς είχε καταβάλει όλους. Αν η γαλλικανική παράταξη συνέχιζε να παρεμποδίζει την εκλογή, ίσως υπήρχε ξαφνική αποχώρηση από τις τάξεις τους, οπότε θα έχαναν.

Ο Γκυζ συμφώνησε να εγκαταλείψουν τον Σαλβιάτι. Πρότεινε τότε τον Μαρτσέλλο Τσερβίνι. Ο Σφόρτσα δήλωσε ότι ο Φαρνέζε και οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν θα τον αποδέχονταν, οπότε ο Γκυζ, «υπερπηδώντας τον Μαρτσέλλο, ανέφερε τον ντελ Μόντε με μάλλον έμμεσο τρόπο και τελικά τον πρότεινε, ενώ σε αυτό συμφώνησε ο Σφόρτσα ευχαρίστως και αμέσως». Τότε ο Σφόρτσα ζήτησε από τον Γκυζ να τα βρει με τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε (ut … cum Farnesio in gratiam redire vellet), γιατί οι δυο τους είχαν γίνει εχθρικοί ο ένας εναντίον τού άλλου από τις 19 Ιανουαρίου, όταν ο Γκυζ είχε κατηγορήσει τον Φαρνέζε ότι δεν τηρούσε την πίστη του απέναντί του.53 Θα χρειάζονταν την επιρροή τού Φαρνέζε για να πετύχουν τον στόχο τους. Ο Γκυζ ήταν πρόθυμος να αποκαταστήσει το ρήγμα.54

Ύστερα από το γεύμα στις 7 Φεβρουαρίου ο Φαρνέζε, περπατώντας κατά μήκος μιας από τις αίθουσες τού κογκλάβιου, έπεσε πάνω στους Ρανούτσιο, Σφόρτσα και Γκυζ. Η συνάντηση αναμφίβολα δεν ήταν τυχαία. Ο Φαρνέζε έδωσε στους τρεις φιλικό χαιρετισμό και άρχισαν όλοι συζήτηση. Οι Ρανούτσιο και Σφόρτσα σύντομα κατευθύνθηκαν αλλού. Οι Γκυζ και Φαρνέζε χάθηκαν σε σοβαρή συζήτηση, λέει ο κογκλαβιστής τού τελευταίου Σεμπαστιάνο Γκουαλτέριο,

ενώ, αν και φαινόταν ότι είχαν τελειώσει τη συνομιλία τους σε διαφωνία, είδα εγώ ο ίδιος τα δεξιά τους χέρια να ενώνονται κατά την αναχώρησή τους. Στη συνέχεια με κάλεσε ο Φαρνέζε και μού είπε να ενημερώσω αμέσως τον καρδινάλιο ντελ Μόντε ότι ο ίδιος και ο Γκυζ θα τού έφερναν εκείνη ακριβώς τη μέρα την εξασφάλιση τής μεγαλύτερης χαράς που είχε ποτέ. Εκτέλεσα αμέσως τις εντολές που είχα και ζήτησα από τον ντελ Μόντε να τούς περιμένει και τούς δύο στο κελί του [στη Σάλα Ντουκάλε].

Όμως ο ντελ Μόντε τούς ζήτησε να μην τού κάνουν την προτεινόμενη επίσκεψη, γιατί αν έρχονταν να τον δουν, ολόκληρο το κογκλάβιο θα έμπαινε σε υποψίες. Θα διαδίδονταν φήμες. Ζήτησε ακόμη να κάθονται μακριά από αυτόν στην Καπέλλα Παολίνα, όπου οι καρδινάλιοι περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας. «Και έτσι έγινε».

Κατά την ώρα τού εσπερινού ο Φαρνέζε φώναξε κρυφά τον Μαρτσέλλο Κρεσέντσι στο κελί του, και (πιθανώς με τη βοήθεια τού τελευταίου) κατάρτισε κατάλογο των καρδιναλίων, που θεωρούσε πιθανό ότι θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Αναζήτησε τον Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, ο οποίος ήταν άρρωστος, και πρότεινε ότι, αν ήθελε να κάνει μια χάρη στον παλιό του φίλο ντελ Μόντε, έπρεπε να καλέσει τον Χουάν Αλβάρεζ και να τού ζητήσει να συναινέσει στην εκλογή τού ντελ Μόντε. Ενώ ο Κάρπι ζητούσε την ψήφο τού Χουάν Αλβάρεζ, ο Φαρνέζε επέστρεψε στην Παολίνα. Παρέμεινε εκεί με αριθμό άλλων καρδιναλίων μέχρι περίπου τις 6 το απόγευμα, «μέχρι την πρώτη ώρα τής νύχτας» (ad primam usque noctis horam), ενώ ύστερα έφυγε για το κελί τού Μπερναρντίνο Μαφφέι, όπου κάλεσε έναν-έναν τούς βασικούς οπαδούς του. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι Κρεσέντσι, Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι (αργότερα Πίος Δ’), Σφόρτσα, Μαφφέι, Ντουράντε ντε Ντουράντι, Τζάκοπο Σαβέλλι, Αντρέα Κορνέρ, Μιγκέλ ντε Σίλβα, Όττο φον Τρούκσες και Τζούλιο ντέλλα Ρόβερε. Στο μεταξύ ο Γκυζ προσπαθούσε να κερδίσει δύο ή τρία μέλη τής γαλλικανικής παράταξης, να ψηφίσουν τον ντελ Μόντε. Λίγο μετά τις 6 το απόγευμα το κογκλάβιο ήταν γεμάτο φήμες: «αυτή η φήμη είχε απλωθεί σε όλο το συγκρότημα» (huius rei fama totum comitium pervagavit).

Τώρα οι Μορόνε, Γκονζάγκα, Μπαρτολομέ ντε λα Κουέβα, Πατσέκο, Μαντρούτσο και Τσίμπο, οι οποίοι ήσαν όλοι αντίθετοι με τον ντελ Μόντε, συγκεντρώνονταν στο κελί τού Μαντρούτσο. Βρίσκονταν σε προχωρημένη συζήτηση, όταν εμφανίστηκε ανάμεσά τους ο Φαρνέζε. Είπε ότι είχε βρεθεί στην ίδια ανάγκη όπως και εκείνοι και ότι για το κοινό καλό και για άλλους δικούς του λόγους είχε συναινέσει μαζί με τον Γκυζ για τον ντελ Μόντε. Επαίνεσε πολύ τον ντελ Μόντε, τις νομικές του γνώσεις, τη σύνεση και το ανεπίληπτο τής ζωής του και τη διοικητική του εμπειρία. Τούς παρακάλεσε να δηλώσουν τη δική τούς «ομόφωνη συγκατάθεση» (unanimi voluntate) για τον ντελ Μόντε, τον οποίο (ισχυρίστηκε) το μεγαλύτερο μέρος τού κογκλάβιου αποδεχόταν και θεωρούσε ως τον καλύτερο υποψήφιο. Η περαιτέρω διχόνοια θα έθετε σε κίνδυνο την Αποστολική Έδρα. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί οπαδοί δεν αντιμετώπισαν ευγενικά την έκκλησή του. Το κελί τού Μαντρούτσο βρισκόταν στη Σάλα Ρέτζια και οι ήχοι των διαμαρτυριών τους έφταναν στις απώτατες γωνίες τού κογκλάβιου.55

Μη έχοντας πετύχει τίποτε με τούς εκκλησιαστικούς υπηρέτες τού αυτοκράτορα, ο Φαρνέζε αποφάσισε να επισκεφτεί τον Χουάν Αλβάρεζ, «και παρά το γεγονός ότι είχε ήδη υποσχεθεί ότι θα υποστήριζε τον ντελ Μόντε», λέει ο Μαφφέι, «παρ’ όλα αυτά αρνήθηκε να τού αποτίσει σεβασμό (adorare) εκείνο το βράδυ, με το πρόσχημα ότι το επόμενο πρωί έλπιζε να πείσει και τούς άλλους έξι να τού αποτίσουν σεβασμό». Στάλθηκε ο Όττο φον Τρούκσες στους έξι φιλο-αυτοκρατορικούς, τούς οποίους ο Χουάν Αλβάρεζ υποστήριζε ότι ήθελε να στρατολογήσει για λογαριασμό τού ντελ Μόντε, αλλά εκείνοι παρέμεναν αμετακίνητοι στην αντίθεσή τους, μη θέλοντας να αναγνωριστεί ο τελευταίος ως πάπας με πράξη γενικής λατρείας (adoratio). Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν πιαστεί απροετοίμαστοι. Ύστερα από άλλον ένα γύρο ψηφοθηρίας, ο Φαρνέζε επέστρεψε στο κελί τού Χουάν Αλβάρεζ, όπου οι Πατσέκο και Τσίμπο τώρα προειδοποιούσαν τόσο τον Χουάν Αλβάρεζ όσο και τον Φαρνέζε ότι ο Κάρολος Ε’ είχε ήδη βάλει τον ντελ Μόντε στην αυτοκρατορική μαύρη λίστα (Montanum a Caesare veluti sibi suspectum exclusum esse). «Αλλά ο Φαρνέζε, ανασκοπώντας το νόημα όλων των επιστολών τού αυτοκράτορα, που είχαν σταλεί από τις αρχές τού κογκλάβιου, απέδειξε εύκολα ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια». Στην πραγματικότητα ο Κάρολος είχε «αποκλείσει» τον ντελ Μόντε (και τον ντε Κούπις), αλλά ο Ντιέγκο ντε Μεντόζα, ο οποίος έπαιζε μερικές φορές το δικό του παιχνίδι, δεν είχε επιβεβαιώσει ρητά το γεγονός, προφανώς νομίζοντας ότι ήταν περιττό να αυξήσει τούς εχθρούς τού αυτοκράτορα στο Ιερό Κολλέγιο.56

Ο Μιγκέλ ντε Σίλβα προσχωρούσε τώρα στις αυξανόμενες τάξεις των οπαδών τού ντελ Μόντε. Ενώ ο Φαρνέζε ήταν απασχολημένος με τούς Χουάν Αλβάρεζ, Πατσέκο και Τσίμπο, όπως μάς λέει ο καρδινάλιος Μαφφέι, ο Σαρλ ντε Γκυζ ξεπρόβαλλε από το κελί τού Ζαν ντε Λωρραίν. Τον ακολουθούσαν είκοσι καρδινάλιοι, καθώς κατευθυνόταν «στο παρεκκλήσι που χτίστηκε από τον Παύλο Γ’», προειδοποιώντας τον Φαρνέζε ότι δεν έπρεπε να χάσουν καθόλου χρόνο. Ο Μασσαρέλλι αναφέρει επίσης ότι ο Γκυζ είχε προσκομίσει εικοσιμία ψήφους υπέρ τού ντελ Μόντε, στις οποίες επρόκειτο να προστεθούν εκείνες των Σίλβα και Νικκολό ντε Γκάντι. Ο Γκυζ και οι οπαδοί του χρειάζονταν μόνο άλλες οκτώ ψήφους για να κάνουν πάπα τον ντελ Μόντε. Υπήρχαν τώρα στο κογκλάβιο σαρανταεπτά καρδινάλιοι και έτσι απαιτούνταν τριανταμία ψήφοι για πλειοψηφία δύο τρίτων. Οι Φαρνεζιάνι είχαν συγκεντρωθεί στο κελί τού Μαφφέι και τώρα συνέρρεαν όλοι πίσω από τον Γκυζ και τούς είκοσι οπαδούς του. Ερχόταν και ο Φαρνέζε, ακριβώς μπροστά από τη δική του ομάδα, προχωρώντας δίπλα στον Χουάν Αλβάρεζ και τον Φρανσίσκο ντε Μεντόζα, τον οποίο είχε πείσει ότι η εκλογή τού ντελ Μόντε ήταν η μόνη διέξοδος από το αδιέξοδο, το οποίο όπως φαινόταν σκανδάλιζε την Ευρώπη.

Ο Γκυζ είχε παρατηρήσει ότι δεν είχε εμφανιστεί ο γαλλόφιλος ντε Κούπις. Έστειλε τον Ζαν ντυ Μπελλαί και τον Τιμπέριο Κρίσπι να τον φέρουν. Ο δυστυχής ντε Κούπις, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, έτρεφε την ελπίδα ότι θα ανέβαινε ο ίδιος στον θρόνο, «και είχε πειστεί ότι αυτός θα ήταν εκείνος», λέει ο Μαφφέι, «που επρόκειτο να εκλεγεί ανώτατος ποντίφηκας εκείνη τη μέρα». Με δυσκολία παρακινήθηκε να ακολουθήσει τούς ντυ Μπελλαί και Κρίσπι. Ύστερα ο ντυ Μπελλαί πήγε στο κελί τού Μαντρούτσο, για να εκλιπαρήσει τούς έξι ανένδοτους φιλο-αυτοκρατορικούς, τούς Πατσέκο, Κουέβα, Γκονζάγκα, Μορόνε, Τσίμπο και τον ίδιο τον Μαντρούτσο, να προσθέσουν τις ψήφους και τις φωνές τους στη χορωδία τής «λατρείας», για την αναγνώριση τού ντελ Μόντε ως πάπα. Οι Μορόνε και Τσίμπο ακολούθησαν τον ντυ Μπελλαί στην Παολίνα, αλλά όχι οι Πατσέκο, Κουέβα, Γκονζάγκα και Μαντρούτσο. Εξακολουθούσαν να παραμένουν νομιμόφρονες σε μια χαμένη υπόθεση. Για προφανείς λόγους ο ντελ Μόντε δεν είχε πάει στο παρεκκλήσι, ενώ ο Κάρπι, ο οποίος είχε συναινέσει στην ανύψωση τού ντελ Μόντε, ήταν πολύ άρρωστος για να πάει.

Σαρανταένας καρδινάλιοι είχαν έτσι συγκεντρωθεί στην Καπέλλα Παολίνα. Ειπώθηκε στους κογκλαβιστές να φύγουν. Η πόρτα κλειδώθηκε. Σχεδόν αμέσως όλοι οι παρόντες ανακήρυξαν τον ντελ Μόντε πάπα, λέει ο Μασσαρέλλι, «ομόφωνα με δυνατή φωνή» (alto voce unanimiter), οπότε οι Φαρνέζε και Γκυζ έφυγαν από το παρεκκλήσι και «πιασμένοι από το χέρι» (iunctis invicem manibus) έτρεξαν στο κελί τού ντελ Μόντε. Τον βρήκαν, λέει ο Μαφφέι, καθισμένο πάνω σε μπαούλο. Συγκινημένοι και χαρούμενοι, τού είπαν ότι είχε επιλεγεί πάπας. Φίλησαν το γόνατό του σε ένδειξη σεβασμού (genu exosculato adorant), οι πρώτοι που υπέβαλλαν την υπακοή τους στον νέο ποντίφηκα. Τον οδήγησαν στην Παολίνα. Οι καρδινάλιοι έσπευσαν να τούς χαιρετήσουν, προσπαθώντας να αγκαλιάσουν και τούς τρεις. Τα ονόματα των παρόντων καρδιναλίων είχαν ήδη καταγραφεί ως μέρος τού νομικού ιστορικού. Τώρα προχωρούσαν σε σύμφυρμα από όλες τις πλευρές για να χαιρετήσουν τη νέα Αγιότητά του, κάποιοι φωνάζοντας, κάποιοι μιλώντας απαλά. Κανείς δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγε ο ντελ Μόντε. Ο αρχιμανδρίτης, ο ντε Κούπις, τούς προειδοποίησε να τελειώνουν με την ταραχή και τη σύγχυση και να προχωρήσουν με την κατάλληλη τάξη στη «λατρεία».

Η προτροπή τού ντε Κούπις πέτυχε κάποιο μέτρο ησυχίας στο παρεκκλήσι. Έφεραν μέσα έναν παπικό θρόνο και τον τοποθέτησαν μπροστά στην αγία τράπεζα. Ο ντελ Μόντε κάθισε στον θρόνο. Οι καρδινάλιοι πήραν τις συνηθισμένες θέσεις τους, καθισμένοι στα μικρά σκαμπό που τούς είχαν φέρει οι κογκλαβιστές. Ύστερα ο τελετάρχης διάβασε με δυνατή φωνή τα ονόματα όλων των παρόντων καρδιναλίων, «οι οποίοι με την ομόφωνη ψήφο τους», λέει ο Μασσαρέλλι,

εξέλεγαν τώρα τον σεβασμιότατο άρχοντα καρδινάλιο ντελ Μόντε ως ανώτατο ποντίφηκα και στη συνέχεια εκφράζοντας την αποδοχή τους, όλοι [οι καρδινάλιοι], με πρώτο τον σεβασμιότατο αρχιμανδρίτη, τον πλησίαζαν καθώς καθόταν στον αρχιερατικό θρόνο και αφού τον προσκυνούσαν με τον συνηθισμένο τρόπο, τον φιλούσαν. Τούς δέχτηκε όλους με πατρικό τρόπο και αγάπη, όχι χωρίς δάκρυα. Όταν χτυπούσε η τέταρτη ώρα τής νύχτας, δεν είχαν ακόμη υποβάλει όλοι την υπακοή τους.

Ήταν 10 μ.μ. Όταν έφτασε στο τέλος της η «τελετή λατρείας» (cerimonia adorationis), ο ντελ Μόντε δήλωσε ότι αποδεχόταν την εκλογή. Ζήτησε επίσης τη σύνταξη «δημόσιου εγγράφου» προς επιβεβαίωση, δηλώνοντας ότι αν γινόταν άλλη ψηφοφορία «σε σχέση με την ίδια εκλογή», δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να συνιστά παρέκκλιση από τη δράση που είχε μόλις αναληφθεί στο κογκλάβιο. Ο ντελ Μόντε προερχόταν από οικογένεια νομικών. Νομικός ο ίδιος, είχε διδαχτεί να σκέφτεται το μέλλον. Μετά τη διαδικασία οι καρδινάλιοι τον συνόδευσαν στο κελί του. Όταν έφτασαν εκεί, ο ντε Κούπις τον ρώτησε τι όνομα θα διάλεγε. Απάντησε ότι επιθυμούσε να ονομαστεί Ιούλιος Γ’, στη μνήμη τού Ιουλίου Β’, ο οποίος είχε ανυψώσει αρχικά σε περιωπή την οικογένεια ντελ Μόντε, κάνοντας καρδινάλιο τον θείο τού Αντόνιο (το 1511).

Λίγο αργότερα οι Μαντρούτσο, Γκονζάγκα, Πατσέκο και Κουέβα, οι οποίοι είχαν αρνηθεί «να προσχωρήσουν με τούς άλλους στη λατρεία (adoratio)», ήρθαν επίσης στο κελί του και απέτισαν σεβασμό. Πρόσφεραν μια εξήγηση για την καθυστέρηση τους, την οποία ο ντελ Μόντε αποδέχτηκε ευγενικά, λέγοντας ότι καταλάβαινε ότι έπρεπε να σέβονται ορισμένες υποχρεώσεις. Όμως θα τούς θεωρούσε πάντοτε μεταξύ των πιο αγαπημένων αδελφών και υιών του «και τούς απάλλαξε φιλικά και χαρούμενα» (eosque benevolo hilarique vultu dimisit).

Στη συνέχεια ο ντελ Μόντε προσπάθησε να δειπνήσει, όπως και οι καρδινάλιοι, αλλά δεν τα κατάφερε. Διάφοροι ευγενείς, ιεράρχες και μέλη τού νοικοκυριού τού νέου πάπα ορμούσαν στο κογκλάβιο. Άνοιγαν τρύπες στους τοίχους, γκρέμιζαν πόρτες και έσπαγαν παράθυρα. Η είδηση τής εκλογής δεν είχε μπορέσει να κρατηθεί μυστική. Κανένας δεν άκουγε εντολές, ούτε καν όταν προέρχονταν από τον ίδιο τον πάπα. Κοιμήθηκαν λίγο εκείνη τη νύχτα, καθώς ο πάπας, οι καρδινάλιοι και οι κογκλαβιστές σκέφτονταν όλοι το μέλλον, «ενδιαφερόμενοι για τα δικά τους συμφέροντα» (rebus suis consulentes).57

Η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο 8 Φεβρουαρίου (1550). Ήταν η εβδομηκοστή δεύτερη μέρα τού κογκλάβιου. Νωρίς το πρωί στις 6:00 π.μ. (hora 12) οι καρδινάλιοι άρχισαν να επισκέπτονται τον ντελ Μόντε, που ήταν ντυμένος ανεπίσημα, αλλά με αρχιερατική ενδυμασία. Είχαν να υποβάλουν αιτήματα ή να τακτοποιήσουν άλλα ζητήματα, ενώ στη συνέχεια πήγαν στην Παολίνα. Όταν ο ντελ Μόντε έφυγε από το κελί του, αυτό σχίστηκε σε κομμάτια και λεηλατήθηκε. Ο παπικός σκευοφύλακας [Τζιοβάννι Τζάκοπο Μπάρμπα, επίσκοπος τού Τεράμο] έκανε τη λειτουργία στην Παολίνα, όπου ο ντελ Μόντε, τώρα «ως καρδινάλιος» (in habitu cardinalis), καθόταν στη συνηθισμένη του θέση, μετά τον Σαλβιάτι, «ο οποίος είναι επίσκοπος Πόρτο και αρχιερέας τής Παλεστρίνα» (qui est episcopus Portuensis, et pontifex erat Praenestinensis). Έγινε ψηφοφορία. Όλα τα ψηφοδέλτια έφεραν μόνο το όνομα τού ντελ Μόντε, εκτός από το δικό του, στο οποίο είχε γράψει το όνομα τού Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, τού καρδινάλιου επισκόπου τού Μπούργκος. Τώρα ο ντελ Μόντε ντυνόταν με παπικά άμφια, ανέβαινε στον θρόνο και δεχόταν την «υπακοή» κάθε μέλους τού Ιερού Κολλέγιου. Στις 9 π.μ. (hora 15) ο καρδινάλιος Ιννοτσέντσο Τσίμπο ανακοίνωσε στον λαό την εκλογή τού Ιουλίου Γ’. Στη συνέχεια ο πάπας μεταφέρθηκε στον ναό τού Αγίου Πέτρου, όπου επιτράπηκε σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων να προχωρήσει προς τα εμπρός για να φιλήσει τα πόδια του. Ύστερα μεταφέρθηκε «κουρασμένος και συγκλονισμένος» στο Ανάκτορο τού Βατικανού. Τον ακολούθησε μεγάλο πλήθος, φωνάζοντας «Ζήτω ο πάπας!» (Viva il papa!)58

Η εκλογή τού Ιουλίου Γ’ ήταν απροσδόκητη. Αν και είχε λάβει δέκα ψήφους στις 12 Δεκεμβρίου (1549) και εννέα κατά την επόμενη μέρα, ο γενικός του μέσος όρος ήταν περίπου πέντε ψήφοι ανά ψηφοφορία, που αυξάνονταν μερικές φορές σε επτά ή οκτώ και έπεφταν συχνά στις δύο ή τρεις. Ο Κάρολος Ε’ και ο Ερρίκος Β’, έχοντας υποστηρίξει σθεναρά τούς υποψηφίους τής επιλογής τους, ήσαν και οι δύο πικρά απογοητευμένοι από το τελικό αποτέλεσμα τού κογκλάβιου. Όμως ο Ρωμαϊκός λαός ήταν πολύ χαρούμενος που είχε επιτέλους πάπα, ενώ χαρούμενος ήταν και ο Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας, ο οποίος ήθελε εξαρχής να δει τον ντελ Μόντε να εκλέγεται. Ο Ιούλιος ξεκίνησε την παπική του θητεία με διάφορες χειρονομίες γενναιοδωρίας, συμπεριλαμβανομένης τής κατάργησης τού φόρου μύλων-και-σιτηρών στη Ρώμη.

Σύμφωνα με τη διομολόγηση τής 19ης Νοεμβρίου (1549),59 διέταξε την επιστροφή τής Πάρμας στον Οττάβιο Φαρνέζε στις 9 Φεβρουαρίου (1550), μέρα την οποία ο Μασσαρέλλι αποκαλεί «πρώτη μέρα τής παπικής του θητείας» (prima dies pontificatus sui). Ο Καμίλλο Ορσίνι είχε επιμείνει για την κατοχή τής Πάρμας, όπως είδαμε, μέχρι την εκλογή τού νέου πάπα, τις εντολές τού οποίου θα υπάκουε κατά πάσα πιθανότητα. Ο Ορσίνι ισχυριζόταν τώρα ότι είχε δαπανήσει 20.000 δουκάτα ή «σκούδα» για τη «φρούρηση αυτής τής πόλης» (custodia ipsius civitatis), για την οποία ζητούσε την επιστροφή των χρημάτων. Δεδομένου ότι ο Οττάβιο δεν είχε τα χρήματα, ο Ιούλιος διέταξε να καταβληθεί το ποσό γι’ αυτόν και ο Ορσίνι εγκατέλειψε την πόλη χωρίς περισσότερη φασαρία.60

Ο Μασσαρέλλι αναφέρει συχνά την «απίστευτη γενναιοδωρία προς όλους» (incredibilis erga omnes liberalitas) τού Ιουλίου και πραγματικά η γενναιοδωρία του ήταν προφανώς υπερβολική. Μετά την εκλογή του ο Ιούλιος εγκατέλειψε την επισκοπή τής Παβίας, την οποία έθεσε στη διάθεση τού Έρκολε Γκονζάγκα, ύστερα από αίτηση τού οποίου επαναδιορίστηκε στην έδρα αυτή ο Τζιρολάμο Ρόσσι. Ο Ρόσσι είχε απομακρυνθεί το 1540-1541, λόγω τής συμμετοχής του σε μια ανθρωποκτονία και άλλα εγκλήματα, αλλά ήταν φίλος τού Φερράντε Γκονζάγκα, τού αυτοκρατορικού (και αγέρωχου) κυβερνήτη τού Μιλάνου. Μετά τον διορισμό του στην επισκοπή τής Παβίας (το 1544), ο Ιούλιος, ως καρδινάλιος ντελ Μόντε και πρόεδρος τής Συνόδου τού Τρεντ, είχε κληθεί να εμφανιστεί ενώπιον δυο λαϊκών δικαστών, οι οποίοι ήσαν γερουσιαστές στο Μιλάνο. Κατά τη γνώμη τού Μασσαρέλλι η κλήτευση αποτελούσε μεγάλο αίσχος (res inaudita et memoratu digna).

Ο Φερράντε ισχυριζόταν ότι λόγω των εγκλημάτων τού προκατόχου τού ντελ Μόντε, τού δικού του καλού φίλου, τα φέουδα τής επισκοπής τής Παβίας είχαν μεταβιβαστεί στο αυτοκρατορικό ταμείο. Τα εν λόγω φέουδα κατασχέθηκαν όταν ο ντελ Μόντε αρνήθηκε να υπακούσει στην κλήτευση, «έτσι ώστε όλοι να μπορούν να δουν το είδος τής τάξης που διατηρείται σε αυτό το κράτος τού Μιλάνου υπό τον αυτοκράτορά μας», είχε γράψει ο Μασσαρέλλι (στις 15 Μαρτίου 1548),

και, ακόμη χειρότερα, αυτό έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε έχοντας ο καρδινάλιος στερηθεί τα φέουδα, να επιστραφούν αυτά στον ίδιο τον άρχοντα Τζιρολάμο … έτσι ώστε ούτε η Εκκλησία, ούτε το αυτοκρατορικό ταμείο, ούτε ο καρδινάλιος [αποκομίζει τα έσοδα], αλλά αυτός ο δολοφόνος θα σπαταλά τα αγαθά τής Εκκλησίας!61

Ο Έρκολε Γκονζάγκα ήταν φυσικά αδελφός τού Φερράντε και ο ίδιος είχε αντιταχθεί στην εκλογή τού ντελ Μόντε, φοβούμενος ότι ως πάπας ο ντελ Μόντε θα έπαιρνε εκδίκηση για τα πλήγματα και την κακοποίηση που είχε υποστεί ως συνέπεια τής υπόθεσης Ρόσσι. Καθώς ο Μασσαρέλλι περιγράφει τις επιδοτήσεις που έκανε τώρα ο Ιούλιος Γ’ (στις 9 Φεβρουαρίου 1550), δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί τη γραμμή τού Γιουβενάλ «αγανάκτησε εναντίον» (facit indignatio versum), όταν ο Μασσαρέλλι έρχεται στη συγχώρηση τού Ρόσσι και στην αποκατάστασή του στη θλιβερή επισκοπική έδρα τής Παβίας. Επιπλέον, παρά τα πλήγματα που είχε υποστεί ο Ιούλιος από τα χέρια τού Φερράντε Γκονζάγκα, τον συγχώρησε και μάλιστα τού δώρισε 4.000 δουκάτα από τα «λάφυρα» ή την περιουσία τού Μπενεντέττο Ακκόλτι (πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου 1549), τού καρδινάλιου τής Ραβέννας, άλλου δυσάρεστου φίλου των Γκονζάγκα.62

Ο Μαντρούτσο, ο οποίος ήταν ένας από τούς τέσσερις απείθαρχους φιλο-αυτοκρατορικούς που είχαν αντιταχθεί στην εκλογή τού Ιουλίου Γ’, είχε προσπαθήσει για περισσότερο από δύο χρόνια να συλλέξει 10.000 δουκάτα από την Αγία Έδρα, για τα έξοδα στα οποία ισχυριζόταν ότι είχε υποβληθεί κατά τη διάρκεια τής περιόδου που η σύνοδος είχε εγκατασταθεί στην επισκοπική του πόλη τού Τρεντ. Ούτε ο Παύλος Γ’, ούτε μετά τον θάνατό του το Ιερό Κολλέγιο είχαν κρίνει σκόπιμο να ανταποκριθούν στην αξίωση. Όπως παρατηρεί ο Μασσαρέλλι, ο Μαντρούτσο μπορούσε κάλλιστα να αναμένει ότι ο Ιούλιος θα τον έπαιρνε ακόμη λιγότερο υπόψη, αλλά όχι, ο νέος πάπας τακτοποίησε στο διπλάσιο το ποσό που είχε ζητηθεί. Διέταξε να πληρωθούν στον άρχοντα καρδινάλιο τού Τρεντ 20.000 δουκάτα για τις «ζημιές και απώλειες» (incommoda et damna) που έλεγε ότι είχε υποστεί.63

Στις 16 Φεβρουαρίου (1550) ο Ιούλιος διόρισε τον Πέδρο ντε Τολέδο, τον αδελφό και κογκλαβιστή τού καρδινάλιου Χουάν Αλβάρεζ, ως απεσταλμένο του στον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’. Ο Δον Πέδρο έπρεπε να πει στον αυτοκράτορα ότι ο Ιούλιος δεν είχε επιδιώξει την ψήφο κανενός καρδιναλίου και δεν είχε εμπλακεί σε καμία μηχανορραφία «για να φτάσει στο παπικό αξίωμα» (per venire al pontificato). Χρειαζόταν ειρήνη για να αντιμετωπιστούν οι δύο μεγάλες πληγές τής χριστιανοσύνης, οι Λουθηρανοί και οι Τούρκοι. Ο Δον Πέδρο έπρεπε να μεταφέρει την έκκληση τού πάπα προς τον Κάρολο, να καταλήξει σε «αληθινή και τέλεια ενότητα και φιλία και κατανόηση … με τον χριστιανικότατο βασιλιά [Ερρίκο Β’] και τούς άλλους χριστιανούς βασιλείς και ηγεμόνες». Οι οδηγίες προς τον Δον Πέδρο περιέχουν επίσης την πρόταση ότι ο Ιούλιος ήταν πρόθυμος να επαναλάβει τις εργασίες τής ανασταλείσας συνόδου.64 Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Ιούλιος διόριζε τον Αλεσσάντρο Ροζέττο, ηγούμενο και προφανώς κογκλαβιστή τού Σαρλ ντε Μπουρμπόν, να πάει σε παρόμοια αποστολή στον Ερρίκο Β’.65

Ο χρόνος θα έκρινε την παπική θητεία τού Ιουλίου, αλλά τα πάντα θα εξαρτιούνταν από τις σχέσεις του με τον Κάρολο Ε’ και τον Ερρίκο Β’. Ο τελευταίος θεωρούσε τούς Λουθηρανούς —και τούς Τούρκους— ως ευπρόσδεκτους σύμμαχους εναντίον των Αψβούργων. Η παπική πολιτική ήταν πάντοτε αντι-λουθηρανική και αντι-τουρκική. Ο Ιούλιος είχε αρχίσει τη δημόσια σταδιοδρομία του ως αρχιεπίσκοπος τού Σιπόντο κηρύσσοντας κατά των Τούρκων στην πέμπτη συνεδρίαση τής Συνόδου τού Λατερανού (στις 16 Φεβρουαρίου 1513, όταν ήταν εικοσιπέντε ετών). Όμως οι Αψβούργοι και οι Βαλώνοι διαφωνούσαν σε κάθε μέτωπο. Η άρνηση τού αυτοκράτορα να αναγνωρίσει τον Οττάβιο Φαρνέζε ως δούκα τής Πάρμας (και η άρνησή του να επιστρέψει την Πιατσέντσα, την οποία οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν καταλάβει μετά τη δολοφονία τού Πιερλουίτζι, πατέρα τού Οττάβιο) οδηγούσε τον Οττάβιο στα χέρια των Γάλλων. Ο Ερρίκος Β’ γινόταν αρκετά πρόθυμος να δει τον Οττάβιο στην Πάρμα. Μάλιστα θα τον βοηθούσε να φτάσει εκεί και να παραμείνει εκεί. Ο Ερρίκος δεν ήθελε να δει τη σύνοδο στο Τρεντ, αλλά ο Κάρολος ήταν αποφασισμένος ότι η σύνοδος έπρεπε να επαναλάβει τις συνεδριάσεις της εκεί. Ο Ιούλιος ήθελε να συμφιλιώσει όχι μόνο τούς Αψβούργους με τούς Βαλώνους, πράγμα που απαιτούσε η ηρεμία τής παπικής του θητείας, αλλά και τούς Γκονζάγκα με τούς Φαρνέζε.66 Λάτρης των απολαύσεων και αναποφάσιστος, φοβισμένος και ασυνεπής, ο Ιούλιος αποδείχτηκε άνισος τής ευθύνης την οποία, «ελλείψει καλύτερου» (faute de mieux) το κογκλάβιο είχε ωθήσει πάνω του.

Ο Ιούλιος στέφθηκε περίπου στις 2 μ.μ. στις 22 Φεβρουαρίου «επισήμως, με μεγάλη πομπή» (solemniter cum maxima Pompa) στα σκαλιά τού Αγίου Πέτρου, παρουσία σαρανταδύο καρδιναλίων και διαφόρων πρεσβευτών στην Αγία Έδρα. Ο Μασσαρέλλι πίστευε ότι δεν είχε ξαναφανεί τέτοιο πλήθος στη Ρώμη, καθώς συγκεντρώνονταν άνθρωποι για να παρακολουθήσουν τη στέψη. Στη συνέχεια ο Ιούλιος παρέθεσε δείπνο στους καρδιναλίους και τούς πρεσβευτές στη Σάλα ντι Κοσταντίνο στο Ανάκτορο τού Βατικανού. Το πρωί τής 24ης τού μηνός άρχισε το Ιωβηλαίο έτος 1550 πηγαίνοντας με τούς καρδιναλίους και αριθμό ιεραρχών στην Καπέλλα Σιξτίνα, όπου φόρεσαν τα προβλεπόμενα άμφια και στη συνέχεια κατέβηκαν στη στοά τού Αγίου Πέτρου, κρατώντας καθένας ένα αναμμένο δαδί. Διάβασαν προσευχές και έψαλλαν μπροστά από τη χτισμένη Αγία Πύλη (Porta Santa), την πλαϊνή είσοδο στα δεξιά. Ο πάπας χτύπησε την Πύλη με [ασημένιο] σφυρί. Στη συνέχεια άρχισαν όλοι δουλειά, «έτσι ώστε μέσα σε ριπή οφθαλμού ο τοίχος γκρεμίστηκε, η πόρτα άνοιξε, ο πάπας πέρασε πρώτος με ακάλυπτο κεφάλι και ακολούθησαν όλοι οι καρδινάλιοι και ιεράρχες».67 Στη συνέχεια μπορούσε να περάσει ο κόσμος.

Ο Ιούλιος Γ’ ήταν ψηλός στο ανάστημα, με ρέουσα γενειάδα και όψη αγρότη, μικρό στόμα και μεγάλη μύτη, τραχύς στους τρόπους και πολλές φορές στην ομιλία, ευέξαπτος, αλλά πολύ εγκάρδιος, άστατος, αμέριμνος και δοσμένος στην απόλαυση τής ζωής. Περισσότερο λαίμαργος παρά καλοφαγάς, τού άρεσαν οι «χωριάτικες και πλούσιες τροφές» (rustici et crassiores cibi), ειδικά τα μεγάλα κρεμμύδια που τού έστελναν από τη Γκαέτα. Τού άρεσε η μουσική και οι θεατρικές παραστάσεις, ενώ ήταν λάτρης τού κυνηγιού, όταν το επέτρεπε η ποδάγρα του, καθώς και των τυχερών παιχνιδιών, στα οποία δεν παρέμβαινε η ποδάγρα. Σύμφωνα με τούς Ονόφριο Πανβίνιο, Γιόχαν Σλάινταν και Ματτέο Ντάντολο, η ηθική τού Ιουλίου ήταν ύποπτη. Ο Ντάντολο μάς πληροφορεί ότι, ενώ ο Ιούλιος ήταν λεγάτος στην Πάρμα, είχε ένα πίθηκο, τον οποίος σε μία περίπτωση είδε μπλεγμένο με ένα παιδί τού δρόμου (un piccolo furfantello), το οποίο κατάφερε γενναία να απελευθερωθεί και ακόμη και να επιστρέψει για να αντιμετωπίσει και πάλι τον πίθηκο. Ο Ιούλιος συμπάθησε πολύ το αγόρι και τον έφερε στο νοικοκυριό του, σαν να ήταν γιος ή ανηψιός. Επιπλέον ο Ιούλιος έβαλε τον αδελφό του Μπαλντουίνο [Μπαλντοβίνο] να υιοθετήσει το αγόρι, στο οποίο έδωσαν το όνομα Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε. Η σταδιοδρομία τού Ιννοτσέντσο θα ήταν το μεγάλο σκάνδαλο τής παπικής θητείας τού ευεργέτη του.68

Τα πρώτα σημάδια τής αφοσίωσης τού Ιουλίου Γ’ στην οικογένειά του, μετά την εκλογή του, εμφανίστηκαν στις 26 Φεβρουαρίου, όταν ο αδελφός του Μπαλντουίνο ήρθε να ζήσει ως φιλοξενούμενός του στο Ανάκτορο τού Βατικανού, όπου τού δόθηκε διαμέρισμα στον Πύργο Βοργία (Torre Borgia). Το πρώτο μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο τής παπικής του θητείας πραγματοποιήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, όταν εξέφρασε την πρόθεσή του για μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας και για προσπάθεια επίτευξης ειρήνης στην Ευρώπη. Η πρώτη ακρόαση που χορήγησε σε επισκέπτη βασιλικής κοινωνικής θέσης ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα, όταν υποδέχθηκε τη Μαργαρίτα, φυσική κόρη τού Καρόλου Ε’ και σύζυγο τού Οττάβιο Φαρνέζε, «με τη μεγαλύτερη τιμή», στη Δεύτερη Αίθουσα (Άουλα Σεκούντα, Σάλα Ντουκάλε), η οποία πρέπει να είχε χρειαστεί πολύ καθάρισμα μετά το κογκλάβιο. Και ο πρώτος καρδινάλιος που δημιούργησε ήταν ο Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε, ο «υιοθετημένος ανηψιός του» (nepos adoptivus), τού οποίου η απερίσκεπτη αναγόρευση έγινε στις 30 Μαΐου (1550), σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στη Σάλα ντι Κοσταντίνο.

Στις 4 Μαρτίου ο Ιούλιος είχε λάβει επιστολή με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου από τον παπικό νούντσιο στην αυλή τού Ερρίκου Β’. Ο νούντσιος είχε γράψει ότι ο βασιλιάς, η βασίλισσα και όλοι οι ευγενείς στην αυλή είχαν υποδεχτεί την είδηση της εκλογής του με «απίστευτη χαρά», την οποία ο Ιούλιος πρέπει να εύρισκε πραγματικά απίστευτη. Παρόμοια επιστολή τής 25ης Φεβρουαρίου από τον Πιέτρο Μπερτάνο, επίσκοπο τού Φάνο και νούντσιο στην αυτοκρατορική αυλή, η οποία βρισκόταν τότε στις Βρυξέλλες, έφερνε την είδηση τής χαράς τού Καρόλου Ε’ για την εκλογή, που δεν ήταν τίποτε λιγότερο από υπερβολή.

Κάθε μέρα ο Ιούλιος εύρισκε κάτι νέο να κάνει. Στις 12 Μαρτίου πήγε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπου δείπνησε και πέρασε τη νύχτα, αναμφίβολα διασκεδάζοντας καθώς εξέταζε τον θησαυρό κοσμημάτων, πολύτιμων λίθων και χρυσών και ασημένιων αγγείων. Όμως υπήρχε απογοήτευση στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν χρήματα στο Καστέλλο. Ο Παύλος Γ’ είχε αφήσει 260.000 δουκάτα, τα οποία είχαν όλα δαπανηθεί κατά τη διάρκεια τής μεσοβασιλείας, εκτός από 12.000 δουκάτα, «που έχουν ήδη καταναλωθεί» (quae iam consumpta sunt). Ο Ιούλιος και η κούρτη είχαν ήδη ξοδέψει αυτό το μικρό υπόλοιπο.69 Η παπική του θητεία είχε αρχίσει. Τα χρήματα ήσαν πρόβλημα. Θα ήσαν πάντοτε πρόβλημα.

Το έκτο ημερολόγιο Μασσαρέλλι καλύπτει το πρώτο ενάμιση έτος τής παπικής θητείας τού Ιουλίου μέρα με τη μέρα, δίνοντάς μας εικόνα για τις υποθέσεις και τα γεγονότα στην κούρτη και στη Ρώμη, όχι διαφορετική από εκείνη που παρείχε το τελετουργικό ημερολόγιο τού Γιόχαν Μπούρχαρτ μισό αιώνα νωρίτερα. Οι δούκες τού Ουρμπίνο και τής Φερράρας ήρθαν στην Ρώμη προσωπικά, για να υποβάλουν δημόσια υπακοή στον νέο πάπα, ενώ ο Κάρολος Ε’ έστειλε έναν Ισπανό ευγενή, τον Δον Λούις ντε Άβιλα και ο Ερρίκος Β’ έδωσε εντολή στον πρεσβευτή του Κλωντ ντ’ Ουρφέ, «να φιλήσει τα πόδια τής Αγιότητάς του» (ad deosculandos pedes Sanctitatis suae). Ο Ιούλιος είχε προγραμματίσει στις 24 Μαρτίου να αναλάβει κατοχή τού Λατερανού, «της πρώτης εκκλησίας και κεφαλής όλων των εκκλησιών σε ολόκληρο τον κόσμο», τού καθεδρικού ναού των παπών στη Ρώμη. Όμως η πομπή σταμάτησε από δυνατή βροχή και η κατοχή (possesso) έπρεπε να αναβληθεί για μεταγενέστερη ημερομηνία.

Ο πάπας βρήκε καταφύγιο στο μοναστήρι των Δομινικανών Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, όπου πέρασε τη νύχτα, «πράγμα που έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση, δεδομένου ότι το επόμενο πρωί θα γινόταν εκεί επίσημη αρχιερατική λειτουργία, στην οποία η Αγιότητά του ήθελε να είναι παρών». Την επόμενη μέρα (25 Μαρτίου) ήταν η γιορτή τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου. Ύστερα από τη λειτουργία, σύμφωνα με έθιμο δεκαετιών, 150 άπορα κορίτσια δίνονταν σε γάμο. Καθεμιά έπαιρνε ως προίκα «150 παλιά φλουριά, που αξίζουν σαράντα χρυσά σκούδα». Ο ίδιος ο πάπας έδινε σε καθεμιά από τις «φτωχές γυναίκες» (virgines pauperes) ένα λευκό μεταξωτό πορτοφόλι που περιείχε τα χρήματα.70

Ο Ιούλιος δεν βρήκε χρόνο για την κατοχή (possesso) μέχρι τις 24 Ιουνίου (1550), μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ιωάννη τού Βαπτιστή. Δεδομένου ότι η μέρα τού Αγίου Ιωάννη ήταν (και εξακολουθεί να είναι) μέρα γιορτής στη Φλωρεντία, οι Φλωρεντινοί στη Ρώμη ήθελαν να δώσουν στον λαό «κάποια θεάματα» (aliqua spectacula) προς τιμήν τού πολιούχου τους. Προφανώς το κύριο θέαμα, τουλάχιστον στο μυαλό τού Μασσαρέλλι, δεν ήσαν οι αγώνες ταυρομαχίας στην (τότε) Πιάτσα Πόντε Σαντ’ Άντζελο, αλλά η ανάβαση ενός παλαβού Τούρκου με σχοινί στον μαρμάρινο άγγελο στην κορυφή τού Καστέλλο.71

Ο Ιούλιος φαίνεται ότι απολάμβανε την καθημερινότητα των τελετών στα παρεκκλήσια Σιξτίνα και Παολίνα, στον ναό τού Αγίου Πέτρου και στις άλλες εκκλησίες στη Ρώμη και ιδιαίτερα τα δείπνα στο Βατικανό και αλλού, όπως για παράδειγμα στη «Βίλλα Μαντάμα» τής Μαργαρίτας τής Αυστρίας, στη βόρεια πλαγιά τού Μόντε Μάριο. Αλλά η υγεία του δεν ήταν καλή και έπασχε από ποδάγρα, αρθρίτιδα και «συνάχι». Ο αυτοκρατορικός πρέσβης Ντιέγκο ντε Μεντόζα είχε αρχίσει να πιέζει για την επανάληψη τής Συνόδου στο Τρεντ, ενώ οι περισσότεροι από τούς καρδιναλίους πίστευαν ότι ο πάπας έπρεπε να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες τού αυτοκράτορα. Όταν ο Σεμπαστιάνο Πιγκίνο, τώρα αρχιεπίσκοπος τού Σιπόντο (Μανφρεντόνια), έφυγε από τη Ρώμη στις 2 Ιουλίου (1550) για να πάει ως αποστολικός νούντσιος στην αυτοκρατορική αυλή, οι οδηγίες που είχε ήταν «μεταξύ άλλων ότι έπρεπε να υποσχεθεί στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα τη συνέχιση τής Συνόδου στην πόλη τού Τρεντ υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ότι δηλαδή αυτό έπρεπε να γίνει με την καλή θέληση τού βασιλιά τής Γαλλίας και με τη διευκρίνιση τού τρόπου με τον οποίο θα υποδέχονταν και θα άκουγαν τούς Γερμανούς Λουθηρανούς αν έρχονταν στη σύνοδο, καθώς και με το τι έπρεπε αυτοί να αποδεχτούν ως προς τα διατάγματα που εφάπτονταν θρησκευτικών δογμάτων και είχαν μέχρι τώρα δημοσιευτεί στο Τρεντ».72 Ήταν γνωστό ότι οι Λουθηρανοί θα ήθελαν να ξεκινήσουν από το μηδέν —και ότι είχαν απορρίψει το διάταγμα για τη δικαίωση— ενώ η παπική κούρτη επέμενε στην ιερή και απαραβίαστη διατήρηση όλων των δογματικών διαταγμάτων που είχαν ψηφιστεί στο Τρεντ.

Όσον αφορά την Ευρώπη, οι Τούρκοι ήσαν ήσυχοι για μερικά χρόνια. Η ειρήνη Αψβούργων-Οθωμανών τού 1545 είχε ανανεωθεί το 1547, αλλά οι Ενετοί συνέχιζαν να συλλέγουν τούς φόρους δεκάτης των κληρικών, τούς οποίους (όπως είδαμε) τούς είχε χορηγήσει ο Παύλος Γ’. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι τα έξοδα τής Γαληνοτάτης ήσαν μεγάλα. Προσοχή ήταν το σύνθημα τής Δημοκρατίας. Οι κουρσάροι αποτελούσαν αιώνια απειλή. Επίσης, παρά την ειρήνη, οι ενετικές γαλέρες βρίσκονταν σε συνεχή επιφυλακή εναντίον των Τούρκων στην Αδριατική και το Ιόνιο και στα ύδατα γύρω από την Κρήτη και την Κύπρο. Σε συνεδρίαση τής Γερουσίας στις 4 Ιουλίου 1549 έγινε πρόταση να επιβληθεί γενική εισφορά 100.000 δουκάτων στα εδάφη τής Δημοκρατίας στη ενδοχώρα, τα μισά από τα οποία έπρεπε να καταβληθούν τον επόμενο μήνα και τα άλλα μισά τον Δεκέμβριο. Εκείνοι που θα πλήρωναν εντός τής προσδιορισμένης προθεσμίας, θα είχαν έκπτωση δέκα τοις εκατό τού ποσού που τούς είχε επιβληθεί.73 Η Γερουσία είχε καταλήξει να στηρίζεται στην περιοδική συλλογή φόρων δεκάτης και δεν θα παραιτιόταν πρόθυμα από αυτούς.

Το 1550 ο Αλβίζε Λιππομάνο, ο Ενετός επίσκοπος τής Βερόνα (και «τρίτος πρόεδρος» τής Συνόδου τού Τρεντ το 1551), κατέθεσε καταγγελία στην Κούρτη σχετικά με τούς φόρους δεκάτης,

τους οποίους οι Ενετοί ζητούσαν χωρίς να συμβουλεύονται τον πάπα, γιατί ο Παύλος Γ’ είχε δώσει στους Ενετούς το δικαίωμα να συλλέγουν φόρο δεκάτης … όταν αναπτύσσονταν οι Τούρκοι στην Αδριατική Θάλασσα. Τώρα, όμως, αν και ο Τούρκος δεν αποτελούσε απειλή στη θάλασσα, οι Ενετοί ζητούσαν ακόμη τον φόρο δεκάτης. Και αυτό φαινόταν επαχθές και ντροπιαστικό για τον Ιούλιο Γ’, αν και δεν φαινόταν ότι επί τού παρόντος θα το μετέτρεπε σε σοβαρό ζήτημα, για να μη διαταραχτεί η δημόσια ειρήνη.74

Κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού Σουλεϊμάν στην Περσία, αν και τηρούνταν η ειρήνη Αψβούργων-Οθωμανών, οι Ούγγροι είχαν προβλήματα με τούς Τούρκους, ιδιαίτερα στην Τρανσυλβανία. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος βρισκόταν ακόμη σε στενή επαφή με τον αδελφό Γεώργιο (Γκιόργκι) Μαρτινούτσι, πρώτο υπουργό τον εκλιπόντος βασιλιά Ιωάννη Ζαπόλυα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών τής βασιλείας του (1534-1540). Ο Μαρτινούτσι προσπαθούσε να επιβάλει την εξουσία του στην Τρανσυλβανία, την παλιά ηγεμονία τού Ζαπόλυα και να απομακρύνει από την πολιτική σκηνή την ενοχλητική χήρα βασίλισσα Ισαβέλλα. Η πολιτική τού Μαρτινούτσι δεν είναι πεντακάθαρη, αλλά προφανώς προσπαθούσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία τής Ουγγαρίας, η οποία είχε πιαστεί απελπιστικά ανάμεσα στην Αυστρία και την Πύλη. Αν η κυριαρχία ήταν αναπόφευκτη, πράγμα το οποίο δεν ήταν πλήρως έτοιμος να αποδεχτεί, ο Μαρτινούτσι προτιμούσε τη χριστιανική Αυστρία από την Ισλαμική Πύλη. Παρά τον δικό της φόβο και την καχυποψία της για τούς Τούρκους, η Ισαβέλλα (που είχε καταλήξει να μισεί τον Μαρτινούτσι) είχε κάνει έκκληση στην Πύλη στις αρχές τού έτους 1550 και την άνοιξη ο Σουλεϊμάν έστειλε τον τσαούς Μαχμούτ στην Τρανσυλβανία για να παραδώσει ένα φιρμάνι στους Ούγγρους, στους Σέκελ (Μαγυάρους) και στους Σάξωνες τής ηγεμονίας, προειδοποιώντας τους να απομακρύνουν τον Μαρτινούτσι από τη θέση του, να τον στείλουν αλυσοδεμένο στην Υψηλή Πύλη και στο εξής να μην αναγνωρίζουν καμία άλλη αρχή εκτός από εκείνη τής Ισαβέλλας και τού πονηρού υπουργού της Πέτερ Πέτροβιτς.

Ο Σουλεϊμάν διέταζε επίσης τούς πασάδες τής Βούδας και τού Βελιγραδίου καθώς και τούς βοεβόδες τής Βλαχίας και τής Μολδαβίας να προσφέρουν στην Ισαβέλλα την ένοπλη συνδρομή που θα ζητούσε. Άστατη και εκδικητική, η Ισαβέλλα φαινόταν να μην καταλαβαίνει ότι έβαζε θηλιά γύρω από τον λαιμό της, καθώς και γύρω από εκείνον τού Μαρτινούτσι. Προηγουμένως ήταν υπέρ τής επίτευξης συμφωνίας με τον Φερδινάνδο, που είχε γίνει πολιτική τού Μαρτινούτσι εφόσον οι Αψβούργοι τούς διέθεταν άνδρες και χρήματα εναντίον των Τούρκων. Φαινόταν επίσης να έχει ξεχάσει ότι όταν το 1541 ο Μαρτινούτσι είχε ο ίδιος κάνει έκκληση στον Σουλεϊμάν για βοήθεια εναντίον τού Φερδινάνδου, οι Ζαπόλυα είχαν χάσει τη Βούδα και μεγάλο μέρος τής Ουγγαρίας. Ο Μαρτινούτσι δεν είχε ξεχάσει. Ήταν έτοιμος να δει την Ισαβέλλα και τον Ιωάννη Σίγκισμουντ να εγκαταλείπουν το στέμμα τού Αγίου Στεφάνου σύμφωνα με την ειρήνη τού Γκροσβαρντάιν (Ναγκυβάραντ) τής 24ης Φεβρουαρίου 1538.75 Όμως η Ισαβέλλα δεν είχε καμία πρόθεση να το πράξει και η κρίση συνεχιζόταν.

Στην Ισταμπούλ ο Σουλεϊμάν αναλάμβανε από τις κακουχίες τής περσικής εκστρατείας. Το 1550 έβαζε τα θεμέλια τού μεγάλου τεμένους του, τού τζαμιού Σουλεϊμανιέ και εξέταζε τα σχέδια με τον Οθωμανό αρχιτέκτονα Σινάν. Το ωραιότερο κτίριο στην Ισταμπούλ θα ολοκληρωνόταν το 1557. Στο νεκροταφείο στα ανατολικά τού τζαμιού βρίσκεται ο τάφος (τουρμπέ) τού Σουλεϊμάν και εκείνος τής συζύγου του Ροξελάνα. Το 1550 ήταν ειρηνικό έτος σε ό,τι είχε σχέση με τούς Τούρκους.76

Ο Ιούλιος Γ’ είχε τη φυσική περιέργεια ενός πάπα για τον Μεγάλο Τούρκο. Λίγο μετά την άνοδό του στον παπικό θρόνο ρωτούσε τον Ματτέο Ντάντολο, τον Ενετό πρέσβη, για τούς γιους τού Σουλεϊμάν. Προφανώς ο Ντάντολο δεν ήταν σε θέση να δώσει στον πάπα τα στοιχεία που ζητούσε, αλλά στις 8 Μαρτίου (1550) η Γερουσία έστειλε στον πρεσβευτή της τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά για να τα δώσει στην Αγιότητά του:

Και ως προς το ζήτημα το οποίο [ο Μακαριότατος πάπας] ρωτά σχετικά με τούς γιους τού Άρχοντα Τούρκου, λέμε ότι ο Μουσταφά είναι ο πρώτος, που κατέχει την Αμάσεια. Δεύτερος είναι ο σουλτάνος Σελήμ, που βρίσκεται στην Αδριανούπολη, στον οποίο αναφέρεται η περίληψη που σάς στέλνουμε [της οποίας δεν παρέχεται το κείμενο] και είναι γιος τής εν λόγω σουλτάνας που αποκαλείται Κόκκινη [Ρόσσα, Ροξελάνα], η οποία δεν έχει γεννήσει τον Μουσταφά. Ο τρίτος, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, κατέχει το Ικόνιο (Κόνυα) στην Καραμανία, ενώ ο τέταρτος, ο σουλτάνος Τζαχανγκίρ, βρίσκεται τώρα με τον πατέρα του, γεννημένος και αυτός από την εν λόγω σουλτάνα, τα οποία λέμε ώστε να τα πείτε με την πρώτη ευκαιρία στην Αγιότητά του, για δική του ενημέρωση.77

Οι Ενετοί προσπαθούσαν να ενημερώνονται για ό,τι συνέβαινε στην Ισταμπούλ. Πέρα από το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την τουρκική ανοχή, η Βενετία πλήρωνε ακόμη στην Πύλη «σύνταξη» 500 δουκάτων για τη Ζάκυνθο και 8.000 για την Κύπρο, ενώ τής απομυζούσαν συχνά δώρα από βελούδο, δαμασκηνό, κόκκινο ύφασμα, ρολόγια, χρήματα και άλλα πράγματα.78 Όταν ο Ιούλιος Γ’ είχε περιέργεια ή αγωνία να μάθει τι έκαναν ή έλεγαν οι Τούρκοι, θα ρωτούσε συνήθως τον Ντάντολο. Όταν ο τελευταίος δεν είχε τίποτε να τού πει, όπως τον Σεπτέμβριο τού 1550, θα έγραφε στη Σινιορία για νέα από την Υψηλή Πύλη, για να τού πουν ότι δεν είχαν πάρει κανένα νέο για τις υποθέσεις στην Ισταμπούλ για κάποιο χρονικό διάστημα. Όμως μόλις μάθαιναν κάτι που να άξιζε την προσοχή τής Αγιότητάς του, δεν θα παρέλειπαν να το στείλουν στη Ρώμη.79

Όπως και οι Αψβούργοι, ο Ιούλιος Γ’ έβλεπε με επιφυλακτικότητα τούς Λουθηρανούς και τούς Τούρκους. Οι Αψβούργοι δεν είχαν ενθουσιαστεί με την εκλογή τού ντελ Μόντε, ούτε οι Ενετοί, αν και οι δύο δεν είχαν καμία εφικτή εναλλακτική λύση πέρα από την προς τα έξω ευγενική υποδοχή των νέων τής ανάδειξής τού στο παπικό αξίωμα. Ο Ματτέο Ντάντολο ανέφερε από τη Ρώμη ότι ο Ιούλιος είχε πει, ότι οι Ενετοί προφανώς δεν ανησυχούσαν για τούς αιρετικούς και τούς Λουθηρανούς (la poca cura che si tiene in questa città contra li heretici et Lutherani), δεδομένου ότι δεν ήθελαν να αποδεχτούν τη δικαιοδοσία τής Ιεράς Εξέτασης σε ενετικό έδαφος. Όμως η Γερουσία διαμαρτυρήθηκε για τη δήλωση τού πάπα σε παρατεταμένη συνεδρίαση στις 12 Απριλίου (1550) και πάλι σε επιστολή προς τον Ντάντολο τρεις ημέρες αργότερα, ακόμη και καθώς ετοιμάζονταν να στείλουν πρεσβεία υπακοής στον πάπα.80

Κατά τη διάρκεια των ετών η Αγία Έδρα είχε περισσότερα προβλήματα με τη Βενετία από όσα με οποιοδήποτε άλλο κράτος στη χερσόνησο. Όταν οι σχέσεις με την Αγία Έδρα είχαν επιπτώσεις επί των συμφερόντων τού ενετικού κράτους, τα μέλη τής Γερουσίας με στενούς κληρικούς δεσμούς συνήθως αποκλείονταν από την ψηφοφορία. Στις 10 Ιουλίου 1550 έγινε προσπάθεια, χωρίς επιτυχία, να τούς απομακρύνουν εντελώς από το Κολλέγιο. Πατέρες, αδελφοί, γιοι και γαμπροί καρδιναλίων και επισκόπων, οι οποίοι δεν κατοικούσαν στις επισκοπές τους, δεν έπρεπε πλέον να συμμετέχουν στο Κολλέγιο. Το μέτρο θα απαιτούσε την έγκριση τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio). Η απόφαση δεν τέθηκε σε ισχύ, αλλά η σοβαρότητα τού τρόπου με τον οποίο εξετάστηκε δείχνει ότι η Γερουσία δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει αδικαιολόγητη εκκλησιαστική επιρροή στον προσδιορισμό των υποθέσεων τού κράτους.81

Ενώ υπήρχαν πολλά μέλη τής Γερουσίας, διατεθειμένα να μην επιτρέψουν στους συγγενείς καρδιναλίων και αξιωματούχων τής κούρτης να συμμετέχουν στο Κολλέγιο, υπήρχαν λίγοι που δεν υπάκουαν σε κάθε αίτηση από την Υψηλή Πύλη. Στις 6 Σεπτεμβρίου (1550) η Γερουσία έγραφε στον Ενετό πρεσβευτή και βαΐλο στην Ισταμπούλ, ότι έστελναν τα 300 γυάλινα πλακάκια (li pezzi 300 veri de cristalo), τα οποία ο Ρουστέμ πασάς είχε ζητήσει από τον βαΐλο για «να μπουν στα παράθυρα τού παλατιού, το οποίο χτιζόταν για αυτόν τον γαληνότατο άρχοντα [τον σουλτάνο]». Τα πλακάκια είχαν φορτωθεί στο πλοίο Αλμπέρτα, τού οποίου κυβερνήτης ήταν ο Ζουάν Λαουράνα. Ήταν συσκευασμένα σε τρία μεγάλα κιβώτια, σφραγισμένα με τη σφραγίδα τού Αγίου Μάρκου. Είχαν κοπεί στις διαστάσεις που είχε στείλει ο βαΐλος Αλβίζε Ρενιέρ και στέλνονταν σε αυτόν για παράδοση στην Πύλη, όπου έπρεπε να εξηγήσει, «ότι τα στέλνουμε ως δώρο στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα και θέλουμε να πιστεύουμε … ότι θα ευχαριστήσουν τη μεγαλειότητά του, γιατί πληροφορούμαστε ότι είναι ωραίας ποιότητας…».82

Καθώς η Αλμπέρτα έβγαινε από το λιμάνι, αναμφίβολα γίνονταν προσευχές για την ασφάλειά της. Οι θάλασσες ήσαν γεμάτες κινδύνους. Υπήρχαν κουρσάροι παντού, Ούσκοκ, Έλληνες, Τούρκοι και Πορτογάλοι. Ήταν η εποχή των πορτογαλικών επιχειρήσεων. Οι σκληραγωγημένοι ναυτικοί τής Λισαβώνας δεν είχαν εξοργίσει μόνο τον σουλτάνο Σουλεϊμάν περιπλέοντας το Ακρωτήριο τής Καλής Ελπίδας για να αναζητήσουν τα πλούτη των νησιών των μπαχαρικών και να αποφύγουν τούς τουρκικούς φόρους διαμετακόμισης στην Αίγυπτο και τη Συρία.83 Εξόργιζαν επίσης τούς Ενετούς, οι οποίοι τούς θεωρούσαν «ανθρώπους κατώτερης θρησκείας» (homini di poca religion), λόγω των δραστηριοτήτων τους στην Αδριατική. Οι Πορτογάλοι αγόραζαν σκλάβους στη Σένια (Σεν), στο Φιούμε (Ριγιέκα) και σε άλλα μέρη υπό αυστριακή κυριαρχία, στη συνέχεια κατέπλεαν την Αδριατική μέσα από τα στενά τού Οτράντο και τής Μεσσίνα και πωλούσαν το εμπόρευμά τους στη Νάπολη, η οποία ήταν επίσης έδαφος των Αψβούργων. Έπαιρναν και Τούρκους υπηκόους και όπως έγραφε η Ενετική Γερουσία στον διοικητή τού Κόλπου, «… είμαστε σίγουροι ότι αυτή τη στιγμή περισσότεροι από 500 δικοί μας υπήκοοι από τη Δαλματία κρατούνται στη Νάπολη ως σκλάβοι, για την απελευθέρωση των οποίων έχουμε δώσει εντολή στον υποπρόξενό μας να λάβει τα μέτρα που θεωρούνται αναγκαία από εμάς». Στο εξής ο διοικητής τού Κόλπου (Αδριατικής) έπρεπε να ερευνά όλα τα ύποπτα σκάφη, να απελευθερώνει κάθε Ενετό υπήκοο που εύρισκε πάνω τους και να σταματά κάθε Πορτογάλο, τον οποίο θα εύρισκε να ασχολείται με αυτό το κατάπτυστο «εμπόριο ανθρώπινης σάρκας και ιδιαίτερα χριστιανών» (mercantia di carne humana et specialmente de Christiani).84

Στην πειρατεία όμως και στο δουλεμπόριο οι Ούσκοκ τής Σένια και οι Πορτογάλοι έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα μετά τον «Ντραγκούτ» (Τουργούτ Αλή πασά), ο οποίος μετά τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα θα γινόταν ο πιο τρομερός από τούς πειρατές τής Μπαρμπαριάς. Γεννημένος στη Μικρά Ασία, ο Ντραγκούτ είχε βγει στη θάλασσα σε νεαρή ηλικία και απέκτησε απειλητική φήμη διαρπάζοντας ενετικά πλοία στο Αιγαίο. Όντας παρών στην Πρέβεζα (το 1538), ο Ντραγκούτ είχε συλληφθεί στα μέσα Ιουνίου 1540 από τον Τζιαννετίνο, τον ανηψιό τού Αντρέα Ντόρια, στον κόλπο τής Τζιρολάτα στη δυτική ακτή τής Κορσικής. Ο Τζιαννετίνο είχε φέρει τον Ντραγκούτ αλυσοδεμένο στη Γένουα, όπου ο φοβερός πειρατής μετατράπηκε σε σκλάβο γαλέρας. Στις αρχές τού έτους 1541 εξαγοράστηκε με εντολή τού Μπαρμπαρόσσα και με την έγκριση τού Αντρέα Ντόρια για το ευτελές ποσό των 3.500 δουκάτων.85 Ο χρόνος θα έδειχνε σύντομα ότι ήταν μεγάλο λάθος, αλλά πολύ πιθανόν ο Ντόρια προσπαθούσε να προβλέψει μελλοντική ατυχία, ελπίζοντας σε αντίστοιχη ανταλλαγή (contraccambio) σε περίπτωση που αυτός ή κάποιος από τούς ποντοπόρους ανηψιούς του έπεφτε στα χέρια των Τούρκων.

Ο Ντραγκούτ, αν και πρέπει να είχε χρειαστεί κάποιο χρόνο μέχρι να ξαναχτίσει τη δύναμή του στη θάλασσα, από τη στιγμή τού θανάτου τού Μπαρμπαρόσσα (στις 4 Ιουλίου 1546) δρούσε αποτελεσματικά σε ευρείες περιοχές τής Μεσογείου. Για ακόμη μια φορά οι Ενετοί αποτελούσαν αντικείμενο τής αγενούς προσοχής του. Στις 7 Νοεμβρίου 1548 η Γερουσία έγραφε στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, με εκτίμηση για το γεγονός ότι είχε διατάξει τον σαντζακμπέη τής Ρόδου, «ότι έπρεπε να τιμωρήσει τον Ντραγκούτ και τούς άλλους κουρσάρους, για τις ζημιές που έχουν κάνει σε υπηκόους μας, με αποκατάσταση όλων όσα έχουν λεηλατηθεί από αυτούς τούς υπηκόους μας» (che ‘l debba castigar Drogut et li altri corsari per li danni che hanno fatto alli subditi nostri con restitutione di tutto quello che hanno depredato ad essi subditi nostri).86 Τρεις μήνες αργότερα (στις 7 Φεβρουαρίου 1549) η Γερουσία κατεύθυνε τον Ενετό πρέσβη στην παπική κούρτη να ζητήσει από τον Παύλο Γ’ την παραχώρηση των «συνηθισμένων δύο φόρων δεκάτης» (που είχαν χορηγηθεί προηγουμένως από τον Αδριανό ΣΤ’) για το έτος που άρχιζε ακριβώς τότε (την 1η Μαρτίου).87 Η Δημοκρατία έπρεπε να διατηρεί μεγάλο αριθμό γαλερών και άλλων σκαφών, «για να κρατάμε τις θάλασσες ασφαλείς από τούς κουρσάρους και από τις κακές ενέργειες τού διάσημου πειρατή Ντραγκούτ Ρέις» (per tenir li mari sicuri da corsari et del mal operar de Dragut Rays, corsaro famoso), ο οποίος με βάση αξιόπιστες πληροφορίες ετοίμαζε πολλές γαλέρες και φούστες στην ακτή τής Μπαρμπαριάς (in Barbaria) για τον προφανή σκοπό τής λεηλασίας. Η Βενετία αντιμετώπιζε βαριές δαπάνες και σοβαρές ευθύνες, «δεδομένου ότι το κράτος μας είναι το προπύργιο τής χριστιανοσύνης, και εμείς κάνουμε τα πάντα με γενναιόδωρο και άμεσο ενδιαφέρον για την ευημερία όλων».88

Αν και η Ενετική Γερουσία μπορούσε να ευχαριστεί τον Σουλεϊμάν για την εντολή του προς τον σαντζακμπέη τής Ρόδου «να τιμωρήσει τον Ντραγκούτ και τούς άλλους κουρσάρους για τις ζημιές που έχουν προκαλέσει σε υπηκόους μας», μικρή ελπίδα υπήρχε για αποκατάσταση «όλων των λεηλασιών που έχουν υποστεί υπήκοοί μας». Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Υψηλή Πύλη ενθάρρυνε τις επιχειρήσεις των κουρσάρων στη δυτική Μεσόγειο, πράγμα που έκανε το εμπόριο επικίνδυνο και την επικοινωνία ακριβή μεταξύ Βαρκελώνης και Νάπολης. Όμως πολλοί χριστιανοί, ανάμεσά τους και οι Ιωαννίτες, πίστευαν ότι η πειρατεία έπρεπε να είναι αμφίδρομη και μάλιστα ήταν από καιρό αμφίδρομη. Για προφανείς λόγους η εμπορική Δημοκρατία τής Βενετίας είχε πάντοτε αντιταχθεί στην πειρατεία. Έτσι ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, ο Ματτέο Ντάντολο, είχε αποτρέψει τον εγγονό τού Παύλου Γ’, τον Κάρλο Σφόρτσα, ηγούμενο τής Λομβαρδίας, να ξεκινήσει με τρεις γαλέρες και δύο φρεγάτες «να κουρσεύει στην Ανατολική Μεσόγειο» (a corsizar in Levante), αφού οι Τούρκοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι οι χριστιανοί κουρσάροι λειτουργούσαν με ενετική ανοχή, στον βαθμό που θα αναζητούσαν αναμφίβολα αγκυροβόλιο σε ανατολικά λιμάνια που ανήκαν στη Δημοκρατία.89

Ο Κάρλο Σφόρτσα ήταν αδελφός τού Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα, καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα. Ήταν γιοι τής Κοστάντσα Φαρνέζε, κόρης τού Παύλου Γ’. Ο Κάρλο ήταν παράτολμος τύπος και όχι υπεράνω τής λεηλασίας ενετικών πλοίων, αν φαινόταν να αξίζει τον κόπο.90 Η πειρατεία έφτανε σε κολοσσιαίες διαστάσεις. Η Ενετική Γερουσία επέμενε (και δικαιολογημένα) ότι οι κουρσάροι τύχαιναν ευνοϊκής υποδοχής και εφοδιάζονταν με προμήθειες στη Μεθώνη, την Κορώνη και άλλα τουρκικά λιμάνια και έδωσε εντολή στον παρενοχλούμενο βαΐλο στην Ισταμπούλ να διαμαρτυρηθεί και πάλι στον Ρουστέμ πασά και στις τουρκικές αρχές, ώστε να αρνούνται στους πειρατές πρόσβαση σε τέτοιους παραδείσους ασφάλειας και πηγές ανεφοδιασμού.91

Οι Ενετοί παρακολουθούσαν στενά τον Ντραγκούτ92 γιατί τούς προκαλούσε σοβαρές απώλειες. Όμως στα τέλη Ιουλίου 1550 έμαθαν από τον βαΐλο τους στην Ισταμπούλ (με επιστολές με ημερομηνία 19 Ιουνίου) ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε μόλις πάρει τον Ντραγκούτ στην υπηρεσία του «και τον έχει κάνει σαντζακμπέη των τόπων που έχει κατακτήσει αυτός στην Αφρική» (et lo havea creato sanzacco di luoghi aquistati da lui in Africa). Ο Ρουστέμ πασάς ευχαριστιόταν κατά πάσα πιθανότητα πληροφορώντας τον βαΐλο ότι ο Ντραγκούτ είχε γίνει πια «άνθρωπος και εκπρόσωπος» τού σουλτάνου. Μόλις έφτασε η είδηση στη λιμνοθάλασσα, η Γερουσία έγραψε στον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου να αποφεύγει κάθε εχθρική πράξη εναντίον τού Ντραγκούτ, εκτός αν ο τελευταίος επιτίθετο σε υπηκόους τής Δημοκρατίας ή κατέστρεφε ενετική περιουσία. Ο επιστάτης έπαιρνε εντολή τόσο να παρακολουθεί τον Ντραγκούτ όσο και να μένει μακριά του,93 δύο μάλλον διαφορετικά καθήκοντα, τα οποία μερικές φορές ίσως ήταν δύσκολο να συμβιβαστούν, δεδομένης τής γνωστής τάσης τού Ντραγκούτ για επιθετικότητα.

Ο Ντραγκούτ, ως χωρίς περιορισμούς Οθωμανός ναύαρχος, είχε γίνει διπλά επικίνδυνος, γιατί τώρα διέπλεε τη θάλασσα ως σιωπηρός σύμμαχος τού Ερρίκου Β’ τής Γαλλίας. Είχε μόλις εγκατασταθεί στο φρούριο τής Μαχντία (al-Mahdiyah), χτισμένο στην κορυφή ακρωτηρίου μήκους ενός μιλίου που ονομαζόταν ακρωτήριο Αφρική, στην ανατολική ακτή τής Τυνησίας. Η Μαχντία ήταν καλά οχυρωμένη και σε εντυπωσιακά κοντινή απόσταση από τη Σικελία. Με κάθε νέο κατόρθωμα τού Ντραγκούτ μεγάλωνε η ανησυχία τού Καρόλου και τον Ιούνιο τού 1550 αυτοκρατορικός στόλος ξεκίνησε την πολιορκία τής Μαχντία, η οποία κράτησε ένα μακρύ, ζεστό καλοκαίρι. Η φήμη τού Ντραγκούτ ήταν τέτοια, που τα μάτια τής Ευρώπης είχαν καρφωθεί στην εκστρατεία.

Καθώς ο Ιούλιος Γ’ μετακινιόταν από παλάτι σε παλάτι για να ξεφύγει από τη ζέστη τής Ρώμης, ο Τζούλιο ντε Γκράντι, επίσκοπος Σάντα Μαρία ντ’ Ανγκλόνα και Τούρσι (1548-1560) στο νότιο τμήμα τής Ιταλίας, έστελνε στον δούκα Έρκολε Β’ ντ’ Έστε τής Φερράρας τα νέα (avvisi) από την Αφρική, όπου οι Ισπανοί και οι Ιταλοί είχαν εμπλακεί στη Λα Γκολέττα στον κόλπο τής Τύνιδας, κατά τη διάρκεια τού Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου, σε συγκέντρωση δυνάμεων, που έδινε υπόσχεση για επιτυχημένη επίθεση κατά τής Μαχντία. Ο Τζούλιο ντε Γκράντι, ηγούμενος τής Φερράρας, ήταν τώρα «πρόεδρος» τού Αποστολικού Ταμείου (Camera Apostolica), τού κύριου ταμείου τής Αγίας Έδρας. Μεταξύ των νέων (avvisi) που περιέχονταν στις επιστολές από την Αφρική στις 22 Ιουλίου (1550), που είχαν έρθει στη Ρώμη από τη Νάπολη με επιστολές τής 3ης Αυγούστου και τις οποίες ο Γκράντι έστειλε στον Έρκολε στις 16 Αυγούστου, υπήρχε ένα ενδιαφέρον στοιχείο, «ότι κάποια μικρά πλοία είχαν φτάσει στη Νάπολη, έχοντας πάει στην Αφρική για να αγοράσουν λάφυρα από τούς στρατιώτες και ανέφεραν ότι η επιχείρηση (l’ impresa) είναι εξαιρετικά δύσκολη».94

Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η πολιορκία τής Μαχντία ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Στις 12 Αυγούστου (1550) η Ενετική Γερουσία έγραφε στον βαΐλο στην Ισταμπούλ ότι δεν είχε παρά ελάχιστα νέα για την «πολιορκία τής Αφρικής». Ο γέρος Αντρέα Ντόρια επέμενε στη φιλο-αυτοκρατορική προσπάθεια κατάληψης τού ενοχλητικού φρουρίου και είχε στείλει γαλέρες στη Νάπολη, για να φέρουν περισσότερους άνδρες και πυρομαχικά. Οι κάτοικοι αλλά και οι κατέχοντες το φρούριο, ήσαν έτοιμοι να αντιπαρατάξουν αποφασιστική άμυνα. Ένας άγνωστος πληροφοριοδότης, που είχε φύγει από τη Μεσσίνα στις 12 Ιουλίου, είχε αναφέρει στις 8 τού μηνός ότι ο Ντραγκούτ Ρέις περιπλανιόταν πάνω από την ανατολική ακτή τής Σικελίας με στόλο δεκατριών πλοίων.95 Είχε πυρπολήσει διάφορα μέρη κατά μήκος των ισπανικών και ιταλικών ακτών. Στις 29 Αυγούστου η Γερουσία έγραφε ξανά στον βαΐλο τους στην Πύλη ότι ο Ντραγκούτ είχε αποπλεύσει από τη Σικελία προς την αφρικανική ακτή, όπου οι δυνάμεις του είχαν επιτεθεί στους φιλο-αυτοκρατορικούς με «μεγάλη φθορά» (grossa scaramazza), αλλά στην πραγματικότητα είχαν καταφέρει πολύ λίγα. Ο Ντόρια συνέχιζε την πολιορκία. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έπαιρναν προμήθειες από τη Γένουα,96 γεγονός το οποίο ο βαΐλος δεν παρέλειψε να τονίσει, όταν μοιράστηκε με τον Ρουστέμ πασά το περιεχόμενο τής επιστολής τής Γερουσίας.

Ο δούκας Έρκολε τής Φερράρας κρατιόταν καλά ενήμερος για τα γεγονότα στη Μαχντία από τον άγρυπνο Τζούλιο ντε Γκράντι, ο οποίος τού έγραψε στις 20 Σεπτεμβρίου (1550) ότι εκείνο ακριβώς το πρωί είχαν έρθει νέα «για την πολιορκία τής Αφρικής» (la presa d’ Africa). Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν πάρει τη Μαχντία. Ο Γκράντι ήθελε να επιβεβαιώσει την είδηση, αλλά δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι του, λόγω «μικρού κρυώματος» (un poco di catarro). Είχε στείλει λοιπόν έναν από τούς συνεργάτες του στον Φερνάντο Μοντέζα, τον γραμματέα τού πρέσβη τού Καρόλου Ε’ Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα, ο οποίος απουσίαζε τότε από τη Ρώμη. Ο Γκράντι είχε ρωτήσει τον Μοντέζα ποια γεγονότα ήσαν γνωστά. Ο τελευταίος είχε απαντήσει ότι ο Πέδρο ντε Τολέδο, ο αντιβασιλέας τής Νάπολης, είχε γράψει ότι μια φρεγάτα είχε μόλις μπει στο λιμάνι, έχοντας έλθει από την «Αφρική» (Μαχντία), όπου στάθμευε «ένοπλη» (a posta armata), προφανώς ως επιφυλακή, και το πλήρωμα είχε δει μια φιλο-αυτοκρατορική επίθεση στις 8 Σεπτεμβρίου. Ύστερα από άγρια μάχη είχαν δει το χριστιανικό λάβαρο να υψώνεται στην κορυφή των τειχών τής Μαχντία. Άνδρες ανέβαιναν στα τείχη. Αυτοί που βρίσκονταν στη φρεγάτα πίστευαν ότι είχαν δει αρκετά. Έτρεξαν στα πανιά και τα κουπιά τους, ώστε να είναι οι πρώτοι που θα έφερναν την είδηση στον αντιβασιλέα. Αυτά ήσαν όλα όσο ήξερε ο Μοντέζα. Όταν θα ήσαν διαθέσιμες περισσότερες πληροφορίες, έγραφε ο Γκράντι, θα τις έστελνε αμέσως στην Εξοχότητά του στη Φερράρα.97

Ο Γκράντι βρισκόταν σε εγρήγορση. Δύο μέρες αργότερα (στις 22 Σεπτεμβρίου) ο Άντζελο Μασσαρέλλι, τώρα παπικός γραμματέας, κατέγραφε στο (έκτο) ημερολόγιό του:

Σήμερα το πρωί αναφέρθηκε από αγγελιοφόρο, που είχε σταλεί πολύ βιαστικά από τον επιφανέστατο άρχοντα αντιβασιλέα τής Νάπολης ότι με τη βοήθεια τού Θεού την όγδοη μέρα τού παρόντος μήνα Σεπτέμβριου ο ευτυχέστατος στρατός τού αυτοκράτορα επιτέθηκε και κατέλαβε την Αφρική, μια πόλη στην επαρχία τής Αφρικής, όχι μακριά από τα νησιά [sic] τής Τζέρμπα. Ο στρατός έχει περάσει ολόκληρο το περασμένο καλοκαίρι σε αυτή την εκστρατεία, αφού ο Ντραγκούτ Ρέις, ο πειρατής που φοβούνται πολύ στη χώρα μας, είχε καταλάβει προηγουμένως εκείνη την πόλη. Υπάρχει λοιπόν αυτό το βράδυ δημόσια επίδειξη χαράς σε ολόκληρη την πόλη [της Ρώμης], τόσο στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο όσο και στο Αποστολικό Ανάκτορο, καθώς και σε διάφορα άλλα σημεία τής πόλης αυτής.

Ο πάπας, νιώθοντας αναστηλωμένος από αυτά τα καλά νέα, σήμερα σηκώθηκε λίγο από το κρεβάτι. Η ποδάγρα και η αρθρίτιδα στο χέρι του έχουν ταλαιπωρήσει πολύ την Αγιότητά του.98

Σύντομα δεν υπήρχε καθόλου έλλειψη ειδήσεων. Στις 2 Οκτωβρίου ο Γκράντι έγραφε στον δούκα τής Φερράρας ότι η νίκη των φιλο-αυτοκρατορικών στη Μαχντία ήταν πολύ πιο αιματηρή υπόθεση απ’ όσο είχε αρχικά αναφερθεί. Είχαν χάσει περίπου χίλιους στρατιώτες και είχαν αφήσει δύναμη πεζικού περίπου 1.500 ανδρών ως φρουρά στην πόλη και το φρούριο. Η αρμάδα τού Αντρέα Ντόρια βρισκόταν σε ετοιμότητα, επαγρυπνώντας για την επιστροφή τού Ντραγκούτ, ο οποίος είχε ξεφύγει με τέσσερις καλά εξοπλισμένες γαλέρες, έχοντας βυθίσει τον υπόλοιπο στόλο του, όταν ήταν σαφές ότι η Μαχντία είχε χαθεί. Όμως τώρα πια οι διοικητές τού στόλου είχαν προφανώς εγκαταλείψει κάθε ελπίδα συνάντησης με τον Ντραγκούτ και βρίσκονταν καθ’ οδόν προς αυτοκρατορικά λιμάνια. Οι γαλέρες τού Αντρέα Ντόρια, μαζί με εκείνες τού Κόσιμο Α’, δούκα τής Φλωρεντίας, καθώς και εκείνες τού Κάρλο Σφόρτσα, ηγούμενου τής Λομβαρδίας, είχαν πιθανώς φτάσει πια στη Νάπολη. Όλες οι άλλες γαλέρες θα φυλάσσονταν σε λιμάνια τής Σικελίας κατά τον ερχόμενο χειμώνα.99

Στις 3 Οκτωβρίου (1550) η Ενετική Γερουσία έγραψε τελικά στον απεσταλμένο της και στον βαΐλο στον Βόσπορο ότι στις 10 Σεπτεμβρίου οι φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό τον πρίγκηπα Αντρέα Ντόρια είχαν καταλάβει την οχυρωμένη πόλη «Αφρική» με έφοδο, με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με τα νέα από τη Ρώμη, ο Ντόρια είχε φύγει από την Αφρική με είκοσι γαλέρες, προφανώς για να εντοπίσει τον Ντραγκούτ:

Η κατάληψη τής Αφρικής ήταν ήδη γνωστή εδώ και μερικές ημέρες μέσω Νάπολης, με την άφιξη εκεί μιας φρεγάτας. Οι επί τού σκάφους είχαν μιλήσει γι’ αυτήν, αλλά μη έχοντας σε αυτούς πλήρη εμπιστοσύνη, δεν θελήσαμε να σάς ενημερώσουμε μέχρι τώρα, που έχει πια επαληθευτεί από άτομα που έρχονται από την Αφρική στη Ρώμη και τη Νάπολη. Δίνουμε εντολή να διαβιβάσετε τα νέα αυτά, ως συνήθως [στην Πύλη].100

Στο εκκλησιαστικό συμβούλιο στο Ανάκτορο τού Βατικανού στις 3 Οκτωβρίου, ο Ιούλιος Γ’ μακρηγόρησε για την κατάληψη τής Μαχντία από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς και διέταξε να ψαλούν προσευχές ευχαριστιών στις εκκλησίες όλης τής Ρώμης. Ήθελε επίσης να κάνει λειτουργία ο Ισπανός καρδινάλιος Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο στον ναό τού Αγίου Πέτρου, στην οποία θα ήσαν παρόντες ο πάσχων πάπας καθώς και οι καρδινάλιοι.101 Ο Μασσαρέλλι λέει ότι ο πάπας είχε νιώσει «απίστευτη χαρά» (incredibilis laetitia) όταν έμαθε για τη χριστιανική νίκη. Έδειχνε πολλά σημάδια τής χαράς του σε πολλές περιπτώσεις. Η Ρώμη είχε μετατραπεί σε μεγάλο πανηγύρι, με τις συνήθεις εορταστικές φωτιές. Ο Ιούλιος είχε προσφέρει τις ευχαριστίες του στον Θεό ιδιωτικά, όπως μάς διαβεβαιώνει ο Μασσαρέλλι, ενώ στις 5 Οκτωβρίου ο Χουάν Αλβάρεζ έκανε επίσημη λειτουργία ευγνωμοσύνης στον Άγιο Πέτρο, στην οποία συμμετείχαν ο πάπας, οι καρδινάλιοι και ιεράρχες, οι πρεσβευτές και όλοι οι θρησκευτικοί, οι οποίοι είχαν συρρεύσει σε πομπή (processionaliter) στη μεγάλη εκκλησία, «επιστρέφοντας στον Θεό ευχαριστίες για την ευτυχισμένη νίκη…» (redditaeque sunt Deo gratiae pro dicta felici victoria…).102

Ο Ντραγκούτ είχε περιοριστεί, αλλά δεν είχε βγει από το παιχνίδι και σε όλη τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1550-1551 χριστιανοί έμποροι, εκτός από Γάλλους, ήσαν εκτεθειμένοι στην απειλή των κουρσάρων του, καθώς και σε εκείνη τού καιρού, αν τολμούσαν να βγουν ανοιχτά στη θάλασσα. Ο Τζούλιο ντε Γκράντι έγραφε στον δούκα τής Φερράρας (στις 10 Ιανουαρίου 1551) για την διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο Ντραγκούτ «παρενοχλούσε» τη Μαχντία με τη βοήθεια «γειτονικού βασιλιά», ο οποίος, έχοντας βοηθήσει τον Ντόρια να πάρει την πόλη, περίμενε τον Κάρολο Ε’ για να την δώσει σε αυτόν. Έτσι κι αλλιώς ο Κάρολος είχε παραδώσει την Τύνιδα στον Μουλέυ Χασσάν το 1535. Σε κάθε περίπτωση λεγόταν ότι ο βασιλιάς είχε «εξεγερθεί, επειδή είχε κάποια πρόθεση να πάρει αυτή την Αφρική από τη μεγαλειότητά του» (rebellato perchè haveva qualche intentione de havere esso Affrica da sua Maestà). Επίσης στη Μαχντία υπήρχε έλλειψη τροφίμων, αν και καταλάβαινε κανείς ότι ο Πέδρο ντε Τολέδο, ο αντιβασιλέας τής Νάπολης, προσπαθούσε να φροντίσει για τη φρουρά και προφανώς για τούς κατοίκους τής πόλης.103

Λίγους μήνες αργότερα ο Γκράντι ενημέρωνε τον δούκα (στις 23 Απριλίου) ότι είχαν παραληφθεί επιστολές από τον Χουάν ντε Βέγκα, τον αντιβασιλέα τής Σικελίας, ο οποίος έλεγε ότι ο Ντραγκούτ είχε δεχτεί επίθεση από τον Αντρέα Ντόρια κοντά στη Τζέρμπα, σε μέρος από το οποίο δεν υπήρχε διαφυγή παρά μόνο από τη θάλασσα. Υπήρχε κάποια ελπίδα ότι θα τον εξαντλούσαν με πείνα και θα άρπαζαν τον στόλο του, αλλά σύντομα μαθεύτηκε ότι ο Ντραγκούτ δεν είχε εξαντληθεί από πείνα και ότι τα σκάφη του δεν είχαν συλληφθεί όταν ο Ντόρια απέσυρε την αρμάδα του από τη σκηνή.104 Μάλιστα ο Ντραγκούτ δεν θα ξανάπεφτε σε χριστιανικά χέρια. Μπροστά του βρίσκονταν χρόνια ναυτικού πολέμου και λεηλασίας, καθώς και η ανώτατη διοίκηση στην υπηρεσία τής Υψηλής Πύλης.

Οι Ενετοί ζούσαν με τον αιώνιο φόβο των Τούρκων. Δεν εμπιστεύονταν κανένα και λιγότερο απ’ όλους τούς Αψβούργους, ενώ κανένας δεν τούς εμπιστευόταν και λιγότερο απ’ όλους οι Τούρκοι. Παρ’ όλα αυτά οι Ενετοί κρατούσαν την Πύλη καλά ενημερωμένη για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και φοβούνταν μήπως μάθαιναν οι Γάλλοι ή οι φιλο-αυτοκρατορικοί τον βαθμό στον οποίο υπηρετούσαν τον Ρουστέμ πασά ως γραφείο πληροφοριών. Έτσι στις 16 Μαΐου 1549 η Γερουσία προειδοποιούσε τον βαΐλο Αλβίζε Ρενιέρ στην Ισταμπούλ για μια διαρροή από το νοικοκυριό του. Από δύο ή τρία έγγραφα που εμφανίστηκαν ξαφνικά στα χέρια εκπροσώπων των Αψβούργων στη γαλλική αυλή, το ένα ήταν λέξη προς λέξη το κείμενο επιστολής (ή επιστολών), που είχε στείλει η Γερουσία στον βαΐλο στις 28 τού προηγούμενου Σεπτεμβρίου. Ένα άλλο έγγραφο, που φερόταν ως «ειδήσεις από τη Βενετία» (avisi da Venetia) σταλμένες στον βαΐλο την ίδια εποχή, δεν ήταν επιστολή τής Γερουσίας, όπως προφανώς παρουσιαζόταν ότι ήταν. Ίσως ο διερμηνέας, ο οποίος έκανε τη μετάφραση στην τουρκική γλώσσα, ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτή την προδοσία εμπιστοσύνης ή την ατυχή αδιακρισία. Διαφορετικά υπήρχε κάποιος στο νοικοκυριό τού βαΐλου, τον οποίο δεν έπρεπε να εμπιστεύονται. Αν ο βαΐλος έδινε στην τουρκική κυβέρνηση μόνο τη μετάφραση τού κειμένου στα τουρκικά, προφανώς η αρχική ιταλική εκδοχή τής επιστολής δεν θα μπορούσε να ανακτηθεί από αυτήν. Όμως στη γαλλική αυλή είχε φτάσει ακριβές αντίγραφο τής επιστολής (ή επιστολών) τής 28ης Σεπτεμβρίου. Ο Ενετός πρεσβευτής στη Γαλλία είχε στείλει τα εν λόγω δύο ή τρία κείμενα με επιστολές τής 12ης Απριλίου (1549) προς τούς επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα.

Η Γερουσία έδινε εντολή στον βαΐλο να διατηρήσει απόλυτη μυστικότητα σχετικά με το ζήτημα. Με κάθε δέουσα προσοχή ίσως μπορούσε να βρει ποιος ήταν υπεύθυνος για τη διαρροή. Στη συνέχεια όμως, όταν ο δραγουμάνος ετοίμαζε μετάφραση στα τουρκικά, όφειλε να το κάνει παρουσία είτε τού βαΐλου ή τού γραμματέα τού τελευταίου. Έπρεπε να κρατούν όλα τα αντίγραφα τού αρχικού κειμένου και να μη μπορεί ούτε ο δραγουμάνος ούτε κανείς άλλος να κατέχει αποσπάσματα τού κειμένου. Όταν τελικά ο βαΐλος έδινε την τουρκική μετάφραση εγγράφου ή είδησης (avvisi) στον Ρουστέμ πασά, έπρεπε να ζητά από την εξοχότητά του με όλη την απαιτούμενη ευγένεια, να μην αφήνει να διαφεύγει κανένα αντίγραφο. Τέτοιες ανακοινώσεις (avvisi) προορίζονταν αποκλειστικά για τον σουλτάνο και την Πύλη.105

Ενώ η Βενετία εξυπηρετούσε τούς Τούρκους, τούς φοβόταν. Στις 7 Φεβρουαρίου 1551 η Γερουσία ψήφισε να προειδοποιήσει τις αποικιακές κυβερνήσεις Κύπρου, Χάνδακα, Ζακύνθου και Κέρκυρας, για τον μεγάλο στόλο που αναφερόταν ότι ετοίμαζε ο Σουλεϊμάν για εκστρατεία, όταν θα ερχόταν η άνοιξη. Έπρεπε να φροντιστούν οι οχυρώσεις και να συγκεντρωθούν προμήθειες τροφίμων όσο το δυνατόν συντομότερα. Θα ήταν απαραίτητο να σταλούν 1.500 δουκάτα στην Κέρκυρα, για την επιτόπου αγορά σιτηρών και ζωοτροφών, «με τούς πιο συμφέροντες δυνατούς όρους», καθώς και 3.000 δουκάτα στον Ενετό πρόξενο στην Αλεξάνδρεια για αγορά φασολιών. Αν ο πρόξενος δεν μπορούσε να αγοράσει τόσα πολλά φασόλια, μπορούσε να αγοράσει σιτάρι, το οποίο θα χρησίμευε επίσης «για την προστασία τής εν λόγω πολύ σημαντικής πόλης μας τής Κέρκυρας», τής Πύλης προς τη Βενετία. Αυτό το σιτάρι έπρεπε να αποθηκευτεί σε κερκυραϊκές σιταποθήκες και να μην το αγγίξουν παρά μόνο σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης. Άλλα 3.000 δουκάτα έπρεπε να σταλούν στον Χάνδακα για την αγορά σιτηρών και ζωοτροφών, οι οποίες έπρεπε επίσης να αποθηκευτούν, για πιθανή χρήση σε δύσκολους καιρούς που θα έρχονταν. Ο Στέφανο Τιέπολο εκλέχτηκε ναυτικός γενικός διοικητής για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών που ίσως προέκυπταν, αλλά τον προειδοποιούσαν να αποφεύγει να προκαλεί τούς Τούρκους.106

Όταν είχε ανάγκη από χρήματα, όπως έχουμε δει, η Σινιορία στρεφόταν προς την Αγία Έδρα και τον κλήρο στην ενετική επικράτεια. Καθώς τα νέα από την Ισταμπούλ και την Αδριανούπολη μιλούσαν από βδομάδα σε βδομάδα για ολοένα μεγαλύτερες τουρκικές προετοιμασίες, η ενετική ανησυχία αυξανόταν, μέχρις ότου στις 28 Μαρτίου (1551) η Γερουσία έδωσε εντολή στον Ματτέο Ντάντολο, ο οποίος ήταν ακόμη πρεσβευτής τους στη Ρώμη, να ζητήσει κι άλλη παπική παραχώρηση δύο φόρων δεκάτης, που έπρεπε να εισπραχθούν κατά τη διάρκεια εκείνου τού έτους από «ολόκληρο τον σεβάσμιο κλήρο τού κράτους μας, … να καταβληθούν από όλους, χωρίς διάκριση και τα μεγαλύτερα ποσά [να προέρχονται] από εκείνους που είναι οι πιο ισχυροί, όπως είναι πρέπον και σωστό», γιατί η τουρκική απειλή ανάγκαζε τη Βενετία να δαπανά τεράστια χρηματικά ποσά.107 Τρεις εβδομάδες αργότερα (στις 18 Απριλίου) η Γερουσία έγραφε στον Ντάντολο:

Θα ευχαριστήσετε την Αγιότητά του για την παραχώρηση των φόρων δεκάτης που ευαρεστήθηκε να κάνει [που πρέπει να εισπραχθούν] στον κλήρο, για τα πολλά έξοδα που είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε, αυξάνοντας τις ναυτικές μας δυνάμεις και διασφαλίζοντας τις κτήσεις μας εναντίον των τουρκικών κινήσεων. Η παραχώρηση αυτή στην πραγματικότητα δεν υπήρξε λιγότερο ευχάριστη για εμάς για την ταχύτητα με την οποία την έκανε η Αγιότητά του, απ’ όσο για καθαυτή τη σημασία της. Θα διατηρούμε ευγνώμονα ανάμνησή της και θα αναμένουμε προσδοκώντας την παραλαβή τού σημειώματος με τον επόμενο αγγελιοφόρο που θα μάς στείλετε.108

Οι Τούρκοι συγκέντρωναν άνδρες και πυρομαχικά σε βαθμό που είχε ανησυχήσει και την παπική κούρτη. Στις 4 Απριλίου (1551), όταν ήταν ακόμη δύσκολο να γνωρίζουν αν οι Τούρκοι θα επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στη στεριά ή στη θάλασσα, ο Ιούλιος Γ’ είχε εγκρίνει τούς φόρους δεκάτης. Αν οι Τούρκοι έρχονταν από τη θάλασσα, οι Ενετοί θα βρίσκονταν για τα καλά στο στόχαστρο. Εκείνη τη μέρα ο Μασσαρέλλι έκανε την ακόλουθη καταχώρηση στο ημερολόγιό του:

Γράφεται επιστολή προς τον αποστολικό νούντσιο στη Βενετία [Λοντοβίκο Μπεκκαντέλλι, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα στη λιμνοθάλασσα], σε σχέση με το αίτημα τού Ενετού πρέσβη [Ντάντολο] για δύο φόρους δεκάτης, για να λάβουν προληπτικά μέτρα κατά των Τούρκων. Η Αγιότητά του δεν μπορούσε να αρνηθεί τούς φόρους δεκάτης σε τέτοια περίπτωση επείγουσας αναγκαιότητας, αν και είχε αποφασίσει να μην επιβάλει ποτέ φόρους δεκάτης στους κληρικούς σε όλη τη διάρκεια τής παπικής του θητείας.109

Μικρή διπλωματική προετοιμασία χρειάστηκε για να συμφωνήσουν οι Ιούλιος Γ’ και Κάρολος Ε’ στην αναγκαιότητα επανασύγκλησης τής Συνόδου στο Τρεντ. Η βούλλα σύγκλησης διαβάστηκε και εγκρίθηκε για δημοσίευση σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στο Βατικανό στις 14 Νοεμβρίου 1550. Η ημερομηνία έναρξης τής Συνόδου ορίστηκε στις 1 Μαΐου 1551, «στις καλένδες τού προσεχούς Μαΐου» (proximis futuris Kalendis Maii). Ο ακούραστος Μασσαρέλλι επαναδιορίστηκε γραμματέας τής Συνόδου την οποία είχε υπηρετήσει τόσο καλά τόσο στο Τρεντ όσο και στη Μπολώνια από το 1545 μέχρι το 1549. Εφοδιασμένος με τις οδηγίες τού πάπα, ο Μασσαρέλλι έφτασε στο Τρεντ μέσω Ροντσιλιόνε, Σιένα, Μπολώνια, Μάντουα και Βερόνα. Έφτασε στο Τρεντ στις 23 Απριλίου (1551). Μια βδομάδα αργότερα (στις 29 τού μηνός) οι τρεις πρόεδροι τής συνόδου, ο λεγάτος Μαρτσέλλο Κρεσέντσι, καρδινάλιος-ιερέας τού Σαν Μαρτσέλλο, ο Σεμπαστιάνο Πιγκίνο, αρχιεπίσκοπος τού Σιπόντο (Μανφρεντόνια) και ο Αλβίζε Λιππομάνο, επίσκοπος τής Βερόνα, έκαναν την είσοδό τους στην ιστορική τώρα πόλη τού Τρεντ.

Τους προέδρους τής Συνόδου συνάντησαν ο Κριστόφορο Μαντρούτσο, καρδινάλιος επίσκοπος τού Τρεντ και δεκατρείς αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, οι οποίοι είχαν βγει δύο μίλια έξω από την πόλη για να τούς υποδεχτούν. Τον καρδινάλιο λεγάτο Κρεσέντσι υποδέχθηκαν «με πολύ μεγάλη χαρά και τιμή όλος ο κλήρος και ο λαός» (maxima cum laetitia et honore a toto clero et populo) και τον οδήγησαν κάτω από θόλο (baldachino) στον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο. Ύστερα από τις αρμόζουσες προσευχές και τελετές, που συνοδεύονταν από επίσημη ευλογία και τη δημοσίευση πλήρους επιείκειας, ο Κρεσέντσι οδηγήθηκε στο Παλάτσο Τζιρόλντι, που είχε προετοιμαστεί ως τόπος διαμονής του. Όπως και στην πρώτη περίοδο τής συνόδου, οι «συνάξεις» επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο Παλάτσο Τζιρόλντι και οι επίσημες, λειτουργικές «συνεδριάσεις» στον ναό τού Σαν Βιτζίλιο.110

Την 1η Μαΐου 1551 οι συνοδικοί πατέρες στο Τρεντ συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία τού Σαν Βιτζίλιο περίπου στις 9 π.μ. για την ενδέκατη συνεδρίαση τής «ιεράς, οικουμενικής και γενικής Συνόδου τού Τρεντ» (sacrosanctum, oecumenicum, et generale Concilium Tridentinum). Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια, ένας μήνας και είκοσι μέρες από εκείνη την αξέχαστη 11η Μαρτίου 1547, όταν η επιδημία τύφου είχε οδηγήσει τούς καρδινάλιους ντελ Μόντε και Τσερβίνι να μεταφέρουν τη συνέλευση από το Τρεντ στη Μπολώνια. Τώρα ο ντελ Μόντε ήταν πάπας και γινόταν η πρώτη συνοδική συνεδρίαση τής παπικής του θητείας. Η επαναλειτουργία τής Συνόδου δεν ήταν εντυπωσιακή. Συμμετείχαν ο καρδινάλιος λεγάτος και οι δύο συνάδελφοί τού πρόεδροι, ο Κριστόφορο Μαντρούτσο και ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Φρανσίσκο ντε Τολέδο, τέσσερις αρχιεπίσκοποι, δέκα επίσκοποι, επτά διδάσκαλοι τής ιεράς θεολογίας και επτά ευγενείς. Όλοι οι αρχιεπίσκοποι και επτά από τούς επισκόπους είχαν συμμετάσχει στις υποθέσεις τής Συνόδου κατά την πρώτη περίοδό της στο Τρεντ. Ο λεγάτος Κρεσέντσι έψαλλε την επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος, η πλήρης επιείκεια αναδημοσιεύτηκε και ο Σιγκισμόντο Φέντριο Ντιρούτα έκανε το κήρυγμα (όπως είχε κάνει ο ίδιος πριν πέντε χρόνια, την 1η Μαΐου 1546).

Μετά τις συνήθεις προσευχές και τελετές,

όταν αποκαταστάθηκε η ησυχία εγώ, ο Άντζελο Μασσαρέλλι ντε Σαν Σεβερίνο, τής επισκοπής τού Καμερίνο, γραμματέας τού ιερότατου κυρίου μας πάπα Ιουλίου Γ’ και τής Ιεράς Συνόδου, διάβασα με δυνατή, καθαρή φωνή τη βούλλα τής Αγιότητάς του για την επιστροφή τής Συνόδου στην πόλη τού Τρεντ, η οποία βούλλα ήταν γραμμένη στη Ρώμη, στον ναό τού Αγίου Πέτρου, στις 14 Νοεμβρίου 1550, και ξεκινά «Για την άρση των θρησκευτικών μας διαφωνιών» (Cum ad tollenda religionis nostrae dissidia).

Στη συνέχεια o Μασσαρέλλι διάβασε τη βούλλα τού Ιουλίου τής 4ης Μαρτίου 1550 «Για την εκπλήρωση τού καθήκοντος των συνετών πατέρων» (Ad prudentis patrisfamilias officium spectat), που διόριζε τον Κρεσέντσι στη λεγατινή αποστολή στο Τρεντ και τούς Πιγκίνο και Λιππομάνο στη συμπροεδρία τής συνόδου. Στις ημέρες και εβδομάδες που ακολούθησαν, έφτασαν και άλλοι ιεράρχες (αλλά όχι πολλοί), έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα δογματικά και πειθαρχικά προβλήματα, που αποτελούσαν τότε πρωταρχικό μέλημα των ανθρώπων.

Η εναρκτήρια ρουτίνα εκκλησιαστικού τελετουργικού και θεολογικής συζήτησης διακόπηκε για τρεις ή τέσσερις ημέρες στις 6-9 Ιουνίου, όταν ο Φίλιππος [Β’], ο γιος τού Καρόλου, έφτασε στο Τρεντ από το Άουγκσμπουργκ, όπου είχε αφήσει τον πατέρα του. Ο Φίλιππος βρισκόταν καθ’ οδόν επιστρέφοντας στις «Ισπανίες». Τέσσερις ημέρες μετά την αναχώρησή του υπενθυμιζόταν στους πατέρες στο Τρεντ, αν το είχαν όντως ξεχάσει ποτέ ότι είχαν κι άλλον εχθρό για να ανησυχούν, εκτός από τούς Λουθηρανούς: «επιστολές τής 5ης Ιουνίου έχουν μόλις παραληφθεί από τον αποστολικό νούντσιο στη Βενετία», έγραφε τώρα ο Μασσαρέλλι στο ημερολόγιό του (στις 13 Ιουνίου), «σε σχέση με τις εβδομήντα γαλέρες που ετοιμάζουν οι Ενετοί, για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Τούρκων».111

Φαινόταν ότι οι Ενετοί επρόκειτο να χρειαστούν τις εβδομήντα γαλέρες τους, γιατί λίγες εβδομάδες αργότερα (στις 4 Ιουλίου 1551) ο Μασσαρέλλι σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Λάβαμε [μόλις τώρα] από τον αποστολικό νούντσιο στη Βενετία επιστολή, στην οποία αναφέρει ότι ο τουρκικός στόλος έχει ήδη φτάσει στην Πρέβεζα και υπάρχει φόβος ότι πρόκειται να επιτεθεί σε ενετικό έδαφος». Εκείνη ακριβώς τη μέρα ο νούντσιος, ο Λοντοβίκο Μπεκαντέλλι, συνέτασσε κι άλλη επιστολή (που παραλήφθηκε στο Τρεντ στις 17 Ιουλίου ή λίγο νωρίτερα), με την ανησυχητική είδηση ότι τον τουρκικό στόλο αποτελούσαν ενενηντατρείς γαλέρες, είκοσι πλοία μεταφοράς και τριάντα φούστες. Είχε ήδη μπει στην Αδριατική, προκαλώντας στον δρόμο του όση ζημιά μπορούσε σε αυτοκρατορικές και παπικές κτήσεις. Το λυπηρό γεγονός ήταν ότι οι Τούρκοι ενθαρρύνονταν και βοηθιούνταν από τον Ερρίκο Β’, τον βασιλιά τής Γαλλίας,

πράγμα που είναι σίγουρα πολύ ασυνήθιστο, αφού οι βασιλείς τής Γαλλίας ήσαν οι ίδιοι πάντοτε υπερασπιστές τόσο των παπών όσο και τής Εκκλησίας, έχοντας έτσι κερδίσει τον τίτλο τού «χριστιανικότατου». Τώρα όμως φαίνεται να παίρνουν τα όπλα εναντίον τού πάπα και να κρύβονται πίσω από τούς Τούρκους, για να λεηλατήσουν τα εδάφη των χριστιανών. Σίγουρα ο Καρλομάγνος ποτέ δεν ενεργούσε έτσι, ούτε ο Πιπίνος, ούτε ο Λουδοβίκος [ο Ευσεβής]….

Αλίμονο για τούς κακούς καιρούς, αλλά ο Μασσαρέλλι ευχόταν στους Ιούλιο Γ’ και Κάρολο Ε’ «να ζήσουν και να νικήσουν» (vita et victoria).112

Η σύνοδος είχε ξεκινήσει ασύνδετα. Οι Τούρκοι ήσαν πιο δραστήριοι εκείνο το καλοκαίρι στη Μεσόγειο απ’ όσο οι θεολόγοι στο Τρεντ. Μια επιστολή από τη Ρώμη στις 15 Ιουλίου, η οποία είχε φτάσει στο Τρεντ στις 19 τού μηνός, έφερνε νέα τού φόβου που επικρατούσε τότε στη Ρώμη, λόγω τής εγγύτητας τού τουρκικού στόλου στο παπικό έδαφος. Ο Ιούλιος Γ’ είχε προσλάβει 2.000 πεζούς στρατιώτες και 200 ιππείς για την άμυνα τής Ρώμης. Μια επιστολή από τη Γένουα ήταν ακόμη πιο ζοφερή. Ο Αντόνιο Ντόρια, ο οποίος πήγαινε πυρομαχικά στην «Αφρική», δηλαδή στη Μαχντία, είχε μόλις ναυαγήσει και είχε χάσει οκτώ από τις δεκαπέντε γαλέρες του. Τα νέα ήσαν τόσο άσχημα, όσο και ο καιρός. «Πολύ μεγάλη ζέστη» (Ingentissimi calores). Στις 27 Ιουλίου ο Μασσαρέλλι σημείωνε στο ημερολόγιό του ότι «όταν ο τουρκικός στόλος έφτασε στη Σικελία, κατέλαβε εξ εφόδου την πόλη τής Αουγκούστα [βόρεια των Συρακουσών]. Κατέστρεψε την πόλη και την άφησε στις φλόγες…»113

Θα επανέλθουμε στην τουρκική εκστρατεία, στη λεηλασία τής Αουγκούστα και στην ατυχία τού Αντόνιο Ντόρια (όπως αναφέρθηκε από τη Βενετία) σε σχέση με τον λεγόμενο «πόλεμο τής Πάρμας».

Ιεράρχες και θεολόγοι συνέχιζαν να συρρέουν στο Τρεντ. Αν και ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος, περιλάμβανε κάποιες εντυπωσιακές προσωπικότητες, ιδιαίτερα τον Σεμπάστιαν φον Χόυζενταμ, εκλέκτορα τού Μάιντς (1545-1555), τον Γιόχαν φον Ίζενμπουργκ, εκλέκτορα τού Τριρ (1547-1556) και τον γνωστό Φρήντριχ Ναουζέα, επίσκοπο τής Βιέννης, ο οποίος πέθανε στο Τρεντ τον Φεβρουάριο τού επομένου έτους. Μερικές εβδομάδες αργότερα τούς ακολούθησε ο Άντολφ φον Σάουενμπουργκ, ο εκλέκτορας τής Κολωνίας (1535-1556). Η δωδέκατη συνεδρίαση τής Συνόδου πραγματοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Αν και δεν έγινε τίποτε «σε θέματα πίστης ή ηθών» (in rebus fidei vel morum), συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί η επόμενη συνεδρίαση στις 11 Οκτωβρίου και στο μεταξύ να εξεταστούν τα προβλήματα που σχετίζονταν με το μυστήριο τής ευχαριστίας. Η πρώτη σύναξη των θεολόγων συνεδρίασε στο Παλάτσο Τζιρόλντι στις 8 Σεπτεμβρίου, «όπου άρχισαν να εξετάζουν άρθρα των αιρετικών για το μυστήριο τής θείας ευχαριστίας» (qui c[o]eperunt examinare articulos haereticorum super sacramento eucharistiae). Ανάμεσά τους ήσαν οι Ιησουίτες θεολόγοι Ντιέγκο Λαϋνέζ και Αλφόνσο Σαλμερόν. Οι εργασίες τής Συνόδου είχαν αρχίσει για τα καλά, καθώς τελείωνε το έκτο ημερολόγιο τού Μασσαρέλλι.114

Μεταξύ 8 και 16 Σεπτεμβρίου (1551) είχαν πραγματοποιηθεί οκτώ θεολογικές συνάξεις «για το μυστήριο τής θείας ευχαριστίας» (de sanctissimo Εucharistiae sacramento), στις οποίες πήραν μέρος εικοσιέξι θεολόγοι. Ασχολήθηκαν αποκλειστικά με δέκα «άρθρα αιρετικών» (articuli haereticorum), δηλαδή των Λουθηρανών και των οπαδών τού Τσβίνγκλι.115 Από τούς εικοσιέξι αυτούς θεολόγους, δεκαοκτώ ήσαν Ισπανοί. Κατά τον 16ο αιώνα η πνευματική συμπλήρωνε τη στρατιωτική ανδρεία τής Ισπανίας. Ο καρδινάλιος Κρεσέντσι, κατά την έναρξη των εννέα γενικών συνάξεων που ήσαν αφιερωμένες σε συζήτηση των δέκα (λουθηρανικών και τσβινγκλιανών) άρθρων, σχετικών με τη θεία ευχαριστία (21-30 Σεπτεμβρίου), έκανε τη δήλωση —στην οποία ο Γιέντιν εφιστά ιδιαίτερη προσοχή— ότι, ενώ η σύνοδος μπορούσε πολύ σωστά να καταδικάζει αιρέσεις, δεν μπορούσε να πάρει τελικές αποφάσεις για όλες τις σχολαστικές διαμάχες. Η νουθεσία του δεν φάνηκε να αποτρέπει μερικούς από τούς συνοδικούς πατέρες από την προσπάθειά τους να κάνουν αυτό ακριβώς.116

Όμως περαιτέρω συζητήσεις σε περαιτέρω γενικές συνάξεις παρήγαγαν τελικά οκτώ (εγκεκριμένα) δογματικά άρθρα, που καθόριζαν την πραγματική παρουσία, τη μετουσίωση και τη «χρήση αυτού τού αξιοθαύμαστου μυστηρίου», καθώς και έντεκα καταδικαστικούς κανόνες, αναθεματίζοντας εκείνους που κατείχαν ή δίδασκαν αντίθετες απόψεις. Κατά τη γενική σύναξη τής 10ης Οκτωβρίου εγκρίθηκε ένα διάταγμα για την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση (ασχολούμενο με τα δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των επισκόπων), μαζί με το διάταγμα για την ευχαριστία, ενώ δύο επιπλέον συνεδριάσεις ήσαν προγραμματισμένες για τις 25 Νοεμβρίου και 25 Ιανουαρίου. Εγκρίθηκε επίσης άδεια ασφαλούς διέλευσης, η οποία θα στελνόταν στους Προτεστάντες που θα επέλεγαν να συμμετάσχουν στη σύνοδο.117 Η δέκατη τρίτη συνεδρίαση, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Οκτωβρίου, κράτησε από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, λόγω τής έκτασης των εγγράφων που έπρεπε να διαβαστούν. Το σημαντικό διάταγμα για την ευχαριστία, «το δείπνο τού Κυρίου», υπερψηφίστηκε δεόντως, όπως και το μη ικανοποιητικό διάταγμα για την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση.118

Ο Κρεσέντσι προχωρούσε πεισματικά. Στις 15 Οκτωβρίου έθεσε ενώπιον των συνοδικών πατέρων δώδεκα άρθρα σχετικά με το μυστήριο τής μετάνοιας και τέσσερα σχετικά με εκείνο τού ύστατου χρίσματος, όπου όλα προέρχονταν «από βιβλία συγχρόνων αιρετικών» (ex libris modernorum haercticorum), δηλαδή από τα έργα τού Λουθήρου, τού Καλβίνου, τού Μελάνκτον, τού Μπρεντς και τού Μπούτσερ.119 Οι θεολόγοι άρχισαν να εργάζονται πάνω σε αυτό το υλικό το απόγευμα τής 20ης Οκτωβρίου, στην πρώτη από δεκαεννέα «συνάξεις θεολόγων» (congregationes theologorum), που κράτησαν μέχρι τις 30 Οκτωβρίου. Την ενεργητικότητα που επιδείκνυαν ξεπερνούσαν μόνο οι γνώσεις τους. Συνεδρίαζαν κάθε πρωί από τις 8 μέχρι τις 11 και κάθε απόγευμα από τις 2 μέχρι τις 5 ή 6, θαμπώνοντας ο ένας τον άλλο (και τον αναγνώστη) με την ασυνήθιστη ευρύτητα των παραπομπών τους στην πατερική γραμματεία καθώς και στις Γραφές.120

Τόσο οι Ισπανοί όσο και οι Γερμανοί ιεράρχες ήσαν πολύ δυσαρεστημένοι με τον χειρισμό τού ζητήματος τής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης από τον Κρεσέντσι, ο οποίος δεν είχε συμπεριλάβει τη συζήτηση ορισμένων θεμελιωδών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά οι δύο ομάδες έπρεπε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την πολιτική τού Καρόλου Ε’ για πλήρη συνεργασία με τον Ιούλιο Γ’ και έτσι ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Φρανσίσκο ντε Τολέδο προσπαθούσε να μεσολαβήσει μεταξύ των δυσαρεστημένων θεολόγων και τού ανυπάκουου λεγάτου. Η εκκλησιαστική μεταρρύθμιση θα ήταν χρήσιμη για τον Κάρολο στην αναζήτηση κάποιας συνεννόησης με τούς Λουθηρανούς. Τα άκαμπτα δογματικά διατάγματα επιδείνωναν απλώς τις διαιρέσεις στη Γερμανία. Στο Τρεντ υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι ο Κρεσέντσι είχε παρατείνει τις δογματικές συζητήσεις, προκειμένου να αφήσει ανεπαρκή χρόνο για μια σωστή συζήτηση τής μεταρρύθμισης πριν από την αναγκαιότητα εκπόνησης τού διατάγματος, εξασφαλίζοντας την έγκρισή του στη γενική σύναξη (στις 10 Οκτωβρίου) και σκοπεύοντας στη δημοσίευσή τού στη δέκατη τρίτη συνεδρίαση (στις 11 τού μηνός). Υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος ότι οι μεταρρυθμιστές θα παραβίαζαν τα δικαιώματα και τις αξιώσεις τής κυριαρχούμενης από Ιταλούς παπικής κούρτης. Η μεταρρύθμιση τής κούρτης αποτελούσε θέμα τού πάπα και μόνο. Οι Ισπανοί ιεράρχες είχαν επιμείνει να δοθεί προσοχή σε δεκατρία «άρθρα μεταρρύθμισης» (artículos de reformación), που είχαν συντάξει. Ο Κρεσέντσι δεν ήθελε κανένα από αυτά.121

Δεν είναι εύκολο να κρατηθεί ήσυχος ένας μεταρρυθμιστής. Υπάρχει πάντοτε πίεση για μεταρρυθμίσεις στην Εκκλησία, γιατί έχοντας μεταρρυθμιστεί (reformata reformanda), η Εκκλησία σύντομα απαιτεί ξανά μεταρρύθμιση. Ο Κάρολος Ε’ και ο βασικός του σύμβουλος Αντουάν Περρενώ, επίσκοπος τού Αρράς και γιος τού εκλιπόντος Νικολάου, άρχοντα τής Γκρανβέλ, ήθελαν και οι δύο τη μεταρρύθμιση, αλλά ήθελαν επίσης την ειρήνη με τον Ιούλιο Γ’ και αυτήν για περισσότερους λόγους από εκείνους που αφορούσαν τη Σύνοδο τού Τρεντ. Όπως έγραφε ο Κάρολος στον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, τον απεσταλμένο του στη σύνοδο (στις 14 Νοεμβρίου 1551), είχε υποσχεθεί τη δική του «σκέψη και πρόθεση για την προστασία τής εξουσίας τής Αγιότητάς του και τής Αποστολικής Έδρας» (mente y intentión para la conservatión de la autoridad de su Santidad y Sede Apostólica). Όσο για τη μεταρρύθμιση, οι Ισπανοί ιεράρχες έπρεπε να ολοκληρώσουν ό,τι μπορούσαν και να μην εγκαταλείψουν τα υπόλοιπα.122 Στο Τρεντ ο πληρεξούσιος Φρανσίσκο ντε Βάργκας, νομικός σύμβουλος τού Τολέδο, εύρισκε την υπομονή πιο δύσκολη, αλλά ασκούσε φυσικά την ευγενική επιμονή, που ο αυτοκράτορας και ο επίσκοπος τού Αρράς είχαν προδιαγράψει γι’ αυτόν. Όμως σε επιστολή του προς τον εξοχότατο τού Αρράς ο Βάργκας έδινε διέξοδο στο αίσθημά του για τη ματαιότητα τής πίεσης για μεταρρύθμιση όσον αφορούσε τον Κρεσέντσι και (εδώ που τα λέμε) όσον αφορούσε τούς Λουθηρανούς.

Σύμφωνα με τον Βάργκας ο καρδινάλιος λεγάτος προχωρούσε με τον δικό του αμαθή τρόπο, χάνοντας χρόνο με την ενθάρρυνση θεολογικών διαφορών και συγκαλώντας συνάξεις για να υποστηρίξουν δόγματα. Έπρεπε κανείς να περιμένει μέχρι την τελευταία ώρα πριν από μια συνεδρίαση και τότε θα ερχόταν ο λεγάτος, σπεύδοντας με πολυάσχολο τρόπο, με μια πρόταση για μεταρρύθμιση, την οποία κανένας δεν είχε το χρόνο να διαβάσει ή να καταλάβει. Ο τρόπος που διαχειριζόταν τις συνοδικές υποθέσεις προκαλούσε απλώς σύγχυση και παρείχε επιχειρήματα για γελοιοποίηση. Στο Τρεντ η διαμαρτυρία ήταν άχρηστη και προφανώς όχι λιγότερο στη Ρώμη. Η σύνοδος διοργανωνόταν από τυφλούς, οι οποίοι έδειχναν να μην ενδιαφέρονται που επιτελούσαν την καταστροφή τής χριστιανοσύνης. Η Εκκλησία θα βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση από εκείνη που είχε βρεθεί ποτέ, αν τα πράγματα συνεχίζονταν με τον θλιβερό τρόπο με τον οποίο προχωρούσαν. Οι Προτεστάντες που έρχονταν στο Τρεντ θα αποδεικνύονταν άχρηστοι. Θα επέστρεφαν στη Γερμανία πιο επίμονοι απ’ όσο ήσαν πριν. Παρ’ όλα αυτά, ίσως ήταν καλό να έρθουν αυτοί, για όλες τις εξεγέρσεις και τις κακές αποφάσεις. Θα μπορούσαν ίσως να διασαφηνιστούν θέματα. Πολλοί άνθρωποι έλπιζαν με ανυπομονησία στην άφιξή τους. Όμως αν οι αναφορές για τη συνάντησή τους με τον Μελάνκτον στη Βίττενμπεργκ ήσαν αλήθεια, τότε ήσαν προφανώς πιο αποφασισμένοι από ποτέ να διατηρήσουν τα λάθη τους. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα να τούς κερδίσουν.123

Όποια και αν ήσαν τα κίνητρα τού Κρεσέντσι, τα δογματικά διατάγματα επρόκειτο να αποδειχθούν πιο ανθεκτικά από εκείνα που ασχολούνταν με τη μεταρρύθμιση. Στις 5 Νοεμβρίου (1551) έθεσε ενώπιον γενικής σύναξης το αποδεικτικό υλικό (materiae tractandae) σχετικά με τα μυστήρια τής μετάνοιας και τού ύστατου χρίσματος, στα οποία οι θεολόγοι είχαν δαπανήσει τις καλύτερες προσπάθειές τους. Ζητούσε από τούς συνοδικούς πατέρες να είναι σύντομοι στη διατύπωση των απόψεών τους, γιατί οι θεολόγοι είχαν εξετάσει τις σχετικές λεπτομέρειες με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Ύστερα από κάποια εξέταση τής επάρκειας των καταλυμάτων και των προμηθειών για τη σύνοδο, οι πατέρες στράφηκαν προς την παρουσία μεταξύ τους κάποιου Μακάριου, ο οποίος περιέγραψε τον εαυτό του ως αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, «Έλληνα από το νησί τής Χίου», που είχε φτάσει στο Τρεντ στις 23 Οκτωβρίου (1551) «για να συμμετάσχει στη σύνοδο».124

Κατά τη γενική σύναξη τής 5ης Νοεμβρίου η χάρη του ο Θεσσαλονίκης, αφού δεν γνωρίζει τη λατινική γλώσσα και μιλά μόνο ελληνικά, δεν είχε τίποτε να πει, αλλά όταν ρωτήθηκε από διερμηνέα, εγκωμίασε όλα όσα είχε πει ο σεβασμιότατος άρχοντας λεγάτος. … Όμως πριν από την έναρξη τής σημερινής σύναξης, τέθηκε το ζήτημα μεταξύ των πατέρων, αν έπρεπε να γίνει δεκτός στη σύνοδο ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Έλληνες, ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν εκκλησίες στην τουρκική αυτοκρατορία, είναι σχισματικοί και διορίζονται από τον πατριάρχη τους, ο οποίος διορίζεται από τον Τούρκο τύραννο, ζει στην Κωνσταντινούπολη και είναι επίσης σχισματικός, φαινόταν καλύτερο στους Πατέρες, να τον ανακρίνουν πρώτα σχετικά με την πίστη του. Τότε, όταν ο προαναφερθείς άρχοντας αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης οδηγήθηκε μέσα και πήρε τη θέση του ενώπιον των πατέρων, ομολόγησε δημόσια ότι θα αποδεχόταν τα πάντα και με όλες τις λεπτομέρειες, όσα αποφασίζονταν από αυτή την Ιερά Σύνοδο. Υποτασσόταν, και υποβαλλόταν και ο ίδιος, σε όλα τα πράγματα στη σύνοδο. Διερμηνέας, ο οποίος επαναλάμβανε τα λόγια του, ήταν ο αιδεσιμότατος άρχοντας επίσκοπος τού Αγίου Μάρκου. Και έτσι έχει οδηγηθεί στη σύνοδο. Αποφασίστηκε ότι θα γινόταν δεκτός σε όλες τις συνοδικές διαδικασίες και τού δόθηκε θέση μετά τούς δυτικούς επισκόπους.125

Τα «προς αντιμετώπιση υλικά», τα οποία έθεσε ο Κρεσέντσι ενώπιον των συνοδικών πατέρων στις 5 Νοεμβρίου, εξετάστηκαν αναλυτικά σε δεκαπέντε γενικές συνάξεις από τις 6 μέχρι τις 24 Νοεμβρίου, κατά την οποία τελευταία ημερομηνία ολοκληρώθηκαν τελικά τα διατάγματα, «για δημοσίευση στη συνεδρίαση που θα πραγματοποιηθεί αύριο».126 Η δεκάτη τέταρτη συνεδρίαση τής συνόδου, η τέταρτη υπό τον Ιούλιο Γ’, πραγματοποιήθηκε στις 25 Νοεμβρίου. Δημοσιεύτηκαν εννέα δογματικά άρθρα (capita) σχετικά με τη μετάνοια και τρία σχετικά με το ύστατο χρίσμα, μαζί με δεκαεννέα καταδικαστικούς κανόνες κατευθυνόμενους κατά τής διδασκαλίας των Προτεσταντών μεταρρυθμιστών. Στη συνέχεια διαβάστηκε, κυρώθηκε και δημοσιεύτηκε διάταγμα για την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση, που αποτελούνταν από δεκατρία άρθρα (αποκαλούμενα κανόνες), ύστερα από το οποίο όλοι οι Πατέρες είπαν «Ευχαριστίες στον Θεό» (Deo gratias).127

Ο Κρεσέντσι προωθούσε τις διαδικασίες τής συνόδου. Τη μέρα των Χριστουγέννων (του 1551) ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Φρανσίσκο ντε Τολέδο έγραφε στον Κάρολο Ε’ ότι δύο ακόμη συνεδριάσεις θα έφερναν τη σύνοδο κοντά στην ολοκλήρωσή της. Για την επόμενη συνεδρίαση, που έχει προγραμματιστεί για τις 25 Ιανουαρίου, παρέμενε η δημοσίευση τής δογματικής διευκρίνισης των μυστηρίων τής λειτουργίας και τής χειροτονίας, καθώς και απόφαση για το συνεχιζόμενο πρόβλημα τής κοινωνίας «και με τα δύο είδη» (sub utraque specie). Στην επόμενη συνεδρίαση, η οποία θα ήταν η δέκατη έκτη, έπρεπε να ασχοληθούν με το μυστήριο τού γάμου, καθώς και με την κατάχρηση ή κακή χρήση των επτά μυστηρίων, «ύστερα από το οποίο παραμένουν μόνο η εξουσία τού πάπα, το καθαρτήριο πυρ, τα συγχωροχάρτια και η προσκύνηση των αγίων».128 Ο Κρεσέντσι προσέβλεπε επίσης σε πρώιμο τέλος των συνοδικών του καθηκόντων, όταν στις 3 Δεκεμβρίου παρέδωσε στους θεολόγους δέκα άρθρα σχετικά με τη θεία λειτουργία και έξι σχετικά με το μυστήριο τής χειροτονίας, όλα προερχόμενα από τις εργασίες των μεταρρυθμιστών, «άρθρα από βιβλία αιρετικών σχετικά με τη θεία λειτουργία και τη χειροτονία» (articuli ex libris haereticorum super ipsis missa et ordine excerpti), όπου αιρετικοί ήσαν ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Μελάνκτον, ο Τσβίνγκλι, ο Μπούσερ, ο Μπούλλινγκερ και άλλοι.129

Εικοσιέξι συνάξεις θεολόγων πραγματοποιήθηκαν από τις 7 μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου, για να ασχοληθούν με τη θυσία στη λειτουργία και το μυστήριο τής χειροτονίας. Οι Ισπανοί Ντιέγκο Λαϋνέζ, Αλφόνσο Σαλμερόν, Μέλχιορ Κάνε και Χουάν Άρζε και οι Γερμανοί Γιόχαν Γκρόππερ, Έμπερχαρντ Μπίλλικ και Αμπρόζιους Πελάργκους είχαν να πουν τα περισσότερα. Οι καθημερινοί γύροι θεολογικών συζητήσεων, με την ατελείωτη παράθεση κειμένων, διακόπηκαν στα μέσα Δεκεμβρίου, όταν ο γιος τού Φερδινάνδου, ο Μαξιμιλιανός, βασιλιάς τής Βοημίας, καθώς και η σύζυγός του Μαρία, κόρη τού Καρόλου Ε’, έφτασαν στο Τρεντ προερχόμενοι από την Ισπανία, για να συναντήσουν τον Κάρολο στο Ίννσμπρουκ.130

Στις 4 μ.μ. το Σάββατο 2 Ιανουαρίου 1552 ο Κρεσέντσι άρχισε την πρώτη από δεκαπέντε γενικές συνάξεις, που κράτησαν μέχρι τις 13-14 Ιανουαρίου και διακήρυξαν αιρετικούς τούς ισχυρισμούς των μεταρρυθμιστών, που αφορούσαν τη λειτουργία και τη χειροτονία. Οι συγκεντρωμένοι πατέρες ενέκριναν επίσης αντιπροσωπεία δεκαοκτώ ιεραρχών, η οποία εκπονούσε δεκατρείς καταδικαστικούς κανόνες, αναθεματίζοντας όσους είχαν λανθασμένες απόψεις για τη λειτουργία και οκτώ κανόνες που καταδίκαζαν εκείνους, που δίδασκαν ψευδείς αντιλήψεις για τη χειροτονία. Αντίγραφα των χειρογράφων τους δόθηκαν σε όλα τα μέλη τής Συνόδου στις 20 και 21 Ιανουαρίου. Τέσσερα μακροσκελή άρθρα (capita), που προσδιόριζαν το δόγμα τής θυσίας στη λειτουργία και τρία εξίσου μακροσκελή για τη χειροτονία παρουσιάστηκαν τότε στη σύνοδο.131 Όμως οι πατέρες δεν θα ενεργούσαν τώρα με το υλικό που είχαν στα χέρια τους, γιατί η Γερμανία σύντομα θα πρόβαλλε περισσότερο από ποτέ και τα προβλήματά τους δεν θα περιορίζονταν στο δόγμα.

Σιγά-σιγά οι Προτεστάντες είχαν αρχίσει να βρίσκουν τον δρόμο τους προς το Τρεντ. Στις 22 Οκτωβρίου (1551) ο Χανς Ντήτριχ από το Πλιένινγκεν, ευγενής από την περιοχή τής Στουτγκάρδης, καθώς και ο νομικός Χανς Χάινριχ Χέκλιν, είχαν φτάσει στην πόλη ως απεσταλμένοι τού δούκα Κρίστοφερ τής Βίρττεμπεργκ. Ένα μήνα αργότερα (στις 21 Νοεμβρίου) ήρθε ο ιστορικός Γιόχαν Σλάινταν ως απεσταλμένος τού Στρασβούργου, μόλις τέσσερις ημέρες πριν από τη δέκατη τέταρτη συνεδρίαση τής συνόδου. Ο Σλάινταν θα εκπροσωπούσε επίσης άλλες πέντε αυτοκρατορικές πόλεις, το Λίνταου, το Ράβενσμπουργκ, το Μπίμπεραχ, το Έσσλινγκεν και το Ρόυτλινγκεν.132 Οι απεσταλμένοι τού εκλέκτορα Μόριτς τής Σαξωνίας, ο Βόλφγκανγκ Ρόλλερ και ο Λέοναρντ Μπάντορν, δεν εμφανίστηκαν μέχρι τις 7 Ιανουαρίου (1552). Κανένας από αυτούς τούς πληρεξούσιους τής Προτεσταντικής Γερμανίας δεν καταδέχτηκε να κάνει επίσκεψη ευγένειας στον παπικό λεγάτο. Απεύθυναν την προσοχή τους προς τον Φρανσίσκο ντε Τολέδο και τούς άλλους αυτοκρατορικούς απεσταλμένους στη σύνοδο, απαιτώντας νέες επιστολές ασφαλούς διέλευσης (του είδους με το οποίο είχαν εφοδιαστεί οι Χουσσίτες που είχαν πάει στη Σύνοδο τής Βασιλείας) για τούς Προτεστάντες θεολόγους που επρόκειτο ακόμη να έλθουν. Ζητούσαν επαναδιατύπωση τής ισχύος των διαταγμάτων τής Κωνσταντίας και τής Βασιλείας, που επιβεβαίωναν την υπεροχή των συνόδων επί των παπών. Κανένα μέλος τής τρέχουσας συνέλευσης στο Τρεντ δεν θα δεσμευόταν από όρκο στον πάπα, ενώ όλα τα δογματικά διατάγματα που είχαν ψηφιστεί μέχρι τότε έπρεπε να ανακληθούν. Στη γενική σύναξη που πραγματοποιήθηκε το πρωί τής Κυριακής 24 Ιανουαρίου, τής οποίας προέδρευσε ο Σεμπαστιάνο Πιγκίνο ως δεύτερος πρόεδρος τής συνόδου, ακούστηκαν οι απεσταλμένοι τού δούκα τής Βίρττεμπεργκ.

Οι Χανς Ντήτριχ και Χέκλιν παρουσίασαν την εντολή τους από τον δούκα Κρίστοφερ. Ήταν χρονολογημένη στο Τύμπινγκεν στις 20 Σεπτεμβρίου (1551). Διακήρυξαν την αναγκαιότητα φροντίδας για τον διορισμό των κατάλληλων κριτών, που θα προέρχονταν τόσο από την Καθολική όσο και από την Προτεσταντική πλευρά, για να αποφανθούν επί τής θρησκευτικής διαμάχης που μάστιζε τη χριστιανοσύνη «σύμφωνα με την αλήθεια των προφητικών και αποστολικών γραπτών και σύμφωνα με τη συγκατάθεση τής αληθινής καθολικής εκκλησίας» (iuxta scripta prophetica et apostolica et iuxta verum verae catholicae ecclesiae consensum). Ένα πολύ μεγάλο μέρος τού Προτεσταντικού δόγματος, όπως γνώριζε καλά ο δούκας τους, βρισκόταν αρκετά σε αντίθεση με εκείνο τού Ρωμαίου ποντίφηκα και των επισκόπων, οι οποίοι δεσμεύονταν σε αυτόν από όρκους και άλλες υποχρεώσεις.

Ο ποντίφηκας και οι επίσκοποί του δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν ως κατάλληλοι κριτές σε αυτή τη θρησκευτική προσφυγή, επειδή συμμετείχαν επίσης, είτε τούς θεωρούσε κανείς κατήγορους ή κατηγορούμενους (… in hac causa, in qua ipsi sunt pars sive accusatores sive rei). Εκείνο που τούς ενδιέφερε είχε να κάνει με τον νόμο τού Θεού. Η σύνοδος είχε εγκρίνει υποτιθέμενα διατάγματα, χωρίς να ακουστούν καθόλου οι Προτεστάντες. Αυτά τα διατάγματα έπρεπε να ακυρωθούν και τα δογματικά ζητήματα να επανεξεταστούν με δίκαιο και σωστό τρόπο. Είχαν αποφασιστεί δόγματα πολύ απομακρυσμένα από την αλήθεια τής Αγίας Γραφής, σύμφωνα με τούς Χανς Ντήτριχ και Χέκλιν, ενώ είχαν επιβεβαιωθεί και πολλά παλιά λάθη, όχι μόνο κατά τις προηγούμενες, αλλά και κατά τις τωρινές συνεδριάσεις τής συνόδου. Ο δούκας τής Βίρττεμπεργκ ζητούσε λοιπόν να μην ισχύσουν αυτά τα διατάγματα «για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγαν» (pro conclusis et ratis). Έπρεπε να αναιρεθούν. Έπρεπε να εκλεγούν κατάλληλοι κριτές από τις δύο πλευρές, για να καταλήξουν σε αποφάσεις «σύμφωνα με τη γνώμη των αγίων γραφών και τη συγκατάθεση τής αληθινής εκκλησίας» (iuxta sententiam sacrae scripturae et consensum verae ecclesiae). Οι δύο απεσταλμένοι παρουσίασαν στη συνέχεια στους συνοδικούς πατέρες αντίγραφο τής Ομολογίας τής Βίρττεμπεργκ, «στην οποία έλεγαν ότι περιλαμβάνονταν το δόγμα και η πίστη τους». Τούς είπαν ότι η σύνοδος τούς είχε ακούσει και θα ενεργούσε με τη δέουσα συζήτηση. Ο γραμματέας Μασσαρέλλι δεν περιέλαβε το κείμενο τής Ομολογίας τής Βίρττεμπεργκ στα πρακτικά τής συνόδου, «για να μην κηλιδώσω αυτά τα γραπτά μου με ασέβειες και τερατουργήματα αυτού τού είδους».133 Καθώς οι Χανς Ντήτριχ και Χέκλιν άφηναν τη μεγάλη αίθουσα τού Παλάτσο Τζιρόλντι, όπου λάμβανε χώρα η σύναξη, δεν πρέπει να είχαν αμφιβολία για την εντύπωση που είχαν κάνει στη σύνοδο.

Η γενική σύναξη που είχε ακούσει τούς απεσταλμένους τής Βίρττεμπεργκ είχε αρχίσει στις 8 π.μ. (στις 24 Ιανουαρίου) και έκλεισε με τον ήχο των καμπανών, που ενημέρωναν τούς κουρασμένους πατέρες ότι είχε φτάσει το μεσημέρι. Στις 3 μ.μ. τής ίδιας ημέρας η σύναξη συνεδρίασε και πάλι, αυτή τη φορά για να ακούσει τούς απεσταλμένους τού Μόριτς τής Σαξωνίας. Ο λεγάτος Κρεσέντσι ξεκίνησε αναφέροντας ότι είχε ετοιμαστεί νέα άδεια ασφαλούς διέλευσης με τη μορφή που είχε ζητήσει ο Μόριτς. Ο Μασσαρέλλι διάβασε το κείμενο, το οποίο εγκρίθηκε. Όμως ένα στοιχείο τής εργασίας προηγούνταν τής εισόδου των Σαξώνων απεσταλμένων. Ο Ιούλιος Γ’ είχε ζητήσει τη συμβουλή των πατέρων σχετικά με την εκλογή τού ανήλικου γιου τού Γιόακιμ Β’ τού Βραδεμβούργου, τού Φρήντριχ (πέθανε στις 3 Οκτωβρίου 1552) ως επισκόπου Μαγδεμβούργου και Χάλμπερστατ. Η σύνοδος ενέκρινε τώρα την πρόταση, να χορηγηθεί στο αγόρι κατ’ εξαίρεση άδεια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ότι δηλαδή θα διοριζόταν διαχειριστής στις επισκοπές μέχρι αυτό να ενηλικιωθεί, ενώ έπρεπε να εξασφαλίζεται «ποια ήσαν τα ήθη, η ζωή και τα πιστεύω του κλπ.» (qui sint eius mores, vita et fides, etc.). Στη συνέχεια ο Βόλφγκανγκ Ρόλλερ, ιππότης και διοικητής τής Θουριγγίας και ο Λέοναρντ Μπάντορν, διδάσκαλος και των δύο δικαίων, μπήκαν στην αίθουσα τής συνόδου, όπου για κάποιο λόγο παρέμειναν να στέκονται στο πίσω μέρος (in calce aulae). Ο Μπάντορν ήταν ο εκπρόσωπος των Σαξώνων. Θα αποδεικνυόταν πιο τραχύς ακόμη και από τούς απεσταλμένους τής Βίρττεμπεργκ.

Ο Μπάντορν δήλωσε ότι αν συγκαλούνταν «οικουμενική, ελεύθερη και χριστιανική σύνοδος», στην οποία θα μπορούσαν να κριθούν οι θρησκευτικές διαμάχες, να ακουστούν όλοι οι άνθρωποι με ασφάλεια και να τεθεί σε εφαρμογή η μεταρρύθμιση, ο Μόριτς, δούκας τής Σαξωνίας και εκλέκτορας τής αυτοκρατορίας, θα έστελνε τούς θεολόγους του, «άνδρες ευσεβείς, μορφωμένους και ειρηνικούς» (viri pii, docti et pacifici). Ο Σάξωνας απεσταλμένος έδινε μεγάλη έμφαση στους όρους τής άδειας ασφαλούς διέλευσης, που έπρεπε να εγγυώνται στους Λουθηρανούς θεολόγους απόλυτη ασφάλεια άφιξης και αναχώρησης. Ειπώθηκε ότι οι θεολόγοι βρίσκονταν καθ’ οδόν (είχαν πάει στη Νυρεμβέργη), εν αναμονή τής απαιτούμενης άδειας ασφαλούς διέλευσης. Μέχρι να φτάσουν, όλες οι συνοδικές διαδικασίες που αφορούσαν την πίστη έπρεπε να σταματήσουν. Τα διατάγματα τού Τρεντ που είχαν ήδη δημοσιευτεί έπρεπε να επαναληφθούν, γιατί περιείχαν «όχι ασήμαντα σφάλματα» (errores non leves), συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την δικαίωση. Έπρεπε να ακουστούν εκείνοι που είχαν προσχωρήσει στην Ομολογία τού Άουγκσμπουργκ. Έπρεπε να ακουστούν όλα τα έθνη τού χριστιανικού κόσμου. Μέχρι στιγμής η συμμετοχή στο Τρεντ ήταν εντελώς ανεπαρκής. Ο Μπάντορν επανερχόταν στις προσταγές τής Κωνσταντίας και τής Βασιλείας, «ότι σε ζητήματα πίστης και στις περιπτώσεις που αφορούν τον ίδιο τον πάπα, ο πάπας αναφέρεται στη σύνοδο και η σύνοδος είναι και πρέπει να είναι ανώτερη από τον πάπα».

Αν ο παπισμός αναφερόταν στη σύνοδο, τότε όλα τα μέλη τής Συνόδου έπρεπε να είναι απαλλαγμένα από δεσμούς και όρκους προς τον πάπα, ιδιαίτερα σε θέματα που είχαν σχέση με την πίστη και την αναγκαία μεταρρύθμιση «στην κεφαλή και τα μέλη». Οι πάπες και ο κλήρος, έλεγε ο Μπάντορν, είχαν σοβαρή ανάγκη μεταρρύθμισης. Ανέφερε επίσης ότι η μη διεξαγωγή συνόδων [όπως απαιτούσε το διάταγμα Συχνότητας (Frequens), που είχε ψηφιστεί στην Κωνσταντία στις 9 Οκτωβρίου 1417], είχε επιτρέψει την ανάπτυξη λαθών και καταχρήσεων μέσα στην Εκκλησία και την εισβολή σχισμάτων στη χριστιανοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν πόλεμοι και μίση, διαφωνίες και αναταραχές, που παρείχαν ατέλειωτες ευκαιρίες στους Τούρκους, «τους αιώνια σκληρούς, απάνθρωπους και κακούς εχθρούς των χριστιανών» (saevissimo, crudelissimo nefandissimoque Christiani nominis hosti perpetuo), να οδηγούν τούς φτωχούς χριστιανούς στη δυστυχία με τις επιθέσεις τους.

Η δυνατότητα μεταρρύθμισης βρισκόταν μόνο σε ελεύθερους ανθρώπους, ελεύθερες φωνές και ελεύθερες ψήφους. Ήταν αδύνατον να επιτευχθεί από εκείνους που ήσαν έτοιμοι να συμμορφωθούν με κάθε επιθυμία ή εντολή τού πάπα. Τέτοιες ήσαν οι απαιτήσεις και οι παραινέσεις, που έφερναν οι Ρόλλερ και Μπάντορν στη σύνοδο στο όνομα τού Μόριτς τής Σαξωνίας, που είχε τον Θεό μάρτυρα, «ότι τα έκανε όλα αυτά με τις πιο πιστές και καλύτερες προθέσεις και με ειλικρινή αγάπη» (quod cuncta haec fidelissimo et optimo animo et affectu syncerissimo faciat). Απάλλαξαν τούς απεσταλμένους, όπως και εκείνους τής Βίττενμπεργκ το πρωί, με τη λακωνική δήλωση ότι η σύνοδος θα εξέταζε όσα είχαν πει. Η σύναξη διακόπηκε στις 7 μ.μ.134 Είχε ήδη σκοτεινιάσει και η δέκατη πέμπτη συνεδρίαση τής Συνόδου είχε προγραμματιστεί για την επόμενη μέρα.

Η επόμενη μέρα ήταν μια Δευτέρα 25 Ιανουαρίου (1552), μέρα τής γιορτής τού προσηλυτισμού τού Αγίου Παύλου. Οι συνοδικοί πατέρες συγκεντρώθηκαν στον καθεδρικό ναό τού Τρεντ για τη δέκατη πέμπτη συνεδρίαση, την πέμπτη τής παπικής θητείας τού Ιουλίου Γ’. Ψήφισαν γρήγορα την αναβολή τής δημοσίευσης των διαταγμάτων για τη θυσία τής λειτουργίας και το μυστήριο τής χειροτονίας (sacramentum ordinis), μέχρι να μπορέσουν οι Προτεστάντες να παρευρεθούν στην επόμενη συνεδρίαση, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 19 Μαρτίου, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ιωσήφ. Ο Νικκολό Μαρία Καρατσιόλο, επίσκοπος τής Κατάνια στη Σικελία, διάβασε στη συνέχεια το μακρύ κείμενο τής νέας άδειας ασφαλούς διέλευσης, που θα δινόταν στους Γερμανούς Προτεστάντες, υποσχόμενη σε αυτούς την πληρέστερη ελευθερία να εκφράζουν τις απόψεις τους και να έρχονται και να φεύγουν, όπως επέλεγαν. Υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση στον καθεδρικό ναό, τόσο από συμμετέχοντες στην ψηφοφορία όσο και από μάρτυρες στη διαδικασία, αλλά εκτός από το κήρυγμα τού Τζιοβανμπαττίστα Καμπέτζιο σχετικά με τούς κινδύνους των ανωμάλων δογμάτων, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να σημειωθεί.135

Χάρη στην επιμονή των φιλο-αυτοκρατορικών Φρανσίσκο ντε Τολέδο και Φρανσίσκο ντε Βάργκας, ο καρδινάλιος λεγάτος Κρεσέντσι είχε αναθεωρήσει το κείμενο τής άδειας ασφαλούς διέλευσης, για να προσαρμοστεί με εκείνο που είχαν χορηγήσει οι συνοδιστές στη Βασιλεία στους Χουσσίτες. Μετά τη συνεδρίαση, στις 25 Ιανουαρίου, ο Βάργκας, ο οποίος δεν άντεχε τον λεγάτο, έγραφε στον Αντουάν ντε Γκρανβέλ ότι η προηγούμενη μέρα (η μέρα τής γενικής σύναξης τής 24ης τού μηνός) ήταν «μεγάλη ημέρα αν λάβει κανείς υπόψη τι έγινε». Όμως από τη στιγμή που ο Κρεσέντσι άκουσε τούς απεσταλμένους τής Σαξωνίας και τής Βίρττεμπεργκ, συμπεριφερόταν με ανησυχητικό τρόπο. Εν πάση περιπτώσει το πεδίο τής μάχης ήταν ανοικτό. Το κείμενο τής άδειας ασφαλούς διέλευσης είχε συνταχθεί. Ο Μελάνκτον και οι φίλοι του δεν μπορούσαν πια να αποφύγουν να έρθουν στο Τρεντ. Η επόμενη (δέκατη έκτη) συνεδρίαση τής Συνόδου είχε οριστεί για τις 19 Μαρτίου και «δεν πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε μεγαλύτερη καθυστέρηση χωρίς ρήξη με τον πάπα». Ο Ιούλιος Γ’ γινόταν ανήσυχος, όπως και η παπική κούρτη.

Ο Βάργκας δεν ήταν ικανοποιημένος με το προτεινόμενο διάταγμα για την εκκλησιαστική χειροτονία, το οποίο εύρισκε επιζήμιο για τα συμφέροντα τής Εκκλησίας, καθώς έθιγε ζητήματα σχετικά με τα προνόμια των επισκόπων, τη διαδικασία διορισμού σε επιδόματα και αξιώματα και τα δικαιώματα ηγεμόνων στην προστασία καθεδρικών ναών, ιδιαίτερα τα δικαιώματα τού Καρόλου. Ο Κρεσέντσι θα προσπαθούσε να περάσει το διάταγμα (πράγμα που δεν πέτυχε), αλλά σίγουρα ήταν αποφασισμένος υπερασπιστής τής παπικής εξουσίας. Σύμφωνα με τον Βάργκας, ο λεγάτος κόμπαζε ότι είχε κάνει περισσότερα για την Αγία Έδρα από οποιονδήποτε από τούς προκατόχους του. Τα πάντα είχαν ανασταλεί μέχρι να ακουστούν οι Προτεστάντες. Ο Βάργκας δεν εύρισκε λόγο να προσπαθήσει η σύνοδος σε αυτό το σημείο να διευθετήσει τη διαμάχη για το μυστήριο τής χειροτονίας.

Ο Βάργκας έγραφε με ενόχληση ότι οι προτάσεις του διασκέδαζαν απλώς τον λεγάτο. Ο αυτοκράτορας έπρεπε να παρέμβει στον πάπα. Η αλαζονεία τού Κρεσέντσι ήταν ανυπόφορη. Ενώ παραπονιόταν για τα πλήγματα που υφίστατο, απειλούσε όλους τούς αντιπάλους του, ακόμη και αντιμετωπίζοντας τον επίσκοπο Ορένσε ως αιρετικό. Ο λεγάτος είχε προσπαθήσει και αποτύχει —αφού είχε ακούσει τούς Προτεστάντες απεσταλμένους— να διακηρύξουν οι πατέρες την υπεροχή τού πάπα επί των συνόδων. Δεν έδινε καμιά σημασία στους συμπροέδρους Πιγκίνο και Λιππομάνο, όπου ο τελευταίος τουλάχιστον δεν ενέκρινε την προσπάθεια τού λεγάτου να περάσει το διάταγμα για την εκκλησιαστική χειροτονία με τη μορφή που είχε πάρει.136 Αυτή ήταν η άποψη τού Βάργκας για τον Μαρτσέλλο Κρεσέντσι, ο οποίο δυστυχώς δεν μάς έχει αφήσει τις εντυπώσεις του για τον Βάργκας.

Ο Ιούλιος Γ’ ήταν αγανακτισμένος και εξοργισμένος από τις δραστηριότητες των Τολέδο και Βάργκας στο Τρεντ «σε βάρος τής αρχής τής Αποστολικής Έδρας» (in detrimento dell’ auttorità della Sede Apostolica), αν και ομολογούσε ότι πίστευε ότι δεν ακολουθούσαν οδηγίες τού Καρόλου. Ειπώθηκε στον Κρεσέντσι να επιπλήξει τούς Τολέδο και Βάργκας, ότι θα έκαναν καλά να προστατεύουν τη φιλία τού πάπα με τον αυτοκράτορα και ότι οι λαϊκοί δεν είχε καμία σχέση με τη «μεταρρύθμιση των ιερέων» (la reformatione dei preti). Η μεταρρύθμιση τού ιερατείου ήταν δουλειά των ιερωμένων. Σε κάθε περίπτωση ο Πιέτρο Μπερτάνο, επίσκοπος τού Φάνο και νούντσιος στην αυτοκρατορική αυλή (τότε στο Ίννσμπρουκ), είχε γράψει στις 2 Δεκεμβρίου 1551 ότι

ο Κάρολος είχε πει, «ότι δεν ήταν καιρός να μειωθεί η αρχή τής Αποστολικής Έδρας, αλλά μάλλον να αυξηθεί και ότι δεν είχε την πρόθεση να κάνει κανένας κάτι διαφορετικό».137 Ο Ιούλιος σίγουρα δεν θα υπέκυπτε στις απαιτήσεις των απεσταλμένων τής Σαξωνίας και τής Βίρττεμπεργκ.138

Ο Ιούλιος, επιθυμώντας να διαμαρτυρηθεί στον αυτοκράτορα αλλά και να μεταβιβάσει οδηγίες στους προέδρους τής συνόδου, αποφάσισε να στείλει τον Ακίλλε ντε Γκράσσι, επίσκοπο τού Μοντεφιασκόνε, σε ταξίδι προς βορρά στο Τρεντ και στο Ίννσμπρουκ. Ο Γκράσσι έπρεπε να πει στους Κρεσέντσι, Πιγκίνο και Λιππομάνο ότι τα παράπονα (gravamina) των απεσταλμένων τής Βίρττεμπεργκ και τής Σαξωνίας απαιτούσαν ειλικρινείς απαντήσεις. Οι πρόεδροι δεν έπρεπε να κατέβουν σε διαμάχη με τούς Προτεστάντες, αλλά με ευγενικό και πατρικό τρόπο να διεκδικήσουν την εξουσία και τη δικαιοδοσία τής Συνόδου «σε ζητήματα πίστης» (in rebus fidei). Αυτή ήταν η παράδοση τής Εκκλησίας και «είναι βέβαιο ότι όλοι οι Καθολικοί θα συμφωνήσουν σε αυτό και ότι οι Προτεστάντες δεν θα μπορούν να πουν πολλά εναντίον αυτού που είναι αλήθεια». Από το Τρεντ ο Γκράσσι έπρεπε να πάει στον αυτοκράτορα στο Ίννσμπρουκ, να εξηγήσει τις Προτεσταντικές απαιτήσεις και να καταστήσει σαφή προς αυτόν την «ξεδιαντροπιά, την ασέβεια και την αδικία» τους (impudentia, impietas, iniquitasque). Παρά το γεγονός ότι τα αιτήματα αυτά δεν άξιζαν απάντηση, «λόγω τής διαστροφής τους», παρ’ όλα αυτά ο πάπας απαντούσε σε αυτά «με ειρηνικό τρόπο». Ο αυτοκράτορας έπρεπε να κατανοήσει το ανοιχτό πνεύμα τού πάπα (optima mens) και την επιθυμία του να ανακαλέσει τούς Γερμανούς «στην αγκαλιά τής Εκκλησίας».

Ο Ιούλιος είχε επιστρέψει τη σύνοδο στο Τρεντ με μεγάλο κόστος, αλλά τις προσπάθειές του να πραγματοποιήσει την επανένωση τού χριστιανικού κόσμου ματαίωνε η κακή ισχυρογνωμοσύνη των Λουθηρανών. Δεν είχε επίσης βοηθήσει η συμπεριφορά τού Τολέδο, τού Βάργκας και των Ισπανών επισκόπων στη σύνοδο. Ο Ιούλιος γνώριζε πολύ καλά την άποψη τού Καρόλου, ότι οι συνοδικοί πατέρες έπρεπε να επικεντρωθούν στη μεταρρύθμιση, για να αφαιρέσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια των Προτεσταντών, που ισχυρίζονταν ότι η διαφθορά στην Εκκλησία ήταν η αιτία τής δικής τους απόσχισης. Όμως ο Ιούλιος, ως άλλοτε πρόεδρος τής συνόδου, γνώριζε ότι οι βασικές διαφορές μεταξύ Καθολικισμού και Λουθηρανισμού ήσαν στην πραγματικότητα δογματικές, όχι πειθαρχικές. Ο Ιούλιος ισχυριζόταν ότι ήθελε να αρχίσει η μεταρρύθμιση με τον ίδιο τον πάπα, αλλά ως πάπας δεν μπορούσε να επιτρέψει τον σφετερισμό από άλλους τής αρχής που τού είχε δώσει ο Θεός. Ο Κάρολος ήξερε τόσο καλά όσο και ο πάπας ότι όταν κάποιος μιλούσε για μεταρρύθμιση στη Ρώμη, οι Γάλλοι ξεκινούσαν διαμαρτυρίες και άρχιζαν να αμφισβητούν τη σύνδεση τής γαλλικανικής Εκκλησίας με εκείνη τής Ρώμης. Όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, ο Ερρίκος Β’ δεν ήθελε να δει τη θρησκευτική επανένωση τής Γερμανίας, η οποία μόνο να προσθέσει θα μπορούσε στη δύναμη των Αψβούργων.139

Η άποψη των Ισπανών για τη μεταρρύθμιση, κατά τη γνώμη τού Ιουλίου, μάλλον δεν ήταν προς το συμφέρον τής Εκκλησίας. Υποστήριζαν τη χορήγηση εκκλησιαστικών επιδομάτων από λαϊκούς ηγεμόνες και τον πλήρη έλεγχο των καθεδρικών και συλλογικών κληρικών συνελεύσεων από τούς επισκόπους. Όπως είχε γράψει ο Ιούλιος στον καρδινάλιο Κρεσέντσι στις 16 Ιανουαρίου (1552), στη Ρώμη είχαν αρχίσει να αποκαλούν τη Σύνοδο τού Τρεντ «Σύνοδο τού Τολέδο» (il Concilio Toletano). Οι Ισπανοί επίσκοποι ήθελαν

να στερήσουν από τον πάπα το δικαίωμα διορισμού σε όλα τα εκκλησιαστικά επιδόματα, μη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, ενώ τα διατάγματα αυτά θα ήσαν υπό άλλες συνθήκες καλά και δίκαια και επιζήμια για κανένα, δεν θα είχαν καθολικό πεδίο εφαρμογής, δεν θα ίσχυαν παρά μόνο στην Ισπανία, και θα προκαλούσαν σύγχυση και θα έβαζαν φωτιά σε όλη την υπόλοιπη χριστιανοσύνη.140

Στη Ρώμη είχαν αρχίσει όχι μόνο να αναστατώνονται με την αναθεωρητική στάση των Ισπανών, αλλά και να αναρωτιούνται για το μέλλον τής ίδιας τής συνόδου. Ο Ιούλιος Γ’ είχε ενημερώσει τον Ακίλλε ντε Γκράσσι, με τις οδηγίες που είχε λάβει ο τελευταίος στις 20 Φεβρουαρίου 1552,

ότι από χθες υπάρχει διαδεδομένη φήμη εδώ για τις μεγάλες προετοιμασίες που κάνει ο βασιλιάς τής Γαλλίας σε συνεννόηση (entente), για να μην πω σε συμμαχία, όπως λένε εδώ, με τον Μόριτς [της Σαξωνίας] και όλους τούς Λουθηρανούς άρχοντες και χώρες, με πρόθεση να προσπαθήσει να εισέλθει στη Γερμανία και να προχωρήσει μέσα σε αυτήν όσο το δυνατόν περισσότερο. Επιπλέον λέγεται ότι στα λάβαρα που φτιάχνονται στη Γαλλία βάζουν τις λέξεις: «Ερρίκος βασιλιάς Γάλλων, για την υπεράσπιση τής ελευθερίας τής Γερμανίας» (Henricus Gallorum Rex pro libertate Germaniae tuenda). Δεν το πιστεύουμε, αλλά αν ήταν αλήθεια ότι στη Γερμανία θα υπήρχε πόλεμος και τόσο μεγάλη εξέγερση των αιρετικών … δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο μπορεί να συνεχιστεί η σύνοδος στο Τρεντ….141

Ούτε οι τρεις αρχιεπισκοπικοί εκλέκτορες τής αυτοκρατορίας ήξεραν με ποιο τρόπο μπορούσε να συνεχιστεί η σύνοδος στο Τρεντ. Όμως ήξεραν ότι οι ίδιοι δεν επρόκειτο να συνεχίσουν εκεί. Στις 16 Φεβρουαρίου (1552) ο Γιόχαν φον Ίζενμπουργκ τού Τριρ αποσύρθηκε από την πόλη, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσε πια να ανεχθεί τον «αέρα τής περιοχής … και ότι δεν μπορούσε πια να παραμείνει εδώ στο Τρεντ χωρίς μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή του». Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 11 Μαρτίου, ο Σεμπάστιαν φον Χόυζενσταμ τού Μάιντς και ο Άντολφ φον Σάουενμπουργκ τής Κολωνίας

έφυγαν από το Τρεντ για τη Γερμανία, για να φροντίσουν την εξουσία και τις κτήσεις των εκκλησιών τους, που δέχονταν τώρα επίθεση από τον εκλέκτορα Μόριτς, δούκα τής Σαξωνίας, ο οποίος μαζί με ορισμένα πρόσωπα σαν τον ίδιο έχει συνωμοτήσει και στασιάσει εναντίον τού αυτοκράτορα, συνάπτοντας συμμαχία με τον Ερρίκο, βασιλιά τής Γαλλίας.142

Ο καρδινάλιος ντε Τουρνόν, ο Γάλλος πληρεξούσιος στην παπική κούρτη, είχε ήδη προειδοποιήσει τον πάπα (στις 20 Φεβρουαρίου), ότι αν δεν έπαιρνε το μέρος τού βασιλιά τής Γαλλίας, έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνει ουδέτερος, για να εξασφαλίσει την ευημερία τής Αποστολικής Έδρας και να προστατεύσει τα κράτη τής Εκκλησίας από επίθεση, ακόμη και από τουρκική επίθεση.143 Ένα μήνα αργότερα, γύρω στις 18 Μαρτίου, ο καρδινάλιος ντελ Μόντε έγραφε στον λεγάτο Κρεσέντσι από τη Ρώμη, ότι οι φιλοπόλεμες κινήσεις τού Μόριτς και των Γερμανών συμμάχων του είχαν ενθαρρυνθεί από γαλλική υποστήριξη και από την απειλή κι άλλης τουρκικής εισβολής σε έδαφος των Αψβούργων (fomentati dal favore di Francia et dalle minaccie turchesche).144

Η θρησκευτική διχόνοια προωθούσε την αλληλοκτόνο σύγκρουση στη Γερμανία. Οι Τούρκοι, στους οποίους θα επιστρέψουμε σύντομα, διείσδυαν περαιτέρω στην Τρανσυλβανία και την Ουγγαρία το 1551-1552. Πριν από τα μέσα Μαρτίου (1552) ο Μόριτς τής Σαξωνίας είχε βγάλει τη μάσκα τής εξαπάτησης και ύψωνε το λάβαρο τής εξέγερσης κατά τού πρώην συμμάχου του, τού Καρόλου Ε’. Είχαν ενωθεί μαζί του αρκετοί από τούς Λουθηρανούς ηγεμόνες. Ο Κάρολος έδειχνε να μην είχε πιστέψει τις φήμες γαλλο-σαξωνικής συμμαχίας. Σε κάθε περίπτωση δεν είχε κάνει καμία προετοιμασία για την αντιμετώπιση τής Προτεσταντικής επίθεσης και σύντομα αναγκάστηκε να φύγει από το Ίννσμπρουκ. Στο Τρεντ η δέκατη έκτη συνεδρίαση τής συνόδου, που έχει προγραμματιστεί για τις 19 Μαρτίου, αναβλήθηκε για την 1η Μαΐου, αλλά καθώς η Γερμανία φλεγόταν, ο Μόριτς κατέλαβε το Άουγκσμπουργκ (στις 4 Απριλίου).145 Η απόσταση από το Άουγκσμπουργκ στο Ίννσμπρουκ δεν είναι μεγάλη, ούτε από το Ίννσμπρουκ στο Τρεντ. Οι περισσότεροι συνοδικοί πατέρες φοβούνταν ότι θα μπλέκονταν στον πόλεμο.

Με παπικό σημείωμα τής 15ης Απριλίου ο Ιούλιος Γ’ ανέστειλε τη σύνοδο, αλλά οι πρόεδροι Κρεσέντσι, Πιγκίνο και Λιππομάνο δεν δημοσίευσαν το σημείωμα, προτιμώντας να αφήσουν τούς πατέρες να αναλάβουν μόνοι τους δράση και να αποφύγουν τη συνηθισμένη πολεμική που συνόδευε τις παπικές-συνοδικές σχέσεις. Στις 24 Απριλίου μια γενική σύναξη τής Συνόδου πραγματοποιήθηκε στις 5 μ.μ. στον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο, δεδομένου ότι ο καρδινάλιος λεγάτος κειτόταν βαριά άρρωστος στο Παλάτσο Τζιρόλντι, στον συνήθη τόπο των συνάξεων. Προέδρευσε ο Πιγκίνο, ο δεύτερος πρόεδρος. Πρότεινε αναστολή τής Συνόδου «λόγω των πολέμων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε πολλά σημεία, ειδικά στη Γαλλία και τη Γερμανία, με τούς Προτεστάντες να έχουν εξεγερθεί κατά τού αυτοκράτορα…» (ob bella quae multis in locis praesertim in Gallia et Germania vigent, cum Protestantes rebellaverint ab imperatore…). Ο καρδινάλιος Μαντρούτσο ξεκίνησε την έκφραση γνώμης, εκφράζοντας τη λύπη του, αλλά συμφωνώντας με την αναστολή, που είχε καταστεί αναγκαία από τις «συμφορές εκείνου τού καιρού». Υπήρχαν κάποιες αντιρρήσεις, αλλά οι περισσότεροι από τούς πατέρες συμφώνησαν με τον Μαντρούτσο, ο οποίος πρότεινε επίσης να διαρκέσει η αναστολή δύο χρόνια, με την κατανόηση ότι οι εργασίες τής Συνόδου θα μπορούσαν να επαναληφθούν νωρίτερα, αν το επέτρεπαν οι συνθήκες.

Σε άλλη γενική σύναξη, που πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό στις 26 Απριλίου, αυτή τη φορά στις 8 π.μ., διαβάστηκε ένα διάταγμα αναστολής και υποβλήθηκε η πρόταση ότι ορισμένοι από κάθε έθνος έπρεπε να πάνε στη Ρώμη, για να διαβουλευτούν με τον πάπα για το σημαντικό ζήτημα τής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης. Ο Μαντρούτσο ήθελε να αλλάξουν κάποιες λέξεις στο διάταγμα αναστολής (decretum suspensionis), ώστε να μην ερεθίσουν αδικαιολόγητα τούς Γερμανούς. Κατά τη διάρκεια τής συζήτησης μερικοί δυσαρεστημένοι πατέρες ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε ελπίδα μεταρρύθμισης στη Ρώμη, «αφού δεν υπήρχε κανένας εκεί, που να μη χρειαζόταν ο ίδιος μεταρρύθμιση» (cum nemo in ea sit qui reformatione non egeat). Ο Πιγκίνο τούς επέπληξε, λέγοντας ότι στη Ρώμη θα απολάμβαναν πλήρη ελευθερία λόγου. Αν η παπική αυλή (Κουρία Ρομάνα) χρειαζόταν μεταρρύθμιση, το ίδιο ίσχυε και για άλλες αυλές, άλλες πόλεις, άλλες επαρχίες, άλλα έθνη. «Μιλήστε ελεύθερα», είπε στους πατέρες, «αλλά να αποφεύγετε την προσβολή και τις ύβρεις».

Την αναστολή τής Συνόδου φαίνονταν να συνοδεύουν τόσες διατυπώσεις, όσες και την έναρξή της. Μια τελευταία γενική σύναξη ενέκρινε το ξαναγραμμένο διάταγμα αναστολής (decretum suspensionis) αργά το απόγευμα στις 27 Απριλίου και ενώ οι Ούγγροι και οι Πορτογάλοι απεσταλμένοι διαφωνούσαν για τη σειρά προτεραιότητας, η σύναξη ψήφισε επίσης να πραγματοποιήσει την τελευταία (την δέκατη έκτη) συνεδρίαση τής Συνόδου την επόμενη μέρα.146

Στις 8 π.μ. την Πέμπτη 28 Απριλίου (1552) ο δεύτερος και ο τρίτος πρόεδρος τής συνόδου, οι Πιγκίνο και Λιππομάνο, ξεκίνησαν τη δέκατη έκτη δημόσια συνεδρίαση τής συνόδου, την έκτη και τελευταία υπό τον Ιούλιο Γ’. Ο Κρεσέντσι ήταν πολύ άρρωστος για να έρθει. Στη συνεδρίαση συμμετείχαν επτά αρχιεπίσκοποι, περισσότεροι από σαραντατέσσερις επισκόπους, τρεις αυτοκρατορικοί και τρεις Πορτογάλοι απεσταλμένοι, δεκαέξι θεολόγοι «και πάρα πολλοί άλλοι», λέει ο γραμματέας Μασσαρέλλι, «κληρικοί και λαϊκοί, τούς οποίους παραλείπω για λόγους συντομίας». Ήσαν εκεί όπως πάντα ο Κριστόφορο Μαντρούτσο, ο καρδινάλιος επίσκοπος Τρεντ, καθώς και ο Πάουλ Γρεγκόριαντς, επίσκοπος τού Ζάγκρεμπ, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει τον Φερδινάνδο, βασιλιά Ουγγαρίας (rex Hungariae) από τον Σεπτέμβριο (1551). Ο Μασσαρέλλι λέει ότι ήσαν παρόντες πενηνταεπτά (ψηφίζοντες) πατέρες. Ο Μικέλε ντέλλα Τόρρε, επίσκοπος τής Τσένεντα (βόρεια τού Τρεβίζο), διάβασε το διάταγμα αναστολής, στο οποίο όλοι οι πατέρες έδωσαν την έγκρισή τους, εκτός από δώδεκα αντιφρονούντες, μεταξύ των οποίων εμφανείς ήσαν οι Ισπανοί.

Σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι οι περισσότεροι πατέρες έφυγαν γρήγορα από το Τρεντ. Οι διαφωνούντες επέλεξαν να παραμείνουν, αλλά όταν στις 19 Μαΐου ο Μόριτς τής Σαξωνίας μπήκε στο πέρασμα Έρενμπεργκ, «μέσω τού οποίου πηγαίνει κανείς από το Άουγκσμπουργκ στο Ίννσμπρουκ», έφυγαν κι αυτοί εσπευσμένα. Στις 23 Μαΐου ο Μόριτς κατέλαβε το Ίννσμπρουκ, από το οποίο ο Κάρολος Ε’, παρεμποδιζόμενος από ποδάγρα, είχε μόλις διαφύγει για το Φίλλαχ στην Καρινθία, όπου έφτασε στις 27 Μαΐου.147

Πριν επαναλάβει η σύνοδος τις εργασίες της στο Τρεντ θα περνούσε μια δεκαετία και ο Κάρολος θα ήταν νεκρός.

Παρά το γεγονός ότι ο πάπας Ιούλιος Γ’ είχε χορηγήσει στον Οττάβιο Φαρνέζε το παπικό φέουδο τής Πάρμας, το οποίο ο Πιερλουίτζι, πατέρας τού τελευταίου, κατείχε πριν από αυτόν, ο Οττάβιο αμφέβαλλε κατά πόσον η παπική υποστήριξη θα αρκούσε για να μπορέσει να το κρατήσει. Φοβόταν ότι ο Ιούλιος θα καμπτόταν κάτω από φιλο-αυτοκρατορικές πιέσεις. Ο Κάρολος Ε’ είχε γράψει στον Ντιέγκο ντε Μεντόζα από την Κολωνία στις 12 Ιουνίου 1550, να συζητήσει το όλο θέμα με τον πάπα δήθεν με δική του πρωτοβουλία και να τον ενημερώσει για την αυτοκρατορική επιθυμία, «η οποία είναι να έχει την Πάρμα και την Πιατσέντσα δίνοντας κάποια αποζημίωση» (que es de haver a Parma y Plasencia dando moderada recompensa).148 Ο Κάρολος ήθελε την Πάρμα καθώς και την Πιατσέντσα και ο Οττάβιο γνώριζε καλά το γεγονός. Ο Ιούλιος ήθελε ειρήνη. Ας κρατούσε ο Οττάβιο την Πάρμα ως παπικό φέουδο. Ας κρατούσε ο αυτοκράτορας την Πιατσέντσα, η οποία αρκούσε για την προστασία τής περιοχής τού Μιλάνου.149

Ο Κάρολος δεν ήταν πρόθυμος να αποδεχτεί τον παπικό συμβιβασμό. Ήταν όμως διατεθειμένος να δώσει στον Οττάβιο κάποια αποζημίωση για την παράδοση τής Πάρμας, την οποία ο Φερράντε Γκονζάγκα, ο κυβερνήτης τού Μιλάνου, επέμενε ότι χρειαζόταν για την άμυνα κατά των Γάλλων. Οι τέσσερις αδελφοί Φαρνέζε, οι καρδινάλιοι Αλεσσάντρο και Ρανούτσιο, Οττάβιο και Οράτσιο, συναντήθηκαν στην Πάρμα κατά τις πρώτες ημέρες τού Οκτωβρίου 1550. Ο Οράτσιο, που επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί την Ντιάν, τη φυσική κόρη τού Ερρίκου Β’, υποστήριζε τη στροφή για προστασία προς τη Γαλλία. Αν το έκαναν, ο Αλεσσάντρο και ο Οττάβιο θα έχαναν τις κτήσεις τους στην αυτοκρατορική επικράτεια. Όμως μη βρίσκοντας άλλη λύση, στις αρχές Δεκεμβρίου συμφώνησαν με τον Οράτσιο να ζητήσουν τη βοήθεια τού Ερρίκου Β’, ο οποίος υποσχέθηκε να διαθέσει στον Οττάβιο 2.000 πεζούς στρατιώτες και 200 ελαφρά οπλισμένους ιππείς, καθώς και να αποκαταστήσει στον ίδιο και τον Αλεσσάντρο τις απώλειες που ήταν βέβαιο ότι θα υφίσταντο στα εδάφη τού Καρόλου. Ο Ερρίκος θα έπαιρνε επίσης στην υπηρεσία του τον εξάδελφό τους Κάρλο Σφόρτσα, τον ηγούμενο τής Λομβαρδίας, καθώς και τις τέσσερις γαλέρες του. Οι προτάσεις αυτές τέθηκαν προφανώς ενώπιον τού Οττάβιο τον Ιανουάριο τού 1551, όπως πληροφορήθηκε σύντομα ο Φερράντε Γκονζάγκα και όπως έμαθε και ο πάπας πριν από το τέλος τού μήνα.150

Οι Φαρνέζε έπαιζαν με τη φωτιά και ο Ιούλιος Γ’ φοβόταν μην καεί. Στις 17 Φεβρουαρίου (1551) ο Μασσαρέλλι κατέγραφε στο (έκτο) ημερολόγιό του, ότι «ο άρχοντας Πιέτρο Καμαϊάνι τού Αρέτσο, προσωπικός αρχιθαλαμηπόλος τού πάπα, έφυγε [από τη Ρώμη] νωρίς σήμερα το πρωί. Η Αγιότητά του τον στέλνει στην Πάρμα, στον δούκα Οττάβιο, για να τον αποσπάσει από τη διαπραγμάτευση που διεξάγει τώρα με τον χριστιανικότατο βασιλιά για να τού δώσει αυτή την πόλη, γιατί ο πάπας δεν είναι καθόλου πρόθυμος να συμβιβαστεί με αυτό, φοβούμενος ότι η πόλη θα περάσει σε άλλα χέρια. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία έχει ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί τής Πάρμας. [Η Αγιότητά του φοβάται] ότι θα ξεσπάσει πόλεμος στην Ιταλία, γιατί δεν υπάρχει κανένας που να πιστεύει ότι ο αυτοκράτορας θα το ανεχόταν αυτό έστω για μια στιγμή.151

Ο πάπας είχε δώσει το πολύ δύο ή τρεις ημέρες στις οδηγίες του προς τον Καμαϊάνι. Ο τελευταίος θα έπαιρνε μαζί του ένα πρόγραμμα (cedula) για να το υπογράψει ο Οττάβιο, με το οποίο

ο ίδιος θα δηλώνει, βεβαιώνει και πιστοποιεί την πίστη του ως κύριος και ιππότης προς την Αγιότητά του, τον κύριό μας πάπα Ιούλιο Γ’, ότι δεν έχει ο ίδιος δεσμευτεί στην υπηρεσία ή μίσθωση κανενός ηγεμόνα ή άρχοντα, ούτε έχει συμφωνήσει με οποιονδήποτε σε οποιαδήποτε τέτοιου είδους διομολόγηση, σύμβαση, ή υπόσχεση, με οποιονδήποτε τρόπο αυτή αφορά ή σχετίζεται με την πόλη τής Πάρμας.

Η αποτυχία τού Οττάβιο να κρατήσει τον λόγο του μετά την υπογραφή τού όρκου, το κείμενο τού οποίου είχε σίγουρα συντάξει ο ίδιος ο δικηγόρος-πάπας, θα συνεπαγόταν την ποινή για το αδίκημα τής «ατίμωσης και εξέγερσης» (disgratia et ribellione). Οι δύο καρδινάλιοι Φαρνέζε και ο εξάδελφός τους, ο Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα, έπρεπε να δεσμευτούν με τον ίδιο όρκο και να φροντίσουν, ώστε ο Οττάβιο να τηρούσε την επίσημη υπόσχεση, την οποία ο πάπας προσπαθούσε να αποσπάσει από αυτόν, διαφορετικά και αυτοί θα υπόκεινταν στις κυρώσεις που θα αποφάσιζε ο πάπας, σε περίπτωση ανυπακοής τού Οττάβιο ή παραβίασης τού γραπτού όρκου, που έπρεπε να υπογράψουν όλοι.152

Στις 26 Φεβρουαρίου (1551), ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κούρτη Κλωντ ντ’ Ουρφέ έγραφε στον Ερρίκο Β’ ότι ο Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα είχε προσπαθήσει πολύ για να πείσει τον πάπα να παραχωρήσει στον Κάρολο Ε’ την Πάρμα καθώς και την Πιατσέντσα «ως φέουδα τής Εκκλησίας» (en qualité de feudataire de l’ Eglise). Πόσο μεγάλη τιμή θα συνόδευε στο μέλλον την αναφορά τού ονόματος τού πάπα, όταν θα έλεγε κανείς ότι είχε αποκτήσει έναν αυτοκράτορα ως υπήκοο, «έναν υπήκοο που θα σάς υπακούει και θα κάνει και τούς άλλους να σάς υπακούν». Ο Κάρολος θα κατέβαλλε το φεουδαρχικό «ενοίκιο» (cens) ως ελάχιστος των υπηκόων τού πάπα. Ο Ιούλιος μπορούσε να είναι σίγουρος ότι ο Κάρολος θα βρισκόταν σύντομα σε πλήρη συμφωνία με τον γαμπρό τού Οττάβιο Φαρνέζε, τον οποίο «όχι μόνο θα ικανοποιήσει, αλλά θα κάνει και πολύ ευτυχισμένο πρίγκηπα». Ύστερα από συζήτηση μιας ημέρας ο Ιούλιος είχε πληροφορήσει τον Δον Ντιέγκο ότι δεν ήταν διατεθειμένος «να δεχθεί ως υπήκοο κάποιον, τον οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να διατάξει». Ο ντ’ Ουρφέ συνέχιζε, ότι από τη κατάληψη τής Κολωνίας οι φιλο-αυτοκρατορικοί «αψηφούσαν» τον γενειοφόρο πάπα τόσο πολύ (les Impériaux ont tellement bravé ce bon sainct père), που δεν τολμούσε να επιτρέψει στον Οττάβιο να επιδιώξει γαλλική βοήθεια, προκειμένου να διατηρήσει την Πάρμα.

Ο Ιούλιος φοβόταν ότι ήταν επικείμενη και η δική του καταστροφή και ότι ο Κάρολος θα αποσπούσε τα κράτη τής Εκκλησίας. Είχε εκφράσει πλήρως τις επιφυλάξεις του «με φόβο και θυμό». Από την πλευρά του ο ντ’ Ουρφέ ασκούσε όχι λιγότερη πίεση στον αμφιταλαντευόμενο πάπα από εκείνη που ασκούσε ο Μεντόζα. Όταν ο Ερρίκος Β’ αντιλαμβανόταν ότι τον είχαν παραβλέψει, θα καθιστούσε σαφές το σφάλμα τού πάπα, «που μπορεί να αποτελεί μεγάλο βάρος για την Αγία Έδρα» (peut estre au grand détriment du Sainct Siège). Όπως έγραφε ο ντ’ Ουρφέ στον Ερρίκο Β’, είχε υπενθυμίσει στον αλλόφρονα ποντίφηκα, «ότι αν κατά τη διάρκεια τού χρόνου που παρεμπόδιζε τον δούκα Οττάβιο να καταλήξει σε συμφωνία μαζί σας, οι εκπρόσωποι τού αυτοκράτορα άρπαζαν την Πάρμα, ο [Ιούλιος] έπρεπε να λογοδοτήσει γι’ αυτό». Σύμφωνα με τον ντ’ Ουρφέ, ο Ιούλιος δεν ήξερε τι να τού απαντήσει, «γιατί όλα του τα λόγια εξέφραζαν απόλυτο φόβο για τον αυτοκράτορα και θυμό για τον οίκο των Φαρνέζε» (car tout son langage n’ estoit qu’ en extreme crainte de l’ empereur et en colère contre la maison Farnese). Είχε απειλήσει τον Οττάβιο ότι αν δεν υπέγραφε το «χαρτί» (cedula) που είχε πάει ο Καμαϊάνι στην Πάρμα, θα έκανε σύμφωνο με τον Φερράντε Γκονζάγκα.

Ο Οττάβιο είχε απαντήσει ότι μέχρι τότε θεωρούσε την τιμή του πιο πολύτιμη από κτήσεις ή από την ίδια τη ζωή. Δεν επρόκειτο να εκφοβιστεί με απειλές για καταστροφή. Ήταν πρόθυμος να υπογράψει το κείμενο που είχε στείλει ο πάπας, αλλά μόνο αν συμφωνούσε ο βασιλιάς τής Γαλλίας «και με κανέναν άλλο τρόπο», απάντηση την οποία ο Καμαϊάνι έλεγε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί, γνωρίζοντας πόσο απαράδεκτη θα ήταν για τον πάπα. Ζήτησε από τον Οττάβιο να το σκεφτεί κατά τη διάρκεια τής νύχτας (αλλά τη νύχτα κοιμούνται, ενώ αν ο Οττάβιο δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, δεν μετέβαλε τη στάση του). Ο Ιούλιος απειλούσε τον Οττάβιο με «προειδοποιήσεις» (monitoria), μομφές και αφορισμούς και τον οίκο των Φαρνέζε με πλήρη καταστροφή, ως παράδειγμα για άλλους επαναστάτες. Λεγόταν ότι ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο είχε τρομοκρατηθεί και προσπαθούσε να πείσει τον αδελφό του να συναινέσει στις απαιτήσεις τού πάπα. Ο ντ’ Ουρφέ έπαιρνε μέτρα για να καθησυχάσει τον Οττάβιο και να τον κρατήσει σε συμμαχία με τη Γαλλία.153

Στις 5 Μαρτίου (1551) ο Τζούλιο ντε Γκράντι, επίσκοπος Ανγκλόνα και Τούρσι, ο οποίος κρατούσε ενήμερο τον δούκα Έρκολε τής Φερράρας για ό,τι μάθαινε στη Ρώμη, έγραφε ότι ένας Σιενέζος, που είχε μόλις επιστρέψει από την αυτοκρατορική αυλή, έλεγε ότι ο Κάρολος Ε’ είχε λάβει διαβεβαίωση από τη δίαιτα στο Άουγκσμπουργκ, ότι οι Γερμανοί θα συνεισέφεραν 1.500.000 φλουριά για την υπεράσπιση τού ουγγρικού βασιλείου τού Φερδινάνδου εναντίον των Τούρκων. Όμως έπρεπε ακόμη να δώσουν τη συγκατάθεσή τους και οι απόντες ηγεμόνες. Λεγόταν ότι ο σουλτάνος ερχόταν προσωπικά στην αναμενόμενη εκστρατεία με 400.000 ιππείς.154

Ο Ιούλιος Γ’ ανησυχούσε τότε περισσότερο για την Ιταλία παρά για την Ουγγαρία. Στις 31 Μαρτίου έδωσε αναλυτικές οδηγίες στον ικανότερο και πιο έμπιστο γραμματέα του, τον Τζιρολάμο Νταντίνο, επίσκοπο τής Ίμολα, καθώς ο τελευταίος ετοιμαζόταν να πάει σε αποστολή στην αυτοκρατορική αυλή στο Άουγκσμπουργκ. Ο Νταντίνο έπρεπε να υπογραμμίσει την επιθυμία τού πάπα να μοιραστεί τις αυτοκρατορικές τύχες και «να μπει στο ίδιο σκάφος με τη μεγαλειότητά του» (et d’ intrare nella medesima nave con quella). Στις οδηγίες προς Νταντίνο ο Ιούλιος αναφερόταν με περιφρόνηση στους «τέσσερις νεαρούς, άπειρους αδελφούς Φαρνέζε …, θανάσιμους εχθρούς τού Δον Φερράντε». Οι Γάλλοι, έλεγε, τούς έδιναν κακές συμβουλές. Όμως μιλούσε με ανησυχία για την ανακοινωμένη πρόθεση τού Ερρίκου Β’ να συγκαλέσει «εθνική σύνοδο προς όφελος τής γαλλικανικής Εκκλησίας». Λεγόταν ότι οι Γάλλοι είχαν κάνει την εξωφρενική δήλωση ότι ο Ερρίκος ήταν έτοιμος να βαδίσει στο Πεδεμόντιο, στρατολογώντας ελβετική και τουρκική βοήθεια, «για να υπερασπιστεί την Πάρμα και να τη διατηρήσει για την Εκκλησία», πράγμα που σήμαινε φυσικά να την κρατήσει στα χέρια τού Οττάβιο και μακριά από εκείνα τού αυτοκράτορα. Ο Νταντίνο έπρεπε να υπενθυμίσει στον Κάρολο ότι το κίνημα τού πολέμου στη βόρεια Ιταλία θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα για τη Σύνοδο τού Τρεντ.

Φοβούμαστε αυτές τις νέες προετοιμασίες που λέγεται ότι κάνει ο Τούρκος στη θάλασσα, καθώς και τη συμμαχία που έχει αυτός με τούς Γάλλους, … και μπορούμε να υποψιαζόμαστε ότι η αρμάδα τού βασιλιά και εκείνη τού Τούρκου θα ενωθούν, βλέποντας ότι οι Γάλλοι όχι μόνο δεν ντρέπονται για αυτή τη συμμαχία, αλλά τη δοξάζουν. Οι παραθαλάσσιες περιοχές μας είναι αδύναμες. Η Αποστολική Έδρα βρίσκεται χρεωμένη από τον πάπα Παύλο Γ’ σε έκταση 500.000 δουκάτων, χωρίς να συνυπολογίζουμε την εκποίηση τού συνόλου των εσόδων της. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ως μεγαλύτερη ντροπή για τον αυτοκράτορα και για εμάς, καθώς και ολέθριο παράδειγμα για το μέλλον, ότι ένα άθλιο σκουλήκι (όπως είναι ο Οττάβιο κατά τη γνώμη μας) τοποθετείται σε θέση ισχύος πάνω σε γαλλικούς ώμους, σε αντίθεση προς την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα και ταυτόχρονα προς εμάς και την Αποστολική Έδρα, περιφρονώντας, όπως κάνει ο Οττάβιο, την εντολή που τού έχει δοθεί με την επιφύλαξη τής ποινής για εξέγερση και τής στέρησης των φέουδων που κατέχει.155

Στις 4 Απριλίου (1551) η Ενετική Γερουσία ενημέρωνε τον Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, τότε βαΐλο στην Ισταμπούλ, ότι λεγόταν ότι ο Οττάβιο είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον Ερρίκο Β’. Ο πρέσβης τής Δημοκρατίας στη Ρώμη, ο Νικκολό ντα Πόμε, έγραφε στη Γερουσία την ίδια μέρα ότι ο Δον Ντιέγκο ντε Μεντόζα είχε προσφέρει στον πάπα την βοήθεια τού Καρόλου Ε’ για να ανακτήσει την Πάρμα, πράγμα που σίγουρα θα σήμαινε πόλεμο. Η Γερουσία απάντησε ότι ο πρέσβης έπρεπε να υπενθυμίσει στην Αγιότητά του ότι οι πόλεμοι ξεκινούσαν εύκολα —και μερικές φορές είχαν ευγενείς στόχους— αλλά τερματίζονταν δύσκολα και συνήθως παρήγαγαν αποτελέσματα απρόσμενα και ανεπιθύμητα.156 Τέσσερις ημέρες αργότερα έδιναν εντολή στον πρέσβη να προειδοποιήσει τον πάπα ότι ο πόλεμος στην Ιταλία θα παρακινούσε αναπόφευκτα τον Άρχοντα Τούρκο να επιταχύνει την αύξηση των δυνάμεών του στη στεριά και στη θάλασσα. Θα επιτίθετο στην Ουγγαρία και θα πρόσβαλλε χριστιανούς στη Μεσόγειο. Η Αγιότητά του έπρεπε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για να μη δώσει στον σουλτάνο καμία πιθανότητα να χτυπήσει τη χριστιανοσύνη προς όφελος των Τούρκων. Έπρεπε σίγουρα να προσπαθήσει να διευθετήσει το πρόβλημα τής Πάρμας ειρηνικά, «με κάθε άλλο τρόπο εκτός από εκείνο των όπλων» (per ogni altra via che con quella delle arme), γιατί ένας ιταλικός πόλεμος θα έφερνε ταλαιπωρία χωρίς τέλος στην Αγιότητά του, στη Βενετία, στην Ιταλία και στο σύνολο τού χριστιανικού κόσμου».157

Η υπόθεση τής Πάρμας μετατρεπόταν σε ένα από τα μείζονα ζητήματα τής εποχής. Στις 25 Απριλίου (1551) ο Ιούλιος Γ’ έδινε στον ανηψιό του Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, τον οποίο είχε κάνει διοικητή τής παπικής φρουράς, οδηγίες για αποστολή που θα αναλάμβανε ο Ασκάνιο προς τον Ερρίκο Β’, για διαμαρτυρία εναντίον τής προστασίας που παρείχαν οι Γάλλοι στον Οττάβιο, έναν ανυπάκουο υποτελή τής Αγίας Έδρας. Η γαλλική παρέμβαση στην Πάρμα, η οποία περιβαλλόταν από αυτοκρατορικό έδαφος, έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη τής Ιταλίας (και τής Ευρώπης) και εξέθετε το παπικό φέουδο τής Πάρμας σε προφανή κίνδυνο: «Έχουμε αναγκαστεί να προσφύγουμε στον αυτοκράτορα και να επικαλεστούμε τη βοήθειά του για την άμυνα μας, αν και όχι τόσο για να προσβάλλουμε με οποιονδήποτε τρόπο τον βασιλιά [της Γαλλίας], ούτε να διακόψουμε ή να παραμερίσουμε τη φιλία του…». Ο πάπας είχε προσφέρει στον Οττάβιο το δουκάτο τού Καμερίνο, αλλά η Πάρμα «επρόκειτο να ενσωματωθεί και πάλι και να επανενωθεί για πάντα με τα κράτη τής Εκκλησίας». Ο Ερρίκος δεν έπρεπε να βρεθεί στην απρεπή θέση να υποστηρίζει έναν εξεγερμένο υποτελή εναντίον τού εκκλησιαστικού του επικυρίαρχου.158

Ο Κάρολος Ε’ υποδέχθηκε τον Γάλλο πρεσβευτή Σαρλ ντε Μαριγιάκ στο Άουγκσμπουργκ στις 12 Μαΐου. Ο Μαριγιάκ υπερασπίστηκε την παρέμβαση τού κυρίου του στις υποθέσεις τής Πάρμας με τις συνήθεις διαμαρτυρίες για εντιμότητα, δηλώνοντας ότι οι Γάλλοι θεωρούσαν τις ενέργειες τού Ιουλίου Γ’ κατά τού Οττάβιο Φαρνέζε «πολύ παράξενες» (fort estrange) και κατηγορώντας τον πάπα για «κακές διαθέσεις» (mauvaise volenté). Ο Κάρολος απάντησε ότι θα ήταν καλύτερο να φροντίσουν οι Γάλλοι να αντιστοιχούν τα έργα τους με τα λόγια τους, «όπως τα δικά μας». Η ακρόαση κράτησε πολύ και ο Κάρολος είχε πολλά να πει, περιλαμβανομένης μιας αναφοράς στη γαλλική βοήθεια προς τον κόμη τού Ρόγκεντορφ, «φυγάδα στους Τούρκους» (fugitif devers le Turcq). Ο Κάρολος διαβεβαίωνε ότι πρόθεσή του ήταν να χρησιμοποιήσει όλα τα δίκαια και εύλογα μέσα για τη διατήρηση τής ειρήνης. Αν από την πλευρά του ο βασιλιάς τής Γαλλίας έκανε το ίδιο, μεταξύ τους μπορούσε να προκύψει μόνο φιλία, κατανόηση και ομόνοια. Όσο για τον Οττάβιο, ήταν πολύ άστατος νεαρός άνδρας με τάση να ακολουθεί κακές συμβουλές.

Αν ο Κάρολος παρείχε στον πάπα τη βοήθεια που ζητούσε, σίγουρα το έκανε όχι για να πάρει την Πάρμα στα χέρια του, αλλά για να διατηρήσει την ειρήνη στην Ιταλία, «στην οποία, όπως είναι γνωστό, είμαστε πάντοτε προσηλωμένοι ως κύριο σκοπό και ενδιαφέρον μας». Μάλιστα ο Κάρολος είχε στείλει στον πάπα τη διαβεβαίωση, υπογεγραμμένη από το ίδιο του το χέρι, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να παρέμβει στην Πάρμα (το οποίο δεν ήταν σύμφωνο με εκείνο που είχε γράψει στον Μεντόζα στις 12 Ιουνίου 1550!). Θα παρότρυνε τον βασιλιά τής Γαλλίας να εγκαταλείψει την υποστήριξή του στην τρέλλα τού Οττάβιο και «ως πρίγκηπας τής αρετής» (comme prince de vertu) να βοηθήσει να πειστεί αυτός να επιστρέψει στην οφειλόμενη προς την Αγιότητά του υπακοή. Έτσι θα αποφεύγονταν εκείνα τα δεινά, τα οποία διαφορετικά θα προέκυπταν «και τα οποία πάντοτε θα καταλογίζονται σε εκείνον που τα προκάλεσε».159

Οι Ενετοί δεν ήσαν οι μόνοι στον βορρά τής Ιταλίας που φοβούνταν το ξέσπασμα πολέμου και ήθελαν να δουν ειρηνική λύση στο πρόβλημα που προκαλούσε η περιφρόνηση τού Οττάβιο Φαρνέζε προς την Αγία Έδρα. Στις 20 Μαΐου (1551) ο Ιούλιος Γ’ έγραφε στον Έρκολε Β’ ντ’ Έστε, δούκα τής Φερράρας, ευχαριστώντας τον για τις επανειλημμένες προσπάθειές του να μειώσει τις ωδίνες και τούς κινδύνους που συνόδευαν «την καινοτομία και ανυπακοή τής Πάρμας» (la novità et disobedientia di Parma). Ο Έρκολε ήταν αδελφός τού καρδινάλιου Ιππόλιτο, ηγέτης τής γαλλικής παράταξης στην κούρτη. Ο Ιούλιος είχε λόγους να είναι ευγνώμων για την παρέμβασή του. Ο Φερραρέζος πρέσβης είχε μόλις διαβάσει στον Ιούλιο (το πρωί τής 19ης τού μηνός) δύο πολύ συνετές επιστολές, που είχε γράψει ο Έρκολε σχετικά με την τρέχουσα κρίση. Ο Ιούλιος όμως ήταν πολύ αισιόδοξος, ως προς το άμεσο μέλλον, επειδή (όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Έρκολε) ο ανηψιός του Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια είχε γράψει στις 12 Μαΐου ότι ο Ερρίκος Β’ είχε πια απαλλαγεί από ορισμένες «απειλητικές» απόψεις που τού είχαν εντυπωθεί.

Ο Ερρίκος υποτίθεται ότι είχε γίνει αρκετά πρόθυμος, να αποδεχτεί ο Οττάβιο την προσφορά τού Καμερίνο σε αντάλλαγμα για την Πάρμα, η οποία έπρεπε να επιστραφεί στην Αγία Έδρα χωρίς την επιβολή οποιωνδήποτε όρων. Η χριστιανικότατη Μεγαλειότητά του έστελνε με κάθε βιασύνη έναν κύριο στον Οττάβιο, για να μάθει τις επιθυμίες του για το θέμα. Στο μεταξύ ο Ιούλιος ήθελε να μεσολαβήσει ο Έρκολε ντ’ Έστε στον Οττάβιο, να προσπαθήσει να τον πείσει ότι ο Θεός τού έδινε άλλο δώρο και να τον παροτρύνει να επιστρέψει στην υπακοή προς την Αγία Έδρα. Οι καρδινάλιοι Φαρνέζε και Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα στέλνονταν στην Πάρμα, για να προσθέσουν και τις δικές τους παραινέσεις σε εκείνες τού Έρκολε, τον οποίο έπρεπε να συμβουλευτούν κατευθυνόμενοι στον Οττάβιο. Για να βεβαιωθεί ότι οι δύο καρδινάλιοι θα ήσαν σε θέση να συζητήσουν την κατάσταση με τον Έρκολε, ο Ιούλιος έλπιζε ότι ο τελευταίος θα έδειχνε πρόθυμος να πάει μέχρι τη Μόντενα για να τούς συναντήσει.160

Ήταν πολύ αργά. Μια συνθήκη συμμαχίας επικυρώθηκε επίσημα μεταξύ Ερρίκου Β’ και Οττάβιο Φαρνέζε στις 27 Μαΐου (1551). Ο Ερρίκος γινόταν προστάτης τού οίκου των Φαρνέζε και δεσμευόταν επισήμως να διαθέσει στον Οττάβιο 2.000 πεζούς στρατιώτες και 200 ελαφρά οπλισμένους ιππείς, μαζί με ετήσια επιχορήγηση 12.000 χρυσών νομισμάτων (ecus d’or) για την υπεράσπιση τής Πάρμας. Η ρήξη τού Οττάβιο με την Αγία Έδρα ήταν πλήρης. Ο Ιούλιος κήρυξε αμέσως πόλεμο εναντίον του και όρισε τον Φερράντε Γκονζάγκα ως γενικό διοικητή των παπικών δυνάμεων. Ο Φερράντε θα μοιραζόταν τη διοίκηση, ονομαστικά τουλάχιστον, με τον ανηψιό τού πάπα Τζιοβανμπαττίστα ντελ Μόντε, που βρισκόταν τότε στη Μπολώνια, επιδιώκοντας να στρατολογήσει 10.000 πεζούς στρατιώτες για την επερχόμενη σύγκρουση. Σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, ο Φερράντε προσπαθούσε να προσλάβει ακόμη 10.000 πεζούς στο Μιλάνο και στην Πιατσέντσα.161

Ο γραμματέας τού πάπα Τζιρολάμο Νταντίνο στάλθηκε βόρεια, σε μια τελική προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, αν ήταν θεωρητικά δυνατή, για να αποτραπεί ο πόλεμος. Ο Νταντίνο έφτασε στη Φερράρα στις 3 Ιουνίου και εκεί πήρε από γραμματέα τού Γκουΐντο Ασκάνιο Σφόρτσα την προκαλούσα σύγχυση διαβεβαίωση (όπως είχε ήδη αναφέρει ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια), ότι ο Οττάβιο είχε συμφωνήσει να δεχτεί το Καμερίνο και να παραδώσει την Πάρμα στην Αγία Έδρα, με την προϋπόθεση ότι ο πάπας θα χορηγούσε σε αυτόν και στον γιο του μετά από αυτόν ισόβιο εισόδημα 8.000 σκούδων το χρόνο, θα τού έδινε τα εφόδια και πυρομαχικά που βρίσκονταν τότε στην Πάρμα και θα πλήρωνε περίπου 4.000 έως 5.000 σκούδα που χρωστούσε στους Γάλλους, σε περίπτωση που αυτοί απαιτούσαν την επιστροφή τους. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 10ης Ιουνίου ο πάπας αντιμετώπισε ευνοϊκά τα αιτήματα αυτά, σε μια τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια για ειρήνη.162

Οι τελικές διαπραγματεύσεις για ειρήνη ήσαν βιαστικές αλλά και τεταμένες. Υπήρχε άφθονη καχυποψία και στις δύο πλευρές, ενώ καμία δεν μπορούσε να εφοδιάσει την άλλη με εγγυήσεις ότι μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία την οποία είχαν επινοήσει βιαστικά. Είναι επίσης σαφές ότι ο Οττάβιο και οι Γάλλοι είχαν χρησιμοποιήσει τις συνομιλίες για να κερδίσουν χρόνο. Η ώρα τής απόφασης είχε έρθει. Στις 12 Ιουνίου (1551), αφού τα παπικά στρατεύματα είχαν κινηθεί από την περιοχή τής Μπολώνια (το Μπολωνιέζε) για να ενωθούν με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην περιοχή τής Πάρμας (το Παρμιτζιάνο), οι Κορνέλιο Μπεντιβόλιο και Οράτσιο Φαρνέζε εισέβαλαν στην περιοχή τής Μπολώνια με τις δυνάμεις που είχε στείλει ο Πιέτρο Στρότσι στο όνομα τού Ερρίκου Β’ στη Μιράντολα. Κατέλαβαν το Κρεβαλκόρε στον δρόμο προς τη Μπολώνια και πολλά χωριά κατά μήκος τού δρόμου. Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι φιλο-αυτοκρατορικοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν τον μύθο ότι η ειρήνη τού Κρεπύ δεν είχε παραβιαστεί. Ο Ερρίκος Β’ ενεργούσε απλώς ως προστάτης των Φαρνέζε και ο Κάρολος Ε’ ως προστάτης τής Εκκλησίας εναντίον εξεγερμένου υποτελούς. Όμως ήταν πόλεμος, ανεξάρτητα από το όνομα με το οποίο οι συμμετέχοντες προτιμούσαν να τον αποκαλούν.163

Ο πόλεμος ήταν τόσο δημοφιλής στην Ισταμπούλ, όσο λυπούνταν γι’ αυτόν στη Ρώμη, όπου ο Τζούλιο ντε Γκράντι προσπαθούσε να κρατήσει τον δούκα τής Φερράρας ενήμερο, παρά τις αντικρουόμενες αναφορές για τούς Τούρκους. Μια τουρκική αρμάδα 200 σκαφών λεγόταν ότι είχε φύγει από τον Βόσπορο στις 23 Μαΐου 1551 (η είδηση ερχόταν από τη Ραγούσα) και κατευθυνόταν «στη διαδρομή τού φάρου τής Μεσσίνα» (la via del faro di Messina). Έτσι έγραφε ο Γκράντι στις 13 Ιουνίου, αλλά στις 2 Ιουλίου ενημέρωνε τον δούκα ότι «χτες το βράδυ ήρθαν ειδήσεις ότι η τουρκική αρμάδα έχει επιστρέψει στην Ισταμπούλ, αφήνοντας μόνο τριάντα γαλέρες στη Ρόδο». Ο λόγος που προβαλλόταν ήταν ότι ο Άρχοντας Τούρκος ήθελε να πληρώσει ο βασιλιάς τής Γαλλίας το μισό τού κόστους τής ναυτικής εκστρατείας, ενώ είχε ορισμένες απαιτήσεις για τα λιμάνια, στα οποία οι Τούρκοι διοικητές πρότειναν να περάσουν τον χειμώνα. Όμως στις 15 Ιουλίου ο Γκράντι έγραφε: «Η Αγιότητά του έχει την είδηση σήμερα το πρωί ότι η τουρκική αρμάδα με 137 πλοία βρισκόταν στα ανοιχτά των ακτών τής Απουλίας, γύρω από το Κάστρο και το Ουγκέντο, στις 9 τού τρέχοντος μηνός», αλλά δεν ήταν σαφές αν οι Τούρκοι κατευθύνονταν στην ακτή τής Μπαρμπαριάς ή σε ιταλικά ύδατα, με την παραλία τής Ρώμης ως πιθανό σκοπό τους.164

Ο Ιούλιος Γ’ δεν ήταν φτιαγμένος από το υλικό των πολεμιστών, αλλά όταν θύμωνε, μπορούσε για μικρές περιόδους να παίρνει αποφάσεις. Διαμαρτυρήθηκε στον Έρκολε ντ’ Έστε τής Φερράρας (στις 2 Ιουλίου 1551) ότι οι Οράτσιο Φαρνέζε, Πιέτρο Στρότσι, Κορνέλιο Μπεντιβόλιο και μερικοί άλλοι γιοι τής ανομίας στη Μιράντολα είχαν συγκεντρώσει ομάδα εξορίστων και κλεφτών, όπως ο Έρκολε ήξερε καλά, και παίρνοντας μαζί τους κανόνια είχαν εισβάλει και λεηλατήσει το έδαφος τής παπικής πόλης τής Μπολώνια, με αποτέλεσμα να υποστούν την ποινή τού αφορισμού και να εκτεθούν στις συνήθεις κυρώσεις για εξέγερση και προδοσία (laesa maiestas). Δεδομένου ότι ο Ιούλιος ήταν αποφασισμένος, έλεγε, να εξασφαλίσει ότι οι κατεργάρηδες θα πλήρωναν το τίμημα για την τόλμη τους, προειδοποιούσε τον Έρκολε να εξασφαλίσει ότι αυτοί δεν θα έπαιρναν ούτε βοήθεια ούτε προμήθειες από Φερραρέζους υπηκόους.165

Οι Ενετοί προειδοποιούσαν τον πάπα επί εβδομάδες για τις «πολύ μεγάλες τουρκικές προετοιμασίες» (grandissime preparatione Turchesche), ελπίζοντας να τον αποτρέψουν από αυτοκτονικό πόλεμο στην Ιταλία.166 Παρά το γεγονός ότι ο Ιούλιος είχε διαβεβαιώσει τον Νικκολό ντα Πόντε, τον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη, «ότι δεν ήθελε να προχωρήσει σε πόλεμο για τις υποθέσεις τής Πάρμας» (di non voler proceder nelle cose di Parma colla guerra), τα φιλοπόλεμα μέτρα του φαίνονταν στη Γερουσία αρκετά αντίθετα με τα λόγια του.167 Ο Ιούλιος φοβόταν για τη φήμη του, αν έκανε πίσω. Άραγε τι θα σκέφτονταν οι άλλοι ηγεμόνες, οι καρδινάλιοι, οι δικοί του υποτελείς, αν δεν αντιμετώπιζε την πρόκληση Φαρνέζε; Ο Ερρίκος Β’ πίστευε επίσης ότι η υπόθεση τής Πάρμας έκανε καλό στο δικό του όνομα, «επειδή το γεγονός με συγκινεί, είναι δική μου τιμή και δική μου υπόληψη και πρέπει να διατηρηθεί με κάθε τρόπο» (car le fait me touche, c’ est mon honneur et ma réputation que ie maintiendray avec tous les moyens).168

Στις 17 Ιουνίου και 4 Ιουλίου (1551) η Ενετική Γερουσία έγραφε στον βαΐλο στην Ισταμπούλ ότι παπικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα είχαν ήδη σταλεί στο πεδίο, για να προσπαθήσουν να πάρουν την Πάρμα. Όμως γαλλικά στρατεύματα ήσαν άμεσα διαθέσιμα, για να συμβάλουν στην προστασία τής πόλης, η οποία ήταν καλά οχυρωμένη και καλά εξοπλισμένη για να αντέξει σε επίθεση ή πολιορκία. Λεγόταν ότι ο Ερρίκος Β’ πλήρωνε τα έξοδα τού Οττάβιο Φαρνέζε για την άμυνα τής Πάρμας. Στο μεταξύ οι στρατιώτες άρχιζαν να καταστρέφουν την ύπαιθρο.169 Όπως ανέμεναν οι Ενετοί, σύντομα ενημερώνονταν ότι 4.000 Γερμανοί πεζοί στρατιώτες και 600 ιππείς είχαν σταλεί στην Ιταλία. Αρνήθηκαν να χορηγήσουν άδεια διέλευσης των στρατευμάτων από ενετικό έδαφος. Ο Ιούλιος Γ’ συμφωνούσε να σεβαστεί την ουδετερότητα τής Δημοκρατίας, αλλά η Σινιορία άρχιζε να συγκεντρώνει στρατεύματα για να εξασφαλίσει τα σύνορα τού Βένετο.170

Ο πάπας είχε βρει σύμμαχο τον Κάρολο Ε’, αλλά από τον Ερρίκο Β’ και τον Οττάβιο Φαρνέζε δεν επρόκειτο να λείψει η εξωτερική βοήθεια. Στις 22 Ιουλίου η Γερουσία έγραφε στον Νικκολό ντα Πόντε στη Ρώμη:

Συνεχίζοντας την πάγια πρακτική μας, να σάς δίνουμε τα νέα που έχουμε για τις υποθέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ώστε να μπορείτε να ενημερώνετε την Αγιότητά του, σάς πληροφορούμε ότι στις 7 τού παρόντος μήνα η τουρκική αρμάδα με 137 σκάφη πέρασε από το στενό τής Κέρκυρας, χαιρετώντας την πόλη …, η οποία ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, και παρέχοντας κάθε ένδειξη φιλίας, καλής διάθεσης και ορθής μεταχείρισης των πλοίων και εδαφών των υπηκόων μας …, στη συνέχεια έπλευσε μέσω τού στενού, στρέφοντας προς τα δυτικά, γεγονός που σάς αναθέτουμε … να μεταβιβάσετε στην Αγιότητά του, σύμφωνα με το έθιμό μας.171

Η αρμάδα τού σουλτάνου είχε εμφανιστεί στα ανοιχτά τής Μεσσίνα στις 13 Ιουλίου (1551), ενώ στις 15 τού μηνός ο Τούρκος διοικητής Σινάν πασάς συσκεπτόταν «με μερικά άτομα που έχουν σταλεί στο πλοίο του από [τον Χουάν ντε Βέγκα,] τον αντιβασιλέα τής Σικελίας». Ό,τι κι αν ειπώθηκε, οι Τούρκοι κατέπλευσαν την ανατολική ακτή τής Σικελίας προς τις Συρακούσες, αποβιβαζόμενοι στο λιμάνι τής Αουγκούστα για να πάρουν νερό. Όταν τούς πυροβόλησαν οι Αουγκουστιάνοι, ο διοικητής έστειλε στη στεριά δύναμη, που ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να καταλάβει και να κάψει την πόλη και το Καστέλλο. Οι Τούρκοι έφυγαν από την Αουγκούστα στις 18 τού μηνός και περνώντας από τις Συρακούσες έπλευσαν προς την ακτή τής Μπαρμπαριάς, κατευθυνόμενοι είτε στη Μάλτα ή στη Μαχντία («Αφρική»). Στο μεταξύ δεκαπέντε γαλέρες υπό τον Αντόνιο Ντόρια είχαν σταλεί προς την «Αφρική» με άνδρες, πυροβολικό και πυρομαχικά. Στις 3 Ιουλίου οκτώ από αυτές ναυάγησαν κοντά στο νησί Λαμπεδούσα, νότια τής Σικελίας. Οι άλλες επτά συνέχισαν την επικίνδυνη πορεία τους. Ενώ η τουρκική αρμάδα κινιόταν έτσι σε δυτικά ύδατα, ο πρίγκηπας Αντρέα Ντόρια μετέφερε τον νεαρό Φίλιππο [Β’] των Αψβούργων πίσω στην Ισπανία, με στόλο τριανταεννέα γαλερών και δώδεκα άλλων πλοίων. Αυτή ήταν η είδηση που έστελνε η Ενετική Γερουσία προς τον βαΐλο στην Ισταμπούλ στις 4 Αυγούστου, δίνοντάς του εντολή να ενημερώσει τον σουλτάνο για την πρόοδο τής αρμάδας και για διάφορα άλλα γεγονότα στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και τής πολιορκίας τής Πάρμας από αυτοκρατορικά και παπικά στρατεύματα.172

Πριν αρχίσει ο πόλεμος τής Πάρμας, ο Κάρολος είχε υποσχεθεί να δανείσει στον Ιούλιο Γ’ 200.000 δουκάτα (aurei) και να παράσχει όλη την πρόσθετη βοήθεια που θα μπορούσε, «δηλαδή άλογα, πεζούς, κανόνια, προμήθειες, διοικητές και οτιδήποτε άλλο είναι αναγκαίο για στρατιωτική εκστρατεία». 173 Ο Κάρολος είχε προσπαθήσει, περισσότερο από προσπαθήσει, να κρατήσει τον λόγο του, όπως καθιστά σαφές ένα απόσπασμα από το (έκτο) ημερολόγιο τού Μασσαρέλλι κάτω από την ημερομηνία 11 Ιουλίου 1551:

Ο αιδεσιμότατος άρχοντας Τζιοβάννι Ρίτσι τού Μοντεπουλκιάνο, ταμίας τού πάπα, έχει φτάσει στο Τρεντ, επιστρέφοντας από τον αυτοκράτορα τής Γερμανίας, στον οποίο τον είχε στείλει η Αγιότητά του. … Η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα τού έχει δώσει 25.000 σκούδα [aurei] σε χρυσό, τα οποία φέρνει μαζί του, 25.000 σε συναλλαγματικές [in cedulis cambii] πληρωτέες στη Βενετία και 100.000 σε συναλλαγματικές πληρωτέες στη Σεβίλλη τής Ισπανίας, τα οποία, όλα μαζί, είναι 150.000, ενώ η Αγιότητά του έχει ήδη λάβει, τον περασμένο Ιούνιο, από τη Μεγαλειότητά του άλλα 100.000 σε μετρητά [in pecunia numerata]. Ο αυτοκράτορας διαθέτει όλα αυτά τα χρήματα στην Αγιότητά του για την τρέχουσα εκστρατεία κατά τού Οττάβιο, τού δούκα τής Πάρμας.174

Όταν ο Κάρολος Ε’ δεν μετακινούσε στρατεύματα, μετακινούσε χρήματα. Τον Αύγουστο τού 1551 ο αυτοκρατορικός πρέσβης στη Βενετία εμφανίστηκε ενώπιον τού Κολλέγιου και ανέφερε ότι ο Κάρολος είχε διατάξει τη μεταφορά από την Ισπανία στη Γένουα ενός προφανώς μεγάλου ποσού σε ασήμι,

το οποίο είχε πάρει πρόσφατα από τις Ινδίες, και έχοντας αποφασίσει να το πάει στο Άουγκσμπουργκ, ζητούσε να επιτρέψουμε τη διέλευση από το κράτος μας τής δύναμης πεζικού 400 ανδρών που θα το συνοδεύει, γιατί το ζήτημα είναι μεγάλης σημασίας, ή αν είμαστε εμείς πρόθυμοι να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια αυτού τού ασημιού κατά τη διέλευσή του από το κράτος μας, οπότε θα μεταφερόταν εδώ χωρίς τη συνοδεία πεζικού, αφήνοντας στην κρίση μας ποια από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις θα ήταν πιο αποδεκτή από εμάς.

Η Γερουσία ψήφιζε να επιτραπεί στη συνοδεία των 400 πεζών στρατιωτών η διέλευση από ενετικό έδαφος, αντί να αναλάβει την ευθύνη για το αυτοκρατορικό ασήμι. Όμως εξέφραζαν την ανησυχία μήπως υφίσταντο απώλειες ή ζημιές Ενετοί υπήκοοι, όπως είχε συμβεί, όταν 4.000 αυτοκρατορικοί στρατιώτες είχαν κατέβει στην Ιταλία καθ’ οδόν προς Πάρμα.175

Μέρος τού ασημιού καθ’ οδόν προς Άουγκσμπουργκ ίσως χρησιμοποιήθηκε για να βοηθήσει τον Φερδινάνδο εναντίον των Τούρκων στο ανατολικό μέτωπο. Όμως τώρα ακριβώς οι Ενετοί έδειχναν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τις δραστηριότητες των Τούρκων στην Τρανσυλβανία απ’ όσο για την επιχείρησή τους στη δυτική Μεσόγειο. Στις 10 Σεπτεμβρίου (1551) η Γερουσία επαναλάμβανε τις αναφορές τής προς τον βαΐλο στην Ισταμπούλ σχετικά με την πρόοδο τής αρμάδας τού σουλτάνου, η οποία είχε περάσει από το νησί τής Μάλτας προς το γειτονικό Γκότσο, όπου ο διοικητής αποβίβασε άνδρες και πυροβολικό. Έβαλε κατά των οχυρώσεων τού Γκότσο και κατέλαβε βίαια το νησί. Μάλιστα λεγόταν ότι είχε πάρει περίπου 3.000 αιχμαλώτους στα πλοία του, τα οποία κατευθύνθηκαν ύστερα στην Τρίπολη, όπου υπέβαλαν τα τείχη σε κανονιοβολισμό έξι ημερών. Η Τρίπολη υπέκυψε στην τουρκική επίθεση στις 14 Αυγούστου, αλλά 200 Ιωαννίτες κατάφεραν να σώσουν το τομάρι τους. Από την Τρίπολη ο στόλος λεγόταν ότι είχε πάει στο νησί τής Τζέρμπα. Οι Τούρκοι έπλεαν από τη μία επιτυχία στην άλλη εκείνο το καλοκαίρι και όταν έφτασαν στη Βενετία τα νέα για την ασφαλή επιστροφή τού στόλου στην Ισταμπούλ, η Γερουσία έδωσε εντολή στον βαΐλο να υποβάλει τα θερμότερα συγχαρητήρια τής Δημοκρατίας στον Ρουστέμ πασά, τού οποίου ο αδελφός Σινάν πασάς ήταν διοικητής όλης αυτής τής επιχείρησης.176

Τον Σινάν πασά είχαν συνοδεύσει ο Σάλα Ρέις και ο Ντραγκούτ Ρέις, «οι δύο πιο έμπειροι στα πράγματα τής θάλασσας» (les deux plus experts aux choses de la mer). Την Τρίπολη κατείχαν οι Ιωαννίτες τής Μάλτας, διακόσιοι από τούς οποίους (όπως είχαν ενημερώσει οι Ενετοί την Υψηλή Πύλη) είχαν σωθεί από τον Γκαμπριέλ ντε Λουέτς, βαρώνο τού Αραμόν, ο οποίος επέστρεφε στην Ισταμπούλ ως Γάλλος πρεσβευτής στον σουλτάνο. Από τη Μάλτα στις 26 Αυγούστου (155l) ο ντ’ Αραμόν έστειλε στον Ερρίκο Β’ μακροσκελή περιγραφή τής τουρκικής εκστρατείας και τής δικής του παρέμβασης για τη διάσωση των Ιωαννιτών.177 Η παρουσία τού πρέσβη τής Γαλλίας, με δύο γαλέρες και μία γαλιότα, στην τουρκική κατάληψη τής Τρίπολης έριχνε νερό στον μύλο τής αντι-γαλλικής προπαγάνδας τού Ιουλίου Γ’ και τού Καρόλου Ε’. Ο Ερρίκος Β’ εύρισκε όλα αυτά πολύ ντροπιαστικά. Έτσι στις 30 Σεπτεμβρίου (1551) ο Ερρίκος έγραφε στον μεγάλο μάγιστρο Χουάν ντε Ομέδες και στους Ιππότες τής Μάλτας, «για να ακούσουμε εσάς που είστε άνθρωποι τής θρησκείας, τής αρετής και τής αλήθειας» (afin d’ entendre de vous, qui estes personnes de Religion, vertu et verité). Ενδιαφερόταν να απαλλάξει τον πρεσβευτή του, τον ντ’ Αραμόν, από τη διαδεδομένη κατηγορία ότι είχε πείσει τούς Τούρκους να καταλάβουν την Τρίπολη. Η επιστολή τού Ερρίκου παραλήφθηκε στη Μάλτα στις 5 Νοεμβρίου (σύμφωνα με τούς Ιππότες). Ο μεγάλος μάγιστρος των Ιπποτών απάντησε στις 17 τού μηνός ότι ο ντ’ Αραμόν είχε πράγματι πάει στην Τρίπολη, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, ύστερα από αίτημα των ίδιων των Ιωαννιτών, «για να αποτρέψει την τουρκική αρμάδα από επίθεση κατά τού εν λόγω φρουρίου» (per divertir’ detta armata [Turchescha] dell’ assedio d’ esso castello). Είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τούς Τούρκους από επίθεση στην Τρίπολη, παίρνοντας μαζί του μια μαλτέζικη φρεγάτα, για να πάει πίσω τα νέα τής επιτυχίας ή αποτυχίας του. Μετά την πτώση τής Τρίπολης είχε μεταφέρει τον διοικητή τού φρουρίου και τούς Ιππότες στην ασφάλεια τής Μάλτας. Μάλιστα οι Ιππότες που είχαν διασωθεί ήσαν γεμάτοι επαίνους για τον ντ’ Αραμόν.178 Θα ήταν δύσκολο να πει κανείς ότι αυτή ήταν όλη η αλήθεια και μόνο η αλήθεια. Ακόμη και στη δική του επιστολή αυτο-υπεράσπισης (της 26ης Αυγούστου) ο ντ’ Αραμόν είχε παρατηρήσει στον Ερρίκο ότι δεν υπήρχε λόγος να μακρηγορούν για τη σημασία τής τουρκικής κατάληψης τής Τρίπολης, «Γιατί εσείς ξέρετε καλά πόσο επιζήμια μπορεί να είναι αυτή για τον αυτοκράτορα και κερδοφόρα για τον σουλτάνο» (parce que vous sçavez assez de combien elle peut estre dommageable à l’ Empereur et profitable au Grand Seigneur).179 Ο πάπας το γνώριζε επίσης, όπως και οι Ενετοί.

Ο Μπερνάρντο Ναβαγκέρο ήταν Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ κατά την περίοδο τής ναυτικής εκστρατείας τού Σινάν πασά. Σε προσφώνηση προς τον δόγη και τη Γερουσία (τον Φεβρουάριο τού 1553) αναφερόταν στην έχθρα τού Σουλεϊμάν για τον Κάρολο Ε’, «αφού νομίζει ότι μόνο εκείνος μπορεί να εμποδίσει το μεγαλείο του». Όμως σε γενικές γραμμές ο Μεγάλος Άρχοντας είχε καλή γνώμη για τον βασιλιά τής Γαλλίας, «ως κάποιον που είναι μεγάλος βασιλιάς και φυσικός εχθρός τού αυτοκράτορα». Αρχικά οι πασάδες δεν είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τον Ερρίκο Β’, ο οποίος δεν βρισκόταν σε καλή επαφή με τον πρεσβευτή του ντ’ Αραμόν. Μάλιστα η γαλλο-τουρκική φιλία φαινόταν σε κάμψη όταν, λόγω των διαφορών που ανέκυψαν μεταξύ Φερδινάνδου των Αψβούργων και Σουλεϊμάν για το θέμα τής Τρανσυλβανίας [στην οποία θα έρθουμε στον επόμενο τόμο], ο Ερρίκος έγινε μεγαλύτερος φίλος τού Σουλεϊμάν από ποτέ, «αφού διαμόρφωσε συμμαχία με τούς συνομοσπόνδους του στη Γερμανία και σχεδιάζει να κάνει πόλεμο εναντίον τού αυτοκράτορα». Αυτό είχε εμποδίσει τον Κάρολο να παρέμβει στην Τρανσυλβανία και ο Ερρίκος γινόταν πιο δημοφιλής στην Πύλη απ’ όσο ήταν ο πατέρας του Φραγκίσκος. Η γαλλική αρμάδα είχε ενωθεί με εκείνη τού Μεγάλου Άρχοντα. Μελετούσαν επίθεση [κατά τής Νάπολης], «για την οποία», έλεγε ο Ναβαγκέρο, στρεφόμενος προς τον δόγη Φραντσέσκο Ντονά, «γνωρίζει η Γαληνότητά σας». Το 1551 η τουρκική αρμάδα είχε μπει στη θάλασσα «με μεγάλες υποσχέσεις από τη Γαλλία». Δεν προέκυψαν πολλά από αυτές, αλλά τουλάχιστον οι Τούρκοι είχαν πάρει την Τρίπολη.180

Στη συνεννόηση (entente) με τούς Τούρκους ο Φραγκίσκος είχε βρει ένα αντίβαρο στην ισχύ των Αψβούργων. Η στρατιωτική αναγκαιότητα είχε αντισταθμίσει τούς θρησκευτικούς ενδοιασμούς. Ο γιος του Ερρίκος Β’, ευρισκόμενος σε αντίθεση με τον Ιούλιο Γ’ για το ζήτημα τής Πάρμας, καταγγελόταν τώρα με τη σειρά του ως σύμμαχος των Τούρκων. Ο Ερρίκος και οι εκπρόσωποί του αρνούνταν την κατηγορία ως ψευδή και συκοφαντική. Ο Οντέ ντε Σελβ, Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, ενημέρωνε τη Σινιορία ότι είχε ενημερωθεί από τη Ρώμη ότι η Αγιότητά του είχε αποφασίσει να στείλει σε αυτή την πόλη [Βενετία] τον αιδεσιμότατο άρχοντα Ακίλλε ντε Γκράσσι, για να παραπονεθεί εκ μέρους τής Μεγαλειότητάς του [Ερρίκος Β’] για δύο λόγους, πρώτον, ότι αυτός ήταν η αιτία που ξεκίνησε η αρμάδα τού Άρχοντα Τούρκου αυτή τη χρονιά με σοβαρή ζημιά για τη χριστιανοσύνη, και δεύτερον, ότι ο ίδιος έχει αποκοπεί από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, για τα οποία [ο πρέσβης] δήλωνε ότι ούτε η μία κατηγορία ούτε η άλλη ήσαν αλήθεια. Όσον αφορά την πρώτη, έδειξε με καλούς λόγους και πολλή αιτιολόγηση ότι η ανωτέρω Μεγαλειότητά του δεν είχε καμία συνεννόηση με τον Άρχοντα Τούρκο, ενώ δεν είχε πραγματοποιήσει διαπραγματεύσεις με αυτόν, για να επιτευχθεί η αποστολή τής αρμάδας για παρενόχληση χριστιανών, ενώ δήλωσε ότι ο λόγος για τον οποίο είχε αποπλεύσει ο εν λόγω στόλος ήταν η κατάληψη τής «Αφρικής» [Μαχντία] από τη μια πλευρά και από την άλλη οι μηχανορραφίες και η αναταραχή (trattation et moti) στην Τρανσυλβανία, που έχουν ερεθίσει τον εν λόγω Άρχοντα και τον προκάλεσαν, όπως μπορεί να δει καθένας, εναντίον τής χριστιανοσύνης. Και αυτή είναι η αλήθεια. Ο [Τούρκος] διοικητής τού στόλου κατά την άφιξή του στη Σικελία, όπως αναγνωρίζουν ακόμη και εκπρόσωποι τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας [Κάρολος Ε’], υποσχέθηκε ότι αν τού επιστραφεί η «Αφρική», τότε θα γυρίσει πίσω, χωρίς να κάνει καμία ζημιά στις κτήσεις τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας.

Όσο για τη δήλωση ότι ο Ερρίκος είχε αποσύρει την υποταγή του στην Εκκλησία, ο πρεσβευτής του διαβεβαίωνε τη Σινιορία ότι η Μεγαλειότητά του δεν είχε καν σκεφτεί να το πράξει και ότι τού άξιζε από κάθε άποψη ο τίτλος τού πρωτότοκου γιου τής Αγίας Εκκλησίας καθώς και εκείνος τού χριστιανικότατου ηγεμόνα. Στη Βενετία ένας Γάλλος πρεσβευτής μπορούσε συνήθως να είναι βέβαιος για ευνοϊκή ακρόαση. Έτσι συνέβη και σε αυτή την περίπτωση. Η Γερουσία διαβεβαίωνε την Εξοχότητά του ότι μια τέτοια δικαιολόγηση τής θρησκευτικής και πολιτικής ακεραιότητας τού βασιλιά του ήταν εντελώς περιττή, γιατί η Γαληνοτάτη δεν διατηρούσε και δεν μπορούσε να διατηρεί αμφιβολία για κανένα από τα δύο ζητήματα.181 Όμως ο Ιούλιος Γ’ πίστευε ότι υπήρχε η φερόμενη γαλλο-τουρκική συνεννόηση. Είχε μόλις απειλήσει να κηρύξει σταυροφορία εναντίον τού Ερρίκου Β’, επειδή δεχόταν στη Γαλλία, «στην κοιλιά τής χριστιανοσύνης», έναν άπιστο στόλο, αφού αυτός είχε λεηλατήσει νησιά και ακτές που ανήκαν σε χριστιανούς, σφάζοντας αμέτρητους αθώους και σύροντας χιλιάδες αλυσοδεμένους, για να μη μιλήσει για την υποβοήθηση και υποκίνηση των Λουθηρανών στη Γερμανία από τον χριστιανικότατο βασιλιά και για τη συμμαχία του με τούς Άγγλους.182

Στο τέλος τού καλοκαιριού (του 1551), ενώ τα αυτοκρατορικά στρατεύματα είχαν την Πάρμα υπό πολιορκία, όπως και τα παπικά στρατεύματα τη Μιράντολα, οι Γάλλοι εισέβαλαν στο Πιεμόντε. Ο αυτοκρατορικός διοικητής Φερράντε Γκονζάγκα, κυβερνήτης τού Μιλάνου, άφησε μέρος των δυνάμεών του να συνεχίσουν την πολιορκία τής Πάρμας και κινήθηκε προς το Πιεμόντε με τούς υπόλοιπους, για να ανακόψει τη γαλλική προέλαση. Η είδηση έγινε γνωστή στη Βενετία πριν από τις 10 Σεπτεμβρίου.183 Παρά την φαινομενικά μεγάλη δαπάνη κονδυλίων, οι παπικές-αυτοκρατορικές δυνάμεις δεν σημείωναν ιδιαίτερη πρόοδο κατά τού Οττάβιο Φαρνέζε. Τώρα θα πήγαιναν ακόμη λιγότερο καλά.

Η ζωή είναι σύνθεση από παραδοξότητες. Οι Φαρνέζε και οι Γάλλοι είχαν επινοήσει την εκλογή τού Ιουλίου Γ’. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί καρδινάλιοι είχαν αντιταχθεί στην ανύψωσή του μέχρι την τελευταία ώρα. Τώρα ήταν εχθρός των Φαρνέζε και των Γάλλων, σύμμαχος τού Καρόλου Ε’ και τού Φερράντε Γκονζάγκα, όπου ο τελευταίος τον είχε αντιμετωπίσει με εχθρότητα και περιφρόνηση κατά τη διάρκεια τής προεδρίας του στη Σύνοδο τού Τρεντ. Ο Οττάβιο Φαρνέζε είχε βέβαια συμβάλει στην αποξένωση τού οίκου του από την Αγία Έδρα. Παρά το γεγονός ότι ως πρόεδρος τής συνόδου, όταν αυτή μεταφέρθηκε στη Μπολώνια, ο Ιούλιος είχε αντισταθεί στις επιθέσεις των φιλο-αυτοκρατορικών, ως πάπας φοβόταν να μπει στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού αυτοκράτορα.

Ο Παύλος Γ’ είχε διατηρήσει την ουδετερότητά του στις μικρές και στις μεγάλες δυσκολίες, ακόμη και όταν οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν δολοφονήσει τον γιο του Πιερλουίτζι. Ο Ιούλιος εύρισκε την αυτοκρατορική συμμαχία παρήγορη, «το ιερατείο συνδεδεμένο με την αυτοκρατορία» (sacerdotium cum imperio coniunctum), ενώ αντιμετώπιζε τον άλλοτε αντίπαλό τού Φερράντε πολύ ευγενικά και προσεκτικά. Μήνα με τον μήνα πριν από το ξέσπασμα τού πολέμου, ο Φερράντε άρπαζε τρόφιμα που κατευθύνονταν στην Πάρμα και προκαλούσε στον Οττάβιο όση δυσκολία μπορούσε, διαβεβαιώνοντας τον πάπα σε όλο αυτό το διάστημα για την επιθυμία του για ειρήνη και πολιτική ανοχής. Όταν τον Σεπτέμβριο τού 1550 ο Μαντοβάνος φίλος και ανταποκριτής τού Φερράντε Ιππόλιτο Καπιλούπι είχε παραδώσει μια από τις αναληθείς επιστολές τού Φερράντε στον Ιούλιο, ο τελευταίος είχε πει:

Δεν θέλουμε τίποτε από τον κύριο Δον Φερράντε, εκτός απ’ ό,τι μπορεί να μάς δώσει με τιμή για τον εαυτό του. Ζητά κανείς μόνο έντιμα πράγματα από τούς φίλους του. Γνωρίζουμε το μέγεθος τού επιτακτικού του καθήκοντος απέναντι στη Μεγαλειότητά του [Κάρολο Ε’]. Δεν θέλουμε να κάνει αυτό που κάνουν οι καλόγεροι, που ορκίζονται φτώχεια, αγνότητα και υπακοή. Όταν γίνουν επίσκοποι, φυσικά δεν ελευθερώνονται από όλους τούς όρκους τους. Αν είναι απαλλαγμένοι από την υπακοή, εξακολουθούν να μην είναι απαλλαγμένοι από την αγνότητα, την οποία οι επίσκοποι πρέπει επίσης να τηρούν. Έτσι έχουμε την πρόθεση η εξοχότητά του να πρέπει να κάνει για εμάς μόνο εκείνα τα πράγματα, τα οποία είναι σύμφωνα με την υπηρεσία του στη μεγαλειότητά του.184

Μετά τη Γαλλο-Φαρνέζε εισβολή στο Μπολωνιέζε στα μέσα Ιουνίου 1551, ο Ιούλιος Γ’ απέσυρε τον στρατό του από την πολιορκία τής Πάρμας, για να προσπαθήσει να καταλάβει τη Μιράντολα. Όπως ο ίδιος είχε πει στον Καπιλούπι, προτιμούσε να μην ανακτήσει την Πάρμα παρά να χάσει τη Μπολώνια.185 Στις 18 Σεπτεμβρίου ο Κάρολος ενημέρωνε την αδελφή του Μαρία τής Ουγγαρίας, κυβερνήτη τής Ολλανδίας, ότι ο παπικός στρατός στη Μιράντολα χρειαζόταν ενισχύσεις. Σκόπευε να στείλει 1.500 ιππείς από τη γερμανική Φρανκονία στην Ιταλία, καθώς και τα ισπανικά στρατεύματα τής Βίρττεμπεργκ και τού Γκίνγκεν αν ντερ Μπρεντς. Θα διέθετε επίσης κονδύλια για την πρόσληψη δύο συνταγμάτων στην περιοχή Γκριζόν στην Ελβετία.186 Καθώς απουσίαζε ο Φερράντε Γκονζάγκα, η πολιορκία τής Πάρμας ατονούσε και ο Οττάβιο Φαρνέζε έφερνε προμήθειες μέσα στην πόλη.187 Ο πόλεμος στο Πιεμόντε σερνόταν χωρίς τέλος, κρατώντας τον Φερράντε πλήρως απασχολημένο.188

Στις 5 Οκτωβρίου (1551) η Μαρία τής Ουγγαρίας έγραφε στον Αντουάν Περρενώ ότι δεν φαινόταν ότι ο Ερρίκος Β’ θα πήγαινε στην Ιταλία. Θα ήταν απίθανο να το πράξει, αν η Πάρμα ήταν τόσο καλά εφοδιασμένη με προμήθειες όσο διέδιδαν οι φήμες και επαίρονταν οι Γάλλοι. Κατά την άποψη τής Μαρίας οι Γάλλοι σχεδίαζαν πολλές βίαιες επιθέσεις κατά των εδαφών των Αψβούργων την επόμενη άνοιξη. «Επιπλέον όλοι συμφωνούν ότι ο δούκας Μόριτς [της Σαξωνίας] έχει μια κατανόηση στη Γαλλία με τα παιδιά και τούς συμμάχους τού φεουδάρχη (landgrave) [Φίλιππος τής Έσσης]…». Η Μαρία είχε ενοχληθεί πολύ με το ενδιαφέρον τού Μόριτς για τις «υποθέσεις των ανταρτών και όλων εκείνων που είναι εναντίον τής Μεγαλειότητάς του». Η Γαλλία και η Αγγλία είχαν έρθει κοντά. Το εμπόριο και η ναυτιλία τής Ολλανδίας διέτρεχε κίνδυνο. Ύστερα από λεπτομερή έρευνα των προβλημάτων και των προοπτικών των Αψβούργων, η Μαρία είχε καταλήξει σε ζοφερό συμπέρασμα:

Αν οι υποθέσεις μας συναντήσουν ανατροπές, θεωρώ την αυτοκρατορία χαμένη και τούς εαυτούς μας σε μεγάλο κίνδυνο. Με λίγα λόγια όλα εξαρτώνται από την έκβαση αυτού τού πολέμου. Είναι σημαντικό για εμάς να την κάνουμε σύντομη και γλυκιά. Δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ καιρό. Έχουμε πάρα πολλούς εχθρούς.189

Τα πλεονεκτήματα που φαινόταν να υπόσχεται η νίκη τού Καρόλου Ε’ στο Μύλμπεργκ είχαν ήδη χαθεί. Στο μεταξύ η έναρξη τού χειμώνα έστελνε τόσο τα γαλλικά όσο και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σε παρατεταμένο στρατωνισμό.190

Σε συνεδρίαση τής Ενετικής Γερουσίας, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1552, έγινε πρόταση να σταλεί στον βαΐλο στην Ισταμπούλ η ασυνήθιστη είδηση, που είχε μόλις ληφθεί από το Ίννσμπρουκ με επιστολή τής 22ας τού μηνός. Λεγόταν ότι είχε έρθει αναφορά από τη Φλάνδρα, σύμφωνα με την οποία η αδελφή τού Καρόλου Ε’ Μαρία είχε πραγματοποιήσει δίαιτα στη Μπρυζ, όπου είχε παρθεί η απόφαση να διατεθούν 1.500.000 φλουριά για τον πόλεμο κατά τής Γαλλίας. Οι άρχοντες και βαρώνοι των φέουδων ήσαν έτοιμοι να συγκεντρώσουν 25.000 πεζούς στρατιώτες και 6.000 ιππείς. Η Λιέγη είχε συμφωνήσει να δώσει στον Κάρολο 6.000 πεζούς και 500 ιππείς. Η Φλάνδρα ετοίμαζε στόλο ογδόντα πλοίων. Τέσσερις χιλιάδες Ισπανοί πήγαιναν δια θαλάσσης στην Φλάνδρα. Σύμφωνα με επιστολές από τη Μαδρίτη, το κοινοβούλιο (Cortes) τής Καστίλλης είχε αποφασίσει να δώσει στον Κάρολο 1.250.000 δουκάτα για περίοδο τριών ετών. Ο Φίλιππος [Β’] θα έπαιρνε 100.000 δουκάτα, καθώς και 30.000 πεζούς στρατιώτες, «για να κάνει επίσης πόλεμο με τη Γαλλία» (per far similmente la guerra alla Franza).

Οι αριθμοί ήσαν φανταστικοί και η πρόταση για την αποστολή των στοιχείων αυτών στον βαΐλο καταψηφίστηκε. Η Βενετία δεν έπρεπε να φαίνεται ότι παραπλανούσε τούς πασάδες. Έπρεπε να πουν απλώς στον βαΐλο και να ενημερώσει αυτός την Υψηλή Πύλη ότι στη δίαιτα που είχε συγκαλέσει η Μαρία «είχε προβλεφθεί να δοθεί στη Μεγαλειότητά του μεγάλο ποσό χρημάτων, πεζικό και ιππικό για τον πόλεμο κατά τής Γαλλίας» και ότι «ανάλογη πρόβλεψη για χρήματα και άνδρες για το εν λόγω πόλεμο» έπρεπε να αναμένεται και από την Ισπανία. Η πρόταση αυτή ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία.191 Ο Ερρίκος Β’ έκανε επίσης «μεγάλες προετοιμασίες», για να αντιμετωπίσει όποια δύναμη έβαζε ο Κάρολος στο πεδίο τής μάχης.192

Μετά τη διπλωματική ρήξη μεταξύ Γαλλίας και Αγίας Έδρας, ο καρδινάλιος Φρανσουά ντε Τουρνόν είχε αποσυρθεί στη Βενετία, όπου παρέμενε σε επαφή με τον παπικό νούντσιο Ακίλλε ντε Γκράσσι. Ανακάμπτοντας από τις βίαιες καταγγελίες κατά τού Ερρίκου Β’, τις οποίες ο τελευταίος είχε βρει πολύ αμφισβητήσιμες, ο Ιούλιος Γ’ (όπως ήταν η φύση του) άρχιζε να ονειρεύεται ειρήνη και ηρεμία. Στις 3-4 και στις 12 Σεπτεμβρίου (1551) απεύθυνε συμβιβαστικά σημειώματα στον Ερρίκο.193 Ο Έρκολε ντ’ Έστε, ο δούκας τής Φερράρας, προσπαθούσε σκληρά να συμφιλιώσει τον πάπα και τον βασιλιά. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 9 Σεπτεμβρίου ο Ιούλιος διόρισε τρεις λεγάτους: τον Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, ο οποίος θα πήγαινε υποτίθεται στον Κάρολο Ε’ και τον Τζιρολάμο Βεράλλο στον Ερρίκο. Ο Τζιαν Ντομένικο ντε Κούπις διορίστηκε λεγάτος τού πάπα στην πόλη τής Ρώμης (Ούρμπε), αφού ο Ιούλιος πρότεινε να πάει ο ίδιος στη Μπολώνια.194

Η αποστολή τού καρδινάλιου Βεράλλο καθυστέρησε κάπως, γιατί ο Ερρίκος έκανε καιρό να απαντήσει στα ανοίγματα τής Αγιότητάς του, ο οποίος έδινε στον Βεράλλο κάποιες δυσαρεστημένες οδηγίες στις 3 Οκτωβρίου.195 Τελικά όμως ο Ερρίκος έγραψε στον πάπα ευγενική επιστολή (στις 5 Οκτωβρίου), αναφερόμενη στην αποστολή τού Βεράλλο, «την οποία έχω πάρει με την τιμή και την ευλάβεια που πρέπει να έχω και να τηρώ προς εκείνον εκ μέρους τού οποίου θα έρθει» (lequel je recevray avec l’ honneur et révérence que je doiz et porte à celluy de la part duquel il viendra). Ήταν διατεθειμένος να πάρει όλα τα εύλογα μέτρα, για να επιτευχθεί η προτεινόμενη συμφιλίωση μεταξύ τους, γιατί ήταν τώρα και πάντοτε σωστός γιος τής Εκκλησίας. Δεν είχε την πρόθεση να κάνει στον πάπα καμία ζημιά με τη διατήρηση τής Πάρμας ως φέουδου και τού Οττάβιο Φαρνέζε ως υποτελούς τής Αγίας Έδρας, όπου εδώ ο υπαινιγμός προφανώς ήταν ότι ο Κάρολος Ε’ ήθελε να βάλει στα χέρια του την Πάρμα. Έπρεπε να αναφερθεί ένα σημαντικό σημείο, δήλωνε ο Ερρίκος, «ότι θέλετε ειρήνη και τη ζητάτε από μένα» (c’ est ‘que vous désirez la paix et la me demandez’). Ως αφοσιωμένος γιος τής Αγιότητάς του, ο Ερρίκος θα έκανε φυσικά ειρήνη πάνω στις σωστές βάσεις τής λογικής και τής τιμής.196

Ο καρδινάλιος Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι ήταν άρρωστος και έτσι δεν μπορούσε να αναλάβει την αποστολή του στον Κάρολο Ε’. Η υγεία του ήταν από καιρό αβέβαιη, όπως στο πρόσφατο κογκλάβιο. Έτσι ο Ιούλιος ανέθεσε τα καθήκοντα τού Κάρπι στον αρχιθαλαμηπόλο Πιέτρο Καμαϊάνι, ο οποίος πήρε εντολή να πει στον Κάρολο Ε’ ότι τίποτε δεν μπορούσε να καταστρέψει την παπική-αυτοκρατορική συμμαχία, ούτε η ελπίδα τού κέρδους, ούτε ο φόβος τής ζημιάς (che non intendiamo di separarci in eterno per qualsivoglia speranza di guadagno nè per qualsivoglia paura di perdita). Αλλά οι δαπάνες τού τρέχοντος πολέμου ήσαν αφόρητες. Ο Ιούλιος είχε ενεχυριάσει τα παπικά κοσμήματα, ακόμη και τα δαχτυλίδια που συνήθως φορούσε κάθε μέρα. Δαπανούσε πάνω από 50.000 σκούδα το μήνα για να διατηρεί τις δυνάμεις του στην πολιορκία τής Μιράντολα, για να διαθέτει κάποια δύναμη πεζικού σε βοήθεια των φιλο-αυτοκρατορικών στην Πάρμα, για να προστατεύει τη Μπολώνια, τη Ρομάνια και την Αγκώνα, για να ενισχύει τις φρουρές σε όλα τα κράτη τής Εκκλησίας, για να αυξήσει τη φρουρά στη Ρώμη και να προστατεύει τις ακτές (από τούς Τούρκους). Η σοδιά ήταν κακή για δύο χρόνια. Δυσκολευόταν να ταΐσει τα στρατεύματα.

Ο πόλεμος παρεμπόδιζε τις διαδικασίες στη Σύνοδο τού Τρεντ, τον ικανοποιητικό τερματισμό τής οποίας ο Ιούλιος αδημονούσε να δει, για να σταματήσει τις δραστηριότητες τού βασιλιά τής Γαλλίας και «να προχωρήσει εναντίον του δικαστικά». Ο Ερρίκος είχε διακόψει τη ροή γαλλικών κεφαλαίων στη Ρώμη και είχε απαγορεύσει τούς παπικούς διορισμούς σε γαλλικά εκκλησιαστικά επιδόματα. Οι ηγεμόνες έπρεπε να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους ενώπιον τού Θεού. Ο Ιούλιος υποστήριζε ότι ήταν δικαιολογημένος στον χειρισμό του για την υπόθεση τής Πάρμας, αλλά τώρα έστελνε λεγάτο στη Γαλλία, για να δείξει στον κόσμο ότι ως πάπας ήταν υπέρμαχος τής ειρήνης. Αν η αποστολή τού λεγάτου αποτύγχανε, αν ο Ερρίκος αρνιόταν ακόμη και να τον δεχθεί, θα ήταν σαφές ποιος είχε άδικο και ο Ιούλιος θα μπορούσε να προχωρήσει εναντίον τού βασιλιά «με τη γραφή και με όλους τούς τρόπους» (con la scrittura et in tutti li modi), δηλαδή με αφορισμό.

Θα χρησιμοποιήσουμε τη σύνεση που χρησιμοποιούν οι γιατροί όταν φροντίζουν τρελλούς (frenetici) για να απομακρύνουν την τρέλλα τους, αν και στο τέλος θα αναγκαστούμε να καταφύγουμε σε ακραίες θεραπείες, γιατί βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε ενώπιον τού Θεού ή τού κόσμου εμπλεκόμενοι με ένα βασιλιά ο οποίος, αποκαλώντας τον εαυτό του «χριστιανικότατο», έχει διατηρήσει μία συνεννόηση με τούς Τούρκους για την ερήμωση των φτωχών χριστιανών, που έχουν σκοτωθεί, καταβροχθιστεί και υποβιβαστεί στη πιο σκληρή δουλεία….

Υπήρχε ένα ζήτημα προσθήκης στο Ιερό Κολλέγιο. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί πίεζαν τον Ιούλιο να αναγορεύσει οκτώ καρδιναλίους, τέσσερις που θα παρέμεναν μυστικοί (in petto) μέχρι να γίνουν οι συνθήκες πιο ευνοϊκές και τέσσερις που θα αναγορεύονταν αμέσως, τον Πιέτρο Ταλιαβία ντ’ Αραγόνα, αρχιεπίσκοπο τού Παλέρμο, τον Πιέτρο Αντόνιο ντε Κάπουα, αρχιεπίσκοπο τού Οτράντο, τον Πιέτρο Μπερτάνο, επίσκοπο τού Φάνο και τον Τζιοβάννι Πότζιο, επίσκοπο Τρόπεα στη νότια Ιταλία. Ο Ιούλιος πίστευε ότι ήταν καλύτερο να περιμένει μέχρι το τέλος τού πολέμου, ενός πολέμου που ο κόσμος απεχθανόταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εδώ και αιώνες, «λόγω τής Ένωσης τού βασιλιά με τον Τούρκο και λόγω τού μεγάλου στόλου που έχουμε ήδη δει, καθώς και εκείνου που μάς λένε ότι ετοιμάζεται στην Ισταμπούλ».197

Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιούλιος είχε ετοιμάσει τις οδηγίες προς Καμαϊάνι. Είχε ταρακουνηθεί. Το κείμενο είναι μεγάλο και φθίνον. Ενώ ήθελε από τον Καμαϊάνι να πείσει τον Κάρολο Ε’ ότι μια συμφωνία με τον Ερρίκο Β’ θα ήταν αναγκαία λόγω τού εντελώς ανεξέλεγκτου κόστους τού πολέμου και τής αποτυχίας κατάληψης τής Πάρμας, ήθελε επίσης να καταστήσει σαφή στον Κάρολο την έκταση τής εχθρότητάς του προς τον Ερρίκο. Επίσης φοβόταν σχίσμα, μια γαλλική Εθνική Σύνοδο και μάλιστα κάποια κίνηση για να τον καθαιρέσουν. Για να εξασφαλίσει τον έλεγχό του επί τού Ιερού Κολλέγιου και για να καθησυχάσει τον αυτοκράτορα, ο Ιούλιος δημιούργησε ξαφνικά δεκατέσσερις καρδινάλιους (στις 20 Νοεμβρίου 1551), συμπεριλαμβανομένων τού ανηψιού του Κριστόφορο ντελ Μόντε και των Τζιοβάννι Ρίτσι, Πιέτρο Μπερτάνο, Φάμπιο Μινιανέλλι, Τζιοβάννι Πότζιο, Τζιρολάμο Νταντίνο και Σεμπαστιάνο Πιγκίνο, μερικοί από τούς οποίους ήσαν πολύ γνωστοί και όλοι ευνοϊκά διακείμενοι προς τον αυτοκράτορα.198

Την ίδια μέρα ο Ετιέν Μπουσέ, ο ηγούμενος τής Σαιν Φερμ, έγραφε στον Ανν ντε Μονμορενσύ από τη Ρώμη ότι ο Ιούλιος δεν ήθελε ειρήνη με τον βασιλιά τής Γαλλίας, αλλά έβλεπε στη δύναμη τού Τούρκου από όλες τις πλευρές φοβερό κίνδυνο για τη χριστιανοσύνη. Ομολογούσε ότι οι ενέργειές του μπορούσαν να οδηγήσουν στην καταστροφή τής Αγίας Έδρας. Όμως ο Μπουσέ δεν μπορούσε να διακρίνει καμία ένδειξη αλλαγής. Ο Ιούλιος ήταν κατάπληκτος με την ιδέα μιας γαλλικής Εθνικής Συνόδου και μιας έρευνας σχετικής με «την κακή ζωή του και αν αυτή είναι ή όχι ζωή πάπα και ότι εμείς θα προχωρήσουμε εναντίον του κάνοντας άλλον πάπα» (sa mauvaise vie, et s’ il est ou non pape, et qu’ on ne procède contre luy faisant ung aultre pape). Ο Μπουσέ πίστευε ότι αν ο Ερρίκος παρέμενε σταθερός και απαγόρευε τη ροή χρημάτων προς τη Ρώμη για τρεις μήνες, οι Ρωμαίοι θα κατέληγαν σε απόλυτη απόγνωση και θα αντιμετώπιζαν τον Ιούλιο αντιστοίχως.199 Προφανώς ο Μπουσέ δεν ανησυχούσε περισσότερο για την ειρηνική συμφιλίωση τού πάπα και τού βασιλιά απ’ όσο ισχυριζόταν ο ίδιος ο Ιούλιος. Όμως άλλοι, κυρίως ο καρδινάλιος ντε Τουρνόν, προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν φιλία και διπλωματικές σχέσεις. Ο Κλωντ ντε λα Γκυς, επίσκοπος τού Μιρεπουά, έγραφε στον Μονμορενσύ δύο μέρες μετά την ημερομηνία τής επιστολής Μπουσέ, δίνοντας διαφορετική εικόνα. Ο πάπας πιεζόταν ασταμάτητα από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Η συνεχιζόμενη απουσία τού Τουρνόν από την κούρτη ήταν κρίμα. Ο πάπας τον χρειαζόταν ως αντίβαρο στο Ντιέγκο ντε Μεντόζα και στους αυτοκρατορικούς παράγοντες στη Ρώμη.200

Σε απάντηση στη συμβουλή τού επισκόπου τού Μιρεπουά ο Ερρίκος Β’ έστειλε οδηγίες στον καρδινάλιο ντε Τουρνόν την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου (1551), κατευθύνοντάς τον να επιστρέψει στη Ρώμη και να εργαστεί για την ανανέωση τής ειρήνης και τής φιλίας με την Αγία Έδρα. Οι προσπάθειές του στη Ρώμη θα αντιστοιχούσαν με εκείνες τού Βεράλλο στη γαλλική αυλή. Έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη άδεια ασφαλούς διέλευσης από τον πάπα, ο Τουρνόν έπρεπε να κινηθεί προς τον Τίβερη, όσο γρήγορα «άντεχαν τα πόδια του». Καθ’ οδόν έπρεπε να ζητήσει τη σοφή και συνετή συμβουλή τού Έρκολε Β’ τής Φερράρας και τού αδελφού τού τελευταίου, τού καρδινάλιου Ιππόλιτο. Έπρεπε επίσης να περάσει από την Πάρμα, για να διαβουλευτεί με τον Οττάβιο Φαρνέζε. Ο Ερρίκος δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να εγκαταλείψει τον Οττάβιο. Έπρεπε να επιδιώξει να τραβήξει τον πάπα προς τη γαλλική πλευρά, να τον πείσει να εγκαταλείψει τη συμμαχία του με τον αυτοκράτορα, «αλλά χωρίς κανένα συμπέρασμα για το τι θα γίνει με την Πάρμα» (sans toutefois rien conclure quant au fait de Parme). Οι προσπάθειες τού Ιουλίου Γ’ να ανακτήσει την Πάρμα θα μπλοκάρονταν σε κάθε σημείο. Ο Τουρνόν έπρεπε να εξασφαλίσει χαλάρωση των περιορισμών που είχε επιβάλει ο Ιούλιος στις κινήσεις τού καρδινάλιου Αλεσσάντρο Φαρνέζε. Στην κούρτη και παρουσία τού πάπα, έστω και με εκδηλώσεις αγάπης και αφοσίωσης, ο Τουρνόν έπρεπε απλώς να επαναλαμβάνει τη γαλλική θέση: ο Ερρίκος δεν ήθελε ποτέ να κάνει πόλεμο με τον πάπα, «αλλά μόνο να κρατήσει στo κράτος τής Πάρμας τον εν λόγω δούκα [Οττάβιο] κάτω από υπακοή στην Εκκλησία» (mais seulement de conserver l’ estat de Parme au dit Duc sous l’ obéissance de l’ Eglise).

Όταν ο πάπας υποχωρούσε, ο Τουρνόν θα τον βοηθούσε να σώσει την κατάσταση:

Και αν η Αγιότητά του επιμένει να θέλει κυρίως να επανενωθεί το εν λόγω κράτος τής Πάρμας με την επικράτεια τής Εκκλησίας, ο εν λόγω καρδινάλιος μπορεί να τού πει ότι ο βασιλιάς πολύ πρόθυμα θα συμφωνήσει σε αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι η επιστροφή μπορεί να γίνει με τον δέοντα σεβασμό στην τιμή του και την ικανοποίηση τού εν λόγω δούκα.

Το δουκάτο τής Πάρμας δεν έπρεπε ούτε να διαμελιστεί ούτε να παραχωρηθεί σε κανέναν άλλο, αν και ο αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να το αρπάξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μάλιστα όχι μόνο η Πάρμα, αλλά ολόκληρη η Ιταλία έπρεπε να μείνει έξω από τις αυτοκρατορικές λαβές και ο Ερρίκος ήταν έτοιμος με γαλέρες και στρατεύματα να υπερασπιστεί τόσο την Ιταλία όσο και την Αγία Έδρα. Θα φρόντιζε επίσης, ώστε ο καρδινάλιος ντελ Μόντε και ο αδελφός τού πάπα, ο Μπαλντουίνο, να λάβουν τις οικονομικές ανταμοιβές και τις τιμητικές διακρίσεις, που άρμοζαν στη βασιλική φιλία.201

Την επόμενη Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου ο Ερρίκος έστειλε στον Ετιέν Μπουσέ και στον επίσκοπο τού Μιρεπουά δήλωση αντίκρουσης τού «συκοφαντικού ψέματος» που εξάπλωνε ο Κάρολος Ε’ στην Ιταλία και στη Γερμανία «σχετικά με την έλευση τού Τούρκου στη χριστιανοσύνη» (concernant la venue du Turc en la Chrestienté). Έπρεπε να μεριμνήσουν για την ευρεία διανομή τού κειμένου τού βασιλιά, εκτυπώνοντάς το αν αυτό θα βοηθούσε. Ήταν ο αυτοκράτορας και κανένας άλλος εκείνος που ήταν υπεύθυνος για την πρόσφατη ναυτική εκστρατεία των Τούρκων και για την απώλεια τής Τρίπολης από τούς Ιωαννίτες. Η αυτοκρατορική κατάληψη τής Μαχντία, «η επιχείρηση τής Αφρικής» (l’ entreprise d’ Afrique), ήταν ο λόγος των επιθέσεων των Τούρκων, για τις οποίες ο σουλτάνος έπρεπε προφανώς να είχε προετοιμαστεί κατά τον προηγούμενο χειμώνα (1550-1551), δηλαδή πριν από το «ζήτημα τής Πάρμας» (question de Parme), πριν πάρει ο Ερρίκος τον Οττάβιο Φαρνέζε κάτω από γαλλική προστασία. Όμως εντελώς απροσδόκητα ο άρχοντας ντ’ Αραμόν είχε φύγει από την Ισταμπούλ τον Ιανουάριο (1551) και έφτασε στη Μασσαλία προς το τέλος Μαρτίου. Ο Ερρίκος δεν είχε άλλο πρεσβευτή στην Ανατολική Μεσόγειο και όσο για την επιστροφή τού ντ’ Αραμόν, αυτός βρισκόταν στη Μασσαλία ακόμη και στις 22 Ιουνίου, ημερομηνία κατά την οποία η τουρκική εκστρατεία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.

Επιπλέον είχε σαφώς αποκαλυφθεί κατά τη σύσκεψη των φιλο-αυτοκρατορικών αξιωματικών με τον Τούρκο διοικητή στα ανοιχτά τής Μεσσίνα, ότι η κατοχή τής Μαχντία από τον Κάρολο Ε’ ήταν εκείνο που είχε φέρει την αρμάδα τού σουλτάνου στα δυτικά ύδατα. Ο Τούρκος διοικητής είχε προσφέρει στους φιλο-αυτοκρατορικούς ειρήνη και φιλία σε αντάλλαγμα για τη Μαχντία. Όμως πρόθεση τού Καρόλου ήταν να κλείσει το κανάλι μεταξύ Τυνησίας και Σικελίας, αν μπορούσε, και να κάνει τον εαυτό του μονάρχη ολόκληρης τής χριστιανοσύνης. Ο αδελφός του Φερδινάνδος προκαλούσε επίσης την οργή τού σουλτάνου με τις μηχανορραφίες του για την απόκτηση τής Τρανσυλβανίας μέσω των δόλιων σχέσεών τού με τον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι. Ως συνέπεια τής Μαχντία και τής Τρανσυλβανίας, «μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι είναι ο αυτοκράτορας και ο αδελφός του εκείνοι που έχουν κάνει τούς Τούρκους να πάρουν τα όπλα κατά τής χριστιανοσύνης», και σίγουρα όχι ο αθώος και καλοπροαίρετος βασιλιάς τής Γαλλίας.202

Στα μέσα Ιανουαρίου (1552) βρίσκουμε τον καρδινάλιο ντε Τουρνόν ακόμη στη Βενετία, όπου δυσκολευόταν να εξηγήσει την επικείμενη αποστολή του στη Γερουσία, την υποστήριξη τής οποίας ήθελε να εξασφαλίσει στην παπική κούρτη.203 Στο μεταξύ ο Βεράλλο είχε γίνει δεκτός από τον Ερρίκο Β’ στο Φονταινεμπλώ και είχε παρουσιάσει τις βούλλες του στο Κοινοβούλιο (Parlement) στο Παρίσι, όπου όμως δεν τού επιτράπηκε ούτε να απονείμει αξιώματα, ούτε να διορίσει σε επιδόματα εφημερίους των καθεδρικών ή ενοριακών εκκλησιών. Η αποστολή του δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας, γιατί με παπικό τρόπο ο Ιούλιος είχε αρχίσει να απαιτεί πάρα πολλά, επιμένοντας για την επιστροφή τής Πάρμας, για τα οποία θα χορηγούσε και τώρα στον Οττάβιο Φαρνέζε το δουκάτο τού Καμερίνο, ενώ απαιτούσε επίσης την παράδοση τής Μιράντολα. Όπως καθιστούσε σαφές ο Ερρίκος στον Βεράλλο, δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει σε κανένα από αυτά τα μέρη να πέσει στα χέρια τού αυτοκράτορα.204 Ο Βεράλλο ξεκίνησε το ταξίδι επιστροφής του στις αρχές Φεβρουαρίου. Στα μέσα Μαρτίου η Γερουσία έγραφε στον βαΐλο Μπερνάρντο Ναβαγκέρο στην Ισταμπούλ ότι οι διαπραγματεύσεις τού πάπα με τη Γαλλία δεν έδειχναν να οδηγούν πουθενά «την παρέμβαση στην πόλη τής Πάρμας» (intervenendo la città di Parma) και ο βασιλιάς είχε δώσει στον απεσταλμένο Βεράλλο άδεια να φύγει από την αυλή και να επιστρέψει στη Ρώμη.205

Ο Τουρνόν είχε τα δικά του βάσανα στην κούρτη. Η άρνηση τού Ερρίκου Β’ να επιτρέψει στους Γάλλους επισκόπους να συμμετάσχουν στη Σύνοδο τού Τρεντ είχε αποβεί προς όφελος των Λουθηρανών, οι οποίοι δήλωναν ότι η σύνοδος δεν μπορούσε να είναι οικουμενική, χωρίς την παρουσία εκπροσώπων όλων των εθνών. Οι πολιορκίες τής Πάρμας και τής Μιράντολα συνεχίζονταν, δαπανηρά και αναποτελεσματικά. Ο Τουρνόν έγινε δεκτός από τον πάπα αρκετές φορές, με σημαντικές συναντήσεις στις 15 και 20 Φεβρουαρίου (1552). Στην τελευταία ακρόαση είπε ότι μιλούσε ως καρδινάλιος, όχι σαν άνθρωπος τού βασιλιά, προτρέποντας τον πάπα να φροντίσει για την ευημερία τής Αποστολικής Έδρας και για την προστασία της από τουρκικές επιθέσεις. Τον κάλεσε να αποχωρήσει από τον πόλεμο. Ανεβάζοντας τούς τόνους ο Τουρνόν υπερηφανευόταν για τη στρατιωτική ανδρεία των Γάλλων και μάλιστα, καθώς ο σύμμαχος τού Ερρίκου, ο Μόριτς τής Σαξωνίας, τα έσπασε με τον Κάρολο Ε’, οι Γάλλοι σύντομα θα καταλάμβαναν το Μετς, την Τουλ και την Βερντύν. Λέγεται ότι ο Ιούλιος είχε απαντήσει στη συμβουλή και στις προειδοποιήσεις τού Τουρνόν με τη δήλωση ότι θα δεχόταν πρόθυμα ό,τι ευχαριστούσε τον Θεό να τού φέρει, αλλά ότι ο φόβος που δεν είχε ποτέ γνωρίσει (έλεγε) δεν θα τον οδηγούσε να κάνει κάτι ανάξιο τού εαυτού του ή τής φιλίας του με τον αυτοκράτορα.206

Αν ήταν δυνατή η ειρήνη μεταξύ τού πάπα και τού Ερρίκου Β’, ο τελευταίος δεν είχε πρόθεση να γλυτώσει τον αυτοκράτορα. Πριν από τα μέσα Μαρτίου (1552) η συμμαχία τού Ερρίκου με τον Μόριτς τής Σαξωνίας ήταν γνωστή σε όλη την Ευρώπη. Υπήρχε πόλεμος στη Γερμανία207 και ικανοποίηση στην Ισταμπούλ. Η τουρκική επιχείρηση στο Ιόνιο πέλαγος και στα ύδατα τής Σικελίας είχε ανησυχήσει τούς Ενετούς.

Στις 24 Μαρτίου 1552 η Γερουσία έγραφε στον πρέσβη τής Δημοκρατίας στην κούρτη επιστολή που είχε γίνει σχεδόν επιστολή ρουτίνας, δίνοντάς του εντολή να ζητήσει από τον πάπα τη συνήθη παραχώρηση τού διπλού φόρου δεκάτης, που έπρεπε να εισπραχθεί από «όλο τον σεβάσμιο κλήρο τού κράτους μας», ενώ υπογράμμιζε «ότι τα κάνουμε όλα προς γενικό όφελος τής χριστιανοσύνης, προπύργιο τής οποίας είναι το κράτος μας» (il che tutto facemo a beneficio universale della Christianità, essendoli lo stato nostro antimural). Όμως αυτή τη φορά εξηγούσαν ότι κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου χειμώνα η Δημοκρατία είχε μπει σε μεγάλες δαπάνες

για τη διατήρηση μεγάλης δύναμης πεζικού σε όλες τις παραθαλάσσιες πόλεις μας και εικοσιοκτώ γαλερών στον στόλο μας και ότι έχουμε ήδη εκλέξει γενικό διοικητή, έχουμε προχωρήσει την εκλογή κι άλλου επιστάτη (provveditore) για τον στόλο και έχουμε αποφασίσει να εξοπλίσουμε σοβαρό αριθμό γαλερών σε αυτή την πόλη. Επίσης έχουμε ετοιμάσει τούς σκελετούς (corpi) σαράντα γαλερών και έχουμε ορίσει τούς διοικητές τους, ώστε να μπορούν να είναι έτοιμες για κάθε επείγουσα ανάγκη.208

Μερικές εβδομάδες αργότερα (στις 13 Μαΐου), η Γερουσία μπορούσε να γράφει στον πρέσβη, ευχαριστώντας τον για το παπικό σημείωμα που είχαν λάβει με επιστολές του τής 7ης τού μηνός. Ο Ιούλιος Γ’ είχε και πάλι συναινέσει αμέσως στον διπλό φόρο δεκάτης,209 αλλά αργότερα η Γερουσία ανακάλυψε ότι ορισμένοι ιεράρχες είχαν και πάλι εξαιρεθεί από αυτόν και απευθύνθηκαν στη Ρώμη οι συνήθεις επιστολές διαμαρτυρίας ότι οι πλούσιοι προσπαθούσαν να μεταθέσουν το κοινό φορτίο στους εξασθενημένους ώμους των φτωχών.210

Από τη Ρώμη ο Τζούλιο ντε Γκράντι έγραφε στον δούκα τής Φερράρας στις 2 Απριλίου (1552) τα τουρκικά νέα από τη Ραγούσα. Ο σουλτάνος δεν είχε την πρόθεση, λεγόταν, να πάει αυτοπροσώπως στην Ουγγαρία, αλλά έστελνε μεγάλο στρατό στη χώρα. Όμως οι Τούρκοι είχαν προβλήματα στα ανατολικά τους σύνορα, γιατί ο Ταμάσπ Α’ (1524-1576), ο σούφι ή σάχης τής Περσίας, είχε πρόσφατα κατακλύσει μεγάλο μέρος τής επικράτειας (un gran paese) και ο μεγαλύτερος γιος τού σουλτάνου, ο Μουσταφά, ήταν δυσαρεστημένος με την τρέχουσα εξέλιξη των πραγμάτων στην Πύλη. Ο Μουσταφά, πιο δημοφιλής από τον πατέρα του και τούς αδελφούς του, ήταν το ίνδαλμα των γενίτσαρων. Ήταν γιος μιας άγνωστης κυρίας τού χαρεμιού. Ο Μουσταφά, πιθανός διάδοχος στον θρόνο τού Οσμάν, γνώριζε καλά τις δολοπλοκίες που έκαναν εναντίον του η «σουλτάνα» Ροξελάνα και ο γαμπρός τής Ρουστέμ πασάς προς το συμφέρον των γιών τής ίδιας τής Ροξελάνα. Σύμφωνα με την ειδοποίηση (avviso) από τη Ραγούσα, ο Μουσταφά είχε ενημερώσει τον πατέρα του Σουλεϊμάν, ότι αν ο Σελήμ, «ο άλλος γιος, ο πρώτος από τη δεύτερη σύζυγο», δεν στελνόταν στην επαρχία του, θα έκανε συμφωνία με τον ενοχλητικό σούφι. Τον επόμενο χρόνο ο Μουσταφά θα θανατωνόταν και ο Σουλεϊμάν θα ξεκινούσε άλλη εκστρατεία κατά των Περσών.

Όμως ο Γκράντι μπορούσε να προσθέσει νέα μεγαλύτερου ενδιαφέροντος για τον δούκα τής Φερράρας, τούς Ενετούς και τον ίδιο τον πάπα:

Έχει φτάσει είδηση από την Αδριανούπολη, από τον αδελφό ενός από τα μέλη τής κυβέρνησης τής Ραγούσας, άνθρωπο στην υπηρεσία ενός από τούς βασικούς Τούρκους πασάδες, που λέει ότι στις 6 αυτού τού μήνα [6 Απριλίου] θα σαλπάρει από την Κωνσταντινούπολη αρμάδα δύναμης 120 γαλερών.211

Θα επανέλθουμε στην κίνηση των τουρκικών στρατευμάτων στην Ουγγαρία, στην επιχείρηση τού Σουλεϊμάν στην Περσία και στην επιστροφή τού τουρκικού στόλου στα ιταλικά ύδατα. Στο μεταξύ ο Ιούλιος Γ’ είχε πιο άμεσες ανησυχίες.

Η υπόθεση τής Πάρμας και ο ανταγωνισμός τού Ερρίκου Β’ με τον πάπα, η γαλλική συμμαχία με τον Μόριτς τής Σαξωνίας και η κατανόηση (entente) με τούς Τούρκους, είχαν όλα σχέση μεταξύ τους και κατευθύνονταν όλα εναντίον τού Καρόλου Ε’. Ο Ιούλιος Γ’ δεν μπορούσε πια να αντέξει οικονομικά την πολιορκία τής Μιράντολα. Ο ανηψιός του Τζιοβανμπαττίστα ντελ Μόντε αρνιόταν οποιαδήποτε περαιτέρω υπηρεσία υπό τον Τζιαντζάκομο ντε Μέντιτσι, μαρκήσιο τού Μαρινιάνο και διοικητή πεδίου τού Φερράντε Γκονζάγκα.212

Σε επιστολή τής 22ας Φεβρουαρίου (1552) από το Ίννσμπρουκ, ο νούντσιος Πιέτρο Καμαϊάνι είχε ήδη πει στον Ιούλιο, απολύτως ειλικρινά ότι η οικονομική πίεση είχε οδηγήσει τον Κάρολο Ε’ και τούς υπουργούς του στην τσιγκουνιά και στην επιδίωξη τού προσωπικού συμφέροντος, ώστε θα ήταν καλό, αν ήταν δυνατό, «να κρατήσουμε το νήμα τής φιλίας με τον αυτοκράτορα, χωρίς να δεσμευόμαστε σε αυτόν τον πόλεμο». Θα ήταν επίσης καλό να πραγματοποιηθεί μια συμφιλίωση με τον Ερρίκο Β’, τουλάχιστον με σκοπό να μην υποστούν καμία ζημία τα κράτη τής Εκκλησίας και να μην αποσύρει ο Ερρίκος την υπακοή τής Γαλλίας στην Αγία Έδρα.213 Όμως δύο μέρες αργότερα ο Καμαϊάνι έγραφε ότι κατά τη γνώμη του ο Κάρολος με χαρά θα συμφωνούσε σε παπική-αυτοκρατορική ειρήνη με τη Γαλλία, με την προϋπόθεση ότι θα ήταν σύμφωνη με την τιμή του, αλλά ότι δεν θα δεχόταν ευχαρίστως μια «ιδιαίτερη συμφιλίωση» (reconciliatione particulare) μεταξύ τού πάπα και τού βασιλιά τής Γαλλίας. Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος ήθελε τον πάπα ως σύμμαχό του, δεν ήθελε πια να τον βοηθήσει οικονομικά, προτιμώντας να συνεχίσουν όπως ήσαν και θεωρώντας ότι ο χρόνος ήταν με το μέρος τους. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί πίστευαν ότι έκαναν ήδη περισσότερο από αρκετά.214

Ο καρδινάλιος Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε έγραφε στον Καμαϊάνι από τη Ρώμη (στις 8 Μαρτίου) ότι αν οι πόροι τού πάπα ήσαν τόσο άφθονοι όσο το θάρρος του, η χριστιανοσύνη θα ήταν ευλογημένη. Ο πάπας στερούνταν πράγματι πόρων, αλλά στην πραγματικότητα και το θάρρος του ήταν περιορισμένο. Μιλούσε γενναία, αλλά ανησυχούσε με τη νέα γαλλο-λουθηρανική ένωση. Οι Γάλλοι είχαν ζωηρή αυτοπεποίθηση. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έδειχναν ζαλισμένοι: «oι φίλοι και υπηρέτες τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας είναι έκπληκτοι και σαν χαμένοι» (li amici et servitori di sua Maestà cesarea stanno attoniti et come smarriti). Ο πάπας είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στον δούκα Έρκολε τής Φερράρας, τού οποίου τα εδάφη και οι υπήκοοι είχαν υποστεί απώλειες στον πόλεμο. Ήταν επίσης εξαιρετικά καχύποπτος με τούς Ενετούς, οι οποίοι παρακολουθούσαν (χωρίς λύπη, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει) τη διακύμανση τής αυτοκρατορικής τύχης στη Γερμανία και την προφανή επιτυχία τής «ασεβούς και διαβολικής ένωσης». Εν πάση περιπτώσει, οι Ενετοί είχαν σχεδόν παραλύσει από τον φόβο των Τούρκων. Χρειάζονταν τα σιτηρά που εισήγαγαν από την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ έλπιζαν να αυξήσουν τις κτήσεις τους στην ενδοχώρα αν νικούσαν οι Γάλλοι. Τα παπικά κράτη βρίσκονταν σε αναταραχή, καθώς στρατεύματα έρχονταν και έφευγαν. Φοβόταν κανείς τη γαλλική αρμάδα τόσο, όσο και εκείνη των Τούρκων. Ολόκληρες ομάδες προσπαθούσαν να διαφύγουν από τη Ρώμη. Η πόλη ήταν ανοχύρωτη. Άραγε βρισκόταν κι άλλη άλωση, κι άλλος Μπουρμπόν στον ορίζοντα;215

Κατά καιρούς υπήρχαν ενθαρρυντικές φήμες. Έτσι στις 9 Μαρτίου ο Καμαϊάνι έγραφε στον καρδινάλιο ντελ Μόντε από το Ίννσμπρουκ ότι λεγόταν ότι ο αυτοκρατορικός αρχιθαλαμηπόλος Γιόακιμ ντε Ρυ (Joachim de Rye) είχε σταλεί στην Πύλη, για να κανονίσει εκεχειρία μεταξύ τού σουλτάνου, ο οποίος ήταν «περιορισμένος, με το πόδι σε άσχημη κατάσταση» και τού βασιλιά των Ρωμαίων. Δεδομένου ότι, όπως πίστευαν, ο σουλτάνος είχε άλλα δεινά να αντιμετωπίσει, ίσως η ειρήνη ήταν εφικτή. Αν ναι, τότε ο αυτοκράτορας θα μπορούσε να επωφεληθεί από τον μεγάλο στρατό τού αδελφού του Φερδινάνδου «για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις τής Γερμανίας» (per accommodar le cose di Germania). Προφανώς ο Καμαϊάνι δεν είχε πιστέψει τη φήμη, που ήταν απλώς τέτοια.216

Το παπικό ταμείο ήταν άδειο. Ο Ιούλιος ήθελε να αναλάβει ο αυτοκράτορας την πολιορκία τής Μιράντολα. Εκείνος δεν είχε πια χρήματα για να συνεχίσει.217 Κάτι έπρεπε να δώσει. Σε κάποιον έπρεπε να ενδώσει. Το πρωί τής 9ης Μαρτίου καρδινάλιοι και άλλοι που συμπαθούσαν τον αυτοκράτορα, «με δάκρυα στα μάτια τους», είχαν παροτρύνει τον πάπα σε εκκλησιαστικό συμβούλιο να μην αφήσει τη Γαλλία να πάει πολύ κοντά στον γκρεμό και χαθεί για την Εκκλησία. Η Αγγλία και η Γερμανία είχαν ήδη χαθεί.218 Η μία επιστολή μετά την άλλη στη θλιβερή αλληλογραφία μεταξύ Ρώμης και Ίννσμπρουκ σχετίζονται με την έλλειψη χρημάτων από τον πάπα και τον αυτοκράτορα, με τον κίνδυνο τής γαλλο-λουθηρανικής ένωσης, με την εξέγερση τού Μόριτς τής Σαξωνίας, με την επιθετικότητα των Γάλλων, με την ανησυχία στο Τρεντ, με την έλλειψη προετοιμασίας τού Καρόλου Ε’, καθώς και με την πρόθεση τού σουλτάνου να στείλει στα δυτικά ύδατα αρμάδα 150 γαλερών.219 Στα μέσα Απριλίου ήρθε η είδηση, ότι ο ανηψιός τού πάπα Τζιοβανμπαττίστα ντελ Μόντε είχε σκοτωθεί στη Μιράντολα.220

Όποια και αν ήταν η δυσαρέσκεια στο Ίννσμπρουκ, στη Ρώμη δεν υπήρχε μεγάλη έκπληξη, όταν στις 29-30 Απριλίου (1552) ο Ιούλιος Γ’ κατέληξε σε συμφωνία με τον καρδινάλιο Φρανσουά ντε Τουρνόν για δύο ετών αναστολή των όπλων. Ο Ιούλιος έστειλε αμέσως στον Καμαϊάνι τα άρθρα τής συμφωνίας (με ημερομηνία 25 Απριλίου), σύμφωνα με την οποία στο όνομά του και σε εκείνο τού αυτοκράτορα υποσχόταν να άρει τις πολιορκίες τής Πάρμας και τής Μιράντολα. Όλες οι μομφές, ποινές και τιμωρίες που είχαν επιβληθεί στον Οττάβιο και τον Οράτσιο Φαρνέζε αναστέλλονταν για δύο έτη, όπως και εκείνες που είχαν επιβληθεί στους Πιέτρο Στρότσι, Πάολο Ορσίνι και άλλους οπαδούς των Γάλλων. Το Κάστρο επιστρεφόταν στον Οράτσιο. Οι καρδινάλιοι Αλεσσάντρο και Ρανούτσιο έπαιρναν πίσω τα αξιώματα, επιδόματα και αγαθά τους στα κράτη τής Εκκλησίας. Ο Ερρίκος Β’ θα ήταν και πάλι ο «καλός και υπάκουος γιος τής Αγιότητάς του και τής Αποστολικής Έδρας» και θα καταργούσε τις απαγορεύσεις για τη ροή εκκλησιαστικών εσόδων στη Ρώμη. Με τη λήξη τής διετούς αναστολής ο Οττάβιο θα ήταν ελεύθερος να κάνει τη δική του συμφωνία με τον πάπα.

Ο Κάρολος Ε’ θα είχε δεκαπέντε μέρες για να επικυρώσει τη συμφωνία μεταξύ πάπα και Τουρνόν και συνεπώς να συμπεριληφθεί στην αναστολή. Αν αρνιόταν να το πράξει, ο πάπας θα εξακολουθούσε να τηρεί τη δέσμευσή του και δεν θα βοηθούσε τον αυτοκράτορα με άνδρες, χρήματα ή εφόδια.221 Όμως ο Κάρολος επέλεξε να συμπεριληφθεί στην παπική «διομολόγηση αναστολής» (capitulatione della suspensione) και η σχετική δήλωσή του έφτασε στη Ρώμη το βράδυ τής 15ης Μαΐου. Ο Τουρνόν την αποδέχτηκε «ως εμπρόθεσμη».222

Όταν στις 7 Μαΐου ο Καμαϊάνι ενημέρωσε για πρώτη φορά τον Κάρολο για τη συμφωνία μεταξύ πάπα και Τουρνόν, ο Κάρολος (μεταξύ πολλών άλλων παρατηρήσεων) είχε επιπλήξει τον Καμαϊάνι για την άσκηση των καθηκόντων του ως παπικός νούντσιος στο Ίννσμπρουκ. Ο Καμαϊάνι είχε διαμαρτυρηθεί ότι τα παράπονα τού αυτοκράτορα ήσαν άδικα. Αλλά τώρα, στις 18 Μαΐου, η επιστολή που στελνόταν στον Καμαϊάνι στο όνομα τού καρδινάλιου Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε αντανακλούσε, στην ελαφρότητα τού τόνου της, την τεράστια ανακούφιση τού πάπα με την αποδοχή από τον Κάρολο τής διετούς αναστολής των όπλων: «Η Αγιότητά του λέει ότι η εξοχότητά σας πρέπει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τη σφοδρή επίπληξη (la repassata) τής Μεγαλειότητάς του και να παρηγορείται με το παράδειγμα τού Σωκράτη. Ενώ ήταν φυλακισμένος, πήγε να τον δει η γυναίκα του, παραπονούμενη ότι υπέφερε χωρίς να φταίει και χωρίς να είναι ένοχος. “Μήπως λοιπόν”, τη ρώτησε, “θα προτιμούσες να φταίω και να είμαι ένοχος, καθώς υποφέρω;”»223

Ο Ιούλιος Γ’ είχε μεγαλύτερη δυνατότητα για ελαφρότητες από τον πάσχοντα Κάρολο Ε’, ο οποίος περνούσε δύσκολες στιγμές. Στις 26 Μαΐου ο Ιππόλιτο ντ’ Έστε, ο καρδινάλιος προστάτης των γαλλικών συμφερόντων στην παπική κούρτη (και αδελφός τού δούκα τής Φερράρας), ανακλήθηκε στη Ρώμη.224 Την επόμενη μέρα, όπως έχουμε ήδη δει, ο Κάρολος έφτασε στο Φίλλαχ στην Καρινθία, τρεπόμενος σε φυγή μπροστά στον Μόριτς τής Σαξωνίας, που είχε μόλις καταλάβει το Ίννσμπρουκ. Ο Ερρίκος Β’ είχε κερδίσει στον πόλεμο τής Πάρμας, νικώντας τον αυτοκράτορα καθώς και τον πάπα. Εφεξής ο Ιούλιος θα έκανε σταδιοδρομία ειρήνης.225 Ο Κάρολος δεν θα ήταν τόσο τυχερός.

<-12. Ο Παύλος Γ’, οι Αψβούργοι και ο Φραγκίσκος Α’, οι Τούρκοι και η σύνοδος τού Τρεντ (1540-1549)
error: Content is protected !!
Scroll to Top