01. Ο Πίος Γ’, ο Ιούλιος Β’ και η Ρομάνια. Η Βενετία, ο σουλτάνος τής Αιγύπτου και οι Τούρκοι (1503-1507)

<-Πρόλογος τού συγγραφέα στους τόμους 3 και 4 2. Η Ένωση τού Καμπραί, οι Τούρκοι και οι Γαλλικανοί συνοδιστές (1507-1511)->

1
Ο Πίος Γ’, ο Ιούλιος Β’ και η Ρομάνια. Η Βενετία, ο σουλτάνος τής Αιγύπτου και οι Τούρκοι (1503-1507)

Image Image

Η παπική θητεία τού Αλέξανδρου ΣΤ’ σηματοδότησε την αρχή νέου αιώνα στη μακρά, ταραχώδη ιστορία τής Ιταλίας. Δεν ήταν απλώς ζήτημα χρονολόγησης, διαίρεσης τού χρόνου σε αιώνες. Ήταν σκοτεινή αυγή νέας εποχής, ζήτημα σκληρής πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής αλλαγής. Επρόκειτο για εποχή θρησκευτικής εξέγερσης και διαφωνίας, εποχή τού Λουθηρανισμού, τού Καλβινισμού και τού ριζοσπαστικού Προτεσταντισμού, εποχή κατά την οποία η επίσημη εκκλησία έμελλε να υποστεί απώλειες, που δεν θα ανακτούσε ποτέ. Οι κλασσικές αξίες τού ανθρωπισμού τού 15ου αιώνα έχαναν μεγάλο μέρος τής επιρροής τους επί των διανοουμένων, καθώς τα τυπογραφικά πιεστήρια στρέφονταν συχνά προς τη λαϊκή λογοτεχνία. Καμία περίοδος τής ιστορίας δεν υπήρξε στατική, αλλά ο 16ος αιώνας τού γέρου Έντμουντ Σπένσερ επηρεαζόταν περισσότερο απ’ όλους από «τον τροχό τής Αλλαγής που γυρίζει συνεχώς και στην οποία υποκύπτουν όλα τα θνητά πράγματα» (the ever-whirling wheele of Change, the which all mortall things doth sway.

Η ιταλική χερσόνησος, χωρισμένη σε αντίπαλα και συνήθως εχθρικά κράτη, ήταν ευάλωτη σε επιθέσεις και μάλιστα σε κατακτήσεις από το εξωτερικό. Η πρώτη δεκαετία τού 16ου αιώνα εύρισκε τούς Γάλλους ασφαλώς εγκατεστημένους στη βόρεια Ιταλία και τούς Ισπανούς στον νότο. Ο αιώνας ξεκινούσε με γαλλικές προσπάθειες επιβολής στη χερσόνησο. Θα τελείωνε με την Ισπανία παντοδύναμη, με τον παπισμό και τη Βενετία υποταγμένους.

Η ειρήνη τού Λόντι ήταν αφετηρία ασυνήθιστης περιόδου σαράντα ετών, κατάστασης που πλησίαζε προς την ηρεμία στην Ιταλία (1454-1494).1 Χτίζονταν εκκλησίες και παλάτια, αναμορφώνονταν και αποκαθίσταντο πόλεις, παράγονταν έργα τέχνης, συσσωρεύονταν πλούτη. Όμως ο ιστορικός και πολιτικός Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι σύντομα θα έβλεπε τα πάντα να πηγαίνουν προς το χειρότερο, από τη στιγμή που ο Κάρολος Η’ εισήλθε στην Ιταλία στις 9 Σεπτεμβρίου 1494,

φέρνοντας μαζί του στην Ιταλία τούς σπόρους αμέτρητων καταστροφών, φοβερότατων ατυχημάτων και σχεδόν κάθε είδους μεταβολών, επειδή από το πέρασμά του δεν προέκυψαν μόνο βασικές μεταλλάξεις των κρατών, ανατροπές βασιλείων, ερημώσεις χωρών, σφαγές πόλεων, σκληρότατες δολοφονίες, αλλά επίσης νέα ρούχα, νέες φορεσιές, νέοι και αιματηροί τρόποι πολέμου, ασθένειες που μέχρι τότε δεν ήσαν γνωστές2

Οι Γάλλοι, οι Ισπανοί και οι Γερμανοί θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για να δρέψουν την ιταλική συγκομιδή, κυρίως οι Γάλλοι και οι Ισπανοί. Στις αρχές τού 16ου αιώνα η Βενετία ήταν μακράν το ισχυρότερο κράτος στη χερσόνησο. Τα εδάφη της, το εμπόριο και ο πλούτος της προκαλούσαν τον φθόνο και την απληστία των τριών κυρίων δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά άρχιζε ήδη η ανησυχία για το οικονομικό της μέλλον. Καθώς οι Πορτογάλοι ταξίδευαν γύρω από το Ακρωτήριο τής Καλής Ελπίδας, εκτρέποντας το εμπόριο μπαχαρικών από την Αίγυπτο και τη Συρία προς τη Λισαβώνα, οι Ενετοί έχαναν το σχεδόν μονοπώλιό τους στο πιπέρι. Έρχονταν δύσκολοι καιροί. Οι χρονικογράφοι Τζιρολάμο Πριούλι και Μαρίνο Σανούντο είχαν ήδη αρχίσει να διαμαρτύρονται. Όσο για τον Νέο Κόσμο, στην εποχή τού Πριούλι και τού Σανούντο ποιος άραγε μπορούσε να φανταστεί την απόλυτη σημασία του για την Ευρώπη;

Η λαμπρότητα τού ιταλικού παρελθόντος, η εμφανής χλιδή των πόλεων, η γοητευτική ομορφιά τού τοπίου, προσέλκυαν τούς βασιλείς τής Γαλλίας και τής Ισπανίας πέρα από τα βουνά και τη θάλασσα κατά τη διάρκεια αυτής τής πρώιμης σύγχρονης περιόδου, όπως ακριβώς οι Γερμανοί αυτοκράτορες είχαν κατέβει πολλές φορές από τις Άλπεις κατά τη διάρκεια τού Μεσαίωνα. Η Βενετία και η Αγία Έδρα βρίσκονταν σε αθεράπευτο μειονέκτημα απέναντι στο ανθρώπινο δυναμικό και τούς πόρους των ολοένα πιο ενοποιημένων εθνικών κρατών τής Γαλλίας και των βασιλείων τής Ισπανίας. Το βασίλειο τής Νάπολης υποτάχθηκε στην Ισπανία. Το Μιλάνο και η Φερράρα, η Μάντουα και η Φλωρεντία μπορούσαν να παίζουν δευτερεύοντες μόνο ρόλους, επιβιώνοντας ως δορυφόροι των Βαλώνων ή των Αψβούργων και τελικά των τελευταίων.

Η διοίκηση γινόταν ολοένα πιο αποτελεσματική στη γαλλική και τις ισπανικές αυλές (και στις ενετικές γραμματείες), καθώς περισσότεροι γιοί αστικών οικογενειών, συχνά απόφοιτοι πανεπιστημίων, εισέρχονταν στην υπηρεσία τού κράτους. Οι βασιλείς, αφήνοντας τα καθήκοντα κυβερνητών και τα πεδία τής μάχης στους γεννημένους ευγενείς, στρέφονταν όλο και περισσότερο προς τούς νέους γραφειοκράτες, που ήσαν πιο ικανοί στην πέννα και καλύτεροι στους προϋπολογισμούς. Τέτοιοι λειτουργοί αποδεικνύονταν απαραίτητοι καθώς σχεδιάζονταν νέοι φόροι, αυξάνονταν τα έσοδα, προστίθεντο εδάφη και οι βασιλικές ανάγκες υπερέβαιναν τούς διαθέσιμους πόρους. Όμως η τάξη των ευγενών ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο βασιζόταν η βασιλεία κι έτσι το στέμμα είχε τη διάθεση να επιτρέπει στην τοπική αριστοκρατία να εκμεταλλεύεται τούς ανθρώπους των πόλεων καθώς και την αγροτιά.

Οι βασιλείς είχαν πάντοτε χρέη, αλλά μέχρι αργά στη διάρκεια τού αιώνα τα βασίλειά τους φαίνονταν να ευημερούν. Δύο δυνάμεις ήσαν κάτι περισσότερο από βασίλεια. Στην Ευρώπη η αυτοκρατορία των Αψβούργων έγινε κυρίαρχη όταν ο Κάρολος Ε’ ανέβηκε στον θρόνο των ισπανικών βασιλείων καθώς και τής Ολλανδίας και των Γερμανιών, ενώ στην Ανατολική Μεσόγειο την ίδια εποχή η Οθωμανική αυτοκρατορία επεκτεινόταν στη Συρία και την Αίγυπτο. Η μία χριστιανική και η άλλη μουσουλμανική, ήταν αναπόφευκτο ότι θα οδηγούνταν σε σύγκρουση. Ο ανταγωνισμός τους αποτελεί ένα από τα κύρια θέματα τού αιώνα. Όμως κατά τις πρώτες δεκαετίες αυτής τής περιόδου, πριν από την εδραίωση τής δύναμης σε Ανατολή και Δύση, τόσο η Ιταλία όσο και ο κόσμος τής Μεσογείου βρίσκονταν σε εριστική αταξία. Ένοπλες συγκρούσεις υπήρχαν παντού, όπως θα δούμε, ενώ, αν και θα μπορούσαμε να διευκολύνουμε τον δρόμο για τον αναγνώστη συγκαλύπτοντας τη σύγχυση, παραλείποντας το ένα ή το άλλο σημαντικό επεισόδιο, θα δίναμε ψευδή εικόνα ενός ακαταστάλακτου κόσμου.

Στην Ιταλία οι μέρες των μικρών κρατών είχαν σχεδόν περάσει. Οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν καταστεί κολοσσιαία δαπάνη και πολύ πιο καταστροφικές από ποτέ για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα. Η τακτική στο πεδίο τής μάχης άλλαζε υπό την επίδραση τού κινούμενου πυροβολικού. Οι μέρες των οπλαρχηγών (condottieri) βρίσκονταν σε κάμψη. Δεν έφτιαχναν πια κράτη για τον εαυτό τους. Εκτός από τούς Φαρνέζε, οι οποίοι συνδέθηκαν με τούς Αψβούργους, κανένας δεν θα μιμούνταν ξανά με επιτυχία τη σταδιοδρομία τού Τσέζαρε Βοργία. Στο τέλος τού προηγούμενου τόμου αφήσαμε τον Αλέξανδρο ΣΤ’ νεκρό και τον Τσέζαρε άρρωστο (τον Αύγουστο τού 1503). Άραγε ποιο θα ήταν το μέλλον τού Τσέζαρε χωρίς τον πάπα πατέρα του; Για τούς επόμενους δύο ή τρεις μήνες, στη Ρώμη και αλλού, λίγες ερωτήσεις ρωτιούνταν πιο συχνά από την παραπάνω.

Όταν στις 2 Σεπτεμβρίου 1503 ο Τσέζαρε Βοργία μεταφέρθηκε από τη Ρώμη πάνω σε φορείο, άρρωστος και ανήσυχος, ούτε οι καρδινάλιοι ούτε οι εχθροί του είχαν πια λόγους να φοβούνται ότι θα ήταν σε θέση να παρέμβει διά τής βίας στο κογκλάβιο, το οποίο επρόκειτο να εκλέξει τον διάδοχο τού πατέρα του. Τη μέρα πριν από την αναχώρησή του από την πόλη ο Τσέζαρε είχε υποσχεθεί την υποστήριξή του προς τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας, ο οποίος με τη σειρά του υποσχόταν να τον διατηρήσει στη Ρομάνια και στις άλλες κτήσεις του. Ταυτόχρονα απεσταλμένοι τού Λουδοβίκου, καθώς και εκείνοι τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, ανέλαβαν να κρατήσουν τον γαλλικό και τον ισπανικό στρατό, καθώς και τις αντίπαλες φατρίες των Κολόννα και Ορσίνι, σε απόσταση τουλάχιστον 8-10 μιλίων από την πόλη «και η υπόσχεση αυτή επρόκειτο να τηρηθεί για όσο διάστημα παρέμενε κενή η Αποστολική Έδρα».3 Η συμφωνία τού Τσέζαρε με τούς Γάλλους τον αποξένωνε από τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας. Ο χρόνος θα έδειχνε ότι επρόκειτο για σοβαρό λάθος, γιατί ο Λουδοβίκος ΙΒ’ αποδείχτηκε αναξιόπιστος σύμμαχος, που τελικά αρνήθηκε στον Τσέζαρε καταφύγιο ακόμη και σε αυτό που υποτίθεται ότι ήταν το δικό του δουκάτο τού Βαλεντινουά.

Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι ήσαν ήσυχοι και φαινόταν ότι θα βασίλευε ειρήνη στην Αδριατική. Στις 2 Σεπτεμβρίου (1503) έφτασε επιστολή στη Σινιορία τής Βενετίας από τον Αντρέα Γκρίττι, τον πρεσβευτή τής Δημοκρατίας στην οθωμανική αυλή. Είχε ημερομηνία 15 Αυγούστου, «έχοντας φτάσει σε δεκαεπτά μέρες», λέει ο Σανούντο. «Την είχε φέρει ο Μπαττίστα Σερένι». Η ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Υψηλής Πύλης είχε δημοσιευτεί στην Ισταμπούλ στις 10 Αυγούστου και είχε γιορταστεί με «πανηγυρισμούς και φωτιές». Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί είχαν προβλήματα με τον αλ-Ασράφ Κανσούχ αλ-Γκούρι, τον «σουλτάνο» τής Αιγύπτου, αυτός ήταν πολύ μακριά και ο στρατός του δεν είχε πρόσβαση ούτε στις ιταλικές ούτε στις δαλματικές ακτές. Εν πάση περιπτώσει ο σουλτάνος ήταν τόσο πολύ εξαρτημένος από την ειρηνική επιχειρηματική δοσοληψία με τούς Ενετούς, όσο ήσαν κι εκείνοι όταν τούς αντιμετώπιζε έντιμα.

Ο Τζιρολάμο Πριούλι αναφέρει επίσης τα καλά νέα από τον Βόσπορο, σημειώνοντας ότι είχε επιφυλαχθεί στον Γκρίττι θερμό καλωσόρισμα στην τουρκική πρωτεύουσα, τόσο από τον λαό όσο και από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’, «ο οποίος είχε πολύ πρόθυμα ορκιστεί για την ειρήνη, ενώ πολλά άρθρα [της εν λόγω ειρήνης] είχαν ρυθμιστεί σύμφωνα με την επιθυμία τού ενετικού κράτους, ιδιαίτερα ότι δεν θα επιτρεπόταν σε ξένους [forestieri] να ταξιδεύουν στον «Κόλπο».

Ο Κόλπος ήταν η Αδριατική και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη ότι η είδηση της τελικής συμφωνίας με την Πύλη έγινε δεκτή «πραγματικά με μεγάλη χαρά σε όλη την πόλη, επειδή [οι Ενετοί] ήσαν πολύ κουρασμένοι από τον πόλεμο». Όμως δεν χτύπησαν καμπάνες στη Βενετία, ούτε άναψαν φωτιές, όπως μάς πληροφορεί ο Πριούλι, «γιατί δεν θα ήταν φυσιολογικό» (per non esser consuetto).4 Καθώς έχουμε ήδη ασχοληθεί εκτενώς με τον τουρκο-ενετικό πόλεμο τού 1499-1502, με τις προσπάθειες τού Αλέξανδρου ΣΤ’ εναντίον των Τούρκων και με τη συμφωνία τού 1502-3,5 μπορούμε εδώ να παρατηρήσουμε απλώς ότι η ειρήνη είχε επιτευχθεί με όρους όχι ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τη Βενετία. Αλλά τουλάχιστον είχε τερματίσει τον πόλεμο με την Υψηλή Πύλη κι έτσι ο δόγης και η Γερουσία μπορούσαν τώρα να στρέψουν την προσοχή τους στον Λουδοβίκο ΙΒ’, στον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, στον εκλεγμένο αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό και στο κογκλάβιο που θα συγκαλούνταν σύντομα στη Ρώμη.

Η Ρώμη βρισκόταν κάτω από πίεση και ο απεσταλμένος τής Μάντουα έγραφε στον μαρκήσιο Φραντσέσκο Γκονζάγκα στις 12 Σεπτεμβρίου ότι οι καρδινάλιοι έτρεχαν πέρα-δώθε σαν τα μυρμήγκια στις πολύβουες, ολονύχτιες διαπραγματεύσεις τους ενόψει τού κογκλάβιου που πλησίαζε.6 Η σιμωνία ήταν αναμενόμενη, ενώ υπήρχε ακόμη και ο φόβος σχίσματος, καθώς η γαλλική και η ισπανική παράταξη επιδίωκαν καθεμιά να εξασφαλίσει την εκλογή πάπα φιλικού προς τα δικά της συμφέροντα. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι γράφει ότι «η Ρώμη ήταν πιο ήσυχη απ’ οσοδήποτε θα θεωρούσε κανείς πιθανό», αποδίδοντας το ευτυχές γεγονός στην ασθένεια τού Τσέζαρε Βοργία, στην επιστροφή των Κολόννα και Ορσίνι (που «κατέστειλαν την άδεια των Ισπανών»), στον μικρό αριθμό μισθοφόρων που είχαν απομείνει υπό τις εντολές τού Μικελέττο Κορέλλα, καθώς και στην προσκόλληση στο Ιερό Κολλέγιο τού φρούραρχου τού Σαντ’ Άντζελο, τού Φραντσέσκο Ροκκαμούρα, κατά την τεταμένη περίοδο τής μεσοβασιλείας.7 Όταν ο Τσέζαρε θέλησε να μπει στο Καστέλλο, ο Ροκκαμούρα τον ενημέρωσε ότι ο πάπας Αλέξανδρος είχε αναθέσει σε αυτόν το Σαντ’ Άντζελο και ότι ο ίδιος σκόπευε να το παραδώσει στον επόμενο ποντίφηκα. Kάποιος Τζιοβάννι, γράφοντας από τη Φλωρεντία στις 22 Αυγούστου προς τον Λουίτζι Μαννέλλι στο Μοντεπάλντι, αναφέρεται με αφορμή το θέμα αυτό στις ιδιοτροπίες τής τύχης: στην ευημερία καθένας έχει πολλούς φίλους, αλλά λίγους στις δύσκολες στιγμές.8 Ακόμη και σε αυτή την ταραχώδη εποχή τής συνεχώς μεταβαλλόμενης τύχης ήταν δύσκολο να βρεθεί κάποιος, ο οποίος θα είχε γνωρίσει την αλήθεια αυτού τού προβληματισμού καλύτερα από τον Τσέζαρε Βοργία.

Ο καρδινάλιος Ζωρζ ντ‘ Αμπουάζ φιλοδοξούσε να γίνει πάπας, αλλά ενώ μπορούσε να υπολογίζει σε δώδεκα ή περισσότερες ψήφους, δεν είχε κανένα τρόπο για να πάρει την απαραίτητη πλειοψηφία των δύο τρίτων, ιδιαίτερα επειδή υπήρχε μόνο ένας ακόμη Γάλλος καρδινάλιος στη Ρώμη για να τον βοηθήσει, ο Αμανιέ ντ’ Αλμπρέ. Όταν ο Τσέζαρε άφησε τη Ρώμη, αναζήτησε την ασφάλεια τού γαλλικού στρατού στο Νέπι. Η από μέρους του εγκατάλειψη τής ισπανικής υπόθεσης προκάλεσε έκπληξη στη Ρώμη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έφταναν στη Βενετία, ενώ προσωρινά κατέστρεψε την επιρροή του επί τής ισπανικής παράταξης, η οποία μπορούσε να ελέγχει τουλάχιστον έντεκα ψήφους στο κογκλάβιο.9 Ο Φλωρεντινός αλληλογράφος τού Μαννέλλι είχε λόγους να προβλέπει, «ότι λόγω τής διαίρεσης των υπερορείων (ουλτραμοντάνες) θα είναι εύκολο για εμάς να εκλέξουμε Ιταλό».10

Ο πόλεμος ήταν επικείμενος. Για την ακρίβεια βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Ο Σανούντο γράφει ότι είδε αναφορά από τη Ρώμη με ημερομηνία Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου (1503), σύμφωνα με την οποία την Πέμπτη στις 7 τού μηνός οι Γάλλοι είχαν φτάσει στο Φρασκάτι «με 15.000 άτομα» (con 15 milia persone), που αποτελεί πολύ αμφισβητήσιμη δήλωση. Εν πάση περιπτώσει, αναφερόταν ότι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις ρωμαϊκές γέφυρες για να στείλουν περισσότερους άνδρες και κυρίως το πυροβολικό τους νότια προς το ναπολιτάνικο βασίλειο. Το Ιερό Κολλέγιο αρνήθηκε όμως να εγκρίνει την είσοδό τους στην πόλη και οι Γάλλοι αποφάσισαν να χτίσουν γέφυρα πιο ψηλά στον Τίβερη, «και αυτή θα είναι έτοιμη τη Δευτέρα». Ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ο μαρκήσιος τής Μάντουα (στην υπηρεσία των Γάλλων), κατευθυνόταν επίσης προς νότο με 5.000 άνδρες. Στο μεταξύ οι Ισπανοί «είχαν φτάσει στα σύνορα με 10.000 περίπου μαχητές. Καθημερινά έφταναν περισσότεροι στρατιώτες και ο Δον Γκονζάλβο Φερνάντο, ο μεγάλος διοικητής, αναμενόταν τη Δευτέρα [11 Σεπτεμβρίου] με πολλούς άνδρες…».11 Δεν ήταν ήσυχη η ατμόσφαιρα στην οποία θα προσπαθούσαν να εκλέξουν πάπα.

Το κογκλάβιο, το μεγαλύτερο μέχρι τότε, άρχισε στις 16 Σεπτεμβρίου (1503). Από τούς τριανταεπτά παρόντες καρδινάλιους εικοσιδύο ήσαν Ιταλοί. Ο ανεξάρτητος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε δεν μπορούσε να συγκεντρώσει ούτε γαλλική ούτε ισπανική υποστήριξη για τη δική του υποψηφιότητα. Αν και ο αλληλογράφος τού Μαννέλλι είχε δίκιο σημειώνοντας τη διαίρεση μεταξύ γαλλικής και ισπανικής παράταξης μέσα στο Ιερό Κολλέγιο, οι Ιταλοί είχαν επίσης εξίσου έντονες αντιθέσεις μεταξύ τους. Οι Φλωρεντινοί καρδινάλιοι Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι και Φραντσέσκο Σοντερίνι βρίσκονταν με τη γαλλική πλευρά, ενώ τα ισπανικά μέλη τού κογκλάβιου ήσαν πρόθυμα να ψηφίσουν είτε τον Πικκολομίνι ή τον Παλλαβιτσίνι, που είχαν παραμείνει ουδέτεροι σε όλη τη διάρκεια τής παραταξιακής διαμάχης.12 Το ημερολόγιο τού Μπούρχαρτ και ενετικές επιστολές παρέχουν πλήρεις (αλλά κάπως ασύμβατες) περιγραφές τού κογκλάβιου.13

Στις 21 Σεπτεμβρίου ο καρδινάλιος ντ’ Αμπουάζ, έχοντας συνειδητοποιήσει εδώ και αρκετό καιρό ότι η δική του εκλογή ήταν αδύνατη, είχε επίσης πειστεί ότι κανένας οπαδός τής γαλλικής υπόθεσης δεν επρόκειτο να λάβει την τιάρα. Περί την τέταρτη ώρα τής νύχτας (11 μ.μ.) έφτασε σε συμφωνία με τούς Ασκάνιο Σφόρτσα, Φραντσέσκο Σοντερίνι και κάποιους άλλους (et certi alii), να υποστηρίξουν τον καρδινάλιο Φραντσέσκο Τοντεσκίνι ντε Πικκολομίνι, τον ηλικιωμένο και άρρωστο αρχιεπίσκοπο τής Σιένα. Δεδομένου ότι ο Πικκολομίνι ήταν επίσης αποδεκτός από την ισπανική παράταξη, η εκλογή του φαινόταν εξασφαλισμένη. Η προφανής ομόνοια στο κογκλάβιο οδήγησε τον Μπούρχαρτ να εισηγηθεί στον ντ’ Αμπουάζ «να γίνει η εκλογή με τον τρόπο τού Αγίου Πνεύματος» (quod fieret electio per viam Spiritus sancti), αλλά ο Γάλλος καρδινάλιος απάντησε ότι θα ήταν επικίνδυνη χειρονομία, δεδομένου ότι και μία μόνο αρνητική ψήφος μπορούσε να σημαίνει «ακύρωση τής εκλογής» (electio esset nulla). Η ψηφοφορία προχώρησε λοιπόν με τον συνήθη τρόπο (in via communi) και το πρωί τής 22ας Σεπτεμβρίου ο Πικκολομίνι είχε πάρει τις ψήφους όλων εκτός από τη δική του. Ήταν πολύ άρρωστος για να περπατήσει, πάρα πολύ κουτσός για να γονατίσει και είχε προφανώς εκλεγεί ως συμβιβαστική λύση. Προς τιμήν τού διάσημου θείου του, τού Αινεία Σύλβιου, τη μνήμη τού οποίου σεβόταν, πήρε το όνομα Πίος Γ’.14

Ο νέος πάπας είχε αμέτρητα προβλήματα, ακόμη και νοικοκυριού, γιατί ο Τσέζαρε Βοργία είχε απογυμνώσει το Ανάκτορο τού Βατικανού. Το παπικό ταμείο ήταν φορτωμένο με χρέη και ο παπισμός δεν είχε πιστοληπτική φερεγγυότητα.15 Ο Πίος Γ’, που διακρινόταν ταυτόχρονα για την ποιότητα τού μυαλού του, τη γλυκύτητα τού χαρακτήρα του και την ευθύτητα των ηθών του, παρουσίαζε την ισχυρότερη δυνατή αντίθεση με τον προκάτοχό του.16 Η εκλογή τού Πίου έγινε δεκτή με χαρά στην Ιταλία καθώς και βόρεια των Άλπεων, ενώ ο ίδιος φαινόταν να ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες που υπήρχαν γι’ αυτόν, όταν στις 25 Σεπτεμβρίου ενημέρωσε συγκέντρωση όλων των καρδιναλίων ότι, μετά τη στέψη του, έπρεπε να βρεθούν τα μέσα για την αποκατάσταση τής ειρήνης στην Ευρώπη και να διατυπωθούν σχέδια για την ολοκλήρωση τής μεταρρύθμισης τής Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων των αξιωματούχων τής κούρτης, των καρδιναλίων, ακόμη και τού ανώτατου ποντίφηκα.17 Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι σημειώνει ότι ο Πίος σχεδίαζε επίσης να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων.18

Τον Ιανουάριο τού 1503, όταν η φρικτή είδηση του εγχειρήματος τού Τσέζαρε Βοργία στη Σινιγκάλια είχε καταστεί μείζον θέμα των συζητήσεων στη Ρώμη, ο καρδινάλιος Πικκολομίνι είχε κάνει έκκληση στον Ενετό απεσταλμένο Αντόνιο Τζουστινιάν να βοηθήσει η Δημοκρατία εναντίον τής τρελλής σταδιοδρομίας τού πάπα και τού κακόφημου γιου του.19 Τώρα απέμενε να φανεί ποια θα ήταν η στάση τού Πικκολομίνι, ως πάπα πια, απέναντι στον Τσέζαρε. Την ημέρα μετά την εκλογή του ο Πίος Γ’ δέχτηκε τον Τζουστινιάν σε ακρόαση, στην οποία ήσαν παρόντες οι Ενετοί καρδινάλιοι Κορνέρ και Γκριμάνι. Εκείνος όμως δεν είχε πια λόγους να θεωρεί τη Βενετία ως την ελπίδα τής πολιορκούμενης Ιταλίας, γιατί είχε πληροφορηθεί ότι η Δημοκρατία είχε στείλει ένοπλες δυνάμεις για να αναλάβει την κατοχή τής Τσεζένα και άλλων τόπων τής Ρομάνια. Είπε στον Τζουστινιάν «ότι δεν ήθελε να το πιστέψει». Ζήτησε από τον απεσταλμένο να υπενθυμίσει στην κυβέρνησή του ότι, αφότου ο Τσέζαρε είχε ληφθεί υπό την προστασία τού βασιλιά τής Γαλλίας, ο τελευταίος μπορούσε να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε τέτοια κίνηση από την πλευρά των Ενετών για να «προκαλέσει κάποια νέα ζημιά» (far qualche novità). «Κύριε πρέσβη μου», είπε ο νέος πάπας, «γνωρίζετε σε τι μεγάλα προβλήματα έχουμε βρεθεί εδώ και τόσον καιρό. Οφείλουμε με κάθε προσπάθεια να επιχειρήσουμε να ηρεμήσουμε τα πράγματα και όπου βλέπουμε ότι τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα, πρέπει να προσπαθούμε να τα επανορθώνουμε!»20

Παρά το γεγονός ότι ο Πίος Γ’ εξέδωσε κάποια σημειώματα υπέρ τού Τσέζαρε Βοργία, ο οποίος βρισκόταν ακόμη στην παπική υπηρεσία ως σημαιοφόρος (gonfalonier) τής Εκκλησίας, αρνήθηκε να προστατεύσει, προσφέροντας στον Τσέζαρε στρατιωτική βοήθεια, τις ραγδαία απομειούμενες κτήσεις του.21 Ο Σανούντο είχε δει επιστολή από Ρώμη με ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου, όπως σημειώσαμε, με την είδηση ότι κατά τη διάρκεια τού παπικού μεσοδιαστήματος το Ιερό Κολλέγιο είχε αρνηθεί να επιτρέψει στους Γάλλους να διασχίσουν τον Τίβερη μέσα στη Ρώμη και ότι οι Γάλλοι κατασκεύαζαν λοιπόν δική τους γέφυρα πάνω από τον ποταμό. Όμως στις 26 Σεπτεμβρίου ο Τζουστινιάν ανέφερε ότι οι γαλλικές δυνάμεις, στην πορεία τους προς νότο, είχαν μόλις περάσει πάνω από τη γέφυρα Πόντε Μίλβιο με την άδεια τού πάπα. Φαινόταν σαφές ότι τις επόμενες εβδομάδες θα κρινόταν το ναπολιτάνικο ζήτημα. Ο Τζουστινιάν εκτιμά τον αριθμό των Γάλλων σε 939 λόγχες (πάνοπλους ιππότες), 1.500 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 4.000 περίπου πεζούς. Ο Μπούρχαρτ καταγράφει στο ημερολόγιό του ότι είχαν περίπου 1.000 λόγχες, 500 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 7.000 πεζούς.22 Ο Ενετός απεσταλμένος θεωρούσε ότι οι δυνάμεις αυτές δεν επαρκούσαν για τον σκοπό τους, δεδομένου ότι οι Ισπανοί θα αντιπαρέτασσαν 1.000 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 10.000 πεζούς.23

Όταν ο Τσέζαρε Βοργία αισθάνθηκε απειλούμενη τη θέση του στο Νέπι ύστερα από τη μετακίνηση των γαλλικών στρατευμάτων προς Νάπολη, ο Πίος Γ’ τού έδωσε την άδεια να επιστρέψει στη Ρώμη. Ο πάπας είχε οδηγηθεί να πιστεύει ότι η υγεία τού Τσέζαρε ήταν χειρότερη απ’ ό,τι πραγματικά ήταν.

Ο Τζουστινιάν υποθέτει ότι εκτός από τη συμπόνοια για τον Τσέζαρε, που περιβαλλόταν από εχθρούς, η Αγιότητά του ίσως είχε στο μυαλό τον θησαυρό των Βοργία. Εν πάση περιπτώσει ο Τσέζαρε ξαναμπήκε στη Ρώμη το βράδυ τής 3ης Οκτωβρίου με 150 περίπου πάνοπλους άνδρες, λίγους ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 500 πεζούς.24 Λίγες ημέρες αργότερα οι καρδινάλιοι Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε και Ραφφαέλε Ριάριο διαμαρτύρονταν στον Πίο, επισημαίνοντας τούς κινδύνους στους οποίους οι πάνοπλοι άνδρες τού Τσέζαρε εξέθεταν το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και ακόμη και τον ίδιο τον πάπα. Ο Πίος απαντούσε ότι είχε εξαπατηθεί, αφού τού είχαν πει ότι ο Τσέζαρε ήταν ετοιμοθάνατος, αλλά θα φρόντιζε ώστε να απομακρυνθούν από τη Ρώμη οι πάνοπλοι άνδρες. Ο Πίος αναγνώριζε επίσης μιλώντας με τον Τζουστινιάν ότι είχε κάνει σοβαρό λάθος επιτρέποντας την επιστροφή τού Τσέζαρε.25 Οι Ορσίνι, Σαβέλλι, Κολόννα και άλλοι εχθροί των Βοργία ήσαν έξω φρενών με την παρουσία τού Τσέζαρε στην πόλη μαζί με ένοπλους ακολούθους.

Αφού ο Πίος Γ’ ήταν απλώς διάκονος κατά τη στιγμή τής εκλογής του, ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε τον χειροτόνησε ιερέα το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου, «στο τρίτο δωμάτιο», λέει ο Μπούρχαρτ, «μετά την Αίθουσα των Ποντιφήκων», κατά πάσα πιθανότητα στην Αίθουσα Ελευθέρων Τεχνών (Sala delle Arti liberali) στο Ανάκτορο τού Βατικανού. Την επόμενη μέρα, 1 Οκτωβρίου, ο ντέλλα Ρόβερε καθαγίασε τον Πίο ως επίσκοπο «στο προαναφερθέν δωμάτιο» (in camera supradicta). Τέσσερις ή πέντε μέρες νωρίτερα (στις 27 τού μηνός) το ελκώδες αριστερό πόδι τού πάπα είχε χαραχτεί δύο φορές από χειρουργό. Ο Μπούρχαρτ είχε κανονίσει να παραμείνει αυτός καθισμένος και στις δύο τελετές. Μετά τη χειροτονία ο ντέλλα Ρόβερε ζήτησε από τον πάπα να αναθέσει στον Μπούρχαρτ την έδρα τού Νέπι (για την οποία όμως υπήρχε άλλη πρόβλεψη) κι έτσι ο ατάραχος τελετάρχης έπρεπε να μείνει ικανοποιημένος με την επισκοπή τού Όρτε.26 Ο Πίος στέφθηκε στον ναό τού Αγίου Πέτρου στις 8 Οκτωβρίου, αναβάλλοντας για κάποια μεταγενέστερη στιγμή τις συνήθεις τελετές στην εκκλησία τού Λατερανού.27

Το μείζον πρόβλημα τής σύντομης θητείας τού Πίου Γ’ ήταν η παρουσία τού Τσέζαρε Βοργία στη Ρώμη και το μέλλον τού λεγόμενου δουκάτου του στη Ρομάνια. Οι εχθροί τού Τσέζαρε κραύγαζαν ζητώντας το αίμα του και οι Ενετοί μηχανορραφούσαν για να αποκτήσουν όσο μεγαλύτερο μέρος τής Ρομάνια μπορούσαν.28 Η πόλη ήταν γεμάτη φήμες και μηχανορραφίες: «Ο πάπας», έγραφε ο Τζουστινιάν, «έχει καλά λόγια για όλους» (da buone parole a tutti).29 Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για τούς Ορσίνι, οι οποίοι είχαν ταχθεί στο πλευρό των Γάλλων εναντίον τού Αλέξανδρου ΣΤ’ την εποχή τής εισβολής τού Καρόλου Η’ στην Ιταλία και οι οποίοι είχαν κυνηγηθεί σχεδόν μέχρι θανάτου από τούς Βοργία το 1496. Μέλη τής φατρίας Ορσίνι ήσαν εκείνοι που είχαν συλληφθεί κατά το στρατήγημα τής Σινιγκάλια και στη συνέχεια δολοφονηθεί στο Καστέλ ντέλλα Πιέβε. Τώρα, στις 12-13 Οκτωβρίου (1503), η παπική κούρτη και το διπλωματικό σώμα μάθαιναν με έκπληξη ότι οι Ορσίνι είχαν καταλήξει σε συμφωνία «στο σπίτι τού Ισπανού πρεσβευτή» να μπουν στην υπηρεσία τού βασιλιά Φερδινάνδου με γενναιόδωρους όρους, ενώ για να το κάνουν αυτό είχαν υποσχεθεί ακόμη και στους παλιούς εχθρούς τους, τούς Κολόννα, «καλή φιλία και ενότητα» (bona amicizia et union).30 Το μίσος για τον Τσέζαρε Βοργία είχε οδηγήσει τούς Ορσίνι να κάνουν αυτό το βήμα.

Ο Τζουστινιάν, ο επιφυλακτικός απεσταλμένος τής Βενετίας, υπενθύμιζε τώρα στον Πίο Γ’ τα συναισθήματα που είχε εκφράσει εναντίον τού Τσέζαρε τον προηγούμενο Ιανουάριο και τον πληροφορούσε χωρίς περιστροφές ότι «η Δημοκρατία αντιμετώπιζε με δυσαρέσκεια το σημείωμα που τής είχε σταλεί [στις 25 Σεπτεμβρίου] από την Αγιότητά του υπέρ τού δούκα».31 Όμως από τις 14 Οκτωβρίου ο απεσταλμένος ανέφερε στην κυβέρνησή του ότι ο πάπας ήταν σοβαρά άρρωστος. Τα δωμάτιά του ήσαν κλειστά. Δεν επιτρεπόταν σε κανένα να τον δει.32 Στις 15 τού μηνός ο Τσέζαρε, σε απόγνωση για «αυτούς τούς Ορσίνι, τούς θυμωμένους για εκδίκηση» (questi Orsini arrabiati della vendetta), προσπάθησε να δραπετεύσει από τη Ρώμη, αλλά τον εγκατέλειψαν (σύμφωνα με τον Τζουστινιάν) τόσο πολλοί από τούς πάνοπλους άνδρες και τούς άλλους ακολούθους του, ώστε μόλις ξεμύτισε από την πόρτα τού παλατιού στο οποίο διέμενε, αναγκάστηκε να στρίψει στην Βία ντελ Παλάτσο (για να αναζητήσει καταφύγιο στο Βατικανό). Ο Μπούρχαρτ λέει ότι όταν προχώρησε πέρα από την Πόρτα Βιριντάρια, ο Ορσίνι τον απέκοψε, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει πίσω στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου έγινε δεκτός στο δωμάτιο τού καρδινάλιου ντ’ Αμπουάζ. Ο Τζουστινιάν έγραφε στην ενετική κυβέρνηση ότι από τούς 150 πάνοπλους άνδρες τού Τσέζαρε μόνο 70 περίπου παρέμεναν τώρα μαζί του, ενώ ο Μπούρχαρτ περιγράφει ότι στάθμευαν στην Πιάτσα Σαν Πιέτρο, «φρουρώντας το παλάτι» (custodientes palatium). Οι Ορσίνι διαμαρτυρήθηκαν στον Πίο ότι ο Τσέζαρε έπρεπε να περιοριστεί σε θέση από την οποία δεν θα μπορούσε να διαφύγει. Έπρεπε να δικαστεί για τα εγκλήματα, για τα οποία επρόκειτο να κατηγορηθεί. Με εντολή τού ετοιμοθάνατου πάπα ο Τσέζαρε μεταφέρθηκε από το Βατικανό στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, μέσα από τη σκεπαστή δίοδο στην κορυφή τού τείχους. Τον συνόδευαν τέσσερις καρδινάλιοι και τού έδωσαν καταλύματα ψηλά στο Καστέλλο, ενώ τού επέτρεψαν μόνο τέσσερις υπηρέτες, για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια τού διοικητή τού φρουρίου.33

Κάθε αναφορά που έστελνε ο Τζουστινιάν στη Βενετία σχετική με την κατάσταση τού πάπα, έδειχνε ότι πλησίαζε ο θάνατος. Ο Τσέζαρε Βοργίας βρισκόταν στο Καστέλλο «με τέσσερις ή πέντε ακόλουθους». Οι Ορσίνι επέμεναν πλέον στον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί στον Τσέζαρε να ξεφύγει, «έτσι … ώστε να μπορέσει να αποδοθεί δικαιοσύνη» (affinchè … si possa ottenere giustizia). Το πρωί τής 17ης Οκτωβρίου οι γιατροί τού πάπα δήλωναν ότι η Αγιότητά του δεν θα ζούσε για περισσότερο από δύο μέρες. Πολλοί πίστευαν ότι οι Ισπανοί καρδινάλιοι βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με τον φρούραρχο τού Σαντ’ Άντζελο για να συνωμοτήσουν για τη διαφυγή τού Τσέζαρε, μεταμφιεσμένου ως μοναχού, αλλά οι Ορσίνι ήσαν έτοιμοι για κάθε τέτοια απόπειρα. Τώρα πια ο Τσέζαρε είχε εγκαταλειφθεί από όλους τούς ανθρώπους του. Η μικρή περιουσία που είχε, είχε λεηλατηθεί. Ο αρχηγός τής φρουράς, ένας παπικός ανηψιός, είχε αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος της. Ο Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο, ο αρχηγός τής παράταξης Ορσίνι, είχε πάρει δύο όμορφα άλογα.34 Ο Τζουστινιάν πήγε στο ανάκτορο τού Βατικανού το βράδυ τής 17ης τού μηνός. Ένας από τούς γιατρούς τού είπε ότι δεν πίστευε ότι ο πάπας θα έβγαζε τη νύχτα. Στο ανάκτορο ο απεσταλμένος συνάντησε τον Ιωάννη (Ιανό) Λάσκαρι, τον Γάλλο πρεσβευτή στη Βενετία. Ο Λάσκαρις μιλούσε για την αιφνιδιαστική και ακατανόητη αλλαγή υποταγής των Ορσίνι από τη Γαλλία στην Ισπανία και ενημέρωνε τον Τζουστινιάν ότι οι Γάλλοι έτειναν να βλέπουν ενετική επιρροή σε αυτή την απροσδόκητη εξέλιξη. Ο Αλβιάνο είχε βρεθεί στην υπηρεσία τής Βενετίας ως οπλαρχηγός (condottiere). Όμως ο Λάσκαρις πίστευε ότι η αντιπάθεια των Ορσίνι για τούς Βοργία είχε αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα, ενώ φυσικά ο καρδινάλιος ντ‘ Αμπουάζ θεωρούνταν προστάτης τού Τσέζαρε. Αλλά για να καθησυχάσουν τις γαλλικές υποψίες, θα ήταν καλό για τούς Ενετούς να κάνουν μια επίδειξη υποστήριξης τού ντ’ Αμπουάζ στην προσεχή παπική εκλογή. Δεν θα κόστιζε στη Βενετία τίποτε. Έτσι κι αλλιώς ο ντ‘ Αμπουάζ δεν επρόκειτο να εκλεγεί.35

Ο Πίος Γ’ πέθανε νωρίς το πρωί τής 18ης Οκτωβρίου.36 Την επόμενη μέρα ο Μπελτράντο ντε Κοσταμπίλι, ο Φερραρέζος απεσταλμένος στη Ρώμη, έγραφε στον δούκα Αλφόνσο Α’ ντ’ Έστε ότι όλοι στην παπική κούρτη ήσαν θλιμμένοι για τον θάνατο τού πάπα, «γιατί τον θεωρούσαν όλοι καλό, συνετό και άγιο» (per essere stato reputato da ogni uno bono, prudente et sancto). «Και όλη την ημέρα χτες [στις 18 τού μηνός], το σώμα του κείται στον ναό τού Αγίου Πέτρου, ενώ, αν και υπήρχε δυνατή, σταθερή βροχή, ολόκληρη η Ρώμη έτρεξε μαζί, σε μεγάλο πλήθος γυναικών και ανδρών, για να φιλήσει τα πόδια του…».37 Η παπική του θητεία ήταν σύντομη, εικοσιέξι περίπου ημέρες, ενώ τώρα οι εκπρόσωποι τής Γαλλίας και τής Ισπανίας, οι καρδινάλιοι, οι παρατάξεις των βαρώνων και ο ρωμαϊκός λαός έψαχναν για την εκλογή τού διαδόχου του. Αν και κανείς δεν περίμενε ότι ο Πίος θα απολάμβανε μακρά παπική θητεία, το αιφνίδιο τού θανάτου του υπήρξε εκπληκτικό, επιταχύνοντας την καταστροφή τού σιενέζικου τραπεζικού οίκου των Σπανόκκι, που είχαν επενδύσει τεράστια ποσά στην εκλογή του, «και γι’ αυτό τούς είχε υποσχεθεί μεγάλο χρηματικό ποσό για να τον κάνουν ποντίφηκα και συμφώνησαν να το πληρώσουν και πέθανε σε 26 μέρες» (et questo per aver promesso molta summa de danari per farlo Pontifice et convenuto pagarli, et postea in giorni 26 morto). Ο Πίος είχε αφήσει τούς Σπανόκκι πτωχευμένους. Τα μάζεψαν από τη Ρώμη και διέφυγαν στην πατρίδα τους Σιένα, ενώ λεγόταν ότι είχαν αφήσει πίσω χρέη τής τάξης των 300.000 δουκάτων.38

Καθώς ο Μπούρχαρτ άρχιζε να σχεδιάζει τις επίσημες τελετές, που θα σηματοδοτούσαν την ταφή τού πάπα και τα προβλεπόμενα εννιάμερα τού πένθους, οι καρδινάλιοι ξεκινούσαν εκείνον τον πολυάσχολο κύκλο συσκέψεων και μηχανορραφιών που προηγούνταν κάθε κογκλάβιου. Την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου συναντήθηκαν σε συγκέντρωση στο ανάκτορο τού Βατικανού, στην Αίθουσα Ποντιφήκων (στο διαμέρισμα Βοργία) και αποφάσισαν ότι όλοι οι οπαδοί των Ορσίνι έπρεπε να εγκαταλείψουν το Μπόργκο και ότι επιτροπή καρδιναλίων έπρεπε να δώσει τον όρκο υποτέλειας στον φρούραρχο τού Σαντ’ Άντζελο. Την επόμενη μέρα, καθώς πλημμύριζε ο Τίβερης, η πρώτη λειτουργία τής κηδείας τού πάπα ψελνόταν στον ναό τού Αγίου Πέτρου. Δεκαπέντε καρδινάλιοι ήσαν παρόντες, αλλά πέντε γαλλόφιλοι και δέκα ισπανόφιλοι καρδινάλιοι είχαν αρνηθεί να έρθουν, «υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν ασφαλή πρόσβαση (στη βασιλική), λόγω των οπαδών τού Τζιοβάννι Πάολο Μπαλιόνι τής Περούτζια και των οπαδών των Ορσίνι, που βρίσκονταν στο Μπόργκο.39 Τα ισπανόφιλα μέλη τού Κολλεγίου, οι «δουκικοί καρδινάλιοι» (cardinali ducheschi), έτειναν να είναι με το μέρος τού Τσέζαρε Βοργία. Σε περίπτωση που ψήφιζαν από κοινού, προφανώς η επιρροή τους στο κογκλάβιο θα ήταν μεγάλη και ενδεχομένως αποφασιστική. Ο Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο και οι Ορσίνι απαιτούσαν την ασφαλή φρούρηση τού Τσέζαρε, μέχρι να δικαστεί μετά την εκλογή τού επόμενου πάπα. Οι καρδινάλιοι φοβούνταν φυσικά τούς Ορσίνι, οι οποίοι δεν είχαν δώσει καμία εγγύηση για την ασφάλεια των καρδιναλίων, όταν είχαν φτάσει σε συμφωνία με τον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη. Ο πρεσβευτής είχε τώρα πρόβλημα, προσπαθώντας να διορθώσει αυτή την ανεπάρκεια, γιατί οι Ορσίνι απαιτούσαν να σταματήσουν οι ισπανόφιλοι καρδινάλιοι τις προσπάθειές τους για λογαριασμό τού Τσέζαρε και να ρίξουν την ψήφο τους στο κογκλάβιο για έναν υποψήφιο αποδεκτό από την παράταξη Ορσίνι, δηλαδή τον Ολιβιέρο Καράφα, τον Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε ή τον Ραφφαέλε Ριάριο. Ο Ενετός απεσταλμένος Τζουστινιάν πίστευε ότι οι «Σπανιόλοι» θα τα εύρισκαν όλα αυτά μάλλον δύσκολα, αλλά ότι από τούς τρεις θα επέλεγαν τον ντέλλα Ρόβερε. Ο Καράφα θα έπαιρνε λίγες ψήφους, «επειδή τον υποψιάζονταν ότι ήταν γαλλόφιλος» (essendo in sospetto di esser francese). Η ηλικία τού Ριάριο αποτελούσε εμπόδιο: ήταν καρδινάλιος ήδη πριν από τη συνωμοσία των Πάτσι, αλλά ήταν ακόμη πολύ νέος. Κανείς πια δεν θεωρούσε τον Ασκάνιο Σφόρτσα ως πιθανή επιλογή για την τιάρα, ούτε τον καρδινάλιο Κολόννα. Και βέβαια ο Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα απ’ όσο πριν ένα μήνα και «έτσι οι κύριες ελπίδες είναι για τον καρδινάλιο τού Αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου».40

Στις 19 Οκτωβρίου ο Τζουστινιάν έγραφε στην ενετική κυβέρνηση ότι «όλοι οι καρδινάλιοι είναι προσηλωμένοι στις διαπραγματεύσεις τους και σίγουρα κάποιοι από αυτούς με ελάχιστο σεβασμό για τον Θεό ή για τη δική τους αξιοπρέπεια…». Οι συναλλαγές γίνονταν δημοσίως. Κανείς δεν μιλούσε για εκατοντάδες, αλλά για χιλιάδες και για δεκάδες χιλιάδες, «με μεγάλη μομφή για τη θρησκεία μας και προσβολή τού Κυρίου τού Θεού μας» (con grandissimo obrobrio de la religion nostra, et offesa del Signor Dio). Δεν υπήρχε πια καμία διαφορά ανάμεσα στο ποντιφηκάτο και το σουλτανάτο! (εδώ ίσως ο Τζουστινιάν αδικεί τούς Τούρκους). Η Ρώμη ήταν ήσυχη, αλλά στην πόλη υπήρχαν πολλοί στρατιώτες των Ορσίνι μισθοδοτούμενοι από τούς Ισπανούς και μερικοί στρατιώτες τού Τζιανπάολο Μπαλιόνι μισθοδοτούμενοι από τούς Γάλλους. Τουλάχιστον οι Ορσίνι βρίσκονταν σε ειρήνη με τούς Κολόννα και δεν είχαν προβλήματα με τούς οπαδούς τού Μπαλιόνι. Ο Τσέζαρε Βοργία βρισκόταν ακόμη στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο.41 Οι επικήδειες τελετές τού Πίου Γ’ θα διαρκούσαν εννέα μέρες και ύστερα οι καρδινάλιοι θα εισέρχονταν στο κογκλάβιο. Υπήρχαν αναμφίβολα πολλά περιπλανώμενα μυαλά κατά τη διάρκεια αυτών των εννέα ημερών δημοσίων λειτουργιών, τις οποίες οργάνωσε και συμμετείχε σε αυτές ο ακούραστος Γιόχαν Μπούρχαρτ.42

Στο Καστέλλο o Τσέζαρε Βοργία παρακολουθούσε κατά πάσα πιθανότητα τις διαπραγματεύσεις των καρδιναλίων όσο καλύτερα μπορούσε. Υπήρχαν αρκετοί καρδινάλιοι που όφειλαν τα καπέλα τους στην επιρροή του και ήσαν έτοιμοι να τού πουν ό,τι γνώριζαν. Όταν στη σύναξη των καρδιναλίων στην Αίθουσα Ποντιφήκων στις 20 Οκτωβρίου οι Ορσίνι επανέλαβαν τα αιτήματά τους προς το Κολλέγιο, ότι ο Τσέζαρε έπρεπε να κρατείται σε ασφαλή περιορισμό, κατά προτίμηση στο Ανάκτορο τού Βατικανού, μέχρι να παραπεμφθεί σε δίκη από νέο πάπα, ο Τζουστινιάν ανέφερε ότι οι καρδινάλιοι συζήτησαν εκτεταμένα την περίπτωση τού Τσέζαρε. Υπήρχαν λίγοι πρόθυμοι να μιλήσουν εναντίον τού πρώην δούκα τής Ρομάνια, από σεβασμό προς τούς λεγόμενους Ισπανούς καρδινάλιους, «που φαίνεται ότι είναι πια κύριοι αυτού τού παιχνιδιού τής εκλογής τού πάπα, λόγω τού αριθμού τους και τής συμφωνίας που έχουν ο ένας με τον άλλο». Ο Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ έπαιρνε το μέρος των Ισπανών καρδιναλίων, που ήσαν ακόμη οργισμένοι με την αποτυχία τού Ισπανού πρέσβη να προβλέψει για την ασφάλειά τους, όταν έκανε τη συμφωνία του με τούς Ορσίνι. Ο ντ’ Αμπουάζ επισήμαινε ότι ο Τσέζαρε είχε έρθει στη Ρώμη με άδεια ασφαλούς διέλευσης. Το Κολλέγιο ενημέρωσε τούς Ορσίνι ότι τα μέλη του δεν είχαν καμία εξουσία να αποδεχτούν το σχετικό με τον Τσέζαρε αίτημά τους: δουλειά των καρδιναλίων ήταν να εκλέξουν νέο πάπα. Στο μεταξύ, λέει ο Τζουστινιάν, «ο δούκας είναι απολύτως ελεύθερος στο Καστέλλο, να μείνει ή να φύγει, όπως θέλει, χωρίς καμία υποχρέωση». Με τούς Ορσίνι να περιπολούν στους δρόμους, δεν ήταν εύκολο για τον Τσέζαρε να φύγει «όπως ήθελε» (al piacer suo). Αλλά ούτε είχε επιθυμία να φύγει. Μπορούσε ακόμη να κερδίσει στο επισφαλές παιχνίδι τής εκλογής πάπα (questo zuogo dijar el Papa). Αποτελούσε την ενοποιητική δύναμη, που διατηρούσε την αρμονία μεταξύ των δέκα ισπανόφιλων καρδιναλίων. Κάθε μέλος τού Κολλεγίου που φιλοδοξούσε να εκλεγεί, έπρεπε να ικανοποιήσει τον Τσέζαρε. Η τιμή του θα ήταν υψηλή. «Και μπορεί κανείς να είναι βέβαιος», έγραφε ο Τζουστινιάν στην κυβέρνησή του, «ότι κανένας δεν θα γίνει πάπας, αν δεν αναλάβει την υποχρέωση να αποδεχτεί κάθε αίτημα τού δούκα…».43 Τώρα οι ισπανόφιλοι καρδινάλιοι διαμαρτύρονταν για την παρουσία των Ορσίνι στη Ρώμη και με την υποστήριξη τού ντ’ Αμπουάζ άφηναν να εννοηθεί ότι δεν θα εισέρχονταν στο κογκλάβιο μέχρι να αποσυρθούν οι Ορσίνι από την πόλη.

Οι τύχες τού Τσέζαρε Βοργία φαίνονταν να παίρνουν στροφή προς το καλύτερο. Στις 22-24 Οκτωβρίου (1503) οι αμήχανοι Ορσίνι ήσαν προφανώς έτοιμοι να τού επιτρέψουν να φύγει από τη Ρώμη χωρίς παρενόχληση, αλλά καθώς τα δεινά τού Τσέζαρε γίνονταν λιγότερο απελπιστικά, η επιθυμία του να φύγει γινόταν λιγότερο έντονη. Πού θα πήγαινε; Στη Γαλλία; Και τι θα έκανε εκεί; Κρατούσε καλά χαρτιά με την επιρροή του επί των ισπανόφιλων καρδιναλίων και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι στη Ρώμη.44 Ο Τζουστινιάν έγραφε στις 24 τού μηνός ότι οι ουρανοί φαίνονταν να είναι στο πλευρό τού Τσέζαρε, αλλά δεν ήταν ακόμη ασφαλής, λόγω τής πολύ μεγάλης φιλοδοξίας των ανθρώπων που τον υποστήριζαν, κάποιοι για έναν λόγο και άλλοι για διαφορετικό.45

Πολλά πράγματα συνέβαιναν στη Ρώμη. Αντικρουόμενα νέα έφταναν για τη γαλλική προέλαση στο βασίλειο τής Νάπολης. Οι Γάλλοι βρίσκονταν τώρα στην κοιλάδα τού Γκαριλιάνο και υπήρχε γενικά η άποψη ότι βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Το βράδυ τής 24ης Οκτωβρίου ο καρδινάλιος Πιέτρο Ισβαλιές επέστρεψε από μακρά αποστολή στην Ουγγαρία. Στις 8 τού μηνός βρισκόταν στη Βενετία, όπου τον υποδέχθηκαν τελετουργικά και έδωσε στο Κολλέγιο ασυνάρτητη περιγραφή τής αποστολής του κατά των Τούρκων. Αριθμός καρδιναλίων επισκέφτηκε τον Ισβαλιές στις 25 τού μηνός, επιδιώκοντας την ψήφο του: «Οι διαπραγματεύσεις είναι πιο σκανδαλώδεις από ποτέ».46 Στις 26 τού μηνός ο Τζουστινιάν ανέφερε ότι οι περισσότεροι από τούς Ορσίνι έφευγαν από τη Ρώμη. Την επόμενη μέρα έγραφε ότι οι συνεχείς κλειστές συνεδριάσεις των Ισπανών καρδιναλίων (cardinali spagnoli) εισήγαγαν επικίνδυνες περιπλοκές στο έργο τής εκλογής τού νέου ποντίφηκα. Ο καρδινάλιος Κολόννα είχε ενταχθεί σε αυτούς. Λεγόταν ότι ευνοούσαν την υποψηφιότητα τού Καράφα, τού ντέλλα Ρόβερε, ακόμη και τού Ασκάνιο Σφόρτσα. Εξακολουθούσαν να δείχνουν πιο προσεκτικοί για τις επιθυμίες τού Τσέζαρε Βοργία, παρά για εκείνες τού βασιλιά Φερδινάνδου. Αλλά η «συνήθης αλαζονεία» (arroganzia consueta) τού Τσέζαρε, όπως έγραφε ο Τζουστινιάν στις 27 τού μηνός, μειώθηκε από την είδηση ότι ο Αντόνιο Μαρία Ορντελάφφι είχε εισέλθει στο Φορλί. Ο Τζιοβάννι Σφόρτσα είχε ανακαταλάβει το Πέζαρο. Ο Παντόλφο Μαλατέστα είχε ανακτήσει το Ρίμινι. «Και οι δυνάμεις τού Βαλεντίνο είχαν τραπεί σε φυγή». Ο λαός τής Φαέντσα ξανακαλούσε τον Φραντσεσκέττο Μανφρέντι στην πρώην ηγεμονία τού πατέρα του. Αυτό το κίνημα είχε προκληθεί από τον θάνατο τού Πίου Γ’ και από την είδηση ότι «ο Βαλεντίνο βρισκόταν κλεισμένος στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο».47

Τελευταία μέρα των επικήδειων τελετών τού Πίου Γ’ ήταν η Κυριακή 29 Οκτωβρίου και κάτω από αυτή την ημερομηνία ο Μπούρχαρτ σημείωνε στο ημερολόγιό του ότι

ο σεβασμιότατος άρχοντας καρδινάλιος τού Αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου [Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε] συναντήθηκε στο αποστολικό παλάτι με τον δούκα των Βαλεντινουά [Τσέζαρε Βοργία] και τούς Ισπανούς καρδιναλίους τού τελευταίου και συνέταξαν συμφωνία, με βάση την οποία, μεταξύ άλλων, ο καρδινάλιος τού Αγίου Πέτρου, όταν γινόταν πάπας, θα έκανε τον δούκα γενικό διοικητή και σημαιοφόρο (gonfalonier) τής Εκκλησίας και θα τον υποστήριζε στα κράτη του, ενώ και ο δούκας θα υποστήριζε τον πάπα. Όλοι οι Ισπανοί καρδινάλιοι υποσχέθηκαν να δώσουν την ψήφο τους στον εν λόγω καρδινάλιο τού Αγίου Πέτρου για να εκλεγεί πάπας.48

Το Ιερό Κολλέγιο είχε διαθέσει 500 περίπου πεζούς στρατιώτες για να φρουρούν το κογκλάβιο.49

Ο άγρυπνος Τζουστινιάν δεν έμαθε για τη διάσκεψη τού Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε με τον Τσέζαρε Βοργία και τούς ισπανόφιλους καρδινάλιους παρά μόνο την επόμενη μέρα, στις 30 Οκτωβρίου, τότε που κατά πάσα πιθανότητα το έμαθε και ο Μπούρχαρτ. Τώρα πια καθένας θεωρούσε τον Τζουλιάνο ως τον επόμενο πάπα. Ο Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ και ακόμη και ο Ασκάνιο Σφόρτσα προσπάθησαν να συμφιλιωθούν μαζί του. Η εκλογή θα ήταν προφανώς σιμωνιακή. Οι Ισπανοί καρδινάλιοι δεν είχαν την πρόθεση να φύγουν φτωχοί από το κογκλάβιο. Εκείνοι που ποντάριζαν στις παπικές εκλογές, έδιναν μέχρι και 82 τοις εκατό πιθανότητες ότι ο Τζουλιάνο θα κέρδιζε. Κάποιοι άλλοι υποψήφιοι δεν έπαιρναν περισσότερο από έξι τοις εκατό. Στις 30 τού μηνός ο Τζουστινιάν είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, ο οποίος τού είπε με ειλικρίνεια ότι η αναγκαιότητα υποχρέωνε τούς ανθρώπους να κάνουν πράγματα που δεν ήθελαν να κάνουν, αλλά ότι μόλις απελευθερωνόταν από αυτό το εμπόδιο, «θα λειτουργήσω με άλλον τρόπο» (fanno a un altro modo).50 Μίλησαν για τον Τσέζαρε Βοργία, ο οποίος είχε προφανώς εσφαλμένη άποψη, ότι ο Τζουλιάνο ως πάπας θα ξεχνούσε τα τραύματα που είχε υποστεί ως καρδινάλιος.

Μια βδομάδα πριν από την εκλογή ο Φερραρέζος απεσταλμένος Μπελτράντο ντε Κοσταμπίλι είχε γράψει στον Αλφόνσο ντ’ Έστε ότι κέρδιζε έδαφος η άποψη ότι θα εκλεγόταν ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, αλλά έπρεπε κανείς να θυμάται πάντοτε την παλιά παροιμία, ότι «όποιος μπαίνει στο κογκλάβιο πάπας, βγαίνει καρδινάλιος» (Chi intra in conclavi papa, ne esce cardinale).51 Άραγε τι θα γινόταν αυτή τη φορά; Η απάντηση θα ερχόταν σύντομα. Την Τρίτη 31 Οκτωβρίου (1503), περίπου στις 10 π.μ., τριαντατρείς καρδινάλιοι παρακολούθησαν λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος και κήρυγμα στον Άγιο Πέτρο, ενώ στη συνέχεια ακολουθώντας τον σταυρό μπήκαν στο Ανάκτορο τού Βατικανού, όπου δείπνησαν στα κελλιά τους στην Καπέλλα Σιξτίνα. Στις 2 μ.μ. διώχτηκαν οι παρείσακτοι από το κογκλάβιο και ανέλαβαν οι φρουροί. Δύο ώρες αργότερα οι καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν στο ανατολικό άκρο τής (μεταγενέστερα) Σάλα Ντουκάλε, στην Τρίτη Αίθουσα (Aula tertia), για να συμφωνήσουν τούς όρους τής εκλογικής διομολόγησης. Ύστερα, μπαίνοντας κατά σειρά στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι, εξέλεξαν πάπα τον Τζουλιάνο περίπου στις 7 μ.μ. (circa horam primam noctis). Τριανταοκτώ καρδινάλιοι ήσαν παρόντες στο παρεκκλήσι. Έγινε μόνο μία ψηφοφορία. Ο Τζουλιάνο πήρε όλες τις ψήφους εκτός από τη δική του.52

Αμέσως μετά τις 8 το πρωί, την 1η Νοεμβρίου, ανακοινώθηκε ότι ο νέος πάπας είχε πάρει το όνομα Ιούλιος Β’.53 Επικύρωσε τα διάφορα άρθρα τής εκλογικής διομολόγησης, όπως και οι καρδινάλιοι. Ο ίδιος ο Μπούρχαρτ τούς έβαλε να ορκιστούν όλοι. Ένα από τα πιο σημαντικά άρθρα προέβλεπε ότι εντός δύο ετών από την εκλογή τού νέου πάπα θα συγκαλούνταν Γενική Σύνοδος, για να αποκαταστήσει την ειρήνη στη χριστιανοσύνη, να μεταρρυθμίσει την Εκκλησία, να μειώσει τις υπερβολικές επιβολές και να οργανώσει σταυροφορία εναντίον των Τούρκων.54

Ο Πίος Γ’ δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τον Τσέζαρε Βοργία και τις διεκδικήσεις τού τελευταίου στη Ρομάνια. Τώρα έπρεπε να το κάνει ο Ιούλιος Β’. Στη Βενετία ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν, κατά τη συνεδρίαση τού Κολλεγίου στις 24 Οκτωβρίου (1503), εξέφραζε ευχαριστίες προς τον Παντοδύναμο ότι η Δημοκρατία μπορούσε τώρα να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία της χωρίς τον κίνδυνο πολέμου. «Άρχοντες μου», είπε στο Κολλέγιο, «όλοι γνωρίζουμε την πρόθεση τής Γερουσίας [Consejo], η οποία είναι να αποκτήσουμε τη Ρομάνια, αν μπορούμε να την πάρουμε από τα χέρια αυτού τού Βαλεντίνο [Τσέζαρε Βοργία], εχθρού τού Θεού και δικού μας εχθρού».55

Μια σχεδόν βδομάδα αργότερα, τη μέρα μετά την εκλογή του ως πάπας, ο Ιούλιος ενημέρωνε τον Αντόνιο Τζουστινιάν, τον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη ότι δεν υπήρχε λόγος να τού θυμίζει να μην υποστηρίζει τις φιλοδοξίες τού Τσέζαρε στη Ρομάνια, γιατί η επαρχία ανήκε στην Αγία Έδρα. Εκείνοι που κατείχαν εδάφη στη Ρομάνια μπορούσαν να τα κρατούν μόνο ως εκπρόσωποι ή υποτελείς τής Εκκλησίας.56 Η ανακατάκτηση τής Ρομάνια υπήρξε το βασικό θέμα τής παπικής θητείας τού Ιουλίου. Αρχικά, με πρωτοβουλία τού Τσέζαρε, ο Ιούλιος έστειλε σημειώματα στους αξιωματούχους τής Ρομάνια, «στην ίδια μορφή με εκείνα που είχε γράψει ο πάπας Πίος» (in la medema forma di quelli che za scrisse papa Pio).57 Το έκανε μόνο για να κερδίσει χρόνο, ο οποίος αναπόφευκτα έτρεχε εναντίον των συμφερόντων τού δούκα τής Ρομάνια. Ο τελευταίος είχε αναλάβει πια διαμονή στο παλάτι τού Βατικανού, αλλά με λίγη (ma con poca) φήμη. Δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ακρόαση από τον πάπα, όταν τη ζητούσε. Ακόμη και ο Τζουστινιάν αρνήθηκε αίτημα να διαβουλευθεί μαζί του, ώστε με κανένα τρόπο να μην ενισχύσουν το μειωμένο κύρος των Βοργία οι διαπραγματεύσεις του με τη Βενετία.58 Η θέση τού ίδιου τού Τζουστινιάν στην κούρτη δεν βελτιωνόταν, καθώς κάθε βδομάδα έφταναν στον πάπα ανησυχητικά νέα για ενετικές προσπάθειες επέκτασης τής επιρροής τής Δημοκρατίας στη Ρομάνια.59 Ίσως αποδεικνυόταν λάθος το συμπέρασμα τού Λορεντάν ότι οι Ενετοί μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τη φιλοδοξία τους χωρίς πόλεμο (che senza guerra si aria il nostro desiderio).

Με τούς Γάλλους στο Μιλάνο και σε πόλεμο με τούς Ισπανούς στον νότο για το ναπολιτάνικο βασίλειο, τούς Ενετούς να υποσκάπτουν τη Ρομάνια (όπου χανόταν ο νόμος και η τάξη),60 τον Τσέζαρε Βοργία να ανυπομονεί να φύγει από τη Ρώμη για να ξαναπάρει το δουκάτο του και τη ληστεία να γεμίζει τα παπικά κράτη, ο Ιούλιος Β’ χρειαζόταν την πλήρη χρήση κάθε υλικού και πνευματικού πόρου, στον οποίο είχε πρόσβαση. Στις 15 Νοεμβρίου ανέβαλε τη στέψη του μέχρι την Κυριακή 26 τού μηνός, επειδή οι αστρολόγοι τον διαβεβαίωναν ότι μπορούσε τότε να στηριχτεί σε «καλύτερη διάταξη των άστρων» (miglior disposizion di stelle).61 Ο Μπούρχαρτ έχει περιγράψει τη στέψη τού Ιουλίου με εκπληκτική συντομία. Λέει ότι η 26η τού μηνός ήταν «γαλήνια μέρα» (dies serena),62 μια από τις λίγες μιας σπουδαίας και θυελλώδους παπικής θητείας.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος τής παπικής θητείας τού Ιουλίου Β’ η Ρομάνια έφερνε βαρύτερες δοκιμασίες και ταλαιπωρίες στην Αγία Έδρα απ’ ό,τι ο Τούρκος. Μάλιστα οι Ρομανιόλοι είχαν καλύτερη κυβέρνηση υπό το σύντομο διάστημα τής εξουσίας τού Τσέζαρε Βοργία, από εκείνη που είχαν γνωρίσει επί γενιές κάτω από τούς δεσπότες.63 Τελικά ο Ιούλιος θα ματαίωνε τα ενετικά σχέδια για την επαρχία, αλλά οι Ρομανιόλοι εξακολουθούσαν να υποφέρουν από την ανεπάρκεια τής κυβέρνησης και από τις λεηλασίες των ληστών (banditti). Όσο ο κλήρος εξαιρούνταν απολύτως από πολιτική συγκράτησης, η δικαιοσύνη θα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό χίμαιρα. Επίσης, φυσικά, οι τουρκικές επιδρομές συνέχιζαν να τρυπούν την παραλία τής Αδριατικής,64 όπως είχαν κάνει και υπό τούς άρχοντες (signori), ενώ ο Τζιοβάννι Σφόρτσα τού Πέζαρο, όπως ο Μποκκολίνο Γκουτσόνι πριν από αυτόν, κατηγορήθηκε για συνεργασία με τούς Τούρκους. Παρά την πολύ ευπρόσδεκτη ειρήνη τού 1502-1503, οι Ενετοί συνέχιζαν να έχουν κάποια προβλήματα με την Πύλη.

Ενετοί έμποροι υποστήριζαν ότι οι Τούρκοι είχαν αρπάξει στην Ισταμπούλ αγαθά αξίας 60.000 δουκάτων όταν ξέσπασε ο πόλεμος (το 1499). Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ δεν ήταν πρόθυμος να πληρώσει περισσότερα από 38.000 δουκάτα, «λέγοντας ότι δεν είχαν πάρει περισσότερα, ούτε είχε πωληθεί μεγαλύτερο ποσό» (dicendo non aver chavato piui nè esser stato venduto per piui summa). Ο Βαγιαζήτ δήλωνε μάλιστα ότι όταν οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί και το κάστρο τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) στο τέλος Αυγούστου 1502,65 είχαν πάρει 26.000 δουκάτα, διάφορα πυροβόλα και άλλα πράγματα, που είχαν αξία ακριβώς 38.000 δουκάτα. Όμως σύμφωνα με τα ενετικά στοιχεία, φαινόταν ότι ο Μπενεντέττο Πέζαρο, ο ναυτικός γενικός διοικητής, είχε αναφέρει ότι είχε βρει μόνο 7.000 δουκάτα στο κάστρο τής Αγίας Μαύρας, «και όλα τα άλλα είχαν κλαπεί, επειδή είχαν παρθεί από τούς υπουργούς και τούς άλλους παράγοντες τού Αγίου Μάρκου!» (et tutti li altri foronno robatti, perchè heranno cativi ministri et ladri li factori de San Marco!) Ίσως κακοποιοί παράγοντες τού Αγίου Μάρκου είχαν κλέψει τα υπόλοιπα χρήματα. Χρειαζόταν υπομονή στην αντιμετώπιση των Τούρκων, όπως λέει ο Πριούλι. Μερικές φορές έπρεπε κανείς να κλείνει τα μάτια του. Το θέμα των τουρκικών αποζημιώσεων είχε έρθει ενώπιον τού Κολλεγίου και τής Γερουσίας ύστερα από την επιστολή τής 6ης Οκτωβρίου 1503, την οποία είχε στείλει στη Σινιορία από την Ισταμπούλ ο Ενετός απεσταλμένος Αντρέα Γκρίττι.

Όπου εμπλέκονταν χρήματα, χρειαζόταν επιτήρηση των ανθρώπων, όπως ήξερε καλά η Σινιορία. Στις 28 Μαρτίου (1504) εγκρίθηκε πρόταση στη Γερουσία, που απαιτούσε από τούς κληρονόμους τού εκλιπόντος Μπενεντέττο Πέζαρο να υποβάλουν συμβολαιογραφική δήλωση στο γραφείο των εισαγγελέων (Αβογκαντόρι ντι Κομούν), για το ποσό των χρημάτων που βρισκόταν πραγματικά στο κάστρο τής Αγίας Μαύρας. Το Κολλέγιο και η Γερουσία ήθελαν επίσης να γνωρίζουν σε ποιους δόθηκαν ποια ποσά από τα χρήματα αυτά. Όσοι είχαν εισπράξει τέτοια κονδύλια έπρεπε να αποδώσουν λογαριασμό για τα συγκεκριμένα ποσά στην Εισαγγελία (Αβογκαρία), «επειδή πολλοί ισχυρίζονται ότι ο εν λόγω διοικητής έχει κλέψει μεγάλο μέρος τους» (perche molti volevanno che il dicto capitanio ne havesse robatto grande parte). Με τα αποδεικτικά στοιχεία που υπήρχαν ήταν προφανώς δύσκολο να βγει συμπέρασμα, αλλά οι κληρονόμοι τού εν λόγω Μπενεντέττο (ο οποίος τώρα βρίσκεται θαμμένος στο Φράρι στη Βενετία) υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στους ταμίες τού κράτους (Καμερλένγκι ντι Κομούν) το ποσό των 6.000 δουκάτων μέσα σε μία βδομάδα. Το Κολλέγιο και η Γερουσία είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση τα στοιχεία που είχαν μπορέσει να συλλέξουν ότι είχαν παρθεί 16.000 δουκάτα από την Αγία Μαύρα, αλλά ότι 10.000 είχαν μοιραστεί στους αξιωματικούς και ναυτικούς τού ενετικού στόλου. Αυτά για το ζήτημα των χρημάτων.

Ο Αντρέα Γκρίττι είχε επίσης στείλει στη Σινιορία επιστολή από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου (1503) και απευθυνόμενη στον δόγη Λεονάρντο Λορεντάν, επιτρέποντας στη Σινιορία να στείλει βαΐλο στον Βόσπορο «σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια» (secondo la antiqua consuetudine). Όμως ο σουλτάνος δεν ήθελε να παραμένει το ίδιο πρόσωπο ως βαΐλος στην Πύλη για περισσότερα από τρία χρόνια και με το τέλος αυτής τής περιόδου η Σινιορία μπορούσε να στέλνει αντικαταστάτη. Κατά την άποψη τού Πριούλι οι Ενετοί έμποροι μπορούσαν να μένουν ή να ζουν στην Ισταμπούλ ή αλλού στην Οθωμανική αυτοκρατορία για όσο διάστημα ήθελαν (ad suum beneplacitum). Υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί στη ναυτιλία, όπως σημειώνει ο Πριούλι, αλλά σε γενικές γραμμές «οι Ενετοί πατέρες είναι πολύ ικανοποιημένοι με τη σύναψη αυτής τής ειρήνης» (li padri veneti heranno contentissimi per la concluxione de questa pace).66

Όπως o Σανούντο, έτσι και ο Πριούλι ανέφερε πάντοτε προσεκτικά τα τουρκικά νέα67 και με την καθολική περιέργεια τής εποχής παρακολουθούσε την τύχη τού παρακμάσαντος Τσέζαρε Βοργία. Για τρία χρόνια οι εκστρατείες τού Τσέζαρε είχαν προκαλέσει έκπληξη στην Ιταλία και ατέλειωτα σχόλια στην Ευρώπη.68 Τώρα όμως οι ασυνήθιστες κατακτήσεις του ξεγλιστρούσαν μακριά. Ήδη στις 28 Αυγούστου (1503), μόλις δέκα μέρες μετά τον θάνατο τού Αλέξανδρου ΣΤ’, ο Γκουϊντομπάλντο ντα Μοντεφέλτρο είχε ξαναμπεί στο Ουρμπίνο. Ο Τζάκοπο Δ’ ντ’ Αππιάνο είχε επιστρέψει στο Πιομπίνο και ο Τζιανμαρία Βαράνο στη θέση τού εκλιπόντος πατέρα του ως άρχοντας τού Καμερίνο. Ο Τζιοβάννι Σφόρτσα είχε ανακαταλάβει το Πέζαρο με ενετική βοήθεια στις 3 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 6 τού μηνός ο Παντόλφο Μαλατέστα ανακτούσε το Ρίμινι. Παρ’ όλα αυτά η διοίκηση τού Τσέζαρε Βοργία στη Ρομάνια είχε υπάρξει εξαιρετικά καλή. Είχε οργανωθεί Ανώτατο Εφετείο, το οποίο ονομαζόταν Ρότα. Οι συνεδριάσεις του διεξάγονταν σε δικαστικό κύκλωμα στα επτά κέντρα τής Ρομάνια (Τσεζένα, Φορλί, Φαέντσα, Ίμολα, Ρίμινι, Πέζαρο και Φάνο). Ο Τσέζαρε είχε χορηγήσει επιστολές προνομίων σε διάφορες πόλεις, ενώ οι προοπτικές φαίνονταν καλές για την εγκαθίδρυση ενοποιημένης εξουσίας στην επαρχία. Τώρα, καθώς οι Ριάριο, οι Μανφρέντι, οι Μπαλιόνι και άλλοι ασήμαντοι αρχοντίσκοι επιδίωκαν επίσης να επιστρέψουν στις δεσποτικές εξουσίες τους, προσπαθώντας να επανεπιβάλουν την ανικανότητα και την αδικία, ο Ιούλιος Β’ ήταν υποχρεωμένος να αποφασίσει, αν έπρεπε να εξασφαλίσει σταθερό και ενιαίο έλεγχο τής Ρομάνια αποκαθιστώντας τον Τσέζαρε Βοργία ως πολιτικό του εκπρόσωπο, για να κυβερνά στο όνομα τής Εκκλησίας, ή να αναλάβει ο ίδιος τη διακυβέρνηση τής επαρχίας. Και οι δύο εναλλακτικές λύσεις θα απέτρεπαν πιθανώς τα σχέδια των Ενετών να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη βόρεια Ιταλία.

Στα μέσα Νοεμβρίου (1503) οι Ενετοί κατέλαβαν τη Φαέντσα.69 Περικύκλωσαν επίσης την Ίμολα, ενώ αγόρασαν το Ρίμινι με ειδική συμφωνία με τον Παντόλφο Μαλατέστα. Μαζί με τη σύζυγό του Βιολάντε και τον αδελφό του Κάρλο, ο Παντόλφο έπαιρνε την ενετική ιθαγένεια, ενώ τα ονόματά τους επρόκειτο να προστεθούν στους καταλόγους τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Consiglio). Τού δόθηκε σπίτι στη Βενετία και πληρώθηκε 10.000 χρυσά δουκάτα, καθώς και άλλα 4.400, για να εξασφαλίσει την παράδοση τού φρουρίου. Τα δύο αδέλφια θα μοιράζονταν στρατιωτικό σώμα (condotta) εκατό ενόπλων ανδρών και πενήντα εφίππων βαλλιστών. Ο Παντόλφο θα αποκτούσε επίσης ως φέουδο, με το δικαίωμα μεταβίβασης στους πρωτότοκους αρσενικούς κληρονόμους, την πόλη Τσιταντέλλα στο Παντοβάνο. Τα κτήματά του υπολογιζόταν ότι θα απέδιδαν 3.000 δουκάτα τον χρόνο. Στη Βιολάντε και στον Κάρλο δόθηκε στον καθένα ισόβιο εισόδημα 500 δουκάτων. Η σύμβαση είχε συναφθεί τον Νοέμβριο και η τελική πράξη κυρώθηκε στη νέα αίθουσα ακροάσεων τής Σινιορίας στις 16 Δεκεμβρίου 1503.70 Προφανώς ο Ιούλιος, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να εκδιώξει τον Τσέζαρε από τη Ρομάνια, θα βρισκόταν σύντομα σε σοβαρή αντίθεση με τη Γαληνοτάτη.

Όταν ο Τσέζαρε Βοργία, στον οποίο είχε επιτραπεί να πάει στην Όστια (στις 19 Νοεμβρίου 1503),71 αρνήθηκε να παραδώσει την Τσεζένα και το Φορλί στον πάπα, οδηγήθηκε πίσω στη Ρώμη υπό κατ’ ουσίαν κράτηση (στις 29 τού μηνός) και εγκαταστάθηκε ξανά στο Βατικανό, αυτή τη φορά σε μάλλον λιγότερο επιθυμητά διαμερίσματα.72 Δεδομένου ότι οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν την αναμενόμενη επιστροφή τού Τσέζαρε στη Ρομάνια ως πρόσχημα για την επιθετικότητά τους, ο Ιούλιος ήθελε να θέσει τέρμα σε αυτή τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία. Ήταν επίσης πάντοτε κατανοητό, αν και ο Τζουστινιάν δεν συμφωνούσε ότι ο Τσέζαρε θα κατέληγε ενδεχομένως σε κάποια συμφωνία με τη Δημοκρατία για τη Ρομάνια.73 Η σημασία των Βοργία στην παπική ιστορία είχε πλέον τερματιστεί, αλλά αφού είδαμε τόσο πολλά γι’ αυτόν κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού πατέρα του (στον προηγούμενο τόμο), ας μάς επιτραπεί να σημειώσουμε εν συντομία τα υπόλοιπα χρόνια τής σταδιοδρομίας τού Τσέζαρε. Σαν πρόσωπο ελληνικής τραγωδίας τον είχε καταστρέψει η ύβρις. Το γνωστό δείπνο στον κήπο τού καρδινάλιου Αντριάνο Καστελλέζι είχε χαρακτηρίσει την περιπέτεια στο δράμα.

Στα μέσα Φεβρουαρίου 1504 οδήγησαν και πάλι τον Τσέζαρε Βοργία στην Όστια,74 σε αναμονή τής παράδοσης τής Τσεζένα και τού Φορλί στον πάπα. Μετά την παπική απόκτηση τής πρώτης από τις δύο πόλεις, επιτράπηκε στον Τσέζαρε (μάλλον από λάθος) να φύγει από την Όστια στις 19 Απριλίου.75 Στις 28 τού μηνός έφτασε στη Νάπολη, όπου κατά τα φαινόμενα τον υποδέχθηκε καλά ο Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα,76 ο Ισπανός διοικητής τού οποίου η φιλία για τον Τσέζαρε φαίνεται ότι αποτελούσε φαντασίωση, που είχε αφετηρία το μυαλό τού επισκόπου ιστορικού Πάολο Τζιόβιο. Μάλιστα ο Γκονζάλβο ήταν τόσο απρόθυμος να ανεχθεί την επανάληψη των δραστηριοτήτων τού Τσέζαρε στη Ρομάνια, όσο ήσαν και ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα, των οποίων την εχθρότητα προς τον Τσέζαρε προκαλούσε όχι μόνο ο εγκληματικός του χαρακτήρας, αλλά και η γαλλόφιλη πολιτική του. Όταν ο Τσέζαρε ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Πίζα ή το Πιομπίνο με ένοπλες δυνάμεις, για να ξαναρχίσει τη συμπλοκή στη Ρομάνια, συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Καστέλ Νουόβο.77 Ύστερα από την παράδοση τού Φορλί (στις 10 Αυγούστου 1504) έβαλαν τον Τσέζαρε σε γαλέρα με προορισμό την Ισπανία (στις 20 τού μηνός) και τον μετέφεραν στο λιμάνι τού Γκράου,78 απ’ όπου πριν από τρία τέταρτα τού αιώνα ο Αλόνσο ντε Μπόρχα είχε σαλπάρει για την Ιταλία, όπου τελικά εκλέχτηκε πάπας και ίδρυσε τις τύχες τού οίκου του, που τώρα κατέληγε σε θλίψη. Στην Ισπανία ο Τσέζαρε φυλακίστηκε, πρώτα στο κάστρο τής Τσιντσίλλα79 (δυτικά τής Χατίβα, πατρίδας των Μπόρχα) και αργότερα στο κάστρο τής Λα Μότα, στη Μεδίνα ντελ Κάμπο80 (βορειοδυτικά τής Μαδρίτης), από το οποίο δραπέτευσε (στις 25 Οκτωβρίου 1506), αναζητώντας καταφύγιο στην αυλή τού Ζαν ντ’ Αλμπρέ, βασιλιά τής Ναβάρρας.81

Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε ήδη καταργήσει τα δικαιώματα τού Τσέζαρε σε γαλλικά εδάφη και τίτλους, διασφαλίζοντας την επαναφορά τού δουκάτου των Βαλεντινουά στο στέμμα (τον Ιούνιο τού 1504), δράση η οποία αποτέλεσε αντικείμενο δίκης δύο γενιές αργότερα, όταν ο Κλωντ ντε Μπουρμπόν, ο γιος τής κόρης τού Τσέζαρε, τής Λουίζ ντ’ Αλμπρέ-Βοργία, επιδίωξε αποζημίωση για αυτή την άρνηση των δικαιωμάτων τού παππού του. Ο Τσέζαρε σκοτώθηκε στη Βιάνα στις 12 Μαρτίου 1507, πολεμώντας μαζί με τα πεθερικά του εναντίον τού Λουί ντε Μπωμόν, κόμη τού Λέριν, στον πόλεμο των μικροβαρώνων τού βασιλείου τής Ναβάρρας. Ήταν επικεφαλής εκατό ιππέων σε εξόρμηση και καταδίωξε τον εχθρό πέρα από την προστασία τής φρουράς του. Δεδομένου ότι η ορμή ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του, ο θάνατός του ήταν πολύ πιθανόν «οιονεί αυτοκτονία» (quasi un suicidio).82

Αν και ο ταύρος των Βοργία δεν θα κάλπαζε πια αχαλίνωτος σε άλλο ιταλικό πεδίο μάχης, υπήρχε κάθε προοπτική συνέχισης τού πολέμου στη χερσόνησο, πράγμα το οποίο επρόκειτο να κάνει εξαιρετικά δύσκολη την προσπάθεια τού Ιουλίου Β’ να τηρήσει μερικά από τα άρθρα τής εκλογικής του διομολόγησης, ιδιαίτερα εκείνα που προέβλεπαν την οργάνωση από αυτόν σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός που συνεχιζόταν τότε στην Ιταλία ήταν φυσικά ο γαλλο-ισπανικός πόλεμος για την κατοχή τού ναπολιτάνικου βασιλείου.

Ο Φερδινάνδος ο Καθολικός δεν είχε ποτέ παραιτηθεί από τις αξιώσεις του επί τού νότιου βασιλείου, το οποίο ήθελε να ενώσει με τη δική του κληρονομιά τής Σικελίας. Για καλούς λόγους λοιπόν δεν είχε ποτέ αναγνωρίσει πλήρως το δικαίωμα τού Αλφόνσο Ε’ να κληροδοτήσει τη Νάπολη (το 1458) στον νόθο του γιο Φερράντε, παρακρατώντας έτσι το βασίλειο από το στέμμα τής Αραγωνίας.83 Από τις αρχές τού 1503 ο Φερδινάνδος έστελνε ισχυρές ενισχύσεις στη Μπαρλέττα και στις ακτές τής Απουλίας για να υποστηρίξει τον Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα, τού οποίου τα στρατεύματα μπόρεσαν έτσι να κερδίσουν σε τρεις τουλάχιστον σημαντικές συγκρούσεις με τούς Γάλλους. Τελικά εξήντα περίπου οχυρωμένες πόλεις και κωμοπόλεις, συμπεριλαμβανομένων τής Κάπουα και τής Αβέρσα, άνοιξαν τις πύλες τους στον Μεγάλο Διοικητή (Gran Capitan), ο οποίος εισήλθε στη Νάπολη στις 13 Μαΐου. Στη συνέχεια, από βδομάδα σε βδομάδα, έφταναν νέα στη Ρώμη για γαλλικές δραστηριότητες στον νότο και φαινόταν αρκετά σαφές ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ θα είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας στις προσπάθειές του να κρατήσει το δικό του μέρος τού βασιλείου.84

Οι συντηρητικοί Γάλλοι σχεδιαστές πολεμικής τακτικής στηρίζονταν ίσως πάρα πολύ κατά τούς ιταλικούς τους πολέμους στους μάλλον δυσκίνητους πάνοπλους άνδρες. Το ελαφρύ ιππικό ήταν η πιο αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη σε μια χώρα, όπου η στρατιωτική προσπάθεια φαινόταν να είναι σε μεγάλο βαθμό ανηφορική, πράγμα που εξηγεί τη δημοτικότητα των Αλβανών και Ελλήνων στραντιότι (stradioti), οι οποίοι είχαν μάθει την τέχνη τής ταχύτητας και τού ακροβολισμού, ανιχνεύοντας και προφυλάσσοντας την προέλαση τού πεζικού στις πολυετείς συμπλοκές τους με τούς Τούρκους. Επίσης η χρησιμοποίηση υποσχέσεων, χρημάτων και προπαγάνδας για τη στρατολόγηση ντόπιων παλληκαριών, που θα συμμετείχαν σε ανταρτοπόλεμο, αποτελούσε έναν από τούς καλύτερους τρόπους για να πληγεί ο εχθρός σε λοφώδη χώρα. Οι ντόπιοι αντάρτες δεν χρειάζονταν μεταφορά. Ο Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα το καταλάβαινε αυτό. Βαρύτερα στρατεύματα μπορούσαν να πολεμούν σε κατά παράταξη μάχες, να πολιορκούν οχυρά και να κρατούν πόλεις όταν αυτές καταλαμβάνονταν, αλλά ο εξοπλισμός τους τα καθήλωνε στους λασπώδεις δρόμους και τα παρεμπόδιζε στις ορεινές διαβάσεις. Οι τυφεκιοφόροι (scoppiettieri) ήσαν χρήσιμοι την εποχή τής ξηρασίας, αλλά όταν έβρεχε τα αδέξια όπλα τους δεν μπορούσαν να εκπυρσοκροτήσουν. Το ελαφρά οπλισμένο ισπανικό πεζικό ήταν γρήγορο και σκληραγωγημένο, εξοικειωμένο με τούς λόφους και τη ζέστη.85

Τα αναμενόμενα αποτελέσματα τής ναπολιτάνικης αντιπαράθεσης ήρθαν με τη σημαντική ήττα των Γάλλων στις 28 Δεκεμβρίου (1503), όταν το ελαφρύ ιππικό τού Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα τούς καταδίωξε από τις όχθες τού Γκαριλιάνο μέχρι τις ίδιες τις πύλες τής Γκαέτα.86 Οι Γάλλοι έχασαν όλο το πυροβολικό τους, περίπου 300 πάνοπλους άνδρες, χίλιους πεζούς στρατιώτες και μεγάλο αριθμό αλόγων. Το Φούντι καταλήφθηκε στις 31 τού μηνός και η Γκαέτα παραδόθηκε επίσης. Το γαλλικό κατεστημένο στο βασίλειο τής Νάπολης είχε καταστραφεί εντελώς. Ο Πιέρο Μέδικος, ο γιος τού Λορέντσο τού Μεγαλοπρεπούς (il Magnifico), ο οποίος είχε ακολουθήσει το κυματίζον λάβαρο με το άνθος τού κρίνου (fleur-de-lis) από τότε που απελάθηκε από τη Φλωρεντία (τον Νοέμβριο τού 1494), πνίγηκε στον Γκαριλιάνο προσπαθώντας να μεταφέρει με πλοίο στη Γκαέτα τέσσερα κανόνια.87 Ο Μπαρτολομμέο ντ’ Αλβιάνο, ο οποίος είχε μπει στην υπηρεσία τής Ισπανίας τον προηγούμενο Οκτώβριο και ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την κατατρόπωση των γαλλικών δυνάμεων στον Γκαριλιάνο, περιέγραφε τον Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα ως δεύτερο Σκιπίωνα Αφρικανό, «τόσο μεγάλο διοικητή, που δεν θα μπορούσα να επιθυμώ κανέναν άλλο».88 Οπωσδήποτε ο θρίαμβος τού Γκονζάλβο σηματοδοτούσε νέα και δυσάρεστη εποχή τής ιταλικής και παπικής ιστορίας. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ υποχρεώθηκε σύντομα, με επίσημη συμφωνία, να παραχωρήσει τη Νάπολη στον Φερδινάνδο.

Είχε περάσει μια δεκαετία από την εκστρατεία τού Καρόλου Η’, η οποία είχε ανοίξει τις αντιπλημμυρικές πύλες τής ξένης εισβολής. Η ανεξαρτησία των ιταλικών κρατών αποτελούσε όλο και περισσότερο νοσταλγική ανάμνηση. Η Γαλλία κατείχε τώρα το Μιλάνο. Η Ισπανία ήταν αμετακίνητα εγκατεστημένη στη Νάπολη. Ο παπισμός βρισκόταν πιασμένος, όπως και η Φλωρεντία, ανάμεσα σε πάνω και κάτω μυλόπετρα. Τα μικρότερα κράτη, όπως η Μάντουα και η Φερράρα, η Σιένα και η Λούκκα, μπορούσαν να διατηρούν την πολιτική τους ταυτότητα μόνο με την ανοχή των Γάλλων ή των Ισπανών, οι οποίοι ξεκινούσαν τον ανταγωνισμό τους για τον έλεγχο ολόκληρης τής χερσονήσου. Οι δύο κύριες ιταλικές δυνάμεις ήσαν ο παπισμός και η Βενετία. Απέμενε να φανεί αν τα πνευματικά όπλα τής μιας και οι υλικοί πόροι τής άλλης θα αρκούσαν για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Περισσότερες από μία φορά είχε προωθηθεί η πρόταση (και δεν είχε ληφθεί υπόψη από τούς πολιτικούς τής Γαληνοτάτης), να καταστεί βάση μιας εθνικής ιταλικής πολιτικής η παπική-ενετική συμμαχία.89 Τόσο η Αγία Έδρα όσο και η Βενετία χρειάζονταν σίγουρα συμμάχους. Στις 2 Δεκεμβρίου (1503) ο Λούκα Ρινάλντι, εκπρόσωπος τού Μαξιμιλιανού στη Ρώμη, είχε παροτρύνει τον Ενετό απεσταλμένο Αντόνιο Τζουστινιάν για συμφωνία μεταξύ τής Δημοκρατίας και τού βασιλιά των Ρωμαίων, γιατί ο καρδινάλιος ντ‘ Αμπουάζ ήταν πρόθυμος να φτάσει σε συμφωνία με την Ισπανία. Ο γαλλο-ισπανικός πόλεμος βοηθούσε τη Βενετία να επεκτείνει την κυριαρχία της στη βόρεια Ιταλία. «Πρέπει να ξέρετε ότι έχετε λίγους φίλους…» (Sapiate che avete pochi amici…), έλεγε ο Δον Λούκα στον απεσταλμένο: «Αυτές οι υποθέσεις τής Ρομάνια έχουν προκαλέσει μεγάλο φθόνο…» (Queste cose di Romagna vi hanno contribuito una grande invidia…)90

Με τούς ξένους εισβολείς στο ιταλικό έδαφος θα ήταν καλό για τη Βενετία και τον παπισμό να συνενωθούν σε συμμαχία. Οι επιστολές τού Τζουστινιάν δείχνουν σαφώς ότι ο Ιούλιος Β’ άρχισε την παπική του θητεία διακείμενος ευνοϊκά απέναντι στη Δημοκρατία,91 αλλά μέρα με τη μέρα στη διάρκεια τού Δεκεμβρίου 1503 και τού Ιανουαρίου 1504 έχανε την υπομονή του με την ανειλικρίνεια τής ενετικής κυβέρνησης και με τις γλυκιές εκλογικεύσεις και υπεκφυγές τού ίδιου τού απεσταλμένου. Όταν στις 5 Φεβρουαρίου (1504) ο Τζουστινιάν συναντήθηκε με τον ηλικιωμένο Ζόρζε Κόστα, τον καρδινάλιο Λισαβώνας, γνωρίζοντας ότι είχε μεγάλη επιρροή επί τού πάπα, ο Κόστα τού θύμισε μιλώντας για τις υποθέσεις τής Ρομάνια, ότι για κάποιο χρονικό διάστημα είχαν υπάρξει φήμες ότι η Βενετία είχε κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους «για να τυραννά όλο και περισσότερο τούς τόπους τής Εκκλησίας» (per tiranneggiare sempre piu i luoghi della Chiesa), με σχέδιο να παίρνει τώρα κάτι, ύστερα κάτι άλλο, κάθε φορά που πέθαινε ένας πάπας. Ο Κόστα συμβούλευε προσοχή, προτρέποντας να μην αναμειγνύεται η Δημοκρατία στις σχέσεις τού πάπα με τον Τσέζαρε Βοργία.92 Τρεις ημέρες αργότερα ο άγρυπνος απεσταλμένος μάθαινε ότι ο Ραφφαέλε Ριάριο, ο καρδινάλιος τού Αγίου Γεωργίου, προέτρεπε τον πάπα να απειλήσει τούς Ενετούς με εκκλησιαστικές μομφές, αν δεν σταματούσαν τούς σφετερισμούς τους και δεν επέστρεφαν τα εδάφη που είχαν καταλάβει στη Ρομάνια.93

Ισχυρογνώμων και πολεμοχαρής, ο πάπας Ιούλιος Β’ ήταν αποφασισμένος να αποκαταστήσει το κύρος τού παπισμού και να επανακτήσει τα χαμένα εδάφη τής Εκκλησίας. Ήταν λιγότερο δοσμένος στον νεποτισμό από τούς προκατόχους του, παρά το γεγονός ότι ο Τζουστινιάν βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να ενημερώσει την ενετική κυβέρνηση στις 6 Μαρτίου 1504, ότι ο πάπας προσπαθούσε να εξασφαλίσει το Φορλί, απλώς για να το δώσει στον νεαρό ανηψιό του, τον Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, τον λεγόμενο νομάρχη, στο μεγαλείο τού οποίου λεγόταν ότι αφιέρωνε τούς παπικούς πόρους. Ο Τζουστινιάν έλεγε ότι ο Ισπανός πρεσβευτής διαμαρτυρόταν, «λέγοντας ότι ο πάπας ακολουθούσε κακό δρόμο…» (dicendo el papa comenza andar a mala via…).94 Ο δόγης και το Συμβούλιο των Δέκα μπορούσαν να εμπιστευτούν ότι ο ευγενικός Τζουστινιάν θα διέδιδε τη φήμη όσο το δυνατόν ευρύτερα, αλλά η φήμη τού Ιουλίου Β’ θα επιβίωνε των ενετικών κατηγοριών για νεποτισμό. Από τούς εικοσιεπτά καρδινάλιους που δημιούργησε αυτός, σχετικά λίγοι ήσαν μέλη τής οικογένειάς του, αν και θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι ο ίδιος θα είχε δώσει μεγαλύτερες αποδείξεις νεποτισμού αν ο αγαπημένος του ανηψιός, ο Γκαλεόττο ντέλλα Ρόβερε, τον οποίον έκανε καρδινάλιο στα τέλη Νοεμβρίου 1503, είχε απολαύσει μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Η παπική κούρτη ήταν γεμάτη φήμες. Ο Τζουστινιάν έγραφε στην κυβέρνησή του ότι οι παπικές υποθέσεις διεκπεραιώνονταν με την ίδια διπροσωπία και μηχανορραφία όπως την εποχή τού Αλεξάνδρου ΣΤ’.95 Πιθανώς ο Τζουστινιάν ήξερε για τι πράγμα μιλούσε. Δεν ήταν ερασιτέχνης στη δραστηριότητα τής μηχανορραφίας. Από τις φήμες φυσικά δεν γλύτωναν ούτε οι Ενετοί και στις 14 Μαρτίου (1504) ο Τζουστινιάν ανέφερε ότι λεγόταν ότι οι πολιτικοί τής Δημοκρατίας βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με τούς Τούρκους, για τούς οποίους υπήρχε η γνώμη ότι σχεδίαζαν επίθεση εναντίον τής Ρόδου.96

Τα νέα τής γαλλο-ισπανικής συμφωνίας ανησύχησαν την Πύλη. Οι Τούρκοι ενίσχυσαν τη φρουρά τους στο Δυρράχιο και οχύρωσαν την ακτή τής Αδριατικής. Επιστολή με ημερομηνία 26 Ιανουαρίου (1504) από τον Λεονάρντο Μπέμπο, Ενετό υποβαΐλο στην Ισταμπούλ, είχε ήδη φτάσει στη Σινιορία, με την είδηση ότι ο σουλτάνος έστελνε απεσταλμένο στη Δημοκρατία, για να εκφράσει την τουρκική επιθυμία για συνέχιση τής ειρήνης.97 Μάλιστα ο ένας Τούρκος απεσταλμένος ακολουθούσε τον άλλο κατά τη διάρκεια τής άνοιξης τού 1504.98 Υπήρχε σοβαρή έλλειψη τροφίμων στην Ελλάδα και την Τουρκία. Φαινόταν να είναι κακή χρονιά σχεδόν παντού. Οι πασάδες διαμαρτύρονταν για πειρατικές δράσεις και για λεηλασία των Τούρκων υπηκόων τους από κατοίκους των κατεχομένων από τούς Ενετούς νησιών τής Σκύρου και τής Σκιάθου. Απεσταλμένος τού σουλτάνου στάλθηκε στη Σινιορία, «για να συλλυπηθεί για τα κακά που είχαν γίνει από υπηκόους τού Άρχοντα σε εκείνους τής Σκύρου και τής Σκιάθου» (per condolersi di danni fati a subditi dil Signor per quelli di Schyros et Schiati), καθώς και για να ζητήσει τα κείμενα στα γαλλικά ή ελληνικά τής πρόσφατης ειρήνης τους. Ο Νικκολό Σομμαρίπα, ο Ενετός άρχοντας τής Πάρου, είχε επιτεθεί στο νησί τής Άνδρου (τον Οκτώβριο τού 1503) και οι Έλληνες κάτοικοι τού νησιού έστειλαν την καταγγελία τους στον δόγη μαζί με αναφορά, η οποία ξεκινούσε ευτυχώς με την αναγνώριση τής Βενετίας ως τής πιο ανθρώπινης δύναμης (la humanissima inclita nation).99 Οι Ενετοί ως συνήθως διαβεβαίωναν τούς Τούρκους για την ικανότητα και την πρόθεσή τους να διατηρήσουν την τάξη στις κτήσεις τους στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ (ως συνήθως πάλι) άκουγαν με χαρά τα τουρκικά λόγια ειρήνης. Είχαν αποκτήσει τόσο πολλούς εχθρούς στη Δύση, ώστε ήσαν ευτυχείς που εύρισκαν ένα φίλο στην Ανατολή. Μάλλον παραδόξως η γαλλο-ισπανική συμφωνία, που θεωρούνταν γενικά από τούς ανθρώπους τής εποχής ως εχθρική προς τα ενετικά συμφέροντα, φαινόταν να κέρδιζε για λογαριασμό τής Δημοκρατίας κάποιο πλεονέκτημα στην Ανατολή.

Ο Αντρέα Γκρίττι είχε διαπραγματευτεί τις τελευταίες λεπτομέρειες τής τουρκο-ενετικής ειρήνης και στα μέσα Απριλίου 1504 η Γερουσία ετοιμαζόταν να στείλει τον Τζόρτζιο Νέγκρο ως απεσταλμένο στην Ισταμπούλ. Έπρεπε να αποσυνδέσει τη Βενετία από την πειρατεία των Ιωαννιτών. Επίσης η Γερουσία έγραψε στον Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ, τον διάδοχο τού ντ’ Ωμπουσσόν, τον μάγιστρο τής Ρόδου, διαμαρτυρόμενη για την πρόσφατη κατάσχεση τουρκικού πλοίου από ροδιακή φούστα. Η Γερουσία ζητούσε από τον ντ’ Αμπουάζ να επανορθώσει για τις τουρκικές ζημιές.100 Από την αρχή τής θητείας τού πάπα Ιουλίου Β’ Ενετοί γραμματείς στέλνονταν συχνά στην Ισταμπούλ. Παρουσίαζαν τις συστατικές τους επιστολές στον σουλτάνο και πάντοτε έφερναν δώρα στους πασάδες. Επιδίωκαν την επιβεβαίωση τής «καλής ειρήνης και φιλίας» (bona pace et amicitia), η οποία είχε τερματίσει τον πρόσφατο πόλεμο με την Υψηλή Πύλη. Ο πόλεμος, όπως γνώριζαν όλοι, είχε αποτελέσει καταστροφή για τη Δημοκρατία. Συνήθως είχαν λόγους να διαμαρτύρονται για τουρκικές επιδρομές στις περιοχές τού Ναυπλίου, τού Καττάρο, τού Ντούλτσινιο και αλλού στην ευρεία επικράτεια, που εξακολουθούσε να ανήκει στη Βενετία. Προέβαλλαν αντιρρήσεις στην τουρκική αυτάρεσκη ανοχή απέναντι στην καταπάτηση από τούς Φλωρεντινούς των ενετικών εμπορικών δικαιωμάτων στην οθωμανική επικράτεια. Αν και είχε αποκατασταθεί η ειρήνη, οι Ενετοί ένιωθαν ακόμη άβολα. Ήθελαν και, όπως είδαμε, πήραν διαβεβαιώσεις για τη συνήθη τριετή διαμονή κάθε βαΐλου που έστελναν στον Βόσπορο. Πάνω απ’ όλα χρειάζονταν εγγυήσεις ελευθερίας εμπορικών συναλλαγών για τούς εμπόρους τους.101 Όμως σε γενικές γραμμές οι σχέσεις με την Υψηλή Πύλη ήσαν πιθανότατα τόσο καλές, όσο οι Ενετοί μπορούσαν να αναμένουν, ενώ συνέχιζαν την πολιτική τους να επιδιώκουν να καλύπτουν με απόκτηση ενδοχώρας (terra ferma) τις απώλειες που είχαν υποστεί πρόσφατα στο εξωτερικό.

Οι αναφορές τού Αντόνιο Τζουστινιάν δείχνουν ότι οι Ισπανοί φοβούνταν μια πολυσυζητούμενη γαλλο-γερμανική συμμαχία, στην οποία ήταν πολύ πιθανό να προσελκυστεί ο πάπας, λόγω τής αυξανόμενης εχθρότητάς του προς τη Βενετία. Στις 20 Μαΐου (1504) ο Φρανσίσκο ντε Ρόχας, ο Ισπανός πρεσβευτής στη Ρώμη, προειδοποιούσε τον Τζουστινιάν εναντίον τού Ιουλίου Β’: «Να προσέχετε αυτόν τον πάπα. Ξέρω τι σάς λέω, ποτέ δεν είχατε μεγαλύτερο εχθρό από αυτόν. Θεωρούσατε τον πάπα Αλέξανδρο ΣΤ’ ως εχθρικό απέναντί σας και ίσως δεν ήταν, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι σίγουρα εχθρός σας!»102 Όσο για την ημερομηνία κατά την οποία ο ίδιος προειδοποιούσε έτσι τον Τζουστινιάν, ο Ισπανός πρεσβευτής μεγαλοποιούσε τα πράγματα, αλλά ο χρόνος θα έδινε στα λόγια του χαρακτήρα σχεδόν προφητείας. Δύο περίπου βδομάδες αργότερα (στις 5 Ιουνίου), όταν ο Τζουστινιάν ενημέρωσε τον πάπα ότι η Αγιότητά του μπορούσε να θεωρεί ως δικούς του τούς τόπους που είχε καταλάβει η Βενετία στη Ρομάνια, ο Ιούλιος έβαλε στην άκρη την πολύ ευγενική κίνηση (είχε ακούσει τα ίδια λόγια από τον Τζουστινιάν περισσότερες από μία φορές) και απάντησε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο, αν η Βενετία δεν είχε εισέλθει στη Ρομάνια, επειδή αυτή ήταν η αιτία τού προβλήματος μεταξύ Δημοκρατίας και Αγίας Έδρας, ο λόγος για τον οποίο και οι δύο δυνάμεις υποτάσσονταν σε άλλους (schiavi d’ ognuno), όπου ο πάπας ήθελε να αποκτήσει αυτό που θεωρούσε δικό του και οι Ενετοί να διατηρήσουν εκείνο που είχαν πάρει.

Αλλά γι’ αυτό έπρεπε να μπορούσαμε, ενωμένοι μαζί, να βρούμε κάποιον καλό τρόπο για να ελευθερώσουμε την Ιταλία από την τυραννία των βαρβάρων, πράγμα που θα αποτελούσε μεγαλύτερη τιμή και πλεονέκτημα για τη Σινιορία, η οποία κατέχει τώρα αυτά τα εδάφη με μικρό πλεονέκτημα και μεγάλη απώλεια φήμης, παρέχοντας σε ολόκληρο τον κόσμο επιχειρήματα να διαμαρτύρονται για εσάς.103

Ο Τζουστινιάν θα είχε λόγους να θυμάται αυτά τα λόγια σε μεταγενέστερα χρόνια, «να ελευθερώσουμε την Ιταλία από την τυραννία των βαρβάρων» (liberar l’ Italia dalla tirannide de barbari), αλλά ακριβώς τώρα χρειαζόταν να προστατεύσει την κυβέρνησή του από τις κατηγορίες τού πάπα για επιθετικότητα.

Οι υποθέσεις τής Ρομάνια αποτελούσαν φυσικά το κύριο θέμα συζήτησης στις συχνές ακροάσεις που χορηγούσε ο Ιούλιος Β’ στον Τζουστινιάν, αλλά στις 9 Αυγούστου (1504) μίλησαν για τον Μεγάλο Τούρκο. Ο πάπας ήθελε να δει την ένωση όλων των χριστιανών ηγεμόνων σε σταυροφορία. Όταν ο απεσταλμένος αναφέρθηκε στις δυσκολίες που εμπλέκονταν στην οργάνωση μιας τέτοιας εκστρατείας, ο Ιούλιος παρατήρησε ότι η Βενετία έπρεπε να αναλάβει την πρώτη δέσμευση. Ο Τζουστινιάν, ενθυμούμενος τις μάταιες προσπάθειες τής Δημοκρατίας εναντίον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά τον τελευταίο πόλεμο (1499-1502), υπενθύμισε στον πάπα τούς τρομερούς κινδύνους που είχαν αντιμετωπίσει οι συμπατριώτες του και τις απώλειες που είχαν υποστεί, όταν οι μεγάλες δυνάμεις τούς είχαν αφήσει να συνεχίσουν τον αγώνα σχεδόν μόνοι.104

Αν και οι Ενετοί συμφωνούσαν πάντοτε στη σκοπιμότητα αύξησης των κτήσεων τής Γαληνοτάτης, οι απόψεις συχνά διέφεραν μεταξύ τους ως προς τον πιο σίγουρο τρόπο για να γίνει αυτό. Καθώς μέλη τής νεότερης γενιάς αναλάμβαναν σταδιακά τον έλεγχο από τούς μεγαλύτερούς τους, μια πιο περιπετειώδης νότα αντηχούσε στην ενετική πολιτική. Αν δεν υπήρχε λιγότερο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις τής Ανατολικής Μεσογείου [και ακόμη και μια απλή ανάγνωση των Μυστικών Αρχείων τής Γερουσίας (Senatus Secreta) θα έδειχνε ότι δεν υπήρχε], υπήρχε σίγουρα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση τής παπικής αδυναμίας και την επέκταση τής ενετικής επιρροής στην ηπειρωτική χώρα. Η Ρομάνια φαινόταν να προσφέρει θαυμάσια ευκαιρία, όπως έχουμε παρατηρήσει, για την αποζημίωση τού κράτους για ζημιές, τις οποίες η Δημοκρατία είχε υποστεί στην Ανατολή.105

Οι φιλοδοξίες τού ίδιου τού πάπα για τη Ρομάνια τού άφηναν λίγο χρόνο για να ασχοληθεί με τις ανατολικές υποθέσεις, αλλά αναπόφευκτα προέκυπταν περιπτώσεις, που έστρεφαν την προσοχή τής κούρτης προς την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι στις 19 Αυγούστου (1504), στην επέτειο τής ταφής τού Αλέξανδρου ΣΤ’, μια συγκέντρωση καρδιναλίων εξέτασε καταγγελία τού Κανσούχ αλ-Γκούρι, τού «σουλτάνου» τής Αιγύπτου, εναντίον των βασιλέων τής Ισπανίας και τής Πορτογαλίας. Σύμφωνα με τον σουλτάνο, ο Φερδινάνδος ο Καθολικός πραγματοποιούσε βίαιους εκχριστιανισμούς, «σε αντίθεση με την υπόσχεση και τη δέσμευση που είχε αναλάβει απέναντι στους μουσουλμάνους τής Γρανάδας, ότι θα τούς επέτρεπε να ζήσουν με τούς νόμους τους και το θρήσκευμά τους». Ο σουλτάνος διαμαρτυρόταν επίσης ότι οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι προς το Καλικούτ στη νοτιοδυτική γωνία τής Ινδίας (στην ακτή Μαλαμπάρ τής Κεράλα) μετέφεραν απευθείας στην Ευρώπη μπαχαρικά, τα οποία, όπως έλεγε, έπρεπε να είχαν περάσει πρώτα από την Αίγυπτο. Ο σουλτάνος απευθυνόταν στον πάπα για να βοηθήσει στην επίλυση αυτών των προβλημάτων. Αλλιώς οι Αιγύπτιοι θα κατέστρεφαν τον Πανάγιο Τάφο και όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και ιερούς τόπους στο εσωτερικό τής επικράτειάς τους.106

Ενώ οι Πορτογάλοι πλημμύριζαν τις ευρωπαϊκές αγορές με μπαχαρικά, κυρίως πιπέρι, οι Ενετοί βρίσκονταν επίσης σε σοβαρή σύγκρουση με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου. Στην Αλεξάνδρεια υπήρχε μερικές φορές πολύ λίγο πιπέρι και κάποιες άλλες πάρα πολύ. Ο Πριούλι σημειώνει στις 2 Σεπτεμβρίου (1503) ότι ο σουλτάνος είχε μόλις επιμείνει ότι οι Ενετοί έμποροι έπρεπε να πάρουν ποσότητα δύο ετών από το πιπέρι που τούς αναλογούσε κατά τη διάρκεια τού τρέχοντος καλοκαιριού και να πληρώσουν σε μετρητά για όλη την ποσότητα, εξαναγκάζοντάς τους σε 300 φορτία (sporte), περίπου 150.000 λίμπρες πιπεριού, με κόστος 105 δουκάτα ανά φορτίο (sporta), αποσπώντας έτσι από αυτούς 31.500 δουκάτα. Για να απορροφήσουν την ποσότητα και να συγκεντρώσουν τα χρήματα λεγόταν ότι οι έμποροι είχαν πουλήσει μέρος τού πιπεριού επί τόπου για 85 δουκάτα ανά φορτίο (sporta).107 Αν το είχαν κάνει, τότε οι έμποροι είχαν προφανώς προχωρήσει σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για την τιμή τού σουλτάνου, γιατί αν και ο Σανούντο γνωρίζει ότι έπρεπε να αγοράσουν «αναγκαστικά» (per forza) 300 φορτία (sporte) πιπεριού «με 105 δουκάτα ανά φορτίο» (a ducati 105 la sporta), λέει επίσης ότι ο διοικητής των πέντε γαλερών τής Αλεξανδρινής αποστολής επέστρεψε με το μισό από το συνηθισμένο φορτίο μπαχαρικών και με 50.000 δουκάτα σε μετρητά, που δεν είχαν δαπανηθεί!108 Οι Ενετοί θεωρούσαν τα 80 δουκάτα ανά φορτίο (sporta) ως σωστή τιμή για το πιπέρι στην Αλεξάνδρεια,109ενώ παρά το γεγονός ότι ο Σανούντο μπορεί να είχε λάθος πληροφορία για το ποσό των χρημάτων που δεν δαπανήθηκαν, οι έμποροι αναμφίβολα προσπάθησαν να αποκρύψουν τη διαθέσιμη περιουσία τους κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

Όταν επέστρεψαν οι ενετικές γαλέρες στις αρχές Φεβρουαρίου (1504) από το επόμενο ταξίδι τους στην Αλεξάνδρεια, ο διοικητής Πανκράτσιο Τζουστινιάν ανέφερε ότι οι έμποροι είχαν βρει λίγα μπαχαρικά τόσο στην Αλεξάνδρεια όσο και στο Κάιρο. Μερικοί άνθρωποι έλεγαν ότι «τα μπαχαρικά δεν έρχονται πια από τις Ινδίες, επειδή μεταφέρονται αλλού από τούς Πορτογάλους». Επειδή υπήρχε τότε έλλειψη μπαχαρικών στην Αίγυπτο και αυτά ήσαν απαραίτητα σε τοπικό επίπεδο, οι αξιωματούχοι τού σουλτάνου δεν έκαναν καμία προσπάθεια να τα πουλήσουν.110 Όμως ύστερα από ένα χρόνο, όπως κατέγραψε ο Πριούλι στο ημερολόγιό του στις 24 Απριλίου (1505), ο σουλτάνος επέβαλε 210 φορτία (sporte) πιπεριού, δηλαδή περίπου 105.000 λίμπρες, στους Ενετούς εμπόρους προς 192 δουκάτα ανά φορτίο (sporta), με συνολικό δηλαδή κόστος 40.320 δουκάτα. Όταν φορτώθηκε το πιπέρι στις γαλέρες, ο σουλτάνος απαίτησε ξαφνικά να δεχτούν οι έμποροι κι άλλα 210 φορτία (sporte) πιπεριού στην ίδια τιμή. Εν μέσω τού συνηθισμένου «πόνου και σύγχυσης» (gorbugli et travagli) ο Πάολο Κάλμπο, ο διοικητής των γαλερών, που βρισκόταν στο λιμάνι τής Αλεξάνδρειας από τις 7 Δεκεμβρίου μέχρι τις 15 Μαρτίου (1505), αποφάσισε να φύγει χωρίς άδεια από τον σουλτάνο, πράγμα που έκανε κάτω από πυκνούς κανονιοβολισμούς. Έχασε έναν άνδρα. Συνετρίβη ο ιστός μιας από τις τρεις γαλέρες του. Αποβιβαζόμενος στην Κύπρο, απ’ όπου οι αρχές μπορούσαν να στείλουν προειδοποίηση προς τούς Ενετούς εμπόρους στη Συρία, ο Κάλμπο έφτασε στη Βενετία στις 29 ή 30 Απριλίου. Έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τον δόγη και τη Σινιορία. Δεδομένου ότι (σύμφωνα με τον Πριούλι) ο σουλτάνος ήταν «εκ φύσεως κτηνώδης και χωρίς λογική, όπως είναι οι άπιστοι» (de natura bestiale et senza ragione, come sonno li infidelli), υπήρχε φόβος για τούς άλλους Ενετούς και τα εμπορεύματά τους στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και τη Δαμασκό. Όσο για τον Κάλμπο, λέει ο Πριούλι, «πολλοί τον επαίνεσαν και πολλοί τον κατηγόρησαν, όπως συμβαίνει πάντοτε σε όλα».111

Η πορτογαλική επιτυχία στο εμπόριο μπαχαρικών προκαλούσε τον θαυμασμό τής Ευρώπης και την απογοήτευση τής Βενετίας.112 Την άνοιξη τού 1504 το Συμβούλιο των Δέκα έστειλε τον έμπορο κοσμημάτων Φραντσέσκο Τέλντι σε μυστική αποστολή στον σουλτάνο Κανσούχ αλ-Γκούρι στο Κάιρο, εκλιπαρώντας τον να βρει τα μέσα για να θέσει τέρμα στην πρόσβαση τής Πορτογαλίας στην Ινδία. Ο περίπλους τού Ακρωτήριου τής Καλής Ελπίδας θα αποδεικνυόταν καταστροφικός για τούς Μαμελούκους, ενώ είχε ήδη προκαλέσει μεγάλες απώλειες στα ενετικά κρατικά έσοδα και στους Ενετούς εμπόρους, οι οποίοι, σχεδόν εξαρχής, είχαν συναλλαγές με τη Συρία και την Αίγυπτο, (dove se puol dir che ab initio mundi habiamo pratica et dado et recevudo molta utilità).113 Στις 19 Ιουλίου 1505, ή μετά από αυτή την ημερομηνία, ο έμπειρος Αλβίζε (Λουίτζι) Σαγκουντίνο εκλέχτηκε από τη Γερουσία για να πάει ως απεσταλμένος στον Άρχοντα Σουλτάνο στο Κάιρο και να προσπαθήσει να διευθετήσει τις διαφωνίες σχετικά με την τιμή τού πιπεριού και με τις ποσότητες τις οποίες οι Ενετοί έπρεπε να υποχρεωθούν να αγοράζουν.114 Οι οδηγίες που πήρε ο Σαγκουντίνο από τη Γερουσία και το Συμβούλιο των Δέκα έχουν ημερομηνία 4 και 12 Αυγούστου. Η αποστολή του, όπως τού δόθηκε από τον δόγη, τού έδινε εντολή να διαμαρτυρηθεί εναντίον «των απρεπών και εχθρικών όρων και τρόπων» (li indecenti et hostili termini et modi), που χρησιμοποιούσαν οι εκπρόσωποι των Μαμελούκων κατά των Ενετών εμπόρων στην Αλεξάνδρεια.115 Έπρεπε να επιμείνει στη σημασία τού εμπορίου μπαχαρικών μεταξύ Ενετών και Μαμελούκων, αλλά ο σουλτάνος δεν χρειαζόταν καμία παρότρυνση για να προσπαθήσει να αποκόψει τούς Πορτογάλους από την Ινδία, γιατί ο Σανούντο σύντομα αναφέρει, «ότι ο σουλτάνος ετοιμάζει στόλο ενάντια στις καραβέλες των Πορτογάλων» (che ‘l soldan prepara armata contra le charavele di Portogalesi).116

Ο Κανσούχ αλ-Γκούρι χρειαζόταν το εμπόριο μπαχαρικών όσο και οι Ενετοί και μάλιστα περισσότερο από αυτούς. Ο Σαγκουντίνο και οι Ενετοί έμποροι στο Κάιρο πρότειναν να στείλει ο σουλτάνος απεσταλμένο στη Σινιορία. Οι Ενετοί θα πλήρωναν τα έξοδα τού απεσταλμένου. Θα τιμούσε πολύ τη Σινιορία αν το έκανε αυτό ο σουλτάνος. Το έκανε, γιατί την άνοιξη πια τού 1506 είχε δει κι αυτός την ανάγκη για συμβιβασμό.117 Ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, ο Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ, αδελφός τού καρδινάλιου τής Ρουέν, υποχρεώθηκε να χορηγήσει στον Μαμελούκο απεσταλμένο άδεια ασφαλούς διέλευσης.

Ο απεσταλμένος τον οποίον ο Πριούλι αποκαλεί «Τανγκαβάρο» και ο Σανούντο «Ταγκαβαρντίν» (με παραλλαγές), ήταν κάποιος Ταγρί Μπέρντι, ο οποίος είχε γίνει γνωστός στους Ευρωπαίους ως Μαμελούκος δραγουμάνος και αξιωματούχος. Απέπλευσε από την Αλεξάνδρεια τον Απρίλιο τού 1506, επιβιβαζόμενος στη γαλέρα που διοικούσε ο Μάρκο Μπράγκαντιν. Οι Ενετοί φοβούνταν μήπως συλληφθούν αιχμάλωτοι ή υποστούν κάποιο ατύχημα ο Ταγρί Μπέρντι και η εικοσιπενταμελής ακολουθία του, που περιλάμβανε τέσσερις τιμητικούς φρουρούς και δύο σκηπτροφόρους. Κατά τη γνώμη τού Πριούλι τον σουλτάνο δεν θα τον πείραζε ιδιαίτερα αν πάθαινε κάτι ο απεσταλμένος, «επειδή τον είχε για σκλάβο του και δεν είχε ιδιαίτερη φήμη» (perchè lo avea per suo schiavo et di pocha reputatione)», αλλά θα κατηγορούσε τη Σινιορία για οποιαδήποτε αναποδιά και οι Ενετοί στην Αίγυπτο και τη Συρία θα πλήρωναν το τίμημα τής κακοτυχίας τού απεσταλμένου.118 Στις 6 Μαΐου ο Ταγρί Μπέρντι αποβιβάστηκε στην Κύπρο, όπου οι Ενετοί τελωνειακοί αξιωματούχοι τού έδωσαν 250 δουκάτα, για να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα έξοδά του μέχρι τη Βενετία.119

Ο Ταγρί Μπέρντι έφτασε στο Λίντο το πρωί τής 17ης Σεπτεμβρίου (1506), ταξιδεύοντας μέχρι εκεί με τη γαλέρα τού Φραντσέσκο Πασκουαλίγκο. Έγινε δεκτός από αντιπροσωπεία Ενετών κυρίων ντυμένων στα κόκκινα. Τον πήγαν στο σπίτι τού εκλιπόντος Μάρκο Πασκουαλίγκο στη Τζιουντέκκα, όπου αυτός και η «μαυριτανική» ακολουθία του θα διέμεναν κατά τη διάρκεια τής δεκάμηνης, όπως αποδείχτηκε, παραμονής τους στη Βενετία. Οι περισσότεροι από τούς Ενετούς ευγενείς (zenthilomeni), που αποτελούσαν την αντιπροσωπεία που είχε στείλει η Σινιορία στο Λίντο, ήσαν έμποροι με δουλειές στη Δαμασκό και την Αλεξάνδρεια. Ο Σανούντο λέει ότι ο απεσταλμένος των Μαμελούκων ήταν ισπανικής καταγωγής, «άνθρωπος δόλιος και κακός και μεγάλων ικανοτήτων» (homo fedolo et cativo et di gran inzegno). Όμως ο Ταγρί Μπέρντι, καταδεκτικός και έτοιμος να ευχαριστήσει τον εαυτό του, παραπονέθηκε ότι η Σινιορία δεν είχε σπεύσει να τον συναντήσει με την κρατική γαλέρα, τον Μπουτσιντόρο.120

Τουλάχιστον ο δόγης Λεονάρντο Λορεντάν τον καλωσόρισε νωρίς. Το πρωί τής Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου σαράντα ευγενείς «ντυμένοι στο μετάξι και την πορφύρα», με επικεφαλής τούς Πάολο Τρεβιζάν και Τζιοβάννι Μπαντοέρ, πήγαν στη Τζιουντέκκα για να οδηγήσουν τον Ταγρί Μπέρντι στο Παλάτι των Δόγηδων, όπου είχε συγκεντρωθεί πλήθος στην Πλατεία τού Αγίου Μάρκου, για να παρακολουθήσει τον απεσταλμένο να βγαίνει στη στεριά και να δει τούς εικοσιδύο «Μαυριτανούς» να πορεύονται μπροστά από αυτόν προς την αυλή τού παλατιού. Καθώς ο Ταγρί Μπέρντι εισήλθε στην Αίθουσα τού Κολλεγίου (Sala del Collegio), ο δόγης σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει. Μετά την ανταλλαγή φιλικών λόγων στα λατινικά, ο απεσταλμένος παρέδωσε στον δόγη δύο επιστολές από τον σουλτάνο. Για οποιονδήποτε λόγο θα περνούσαν δεκατέσσερις μήνες μέχρι να αποκτήσει ο Σανούντο μεταφράσεις αυτών των επιστολών ή τουλάχιστον μέχρι να τις ενσωματώσει στο ημερολόγιό του.121

Όταν ο δόγης, οι σύμβουλοί του και οι σοφοί (savi) είχαν διαβάσει μεταφράσεις των επιστολών τού σουλτάνου, ο Ταγρί Μπέρντι επανήλθε στο Παλάτι των Δόγηδων το Σάββατο 3 Οκτωβρίου (1506) για μυστική ακρόαση από τη Σινιορία. Ως δραγουμάνος τού σουλτάνου ήταν γλωσσομαθής «και μίλησε στα ιταλικά με τον δόγη» (et parlo italian col doxe). Το επόμενο βράδυ ο Ταγρί Μπέρντι οδηγήθηκε στην Κα Νάνι, στην εκκλησία τού Σαν Τροβάζο απέναντι από το Ρίο, για να συμμετάσχει στη γαμήλια γιορτή τής κόρης τού Ζόρζι Νάνι και να θαυμάσει τις πενήντα κυρίες που ήσαν παρούσες. Δείπνησε στην Κα Νάνι μαζί με δέκα από τούς «Μαυριτανούς» του.122

Οι σοβαρές διαπραγματεύσεις μεταξύ τού Ταγρί Μπέρντι και των εκπροσώπων τής Σινιορίας ξεκίνησαν στα τέλη Οκτωβρίου, αλλά μη διαθέτοντας επαρκή εξουσιοδότηση ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τής Σινιορίας, ήταν απαραίτητο να επικοινωνήσει με την αυλή τού σουλτάνου στο Κάιρο. Ήταν φανερό ότι οι διαπραγματεύσεις επρόκειτο να πάρουν κάποιο χρόνο. Δόθηκαν στον Ταγρί Μπέρντι 250 δουκάτα τον μήνα για τα έξοδά του καθώς και για εκείνα τής ακολουθίας του. Τον ψυχαγωγούσαν καλά εκεί με δείπνα και μουσική, ενώ οι Ενετοί απολάμβαναν να τον βλέπουν στο Σαν Βίο ανάμεσα στους Μαμελούκους και τούς Μαυριτανούς του (in mezo di 6 Mamaluchi et altri Mori, che era bel veder!).123

Περνούσαν μήνες, ενώ ο Ταγρί Μπέρντι και η Σινιορία περίμεναν τις απαντήσεις τού σουλτάνου στις ερωτήσεις τού απεσταλμένου του και στα αιτήματα των Ενετών. Ο Ταγρί Μπέρντι είχε πει αρκετά ειλικρινά ότι αν επέστρεφε στο Κάιρο χωρίς να έχει ικανοποιήσει τον σουλτάνο, θα το έκανε αυτό «όχι μόνο με προφανή κίνδυνο για τη ζωή του, αλλά και σε βάρος των υποθέσεών μας». Έτσι, ο απεσταλμένος των Μαμελούκων παρέμεινε στη Βενετία, στέλνοντας επιστολή προς τον σουλτάνο με αγγελιοφόρο, ο οποίος μετέφερε επίσης διαλλακτική επιστολή τού δόγη και τής Γερουσίας με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1506.124 Αγγελιοφόρος ήταν κάποιος Φραντσέσκο ντα Μόντε ο οποίος, συνοδευόμενος από έναν από τούς τέσσερις φρουρούς (χασκί) τού Ταγρί Μπέρντι, πήγε τις επιστολές στο Κάιρο. Ο Φραντσέσκο το έκανε χωρίς αμοιβή, αλλά με την προϋπόθεση ότι ένας από τούς γιους του θα έπαιρνε την πρώτη θέση που θα άδειαζε στο ενετικό τελωνείο.125

Ο Φραντσέσκο ντα Μόντε επέστρεψε στις 19 Μαΐου (1507) αποβιβαζόμενος στην Ίστρια. Μεταφέρθηκε αμέσως με σκάφος πιλότου στη Βενετία. Έφερνε πίσω «πολλές επιστολές από εμπόρους, καθώς και επιστολή τού σουλτάνου σε απάντηση εκείνης τής Σινιορίας» (molte letere di merchadanti et una letera dil soldan in resposta a la Signoria). Παρά το όνομά του, ο Φραντσέσκο λεγόταν ότι ήταν Μαμελούκος, Κιρκάσιος, που είχε διατελέσει δραγουμάνος ή διερμηνέας (tunman) στη Δαμασκό.126 Ο Σανούντο πήρε γρήγορα στα χέρια του μετάφραση τής επιστολής τού σουλτάνου προς τη Σινιορία.

Ο σουλτάνος Κανσούχ αλ-Γκούρι κατηγορούσε τούς Ενετούς για την πρόσφατη διαμάχη, γιατί «οι εν λόγω Ενετοί έμποροι θέλουν να διακόψουν την αγορά» (i ditti mercadanti venitiani voleano interomper el mercado). Αν δεν ήθελαν να αγοράσουν το πιπέρι του, έπρεπε να το δώσουν πίσω και όχι να το φορτώσουν στις γαλέρες τους. Οι Μαμελούκοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν το πείσμα των Λατίνων (Franchi): «Δεν ήθελαν να πάρουν το πιπέρι και δεν ήθελαν να επιστρέψουν αυτό που είχαν πάρει». Ο σουλτάνος δήλωνε ότι είχε δώσει διαταγή στον αξιωματούχο του στην Αλεξάνδρεια να μεριμνήσει, ώστε οι Ενετοί έμποροι «να πάρουν και το υπόλοιπο πιπέρι ή να μεριμνήσει ώστε να επιστρέψουν εκείνο που είχαν πάρει». Υποτίθεται ότι θα αγόραζαν πιπέρι δύο ετών, 420 φορτία (sporte). Είχαν φορτώσει 210 φορτία, ενώ άφησαν το υπόλοιπο «στην ακτή τής Αλεξάνδρειας». Και τι έκαναν μετά; Χωρίς την άδεια των αξιωματούχων τού λιμανιού και τής φρουράς «ξεγλίστρησαν γρήγορα» με τις γαλέρες τους «και όλα αυτά προέρχονται από την κακία, από την τιμωρία των Ενετών εμπόρων» (et tutto questo proziede de la malitia, de la chatività di merchadanti venitiani).

Οι Ενετοί διαμαρτύρονταν για την τιμή τού πιπεριού, για το οποίο πλήρωναν συνήθως 80 δουκάτα. Πολύ καλά, ένα φορτίο (sporta) πιπεριού άξιζε κάποτε 40 δουκάτα. Τώρα άξιζε πάνω-κάτω 120, «γιατί τέτοιο ήταν το θέλημα τού Θεού». Ο δόγης δεν έπρεπε να ακούει αυτούς τούς αθεόφοβους, ψεύτες εμπόρους. Απολάμβαναν εξαιρετικών εγκαταστάσεων στην Αλεξάνδρεια, τη Δαμασκό, την Τρίπολη, τη Νταμιέττα και αλλού. Όπως και οι χριστιανοί προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ, προστατεύονταν από τούς σουλτάνους τής Αιγύπτου, αλλά τώρα προσπαθούσαν να ξεκάνουν τούς «Μαυριτανούς» εμπόρους.

Το εμπόριο στην Αλεξάνδρεια έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με τις τιμημένες από τον χρόνο πρακτικές τού παρελθόντος:

Eπί τού παρόντος έχουμε δώσει εντολή να τηρούνται οι επιταγές των παλαιών σουλτάνων τού παρελθόντος και να παραμένουν σε ισχύ, χωρίς κανέναν από τούς όρους τής επιστολής (scritura) που μάς στείλατε και δεν έχουμε απαντήσει σε αυτήν την επιστολή κατ’ άρθρο …

Είχε βάλει να γραφτούν οι παλαιοί εμπορικοί κανονισμοί «κατ’ άρθρο και λέξη προς λέξη». Οι Ενετοί έμποροι έπρεπε να ενθαρρύνονται να συμμορφώνονται προς αυτούς. Οι Ενετοί πρόξενοι, «ως συνήθως» (secondo la consuetudine), δεν έπρεπε να παραμένουν περισσότερο από δύο χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Οι έμποροι στο λιμάνι τής πόλης θα είχαν ασφάλεια ζωής και περιουσίας και τα πλοία τους θα ήσαν ασφαλή, αλλά «δεν έπρεπε να παραβαίνουν τις εμπορικές χρήσεις».127

Ο Ταγρί Μπέρντι έπρεπε να επεξεργαστεί τα πράγματα με τη Σινιορία, όπως έκανε. Η επιστολή τού σουλτάνου ήταν αρκετά σαφής, αλλά δεν έλυνε το πρόβλημα. Οι Ενετοί δεν μπορούσαν να πληρώσουν περισσότερο για το πιπέρι στην Αλεξάνδρεια, όπου η τιμή ανέβαινε, από την τιμή στην οποία πωλούνταν αυτό στη Λισαβώνα, όπου η τιμή έπεφτε. Το πρωί τής Δευτέρας 31 Μαΐου (1507) ο Ταγρί Μπέρντι πήγε, όπως σε προηγούμενες περιπτώσεις, να συναντηθεί με τη Σινιορία. Κυκλοφόρησε γρήγορα η φήμη ότι τα άρθρα μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ τής Βενετίας και τού καθεστώτος των Μαμελούκων στην Αίγυπτο είχαν «σχεδόν ολοκληρωθεί». Πράγματι, η συμφωνία είχε επιτευχθεί. Όμως για οποιονδήποτε λόγο ο Ταγρί Μπέρντι δεν πήρε άδεια αναχώρησης από τον δόγη και τη Σινιορία παρά μόνο το πρωί τής 26ης Ιουλίου, δύο περίπου μήνες αργότερα, όταν πήρε και δώρο χίλια δουκάτα.128 Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια στις 9 Σεπτεμβρίου. Ο Μαρίνο ντα Μολίν, που είχε διοριστεί πρόσφατα πρόξενος τής Δημοκρατίας στην Αίγυπτο, πήγε μαζί του. Όπως ανέφερε ο Μολίν στη Σινιορία σε επιστολή τής 1ης Οκτωβρίου, τούς υποδέχθηκαν και τούς δύο χαρούμενα, ενώ ο Ταγρί Μπέρντι κλήθηκε στο Κάιρο για να υποβάλει την αναφορά του στον σουλτάνο.129

Λαμβάνοντας υπόψη τούς όρους τής συνθήκης, στην οποία ο Ταγρί Μπέρντι είχε βάλει την υπογραφή του, είναι παράξενο ότι ο Μαρίνο ντα Μολίν έγραφε στη Σινιορία στις 14 Δεκεμβρίου (1507) ότι ο σουλτάνος είχε πει ότι ήταν πρόθυμος να συμμορφωθεί με τη νέα συνθήκη, αλλά επέμενε να πληρωθεί αυτά που οι Ενετοί έμποροι τού χρωστούσαν από το τελευταίο φορτίο πιπεριού. Έδινε τετράμηνη διορία για την πληρωμή.130 Η συνθήκη, με ημερομηνία 31 Μαΐου 1507, προέβλεπε την καταβολή των χρεών από τούς Ενετούς, τόσο προς τον σουλτάνο όσο και προς άλλους στην Αλεξάνδρεια, σε χάλκινα νομίσματα. Στο εξής οι Ενετοί έμποροι δεν θα ήσαν υποχρεωμένοι να αγοράζουν περισσότερο από 210 φορτία (sporte) πιπεριού, «το συνηθισμένο ποσό… στη [συνηθισμένη] τιμή των 80 δουκάτων ανά φορτίο».

Οι Ενετοί διοικητές γαλερών στην Αλεξάνδρεια έπρεπε να ζητούν την άδεια αναχώρησης στο τέλος τής περιόδου φόρτωσης (muda). Στη συνέχεια έπρεπε να δίνουν στους εμπόρους περιθώριο οκτώ κατ’ ανώτατο όριο ημερών για να τακτοποιήσουν τούς λογαριασμούς τους, ύστερα από το οποίο, είτε είχαν παραλάβει την άδεια είτε όχι, έπρεπε να είναι ελεύθεροι να φύγουν, «ούτε είναι δυνατό να υπάρχει οποιοδήποτε εμπόδιο» (nè li possi esser dato impedimento alcuno). Από την άλλη πλευρά διεκδικώντας ορισμένες άλλες απαλλαγές και αλλαγές από πρόσφατες αθέμιτες πρακτικές, οι Ενετοί υποστήριζαν ότι οι έμποροί τους δεν έπρεπε να αναγκάζονται να πωλούν υφάσματα από χρυσό και μετάξι και άλλα εκλεκτά είδη, ούτε να πληρώνουν τυχόν τέλη ή δασμούς (dreto, diritto) για απούλητα εμπορεύματα, τα οποία έπρεπε να είναι επανεξαγώγιμα χωρίς να συναντούν άλλα εμπόδια.

Τα μπαχαρικά που πωλούνταν σε εμπόρους τής Δημοκρατίας έπρεπε να είναι καλά κοσκινισμένα, απαλλαγμένα από άμμο και σκουπίδια. Οι κλίμακες έπρεπε να καταγράφουν σωστά βάρη και να επιτρέπεται στους εμπόρους να ξαναζυγίζουν τα προϊόντα που αγόραζαν. Έπρεπε επίσης να μπορούν να βγάζουν στη στεριά και να ξαναπαίρνουν φεύγοντας προσωπικά αντικείμενα, «τα πράγματά τους για δική τους χρήση στο σπίτι» (le sue robe per suo uso di caxa), όπως ρούχα, κρεβάτια, μπαούλα και άλλα πράγματα που χρειάζονταν καθημερινά. Οι Ενετοί πρόξενοι έπρεπε να μπορούν να πωλούν προϊόντα αξίας μέχρι χίλια δουκάτα τον χρόνο, χωρίς φόρους ή άλλες επιβολές. Οι έμποροι έπρεπε επίσης να είναι σε θέση να πωλούν προϊόντα αξίας μέχρι διακόσια δουκάτα τον χρόνο χωρίς κανενός είδους φόρο, για να μπορούν να αντιμετωπίζουν τα έξοδα διαβίωσής τους. Σε αυτές και άλλες διατάξεις που προστάτευαν τα δικαιώματα των Ενετών εμπόρων ο Ταγρί Μπέρντι είχε δώσει την επίσημη συγκατάθεσή του, με τη διαβεβαίωση ότι οι Μαμελούκοι θα τις τηρούσαν όλες.131

Οι Ενετοί κατέληξαν σε τόσο καλή συνθήκη, που ήταν σαν να την είχαν γράψει οι ίδιοι, πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα είχε συμβεί. Όταν ο φρουρός των Μαμελούκων επέστρεψε με τον Φραντσέσκο ντα Μόντε από την Αίγυπτο, έφερε αναμφίβολα στον Ταγρί Μπέρντι περαιτέρω οδηγίες από τον σουλτάνο, ο οποίος προφανώς ήθελε να ξαναρχίσουν οι σχέσεις του με τη Βενετία. Ύστερα από πάροδο δύο περίπου ετών οι Ενετοί συγκροτούσαν και πάλι αλεξανδρινή νηοπομπή, αν και οι γαλέρες παρέμειναν για πέντε περίπου μήνες, από τις 6 Νοεμβρίου 1507 μέχρι τις 2 Απριλίου 1508, στον Χάνδακα τής Κρήτης, με συμβουλή τού προξένου Μαρίνο ντα Μολίν «λόγω τού προβλήματος στην Αλεξάνδρεια» ((per esser garbuio in Alexandria). Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία ο διοικητής Αντρέα Μποντιμιέρ ξεκίνησε για το αιγυπτιακό λιμάνι, αφού έλαβε διαβεβαιώσεις από τον Μολίν και εντολές από τη Σινιορία.132 Η επανάληψη τού εμπορίου υπήρξε εντυπωσιακά επικερδής τόσο για τούς Μαμελούκους όσο και για τούς Ενετούς. Ο Μποντιμιέρ έγραφε στη Σινιορία από τη Ζάκυνθο στις 9 Ιουλίου (1508) για την ασφαλή αναχώρησή του από την Αλεξάνδρεια «με την άδεια τού σουλτάνου». Είχε πάνω στις γαλέρες εμπορεύματα αξίας 400.000 περίπου δουκάτων [κυρίως μπαχαρικά], ενώ «δεν παρέμειναν αδιάθετα στην Αλεξάνδρεια εμπορεύματά μας αξίας μεγαλύτερης των 6.000 δουκάτων».133

Οι μετοχές τού Ταγρί Μπέρντι παρέμεναν ανεβασμένες στην αυλή των Μαμελούκων για κάποιο διάστημα, αλλά τον Αύγουστο τού 1510, όταν ο Μολίν επέστρεψε στην πατρίδα, ανέφερε ότι ο Ταγρί Μπέρντι δεν έχαιρε πια μεγάλης φήμης στο Κάιρο. Ο Μολίν βρισκόταν επίσης στην ευχάριστη θέση να αναφέρει για κάποιες υποτιθέμενες ατυχίες των Πορτογάλων στην Ινδία και για την άφιξη ινδικής πρεσβείας στην Αίγυπτο (per tanto essi Indiani voleno socorsso di armata dal Signor Soldan). Μάλιστα ο Κανσούχ αλ-Γκούρι αναζητούσε, πάντοτε αναζητούσε, πυροβολικό και πλοία για εκστρατεία στην Ινδία. Τώρα υπήρχαν λίγα μπαχαρικά στην Αλεξάνδρεια, μόνο γαρύφαλλο, κανέλλα και μοσχοκάρυδο, ενώ και στο Κάιρο υπήρχε σπανιότητα. Είχαν έρθει τρία γαλλικά πλοία στο λιμάνι τής Αλεξάνδρειας. Δώδεκα σκάφη από τη Ραγούσα είχαν επίσης φτάσει πριν από την αναχώρησή του. Ο Μολίν δεν έβλεπε τον λόγο να σταλούν γαλέρες στην Αλεξάνδρεια για το υπόλοιπο τού έτους 1510.134 Άραγε τι θα μπορούσαν να βρουν οι έμποροι για ν’ αγοράσουν;

Οι Ενετοί δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τούς Πορτογάλους. Στις αρχές τού 16ου αιώνα ο τραπεζίτης-χρονικογράφος Τζιρολάμο Πριούλι ήταν βέβαιος ότι οι Ούγγροι, Γερμανοί, Φλαμανδοί, Γάλλοι και όλοι οι άλλοι «υπερόρειοι» (ουλτραμοντάνες), που έρχονταν στη Βενετία για να αγοράσουν μπαχαρικά, θα στρέφονταν εφεξής στη Λισαβώνα. Τα ενετικά μπαχαρικά ήσαν πολύ ακριβά. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα έξοδα μεταφοράς και τούς ατέλειωτους τελωνειακούς δασμούς, τέλη και φόρους (angarie grandissime), ένα πράγμα που κόστιζε ένα δουκάτο στην αγορά τής Καλικούτ στην Ινδία είχε αυξηθεί σε εξήντα ή ακόμη σε εκατό δουκάτα τη στιγμή που οι Ενετοί έμποροι έφερναν τα εμπορεύματά τους στο Ριάλτο.135 Η ενετική νοοτροπία, διαμορφωμένη κατά τη διάρκεια αιώνων εμπορικής εμπειρίας στην Ανατολή, φαινόταν ανίκανη να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα τής ναυσιπλοΐας και τής οικονομικής ζωής. Οι Ενετοί έμποροι υφίσταντο διακρίσεις στη Λισαβώνα, όπου σε κάθε περίπτωση οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είχαν ορισμένα πολιτικά και γεωγραφικά πλεονεκτήματα απέναντί τους. Επιπλέον στην Αλεξάνδρεια οι Ενετοί εύρισκαν τις συνθήκες σχεδόν ανυπόφορες. Αναμιγνυόταν χώμα με μπαχαρικά για να αυξήσουν το βάρος τους, ενώ οι Μαμελούκοι τελωνειακοί συχνά αποτύγχαναν να τηρήσουν εκείνες ακριβώς τις συμβάσεις, στις οποίες είχε συμφωνήσει ο σουλτάνος. Οι Ενετοί απέδιδαν κάποιες από τις δυσκολίες τους στον Φελίπε ντε Παρέδες, τον Καταλανό που υπηρετούσε τούς Γάλλους και τούς Ισπανούς ως πρόξενος στην Αλεξάνδρεια.136

Οι Γάλλοι είχαν εισέλθει στο αλεξανδρινό εμπόριο με εκδικητική διάθεση. Στις 9 Αυγούστου (1510) οι ενετικές γαλέρες τού αιγυπτιακού δρομολογίου γύρισαν στην πατρίδα με ασφάλεια, έχοντας αντιμετωπίσει δυσμενείς ανέμους. Την επόμενη μέρα ο διοικητής δήλωνε ότι είχε αφήσει πίσω στο λιμάνι τής Αλεξάνδρειας ένα πλοίο μεταφοράς τής Ραγούσας και τα τρία γαλλικά πλοία στα οποία μόλις αναφερθήκαμε. Είχαν όλα φορτώσει όσα μπαχαρικά μπορούσαν. Λόγω καθυστερήσεων, οι Γάλλοι θα αργούσαν να ξεκινήσουν για την πατρίδα τους, ενώ θα σταματούσαν και στην Τρίπολη και την Τύνιδα. Πιθανώς θα φόρτωναν όλα τα μπαχαρικά σε ένα πλοίο, που θα κατευθυνόταν στη Μασσαλία και στα Αιγκ-Μορτ. Αμέσως, στις 10 Αυγούστου, η Γερουσία έδωσε εντολή στον επιστάτη (provveditore) ενός ενετικού στολίσκου, να προσπαθήσει να συλλάβει το γαλλικό πλοίο, «το οποίο, όπως φαίνεται, θα είναι μεγάλου μεγέθους λεία!» (questa, come intendete, saria preda de grandissimo conto!). Η σύλληψή του θα αποτελούσε πλήγμα για τούς Γάλλους και θα ενίσχυε τη φήμη τής ενετικής ναυτικής ισχύος. Δεν θα ήταν ούτε δύσκολο ούτε επικίνδυνο εγχείρημα. Ο Ιούλιος Β’ θα ενέκρινε την επιχείρηση, γιατί είχε πλέον στραφεί βίαια εναντίον των Γάλλων. Η μυστικότητα ήταν απαραίτητη. Ο επιστάτης δεν έπρεπε να κοινολογήσει σε κανέναν το σχέδιο, μέχρι να φτάσει η ώρα να τεθεί σε ισχύ. Ένα υστερόγραφο τής επιστολής προς τον επιστάτη προσθέτει: «Με επιστολή τής 5ης τού μηνός από τον … πρέσβη μας [στην παπική κούρτη] ενημερωνόμαστε ότι η Αγιότητά του είναι πρόθυμη να σάς στείλει λάβαρα τής Εκκλησίας για να βάλετε στα πλοία σας [quella armata], πράγμα το οποίο μάς έχει ευχαριστήσει πάρα πολύ και πρέπει να το δεχτείτε πολύ ευχαρίστως!»137

Στο μεταξύ ο σουλτάνος Κανσούχ αλ-Γκούρι υπέφερε μια από τις κρίσεις απογοήτευσης με τούς αναξιόπιστους Ευρωπαίους. Οι Ιππότες τής Ρόδου είχαν καταλάβει πέντε γαλλικά πλοία καθ’ οδόν δυτικά τής Αλεξάνδρειας, παίρνοντας ομήρους ογδοντατέσσερις «Μαυριτανούς» καθώς και αριθμό Μαγρεμπινών (Maghrebini) και πλούσια λάφυρα μπαχαρικών. Οι Ιωαννίτες ήσαν οι πιο δραστήριοι κουρσάροι στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα έχουμε συχνά την ευκαιρία να αναφερθούμε στις δραστηριότητές τους. Το καλοκαίρι τού 1510 κατέλαβαν επίσης έναν ολόκληρο στόλο με πλοία Μαμελούκων, φορτωμένα με ξυλεία, για την εξαγωγή τής οποίας από τον κόλπο τής Αλεξανδρέττας (Lajazzo, el colpho de la Giaza) ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ είχε χορηγήσει άδεια στον σουλτάνο τής Αιγύπτου.138

Ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, ο Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ, έστειλε στον δόγη Λεονάρντο Λορεντάν περιγραφή τού συμβάντος, με επιστολή γραμμένη στη Ρόδο στις 8 Σεπτεμβρίου (1510). Κατά τη διάρκεια εκείνων των τελευταίων ετών ο σουλτάνος Συρίας και Αιγύπτου κατασκεύαζε στόλο με τον πιο ενεργητικό τρόπο, για να τον χρησιμοποιήσει εναντίον των χριστιανών στην περιοχή τής Μεσογείου, καθώς και εναντίον των Πορτογάλων, επίσης χριστιανών, στην Ερυθρά Θάλασσα. Στις 12 Αυγούστου, ύστερα από ναυμαχία «πολλών ωρών», τα διαφόρων ειδών δεκαοκτώ πλοία των Ιωαννιτών είχαν νικήσει στόλο εικοσιπέντε πλοίων τού σουλτάνου «με μεγάλη σφαγή των απίστων, ενώ στον εν λόγω στόλο υπήρχε όχι ασήμαντος αριθμός Τούρκων και Μαμελούκων». Ο ντ’ Αμπουάζ έλπιζε ότι ο σουλτάνος θα ένιωθε την απώλεια και ότι στο εξής θα εγκατέλειπε κάθε σκέψη για ναυτικές εκστρατείες.139

Το τολμηρό εγχείρημα των Ιωαννιτών προκάλεσε όχι μικρό ενθουσιασμό στον κόσμο τής Μεσογείου, ενώ είχε αντίκτυπο και στην Ευρώπη. Στις 16 Νοεμβρίου (1510) ο σουλτάνος έγραψε φιλική, αλλά αγανακτισμένη επιστολή προς τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας, διαμαρτυρόμενος για την προσβολή. Έτσι κι αλλιώς ο ντ’ Αμπουάζ ήταν Γάλλος, όπως και πολλοί από τούς Ιππότες. Ο σουλτάνος αναμφίβολα έδρασε σύμφωνα με υπόδειξη τού Καταλανού προξένου Φελίπε ντε Παρέδες (Πέρετζ), ο οποίος εκπροσωπούσε τούς Ισπανούς, τούς Ναπολιτάνους και τούς Γάλλους στην αυλή τού σουλτάνου. Ο σουλτάνος έγραφε ότι είχε διατάξει όλους τούς χριστιανούς προξένους και εμπόρους «να εμφανιστούν ενώπιον των ιερών πυλών μας». Διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν χίλια περίπου άτομα «φράγκικης» καταγωγής στο βασίλειό του και εμπορεύματα αξίας 500.000 περίπου δουκάτων, τα οποία είχαν αποκρύψει. Όμως μέχρι τότε οι έμποροι δεν είχαν υποστεί καμία ζημία. Ο φρουρός τής Ιερουσαλήμ και οι μοναχοί κλήθηκαν επίσης στο Κάιρο. Ο Πανάγιος Τάφος και τα μοναστήρια διατάχτηκαν να κλείσουν, ενώ κατασχέθηκαν όλοι οι σταυροί τους, τα άμφια, θυμιατήρια και χρυσά και ασημένια δισκοπότηρα. Οι σουλτάνοι προστάτευαν αυτές τις χριστιανικές περιουσίες και θησαυρούς, αξίας 700.000 περίπου δουκάτων, αφού βρίσκονταν στο βασίλειό τους, αλλά τώρα η προδοσία και η αγριότητα των Ιπποτών τής Ρόδου τις έθεταν σε κίνδυνο.

Παρά το γεγονός ότι ο Κανσούχ αλ-Γκούρι είχε δεχτεί συμβουλή να διατάξει την καταστροφή τού Παναγίου Τάφου και των μοναστηριών «και να λεηλατήσει οτιδήποτε βρισκόταν σε αυτά», για χάρη τού Λουδοβίκου δεν είχε απλώσει το χέρι του. Θα περίμενε, «μέχρι να έλθει πρεσβευτής από τη Γαληνότητά σας» (fino che venga ambasiatore de vostra Serenita). Ο Λουδοβίκος έπρεπε να μεμφθεί τον μάγιστρο τής Ρόδου και να εξασφαλίσει ότι εκείνος θα επανόρθωνε. Όταν θα έφτανε στο Κάιρο ο Γάλλος πρεσβευτής, ο Κανσούχ αλ-Γκούρι θα ανέθετε τον Πανάγιο Τάφο και όλους τούς άλλους ιερούς τόπους στη γαλλική δικαιοδοσία. Ο Λουδοβίκος θα μπορούσε τότε να συλλέγει τα έσοδα, με τα οποία οι χριστιανοί ηγεμόνες τής παλαιάς εποχής είχαν προικίσει τον Πανάγιο Τάφο και «τα οποία το Τάγμα τής Ρόδου καταβροχθίζει σε αντίθεση με κάθε λογική».140

Ακόμη και οι κουτσομπόληδες στο Ριάλτο αιφνιδιάστηκαν εκείνο το καλοκαίρι, όταν ο δούκας τού Χάνδακα Πάολο Αντόνιο Μιάνι και οι σύμβουλοι τής Κρήτης ενημέρωσαν τη Σινιορία ότι στις 17 Αυγούστου ο τρελλός δούκας τής Νάξου, ο Φραντσέσκο Γ’ Κρίσπο, είχε δολοφονήσει τη σύζυγό του Κατερίνα Ταντέα Λορεντάν. Σε επιστολή τής 3ης Σεπτεμβρίου ο κυβερνήτης τής Άνδρου Αντόνιο Πέζαρο περιέγραφε επίσης το φρικτό τέλος τής δούκισσας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο, με τραγούδια, φιλιά και χάδια στις 15 τού περασμένου μήνα, ο δούκας τής Νάξου είχε υποδεχτεί την ατυχή σύζυγό του στο κρεβάτι. Την ίδια εκείνη νύχτα έβαλε το χέρι του στο σπαθί για να την απομακρύνει από τη ζωή, αλλά με τη βοήθεια τής θείας καλοσύνης, ακριβώς όπως αυτός ξεκινούσε τη δουλειά, εκείνη διέφυγε με το νυχτικό της στο σπίτι τής [θείας της Λουκρέτσια Λορεντάν] μιλαίδης τής Νιο (Ίου) και σώθηκε. Το βράδυ τού Σαββάτου (στις 17 Αυγούστου) την έκτη περίπου ώρα [στην πραγματικότητα στις 2 π.μ.], ο μαινόμενος τρελλός πήγε εκεί και έσπασε τις πόρτες. Φτάνοντας στο κρεβάτι βρήκε εκεί την κυρία τής Ίου, στην οποία έδωσε τρία σκληρά χτυπήματα με το πλατύ μέρος (του ξίφους του), ενώ έκανε το ίδιο και στη νύφη της.

Η δύστυχη δούκισσα, έχοντας ακούσει τον θόρυβο από την είσοδο και γνωρίζοντας ότι ήταν αυτός, κρύφτηκε κάτω από μια σκάφη μπουγάδας. Ένας σκλάβος αποκάλυψε τη θέση της στον δούκα, που πήγε εκεί και τη χτύπησε στο κεφάλι με το σπαθί του. Αρπάζοντας το όπλο, εκείνη έκοψε τα χέρια της και έπεσε στο πάτωμα. Ακόρεστος, θεωρώντας ότι αυτό που είχε κάνει δεν ήταν αρκετό, την χτύπησε και πάλι στο στομάχι. Η δούκισσα ζούσε εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα. Ο δούκας κατέφυγε στον κήπο του, αλλά επέστρεψε με τη μεσολάβηση των ανθρώπων τής πόλης. Έμαθε στο δείπνο από έναν από τούς υπηρέτες ότι ο λαός ήθελε να εγκαταστήσει τον γιο του στην εξουσία. Ο γιος του βρισκόταν στο τραπέζι μαζί του. Άρπαξε ένα μαχαίρι για να τον σκοτώσει. Ο κουρέας συμπλέχτηκε μαζί του, επιτρέποντας στο παιδί να ξεφύγει πηδώντας από το μπαλκόνι. Γι’ αυτό ο δούκας συνελήφθη με μεγάλη προσπάθεια σ’ ένα δωμάτιο [στο παλάτι], τραυματιζόμενος στο χέρι. Στάλθηκε στη Σαντορίνη, κρατούμενος σε στενή επιτήρηση από τέσσερις από τούς άρχοντές του, ενώ ο γιος του έγινε δούκας.141

Στις 27 Σεπτεμβρίου (1510) ο Αντόνιο Λορεντάν, αδελφός τής εκλιπούσας δούκισσας τής Νάξου, εισήλθε στην Αίθουσα τού Κολλεγίου (Sala del Collegio). Είχε έρθει για να ευχαριστήσει τη Σινιορία «που ήθελε να τον στείλει ως κυβερνήτη Νάξου».142 Ο Αντόνιο θα έπαιρνε μισθό 400 δουκάτων τον χρόνο από τα έσοδα τού δουκάτου. Απέπλευσε για τη νησιωτική επικράτεια τού νεαρού ανηψιού του τη νύχτα τής 16ης Ιανουαρίου (1511) με τη γαλέρα τού Χάνδακα, που βρισκόταν υπό τις διαταγές τού Τζιοβάννι Πασκουαλίγκο.143 Η Σινιορία είχε ήδη θεωρήσει απαραίτητο να αναλάβει αυτός τη διακυβέρνηση τού ναξιώτικου δουκάτου το 1494-1500, και τώρα ο Αντόνιο Λορεντάν θα κρατούσε τα ηνία για τεσσεράμιση χρόνια.144 Η δολοφονία τής δούκισσας είχε ρίξει τούς νησιώτες τού Αρχιπελάγους σε αναταραχή (το 1510), ενώ ο σουλτάνος τής Αιγύπτου πρέπει να αναρωτιόταν τι θα επακολουθούσε.

Αυτό που επακολούθησε, εκείνο το ίδιο καλοκαίρι τού 1510, ήταν η υποκλοπή επιστολών στις όχθες τού Ευφράτη από τον Ισμαήλ, τον πρώτο Σαφαβίδη «σούφι» τής Περσίας, προς τη Σινιορία, προτείνοντας να τον βοηθήσει η Βενετία στη θάλασσα, ενώ ο ίδιος θα επιτίθετο στους Τούρκους από τη στεριά. Τις επιστολές μετέφερε κάποιος πολίτης τής Αμμοχώστου Νικολίνο Σουριέρ και η σύντροφός του. Βρίσκονταν καθ’ οδόν επιστρέφοντας από την Περσία. Όταν ερευνήθηκαν, βρέθηκαν να έχουν πάνω τους αυτές τις «επιστολές προς τη Σινιορία μας, τούς προξένους Χαλεπιού, Τρίπολης, Βηρυτού και Δαμασκού, καθώς και προς τούς πολιτικούς διοικητές Κύπρου, γραμμένες στο όνομα τού εν λόγω άρχοντα σούφι».

Οι σχέσεις τού ίδιου τού Κανσούχ αλ-Γκούρι με τον σούφι, ο οποίος είχε συγκεντρώσει στρατεύματα κοντά στη Συριακή μεθόριο, ήσαν αβέβαιες. Ένιωθε ότι απειλούνταν.145 Επίσης ήταν θυμωμένος που αυτοί οι συνωμότες εναντίον των Οθωμανών φίλων του θα καταπατούσαν δική του επικράτεια. «Φοβάται κανείς ότι αυτό το πράγμα», όπως έγραφε στη Σινιορία ο Πιέτρο Λιόν, διοικητής Αμμοχώστου, «μαζί με την κατάληψη τού στόλου του (από τούς Ιωαννίτες) μπορεί να στρέψει τον άρχοντα σουλτάνο εναντίον τού έθνους μας και τρέμουν τα πόδια όλων των εμπόρων».146 Δεν ήταν η πρώτη φορά, όπως θα δούμε, που ο Ισμαήλ (1502-1524), ο νεαρός σάχης ή σούφι τής Περσίας, είχε απευθύνει επιστολές τόσο προς τη Σινιορία όσο και προς τούς Ενετούς προξένους στη μακρινή Ανατολή, αλλά ήταν προφανώς η πρώτη φορά, που ο Κανσούχ αλ-Γκούρι είχε ανακαλύψει τέτοιες επικοινωνίες.

Κατά τη διάρκεια των ετών 1509-1510 η Βενετία αντιμετώπιζε τούς χειρότερους κινδύνους τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί, με τον οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα, ενώ πολύ πιθανόν η Σινιορία ήταν απρόσεκτη με τον σουλτάνο τής Αιγύπτου. Εξοργισμένος από τις πειρατείες των Ιπποτών τής Ρόδου, θορυβημένος από τα γεγονότα στο δουκάτο τής Νάξου, ο Κανσούχ αλ-Γκούρι κλονίστηκε άσχημα με την προφανή σχέση μεταξύ Ισμαήλ τής Περσίας και Ενετικής Σινιορίας. Στις 4 Απριλίου (1511) ο Πιέτρο Ζεν, ο πρόξενος τής Δημοκρατίας στη Δαμασκό, ο οποίος είχε συλληφθεί και οδηγηθεί στο Κάιρο, έγραφε στους φίλους του στη Βενετία ότι ο σουλτάνος ισχυριζόταν, «ότι εγώ είχα συστήσει τούς ενδιάμεσους τού σούφι στην εκλαμπρότατη Σινιορία» (che io avi ricomandati li messi del Sophi a la illustrissima Signoria). Οι Ενετοί έμποροι στη Δαμασκό και την Αλεξάνδρεια είχαν συλληφθεί και μάλιστα αλυσοδεθεί. Ο Τομμάζο Κονταρίνι, ο πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, είχε επίσης συλληφθεί. Έχοντας ζητήσει ακρόαση, ήταν η τρίτη ακρόαση τού Ζεν από τον σουλτάνο, οι Ενετοί οδηγήθηκαν ενώπιον τού σουλτάνου στις 3 Μαρτίου, οπότε τούς είπε:

Δεν έχετε πια καμία χρησιμότητα για τη χώρα μου. Παλιά στέλνατε επτά γαλέρες στην Αλεξάνδρεια και πέντε στη Δαμασκό φορτωμένες με εμπορεύματα και οι αποθήκες ήσαν γεμάτες. Τώρα δεν φέρνετε τίποτε. Διατηρούσατε γαλέρες στην Κύπρο, παρείχατε νερό και γαλέτα. Τώρα δεν κάνετε τίποτε. Σάς έστειλα πρεσβευτή (Ταγρί Μπέρντι). Υποσχεθήκατε να στείλετε άλλον πρεσβευτή σε μένα, καθώς και άλλα πράγματα. Δεν το κάνατε… Έχω τηρήσει τα άρθρα [της συνθήκης μου] με εσάς. Εσείς τα έχετε παραβιάσει και έχετε παραβεί τα [δικά σας] πανάρχαια έθιμα. Αν θέλετε να με ικανοποιήσετε, θα συναινέσω με εσάς. Θα ικανοποιήσω όλα τα αιτήματά σας…

Ο Ζεν απάντησε ότι το λάθος δεν ήταν τής Βενετίας, αλλά ότι «δεν υπήρχαν μπαχαρικά» (ma che le specie non era). Κάποτε έπαιρνε κανείς 6 με 7.000 δέματα (colli) μπαχαρικών στη Δαμασκό. Τώρα έπαιρνε 1.200 τέτοια δέματα. Αν υπήρχαν διαθέσιμα περισσότερα αγαθά για αγορά, θα έρχονταν περισσότερες γαλέρες. «Τότε μού είπε», όπως έγραφε ο Ζεν στους φίλους του, «αφού δεν έρχονται πράγματα προς πώληση στη χώρα μου, γιατί μένετε εδώ; Και άρχισε να θυμώνει». Όσο για τον Ταγρί Μπέρντι, τον φουκαρά, ο Ζεν δήλωσε ότι αυτός πρέπει να είχε πει ψέματα, αν είπε ότι η Σινιορία είχε υποσχεθεί να στείλει πρεσβευτή και ότι είχε υποσχεθεί κι άλλα πράγματα…. «Του είπα ότι δεν ήξερα τίποτε να τού είχε υποσχεθεί, αλλά ότι γνώριζα καλά ότι η Σινιορία μας δεν έκανε λιγότερα από εκείνα που υποσχόταν». Η αποστολή Ενετού πρεσβευτή στο Κάιρο δεν θα αύξανε τη διαθεσιμότητα μπαχαρικών στην Αλεξάνδρεια και τη Δαμασκό, αλλά κατά τη γνώμη τού Ζεν ήταν πολιτικά σκόπιμη. Ο σουλτάνος γνώριζε για την πρόσφατη ενετική πρεσβεία στην Ισταμπούλ «και ακόμη περισσότερο … τις επιθυμίες…» (e tanto più li acresse le voglie). Ο σουλτάνος ήταν σημαντικός. Η Σινιορία έπρεπε να τον εξευμενίσει και να τον ευαρεστήσει,147 αν και ο απότομος τρόπος τού Ζεν δεν το είχε κάνει.

Δύο περίπου βδομάδες πριν αποκτήσει ο Σανούντο αντίγραφο τής επιστολής τού Πιέτρο Ζεν, είχε περάσει στο ημερολόγιό του επιστολή τής 1ης Απριλίου 1511, γραμμένη από κάποιον Ντομένικο Σπαρλάγκα, Ενετό έμπορο στο Κάιρο, που περιέγραφε τα δεινά τού Ζεν και την ενόχληση τού σουλτάνου με τον Ζεν, «που είχε βάλει τούς απεσταλμένους τού σούφι στον δρόμο προς τη Βενετία με συστατικές επιστολές». Πιστοποιούσε επίσης ότι ο Ταγρί Μπέρντι κακολογούσε τούς Ενετούς και σημείωνε την ομιλία τού σουλτάνου για τη συνθήκη Ενετών-Μαμελούκων τού 1507. Μάλιστα ο σουλτάνος αναφερόταν εκτεταμένα στη συνθήκη, δηλώνοντας ότι οι Ενετοί είχαν παραβεί την υπόσχεση που είχαν δώσει για τα άρθρα τής συμφωνίας. Σκόπευε να κάνει νέα συνθήκη, ενώ υπαινισσόταν συνεχώς τα «παλαιά άρθρα», που οι Ενετοί είχαν αποτύχει να τηρήσουν. Όταν ο Ζεν ζήτησε να ελευθερωθεί από τις αλυσίδες του, τού είπαν ότι αυτές δεν ήσαν τίποτε σε σύγκριση με εκείνο που θα ακολουθούσε. Ο σουλτάνος αναζητούσε κουπιά, κανόνια και γαλέρες και «ο Ταγρί Μπέρντι λέει ότι στη Βενετία είχαν υποσχεθεί πολλά από αυτά τα πράγματα». Ο σουλτάνος αποτελούσε πρόβλημα, καθώς και κίνδυνο «… εκείνο που ήθελε αυτός ο άρχοντας σουλτάνος» (per non sapor quel che voglia questo signor soldan). Μερικές φορές ήταν δύσκολο να μάθουν τι ήθελε. Όμως φαινόταν ότι δεν παραπονιόταν τόσο για τη Σινιορία, ούτε για τον Ενετό πρόξενο στην Αλεξάνδρεια, αλλά για τον Πιέτρο Ζεν, τον πρόξενο τής Δαμασκού, τού οποίου η ελευθεροστομία τον ενοχλούσε.148

Σύμφωνα με επιστολή τού Τομμάζο Κονταρίνι, τού Ενετού πρόξενου στην Αλεξάνδρεια, ο διακαώς επιδιωκόμενος σκοπός τού Κανσούχ αλ-Γκούρι ήταν «να κυνηγήσει τούς Πορτογάλους από την Ινδία». Έφτιαχνε στόλο για τον σκοπό αυτό. Ο Καταλανός πρόξενος Φελίπε ντε Παρέδες, ο οποίος εργαζόταν για τη Γαλλία καθώς και για την Ισπανία, είχε κερδίσει την εύνοια τού σουλτάνου με εξωφρενικές υποσχέσεις ότι θα πρόσθετε στη ναυτική του δύναμη και με διαβεβαιώσεις ότι οι Γάλλοι θα έστελναν μεγάλες γαλέρες (galleasses) για να τον βοηθήσουν. Άτομα εχθρικά προς τη Βενετία είχαν πει στον σουλτάνο ότι οι δυνάμεις που αντιτάσσονταν στη Δημοκρατία, η Ένωση τού Καμπραί, είχαν επιφέρει «την καταστροφή και ερήμωση τού κράτους μας». Ανάμεσα στους χειρότερους από αυτούς ήταν ο Ταγρί Μπέρντι, «ο σκληρότατος εχθρός Τανγκαβάρντι» (el crudellisimo nemico Tangavardi), ο οποίος διαβεβαίωνε τον σουλτάνο ότι οι Ενετοί αντιμετώπιζαν «την ύστατη εξόντωση …, λέγοντας πάντοτε πότε το ένα κακό και πότε το άλλο…» (l’ ultima exterminatione …, sempre dicendo hora un mal, hora un altro…).

Ο Ταγρί Μπέρντι μπορούσε να δει προς τα πού φυσούσε ο άνεμος ή τουλάχιστον νόμιζε ότι μπορούσε. Η εκ μέρους του δυσφήμηση των Ενετών συνεχιζόταν, αλλά ο σουλτάνος σύντομα ανακάλυψε (σύμφωνα με τον Κονταρίνι) ότι ο πρόξενος τής Καταλωνίας ήταν ψεύτης.149 Μετά την κατάσχεση από τούς Ιωαννίτες τού στόλου Μεσογείου των Μαμελούκων, συνελήφθη ο Παρέδες μαζί με τούς Ενετούς πρόξενους και φυλακίστηκε στο Κάιρο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού έγραψε στους βασιλείς Γαλλίας και Ισπανίας και αφού υποσχέθηκε στον σουλτάνο ότι αυτός θα έπαιρνε πίσω τον στόλο του.150

Οι υποθέσεις τής Αιγύπτου πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ο σουλτάνος περίμενε με ελπίδα την πρεσβεία από τη Γαλλία που τού είχε υποσχεθεί ο Παρέδες. Η εχθρικότητά του προς τη Βενετία μετριάστηκε με την άφιξη πολλών ενετικών πλοίων στην Αλεξάνδρεια. Έφτασε επίσης στο Κάιρο αναφορά ότι οι ενετικές γαλέρες τής αλεξανδρινής νηοπομπής είχαν περάσει από το ακρωτήριο Μαλέα στο νοτιοανατολικό άκρο τού Μοριά. Η είδηση είχε μαλακώσει κι άλλο τη στάση τού σουλτάνου απέναντι στη Βενετία. Ο Πιέτρο Ζεν, ο πρόξενος τής Δαμασκού, καθώς και οι Ενετοί έμποροι τής πόλης, ήσαν ακόμη «στις αλυσίδες». Ο Κονταρίνι περίμενε νέα ότι η αλεξανδρινή νηοπομπή είχε φτάσει στον Χάνδακα, «γιατί αυτό θα δώσει πραγματικά μεγάλη ώθηση στις υποθέσεις μας». Οι γαλέρες έπρεπε να παραμείνουν στον Χάνδακα μέχρι την απελευθέρωση των Ενετών στο Κάιρο. Προφανώς το αλεξανδρινό φορτίο (muda) θα ήταν τουλάχιστον ικανοποιητικό κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1511, γιατί αν και δεν υπήρχαν μπαχαρικά στην Αλεξάνδρεια, υπήρχε καλή διαθεσιμότητα όλων των ειδών στο Κάιρο.151

Όταν κατανοήθηκε πλήρως στη λιμνοθάλασσα η βίαιη κράτηση από τον σουλτάνο των Ενετών προξένων και εμπόρων, ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στο Κάιρο.152 Στις 13 Δεκεμβρίου (1511) η Γερουσία έλαβε μέτρα για την επιλογή πρεσβευτή, που έπρεπε να πάει στην Αίγυπτο. Θα ήταν δύσκολη αποστολή, καθώς και σημαντική. Ο πρεσβευτής θα έπαιρνε 300 δουκάτα τον μήνα για τούς πρώτους έξι μήνες και στη συνέχεια 150 τον μήνα, χωρίς υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού για τον τρόπο με τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει τα κονδύλια αυτά. Σε προγενέστερους πρεσβευτές στην Αίγυπτο είχε επιτραπεί να έχουν δεκατρία στόματα να θρέψουν (bocche), αλλά στην περίπτωση αυτή ο πρέσβης θα έχει ακολουθία είκοσι ατόμων. Τη δαπάνη τής μετάβασής του στην Αίγυπτο θα την κάλυπτε το κράτος. Το πρόσωπο που θα εκλεγόταν στο αξίωμα έπρεπε να φύγει αμέσως. Η άρνηση να αποδεχτεί την εκλογή του συνεπαγόταν το συνηθισμένο βαρύ πρόστιμο. Ούτε ο πρέσβης, ούτε κανένα μέλος τής ακολουθίας του μπορούσαν να εμπλακούν σε οποιοδήποτε είδος εμπορίου στη διάρκεια ολόκληρης τής αποστολής, επί ποινή 1.000 δουκάτων για κάθε παραβίαση αυτής τής απαγόρευσης, η οποία ήταν σχεδιασμένη για την προφύλαξη τής αξιοπρέπειας των αντιπροσώπων τής Δημοκρατίας από την κατηγορία τού μεταπρατισμού. Εκλέχτηκε ο Πιέτρο Μπάλμπι, αλλά αρνήθηκε τη θέση, οπότε εκλέχτηκε στη θέση του ο Ντομένικο Τρεβιζάν.153

Σε εύθετο χρόνο, όπως είχε υποσχεθεί ο Παρέδες και είχε ζητήσει ο σουλτάνος, ένας Γάλλος πρεσβευτής, ο Αντρέ λε Ρόυ, ήρθε όντως στην Αίγυπτο. Πρώην γραμματέας τού Λουδοβίκου ΙΒ’, φαίνεται ότι ήταν πρόσωπο περισσότερο ικανό παρά διακεκριμένο. Ο Ζαν Τενώ, φρουρός τής μονής των Κορδελιέρων στην Ανγκουλέμ, ταξίδεψε μαζί του από τη Βαλάνς, την πρωτεύουσα τού πάλαι ποτέ δουκάτου των Βαλεντινουά τού Τσέζαρε Βοργία, μέχρι τα Αιγκ-Μορτ και τελικά (με διάφορα διαλείμματα στο μακρύ ταξίδι) μέχρι την Αλεξάνδρεια, όπου έφτασαν στις 20 Φεβρουαρίου 1512. Ο Τενώ έχει αφήσει περιγραφή τής διαδρομής τους και των δικών του περιπετειών. Όταν τούς χορηγήθηκε άδεια ασφαλούς διέλευσης, μπήκαν στο λιμάνι τής Αλεξάνδρειας, πέρα από το κάστρο τού Φαριγιόν, «που ονομάστηκε έτσι από τον πύργο τού Φάρου, που ήταν κάποτε ένα από τα επτά θαύματα τού κόσμου» (ainsi nommé pour la tour de Pharus, qui jadis estoit nombrée entre les sept merveilles du monde), τον αρχαίο φάρο τού Πτολεμαίου Β’. Οι Λε Ρόυ και Τενώ βγήκαν στη στεριά στις 3 Μαρτίου και τούς υποδέχθηκε με χαρά ο «ναύαρχος» τής Αλεξάνδρειας, ο οποίος εξέφρασε τη χαρά τού σουλτάνου που ένας τόσο μεγάλος ηγεμόνας, όπως ο βασιλιάς τής Γαλλίας, «που έχει υποτάξει όλες τις Ιταλίες» (qui avoit subjugue toutes les Italies), είχε στείλει πρεσβευτή του στην Αίγυπτο. Ο ναύαρχος έλεγε επίσης «ότι είμασταν τόσο ασφαλείς, σαν να βρισκόμασταν στη Γαλλία».

Αφού ο Αντρέ Λε Ρόυ ευχαρίστησε τον ναύαρχο για αυτού τού είδους την υποδοχή «περισσότερες από πενήντα χιλιάδες φορές», οι Γάλλοι οδηγήθηκαν στο σπίτι τού Φελίπε ντε Παρέδες, όπου είχε ετοιμαστεί περίτεχνο συμπόσιο με νόστιμα ψάρια, γλυκά, φρούτα και εκλεκτά κρασιά. Παρέμειναν στην Αλεξάνδρεια μέχρι τις 18 Μαρτίου, ενώ ο Τενώ περιηγούνταν την πόλη, επισημαίνοντας ότι

αν και η Αλεξάνδρεια είναι πολύ όμορφη, λαμπερή και με ισχυρά τείχη, εσωτερικά είναι όλη κατεστραμμένη, γιατί από την εποχή που ένας βασιλιάς τής Κύπρου [ο Πέτρος Α’ των Λουζινιάν τον Οκτώβριο τού 1365]154 την κατέστρεψε, ποτέ δεν ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου και δεν υπάρχουν περισσότερα από δύο χιλιάδες σπίτια σε αυτήν.

Την Πέμπτη 18 Μαρτίου (1512), λίγο μετά το μεσημέρι, οι Γάλλοι έφυγαν από την Αλεξάνδρεια, συνοδευόμενοι από δύο Μαμελούκους. Μέρος των αποσκευών τους πήγε δια ξηράς, μέρος από το νερό. Δώρα που προορίζονταν γα τον σουλτάνο, κρασιά, χρηματοκιβώτια, υφάσματα, γούνες και άλλα πράγματα, μεταφέρθηκαν από το νερό στον Νείλο μέχρι το Κάιρο. Έπρεπε κανείς να πληρώνει φόρο δεκατριών δουκάτων «για κάθε βαρέλι κρασιού που έφερνε στο Κάιρο, «εκτός από εκείνο των πρέσβεων και τής ακολουθίας τους, για το οποίο δεν καταβάλλεται τίποτε». Ο Τενώ έμπασε λαθραία τέσσερα βαρέλια. Έδωσε μέρος τού κρασιού στους θρησκευτικούς τής Ιερουσαλήμ, «που βρίσκονταν φυλακισμένοι στο Κάιρο» (estans en prison au Cayre), ενώ το υπόλοιπο το πούλησε με κέρδος. Πολύ πιθανόν ήπιε αρκετό και ο ίδιος. Μπήκαν στο Κάιρο στις 25 Μαρτίου, «μέρα τής Παναγίας μας» (jour de Nostre Dame), ημέρα κατά την οποία (λέει ο Τενώ), η γαλλική εκκλησία ξεκινούσε το νέο έτος 1512. Αφού τούς συνάντησε άλλος «ναύαρχος», που ήρθε με Μαμελούκους, άλογα και γαϊδούρια για να τούς βοηθήσει, οδηγήθηκαν στα καταλύματα που τούς είχε διαθέσει ο σουλτάνος. Ύστερα από ανταλλαγή δώρων, ο σουλτάνος χορήγησε στον Λε Ρόυ την πρώτη ακρόαση στις 28 Μαρτίου, «που ήταν Δευτέρα».

Ενώ ο Αντρέ λε Ρόυ ξεκινούσε τη δουλειά του, ο Τενώ παρατηρούσε τη γη και τούς ανθρώπους της, πήγε στο μοναστήρι τής Αγίας Αικατερίνης, «που βρίσκεται στα πόδια τού όρους Σινά» (qui est au pied du Mont Sinay) και στη συνέχεια επέστρεψε στο Κάιρο. O Τενώ σύντομα προχώρησε προς την Ιερουσαλήμ και τούς Αγίους Τόπους και επέστρεψε στο Κάιρο, όπου είδε και πάλι τον Λε Ρόυ. Προφανώς όμως ήξερε ελάχιστα για τις λεπτομέρειες τής αποστολής τού πρέσβη. Σε κάθε περίπτωση, λίγα μάς λέει.155

Ο Τενώ επισημαίνει βέβαια ότι ο λε Ρόυ ασχολούνταν με τον σουλτάνο για «την ειρήνη ανάμεσα σε εκείνον και τούς Ιππότες τής Ρόδου» (la paix entre luy et messieurs de Rhodes), την ελευθερία των προσκυνητών και των εμπόρων, καθώς και την επιστροφή των μοναχών στους Αγίους Τόπους. Σύμφωνα με τον Τενώ, ο Καταλανός πρόξενος Παρέδες, τον οποίον ο Λε Ρόυ έπαιρνε μαζί του ως διερμηνέα, μιλούσε στον σουλτάνο τόσο για τις δικές του υποθέσεις, όσο και για τις υποθέσεις τής Εκκλησίας και τού κοινού καλού. Η γαλλική αποστολή ρίχτηκε επίσης στη σκιά από την πολύ πιο υπέροχη ενετική πρεσβεία, με επικεφαλής τον επιδέξιο Ντομένικο Τρεβιζάν, η οποία μπήκε στο Κάιρο στις αρχές Μαρτίου και έφυγε στις αρχές Αυγούστου (1512).156

Τον Λε Ρόυ δεν βοήθησαν οι ζοφερές ειδήσεις τής μάχης τής Ραβέννας και τού θανάτου τού Γκαστόν ντε Φουά, που έφτασαν στην Αίγυπτο ενώ ο ίδιος και ο Τενώ βρίσκονταν ακόμη στο βασίλειο τού σουλτάνου.157 Δεν κατόρθωσε να πετύχει την επιστροφή από τούς Ιωαννίτες των σκαφών των Μαμελούκων, που είχαν καταληφθεί δύο χρόνια πριν (τον Αύγουστο τού 1510). Όμως με κάποια βοήθεια από τον Παρέδες ο λε Ρόυ πέτυχε όντως την ανανέωση ορισμένων εμπορικών και εκκλησιαστικών εγγυήσεων και προνομίων, που χορήγησε ο Κανσούχ αλ-Γκούρι στους Γάλλους και τούς Καταλανούς (στις 23 Αυγούστου 1507) και που επιβεβαιώθηκαν αργότερα από τον Σουλεϊμάν Α’ (στις 20 Σεπτεμβρίου 1528).158 Ο Ντομένικο Τρεβιζάν και το επιτελείο του στεγάζονταν κοντά στο Φρούριο στο Κάιρο, ενώ ο Λε Ρόυ σχεδόν δύο μίλια μακριά. Παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε έρθει από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο με «εξαιρετική συντροφιά ανδρών από το πλοίο του», οι περισσότεροι από αυτούς είχαν επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, ύστερα από το οποίο ο Λε Ρόυ δεν τολμούσε να βγει έξω από το σπίτι του, ώστε ο ίδιος και οι συνοδοί του να μην υποφέρουν από τη σύγκριση με τη διπλωματική πομπή από τη Βενετία.159

Αν η αποστολή τού Λε Ρόυ δεν υπήρξε πλήρης αποτυχία, εκείνη τού Ντομένικο Τρεβιζάν υπήρξε τεράστια επιτυχία. Παρά τις μειούμενες ποσότητες μπαχαρικών που εισέρρεαν στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, το αιγυπτιακό εμπόριο (όπως μάς υπενθυμίζει συνεχώς ο Τζιρολάμο Πριούλι) ήταν πρωταρχικής σημασίας για τη Βενετία. Δεδομένου ότι οι Καταλανοί έκαναν καλές δουλειές στην επικράτεια τού σουλτάνου, οι Ενετοί δεν ήθελαν και πρόσθετη αντιπαλότητα από τούς Γάλλους. Αρκετά παραδόξως, παρά το γεγονός ότι τέθηκε σε τρομερό κίνδυνο από την Ένωση τού Καμπραί, η Βενετία ήταν σχεδόν τυχερή, που ο Γάλλος βασιλιάς και η γαλλική αριστοκρατία επέμεναν στις ιταλικές φιλοδοξίες τούς και κρατούσαν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω στους στρατούς τους. Αν είχαν τη φιλοδοξία για ναυτική υπεροχή, οι Ενετοί και οι Καταλανοί θα αγωνίζονταν σκληρά για να επιβιώσουν. Αλλά τότε η ιπποσύνη πήγαινε πάντοτε με το άλογο, όχι με τη γαλέρα.

Στις 17 Νοεμβρίου 1511 ο Τρεβιζάν εκλέχτηκε με μεγάλη πλειοψηφία στη Γερουσία, να πάει ως «ρήτορας» τής Δημοκρατίας στην Αίγυπτο.160 Σύμφωνα με τη (μυστική) αποστολή, την οποία πήρε ο Τρεβιζάν από το Συμβούλιο των Δέκα στις 30 Δεκεμβρίου (1511), αν ο σουλτάνος έθετε το ζήτημα των καταστροφικών συνεπειών «της ναυσιπλοΐας των Πορτογάλων στην Ινδία» (la navigation de’ Portogallesi ne la India), έπρεπε να συμφωνήσει ότι σίγουρα θα ήταν καλό να καταστραφεί το εμπόριο μπαχαρικών μεταξύ Ινδίας και Πορτογαλίας. Ο σουλτάνος, όμως, ίσως ζητούσε από τη Σινιορία να στείλει στην Αίγυπτο τεχνίτες για την κατασκευή πυροβολικού και πλοίων, καθώς και προμήθεια κουπιών, λογχών «και άλλων πραγμάτων αυτού τού είδους». Ο Τρεβιζάν έπρεπε τότε να πει ότι αυτό βρισκόταν εκτός ορίων, απαγορευόταν από τούς νόμους τής χριστιανοσύνης. Επίσης τώρα που είχε διαλυθεί η Ένωση τού Καμπραί, η Βενετία είχε γίνει σύμμαχος τού πάπα, «της κεφαλής των χριστιανών» (capo de’ Christiani), καθώς και των βασιλέων τής Ισπανίας και τής Αγγλίας. Η προσβολή τού πάπα και των χριστιανών βασιλέων μπορούσε να οδηγήσει στον αφανισμό τής Βενετίας. Ο Τρεβιζάν έπρεπε να εξηγήσει ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε χρησιμοποιήσει, ως μία από τις βάσεις τής αντι-ενετικής Ένωσης, την απροθυμία τής Σινιορίας να ενταχθεί σε Ένωση των χριστιανών ηγεμόνων, που θα αναλάμβανε εκστρατεία εναντίον των μουσουλμάνων.161

Ο Τρεβιζάν πήρε κι άλλο έγγραφο αποστολής, που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη Λεονάρντο Λορεντάν και εγκρίθηκε από τη Γερουσία την επόμενη μέρα (31 Δεκεμβρίου). Έπρεπε να εκφράσει προς τον σουλτάνο τη λύπη τής Σινιορίας, που δεν είχε στείλει πρεσβευτή στην Αίγυπτο για κάποιο διάστημα, εξηγώντας ότι η Βενετία είχε μπλέξει σε «πολύ μεγάλα προβλήματα» (grandissimi travagli) επί τρία χρόνια, «λόγω τής δολιότητας τού βασιλιά τής Γαλλίας». Για δέκα χρόνια ο Λουδοβίκος ΙΒ’ είχε υπάρξει σύμμαχος τής Βενετίας, «έχοντας πάρει από εμάς αμέτρητα οφέλη» (havendo ricevuto da nui infiniti beneficii), αλλά παρακινούμενος από σφοδρή επιθυμία για εξουσία, είχε παραβιάσει τη νομιμοφροσύνη του προς τη Σινιορία, σχηματίζοντας συμμαχία με άλλους ηγεμόνες, για να αυξήσει τις εδαφικές του κτήσεις σε βάρος τής Δημοκρατίας. «Και παρά το γεγονός ότι, για να πούμε την αλήθεια, έχουμε υποστεί αρκετές απώλειες, παρ’ όλα αυτά με θεϊκή βοήθεια έχουμε τόσο υπερασπιστεί τον εαυτό μας, ώστε τώρα οι απώλειές μας έχουν αποκατασταθεί με έξοχο τρόπο, ενώ ελπίζουμε ότι κάθε μέρα οι υποθέσεις μας θα βελτιώνονται ακόμη περισσότερο». Ο Λουδοβίκος, που ήθελε τη δυστυχία τής Βενετίας, σύντομα θα έπαιρνε με τη βοήθεια τού Θεού αυτό που τού άξιζε, «γιατί, όπως γράψαμε στην εξοχότητά του πριν από λίγο καιρό, στις 4 τού περασμένου Οκτωβρίου, γίνονται διαπραγματεύσεις για διαρκή ένωση στη Ρώμη, μεταξύ τού ανώτατου ποντίφηκα, των γαληνοτάτων βασιλέων τής Ισπανίας και τής Αγγλίας και τής Σινιορίας μας».

Τα παπικά, ισπανικά και ενετικά στρατεύματα βρίσκονταν ήδη στο πεδίο. Αγγλικά στρατεύματα θα ενώνονταν μαζί τους σύντομα. Οι Ελβετοί, «άγριος λαός και γείτονες τού Μιλάνου» (populi ferocissimi ei vicini a Milano), βρίσκονταν ήδη στην πορεία εναντίον τού δουκάτου τού Μιλάνου τού Λουδοβίκου ΙΒ’. Ο Γάλλος βασιλιάς είχε κάνει το όνομά του απεχθές παντού, λόγω τής υπεροψίας του και τής αλαζονικής φιλοδοξίας του να πετύχει «παγκόσμια μοναρχία». Όλα αυτά μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί η Σινιορία είχε καθυστερήσει να στείλει πρεσβευτή στην Αίγυπτο. Αλλά στέλνοντας τον Τρεβιζάν, έναν από τούς «μεγαλύτερους γερουσιαστές μας» (i primarii senatori nostri), αυτός ήταν όντως επίτροπος τού Αγίου Μάρκου, επανόρθωναν και έδειχναν την αγάπη και την εκτίμηση που ένιωθαν για τον σουλτάνο, με τον οποίο ήθελαν να διατηρήσουν «διαρκή ενότητα και σύνδεση» (perpetua unione et conjunctione). Επί αιώνες, σύμφωνα με το έγγραφο τής αποστολής τού Τρεβιζάν, οι πολίτες και οι υπήκοοι τής Βενετίας είχαν συναλλαγές στις κτήσεις τής Εξοχότητάς του. Η Σινιορία ήθελε να συνεχίσει να το κάνει, με αύξηση και όχι αποκλιμάκωση τού εν λόγω εμπορίου.

Οι εχθροί τής Βενετίας δυσφημούσαν τούς πολίτες και τούς υπηκόους της στην αυλή τού σουλτάνου. Η Σινιορία ήταν απογοητευμένη, εξοργισμένη από το γεγονός. Η σημασία των Ενετών εμπόρων για την Αίγυπτο και τη Συρία ήταν γνωστή. Χρόνο με τον χρόνο έφερναν στο βασίλειο τού σουλτάνου «χρυσό, ασήμι, χαλκό, κασσίτερο, μόλυβδο, μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, λάδι, φρούτα και με λίγα λόγια οτιδήποτε χρειάζεται η χώρα του». Δεν γινόταν αναφορά στο σίδερο, η εξαγωγή τού οποίου προς μουσουλμανικές χώρες είχε από καιρό απαγορευτεί από την Αγία Έδρα. Οι Ενετοί έμποροι εξήγαγαν μπαχαρικά και άλλα αγαθά, προς αμοιβαίο όφελος και κέρδος των υπηκόων τής βασιλικής του εξοχότητας και δικό τους. Κάθε φορά που σταματούσε το εμπόριο, υφίσταντο ζημιά και οι δύο πλευρές. Άραγε ποιοι ήσαν οι ανταγωνιστές τής Βενετίας και τι ήσαν αυτοί; Ο σουλτάνος έπρεπε να τούς θεωρεί κουρσάρους, όπως ήσαν, που μερικές φορές επιχειρούσαν ακόμη και μέσα στο λιμάνι τής Αλεξάνδρειας, αρπάζοντας Μαυριτανούς εμπόρους κατά μήκος των ακτών και πουλώντας τους στη Ρόδο για τριάντα ή σαράντα χιλιάδες δουκάτα. Υπήρχαν πράγματι Λατίνοι έμποροι-κουρσάροι στη Μεσόγειο και οι Ιωαννίτες Ιππότες (με τον Γάλλο μεγάλο τους μάγιστρο) διατηρούσαν σκλαβοπάζαρο στη Ρόδο.

Η αλληλογραφία μεταξύ Βενετίας και Πέρση σούφι αποτελούσε απλώς ανταλλαγή φιλοφρονήσεων σύμφωνα με τη Σινιορία και σε καμία περίπτωση δεν κατευθυνόταν εναντίον τού σουλτάνου, τού αγαπημένου φίλου τής Βενετίας για τόσο πολλά χρόνια. Ακόμη και όταν οι Ενετοί έμποροι δεν μπορούσαν να εξάγουν πιπέρι από τη χώρα τού σουλτάνου, είχαν αντισταθεί σε όλες τις προσκλήσεις να πάνε στην αγορά τής Λισαβώνας. Μάλιστα υπήρχε και νόμος που τούς απαγόρευε να το κάνουν. Τη στιγμή που θα έφτανε ο Τρεβιζάν στην αυλή των Μαμελούκων, αναμενόταν ότι οι ενετικές γαλέρες τού αλεξανδρινού δρομολογίου καθώς και εκείνου τής Βηρυτού θα είχαν φορτωθεί. Έπρεπε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των Ενετών προξένων και εμπόρων που ήσαν φυλακισμένοι στο Κάιρο, πράγμα που θα ήταν εύκολο, «όταν θα γνώριζε η εξοχότητά του ο σουλτάνος την ειλικρίνειά μας» (cognoscendo la Excellentia del signor Soldan la syncerita nostra). Δόθηκε στον Τρεβιζάν το κείμενο συνθήκης, που είχε συναφθεί μεταξύ τού Ταγρί Μπέρντι και τής Σινιορίας το 1507, επειδή η Βενετία ήθελε να δει να τηρείται κατά γράμμα (ad unguem) κάθε άρθρο τής συνθήκης. Έπρεπε να επικαλεστεί άγνοια των κυπριακών υποθέσεων, αλλά να διαβεβαιώσει τον σουλτάνο για την επιθυμία τής Δημοκρατίας να τον ικανοποιήσει και σε αυτό το ζήτημα. Δεδομένου ότι σε μια αποστολή, όπως εκείνη τού Τρεβιζάν, δεν μπορούσε να προβλεφθεί κάθε λεπτομέρεια και κάθε πρόβλημα, ενώ εκείνος δεν θα μπορούσε να συμβουλευτεί την κυβέρνησή του από τέτοια απόσταση, η Γερουσία τού έδινε σχεδόν απεριόριστη εξουσία (carte blanche), για να καταλήξει σε ειρηνική συμφωνία με τον σουλτάνο, συμβατή με τούς στόχους της, τούς οποίους γνώριζε.162

Ο Ντομένικο Τρεβιζάν έφυγε από τη Βενετία στις 22 Ιανουαρίου (1512) και πήγε στο νησί τής Ποβέλια, ακριβώς νότια τής Τζιουντέκκα, όπου τον περίμενε ο διοικητής γαλέρας Νανταλίνο Κονταρίνι. Η αναχώρησή του καθυστέρησε για τέσσερις ημέρες, επειδή οι κωπηλάτες κατέβηκαν σε απεργία για μεγαλύτερο μισθό, αλλά στις 26 τού μηνός απέπλευσε. Ήταν ευοίωνη αρχή. Παρά τη νέκρα τού χειμώνα, ο καιρός ήταν καλός εκείνη την εβδομάδα.163 Μαζί του ήσαν ο γιος του Μαρκ’ Αντόνιο και ο γραμματέας τού δόγη Αντρέα ντε Φραντσέσκι. Κάποιος Ζακκαρία Παγκάνι από το Μπελλούνο πήγε μαζί με τον Φραντσέσκι και έγραψε περιγραφή τού ταξιδιού στο Κάιρο και τής επιστροφής.164 Ο Σανούντο απέκτησε αντίγραφα δύο μακροσκελών επιστολών, τις οποίες έγραψε ο Μαρκ’ Αντόνιο προς τον αδελφό του Πιέτρο, η πρώτη από τις οποίες χρονολογείται στο Κάιρο τον Ιούλιο και η δεύτερη, γραμμένη στο ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα, χρονολογείται στον Χάνδακα στις 4 Σεπτεμβρίου 1512.165 Οι επιστολές τού Μαρκ’ Αντόνιο είναι ενδιαφέρουσες και πολύ κατατοπιστικές.

Ο Ζακκαρία Παγκάνι σκιαγραφεί το δρομολόγιο τού Τρεβιζάν και τής ακολουθίας του από λιμάνι σε λιμάνι και από τόπο σε τόπο, με σύντομα σχόλια για τις πόλεις και τα νησιά κατά μήκος τής διαδρομής. Βρήκε το Δυρράχιο σχεδόν ερημωμένο, την Κέρκυρα με πολλούς Εβραίους και τη Μεθώνη και την Κορώνη αραιοκατοικημένες, επειδή βρίσκονταν τώρα σε τούρκικα χέρια. Μάλιστα οι κάτοικοι τού Μοριά, λέει, είχαν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό την ιστορική χερσόνησο, λόγω των Τούρκων. Το Τσιρίγο (Κύθηρα) ήταν πλούσιο σε ζώα. Το Τσιριγόττο (Αντικύθηρα) ήταν φωλιά πειρατών. Ο Χάνδακας, όπου υπήρχαν κάποτε όμορφα σπίτια, κειτόταν σε ερείπια, λόγω τού καταστροφικού σεισμού τής 29ης Μαΐου 1508.166

Ο Τρεβιζάν και η ακολουθία του έφτασαν στην Αλεξάνδρεια στις 17 Απριλίου (1512). Εννέα δέκατα τής Αλεξάνδρειας, λέει ο Παγκάνι, βρίσκονταν σε ερείπια. Ο Χάνδακας δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της σε ρημαδιό. Οι χριστιανοί είχαν τρεις εκκλησίες στην Αλεξάνδρεια, ενώ υπήρχαν και δύο οβελίσκοι, όπως εκείνοι στον Άγιο Πέτρο τής Ρώμης. Κοντά στο τέλος τού μώλου βρισκόταν το Φαριγιόν, φρούριο με κανόνια που απέτρεπαν την έξοδο από το λιμάνι πλοίων που δεν είχαν πάρει την άδεια τού σουλτάνου να φύγουν. Τη μέρα μετά την άφιξή τους ο «ναύαρχος» τής Αλεξάνδρειας έστειλε στους Ενετούς, ως δώρο προς τον πρέσβη, άφθονα κοτόπουλα, αρνίσιο και χοιρινό κρέας, κοφίνια με ψωμί, καλάθια με λεμόνια, πορτοκάλια, γογγύλια, φρέσκα μπιζέλια και ραπανάκια. Στον αχθοφόρο που τα έφερε δόθηκε φιλοδώρημα τέσσερα δουκάτα.

Μετά το δείπνο τα μέλη τής συνοδείας τού Τρεβιζάν έδωσαν το δώρο τής Σινιορίας προς τον ναύαρχο, περίπου ογδονταέξι και μισό πήχεις χρυσοΰφαντου υφάσματος, μετάξι σε αποχρώσεις τού πορτοκαλί και τού ασημί και άλλα κόκκινα και πορφυρά υφάσματα. Ο δραγουμάνος που παρουσίασε τα υφάσματα στον ναύαρχο πήρε φιλοδώρημα είκοσι δουκάτα. Οι Ενετοί έφυγαν από την Αλεξάνδρεια στις 28 Απριλίου και κινήθηκαν ανεβαίνοντας την κοιλάδα τού Νείλου προς Κάιρο με είκοσι καμήλες, συναντώντας καθώς πλησίαζαν στην πόλη κάποιον Γιουνούς, αποστάτη χριστιανό από τη Βερόνα. Ο Γιουνούς είχε αντικαταστήσει ως επικεφαλής δραγουμάνος τού σουλτάνου τον Ταγρί Μπέρντι, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια και είχε ριχτεί στη φυλακή.167

Υπέροχα ντυμένος και με μεγάλο τελετουργικό, ο Ντομένικο Τρεβιζάν, συνοδευόμενος από Ενετούς εμπόρους καθώς και από τα μέλη τής ακολουθίας του, εισήλθε στο Κάιρο στις 7 Μαΐου (1512), προχωρώντας προς τα διαμερίσματά του στο καλύτερο μέρος τής πόλης. Την επόμενη μέρα ο Τρεβιζάν έλαβε δώρα από τον σουλτάνο, τρόφιμα πάλι, που περιλάμβαναν σαραντατέσσερα ζαχαρόψωμα, πέντε κανάτες με ινδικό μέλι, είκοσι χήνες, δύο σακκιά ρύζι, καθώς κι άλλο αρνίσιο κρέας και κοτόπουλα. Τη Δευτέρα 10 Μαΐου χορηγήθηκε στον Τρεβιζάν η πρώτη ακρόαση, που ήταν απλώς εθιμοτυπική συνάντηση και χαιρετισμός, αλλά όλα με τη δέουσα επισημότητα. Ο Παγκάνι έχει περιγράψει λεπτομερώς, βήμα προς βήμα, όλες τις πύλες και πόρτες από τις οποίες πέρασαν στο Φρούριο μέχρι να φτάσουν ενώπιον τού σουλτάνου. Οι Ενετοί είχαν διδαχτεί την εθιμοτυπία τής αυλής των Μαμελούκων. Ο Παγκάνι ήξερε ότι αποτελούσε σοβαρό αδίκημα να φτύσει ή να φυσήξει τη μύτη του κάποιος παρουσία τού σουλτάνου.

Πριν πάει στο Φρούριο, ο Τρεβιζάν είχε στείλει στον σουλτάνο εντυπωσιακή σειρά δώρων από τη Σινιορία: οκτώ χρυσοΰφαντους χιτώνες, δεκατέσσερις βελούδινους, εικοσιέξι μεταξωτούς, δύο από δαμασκηνό ύφασμα, καθώς και πολλούς άλλους υφασμένους με μετάξι και χρυσό, καθώς και πορφυρά και μωβ υφάσματα, όπως επίσης σαμούρια, ερμίνες και πλήθος γούνες από σκίουρο, για να μην αναφέρουμε πενήντα κεφάλια τυρί από την Πιατσέντσα. Η πραγματική παρουσίαση των δώρων έγινε αργότερα από τον ίδιο τον Παγκάνι και τον βερονέζο δραγουμάνο. Εξετάζοντας ένα προς ένα τα δώρα, ο γκριζομάλλης εύσωμος σουλτάνος εξέφρασε τη χαρά και την ικανοποίησή του για τα πράγματα που τού είχε στείλει η Σινιορία. Αλλά δήλωσε επίσης ότι ήταν ακόμη περισσότερο γοητευμένος από την πολύ μεγάλη αξιοπρέπεια τού Τρεβιζάν.168

Η δεύτερη ακρόαση τού Τρεβιζάν ήρθε το πρωί τής 12ης Μαΐου (1512). Ο Παγκάνι λέει ότι κράτησε δύο ώρες. Ο Μαρκ’ Αντόνιο τη θυμόταν ως «τρεις μεγάλες ώρες» (tre grosse hore). Και οι δύο αναφέρουν ότι ο Τρεβιζάν, όπως απαιτούσε το πρωτόκολλο, στεκόταν όρθιος σε ολόκληρη τη διάρκεια τής ακρόασης «με το καπέλο στο χέρι». Ο Κανσούχ αλ-Γκούρι και οι σύμβουλοί του είχαν ανησυχήσει με τις επιστολές τού σούφι προς τούς Ενετούς προξένους και τη Σινιορία, που ζητούσε πυροβολικό και στρατεύματα, τα οποία αυτοί φοβούνταν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον τής Συρίας. Ο Τρεβιζάν καθησύχασε τούς φόβους τους με πολλά λόγια σύμφωνα με τον Μαρκ’ Αντόνιο, «τα οποία θα έπαιρνε πολύ χρόνο να γράψω». Η Σινιορία ένιωθε για τον σουλτάνο τη στοργή που νιώθουν οι γιοι για τον πατέρα τους. Ο σουλτάνος τελικά δήλωσε ότι κατάλαβε ότι η Σινιορία δεν είχε ενεργήσει με δόλο. Ξαφνικά όμως στράφηκε προς τον Πιέτρο Ζεν, τον πρόξενο τής Δαμασκού, που ήταν παρών, και φώναξε: «Αυτός ο σκύλος ήταν έτοιμος να προδώσει το κράτος μου. Εξαιτίας του ήρθα σχεδόν σε ρήξη με τη Σινιορία!»

Η απλή θέα τού Ζεν προκαλούσε στον σουλτάνο μανία θυμού. Ο Τρεβιζάν προσπάθησε να υπερασπιστεί τον πρόξενο, αλλά η έξαψη τού σουλτάνου το καθιστούσε αδύνατο:

Πρέσβη, ξέρετε πώς έχει προκύψει αυτή η υπόθεση; Αν έχετε έρθει εδώ ως πρεσβευτής τής Σινιορίας και ως πρεσβευτής τής αλήθειας, θα σάς βλέπω και θα σάς ακούω πρόθυμα ανά πάσα στιγμή. Αν έχετε έρθει εδώ για να υπερασπιστείτε κλέφτες και εχθρούς μου, μη μείνετε πια στη χώρα μου! Για όνομα τού Θεού φύγετε και πάρτε μακριά μαζί σας τούς εμπόρους σας!

Αντιμέτωπος με τυφώνα, λέει ο Μαρκ’ Αντόνιο, ο πρεσβευτής άρχισε να κατεβάζει τα πανιά του:

Κύριέ μου, δεν έχω καμία δυνατότητα να γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο έχει συμπεριφερθεί αυτός ο πρόξενος, αλλά μπορώ να σάς διαβεβαιώσω για τη νομιμοφροσύνη και τη σταθερότητα τής στάσης τής Σινιορίας απέναντί σας. Αν βρείτε τα πράγματα διαφορετικά, πάρτε τη ζωή μου στα χέρια σας. Κάνετέ με ό,τι νομίζετε. Ίσως λόγω άγνοιας αυτός ο πρόξενος έχει διαπράξει κάποιο λάθος κατά τής εξοχότητάς σας. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι το έχει κάνει με κακή πρόθεση, γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο με τις επιθυμίες τής Σινιορίας. Κύριέ μου, αφήστε αυτόν τον πρόξενο στα χέρια μου. Θα τον πάω στη Βενετία. Η επιφανής Σινιορία θα κάνει την πιο ενδελεχή έρευνα για το θέμα αυτό. Αν διαπιστωθεί ότι έχει κάνει αυτό το λάθος από κακία, θα αποδοθεί τέτοια δικαιοσύνη, ώστε να καταλάβει ολόκληρος ο κόσμος την αγάπη τής Σινιορίας για εσάς. Αν συμφωνείτε, θα τον αλυσοδέσουμε.

Ο σουλτάνος ήθελε τη διαβεβαίωση τού Τρεβιζάν ότι η Σινιορία θα κόψει το κεφάλι τού Ζεν ή θα τον αφήσει να πεθάνει στη φυλακή ή τουλάχιστον θα τον εξορίσει από όλες τις πόλεις και τα εδάφη που ανήκαν στη Δημοκρατία. Ο Τρεβιζάν απάντησε ότι ένας πρεσβευτής δεν μπορούσε να δεσμεύει την κυβέρνησή του για καμία ποινή, χωρίς πρώτα να ακουστεί ο κατηγορούμενος. Ζήτησε να έχει την ευκαιρία να μιλήσει με τον Ζεν, για να μάθει τι είχε κάνει, που μπορούσε να είναι επιζήμιο για τούς Μαμελούκους. Σε αυτό ο σουλτάνος απάντησε, «Πάρτε τον στα καταλύματά σας».169 Δεν είναι παράξενο που ο Παγκάνι προσθέτει ότι όταν έφτασαν στα καταλύματά τους ήσαν σχεδόν νεκροί από κούραση.170

Ο σουλτάνος συμφώνησε ότι ο πρεσβευτής Τρεβιζάν έπρεπε να συζητήσει την υπόθεση τού Πιέτρο Ζεν με ορισμένα στελέχη τής αυλής των Μαμελούκων, πράγμα που έγινε, ενώ σε μια τέτοια συνάντηση, λέει ο Μαρκ’ Αντόνιο, «ο ρήτορας μίλησε θαυμάσια» (l’ orator parlo mirabilmente). Τελικά αποφασίστηκε ότι ο πρεσβευτής έπρεπε να εμφανιστεί ενώπιον τού σουλτάνου σε δημόσια ακρόαση. Έπρεπε να έρθει μαζί με τούς πρόξενους τής Δαμασκού και τής Αλεξάνδρειας, ενώ οι Ενετοί έμποροι στο Κάιρο έπρεπε επίσης να είναι παρόντες. Ο σουλτάνος θα διατύπωνε τις κατηγορίες του (querele) εναντίον τού Ζεν, τού πρόξενου τής Δαμασκού, ύστερα από τις οποίες ο πρέσβης θα έβαζε με το χέρι του μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό τού Ζεν και θα τον απομάκρυνε για μεταφορά στη Βενετία, έτσι ώστε η Σινιορία να μπορέσει να απονείμει δικαιοσύνη στην περίπτωσή του. Οι δύο Κύπριοι που είχαν συλληφθεί με τις επιστολές τού σούφι οδηγήθηκαν επίσης στην ακρόαση αλυσοδεμένοι. Ο σουλτάνος, παρασυρμένος από θυμό, φώναζε δυνατά: ο Τομμάζο Κονταρίνι, ο πρόξενος τής Αλεξάνδρειας, ήταν άνθρωπος τής ουσίας, αλλά ο Ζεν ήταν προδοτικός απατεώνας.

Εκφράζοντας δυσαρέσκεια για διαφόρους λόγους, ο σουλτάνος είπε ότι είχε δώσει εντολή στον «χότζα» του (coza) να συζητήσει διάφορα ζητήματα με τον πρέσβη. Οι ενετικές καταβολές τού φόρου υποτέλειας τής Κύπρου δεν ήσαν ικανοποιητικές. Ο σουλτάνος δήλωνε ότι είχε εξαπατηθεί. Οι απαιτήσεις του από το εμπόριο, οι παλιές πρακτικές των Μαμελούκων, δεν τηρούνταν, ούτε τηρούνταν (έλεγε) τα άρθρα που είχε διαπραγματευτεί το 1507 ο Ταγρί Μπέρντι με τη Σινιορία. Όσο για τον Ταγρί Μπέρντι, ήταν επίσης απατεώνας (ribaldo) και ο σουλτάνος επρόκειτο να αναθεωρήσει τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο Ταγρί Μπέρντι. Οι Ενετοί έπρεπε να συμμορφωθούν με τα αιγυπτιακά έθιμα ή να εγκαταλείψουν την επικράτεια τού σουλτάνου. Ο Τρεβιζάν ισχυριζόταν ότι είχε έρθει για να ενισχύσει τη φιλία που έδενε τη Βενετία με τούς Μαμελούκους «εκατοντάδες χρόνια τώρα» (da centenara de anni in qua). Και η ακρόαση τελείωσε με καλύτερα λόγια.

Ο Πιέτρο Ζεν οδηγήθηκε μακριά αλυσοδεμένος «και έχει εγκατασταθεί στο σπίτι τού πρέσβη από εκείνη τη μέρα μέχρι τώρα» (δηλαδή τον Ιούλιο τού 1512). Το σπίτι τού πρεσβευτή ήταν μεγάλο. Χωρούσε, λέει ο Μαρκ’ Αντόνιο, διακόσια άτομα. Εκατό «Φράγκοι», ως επί το πλείστον Ενετοί έμποροι, κατοικούσαν μαζί με τον πρέσβη, καθώς και ορισμένοι φτωχοί Έλληνες, που είχαν συλληφθεί από τούς Μαμελούκους στη θάλασσα. Η ζωή τού Ζεν είχε σωθεί.

Όταν στις 30 Ιουνίου (1512) ο Τρεβιζάν παρέλαβε επιστολές από τη Σινιορία, με ημερομηνία 20 Απριλίου, με ειδήσεις από τη μάχη τής Ραβέννας και την υποχώρηση των Γάλλων, επιδίωξε ακρόαση από τον σουλτάνο, ο οποίος εξέφρασε τη χαρά του για την επιτυχία τής Βενετίας και των συμμάχων της. Για μια ακόμη φορά ο Τρεβιζάν έδωσε πλήρη διαβεβαίωση τής ενετικής αφοσίωσης και αγάπης προς τον σουλτάνο, παρακινώντας τον τελευταίο να δηλώσει: «Είσαι πρεσβευτής τής αλήθειας και άνθρωπος σοφότατος. Είσαι ένας από εκείνους που κυβερνούν το κράτος σας…» (Tu è ambasador di verità è homo sapientissimo, tu è un de quei che governa el tuo stado…)171

Στη δεύτερη επιστολή του (από τον Χάνδακα στις 4 Σεπτεμβρίου 1512) ο Μαρκ’ Αντόνιο Τρεβιζάν πληροφορούσε τον αδελφό του για την αναχώρηση τού πατέρα τους από το Κάιρο στις 2 Αυγούστου. Έστελνε επίσης τα ευχάριστα νέα ότι οι Ενετοί πρόξενοι Ζεν και Κονταρίνι και όλοι οι Ενετοί έμποροι και υπήκοοι είχαν απελευθερωθεί, «και το έθνος μας είναι και πάλι πίσω πάλι στην καλή χάρη τής (βασιλικής) εξοχότητάς του». Αφού σταμάτησε στην Κύπρο και τη Ρόδο, ο πρέσβης Τρεβιζάν έφτασε στον Χάνδακα το πρωί τής 4ης Σεπτεμβρίου και ο Μαρκ’ Αντόνιο πήρε αμέσως την πέννα στο χέρι. Ήταν σκληρό ταξίδι, με αντίθετους ανέμους «και βρίσκεται σε φρικτή κατάσταση» (che è stato cossa terribele). Η γαλέρα τους χρειαζόταν εκτεταμένη επισκευή.

Ο Μαρκ’ Αντόνιο περιγράφει τις δύσκολες διαπραγματεύσεις με τούς αξιωματούχους τού σουλτάνου. Οι Ενετοί είχαν προσφερθεί να πληρώνουν 2.000 δουκάτα τον χρόνο, για να καλύψουν τις τρεις επόμενες εμπορικές περιόδους φόρτωσης (mude), σε αντάλλαγμα για την εγγύηση (per el cotimo) ότι κανένας Ενετός έμπορος δεν θα υποχρεωνόταν να αγοράσει πιπέρι «ούτε από τον χότζα, ούτε από οποιονδήποτε άλλον», αν θεωρούσε την τιμή υπερβολική. Αυτό σήμαινε επίσης ότι δεν θα επιβαλλόταν η ανταλλαγή εμπορευμάτων. Οι Μαμελούκοι αξιωματούχοι ζητούσαν 10.000 δουκάτα για τέτοια ελευθερία εμπορίου. Οι Ενετοί αρνούνταν και η «λογομαχία» συνεχιζόταν για έξι βδομάδες. Τελικά ο χότζας συμφώνησε στα 4.000 δουκάτα τον χρόνο για τρεις περιόδους φόρτωσης (mude), αλλά ο σουλτάνος επέμενε ακόμη ότι έπρεπε να είναι δέκα χιλιάδες. Δεδομένου όμως ότι ενέκρινε τόσο τον πρέσβη, ο σουλτάνος θα διαιρούσε το ποσό αυτό στο μισό, «5.000 δουκάτα για τις τρεις προσεχείς περιόδους φόρτωσης τον χρόνο» (ducati 5.000 per 3 mude proxime a l’ anno). Μέχρι να περάσουν οι επόμενες τρεις περίοδοι φόρτωσης (mude), ο σουλτάνος έλπιζε να έχει πετύχει τέτοια νίκη επί των Πορτογάλων στον Ινδικό Ωκεανό, που το πιπέρι θα επέστρεφε στην παλιά του τιμή των 80 δουκάτων ανά φορτίο (sporta).

Ο Ντομένικο Τρεβιζάν και οι έμποροι σύμβουλοί του συμφώνησαν και έτσι έγιναν βήματα προς την κατάρτιση νέας συνθήκης στα «άρθρα τής Αλεξάνδρειας» (capitoli di Alexandria). Οι Ενετοί καθώς και οι Μαμελούκοι αξιωματούχοι διαπραγματεύονταν αιτήματα και παραχωρήσεις, με τον Τρεβιζάν να επιμένει ότι «οι έμποροί μας πρέπει να μπορούν να πωλούν σε όποιον θέλουν και να αγοράζουν από όποιoν θέλουν». Σε γενικές γραμμές, λέει ο Μαρκ’ Αντόνιο, τα άρθρα τής νέας συνθήκης αναδιατυπώθηκαν τόσο, που οι απαιτήσεις έγιναν εκείνες που ήσαν στις ημέρες τού Καϊτμπέη, τού Μαμελούκου σουλτάνου Αιγύπτου και Συρίας από το 1468 μέχρι το 1496. Μεγάλο παζάρι είχε προφανώς γίνει για «μικροπράγματα μικρής σημασίας» (buzzare . . . di pocho momento), αλλά τουλάχιστον είχε γίνει, «και αν τηρήσουν αυτά που έχουν υποσχεθεί, θα μπορεί κανείς να κάνει δουλειές με καλή καρδιά».

Ο σουλτάνος επέτρεπε τώρα στους μοναχούς τής Ιερουσαλήμ να επιστρέψουν στα μοναστήρια τους, στις ενετικές γαλέρες προσκυνητών να επαναλάβουν τα ταξίδια τους στους Αγίους Τόπους, ενώ ο Πανάγιος Τάφος θα ξανάνοιγε σε εύθετο χρόνο. Οι καλόγεροι έσπευσαν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ, «όμορφη παραχώρηση, την οποία είχαν αρνηθεί στον Γάλλο πρεσβευτή». Ο Μαρκ’ Αντόνιο θεωρούσε τον σουλτάνο αλαζονικό και φιλάργυρο, χολερικό και αδαή. Για να τον αντιμετωπίσει κανείς χρειαζόταν πολλή σύνεση, ποιότητα που ο πρεσβευτής Τρεβιζάν διέθετε και η οποία τού επέτρεψε να κερδίσει την αποδοχή τού σουλτάνου, όπως προφανώς είχε γίνει με λίγους απεσταλμένους. Όταν ο Τρεβιζάν πήγε στο Φρούριο για την τελευταία ιδιωτική ακρόαση αποχαιρετισμού, ο σουλτάνος τού μίλησε με εγκαρδιότητα «και με χειρονομίες έδειξε σημάδια αγάπης, όπως μπορεί να κάνει κάποιος χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα». Μάλιστα άπλωσε το χέρι του προς τον Τρεβιζάν, όπως δεν έκαναν ποτέ οι βασιλείς, ενώ σε συναισθηματική έκρηξη ο πρεσβευτής έπεσε στα πόδια τού σουλτάνου και φίλησε τον μανδύα του.

Αξιοποιώντας τη συγκίνηση τής στιγμής ο Τρεβιζάν έθεσε το ζήτημα τού Πιέτρο Ζεν. Ο αρχοντικός Κανσούχ αλ-Γκούρι είπε τότε ότι τού είχαν πει ότι ο Τρεβιζάν είχε πάει ως πρεσβευτής σε πολλούς άρχοντες και είχε πάντοτε επιστρέψει στην πατρίδα του ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα τής αποστολής του. «Θέλω να φύγεις από εδώ», δήλωσε, «περισσότερο ικανοποιημένος στην καρδιά απ’ όσο ήσουν ποτέ με οποιονδήποτε άλλον άρχοντα. Σού κάνω δώρο τον πρόξενο τής Δαμασκού ως σκλάβο σου. Κάνε ό,τι θέλεις για να καθορίσεις τη μοίρα του, η οποία εξαρτάται πια από σένα και μόνο!» Ο Τρεβιζάν φίλησε το έδαφος μπροστά από τον σουλτάνο «με τον τρόπο των Μαυριτανών» (al modo de’ Mori), για να τον ευχαριστήσει για τη γενναιοδωρία του, γιατί ο σουλτάνος συγχωρούσε τώρα τον Ζεν, επιτρέποντάς του να γυρίσει στην αυλή και να φιλήσει το έδαφος στα βασιλικά του πόδια.

Η τελετή τής συγχώρεσης πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου (1512). Ολόκληρη η αυλή των Μαμελούκων ήταν παρούσα. Όλοι ήσαν πλούσια ντυμένοι. Μάλιστα ο πρέσβης Τρεβιζάν, οι πρόξενοι Ζεν και Κονταρίνι, ο γραμματέας Αντρέα ντε Φραντσέσκι και ο ίδιος ο Μαρκ’ Αντόνιο, φορούσαν και οι πέντε χιτώνες που τούς είχε δώσει ο σουλτάνος σε ασυνήθιστη επίδειξη φιλίας. Ήταν αναμενόμενο ότι ένας πρεσβευτής θα έπαιρνε τέτοιο δώρο. Θα φορούσε τον χιτώνα στην τελευταία δημόσια ακρόασή του από τον σουλτάνο (el zorno del vestir di l’ orator). Αλλά το να πάρουν ο πρεσβευτής και τέσσερα μέλη τής ακολουθίας του τούς αποχαιρετιστήριους χιτώνες φαινόταν στους Μαμελούκους, λέει ο Μαρκ’ Αντόνιο, «μεγάλη τιμή» (tropo honor), πάρα πολύ μεγάλη τιμή. Όταν ο Ζεν υποκλίθηκε μπροστά του, ο Κανσούχ αλ-Γκούρι είπε ότι τον συγχωρεί «από αγάπη για τον πρεσβευτή» (per amor di l’ ambasador). Έδωσε επίσης άδεια στον Ζεν να επιστρέψει στη Δαμασκό, για να βάλει σε τάξη τα χαρτιά του «σχετικά με το προξενείο». Και όταν η ενετική πρεσβεία έφυγε από το Κάιρο στις 2 Αυγούστου για τη Νταμιέττα, ο Ζεν πήγε μαζί τους, παίρνοντας αμέσως πλοίο για την Αμμόχωστο, «για να πάει στη Δαμασκό».172

Τέτοιο ήταν το υπόβαθρο τής εμπορικής συνθήκης που διαπραγματεύτηκε ο Ντομένικο Τρεβιζάν με την αιγυπτιακή αυλή τον Ιούλιο τού 1512, τής τελευταίας επίσημης συμφωνίας που θα γινόταν μεταξύ Σινιορίας και Μαμελούκων,173 γιατί (και θα επιστρέψουμε σε αυτό σε επόμενο κεφάλαιο) ο αλ Κανσούχ Ασράφ αλ-Γκούρι είχε μπροστά του μόνο τέσσερα χρόνια ζωής και εξουσίας. Βρισκόταν ενόψει η τουρκική κατάκτηση τής Συρίας και τής Αιγύπτου. Σίγουρα η περιγραφή τής ενετικής πρεσβείας τού 1512 από τον Ζακκαρία Παγκάνι και πάνω απ’ όλα οι δύο επιστολές τού Μαρκ’ Αντόνιο Τρεβιζάν, που διηγούνται τη διπλωματική επιτυχία τού πατέρα του με τον Κανσούχ αλ-Γκούρι, μάς προσφέρουν μια από τις πληρέστερες από οποιαδήποτε άλλη πηγή τής εποχής και πιο εκ τού πλησίoν απόψεις για την αυλή των Μαμελούκων.

Η δεκαετία τής εξουσίας τού Ιουλίου Β’ επρόκειτο να είναι γεμάτη ένταση και αναστάτωση. Θα ξεφορτωνόταν σύντομα τον Τσέζαρε Βοργία, αλλά η ενετική κατοχή τής Φαέντσα, τού Ρίμινι και άλλων τόπων στη Ρομάνια προανήγγειλε πέλαγος προβλημάτων. Ως συνήθως οι πρεσβείες υπακοής αργούσαν να έρθουν. Τελικά στις 3 Οκτωβρίου 1504 απεσταλμένοι τού νέου μεγάλου μάγιστρου τής Ρόδου Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ έφτασαν στη Ρώμη, για να προσφέρουν υπακοή στον Ιούλιο Β’,174 πράγμα που έγινε στις 14 τού μηνός, όταν ο παπικός γραμματέας Σιγκισμόντο ντε Κόντι από το Φολίνιο, ιστορικός, νοτάριος και ποιητής, διάβασε τις επιστολές που υποβλήθηκαν από τούς απεσταλμένους στον πάπα.175 Ο μάγιστρος δεν είχε κατορθώσει να έρθει ο ίδιος στη Ρώμη για την τελετή, λεγόταν, επειδή είχε υποχρεωθεί να πάει απευθείας από την Αβινιόν στη Ρόδο, για να φροντίσει για τούς πολλούς κινδύνους που απειλούσαν το νησί και το Τάγμα, στο οποίο είχαν μόλις επιτεθεί οι Τούρκοι με απώλεια πολλών Ιπποτών. Ο πάπας προτρεπόταν να ξεκινήσει «ένδοξη και αναγκαία επιχείρηση κατά των απίστων» (gloriosa e necessaria impresa contro infideli)», αλλά ενώ αναγνώρισε την υπακοή των Ιπποτών, ο Ιούλιος λίγα είχε να πει για τη σταυροφορία.176

Τα αρχεία τής αλληλογραφίας τής Ενετικής Γερουσίας και τού Αντόνιο Τζουστινιάν κατά τη διάρκεια τού φθινοπώρου και των αρχών τού χειμώνα τού 1504 περιέχουν πολλά γεγονότα και φήμες αναφορικά με τις παπικές σχέσεις με την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, καθώς και με τις διαπραγματεύσεις των ίδιων των βασιλέων μεταξύ τους. Λιμός επικρατούσε στη Ρώμη και μάλιστα σε ολόκληρη την Ιταλία. Από τις αρχές Νοεμβρίου ψωμί πωλούνταν μόνο σε τέσσερα ή πέντε σημεία στη Ρώμη. Οι κακουχίες που επέβαλλε στους φτωχούς η φύση καθώς και μια ανάλγητη κυβέρνηση προκαλούσαν τη φρίκη τού Ενετού απεσταλμένου, «σκληρότητες τις οποίες ανατριχιάζω να γράψω» [(crudelitates) quas horresco scribere].177 Περιστασιακές αναφορές στους Τούρκους υπάρχουν στις επιστολές τού Τζουστινιάν,178 περιλαμβανομένου ενός σχεδίου κάποιου αδελφού Φραντσέσκο ντα Ραβέννα, ενός Δομινικανού, να δηλητηριάσει τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’.179 Ήδη από τις 25 Noεμβρίου (1504) ο Τζουστινιάν ήταν σε θέση να αναφέρει στην κυβέρνησή του σχέδια εισβολής στο ενετικό έδαφος «τριμερών στρατών» (tripartitis exercitibus) από τον Μαξιμιλιανό, τον Λουδοβίκο ΙΒ’, καθώς και από τον Ιούλιο Β’ με φλωρεντινή βοήθεια. Οι σύμμαχοι θεωρούσαν πιθανό ότι η Δημοκρατία θα στρεφόταν ενδεχομένως στην Ισταμπούλ για βοήθεια και σε περίπτωση που θα στελνόταν τουρκικός στρατός στην Ιταλία ή αλλού για να βοηθήσει τούς Ενετούς, οι τρεις χριστιανικοί στρατοί έπρεπε να είναι έτοιμοι να αντιταχθούν μαζί στους Τούρκους. Οι Σύμμαχοι πρότειναν να διαιρέσουν τα ενετικά εδάφη με τον εξής τρόπο: ο πάπας θα έπαιρνε τη Ρομάνια, ο βασιλιάς τής Γαλλίας το δουκάτο τού Μιλάνου και ορισμένες επιπλέον πόλεις, ο βασιλιάς των Ρωμαίων το Βένετο και το Φριούλι, περιοχές που παραδοσιακά ανήκαν στην αυτοκρατορία, ενώ ο δούκας τής Φερράρα και ο μαρκήσιος τής Μάντουα θα έπαιρναν πίσω ορισμένους τόπους, που η Βενετία είχε πάρει. Τέλος οι Φλωρεντινοί θα έπαιρναν την Πίζα.180 Είχαν ήδη τεθεί τα θεμέλια, πάνω στα οποία επρόκειτο να συγκροτηθεί η Ένωση τού Καμπραί.

Σε επιστολή τής 15ης Απριλίου 1505 ο Τζουστινιάν ειδοποιούσε την ενετική κυβέρνηση για την άφιξη στη Ρώμη γαλλικής πρεσβείας υπακοής. Υπήρχαν μόνο τρεις απεσταλμένοι, έλεγε, «ένας επίσκοπος, ένας ιππότης και ένα γιατρός, που είναι ο άρχοντας Μικέλε Ρίτσιο, ένας Ναπολιτάνος, ο οποίος θα κάνει την προσφώνηση. Εκτός από αυτούς υπάρχει κι άλλος ένας και παρόλο που τού δίνουν τη θέση απεσταλμένου, είναι απλώς γραμματέας». Κατά τη γνώμη τού Τζουστινιάν δεν είχαν κάνει καλή εμφάνιση, καθώς ήρθαν με πενήντα λερωμένους ιππείς και μόλις έντεκα άμαξες. Θα βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με την ενετική πρεσβεία, η οποία αναμενόταν σύντομα και για την οποία ετοιμάζονταν κατάλληλα καταλύματα στα σπίτια των Ορσίνι στο Μόντε Τζορντάνο.181

Η γαλλική τελετή υπακοής πραγματοποιήθηκε σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 21 Απριλίου, κατά την οποία ο Ισπανός πρεσβευτής στην Αγία Έδρα διαμαρτυρήθηκε για τις διαπιστευτήριες επιστολές των Γάλλων απεσταλμένων, που περιείχαν αναφορά στον Λουδοβίκο ΙΒ’ ως βασιλιά τής Νάπολης. Οι Γάλλοι απεσταλμένοι υποστήριξαν ότι ο Λουδοβίκος ήταν όντως βασιλιάς τής Νάπολης, γιατί η τρέχουσα «κατοχή χωρίς κράτηση» (possession seu detenzion) τού βασιλείου από τον Φερδινάνδο σε καμία περίπτωση δεν ακύρωνε τα δικαιώματα τού Λουδοβίκου σε αυτό. Ο Τζουστινιάν ήταν στην ευχάριστη θέση να αναφέρει στη Σινιορία αυτή τη διπλωματική σύγκρουση, στην οποία ο πάπας παρέμεινε ουδέτερος: «ο πάπας παρέμεινε σιωπηλός και δεν είπε λέξη ούτε για το ένα ούτε για το άλλο» (el Papa stette quieto e non disse parola ne per l’ un ne per l’ altro), αν και απέφυγε να αποκαλέσει τον Λουδοβίκο βασιλιά τής Νάπολης.182

Γράφοντας για τη γαλλική πρεσβεία υπακοής ο Σανούντο σημειώνει ότι «ο Ναπολιτάνος κύριος Μιτσιέλ Ρίτσο έκανε τη λατινική αγόρευση, η οποία ύστερα τυπώθηκε» (domino Michiel Rizo, neapolitano, fe la oration latina, la qual poi fo impresa),183 ενώ πράγματι η λατινική αγόρευση τού Ρίτσιο τυπώθηκε. Ήταν φυσικά πολύ ευλαβής. Οι βασιλείς και ηγεμόνες, έλεγε, όχι λιγότερο από τούς άλλους, πρέπει να σέβονται εκείνους που έχουν εξυψωθεί στο αξίωμα τού ανώτατου ποντίφηκα. Οι βασιλείς τής Γαλλίας το είχαν πάντοτε πράξει, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο τού «Χριστιανικότατου» βασιλιά. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’, βασιλιάς τής Γαλλίας, τής Ιερουσαλήμ και τής Σικελίας καθώς και δούκας τού Μιλάνου, δεν υστερούσε απέναντι σε κανέναν στην ευλάβειά του για την Αγία Έδρα, «ειδικά σε αυτή την ευτυχή υπόθεσή σας, μακαριότατε πατέρα» (presertim in hac felici assumptione tua, Pater beatissime). Όταν o Nαπολιτάνoς Ρίτσιο αναφέρθηκε στον Γάλλο βασιλιά ως «βασιλιά Σικελίας» (Sicilie rex), εκ των πραγμάτων (eo ipso) περιλάμβανε και τη Νάπολη. Απευθυνόμενος άμεσα στον Ιούλιο, όπως έκανε σε όλη την αγόρευσή του, ο Ρίτσιο δήλωνε:

Έχετε εξυψωθεί στην ανώτατη αρχιερατική διοίκηση, αφού υπηρετήσατε ως καρδινάλιος για περισσότερα από τριάντα χρόνια κάτω από τέσσερις ποντίφηκες, αφού αναλάβατε με αέναη προσπάθεια το φορτίο πολλών λεγατινών αποστολών και έχετε τόσο απορροφηθεί στις εκκλησιαστικές υποθέσεις, ώστε να μη μπορεί να σάς διαφύγει τίποτε από εκείνα που συγκροτούν ένα πραγματικό υπερασπιστή τής Εκκλησίας, ένα τέλειο ιερέα των αγίων ιεροτελεστιών και ένα μυαλωμένο ποιμένα. Με την ψήφο και την έγκριση των πατέρων έχετε αναδυθεί όχι μόνο ως ο διάδοχος τού Πέτρου τού πρίγκηπα (των Αποστόλων), αλλά ως διάδοχος τού δικού σας σοφού θείου, τού Σίξτου Δ’…

Σε κάθε βήμα τής διαδρομής, μέσα στη μακρόχρονη σταδιοδρομία του, κατά την κρίση καθενός ο Ιούλιος προοριζόταν να αναλάβει τη μεγαλύτερη ευθύνη. Είχε εκλεγεί με την ομόφωνη συναίνεση των πολλών πατέρων, «χωρίς τη διαφωνία κανενός» (nullo dissentiente), «πράγμα που συμβαίνει σε πολύ λίγους». Οι καρδινάλιοι είχαν σκεφτεί, όπως και ο ίδιος ο Ρίτσιο, ότι την κιβωτό τού Αγίου Πέτρου, χτυπημένη για χρόνια από τρικυμίες και σχεδόν βυθισμένη, σε κανένα δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν με μεγαλύτερη ασφάλεια από όση στον Ιούλιο. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ ήταν πάνω απ’ όλα ανήσυχος, να μάθει ο Ιούλιος από τον Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ, τον καρδινάλιο τής Ρουέν, πόση χαρά και ελπίδα είχε φέρει σ’ αυτόν η είδηση της εκλογής «εσάς ως υψηλότατου ιερέα, εσάς ως ανώτατου ποντίφηκα, εσάς ως ηγεμόνα των επισκόπων» (Tu enim sacerdos et summus, tu pontifex et maximus, tu princeps episcoporum). Βασιλείς και ηγεμόνες υποκλίνονταν μπροστά του. Είχε εξουσία πάνω σε όλους, είτε βρίσκονταν ψηλά είτε χαμηλά. Χειριζόταν και τα δύο σπαθιά. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για τον Ρίτσιο να δώσει την κατάλληλη έκφραση των συναισθημάτων του και εκείνων των άλλων. Αλλά τι άραγε θα μπορούσε να δώσει στον χριστιανικότατο βασιλιά, τούς ευγενείς του και τον λαό του περισσότερη ευχαρίστηση, από το γεγονός ότι ο αγαπημένος τους φίλος τόσων ετών θα έφτανε στην υψηλότερη θέση τής χριστιανοσύνης;

Ο βασιλιάς Λουδοβίκος δεν ήθελε τίποτε περισσότερο από την ένωση με την Αγία Έδρα και την αύξηση τής αληθινής πίστης «με εσάς ως ηγέτη, εσάς ως ποιμένα». Α, ναι, μπορούσε κανείς να συγχαρεί τούς Γάλλους, που είχαν πάπα τού οποίου τη σοφία και την επιείκεια, τη μεγαλοψυχία και την ευσέβεια ήξεραν τόσο καλά και θαύμαζαν τόσο πολύ. Με ευγενικές χειρονομίες προς τούς συναδέλφους του απεσταλμένους, ο Ρίτσιο πρόσφερε στον Ιούλιο την πλήρη υποστήριξη τού Λουδοβίκου ΙΒ’, «και κάθε αυτοκρατορία πρέπει να προσφέρει προς την Αγία Έδρα γη και θάλασσα» (et huic Sanctissime Sedi quicquid imperio terra marique habet offert). Ο Ρίτσιο κάλυψε ευρύ πεδίο, προτρέποντας ακόμη τον Ιούλιο να διατηρεί πάντοτε στο μυαλό του τη σταυροφορία «και να μην αφήνετε να περνά μέρα, στην οποία δεν θα δώσετε κάποια σκέψη σε επίθεση κατά τού εχθρού τού χριστιανικού ονόματος!»184

Στο μεταξύ γίνονταν διαπραγματεύσεις για «ένωση και ομόνοια» μεταξύ τού Λουδοβίκου ΙΒ’ και τού Μαξιμιλιανού, τού βασιλιά των Ρωμαίων, ο οποίος προσέβλεπε σε αυτοκρατορική στέψη στη Ρώμη. Αυτή η αποκαλούμενη ένωση ήταν ανησυχητική τόσο για τούς Ενετούς όσο και για τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας.185 Όταν ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Λούκα ντε Ρινάλντι βρισκόταν στη Βενετία τον Δεκέμβριο τού 1504, η Γερουσία τον προέτρεψε για την τήρηση από τον Μαξιμιλιανό κάποιας ενετο-ισπανικής συνεννόησης που ήταν προς το γερμανικό συμφέρον, γιατί «το μεγαλύτερο μέρος των υπηρετών τής αυτοκρατορικής του μεγαλειότητας νιώθουν άσχημα με το περιεχόμενο αυτής τής συμφωνίας που έχει κάνει με τη Γαλλία». Ο Ρινάλντι παρουσίαζε τον εαυτό του ως μεταξύ εκείνων που αποδοκίμαζαν τη γαλλο-γερμανική συμμαχία, δηλώνοντας ότι ο Μαξιμιλιανός «είχε εξαπατηθεί» (cognosceva el suo principe esser inganato). Ενημέρωσε επίσης τη Γερουσία ότι ήταν διατεθειμένος να εργαστεί κατά τής συμμαχίας. Οι Ενετοί τού υπέδειξαν ότι μπορούσε να υπάρξει θέση για τον πάπα σε «συνομοσπονδία», που θα αποτελούνταν από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα ισπανικά βασίλεια και τη Βενετία. Θα ήταν επίσης ανοιχτός ο δρόμος, για να ενταχθεί ο Λουδοβίκος ΙΒ’ στη συνομοσπονδία. Έτσι η χριστιανική κοινοπολιτεία θα εύρισκε και πάλι την ειρήνη και η «χριστιανική εκστρατεία» (εναντίον των Τούρκων), την οποία η αυτοκρατορική του μεγαλειότητα ήθελε να ξεκινήσει σχεδόν από την κούνια, θα μπορούσε επιτέλους να πραγματοποιηθεί. Η Γερουσία φρόντισε να μη δώσει στον Ρινάλντι γραπτό κείμενο τής «διαβούλευσής» τους μαζί του. Εκείνος άκουγε ευχάριστα όλα όσα είχαν να πουν. Όταν η Σινιορία ανέφερε τις συζητήσεις τους μαζί του στον Ενετό πρέσβη στην αυλή τού Μαξιμιλιανού, έδωσαν εντολή στον τελευταίο να κρατήσει διακριτική σιωπή και απλώς να διαβεβαιώσει για το άγχος τής Δημοκρατίας να θέσει τον εαυτό της εξ ολοκλήρου στη διάθεση τού Μαξιμιλιανού. Ο Ενετός πρέσβης έπρεπε να μάθει ό,τι μπορούσε για την αναφορά τού Ρινάλντι στον Μαξιμιλιανό και να μην πει τίποτε στον ίδιο. Ένας Ισπανός απεσταλμένος θα βρισκόταν σύντομα καθ’ οδόν προς Γερμανία, αλλά ο Ενετός έπρεπε επίσης να περιορίσει τις συνομιλίες του με αυτόν σε ευγενικές γενικολογίες.186 Η διπλωματία τής εποχής ήταν μονομαχία. Οι διπλωμάτες ακόνιζαν το μυαλό τους ο ένας στην υποκρισία τού άλλου. Δεν ήταν απλώς ότι οι επικεφαλής των κρατών και οι απεσταλμένοι τους εύκολα έλεγαν ψέματα ο ένας στον άλλον, όπως έκαναν, αλλά ότι το σκηνικό άλλαζε τόσο ραγδαία, ακόμη και από μήνα σε μήνα, ώστε έπρεπε να βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση. Ο σημερινός σύμμαχος ήταν αυριανός εχθρός. Η ιδιοτέλεια αποτελούσε την αφετηρία κάθε πολιτικής.

Ο πάπας Ιούλιος Β’ παρουσίαζε τέτοια αντίθεση προς τούς νεποτιστές προκατόχους του, που ο Τζουστινιάν δυσκολευόταν να τον καταλάβει. Σε μια περίπτωση ο Πιέτρο Ισβαλιές, ο καρδινάλιος τού Ρέτζιο, ενημέρωσε τον Τζουστινιάν ότι συζητώντας την ενετική κατακράτηση παπικών εδαφών στη Ρομάνια ο πάπας είχε δηλώσει ότι «αυτό το κράτος τής Εκκλησίας δεν είναι δική του κληρονομιά και γι’ αυτό δεν θέλει να το διαλύσει ούτε να το δώσει σε άλλους…» (che questo stado della Chiesa non e suo patrimonio, e che pero non lo vol dissipar, ne dar ad altri…).187 Για τον Ιούλιο ο παπισμός ήταν ιερή παρακαταθήκη. Δεν θα έλεγε ποτέ ότι θα συναινούσε στην αλλοτρίωση τής περιουσίας τού Χριστού. Η στάση αυτή, αξιέπαινη όπως ήταν, περιόριζε την προσοχή τού πάπα στην Ιταλία, που ήταν επίσης σοφή πολιτική. Έτσι, όταν στα μέσα Μαρτίου 1505 Πολωνοί απεσταλμένοι έκαναν έκκληση στον Ιούλιο για βοήθεια εναντίον των Τούρκων, που έκαναν συνεχώς επιδρομές στην Πολωνία, υπήρχε γενικά η άποψη ότι δεν θα έπαιρναν τίποτε περισσότερο από τις πνευματικές χάρες τού Ιωβηλαίου, «γιατί είναι άσκοπο να προσπαθείς να πάρεις χρήματα από το παπικό πορτοφόλι».188

Στις 23 Απριλίου (1505) ο Τζουστινιάν έλαβε επιστολή ανάκλησης στη Βενετία.189 Αντικαταστάθηκε από τούς Τζιρολάμο Ντονάτο (Ντονά) και Πάολο Πιζάνι190 και ήταν ευτυχής που έβλεπε το τέλος των τεταμένων ακροάσεών του από τον μερικές φορές χολερικό πάπα.

Η προσωπικότητα τού Ιουλίου Β’ χαρακτηριζόταν από μερικές από τις απλουστεύσεις ενός αγρότη τής Λιγουρίας, αλλά αγαπούσε και το μεγαλείο (όπως όλος ο κόσμος μάθαινε) και φυσικά θα γινόταν διάσημη η προστασία που παρείχε σε ζωγράφους, γλύπτες και αρχιτέκτονες. Έδινε με γενναιοδωρία ελεημοσύνη στους φτωχούς και εισήγαγε σιτηρά για να ταΐσει τούς Ρωμαίους σε εποχές ανεπάρκειας, αν και φαίνεται ότι λίγα είχε μπορέσει να κάνει για την ανακούφιση από τις ζοφερές ελλείψεις τού χειμώνα τού 1504-1505.191 Με την πάροδο τού χρόνου αναζητούσε πάντοτε πρόσθετες πηγές εισοδήματος για τον σχηματισμό των αποθεματικών του για τον πόλεμο και τη δική του ασφάλεια. Πουλούσε επιδόματα εφημέριου καθώς και αξιώματα στην παπική κούρτη για να συμβάλει στην αναδημιουργία τού εξαντλημένου ταμείου του και να ξεπληρώσει τα χρέη που είχε κληρονομήσει από τον Αλέξανδρο ΣΤ’, η υποστήριξη από τον οποίο τής επιχείρησης τού Τσέζαρε Βοργία στη Ρομάνια είχε εξαθλιώσει οικονομικά την Αγία Έδρα. Στις 14 Μαΐου 1505 ο παπικός ταμίας είχε ακόμη κληθεί να πληρώσει σε μια αρωματοποιό (aromataria) που ονομαζόταν Λουκρητία (Λουκρέτσια), σύζυγο κάποιου Φραντσέσκο ντα Μοντεπουλκιάνο, 176 φλουριά «για διάφορα αρώματα και φάρμακα που είχαν παραδοθεί στον μακαρίας μνήμης πάπα Αλέξανδρο».192

Ο Ιούλιος είχε να ασχοληθεί με πιο σοβαρά οικονομικά προβλήματα από τον λογαριασμό τής Λουκρητίας. Είχε κληρονομήσει από τούς προκατόχους του και ιδιαίτερα από τον πάπα Βοργία ένα απαξιωμένο νόμισμα, που μεγάλωνε τον πληθωρισμό στην παπική κληρονομιά (patrimonio). Eίχε επίσης κάνει πιο δύσκολο τον δανεισμό χρημάτων από τραπεζίτες, που δεν χρησιμοποιούσαν νομίσματα των οποίων το μεταλλικό περιεχόμενο υπολειπόταν τής ονομαστικής τους αξίας. Ο Ιούλιος ίδρυσε λοιπόν νέο νομισματοκοπείο, κοντά στην εκκλησία τού Σαν Τσέλσο, στη γωνία των Μπάνκι Βέκκι στη Ρώμη. Τη θέση τού νομισματοκοπείου τού Ιουλίου καταλαμβάνει τώρα η Μπάνκο ντι Σάντο Σπίριτο (Τράπεζα τού Αγίου Πνεύματος), τού Παύλου Ε΄ Μποργκέζε. Οι προκάτοχοι τού Ιουλίου είχαν χρησιμοποιήσει συχνά διάφορα νομισματοκοπεία έξω από την πόλη, όπου υπήρχε αραιή επιτήρηση. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1504 κόπηκε το ασημένιο νόμισμα που ονομάστηκε «τζούλιο». Δέκα τέτοια «τζούλιο» είχαν αξία ίση με ένα χρυσό δουκάτο τού παπικού ταμείου, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη στο παπικό νόμισμα για καθημερινές συναλλαγές, έτσι όπως κανείς δεν είχε νιώσει από την εποχή τού Παύλου Β’ Μπάρμπο. Τα χρήματα όμως ήταν δύσκολο να έρθουν κοντά. Οι νέοι κανονισμοί δεν τέθηκαν εύκολα σε ισχύ193 και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η άφεση αμαρτιών χρησιμοποιούνταν συχνά ως μέσο άντλησης κεφαλαίων.

Αν τα χρόνια θα αποκάλυπταν τον Ιούλιο Β’ ως πολεμιστή, οι σύγχρονοί του έπρεπε επίσης να συμφωνήσουν ότι διατηρούσε τον νόμο και την τάξη στους δρόμους τής Ρώμης, πράγμα που είχε να γίνει από τις καλύτερες ημέρες τού θείου του, τού Σίξτου Δ’. Έδωσε στην ελβετική φρουρά σχεδόν τη σύγχρονη μορφή της, αναδιοργάνωσε τη δημοτική κυβέρνηση, επέκτεινε τη γεωργία στην Καμπανία, προστάτευε το εμπόριο όσο καλύτερα μπορούσε και προσπάθησε να διατηρήσει καλή διοίκηση στα μακροχρονίως παρενοχλούμενα κράτη τής Εκκλησίας. Οι λόγοι για τούς οποίους ο πάπας Ιούλιος Β’ είχε καρφώσει τη σχεδόν αμέριστη προσοχή του στην Ιταλία έχουν αποσαφηνιστεί. Η κούρτη διεκπεραίωνε εκκλησιαστικές και άλλες δραστηριότητες με διάφορους ηγεμόνες, πόλεις και άτομα με τις συνήθεις διαδικασίες. Ο Ιούλιος ενδιαφερόταν για τη σταυροφορία, όπως όλοι οι πάπες. Όμως αισθανόταν ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να προωθήσει τη χριστιανική υπόθεση στην Ανατολή. Αυτός ήταν επίσης ο συνηθισμένος παπικός τρόπος σκέψης. Από όλα τα ιταλικά κράτη, η Βενετία ήταν εκείνη που διατηρούσε τη σταθερότερη ματιά στις ανατολικές υποθέσεις. Αλλά ενώ οι απεσταλμένοι τής Δημοκρατίας και τής Υψηλής Πύλης πηγαινοέρχονταν μεταξύ Βενετίας και Ισταμπούλ και συνεχιζόταν η ειρήνη μεταξύ των δύο δυνάμεων, η Κεντρική Ευρώπη απειλούνταν διαρκώς από τουρκική κατάκτηση και λεηλασία.

Μια επιστολή από τη Βούδα (στις 26 Ιουλίου 1504), η οποία έφτασε στη Βενετία περίπου στις 20 Αυγούστου, παρουσίαζε λεπτομερώς φήμη ότι στρατός 60.000 Τούρκων κινιόταν κατά τής Μολδαβίας, για να καταλάβει το «βασίλειο» που βρισκόταν άνω-κάτω (tutto sotto sopro) ύστερα από τον θάνατο τού αποφασιστικού βοεβόδα Στεφάνου. Οι αγώνες διαδοχής αποτελούσαν ανοιχτές προσκλήσεις προς τούς Τούρκους, για τη θεωρούμενη προέλαση των οποίων οι Βλάχοι έτρεμαν επίσης. Την ίδια εποχή η διαφωνία στη Βοημία εξέθετε τη χώρα σε κίνδυνο.194 Μπορούμε να αναβάλουμε μια πιο προσεκτική ματιά στις συνθήκες τής Κεντρικής Ευρώπης, μέχρι την εξέταση τής πιο ενδιαφέρουσας και σημαντικής περιόδου τής επόμενης γενιάς. Στο μεταξύ οι Τούρκοι τα πήγαιναν τόσο καλά με τούς Ενετούς, που ο σουλτάνος απέσυρε προφανώς τον στόλο του από την Αυλώνα τον Ιούνιο τού 1504, ενημερώνοντας τη Σινιορία ότι το έκανε «για την καλή φιλία και ειρήνη που έχουμε με εσάς…» (per la bona amicitia et pace havemo fra de nui…).195

Οι Ενετοί είχαν όμως αρκετούς λόγους να επιθυμούν να είναι πιο εύκολη η ζωή στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1504 η Γερουσία ψήφισε να διοριστεί σε θέση φρουράρχου στο νησί τής Κρήτης «ένας ανηψιός τού Έλληνα επισκόπου Μεθώνης, που είχε σκοτωθεί από τούς Τούρκους με το σταυρό στο χέρι του».196 Τα σύνορα τής Βοσνίας δεν ήσαν ποτέ ασφαλή,197 ενώ οι Τούρκοι εφοδίαζαν με λόγους για διαμαρτυρίες ακόμη και τη Δαλματία.198 Οι σχέσεις ήσαν πάντοτε τεταμένες ανάμεσα στην Ρόδο και την Ισταμπούλ. Οι Ενετοί πιάνονταν στη μέση.199 Οι Ιωαννίτες βοηθούσαν και παρακινούσαν τούς Ρόδιους πειρατές, ακόμη και καιροφυλακτώντας οι ίδιοι για ενετικά πλοία, «με το πρόσχημα ότι βάδιζαν κατά των Τούρκων» (soto pretexto de andar contra Turchi).200 Μάλιστα οι Ενετοί είχαν μερικές φορές σχεδόν τόσα προβλήματα με τούς Ιωαννίτες, όσα με τούς Τούρκους. Ύστερα από τον θάνατο τού Ιωάννη Κορβίνους, τού δούκα τής Κροατίας και γιου τού βασιλιά Ματτίας, η χήρα του υπέστη σοβαρή ήττα από φατρία που διευθυνόταν από ορισμένα μέλη τής οικογένειας Φρανγκιπάνι τής Σένια (Σεν), η οποία κάλεσε σε βοήθεια τούς Τούρκους. Οι Τούρκοι, καθόλου απρόθυμοι να επωφεληθούν από την αλληλοκτόνο διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς, λεγόταν ότι είχαν πάρει μαζί τους 8.000 αιχμαλώτους «και έτσι υπάρχει μεγάλη αναταραχή σε αυτές τις περιοχές (confini) και τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα για τον χριστιανισμό, γιατί οι Τούρκοι κατέχουν ορισμένα κάστρα, … και θα είναι σε θέση να έρθουν όποτε τούς κάνει ευχαρίστηση για επιδρομή στο Φριούλι».201 Η Ουγγαρία βρισκόταν σε επώδυνη κατάσταση.202 Οι συνθήκες δεν μπορούσαν παρά να επιδεινωθούν. Όμως η Ουγγαρία αποτελούσε τον δρόμο προς την Ευρώπη περιλαμβανομένου τού Φριούλι και η Βενετία συνεισέφερε εδώ και χρόνια στον βασιλιά Λάντισλας, για την υπεράσπιση τού βασιλείου του απέναντι στους Τούρκους.203

Όταν ενετικές γαλέρες συνέλαβαν τη φούστα Τούρκου κουρσάρου γνωστού ως Καραμούσσα, ένας Μωραΐτης πασάς απαίτησε την επιστροφή του, «λέγοντας ότι δεν είναι κουρσάρος» (dicendo non è corsaro). Έτσι πήγαινε από μήνα σε μήνα.204 Η ενασχόληση με τούς Τούρκους έμοιαζε με περπάτημα χωρίς παπούτσια σε βραχώδη δρόμο. Μπορούσε να γίνει. Έπρεπε να γίνει. Αλλά η προσοχή ήταν πάντοτε απαραίτητη. Πολλά μικρά περιστατικά είναι εύκολο να αναπαραχθούν από τις φορτωμένες σελίδες τού Σανούντο, για να καταδείξουν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Ενετοί διοικητές και έμποροι στις καθημερινές τους επαφές με Τούρκους υπηκόους τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1505 ο διοικητής τού Κόλπου, που τότε υπηρετούσε κάτω από τον Τζιρολάμο Κονταρίνι, επιστάτη (provveditore) τού στόλου, έπρεπε να περιπολεί στο Αρχιπέλαγος με πέντε γαλέρες. Η Γερουσία ανησυχούσε για την ασφάλεια τού Ναυπλίου και παρακολουθούσε τις φούστες που διατηρούσαν οι Τούρκοι στο Νεγκροπόντε.205 Αλλά οι Ενετοί έπαιρναν κάποια ενθάρρυνση τότε από την καλή τύχη τού Ισμαήλ Α’, τού «σούφι» τής Περσίας, ο οποίος, ύστερα από αρχική αποτυχία, είχε γίνει γρήγορα «κύριος όλης σχεδόν τής χώρας στην οποία κυριαρχούσε ο Ουζούν Χασάν» (signor quasi di tutto el paese signorizava Uson Cassam) και αποτελούσε τον πολιτικό και θρησκευτικό εχθρό τού Οθωμανού σουλτάνου.206 Ο Ενετός πρόξενος στη Δαμασκό Μπορτόλο Κονταρίνι διαβίβασε επιστολή στις 24 Αυγούστου 1505 (που έφτασε στη Βενετία στις 15 Δεκεμβρίου ή ακριβώς νωρίτερα) από τον ίδιο τον σούφι, ο οποίος ενημέρωνε τη Σινιορία ότι σχεδίαζε να πορευτεί εναντίον τού Οθωμανού σουλτάνου και «θέλει να είναι φίλος αυτής τής Σινιορίας» (et vol esser amico di questa Signoria). Σύμφωνα με τον πρόξενο ο Πέρσης ηγεμόνας μπορούσε να συγκεντρώσει 120.000 ιππείς, από τους οποίους 20.000 θα έδιναν μέχρι τον τελευταίο τη ζωή τους γι’ αυτόν.207 Όμως για χρόνια οι Σιίτες Πέρσες και οι Σουννίτες Τούρκοι αντάλλασσαν ύποπτες πρεσβείες, ενώ περισσότερες από μια φορά ήσαν έτοιμοι για πόλεμο, αλλά δεν επρόκειτο να υπάρξει μεταξύ τους μεγάλη πολεμική σύγκρουση όσο ζούσε και κυβερνούσε στην Ισταμπούλ ο άρρωστος Βαγιαζήτ Β’.208 Οι Πέρσες βέβαια δεν αποτελούσαν απάντηση στο τουρκικό πρόβλημα, αν και (όπως μόλις είδαμε) οι επιστολές τού Ισμαήλ προς τη Σινιορία έβαλαν σε λίγα χρόνια τούς Ενετούς σε πρόβλημα με τούς Μαμελούκους.

Από τις αρχές τού έτους 1504 ο Ιούλιος Β’ είχε κατανοήσει ότι ο μόνος τρόπος που είχε για την εκδίωξη των Ενετών από τη Φαέντσα, το Ρίμινι και τα άλλα μέρη που είχαν καταλάβει στη Ρομάνια, ήταν η δημιουργία επιθετικής συμμαχίας με μια ή περισσότερες από τις μεγάλες δυνάμεις. Παπικοί νούντσιοι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να κερδίσουν τη βοήθεια τού Λουδοβίκου ΙΒ’ και τού Μαξιμιλιανού Α’. Ενώ ο πάπας γνώριζε καλά τον κίνδυνο πρόσκλησης των δυνάμεων σε περαιτέρω ενασχόληση με τις υποθέσεις τής Ιταλίας, δεν έβλεπε άλλον τρόπο αντιμετώπισης τής ενετικής αλαζονείας και φιλοδοξίας. Δεδομένου ότι η παπική κούρτη δεν μπορούσε να στρατολογήσει τη συμπάθεια τού Φερδινάνδου τού Καθολικού, ενώ οι Λουδοβίκος ΙΒ’ και Μαξιμιλιανός δεν μπορούσαν να οδηγηθούν σε κοινή πολιτική στην Ιταλία ή αλλού, ο Ιούλιος δεν θα μπορούσε να φέρει αποτελεσματική πίεση για άσκηση επί τής Βενετίας. Σίγουρα αυτός παραπονιόταν αρκετά για τη Δημοκρατία, αλλά την ίδια στιγμή, κάπως ασυνεπώς, προέτρεπε τούς ηγεμόνες να συνδυάσουν τις προσπάθειες και τούς πόρους τους στη σταυροφορία, την ιερότατη εκστρατεία κατά των Τούρκων (sanctissima expeditio in Thurcas).209 Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι έπαιρνε κανείς πολύ σοβαρά αυτή τη συνεχή υπεράσπιση τής σταυροφορίας, αλλά η σταθερότητα με την οποία τέτοιες αναφορές εμφανίζονται στις πηγές μπορεί να οδηγήσει κάποιον να υποψιαστεί ότι ήταν εύκολο να υποτιμηθεί η λαϊκή απήχησή τους.

Η αποτυχία τού Ιουλίου Β’ να διακριθεί ως σταυροφόρος οφειλόταν περισσότερο στην έλλειψη ευκαιριών παρά επιθυμίας. Στις 30 Ιανουαρίου (1504) χορήγησε στον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα την επιβολή φόρου δεκάτης επί τού ισπανικού κλήρου, για να τούς βοηθήσει να διεξαγάγουν τον πόλεμο κατά των μουσουλμάνων τής Βόρειας Αφρικής.210 Δεν χρειαζόταν να παροτρύνει ο Ερρίκος Ζ’ τής Αγγλίας τον Ιούλιο να εργαστεί για την ειρήνη στην Ευρώπη, ώστε να μπορούσε να σταλεί κατά των Τούρκων μια «ισχυρή εκστρατεία» (valida expeditio).211 Αυτό που μπορούσε να κάνει, ο πάπας το έκανε. Αν και η κούρτη δεν διέθετε όπλα και χρήματα, διέθετε ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο λέξεων. Μια εγκύκλιος τής 12ης Ιουλίου (1505) ενθάρρυνε τούς Πορτογάλους να προωθήσουν τον ιερό πόλεμο στην Αφρική, ενώ επίσης «με την πληρότητα τής εξουσίας, που μάς δόθηκε από ψηλά, χορηγούμε και εκχωρούμε την πλήρη άφεση όλων των αμαρτιών τους και την επιείκεια, όπως εκείνη που οι προκάτοχοί μας, οι Ρωμαίοι ποντίφηκες, έδιναν συνήθως σε εκείνους που ξεκινούσαν για υπηρεσία στους Αγίους Τόπους, όπως εκείνη που χορηγούσαν σε Ιωβηλαίο έτος, ενώ θεσπίζουμε ότι οι ψυχές όλων εκείνων που θα έχουν πάει σε αυτή την ιερή αποστολή [στην Αφρική] θα κατοικούν με τη συντροφιά των αγίων αγγέλων στο βασίλειο των ουρανών και σε αιώνια ευδαιμονία…»212

Ανήσυχος για πολλούς λόγους για την εγκαθίδρυση ειρήνης ανάμεσα στη Γαλλία και την Ισπανία, ο Ιούλιος έγραψε στον καρδινάλιο Ζωρζ ντ‘ Αμπουάζ στις 4 Δεκεμβρίου (1505), παρατείνοντας τη λεγατινή αποστολή του (legatio de latere) στη Γαλλία, ώστε αυτός να μπορέσει να συμβάλει στη διευθέτηση των διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στον βασιλιά του και στον βασιλιά Φερδινάνδο, ύστερα από την οποία έπρεπε να υποχρεώσει τόσο τον Λουδοβίκο ΙΒ’ όσο και τη γαλλική αριστοκρατία, να πάρουν τον σταυρό εναντίον των Τούρκων, «με τον τρόπο των προγόνων τους». Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ απολάμβανε τότε περίοδο θρησκευτικότητας, που είχε προκληθεί από μια σχεδόν θαυματουργή ανάρρωσή του από σοβαρή ασθένεια. Ο πάπας ξεκινούσε την προτροπή του προς τον ντ’ Αμπουάζ με αφήγηση τής δυστυχίας που είχαν επιβάλει οι Τούρκοι στους χριστιανούς και με υπενθύμιση τής τουρκικής κατάκτησης λίγα χρόνια πριν τής Ναυπάκτου, τής Μεθώνης και τής Κορώνης.213

Παρά το ενδιαφέρον του για το τουρκικό πρόβλημα, ο Ιούλιος Β’ παρέμενε σχεδόν εξ ολοκλήρου απορροφημένος στην αποφασιστικότητά του να ανακτήσει τη Ρομάνια. Μόλις απαλλάχτηκε από την εξοργιστική φορτικότητα τού Τζουστινιάν, χορηγούσε στον νέο Ενετό απεσταλμένο λιγότερες ακροάσεις. Βέβαια τον Μάρτιο τού 1505 οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει την κατοχή των κωμοπόλεων τής Ρομάνια Σαν Αρκάντζελο, Μοντεφιόρε, Βερούκκιο, Σαβινιάνο, Τοσσινιάνο και Πόρτο Τσεζενάτικο. Αν και ο φιλο-Ενετός δούκας τού Ουρμπίνο, ο Γκουϊντομπάλντο ντα Μοντεφέλτρο, συγγενής τού πάπα (εξ αγχιστείας) και διοικητής των δυνάμεών του, διαβεβαίωνε τον δόγη Λεονάρντο Λορεντάν ότι η Αγιότητά του δεν θα πίεζε πια για περαιτέρω παραχωρήσεις, ο παπικός γραμματέας Σιγκισμόντο ντε Κόντι παρατηρούσε ότι ο Γκουϊντομπάλντο «λίγο είχε εξερευνήσει το μυαλό τού Ιουλίου, ο οποίος ήταν εξ ολοκλήρου αποφασισμένος να ανακτήσει το Ρίμινι και τη Φαέντσα».214 Στις 5 Μαΐου (1505), μια βδομάδα πριν από την αναχώρηση τού Τζουστινιάν από τη Ρώμη, ο πάπας είχε υποδεχθεί τη νέα ενετική πρεσβεία και είχε αποδεχτεί την επίσημη έκφραση υπακοής τής Δημοκρατίας. Ο Τζιρολάμο Ντονάτο, ο επικεφαλής τής ενετικής αποστολής, έκανε «στολισμένη ομιλία στα λατινικά» (una oratione latina ornatissima), στην οποία ο Ιούλιος έδωσε μάλλον σύντομη απάντηση.215

Όποια κι αν ήσαν τα προσωπικά ενδιαφέροντα ή οι πολιτικές φιλοδοξίες ενός πάπα, κανένας στην παπική κούρτη δεν μπορούσε να αγνοήσει τον Τούρκο. Έτσι στις 15 Ιουνίου (1505) υπενθύμιζαν στον βασιλιά Ιωάννη τής Δανίας το Ανατολικό Ζήτημα και τον προειδοποιούσαν να διαφυλάσσει τα σταυροφορικά κονδύλια, που είχε μαζέψει ο Ραϋμόν Περάουντι, καρδινάλιος τού Γκουρκ, κατά τη διάρκεια τής πρόσφατης αποστολής του στα βόρεια βασίλεια.216 Την 1η Απριλίου (1506) ο Ιούλιος Β’ έγραψε στον Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ, αναγνωρίζοντας την παραλαβή των δύο επιστολών με την είδηση, ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ ετοίμαζε στους ναυστάθμους τής Ισταμπούλ και τής Καλλίπολης μεγάλο στόλο για πολιορκία τής Ρόδου, τού φρουρίου των Ιωαννιτών. Ο πάπας ενθάρρυνε τον ντ’ Αμπουάζ με τη διαβεβαίωση ότι αυτός δεν ήταν καθόλου κατώτερος από τον προκάτοχό του, τον Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, ο οποίος είχε απωθήσει τις δυνάμεις τού Μεχμέτ Β’, ούτε η Ρόδος ήταν τώρα λιγότερο οχυρωμένη από την εποχή τού ντ’ Ωμπουσσόν. Ο Ιούλιος θα βοηθούσε τούς Ιωαννίτες, όπως τούς είχε βοηθήσει ο Σίξτος Δ’, «ο προκάτοχος και θείος μας». Είχε επίσης δώσει εντολή να επιστρέψουν οι απόντες Ιππότες στη Ρόδο και να πληρώσουν τα οφειλόμενα στο κοινό ταμείο. Επιβλήθηκαν φόροι δεκάτης σε ιερωμένους, για να εξασφαλιστούν χρήματα για την άμυνα τής Ρόδου, ενώ στους χριστιανούς ηγεμόνες δόθηκε η οδηγία να μην αποσπώνται σε άλλους σκοπούς πέρα από τη σταυροφορία.217

Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι η σταυροφορία αποτελούσε αντικείμενο συχνών συζητήσεων στην παπική αυλή, αλλά ο Ιούλιος Β’ παρέμενε πάρα πολύ απορροφημένος στις ιταλικές υποθέσεις για να εμπλακεί στην περιπέτεια τής Ανατολής. Προσπαθούσε με γαμήλιες συμμαχίες και άλλα μέσα να κερδίσει τούς Ορσίνι και Κολόννα (το 1505-1506), ενώ στη συνέχεια ανέλαβε την εκδίωξη τού Τζιανπάολο Μπαλιόνι από την Περούτζια και τού Τζιοβάννι Μπεντιβόλιο από τη Μπολώνια. Παρά την αντίθεση τής Βενετίας και την αρχική διαφωνία τού Λουδοβίκου ΙΒ’, ο πάπας ξεκίνησε στρατιωτική εκστρατεία στα τέλη Αυγούστου (1506), μπαίνοντας στην Περούτζια στις 13 Σεπτεμβρίου ανάμεσα σε συνωστιζόμενα πλήθη και κωδωνοκρουσίες. Στην Περούτζια ο αδελφός Εγκίντιο Κανίζιο Βιτέρμπο έκανε κήρυγμα, σύμφωνα με τον Ενετό απεσταλμένο, «ενώπιον τού πάπα και των καρδιναλίων, προσπαθώντας να πείσει τον πάπα να πορευτεί κατά των απίστων, και ήταν όμορφο κήρυγμα».218 Ο πάπας μίλησε για απόσπαση τής Κωνσταντινούπολης και τής Ιερουσαλήμ από τα χέρια των μουσουλμάνων. Όμως άμεσος στόχος του ήταν η Μπολώνια. Όταν εξασφάλισε βοήθεια από τον Λουδοβίκο ΙΒ’ και γαλλικά στρατεύματα προέλαυναν προς την πόλη, ο Τζιοβάννι Μπεντιβόλιο τράπηκε σε φυγή. Ο πάπας εισήλθε στη Μπολώνια στις 10 Νοεμβρίου και οδηγήθηκε σε θρίαμβο την επόμενη μέρα στη βασιλική τού Σαν Πετρόνιο, για να προσφέρει ευχαριστίες για τη νίκη του.219

Ο Ιούλιος θα είχε όμως σύντομα προβλήματα με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ λόγω των Γενουατών, τούς οποίους ο βασιλιάς ίσως πίστευε ότι ο πάπας ενθάρρυνε να αντισταθούν στη βασιλική εξουσία.220 Αφού επιβεβαίωσε τα προνόμια που είχε χορηγήσει ο Νικόλαος Ε’ στους Μπολωνιέζους, ο πάπας αναχώρησε για τη Ρώμη στις 22 Φεβρουαρίου (1507). Έφτασε στη γέφυρα Πόντε Μίλβιο πάνω από τον Τίβερη πέντε βδομάδες αργότερα (στις 27 Μαρτίου) και η επιστροφή του στη Ρώμη γιορτάστηκε την Κυριακή των Βαΐων (28 Μαρτίου) με ασυνήθιστη θερμότητα και μεγαλοπρέπεια.221 Η μάλλον βιαστική αποχώρηση τού Ιουλίου από τη Μπολώνια είχε προκληθεί όχι από φόβο για τον υποτιθέμενο «κακό αέρα» (aria malsana) τής πόλης, αλλά από την προφανή επιθυμία του να αποφύγει κάθε άμεση αντιμετώπιση τού Λουδοβίκου ΙΒ’, ο οποίος βρισκόταν τότε στη βόρεια Ιταλία. Αποτελούσε ενετικό αξίωμα ότι κάθε κίνηση όπλων στην χερσόνησο ήταν επικίνδυνη. Μεγάλοι πόλεμοι μπορούσαν να πηγάζουν από μικρές αρχές, καθώς κάθε συμμετέχων αναζητούσε συμμάχους να τον βοηθήσουν, «καλώντας εκείνους, που ήσαν υπέρ του» (chiamando chi questo, chi quello in suo favore).222 Η πολιτική ατμόσφαιρα στην Ιταλία ήταν φορτωμένη με εντάσεις.

Στον βαθμό που η δική τους εσωτερική διχόνοια έθετε σοβαρούς περιορισμούς στις προσπάθειες των Γάλλων και των Ισπανών να επεκτείνουν την επιρροή τους ή να αποκτήσουν εδάφη πέρα από τα σύνορά τους, τα ιταλικά κράτη είχαν κατορθώσει να διατηρούν πολιτική ισορροπία στη χερσόνησο. Η Βενετία και ο παπισμός, το Μιλάνο, η Φλωρεντία, το ναπολιτάνικο βασίλειο, ακόμη και μικρότερα κράτη είχαν διατηρήσει την ανεξαρτησία τους. Ύστερα από την επιτυχία τής πολιτικής συγκεντρωτισμού τού Λουδοβίκου ΙΑ’ στη Γαλλία και την εκδίωξη των Μαυριτανών από την Γρανάδα από τον Φερδινάνδο Καθολικό, οι επεκτατικές βλέψεις τόσο τής Γαλλίας όσο και τής Ισπανίας μπορούσαν να επιδιωχθούν με άνδρες και χρήματα, που οι Ιταλοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να αντιπαραβάλουν. Υπήρχαν εκείνοι που ονειρεύονταν την ιταλική ενότητα. Αυτό το όνειρο θα περίμενε σχεδόν τέσσερις αιώνες για να εκπληρωθεί. Τα ιταλικά κράτη ήσαν πολύ μικρά για να αντισταθούν στους εθνικούς γίγαντες. Με τη συνθήκη τής Μπλουά (της 9ης Φεβρουαρίου 1499) η ενετική κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να ενισχύσει τον βραχίονά της, κάνοντας συμμαχία με τη Γαλλία, αλλά η ένωση τού Καμπραί και η καταστροφή τού Αγκναντέλλο (το 1509) θα έδειχναν ότι ακόμη και το ισχυρότερο κράτος στην Ιταλία δεν μπορούσε να αποτρέψει την παρεμβολή οποιουδήποτε από τούς γίγαντες, διαπραγματευόμενο φιλία με αυτούς.223

Οι Ενετοί υποτιμούσαν τη δύναμη τού παπισμού και απέδιδαν πολύ μεγάλη σημασία στη συμμαχία τους με τη Γαλλία. Αισθάνονταν ότι αν ο Λουδοβίκος ΙΒ’ αποδεικνυόταν ανεπαρκής σύμμαχος (και υπήρχαν άφθονα στοιχεία για την αναξιοπιστία του), θα μπορούσαν να στραφούν στον Φερδινάνδο τον Καθολικό. Δεδομένου ότι η Γαληνοτάτη ήταν πιθανότατα το λιγότερο δημοφιλές κράτος στην Ευρώπη, η επιθετική εδαφική πολιτική στην Ιταλία είχε υπάρξει όχι συνετή. Είχε εφοδιάσει πάρα πολλά κράτη με προσχήματα καθώς και λόγους για αντίθεση προς τη Δημοκρατία. Οι μεγάλες δυνάμεις, λόγω των πραγματικών ή φανταστικών παραπόνων τους, ίσως δεν θα αντιπαθούσαν την ιδέα τής ταπείνωσης τής Βενετίας. Ίσως ακόμη παραμέριζαν τις δικές τους έχθρες για αρκετό καιρό, ώστε να σχηματίσουν Ένωση, που θα είχε ως σκοπό της τη μείωση, ακόμη και την καταστροφή, τής Δημοκρατίας.224 Οι Ενετοί ήσαν πλούσιοι, ενώ ο πάπας Ιούλιος Β’ ήταν σχεδόν έτοιμος να επιβεβαιώσει ότι εκείνοι που θα τούς λήστευαν θα πρόσφεραν υπηρεσία στην Εκκλησία.

Οι προσπάθειες τού πάπα ήσαν αδιάλειπτες, για να αναγκάσει τούς Ενετούς να επιστρέψουν στην Εκκλησία τα εδάφη που είχαν αρπάξει στη Ρομάνια, αλλά άραγε πού θα εύρισκε τη βοήθεια που χρειαζόταν για να επιτευχθεί ο σκοπός του; Σοβαρές δυσκολίες είχαν ανακύψει ανάμεσα σε αυτόν και τον Φερδινάνδο τον Καθολικό σε σχέση με την παπική επικυριαρχία επί τής Νάπολης και τούς βασιλικούς διορισμούς επισκόπων στην Καστίλλη. Παρά το γεγονός ότι όπως όλοι οι πάπες ο Ιούλιος κήρυσσε την ειρήνη στην Ευρώπη, μικρή ανακούφιση ένιωσε όταν συναντήθηκαν ο Φερδινάνδος και ο Λουδοβίκος ΙΒ’ στη Σαβόνα στα τέλη Ιουνίου 1507 και έδειχναν να παραμερίζουν τις διαφορές τους. Πίσω από αυτή την αξιοσημείωτη συνάντηση βρισκόταν η φιλοδοξία των Αψβούργων, η περιπλοκή τής πολιτικής εκείνης τής εποχής στην Ευρώπη. Ο γιος τού Μαξιμιλιανού, ο Φίλιππος ο Ωραίος, αρχιδούκας Αυστρίας και Βουργουνδίας, ο οποίος είχε παντρευτεί τη Τζοάννα, κόρη τού Φερδινάνδου και τής Ισαβέλλας, προσπαθούσε να διεκδικήσει τα δικά του δικαιώματα, καθώς και εκείνα τής Τζοάννας, επί τής Καστίλλης και Λεόν μετά τον θάνατο τής Ισαβέλλας (στις 26 Νοεμβρίου 1504),225 επιδιώκοντας να στερήσει από τον Φερδινάνδο τον τίτλο τού κυβερνήτη τής Καστίλλης (gobernador de Castillo), τον οποίο η Ισαβέλλα είχε χορηγήσει στον σύζυγό της με τη διαθήκη της. Μετά τον απροσδόκητο και πρόωρο θάνατο τού ίδιου τού Φιλίππου σε ηλικία εικοσιοκτώ ετών (στις 25 Σεπτεμβρίου 1506), ο Μαξιμιλιανός μάλιστα διεκδίκησε τη διοίκηση τής Καστίλλης για λογαριασμό τού μικρού του εγγονού Καρόλου [Ε’], αν και η μητέρα τού τελευταίου, η Τζοάννα «η Τρελλή» (la Loca) ζούσε ακόμη, αν και ήταν διανοητικά ανίκανη. Ο Φερδινάνδος φυσικά θεωρούσε τον εαυτό του κατάλληλο φρουρό τού βασιλείου τής κόρης του και υπό αυτές τις περιστάσεις θεώρησε εξαιρετικά σκόπιμο, να καταλήξει σε πλήρη συμφωνία με τον Λουδοβίκο ΙΒ’, ο οποίος δεν συμπαθούσε τούς Αψβούργους και ο οποίος ήθελε να καταστείλει γρήγορα την πρόσφατη εξέγερση των Γενουατών κατά τής γαλλικής αρχής.226

Ο στρατός τον οποίο είχε συγκεντρώσει ο Λουδοβίκος για να μετριάσει την επιθυμία των Γενουατών για ανεξαρτησία (η εξέγερση κατεστάλη τον Απρίλιο τού 1507) φαινόταν υπερβολικά μεγάλος για τον συγκεκριμένο σκοπό, προκαλώντας στη Γερμανία καθώς και στην Ιταλία την υποψία ότι ενδεχομένως υπήρχε απώτερο κίνητρο. Όμως οι φόβοι αυτοί φάνηκαν αδικαιολόγητοι, όταν στις 28 Ιουνίου ο Φερδινάνδος Καθολικός, συνοδευόμενος από τον Μεγάλο Διοικητή (Gran Capitan) Γκονζάλβο, έφτασε στη Σαβόνα, όπου ο Λουδοβίκος τον υποδέχθηκε με διαχυτική εγκαρδιότητα. Η έκταση τής εμπιστοσύνης και φιλίας που φαινόταν πια ότι υπήρχε μεταξύ των δύο μοναρχών, δειχνόταν από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Φερδινάνδος είχε θέσει πλήρως τον εαυτό του υπό την εξουσία τού βασιλιά τής Γαλλίας, ο οποίος απέδιδε προβάδισμα σε όλες τις τελετές στον αγαπημένο του αδελφό τής Αραγωνίας, σε αντίθεση με το έθιμο που προέβλεπε ότι κάθε ηγεμόνας έπρεπε να έχει προβάδισμα στις δικές του κτήσεις. Κατά τις συζητήσεις στη Σαβόνα ο Φερδινάνδος έβαλε τον εαυτό του στον ρόλο τού ειρηνοποιού ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, πράγμα που δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού ο Μαξιμιλιανός ακόμη και τότε κουνούσε το σπαθί του εναντίον τού Λουδοβίκου στη δίαιτα τής Κωνσταντίας. Αλλά ο Λουδοβίκος ήταν όλο χαμόγελα στη Σαβόνα, ενώ ο Φερδινάνδος πρότεινε να κάνουν και οι δύο φιλικά ανοίγματα προς τον Μαξιμιλιανό. Αν τα δεχόταν, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για να συμπεριλάβουν τον πάπα σε τετραμερή συμμαχία εναντίον τής Βενετίας. Αν ο Μαξιμιλιανός αρνιόταν να τα δεχτεί, η Γαλλία και η Ισπανία θα παρέμεναν ενωμένες, αλλά σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερη μυστικότητα έπρεπε να συνοδεύει αυτή τη διάσκεψη καθώς και τις επόμενες συζητήσεις.227 Όμως στις 9 Αυγούστου (1507) ένας Ισπανός απεσταλμένος διαβεβαίωσε επίσημα την Ενετική Γερουσία ότι η σταυροφορία κατά των Τούρκων ήταν ο μοναδικός σκοπός τής συνάντησης των μεγαλειοτήτων τους στη Σαβόνα: «…Θα είναι μεγάλο όφελος για τη χριστιανοσύνη και το καλύτερο που θα μπορούσε να έχει (η μεγαλειότητά του) στην επιχείρηση εναντίον των απίστων, των εχθρών τής πίστης» (…Maior beneficio serà dela Christianità, et meglio se potrano metterse (le Maiestà sue) in la impresa contra li infideli, inimici de la fede). Ο απεσταλμένος μπορούσε να δείξει στη Γερουσία επιστολή από τον Φερδινάνδο, γραμμένη στη Βαλένθια στις 20 Ιουλίου, που υπογράμμιζε τη γαλλική και ισπανική απόφαση να κινηθούν εναντίον των Τούρκων.228

Ο Φερδινάνδος πίστευε ότι ο Λουδοβίκος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολύ προσεκτικά τον πάπα Ιούλιο, καθώς αποτελούσε κοινή πεποίθηση ότι ο Ιούλιος φοβόταν τις παπικές φιλοδοξίες τού καρδινάλιου Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ. Όμως όλα εξαρτιούνταν από το αν ο Μαξιμιλιανός θα έβλεπε το φως και θα συμφωνούσε για εξάμηνη διακοπή κάθε στρατιωτικής δράσης. Αν αποτύγχανε να το κάνει, αυτό θα σήμαινε ότι η Γαλλία και η Ισπανία έπρεπε να κάνουν οι ίδιες συμμαχία με τη Βενετία, για να αποτρέψουν μια κατανοητή αυτοκρατορική συμμαχία με τη Δημοκρατία! Προφανώς μια γαλλο-ισπανική ένωση με τη Βενετία θα προκαλούσε την αγανάκτηση τού πάπα και θα τον έριχνε στα χέρια τού Μαξιμιλιανού. Αλλά η διεθνής συνωμοσία που εκκολαπτόταν στο γόνιμο μυαλό τού Φερδινάνδου λάμβανε υπόψη το ενδεχόμενο νέας παπικής εκλογής (που προϋπέθετε θεωρητικά την εκθρόνιση τού Ιουλίου;), στην οποία και οι δύο, ο Φερδινάνδος και ο Λουδοβίκος, θα υποστήριζαν την εκλογή τού καρδινάλιου ντ‘ Αμπουάζ. Εδώ η μυστικότητα και η προσοχή ήσαν υψίστης σημασίας. Ο Φερδινάνδος θα έκανε κάποια νύξη στον ντ’ Αμπουάζ ότι ένα από τα πράγματα που επιθυμούσε περισσότερο στον κόσμο ήταν να δει έναν καλό πάπα να προΐσταται τής Εκκλησίας, και ότι έλπιζε ότι ένας τέτοιος πάπας θα μεταρρύθμιζε την Εκκλησία, υπόθεση για την οποία (έλεγε ο Φερδινάνδος) είχε δύο αιτήματα: πρώτον, ότι ο ίδιος και ο νέος πάπας έπρεπε να είναι πάντοτε ενωμένοι σε αληθινή φιλία και δεύτερον, ότι έπρεπε να γίνει κάθε προσπάθεια, για να ξεκινήσει σταυροφορία εναντίον των Τούρκων.229

Όμως δεν ήταν δυνατό να παρακινηθεί ο Μαξιμιλιανός χωρίς επιφύλαξη να ενταχθεί στη γαλλο-ισπανική συνεννόηση. Αυτός ονειρευόταν να αρπάξει το Μιλάνο από τον Λουδοβίκο ΙΒ’ και έτσι οι Γάλλοι προπαγανδιστές έκαναν όση ζημιά μπορούσαν στην υπόθεση των Αψβούργων τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ολλανδία. Επίσης τα σχέδια τού Μαξιμιλιανού να παραλάβει το αυτοκρατορικό στέμμα στην Ιταλία προκαλούσαν στον πάπα όχι μικρό φόβο. Στις αρχές Αυγούστου (1507) ο καρδινάλιος Μπερναρντίνο Καρβαχάλ πήγε στη Γερμανία, για να προτείνει ότι έπρεπε να σταλούν δύο καρδινάλιοι και να κάνουν την τελετή στέψης σε αυτοκρατορικό έδαφος.230 Ο Καρβαχάλ θα προσπαθούσε με τη σειρά του να παρακινήσει τον Μαξιμιλιανό να απλώσει χέρι φιλίας προς τον Λουδοβίκο ΙΒ’ και, φυσικά, να κάνει ό,τι μπορούσε για να προωθήσει τη σταυροφορία. Στη Ρώμη και αλλού στα τέλη Αυγούστου (1507) υπήρχε φήμη ότι είχε πεθάνει ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, πράγμα που σήμαινε ότι τώρα ήταν πράγματι η κατάλληλη στιγμή «να πάρουμε τα όπλα εναντίον τού Τούρκου, αυτή την ώρα που είναι εύκολα δυνατό να ελπίζουμε σε νίκη, θρίαμβο και δόξα» (al pigliare le arme contra il Turcho, del quale hora facilmente se potria sperare victoria, triumpho et gloria).231

Οι Ενετοί είχαν πλήρη επίγνωση ότι το κράτος τους αντιμετώπιζε σοβαρούς κινδύνους από την υπογραφή τής συνθήκης τής Μεχοράδα (στις 31 Μαρτίου 1504), τις συνθήκες τής Μπλουά (στις 22 Σεπτεμβρίου 1504 και 12 Οκτωβρίου 1505) και τις πράξεις τού Χαγκενάου (στις 6-7 Απριλίου 1505), οι οποίες είχαν εγκαθιδρύσει ειρήνη και στενούς διπλωματικούς δεσμούς μεταξύ Γαλλίας, Ισπανιών και Γερμανίας.232 Όμως πολλά χρόνια παρατήρησης τής εχθρότητας που διατηρούσαν οι μεγάλες δυνάμεις η μία για την άλλη είχαν πείσει τούς Ενετούς πολιτικούς ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να διαμορφωθεί ένωση, που θα κρατούσε μαζί τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Αγία Έδρα σε συντονισμένη δράση κατά τής Δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς ο Μαξιμιλιανός ήταν τόσο παρορμητικός όσο ο Ιούλιος Β’, ενώ ο Λουδοβίκος ΙΒ’ τόσο άπληστος όσο ο Φερδινάνδος ο Καθολικός. Παρά το γεγονός ότι ο Μαξιμιλιανός και ο δόγης αντάλλασσαν τις πιο ευγενικές διαβεβαιώσεις αθάνατης φιλίας, η εχθρότητα των Αψβούργων για τη Βενετία ήταν γνωστή. Όμως η επίσημη φιλία εξυπηρετούσε σημαντικό σκοπό και στα τέλη Οκτωβρίου 1506 η Ενετική Γερουσία αποφάσισε να στείλει έκτακτο απεσταλμένο στην αυτοκρατορική αυλή. Ακολούθησε καθυστέρηση τριών μηνών, αλλά στις 29 Ιανουαρίου (1507), σύμφωνα με την πρόθεση τής Σινιορίας, ο πολυμαθής Βιντσέντσο Κουρίνι επιλέχτηκε ως απεσταλμένος στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Ο Κουρίνι ξεκίνησε για την αποστολή του πριν ακόμη ετοιμαστεί το σχετικό έγγραφο (με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου). Εν όψει τής επικείμενης δίαιτας τής Κωνσταντίας κάποια σπουδή φαινόταν επιθυμητή. Οι επιστολές του προς τη Σινιορία εκτείνονται από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τον Νοέμβριο (1507), σχεδόν μέχρι την προκαταρκτική διαμόρφωση, τον Ιανουάριο τού 1508, των άρθρων που επρόκειτο να οδηγήσουν στην αντι-ενετική Ένωση τού Καμπραί τον επόμενο Δεκέμβριο.233

Ο Μαξιμιλιανός ενδιαφερόταν για συμμαχία τής Βενετίας με την αυτοκρατορία κατά τής Γαλλίας, αλλά ο Βιντσέντσο Κουρίνι είχε εντολή να ασχοληθεί με τις ασαφείς γενικότητες μιας χριστιανικής ένωσης, που θα καθιστούσε δυνατή «μια ιερή εκστρατεία εναντίον των απίστων» (una santa expeditione contra infedeli) υπό την ανώτατη διοίκηση τού ίδιου τού Μαξιμιλιανού.234 Ο Κουρίνι δυσκολεύτηκε πολύ να κρύψει τις κοινοτοπίες του κάτω από το πρόσχημα τής ειλικρίνειας, γιατί υπήρχαν περίοδοι όπου είχε σχεδόν καθημερινές ακροάσεις με τον Μαξιμιλιανό. Υπήρχε επίσης τότε ειδικός απεσταλμένος διαπιστευμένος στον Μαξιμιλιανό, ο Κωνσταντίνος Αριανίτι,235 ο οποίος ήταν άσχημα διατεθειμένος απέναντι στους Γάλλους, επειδή τον είχαν απομακρύνει από την αντιβασιλεία τού Μομφερράτ. Ο Κωνσταντίνος μπορούσε εύκολα να συμφωνήσει με τα αντι-γαλλικά σχέδια τού Μαξιμιλιανού και προειδοποιούσε τον πάπα ότι ο στρατός τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στη βόρεια Ιταλία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση τής Μπολώνια καθώς και για την ανάκτηση τής Γένουας και ότι ο Λουδοβίκος σκόπευε να εφεύρει με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο κενή θέση στον παπικό θρόνο, προκειμένου να εξασφαλίσει την εκλογή τού ντ’ Αμπουάζ ως πάπα ή ακόμη και να προσφύγει σε παπισμό τής Αβινιόν. Αλλά αν μια συνεννόηση ήταν έτσι δυνατή μεταξύ Μαξιμιλιανού και Ιουλίου Β’, δεδομένου ότι ο τελευταίος είχε μετατραπεί σε δεδηλωμένο εχθρό τής Βενετίας, η Σινιορία είχε την πλήρη διάθεση να συνεχιστεί η συμμαχία τής Δημοκρατίας με τη Γαλλία. Όμως ο Μαξιμιλιανός ζητούσε άδεια για ελεύθερη διέλευση αυτοκρατορικού στρατεύματος μέσω ενετικού εδάφους, για να βοηθήσει τον πάπα στην υπεράσπιση τής δήθεν απειλούμενης Μπολώνια. Ο Ιούλιος δεν είχε ζητήσει τέτοια βοήθεια. Προφανώς ο Αριανίτι εργαζόταν σε συνδυασμό με τον Μαξιμιλιανό, ο οποίος είπε στον Κουρίνι ότι δεν θα έκανε ούτε τρία βήματα για λογαριασμό τού Ιουλίου, αλλά ότι ήταν άλλο ζήτημα η προστασία τής Αγίας Έδρας και «να μην αφήσουμε να καταληφθεί η Ιταλία από τούς Γάλλους» (et non lassar occupar Italia da Franzesi).236

Ο Αριανίτι έλεγε ότι πάντοτε ήθελε να δει την Ιταλία «χωρίς τούς βαρβάρους, γιατί όσο γερνάω, τόσο περισσότερο βλέπω την Ιταλία σε μεγαλύτερο κίνδυνο πλήρους καταστροφής…».237 Τόσο ο Μαξιμιλιανός όσο και ο Αριανίτι επαναλάμβαναν την ίδια επωδό στα αυτιά τού Κουρίνι για «μια συμμαχία Ενετών-αυτοκρατορίας» (una alleanza veneto-imperiale), ενώ ο παρενοχλούμενος απεσταλμένος επέμενε ότι οι σχέσεις τής Βενετίας με την αυτοκρατορία ήσαν τόσο εγκάρδιες, ώστε μια συμμαχία ήταν εντελώς περιττή. Η Σινιορία εύρισκε επίσης εξαιρετικούς λόγους για τούς οποίους απέρριπτε το αίτημα τού αυτοκράτορα να στείλει στρατεύματα μέσω ενετικού εδάφους για την προστασία τής Μπολώνια από τούς Γάλλους, πράγμα που θύμωσε τον Μαξιμιλιανό και προκάλεσε την εχθρότητα των Γερμανών ηγεμόνων, που συγκεντρώνονταν τότε στη δίαιτα τής Κωνσταντίας.238

Ο Μαξιμιλιανός ήταν παρορμητικός και απρόβλεπτος. Ο Κουρίνι έβλεπε τις αυτοκρατορικές και ελβετικές δυνάμεις, που ήσαν ενωμένες στις παραμεθόριες περιοχές τής ενετικής επικράτειας, ως «μεγάλη και επικίνδυνη δύναμη» (una grande et pericolosa potentia). Τα συναισθήματα αναστατώθηκαν ακόμη περισσότερο στην αυλή τού Μαξιμιλιανού από την είδηση, ότι οι Ενετοί βρίσκονταν μάλιστα σε διαπραγμάτευση με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ για ανανέωση τής συμμαχίας τους με τη Γαλλία. Ο Αριανίτι εργαζόταν, μέρα και νύχτα όπως φαινόταν, προσπαθώντας να οργανώσει συμφωνία μεταξύ τού Ιουλίου Β’ και τής Σινιορίας ως βάση μιας αυτοκρατορικής-παπικής και ενετικής ένωσης εναντίον τής Γαλλίας. Η επανασυμφιλίωση πάπα και Δημοκρατίας προϋπέθετε την παράδοση τού Ρίμινι και τής Φαέντσα από τούς Ενετούς στην Αγία Έδρα, σε αντάλλαγμα για την οποία ο Αριανίτι μιλούσε αόριστα για παραχωρήσεις στη Λομβαρδία, οι οποίες έπρεπε να αποκτηθούν σε βάρος των Γάλλων. Η επιθυμία τού αυτοκράτορα να ξεκινήσει «την επιχείρηση τής Ιταλίας» (‘l’ impresa d’ Italia) ήταν ανέφικτη χωρίς την ενεργό συμμετοχή τής Βενετίας στην εκστρατεία. Η ουδετερότητα τής Βενετίας δεν θα προστάτευε τα νώτα τού αυτοκρατορικού στρατού από γαλλική επίθεση.239

Στις 2 Ιουνίου (1507) ο Μαξιμιλιανός κάλεσε τον Κουρίνι, ο οποίος τώρα πια δίσταζε να ζητήσει ακρόαση, για να τού πει ότι έστελνε δύο απεσταλμένους στη Βενετία για να πάρει τελική και οριστική απάντηση στην πρότασή του για συμμαχία. Ο Μαξιμιλιανός επέμενε ότι δεν σχεδίαζε ιταλική εκστρατεία «για να καταστρέψει και να ερημώσει την Ιταλία … αλλά για να σώσει τη χώρα και να την ελευθερώσει από την υποταγή στη Γαλλία». Αν και ήταν Γερμανός λόγω εθνικότητας, έλεγε, ήταν Ιταλός στη σκέψη και τα αισθήματα.240 Ο Κουρίνι γινόταν όλο και πιο ανήσυχος. Οι Γερμανοί ηγεμόνες στη δίαιτα τής Κωνσταντίας έδειχναν εκπληκτική προθυμία να υποστηρίξουν την εκστρατεία τού αυτοκράτορα με άνδρες και χρήματα. Ο θάνατος τού Φιλίππου τού Ωραίου είχε κάνει τούς Αψβούργους να δείχνουν λιγότερο τρομεροί. Μιλώντας με τον Γκέοργκ Σενκ φον Λίμπουργκ, τον νεαρό ηγεμόνα-επίσκοπο τού Μπάμπεργκ, ο Κουρίνι υπογράμμιζε (όπως ο ίδιος ανέφερε στις 9 Ιουνίου) τη σκοπιμότητα μιας χριστιανικής ένωσης κατά των Τούρκων. Μολονότι η Βενετία είχε κάνει ειρήνη με τον Τούρκο πριν τέσσερα ή πέντε χρόνια και είχε κάθε πρόθεση να διατηρήσει την ειρήνη, ο Κουρίνι συνέχιζε να επιστρέφει στον τουρκικό κίνδυνο. Ο Γκέοργκ Σενκ δεν ήταν ανόητος, άλλωστε έγινε γνωστός ως προστάτης τής τέχνης και των γραμμάτων, ενώ καταλάβαινε καλά πόσο απρόθυμη θα ήταν η Σινιορία να γίνει γνωστό, ακόμη και το ότι η Βενετία εξέταζε την ένταξή της σε ένωση εναντίον των Τούρκων. Ο Σενκ απάντησε στον Κουρίνι ότι θα ήταν καλύτερα να ασχοληθεί πρώτα με εχθρούς πιο κοντά στην πατρίδα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερος άπιστος από τον βασιλιά τής Γαλλίας, όπως φαινόταν από τις πολυάριθμες προδοσίες του απέναντι στον βασιλιά των Ρωμαίων και την αυτοκρατορία. Όταν ο Λουδοβίκος ΙΒ’ θα έπαιρνε την τιμωρία που τού άξιζε, τότε και μόνο τότε θα ήταν η ώρα «να διεξαχθεί η επιχείρηση εναντίον των Τούρκων» (proseguir l’ impresa contra Turchi).241

Προς το τέλος Ιουνίου η Ενετική Γερουσία απέρριψε ευγενικά την πρόταση τού αυτοκράτορα για συμμαχία εναντίον τής Γαλλίας, ενημερώνοντας τούς απεσταλμένους του ότι η Σινιορία ήθελε να παραμείνει σε φιλικές σχέσεις με όλα τα χριστιανικά κράτη, προκειμένου να προωθηθεί ο ανώτατος στόχος τής σταυροφορίας. Όσο για το αίτημα να επιτραπεί σε αυτοκρατορικά στρατεύματα να περάσουν μέσα από ενετικό έδαφος και να εφοδιαστούν με προμήθειες, η απάντηση τής Γερουσίας ήταν ότι μια τέτοια παραχώρηση μπορούσε μόνο να οδηγήσει στη σύγκρουση Γάλλων και φιλο-αυτοκρατορικών επί των εδαφών τής Δημοκρατίας. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν θα ήταν δυνατό για τις ενετικές δυνάμεις ούτε να εισέλθουν στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού ενός ή τού άλλου από τούς αντιμαχόμενους στρατούς. Αυτό θα σήμαινε το τέλος τής ουδετερότητας, την οποία η Σινιορία ήθελε να διατηρήσει εν όψει εκείνου που έμοιαζε πιθανότατα με μεγάλης κλίμακας και καταστροφικό πόλεμο. Πόσο πιο αποδεκτό θα ήταν από τον Θεό, αν χριστιανικά ξίφη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο τής μάχης εναντίον των εχθρών τής πίστης, που είχαν χύσει τόσο πολύ αίμα χριστιανών!242

Στο μεταξύ ο Ερρίκος Ζ’ τής Αγγλίας είχε γράψει στον Ιούλιο Β’ (στις 20 Μαΐου 1507), προτρέποντάς τον να αναλάβει σταυροφορία εναντίον των Τούρκων.243 Ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη είχε εξασφαλίσει αντίγραφο τής βασιλικής επιστολής και το είχε στείλει στη Σινιορία, η οποία το έθεσε υπόψη των απεσταλμένων τού Μαξιμιλιανού. Η ιδέα μιας σταυροφορίας δεν αποτελούσε ενετικό τέχνασμα ούτε προσπάθεια εκτροπής. Άλλες δυνάμεις στην Ευρώπη, ακόμη και τόσο μακριά από τον κίνδυνο, όπως η Αγγλία, αναγνώριζαν την αναγκαιότητα τής ανάληψης πολέμου εναντίον των «βρώμικων και άγριων εχθρών τού Χριστού» (spurcissimi truculentissimique Christi nominis hostes). Ο Ερρίκος προέτρεπε τον πάπα να απευθύνει έκκληση προς όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες να συνεργαστούν σε κοινή εκστρατεία, στην οποία υποσχόταν να συμβάλει τόσο με όπλα όσο και με χρήματα. Δεδομένου ότι ο βασιλιάς τής Πορτογαλίας Μανουήλ είχε ήδη κάνει παρόμοια πρόταση, ήταν σαφές στους Ενετούς ότι μια τέτοια ασυνήθιστη σταυροφορία δεν μπορούσε παρά να είναι συνέπεια θείας έμπνευσης.244 Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί αποκόμιζαν όσα κέρδη μπορούσαν από τη συζήτηση τής σταυροφορίας, φοβούνταν να μη συνδεθούν ανοιχτά με αντι-τουρκική προπαγάνδα. Κανένας Ενετός αξιωματούχος δεν τολμούσε να διακινδυνεύσει φανερή πράξη εναντίον τής Υψηλής Πύλης. Η Βενετία είχε ακόμη πολλά που διακυβεύονταν στην Ανατολική Μεσόγειο.245

Επίσης, με βάση όσα γνώριζε η Σινιορία, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ ήθελε να διατηρήσει την ειρήνη με τη Βενετία. Στις αρχές τού έτους 1507 ορισμένοι Τούρκοι σαντζακμπέηδες, ομάδες Μαρτελόσσι και άλλοι υπήκοοι τού σουλτάνου είχαν εισβάλει στην περιοχή των ενετοκρατούμενων Σεμπένικο (Σίμπενικ) και Ζάρας (Ζάνταρ) στη δαλματική ακτή. Οι επιδρομείς είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας μερικούς κατοίκους τής περιοχής, τα ζώα τους και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Η Σινιορία είχε στείλει διαμαρτυρία στην Πύλη και ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ έστειλε πίσω νέα (η επιστολή του είχε ημερομηνία 11 Απριλίου), ότι ο σουλτάνος στενοχωρήθηκε μαθαίνοντας για τις επιδρομές. Είχε δώσει εντολή σε ένα «σκλάβο» και ένα δικαστή (καδή) να φύγουν για το Σεμπένικο εντός έξι ημερών, για τη διεξαγωγή έρευνας τής όλης υπόθεσης και για να φροντίσουν για την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων, την επιστροφή των κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων και την τιμωρία των παραβατών. Όπως έγραφαν στις 28 Μαΐου ο δόγης και η Γερουσία στον Μαρίνο Μόρο, τον Ενετό «κόμη» τού Σεμπένικο, καθώς και στον Μπερνάρντο Μποντιμιέρ, «τον διοικητή μας τής Ζάρας», αυτή ήταν καλή είδηση για τη Βενετία και για όλους τούς υπηκόους τής Δημοκρατίας στη δαλματική ακτή. Οι Μόρο και Μποντιμιέρ έπαιρναν εντολή να συναντηθούν με τον Τούρκο «σκλάβο» και τον δικαστή (li predicti schiavo et cadi) και να φροντίσουν ότι θα ακολουθούνταν πραγματικά οι διαταγές τού σουλτάνου. Ο Τούρκοι αξιωματούχοι θα περίμεναν φυσικά να τούς δοθεί κάποια προσοχή. Η Γερουσία έστελνε λοιπόν στους Μόρο και Μποντιμιέρ, για να τα χρησιμοποιήσουν κατά την κρίση τους, τρία κατάλληλα ενδύματα, ένα μακρύ από κόκκινο ύφασμα και δύο από βιολετί, καθώς και σφραγισμένη τσάντα, που περιείχε τριακόσια δουκάτα.

Στην επιστολή τους τής 28ης Μαΐου προς τούς Μόρο και Μποντιμιέρ ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν πιο ακριβείς οδηγίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο Μόρο και ο συνάδελφός του —ή οι απεσταλμένοι τους, αν ήσαν αλλιώς απασχολημένοι και έτσι δεν μπορούσαν να ασχοληθούν άμεσα με τον «σκλάβο» τού σουλτάνου και τον καδή— έπρεπε να ρυθμίσουν την επιστροφή των αιχμαλώτων και την αποκατάσταση των περιουσιών που είχαν κατασχεθεί στις επιδρομές κατά τού Σεμπένικο και τής Ζάρας. Τα δώρα σε χρήματα και ρούχα έπρεπε να δοθούν στον σκλάβο και τον καδή κρυφά (soli cum solis), έτσι ώστε να μην προκαλέσουν τις υποψίες τού τοπικού σαντζακμπέη ή οποιουδήποτε άλλου συμμετείχε στη διαδικασία. Όμως για την παράδοση των δώρων έπρεπε να περιμένουν εξασφάλιση ότι είχαν επιστραφεί οι αιχμάλωτοι και οι περιουσίες τους.

Οι Μόρο και Μποντιμιέρ (ή οι απεσταλμένοι τους) μπορούσαν να θεωρήσουν σκόπιμο να υπερβάλουν για το μέγεθος των ζημιών που είχαν υποστεί οι υπήκοοι τής Βενετίας. Έπρεπε βεβαίως να επιμείνουν ότι οι ένοχοι για τις επιδρομές έπρεπε να τιμωρηθούν. Αν ο σκλάβος και ο καδής έλεγαν ότι δεν είχαν εξουσιοδότηση να επιβάλουν τέτοιες ποινές, αλλά ότι θα το εισηγούνταν στην Πύλη, έπρεπε να ενημερωθούν κρυφά ότι αν τα ένοχα άτομα και ομάδες τιμωρούνταν δεόντως, η Σινιορία θα φρόντιζε για την ανταμοιβή τού σκλάβου και τού καδή μέσω τού βαΐλου στην Ισταμπούλ με τέτοιο τρόπο, «ώστε να καταλάβουν πόσο πολύ έχουμε εκτιμήσει τις καλές προσπάθειές τους και ότι θα έχουν λόγους να είναι ικανοποιημένοι με την έκφραση τής ευγνωμοσύνης μας».246

Μπορούσε κανείς να περιμένει περιοδικές δυσκολίες με τούς Τούρκους, αλλά συνολικά ο Βαγιαζήτ Β’ και οι πασάδες παρέμεναν φιλικοί προς τη Βενετία μετά την ειρήνη τού 1502-1503. Οι Ενετοί ανησυχούσαν πάντοτε για την πόλη τής Αμμοχώστου, «από την οποία εξαρτάται η άμυνα και η επιβίωση τού βασιλείου μας τής Κύπρου» (da laqual depende la tutella et conservation del regno nostro de Cypro). Πολύς χρόνος και χρήμα είχαν δαπανηθεί στα τείχη και τις οχυρώσεις τής Αμμοχώστου. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Η πόλη έπρεπε να εφοδιαστεί με κατάλληλες φρουρές. Έτσι στις 20 Σεπτεμβρίου (1507) η Γερουσία έκρινε ότι έπρεπε να ζητήσει από όλους τούς Κύπριους δουλοπάροικους, περιλαμβανομένων των κληρονόμων εκείνων που όφειλαν στρατιωτική υπηρεσία στους πρώην βασιλείς, να παρουσιαστούν εντός τεσσάρων μηνών στον διοικητή τής Αμμοχώστου, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος για την άμυνα τού «βασιλείου τής Κύπρου» τής Δημοκρατίας. Θα ζητιόταν μάλιστα από τούς λεγόμενους δουλοπάροικους (pheudati) να ζήσουν μέσα στην αραιοκατοικημένη πόλη (che … vadino a far la residentia soa in Famagusta).

Οι παραπάνω τέσσερις μήνες θα μετρούσαν από τη στιγμή που το διάταγμα τής Γερουσίας θα τίθετο για πρώτη φορά υπόψη των Κυπρίων. Αν οποιοσδήποτε δουλοπάροικος δεν υπάκουε στο διάταγμα, η κυβέρνηση στην πρωτεύουσα πόλη τής Λευκωσίας έπρεπε να προσλάβει άμεσα τόσους ένοπλους άνδρες, όσοι ήσαν οι δουλοπάροικοι που δεν συμμορφώνονταν προς την οικιστική απαίτηση. Αν ήταν απαραίτητο να αγοραστούν άλογα και όπλα, η κυβέρνηση έπρεπε να το κάνει, ανεξάρτητα από τις τρέχουσες τιμές. Οι νεοσύλλεκτοι θα στέλνονταν στην Αμμόχωστο. Οι πολιτικοί διοικητές στη Λευκωσία έπρεπε να μεριμνήσουν ώστε να πληρώνονται στην ώρα τους. Οι μη συμμορφούμενοι δουλοπάροικοι διέτρεχαν προφανώς τον κίνδυνο απαλλοτρίωσης των φεουδαλικών τους κτημάτων (casali terreni), για την πληρωμή των μισθοφόρων που θα έπαιρναν τη θέση τους. Πολλά χρόνια πριν το ποσό των 4.000 δουκάτων είχε μπει στην άκρη, για την αντιμετώπιση των αναγκών των ξεπεσμένων ευγενών και αστών. Οι αποδέκτες εισοδήματος από το κονδύλι αυτό ονομάζονταν «έμμισθοι» (provisionati). Σύμφωνα με τη νομοθεσία που υποβαλλόταν τώρα στη Γερουσία (στις 20 Σεπτεμβρίου 1507), όσοι από αυτούς τούς αποδέκτες ήσαν κάτοικοι Λευκωσίας, περιλαμβανομένων εκείνων των οποίων οι αιτήσεις για επιδότηση ανέτρεχαν στην εποχή των βασιλιάδων (δηλαδή πριν από 1489), έπρεπε επίσης να εγκατασταθούν στην Αμμόχωστο «με τα άλογα και τα όπλα τους». Αν δεν υπάκουαν, θα τερματίζονταν οι συντάξεις ή «μισθοί» τους. Όμως η προτεινόμενη νομοθεσία δεν ίσχυε για τις εκμεταλλεύσεις των εκκλησιών, των νοσοκομείων, «τους φτωχούς τού Χριστού» και για τούς τρεις ή τέσσερις κοντόσταυλους που υπηρετούσαν στη Λευκωσία.

Η κυβέρνηση τής Λευκωσίας, σύμφωνα με την πρόταση που τίθετο τώρα ενώπιον τής Γερουσίας, έπρεπε να στείλει στον διοικητή Αμμοχώστου κατάλογο όλων των δουλοπάροικων (pheudati) και «εμμίσθων» (provisionati), με ακριβή δήλωση των υποχρεώσεών τους. Περαιτέρω βελτιώσεις προτείνονταν στην τοπική κυβέρνηση και στη δικαστική διοίκηση τής Αμμοχώστου. Όλα τα βαμβακερά και άλλα εμπορεύματα έπρεπε να φορτώνονται (ή να εκφορτώνονται) στην Αμμόχωστο και σε κανένα άλλο λιμάνι τού νησιού, πράγμα για το οποίο οι άνθρωποι θα εύρισκαν «καλύτερο λόγο για να ζουν στην προαναφερθείσα πόλη». Γίνονταν εξαιρέσεις για φορτηγά στη Λεμεσσό, την Πάφο και λίγα ακόμη μέρη. Αλάτι μπορούσε φυσικά να φορτώνεται στο λιμάνι των Αλυκών (Salines) στον κόλπο τής Λάρνακας. Ορισμένες από αυτές τις προτάσεις είχαν υποβληθεί στη Γερουσία και κατά το παρελθόν και είχαν απορριφθεί. Η παρούσα πρόταση, αν εγκρινόταν από τη Γερουσία, θα απαιτούσε έγκριση και από το Μεγάλο Συμβούλιο. Πήρε μόλις 27 ψήφους στη Γερουσία. Η πρόταση για «αναβολή» των προτάσεων για την Κύπρο, «να αναβληθεί για την ώρα το θέμα αυτό» (quod present materia pro nunc differatur), υπερψηφίστηκε με 155 θετικές ψήφους.247

Η κατοχή τής νήσου Κύπρου έφερνε στους Ενετούς μεγάλη υπερηφάνεια και κάποια έσοδα. Παρά το γεγονός ότι, ως σουλτάνος τής Αιγύπτου, ο Κανσούχ αλ-Γκούρι διεκδικούσε τον παλαιό φόρο υποτέλειας από την εποχή των Λουζινιάν, οι Αιγύπτιοι δεν ήσαν πλέον σε θέση να ασκήσουν την επικυριαρχία τους στο νησί. Δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τις δικές τους ακτές από τούς κουρσάρους. Οι Ενετοί πλήρωναν τον κυπριακό φόρο υποτέλειας 8.000 δουκάτων τον χρόνο, ως «εκ των ων ουκ άνευ» (sine qua non) για το εμπόριο μπαχαρικών με τούς Μαμελούκους. Άραγε εναντίον ποιων οι Ενετοί συνέχιζαν να ανανεώνουν τα τείχη και τις οχυρώσεις τής Λευκωσίας και τής Αμμοχώστου; Των Τούρκων, μόνο των Τούρκων. Αν η Γερουσία έθετε σε ισχύ την πρόταση που καταψήφισε στις 20 Σεπτεμβρίου 1507, αυτή θα ήταν πολύ ενοχλητική για την τοπική αριστοκρατία, τούς δουλοπάροικους και τούς «έμμισθους», τούς μόνους ντόπιους πολεμιστές (όπως συνέβαινε) που βρίσκονταν στο νησί. Όλοι αυτοί ζούσαν στη Λευκωσία, μια άθλια «πόλη» το 1507, αλλά προτιμότερη από τα άγονα τείχη και τούς προμαχώνες τής Αμμοχώστου. Υπήρχε δυσαρέσκεια στην Κύπρο, ενώ υπήρχαν κάποιοι, ιδιαίτερα στην καταπιεσμένη αγροτιά, που θα καλωσόριζαν τούς Τούρκους.

Μια σταυροφορία των μεγάλων δυνάμεων —Γάλλων, Γερμανών και Ισπανών— θα βοηθούσε να γίνει πιο ασφαλής η ενετική διατήρηση τής Κύπρου. Θα απομάκρυνε επίσης το στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό τής Γαλλίας, τής Γερμανίας και τής Ισπανίας από την ιταλική χερσόνησο. Προφανώς υπήρχε κάποια λογική στη συχνά επαναλαμβανόμενη πρόταση τού Βιντσέντσο Κουρίνι προς τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό για χριστιανική ένωση εναντίον των Τούρκων.

Όμως κατά το έτος 1507 η σταυροφορία δεν αποτελούσε ούτε καν μακρινή πιθανότητα, παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί εύρισκαν τις αντι-τουρκικές παραινέσεις τού Ερρίκου Ζ’ και τού βασιλιά τής Πορτογαλίας Μανουήλ χρήσιμες για διπλωματικούς σκοπούς. Ο Μαξιμιλιανός και οι σύμβουλοί του θεωρούσαν τη συνεχή ανακύκλωση από τον Κουρίνι τής αναγκαιότητας να κατευθύνουν οι χριστιανοί ηγεμόνες τα όπλα τους εναντίον των Τούρκων, αντί να τα στρέφουν ο ένας εναντίον τού άλλου, ως τίποτε περισσότερο από ρηχό ελιγμό, για να αποφύγει την προσφορά μιας αυτοκρατορικής συμμαχίας. Έβλεπαν επίσης τον Λουδοβίκο ΙΒ’ πίσω από την προπαγάνδα για σταυροφορία, γιατί οι Γάλλοι, έχοντας μόλις επανεδραιωθεί στην επαναστατική Γένουα, ήθελαν να εκτρέψουν την προσοχή των ηγεμόνων προς την Ανατολή, ενώ οι ίδιοι προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα στην Ιταλία.

Καθώς περνούσε ο καιρός, η θέση τού Κουρίνι στην αυτοκρατορική αυλή γινόταν πολύ δύσκολη. Ο Ιούλιος Β’ στην πραγματικότητα δεν ήθελε αυτοκρατορική συμμαχία με τη Βενετία. Ο Αριανίτι σύντομα δολοπλοκούσε για την απομάκρυνση τού Κουρίνι από την αυλή. Ο Ενετός απεσταλμένος είχε από καιρό απομονωθεί σχεδόν από καθέναν τής ακολουθίας τού Μαξιμιλιανού. Οι Γερμανοί εκκλησιαστικοί ηγεμόνες, οι οποίοι ονειρεύονταν πλούσιες επισκοπές και κόκκινα καπέλα, ήσαν στην ευχάριστη θέση να δείχνουν την αφοσίωσή τους στην Αγία Έδρα, γυρνώντας την πλάτη τους στον Κουρίνι. Ύστερα από ακόμη μια ενετική άρνηση συμμαχίας με τον Μαξιμιλιανό και άλλη μια απόρριψη τής αίτησής του για ελεύθερη διέλευση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων από την ενετική επικράτεια, η χρησιμότητα τής πρεσβείας τού Κουρίνι είχε τερματιστεί σχεδόν εντελώς. Διωγμένος από την αυλή, ο Κουρίνι τώρα στο Άουγκσμπουργκ μπορούσε να αποκτά κομμάτια πληροφοριών, που έδειχναν ότι η φιλοδοξία τού Μαξιμιλιανού να παίξει τον ρόλο τού Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσσα επρόκειτο να περιοριστεί από οικονομικές δυσκολίες, από τη δυστροπία τής Ελβετίας και από τον ελαττούμενο ζήλο των Γερμανών ηγεμόνων.248

Πριν από καιρό ο Μαξιμιλιανός επέμενε για ενετική ουδετερότητα. Ο υπουργός του Πάουλ φον Λιχτενστάιν, στρατάρχης τού Τυρόλου, έλεγε ότι μια σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και αυτοκρατορίας μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή τουλάχιστον διακοσίων ενετικών εμπορικών επιχειρήσεων. Η ιταλική εκστρατεία τού Μαξιμιλιανού δηλωνόταν συνεχώς ότι είχε δύο ειρηνικούς σκοπούς: να παραλάβει το αυτοκρατορικό στέμμα στη Ρώμη και να επανεπιβάλει τη δικαιοδοσία του σε αυτοκρατορικά εδάφη στην Ιταλία.249 Αλλά η ακύρωση τού σφετερισμού αυτοκρατορικών εδαφών και η αποκατάσταση μοναρχικών δικαιωμάτων ηχούσε πάρα πολύ σαν τα τότε λόγια τού Μπαρμπαρόσσα και οι έμποροι στο Ριάλτο δεν μπορούσαν να δώσουν πολύ πίστη στις δηλώσεις τού Μαξιμιλιανού για ειρηνική πρόθεση.

Στις 8 Οκτωβρίου (1507) ο Κουρίνι ανέφερε στην κυβέρνησή του ότι προφανώς διαμορφωνόταν συμμαχία μεταξύ αυτοκρατορίας και παπισμού. Τα κύρια επίμαχα ζητήματα είχαν πιθανώς λυθεί, αφού θεωρούνταν ότι ο ακούραστος Κωνσταντίνος Αριανίτι θα πήγαινε στη Ρώμη για να πάρει την έγκριση τού πάπα επί τού τελικού κειμένου τής συμφωνίας. Ο Κουρίνι πίστευε ότι ο ανταγωνισμός προς τη Βενετία είχε φέρει κοντά τούς δύο νέους συμμάχους.250 Όταν οι Ενετοί αρνήθηκαν να στείλουν στον Μαξιμιλιανό πλήρη και επίσημη δήλωση τής ουδετερότητάς τους σε περίπτωση γαλλο-γερμανικού πολέμου, ο Λιχτενστάιν κάλεσε τον Κουρίνι (στις 27 Οκτωβρίου), για να τον ενημερώσει ότι η παρουσία Ενετού πρέσβη στη Γερμανία ήταν ασυμβίβαστη με την αυτοκρατορική αξιοπρέπεια. Ο Κουρίνι έπρεπε να επιστρέψει στη Βενετία. Μπορούσε να επιστρέψει στη Γερμανία μαζί με δήλωση ενετικής ουδετερότητας, αλλά όχι αλλιώς. Ο Κουρίνι δεν είχε την πρόθεση να εκτελεί θελήματα για τούς Γερμανούς.251 Γύρισε στη Βενετία στις 24 Νοεμβρίου και ετοίμασε την αναφορά του προς τη Γερουσία στις 26 τού μηνός, μία από τις πιο γρήγορες και λαμπρές αναφορές (relazioni) που υποβλήθηκαν ποτέ σε αυτό το σεβαστό σώμα, σχετικά με τα ανασταλτικά προβλήματα που έθετε η γερμανική αυτοκρατορία στη Βενετία και την Ιταλία. Λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα τού Μαξιμιλιανού και την εχθρότητα των Γερμανών ηγεμόνων, ο Κουρίνι (που θα προτιμούσε κάποια έντιμη παραχώρηση στα αυτοκρατορικά αιτήματα), θεωρούσε εξίσου πιθανό να επιτεθούν οι Γερμανοί στη Βενετία ή στη Γαλλία. Συνειδητοποιούσε, αν δεν θρηνούσε, τούς περιορισμούς τής γαλλικής συμμαχίας και προτιμούσε να δει τη Βενετία να ανακτά κάποιο μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας στον προσδιορισμό τής εξωτερικής της πολιτικής. Τώρα ήταν προφανώς πολύ αργά για αλλαγή. Αρνούμενη να δώσει στον Μαξιμιλιανό ευθεία δήλωση τής ενετικής ουδετερότητας σε περίπτωση πολέμου με τη Γαλλία, η Γερουσία είχε πάρει επικίνδυνη απόφαση.252

Όπως έχουμε σημειώσει σε σχέση με τις επιστολές Κουρίνι προς Βενετία, οι βασιλείς τής Αγγλίας και τής Πορτογαλίας εκδήλωναν μεγάλο ενδιαφέρον για τη σταυροφορία. Στις 27 Μαΐου 1506 ο μεγάλος μάγιστρος Αιμερύ ντ’ Αμπουάζ και το μοναστήρι τής Ρόδου είχαν ζητήσει από τον Ερρίκο Ζ’ να γίνει προστάτης τού Τάγματός τους.253 Οι Ιππότες, απειλούμενοι όπως ήσαν από τούς Τούρκους, είχαν κάποιο λόγο να προσβλέπουν στην Αγγλία για βοήθεια. Ο Ερρίκος φαινόταν να έχει γνήσιο ενδιαφέρον για τη σταυροφορία, αν και δεν ήταν μικρή η υποψία που διατηρούσε για τα κίνητρα τού Αλέξανδρου ΣΤ’, όταν εκείνος αναζητούσε κονδύλια για τη διεξαγωγή πολέμου εναντίον των Τούρκων. Έχουμε την άποψη τού καρδινάλιου Αντριάνο Καστελλέζι ντα Κορνέτο γι’ αυτό, ότι η απάντηση τού Άγγλου βασιλιά προς τις ανάγκες τής χριστιανοσύνης στο θέμα αυτό ήταν η πιο γενναιόδωρη στην Ευρώπη. Σε μακροσκελή επιστολή, που γράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Ιανουαρίου 1504, ο καρδινάλιος Αντριάνο ενημέρωνε τον Ερρίκο Ζ’:

Είπα στην Αγιότητά του [στον Ιούλιο Β’] για τα χρήματα που επιβλήθηκαν με τον φόρο δεκάτης επί τού Κιστερκιανού τάγματος στην Αγγλία με την άδεια τής μεγαλειότητάς σας και συλλέχθηκαν με τα δικά μου χέρια για τον προκάτοχό του Αλέξανδρο (ΣΤ’). Δεν παρέμεινα σιωπηλός για το ποσό των δύο φόρων σταυροφορίας (cruciatae), που παραχωρήθηκαν από τη μεγαλειότητά σας στο βασίλειό της στην εποχή των Ιννοκέντιου [Η’] και Αλέξανδρου [ΣΤ’], ούτε προσπέρασα αυτή την πιο πρόσφατη επιδότηση, την οποία η μεγαλειότητά σας έχει χορηγήσει για την προώθηση τής πίστης εναντίον των Τούρκων.

Η αγιότητά του είπε ότι κι άλλοι βασιλείς είχαν κάνει το ίδιο πράγμα. Απάντησα, με την άδεια τής αγιότητάς του, ότι δεν κατάλαβε το θέμα πολύ σωστά. Έδειξα ότι άλλοι βασιλείς και ηγεμόνες είχαν επιτρέψει τον φόρο σταυροφορίας και τις επιδοτήσεις στα δικά τους βασίλεια και εδάφη, αλλά τα είχαν επιθυμήσει και τα είχαν συλλέξει αποκλειστικά για τούς εαυτούς τους, όχι για την Αποστολική Έδρα. Είχαν υποσχεθεί να εκτελέσουν πολλές θαυμάσιες πράξεις εναντίον των Τούρκων και δεν είχαν δώσει στην Αποστολική Έδρα ούτε δεκάρα [από τα κονδύλια που είχαν συλλέξει]. Δήλωσα και κατονόμασα ποιοι ήσαν, γιατί αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει αυτό, μπορώ να πω, χωρίς να επαίρομαι ότι είμαι εγώ.

Πρώτος απ’ όλους ήταν ο βασιλιάς των Ρωμαίων, που υποδέχθηκε τον καρδινάλιο λεγάτο τού Γκουρκ [Ραϋμόν Περάουντι] και πήρε τούς φόρους σταυροφορίας (cruciata), δέκατης και επιδότηση στις κτήσεις του, αλλά ο ποντίφηκας δεν πήρε ούτε δεκάρα (obolus). Ύστερα ήταν ο βασιλιάς τής Γαλλίας, ο οποίος πήρε επίσης φόρους σταυροφορίας (cruciatae) και δεκάτης στα εδάφη του, που τούς συνέλεξε για τον εαυτό του και ο ποντίφηκας δεν μοιράστηκε ούτε ένα δηνάριο (denarius). Ο βασιλιάς τής Ισπανίας έκανε το ίδιο πράγμα, όπως και οι βασιλείς τής Πορτογαλίας, τής Ουγγαρίας και τής Πολωνίας, ο δούκας τής Σαβοΐας, οι Ενετοί, Φλωρεντινοί και σχεδόν όλοι οι άλλοι, ακόμη και οι μικρότερες δυνάμεις.

Είπα και επέμεινα και είναι αλήθεια ότι η μεγαλειότητά σας ήταν μόνος μεταξύ όλων των χριστιανών ηγεμόνων, στο ότι όχι μόνο επέτρεψε τούς εν λόγω φόρους σταυροφορίας (cruciatae) και επιδοτήσεις για την Αποστολική Έδρα, αλλά ακόμη και πριν συγκεντρωθούν αυτοί, εμπιστεύτηκε και παρέδωσε στον αποστολικό απεσταλμένο, τον άρχοντα Πον, 20.000 χρυσά δουκάτα (scuti), να πληρωθούν από δικούς σας πόρους στην Αποστολική Έδρα εδώ στη Ρώμη, ενώ εκτός από αυτό [η μεγαλειότητά σας] είχε γράψει και προσφέρει (όπως βεβαιώνουν οι βασιλικές επιστολές που βρίσκονται ακόμη στην κατοχή μου) για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, για την υπεράσπιση τής πίστης, όχι μόνο να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια και υποστήριξη, αλλά ακόμη και να πάει προσωπικά στη Σταυροφορία…254

Το γράψιμο τής ιστορίας από διπλωματικές πηγές περιέχει πολλές παγίδες για τούς απρόσεκτους, ενώ στο ύφος τής επιστολής τού καρδινάλιου Αντριάνο πρέπει να γίνει ένα διάλειμμα για περισυλλογή. Ο Αντριάνο μπορεί να είχε πει στον πάπα όλα όσα έλεγε ότι είχε πει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έγραφε όλη την αλήθεια. Έχοντας από καιρό εκπροσωπήσει τα αγγλικά συμφέροντα στη Ρώμη, ο Αντριάνο γνώριζε ίσως καλά τον Ερρίκο Ζ’ και τις προθέσεις του. Είναι δύσκολο για εμάς να πούμε ότι τα γεγονότα δεν ήσαν όπως τα παρουσίαζε ο καρδινάλιος. Από την άλλη πλευρά μπορούμε να υποψιαζόμαστε ότι ο Ερρίκος είχε την ευκαιρία να απολαύσει, είτε ως ειρωνικές ή διφορούμενες, περισσότερες από μία από τις αναφερθείσες παρατηρήσεις τού Αντριάνο προς τον πάπα. Οι διπλωμάτες τής παπικής κούρτης καθώς και των κοσμικών καγκελλαριών καλλιεργούσαν την ειρωνεία καθώς απολάμβαναν την ευφυΐα. Χωρίς γνώση των ιδιωτικών αστείων και των φορτισμένων παρατηρήσεων που αντάλλασσαν μεταξύ τους και με τούς εντολείς τους, δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι ότι ακόμη και η πιο επίσημη σοβαρή φρασεολογία δεν παραποιεί την αλήθεια. Ο Αντριάνο Καστελλέζι ήταν εξίσου ικανός για ανεντιμότητα και ειρωνεία. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο τού 1507, ο Σανούντο κατέγραφε στα ημερολόγιά του ότι ο άρχοντας καρδινάλιος Αντριάνο ντα Κορνέτο είχε φύγει από τη Ρώμη φοβούμενος τον πάπα, … επειδή είχε γράψει στον βασιλιά τής Αγγλίας άσχημα πράγματα για τον πάπα και είχε μιλήσει άσχημα στον πάπα για τον βασιλιά τής Αγγλίας, ενώ ο βασιλιάς τής Αγγλίας, είχε στείλει τις επιστολές τού ίδιου τού καρδινάλιου στον πάπα…255

Ανεξάρτητα από την επιφυλακτικότητα που προκαλούν ορισμένες πηγές, το σταυροφορικό ιδανικό ασκούσε ακόμη ισχυρή έλξη, ακόμη και ύστερα από τρεις αιώνες κακομεταχείρισης. Μια επιστολή τού Λουδοβίκου ΙΒ’ προς τον Κάρολο Σόμερσετ, άρχοντα τού Χέρμπερτ, Άγγλο απεσταλμένο στη Γαλλία, αναφέρει το γεγονός ότι ο βασιλιάς Μανουήλ τής Πορτογαλίας ήθελε «να διεξαγάγει και να κάνει από την πλευρά του πόλεμο κατά των απίστων, … που έχουν καταλάβει και κατέχουν τούς Αγίους Τόπους» (de menner et faire de sa part la guerre aux infidelles . . . , qui tiennent et occupent la Terre Saincte). Αν o Λουδοβίκος πήγαινε στη σταυροφορία, θα τον συνόδευε ο Μανουήλ με τουλάχιστον 15.000 πολεμιστές (combatans), «εφοδιασμένους και υποστηριζόμενους για τρία ή τέσσερα χρόνια». Ο άρχοντας Μανουήλ ζητούσε επίσης από τον Λουδοβίκο να απευθύνει έκκληση προς τούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες, κυρίως τούς βασιλείς τής Αγγλίας, των Ρωμαίων, τής Καστίλλης και τής Σκωτίας. Ο Λουδοβίκος δήλωνε την προθυμία του να ξεκινήσει εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, «εχθρών, απίστων και αντιπάλων» (ennemys, mescreans et adversaires), μόνο αν οι άλλοι ηγεμόνες έκαναν το ίδιο, όπως ο Λουδοβίκος ομολογούσε ότι πίστευε ότι θα έκαναν. Επιθυμούσε ιδιαίτερα να μάθει την πρόθεση τού Ερρίκου Ζ’ στο θέμα αυτό, επειδή προτιμούσε να συνοδεύσει τον Ερρίκο από οποιονδήποτε άλλο βασιλιά ή ηγεμόνα στον κόσμο. Αν οι άλλοι βασιλείς τής Ευρώπης δεν ανταποκρίνονταν στη σταυροφορική έκκληση, ο Λουδοβίκος θα πήγαινε με τούς Ερρίκο και Μανουήλ μόνο. Οι πόροι τους θα επαρκούσαν για να πετύχουν νίκη «με τη συνδρομή και την καλή βοήθεια που θα τούς δώσει ο Θεός» (avecques layde et bonne assistance que Dieu leurs donneroit).256 Δεδομένου ότι ο Ερρίκος Ζ’ επέστρεψε ενθαρρυντική απάντηση, ο Λουδοβίκος έστειλε ύστερα τη διαβεβαίωση ότι ανυπομονούσε να μοιραστεί το «ταξίδι τής Ιερουσαλήμ» (voiage de Jerusalem) με τούς βασιλείς τής Αγγλίας και τής Πορτογαλίας, με την προϋπόθεση ότι οι κρατικές υποθέσεις θα καθιστούσαν δυνατή τη μεγάλη επιχείρηση, όταν θα ερχόταν η ώρα.257 Στις 5 Απριλίου 1506 η βασίλισσα Τζοάννα τής Καστίλλης έγραφε στον βασιλιά τής Πορτογαλίας για τη δική της αφοσίωση στην «ιερή επιχείρηση» (santo negocio), την οποία είχε θέσει σε κίνηση η δική του πρωτοβουλία. Εξέφραζε την επιθυμία να αφιερώσει τον εαυτό της και την περιουσία της στη σταυροφορία, αν αυτό επρόκειτο να είναι το θέλημα τού Θεού.258 Η Τζοάννα κατά πάσα πιθανότητα εννοούσε την εκφρασμένη αφοσίωσή της στη σταυροφορία, αλλά ο Κύριός μας (nuestro Señοr) είχε αποφασίσει αλλιώς και όχι να χρησιμοποιήσει αυτήν και την περιουσία της εναντίον των Τούρκων. Όση αξία κι αν είχαν τα λόγια του, στις 5 Απριλίου 1506 ο πεθερός τού Μανουήλ, ο Φερδινάνδος ο Καθολικός, υποσχέθηκε επίσης «το άτομο και το κράτος» του (la persona y el estado) για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων.259

Παρά την άποψη τού καρδινάλιου Αντριάνο ότι ο Ερρίκος Ζ’ είχε φανεί πολύ καλός φίλος τής παπικής κούρτης, ο καρδινάλιος Ραφφαέλε Ριάριο, αποστολικός ταμίας, διατηρούσε (όπως θα δούμε) μάλλον διαφορετική γνώμη για τον Άγγλο βασιλιά. Στις 17 Μαΐου 1506 ο πάπας Ιούλιος Β’ εξέδωσε βούλλα, που απαγόρευε την εισαγωγή στυπτηρίας από τουρκικά εδάφη στην Ολλανδία, την Αγγλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να προστατευτεί το παπικό μονοπώλιο εμπορίου στυπτηρίας, τα κέρδη από το οποίο θεωρείτο ότι ήσαν αφιερωμένα στη σταυροφορία από την πρώτη κιόλας ανακάλυψη (το 1461) των ορυχείων στην Τόλφα.260 Όμως το 1505-1506 κάποιος Τζιρολάμο Φρεσκομπάλντι και οι συνεργάτες του, με εντολή τού βασιλιά Φίλιππου τού Ωραίου, εισήγαγαν μεγάλη ποσότητα στυπτηρίας από τη Μικρά Ασία στην Αγγλία με πρόθεση να τη μεταφορτώσουν για τη Φλάνδρα. Όταν μπήκε έτσι κάποια ποσότητα στυπτηρίας στην Ολλανδία, η τιμή μειώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα ο ισχυρός Αγκοστίνο Τσίγκι και οι εταίροι του, που είχαν την παπική παραχώρηση ιταλικής στυπτηρίας να διαμαρτυρηθούν στην Άγια Έδρα και έτσι προέκυψε η ανανέωση από τον πάπα τής παλαιάς απαγόρευσης συμμετοχής χριστιανών στο εμπόριο τουρκικής στυπτηρίας. Η βούλλα τής 17ης Μαΐου (1506), δόθηκε στη δημοσιότητα σε μεγάλο αριθμό αντιγράφων και ήταν μία από τις πρώτες χρήσεις τής τυπογραφίας για τη δημοσιοποίηση αστικής ή εκκλησιαστικής νομοθεσίας.261

Ο Ερρίκος Ζ’ δεν είχε αναγνωρίσει επισήμως την παπική απαγόρευση τού τουρκικού εμπορίου στυπτηρίας. Η αρχιδούκισσα Μαργαρίτα τής Αυστρίας-Σαβοΐας αρνήθηκε επίσης να το πράξει στην Ολλανδία, όπου ήταν αντιβασίλισσα, αμφισβητώντας κατά πόσον ο πάπας μπορούσε να χρησιμοποιεί εκκλησιαστικές απαγορεύσεις για να αποκτά ή να διατηρεί κοσμικά πλεονεκτήματα. Στις 12 Δεκεμβρίου 1506 ο καρδινάλιος Ραφφαέλε Ριάριο έγραφε στον αντιπρόσωπο τού πάπα στην Αγγλία, στον Πιέτρο Γκρίφφο (Γκρίφους), ότι η παπική κούρτη είχε παρατηρήσει εδώ και αρκετό καιρό τον τρόπο με τον οποίο ο Ερρίκος Ζ’ επέτρεπε την εισαγωγή στην Αγγλία στυπτηρίας από τη γη των απίστων, σε αντίθεση με τις υποσχέσεις (λέει ο Ριάριο), τις οποίες είχε δώσει στον πάπα. Ο Γκρίφφο ανακλήθηκε στην κούρτη, αλλά πριν από την αναχώρησή του από την Αγγλία έπρεπε να καταθέσει επίσημες διαμαρτυρίες κατά αυτής τής παράβασης τού παπικού νόμου και να επικολλήσει τις βούλλες και άλλες μομφές στις πόρτες εκκλησιών ή άλλους κατάλληλους χώρους στις πόλεις και κωμοπόλεις που θα έκρινε σκόπιμο. Η κούρτη θα έδινε συνέχεια στη δράση του, με τον τρόπο που θα απαιτούσαν οι περιστάσεις.262

Παρά την ανησυχία τού αποστολικού ταμία, το σπάσιμο τού παπικού μονοπώλιου στυπτηρίας δεν επρόκειτο να προκαλέσει ρήξη στις σχέσεις τού Ιουλίου Β’ με την Αγγλία. Η παπική κούρτη είχε πάρα πολλά προβλήματα στην Ιταλία. Στις 9 Ιουλίου (1507) ο Ιούλιος είχε απαντήσει σε φιλικούς τόνους στην επιστολή τού Ερρίκου Ζ’, που τον προέτρεπε να εγκαθιδρύσει ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και να βοηθήσει να οργανωθεί εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Επαινούσε την ευγενή πρόθεση τού Ερρίκου, αλλά τον διαβεβαίωνε ότι δεν χρειάζονταν τέτοιες παραινέσεις. Ο Ερρίκος είχε υποστηρίξει την πρόσκληση εκπροσώπων των δυνάμεων στη Ρώμη για να σχεδιαστεί η σταυροφορία, να προσδιοριστεί η ηγεσία, να επιλεγεί ο χρόνος και ο τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων και ούτω καθεξής, αλλά ο Ιούλιος τού θύμιζε την θλιβερή αποτυχία τής διάσκεψης που είχε συγκαλέσει το καλοκαίρι τού 1490 ο Ιννοκέντιος Η’ στη Ρώμη γι’ αυτούς ακριβώς τούς σκοπούς.263

Στις 8 Σεπτεμβρίου (1507) o Ερρίκος Ζ’ απάντησε στον πάπα ότι, αν οι περισσότεροι από τούς ηγεμόνες έπαιρναν τη σταθερή απόφαση να προχωρήσουν εναντίον των Τούρκων, καμιά δυσκολία δεν θα μπορούσε να τούς αποτρέψει από την εκπλήρωση τού σκοπού τους. Αν ήταν πολύ δύσκολο να συμφωνήσουν σε έναν ηγέτη, μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τρεις ηγέτες, «αν ήταν δυνατό να βρεθούν τόσο πολλοί». Τουλάχιστον δύο από τούς πιο ισχυρούς βασιλείς έπρεπε να πάνε προσωπικά με τις δυνάμεις τους. Ο Ερρίκος έλεγε ότι θα πήγαινε, ακόμη κι αν δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει το ίδιο κανένας άλλος ηγεμόνας. Όμως θεωρούσε ιδιαίτερα επιθυμητό να πήγαιναν κι άλλοι δύο μαζί του, γιατί όπως στη γέννηση τού Χριστού είχαν έρθει τρεις βασιλείς από την Ανατολή για να προσκυνήσουν τον Σωτήρα, έτσι και τώρα θα ταίριαζε καλύτερα να ερχόταν από τη Δύση μια «τριάδα βασιλέων» (trinitas region), για να καταστρέψει τη δύναμη των μουσουλμάνων και να ανακτήσει τον Πανάγιο Τάφο. Στο μεταξύ ο Ερρίκος παρακαλούσε τον πάπα να συνεχίσει να προτρέπει τούς ηγεμόνες σε σταυροφορία. Αυτό θα έκανε και ο ίδιος.264

Η απόσταση από τον τουρκικό κίνδυνο ίσως πρόσθετε γοητεία στη σταυροφορία. Την άνοιξη τού 1507 ο Τζέημς Δ’ τής Σκωτίας είχε λάβει από τον Ιούλιο Β’ «διάδημα πλεγμένο με άνθη από χρυσό» (diademe wrocht with flouris of gold) και ξίφος με λαβή και θήκη από χρυσό με πολύτιμους λίθους, καθαγιασμένα και τα δύο το βράδυ τής Γεννήσεως. Ο πάπας είχε επίσης ανακηρύξει τον βασιλιά τής Σκωτίας προστάτη τής χριστιανικής πίστης (Christianae fidei protector), πράγμα που βοήθησε τον βασιλιά (που είχε ήδη ζήλο σε θρησκευτικά θέματα) να αφοσιωθεί ένθερμα στην Αγία Έδρα. Ο Τζέημς είχε προγραμματίσει από καιρό ένα προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ και τώρα η ιδέα γρήγορα εξελίχθηκε στο πιο ένδοξο σχέδιο τής μετάβασης σε σταυροφορία με τούς άλλους ηγεμόνες τής Ευρώπης, ιδιαίτερα τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας.265 Ο χρόνος αύξανε τη φιλοδοξία τού Τζέημς Δ’ να παίξει τον ρόλο τού σταυροφόρου στο ανατολικό θέατρο, αλλά τώρα φυσούσαν άνεμοι σύγκρουσης πάνω από την ιταλική σκηνή, εκτρέποντας τον πάπα και τούς ηγεμόνες από το τουρκικό ζήτημα.

<-Πρόλογος τού συγγραφέα στους τόμους 3 και 4 2. Η Ένωση τού Καμπραί, οι Τούρκοι και οι Γαλλικανοί συνοδιστές (1507-1511)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top