2
Η Ένωση τού Καμπραί, οι Τούρκοι και οι Γαλλικανοί συνοδιστές (1507-1511)
![]() |
![]() |
Τα κύρια ζητήματα το 1507 και τα επόμενα χρόνια είχαν σχέση με τη Βενετία και όχι με την Ισταμπούλ. Ως απεσταλμένος τής Γαληνοτάτης στη Γερμανία, ο Βιντσέντσο Κουρίνι δούλευε για λογαριασμό τής Δημοκρατίας, ενώ άλλοι κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να εμποδίσουν τις προσπάθειές του να εξευμενίσει τον Μαξιμιλιανό. Όπως συχνά, η μικροπολιτική τής Ιταλίας ήταν σημαντική στις υποθέσεις των μεγάλων δυνάμεων. Για παράδειγμα ο μαρκήσιος Φραντσέσκο Γκονζάγκα τής Μάντουα ήταν υποτελής τού αυτοκράτορα, αλλά κατείχε θέση στρατιωτικού διοικητή τού βασιλιά τής Γαλλίας, τον οποίο είχε βοηθήσει να καταστείλει τη γενουάτικη εξέγερση. Ο Φραντσέσκο ήταν επίσης υποχρεωμένος στον Ιούλιο Β’, ο οποίος είχε δώσει στον αδελφό του, τον Σιγκισμόντο Γκονζάγκα, καπέλο καρδιναλίου, καθώς και τη συγκατάθεσή του για το γάμο τής Ελεονόρα Γκονζάγκα με τον παπικό ανηψιό Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε. Ένας από τούς πιο σημαντικούς ελάσσονες διαπραγματευτές τής επερχόμενης Ένωσης τού Καμπραί ήταν κάποιος Νικκολό Φρίζιο (Φριζ), Γερμανός φίλος των Γκονζάγκα, που πήγαινε από αυλή σε αυλή για έναν ολόκληρο χρόνο (1507-1508), επιδιώκοντας να κάνει ειρήνη μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας για την ευημερία τής Μάντουας. Ο μαρκήσιος Φραντσέσκο είχε πολλά παράπονα από τη Βενετία. Ο Φρίζιο έκανε ό,τι μπορούσε, για να συγκεντρώσει όλες τις εχθρικές διαθέσεις εναντίον τής Δημοκρατίας.1 Είναι εύκολο να υποτιμήσουμε ή να ξεχάσουμε εντελώς τις επιπτώσεις τού έργου τού Φρίζιο, ειδικά όταν πολύ πιο σημαντικές και εμφανείς προσωπικότητες προσπαθούσαν να πετύχουν τον ίδιο σκοπό. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Ιούλιος Β’.
Ένα σημείωμα που απευθυνόταν στον καρδινάλιο Μπερναρντίνο Καρβαχάλ στις 22 Δεκεμβρίου 1507 τον κατεύθυνε να παροτρύνει τον Μαξιμιλιανό να κάνει ειρήνη με τον βασιλιά τής Γαλλίας, καθώς και να συμμετάσχει σε σταυροφορία εναντίον των Τούρκων.2 Επτά βδομάδες αργότερα (στις 12 Φεβρουαρίου 1508) ο πάπας έγραφε και πάλι στον Μαξιμιλιανό για την έντονη επιθυμία του για γαλλο-γερμανική ειρήνη,
για την οποία δεν παύουμε επίσης να προτρέπουμε τον βασιλιά τής Γαλλίας. … Όταν θα έχει γίνει ειρήνη, θα είστε σε θέση να έρθετε στη Ρώμη με μεγαλύτερη ασφάλεια και μεγαλύτερη τιμή [ο Μαξιμιλιανός ήθελε να στεφθεί στη Ρώμη, αλλά οι Ενετοί φοβούνταν την είσοδό του στην Ιταλία] και να συζητήσετε μαζί μας, γιατί σε κοσμικά ζητήματα είστε η κεφαλή των πιστών (caput fidelium), όσον αφορά την εκστρατεία την οποία πρέπει να αναλάβουμε εναντίον των ύπουλων Τούρκων, για την οποία εκστρατεία ο δικός μας Θεός και Σωτήρας, μάς έχει προσφέρει τώρα τη μεγαλύτερη ευκαιρία. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ ταλαιπωρείται, όπως μάς ενημέρωσε ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου, σε μεγάλο πόλεμο με τον Πέρση βασιλιά και βρίσκεται σε τέτοιο φόβο, ώστε έχει αφήσει αφρούρητες όλες τις προσβάσεις στις ακτές του, προκειμένου να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του εναντίον τού Πέρση βασιλιά. Έτσι θα προκύψει εύκολη νίκη για τούς χριστιανούς πιστούς…3
Η επιστολή τού πάπα περιείχε λιγότερα γεγονότα από φαντασιώσεις, αλλά ευτυχώς για τούς Ενετούς, είχαν λίγα προβλήματα με την Πύλη στα χρόνια που προηγήθηκαν τής εισβολής στο Βένετο από τούς συμμάχους τού Καμπραί. Οι Τούρκοι βέβαια ήσαν κατά τα φαινόμενα ένοχοι συχνών παραβιάσεων των δαλματικών συνόρων τής Δημοκρατίας, ενώ λεγόταν ότι ήσαν χαλαροί στην καταδίωξη και τιμωρία των κουρσάρων. Μάλιστα όταν ο Αντρέα Φόσκολο διορίστηκε βαΐλος στην Ισταμπούλ (στις 16 Δεκεμβρίου 1507), πήρε εντολή να ενημερώσει με την πρώτη ευκαιρία τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, «ότι ο σαντζακμπέης και ο σούμπασης τού Νεγκροπόντε είναι υπεύθυνοι για πολύ μεγάλα κακά» (che ‘l sanzacho et subassi de Negroponte sono causa de grandissimi mali), γιατί όχι μόνο παρείχαν καταφύγιο στους κουρσάρους, αλλά συμμετείχαν κιόλας στις λεηλασίες τους. Ο Φόσκολο μπορούσε να ελπίζει σε καλή υποδοχή στην Πύλη, γιατί έφερνε μαζί του χρυσά δουκάτα για να πληρώσει τον φόρο υποτέλειας για τη Ζάκυνθο, καθώς και αρκετά μπαούλα με χρυσοΰφαντα, μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα, για να τα μοιράσει στους πασάδες. Είχε κι άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει, ιδιαίτερα την απελευθέρωση ορισμένων αιχμαλώτων, που εξακολουθούσαν να κρατούνται από τούς Τούρκους, αλλά ολόκληρο το περιεχόμενο τού εγγράφου τής αποστολής του καθιστά σαφές ότι η Γερουσία ήταν πιο ήρεμη με τις τουρκικές υποθέσεις απ’ όσο είχε υπάρξει για αρκετά χρόνια.4
Η Βενετία μάλιστα τα πήγαινε τόσο καλά με την Υψηλή Πύλη, ώστε στις αρχές καλοκαιριού τού 1508 ο Φόσκολο επέτρεψε να φορτωθούν τουρκικά πολεμοφόδια σε ενετικά πλοία για μεταφορά στην Αυλώνα, στην ακτή τής Αδριατικής. Η Γερουσία ένιωσε έκπληξη και απελπισία, όπως ενημερωνόταν ο Φόσκολο με επιστολή τής 21ης Αυγούστου, «και φοβόμαστε ότι θα διαδοθεί από τον Κύριο τον Θεό μεταξύ των χριστιανών, ότι βοηθάμε τούς Τούρκους που κάνουν πόλεμο κατά τής χριστιανοσύνης και ότι χρησιμοποιούμε τα πλοία μας για να μεταφέρουμε τον εξοπλισμό τους». Ο Αλβίζε Πριούλι, «ο σοφός τής ενδοχώρας» (sapiens terrae firmae), δήλωσε στη Γερουσία ότι «από την ίδρυση αυτής τής πόλης μέχρι σήμερα οι πατέρες μας, με τη μεγαλύτερη δαπάνη χρυσού και χύνοντας αίμα, έχουν κερδίσει το όνομα των υπερασπιστών τής χριστιανικής θρησκείας και ως τέτοιοι έχουμε θεωρηθεί μέχρι τώρα». Έπρεπε να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια και προσοχή, έλεγε, για να διατηρήσουν τη φήμη τους και να την αυξήσουν. Η μεταφορά τουρκικών πυρομαχικών και πυροβολικού στην Αυλώνα θα μαθευόταν από κάθε ηγεμόνα τής χριστιανοσύνης. Ο Πριούλι έκανε κι άλλες συναισθηματικές παρατηρήσεις, που ήθελε να ενσωματωθούν σε επιστολή επίπληξης τού Φόσκολο. Η Γερουσία προτίμησε να στείλει στον βαΐλο λακωνική επίπληξη και την προειδοποίηση να μην κάνει ποτέ ξανά τόσο μεγάλη απερισκεψία.5 Όμως την άνοιξη τού επόμενου έτους, όταν άρχιζε ο πόλεμος τής Ένωσης τού Καμπραί, η Γερουσία ήταν αναμφίβολα ευτυχής για κάθε φιλική χειρονομία που είχε κάνει ο βαΐλος προς την Πύλη.6
Οι ελπίδες τού Ιουλίου Β’ για αποτελεσματική συμμαχία κατά τής Βενετίας, καθώς και για σταυροφορία εξαρτιώνταν αποκλειστικά από την προσέγγιση Λουδοβίκου ΙΒ’ και Μαξιμιλιανού. Ο τελευταίος είχε ανακηρυχθεί εκλεγμένος αυτοκράτορας στον καθεδρικό ναό τού Τρεντ (στις αρχές Φεβρουαρίου 1508), επιφυλασσομένου τού παπικού δικαιώματος τής στέψης, ενώ ο Ιούλιος αναγνώρισε αμέσως την επίσημη ανάληψη τού τίτλου από τον Μαξιμιλιανό, επειδή αυτή ανέβαλλε τη γερμανική κάθοδο στη Ρώμη.7 Η συνηθισμένη εχθρότητα τού Μαξιμιλιανού κατά τής Βενετίας είχε ενταθεί με την απόρριψη από τη Σινιορία τής πρότασής του για συμμαχία. Οι πολιτικοί τής Γαληνοτάτης είχαν καταστήσει σαφή την προτίμησή τους για το σύμφωνό τους με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ (που συνήφθη το 1499). Θα προτιμούσαν να κάνουν τη γαλλο-ενετική ένωση τριπλή συμμαχία με την είσοδο τής Ισπανίας. Μάλιστα η Γερουσία πίστευε ότι μια ένωση Γαλλίας, Αραγωνίας και Βενετίας είχε ήδη επιτευχθεί, «έχοντας τα μυαλά και των τριών συμμορφούμενα σε μια επιθυμία» (essendo li animi de tuti tre conformi in uno voler). Ο πάπας ήταν ευπρόσδεκτος, αν επιθυμούσε να εισέλθει στην ένωση.8
Τα μέλη τής Γερουσίας αντάμειβαν τώρα τον φοβερό Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο για τις κατά το παρελθόν υπηρεσίες του, δίνοντάς του τον τίτλο τού «γενικού κυβερνήτη» των ενόπλων δυνάμεων τής Δημοκρατίας και αυξάνοντας το τάγμα του με τούς εκατό πάνοπλους άνδρες, που αποτελούσαν την ομάδα τού εκλιπόντος Φίλιππο Αλμπανέζε, «που πέθανε αυτές τις τελευταίες ημέρες». Ο μισθός για την προηγούμενη δύναμη τού ντ’ Αλβιάνο συν την αλβανική ομάδα του είχε οριστεί σε 25.000 δουκάτα τον χρόνο. Έκαναν επίσης δώρο στον ντ’ Αλβιάνο χίλια δουκάτα.9
Στη Γερμανία η αποστολή τού καρδινάλιου Καρβαχάλ είχε γίνει πιο εύκολη επειδή ο Μαξιμιλιανός, θυμωμένος με τούς Ενετούς, προσέβλεπε σε συμμαχία με τον πάπα. Επιπλέον τον Φεβρουάριο τού 1508 ο Μαξιμιλιανός έκανε μυστικές έρευνες στη γαλλική αυλή ως προς τη δυνατότητα μιας γαλλο-γερμανικής συμμαχίας εναντίον τής Βενετίας.10 Ο Μαξιμιλιανός, τώρα εκλεγμένος αυτοκράτορας, αποτολμούσε πόλεμο με τούς Ενετούς, οι οποίοι έπαιρναν γαλλική βοήθεια. Από τα μέσα Ιανουαρίου 1508 η Σινιορία προετοιμαζόταν εναντίον των γνωστών προθέσεων τού Μαξιμιλιανού να επιτεθεί στη Βερόνα, στη Βιτσέντσα και στο Μπάσσανο.11 Ύστερα από κάποιες αρχικές επιτυχίες οι δυνάμεις τού Μαξιμιλιανού σαρώθηκαν στα πεδία τής μάχης. Οι Ενετοί κατέλαβαν τη Γκορίτσια, την Τεργέστη και το Φιούμε (Ριγιέκα). Εισέρχονταν στην Καρνιόλα όταν στις 6 Ιουνίου (1508) αυτός δέχτηκε την τριετή εκεχειρία τού Άρκο, σύμφωνα με την οποία η Δημοκρατία διατηρούσε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχαν καταλάβει oι δυνάμεις της κατά τη διάρκεια τής σύγκρουσης.12 Η ταπείνωση τού Μαξιμιλιανού ήταν πλήρης. Η ενετική υπερηφάνεια έφτανε σε νέα ύψη. Όμως, όπως παρατηρούσε ο Μακιαβέλλι, ο Άγιος Μάρκος δεν μπορούσε να είναι πάντοτε σίγουρος ότι θα φυσούσε ευνοϊκό αεράκι στην πρύμνη τού πλοίου τού κράτους.
Κατά την περίοδο τού ανταγωνισμού τού Μαξιμιλιανού με τη Βενετία Γάλλος πρεσβευτής στη Γαληνοτάτη ήταν ο Έλληνας ανθρωπιστής Ιωάννης (Ιανός) Λάσκαρις (1445;-1535), ο οποίος, όπως ο Βησσαρίων πριν από αυτόν, ανυπομονούσε από καιρό να κατευθύνει τη δυτική επιθετικότητα εναντίον των Τούρκων. Η σταυροφορία αυτή συζητιόταν τότε στις ευρωπαϊκές αυλές και ο Λάσκαρις ετοίμαζε πρόγραμμα, το οποίο έλπιζε ότι μπορούσε να ενώσει τα χριστιανικά κράτη σε εκστρατεία για τη σωτηρία τής πατρίδας του από την υποταγή στον Τούρκο. Δεν αγνοούσε φυσικά τις εμπλεκόμενες δυσκολίες και προβλήματα, αλλά το έργο του «Πληροφορίες για την επιχείρηση εναντίον των Τούρκων» (Informatione ad impresa contro a Turchi) (1508), αν και ενδιαφέρον, αποτελεί συμβατικό έγγραφο, που πρόσφερε στους συγχρόνους του (και ιστορικούς) λίγες νέες ιδέες με τις οποίες να εργαστούν. Σε προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα το 1491, ο Λάσκαρις είχε χρησιμοποιήσει δύο αποστολές αγοράς βιβλίων για τον Λορέντσο Μέδικο, προκειμένου να τον ενημερώσει για το ηθικό και τούς πόρους των Τούρκων καθώς και για την οθωμανική στρατιωτική κατάσταση. Ο Λάσκαρις είχε πιθανώς συμβουλεύσει τον Κάρολο Η’ για τις τουρκικές υποθέσεις κατά τη διάρκεια και μετά τη γαλλική εκστρατεία, όταν ο Κάρολος υποστήριζε ότι η εκ μέρους του κατάκτηση τής Νάπολης αποτελούσε το απαραίτητο προοίμιο για τη σταυροφορία. Μετά τον θάνατο τού Καρόλου (τον Απρίλιο τού 1498) ο Λάσκαρις προσλήφθηκε από το Λουδοβίκο ΙΒ’, τον οποίο υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως ειδικός απεσταλμένος στη Βενετία (μέχρι τον Ιανουάριο τού 1509) και γι’ αυτόν τον λόγο το όνομά του εμφανίζεται συχνά στα «Ημερολόγια» (Diarii) τού Σανούντο.13
Ξεκινώντας με σύντομη ιστορική σκιαγράφηση των Τούρκων ως κλάδου των Ούννων, «όπως οι Ελβετοί είναι κλάδος των Γερμανών ή οι Βουργουνδοί των Γάλλων», ο Λάσκαρις υπογράμμιζε την εσωτερική διχόνοια μεταξύ των Τούρκων. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ δεν ήταν πολεμοχαρής, ήταν αναποφάσιστος και δεν διέθετε δύναμη ούτε στο μυαλό ούτε στο σώμα. Οι κύριοι σύμβουλοί του ήσαν αντίθετοι στους πολέμους με τη Δύση. Ελλείψει οποιουδήποτε σταθερού νόμου διαδοχής στον θρόνο, οι πέντε γιοί τού Βαγιαζήτ πιθανώς θα φιλονικούσαν μεταξύ τους μετά τον θάνατό του. Λεγόταν ότι ήταν εξηνταοκτώ περίπου ετών. Σουλτάνος θα γινόταν ο γιος με το πιο κοφτερό σπαθί. Οι δυτικοί παρατηρητές είχαν υπερεκτιμήσει τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα των Τούρκων. Η Υψηλή Πύλη είχε 3.000 ιππείς γνωστούς ως «σκλάβους» (schiavi). Προσμετρώντας και τις οικογένειές τους, αυτοί ήσαν 5.000. Ο Λάσκαρις υπολόγιζε το επίλεκτο σώμα των γενιτσάρων σε μόνο 7.000 έως 10.000, «που είναι ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός» (quando sono al più gran numero). Οι «σκλάβοι» ίππευαν γρήγορα άλογα και φορούσαν θώρακες και κράνη. Μερικά από τα άλογά τους έβγαιναν έξω από τη γραμμή τής πορείας τους (imbardati). Όπως και οι «στραντιότι» (stradioti), έφεραν ξύλινες ασπίδες, καθώς και λόγχη και ξίφος. Μερικοί από αυτούς έφεραν επίσης τόξα και φαρέτρες με βέλη. Οι τουρκικές δυνάμεις δεν πληρώνονταν καλά. Το πεζικό έπαιρνε τρία περίπου δουκάτα τον μήνα και πληρωνόταν τέσσερις φορές τον χρόνο. Οι σπαχήδες ή ιππείς έμπαιναν στο πεδίο τής μάχης μόνο με δυσκολία. Οι μεγάλοι Οθωμανοί στρατηγοί είχαν πεθάνει. Εκτός από τα σκάφη των κουρσάρων, τα τουρκικά πλοία ήσαν σάπια. Δεν υπήρχαν αρκετοί ειδικευμένοι τεχνίτες, ενώ το πυροβολικό τους δεν συγκρινόταν με τα δυτικά κανόνια.14
Η Οθωμανική αυτοκρατορία κάλυπτε ευρεία επικράτεια. Το καθήκον τής φρουράς στα φρούρια ήταν αντιδημοφιλές λόγω τού φόβου εξεγέρσεων. Από τα σημαντικότερα τουρκικά έσοδα ήταν ο φόρος εστίας, ο οποίος βάρυνε περισσότερες από 300.000 χριστιανικές οικογένειες. Εκείνοι που πλήρωναν αυτό τον φόρο μπορούσαν να έχουν τα άλογά τους και να κρατούν γιαταγάνι όπως οι Τούρκοι. Πολλοί χριστιανοί είχαν εξαιρεθεί από τον φόρο, επειδή παρέμεναν φύλακες τής περιοχής τους, ιδιαίτερα στην ακτοφυλακή. Στην ανάγκη θα ξεσηκώνονταν όλοι για να αγωνιστούν για τον χριστιανισμό. Οι χωρικοί, ιδιαίτερα εκείνοι στις ορεινές περιοχές, μισούσαν τούς Τούρκους. Σε πολλές τέτοιες περιοχές οι Τούρκοι φοβούνταν να πάνε, συλλέγοντας το χαράτσι (khardj) ή κεφαλικό φόρο μόνο όταν καταβαλλόταν οικειοθελώς. Για τη σταυροφορία θα ήσαν αναγκαίες ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις. Αν και έπρεπε να έχουν επαρκή δύναμη, η ποιότητα ήταν πιο σημαντική από τούς μεγάλους αριθμούς. Οι Ενετοί θα βοηθούσαν την επιχείρηση, όταν θα έβλεπαν ότι πραγματικά προχωρούσε. Ο στόλος έπρεπε να κάνει τη Σικελία αρχική του βάση. Προμήθειες τουλάχιστον έξι μηνών θα παίρνονταν από το βασίλειο τής Νάπολης. Χρειάζονταν ως αρχηγό ένα μεγάλο ηγεμόνα, ενώ ο στόλος μπορούσε να αποπλεύσει κατευθείαν για την Ισταμπούλ. Ο Λάσκαρις δήλωνε ότι πίστευε ότι μια τέτοια εκστρατεία θα ξεκινούσε χριστιανικές εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων. Αν κλείνονταν οι προσβάσεις προς την Ισταμπούλ, θα ήταν αδύνατο να μπουν προμήθειες στην πόλη. Ο Βαγιαζήτ θα αναγκαζόταν να διαφύγει στη Μικρά Ασία. Όλα αυτά θα τα επιτύγχανε ο στόλος, με καλή ηγεσία και καλό εξοπλισμό, ενώ οι σταυροφόροι πάνω στον στόλο δεν θα χρειαζόταν να αποβιβαστούν μέχρι την άφιξη των χερσαίων δυνάμεων. Οι τελευταίες θα αποτελούσαν εντυπωσιακό θέαμα, Γάλλοι, Γερμανοί, Βοημοί και Ούγγροι, μπαίνοντας στην Τουρκία από τις προς ανατολάς διαδρομές και την κοιλάδα τού Δούναβη. Οι Ιταλοί, Ισπανοί και Άγγλοι θα πήγαιναν δια θαλάσσης. Η αυστηρή πειθαρχία έπρεπε να εμποδίζει τη λεηλασία των χριστιανικών εδαφών. Ο νόμος και η τάξη θα ήταν πιο εύκολο να διατηρηθούν, αν οι διάφορες εθνικές ομάδες πήγαιναν διά θαλάσσης. Η Φλωρεντία και τα άλλα ιταλικά κράτη θα πρόσφεραν χρήματα. Ο πάπας μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποια από τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη για τον εξοπλισμό μεγάλου στόλου. Οι Ενετοί θα διέθεταν πλοία. Έπρεπε επίσης να αναλάβουν ανεξάρτητη δράση για την ανάκτηση τού Μοριά. Οι Ιωαννίτες, αν και λίγοι σε αριθμό, θα ήσαν χρήσιμοι λόγω τής ανδρείας και εμπειρίας τους.15
Πολλά χρήματα θα απαιτούνταν για άνδρες, προμήθειες και εξοπλισμό. Το πυροβολικό ήταν ιδιαίτερα ακριβό. Οι κληρικοί καθώς και οι ηγεμόνες έπρεπε να συγκεντρώσουν χρήματα. Η προπαγάνδα έπρεπε να παραπλανά τούς Τούρκους όσο το δυνατόν περισσότερο ως προς τούς χριστιανικούς στόχους, αλλά δεν μπορούσαν ποτέ να παραπλανηθούν, όπως φαινόταν ότι πίστευε ο Λάσκαρις, από δηλώσεις ότι ο στόλος επρόκειτο να ξανακερδίσει τούς Αγίους Τόπους από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου και ότι ο στρατός ξηράς προσλαμβανόταν για εκστρατεία στη Βλαχία! Όσο για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, την οποία ορισμένοι ίσως θεωρούσαν ευγενέστερη επιχείρηση από την επίθεση κατά των Τούρκων, ο Λάσκαρις σωστά σημείωνε ότι έπρεπε πρώτα να πετύχει η εκστρατεία εναντίον τής Ισταμπούλ. Οι παλαιοί σταυροφόροι είχαν πολύ πιο εύκολη προσέγγιση προς τούς Αγίους Τόπους, «επειδή πήγαιναν από τη θάλασσα και τη στεριά, όταν η αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης βρισκόταν σε χριστιανικά χέρια, ενώ καθ’ οδόν καλωσορίζονταν και βοηθιούνταν από τούς αυτοκράτορες και τον λαό».16
Για διάφορους προφανείς λόγους, τούς οποίους ο Λάσκαρις απαριθμεί, ήταν απαραίτητο να καταληφθεί η Ισταμπούλ πριν μπορέσει κανείς να ελπίζει σε έλεγχο των Αγίων Τόπων. Μόλις οι χριστιανοί υπήκοοι των Τούρκων έβλεπαν τον σταυροφορικό στόλο να πλησιάζει στην Ισταμπούλ, θα επαναστατούσαν και θα σκότωναν τούς κυρίους τους. Ο Λάσκαρις υπενθύμιζε την εξέγερση των Μωραϊτών Ελλήνων εναντίον των Τούρκων (το 1463-1464). Ήταν βέβαιος ότι το ίδιο πράγμα θα συνέβαινε πάλι, μόλις χριστιανικός στόλος 200-300 πλοίων εμφανιζόταν στον ορίζοντα, γιατί οι χριστιανοί είχαν δει τούς γιους τους να παίρνονται από αυτούς και να μετατρέπονται σε Τούρκους με το παιδομάζωμα (ντεβσιρμέ), «εχθροί τής πραγματικής τους πίστης και των πραγματικών τους πατέρων» (inimici de la fede propria e de li proprii padri). Ακόμη και χριστιανοί αποστάτες βάφτιζαν τα παιδιά τους στα κρυφά.
Ο Λάσκαρις πίστευε ότι ο κύριός του Λουδοβίκος ΙΒ’ τής Γαλλίας και ο Ερρίκος Ζ’ τής Αγγλίας θα στήριζαν τη σταυροφορία. Οι Ενετοί, όποια κι αν ήταν στο παρελθόν η ανειλικρίνειά τους, θα το έκαναν επίσης, έχοντας υποστεί σοβαρή μείωση των περιουσιών τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Λάσκαρις καταλάβαινε καλά ότι η σταυροφορία θα εξέτρεπε τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες από την ιταλική σκηνή, με μεγάλο πλεονέκτημα για τη χερσόνησο. Ο πάπας έπρεπε να κάνει το δικό του καθήκον. Ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας θα ανταποκρινόταν άμεσα στο κάλεσμα στα όπλα, «επειδή θα το έκανε για τον εαυτό του» (perchè se fa per luy). Ήταν αλήθεια ότι ο βασιλιάς Λάντισλας ήταν γέρος και άρρωστος και ο γιος του Λουδοβίκος [Β’] παιδί. Η χώρα ήταν φτωχή, αλλά οι Ούγγροι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν και «όλα θα πάνε καλά» (tuto anderà bene).17 Η συνεργασία τού Φερδινάνδου Καθολικού ήταν αναγκαία και μπορούσε να αναμένεται, όπως επίσης εκείνη τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού. Ο Τζέημς Δ’ τής Σκωτίας θα ήταν πιο καλό να δείξει «τον ζήλο που έχει για την πίστη και το μεγάλο πνεύμα και τη θαυμάσια επιθυμία να υπηρετήσει τον Θεό» συμμετέχοντας στην προβλεπόμενη σταυροφορία και όχι αναλαμβάνοντας το προσκύνημα που σχεδίαζε στην Ιερουσαλήμ. Ο Μεγάλος Τούρκος δεν ήταν πολεμιστής, ήταν απλώς αδύναμος και πλαδαρός ηγεμόνας. Υπήρχε τουρκική προφητεία, σύμφωνα με την οποία κάτω από τον έβδομο σουλτάνο του οίκου των Οθωμανών (αλλά ο Βαγιαζήτ ήταν ο όγδοος), θα υπήρχε «μεγάλη καταστροφή και δίωξη από το λευκό γένος» (gran calamità et persecutione de gente biancha). Η ώρα ήταν περισσότερο από κατάλληλη για τη σταυροφορία. Ήταν προσδιορισμένη από τον Θεό.18
Τον Νοέμβριο τού 1508 οι εχθροί τής Βενετίας συναντήθηκαν στο Καμπραί. Ο σύμβουλος τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Ματίας Λανγκ και ο καρδινάλιος Ζωρζ ντ‘ Αμπουάζ συζήτησαν τον σχηματισμό ένωσης εναντίον των Τούρκων. Η κόρη τού αυτοκράτορα, η Μαργαρίτα τής Αυστρίας-Σαβοΐας, συμμετείχε στις συζητήσεις, όπως συμμετείχαν και απεσταλμένοι τής Αραγωνίας και τής Αγγλίας. Ειπώθηκε ότι η Ευρώπη είχε από καιρό υποφέρει από τo «αλληλοεξοντωτικό μίσος, τη διχόνοια και τούς πολέμους» (intestina odia, discordiae, et bella) των χριστιανών ηγεμόνων, ενώ η τουρκική δύναμη μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Στις 10 Δεκεμβρίου σχηματίστηκε η λεγόμενη Ένωση τού Καμπραί, η οποία προέβλεπε ειρήνη μεταξύ Μαξιμιλιανού και Λουδοβίκου ΙΒ’ και αυτοκρατορική αναγνώριση τού δουκάτου τού Μιλάνου ως γαλλικού φέουδου. Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη διακήρυξαν ως έναν από τούς κύριους σκοπούς τής ένωσής τους τη σταυροφορία.19
Ετοιμάστηκε το σχέδιο μιας συνθήκης συμμαχίας, που ένωνε τον αυτοκράτορα και τον πάπα με τούς βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αραγωνίας εναντίον των Ενετών, των οποίων οι σφετερισμοί εδαφών δεν αποτελούσαν μόνο εμπόδιο για τη σταυροφορία, αλλά είχαν επίσης πραγματοποιηθεί με περιφρόνηση τής θρησκείας και τής δικαιοσύνης. Ως υπέρμαχος και προστάτης τής Αγίας Έδρας, ο Μαξιμιλιανός ήθελε να διορθώσει τις αδικίες που είχαν κάνει οι Ενετοί στον πάπα και να αποκαταστήσει σε αυτόν τα εδάφη που είχαν καταληφθεί παράνομα στη Ρομάνια. Επιπλέον οι Ενετοί είχαν κάνει διάφορες ζημιές στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και είχαν αρπάξει κάποιες κτήσεις της, καθώς και κτήσεις τού οίκου τής Αυστρίας, τού δούκα τού Μιλάνου, τού βασιλιά τής Νάπολης και «πολλών άλλων ηγεμόνων». Οι σύμμαχοι θα κατέστειλαν τη «δίψα για εξουσία» (dominandi libido) των Ενετών και θα υπότασσαν την απληστία τους. Πρότειναν να ανακτηθούν από τούς Ενετούς και να δοθούν στον πάπα η Ραβέννα, η Φαέντσα, το Ρίμινι, η Ίμολα, η Τσεζένα και οι άλλες πόλεις τής Ρομάνια. Ο αυτοκράτορας θα αποκτούσε το Ροβερέτο, τη Βερόνα, την Πάδουα, τη Βιτσέντσα, το Τρεβίζο, το Τσιβιντάλε ντελ Φριούλι (Φόρουμ Ιούλιι), το πατριαρχείο τής Ακουιλέια «και όλες τις άλλες πόλεις και χωριά που κατέλαβαν οι Ενετοί με τον τελευταίο πόλεμο». Ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα έπαιρνε τη Μπρέσσια, την Κρέμα, το Μπέργκαμο, την Κρεμόνα, την περιοχή τής Γκιαραντάντα και όλες τις μιλανέζικες εξαρτήσεις. Ο βασιλιάς τής Αραγωνίας, ο τέταρτος εταίρος στην Ένωση, θα έπαιρνε το Τράνι, το Μπρίντιζι, το Οτράντο, την Γκαλλίπολι και τις υπόλοιπες παράκτιες πόλεις τής Απουλίας.20 Η Βενετία θα έχανε όλη την ενδοχώρα της (τέρρα φέρμα) στον νότο καθώς και στον βορρά. Επειδή ο Φερδινάνδος ο Καθολικός θεωρούνταν συνομόσπονδος και φίλος (confoederatus et amicus) από τον Μαξιμιλιανό και τον Λουδοβίκο ΙΒ’, οι εκκρεμούσες διαφορές ανάμεσα στους οίκους των Αψβούργων και τής Αραγωνίας σε σχέση με την κυβέρνηση τής Καστίλλης θα υποβάλλονταν σε ειρηνική διαιτησία (…tractabuntur amicabiliter inter partes per arbitros concorditer eligendos). Παρέμενε ο δρόμος ανοικτός για τον βασιλιά τής Αγγλίας, για να προσχωρήσει στην Ένωση, αν επιθυμούσε, αλλά (πολύ πιο σημαντικό) ο πάπας, ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα έγραφαν από κοινού στον βασιλιά τής Ουγγαρίας, «για να τον παρακινήσουν και να τον πείσουν να ενταχθεί σε αυτή την ένωση και συνομοσπονδία», ώστε να μπορέσει να ανακτήσει από τη Βενετία τις πρώην κτήσεις του στη Δαλματία και την Κροατία, όπου το λάβαρο με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου ανέμιζε τώρα στις επάλξεις σειράς σημαντικών φρουρίων. Με τον ίδιο τρόπο ο δούκας τής Σαβοΐας θα μπορούσε να διεκδικήσει τις αξιώσεις του στο βασίλειο τής Κύπρου. Ο δούκας τής Φερράρας και ο μαρκήσιος τής Μάντουας μπορούσαν επίσης να προσχωρήσουν στην ένωση και να πάρουν πίσω εδάφη που οι Ενετοί είχαν αποσπάσει από αυτούς.
Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ θα ξεκινούσε την εισβολή στο ενετικό έδαφος την 1η Απριλίου (1509), ενώ σύμμαχοι όπως ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας έπρεπε να προσπαθήσουν να συγχρονίσουν τις επιθέσεις τους με τις δικές του. Λόγω τού γεγονότος ότι ο Μαξιμιλιανός είχε πρόσφατα συμφωνήσει την τριετή ειρήνη τού Άρκο με τη Δημοκρατία, ζητούσε (έλεγε) παπική εντολή να επιτεθεί στους Ενετούς ως «υπέρμαχος και προστάτης τής Εκκλησίας» (advocatus et protector Ecclesiae), αλλά διαβεβαίωνε τούς Γάλλους ότι θα ξεκινούσε επιθετικές επιχειρήσεις σαράντα μέρες μετά τη μέρα που θα γινόταν η εισβολή (dies invasionis fiendae). Ο πάπας θα επέβαλλε εκκλησιαστικές μομφές στους Ενετούς και θα επέβαλλε απαγόρευση στην πόλη τους. Αν ο Τούρκος ανταποκρινόταν σε ενετική έκκληση για βοήθεια, ο πάπας, ο αυτοκράτορας, ο βασιλιάς τής Γαλλίας «και οι άλλοι που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι οποίοι έχουν εισέλθει σε αυτή την ένωση», θα αντιμετώπιζαν την επίθεσή του με άμεση συγκέντρωση όλων των δυνάμεών τους εναντίον του. Υποψήφια μέλη τής Συνομοσπονδίας και Ένωσης τού Καμπραί θα είχαν περιθώριο δύο μηνών για να επικυρώσουν τούς όρους αυτής τής συνθήκης τής 10ης Δεκεμβρίου, δεσμευόμενα με όρκο και υποσχόμενα τα αγαθά τους για την πλήρη εκπλήρωση των όρων της, επί ποινή εκκλησιαστικών μομφών.21
Ο πάπας Ιούλιος Β’ δεν είχε εκπροσωπηθεί στο Καμπραί. Η ζηλοφθονία τού καρδινάλιου ντ’ Αμπουάζ για τον πάπα και η δυσπιστία τού τελευταίου για τούς Γάλλους ήσαν εξίσου γνωστές. Όμως στις 28 Δεκεμβρίου 1508 ο Ιούλιος Β’ έστειλε συγχαρητήριο σημείωμα στον ντ’ Αμπουάζ (το οποίο είχε συντάξει ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι) σε απάντηση επιστολών που είχε στείλει ο καρδινάλιος από το Καμπραί στις 10 τού μηνός, ανακοινώνοντας την ειρήνη που είχε μόλις συναφθεί μεταξύ Μαξιμιλιανού και Λουδοβίκου ΙΒ’, «οι οποίες επιστολές είναι πιο ευχάριστες απ’ όσο περιμέναμε, ενώ ελπίζουμε ότι αυτή η ειρήνη θα φέρει κάποια μεγάλη ευλογία στην χριστιανική κοινοπολιτεία και θα αποτελέσει τη βάση για ευκολότερη και ισχυρότερη εκστρατεία εναντίον των [Τούρκων,] εχθρών τής ορθόδοξης χριστιανικής πίστης».22 Ο Ιούλιος δεν αναφέρει τη Βενετία, ούτε καν ως εμπόδιο για τη σταυροφορία. Είχε από καιρό προτρέψει για ειρήνη τον αυτοκράτορα και τον βασιλιά τής Γαλλίας, όπως είδαμε, ενώ στις 23 Μαρτίου 1509 εξέφρασε την αφοσίωσή του στην Ένωση τού Καμπραί με τη βούλλα Petierunt a nobis (Ζήτησαν από εμάς).23 Είναι απόλυτα σαφές ότι το έκανε με απροθυμία, αλλά (όπως είχε προβλέψει ο ντ’ Αμπουάζ), με δεδομένη τη δυσκολία στην αντιμετώπιση των Ενετών δεν είχε εναλλακτική λύση.24
Τα επίμαχα εδάφη τής Ρομάνια δεν αποτελούσαν τη μοναδική αιτία διαφωνίας μεταξύ Δημοκρατίας και Αγίας Έδρας στα λιγότερα από έξι χρόνια από την εκλογή τού Ιουλίου Β’. Οι Ενετοί είχαν απορρίψει περισσότερες από μια φορά την αναιρετική αρμοδιότητα τού παπισμού σε σημαντικές υποθέσεις που αφορούσαν Ενετούς ιερωμένους. Είχαν απορρίψει την αναγόρευση από τον Ιούλιο τού ανηψιού του Γκαλεόττο ντέλλα Ρόβερε στην επισκοπική έδρα τής Κρεμόνα και, αργότερα, εκείνη τού Σίστο Γκάρα ντέλλα Ρόβερε στην έδρα τής Βιτσέντσα.25 Τον Ιούλιο τού 1508 ο πάπας προσπάθησε να καταστήσει σαφές ότι αυτός ήταν ο κύριος των επισκόπων (dominus episcopatorum).26 Νωρίς το έτος 1507 είχε στείλει τον Αυγουστινιανό μοναχό Εγκίντιο ντα Βιτέρμπο στους Ενετούς,27 προτείνοντας να εγκαταλείψουν τη Φαέντσα και αυτός θα συναινούσε να διατηρήσουν τις άλλες πόλεις τής Ρομάνια, πράγμα που αρνήθηκαν να κάνουν28 και αργότερα είχαν λόγους να έχουν μετανιώσει. Οι Ενετοί παρέμβαιναν στις υποθέσεις τής Μπολώνια, την οποία προσπαθούσαν να ανακτήσουν οι Μπεντιβόλιο. Ο Ιούλιος Β’ ήταν πολύ δυστυχισμένος με την εγκατάσταση των Γάλλων στο Μιλάνο και σίγουρα δεν είχε καμία επιθυμία να δει κι άλλη γερμανική κάθοδο στη βόρεια Ιταλία. Αλλά δεδομένου ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει από τούς Ενετούς ούτε την επιστροφή των παπικών εδαφών ούτε την αναγνώριση των παπικών δικαιωμάτων, δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσχωρήσει στην Ένωση τού Καμπραί, τη δυσοίωνη σημασία τής οποίας οι Ενετοί δεν έδειχναν ότι μπορούσαν να κατανοήσουν. Υπήρχε λόγος που ο Ιούλιος είχε πει στους Ενετούς απεσταλμένους στη Ρώμη στα μέσα Φεβρουαρίου 1509: «Καλά θα κάνετε να στρατολογήσετε μεγάλο στρατό, γιατί θα τον χρειαστείτε».29
Στις 25 Ιανουαρίου 1509 ο Ιανός Λάσκαρις, ο οποίος υπηρετούσε τούς Γάλλους ως πρέσβης στη Βενετία, κατευθύνθηκε κάτω από δυνατή βροχή στο παλάτι των δόγηδων, για να παραστεί σε συνεδρίαση τού Κολλεγίου. Ο δόγης τού μίλησε για τη γαλλική συμμετοχή στην Ένωση τού Καμπραί, υπενθυμίζοντας τις πολυάριθμες υπηρεσίες που είχε προσφέρει η Γαληνοτάτη στον Λουδοβίκο ΙΒ’.30 Την Κυριακή το πρωί, στις 28 τού μηνός, ο Λάσκαρις εμφανίστηκε και πάλι στο Κολλέγιο, για να δηλώσει ότι την προηγούμενη νύχτα είχε λάβει επιστολές από τον βασιλιά, που τερμάτιζαν την πρεσβεία του στη Βενετία. Ήταν βέβαιος για τις έντιμες προθέσεις τού βασιλιά, έλεγε, ενώ, ό,τι κι αν συνέβαινε, θα προσπαθούσε να συνδράμει τη Δημοκρατία. Ο δόγης εξέφρασε έκπληξη για την εγκατάλειψη τής Βενετίας από τούς Γάλλους. Ο Λάσκαρις έφυγε από την πόλη το πρωί στις 30 τού μηνός, πιο διστακτικά, σύμφωνα με τον Σανούντο,31 «για να επιστρέψει στη Γαλλία» (per ritornar in Franza) μέσω Πάδουας, Μάντουας και Μιλάνου.32 Καθώς ο Λάσκαρις προχωρούσε στον δρόμο προς το Μιλάνο, πρέπει να ένιωθε έντονο άγχος για τούς φίλους του στη Βενετία.
Η κατάσταση ήταν σοβαρή, αλλά πόσο σοβαρή; Ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν και η Γερουσία έγραφαν στον Αντρέα Φόσκολο, τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, στις 27 Φεβρουαρίου (1509), ότι ο Μαξιμιλιανός έδειχνε ακόμη να τηρεί την τριετή εκεχειρία που είχαν συνάψει μαζί του. Τώρα όμως «κάποια συμφωνία» (certo accordo) είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ τού Μαξιμιλιανού και τού βασιλιά τής Γαλλίας. Ο τελευταίος ήταν γνωστό ότι είχε εμπλακεί σε «μετακινήσεις οπλισμού και ενοποίηση στρατού» (movimenti de arme et adunation de exercito), εναντίον των οποίων η Βενετία επιδίωκε να πάρει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ο Φόσκολο έπρεπε να ενημερώσει τούς πασάδες για την κατάσταση των πραγμάτων στην Ιταλία και να τούς διαβεβαιώσει ότι η Βενετία θα έστελνε όλα τα νέα που άξιζε να απασχολήσουν την προσοχή τού σουλτάνου Βαγιαζήτ.33 Υπό αυτές τις συνθήκες η Σινιορία έπρεπε να αντιμετωπίσει προσεκτικά την Υψηλή Πύλη. Όταν ήρθαν στη Βενετία απεσταλμένοι από το Καττάρο (Κότορ) για να ζητήσουν πεντακόσια «μέτρα» (moza) κερκυραϊκού αλατιού, το οποίο δεν μπορούσαν να αγοράσουν, εξαιτίας τής «φτώχειας και τής δυστυχίας» στην οποία τούς είχαν υποβαθμίσει οι Τούρκοι, η Γερουσία ψήφισε να δοθεί εντολή στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κέρκυρας να στείλε τριακόσια «μέτρα» (moza) στο Καττάρο, όπου ο πολιτικός διοικητής θα τα διένειμε δίκαια «τόσο μεταξύ των κυρίων όσο και μεταξύ των πολιτών και λαϊκών», οι οποίοι όμως έπρεπε να πληρώσουν τον ναύλο και όλα τα συναφή έξοδα για να πάρουν το αλάτι στην πόλη τους.34
Δεν ήταν η ώρα να αναλάβουν τα δεινά των κατοίκων τού Καττάρο με τούς πασάδες. Ήταν επιτακτική ανάγκη να ασχοληθούν με θέματα πιο κοντά στην πατρίδα. Στις 14 Μαρτίου (1509) η Γερουσία ψήφισε να εκλέξει δύο «γενικούς επιστάτες» (provveditori generali) «για τα μέρη τής Λομβαρδίας» (ad partes Lombardie). Ήταν δυνατό να μετατεθούν από οποιαδήποτε θέση ή αξίωμα για να αναλάβουν τα νέα τους καθήκοντα. Θα έπαιρνε καθένας 120 δουκάτα τον μήνα για έξοδα καθώς και για μισθό, ενώ θα διατηρούσε καθένας δώδεκα ιππείς. Όποιος εκλεγόταν και αρνιόταν την υπηρεσία, θα τιμωρούνταν με πρόστιμο πεντακοσίων δουκάτων, ενώ θα υποβαλλόταν και σε οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις μπορούσαν να εφαρμοστούν «εναντίον των αρνητών» (contra refutantes). Εκείνοι που θα εκλέγονταν έπρεπε να είναι έτοιμοι για υπηρεσία την 3η ώρα (ad horam tertiarum) τής επόμενης μέρας. Επιλέχτηκαν οι Αντρέα Γκρίττι και Τζόρτζιο Κορνέρ.35
Η καθυστερημένη αναγνώριση τού γεγονότος ότι η Ένωση τού Καμπραί αποτελούσε πραγματικότητα ώθησε τούς Ενετούς στις 4 Απριλίου (1509) να προσφέρουν στον Ιούλιο Β’ τη Φαέντσα και το Ρίμινι.36 Αλλά τώρα ήταν πολύ αργά για να αποχωρήσει ο Ιούλιος από τη συμμαχία, την οποία είχε επιδιώξει τόσο καιρό και ήδη έβλεπε με ανησυχία. Στις 27 Απριλίου ανακοίνωσε την ποινή τού μέγιστου αφορισμού κατά των Ενετών, εκτός αν επέστρεφαν στην Αγία Έδρα όλες τις πόλεις τής Ρομάνια «μέσα σε εικοσιτέσσερις ημέρες από το κάρφωμα τής παρούσας [βούλλας] στις πόρτες τής βασιλικής [του Αγίου Πέτρου,] τού πρίγκηπα των Αποστόλων». Η βούλλα έγινε γνωστή ως Monitorium contra Venetos (Προειδοποίηση κατά των Ενετών). Εκτυπώθηκε από τον Τζάκοπο Μαζόκκι στη Ρώμη και διανεμήθηκε επίσης σε ιταλική και γερμανική μετάφραση.37
Οι Ενετοί, έχοντας εκ των προτέρων γνώση αυτού που έπρεπε να αναμένεται, εκπόνησαν γρήγορα κάθε δυνατή υπερασπιστική γραμμή απέναντι στις εκκλησιαστικές μομφές. Διαμαρτυρήθηκαν έντονα ότι ο πάπας, ως ένα από τα μέρη τού επικείμενου εδαφικού ανταγωνισμού, δεν είχε κανένα δικαίωμα να χρησιμοποιεί την πνευματική του εξουσία για να προωθεί τα εγκόσμια συμφέροντά του. Υπενθύμιζαν την από πλευράς τους αμέριστη συμπαράσταση προς τη χριστιανοσύνη και την Αγία Έδρα εναντίον των Τούρκων, ενώ υπογράμμιζαν την αυθόρμητη προσφορά τους να δώσουν στον Ιούλιο τόσο τη Φαέντσα όσο και το Ρίμινι, τα οποία η Δημοκρατία είχε αποκτήσει νομίμως (όπως έλεγαν) και όχι ως πόλεις υποκείμενες στον πάπα, αλλά από άλλα άτομα, που τις είχαν στην κατοχή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Ιούλιος είχε συμμαχήσει με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας, τον οποίο περιέγραφαν τώρα ως τον «πιο ανοιχτό και αξιοσημείωτο εχθρό τού κράτους τής Βενετίας» (apertissimus et notissimus hostis Dominii Veneti) και ο οποίος με παπική βοήθεια είχε ήδη «εισβάλει στην Ιταλία». Γι’ αυτούς και άλλους λόγους λοιπόν, με έγγραφο που συντάχθηκε την 1η Μαΐου (1509), η Σινιορία προσέφευγε εναντίον των άδικων μομφών τού πάπα στην πιο φρόνιμη κρίση κάποιας μελλοντικής γενικής συνόδου. Με τον ίδιο τρόπο είχαν αντιδράσει οι Ενετοί μια γενιά πριν (το 1483) στις βούλλες αφορισμού που εξαπέλυσε εναντίον τους ο θείος τού Ιουλίου, ο Σίξτος Δ’.38 Όμως αυτή τη φορά η Δημοκρατία βρισκόταν σε πολύ πιο σοβαρό κίνδυνο.
Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ξεκίνησε μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις κατά τής Βενετίας στις αρχές Απριλίου, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις του με βάση τη συνθήκη τού Καμπραί σχεδόν αμέσως. Οι πιο ανησυχητικές επιστολές έφταναν σύντομα στη Βενετία.39 Τον βοήθησαν αμέσως παπικές δυνάμεις,40 αλλά γρήγορα έφτασε στη Βενετία η καθησυχαστική είδηση ότι ο Φερδινάνδος ο Καθολικός σκόπευε να διατηρήσει τη φιλία του με τη Δημοκρατία.41 Οι Φλωρεντινοί ένιωθαν προφανώς μεγάλη ευχαρίστηση περιγράφοντας τα δεινά των Ενετών στην τουρκική κυβέρνηση στην Ισταμπούλ.42 Ο Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε τής Φερράρα και ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα τής Μάντουα προσχώρησαν στην ένωση, ενώ για την αντιμετώπιση των δυνάμεών τους οι Ενετοί συγκέντρωσαν στρατό 50.000 περίπου ανδρών. Οι αναφορές Ενετών απεσταλμένων, εκπροσώπων και αξιωματούχων γεμίζουν εκατοντάδες στήλες στα Ημερολόγια (Diarii) τού Σανούντο και παρέχουν πολλές λεπτομέρειες των στρατολογήσεων, τής στρατιωτικής οργάνωσης και τής διπλωματικής δραστηριότητας, που προηγήθηκαν τής μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ των δυνάμεων των Γάλλων και τής Δημοκρατίας. Οι πρώτες κινήσεις έφεραν χαρά στη Βενετία, γιατί ανακτήθηκε η πόλη τού Τρεβίλιο από τούς Γάλλους. Ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν αμέσως συγχαρητήρια στους γενικούς επιστάτες Αντρέα Γκρίττι και Τζόρτζιο Κορνέρ (στις 10 Μαΐου), με μεγάλους επαίνους για «την αρετή, την ανδρεία και τις επιχειρήσεις εκείνων των ένδοξων διοικητών» (la virtù, valorosità, et operatione de quelli illustri capitanei), δηλαδή των οπλαρχηγών (condottieri), που είχαν καταλάβει (και λεηλατήσει) το Τρεβίλιο. Η γαλλική φρουρά είχε συλληφθεί. Οι Γκρίττι και Κορνέρ πήραν εντολή να στείλουν στη Βενετία τούς οκτώ ή δέκα πιο σημαντικούς αιχμαλώτους.43
Στη Βενετία η αγαλλίαση υπήρξε βραχύβια. Ο στρατός τής Δημοκρατίας αντιμετώπισε τούς Γάλλους στο Αγκναντέλλο, ανατολικά τού Μιλάνου και ακριβώς δυτικά τής Βαϊλάτε, σε φαρδιά, άδενδρη πεδιάδα στην κοιλάδα τού ποταμού Άντα. Η μάχη έλαβε χώρα στις 14 Μαΐου (1509). Οι ενετικές δυνάμεις σκορπίστηκαν σαν φθινοπωρινά φύλλα σε δυνατό άνεμο. Ο ορμητικός Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο, που μοιραζόταν τη στρατιωτική διοίκηση με τον Νικκολό Ορσίνι, τον κόμη τού Πιτιλιάνο, τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος από τούς Γάλλους.44 Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ πήρε τη Μπρέσσια και το Μπέργκαμο, την Κρεμόνα και την Κρέμα με συνοπτικές διαδικασίες. Ήδη από τις 22 Μαΐου οι Φλωρεντινοί απεσταλμένοι στη γαλλική αυλή, οι Αλεσσάντρο Νάσι και Φραντσέσκο Παντολφίνι, έγραφαν στην κυβέρνησή τους ότι με αγγελιοφόρους μόνο ο Λουδοβίκος μπορούσε να πάρει κάθε πόλη μέχρι την Πάδουα.45
Ο Λουδοβίκος ΙΒ’, ο οποίος ήταν παρών στο Αγκναντέλλο, διέταξε να γιορταστεί η γαλλική επιτυχία με την ανέγερση παρεκκλησιού αφιερωμένου στη Σάντα Μαρία ντέλλα Βιττόρια στον χώρο τής μάχης, στον τόπο που ονομάζεται Λα Κόστα. Στις αρχές τού 18ου αιώνα το εκκλησάκι είχε γίνει ιδιοκτησία τής οικογένειας Πρέμολι. Το Αγκναντέλλο ήταν ήττα τέτοιου μεγέθους, που φαινόταν αδύνατη η ανάκαμψη.46 Τουλάχιστον φαινόταν αδύνατη σε κάποιους Ενετούς. Έρχονταν αναφορές από όλες τις πλευρές ότι οι εχθροί τής Δημοκρατίας συγκέντρωναν ναυτικές δυνάμεις «για να επιτεθούν στο κράτος μας» (ad offension del stado nostro). Η Γερουσία ψήφισε λοιπόν στις 18 Μαΐου να αυξηθεί σε πενήντα ο αριθμός των ενετικών γαλερών που θα ήσαν έτοιμες για ανάληψη δράσης στη θάλασσα. Εικοσιμία γαλέρες βρίσκονταν ήδη σε υπηρεσία. Εικοσιεννέα ακόμη έπρεπε να «εξοπλιστούν», δηλαδή να επανδρωθούν για πλήρη περίοδο έξι μηνών, δεκαπέντε στην ίδια τη Βενετία, τέσσερις στον Χάνδακα, μία στη Ζάκυνθο, δύο στην Κέρκυρα, μία στη Νάξο τού Αρχιπελάγους και έξι στη Δαλματία, στη Ζάρα, το Καττάρο, την Κούρτσολα και αλλού. Έπρεπε να επιλεγούν διοικητές γαλερών (sopracomiti) και να διατηρείται επιφυλακή παντού.47
Η Σινιορία απάλλαξε τούς ευγενείς και τούς πολίτες τής Βερόνα, τής Βιτσέντσα, τής Πάδουας και τού Τρεβίζο από τούς όρκους πίστης στη Βενετία, δήθεν για να επιτρέψει στον Μαξιμιλιανό να θέσει σε ισχύ τις παλιές αυτοκρατορικές αξιώσεις περί επικυριαρχίας. Όμως ο Μαξιμιλιανός, όντας στρατιωτικά ανίκανος να το κάνει, μπορούσε να αναλάβει μόνιμη κατοχή αυτών των πόλεων μόνο με γαλλική βοήθεια, πράγμα που θα περιέπλεκε τις σχέσεις του με τον Λουδοβίκο ΙΒ’. Αν διώχνονταν οι Γάλλοι από την ανατολική Λομβαρδία, οι Ενετοί θα μπορούσαν εύκολα να ανακτήσουν τις πόλεις από τον Μαξιμιλιανό, οι δυνάμεις τού οποίου είχαν θρυμματιστεί από τον στρατό τής Δημοκρατίας το 1508. Ο Μακιαβέλλι θα περιέγραφε σύντομα σε διάσημο απόσπασμα στις Ομιλίες (Discorsi, ΙΙΙ, 31), τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλοι άνδρες και οι ισχυρές δημοκρατίες διατηρούν ή όχι την αξιοπρέπεια στην ευημερία και το θάρρος στις αντιξοότητες. Αρετές και κακίες, πίστευε, υπήρχαν σε δημοκρατίες καθώς και σε άτομα:
Η Ρώμη και η Βενετία μάς παρέχουν τέτοιο παράδειγμα. Καμία κακοτυχία δεν έκανε ποτέ την πρώτη αξιοθρήνητη, ούτε η επιτυχία την έκανε ποτέ αυθάδη. Αυτό φαίνεται καθαρά μετά την ήττα που γνώρισαν οι Ρωμαίοι στις Κάννες και μετά τη νίκη τους επί τού Αντιόχου. … Η συμπεριφορά των Ενετών ήταν ακριβώς αντίθετη. Γιατί στην καλή τύχη (την οποία θεωρούσαν εντελώς ως αποτέλεσμα ικανότητας και γενναιότητας, τις οποίες δεν διέθεταν) προωθούσαν το θράσος τους σε τέτοιο βαθμό, που αποκαλούσαν τον βασιλιά τής Γαλλίας γιο τού Αγίου Μάρκου. … Στη συνέχεια, όταν η καλή τύχη τούς εγκατέλειψε και υπέστησαν επιμέρους ήττα [στο Αγκναντέλλο] από τον βασιλιά τής Γαλλίας, δεν έχασαν μόνο το μεγαλύτερο μέρος τού κράτους τους από εξέγερση, αλλά, υπό την επίδραση τού δειλού και αξιοθρήνητου πνεύματός τους, έκαναν μάλιστα μεγάλες παραχωρήσεις εδαφών στον πάπα και τον βασιλιά τής Ισπανίας, ενώ αποθαρρύνθηκαν τόσο πολύ, που έστειλαν πρέσβεις στον αυτοκράτορα κάνοντας τούς εαυτούς τους υποτελείς του. Και για να παρακινήσουν τον πάπα για συμπόνια, τού απεύθυναν τις πιο ταπεινωτικές επιστολές υποταγής. Και ξέπεσαν σε τέτοια αθλιότητα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών, ύστερα από μια απλώς επιμέρους ήττα. … Και έτσι θα συμβαίνει πάντοτε σε εκείνους που κυβερνώνται με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο κυβερνούνταν οι Ενετοί. Γιατί η θρασύτητα στην ευημερία και ο εξευτελισμός στην αντιξοότητα είναι αποτέλεσμα συνήθειας και εκπαίδευσης. … Και αυτά που λέμε για άτομα ισχύουν εξίσου για τούς πολλούς που αποτελούν μια Δημοκρατία και οι οποίοι θα διαμορφώνονται σύμφωνα με τα ήθη και τούς θεσμούς που επικρατούν εκεί.48
Ο Μακιαβέλλι υποστήριζε την άποψη να προσλαμβάνονται στρατιώτες από τούς ντόπιους ενός κράτους. Η ενετική κυβέρνηση ήταν μεγάλος εργοδότης μισθοφόρων. Οι Ενετοί είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους πάρα πολύ γρήγορα. Οι έμμισθοι δεν τα είχαν καταφέρει. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι «οι υποθέσεις μας πηγαίνουν άσχημα, όλοι οι οπλαρχηγοί και οι πάνοπλοι άνδρες είναι φοβισμένοι» (le cosse nostre andar mal, tutti li condutieri e zente d’ arme è pauride…).49 Αλλά στην πραγματικότητα στη Βενετία επικρατούσε η πολιτική, όχι ο πανικός. Δεν χρειάζεται να αποδεχτεί κανείς τη μομφή ενός Φλωρεντινού προς αντίπαλο κράτος. Οι Ενετοί είχαν πιο σοβαρές ζημιές στο Αγκναντέλλο από εκείνες που παρουσιάζει ο Μακιαβέλλι. Οι Γάλλοι σάρωσαν τα πάντα μπροστά τους μέχρι τη Βερόνα. Μερικοί άνθρωποι πρότειναν ακόμη και να σταλεί ο δόγης εκεί «για να δώσει ψυχή στους δικούς μας και στους μισθοφόρους» (per dar animo a nostri e a le zente). Πεντακόσιοι κύριοι θα πήγαιναν μαζί με τη Γαληνότητά του με δικά τους έξοδα. Αν και ήταν η εποχή τής Σένσα, τής γιορτής τού γάμου τού δόγη με τη θάλασσα, υπήρχαν θρήνοι και όχι πανηγυρισμοί. Λίγοι πήγαιναν στις τελετές. Ο δόγης ήταν βουβός, «και στεκόταν σαν νεκρός και λυπημένος» (et stava chome morto e tristo). Δεν προσφέρθηκε να πάει στη Βερόνα. Οι γιοι τού είπαν ότι θα έκανε οτιδήποτε ζητούσε το κράτος, αναγνωρίζοντας ότι ήταν «περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός». Οι Ενετοί είχαν πέσει σε κακές ημέρες, λέει ο Σανούντο: «βλέπουμε την καταστροφή μας και κανείς δεν είναι έτοιμος».50 Υπήρχε κίνδυνος έλλειψης τροφίμων. Ο παλιός γερουσιαστής Τρόιλο Μαλιπιέρο παρότρυνε τούς συμπατριώτες του να κρατήσουν τη Ραβέννα, «που είναι το λιμάνι σιτηρών αυτής τής χώρας».51
Στις 18 Μαΐου εξετάστηκε σοβαρά η προσφορά τού Τζιρολάμο Ζόρζι, γιος τού εκλιπόντος Αντρέα τής Σάντα Μαρκουόλα, να ζητήσει τη βοήθεια των Τούρκων. Ο Τζιρολάμο, «που είναι φίλος τού σαντζακμπέη τής Βοσνίας» (qual è amico dil sanzacho di Bossina), λέει ο Σανούντο, ήταν διατεθειμένος να πάει στη Βοσνία για να προσλάβει ομάδα πέντε ή έξι χιλιάδων Τούρκων από τον σαντζακμπέη. Η προσφορά έγινε δεκτή με μικρή διαφορά ψήφων (non di largo), αλλά ο επίτροπος Αντόνιο Τρον καθυστέρησε την εφαρμογή της, «λέγοντας ότι είναι κακό πράγμα να καλέσουμε τούς Τούρκους». Προέτρεψε τη Γερουσία να περιμένει και να μάθει περισσότερα για τις προθέσεις τού πάπα και τού αυτοκράτορα.52 Μάλιστα, όπως δείχνουν τα πρακτικά των εργασιών τής Γερουσίας εκείνης τής ημέρας, ο Τζιρολάμο Ζόρζι προσφέρθηκε να πάει στη Βοσνία για να προσλάβει από τον φίλο του, τον σαντζακμπέη Φιρούζ μπέη τρεις έως τέσσερις χιλιάδες ιππείς. Η Γερουσία ήταν έτοιμη (πριν την παρέμβαση τού Τρον) να επιτρέψει στον Ζόρζι να το κάνει και να πληρώσει μέχρι τέσσερα δουκάτα τον μήνα ανά άνδρα, «συμπεριλαμβανομένων των ζωοτροφών» (computati i orzi), που ήταν ο μισθός που πλήρωνε τότε η Σινιορία για το ελαφρύ ιππικό. Όμως η Γερουσία είχε επιμείνει ότι αυτοί οι μισθοφόροι (εφόσον προσλαμβάνονταν) έπρεπε να είναι χριστιανοί.53 Φαίνεται λοιπόν ότι ο Αντόνιο Τρον διαφωνούσε για την έκκληση προς τούς Τούρκους για κάθε είδους βοήθεια, «λέγοντας ότι είναι κακό να καλέσουμε τούς Τούρκους» (dicendo e mal a chiamar Turchi). Σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρον, ακόμη και εκπληκτικό, το γεγονός ότι η Γερουσία πίστευε ότι υπήρχαν 3-4.000 χριστιανοί στην υπηρεσία τού σαντζακμπέη τής Βοσνίας.
Την ίδια μέρα (18 Μαΐου) ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν στον Ενετό γραμματέα στην Ουγγαρία Βιντσέντσο Γκουϊντόττο, λέγοντάς του ότι οι στρατιωτικές προετοιμασίες τού Λουδοβίκου ΙΒ’ ήσαν για την εισβολή σε ολόκληρη την Ιταλία καθώς και για εκείνη στο Βένετο. Είχε εξαπολύσει την επίθεσή του από το Μιλάνο επί των ενετικών κτήσεων στην περιοχή τής Κρεμόνα (Κρεμονέζε) και τής Γκιαραντάντα χωρίς κήρυξη πολέμου. Οι Ενετοί είχαν ανακτήσει το Τρεβίλιο, ενώ ο στρατός τού Λουδοβίκου χρονοτριβούσε στο Κασσάνο ντ’ Άντα. Είχε ακολουθήσει η μάχη στο Αγκναντέλλο στις 14 Μαΐου. Λεγόταν ότι ο Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο είχε τραυματιστεί και συλληφθεί —και αυτό είχε συμβεί—, αλλά λίγοι είχαν σκοτωθεί, ενώ οι Γάλλοι είχαν πάρει μόνο μερικά πυροβόλα. Αυτό ήταν εν πάση περιπτώσει, εκείνο που έπρεπε να πει ο γραμματέας Γκουϊντόττο στον Λάντισλας Β’ και στον Τόμας Μπάκοτς, τον καρδινάλιο-αρχιεπίσκοπο τού Γκραν (Έστεργκομ), προσθέτοντας ότι η Βενετία θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αντισταθεί στους Γάλλους «για τη διάσωση τού κράτους μας» (per la conservatione del stado nostro).
Όμως ο βασιλιάς Λάντισλας και ο καρδινάλιος Μπάκοτς έπρεπε να κατανοήσουν «τα μεγαλεπήβολα σχέδια και την απληστία τού προαναφερθέντος βασιλιά τής Γαλλίας, όχι μόνο να υποτάξει ολόκληρη την Ιταλία και να κάνει πάπα τον καρδινάλιο τής Ρουέν [Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ], αλλά να γίνει ο ίδιος μονάρχης όλου τού κόσμου». Οι ηγεμόνες τής Ευρώπης έπρεπε να προσέχουν. Ίσως τα σχέδια τού Λουδοβίκου δεν ήσαν τόσο εξεζητημένα. Ο Γκουϊντόττο έπρεπε να προσπαθήσει να προσλάβει στην Ουγγαρία μέχρι χίλιους ιππείς με μισθό τεσσάρων δουκάτων για κάθε έφιππο άνδρα, υπό τις διαταγές «κάποιου γενναίου και έμπειρου διοικητή», στο οποίο η Σινιορία θα πλήρωνε 400 δουκάτα το χρόνο. Όταν το ουγγρικό ιππικό έμπαινε πραγματικά στο πεδίο τής μάχης, θα έπαιρνε πρόσθετο μισό μισθό. Η Σινιορία ήταν έτοιμη να στείλει τα χρήματα στην Ουγγαρία αμέσως. Επρόκειτο για ζήτημα υψίστης σημασίας και η σπουδή, η μεγαλύτερη δυνατή σπουδή, ήταν απαραίτητη.54
Ο Αντόνιο Τρον δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ καιρό για να μάθει κάτι περισσότερο για τις προθέσεις τού πάπα. Ο πολεμοχαρής Ιούλιος Β’ τις καθιστούσε απολύτως σαφείς. Οι αγρότες γύρω από το Μπέργκαμο έπαιρναν τα όπλα. Οι επικοινωνίες διακόπτονταν. Οι τρομοκρατημένοι πολιτικοί τής Γαληνοτάτης, οδηγημένοι από ανάγκη, αποφάσισαν να παραδώσουν τις πόλεις τής Ρομάνια στον αποστολικό λεγάτο Φραντσέσκο Aλιντόζι, τον καρδινάλιο τής Παβίας. Έχοντας εξασφαλίσει την άδεια τού πάπα, ο Aλιντόζι ανέλαβε το Ρίμινι, την Τσέρβια, τη Ραβέννα και τη Φαέντσα στις αρχές τής τελευταίας εβδομάδας τού Μαΐου.55 Τώρα οι Ενετοί είχαν χάσει όλα εκείνα για τα οποία είχαν προκαλέσει την οργή τού Ιουλίου Β’ και κινδύνευαν να βρεθούν απέναντι στην ένοπλη δύναμη τής μισής Ευρώπης.
Η Γερουσία είχε εξετάσει την αποστολή δύο απεσταλμένων στη Ρώμη «για να εξευμενίσουν τον ανώτατο ποντίφηκα», αλλά αποφάσισαν να μην το κάνουν για κάποιο διάστημα.56 Αντί γι’ αυτό, έβαλαν τον δόγη να γράψει στους καρδινάλιους Γκριμάνι και Κορνέρ, καθιστώντας σαφή «την απολύτως καλή και υπάκουη διάθεσή μας απέναντι στην παπική του Αγιότητα» (la optima et obsequentissima mente nostra verso la pontificia Sanctità). Υπάκουαν στην παπική προειδοποίηση (monitorium), παρέδιδαν τις πόλεις τής Ρομάνια, έδιωχναν τούς Μπεντιβόλιο τής Μπολώνια από το ενετικό έδαφος και ήσαν έτοιμοι να «εκτελέσουν την επιθυμία τής Αγιότητάς του στη χορήγηση επισκοπών και εκκλησιαστικών επιδομάτων».57
Ο γενικός διοικητής των ενετικών χερσαίων δυνάμεων, ο Νικκολό Ορσίνι, κόμης τού Πιτιλιάνο, αποδεικνυόταν τόσο επιφυλακτικός, όσο απερίσκεπτος ήταν ο Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο. Μέχρι τις 22 Μαΐου ο Ορσίνι είχε χάσει τη Μπρέσσια, υποχωρώντας στην Πεσκιέρα ντι Γκάρντα και από εκεί στη Βερόνα. Όμως οι Βερονέζοι, όπως ενημέρωνε ο επιστάτης (provveditore) Τζόρτζιο Κορνέρ τη Σινιορία, δεν ήθελαν να δεχτούν τα στρατεύματα τής Δημοκρατίας, «επιδεικνύοντας πολύ καλή διάθεση απέναντι στη Σινιορία μας, αλλά μη θέλοντας να συναινέσουν στην είσοδο τού στρατού στη γη τους» (dimonstrandose in grande dispositione verso la Signoria nostra, ma non voler consentir che lo exercito entri nela terra). Όσο αφοσιωμένοι στη Βενετία κι αν ήσαν οι Βερονέζοι, δεν ήθελαν στρατεύματα μέσα από τα τείχη τους. Η Γερουσία όμως δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει στον στρατό να παρακάμψει τη Βερόνα, «αλλά αυτός [ο στρατός] έπρεπε να μπει στο Φρούριο και να οχυρωθεί εκεί» (ma che quello [exercito] se mettesse nela citadella et lì se fortificasse).58 Δύο μέρες αργότερα (στις 24 Μαΐου) ο Κορνέρ και ο Αντρέα Γκρίττι, ο συνάδελφός του στο πεδίο, έγραφαν στον δόγη και τη Γερουσία ότι ο στρατός είχε καταστεί αναποτελεσματικός και ατίθασος, λόγω τής αποτυχίας τού Ορσίνι να ασκήσει την απαραίτητη ηγεσία.59 Σε κάθε περίπτωση η Βερόνα έπρεπε να κρατηθεί. Οι πολίτες ή οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν από καιρό νομιμόφρονες απέναντι στη Δημοκρατία και οι παραχωρήσεις είχαν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίες από τον εξαναγκασμό. Στις 25 Μαΐου λοιπόν η Γερουσία ψήφισε τη διαρκή απαλλαγή των Βερονέζων από τον φόρο στο αλεύρι (el datio dela maxena).60 Aυτό δεν βοήθησε. Η Βερόνα είχε χαθεί μέχρι τις 2 Ιουνίου, ενώ την επόμενη μέρα η Γερουσία αποφάσισε να βάλει στρατεύματα μέσα στην Πάδουα με εξαπάτηση και εξαναγκασμό.61 Οι φιλο-αυτοκρατορικοί εισήλθαν στη Βιτσέντσα, υποβάλλοντας την πόλη σε άλωση.62 Όμως εδώ και αρκετό καιρό η Σινιορία είχε προσπαθήσει να κερδίσει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, κάνοντάς του ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις από εκείνες που είχαν γίνει στον πάπα.
Η Γερουσία είχε επιλέξει τον Δρα Αντόνιο Τζουστινιάν, ο οποίος είχε προσφάτως διατελέσει πρέσβης τής Δημοκρατίας στη Ρώμη, για να πάει στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό με προτάσεις, οι οποίες (όπως έλπιζαν) θα τον απάλλασσαν από τη συμμαχία του με τον Λουδοβίκο ΙΒ’, τον οποίο, όπως όλοι γνώριζαν, απεχθανόταν και δεν εμπιστευόταν. Στο έγγραφο τής αποστολής του, με ημερομηνία 17 Μαΐου (1509), ο Τζουστινιάν έπαιρνε την άδεια να προσφέρει στον αυτοκράτορα 200.000 φλουριά, καθώς και την επιστροφή τής Τεργέστης, τού Πορντενόνε και (αν επέμενε) ακόμη και τής Γκορίτσια, παρά το γεγονός ότι αυτή ήταν η πορεία που ακολουθούσαν οι Τούρκοι για να μπουν στο Φριούλι (per el qual se po intertenir li infideli al passar a queste parte) και την οποία μπορούσαν να υπερασπιστούν καλύτερα οι Ενετοί από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Επιπλέον, «μη θέλοντας να αφήσουμε αδοκίμαστο τίποτε από εκείνα, που θα παρακινούσαν την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα να ενωθεί και να καταλήξει σε συνεννόηση μαζί μας και να τον οδηγήσει να έρθει εσπευσμένα στην Ιταλία», ο Τζουστινιάν μπορούσε να προσθέσει στα 200.000 φλουριά τής προσφοράς τής Σινιορίας επιπλέον 50.000 φλουριά ανά έτος για περίοδο δέκα ετών, πράγμα που θα συνιστούσε πληρωμή 700.000 φλουριών, εκτός από τις άλλες σαρωτικές παραχωρήσεις τής Σινιορίας, σε αντάλλαγμα για την εγκατάλειψη από τον Μαξιμιλιανό τής συνεννόησής του με τούς Γάλλους και την είσοδό του στο πεδίο τής μάχης εναντίον τους, ως σύμμαχος τής Βενετίας.63
Καθώς ο Τζουστινιάν περίμενε στο Τρεντ για αυτοκρατορική άδεια ασφαλούς διέλευσης, που δεν ερχόταν, ο δόγης και η Γερουσία τού έγραψαν (στις 23 Μαΐου), ότι έπρεπε να καταστήσει σαφές στον Μαξιμιλιανό ότι οι Ενετοί θεωρούσαν πάντοτε τον αυτοκράτορα «ως πατέρα και προστάτη τού κράτους μας». Τού επέστρεφαν τα εδάφη που είχαν πάρει το προηγούμενο έτος, ενώ «όσο για τις άλλες εκτάσεις ενδοχώρας (terra ferma) που διατηρούμε υπήκοες στην αυτοκρατορία, από τώρα και στο εξής είμαστε έτοιμοι να τις αναγνωρίσουμε ως προερχόμενες από την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα και να τού καταβάλλουμε ένα δίκαιο και κατάλληλο ποσό κάθε χρόνο [annuo censo]». Yποτάσσονταν στην παπική προειδοποίηση (monitorium) και επέστρεφαν τις κατεχόμενες πόλεις τής Ρομάνια ενώ, όπως έγραφαν στον Τζουστινιάν, «αυτή είναι η ουσία τής νέας αποστολής, που σάς αναθέτουμε τώρα».64 Οι παλαιοί αυτοκράτορες Μπαρμπαρόσσα και Φρειδερίκος Β’ δεν θα είχαν ζητήσει περισσότερα.
Ο δούκας Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε τής Φερράρας και ο γαμπρός του, ο μαρκήσιος Φραντσέσκο Γκονζάγκα τής Μάντουα, είχαν ενταχθεί στην Ένωση τού Καμπραί εναντίον τής Βενετίας. Ο Αλφόνσο και η Σινιορία είχαν αμφισβητήσει την κατοχή τού Πολεζίνε, τής περιοχής τού Ροβίγκο μεταξύ των ποταμών Αδίγη και Πάδου. Τώρα όμως η Γερουσία ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί την προσφορά κάποιου Τζιοβάννι Αλμπέρτο ντέλλα Πίνια να διευθετήσει το θέμα τού Πολεζίνε, για να βγάλει τον δούκα τής Φερράρας από τον πόλεμο. Η Σινιορία έβλεπε τον δούκα με πατρική στοργή, όπως ενημέρωναν τον ποντεστά και τον στρατιωτικό διοικητή τού Ροβίγκο ο δόγης και η Γερουσία, ενώ ήταν έτοιμη να υιοθετήσει οποιαδήποτε λογική ρύθμιση (per venir ad ogni conveniente assetamento circa dicto Polexene) που θα ικανοποιούσε τούς Έστε τής Φερράρας.65
Η Σινιορία δεν άφησε αδοκίμαστο κανένα δρόμο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ειρήνη. Μπορεί να φαίνεται απελπιστικό, αλλά στις 30 και 31 Μαΐου (1509) σημαντική πλειοψηφία στη Γερουσία ψήφισε να στείλει τον Τζόρτζιο Κορνέρ, τον γενικό επιστάτη, στον βασιλιά τής Γαλλίας, για να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί ένα είδος ανακωχής, για να διασπάσει την ένωση εναντίον τής Βενετίας.66 Ναι, ήταν μάταιο, γιατί άραγε τι άλλο μπορούσε να προσφέρει η Βενετία στον βασιλιά τής Γαλλίας εκτός από κοινοτοπίες περί αγάπης και πίστης; Αυτός είχε ήδη το Μιλάνο και δεν χρειαζόταν σύμμαχο κατά τής Αγίας Έδρας, τής αυτοκρατορίας ή τής Ισπανίας, γιατί ο Ιούλιος, ο Μαξιμιλιανός και ο Φερδινάνδος ήσαν φίλοι του. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πώς θα άλλαζαν όλα μέσα σε τέσσερα χρόνια (όταν η Γαλλία και η Βενετία θα ήσαν σύμμαχοι), αλλά στο μεταξύ, όπως φαίνονταν από το Ριάλτο, οι προοπτικές ήσαν δυσοίωνες.
Η δεινή θέση στην οποία είχαν υποβιβάσει τη Βενετία οι σύμμαχοι τής Ένωσης τού Καμπραί σημειώνεται στις πρώτες γνωστές «πασκουϊνάδες», τούς σατιρικούς στίχους που επικολλούνταν στο άγαλμα τού λεγόμενου Πασκουΐνο, που είχε στηθεί στη Ρώμη σε μια γωνία τής Πιάτσα Ναβόνα στις αρχές τού 16ου αιώνα. Περί το έτος 1501 ο καρδινάλιος Ολιβιέρο Καράφα το είχε τοποθετήσει στη θέση του, σε μια γωνιά τού σπιτιού του, όπου ακόμη μπορεί κανείς να το δει δίπλα στο Παλάτσο Μπράσκι. Πιστεύοντας ότι επρόκειτο για σπασμένο άγαλμα τού Ηρακλή, οι άνθρωποι τής εποχής το ονόμασαν Πασκουΐνο ή Πασκουΐλλο από το όνομα δηκτικού σχολάρχη τού προηγούμενου αιώνα. Κάθε χρόνο, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μάρκου τού Ευαγγελιστή (25 Απριλίου) επικολλούνταν «πασκουϊνάδες» πάνω ή κοντά στο άγαλμα. Ο Ιούλιος Β’ είχε προφανώς την πρόθεση να εκδοθεί η δική του Προειδοποίηση κατά των Ενετών (Monitorium contra Venetos) ανήμερα τού Αγίου Μάρκου, αν και, όπως είδαμε, εκδόθηκε δύο μέρες αργότερα. (Είναι βέβαια περιττό να σημειωθεί ότι ο Άγιος Μάρκος ήταν ο προστάτης άγιος τής Βενετίας.) Σε κάθε περίπτωση η πρώτη δημοσιευμένη συλλογή τέτοιων ποιημάτων εμφανίστηκε τότε (το 1509) και τυπώθηκε πιθανώς από τον ίδιο Τζάκοπο Μαζόκκι, που εκτύπωσε 600 αντίγραφα τής Προειδοποίησης (Monitorium) για τον πάπα Ιούλιο. Άγνωστοι σατιρικοί όχι μικρού ταλέντου παρατηρούσαν τώρα την τραγωδία των ενωμένων όπλων τής χριστιανοσύνης, που στρέφονταν κατά των Ενετών και όχι των Τούρκων. Στη δεύτερη έκδοση των «πασκουϊνάδων» το 1510 κάποιος ποιητής ταύτιζε τον Ηρακλή με τον πάπα και τη Λερναία Ύδρα με τη Ρώμη των επτά λόφων, ενώ κάποιος άλλος επίσης έβλεπε τον Ιούλιο ως Ηρακλή, αλλά ταύτιζε την Ύδρα με τον Τούρκο. Όμως είναι σχεδόν εκπληκτικό ότι οι «πασκουϊνάδες» δεν περιέχουν περισσότερες εκφράσεις συμπάθειας για τούς Ενετούς, πράγμα που μπορεί ίσως να εξηγηθεί είτε από τη γενική δυσαρέσκεια εναντίον τους κατά τη διάρκεια εκείνης τής περιόδου ή από την απροθυμία τού Ρωμαίου τυπογράφου Τζάκοπο Μαζόκκι να χάσει την πελατεία ή να προκαλέσει την οργή τού οξύθυμου Ιουλίου Β’.67
Στις αρχές Ιουνίου 1509 η Ενετική Σινιορία υπέκυψε στην απαίτηση τού Ιουλίου Β’, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να τον υπηρετούν στη Ρώμη έξι (και όχι δύο) απεσταλμένοι. Στις 5 τού μηνός ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν έγραψε στον πάπα «με κάθε ταπεινότητα και ευλάβεια, για να δηλώσουμε την πιο ευλαβή υπακοή μας και την πιο υποχωρητική καρδιά απέναντι στην Αγιότητά σας». Η Βενετία είχε επιστρέψει τις πόλεις και τα άλλα μέρη τής Ρομάνια. Ο Λορεντάν ζητούσε επιείκεια και υπενθύμιζε πόσο αίμα και χρυσάφι είχαν διαθέσει οι Ενετοί εναντίον των Τούρκων: «… το ίδιο χέρι που προκάλεσε αυτή την πληγή [πάνω μας] ας εφαρμόσει τώρα τη συνταγή επούλωσης. … Ας πάψουν πια να χρησιμοποιούνται χριστιανικά όπλα εναντίον χριστιανών…».68 Η Γερουσία προσπαθούσε με κάθε τρόπο για την άρση των εκκλησιαστικών μομφών, «οι οποίες βαραίνουν πιο έντονα επί τής Σινιορίας μας απ’ όσο φαντάζεται κανείς και κάνουν τον πόλεμο πιο αποτελεσματικό απ’ ό,τι οι δυνάμεις όλων των εχθρών μας». Οι έξι απεσταλμένοι εξελέγησαν στις 6 Ιουνίου και ήσαν οι Πάολο Καπέλλο, Λεονάρντο Μοτσενίγκο, Πάολο Πιζάνι, Τζιρολάμο Ντονάτο (Ντονά), Ντομένικο Τρεβιζάν και Αλβίζε Μαλιπιέρο.69 Τριάντα μήνες αργότερα, όπως είδαμε, ο Ντομένικο Τρεβιζάν θα στελνόταν σε αξιοσημείωτη αποστολή στον σουλτάνο τής Αιγύπτου.
Στις 16 Ιουνίου έφτασε στη Βενετία η είδηση ότι ο πάπας φαινόταν πρόθυμος να πάνε οι απεσταλμένοι στη Ρώμη.70 Αναχώρησαν στις 20 τού μηνός71 και έφτασαν στη Ρώμη το βράδυ τής 2ας Ιουλίου. Τούς υποδέχθηκαν οι φαμίλιες των δύο Ενετών καρδιναλίων Γκριμάνι και Κορνέρ, καθώς και ο Αντόνιο Γκριμάνι, ο εξόριστος ναύαρχος, από τον οποίο η ενετική απαγόρευση είχε αρθεί τον Ιούνιο. Ο Αντόνιο είχε κριθεί υπεύθυνος για την απώλεια τής Ναυπάκτου (στα τέλη Αυγούστου 1499). Αρχικά (τον Ιούνιο τού 1500) εξορίστηκε στο νησί Κέρσο (Κρες) στο Κουαρνάρο τής Αδριατικής, ενώ στη συνέχεια μετακινήθηκε στη Ρώμη. Ήταν ο πατέρας τού λογίου καρδινάλιου Ντομένικο, ο οποίος είχε εργαστεί σκληρά για μια σχεδόν δεκαετία, προς το συμφέρον τής Βενετίας και τού πατέρα του. Τελικά, στις σκοτεινές ημέρες μιας ήττας μεγαλύτερης από εκείνη που είχε προκαλέσει ο ίδιος, επιτράπηκε στον Αντόνιο Γκριμάνι να επιστρέψει στην πατρίδα του. Όντας αφορισμένοι, οι Ενετοί απεσταλμένοι δεν είχαν πρόσβαση στον πάπα, αλλά πήραν εντολή να συγκεντρωθούν στο παλάτι τού καρδινάλιου Ολιβιέρο Καράφα, κοντά στην Πιάτσα Ναβόνα, για να εξηγήσουν την έκταση τής αποστολής τους. Τον Καράφα θα συνόδευε ο Ραφφαέλε Ριάριο, καρδινάλιος τού Αγίου Γεωργίου, καθώς και δύο ιεράρχες τού παπικού ταμείου. Διαπιστώθηκε ότι οι απεσταλμένοι τού δόγη δεν είχαν επαρκή εξουσιοδότηση για τη διαπραγμάτευση και επιπλέον η χορήγηση τής άφεσης στους Ενετούς παρουσίαζε κάποια σύνθετα προβλήματα κανονικού δικαίου.72
Η σταυροφορία συζητήθηκε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο το πρωί τής 6ης Ιουλίου (1509). Επιστολές από τον Φερδινάνδο τον Καθολικό και τον νεαρό Ερρίκο Η’ τής Αγγλίας υπόσχονταν διφορούμενη υποστήριξη για μια επιχείρηση, η οποία, όπως έλεγε ο Φερδινάνδος, θα ήταν επίπονη και επικίνδυνη (saria l’ impresa et difficile et periculosa), λόγω τής μεγάλης δύναμης τού Τούρκου. Μια εκστρατεία προς τα ανατολικά θα ήταν δαπανηρή και η Αγιότητά του έπρεπε πιθανώς να παράσχει βοήθεια με φόρους δεκάτης και συγχωροχάρτια. Ο Ερρίκος έπρεπε να περιμένει για τη στέψη τού και για εκείνο που θα ήταν η πρώτη συνεδρίαση τού κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του, αλλά βέβαια (όπως ο πατέρας του) ήταν υπέρ μιας εκστρατείας εναντίον τού Τούρκου.73 Οι Ενετοί βασανίζονταν από τη συζήτηση για τη σταυροφορία. Ανησυχούσαν πάντοτε για τις υπερπόντιες κτήσεις τους, αλλά προφανώς καμία αποκαλούμενη σταυροφορία δεν θα ήταν δυνατή όσο διαρκούσε ο πόλεμος τής Ένωσης τού Καμπραί. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες δαπάνες τού πολέμου, άραγε ποιος θα μπορούσε μετά να αντέξει οικονομικά τη σταυροφορία;
Στις 8 Ιουλίου οι Ενετοί απεσταλμένοι δέχθηκαν την επίσκεψη τού γραμματέα τού πάπα, τού Σιγκισμόντο ντε Κόντι, ο οποίος τούς είπε ότι ο πάπας θα καλούσε πιθανότατα κάποιον από αυτούς το ίδιο βράδυ και στις 7 μ.μ. εμφανίστηκε κάποιος Αντόνιο Σαξέτα, ζητώντας από τον Τζιρολάμο Ντονάτο να τον συνοδεύσει σε ακρόαση. Μολονότι όμως ο Ντομένικο Τρεβιζάν, επίτροπος τού Αγίου Μάρκου, ήταν ο επικεφαλής τής ενετικής αποστολής στη Ρώμη, ο Ιούλιος Β’ γνώριζε τον Ντονάτο και τον πατέρα του για πολλά χρόνια. Ο Ιούλιος ξεκίνησε απαλλάσσοντας τον Ντονάτο από όλες τις εκκλησιαστικές μομφές. Ο πάπας έκανε σαφή την πρόθεσή του να υποστηρίξει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Παρά το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο ο Ιούλιος «μίλησε ψυχρά» (me disse fredamente) όταν ο Ντονάτο ζήτησε κάποια διαπραγμάτευση των διεκδικήσεων τού Μαξιμιλιανού στο Τρεβίζο, το οποίο διατηρούσε τη νομιμοφροσύνη του απέναντι στη Βενετία, η ακρόαση κύλισε ομαλά. Το Φριούλι έπρεπε επίσης να δοθεί, «σύμφωνα με τη σύμβαση που έγινε στο Καμπραί». Ο Ιούλιος είχε ενημερωθεί ότι η Βενετία είχε στο Μέστρε στρατό όχι μεγαλύτερο από επτά χιλιάδες άνδρες. Όμως ο Κωνσταντίνος Αριανίτι είχε μόλις γράψει ότι ο Μαξιμιλιανός είχε είκοσι χιλιάδες πεζικό, έτοιμους όλους «γι’ αυτή την επιχείρηση στο Τρεβίζο» (questa impresa de Treviso). Η Βενετία θα ήταν καλύτερο να εγκαταλείψει αυτό που δεν μπορούσε να κρατήσει: «Θεωρώ βέβαιο», έλεγε ο πάπας, «ότι είτε σήμερα είτε μέσα σε δύο μέρες ο αυτοκράτορας θα είναι εκεί και ότι ίσως βρίσκεται ήδη στο Τρεβίζο!» Οι Ενετοί δεν θα έπαιρναν άφεση αμαρτιών, μέχρι να ικανοποιηθεί ο αυτοκράτορας. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο πάπας, με τη μεγάλη απέχθειά του για τούς Γάλλους, θα υποστήριζε τις διεκδικήσεις τού Μαξιμιλιανού σύμφωνα με τα «άρθρα» (capituli) τού Καμπραί, για να τον αποτρέψει από την επίτευξη ειδικής συμφωνίας με τον Λουδοβίκο ΙΒ’.74
Η επιστολή τού Τζιρολάμο Ντονάτο προς τον δόγη στις 9 Ιουλίου, η οποία περιγράφει την ακρόασή του από τον πάπα, βρίσκεται σε αντίθεση με την εγγραφή που διασώζεται στον Σανούντο, ο οποίος συνοψίζει τις επιστολές από τη Ρώμη με ημερομηνία 8 και 9 Ιουλίου. Ο Σανούντο περιγράφει τον Ιούλιο Β’ να αντιμετωπίζει θυμωμένα τον Ντονάτο, μιλώντας σε σκληρούς τόνους για την ενετική κυβέρνηση και λέγοντας ότι επιθυμούσε να δει την πλήρη εφαρμογή των άρθρων τού Καμπραί. Ο Σανούντο παρουσιάζει τον πάπα ως αποφασισμένο για «την απόλυτη καταστροφή τής Βενετίας και τού ενετικού ονόματος» (la ruina total nostra di Veniexia e dil nοme venitiano). Η Δημοκρατία έπρεπε να παραδώσει το Τρεβίζο και το Ούντινε στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό και να μη φιλοδοξεί σε κτήσεις στην ενδοχώρα. Εφεξής η κυβέρνηση δεν έπρεπε να αναλαμβάνει να χορηγεί εκκλησιαστικά επιδόματα ούτε να επιβάλει φόρους δέκατης στους ιερείς. Όλα τα χριστιανικά πλοία έπρεπε να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην Αδριατική (che tutti possi navegar in colpho). Τέλος η Βενετία έπρεπε να ετοιμάσει στόλο για υπηρεσία κατά των Τούρκων, υπό τις εντολές τού πάπα, ενώ αν δεν συμμορφωνόταν με οποιονδήποτε από αυτούς τούς όρους, ο πάπας έλεγε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να άρει την ποινή τού αφορισμού και θα έκανε στη Βενετία όσο κακό μπορούσε. Όταν ο Ντονάτο προσπάθησε να ηρεμήσει τον παπικό θυμό (σύμφωνα με την αναφορά στον Σανούντο), η Αγιότητά του έγινε πιο έξαλλος. Ο Ντονάτο είπε ότι θα συζητούσε τούς όρους τού πάπα με τούς συναδέλφους του απεσταλμένους και θα έγραφε στη Βενετία για οδηγίες. Τέτοια ήσαν, κατά τη γνώμη των απεσταλμένων «τα διεφθαρμένα και κακά σχέδια τού πάπα». Όταν διαβάστηκαν οι επιστολές τους ενώπιον τής Γερουσίας, οι παρευρισκόμενοι θύμωσαν και αγανάκτησαν. Προφανώς ο πάπας δεν θα ήταν ικανοποιημένος με τίποτε λιγότερο από την πλήρη καταστροφή τής Βενετίας. Ο Λορέντσο Λορεντάν, ένας από τούς γιους τού δόγη, είπε δημόσια ότι η Γαληνοτάτη θα έστελνε πενήντα απεσταλμένους στον άρχοντα Τούρκο πριν υποκύψει στις απαιτήσεις τού πάπα.75
Λίγες ημέρες αργότερα η Σινιορία έλαβε επιστολή από τον Αντρέα Φόσκολο, τον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ, που υπογράμμιζε την καλή διάθεση τής Πύλης απέναντι στη Δημοκρατία, εκφράζοντας λύπη για την πρόσφατη ατυχή τροπή των γεγονότων και «προσφέροντας κάθε βοήθεια». Η Ενετική Γερουσία και το Συμβούλιο των Δέκα αποφάσισαν κρυφά να στείλουν σε απάντηση μια καλή επιστολή (una bona letera). Γίνονταν επίσης σχέδια να σταλεί πρεσβεία στους εκλέκτορες και στις ελεύθερες πόλεις τής Γερμανίας, «υπενθυμίζοντας αυτά που είχε κάνει η Δημοκρατία για περισσότερο από χίλια χρόνια για την υπεράσπιση τής χριστιανικής πίστης, καθώς και τη μεγάλη δαπάνη [με την οποία είχε επιβαρυνθεί] για την υπεράσπιση τής Εκκλησίας, αλλά τώρα ο πάπας, ο βασιλιάς των Ρωμαίων, ο βασιλιάς τής Γαλλίας και ο βασιλιάς τής Ισπανίας έχουν συνάψει ολέθριες συμφωνίες (capitoli) στο Καμπραί, [σχεδιασμένες] για την καταστροφή ολόκληρου τού κράτους μας…».76 Παρά το γεγονός ότι οι καρδινάλιοι Καράφα και Ριάριο ήσαν τής γνώμης ότι η Βενετία δεν έπρεπε να παραδώσει το Τρεβίζο και το Φριούλι, εκτός αν αποδεικνυόταν αδύνατο να τα κρατήσει, φαινόταν να συμφωνούν όλοι ότι ο πάπας ήταν πάνω απ’ όλα επίφοβος για την πρόκληση μυστικής συμφωνίας μεταξύ Μαξιμιλιανού και Λουδοβίκου ΙΒ’. Όμως οι Ενετοί απεσταλμένοι έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι ο Ιούλιος Β’ δεν θα επέτρεπε στα γαλλικά και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα να πολιορκήσουν τη Βενετία, «ενώ τής ίδιας άποψης είναι και ο βασιλιάς τής Ισπανίας» (et de questa opinione era anche el Re di Spagna).77
Ο βασιλιάς τής Ισπανίας ισχυριζόταν ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για σταυροφορία εναντίον των Τούρκων παρά για πόλεμο κατά τής Βενετίας, παρά τη συμμετοχή του στην Ένωση τού Καμπραί. Στις 17 Ιουλίου οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Ρώμη έγραφαν στον δόγη ότι ο Φερδινάνδος ο Καθολικός είχε γράψει στον πρεσβευτή του από το Βαγιαδολίδ στις 5 τού μηνός, για να καταστήσει σαφή στον πάπα τη σταθερότατη πρότασή του (constantissimo proposito) να ξεκινήσει τη σταυροφορία και για αυτόν τον σκοπό η μεγαλειότητά του προγραμμάτιζε να έρθει στη Νάπολη. Ο Φερδινάνδος έδινε εντολή στον πρεσβευτή του να ζητήσει από τον πάπα να τού δώσει αυτό το δικαίωμα προκειμένου να προχωρήσει στις απαραίτητες προετοιμασίες, να επιβάλει δύο φόρους δεκάτης στον κλήρο, καθώς και τον φόρο σταυροφορίας (cruciata) σε ολόκληρη την επικράτειά του. Ο Ιούλιος συγκέντρωσε τούς περισσότερους από τούς καρδινάλιους στο Μπελβεντέρε για να εξετάσουν το ζήτημα τής πρόσκλησης τού Λουδοβίκου ΙΒ’ και τού Μαξιμιλιανού να ενταχθούν στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση, αν και ο ίδιος διατηρούσε κάποια ανησυχία με την παρουσία τού βασιλιά τής Ισπανίας στη Νάπολη, ενώ οι βασιλικοί του σύμμαχοι βρίσκονταν στη βόρεια Ιταλία. Όμως περαιτέρω εξέταση οδήγησε τον Ιούλιο να υποθέσει ότι αν ο Φερδινάνδος ερχόταν πραγματικά στη Νάπολη, αυτό θα οφειλόταν στην έλλειψη εμπιστοσύνης του για τούς Γάλλους, εξέλιξη η οποία μπορούσε μόνο να οδηγήσει σε πλεονέκτημα τού ίδιου τού πάπα.78
Ο πάπας ανέμενε ότι το σύμφωνο μεταξύ Λουδοβίκου ΙΒ’ και Μαξιμιλιανού σύντομα θα διαλυόταν και για να βοηθήσει τη διαδικασία επέμενε, σε άλλη συζήτηση με τον Τζιρολάμο Ντονάτο στις 18 Ιουλίου, να εκχωρήσουν οι Ενετοί το Τρεβίζο στον Μαξιμιλιανό. Ο Κωνσταντίνος Αριανίτι είχε γράψει από την Τσιτταντέλλα ότι οι αυτοκρατορικές δυνάμεις είχαν μόλις καταλάβει το Τσιβιντάλε ντελ Φριούλι και συγκεντρώνονταν για επίθεση εναντίον τού Τρεβίζο. Ο Ιούλιος θεωρούσε ότι ήταν ανόητο να ερεθίζουν περαιτέρω τον αυτοκράτορα και προσπάθησε να πείσει τον Ντονάτο και τον καρδινάλιο Γκριμάνι, που ήταν παρών στην ακρόαση, να συναινέσουν στην αυτοκρατορική απαίτηση και να αποχωριστούν το Τρεβίζο. Ο Ιούλιος έλπιζε να επιβάλει συμφιλίωση ανάμεσα στη Βενετία και τον αυτοκράτορα. Αν οι Ενετοί εγκατέλειπαν το Τρεβίζο, σύντομα θα υπήρχε έριδα μεταξύ «αυτών των βασιλέων, δηλαδή τής Γαλλίας και των Ρωμαίων» (questi do Re, zoè Franza et Romani). Ο Γκριμάνι στράφηκε προς τον Ντονάτο για την ενετική απάντηση προς τον πάπα. Ο απεσταλμένος είπε ότι θα ήταν δύσκολο να επέλθει η παράδοση τού Τρεβίζο, ακόμη και αν οι απεσταλμένοι προέτρεπαν τον δόγη γι’ αυτό, γιατί ήταν δύσκολο να είναι πειστικοί σε μια Γερουσία και μια δημοκρατία, «όπου υπάρχει ποικιλία απόψεων» (dove sono varietà de opinione). Ο πάπας συμφώνησε να βοηθήσει τον Μαξιμιλιανό και τούς Ενετούς να φτάσουν σε κάποια συμφωνία για το Τρεβίζο, την οποία ο τελευταίος θα συνέχιζε ενδεχομένως να κατέχει ως αυτοκρατορικό φέουδο. Η συμφωνία θα ρυθμιζόταν πιο εύκολα, αν ο δόγης υποσχόταν να συμμετάσχει στη σταυροφορία, δεδομένου ότι ο πάπας θα μπορούσε έτσι να παρέμβει με «καλύτερο χρώμα» (color meglio).79
Ενώ ο Φερδινάνδος ο Καθολικός επιβεβαίωνε ακόμη την πρόθεσή του να αναλάβει «την επιχείρηση εναντίον τού Τούρκου» (l’ impresa contra el Turco), ο Λουδοβίκος ΙΒ’ πληροφορούσε τον καρδινάλιο Aλιντόζι στο Μιλάνο ότι ήταν επίσης ευνοϊκά διακείμενος στην ιδέα τής μετάβασης σε σταυροφορία κατά των Τούρκων, «αλλά ότι η σκέψη του ήταν να ολοκληρώσει την καταστροφή των Ενετών, έτσι ώστε να μη μπορούν σε κάποια άλλη στιγμή να προκαλέσουν ζημιά ούτε στην Αγιότητά του ούτε σε άλλους…».80 Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 23 Ιουλίου ο Ιούλιος Β’ διακήρυξε ότι ήταν έτοιμος να χορηγήσει στον Λουδοβίκο φόρο δεκάτης στο βασίλειο τής Γαλλίας και στο δουκάτο τού Μιλάνου, αν επρόκειτο να πάει σε σταυροφορία.81 Θα άξιζε τον κόπο να τον βγάλει από την Ιταλία.
Ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στους έξι απεσταλμένους στη Ρώμη στις 17 Ιουλίου (1509), ότι δεν αισθάνονταν βάρος στη συνείδησή τους ότι είχαν προσβάλει την Αγιότητά του ή ότι είχαν αντιταχθεί στην Αποστολική Έδρα. Είχαν υπακούσει κάθε γράμμα τού νόμου που προβλεπόταν στην Προειδοποίηση (Μonitorium), είχαν παραδώσει το Ρίμινι, τη Φαέντσα, και αρκετά άλλα μέρη και είχαν δείξει στην Αγιότητά του κάθε σημάδι ταπείνωσης. Είχαν υποταγεί στην παπική επιθυμία και έστειλαν την πρεσβεία στη Ρώμη. Δεν έπρεπε να υπάρχει καμία δυσκολία για την άρση των μομφών τού πάπα επί τής Βενετίας, γιατί «είναι κανόνας τού Κυρίου, ότι οι εκπρόσωποι τού Χριστού, εκείνους που πραγματικά αμαρτάνουν όχι μία, αλλά πολλές φορές, τούς συγχωρούν διπλά όταν ταπεινώνονται» (essendo dominico precepto che i vicarii de Christo a quelli che effectualmente peccano non una ma infinite volte et se humiliano, debino perdonare), αν και δεν υπήρχε πια ο παραμικρός λόγος γι’ αυτό. Οι επιστολές τής Σινιορίας προς την Αγιότητά του είχαν περιφρονηθεί και, κατά πάσα πιθανότητα χωρίς παπική άδεια, είχαν τυπωθεί και αποσταλεί σε ολόκληρο τον κόσμο «με ψεύτικες προσθήκες και με ύβρεις τόσο ονειδιστικές, που είμαστε βέβαιοι ότι είναι αντιπαθητικές σε όλους, όσο κακοπροαίρετες κι αν είναι αυτές προς εμάς».82
Αργότερα την ίδια μέρα, στις 17 Ιουλίου, ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν μια πιο χαρούμενη επιστολή στους απεσταλμένους τους στη Ρώμη. Ήταν η μέρα τής γιορτής τής Αγίας Μαρίνας, μια μέρα που θα θυμούνταν για καιρό στη Βενετία, γιατί εκείνο το πρωί ο γενικός επιστάτης (provveditore generale) Αντρέα Γκρίττι είχε μπει στην Πάδουα «με τόσο μεγάλη επιδοκιμασία, αγαλλίαση και ικανοποίηση, που δεν μπορούμε να σάς περιγράψουμε». Οι απεσταλμένοι έπρεπε να ενημερώσουν την Αγιότητά του για αυτή τη σημαντική επιτυχία. Η Γερουσία ήταν βέβαιη ότι ο Ιούλιος θα ικανοποιούνταν με τα νέα, γιατί όλες οι χερσαίες και ναυτικές κτήσεις τής Δημοκρατίας βρίσκονταν στη διάθεση τής Αποστολικής Έδρας.83 Οι πολίτες είχαν παραδοθεί στους φιλο-αυτοκρατορικούς στις 5 Ιουνίου για να γλυτώσουν από την απειλή «πυρός και σιδήρου» που θα συνεπαγόταν η μη συμμόρφωσή τους.84
Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν κρατήσει την Πάδουα για σαρανταδύο μέρες και κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί στη Βενετία, επειδή απαγορευόταν η εξαγωγή σιτηρών από την περιοχή τής Πάδουας (Παντοβάνο) προς τη λιμνοθάλασσα. Πολλά μέλη τής Γερουσίας πίεζαν την κυβέρνηση για ανάληψη δράσης, από φόβο μήπως χάσουν τα κτήματα και τις επαύλεις τους στην ύπαιθρο τής Πάδουας. Η ανάκτηση τής πόλης από τούς Ενετούς σηματοδοτούσε καμπή τού πολέμου. Από τότε και μετά, για αιώνες, ο δόγης πήγαινε με πομπή στις 17 Ιουλίου στο εκκλησάκι στο Κάμπο Σάντα Μαρίνα, για να γιορτάσει την ανάκτηση από τη Δημοκρατία τής Πάδουας, η οποία δεν επρόκειτο να χαθεί ξανά.85
Δεν είχε καλά-καλά ανακτηθεί η Πάδουα, όταν και η Βιτσέντσα πρόσφερε την υποταγή της στον Αντρέα Γκρίττι86 (αλλά η προσεκτική Σινιορία δεν έστειλε στρατεύματα στη Βιτσέντσα μέχρι τις 14 Νοεμβρίου). Μία βδομάδα μετά την ανάκτηση τής Πάδουας ο Τζιρολάμο Ντονάτο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι ο Ιούλιος Β’ φαινόταν ακόμη ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στη Βενετία, «υπό τον όρο ότι αυτή η πρόσφατη αναστάτωση (novità) στην Πάδουα δεν θα διαταράξει τα πάντα». Ο Ντονάτο προέτρεπε την Αγιότητά του να προσπαθήσει να πείσει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό «να καταλήξει σε καλή συμφωνία με εμάς» (ad venir ad un bon accordo cum nui), προειδοποιώντας τον ότι είχε ανοιχτεί ένα μεγάλο τείχος στην ιταλική άμυνα κατά των Γερμανών, καθώς και των Γάλλων. Όταν ο Ντονάτο τού διάβασε την επιστολή τού δόγη τής 17ης Ιουλίου για την ενετική επιτυχία στην Πάδουα, ο πάπας είπε ότι ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Aλιντόζι τού είχε ήδη γράψει από το Μιλάνο.
Ο Aλιντόζι ανέφερε ότι ο φιλο-αυτοκρατορικός εκπρόσωπος Αντρέα ντα Μπόργκο είχε πάει αμέσως στον Λουδοβίκο ΙΒ’, ζητώντας βοήθεια για τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα. Ο Λουδοβίκος είχε στείλει τον Ζακ ντε Σαμπάν, άρχοντα τού λα-Παλίς, στρατάρχη τής Γαλλίας, με στρατεύματα για την υποστήριξη των φιλο-αυτοκρατορικών, ενώ είχε απαλλάξει τον μαρκήσιο Φραντσέσκο Γκονζάγκα τής Μάντουας και τον Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας «για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για τον σκοπό αυτό». Είχε επίσης υποσχεθεί ότι, αν χρειαζόταν, θα έστελνε τούς Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο και Λουί ντε λα Τρεμουίγ, προσθέτοντας ότι ο πάπας δεν έπρεπε να απογοητεύσει τον αυτοκρατορικό του σύμμαχο. Όμως ο Iούλιος είπε στον Ντονάτο, «δεν έχω καμία πρόθεση να γίνω ιερέας των Γάλλων» (Ιo non voglio esser capellan de Francesi).87
O Μαξιμιλιανός όμως αρνιόταν να συμφιλιωθεί με τη Σινιορία, πίεζε τον πάπα για τούς διακόσιους πάνοπλους άνδρες που είχε υποσχεθεί να στείλει και αντιτασσόταν έντονα στην άρση των ποινών αφορισμού, μέχρι να παραδώσουν οι Ενετοί όλα τα εδάφη, στα οποία είχαν διεκδικήσεις οι Αψβούργοι. Ο Ιούλιος θεωρούσε ότι ο Μαξιμιλιανός δεν ήταν συνετός, ενώ ήταν και αγνώμονας προς την Αγία Έδρα. Εξαγριώθηκε επίσης με τούς Ενετούς, όπως έγραφαν οι απεσταλμένοι στη Ρώμη στον δόγη Λορεντάν, «γιατί αυτές οι κινήσεις που κάνετε εναντίον τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας [δηλαδή η ανάκτηση τής Πάδουα] θα προκαλέσουν την ολοκληρωτική καταστροφή τής εκλαμπροτάτης Σινιορίας σας» (che questi movimenti facti contra la cesarea Maesta serano causa de la total ruina de la illustrissima Signoria vostra). Ήταν σαφές για τον Ιούλιο ότι οι δίδυμοι κίνδυνοι για τη Ρώμη ήσαν «η τρομερή δύναμη των Γάλλων και η πρόθεση τού καρδινάλιου τής Ρουέν (ντ’ Αμπουάζ)» (la potentia de Franza formidabile et la intention del Rhoano).88
Η ανακατάληψη τής Πάδουας από τον Αντρέα Γκρίττι υπήρξε αφετηρία έξι μηνών στρατιωτικών ελιγμών, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ενετικές δυνάμεις ανέκτησαν τη Βιτσέντσα και μεγάλο μέρος τής ενδοχώρας (terra ferma) που είχε χάσει η Δημοκρατία μετά το Αγκναντέλλο. Ήδη από τις αρχές Αυγούστου ο Ιούλιος Β’ κατηγορούσε τη Σινιορία ότι τον παραπλανούσε και η καχυποψία του για τη Βενετία ξαναζωντάνεψε μέρος τής μοχθηρίας του. Καθώς ο δόγης έβλεπε την καταστροφή να αρχίζει να υποχωρεί, γινόταν λιγότερο δουλοπρεπής προς τον πάπα, ο οποίος είπε στον καρδινάλιο Γκριμάνι, «δεν φοβόμαστε τον βασιλιά τής Γαλλίας, αλλά εσάς». Ο Ιούλιος διαβεβαίωνε τον Λουδοβίκο ΙΒ’ για την αποφασιστικότητά του να τηρήσει τα άρθρα τής Ένωσης τού Καμπραί.89
Στις 7 Αυγούστου οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Ρώμη έγραφαν στον δόγη ότι ο πάπας δεν ήταν πρόθυμος να υποδεχτεί κανέναν από αυτούς, φοβούμενος μην προσβάλει τον Μαξιμιλιανό ακόμη περισσότερο. Ο αυτοκράτορας ήταν αρκετά στενοχωρημένος. Αν και ο Λουδοβίκος ΙΒ’, τού οποίου η ασθένεια τον κρατούσε στο Μιλάνο, είχε στείλει στον Μαξιμιλιανό πεντακόσιους λογχοφόρους υπό τον ντε λα Παλίς για υπηρεσία στην περιοχή τής Βερόνα, ο Μαξιμιλιανός είχε φύγει σκυθρωπός στο Τρεντ. Σε κάθε περίπτωση ο Λουδοβίκος δεν έδειχνε έντονη επιθυμία να βοηθήσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Ο Φερδινάνδος ενδιαφερόταν ακόμη λιγότερο. Είχε αφήσει να φύγουν οι μισθοφόροι που είχε στο βασίλειο τής Νάπολης, πολλοί από τούς οποίους είχαν μπει προφανώς στην υπηρεσία τής Βενετίας. Ο πάπας είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στον ασταθή Μαξιμιλιανό, τού οποίου η θέση στην Ένωση φαινόταν ότι είχε φτάσει στο σημείο να γίνεται αφόρητη και ταπεινωτική. Παρ’ όλα αυτά ο Ιούλιος φαινόταν να φοβάται ότι ο Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ και οι Γάλλοι ίσως εύρισκαν στον Μαξιμιλιανό έναν αντι-παπικό σύμμαχο.90
Έφτασαν τότε στη Βενετία και στη Ρώμη τα νέα τής σύλληψης τού Φραντσέσκο Γκονζάγκα, μαρκησίου τής Μάντουα, ο οποίος είχε απρόσεκτα προωθηθεί πάρα πολύ μέσα στο ενετικό έδαφος, ακολουθούμενος από πολύ λίγους.91 Τα νέα ήσαν τόσο ενθαρρυντικά για τούς Ενετούς, όσο ήσαν οδυνηρά για τον πάπα. Ο Σανούντο λέει ότι ο Ιούλιος πέταξε κάτω με θυμό τον σκούφο του (biretta) μαθαίνοντας για τη σύλληψη τού Γκονζάγκα.92 Η τύχη, μοιράζοντας τα χαρτιά, είχε δώσει στους Ενετούς άσσο. Εκείνοι ήξεραν πώς να παίξουν ένα καλό φύλλο. Οι Ενετοί γλεντούσαν την καλή τύχη, αλλά, αντίθετα με τον Μακιαβέλλι, θα πετύχαιναν ατυχία. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ πρότεινε να συλληφθούν και να κρατηθούν οι απεσταλμένοι και άλλοι Ενετοί σε παπικό έδαφος, μέχρι την απελευθέρωση τού μαρκησίου τής Μάντουα. Λεγόταν ότι ο Λουδοβίκος πρόσθετε 800 λογχοφόρους στους πεντακόσιους που είχε ήδη διαθέσει στον Μαξιμιλιανό. Επρόκειτο επίσης να στείλει επιστολές στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Ισπανία και να παροτρύνει για τη σύλληψη όλων των Ενετών και την κατάσχεση των περιουσιών τους, αλλά ο πάπας αρνήθηκε να συλλάβει τούς Ενετούς ή να αγγίξει τις περιουσίες τους.93
Από καιρό σε καιρό οι αναφορές των Ενετών απεσταλμένων στη Ρώμη περιλαμβάνουν ειδήσεις για τούς Τούρκους, όπως η επιστολή τους στις 17 Αυγούστου (1509), όταν πληροφορούσαν τον δόγη ότι ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου λεγόταν ότι είχε συλλάβει οκτώ τουρκικές φούστες μαζί με ό,τι βρισκόταν πάνω τους. Οι Ιωαννίτες συνέχιζαν προφανώς τότε τις φιλικές τους σχέσεις με τη Βενετία, παρά τις στενές διασυνδέσεις που είχε το Τάγμα τους με τη Γαλλία.94 Όμως η Δημοκρατία είχε έλλειψη χρημάτων και οι ενετικές υποθέσεις «δεν πήγαιναν καλά».95 Ο πόλεμος αποτελούσε στην πραγματικότητα τρομερό οικονομικό βάρος (ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των ετών 1509-1512).96 Στις 23 και 24 Αυγούστου οι απεσταλμένοι έγραφαν στον δόγη από τη Ρώμη ότι ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας είχε πια εισέλθει στην Ένωση και ήταν έτοιμος να εισβάλει στην κατεχόμενη από τούς Ενετούς Δαλματία. Ο Φερδινάνδος ο Καθολικός είχε καταλήξει σε νέα συμφωνία με τον Μαξιμιλιανό, ο οποίος (λεγόταν) ήταν πλέον διατεθειμένος να αναγνωρίσει την ισόβια αντιβασιλεία τού Φερδινάνδου στην Καστίλλη, με την προϋπόθεση ότι θα έδινε στον αρχιδούκα Κάρολο 80.000 δουκάτα το χρόνο.97 Παρά τα απειλητικά σύννεφα που σκοτείνιαζαν τον ορίζοντα, εξακολουθούσε να γίνεται συζήτηση στη Ρώμη για την «επιχείρηση εναντίον των Τούρκων» (la impresa contra Turchi), στην οποία ο πάπας ανέμενε να συμμετάσχουν και οι Ενετοί. Σε αυτό ο καρδινάλιος Γκριμάνι έδωσε την επαναλαμβανόμενη απάντηση, ότι η Γαληνοτάτη, που βρισκόταν «στα σαγόνια τού εχθρού» (faucibus hostium), μπορούσε να ενταχθεί στη σταυροφορία μόνον όταν όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες δέσμευαν τούς πόρους τους στην κοινή επιχείρηση. Ο Ιούλιος Β’ απάντησε ότι θα εξαναγκάζονταν να το κάνουν «με τις μομφές και τούς κοσμικούς βραχίονες όλων των άλλων μαζί» (cum le censure et cum le arme temporal de tuti li altri insieme). Τότε, είπε ο Γκριμάνι, η Αγιότητά του θα είχε σίγουρα τη Σινιορία με το μέρος του. Όσο για το ζήτημα τής ελεύθερης ναυσιπλοΐας στην Αδριατική, ο Γκριμάνι ζήτησε από τον πάπα να εξετάσει το θέμα καλά. Το ενετικό δικαίωμα περιπολίας στην Αδριατική είχε αναγνωριστεί επίσημα πριν από δυόμισι περίπου αιώνες, από τον πάπα Γρηγόριο Ι’ στη Σύνοδο τής Λυών, «όπως γράφει ο Μπιόντο στην ιστορία του, που είναι πολύ αξιόπιστος αφηγητής» (come scrive Biondo in la historia sua, che è fidelissimo relator). Αποτελούσε ευθύνη τής Βενετίας, συνέχισε, να κρατά τη θάλασσα καθαρή από κουρσάρους, όσο κι αν διαφωνούσαν οι Αγκωνίτες, ενώ αυτό το είχε κάνει η Βενετία με μεγάλη δαπάνη.98
Η συζήτηση δεν κόστιζε τίποτε και γι’ αυτό γινόταν αδιάκοπα. Μακροπρόθεσμα η εμμονή τού πάπα στην Ένωση τού Καμπραί θα αντιμετώπιζε αρνητική κριτική. Παρά τη γενική αντιδημοφιλία των Ενετών, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που αισθάνονταν όπως ο Πρόσπερο Κολόννα, «ότι είναι καλός Ιταλός εκείνος που θέλει να κυριαρχούν οι Ιταλοί στην Ιταλία και όχι οι βάρβαροι…» (che l’ è bon italiano et desidera che Italiani signorezino Italia et non barbari…).99 Η σταυροφορία θεωρούνταν ως μέσο για την αποκατάσταση τής ειρήνης και τής διακοπής τής προφανούς συνέχισης τής γαλλικής επιτυχίας (ο Φερδινάνδος ο Καθολικός έλεγε ότι ήταν υπέρ τής επιχείρησης), αλλά με την εκ των υστέρων γνώση μπορούμε μόνο να θεωρούμε ως κάπως γελοίες μερικές από τις συζητήσεις σχετικά με την «επιχείρηση εναντίον των απίστων» (la impresa contra infideli).100
Ενώ ο δόγης και η Γερουσία, υπηρετούμενοι καλά από τον καρδινάλιο Ντομένικο Γκριμάνι, διεξήγαγαν τον ασταμάτητο αγώνα «με κάθε δυνατή υποταγή και ευλάβεια» για να αρθούν οι παπικές μομφές που είχαν επιβληθεί στη Βενετία.101 Στις 18 Σεπτεμβρίου (1509) έγραφαν στον Αντρέα Φόσκολο, τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, καθώς και στον Νικκολό Τζουστινιάν, που βρισκόταν μαζί του ως ειδικός απεσταλμένος, ότι οι εχθροί τής Δημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένου τού Ιουλίου Β’) ήσαν πιο στενά ενωμένοι από ποτέ σε νέα ένωση. Μόλις εξάλειφαν τη Βενετία, θα περνούσαν σε επίθεση εναντίον των Τούρκων, «και για τον σκοπό αυτόν έχουν στείλει επιστολές για σταυροφορία σε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες και άρχοντες» (et per questo effecto hano mandato lettere de cruciata a tuti i principi et signori christiani), προσκαλώντας τους στα όπλα εναντίον τής Πύλης. Ο σουλτάνος έπρεπε να στρατολογήσει αμέσως δύναμη 8-10.000 Βοσνίων ιππέων, οι οποίοι θα έσπευδαν σε βοήθεια των Ενετών στο Φριούλι. Με αυτό τον τρόπο οι Τούρκοι θα εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Έπρεπε οπωσδήποτε να συγκεντρώσουν ισχυρό στρατό στην Αυλώνα (Valona). Ο σαντζακμπέης τού Μοριά είχε ήδη ενημερώσει τον Ενετό επόπτη (provveditore) τού Ναυπλίου, ότι τουρκικές δυνάμεις στη Βοσνία και το Μοριά ήσαν διαθέσιμες για ενετική υπηρεσία. Στον Μοριά μόνο, υπήρχαν 4-5.000 έντιμοι χριστιανοί (Christiani valenthomeni), που ήταν δυνατό να αξιοποιηθούν. Ο σαντζακμπέης τού Μορέως ήταν προφανώς διατεθειμένος να σπεύσει αυτοπροσώπως σε βοήθεια τής Δημοκρατίας. Επιπλέον ο σαντζακμπέης τής Αυλώνας είχε προσφέρει στον Ενετό γενικό διοικητή όχι μόνο άνδρες, αλλά «κάθε άλλη βοήθεια». Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο σουλτάνος είχε διατάξει τούς σαντζακμπέηδες να βρίσκονται σε ετοιμότητα, για να βοηθήσουν τούς Ενετούς να αποφύγουν συντριπτική ήττα.102
Η επικοινωνία αυτή με τούς Φόσκολο και Τζουστινιάν ήταν φυσικά άκρως εμπιστευτική, όπως ήταν και μια άλλη τής ίδιας ημερομηνίας, με την οποία έδιναν οδηγίες να «αφήσουν να πέσει» στην Πύλη η παρατήρηση ότι οι Φλωρεντινοί, Αγκωνίτες, Ραγουσαίοι και Γενουάτες, «που είναι υπήκοοι τού βασιλιά τής Γαλλίας και τού πάπα», υποστήριζαν τον πόλεμο και προετοιμάζονταν για τη σταυροφορία με χρήματα που έπαιρναν από το τουρκικό εμπόριο. Έτσι ο σουλτάνος χρηματοδοτούσε ενδεχομένως επίθεση εναντίον τής δικής του αυτοκρατορίας. Αλλά η Βενετία ξόδευε βαρέλια χρήματα στον πόλεμο και χρειαζόταν περισσότερα βαρέλια. Ο βαΐλος και ο απεσταλμένος έπρεπε επομένως να ζητήσουν από τον σουλτάνο να αγοράσει μάλλινα, μεταξωτά και άλλα αγαθά αξίας όχι μικρότερης των 100.000 δουκάτων, τα μισά από τα οποία θα παραδίνονταν κατά τη διάρκεια εκείνου τού έτους και τα υπόλοιπο τα 1510. Αν ο σουλτάνος ήθελε εγγύηση για τη δεύτερη παράδοση, η Γερουσία ήταν έτοιμη να καταθέσει κάποια «εξαιρετικά κοσμήματα» στην Πύλη.103
Ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν επίσης στον Τομμάζο Κονταρίνι, τον Ενετό πρόξενο στην Αλεξάνδρεια, ότι αν και βρίσκονταν σε ειρήνη με τον πάπα (πριν από το 1509) και είχαν τριετή εκεχειρία με τον αυτοκράτορα, καθώς και συμμαχία με τον βασιλιά τής Γαλλίας, οι ψεύτικοι φίλοι τους, συμπεριλαμβανομένου τού βασιλιά τής Ισπανίας, είχε ξαφνικά στραφεί εναντίον τους. Με τον αυτοκράτορα και τούς βασιλείς είχαν ενωθεί οι Γενουάτες, οι Φλωρεντινοί, οι Φερραρέζοι και οι Μαντοβάνοι σε ανίερη συμμαχία, σε «ανήκουστη συνωμοσία». Ο λόγος ήταν ότι αυτές οι δυνάμεις δεν μπορούσαν να κάνουν τη Βενετία να παραβιάσει την ειρήνη που είχε με τον σουλτάνο Βαγιαζήτ και με τον σουλτάνο Κανσούχ αλ-Γκούρι. Αφού κατέστρεφαν τη Βενετία, οι σύμμαχοι θα επιτίθεντο στα κράτη τόσο τού Οθωμανού σουλτάνου όσο και τού σουλτάνου τής Αιγύπτου. Δίνονταν στον Κονταρίνι οι θλιβερές λεπτομέρειες τού Αγκναντέλλο και τα καλά νέα τής ανάκτησης τής Πάδουας. Στην Ίζολα ντέλλα Σκάλα οι ενετικές δυνάμεις είχαν κόψει κομμάτια τα γαλλικά και μαντοβάνικα στρατεύματα και είχαν συλλάβει τον μαρκήσιο τής Μάντουα. Ο αυτοκράτορας βρισκόταν ακόμη στρατοπεδευμένος με μεγάλο στρατό μπροστά από την Πάδουα, την οποία «με τη βοήθεια τού Θεού (cum lo adiuto divino), η Σινιορία έλπιζε να υπερασπιστεί καθώς και να ανακτήσει τα εδάφη που είχε χάσει από τούς εισβολείς.
Οι Γάλλοι, οι Γενουάτες και οι Καταλανοί είχαν ετοιμάσει στόλους για να πάνε στην Ανατολική Μεσόγειο, πρώτα για να χτυπήσουν τις ενετικές κτήσεις και στη συνέχεια «να στραφούν εναντίον των υποθέσεων τού Άρχοντα Σουλτάνου» (contra le cose del Signor Soldano). Η Αίγυπτος μπορεί να βρισκόταν σε κίνδυνο, αλλά ο Ενετός ναυτικός γενικός διοικητής είχε σταλεί για να σταματήσει τούς εχθρικούς στόλους και να μην κινηθούν ανατολικά τής Σικελίας. Τώρα, πολλά από τα γαλλικά και γενουάτικα πλοία είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους για να αφοπλιστούν. Οι σύμμαχοι [του Καμπραί] ήσαν εχθροί τόσο τού σουλτάνου όσο και των Ενετών. Ο σουλτάνος έπρεπε να πάρει μέτρα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο Κονταρίνι έπρεπε να τού πει ότι μπορούσε να εξαρτάται από τη φιλία του με τη Βενετία, αλλά ο Κονταρίνι έπρεπε να το πει αυτό προφορικά, «να μη δώσει ούτε να δείξει γραπτό κείμενο σε κανένα» (non dando nè monstrando scriptura ad alcuno).104
Ενώ οι Ενετοί υπερτόνιζαν τις υπηρεσίες τους, ως πρώτη γραμμή άμυνας, προς τούς Τούρκους και τούς Μαμελούκους, ο Ιούλιος Β’ είχε προβλήματα με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ σχετικά με διορισμούς σε χηρεύουσες θέσεις επιδομάτων. Ο Ιούλιος ενημέρωνε επίσης τον Μαξιμιλιανό ότι είχε κάνει αρκετά για να τον βοηθήσει να καταλάβει την Πάδουα από τούς Ενετούς και ότι δεν θα διέθετε περαιτέρω κεφάλαια για τον σκοπό αυτόν.105 Οι Ενετοί παρέμεναν πετυχημένοι στην υπεράσπιση τής Πάδουας,106 πράγμα το οποίο κάποιες φορές καθησύχαζε τον Ιούλιο και κάποιες άλλες τον εξόργιζε. Όμως η εχθρότητά του προς τούς Γάλλους ήταν επίμονη και έδινε την εντύπωση ότι αυξανόταν. Οι Γάλλοι, έλεγε, ήσαν όλοι προδότες. Ο Σαρλ ντε Σωμόν, ο μεγάλος μάγιστρος τής Γαλλίας και κυβερνήτης τού Μιλάνου, είχε πάει στη Βερόνα, προσποιούμενος ότι θα βοηθήσει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, σύμφωνα με τον Ιούλιο, αλλά επειδή ο αυτοκράτορας τα είχε καταφέρει τόσο άσχημα στο πεδίο τής μάχης, ο Σωμόν σχεδίαζε στην πραγματικότητα να αρπάξει τη Βερόνα, τη Βιτσέντσα και όποιο άλλο μέρος μπορούσε. Αν μπορούσε να συλλάβει τον αυτοκράτορα, έλεγε ο Ιούλιος, θα το έκανε ευχαρίστως.107 Στις 26 Οκτωβρίου οι Ενετοί απεσταλμένοι έγραφαν στον δόγη ότι ο πάπας ευνοούσε τις προσπάθειες που λεγόταν ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη για τη σύναψη ανακωχής ή ειρήνης μεταξύ Μαξιμιλιανού και Δημοκρατίας. Ο Ιούλιος ήθελε να διαχωρίσει τον αυτοκράτορα από τον βασιλιά τής Γαλλίας, τού οποίου τα σχέδια επί των εκκλησιαστικών επιδομάτων ξεπερνούσε μόνο η επιθυμία του για εδάφη.108 Όταν ένας απεσταλμένος τού βασιλιά τής Ουγγαρίας, ο οποίος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί ευνοϊκούς όρους εισόδου στην Ένωση τού Καμπραί, ζήτησε από τον πάπα χρήματα «για την ανάκτηση των εδαφών τής Δαλματίας» (per recuperar le terre de la Dalmatia), ο Ιούλιος απάντησε ότι τα χρήματά του δεν ήσαν για εκείνους που πολεμούσαν εναντίον χριστιανών, αλλά μάλλον για εκείνους που θα πολεμούσαν τούς άπιστους, εναντίον των οποίων η Αγιότητά του θα δαπανούσε όχι μόνο τα χρήματά του, αλλά ακόμη και το αίμα τής ζωής του.109 Κάτω από διαφορετικές συνθήκες ο Ιούλιος Β’ ίσως ήταν ένθερμος σταυροφόρος.
Στα τέλη Οκτωβρίου ήρθαν νέα από τη Σικελία ότι στις 14 Σεπτεμβρίου είχε γίνει φοβερός σεισμός στην Ισταμπούλ, που είχε καταστρέψει μεγάλο τμήμα τού τείχους κατά μήκος τής θάλασσας, μέρος ενός μεγάλου τζαμιού και κατά πάσα πιθανότητα περίπου 4.000 σπίτια, καθώς και τον πύργο τού ταμείου και την περιοχή τού Ιπποδρόμου. Λεγόταν ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ βρισκόταν σε κατάσταση «πολύ μεγάλης ταραχής» (grandissima trepidation), αλλά δεν υπήρχε τρόπος να μάθουν στη Ρώμη αν τα νέα ήσαν πραγματικά αληθινά.110 Όμως επιστολές από την Ισταμπούλ σύντομα επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι πράγματι είχε γίνει σεισμός στην πόλη και ότι οι Τούρκοι επισκεύαζαν τις ζημιές που είχαν γίνει στα τείχη και στο ανάκτορο (σεράι).111
Αν και ήσαν διαθέσιμες ισπανικές και παπικές γαλέρες, δεν υπήρξε καμία πραγματική προετοιμασία για τη σταυροφορία. Δεν μπορούσε να υπάρξει καμία μέχρι τον τερματισμό τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί. Οι ζημιές που προκλήθηκαν από τον σεισμό στην Ισταμπούλ θα επισκευάζονταν πολύ πριν μπορέσει να φτάσει στον Βόσπορο χριστιανική ναυτική δύναμη. Ακόμη κι αν ο σεισμός είχε αποτελέσει καταστροφή για τούς Τούρκους, τα χριστιανικά κράτη, σε πόλεμο μεταξύ τους, δεν θα ήσαν σε θέση να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Είδαμε ότι ο πάπας Ιούλιος Β’ είχε εισέλθει στην Ένωση με διστακτικότητα. Το γεγονός ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ διακήρυσσε ότι είχε γίνει σύμμαχος τής Αγίας Έδρας σε καμία περίπτωση δεν μείωνε την αντιπάθεια και τον φόβο τού πάπα για τούς Γάλλους. Από τις αρχές Νοεμβρίου (1509) γίνονταν σοβαρές προσπάθειες στη Ρώμη για να διευθετηθούν οι διαφορές που είχαν οδηγήσει στον πόλεμο μεταξύ Βενετίας και Αγίας Έδρας. Η πρώτη από μια σειρά συζητήσεων των εμπλεκομένων σημαντικών θεμάτων έλαβε χώρα στις 3 Νοεμβρίου στο ανάκτορο τού καρδινάλιου Ολιβιέρο Καράφα ακριβώς έξω από την Πιάτσα Ναβόνα. Τη Σινιορία εκπροσωπούσαν ο Ντομένικο Τρεβιζάν και ο Τζιρολάμο Ντονάτο. Ο καρδινάλιος Ραφφαέλε Ριάριο ήταν επίσης παρών. Όπως και ο πάπας, ο Ριάριο ήταν ανηψιός τού Σίξτου Δ’. Ο Πιέτρο ντε Ακκόλτι από το Αρέτσο, ελεγκτής τού παπικού δικαστηρίου (Rota), που θα γινόταν σύντομα καρδινάλιος, καθώς και ο παπικός γραμματέας και ιστορικός Σιγκισμόντο ντε Κόντι, βρίσκονταν επίσης σε ετοιμότητα. Ο Ακκόλτι εξέθεσε με συνοπτικό τρόπο τα παπικά αιτήματα, εκ των οποίων τρία ήσαν πνευματικά και τέσσερα κοσμικά. Οι «πνευματικές» απαιτήσεις τού πάπα ήσαν: 1) ότι η Σινιορία έπρεπε να υποκύπτει στην παπική επιθυμία για ανάθεση επιδομάτων, 2) ότι οι εκκλησιαστικές υποθέσεις έπρεπε να εκδικάζονται από τη Ρότα στη Ρώμη και 3) ότι το κράτος δεν έπρεπε να επιβάλλει φόρους δεκάτης στον κλήρο τής ενετικής επικράτειας χωρίς την έγκριση τής Αγίας Έδρας.
Από τις κοσμικές απαιτήσεις τού πάπα η πρώτη είχε σχέση με το δουκάτο τής Φερράρας, το οποίο ήταν παπικό φέουδο. Η Βενετία είχε με τη βία αποκτήσει ορισμένα εμπορικά και δικαιοδοτικά δικαιώματα στη Φερράρα, όπου η Σινιορία διατηρούσε δικαστή (visdomino) για να προστατεύει τα συμφέροντα των υπηκόων της. Ήταν απρεπές που ένα κοσμικό κράτος κατείχε με αυτόν τον τρόπο εξουσία «στα εδάφη τής Εκκλησίας» (in le terre de la Chiesa). Οι Ενετοί είχαν κερδίσει αυτά τα δικαιώματα με πόλεμο και με πόλεμο (αν χρειαζόταν) θα αναγκάζονταν να τα εγκαταλείψουν (che quello se havea guadagnato cum guerra, cum guerra etiam se perdesse). Δεύτερον, λεγόταν ότι οι Ενετοί είχαν διαπραγματευτεί ορισμένα σύμφωνα με τούς κατοίκους τής Αγκώνας, τού Φάνο και άλλων τόπων «στα εδάφη τής Εκκλησίας», χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση τού πάπα. Αυτά τα σύμφωνα έπρεπε να ανακληθούν. Τρίτον, η Σινιορία έπρεπε να σταματήσει την τυραννία της στην Αδριατική, δήλωνε ο Ακκόλτι, «λέγοντας ότι η θάλασσα είναι ελεύθερη» (dicendo che ‘l mar era libero) και οι Ενετοί δεν έπρεπε ούτε να επιδιώκουν να κλείνουν τη θάλασσα στους Αγκωνίτες και άλλους, ούτε να προσπαθούν να εισπράττουν ναυτικά τέλη από αυτούς. Τέλος ο Ακκόλτι δήλωνε ότι ο πάπας ζητούσε «τα έσοδα των πόλεών του και τις δαπάνες τής σταυροφορίας (impresa), απαιτώντας αποζημίωση από εμάς, αλλά χωρίς να ασχοληθεί με λεπτομέρειες».112
Δεν ήταν απαραίτητο να ασχοληθεί με λεπτομέρειες, γιατί ο Ιούλιος είχε συχνά καταστήσει γνωστές τις απαιτήσεις του. Περίπου δέκα βδομάδες νωρίτερα είχε πει στον καρδινάλιο Γκριμάνι:
Αν και έχουμε πάρει πίσω τις πόλεις τής Ρομάνια, σε αποζημίωση για τα έξοδα που έχουμε υποστεί (στον πόλεμο) και για τα έσοδα που έχει εισπράξει η Σινιορία από αυτές τις πόλεις, επιμένουμε ότι, όταν αναλάβουμε τη σταυροφορία [impresa] εναντίον των Τούρκων, η εν λόγω Σινιορία, πέρα από τις γαλέρες που πρέπει να εξοπλίσει στη Βενετία, πρέπει επίσης να εξοπλίσει κατάλληλο αριθμό για λογαριασμό μας, να βάλει πληρώματα στις γαλέρες, να τα πληρώνει και να αντιμετωπίζει κάθε άλλη απαραίτητη δαπάνη. Στη συνέχεια θα ανεβάσουμε τούς διοικητές στα πλοία και οι γαλέρες θα φέρουν τα λάβαρά μας και πρέπει να μάς υπακούουν σαν να ήσαν δικές μας.113
Στις 3 Νοεμβρίου οι Τρεβιζάν και Ντονάτο παρουσίασαν μια ήπια υπεράσπιση τού ενετικού παρελθόντος και τής Σινιορίας που πάλευε με τούς συμμάχους τού Καμπραί. Οι απεσταλμένοι υποστήριξαν ότι η Δημοκρατία άξιζε κάποιες παραχωρήσεις, όπως εκείνες που τής είχε ήδη χορηγήσει ο Αλέξανδρος ΣΤ’ στο ζήτημα των φόρων δεκάτης, γιατί οι Ενετοί βρίσκονταν «πάντοτε σε πόλεμο με τούς Τούρκους», όχι μόνο για την προστασία τού δικού τους κράτους, αλλά για την ευημερία ολόκληρης τής χριστιανοσύνης. Αν δεν υπήρχαν οι ναυτικές δυνάμεις τής Δημοκρατίας, οι Τούρκοι θα πηγαινοέρχονταν και θα λεηλατούσαν, όπως ήθελαν.114
Όσο για τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, οι Ενετοί φρόντιζαν να τού υπενθυμίζουν ότι οι Γάλλοι ήσαν ο χειρότερος εχθρός των Γερμανών. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ συχνά είχε παραβιάσει τις συμφωνίες που είχε κάνει με αυτούς. Οι επιτυχίες του τον είχαν κάνει τόσο ανυπόφορα αλαζονικό, που τώρα φιλοδοξούσε σε κυριαρχία επί ολόκληρης τής Ιταλίας. Ήθελε να εκτοπίσει τον Μαξιμιλιανό ως αυτοκράτορα και να κάνει πάπα τον καρδινάλιο ντ’ Αμπουάζ. Σύμφωνα με την Ενετική Γερουσία η λύση ήταν προφανώς μια «συνεννόηση και ένωση» τής Δημοκρατίας με την Αυτοκρατορία, για να εκδιώξει τούς Γάλλους από τη βόρεια Ιταλία. Η Σινιορία έστειλε ένα «Γερμανό» όμηρο, τον Μπαρτολομμέο Φιρμιάν, ως απεσταλμένο στον αυτοκράτορα για να προσπαθήσει να τον απομακρύνει από την ασύμφορη γαλλική συμμαχία. Οι Ενετοί θα πλήρωναν το κατάλληλο «ενοίκιο» (censo) για τα αυτοκρατορικά εδάφη που κατείχαν, καθώς και για εκείνα που έλπιζαν να ανακτήσουν. Ανέμεναν ότι ο Μαξιμιλιανός, έλεγαν, θα ανακτούσε το δουκάτο τού Μιλάνου και θα ήταν ευτυχής να στείλει ή να δεχτεί κι άλλους απεσταλμένους, για να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες μιας συνομοσπονδίας.115 Όμως η αποτυχία τού Μαξιμιλιανού να ανακτήσει την Πάδουα είχε βαθύνει το μίσος του για τούς Ενετούς και δεν έβλεπε κανένα πλεονέκτημα για τον εαυτό του βοηθώντας τους ή ανακουφίζοντας την πίεση υπό την οποία τούς κρατούσε ο Λουδοβίκος. Παρ’ όλα αυτά, για να μπορέσουν να κερδίσουν τον αυτοκράτορα με το μέρος τους, ο δόγης και η Γερουσία πρόσφεραν στον Ματίας Λανγκ, τον επίσκοπο τού Γκουρκ και κύριο σύμβουλο τού Μαξιμιλιανού, δέκα χιλιάδες δουκάτα και την εξασφάλιση ετήσιου εισοδήματος επιπλέον 3-4.000 δουκάτων.116 Ο Μαξιμιλιανός διατηρούσε ακόμη τη μάταιη ιταλική εκστρατεία του στην περιοχή μεταξύ Βιτσέντσα και Βερόνας, αλλά στις 15 Νοεμβρίου (1509) η Γερουσία έγραψε στον βαΐλο τους στην Ισταμπούλ ότι «ο στρατός του έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του διαλυθεί, ενώ ο ίδιος έχει υποχωρήσει στο Τρεντ» (lo exercito suo se è in la maior parte dissolto, et la persona sua reducta a Trento).117 Αν ο αυτοκράτορας δεν αποτελούσε πια μεγάλο πρόβλημα, ο πάπας παρέμενε τέτοιο.
Η αντιμετώπιση τού οξύθυμου Ιουλίου Β’ ήταν πάντοτε δύσκολη. Όμως οι Ενετοί ανακτούσαν μέρος τής αυτοπεποίθησής τους. Όπως εξηγούσε ο Τζιρολάμο Ντονάτο στον καρδινάλιο Ριάριο, η Βενετία δεν θα υπέκυπτε στον πάπα στα ζητήματα τής Αδριατικής και τής Φερράρας, τα οποία δεν αποτελούσαν καθαυτά τμήματα τής προειδοποίησης (monitorium). Αλλά όταν στις 5 Νοεμβρίου (1509) ο καρδινάλιος Γκριμάνι ζήτησε άδεια για να επιστρέψουν πέντε από τούς έξι απεσταλμένους στην πατρίδα τους (ο Ντονάτο θα παρέμενε στη Ρώμη), ο Ιούλιος τού απάντησε ότι έδινε και στους έξι άδεια να φύγουν, αν ήθελαν. Όταν προέκυπτε και πάλι το ζήτημα τής άφεσης, αυτός θα ζητούσε όχι εξαμελή αλλά δωδεκαμελή πρεσβεία. Σύμφωνα με τον Γκριμάνι ο πάπας, ο οποίος την προηγούμενη μέρα προφανώς ήθελε να τακτοποιήσει τις διαφορές του με τη Βενετία, τώρα φαινόταν έτοιμος να οξύνει τα πράγματα.118 Παρά το γεγονός ότι ο Ιούλιος ήταν πρόθυμος να αφήσει και τούς έξι απεσταλμένους να φύγουν, δεν άφηνε τούς πέντε. Η ισχυρογνωμοσύνη του συνεχιζόταν και οι Ενετοί έδειχναν να έχουν φτάσει σε διπλωματικό αδιέξοδο. Ο πάπας κατέληξε σε συμφωνία με τούς Γάλλους σχετικά με κάποιες αμφισβητούμενες επισκοπές, ενώ συνεχίζονταν (ανεπιτυχώς) οι προσπάθειες να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση τού αποκαρδιωμένου Φραντσέσκο Γκονζάγκα από την ενετική φυλακή του.119
Στις 16 Νοεμβρίου οι απεσταλμένοι έγραψαν στον δόγη ότι ο Ιούλιος επέμενε ακόμη, ότι από τη Ρώμη θα έφευγαν ή όλοι ή κανένας τους (o tuti, o nissun) και ότι ο ίδιος δεν έδειχνε σημάδια χαλάρωσης καμιάς από τις άλλες απαιτήσεις του, παρά τις ειδήσεις που είχαν φτάσει στη Ρώμη για τουρκικές δραστηριότητες στην Κροατία. Μαζί με τις συνήθεις αναφορές των κινήσεων των Γάλλων και των φιλο-αυτοκρατορικών, οι απεσταλμένοι ενημέρωναν τον δόγη για την «ειρήνη και καλή κατανόηση» που είχε επιτευχθεί μεταξύ τού Ερρίκου Η’ τής Αγγλίας και τού Τζέημς Δ’ τής Σκωτίας. Αν και ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε προσπαθήσει να εισαγάγει τον εαυτό του στις υποθέσεις τούς ως μεσολαβητής, καμία πλευρά δεν τού είχε επιτρέψει να το κάνει.120 Υπήρχε κάποια ελπίδα στη Βενετία ότι οι Άγγλοι θα εισέρχονταν τώρα στη συμμαχία εναντίον τού Λουδοβίκου ΙΒ’, αλλά ο χρονικογράφος Τζιρολάμο Πριούλι αμφέβαλλε, δεδομένου ότι «στους Άγγλους δεν αρέσει να φεύγουν από το νησί τους, επειδή θα είναι σαν ψάρια έξω από το νερό».121
Οι Ενετοί ανησυχούσαν λιγότερο για τούς Άγγλους απ’ όσο για τούς Τούρκους. Για βδομάδες δεν είχαν υπάρξει νέα από τον βαΐλο Αντρέα Φόσκολο και τον ειδικό απεσταλμένο Νικκολό Τζουστινιάν. Στα μέσα Νοεμβρίου (1509) λοιπόν η Γερουσία έγραψε στους δύο απεσταλμένους στην Ισταμπούλ:
Παραμένουμε σε συνεχή προσδοκία παραλαβής απάντησης στις επιστολές μας τής 18ης Σεπτεμβρίου, προκειμένου να μάθουμε την πρόθεση [του άρχοντα Τούρκου] … σε σχέση με την παροχή σε εμάς τής βοήθειας που ζητήσαμε. Είμαστε έκπληκτοι με την τόσο μεγάλη καθυστέρηση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που σάς στείλαμε τις επιστολές μας σε τρία αντίτυπα με τρεις διαφορετικούς τρόπους, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα τις παραλάβετε.
Λεγόταν στους Φόσκολο και Τζουστινιάν να μην φεισθούν προσπαθειών για να πείσουν την Υψηλή Πύλη να ανταποκριθεί θετικά στην ενετική έκκληση και στη συνέχεια να μη φεισθούν δαπανών για την ενημέρωση τής Γερουσίας σχετικά με την απόφαση τού σουλτάνου. Από όλες τις περιγραφές φαινόταν πιθανό να τούς βοηθήσει (non se renderà difficile). Το γεγονός ήταν ότι η Βενετία απειλούνταν από «ένωση χριστιανών ηγεμόνων» και βεβαίως η ένωση αυτή θα αποτελούσε αργότερα τη βάση μιας σταυροφορίας εναντίον των ίδιων των Τούρκων. Η Γερουσία είχε στενοχωρηθεί μαθαίνοντας για τον σεισμό στην Ισταμπούλ, αλλά είχε ανακουφιστεί από την αναφορά ότι κανένα «αξιόλογο πρόσωπο» δεν είχε χαθεί. Ακριβώς την προηγούμενη μέρα (στις 14 Νοεμβρίου) είχε φτάσει στη Βενετία η χαρμόσυνη είδηση ότι «ο στρατός μας έχει εισέλθει στην πόλη τής Βιτσέντσα». Η Γερουσία ήταν βέβαιη ότι ο σουλτάνος και οι πασάδες θα χαίρονταν μαθαίνοντας για την ενετική νίκη, «γιατί ξέρουν πολύ καλά, πως οποιαδήποτε κι αν είναι η τύχη μας, θα την έχουμε από κοινού με τον επιφανέστατο άρχοντα [Τούρκο]».122 Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε ποιες θα ήσαν οι αντιδράσεις τού Ιουλίου Β’ στις ενετικές εκκλήσεις προς την Πύλη για βοήθεια εναντίον «της ένωσης των χριστιανών ηγεμόνων» (la liga dei principi Christiani).
Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, η Γερουσία είχε τελικά παραλάβει επιστολές από τον Φώσκολο, η τελευταία από τις οποίες είχε ημερομηνία 21 Οκτωβρίου. Είχαν σταλεί πριν φτάσουν στην Ισταμπούλ οι επιστολές τής Γερουσίας στις 15-19 Σεπτεμβρίου. Υποθέτοντας ότι ο βαΐλος και Τζουστινιάν είχαν ακολουθήσει τις οδηγίες που τούς είχαν προηγουμένως σταλεί, η Γερουσία στρεφόταν σε άλλα θέματα. Εχθροί τής Δημοκρατίας και τής Υψηλής Πύλης είχαν πει στον Βαγιαζήτ ότι «η ένωση των χριστιανών ηγεμόνων» εναντίον τής Βενετίας δεν είχε σχηματιστεί επειδή οι Ενετοί ήθελαν να διατηρήσουν ειρήνη με τούς Τούρκους, «αλλά για άλλους λόγους», ισχυρισμό τον οποίο η Γερουσία χαρακτήριζε ως απολύτως ψευδή. Οι Φόσκολο και Τζουστινιάν έπρεπε να υπενθυμίσουν στον σουλτάνο και τούς πασάδες ότι το πρώτο άρθρο τής χριστιανικής ένωσης τόνιζε την πρόθεση των συμμάχων «να βαδίσουμε εναντίον των μουσουλμάνων και κυρίως εναντίον των Τούρκων, που έχουν καταλάβει την ανατολική αυτοκρατορία» (andar contra musulmani et precipue contra Turchi, che hano occupato lo imperio oriental). Οι εχθροί τής Δημοκρατίας είχαν καταφερθεί εναντίον τής τουρκο-ενετικής ειρήνης ως εμπόδιου για τη σταυροφορία, «την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων» (la expedition contra Turchi). Ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε παραβιάσει την υπόσχεση ειρήνης και συμμαχίας που είχε δώσει στη Βενετία. Ο αυτοκράτορας είχε παραβιάσει τον επίσημο όρκο του να τηρήσει ανακωχή. Ο κύριος λόγος τους ήταν «ότι έχουμε διατηρήσει και διατηρούμε τη φιλία και την ειρήνη μας με τον επιφανέστατο άρχοντα [Τούρκο]». Ο Βαγιαζήτ και οι πασάδες θα μπορούσαν να δουν ποιος έλεγε την αλήθεια, ενώ οι Φόσκολο και Τζουστινιάν έπρεπε να πιέσουν για τις «επιδοτήσεις» που είχε ζητήσει η Γερουσία με την επιστολή στις 18 Σεπτεμβρίου, η οποία είχε σταλεί στην Ισταμπούλ σε τρία αντίτυπα. Επαναλαμβάνοντας τα προηγούμενα αιτήματά της με κάποια λεπτομέρεια, η Γερουσία ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο σαντζακμπέης τής Βοσνίας θα ήταν έτοιμος να σπεύσει σε βοήθεια τής Δημοκρατίας «σε κάθε δική μας πρόσκληση» (ad ogni nostra rechiesta) με 10.000 έφιππους άνδρες.123 Είναι λοιπόν περισσότερο από σαφές ότι η Βενετία όντως επεδίωκε τουρκική βοήθεια εναντίον των χριστιανικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί.
Οι συζητήσεις μεταξύ τού Ιουλίου και των Ενετών συνηγόρων συνεχίζονταν επί εβδομάδες. Οι Ενετοί επέμεναν ότι ο έλεγχος τους επί τής Αδριατικής (el Colpho), με τον οποίο ο Ιούλιος διαφωνούσε, δεν είχε παρεμποδίσει ούτε θα παρεμπόδιζε την εμπορική ναυτιλία. Η Αγιότητά του έπρεπε να θυμάται ότι ενετικές γαλέρες έκαναν τούς θαλάσσιους διαδρόμους ασφαλείς από κουρσάρους και κρατούσαν τούς Τούρκους στην άκρη. Το δουκάτο τής Φερράρας, το οποίο ήταν παπική αντιπροσωπεία (vicariate), αποτελούσε επίσης αιτία έριδας. Οι Ενετοί ήθελαν τον δικό τους «υπο-άρχοντα δικαστή» (visdomino) στη Φερράρα, όπου ισχυρίζονταν ότι είχαν εξωεδαφικά δικαιώματα. Αν και είχε προταθεί στη Γερουσία ότι το όνομα τού αξιωματούχου μπορούσε να αλλάξει σε «πρόξενος» (consolo), είχε δοθεί εντολή στους απεσταλμένους στη Ρώμη να αντισταθούν σε αυτό (αν ήταν δυνατό), για τη διατήρηση των δικαιωμάτων τής Δημοκρατίας στη Φερράρα.124 Οι Ενετοί είχαν γίνει λιγότερο δύσκολοι στην αντιμετώπιση και παρόλο που ο Ιούλιος παρέμενε σταθερός για τα ζητήματα τόσο τής Φερράρας όσο και τής Αδριατικής, φαινόταν πιο ήρεμος και με καλύτερη διάθεση απέναντι στη Δημοκρατία, όταν στις 7 Δεκεμβρίου (1509) είπε στον καρδινάλιο Μάρκο Κορνέρ ότι χαιρόταν με κάθε απόδειξη τής ενετικής ευημερίας και ευχόταν να γίνει μεγαλύτερη, «με την επιφύλαξη πάντοτε των υποθέσεων τής Εκκλησίας». Σε ό,τι έλεγε, ο Ιούλιος έδειχνε ότι «λίγο έπαιρνε υπόψη» τον Μαξιμιλιανό, αλλά ότι έπαιρνε πιο σοβαρά τις προσπάθειες τού Λουδοβίκου ΙΒ’ να προσλάβει έξι χιλιάδες Ελβετούς μισθοφόρους.125
Οι καρδινάλιοι Ριάριο και Τζιοβάννι Μέδικος πληροφόρησαν τούς απεσταλμένους δύο μέρες αργότερα ότι ο πάπας ήθελε να ακολουθήσει φιλο-ιταλική πορεία.126 Στις 10 Δεκεμβρίου, ύστερα από τη λειτουργία, ο Ιούλιος μίλησε με τούς Ριάριο, Κορνέρ και Τζιρολάμο Ντονάτο. Είχε λάβει επιστολή από τον Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας, έλεγε, που παρουσίαζε τις ενετικές δραστηριότητες εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι τού είχε πει ο Κορνέρ και επιβεβαίωνε ο δόγης. «Μας φαίνεται ότι κάνετε το χειρότερο που μπορείτε», τούς είπε ο Ιούλιος, «όπως θα δείτε από την επιστολή που πρέπει να σάς διαβάσω». Κατηγόρησε τούς Ενετούς ότι λεηλατούσαν τα εδάφη τής Φερράρας και κάλεσε τον Φερραρέζο πρέσβη, από τον οποίο ζήτησε να προσκομίσει την επιστολή που ήθελε να διαβαστεί. Ο πρεσβευτής δεν μπόρεσε να τη φέρει, αλλά προσφέρθηκε να αναφέρει το περιεχόμενό της. Ο πάπας τον έδιωξε φωνάζοντας να φέρει την επιστολή. Ο πρέσβης κατοικούσε κοντά στον ναό τού Αγίου Πέτρου Όταν επέστρεψε, ο πάπας έβαλε να διαβάσουν την επιστολή, εξιστορώντας τις λεηλασίες τού ενετικού στόλου στην άνω κοιλάδα τού Πάδου, πέρα από την Πολεζέλλα, μέχρι το Φικαρόλο και τη Στελλάτα (come l’ arrnata de sopra a la Pelosela havea depopulato et messo a fuoco et fiama tuto fin a Figarol et la Stelada). O Τζιοβάννι Λούκα, ο επίσκοπος τού Ρέτζιο Εμίλια, ο οποίος ήταν επίσης παρών, παρατήρησε ότι το Πολεζίνε ντι Σαν Τζιόρτζιο, το οποίο ο στόλος είχε ρημάξει, ήταν το πιο ακμάζον μέρος τής περιφέρειας Φερράρας (Φερραρέζε), η πηγή εφοδιασμού τού δουκάτου με τρόφιμα. Οι Ενετοί τα είχαν αφήσει όλα «σε απόλυτη ερήμωση». Το καλύτερο που μπορούσε ο Ντονάτο να απαντήσει, ήταν ότι οι Φερραρέζοι είχαν ερημώσει την όχι λιγότερο ακμάζουσα περιοχή τής Πάδουας «και ότι αυτή είναι η φύση των υποθέσεων τού πολέμου» (et che le cosse de la guerra era de questa natura). Περαιτέρω κατηγόρησε ότι ο δούκας τής Φερράρας και ο αδελφός του, ο καρδινάλιος Ιππόλιτο, είχαν δαπανήσει 200.000 δουκάτα προσπαθώντας να αρπάξουν την Πάδουα από τη Δημοκρατία. Αν δεν το έκανε για να τούς υποστηρίξει, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός θα είχε εγκαταλείψει την πολιορκία από την πρώτη μέρα. Ο Ιούλιος τον διέκοψε, με τον τρόπο του» (more suo) λέει ο Ντονάτο, επιμένοντας ότι οι απεσταλμένοι έπρεπε να γράψουν στον δόγη να απέχει από επιθέσεις κατά των εδαφών τού δούκα τής Φερράρας, ο οποίος ήταν υποτελής τής Αγίας Έδρας. Διαφορετικά, ανέφερε ο Ιούλιος, θα παρέμβαινε πιο αποφασιστικά ο ίδιος. Ο Ντονάτο ήταν επίμονος, αλλά ο Ιούλιος τον διέκοψε και πάλι: «Αρκετά. Με καταλάβατε!»127
Οι Ενετοί καταλάβαιναν τον Ιούλιο αρκετά καλά. Καταλάβαιναν επίσης ότι η ισορροπία δυνάμεων ήταν πιθανό να γείρει υπέρ τους. Ο Μαξιμιλιανός δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να είναι ικανοποιημένος με τούς Γάλλους, ενώ ο Φερδινάνδος ο Καθολικός αγανακτούσε με την επιτυχία και την επιδεικτικότητά τους. Οι Άγγλοι έτρεφαν «φυσικό μίσος» (odio naturale) για τούς Γάλλους. Η Αγγλία θεωρούνταν υπολογίσιμη δύναμη «τώρα που ενώθηκε με τη Σκωτία».128
Οι Ενετοί είχαν αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες τους μετά το Αγκναντέλλο με πολύ μεγαλύτερο θάρρος και επινοητικότητα απ’ ό,τι τούς αναγνωρίζει ο Μακιαβέλλι (στα Discorsi, ΙΙΙ, 31). Στην πραγματικότητα, οι Ενετοί τα είχαν πάει πολύ καλά, απολαμβάνοντας διαρκή αν και όχι θεαματική επιτυχία για τέσσερις μήνες, από την ανακατάληψη τής Πάδουας (στις 17 Ιουλίου) μέχρι εκείνη τής Βιτσέντσα (στις 14 Νοεμβρίου).129
Η παλιά υπερηφάνεια (superbia) είχε επιστρέψει. Οι Ενετοί θα μπορούσαν να είχαν πάρει τον δρόμο (και ήταν σύντομος) από τη Βιτσέντσα προς τη Βερόνα, αλλά επέμεναν να παιδεύουν τον Αλφόνσο ντ’ Έστε, τον δούκα τής Φερράρας. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί κρατούσαν την Πάδουα υπό πολιορκία από τις 10 Αυγούστου μέχρι τις 2 Οκτωβρίου.130 Ο Αλφόνσο είχε βοηθήσει τούς Γερμανούς και Γάλλους συμμάχους του με όποιον τρόπο μπορούσε στην πολιορκία τής Πάδουας. Η Σινιορία και ο ενετικός λαός ήσαν έξω φρενών μαζί του.
Η Βερόνα ήταν καλά φρουρούμενη από Γερμανούς, Ισπανούς, Γασκώνους και Ιταλούς στρατιώτες,131 που ήσαν όμως πεινασμένοι και μάλλωναν μεταξύ τους.132 Οι ενετικές δυνάμεις ήσαν απλήρωτες και όχι σε καλή κατάσταση στο Τρεβίζο, την Πάδουα και τη Βιτσέντσα,133 αλλά αν συνδυάζονταν με την ανθρώπινη δύναμη, την οποία τώρα, στα μέσα Νοεμβρίου, η Σινιορία αποφάσιζε να στείλει στον Πάδο για να πάρει εκδίκηση από τούς Έστε, θα μπορούσαν να ανακαταλάβουν τη Βερόνα, την πόλη-φρουρό ολόκληρου τού Βένετο. Η εκστρατεία τού Πάδου, η οποία (όπως είδαμε) είχε εξαγριώσει τον Ιούλιο Β’, τον είχε επίσης συμφιλιώσει με τη συμμαχία του με τη Γαλλία.
Ύστερα από ένα μήνα σκληρών επιδρομών, η εκστρατεία υπό την ηγεσία τού Ενετού γενικού διοικητή Άντζελο Τρεβιζάν υπέστη ήττα που αντιστοιχούσε με καταστροφή στις 21 και 22 Δεκεμβρίου (1509). Ο καρδινάλιος Ιππόλιτο ντ’ Έστε, που υπηρετούσε τον αδελφό του Αλφόνσο ως διοικητής, κατάφερε να θέσει το σύνολο των δεκαεπτά γαλερών τού Τρεβιζάν υπό την πλήρη ισχύ τού πυροβολικού πεδίου τής Φερράρας. Κύριος στόχος του ήταν ένδεκα γαλέρες που είχαν προσδεθεί μεταξύ τους σε απόλυτη ακινησία για να σχηματίσουν γέφυρα πάνω από τον Πάδο κοντά στην πόλη Πολεζέλλα, οκτώ ή δέκα μίλια νότια τού Ροβίγκο. Συνολικά διέφυγαν δύο από τις ενετικές γαλέρες, έξι καταστράφηκαν και εννέα συνελήφθησαν. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήσαν βαριές, αν και διέφυγαν ο Τρεβιζάν και όλοι οι διοικητές γαλερών. Το γεγονός υπενθύμισε στον Σανούντο «την άλλη φορά που κατατροπώθηκαν οι Ενετοί» (tempo di l’ altra rota),134 και σημειώνει λυπημένα: «Αυτό είναι λοιπόν. Ο στόλος μας έχει ηττηθεί και συλληφθεί στον Πάδο —από πεζούς στρατιώτες!— ένας στόλος που ο Τούρκος δεν είχε μπορέσει να πάρει με την ισχυρή αρμάδα του».135
Η άθλια αποτυχία τής εκστρατείας τού Πάδου στην Πολεζέλλα βοήθησε στην αναζωπύρωση των πολιτικών αντιπαλοτήτων και εχθροτήτων μεταξύ των Ενετών πατρικίων. Ο Άντζελο Τρεβιζάν, «κάποτε ναυτικός γενικός διοικητής» (olim capitanio general di mar), παραπέμφθηκε σε δίκη στο Μεγάλο Συμβούλιο, και (όπως ο Αντόνιο Γκριμάνι πριν από μια δεκαετία)136 κρίθηκε ένοχος για ανεπαρκή απόδοση και αμέσως εξορίστηκε, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.137 Φόβος γέμιζε τις αίθουσες τού συμβουλίου στο παλάτι των δόγηδων. Στις 29 Δεκεμβρίου οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Ρώμη έγραφαν στον δόγη Λορεντάν, ότι φυσικά ο ενετικός στόλος έπρεπε να ανακατασκευαστεί «όσο το δυνατόν ταχύτερα» για την προστασία τού κράτους. Δεν υπήρχε καλύτερη άμυνα από έναν ισχυρό στόλο, «και ακόμη περισσότερο τώρα, δεδομένου ότι ο πάπας έχει γράψει [στον Αλφόνσο ντ’ Έστε] για την επιθυμία να έχει τα κελύφη των γαλερών που κατασχέθηκαν». Οι πρέσβεις και οι Γάλλοι καρδινάλιοι έλεγαν ότι και ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ήθελε τις γαλέρες, για να τις χρησιμοποιήσει κατά των Ενετών στην Αδριατική.
Η πρώτη αντίδραση τού Ιουλίου Β’ στην ασυνήθιστη νίκη των Έστε επί τής Βενετίας ήταν εκείνη τού ενθουσιασμού, αλλά σύντομα είχε δεύτερες σκέψεις. Δεν χρειαζόταν τον ανεξάρτητο, μάλιστα επαναστατικό υποτελή του, τον δούκα Αλφόνσο. Επιπλέον, η Ιταλία ήταν τώρα περισσότερο από ποτέ εκτεθειμένη στον κίνδυνο γαλλικής κατάκτησης. Όμως αν οι Ενετοί δεν συναινούσαν στις απαιτήσεις του, ο Ιούλιος ήταν αποφασισμένος «να αφήσει το νερό να τρέξει στο αυλάκι».138 Όπως εξηγούσε ο ίδιος στον καρδινάλιο Κορνέρ και στον Τζιρολάμο Ντονάτο (την 1η Ιανουαρίου 1510), ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε υπό τον έλεγχό του τη Βερόνα καθώς και το Βαλέτζιο. Ο Μαξιμιλιανός ήταν υποχρεωμένος στον Λουδοβίκο για όλη τη βοήθεια που είχε δώσει αυτός στους φιλο-αυτοκρατορικούς στην πολιορκία τής Πάδουας, καθώς και για την υπεράσπιση τής Βερόνας, τόπο τον οποίο ο Λουδοβίκος κρατούσε «με το πρόσχημα ότι ήταν πιστωτής για τα έξοδα που έγιναν σε επιδοτήσεις για πληρωμή ανδρών για τη συντήρηση τού εν λόγω Μαξιμιλιανού» (cum prefation de esser creditor per spese facte nei subsidi de gente prestata a mantenir el dicto Maximinian).
Ο Λουδοβίκος σχεδίαζε να επιστρέψει στο Μιλάνο το Πάσχα με μεγάλο στρατό. Η Σινιορία θα ήταν ανόητη αν κοίταζε προς την Αγγλία για βοήθεια. Οι Ελβετοί δεν θα βοηθούσαν τη Βενετία λόγω τής απαγόρευσης. Ο Ιούλιος έλεγε ότι ήξερε ότι η Σινιορία είχε διαπραγματευτεί με τούς Τούρκους, αλλά ο σουλτάνος Βαγιαζήτ ήταν γέρος και άρρωστος. Αν έρχονταν οι Τούρκοι σε βοήθειά τους, όλος ο κόσμος θα στρεφόταν εναντίον τους. Η Βενετία ίσως προσπαθούσε και πάλι να καταλήξει σε συμφωνία με τον Μαξιμιλιανό, αλλά «αν κάνετε συμφωνία μαζί του πριν [σας δώσω] την άφεση», είπε ο Ιούλιος, «θα επαναλάβω την απαγόρευση όχι μόνο εναντίον σας, αλλά και εναντίον τού βασιλιά των Ρωμαίων, … και θα ενισχύσω τη συμμαχία μου με τη Γαλλία!»139
Στις αρχές Ιανουαρίου 1510 ένας Ενετός συνήγορος είχε πει στον πάπα:
Θα συμβούλευα την Αγιότητά σας να μη βυθίσετε τούς Ενετούς στην απόγνωση. Μαθαίνουμε με επιστολές από τη Χίο ότι ο Τούρκος κάνει μεγάλες προετοιμασίες για αρμάδα και στρατό. Αν κατά τύχη οι Ενετοί, στερημένοι από τη φιλία των άλλων, επιλέξουν αυτή την οδό και τοποθετήσουν 10.000 Τούρκους ιππείς στην παραλία στην Αγκώνα ή αλλού στην ακτή, θα κάνουν τεράστια ζημιά. Η Αγιότητά σας γνωρίζει, όταν οι Τούρκοι ήσαν στο Οτράντο, πόσο δύσκολη προσπάθεια απαιτήθηκε για να τούς διώξουν κι ενώ δεν ήσαν τόσο πολλοί. Και αν δεν είχε μεσολαβήσει ο θάνατος τού παλαιού Τούρκου σουλτάνου [Μωάμεθ Β΄], δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί.
Σε αυτό ο Ιούλιος απάντησε: «Δεν έχουμε αμφιβολίες γι’ αυτό, επειδή οι Ενετοί είναι πάντοτε έτοιμοι να καταλήξουν σε συμφωνία μαζί τους!» Όμως στην πολιτική δίνη τής Ιταλίας δεν μπορούσε να κατηγορηθεί κάποιος ότι έπαιρνε κάθε σύμμαχο που μπορούσε να βρει, ενώ αν οι Ενετοί στρέφονταν προς την Υψηλή Πύλη για βοήθεια εναντίον των Γάλλων, άραγε δεν τούς είχε δείξει ο Αλέξανδρος ΣΤ’ τον δρόμο; Υπήρχε φήμη ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην Ιταλία, ενώ επιστολές από το Βαγιαδολίδ περιλάμβαναν την είδηση, ότι οι Ισπανοί ετοίμαζαν στόλο και στρατό για υπηρεσία στην Αφρική. Υπήρχαν όμως παρατηρητές που πίστευαν ότι οι δυνάμεις αυτές θα χρησιμοποιούνταν για να εξασφαλίσουν την κατοχή από τον Φερδινάνδο τού βασιλείου τής Νάπολης.140 Τέτοιες ειδήσεις ήσαν λιγότερο ευπρόσδεκτες στη Ρώμη απ’ ό,τι στη Βενετία.
Δεδομένου ότι Γάλλοι, Γερμανοί και Ισπανοί συνέκλιναν στην Ιταλία, γινόταν σαφές στον Ιούλιο Β’ ότι αν η Βενετία έχανε την ανεξαρτησία της, θα την έχανε και η Αγία Έδρα. Μολονότι ο Μαξιμιλιανός αντιτασσόταν σε οποιαδήποτε συμφωνία με τη Δημοκρατία, εκτός εάν έπαιρνε τα εδάφη που τού είχαν υποσχεθεί στο Καμπραί,141 όμως ο Ιούλιος μπορούσε να δει ότι έπρεπε να καταλήξει σε κάποια συνεννόηση με τούς Ενετούς, που γίνονταν όλο και πιο εύκαμπτοι και ήσαν πλέον διατεθειμένοι να επιτρέψουν στους υπηκόους τού πάπα ελεύθερη ναυσιπλοΐα στην Αδριατική καθώς και να κάνουν όλες τις άλλες παραχωρήσεις.142 Η ειρήνη μεταξύ Αγίας Έδρας και Βενετίας αποκαταστάθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1510. Οι Ενετοί παραιτήθηκαν από την προσφυγή τους σε Σύνοδο, αναγνωρίζοντας τη δικαιοσύνη και τη νομιμότητα τής βούλλας αφορισμού τού Ιουλίου (το Monitorium τής 27ης Απριλίου 1509). Επίσης αποδέχτηκαν την πλήρη απαλλαγή τού κλήρου και των θρησκευτικών οίκων από κάθε μορφή φορολογίας, το δικαίωμα τού πάπα να διορίζει σε εκκλησιαστικά επιδόματα στην ενετική επικράτεια, την αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και την οριστικότητα των αποφάσεων τής παπικής κούρτης. Θα υπήρχε ελεύθερη ναυσιπλοΐα στην Αδριατική για τούς κατοίκους τής Φερράρας, καθώς και για τούς παπικούς υπηκόους τής Αγκώνας και τής Ρομάνια. Οι Ενετοί υπόσχονταν να είναι στο εξής υπάκουοι γιοι τής Εκκλησίας, να καταργήσουν όλες τις συμβάσεις που είχαν κάνει με παπικές πόλεις και να μην παρέχουν άσυλο σε αντάρτες και εχθρούς τής Αγίας Έδρας. Οι εξαγνισμένοι γιοι τού Αγίου Μάρκου δεν έπρεπε να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις τής Φερράρας, ενώ συμφωνούσαν τελικά να επανορθώσουν όλες τις ζημιές και να επιστρέψουν όλα τα ακίνητα που είχαν απαλλοτριώσει από εκκλησίες και μοναστήρια.143 Ο πάπας τούς χορήγησε άφεση και από την απαγόρευση και από τον αφορισμό στις 24 Φεβρουαρίου (1510) σε πανηγυρική τελετή στη στοά τού Αγίου Πέτρου, κοντά στις χάλκινες πόρτες, όπου είχε στηθεί θρόνος γι’ αυτόν.144 Σημειώματα στάλθηκαν μακριά και ευρέως σε όλη την Ευρώπη, ανακοινώνοντας την επιστροφή των Ενετών σε κοινωνία με την Εκκλησία. Υπήρχε χαρά στην Πιάτσα Σαν Μάρκο. Η Γερουσία μάθαινε τώρα για τις προσπάθειες τού Ερρίκου Η’ στην παπική κούρτη για λογαριασμό τής Δημοκρατίας. Ο καρδινάλιος Μάρκο Κορνέρ ανέφερε τη «μεγάλη χαρά» (grandissimo piacer) στη Ρώμη, τόσο στην αυλή όσο και στους δρόμους. Κάθε λεπτομέρεια τής τελετής άφεσης περιγράφηκε σε επιστολές προς τη Βενετία, όπου το μέλλον έδειχνε λαμπρότερο.145 Όμως η Γερουσία δεν συμμεριζόταν πλήρως τη δημόσια ικανοποίηση σε αυτή τη συμφιλίωση με την Αγία Έδρα. Την 1η Μαρτίου έγραφαν στον βαΐλο Φόσκολο στην Ισταμπούλ και στον Νικκολό Τζουστινιάν, ο οποίος έμενε στην Αδριανούπολη, ότι ο Ιούλιος είχε μόλις χορηγήσει την πολυπόθητη άφεση αμαρτιών, αλλά η Βενετία χρειαζόταν ακόμη τουρκικές «επιδοτήσεις», για να είναι βέβαιη ότι θα εξασφάλιζε την άμυνά της εναντίον των εχθρών της, τού Λουδοβίκου ΙΒ’ και τού Μαξιμιλιανού.146
Τα μέλη τού Συμβουλίου των Δέκα επίσης το εύρισκαν εύκολο να απέχουν από ενθουσιώδεις ευχαριστίες, γιατί στις 4 Φεβρουαρίου (1510) είχαν ψηφίσει να καταγραφεί μυστική διαμαρτυρία κατά τής σκληρότητας των συνθηκών που επιβάλλονταν στους συμπατριώτες τους για να εξασφαλίσουν άφεση αμαρτιών. Στις 15 τού μηνός ενέκριναν «Διαμαρτυρία ακυρότητας τής δράσης» (Protestatio nullitatis agendorum), ψέγοντας την αδικία τής Ένωσης τού Καμπραί, τον επακόλουθο πόλεμο και τα δεινά που προκάλεσε, τον αφορισμό και την απαγόρευση που δυσφήμισαν τη Σινιορία, καθώς και τις «άδικες προϋποθέσεις που απαιτούσε ο πάπας» (conditiones iniustae ab ipso pontifice requisitae). Η διαμαρτυρία τους διακηρύχτηκε ενώπιον δύο διδασκάλων και των δύο δικαίων, μαζί με ορισμένους διακεκριμένους μάρτυρες, ότι συναινούσαν στους εν λόγω όρους υπό χυδαία απειλή, αλλά ότι (για τούς αναφερθέντες λόγους) τούς θεωρούσαν ως άκυρους και κενούς στην πραγματικότητα.147 Τώρα πια μια επιστολή-λίβελλος, που απευθυνόταν από τον Χριστό προς «τον ανάξιο εκπρόσωπό μας Ιούλιο Β’», γνώριζε διασκεδαστική κυκλοφορία στην Ιταλία και αλλού, κάνοντας κατά πάσα πιθανότητα κάποια ζημιά στον πάπα. Η επιστολή ήταν «γραμμένη στον ουρανό στις 26 Δεκεμβρίου 1509» και υπογραφόταν «κατ’ εντολή» (de mandato) από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ανέφερε ότι υπό τον Ιούλιο η χριστιανική θρησκεία πήγαινε κάθε μέρα από το κακό στο χειρότερο. Η επιστολή προειδοποιούσε και διέταζε τον πάπα να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια, που θα ευνοούσε την ερείπωση τής πίστης. «Τι να πούμε για σένα, ω σκληρή καρδιά, ω εκπρόσωπε [του Χριστού] που μοιάζεις περισσότερο με τον εχθρό μας [τον διάβολο] παρά με εμάς;…». Ο Ιούλιος κατηγορούνταν ότι έχυνε χριστιανικό αίμα, κατηγορούνταν για καταστροφές, πυρκαγιές, κλοπές, αρπαγές και πράξεις ιεροσυλίας, καθώς και για την απώλεια σωτηρίας που είχαν υποστεί τόσο πολλοί στις πρόσφατες αναστατώσεις, τις οποίες είχε προκαλέσει η αποτρόπαια κοσμική φιλοδοξία του. Αν ο Ιούλιος δεν μετανοούσε γρήγορα για τις πράξεις του, θα έπαιρνε την κατάλληλη τιμωρία από ψηλά.148
Επί μήνες ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ο μαρκήσιος τής Μάντουας, ο οποίος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος κοντά στην πόλη Ίζολα ντέλλα Σκάλα στις αρχές Αυγούστου 1509, μαράζωνε στη φυλακή. Ήταν κρατούμενος στην Τορρεσέλλα, στη νοτιοανατολική γωνία τού ανακτόρου των δόγηδων, κοντά στη γέφυρα Πόντε ντέλλα Πάλια. Ήταν δυσάρεστο μέρος, αλλά πολύ καλύτερο από τα κάτω κελλιά, που απείχαν ελάχιστα από τη στάθμη τού νερού. Στα μέσα Μαρτίου 1510 ο Γκονζάγκα ήταν πια γεμάτος δάκρυα και θρήνους, «έχοντας εκφράσει επιθυμία να πεθάνει» (et cum demonstration de desyderio de morir), έως ότου η Γερουσία ψήφισε τελικά να τού επιτρέψει να έχει έναν από τούς δύο υπηρέτες που είχαν συλληφθεί μαζί του.149 Τέσσερις μήνες αργότερα (στις 14 Ιουλίου) ο Γκονζάγκα απελευθερώθηκε τελικά κατ’ εντολή τού Ιουλίου Γ’,150 ενώ έγινε σημαιοφόρος (gonfalonier) τής Εκκλησίας στις 30 τού επόμενου Σεπτέμβριου.151
Όταν ο Ιούλιος Β’ ανέκτησε τη Ρομάνια, το όραμά του έγινε σαφέστερο. Η επιμονή των Ενετών σε εξωεδαφικά δικαιώματα στο παπικό φέουδο τής Φερράρας και η αλαζονεία τους στην Αδριατική παρέμεναν ζητήματα ανταγωνισμού, αλλά ο Ιούλιος έβλεπε ότι η Βενετία ήταν το μοναδικό ιταλικό κράτος που μπορούσε να αντισταθεί στον βασιλιά τής Γαλλίας, «που θέλει να γίνει μονάρχης τής Ιταλίας» (che si voleva far monarcha de Italia). Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, ο πάπας είχε πει πρόσφατα στον Ενετό απεσταλμένο Ντομένικο Τρεβιζάν, ότι αν δεν υπήρχε η Βενετία, θα ήταν απαραίτητο να δημιουργήσει μια άλλη.152 Η επιθυμία του να «διώξει τούς βαρβάρους» από την Ιταλία βρισκόταν πίσω από την προθυμία του να κάνει ειρήνη με τη Βενετία. Δεν είναι σημαντικό αν ήταν ο ίδιος εκείνος που είπε την περίφημη φράση «έξω οι βάρβαροι!» (fuori i barbari!). Όπως ανέφερε στoν Τζιρολάμο Ντονάτο στις 14 Μαΐου 1510, περνούσε άγρυπνες νύχτες αναζητώντας τρόπους για να ελευθερώσει την Ιταλία από τούς Γάλλους.153 Ο ανταγωνισμός τού πάπα προς τούς Γάλλους, όπως είχαμε αρκετές ευκαιρίες να σημειώσουμε, είχε προηγηθεί τής νίκης τους στο Αγκναντέλλο.154 Τον Λουδοβίκο ΙΒ’ υποστήριζαν σταθερά η Φερράρα και η Φλωρεντία. Γαλλικά στρατεύματα κατείχαν τη Γένουα, καθώς και το μιλανέζικο δουκάτο Η ειρήνη τής 15ης Φεβρουαρίου εξόργισε τόσο τον Λουδοβίκο όσο και τον Μαξιμιλιανό, που ήθελαν να καταστρέψουν την ενετική ισχύ. Ο Ιούλιος δεν είχε πρόθεση να τούς βοηθήσει, γιατί η κατάρρευση τής Βενετίας θα εξέθετε τον παπισμό στην κυριαρχία τής Γαλλίας. Μια ισχυρή Βενετία μπορούσε επίσης να τον βοηθήσει εναντίον τού Αλφόνσο ντ’ Έστε.155
Υπήρχαν αντικρουόμενες αναφορές για την επόμενη γαλλική κίνηση. Ο απεσταλμένος Ντονάτο ανέφερε από την Τσιβιταβέκκια στις 9 Μαρτίου (1510) ότι ο Λουδοβίκος έκανε οικονομικές προετοιμασίες για άλλη εκστρατεία στην Ιταλία, ύψους μάλιστα 500.000 φράγκων. Ο Σανούντο εκτιμά ότι ένα φράγκο είχε αξία μισού δουκάτου.156 Η συνέχιση τού πολέμου κατά τής Γαλλίας ήταν απαραίτητη για την επιβίωση τής Βενετίας, όσο δυσάρεστη κι αν ήταν η προοπτική. Ο πόλεμος είχε προκαλέσει σοβαρότατη απομείωση των ενετικών εμπορικών εσόδων, ενώ ο στρατός λέγεται ότι κόστιζε στη Δημοκρατία περίπου 60.000 δουκάτα το μήνα, 30.000 για το πεζικό, 5.000 για τούς διοικητές τους και 25.000 για τούς πάνοπλους άνδρες, το ελαφρύ ιππικό και άλλους.157 Παρ’ όλα αυτά, όταν πέθανε ο άρρωστος καρδινάλιος Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ (στις 25 Μαΐου 1510), έφυγε από τη γαλλική αυλή ο πιο αποφασισμένος εχθρός τού πάπα. Τέτοια ήταν η εξάρτησή του από τον ντ’ Αμπουάζ, που ο Λουδοβίκος ΙΒ’ δεν ήταν πια πιθανό να δράσει αποφασιστικά. Παρά το γεγονός ότι ο Ιούλιος δεν μπορούσε να αποσπάσει τον Μαξιμιλιανό από τη γαλλική συμμαχία, άτομα με εξουσία ανέπνεαν πιο άνετα τόσο στη Βενετία όσο και στη Ρώμη.158 Μπορούσε πια να αναμένεται ανοιχτά επιθετική παπική πολιτική κατά τής Γαλλίας.
Στις αρχές τού 16ου αιώνα οι συνθήκες ζωής ήσαν δύσκολες στο μεγαλύτερο μέρος τού Μεσογειακού κόσμου. Οι άνθρωποι ζούσαν στο έλεος τού καιρού όχι λιγότερο απ’ όσο σε εκείνο τού πολέμου. Η άνοιξη έφερνε τούς κινδύνους της, καθώς και ο χειμώνας. Ηγεμόνες και αγρότες σάρωναν τούς ουρανούς με αγωνία, περιμένοντας βροχή για τις καλλιέργειες που φύτρωναν. Όταν έβρεχε, η τιμή τού ψωμιού κατέβαινε. Η ξηρασία μπορούσε να αποβεί τρομακτική. Είχε ως αποτέλεσμα σπανιότητα και υψηλές τιμές. Τα σιτηρά μερικές φορές καίγονταν από τον ανελέητο ήλιο πριν ωριμάσουν. Τα ζώα πέθαιναν σε άγονα, καφέ βοσκοτόπια. Στα επόμενα χρόνια οι δημοτικές αρχές τής Φλωρεντίας θα κλείδωναν τις πύλες τής πόλης, για να μη μπουν οι πεινασμένοι αγρότες, που πίστευαν ότι υπήρχαν τρόφιμα εντός των τειχών και γνώριζαν ότι δεν υπήρχαν καθόλου έξω από αυτά. Κατά τη διάρκεια τού έτους 1511, όπως θα σημειωθεί και πάλι, υπήρχε σοβαρή έλλειψη σιτηρών στην κατειλημμένη πόλη τής Πίζας και στην περιοχή τής Λούκκα, λόγω τής αποτυχίας τής συγκομιδής. Η τιμή τού σιταριού ήταν υψηλή και η Σινιορία τής Φλωρεντίας, που κατείχε την Πίζα, δυσκολευόταν να διαθέσει τρόφιμα, καθώς και καταλύματα, στον μικρό αριθμό καρδιναλίων, κληρικών και στους υπηρέτες τους, που συγκεντρώνονταν στη γαλλικανική Σύνοδο τής Πίζας, πάνω στην οποία ήσαν καρφωμένα τα μάτια τής Ευρώπης καθώς απομακρύνονταν από τούς Τούρκους.159 Οι Ενετοί κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσουν τον εφοδιασμό τους με τρόφιμα, αλλά είχαν άλλα προβλήματα. Όφειλαν την επιβίωσή τους στον πόλεμο τής Ένωσης τού Καμπραί όχι μόνο στη δυσπρόσιτη γεωγραφική τους θέση και τούς οικονομικούς πόρους, που τούς επέτρεπαν να βάζουν στο πεδίο τής μάχης μεγάλους μισθοφορικούς στρατούς, αλλά στον έλεγχό τούς επί τής Αδριατικής, ο οποίος τούς επέτρεψε να θρέφουν τούς ανθρώπους τους, ανεξάρτητα από τη στρατιωτική κρίση που αντιμετώπιζαν.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί μελετητές έχουν κατευθύνει τις έρευνές τους στη διάλυση τού «μύθου τής Βενετίας», ο οποίος δημιουργήθηκε κατά τον 15ο αιώνα και αποκρυσταλλώθηκε κατά τον 16ο στην πραγματεία τού Ενετού Γκάσπαρο Κονταρίνι Οι κυβερνήτες και η Δημοκρατία τής Βενετίας (De magistratibus et Republica Venetorum) και στον διάλογο τού Φλωρεντινού θαυμαστή της Ντονάτο Τζιαννόττι, τη Βίβλο τής Δημοκρατίας τής Βενετίας (Libro della repubblica di Venezia).160 Οι κυβερνητικοί μύθοι αποτελούν κοινό τόπο. Εκείνοι που τούς διαδίδουν σπάνια τούς πιστεύουν. Οι πολιτικοί συχνά δεν πιστεύουν ούτε το περιεχόμενο των δικών τους ομιλιών. Τα ενετικά αρχεία από τον 13ο μέχρι τον 18ο αιώνα παρέχουν άφθονα αποδεικτικά στοιχεία πολιτικής διαφθοράς και εμπορικής απάτης. Περιλαμβάνουν επίσης πολλά παραδείγματα αφοσίωσης των Ενετών στην ευημερία τού κράτους. Παρά το γεγονός ότι ο Σάμουελ Τζόνσον φέρεται να έχει πει ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός καθάρματος» (patriotism is the last refuge of a scoundrel), η αφοσίωση στην πατρίδα (patria) είχε βοηθήσει να χτιστεί το μεγαλείο τής Βενετίας. Είχε επίσης συμβάλει στην υποστήριξη τής Δημοκρατίας κατά το τρομερό έτος 1509, όταν «όλοι οι άρχοντες τού κόσμου ενώθηκαν εναντίον μας, για να πετύχουν την τελική καταστροφή μας».
Η Σινιορία δεν αντάμειβε πάντοτε την αφοσίωση στο καθήκον. Όμως μερικές φορές την αντάμειβε. Ο Ενετός πρεσβευτής στην παπική κούρτη, ο Τζιρολάμο Ντονάτο, ήταν ετοιμοθάνατος καθώς παρακολουθούσε τις καθημερινές συναντήσεις στη Ρώμη, οι οποίες παρήγαγαν τελικά την Ιερά Συμμαχία τού πάπα κατά των Γάλλων, τον σχηματισμό τής οποίας θα δούμε πιο κάτω σε αυτό το κεφάλαιο. Αλλά ο Ντονάτο ποτέ δεν προσπάθησε να γλιτώσει τον εαυτό του από την υπηρεσία προς τη Γαληνοτάτη και όταν πέθανε (στις 20 Οκτωβρίου 1511),161 δύο βδομάδες μετά τη σύναψη τής νέας ένωσης, οι συγγενείς του εμφανίστηκαν στο Κολλέγιο, για να ζητήσουν από το κράτος να φροντίσει για την ηλικιωμένη μητέρα του, τη γυναίκα του και εννέα παιδιά, που είχαν απομείνει σε δύσκολη κατάσταση. Σύντομα πέρασε από το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) απόφαση με αναλογία ψήφων μεγαλύτερη από πέντε προς μία, κατά την οποία
ο εν λόγω κύριος ποτέ δεν απέβλεψε στο δικό του ιδιαίτερο συμφέρον, αλλά μόνο στην ευημερία τού κράτους μας, έχοντας βάλει στην άκρη κάθε άλλη σκέψη, με αποτέλεσμα η φτωχή και πολυμελής οικογένειά του, αν δεν βοηθηθεί σύμφωνα με τις πιο φιλάνθρωπες αρχές τού κράτους μας, να πρέπει να επαιτεί για τον βιοπορισμό της.
Η διάσωση τής οικογένειάς του από τη ζητιανιά ήταν σίγουρα η μικρότερη ανταμοιβή που μπορούσε να προσφέρει η Βενετία σε έναν από τούς μεγάλους διπλωμάτες τής εποχής του. Σε εικοσιένα χρόνια είχε αναλάβει δεκατέσσερις πρεσβείες για το κράτος.162 Οι περιοχές πίσω από τα παλάτια κατά μήκος τού Μεγάλου Καναλιού και τις μεγαλύτερες πλατείες (Campi) ήσαν γεμάτες με πολλά μικρά σπίτια, από τα οποία ξεφύτρωναν οι άνδρες που υπηρετούσαν τη Βενετία από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι το Λονδίνο, αφήνοντας πίσω τους γυναίκες που ανησυχούσαν για τη διατροφή των παιδιών τους και οικογένειες που φορούσαν παλιά ρούχα, γιατί δεν είχαν άλλα.
Για παράδειγμα μεταξύ των ευγενών σε δυσχερείς συνθήκες πρέπει να περιλάβουμε τον χρονικογράφο Μαρίνο Σανούντο, ο οποίος φιλοδοξούσε να αποκτήσει φήμη —και να είναι χρήσιμος για τούς συμπατριώτες του— γράφοντας την ιστορία τής δικής του εποχής. Δεδομένου ότι έχουμε προσφύγει συχνά στα Ημερολόγια, λίγα λόγια για τον συντάκτη τους δεν θα ήσαν εκτός τόπου. Υπερασπιστής τής συνταγματικής παράδοσης τής Δημοκρατίας, ο Σανούντο προσπαθούσε συνεχώς με τον τρόπο τού να υποστηρίξει τη Γερουσία, κατά περαιτέρω καταπατήσεων από το Συμβούλιο των Δέκα, όπου βρισκόταν η δύναμη των πλουσίων πατρικίων. Όμως πλήρωσε το τίμημα τής αντίθεσής του και με τα χρόνια πονούσε με τον διορισμό των Μαρκαντόνιο Σαμπέλλικο (πέθανε το 1506) και Αντρέα Ναβαγκέρο (πέθανε το 1529) ως επίσημων ιστοριογράφων τής Δημοκρατίας. Μάλιστα ο Σαμπέλλικο συνέγραψε μετριότατη ιστορία, ενώ ο Ναβαγκέρο έπαιρνε τον μισθό του χωρίς να γράψει τίποτε περισσότερο.
Μόνο τον Σεπτέμβριο τού 1531, όταν ο Σανούντο ήταν πια εξηνταέξι ετών, το Συμβούλιο των Δέκα ψήφισε να τού δοθεί σύνταξη 150 δουκάτων τον χρόνο, για να συνεχίσει το έργο του, ενώ δυστυχώς ακόμη και αυτό έγινε έτσι, ώστε ο Σανούντο να επιτρέψει στον Πιέτρο Μπέμπο να λεηλατήσει τούς τότε πενηντατρείς τόμους των Ημερολογίων. Προς τεράστια απογοήτευση τού Σανούντο το Συμβούλιο των Δέκα είχε αναθέσει στον Μπέμπο να γράψει την ιστορία τής Βενετίας τής εποχής τους (ως διάδοχος τού Ναβαγκέρο). Για περισσότερα από τριάντα χρόνια ο Σανούντο είχε εργαστεί πάνω στα Ημερολόγια και άλλα ιστορικά έργα του, αν και η φτώχεια τον βάραινε σε τέτοιο βαθμό που, σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη και η αγορά χαρτιού και το κόστος βιβλιοδεσίας των διαδοχικών τόμων των Ημερολογίων τον είχε υποχρεώσει να παραιτηθεί από την αγορά διαφόρων αναγκαίων πραγμάτων. Μια από τις δύο κόρες τού Σανούντο είχε παντρευτεί με βοήθεια σε προίκα από τούς Κυρίους Επιτρόπους (Signori Procuratori). Ο Σανούντο ανησυχούσε για την άλλη, «που ήταν αμαρτωλή και είχε πάρει κακό δρόμο» (e saria peccato che andasse a male). Αυτός ζούσε στην ενορία τού Σαν Τζιάκομο ντελλ’ Όριο, σε τμήμα που ονόμαζε σπίτι (caxa) τού παλαιού Κα Σανούντο, στην πραγματικότητα τρία σπίτια μαζί, των οποίων η σημερινή πρόσοψη στη Φονταμέντα ντελ Μέτζιο προφανώς ξαναχτίστηκε στις αρχές τού 16ου αιώνα. Ο Σανούντο υπηρέτησε οκτώ φορές στο Κολλέγιο ως «σοφός των αποφάσεων» (savio agli ordini) και πέντε φορές, είτε στη Γερουσία ή στην Ένωση (Giunta), αλλά μια ολόκληρη ζωή αφοσίωσης στις κρατικές υποθέσεις και στην ιστορία τής Βενετίας δεν τού εξασφάλιζε το εισόδημα, με το οποίο θα μπορούσε να πληρώνει τούς λογαριασμούς του. Πάντοτε ήθελε να υπηρετεί το κράτος, όπως έγραψε στις Κεφαλές (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα (το 1531), όπως είχε κάνει και ο πατέρας του, «ο πολύ διακεκριμένος πατέρας μου [Λεονάρντο, πέθανε το 1476], ο οποίος πέθανε ως πρεσβευτής σας στη Ρώμη και είναι θαμμένος εκεί και ο θάνατος τού οποίου υπήρξε η καταστροφή τού σπιτιού μας».163 Οι ενημερωμένοι επισκέπτες τής Βενετίας πήγαιναν να δουν τον Άγιο Μάρκο και στη συνέχεια ήθελαν να δουν την αξιόλογη βιβλιοθήκη τού Σανούντο και τον δικό του χάρτη τού κόσμου. Δεν ήταν ακατανόητο που ο ιδιότροπος γέρος χρονικογράφος τούς υποδεχόταν με ξεφτισμένα ρούχα.
Ο Σανούντο πιθανότατα δεν βρισκόταν σε χειρότερη θέση από εκείνη πολλών από τούς Κορνέρ, Κονταρίνι και Τζόρτζι, Μοροζίνι, Μαλιπιέρι και Μιτσιέλ, Τζουστινιάν, Φοσκαρίνι και Φόσκολο, γιατί ένα διακεκριμένο όνομα δεν αποτελούσε σίγουρο σημάδι πλούτου. Υπηρέτησαν τη Δημοκρατία σε ευαίσθητες και επικίνδυνες θέσεις παντού στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπήρχαν πολλά μέλη αυτών των οικογενειών στα νησιά τού Αιγαίου, όπου οι συνθήκες φαίνονταν συχνά να είναι άστατες και η ζωή αβέβαιη, λόγω των επιδρομών χριστιανών αλλά και Τούρκων κουρσάρων. Έτσι έφτασε τελικά μια αναφορά στη Βενετία στις 17 Μαρτίου 1510, που μιλούσε για επίθεση στο ενετικό νησί τής Άνδρου από εννέα τουρκικές φούστες υπό τον τρομερό Κούρτογλου στις 24 Σεπτεμβρίου τού προηγούμενου έτους. Η επίθεση είχε έρθει τη νύχτα, σε ένα χωριό που ονομαζόταν Λα Μολάκα (Αμόλοχος), στο οποίο κατοικούσαν, είναι αλήθεια, κυρίως Αλβανοί. Οι απώλειες ήσαν τέσσερις νεκροί, δώδεκα τραυματίες και ογδονταοκτώ αιχμάλωτοι με πιθανότατα περισσότερους από έναν Ενετό ανάμεσά τους. Η αναφορά περιέγραφε κι άλλες πράξεις τουρκικής πειρατείας, περιλαμβανομένης μιας επίθεσης κατά τού γενουάτικου νησιού τής Χίου, για την οποία οι Ενετοί δεν θα θρηνούσαν πολύ, αφού οι Γενουάτες και οι Χιώτες έδειχναν «πολύ μίσος και κακία» (gran odio e malignità) για τη Γαληνοτάτη και μάλιστα λεγόταν ότι απειλούσαν ότι θα προσπαθούσαν να αρπάξουν το νησί τής Άνδρου, το οποίο είχε προφανώς αρκετά προβλήματα.164
Ο πόλεμος είχε υποβιβάσει πολλούς Ενετούς ευγενείς σε τέτοια ένδεια, που λαϊκοί πολίτες (citadini populari) με οικονομικές δυνατότητες δεν είχαν καμία επιθυμία να πληρώσουν για να μπουν στην αριστοκρατία «σε τέτοια μεγάλη συμφορά … και σε τέτοια καταστροφή, που ήταν μικρής φήμης … η ενετική αριστοκρατία» (in questa grande calamitade . . . et in tanta ruyna che ‘l fusse de pocha reputatione … la nobilitade veneta).165 Ο έξυπνος χρονικογράφος Τζιρολάμο Πριούλι πίστευε ότι έβλεπε την επερχόμενη παρακμή τής Βενετίας. Έχουμε ήδη αναφέρει τα πορτογαλικά ταξίδια στην Ινδία, που απειλούσαν να στερήσουν από τούς Ενετούς τη μερίδα τού λέοντος τού ανατολικού εμπορίου. Οι τιμές των μπαχαρικών και των φαρμάκων κυμαίνονταν στο ανταλλακτήριο και οι έμποροι ανησυχούσαν στο Ριάλτο. Για παράδειγμα το 1504 οι γαλέρες είχε επιστρέψει από την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό χωρίς τα συνηθισμένα τους φορτία, μπαχαρικά, φάρμακα, βαμβάκι και μετάξι. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην εποχή τού Πριούλι.166 Η Λισαβώνα μεγάλωνε κάθε χρόνο σε εμπορική σημασία. Οι Ενετοί πολιτικοί έπρεπε να αντιμετωπίζουν το μέλλον με κάποιες αμφιβολίες. Καθώς ο αριθμός των ευγενών που απάρτιζαν το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) αυξανόταν από τον 15ο προς τον 16ο αιώνα, ενώ τα υπερπόντια έσοδα τού κράτους μειώνονταν, υπήρχε μεγαλύτερη εξάρτηση από (και ανταγωνισμός για) τις οκτακόσιες περίπου κυβερνητικές θέσεις που προορίζονταν για τούς πατρικίους.167
Μη ευγενείς, επίσης εργάζονταν και πολεμούσαν για το κράτος, ενώ σε εποχές κρίσης η κυβέρνηση αναζητούσε συχνά τα μέσα για να τούς βοηθήσει, και όχι μόνο τούς Ενετούς, αλλά και νομιμόφρονες υπηκόους τής Σινιορίας στο Φριούλι και το Βένετο. Κατά την κατάληψη και άλωση τής Μπρέσσια από τούς Γάλλους (στις 18-19 Φεβρουαρίου 1512) πολλοί Μπρεσσιάνοι δεν δίστασαν να διακινδυνεύουν τη ζωή και την περιουσία τους για την υπεράσπιση των ενετικών συμφερόντων. Μερικοί από αυτούς έχασαν πατέρες, αδελφούς, γιους και έχοντας αφεθεί να μαστίζονται από τη φτώχεια, αναγκάστηκαν να ζητιανεύουν, μέχρι τη στιγμή που η Γερουσία αναζήτησε τα μέσα για να προβλεφθεί κάτι για εκείνους που είχαν απομείνει έτσι πάμπτωχοι.168
Οι Πορτογάλοι αποτελούσαν πρόβλημα, αλλά τουλάχιστον κατά τα τελευταία χρόνια τού Βαγιαζήτ Β’, όταν οι ανατολικές υποθέσεις ήσαν γενικά ειρηνικές, οι Ενετοί δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους. Μια επιστολή τής 12ης Φεβρουαρίου 1510 από την ενετική κυβέρνηση τής Κύπρου είχε αναφέρει «ότι τα πράγματα πηγαίνουν ήσυχα στην Ανατολική Μεσόγειο» (che le cosse di Levante passa quiete).169 Βέβαια η Αίγυπτος είχε κάποια προβλήματα. Υπήρχε λεγόταν εξέγερση των πέντε χιλιάδων Μαμελούκων εναντίον τού σουλτάνου, ο οποίος, όπως έχουμε δει, προσπαθούσε πάντοτε να διαταράξει το πορτογαλικό εμπόριο με την Ινδία.170 Οι Ούγγροι και οι Βλάχοι εμπλέκονταν συνήθως σε κάποια συμπλοκή με τούς Τούρκους, οι οποίοι έκαναν επίσης «καθημερινές επιδρομές» στην περιοχή γύρω από τη Ζάρα, προς συνεχή κίνδυνο για τις ψυχές και τα ζώα (de anime e animali).171 Όμως υποτίθεται ότι υπήρχε ειρήνη μεταξύ Τουρκίας και Ουγγαρίας και «ο Άρχοντας Τούρκος επιθυμούσε ειρήνη» (el Signor Turco desidera pace).172 Μάλιστα ο Βαγιαζήτ Β’ προτιμούσε πολύ την ηρεμία σε κάποιο καταφύγιο σε κορυφή λόφου με όμορφη θέα από τη θορυβώδη και σκληρή έκταση ενός πεδίου μάχης.173 Όπως έγραφε ο κάτοικος Ρώμης κόμης Τζιρολάμο ντα Πόρτσια στον φίλο του Τζιοβάννι Μπαντοέρ στη Βενετία, «οι τουρκικές υποθέσεις εδώ θεωρούνται περίγελος…».174 Επιστολές τού Νικκολό Τζουστινιάν από την Ισταμπούλ, τις οποίες ο Σανούντο συνόψισε στο ημερολόγιό του στα τέλη Απριλίου 1512, αναφέρουν «o Άρχοντας Τούρκος έχει μικρή υπακοή» (che il Signor Turcho ha pocha obedientia) και ότι «o Άρχοντας Τούρκος δεν μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς τη συγκατάθεση των γενίτσαρων, που κυριαρχούν σε όλα» (il Signor Turcho non pol nulla senza voler di janizari che domina tuto). Ο Βαγιαζήτ Β’ έπαιρνε λίγη υπακοή από τούς γιους του, ενώ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε χωρίς τη συγκατάθεση των γενιτσάρων, που ήσαν τα πραγματικά αφεντικά στην Ισταμπούλ.175 Ένα γεγονός ήταν σίγουρο για τις συνθήκες στην Τουρκία: οι γιοι τού Βαγιαζήτ, με τον τρόπο των γιων σουλτάνου, δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο και άρχιζαν ήδη αγώνα για τη διαδοχή. Φαινόταν σαφές ότι ο επόμενος σουλτάνος θα ήταν είτε ο Αχμέτ, ο κυβερνήτης τής Αμάσειας, ο οποίος τελικά έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος τής Μικράς Ασίας, ή ο Σελήμ, ο κυβερνήτης τής Τραπεζούντας και αργότερα τής Σεμέντρια, ο οποίος είχε ήδη επαναστατήσει ανεπιτυχώς εναντίον τού πατέρα του. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Κορκούντ, είχε ελάχιστη ή καθόλου υποστήριξη από τούς γενίτσαρους, και συνεπώς δεν είχε καμία ελπίδα να ανέβει στον διεκδικούμενο θρόνο.176 Ο Σελήμ φυσικά θα έβγαινε νικητής από αυτή την αδελφική αντιπαλότητα.
Τον χριστιανικό κόσμο απασχολούσε το πρόβλημα τής μουσουλμανικής εχθρότητας στην Αφρική καθώς και στην Ανατολή. Η επέκταση τής ισπανικής φιλοδοξίας στη βόρεια Αφρική ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την κατάκτησης τής Γρανάδας. Η Ανακατάκτηση (Reconquista) είχε πάρει πολύ καιρό. Η ώθηση προς τα πίσω τής μουσουλμανικής μεθορίου είχε γίνει τρόπος ζωής στην Ισπανία και η σταυροφορία είχε γίνει μέρος τής ισπανικής νοοτροπίας. Επί γενιές οι τυχοδιώκτες έμποροι τής Καταλωνίας επέδραμαν ή εμπορεύονταν στα βορειο-αφρικανικά λιμάνια, που ήσαν τόσο κοντά σε αυτούς και τόσο γνωστά. Όταν οι Καθολικοί βασιλείς έκαναν τις μεγάλης κλίμακας επιθέσεις τους κατά τής βόρειας Αφρικής, σκέφτονταν τούς εαυτούς τους ως συνεχιστές τής σταυροφορίας εναντίον των απίστων. Η βόρεια Αφρική υπήρξε συχνά το φυτώριο των μουσουλμάνων πολεμιστών που αντιτάχθηκαν στην Ανακατάκτηση (Reconquista). Η κατάληψη των λιμανιών τής βόρειας Αφρικής θα συνεισέφερε στην ασφάλεια των ισπανικών και ιταλικών παρακτίων εδαφών, γιατί οι Μαυριτανοί που τρέπονταν σε φυγή από τις χριστιανικές νίκες στην Ισπανία αναζητούσαν καταφύγιο κατά μήκος τής ακτής τής Μπαρμπαριάς, ενώ ορισμένοι από αυτούς ζούσαν επικίνδυνη ζωή ως κουρσάροι, καιροφυλακτώντας για χριστιανικά πλοία.
Ο πάπας Ιούλιος Β’, όπως και ο Αλέξανδρος ΣΤ’ πριν από αυτόν, ήταν πάρα πολύ απορροφημένος στους ιταλικούς πολέμους για να προσφέρει στους Ισπανούς βασιλείς βοήθεια πέρα από την άδεια για την πώληση συγχωροχαρτιών, που ονομάζονταν «κρουζάδας» (cruzadas, σταυροφορίες) και μετατράπηκαν σε κανονική πηγή εισοδήματος, ενώ από την εποχή τού Φερδινάνδου χορηγούνταν στην Καστίλλη από κάποιο «Συμβούλιο Σταυροφορίας» (Consejo de la Cruzada). Όμως αργότερα, κατά τη διάρκεια τής λεγόμενης Αντιμεταρρύθμισης, καθώς ευρείας περιοχές τής Βόρειας Ευρώπης νικήθηκαν από τον λατινικό Καθολικισμό, ο παπισμός θα χορηγούσε φόρους δεκάτης και άλλα είδη εσόδων και θα πρόσφερε επιπλέον βοήθεια στις προσπάθειες των χερσονήσων για την επέκταση τής ισπανικής ηγεμονίας και τής λατινικής πίστης στις χώρες κατά μήκος των νοτιοδυτικών ακτών τής Μεσογείου. Η «Σταυροφορία» ήταν χαλαρά χρησιμοποιούμενος όρος, που συνήθως υπονοούσε στρατιωτική δράση εναντίον απίστων ή υποτιθέμενων αιρετικών, ενώ η ανταπόκριση προς τον σταυροφορικό ιεροκήρυκα ήταν συνήθως καλύτερη, όταν η προοπτική τού υλικού κέρδους μπορούσε να συνδυαστεί με τα πνευματικά οφέλη που προέκυπταν από υπηρεσία εναντίον των εχθρών τής πίστης. Αυτή η μάλλον μη ηρωική θεώρηση είχε ισχύσει από την εποχή τής 1ης Σταυροφορίας, όταν ο πάπας Ούρμπαν Β’ δεν είχε διστάσει ο ίδιος να υπογραμμίσει την προοπτική κοσμικής ανταμοιβής, καθώς στρατολογούσε πολεμιστές τής πίστης από το εξωτερικό στη συνέλευση τού Κλερμόν-Φερράν.
Οι Ισπανοί φυσικά δεν αποθαρρύνθηκαν από το γεγονός ότι οι χώρες τής βόρειας Αφρικής είχαν βυθιστεί σε νάρκη πολιτικής διχόνοιας, αλληλοκτόνες διαμάχες και στρατιωτική ανικανότητα. Η εξέγερση των μουσουλμάνων στη Γρανάδα το 1501 είχε ενσταλάξει φόβο και στις χριστιανικές καρδιές και είχε εντείνει την επιθυμία για μάχη με το Ισλάμ. Το πρώτο σημαντικό πλήγμα, με πρωτοβουλία τού καρδινάλιου Χιμένεζ ντε Σισνέρος, δόθηκε στη βόρεια Αφρική το 1505, όταν ο ισπανικός στόλος κατέλαβε το Μερς-ελ-Κεμπίρ στον κόλπο τού Οράν. Στη συνέχεια ο διοικητής Πέδρο Ναβάρρο άρχισε τις διάσημες ναυτικές εκστρατείες του και οι ισπανικές δυνάμεις κατέλαβαν το βραχώδες ύψωμα τού Πένον ντε Βέλεθ (Γκομέρα) το 1508, το Οράν το 1509, και τη Μπετζάια (Bougie) και την Τρίπολη το 1510. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την τελική πορεία των εκστρατειών τού Ναβάρρο με κάποιες λεπτομέρειες στις επιστολές που έστελνε στην πατρίδα του από το Παλέρμο ο Ενετός παρατηρητής Πελεγκρίν Βενιέρ κατά τη διάρκεια τού έτους 1510. Αυτές διασώζονται στα Ημερολόγια τού Σανούντο. Στις 20 Φεβρουαρίου (1510) ο Βενιέρ έγραφε ότι ο Φερδινάνδος ετοίμαζε τεράστια αρμάδα. Οι πρώτοι Ισπανοί έποικοι στη Μπουγία, μετά την κατάκτησή της, θα έπαιρναν δωρεάν σπίτια και γη. Μεταγενέστερες αναφορές εκτιμούσαν το μέγεθος τού στόλου τού Φερδινάνδου σε 120-200 σκάφη, με 10 έως 20.000 άνδρες επί των πλοίων και κάποια κομμάτια «πολύ ωραίου πυροβολικού» (bellissima artellaria). Κατά τις φήμες ο Φερδινάνδος πήγαινε ο ίδιος στους Αγίους Τόπους «για να κατακτήσει την Ιερουσαλήμ» (a conquistar Jerusalem). Η Τρίπολη καταλήφθηκε στις 24-25 Ιουλίου, μέρα τής γιορτής τού Αγίου Ιακώβου, προστάτη τής Ισπανίας. Υπήρχε ισχυρισμός ότι είχαν σκοτωθεί 10.000 μουσουλμάνοι (Mori) και πολλοί άλλοι είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι. Εξαπλωνόταν άλλη φήμη ότι δύο έμποροι στην Τρίπολη είχαν ένα εκατομμύριο [δουκάτα] σε χρυσό, ενώ οδηγούνταν κανείς να συλλογιστεί πόσο «μεγάλα πράγματα» θα μπορούσε να κάνει ο Φερδινάνδος με αυτά τα χρήματα, αν τα έπαιρνε στα χέρια του.177 Όμως αυτός είχε βρει πιο σίγουρη πηγή κεφαλαίων στην επιχορήγηση 350.000 [δουκάτων], που ψήφισαν γι’ αυτόν από τα κράτη τής καταλανικής-αραγωνικής συνομοσπονδίας στη γενική «Συνέλευση τού Μονσόν» (Cortes de Monzón). Η Αραγωνία θα πρόσφερε 200.000. Η Βαλένθια και η Καταλωνία τα υπόλοιπα. Τα χρήματα επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για σταυροφορία.178 Όσο για τη βόρεια Αφρική, αυτή ήταν φτωχή χώρα. Δεν ακολούθησε αποικισμός την ισπανική κατάκτηση. Οι κατακτητές (conquistadores) ζούσαν ως φρουρές, παίρνοντας μερικές φορές ακόμη και τρόφιμα, καθώς και μισθούς, από την Ισπανία. Με εξαίρεση ημερήσιες επιδρομές στην ενδοχώρα, ζούσαν μέσα στις περιτειχισμένες πόλεις τής ακτής, ονειρευόμενοι τη στιγμή που θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Η «περιορισμένη κατοχή» των παράκτιων περιοχών τής βόρειας Αφρικής εξασφάλιζε πραγματικά στους Ισπανούς (και Πορτογάλους) ορισμένα ναυτικά και άλλα πλεονεκτήματα, χωρίς να τούς υποβάλλει στη στρατιωτική και οικονομική ένταση τής προσπάθειας να αποικίσουν στο εσωτερικό, πράγμα που θα ήταν πέρα από τούς πόρους τής Ισπανίας, με τις δεσμεύσεις της τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Οι Ισπανοί θεωρούσαν την Αμερική ως αξιόλογη επένδυση για να την καταλάβουν και να την κρατήσουν, αλλά όχι τη βόρεια Αφρική, πράγμα που αποτελεί σημαντικό γεγονός που πρέπει να έχει κανείς στον νου του, πριν μιλήσει για ισπανική «αποτυχία» στη βόρεια Αφρική. Ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας και οι Αψβούργοι πέτυχαν τούς κύριους στόχους τους, δηλαδή να καταστήσουν αδύνατο για τούς Μαυριτανούς τής βόρειας Αφρικής να επανεγκατασταθούν στη Γρανάδα, να ελέγξουν τις δραστηριότητες των κουρσάρων τής Μπαρμπαριάς και να εμποδίσουν τούς Τούρκους να προσθέσουν την Αλγερία και την Τριπολίτιδα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.179
Αν και ο καρδινάλιος Χιμένεθ, ο αρχιεπίσκοπος τού Τολέδο, υπήρξε ένας από τούς κύριους υποστηρικτές των εκστρατειών τού 1505-1510 (και οι καταλαμβανόμενες πόλεις έπεφταν κάτω από την αρχιεπισκοπική δικαιοδοσία τού Τολέδο), οι Καταλανοί κατείχαν πολύ σημαντική θέση στην επιχείρηση. Επειδή ήσαν σχεδόν πλήρως αποκλεισμένοι από το αμερικανικό εμπόριο, έλαβαν εμπορικές παραχωρήσεις και αγορές (αυτές που ήσαν) στις βορειο-αφρικανικές πόλεις. Έτσι οι θαλάσσιες εκστρατείες βοηθούσαν κάπως να διατηρηθεί η παρακμάζουσα οικονομία τής Αραγωνίας-Καταλωνίας για σαράντα σχεδόν χρόνια,180 αλλά τα κύρια ρεύματα τού εμπορίου μετατοπίζονταν βαθμιαία προς τα βόρεια και τα δυτικά. Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί και οι Γενουάτες θα διατηρούσαν την πορεία τους για πολύ καιρό ακόμη, οι Καταλανοί βρέθηκαν τελικά να ζουν σε οικονομικό τέλμα.
Την άνοιξη τού 1511 ο βασιλιάς Φερδινάνδος τής Αραγωνίας έπαψε μάλλον απότομα να υποστηρίζει τις βορειο-αφρικανικές κατακτήσεις τού Πέδρο Ναβάρρο, αφήνοντας τον στόλο του αποδιοργανωμένο, τούς άνδρες του να πάσχουν από έλλειψη τροφίμων και νερού. Όπως πληροφορούσε τον Ιούλιο Β’ ο Ισπανός πρεσβευτής Τζερόνιμο ντε Βιτς, ο βασιλιάς «ήθελε να αφήσει κατά μέρος την επιχείρηση εναντίον τής Αφρικής ώστε να ασχοληθεί με τις υποθέσεις τής Ιταλίας».181 Ως σύμμαχος τού πάπα, ο Φερδινάνδος έβλεπε μεγάλη ευκαιρία να επιτεθεί στους Γάλλους και ενδεχομένως να τούς εκδιώξει από τη βόρεια Ιταλία. Στις 12 Αυγούστου (1511) ο Αντρέα ντα Μπόργκο, ο αυτοκρατορικός πρέσβης στον Λουδοβίκο ΙΒ’, έστειλε στη Μαργαρίτα τής Αυστρίας-Σαβοΐας, η οποία κυβερνούσε την Ολλανδία, τα τελευταία νέα που είχε πάρει από τη Γένουα. Ο ντα Μπόργκο βρισκόταν τότε στην κοιλάδα τού Ροδανού, στη Βαλάνς, αλλά είχε μάθει ότι εξήντα πλοία τού στόλου τού Πέδρο Ναβάρρο με τέσσερις χιλιάδες πεζικό είχαν αποβιβαστεί στη Νάπολη. Μερικοί άνθρωποι πίστευαν ότι αυτή ήταν η ενίσχυση που ο Φερδινάνδος είχε υποσχεθεί στο παρελθόν στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό (κατά των Ενετών), αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, άραγε τότε γιατί δεν είχαν αποβιβαστεί στη Γένουα ή το Πιομπίνο, που ήταν τόσο κοντά στο βόρειο θέατρο, όπου ο αυτοκράτορας χρειαζόταν βοήθεια; Οι Γάλλοι φοβούνταν ότι οι Ισπανοί στρατιώτες προορίζονταν για την υποστήριξη τού πάπα. Ο Φερδινάνδος το αρνούνταν αυτό, υποστηρίζοντας ότι η απόβαση τού Πέδρο Ναβάρρο στη Νάπολη ήταν «μόνο για να τοποθετήσει σε εκείνο το σημείο τούς άνδρες, για να πάνε εναντίον των Μαυριτανών, ακολουθώντας την ψήφο που τού είχε δοθεί» (seullemant pour mectre en point ses gens pour aller sur les Mores, ensuyvant le vot qu’ il en a fait). Συνέχιζε απλώς τη σταυροφορία εναντίον των Μαυριτανών. Έγραψε στον Λουδοβίκο ΙΒ’, «γεμάτος καλά λόγια για τον βασιλιά», θέτοντας όλες τις κτήσεις του και τον εαυτό του στην υπηρεσία τού τελευταίου «για τη διατήρηση των βασιλείων και των εδαφών του», αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορούσε να παραλείψει το καθήκον του ως χριστιανός ηγεμόνας και υποτελής τής Εκκλησίας.
Ο Ισπανός πρεσβευτής στη γαλλική αυλή προσπάθησε ύστερα από αυτό να πείσει τον Λουδοβίκο να επιστρέψει τη Μπολώνια στον πάπα. Ο Λουδοβίκος απάντησε ότι η πόλη δεν ανήκε σε αυτόν. Αν την είχε πάρει υπό την προστασία του, είχε πολλούς λόγους για να το κάνει, χωρίς όμως να θίγεται η Εκκλησία. Η Μπολώνια δεν ζητούσε τίποτε περισσότερο από το να τηρούνται τα προνόμιά της, όπως είχαν κάνει δέκα πάπες στο παρελθόν, τα οποία ο Ιούλιος Β’ είχε επίσης επιβεβαιώσει, αλλά τα είχε παραβιάσει και οι υπασπιστές του είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν τυραννία στην πόλη. Ο Λουδοβίκος πρόσθετε ότι ο κόσμος είχε δει πόσο κακό είχε κάνει ο Ιούλιος τόσο στον αυτοκράτορα όσο και στον ίδιο κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου έτους. Αυτός και ο Ισπανός πρεσβευτής κατέληξαν σε φιλονικία. Ο Λουδοβίκος απαίτησε από τον πρέσβη να ζητήσει από τον βασιλιά του «να σταματήσει αυτά τα πράγματα», όπως έγραφε ο Αντρέα ντα Μπόργκο στη Μαργαρίτα τής Αυστρίας-Σαβοΐας, «τα οποία έχουν όλα εμμέσως σκοπό να βοηθήσουν τούς Ενετούς προς μεγάλη βλάβη και ζημιά τού αυτοκράτορα και τού κυρίου (monseigneur)», δηλαδή τού ίδιου τού Λουδοβίκου.182 Χρειαζόταν πολύ λιγότερη εξυπνάδα από εκείνη που είχε ο Αντρέα για να καταλάβει κανείς ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα μεταξύ των βασιλείων τής Γαλλίας και τής Ισπανίας.
Ο χειμώνας, παρά τις δυσκολίες που επέβαλλε, ήταν εποχή ειρήνης και ηρεμίας. Έδινε στους διπλωμάτες μεγάλη ευκαιρία να καθησυχάσουν τούς φόβους και να προλάβουν το βάρος τού πολέμου μέχρι να έρθει η άνοιξη. Πολιτικοί και ιερωμένοι σκέφτονταν και έγραφαν, συζητούσαν τα προβλήματά τους ο ένας με τον άλλο, παράγοντας εκείνα που ο Φερντινάν Μπρωντέλ έχει ευτυχώς ονομάσει «φακέλους τού χειμώνα» (dossiers d’ hiver): Το «Όμως αν ο Τούρκος ή αν ο βασιλιάς τής Γαλλίας …» (Cependant, si le Turc ou si le Roi de France…) αποτελούσε τυπικό και ελπιδοφόρο ξεκίνημα για έναν ακόμη περίτεχνο σχέδιο, ενώ ακολουθούσαν «οι γενικές ιδέες, τα υπέροχα σχέδια, τα οποία οι ιστορικοί αναλύουν με σεβασμό και πεποίθηση» (les vastes idées, les plans merveilleux que les historiens analysent avec respect et conviction).183 Το επιχείρημα είναι καλοφτιαγμένο, αλλά ο Τούρκος ήταν πανταχού παρών στο μυαλό σχεδόν όλων κατά τον 16ο αιώνα, ακόμη και στη μακρινή Σκωτία, όπου ο βασιλιάς Τζέημς Δ’ και οι σύμβουλοί του παρήγαγαν πλήρως το δικό τους μερίδιο των «φακέλων τού χειμώνα» (dossiers d’ hiver), αποσκοπώντας στην προώθηση τής Σταυροφορίας. Εδώ και αρκετό καιρό ο Τζέημς είχε μιλήσει για σταυροφορία, όπως έχουμε ήδη δει, η οποία, όπως τού άρεσε να πιστεύει, θα ελευθέρωνε τούς Αγίους Τόπους από την ειδωλολατρική βεβήλωση. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε εκφράσει την προθυμία του να βοηθήσει, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο οι Γάλλοι είχαν πάντοτε επιθυμήσει ειρήνη στην Ευρώπη και μια ένωση μεταξύ των ηγεμόνων που θα καθιστούσε εφικτό «τον πόλεμο κατά των απίστων» (la guerre contre les infidelles). Προς το τέλος τού έτους 1510 ο Τζέημς ζήτησε από τον Λουδοβίκο να προσδιορίσει την έκταση τής προτεινόμενης συμβολής του σε πάνοπλους άνδρες, πυροβόλα, πλοία και χρήματα για την επιχείρηση, έτσι ώστε οι Σκωτσέζοι να μπορούσαν να προσδιορίσουν πόση βοήθεια θα χρειάζονταν από άλλες πηγές. Ήθελε επίσης να γνωρίζει πότε πίστευε ο Λουδοβίκος ότι έπρεπε να αναληφθεί το ανατολικό «πέρασμα» (passaige), και κατά πόσον «θα κατευθυνόταν μάλλον στην Αλεξάνδρεια ή την Κωνσταντινούπολη» (mieulx descendre [a] Alexandrye ou en Constantinoble).184
Ο Σκωτσέζος απεσταλμένος στη γαλλική αυλή έπρεπε να διαβεβαιώσει τον Λουδοβίκο ότι ο Τζέημς «θα είχε λόγους να διαμαρτυρηθεί σε όλους τούς ηγεμόνες τής χριστιανοσύνης, τόσο στους σημερινούς συμμάχους του όσο και σε άλλους, για το μεγάλο κακό που έκαναν ο πάπας και ο βασιλιάς τής Ισπανίας…», γιατί η συνεχιζόμενη εχθρότητά τους προς τη Γαλλία εμπόδιζε τον Λουδοβίκο να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του να βοηθήσει τον Τζέημς «να εκπληρώσει το εν λόγω ταξίδι του, το οποίο δεν μπορεί να κάνει χωρίς τη βοήθεια τού βασιλιά, τού καλού αδελφού του». Ο Τζέημς μάλιστα δεν μπορούσε παρά να θεωρεί τον πάπα και τον Ισπανό βασιλιά ως εχθρούς τής πίστης, στον βαθμό που οι δραστηριότητές τους παρακώλυαν την ευγενή πρόθεσή του να ξεκινήσει «αυτή την ωραία επιχείρηση» (telle belle entreprinse). Ένας υπολογισμός τής 10ης Ιανουαρίου (1511) εκτιμά το κόστος στρατού 8.000 ανδρών, προς έξι φράγκα καθένας ανά μήνα, σε 584.000 φράγκα για ένα έτος, το οποίο από προφανές λάθος ήταν 8.000 φράγκα περισσότερα από το σωστό ποσό.185 Το λάθος δεν είχε σημασία. Τα σχέδια τού Τζέημς Δ’ για σταυροφορία δεν αποτελούσαν παρά φαντασίωση. Η σταδιοδρομία του χαρακτηρίστηκε από λάθη, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν ο πόλεμος που σύντομα ανέλαβε εναντίον τής Αγγλίας για λογαριασμό τού Γάλλου συμμάχου τού Λουδοβίκου ΙΒ’, για το οποίο στις 9 Σεπτεμβρίου 1513 πλήρωσε με τη ζωή του στο Πεδίο τού Φλόντεν (Flodden Field).
Ο πάπας Ιούλιος Β’ είχε πρόβλημα συνεννόησης σχεδόν με όλους, ιδίως με τον Λουδοβίκο ΙΒ’, ο οποίος είχε προσπαθήσει να κερδίσει τον παπικό θρόνο για λογαριασμό τού πρώτου υπουργού του, τού καρδινάλιου Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ και ο οποίος ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει την εκ μέρους του κατοχή τής βόρειας Ιταλίας. Ο Ιούλιος αισθανόταν επίσης έντονα την ταπείνωση τής Γένουας, την οποία εκλάμβανε ως γενέτειρά του, που βρισκόταν για μια ακόμη φορά υπό γαλλική κυριαρχία. Ο Λουδοβίκος ήταν με τη σειρά του εξοργισμένος από την παπική ειρήνη με τη Βενετία και είχε πάρει υπό γαλλική προστασία τον υποτελή τού πάπα, τον δούκα Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε τής Φερράρας. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι κύριος στόχος τού Ιουλίου είχε γίνει τώρα η διάλυση τής γαλλικής δύναμης στη βόρεια Ιταλία. Στράφηκε προς τον φυσικό ανταγωνιστή τού Λουδοβίκου, τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, στον οποίο χορήγησε τη βασιλικό ανάθεση τής Νάπολης στις αρχές Ιουλίου 1510.186 Με την ενεργητική συνδρομή τού Ελβετού επισκόπου Ματίας Σκίνερ τού Σίττεν (Σιόν), που θα γινόταν σύντομα καρδινάλιος, ο πάπας είχε ήδη παρασύρει τούς Ελβετούς από την προσοδοφόρα, αλλά μερικές φορές ενοχλητική, προοπτική να συνεχίζουν να εργάζονται για τούς Γάλλους και είχε στρέψει την ομοσπονδία των καντονιών προς τη δική του υποστήριξη για πέντε χρόνια, με κάποιο κόστος βέβαια, αλλά ο πάπας είχε κάθε δικαίωμα να πιστεύει ότι τα χρήματα θα δαπανιούνταν καλά.187
Ο Αλεσσάντρο Νάσι, ο πρέσβης τής Φλωρεντίας στον βασιλιά Λουδοβίκο, έγραφε στο Συμβούλιο των Δέκα (Dieci di Balia) στις 11 Ιουνίου 1510, ότι ο βασιλιάς είχε λάβει μόνο μια επιστολή με ημερομηνία 6 Ιουνίου από τον Αλμπέρτο Πίο, κόμη τού Κάρπι και Γάλλο απεσταλμένο στην Αγία Έδρα, λέγοντας ότι ο θάνατος τού καρδινάλιου ντ’ Αμπουάζ είχε μεγαλώσει την αδιαλλαξία τού πάπα (la Santità del Papa essere diventata più fiera). O Λουδοβίκος έλεγε στον Νάσι σε μάλλον ήπιους τόνους ότι δεν ζητούσε τίποτε από τον πάπα: «Αν με αντιμετωπίζει σαν καλός πατέρας, όπως ο ίδιος λέει ότι θέλει, εγώ θα συμπεριφέρομαι προς αυτόν ως γιος». Ο Λουδοβίκος εξέφραζε ανοιχτά τις αμφιβολίες του για την αξιοπιστία τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, γιατί η επιθυμία τού τελευταίου να αποκτήσει το βασίλειο τής Ναβάρρας, καθώς και οι μηχανορραφίες του στη Ρώμη ήσαν γνωστές, ενώ όσα δεν ήσαν γνωστά, τα υποψιάζονταν ευρέως. Όσο για τον Μαξιμιλιανό, θεωρούσε ότι τού έλειπαν τόσο η καλή αίσθηση όσο και άφθονα χρήματα.188 Σε κάθε περίπτωση γινόταν προφανές στους Φλωρεντινούς ότι οι Γάλλοι σύμμαχοί τους έπρεπε σύντομα να πάρουν τα όπλα εναντίον τού πάπα καθώς και των Ενετών, οι οποίοι επιδίωκαν ακόμη (με μικρή επιτυχία) τη συνδρομή των Τούρκων.189
Ο Μαξιμιλιανός δεν είχε βεβαίως χρήματα, αλλά δεν τού έλειπε εντελώς η πονηριά, γιατί (όπως και οι Ενετοί) είχε επίσης κάνει έκκληση στους Τούρκους για βοήθεια. Στις 23 Σεπτεμβρίου (1510) κάποιος Ματτέο Γκαϊαρίνο έγραψε στον δόγη Λεονάρντο Λορεντάν ότι ο Μαξιμιλιανός είχε στείλει τον Φεντερίκο τής Γκορίτσια στον Φερίζ [Φιρούζ] μπέη, τον σαντζακμπέη τής Βοσνίας, με διαπιστευτήρια επιστολή δεόντως υπογεγραμμένη από τον αυτοκράτορα «με το δικό του χέρι» και απευθυνόμενη «στον εκλαμπρότατο άρχοντα Φερίζ μπέη, πασά όλης τής Βοσνίας…» (Alo illustrissimo Signor Ferisbey, bassa de tuta Bossina…). Τον Φεντερίκο είχε δεχτεί ο σαντζακμπέης σε κρυφές ακροάσεις επί τρεις ημέρες, ενώ κάθε ακρόαση διαρκούσε περισσότερο από δύο ώρες. Ο σαντζακμπέης προκαλούσε ορισμένες δυσκολίες, ζητώντας διαβεβαιώσεις, γράφει ο Γκαϊαρίνο, «ότι είμαι υπηρέτης τής Γαληνότητάς σας».
Όμως ο Γκαϊαρίνο έμαθε κάτι από τον σαντζακμπέη τής Βοσνίας και περισσότερα από τον δραγουμάνο τού σαντζακμπέη,
λόγω των άσπρων (ακτσέ) που τού έδωσα … έτσι ώστε να μπορώ να πω, για να το θέσω συνοπτικά, ότι ο εν λόγω Φεντερίκο ικετεύει για επιβεβαίωση τής ειρήνης με τον Άρχοντα Τούρκο, προσπαθώντας να τον πείσει να μπει στο πεδίο τής μάχης εναντίον τής Γαληνότητάς σας και υποσχόμενος σε αυτόν τα εδάφη που έχετε κοντά [στην επικράτειά του], δηλαδή το Ντούλτσινιο, το Αντίβαρι, το Καττάρο και άλλες περιοχές τής Δαλματίας, καθώς ακόμη και στο Φριούλι.
Αν ο σουλτάνος Βαγιαζήτ συναινούσε στα αιτήματα τού Μαξιμιλιανού, ο τελευταίος ήταν έτοιμος να στείλει στην Πύλη πρεσβευτή «με εκατό ιππείς», πρεσβεία που θα είχε ως αποτέλεσμα τιμή και πλεονέκτημα για τον Μεγάλο Τούρκο.190
Από την Αδριανούπολη στις 30 Σεπτεμβρίου (1510) ο Αλβίζε Βαλντρίνο, ο αρχιγραμματέας τού βαΐλου Φόσκολο στην Ισταμπούλ, ετοίμασε μακροσκελή, ενημερωτική επιστολή προς τον δόγη, τής οποίας φτιάχτηκαν αντίγραφα, ένα από τα οποία στάλθηκε στους Ενετούς απεσταλμένους στη Ρώμη. Όταν ο Βαλντρίνο έγραφε την επιστολή του ήξερε τα πάντα για την άφιξη τού Φεντερίκο Στρασσόλντο τής Γκορίτσια στη «Βερμπόνια» (Σαράγιεβο), με τις διαπιστευτήριες επιστολές του και το έγγραφο τής αποστολής του να περιέχουν τις προτάσεις που έπρεπε να κάνει στον σαντζακμπέη τής Βοσνίας. Ο Βαλντρίνο είχε βρεθεί συμπτωματικά στην Πύλη την προηγούμενη μέρα, διαμαρτυρόμενος για την επιδρομή τού Τούρκου κουρσάρου Κούρτογλου στο ενετοκρατούμενο νησί τής Άνδρου. Ικανοποιήθηκε στο ζήτημα αυτό, γιατί οι πασάδες θα έστελναν επιστολές στους σαντζακμπέηδες στις περιοχές των οποίων είχαν κατά πάσα πιθανότητα πωληθεί οι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί στην Άνδρο. Αν τούς εύρισκαν, θα τούς ελευθέρωναν. Ενώ ο Βαλντρίνο βρισκόταν στην Πύλη, έφτασε αγγελιοφόρος από τον σαντζακμπέη τής Βοσνίας, φέρνοντας «τις αυθεντικές διαπιστευτήριες επιστολές, σφραγισμένες με τη σφραγίδα τού αυτοκράτορα και επίσης ένα αντίγραφο τού εγγράφου αποστολής, την οποία ο εν λόγω Φεντερίκο είχε από τον αυτοκράτορα, γραμμένο στα γαλλικά, … με τη συνήθη μορφή, χρονολογημένο στο Άουγκσμπουργκ την πρώτη τού περασμένου Ιουνίου».
Η αποστολή τού Φεντερίκο τής Γκορίτσια τον κατεύθυνε να καταστήσει σαφές στους Τούρκους ότι ο Μαξιμιλιανός δεν είχε στείλει απεσταλμένους στην Πύλη μετά την τελευταία ειρήνη που είχε συνάψει με τον σουλτάνο, απλά και μόνο επειδή είχε εμπλακεί σε «διάφορα ασχολίες», ιδιαίτερα τούς πολέμους στην Φλάνδρα και στη συνέχεια στην Ιταλία. Ο Μαξιμιλιανός ήθελε να ενημερώσει ο σαντζακμπέης τής Βοσνίας τον σουλτάνο για τα πρόσφατα γεγονότα, αρχίζοντας με το γεγονός ότι, δύο χρόνια πριν, είχε στείλει τις πιο διακεκριμένες προσωπικότητες τής αυτοκρατορίας ως απεσταλμένους στον δόγη, για να ζητήσουν διέλευση από ενετικό έδαφος, για να πάει στη Ρώμη για την αυτοκρατορική του στέψη. Η Σινιορία δεν τού είχε δώσει την άδεια να το κάνει. Οι Ενετοί, ως σύμμαχοι των Γάλλων, τού επιτέθηκαν τότε, σκότωσαν πολλούς από τούς στρατιώτες του και κατέλαβαν πολλές πόλεις και κωμοπόλεις που ανήκαν σε αυτόν στο Φριούλι και την Ίστρια. Παρ’ όλα αυτά, ο μεγαλόκαρδος Μαξιμιλιανός είχε κάνει ανακωχή με τούς Ενετούς, αλλά την παραβίασαν και τού επιτέθηκαν ξανά.
Ο Μαξιμιλιανός είχε λοιπόν συμμαχήσει κατά των Ενετών «με πολλούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες», που περιλάμβαναν τώρα τον βασιλιά τής Γαλλίας. Όταν οι στρατοί συναντήθηκαν στο πεδίο οι Γάλλοι νίκησαν τούς Ενετούς και ο δόγης έχασε «το μεγαλύτερο μέρος τού κράτους του». Οι ηγεμόνες έκαναν περαιτέρω προετοιμασίες στη στεριά και τη θάλασσα, για να συντρίψουν εντελώς τη Σινιορία. Αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να αρπάξουν οι Τούρκοι τις υπερπόντιες κτήσεις των Ενετών, οι οποίοι προσφέρονταν συνεχώς να εφοδιάσουν τούς χριστιανούς ηγεμόνες με χρήματα, στόλο και στρατό ξηράς, για να επιτεθούν στον Μεγάλο Τούρκο «και να τον διώξουν από την Ελλάδα και την Ασία». Οι ηγεμόνες αρνήθηκαν επειδή, όπως ο αυτοκράτορας, ήθελαν να είναι φίλοι τού σουλτάνου, ο οποίος δεν είχε άλλους εχθρούς από αυτούς τούς Ενετούς.
Αυτή λοιπόν ήταν, όπως έγραφε στον δόγη ο Βαλντρίνο, ο αρχιγραμματέας τού βαΐλου, «η ουσία όλου τού περιεχόμενου τής αποστολής τού εν λόγω [Φεντερίκο τής Γκορίτσια]». Αυτή ήταν η έκκληση τού αυτοκράτορα προς την Πύλη. Με εντολή των πασάδων ο δραγουμάνος τού σουλτάνου έδειξε στον Βαλντρίνο το εν λόγω έγγραφο αποστολής, «με την προϋπόθεση, όμως, ότι το θέμα έπρεπε να παραμείνει μυστικό». Ο Βαλντρίνο είχε δει επίσης τις διαπιστευτήριες επιστολές τού Φεντερίκο. Οι πασάδες φαίνονταν να αποδίδουν περιορισμένη σημασία στη μάταιη αποστολή τού Φεντερίκο, τουλάχιστον κατά τη γνώμη τού Βαλντρίνο, ο οποίος τούς ευχαρίστησε, παρατηρώντας ότι ο αυτοκράτορας είχε κάνει ανακωχή με τη Βενετία και στη συνέχεια την είχε αμέσως παραβιάσει, παίρνοντας πίσω τα λόγια που είχε ορκιστεί. Η περιγραφή των γεγονότων από τον Μαξιμιλιανό στο έγγραφο αποστολής τού Φεντερίκο ήταν «εντελώς λάθος» (tuto el falso), όπως (λέει ο Βαλντρίνο) οι πασάδες γνώριζαν καλά. Οι πασάδες έδωσαν να μεταφραστεί το έγγραφο τής αποστολής στα τουρκικά, προκειμένου να το θέσουν το συντομότερο δυνατόν υπόψη τού σουλτάνου. Ο Βαλντρίνο έγραφε στον δόγη ότι θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει αντίγραφο τού κειμένου, αν μπορούσε, και θα το έστελνε στη Βενετία, μαζί με όποια ένδειξη μπορούσε να έχει για την απάντηση τού σουλτάνου προς τον αυτοκράτορα, η οποία απλώς θα συντασσόταν με κάποια κατάλληλη διατύπωση,191 χωρίς καμία πιθανότητα να δώσουν οι Τούρκοι βοήθεια στον Μαξιμιλιανό.
Η αποστολή τού Φεντερίκο τής Γκορίτσια στον σαντζακμπέη τής Βοσνίας ίσως είχε προκαλέσει κάτι σαν τουρκική πρόωρη ανάφλεξη. Τον Οκτώβριο φαινόταν να υπάρχει πραγματική ευκαιρία για παροχή βοήθειας από τον σουλτάνο προς τη Βενετία, γιατί αυτός ζητούσε από τη Σινιορία να στείλει στην Ισταμπούλ απεσταλμένο «με επαρκή εξουσιοδότηση να συνάπτει συμφωνίες και να υπόσχεται» (cum larga commissione de poter tractar et prometter).192 Κατά συνέπεια στις 6 Δεκεμβρίου (1510) η Γερουσία ψήφισε να στείλει πρεσβευτή στον σουλτάνο. Το πρόσωπο που θα εκλεγόταν έπρεπε να αποδεχτεί την αποστολή ή να πληρώσει πρόστιμο χιλίων χρυσών δουκάτων. Επιλέχθηκε ο Πιέτρο Μπάλμπι. Αρνήθηκε τη θέση και προσπάθησε να πείσει τη Γερουσία «για την αδυναμία του να πάει για να υπηρετήσει τη Σινιορία μας» (circa la impossibilità sua de andar ad servir la Signoria nostra). Είπε ότι τουλάχιστον τότε δεν μπορούσε να υπηρετήσει τη Σινιορία ως απεσταλμένος στην Πύλη. Στη θέση τού Μπάλμπι εκλέχτηκε ο Αλβίζε Αριμόντο και συμφώνησε να πάει στον Βόσπορο. Θα έπαιρνε για τις δαπάνες του 150 δουκάτα τον μήνα, «χωρίς καμία υποχρέωση για απόδοση λογαριασμού» (senza obligation de renderne conto alcuno). Δώδεκα άτομα έπρεπε να συμμετέχουν στην πρεσβεία του, ενώ στον αριθμό αυτό περιλαμβάνονταν ο ίδιος ο Αριμόντο, ένας συμβολαιογράφος τής διοίκησης και ένας ιερέας. Έπρεπε να αναχωρήσει από τη Βενετία μόλις έπαιρνε το έγγραφο τής αποστολής του από τη Γερουσία.193
Το έγγραφο τής αποστολής τού Αλβίζε Αριμόντο, που συντάχθηκε στο όνομα τού δόγη Λεονάρντο Λορεντάν, έχει ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1510 και (όπως συνηθιζόταν σε τέτοιες αποστολές) τού έδινε λεπτομερείς οδηγίες. Έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως με τη γαλέρα τού Τομμάζο Τιέπολο, πηγαίνοντας στους Τούρκους «με το όνομα τού Αγίου Πνεύματος» (cum el nome del Spirito Sancto). Ο Αριμόντο ενημερωνόταν ότι την 1η Σεπτεμβρίου (1510), με εντολή τού σουλτάνου, οι πασάδες είχαν πει στον βαΐλο Φόσκολο και τον ειδικό απεσταλμένο Νικκολό Τζουστινιάν ότι «ο σουλτάνος είχε αποφασίσει να δώσει στους Ενετούς τη βοήθεια που είχαν ζητήσει οι Φόσκολο και Τζουστινιάν, αλλά η Σινιορία έπρεπε να στείλει πρεσβευτή με πλήρη εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί και να ορκιστεί στους όρους τής συμφωνίας». (che ‘l Signor suo era ressolto de volerne prestar el subsidio per loro nomine nostro rechiesto, ma che li pareva conveniente et cussì luy voleva che li mandassamo un honorevele ambassator che havesse ampla libertà de formar i capitoli et quelli zurar).
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε μάλιστα γράψει στον δόγη, αποδεχόμενος την προσφορά που είχαν κάνει οι Ενετοί. Οι Τούρκοι θα διέθεταν και θα πλήρωναν για 10.000 ιππείς, ενώ σε αντάλλαγμα οι Ενετοί θα κατέβαλλαν στον σουλτάνο 12.000 δουκάτα τον χρόνο για το υπόλοιπο τής ζωής του. Ίσως οι Τούρκοι δεν θα ήθελαν, όταν ερχόταν η ώρα, να διαθέσουν και τούς 10.000 ιππείς. Ο Αριμόντο έπρεπε να έχει πάντοτε κατά νου ότι η Σινιορία δεν θα δεχόταν λιγότερους από 6.000, ενώ δεν ήθελε περισσότερους από 10.000 ιππείς. Όμως αν προσφερόταν δύναμη μεγαλύτερη από τον τελευταίο αυτόν αριθμό, ο Αριμόντο έπρεπε να αποδεχτεί τη μεγαλύτερη δύναμη. Η Βενετία χρειαζόταν την τουρκική βοήθεια και την χρειαζόταν γρήγορα. Οι Τούρκοι έπρεπε να επιτεθούν στον Μαξιμιλιανό στο Φριούλι.
Ο Αριμόντο έπρεπε επίσης να πει στους Τούρκους ότι όταν ο ανώτατος ποντίφηκας κατανόησε την έκταση τής δολιότητας τού Γάλλου βασιλιά, όχι μόνο αποσύρθηκε ο ίδιος εντελώς από την Ένωση τού Καμπραί, αλλά ενώθηκε με τη Βενετία «και επί τού παρόντος ο στρατός του, μαζί με απόσπασμα δικών μας στρατευμάτων, βρίσκεται καθ’ οδόν προς Φερράρα εναντίον τού δούκα, ο οποίος έχει επαναστατήσει εναντίον τής Αγιότητάς του και ακολουθεί τούς Γάλλους».
Αν οι πασάδες εξέφραζαν αμφιβολία για την ασφαλή επιστροφή των εφίππων στρατευμάτων τους, ο Αριμόντο έπρεπε να τούς υποσχεθεί ότι αν υπήρχε «κάποια αμφιβολία για την ασφάλεια τής οδού επιστροφής» (alcun dubio dela securtà dela via per el ritorno), η Σινιορία θα τούς μετέφερε όλους πίσω στο τουρκικό έδαφος δια θαλάσσης, «έτσι ώστε να επιστρέψουν σώοι και ασφαλείς».194
Ως συνέπεια όλων αυτών τα τουρκικά στρατεύματα όντως διέσχισαν την Αδριατική από την Αυλώνα στην Απουλία, αλλά, όπως έχει σημειώσει ο Ρομάνιν, φαίνεται ότι έκαναν ελάχιστα περισσότερα από το να δώσουν στον Φερδινάνδο Καθολικό καλό λόγο, για να ανακαλέσει τον δούκα τού Τέρμινι και τούς τετρακόσιους Ισπανούς λογχοφόρους του από τη Βερόνα και να τού ζητήσει να επιστρέψει στο βασίλειο τής Νάπολης.195 Όμως οι Τούρκοι δεν έκαναν την κίνηση που είχε ζητήσει η Σινιορία, δηλαδή κατά τού Μαξιμιλιανού στο Φριούλι.
Καθώς οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Ρώμη κρατούσαν την κυβέρνησή τους ενήμερη για ό,τι γινόταν ή λεγόταν στην παπική κούρτη, ο Φλωρεντινός πρέσβης Αλεσσάντρο Νάσι έστελνε τις έξυπνες αναφορές του προς το Συμβούλιο των Δέκα (Dieci di Balia) στον Άρνο. Όμως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει ο Νάσι στη Φλωρεντία, και μέχρι να τον αντικαταστήσει ένας δεόντως εκλεγμένος πρεσβευτής, το Συμβούλιο των Δέκα έστειλε τον γραμματέα Νικκολό Μακιαβέλλι να εκπροσωπεί τα συμφέροντα τής Δημοκρατίας τους κατά τη διάρκεια τού παρατεταμένου και θερμού καλοκαιριού τού 1510. Ήταν η τρίτη διπλωματική αποστολή τού Μακιαβέλλι στη Γαλλία. Η επιτυχής εκ μέρους του διεξαγωγή τής πολιορκίας τής Πίζας, η οποία είχε πέσει στα χέρια των Φλωρεντινών τον Ιούνιο τού 1509, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια ασύνδετου πολέμου, είχε βελτιώσει πολύ τη φήμη του.196 Ήταν απαραίτητη όλη η φινέτσα του, για να εξηγήσει στον Λουδοβίκο ΙΒ’ γιατί οι Φλωρεντινοί είχαν επιτρέψει σε παπικά στρατεύματα να περάσουν μέσα από την Τοσκάνη και να επιτεθούν στην κατεχόμενη από τούς Γάλλους Γένουα και γιατί δεν βοηθούσαν τον δούκα Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε τής Φερράρας να αποκρούσει τις παπικές επιθέσεις επί τού δουκάτου του. Στις 18 Ιουλίου (1510) ο Λουδοβίκος ευχαρίστησε τη Σινιορία τής Φλωρεντίας για την αποστολή τού Μακιαβέλλι στη Μπλουά, όπου διέμενε η αυλή,
και ευχόμαστε πολύ στοργικά ότι, ακολουθώντας την αρχαία φιλία και συμμαχία που έχει υπάρξει ανάμεσα στους προκατόχους μας, τούς βασιλείς τής Γαλλίας, και εσάς, … θα έχετε την καλοσύνη να μάς γράψετε και να μάς πληροφορήσετε, τι είδους συνδρομή, χάρη και βοήθεια θα προβλέψετε και θα παράσχετε, για την προστασία και την υπεράσπιση των κρατών μας στην Ιταλία…197
Η απόφαση τής Φλωρεντίας θα είχε μοιραία συνέπεια για το μέλλον τής Δημοκρατίας και επίσης κάποια επίδραση στην επόμενη παπική εκλογή. Ο σημαιοφόρος (gonfalonier) Πιέρο Σιντερίνι επέμενε για την τήρηση τής παραδοσιακής Φλωρεντινής συμμαχίας με τη Γαλλία. Ο Νικκολό Μακιαβέλλι πίστευε ότι θα ήταν καλό να προχωρήσουν βλέποντας και κάνοντας, γιατί ακριβώς τότε τα παπικά κανόνια έκαναν δυνατό θόρυβο και κανείς δεν μπορούσε να πει τι θα έκαναν τελικά οι Ισπανοί. Η αμφιταλάντευση τού Λουδοβίκου ΙΒ’ επηρέαζε τούς συμβούλους του. Ο Μακιαβέλλι έστειλε κάπου δεκαεννέα επιστολές προς την κυβέρνησή του (από τις 7 Ιουλίου έως τις 10 Σεπτεμβρίου 1510). Μια από αυτές, γραμμένη στη Μπλουά στις 2 Σεπτεμβρίου, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Το Συμβούλιο των Δέκα ήθελε να μάθει τις προθέσεις τού Λουδοβίκου ΙΒ’, τις οποίες, λέει ο Μακιαβέλλι, οι προηγούμενες επιστολές του είχαν καταστήσει αρκετά σαφείς. Η Μεγαλειότητά του περίμενε την άνοιξη και στο μεταξύ προσπαθούσε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Ο Λουδοβίκος στην πραγματικότητα προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο και να εξοικονομήσει χρήματα. Πίστευε ότι ο δούκας τής Φερράρας μπορούσε να τα καταφέρει μόνος του, πράγμα που ήταν πολύ αμφίβολη υπόθεση και μπορούσε να τού προκαλέσει περαιτέρω δυσκολίες. Ο Λουδοβίκος έλπιζε να έρθει στην Ιταλία και να τα τακτοποιήσει όλα με ένα χτύπημα. Μπορούσε να στείλει άλλους διακόσιους λογχοφόρους στη Φερράρα, που θα έσωζαν την πόλη από τις ασύνδετες προσπάθειες των παπικών δυνάμεων και δεν θα υπήρχε περαιτέρω δαπάνη. Μακάρι να έδινε ο Θεός και να μην αποκάλυπτε ο χρόνος πόσο μεγάλη απώλεια ήταν ο θάνατος τού καρδινάλιου ντ’ Αμπουάζ, γιατί αν ο ντ’ Αμπουάζ ζούσε ακόμη, η Φερράρα δεν θα είχε υποφέρει τόσο πολύ. Ο βασιλιάς δεν συνήθιζε να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις υποθέσεις του. Εκείνοι που τις φρόντιζαν τώρα ήσαν απολύτως ανεπαρκείς για τις μεγάλες ευθύνες που συνεπάγονταν οι υποθέσεις αυτές. Αν ο γιατρός είναι απρόσεκτος, ο νοσοκόμος στο νοσοκομείο είναι επίσης αδιάφορος και ο ασθενής πεθαίνει. Ενώ ο Μακιαβέλλι μιλούσε με τον Γάλλο ταμία Φλοριμόν Ρομπερέ, ένας ζωγράφος είχε εμφανιστεί, φέρνοντας μαζί του ένα πορτραίτο τού ντ’ Αμπουάζ. Ο Ρομπερέ το κοίταξε με αναστεναγμό και είπε, «Ω, κύριέ μου, αν ήσασταν ακόμη ζωντανός, έπρεπε να βρισκόμαστε στη Ρώμη με τον στρατό μας!»198
Συνελεύσεις τού γαλλικού κλήρου, υπάκουες στο στέμμα, συγκλήθηκαν στην Τουρ τον Σεπτέμβριο τού 1510 και στη Λυών τον Απρίλιο τού 1511.199 Ο Λουδοβίκος ΙΒ’, αποφασισμένος για σύνοδο, δήθεν για τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας «τόσο στην κεφαλή όσο και στα μέλη» (tant en chef que ès membres), ζήτησε από την κυβέρνηση τής Φλωρεντίας στις 27 Ιανουαρίου 1511, «να παραχωρήσει και να παραδώσει στα χέρια εκείνων, που θα έχουν την ευθύνη για την εν λόγω σύνοδο … την πόλη σας … τής Πίζας…», πράγμα που στενοχώρησε πολύ τη Σινιορία. Οι Φλωρεντινοί είχαν προσπαθήσει για βδομάδες να αποτρέψουν ένα τέτοιο αίτημα, για να μην υποστούν τα λυσσαλέα αντίποινα τού Ιουλίου Β’. Παρ’ όλα αυτά, στο Μιλάνο στις 16 Μαΐου (1511), οι αντι-Ιούλιοι καρδινάλιοι Μπερναρντίνο Καρβαχάλ, Γκυγιώμ Μπρισοννέ και Φραντσέσκο Βοργία συγκάλεσαν τη Σύνοδο εξ ονόματος τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά τής Γαλλίας, ζητώντας από τη Σινιορία τής Φλωρεντίας να ετοιμαστεί να υποδεχτεί αυτή τη συνάθροιση τής οικουμενικής Εκκλησίας στην Πίζα.200
Ισχυριζόμενοι ότι είχαν «επαρκή εξουσιοδότηση» από άλλους έξι καρδινάλιους, οι Καρβαχάλ, Μπρισοννέ και Βοργίας διακήρυξαν ότι αναγκαιότητα και σκοπός τής Συνόδου ήταν η εγκαθίδρυση πραγματικής ειρήνης στην Ευρώπη, η μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας και η προώθηση τού πολέμου κατά των απίστων. Αναφέρονταν διεξοδικά στη διαφθορά και την παραμόρφωση τής Εκκλησίας, για την οποία το σωτήριο φάρμακο ήταν γνωστό, η σύγκληση οικουμενικής συνόδου. Το διάταγμα τής Κωνσταντίας είχε προβλέψει σύνοδο κάθε δέκα χρόνια. Ο Ιούλιος Β’ είχε υποσχεθεί κατά τη στιγμή τής εκλογής του να τηρήσει το διάταγμα. Όχι μόνο δεν είχε τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει, αλλά ήταν σαφές ότι δεν θα συγκαλούσε ποτέ σύνοδο με δική του επιθυμία και αρμοδιότητα. Οι καρδινάλιοι λοιπόν και οι οπαδοί τους, μαζί με τούς συμβούλους και τούς επιτρόπους τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού και τού βασιλιά τής Γαλλίας Λουδοβίκου, καλούσαν με την παρούσα σε γενική Σύνοδο τής οικουμενικής εκκλησίας, που θα γινόταν στην Πίζα στις ερχόμενες καλένδες Σεπτεμβρίου.201
Οι καρδινάλιοι λοιπόν δικαιολογούσαν τις σχισματικές τους διαδικασίες με την αιτιολογία ότι ο Ιούλιος Β’ είχε παραβιάσει την εκλογική διομολόγηση τού 1503. Αλλά περισσότερες από μία φορά κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο ή περισσότερων αιώνων, οι πάπες είχαν αισθανθεί υποχρεωμένοι να υπενθυμίσουν στο Ιερό Κολλέγιο, ότι η κύρια λειτουργία των καρδιναλίων στο κογκλάβιο ήταν να εκλέξουν πάπα, όχι να προσπαθήσουν να νομοθετήσουν για την Εκκλησία με τέτοιο τρόπο, που θα έδενε τα χέρια εκείνου, τον οποίο επρόκειτο να ανυψώσουν στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου. Το 1352 ο πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε υπενθυμίσει τις προειδοποιήσεις τού Γρηγορίου Ι’ και τού Κλήμεντος Ε’, στις οποίες πρόσθετε και τις δικές του, ότι οι προσπάθειες των καρδιναλίων με τέτοιες εκλογικές διομολογήσεις αποτελούσαν αδικαιολόγητη και εντελώς αντικανονική σύντμηση τής παπικής εξουσίας, η οποία προερχόταν μόνο από τον Θεό και όχι από το Ιερό Κολλέγιο. Παρά το γεγονός ότι ως καρδινάλιος ο Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε υπογράψει μια διομολόγηση, όπως ο Ιούλιος Β’, εξαρτώντας την άσκηση τής παπικής εξουσίας σε πολλά ζητήματα από τη βούληση πλειοψηφίας δύο τρίτων τού Κολλεγίου, ως πάπας απέρριψε το έγγραφο ως απαράδεκτη εισχώρηση στα δικαιώματά του.202 Προφανώς ο Ιούλιος Β’ είχε αρκετά προηγούμενα για τη στάση που κρατούσε. Ήθελε να γίνει αυτό σαφώς κατανοητό, όταν τον Ιούλιο τού 1511, όπως θα δούμε, συγκάλεσε τη Σύνοδο τού Λατερανού, ότι το έκανε γιατί πίστευε ότι ήταν απαραίτητο για το καλό τής Εκκλησίας. Η εκ μέρους του σύγκληση τής Συνόδου δεν σήμαινε ότι υπέκυπτε στην πίεση των σχισματικών καρδιναλίων και στην εντελώς αδικαιολόγητη επίθεσή τους εναντίον του.
Στο μεταξύ, οι Ενετοί συνέχιζαν πεισματικά τον αγώνα τους κατά των Γάλλων και των φιλο-αυτοκρατορικών. Ο Σανούντο κατέγραφε σχολαστικά τα πάντα στο μεγάλο ημερολόγιό του πολιτικής και πολέμου, ναυτιλίας και τραπεζικών υποθέσεων, θρησκευτικών εορτών και σημαντικών κοινωνικών εκδηλώσεων, διπλωματίας και ειδήσεων από την Ανατολική Μεσόγειο. Την Τετάρτη 26 Μαρτίου 1511 μεγάλος σεισμός χτύπησε τη Βενετία, προφανώς ο χειρότερος από τις 25 Ιανουαρίου 1348 (Ενετική χρονολόγηση 1347) και έκπληκτος ο Σανούντο περιέγραφε τις ζημιές που προκάλεσε σε «αυτή την υπέροχη πόλη, που χτίστηκε από τον Θεό και διατηρείται μέχρι σήμερα για την αύξηση τής χριστιανικής πίστης». Η κορυφή τού καμπαναριού είχε στραφεί τόσο πολύ, που την επόμενη μέρα οι καμπάνες δεν μπορούσαν να χτυπήσουν κανονικά τις ώρες, πράγμα που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν. Πέτρες που έπεφταν από το ανώτατο επίπεδο τού καμπαναριού συντρίβονταν πάνω στη στέγη τού «χαγιατιού» (loggetta), όπου μαζεύονταν οι πατρίκιοι. Τα καμπαναριά υπέφεραν λόγω τού ύψους τους. Αν και η εκκλησία τού Άγιου Μάρκου ευτυχώς υπέστη μικρές ζημιές, μερικά ψηφιδωτά έπεσαν από ψηλά στην εκκλησία. Άλλες εκκλησίες, παλάτια και σπίτια υπέστησαν ζημιές με διάφορους τρόπους, περιλαμβανομένων (για να αναφέρουμε μόνο μερικά) τού μοναστηριού των Σερβιτών, τής Εκκλησίας τής Μαντόννα ντελλ΄ Όρτο, των αρχοντικών Κα ντ’ Όρο και Κα Μοροζίνι και τής Σκουόλα ντέλλα Κάριτα στο Σαν Βίο. Έπεσαν καμινάδες καθώς και μολύβδινες υδρορροές. Οι άνθρωποι τρομοκρατήθηκαν και, όπως ο ίδιος ο Σανούντο, έτρεξαν από τα σπίτια τους στους δρόμους Εκείνο το βράδυ οι ενοριακοί ιερείς οργάνωσαν λιτανεία. Κρατώντας δάδες και κεριά έψελναν για να κατευνάσουν τον ουρανό, που είχε ανακατέψει τη γη.
Τον σεισμό τού Ιανουαρίου 1348 είχε ακολουθήσει η «μεγάλη θνησιμότητα» στην οποία (λέει ο Σανούντο) πέθαναν τα δύο τρίτα τής Βενετίας από την πανούκλα, αλλά πιο αίσιοι οιωνοί βρέθηκαν στην καταστροφή τού 1511. Μαρμάρινος τοίχος με χαραγμένο πάνω το άνθος τού κρίνου (fleur-de-lis) έπεσε από ψηλά στην εσωτερική αυλή τού παλατιού των δόγηδων, καταλήγοντας στη βάση τής μεγάλης σκάλας με την κορυφή τού κρίνου προς τα κάτω, «και πολλοί το θεώρησαν καλό οιωνό ότι ο κρίνος, που είναι το οικόσημο τής Γαλλίας, θα πέσει και θα υποστεί ερείπωση και μακάρι να δώσει ο Θεός να γίνει αυτό για το καλό τής Ιταλίας, που μαστίζεται από αυτούς βαρβάρους». Στο Ριάλτο ένας σιδερένιος σταυρός με πέτρινη βάση έπεσε όρθιος από τον Σαν Τζάκομο πάνω στην οροφή τής στοάς, κι άλλος καλός οιωνός, γιατί αυτή ήταν η παλαιότερη εκκλησία τής πόλης και η οικοδόμησή της (στις 25 Μαρτίου 421 λέει ο Σανούντο) σηματοδότησε την αρχή τής Βενετίας, και έτσι «αυτή η πόλη θα είναι ο συντηρητής τής Ιταλίας και τής πίστης τού Χριστού, διώχνοντας τούς βαρβάρους από την Ιταλία…». Παρά το γεγονός ότι έπεσαν από την πρόσοψη τού Αγίου Μάρκου οι τέσσερες μικροί βασιλείς από πορφυρίτη, οι «τετράρχες», μέρος των λαφύρων τής 4ης Σταυροφορίας, καθώς και κάποιες στήλες, το μαρμάρινο άγαλμα τού πολιούχου αγίου στεκόταν σταθερά στη θέση του στο παλάτι των δόγηδων. Η σημασία τής πτώσης των τεσσάρων βασιλέων, ενώ ο Άγιος Μάρκος παρέμενε στη θέση του, ήταν πάρα πολύ σαφής για τον Σανούντο και τούς ποιητές τής εποχής: οι βασιλείς τής Ένωσης τού Καμπραί θα πήγαιναν προς τα κάτω ηττημένοι, ενώ οι απτόητοι πολίτες τής Δημοκρατίας θα συνέχιζαν να ανεμίζουν το λάβαρο τού Ευαγγελιστή με το λιοντάρι.203
Η θέση των Γάλλων φαινόταν αρκετά ασφαλής στην Ιταλία. Κατείχαν τη Γένουα και τη Λιγουρία, τη Λομβαρδία και το Άστι, ενώ ήσαν προστάτες τής Φλωρεντίας, τής Φερράρας και τής Μόντενα. Παρ’ όλα αυτά οι στρατιωτικές κινήσεις και οι διπλωματικές μηχανορραφίες τού Ιουλίου Β’ ήσαν πολύ ενοχλητικές. Αυτός ξεκίνησε αποφασιστική εκστρατεία εναντίον τού Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας. Η Μόντενα παραδόθηκε χωρίς μάχη στις παπικές δυνάμεις, οι οποίες κατέλαβαν την Κονκόρντια τον Δεκέμβριο τού 1510 και τη Μιράντολα τον Ιανουάριο τού 1511.204 Ο Γάλλος στρατιωτικός διοικητής Σαρλ Β’ ντ’ Αμπουάζ, άρχοντας τού Σωμόν και ανηψιός τού καρδινάλιου Ζωρζ, πέθανε στο Κορρέτζιο στις αρχές τού έτους 1511, αλλά ο διάδοχός του Τζιαν Τζιάκομο Τριβούλτσιο ανέκτησε σύντομα την Κονκόρντια και βάδισε κατά τής Μπολώνια, όπου βοήθησε να ανακτηθεί αυτή στις 22-23 Μαΐου (1511) για λογαριασμό τής καθαιρεμένης οικογένειας των Μπεντιβόλιο, σκληρών εχθρών τού πάπα. Ένα ορειχάλκινο άγαλμα τού Ιουλίου Β’ φτιαγμένο από τον Μικελάντζελο και τοποθετημένο πάνω από την πύλη τής βασιλικής τού Σαν Πετρόνιο τον Φεβρουάριο τού 1508, καταστράφηκε αμέσως.205 Η ανάκτηση τής Μπολώνια από τούς Μπεντιβόλιο με γαλλική βοήθεια υπήρξε σοβαρό πλήγμα για το κύρος και την ασφάλεια τού πάπα. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν άσχημα για τον Ιούλιο. Οι Ενετοί σύμμαχοί του απέτυχαν να καταλάβουν τη Βερόνα, ενώ έχασαν τη Βιτσέντσα, το Λενιάνο και το Μπάσσανο. Επίσης απέτυχε προσπάθεια να ξεσηκωθεί εξέγερση στη Γένουα.
Ύστερα από δεκάμηνη περιοδεία στα παπικά κράτη από τη Ρώμη προς τη Μπολώνια και τη Ραβέννα, στη διάρκεια τής οποίας μπήκε ο ίδιος στο πεδίο τής μάχης φορώντας πανοπλία, ο Ιούλιος επέστρεψε στη Ρώμη στις 26 Ιουνίου (1511). Ο τελετάρχης (ceremoniere) Πάριντε Γκράσσι έχει αφήσει περιγραφή τής απόλυτα μάταιης εκστρατείας στο δικό του ημερολόγιο τής παπικής κούρτης.206 Οι αισιόδοξες προσδοκίες τού πάπα για επιδρομή στη Φερράρα και εκδίωξη των Γάλλων από την βόρεια Ιταλία είχαν διαψευστεί εντελώς, ενώ η πτώση τής Μπολώνια είχε ανοίξει τον δρόμο για την είσοδο τού Τριβούλτσιο σε παπικά εδάφη.207 Στο μεταξύ οι Ενετοί, αν και ενθαρρυμένοι από τον σουλτάνο και τούς πασάδες να περιμένουν τουρκική βοήθεια, ιδιαίτερα ιππικό για υπηρεσία στο Φριούλι, όπως είχε ζητήσει ο Αλβίζε Αριμόντο, αντιμετώπιζαν επίσης αποτυχία. Γινόταν αργά κατανοητό στη Γερουσία, ότι οι Τούρκοι, παρ’ όλα τα όμορφα λόγια τους, δεν επρόκειτο να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό τής Βενετίας.208 Ο σουλτάνος και οι πασάδες μπορούσαν απλώς να απολαμβάνουν την προοπτική συνεχούς πολέμου στην Ιταλία. Η καχυποψία και η εχθρικότητα που διατηρούσαν οι χριστιανικές δυνάμεις η μία για την άλλη έκαναν τη σταυροφορία αδύνατη, ανεξάρτητα από την ευκολία με την οποία τα επαναλαμβανόμενα αντι-τουρκικά συναισθήματα έρχονταν στα χείλη και τις πέννες λαϊκών και ιερωμένων.
Εκτιμώντας τη ματαίωση των σχεδίων τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού για την Ιταλία, ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε επιδιώξει την υποστήριξή του εναντίον τού πάπα. Ο Μαξιμιλιανός ήταν πρόθυμος να αναβιώσει την Ένωση τού Καμπραί, για να ξανακερδίσει από τούς Ενετούς τα αυτοκρατορικά εδάφη που είχαν καταλάβει. Για να πετύχει αυτόν τον μάλλον δύσκολο στόχο, είχε στείλει τον αλαζονικό Ματίας Λανγκ, επίσκοπο Γκουρκ, να συσκεφτεί με τον πάπα στη Μπολώνια τον Απρίλιο τού 1511. Πριν από την άφιξη τού Λανγκ, ο Ιούλιος Β’ τον είχε κάνει καρδινάλιο στις προαγωγές τής 10ης Μαρτίου στη Ραβέννα, αλλά η αναγόρευσή του είχε μείνει «κρυφή» (in petto).209 Οκτώ άλλοι πήραν το κόκκινο καπέλο ύστερα από τις απαραίτητες διατυπώσεις. Η ελπίδα τού Μαξιμιλιανού να συμφιλιώσει τον πάπα με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ ήταν χιμαιρική. Η Ένωση τού Καμπραί είχε πεθάνει. Ο Ιούλιος ήταν λυσσαλέα αντι-Γάλλος. Η αποστολή τού Λανγκ ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, ενώ φυσικά δεν ήταν ανοιχτός στην πρόταση ότι ο αυτοκρατορικός του κύριος έπρεπε να ενωθεί με την παπική κούρτη και τη Βενετία σε επίθεση εναντίον τής Γαλλίας. Ο Λανγκ πρόσφερε την υποστήριξή του προς τη σχεδιαζόμενη Σύνοδο τής Πίζας και ο Ιούλιος παρακράτησε τη δημοσίευση τής προαγωγής του στο αξίωμα τού καρδιναλίου.210
Ο Μαξιμιλιανός, βλέποντας να ακυρώνεται η αντι-ενετική του πολιτική, υποστήριξε την πρόταση τού Λουδοβίκου ΙΒ’ για γενική σύνοδο, αλλά τελικά έχασε το ενδιαφέρον του για την ιδέα, καθώς εξέταζε τις επίμονες ανισότητες μεταξύ αυτοκρατορικών και γαλλικών συμφερόντων, καθώς και την απόλυτη απιθανότητα να πετύχει η Σύνοδος οτιδήποτε. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι καρδινάλιοι, κυρίως οι Καρβαχάλ, Μπρισοννέ, Βοργία, Ρενέ ντε Πρι και Φεντερίγκο ντι Σανσεβερίνο, έδειχναν να διακινδυνεύουν την εκκλησιαστική τους σταδιοδρομία υποστηρίζοντας τη Σύνοδο, ακόμη και οι Γάλλοι λίγη εμπιστοσύνη είχαν για τα αποτελέσματα τής συνοδικής τους προπαγάνδας. Οι καρδινάλιοι που συνδέθηκαν με το κίνημα ήσαν γνωστοί ως «καιροσκόποι». Μάλιστα την 1η Ιουνίου 1511 ο Φλωρεντινός πρεσβευτής στη Γαλλία Ρομπέρτο Ατσαγιόλι ενημέρωσε την κυβέρνησή του ότι ο σύμβουλος τού Λουδοβίκου ΙΒ’ Ρομπερέ είχε αναγνωρίσει ότι «αυτοί οι καρδινάλιοι ενδιαφέρονται περισσότερο να πάρουν επισκοπές παρά για τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας κι έτσι δεν τούς έχω πολλή εμπιστοσύνη!»211
Αντιδρώντας στη γαλλο-γερμανική απειλή σχίσματος ο πάπας Ιούλιος Β’ εξέδωσε στις 18 Ιουλίου 1511 τη βούλλα Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία (Sacrosanctae Romanae Ecclesiae), συγκαλώντας οικουμενική, καθολική και γενική σύνοδο, που θα συνεδρίαζε στις 19 Απριλίου 1512 στο Λατερανό, «όπου πολλές σύνοδοι έχουν συγκληθεί από τούς πατέρες μας τού παρελθόντος». Ταυτόχρονα απέρριπτε με αγανάκτηση τις κατηγορίες τής γαλλικανικής παράταξης ότι προσπαθούσε να αποφύγει τη σύγκληση τής Συνόδου που είχε υποσχεθεί κατά τη στιγμή τής εκλογής του. Κατά τα τελευταία έντεκα χρόνια τής θητείας του ως καρδινάλιος δεν είχε μεγαλύτερη επιθυμία, έλεγε, από το να δει να συγκαλείται γενική σύνοδος και να μεταρρυθμίζεται η Εκκλησία, προκαλώντας έτσι τη μεγάλη ενόχληση και τον θυμό τού προκατόχου του Αλέξανδρου ΣΤ’: «Μήπως δεν προειδοποιήσαμε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες, που έστειλαν απεσταλμένους για να υποβάλουν υπακοή σε εμάς σύμφωνα με το έθιμο, για την αναγκαιότητα να γιορτάσουμε μια γενική σύνοδο και στη συνέχεια να αναλάβουμε και να διεξαγάγουμε εκστρατεία κατά των ποταπών Τούρκων με συνοδικό διάταγμα;» Μήπως δεν είχε ξοδέψει τα δύο πρώτα χρόνια τής παπικής του θητείας προσπαθώντας να κάνει ειρήνη μεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων, ώστε να καταστεί δυνατή η σύνοδος; Άραγε τι έπρεπε να κάνει, τι μπορούσε να είχε κάνει για την αποκατάσταση τής αρμονίας στην Εκκλησία και δεν κατόρθωσε να το κάνει; Η σύνοδος είχε καθυστερήσει όχι από δικό του λάθος. «Η δυστυχία των καιρών, η οποία άρχισε να παρενοχλεί την Ιταλία υπό τον προκάτοχό μας Αλέξανδρο και ακόμη δεν παύει να μάς παρενοχλεί, προκάλεσε αυτή την καθυστέρηση και την επίμονη ανάγκη να ανακτήσουμε τα εδάφη και τα δικαιώματα τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας!». Μια σύνοδος έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε κατάλληλο και ασφαλές μέρος. Άραγε ποιος δεν ήξερε ότι η Πίζα είχε υποφέρει τόσο οικτρά σε δεκατέσσερα πλήρη χρόνια πολιορκίας και ερήμωσης, ώστε να μην υπάρχουν σχεδόν καθόλου ανέπαφα σπίτια μέσα από τα τείχη της; Ο τόπος τής Πίζας ήταν ακατάλληλος για σύνοδο, ακριβώς όπως η γαλλικανική συνάθροιση ήταν παράνομη, αιρετική και σχισματική. Η βούλλα επανεξετάστηκε από τον Σιγκισμόντο ντε Κόντι και υπογράφηκε από εικοσιένα καρδινάλιους. Με εντολή τού πάπα τυπώθηκε στη Ρώμη από τον Τζάκοπο Ματσόκκι στις 31 Ιουλίου.212 Παρά τις νομικές διατυπώσεις ήταν εύγλωττο έγγραφο.
Σε όλη τη διάρκεια τού τέλους τής άνοιξης και στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1511 ο Ιούλιος Β’ εργαζόταν έντονα για τις υποθέσεις τής προβλεπόμενης Πέμπτης Συνόδου τού Λατερανού, καθώς και για τις διαπραγματεύσεις με τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας και τον Ερρίκο Η’ τής Αγγλίας, στον οποίο έπρεπε να βασίζεται στην εχθρότητά του προς τούς Γάλλους. Ενημέρωσε τον Λουδοβίκο ΙΒ’ για την πρόθεσή του να συγκαλέσει γενική σύνοδο στη Ρώμη, τής οποίας σκόπευε να είναι ο επικεφαλής. Δήλωνε επίσης ότι «ήθελε να είναι ο πρώτος που θα μεταρρυθμιζόταν».213 Στη Γαλλία και στο Μιλάνο οι επαναστατημένοι καρδινάλιοι συνέχιζαν να πιέζουν για σύγκληση τής Συνόδου στην Πίζα, και προσπαθούσαν πολύ με την κυβέρνηση τής Φλωρεντίας, η οποία δεν είχε ακόμη παραχωρήσει επισήμως την πόλη, υποστηρίζοντας ότι η μακρά πολιορκία είχε σχεδόν καταστρέψει τον τόπο και εκφράζοντας φόβους για παπική δράση κατά των Φλωρεντινών πολιτών «τόσο στη Ρώμη όσο και στο Μάρκε [της Αγκώνας], λόγω των εμπορευμάτων που κατευθύνονται στην Ανατολική Μεσόγειο».214
Οι αντιτιθέμενοι προς τον πάπα καρδινάλιοι προσπαθούσαν πολύ να κρατήσουν τη γαλλικανική σύνοδο στην Πίζα. Η Λυών θα ήταν ακατάλληλη τοποθεσία, λεγόταν, γιατί ήταν γαλλική πόλη. Η Κωνσταντία, την οποία πρόσφερε ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός, ήταν πολύ μακριά. Η Μάντουα, το Βέρτσελλι, το Καζάλε, η Βερόνα και το Τρεντ εξετάζονταν επίσης ως πιθανοί τόποι για τη Σύνοδο. Ο Μαξιμιλιανός δήλωνε ότι επιθυμούσε να παρευρεθεί προσωπικά.215 Οι Γάλλοι είχαν κουραστεί από τις ατέλειωτες, μάταιες συζητήσεις σχετικά με τη σύνοδο, κατά πόσον έπρεπε ή όχι να πραγματοποιηθεί αυτή στην Πίζα, ενώ υπήρχαν κι εκείνοι στην αυλή τού Λουδοβίκου ΙΒ’ που υποστήριζαν τη χρήση βίας κατά τού πάπα. Αφού, έλεγαν, τα εδάφη τής Εκκλησίας διοικούνταν άσχημα, ας αποσπάσει η (Γαλλικανική) Σύνοδος τη Ρομάνια και το Μάρκε τής Αγκώνας από τον έλεγχο τού Ιουλίου Β’. Πρότειναν την χρήση γαλλικών όπλων για τον σκοπό αυτό, ενώ μέχρι στιγμής δεν φαινόταν σοβαρά ότι θα προβλεπόταν παρέμβαση τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας για να παρεμποδίσει τη γαλλική αρπαγή των κρατών τής Εκκλησίας.216
Οι διαφωνίες για το που και αν έπρεπε να συγκληθεί η γαλλικανική σύνοδος ήσαν πράγματι ατέλειωτες. Η φυσική αναποφασιστικότητα τού Μαξιμιλιανού αυξανόταν, όπως πάντα, από τη φτώχεια του. Χωρίς την ισχυρή παρουσία τού καρδινάλιου ντ’ Αμπουάζ, ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ήταν μόλις περισσότερο αποφασιστικός, έστω και αν ορισμένοι από τούς συμβούλους του και οι επαναστατημένοι καρδινάλιοι ταλανίζονταν από ανυπομονησία. Στη Φλωρεντία οι Δέκα εξύψωναν την αναβλητικότητα σε μεγάλη τέχνη, αλλά εύρισκαν τις πιέσεις που τούς ασκούνταν σχεδόν ανυπόφορες και στις 21-22 Αυγούστου (1511) εξέδωσαν τελικά άδεια ασφαλούς διέλευσης για όλα τα μέλη τής συνόδου, η οποία τώρα θα συγκαλούνταν στην Πίζα, που είχε πια παραχωρηθεί.217
Ο Ιούλιος Β’ γνώριζε όλα όσα συνέβαιναν, ή σχεδόν όλα, ενώ είχε κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος με την αναποτελεσματικότητα τής πνευματικής επίθεσης που τού γινόταν. Αλλά τα χρόνια επηρέαζαν αρνητικά τη δύναμή του. Η υπερκόπωση και η καλοκαιρινή ζέστη τον βρήκαν τον Αύγουστο κατάκοιτο και πολύ κοντά στον θάνατο. Η Ρώμη πιανόταν στις πολιτικές δολοπλοκίες και τις κοινωνικές αναταραχές που σημάδευαν το τέλος μιας παπικής θητείας. Η ανάκαμψή του υπήρξε σχεδόν θαυματουργή, αρκετά θαυματουργή με δεδομένη την προτίμησή του για ροδάκινα και δαμάσκηνα, σαρδέλες και κρασί, ενώ συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για τη σύνοδο στη Ρώμη.218 Τον ενθάρρυνε πάντοτε η σχεδόν βεβαιότητα ισπανικής υποστήριξης, γιατί ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας σχεδίαζε την κατάκτηση τής Ναβάρρας και ο αφορισμός τού βασιλιά Ζαν ντ’ Αλμπρέ, αδελφού τού καρδινάλιου Αμανιέ, θα ήταν πολύ χρήσιμός ως αντίβαρο σε κάθε βοήθεια που θα έδινε στους Ναβαρρέζους ο Λουδοβίκος ΙΒ’. Αλλά για να μη δώσει ο Λουδοβίκος ΙΒ’ στην οικογένεια ντ’ Αλμπρέ πολύ μεγάλη βοήθεια, ο Φερδινάνδος απέκρυπτε τα σχέδιά του για το βασίλειο αυτό όσο καλύτερα μπορούσε.219
Στο μεταξύ στις 2 Σεπτεμβρίου (1511) το Φλωρεντινό Συμβούλιο των Δέκα (Dieci di Balia) είχε ενημερώσει τον Πιερφραντσέσκο Τοσίνγκι, τον πρεσβευτή τους στη Ρώμη, ότι τρεις επίτροποι των επαναστατημένων καρδιναλίων είχαν φτάσει στην Πίζα στο τέλος τού Αυγούστου «για να ξεκινήσουν τη Σύνοδο» (per dare principio al concilio). Την επόμενη μέρα τού έγραφαν ότι οι τρεις επίτροποι είχαν εκτελέσει την 1η Σεπτεμβρίου «ορισμένες πράξεις» στον καθεδρικό (duomo) στο όνομα τού αυτοκράτορα, τού βασιλιά τής Γαλλίας και των καρδιναλίων, για να κηρύξουν την έναρξη τής συνόδου. Ένας από τούς επιτρόπους ήταν ο Ζακκαρία Φερρέρι, ηγούμενος τού Καρθουσιανού οίκου τού Μόντε Σουμπάσιο (κοντά στην Ασσίζη), φίλος τού καρδινάλιου Καρβαχάλ. Ούτε ο πιζάνικος κλήρος ούτε οι αξιωματούχοι τής Φλωρεντίας στην πόλη είχαν τίποτε να κάνουν με τη διαδικασία. Οι επίτροποι προφανώς δεν μπορούσαν να βρουν τοπικό συμβολαιογράφο, για την εκτέλεση τής πράξης σύγκλησης και τη διακήρυξη τής απαράβατης νομιμότητας τής συνόδου. Ένας Γάλλος συμβολαιογράφος έκανε αυτή τη δουλειά για λογαριασμό τους, ενώ στην πράξη μπήκαν τα ονόματα ορισμένων Φλωρεντινών μαρτύρων.220 Η γαλλικανική Σύνοδος ξεκινούσε άσχημα.
Ο Ιούλιος Β’ έγινε έξαλλος όταν έμαθε για την έναρξη τής Συνόδου και ετοιμαζόταν να εκδώσει σημειώματα μομφής κατά των Φλωρεντινών καθώς και απαγόρευσης σε όλους τούς επισκόπους τής Τοσκάνης να συμμετάσχουν στη συνέλευση-φάρσα τής Πίζας.221 Το Συμβούλιο των Δέκα διαμαρτυρήθηκε ότι η φλωρεντινή κυβέρνηση δεν μπορούσε «να αντιταχθεί στη βούληση ενός αυτοκράτορα και ενός βασιλιά τής Γαλλίας, ισχυρών και ενόπλων όπως αυτοί είναι στην Ιταλία». Αλλά οι Φλωρεντινοί είχαν αρνηθεί, έλεγαν, να συμμετάσχουν στη σύνοδο και δεν έστελναν ούτε απεσταλμένους ούτε ιεράρχες να τούς εκπροσωπήσουν. Παρέμεναν υπάκουοι στην Αγία Έδρα, προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Λουδοβίκο ΙΒ’ από τη συνέχιση τής Συνόδου και επιδίωκαν να προωθήσουν την ειρήνη με κάθε δυνατό τρόπο.222 Ο Ιούλιος Β’ έπεσε στα χέρια τού Ισπανού πρεσβευτή,223 ενώ η γαλλική ανώτατη διοίκηση στο Μιλάνο λεγόταν ότι ήταν έτοιμη να ρίξει όλα τα στρατεύματά της στη Λομβαρδία στο πεδίο τής μάχης, για να σταματήσει οποιαδήποτε κίνηση εναντίον τής Πίζας είτε από παπικές ή ισπανικές δυνάμεις.224
Στις 9 Σεπτεμβρίου (1511) το Συμβούλιο των Δέκα ενημέρωνε τον Τοσίνγκι, τον απεσταλμένο τους στη Ρώμη, ότι έστελναν τον Μακιαβέλλι σε άλλη αποστολή στη Λομβαρδία και τη Γαλλία. Θα έφευγε το βράδυ στις 10 τού μηνός.225 Οι οδηγίες που είχε ήσαν να πείσει τον Λουδοβίκο ΙΒ’ ότι η λεγόμενη Σύνοδος τής Πίζας συγκαλούνταν «κάτω από το χέρι τού πάπα» (sotto la mano del Papa)», τόσο κοντά βρισκόταν αυτή στα σύνορα των παπικών κρατών. Η σύνοδος είχε αρχίσει τις εργασίες της με τρία ασήμαντα θέματα. Δεν μπορούσε να υπάρξει σωτήριο αποτέλεσμα από τέτοιο αδύναμο ξεκίνημα. Ο αυτοκράτορας είχε διαφωνήσει για την Πίζα. Ούτε εκείνος ούτε οι Γερμανοί ιεράρχες είχαν δείξει σημεία ότι θα έρχονταν. Πέρα από αυτό η Πίζα βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση, κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Η συγκομιδή ήταν κακή. Και η πόλη ήταν εύκολα προσβάσιμη σε επίθεση από τη θάλασσα. Ο Μακιαβέλλι έπρεπε, αν ήταν δυνατό, να σταματήσει τούς επαναστατημένους καρδινάλιους, στους οποίους έπρεπε να δοθεί να καταλάβουν ότι δεν μπορούσαν να έλθουν στη Φλωρεντία. Επιπλέον, όταν θα έφτανε στη γαλλική αυλή, έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον Λουδοβίκο ΙΒ’ να διακόψει τη σύνοδο ή τουλάχιστον να τη μεταφέρει σε άλλο μέρος. Οι Φλωρεντινοί, παραχωρώντας την Πίζα στους Γάλλους συνοδιστές, είχαν εκτεθεί οι ίδιοι στον πόλεμο, σε απώλειες περιουσιών, σε παπικές απαγορεύσεις και εκκλησιαστικές μομφές.226 Όμως όπως έγραφε το Συμβούλιο των Δέκα στον Τοσίνγκι στις 15 Σεπτεμβρίου, η επιχείρηση τής Πίζας γινόταν ολοένα θερμότερη227 και απειλούσε να καταπιεί τη Δημοκρατία σε φλόγες. Βοηθούσε επίσης τον πάπα να αποφασίσει να ταχθεί στο πλευρό των Ισπανών, καθώς και των Ενετών, σε μια αντι-γαλλική ένωση,228 η οποία επρόκειτο να έχει αξιοσημείωτες επιπτώσεις επί τής μετέπειτα ιστορίας τής ιταλικής χερσονήσου.
Ο Μακιαβέλλι συνάντησε τούς επαναστατημένους καρδινάλιους, τούς Καρβαχάλ, Βοργία, Σανσεβερίνο και Μπρισοννέ, στο Μπόργκο Σαν Ντοννίνο στις 12 Σεπτεμβρίου. Τούς εξήγησε ότι ο θυμός τού Ιουλίου Β’ θα στρεφόταν πιθανώς κατά των Φλωρεντινών εμπόρων στη Ρώμη και την Αγκώνα. Τούς ζήτησε να μην πάνε πιο κοντά στη Φλωρεντία. Συμφώνησαν να κατευθυνθούν στην Πίζα μέσω Ποντρέμολι, αποφεύγοντας εντελώς τη Φλωρεντία, αλλά εξέφρασαν έκπληξη για το γεγονός ότι η φλωρεντινή κυβέρνηση δεν είχε προετοιμαστεί εδώ και μήνες για τα ενδεχόμενα, τα οποία μπορούσε να είχε προβλέψει ως αναπόφευκτα. Οι καρδινάλιοι υπενθύμιζαν ότι οι Φλωρεντινοί είχαν επιτρέψει το 1409 να πραγματοποιηθεί σύνοδος στην Πίζα «εναντίον ενός άγιου πάπα» (contro ad uno papa santo). Όσο για τις διαδικασίες στον καθεδρικό τής Πίζας την 1η Σεπτέμβριου, υπενθύμιζαν ότι η Σύνοδος τής Βασιλείας είχε αρχίσει από ένα και μόνο ηγούμενο! (τον Αλέξανδρο τού Βεζελαί). Όμως ύστερα από δύο ή τρεις συνεδριάσεις στην Πίζα, η σύνοδος μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί σε κάποιο άλλο μέρος. Μάλιστα ο Μακιαβέλλι έμαθε ότι ο Φεντερίγκο ντι Σανσεβερίνο έφευγε αμέσως σε αποστολή στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, για να επιδιώξει γερμανική εκπροσώπηση στην Πίζα, με τη διαβεβαίωση ότι μόλις συνεδρίαζε η σύνοδος, μπορούσε να μεταφερθεί σε όποιον τόπο ήθελε ο αυτοκράτορας.229
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΒ’ ήταν επίσης πρόθυμος να συγκληθεί η σύνοδος στην Πίζα «το συντομότερο δυνατό» (il metio che e possibile), αλλά αντιστεκόταν στις Φλωρεντινές προσπάθειες που τού ζητούσαν να διαλύσει τη σύνοδο. Έλεγε ότι η μόνη πρόθεσή του στη σύγκληση τής Συνόδου ήταν πάντοτε να εξαναγκάσει τον πάπα Ιούλιο σε ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους. Χωρίς τη σύνοδο, δήλωνε, ο πάπας δεν θα άκουγε για ειρήνη. Αντιθέτως, απαντούσαν οι Φλωρεντινοί απεσταλμένοι, ήταν η συνοδική απειλή αυτή που οδηγούσε τον πάπα σε πόλεμο. Ο Λουδοβίκος επέμενε, όχι χωρίς λόγο, ότι ήταν δεσμευμένος από τις υποχρεώσεις του προς τον αυτοκράτορα και τούς καρδινάλιους και από τις κατευθύνσεις που είχε δώσει στους γαλλικανούς κληρικούς να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση στην Πίζα, έτσι ώστε η προβλεπόμενη συνέλευση να συγκληθεί τουλάχιστον «μια φορά σε εκείνο το μέρος». Όμως ο Λουδοβίκος συμφωνούσε σε μια τακτική καθυστέρησης, για την οποία δεν ήθελε να ενημερωθούν οι καρδινάλιοι. Θα φρόντιζε ώστε η σύνοδος να μη συγκληθεί μέχρι τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων (1η Νοεμβρίου). Οι Φλωρεντινοί ήθελαν να περιμένουν την έκβαση τής ασθένειας τού πάπα. Ήθελαν επίσης να κάνουν τον πόλεμο πιο δύσκολο και λιγότερο πιθανό, αναβάλλοντάς τον ώστε να βρεθεί κοντά στον χειμώνα, πράγμα που θα έδινε χρόνο στους Φλωρεντινούς εμπόρους να φροντίσουν για την ασφάλεια των προσώπων τούς και των εμπορευμάτων τους.230 Στο μεταξύ η κυβέρνηση τής Φλωρεντίας προσπαθούσε απελπισμένα να κατευνάσει τον πάπα, αλλά οι σχέσεις τους φαίνονταν να γίνονται χειρότερες (αν ήταν αυτό δυνατό) μέρα με τη μέρα.231 Ο παπικός νούντσιος είχε φύγει από τη Φλωρεντία στις 20 Σεπτεμβρίου (1511), φροντίζοντας για τη δημοσίευση τής απαγόρευσης εντός δύο ημερών. Η Σινιορία και το Συμβούλιο των Δέκα (Dieci di Balia) είχαν ετοιμάσει έφεση κατά τής απόφασης τού πάπα «σε μελλοντική γενική σύνοδο τής οικουμενικής Εκκλησίας, χωρίς να προσδιορίζουν ούτε τη Σύνοδο τής Πίζας ούτε εκείνη τού Λατερανού».232
Υπήρχαν πάρα πολλές αποσπάσεις τής προσοχής κατά τη διάρκεια τού έτους 1511, ώστε να ακούει κανείς πολλά για τη λεγόμενη σταυροφορία. Το ανατολικό μέτωπο ήταν ειρηνικό. Οι Ενετοί μπορούσαν να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στα πολλά προβλήματά τους στη βόρεια Ιταλία. Επεισόδια σημειώνονταν βέβαια στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως όταν τον Ιανουάριο τρεις κουρσάροι, δύο από τη Ρόδο και ένας από τη Σικελία, αποβιβάστηκαν ξαφνικά στο ενετικό νησί τής Μυκόνου και κατέλαβαν ένα σκάφος που ανήκε σε υπηκόους τού σουλτάνου. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα οι πασάδες στην Ισταμπούλ παίδευαν ακόμη τον Ενετό βαΐλο, απαιτώντας επανόρθωση για την τουρκική ζημιά, ενώ στις 2 Δεκεμβρίου η Γερουσία έγραψε στον σουλτάνο, ότι οι ενετικές αρχές τής Μυκόνου είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν τούς υπηκόους του. Με τούς όρους τής τουρκο-ενετικής ειρήνης οι κουρσάροι δεν έπρεπε να βρίσκουν ούτε προμήθειες ούτε καταφύγιο στα λιμάνια τού Αιγαίου, αλλά ελάχιστα μπορούσαν να γίνουν για να αποφευχθεί η ξαφνική κάθοδος τέτοιων κουρσάρων και η Πύλη δεν έπρεπε να επιτίθεται στον δυστυχή βαΐλο, που έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να διατηρήσει την ειρήνη.233
Στη μακρινή Σκωτία ο Τζέημς Δ’ ήταν ελεύθερος να επιδιώκει τα καθημερινά του όνειρα. Όμως στην παπική κούρτη σκέφτονταν κυρίως τη συνοδική απειλή στην Πίζα και προετοιμάζονταν για την επερχόμενη Σύνοδο τού Λατερανού. Η σταυροφορία δεν ξεχνιόταν. Υπήρχαν πάντοτε χριστιανοί στην Ανατολή για να υπενθυμίζουν στους πιο τυχερούς συνανθρώπους τους στη Δύση τούς κινδύνους ή τις ευκαιρίες που παρουσίαζαν τα γεγονότα τής εποχής. Έτσι στις 10 Μαΐου (1511) ο Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ, ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών και αδελφός τού εκλιπόντος καρδινάλιου Ζωρζ, έγραφε στον Ερρίκο Η’ από τη Ρόδο ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ ήταν πολύ άρρωστος στην Ισταμπούλ. Οι γιοι του ήσαν έτοιμοι για κάποιο διάστημα να διεκδικήσουν τον οθωμανικό θρόνο. Υπήρχε εξέγερση στη Μικρά Ασία, οι ηγέτες τής οποίας βρίσκονταν σε επαφή με τον Πέρση σούφι. Ο σουλτάνος τής Αιγύπτου φοβόταν τον σούφι. Οι Σύριοι και οι Αιγύπτιοι ήσαν ώριμοι για επανάσταση. Αυτή ήταν καλή στιγμή, έγραφε ο μεγάλος μάγιστρος, για να οργανώσουν οι χριστιανοί εκστρατεία στην Ανατολική Μεσόγειο και να διακηρύξουν την ελευθερία των Ελλήνων, Αλβανών, Σλάβων και Βλάχων, καθώς και των διαφόρων λαών γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα. Τον προηγούμενο χειμώνα, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε πάρει από τη Δαμασκό ο μεγάλος μάγιστρος, ο Πέρσης σούφι είχε καταστρέψει τουρκικό στρατό. Η Οθωμανική αυτοκρατορία σπαρασσόταν από θρησκευτική αλλά και πολιτική διαφωνία. Ο σούφι είχε επεκτείνει την εξουσία του από τον περσικό Κόλπο μέχρι την Κασπία. Έλεγχε τη Μεσοποταμία και την Καππαδοκία, ενώ μπορούσε να διώξει τούς Τούρκους από τα ανατολικά εδάφη που είχαν καταλάβει εδώ και τόσο καιρό.234 Προφανώς ο σούφι θα μπορούσε να πετύχει την καταστροφή των Τούρκων ακόμη πιο εύκολα, αν είχε δυτικούς συμμάχους. Ο ντ’ Αμπουάζ έθετε τούς Ιωαννίτες υπό την ειδική προστασία τού Ερρίκου Η’.235 Ο πατέρας τού Ερρίκου είχε μιλήσει πολύ για τη σταυροφορία. Ίσως ο νεαρός βασιλιάς μπορούσε τώρα να πειστεί να κάνει περισσότερα από λόγια.
Οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης ήσαν πάντοτε ευτυχείς να συζητούν τη σταυροφορία. Ήταν ένα από τα αγαπημένα τους θέματα. Αν η μαχητικότητα των χριστιανών ηγεμόνων στρεφόταν απλώς κατά των Τούρκων, η Ιταλία θα έπαυε να είναι το πεδίο τής μάχης τους και ο πάπας θα μπορούσε να λύσει τα ιταλικά του προβλήματα. Άλλωστε η έννοια τής σταυροφορίας ήταν επενδυμένη με κάποια ευγένεια, καθιερωμένη από συναρπαστική και ένδοξη ιστορία. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1511 ο Φραντσέσκο Παντολφίνι ανέφερε από το Μιλάνο στη φλωρεντινή κυβέρνηση ότι ο Γάλλος διοικητής Τζιαν Τζάκομο Τριβούλτσιο είχε λάβει επιστολή από τον κόμη Τζιανφραντσέσκο Πίκο ντέλλα Μιράντολα (ανηψιό τού διάσημου Πίκο), που βρισκόταν τότε στη Ρώμη, κατά την οποία ο πάπας ήθελε να ασκήσει πίεση στον Λουδοβίκο ΙΒ’, για να μην επιτρέψει αυτός στους στασιαστές καρδινάλιους να προχωρήσουν προς Πίζα, γιατί υπήρχε παπική πρόθεση να οργανωθεί εκστρατεία (impresa) εναντίον των απίστων. Η Σύνοδος τής Πίζας θα κατέστρεφε τα πάντα και θα αναποδογύριζε τη χριστιανοσύνη.236
Όταν ο Ιούλιος Β’ έμαθε για την έκκληση των Φλωρεντινών «για τη μελλοντική γενική σύνοδο» (ad futurum generale concilium), ήταν έτοιμος να αναποδογυρίσει την πόλη τους. Διέταξε αμέσως, όπως είπε στον Φλωρεντινό πρεσβευτή Τοσίνγκι το βράδυ τής 23ης Σεπτεμβρίου (1511), την κατάσχεση όλων των αγαθών τής Φλωρεντίας στο Μάρκε τής Αγκώνας, ενώ την επόμενη μέρα θα φρόντιζε για τη σύλληψη των Φλωρεντινών εμπόρων στη Ρώμη και για την κατάσχεση των εμπορευμάτων τους. Ο Τοσίνγκι έλαβε διαβεβαιώσεις για την προσωπική του ασφάλεια και ελευθερία, αλλά ο πάπας έλεγε ότι έπρεπε να εξετάσει κατά πόσον η Φλωρεντία δεν έπρεπε να υποβληθεί σε ακόμη πιο αυστηρές μομφές λόγω τής έκκλησης. Από τη δική του σκοπιά ο Ιούλιος ήταν σίγουρα δικαιολογημένος στις αγανακτισμένες διαμαρτυρίες του προ τον ατυχή Τοσίνγκι, ο οποίος όπως και οι συμπολίτες του στην πατρίδα, είχαν πιαστεί εδώ και μήνες ανάμεσα στον Γάλλο διάβολο και τη βαθιά μπλε θάλασσα τής παπικής οργής.237 Όπως όλοι οι πρεσβευτές που στέλνονταν στο εξωτερικό για να λένε ψέματα για τις κυβερνήσεις τους, είχε συχνά διαστρεβλώσει τις φλωρεντινές σχέσεις με τη Γαλλία. Φυσικά ήταν δύσκολο για εκείνον, όπως είναι δύσκολο και για εμάς, να δει τι άλλο μπορούσε να κάνει. Αλλά οι καθυστερήσεις τις οποίες η κυβέρνηση τής Φλωρεντίας είχε καταφέρει τόσο επιδέξια να πετύχει εξυπηρετούσαν στην πραγματικότητα τις ανάγκες τού ίδιου τού πάπα, καθώς συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις του με τούς Ισπανούς.
Από τις αρχές Οκτωβρίου 1511 οι Φλωρεντινοί γνώριζαν προφανώς για τη συμμαχία, την αποκαλούμενη Ιερά Συμμαχία, τού πάπα Ιουλίου Β’, τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας και των Ενετών για την ανάκτηση τής Μπολώνια, τη διατήρηση τής ανεξαρτησίας τής Εκκλησίας και την αποτροπή τού σχίσματος.238 Οι συμβαλλόμενοι είχαν καταλήξει σε επίσημη συμφωνία στις 4 Οκτωβρίου, ενώ η Ιερά Συμμαχία εξαγγέλθηκε στη Ρώμη, στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, την επόμενη μέρα. Όμως ήδη από το πρωί στις 4 τού μηνός είχε φτάσει είδηση στη Φλωρεντία, για τη «συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ τού πάπα, τής Ισπανίας, τής Αγγλίας και των Ενετών». Λεγόταν ότι ο πάπας είχε εκταμιεύσει 40.000 δουκάτα, ενώ μέσα στους επόμενους δύο ή τρεις μήνες έπρεπε να δαπανήσει άλλα 80.000 δουκάτα για τον επερχόμενο πόλεμο. Διατηρούσε μεγαλεπήβολο σχέδιο επίθεσης κατά τής Φλωρεντίας τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα.239 Έξι βδομάδες αργότερα, στα μέσα Νοεμβρίου, ο Ερρίκος Η’ τής Αγγλίας επίσης εντάχθηκε επίσημα στη νέα ένωση, για να βοηθήσει να τεθούν περαιτέρω περιορισμοί στη γαλλική φιλοδοξία.
Η προσχώρηση των Άγγλων στη συμμαχία θεωρείτο δεδομένη. Όπως έγραφε ο Μπερνάρντο Ντοβίτσι ντα Μπιμπιένα στον καρδινάλιο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, ο οποίος είχε μόλις διοριστεί παπικός λεγάτος στη Ρομάνια, κρατιόταν στη συμμαχία τιμητική θέση για τον Ερρίκο Η’, ο οποίος δεν είχε μπορέσει απλώς λόγω απόστασης να δώσει τη συγκατάθεσή του για τη συμπερίληψη τού βασιλείου του.240 Η απόσταση θα κρατούσε επίσης τούς Άγγλους έξω από την Ιταλία, αλλά αν ο Ερρίκος επιτίθετο στη Γαλλία σε συνεννόηση με τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, άραγε με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν οι Γάλλοι να διατηρήσουν την κατοχή τής Λομβαρδίας; Παρ’ όλα αυτά, όπως παρατηρούσε ο Γκουτσαρντίνι, αν ο Λουδοβίκος ΙΒ’ διωχνόταν από τη Λομβαρδία, άραγε πώς θα μπορούσαν ο Ιούλιος και οι Ενετοί να διώξουν ποτέ τούς Ισπανούς; Μήπως άραγε ήταν καλύτερα, να διατηρηθεί μια ισορροπία δυνάμεων στη χερσόνησο, μέχρι η ελευθερία των ιταλικών κρατών που δεν είχαν ακόμη υποταγεί, να μπορούσε από «θεία καλοσύνη ή από κάποια ευτυχή μεταβολή τής τύχης» να επεκταθεί επίσης στη Λομβαρδία και τη Νάπολη;241 Όμως ήταν πιο εύκολο για τον ιστορικό να κάνει υποθέσεις απ’ ό,τι για τον πολιτικό να προκαλέσει την παρέμβαση τού ουρανού ή κάποια τυχερή ευκαιρία. Αν οι Γάλλοι διατηρούσαν τη θέση τους στο Μιλάνο, άραγε δεν θα επιτίθεντο τελικά στους Ισπανούς στο νότιο βασίλειο; Ο Φερδινάνδος δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ο ίδιος είχε προκαλέσει σε μεγάλο βαθμό την παρούσα συγκυρία καταστάσεων και δεν ήταν πιθανό ότι θα εναπέθετε τις ελπίδες του σε ουράνια βοήθεια ή στις ιδιοτροπίες τής τύχης.