05. Ο Λέων Ι’ και τα σχέδια για σταυροφορία εναντίον τού Σελήμ τού Άκαμπτου (1517-1521)

<-4. Ο Λέων Ι’, η Σύνοδος τού Λατερανού και η οθωμανική κατάκτηση τής Αιγύπτου (1513-1517) 6. Ο Αδριανός ΣΤ’, η πτώση τής Ρόδου και η ανανέωση τού πολέμου στην Ιταλία->

5
Ο Λέων Ι’ και τα σχέδια για σταυροφορία εναντίον τού Σελήμ τού Άκαμπτου (1517-1521)

Image Image

Φαίνεται ότι ο Λέων Ι’ είχε βρει λίγη ελευθερία από το άγχος, για να απολαύσει την παπική θητεία που τού είχε δώσει ο Θεός.1 Οι Τούρκοι διασκέδαζαν με τις ανατολικές νίκες τους, σύμφωνα με παπικό σημείωμα που γράφτηκε από τον Σαντολέτο προς τον Φραγκίσκο Α’ (στις 2 Ιουλίου 1517), ενώ τώρα διψούσαν για χριστιανικό αίμα. Μάλιστα η αηδιαστική υπεροψία επιστολής που στάλθηκε από τον Τούρκο διοικητή στο αιγυπτιακό θέατρο επιχειρήσεων προς τον Φαμπρίτσιο ντελ Καρρέττο, τον μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών (τον οποίο αποκαλούσε, με τη μικρότερη από τις προσβολές του, «ψωριάρη σκύλο»), έπρεπε να γύριζε τα άντερα όχι μόνο τού βασιλιά τής Γαλλίας, αλλά κι ενός ανθρώπου τής σειράς. Η Αγία Έδρα και η χριστιανική κοινοπολιτεία προσέβλεπαν στον Φραγκίσκο για προστασία από τον άγριο εχθρό, ενώ ο Λέων παρότρυνε και πάλι για την άμεση αποστολή Γάλλων απεσταλμένων στη Ρώμη, προκειμένου να μεριμνήσουν για ένοπλη αντίσταση στους Τούρκους. Η ταχύτητα ήταν απαραίτητη, διαφορετικά η καταστροφή θα ερχόταν ακόμη και πριν σχεδιαστεί η άμυνα. «Σε εκλιπαρούμε λοιπόν, πολυαγαπημένε μας γιε, να ακούσεις τώρα τη φωνή τού Θεού, που σε καλεί…».2

Στις αρχές Νοεμβρίου 1517, με τις συνήθεις ανησυχητικές ειδήσεις τουρκικών επιτυχιών να έρχονται από την Ανατολή, ο Λέων Ι’ συγκέντρωσε ορισμένα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου και, όπως συνηθιζόταν σε θέματα που αφορούσαν τη Σταυροφορία, όλα τα μέλη τού διπλωματικού σώματος που ήσαν διαπιστευμένα στην Αγία Έδρα.

Μίλησε για τον συντριπτικό κίνδυνο που απειλούσε με εξαφάνιση την ίδια τη χριστιανική θρησκεία (…. fore procul dubio ut brevi tota Christiana relligio pessum eat), σύμφωνα με την περιγραφή που διασώζεται σε αδημοσίευτη επιστολή τού Αλμπέρτο Πίο, κόμη τού Κάρπι, πρεσβευτή τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού στη Ρώμη. Τώρα που οι Τούρκοι είχαν πάρει την Αίγυπτο, έλεγε ο πάπας, κατείχαν σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και έχοντας ετοιμάσει ισχυρό στόλο στον Ελλήσποντο, δεν είχαν πια τη Σικελία ή ακόμη και την Ιταλία ως αντικείμενο τής φιλοδοξίας τους, αλλά φιλοδοξούσαν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρο τον κόσμο.3

Ο Λέων τώρα συνέχιζε με την παλιά επωδό ότι οι χριστιανοί ηγεμόνες έπρεπε να βρεθούν μαζί και να διαβουλευθούν για το τι έπρεπε να γίνει. Υπενθύμιζε στους πρέσβεις τους αιώνες φήμης και δόξας που είχαν πετύχει οι πρόγονοί τους με τη σταυροφορία. Μια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων ήταν απαραίτητη, για την προστασία των βωμών τού χριστιανικού κόσμου και την κοινή ασφάλεια τής Ευρώπης. Η Αγιότητά του ζητούσε από τούς πρεσβευτές να γράψουν στους εντολείς τους, ενώ σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι τα μάτια του αναζήτησαν εκείνα τού ίδιου τού Αλμπέρτο Πίο. Ο Λέων ήθελε να εξετάσει καθένας από τούς ηγεμόνες τη σοβαρότητα τού κινδύνου που κρεμόταν από πάνω του και να διαβιβάσει γραπτώς τις απόψεις του στην κούρτη, προσδιορίζοντας κάθε ηγεμόνας ποια θα ήταν η δική του συμβολή στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Στο μεταξύ έπρεπε να αποκατασταθεί η ειρήνη στην Ευρώπη, ώστε κάθε ηγεμόνας να μπορεί να είναι βέβαιος για την ασφάλεια των κτήσεών του και να δώσει ολόψυχη προσοχή στο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν όλοι.

Ο Αλμπέρτο Πίο, που είχε ερμηνεύσει τη χειρονομία τού πάπα προς αυτόν ως σημαίνουσα την τοποθέτηση ειδικής υποχρέωσης στους ώμους τού αυτοκράτορα, δήλωνε τώρα ότι ο Μαξιμιλιανός υπήρξε πάντοτε ένθερμος υποστηρικτής τής σταυροφορίας. Το γεγονός αυτό ήταν σαφές, όπως έλεγε, από διάφορες επιστολές που είχε γράψει ο Μαξιμιλιανός, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που διαβάστηκε στην 5η Σύνοδο τού Λατερανού. Αλλά η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, αν και ταλαιπωρούμενη από πολλές δυσκολίες, σύντομα θα έστελνε στον Αλμπέρτο Πίο επιστολές πληρεξουσιότητας (procuratoria) για τη σταυροφορία, γιατί προφανώς όλοι οι πρέσβεις στην παπική κούρτη είχαν τέτοιες επιστολές, εκτός από τον ίδιο και τον Άγγλο πρεσβευτή.4 Όσο για τον Ερρίκο Η’, αν και κατά καιρούς έκανε θόρυβο υπέρ τής σταυροφορίας, ίσως δεν θα είχε λιγότερο ενδιαφέρον για τούς Τούρκους αν αυτοί ζούσαν σε άλλο πλανήτη.5 Αλλά φυσικά η σταυροφορική παράδοση τής γαλλικής ιπποσύνης έκανε να συζητιέται ο τουρκικός κίνδυνος πιο σοβαρά, ή τουλάχιστον πιο συχνά, στην αυλή τού Φραγκίσκου Α’.

Σύμφωνα με επιστολή τής 5ης Νοεμβρίου 1517, γραμμένης στο όνομα τού καρδινάλιου Τζούλιο ντε Μέντιτσι (αργότερα πάπα Κλήμεντος Ζ’) προς τον Αντόνιο Πούτσι, τότε παπικό νούντσιο στους Ελβετούς, ο Φραγκίσκος Α’ είχε στείλει τον Λεσκύν από το Μιλάνο στην κούρτη, για να παροτρύνει τον πάπα να προωθήσει τα σχέδια για τη σταυροφορία «και πρόσφερε όλες τις δυνάμεις του» (et offerendo tucte le forze sue). Λεγόταν ότι ο Λέων Ι’ είχε παρηγορηθεί πολύ με την επίσκεψη τού Λεσκύν, επειδή δεν υπήρχε τίποτε στον κόσμο που επιθυμούσε περισσότερο, από το να δει να ξεκινά μια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο συγκρότησε «αντιπροσωπεία» ή επιτροπή οκτώ καρδιναλίων (Καρβαχάλ, Ρεμολίνo, Φιέσκι, Γκράσσι, Πούτσι, Μέντιτσι, Φαρνέζε και Κορνάρο), για να εξετάσει το ζήτημα και να ασχοληθεί με αυτό. Σκοπός τής επιτροπής ήταν να μελετήσει τις εφοδιαστικές ανάγκες μιας σταυροφορίας, καθώς και τούς στρατιωτικούς και ναυτικούς πόρους τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.6 Οι συστάσεις αυτής τής Επιτροπής θα αποτελούσαν τη βάση ειδικής έκθεσης για τις προϋποθέσεις μιας εκστρατείας εναντίον των Τούρκων. Πρόθεση τού πάπα ήταν να στείλει αντίγραφο αυτής τής έκθεσης στους κύριους ηγεμόνες τής Ευρώπης. Θα επανέλθουμε σε λίγο στο περιεχόμενό της. Πρόκειται για αξιοσημείωτο έγγραφο.

Ο Αντόνιο Πούτσι έπρεπε να ενημερώσει τούς Ελβετούς για τις εξελίξεις στην παπική κούρτη και να τούς ενθαρρύνει να συμμετάσχουν στην εκστρατεία. Ίσως έπαιρνε τον σταυρό ο Κάρολος Γ’ τής Σαβοΐας, αν και εκείνος τότε είχε διαφορές με τον ανηψιό του, τον Φραγκίσκο Α’, ο οποίος είχε δυστυχώς πολλούς εχθρούς στην Ελβετία.7 Στις 10 τού μηνός απευθύνθηκε επιστολή στον Τζιοβάννι Σταφφίλεο, επίσκοπο τού Σεμπένικο (Σίμπενικ) και νούντσιο στη Γαλλία,8 σχετική με «αυτή την ιερή επιχείρηση εναντίον των Τούρκων, η οποία κάθε ώρα γίνεται γνωστό ότι αποκτά μεγαλύτερη ορμή και μεγαλύτερη αναγκαιότητα». Ο Φραγκίσκος θα έπαιρνε τη σταυροφορική εισφορά και τον φόρο δεκάτης που είχε ζητήσει. Όμως αυτά δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για κανέναν άλλο σκοπό, παρά μόνο για να βοηθήσουν τη χρηματοδότηση τής αντι-τουρκικής εκστρατείας.9

Στις 11 Νοεμβρίου 1517, ο πάπας δημοσίευσε ειδική σταυροφορική άφεση αμαρτιών με τη βούλλα «Λυτρωτής τού ανθρώπινου είδους» (Humani generis redemptor). Υπογράμμιζε και πάλι την αύξηση τής οθωμανικής δύναμης, ως αποτέλεσμα τής κατάκτησης τής Αιγύπτου από τον Σελήμ, ενώ θεωρούσε αξιόπιστη την αναφορά ότι «ο τύραννος των Τούρκων» (Turcarum tyrannus) ετοίμαζε μεγαλύτερο στόλο από ποτέ.10 Παράλληλα έστελνε ειδικό σημείωμα στους κατοίκους τού δουκάτου τής Βρετάννης, υπενθυμίζοντάς τους την υπόσχεση τού Φραγκίσκου να βαδίσει στην «ιερή εκστρατεία» και χορηγώντας τη συνήθη «πλήρη απαλλαγή και άφεση από όλες τις αμαρτίες» σε εκείνους τούς Βρετόνους, που κατά τα προσεχή δύο χρόνια θα είχαν καλή χρηματοδοτική ή άλλη συνεισφορά στη Σταυροφορία.11 Λίγες ημέρες αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου, εκδόθηκε άλλη βούλλα, η «Παροτρυνόμενοι από τις εκκλησίες» (Cogimur ab ecclesiis), που επέβαλλε κι άλλο φόρο δεκάτης στα εισοδήματα των κληρικών σε όλη τη Γαλλία και τη Βρεττάνη, τον δεύτερο τέτοιο σταυροφορικό φόρο δεκάτης από τις 17 Μαΐου 1516.12 Η σταυροφορία αποτελούσε προφανώς πηγή σημαντικών εσόδων για τον βασιλιά τής Γαλλίας, στον οποίο διατέθηκε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων, αλλά (πρέπει να τονιστεί) αυτός μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κονδύλια αποκλειστικά για τη σταυροφορία. Φυσικά δεν το έπραξε και αργότερα κατηγορήθηκε για την κακοδιαχείρισή του.

Άραγε όταν ο Λέων Ι’ όριζε ότι η σταυροφορική εισφορά και ο φόρος δεκάτης θα χρησιμοποιούνταν μόνο για υποβοήθηση τής χρηματοδότησης μιας αντι-τουρκικής εκστρατείας, μήπως αυτός έπαιζε απλώς διπλωματικό παιχνίδι; Μήπως ο πάπας και ο βασιλιάς τής Γαλλίας διαγωνίζονταν μεταξύ τους επί προσοδοφόρας πηγής εσόδων; Άραγε αν δεν υπήρχε σταυροφορία, δεν θα μπορούσε ο Λέων να είναι βέβαιος ότι ο Φραγκίσκος θα σφετεριζόταν τα κονδύλια για δική του χρήση; Πρέπει κανείς αναμφίβολα να απαντήσει καταφατικά, αλλά μια επιστολή τής 17ης Νοεμβρίου (1517), που στάλθηκε στον Αντόνιο Πούτσι στο όνομα τού καρδινάλιου ντε Μέντιτσι, αποκαλύπτει τις απόψεις που επικρατούσαν τότε στην κούρτη:

Το ζήτημα τής σταυροφορίας [questa impresa] θερμαίνεται περισσότερο καθημερινά, ενώ όσο περισσότερο ασχολούμαστε με αυτό, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε την αναγκαιότητά της, επειδή υπάρχει οπωσδήποτε συμφωνία σε δύο πολύ σημαντικά γεγονότα. Πρώτον, ενώ υπήρχε η άποψη ότι ο Άρχοντας [Σελήμ] θα παρέμενε ένα περίπου έτος στη Συρία και στην Αίγυπτο για να παγιώσει τις νίκες του, οι οποίες ήσαν απίστευτες, αυτός επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, όπου πιστεύουμε ότι έχει ήδη φτάσει, φορτωμένος με χρυσό και με μεγάλη φήμη και φιλοδοξία, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεύτερον, ο ίδιος ετοιμάζει και πάλι τεράστια αρμάδα πέρα από οτιδήποτε αντίστοιχο υπάρχει σήμερα, ενώ δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη συγκέντρωση πυροβολικού, την κατασκευή πλοίων και την κατόπτευση όλων αυτών των θαλασσών και των νησιών τής Ευρώπης…

Αν ο Θεός δεν παρέμβαλλε χείρα βοηθείας, κατά τη γνώμη τού συγγραφέα η χριστιανοσύνη μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίζει καταστροφή. Όμως ο Πούτσι ήταν βέβαιος ότι ο Λέων Ι’ δεν θα παρέλειπε να κάνει το καθήκον του. Θα πήγαινε στην εκστρατεία και θα διακινδύνευε τη δική του ζωή για το χριστιανικό ποίμνιο.13

Αν και μπορούμε να διατηρούμε κάποια αμφιβολία για την τελευταία αυτή παρατήρηση, είναι αρκετά προφανές ότι οι τρομακτικές επιτυχίες τού σουλτάνου Σελήμ είχαν προκαλέσει κατάπληξη στην παπική κούρτη. Μάλιστα λεγόταν ότι ο Σελήμ είχε τώρα στόλο τριακοσίων γαλερών (triremes) έτοιμο για δράση στο λιμάνι τής Ισταμπούλ, καθώς και καραβομαραγκούς που εργάζονταν στον ναύσταθμό του. Στις 14 Νοεμβρίου (1517), τη μέρα ακριβώς τής βούλλας που επέβαλλε τον φόρο δεκάτης στη Γαλλία και τη Βρεττάνη, ο Λέων έγραφε στον Φραγκίσκο ότι «ο Τούρκος έχει στα χέρια του καθημερινά περιγραφή και ζωγραφισμένο χάρτη των ακτών τής Ιταλίας» Turcam … habere quotidie in manibus descriptionem et picturam littorum Italiae). Πιο πριν μπορούσε κανείς να πάρει τα όπλα εναντίον αυτού τού εχθρού για τη δόξα. Τώρα είχε μετατραπεί σε ζήτημα καθαρής αναγκαιότητας.14

Ο Λέων Ι’ είχε πιαστεί στα δεσμά αμετάβλητης κατάστασης. Στάλθηκε κι άλλη επιστολή στον Πούτσι στις 17 Νοεμβρίου. Έπρεπε να ενημερώσει τούς Ελβετούς ότι ο πάπας είχε εγκρίνει διπλή ηγεσία για τη σταυροφορία,

δηλαδή τον Αυτοκράτορα και τον χριστιανικότατο βασιλιά [της Γαλλίας], όχι επειδή [η Αγιότητά του] δεν έχει εμπιστοσύνη στη σοφία, το θάρρος και την εξουσία τού βασιλιά ή επειδή δεν πιστεύει ότι ένας διοικητής θα ήταν καλύτερα, αλλά επειδή αν μείνει έξω ο αυτοκράτορας, υπάρχει λόγος να αμφιβάλει κανείς ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα θα συνεργαστεί με εκείνη την υποστήριξη που θα ήταν απαραίτητη και έτσι ίσως ψυχρανθούν επίσης η Ισπανία και η Αγγλία με την ιδέα [μιας εκστρατείας].

Οι δυσκολίες ήσαν προφανείς. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί σπάνια είχαν πετύχει συνεργασία σε σταυροφορική επιχείρηση από την εποχή των ατυχών προσπαθειών τού Λουδοβίκου Ζ’ και τού Κόνραντ Γ’ πριν από σχεδόν τέσσερις αιώνες. Αλλά ο συγγραφέας τής επιστολής, η οποία στάλθηκε στο όνομα τού καρδινάλιου Τζούλιο, τόνιζε ότι ο Λέων τοποθετούσε όλες τις ελπίδες του στον Φραγκίσκο,15 όχι στον Μαξιμιλιανό, τού οποίου η φήμη είχε πια φθαρεί αρκετά. Χρόνο με το χρόνο τα ίδια ζητήματα συζητούνταν και δεν βρίσκονταν απαντήσεις: Με ποιο τρόπο θα γινόταν ειρήνη στην Ευρώπη; Ποιος θα ήταν ο αρχιστράτηγος των σταυροφορικών δυνάμεων; Ήταν δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία. Η άφιξη ενός Τούρκου πρεσβευτή στη Βενετία προκάλεσε κάποια ανησυχία στην παπική κούρτη, όπου η σταυροφορία συζητιόταν συνεχώς και απ’ όπου απευθύνθηκε προτροπή προς την ισπανική αυλή, σε προσπάθεια να προκληθεί τουλάχιστον ένας σπινθήρας ενθουσιασμού.16 Ο χρόνος περνούσε. Οι Τούρκοι φαίνονταν να ετοιμάζονται για επίθεση, ενώ στις 30 Δεκεμβρίου ο Σταφφίλεο, ο αποστολικός νούντσιος στη Γαλλία, ενημερωνόταν ότι «ο κύριός μας [ο πάπας] αναμένει με μεγάλη προσμονή την απάντηση τής Μεγαλειότητάς του σχετικά με τις υποθέσεις τού Τούρκου, με κάποια σταθερή απόφαση που να μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή, χωρίς να χρειάζεται να χάνεται περισσότερος χρόνος σε διαβουλεύσεις και στην αποστολή αγγελιοφόρων εδώ κι εκεί…».17

Ο Λέων Ι’ δεν θα περίμενε πολύ για τις συστάσεις τής σταυροφορικής του επιτροπής. Από τα αποτελέσματα των ερευνών της θα ετοιμαζόταν έκθεση που θα υποβαλλόταν στους ηγεμόνες, στη συμμετοχή των οποίων έπρεπε να στηριχτεί η κούρτη για οποιαδήποτε επιτυχία μπορούσε να κατορθώσει η σταυροφορία.

Ο Γκουτσαρντίνι έχει περιγράψει το ιστορικό τού φόβου, με βάση τον οποίο συντάχθηκε αυτή η αναφορά,18 ενώ πριν περισσότερο από έναν αιώνα ο Τσινκάισεν την αποκάλεσε «ένα από τα πιο αξιοσημείωτα έγγραφα στην ιστορία τού ευρωπαϊκού κινήματος κατά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον 16ο αιώνα».19 Το υπόμνημα έχει τη σχολαστική μορφή σειράς (έξι) σημαντικών θεμάτων που παρουσιάζονται ως ερωτήσεις, στις οποίες παρέχονται απαντήσεις. Έχει ημερομηνία 16 Νοεμβρίου 1517,20 πράγμα που καθιστά σαφές ότι η επιτροπή καρδιναλίων γρήγορα διεκπεραίωσε την υπευθυνότητά της.

Το πρώτο ερώτημα ήταν αν έπρεπε να αναληφθεί πόλεμος, στο οποίο η απάντηση ήταν ότι στην απόφαση αυτή δεν μπορούσε να καταλήξει κανείς με οποιαδήποτε διερεύνηση τού προβλήματος (consultatio). Ένας επιθετικός εχθρός, αποφασισμένος για την καταστροφή τού χριστιανισμού, δεν άφηνε καμία εναλλακτική λύση στον πόλεμο: δεν υπήρχε περιθώριο για «διερεύνηση» όταν μεσολαβούσε η αναγκαιότητα. Το δεύτερο ερώτημα, αν ο πόλεμος έπρεπε να είναι επιθετικός ή αμυντικός, μπορούσε να απαντηθεί εξίσου εύκολα: τα πλεονεκτήματα τού επιθετικού πολέμου ήσαν πλήρως κατανοητά και περιλάμβαναν την πιθανή αποκάλυψη απροσδόκητων αδυναμιών τού εχθρού. Τρίτον, τίθετο το ερώτημα τι είδους εμπόδια υπήρχαν για τον πόλεμο και με ποιόν τρόπο έπρεπε αυτά να ξεπεραστούν. Το κύριο εμπόδιο προσδιοριζόταν αμέσως στις «διαφωνίες και διχόνοιες μεταξύ των ίδιων των χριστιανών ηγεμόνων», για το οποίο προτεινόμενη λύση ήταν γενική ανακωχή (generales inducie) διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους κατ’ αρχήν και στη συνέχεια για έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση τής σταυροφορίας. Η ανακωχή θα εξασφαλιζόταν με επίσημη ορκωμοσία όλων των ηγεμόνων, ενώ η παραβίασή της θα αντιμετωπιζόταν με το πλήρες φάσμα εκκλησιαστικών ποινών και την παραπομπή τού δράστη ως δημόσιου εχθρού. Οι διαφορές θα επιλύονταν από τον πάπα και το Κολλέγιο των καρδιναλίων ή αλλιώς η επίλυσή τους θα αναβαλλόταν για μετά τον πόλεμο. Η επιτροπή πρότεινε επίσης στο ζήτημα αυτό ένορκη συμμαχία μεταξύ των ηγεμόνων και τού πάπα, που προέβλεπε τις ίδιες (εκκλησιαστικές) κυρώσεις για την παραβίασή της και όπου όλα τα μέλη τής συμμαχίας θα υπόσχονταν επίσης να κάνουν πόλεμο εναντίον οποιουδήποτε εξ αυτών κρινόταν ένοχος παραβίασης των όρων της: «και η συμμαχία αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί «αδελφότητα τής Αγίας Σταυροφορίας» (fraternitas Sanctae Cruciatae).21

Αν και οι απαντήσεις στα υπόλοιπα τρία ερωτήματα καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τού υπομνήματος, θα τις σημειώσουμε μάλλον επί τροχάδην. Το τέταρτο ερώτημα ήταν αν ο πόλεμος έπρεπε να διεξαχθεί από όλους τούς ηγεμόνες ή μόνο από κάποιους και (στη δεύτερη περίπτωση) από ποιους. Η απάντηση ήταν μάλλον ασαφής. Όλοι οι ηγεμόνες έπρεπε να συνεισφέρουν στη μεγάλη υπόθεση, αλλά ο Γερμανός αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Γαλλίας ήσαν κατ’ εξοχήν κατάλληλοι να ηγηθούν τού στρατεύματος «για πολλούς λόγους … τούς οποίους δεν θα απαριθμήσουμε, επειδή είναι αρκετά σαφείς». Το πέμπτο θέμα αφορούσε τούς πόρους για τη διεξαγωγή τού πολέμου (apparatus belli). Η θεία εύνοια έπρεπε να εξασφαλιστεί με προσευχές, νηστείες, ελεημοσύνες και θυσίες. Θα στέλνονταν κήρυκες σε όλους τούς λαούς, για να τούς καλέσουν σε μετάνοια που θα ευχαριστούσε τον Θεό. Χρειάζονταν επίσης κεφάλαια, τα «νεύρα τού πολέμου» ενώ, λαμβάνοντας υπόψη το μήκος και το πλάτος τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχαν μόλις προστεθεί η Αίγυπτος και η Συρία, καθώς και τον τεράστιο πλούτο τού σουλτάνου σε άνδρες και χρήματα, έπρεπε να συγκεντρωθούν μεγάλα ποσά. Στην πραγματικότητα έπρεπε να βρεθούν περίπου 8.000.000 δουκάτα,22 αλλά αυτό μπορούσε να γίνει εύκολα (υπέθετε φαιδρά η επιτροπή), επειδή οι βασιλείς θα διέθεταν μεγάλο μέρος αυτού τού ποσού από τα τακτικά τους έσοδα (vectigalia), όπως λεγόταν ότι έπρεπε να κάνουν, γιατί το μέλλον τους βρισκόταν σε κίνδυνο. Οι Τούρκοι δεν νοιάζονταν πολύ για τούς κοινούς ανθρώπους. Αναζητούσαν τα κεφάλια των ευγενών και των ηγεμόνων. Όπου ο άπιστος είχε κατακτήσει, είχε καταστρέψει την τοπική αριστοκρατία με φοβερή σκληρότητα. Η επιτροπή απέφευγε να προτείνει ποιο μέρος τού απαιτούμενου συνολικού ποσού έπρεπε να προέρχεται από τα βασιλικά και ηγεμονικά έσοδα, αφήνοντάς το στη «σύνεση και τη γενναιοδωρία» εκείνων, των οποίων διακυβεύονταν οι ζωές, η τιμή και τα κράτη.23

Το μνημόνιο λάμβανε επίσης υπόψη τούς εκκλησιαστικούς και λαϊκούς φόρους δεκάτης, καθώς και άλλες οικονομικές εκτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων των σταυροφορικών συγχωροχαρτιών, «από τα οποία, αν ο πόλεμος διεξαχθεί σοβαρά, σίγουρα θα συγκεντρωθούν μεγάλα ποσά», γιατί η πίστη δεν είχε πεθάνει στις καρδιές των χριστιανών. Υπήρχαν πολλοί που θα αγόραζαν την αιώνια ζωή έναντι μικρού ποσού, αν έβλεπαν ότι διεξαγόταν αληθινά πόλεμος για λογαριασμό τού Θεού. Προτείνονταν οι συνήθεις ρυθμίσεις για τη συλλογή και τη διαχείριση των κεφαλαίων. Ο προϊστάμενος κάθε επισκοπής θα διόριζε έναν ιερέα και η συνέλευση των εφημερίων κάθε καθεδρικού ναού ένα δεύτερο, οι οποίοι θα συνεργάζονταν με έναν ή δύο πολίτες ή ιερείς ή μοναχούς που θα επέλεγε η τοπική κυβέρνηση (universitas civium) με τον τρόπο που θα αποφάσιζε, ενώ αυτοί ενεργώντας από κοινού θα συγκέντρωναν τα ποσά που θα προέρχονταν από την πώληση συγχωροχαρτιών και θα τα φύλαγαν σε κατάλληλο χρηματοκιβώτιο. Κάθε μέλος τής ομάδας έπρεπε να έχει κλειδί για μια από τις κλειδαριές, έτσι ώστε κανένας από αυτούς να μη μπορεί να πάρει το περιεχόμενο χωρίς να είναι και οι άλλοι παρόντες. Η παραλαβή κάθε ποσού έπρεπε να καταγράφεται επιμελώς, οι συναλλαγές να εποπτεύονται προσεκτικά και ούτω καθεξής. Στη συνέχεια η επιτροπή εξέταζε τη στρατολόγηση στρατιωτών. Θα χρειαζόταν πεζικό τουλάχιστον 60.000 ανδρών, που έπρεπε να αναζητηθεί μεταξύ των Ελβετών, «των Γερμανών (μισθοφόρων) τούς οποίους αποκαλούν Λαντσκνέχτε (Landsknechte)», των Ισπανών και των Τσέχων. Το καλύτερο βαριά οπλισμένο ιππικό λεγόταν ότι ήσαν Γάλλοι και Ιταλοί, από τούς οποίους θα χρειάζονταν 4.000, ενώ 12.000 ελαφρά οπλισμένοι ιππείς έπρεπε να στρατολογηθούν μεταξύ Ισπανών, Ιταλών, Αλβανών και Ελλήνων. Αυτές οι χερσαίες δυνάμεις θα χρειάζονταν βέβαια καλή ηγεσία, επαρκείς προμήθειες, καθώς και κατάλληλο εξοπλισμό. Για τον πόλεμο στη θάλασσα έπρεπε να συγκεντρωθεί στόλος από τούς Ενετούς και τούς Γενουάτες, τούς Γάλλους τής Προβηγκίας, τής Βρετάννης και άλλων περιοχών, τούς Ισπανούς τής Ιβηρικής Χερσονήσου και των δύο Σικελιών, καθώς και από τα άφθονα αποθέματα ανδρών και πλοίων στην Αγγλία και την Πορτογαλία.24

Το έκτο και τελευταίο ζήτημα είχε σχέση με τη διεξαγωγή τού πολέμου, στο οποίο υπογραμμιζόταν η σημασία στόλου, που θα πήγαινε μαζί με τον στρατό ξηράς. Οι Τούρκοι είχαν τριακόσιες γαλέρες, ενώ λεγόταν ότι ετοίμαζαν επιπλέον πλοία μεταφοράς για άλογα. Οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να προσδοκούν να αποκτήσουν τόσο πολλές γαλέρες, αλλά σίγουρα μπορούσαν να δημιουργήσουν στόλο πολύ μεγάλης δύναμης. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα διέθετε είκοσι γαλέρες, έχοντας ήδη έναν αριθμό στο λιμάνι τής Μασσαλίας. Ο βασιλιάς τής Ισπανίας μπορούσε να διαθέσει αντίστοιχο αριθμό, προσθέτοντας οκτώ στις δώδεκα γαλέρες που είχε ήδη στη Σικελία. Η Βενετία μπορούσε να διαθέσει σαράντα και η Γένουα είκοσι. Ο πάπας και οι καρδινάλιοι θα προσπαθούσαν να προσθέσουν δέκα γαλέρες στον στόλο. Άλλα μεγάλα πλοία, «αυτά που λέμε καρράκα ή μεγάλες γαλέρες» (quas carracas seu galleones vocamus), ήταν εύκολο να διατεθούν από τη Γαλλία και την Αγγλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Θα καλούνταν και άλλα έθνη να συνεισφέρουν στον στόλο.

Τρεις τρόποι εξετάζονταν για είσοδο σε οθωμανική επικράτεια. Μπορούσε κανείς να περάσει από τη Γερμανία και την Ουγγαρία, όπου ο Δούναβης προσφέρει βολική προσέγγιση στην Ισταμπούλ, αν και σε ορισμένους ηγεμόνες ίσως δεν θα άρεσε η διαδρομή αυτή. Η διαδρομή μέσα από τη Δαλματία και την Ιλλυρία ήταν δύσκολη και το έδαφος πολύ τραχύ για το ιππικό. Η Επιτροπή πρότεινε ότι ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα έκαναν καλά αν πήγαιναν μέσω Ιταλίας, επιβιβαζόμενοι στην Αγκώνα και το Μπρίντιζι με προορισμό την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Ο στόλος έπρεπε στη συνέχεια να συγκεντρωθεί στη Σικελία, για να μεταφέρει τις χερσαίες δυνάμεις από την Αγκώνα και το Μπρίντιζι. Μπορούσε να στηθεί προγεφύρωμα στο οθωμανικό έδαφος, ακριβώς στην απέναντι ακτή τής Αδριατικής, στο Δυρράχιο, το οποίο ήταν δυνατό να καταληφθεί εύκολα αν ο χριστιανικός στόλος και ο στρατός συνέκλιναν σε εκείνο το σημείο. Σύμφωνα με τον Γκουτσαρντίνι, το σχέδιο στην πραγματικότητα ήταν ότι ο αυτοκράτορας, μαζί με τούς Ούγγρους και τούς Πολωνούς, θα κατηφόριζε την κοιλάδα τού Δούναβη και θα προσέγγιζε την Ισταμπούλ μέσω Θράκης, ενώ ο βασιλιάς τής Γαλλίας και οι Ιταλοί θα πήγαιναν μέσω Μπρίντιζι στην Αλβανία και την Ελλάδα. Ο ισπανικός, ο πορτογαλικός και ο αγγλικός στόλος θα συγκεντρώνονταν στην Καρθαγένη και από εκεί θα προχωρούσαν κατευθείαν προς τα Δαρδανέλλια. Ο πάπας θα απέπλεε από την Αγκώνα.25

Εξεταζόταν (μάλλον σε μεγάλη συντομία) η μεταφορά προμηθειών από την Ιταλία, «ακόμη και από τη Γαλλία», ενώ η επιτροπή επισήμαινε ότι έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη χρησιμοποίηση μόνο εμπόρων, που θα διέθεταν προμήθειες σε σωστές τιμές. Έπρεπε να επιλεγούν αμέσως διαιτητές, που θα ανέθεταν τις κατακτημένες περιοχές. Την αρμοδιότητα αυτή μπορούσαν να υπηρετήσουν ο πάπας και το Κολλέγιο των καρδιναλίων ή άλλοι στους οποίους θα κατέληγαν οι ηγεμόνες με αμοιβαία συμφωνία, ενώ σε κάθε περίπτωση η διανομή των εδαφών και των λαφύρων τού πολέμου έπρεπε να γίνεται σε συμφωνία με τη συνεισφορά κάθε δικαιούχου στη σταυροφορία. Ένδοξες περιπέτειες και υπέροχες ευκαιρίες βρίσκονταν μπροστά. Όσο ισχυρός και άγριος κι αν ήταν ο Οθωμανός εχθρός, ήταν κατώτερος από τούς Ευρωπαίους σε αρετή (virtus), στρατιωτική δύναμη και πειθαρχία, «που στους πολέμους αξίζουν πιο πολύ» (que in bellis valent maxime). Έτσι, με τη βοήθεια τού Θεού, η προτεινόμενη εκστρατεία θα είχε εξασφαλισμένη τη νίκη. Οι βασιλείς και ηγεμόνες έπρεπε λοιπόν να κάνουν το καθήκον τους για να κερδίσουν την εύνοια τού Θεού, να αυξήσουν τον πλούτο τους, να κερδίσουν αιώνιους επαίνους μεταξύ των ανθρώπων και να γραφτούν τα ονόματά τους στους ίδιους τούς ουρανούς.26

Αντίγραφα τού λεπτομερούς αυτού εγγράφου στάλθηκαν αμέσως στον Φραγκίσκο Α’ και στον Μαξιμιλιανό και σύντομα προκάλεσαν ανταπαντήσεις και από τούς δύο. Η γαλλική απάντηση έχει ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου (1517). Σε αυτήν ο Φραγκίσκος συμφωνούσε ολόκαρδα με την ανάγκη για ειρήνη στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια τής σταυροφορίας, ενώ η Γαλλία δεσμευόταν για την τήρηση μιας τέτοιας ειρήνης. Το μεγάλο πρόβλημα θα ήταν οικονομικό. Θα χρειάζονταν πολλά χρήματα για την πληρωμή των στρατιωτών και τη συντήρηση τού πυροβολικού. Ο Φραγκίσκος θα έκανε το καλύτερο δυνατό για να βοηθήσει στην εξασφάλιση τέτοιων πόρων, τόσο από τούς λαϊκούς και, ακολουθώντας τις συμβουλές τού πάπα, από τον κλήρο, αλλά φόρος δεκάτης ενός έτους δεν θα αρκούσε για την υποστήριξη μιας επιχείρησης όπως η σταυροφορία, «επειδή η αφοσίωση των ανθρώπων είναι τόσο μικρή, που δεν θα αποδώσει σχεδόν τίποτε!» (car la dévotion du peuple est si petite, qu’ il ne revient quasy rien d’ icelle!). Σημείωνε τον πολύ μεγάλο βαθμό στον οποίο ήταν πρόθυμος (σύμφωνα με τον ίδιο) να προσλάβει στρατεύματα και να διαθέσει πυροβολικό. Προειδοποιούσε ότι αυτό θα κόστιζε μεγάλα ποσά κάθε μήνα και ότι ήταν σημαντικό να γνωρίζει τι ποσοστό τού κόστους θα πλήρωναν οι λαϊκοί και κληρικοί κάθε χώρας. Όμως ένας ενιαίος μεγάλος σταυροφορικός στρατός, με ατελή κεντρική διοίκηση, θα υπέφερε αναπόφευκτα από «αταξία και διχόνοια», όπως ο στρατός τού Πέρση Δαρείου. Κανείς δεν θα μπορούσε να θρέψει τόσο πολλούς άνδρες, οι οποίοι, αντί να πολεμούν εναντίον των Τούρκων, θα μάχονταν μεταξύ τους. Αν οι Γάλλοι πήγαιναν μέσω Μπρίντιζι, οι Γερμανοί, οι Ούγγροι και οι Πολωνοί έπρεπε να πάνε μέσω Ουγγαρίας και οι Ισπανοί, Άγγλοι και Πορτογάλοι δια θαλάσσης. Όσο για τη διανομή των κατακτημένων εδαφών, ο Φραγκίσκος πίστευε ότι έπρεπε να προτιμηθούν εκείνοι, που θα ήσαν πρόθυμοι να εγκατασταθούν σε τέτοια εδάφη και θα διέθεταν τα μέσα για να αμυνθούν απέναντι σε τουρκικές προσπάθειες ανακατάκτησης.27

Η γερμανική απάντηση στο υπόμνημα που συνέταξε η παπική επιτροπή ετοιμάστηκε στο αυτοκρατορικό συμβούλιο. Παραλήφθηκε στη Ρώμη στις αρχές τού έτους 1518. Ξεκινώντας με ρητορική ανασκόπηση τής σκληρής πορείας τής τουρκικής κατάκτησης, οι σύμβουλοι τού Μαξιμιλιανού επαινούσαν τη γνώση και τη σοφία που επιδείκνυε το υπόμνημα. Όμως στο γερμανικό έγγραφο ήταν πρόδηλη η ενόχληση για τον σημαντικό ρόλο που ανέθετε ο πάπας στον βασιλιά τής Γαλλίας στην προβλεπόμενη σταυροφορία. Το γερμανικό έθνος, έλεγαν οι σύμβουλοι πολύ ειλικρινά, αποτελούνταν από πολλά κράτη με πολλούς διαφορετικούς νόμους και έθιμα και καμία τέτοια τεράστια επιχείρηση, όπως εκείνη που οραματιζόταν το υπόμνημα τού πάπα, δεν μπορούσε να οργανωθεί τόσο σύντομα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την αυτοκρατορική επικράτεια. Οι Γερμανοί, ως συνήθως, είχαν περίτεχνα σχέδια. Σε αυτή την περίπτωση θα χρειάζονταν τρία χρόνια για να τεθούν σε εφαρμογή. Στο μεταξύ δίνονταν στον πάπα οδηγίες με τον καλύτερο τρόπο, να στρατολογήσει σταυροφορικό στρατό, ενώ υποβάλλονταν και πολυάριθμες προτάσεις για μισθούς στρατιωτών, φόρους και πυροβολικό.

Μια ειρήνη πέντε ή έξι ετών στην Ευρώπη θα παρείχε το απαραίτητο υπόβαθρο για τη σταυροφορία. Αντί για ενιαία μεγάλη επιχείρηση, οι σύμβουλοι τού αυτοκράτορα πρότειναν σειρά από διαφορετικές εκστρατείες, παρατεινόμενες κατά τη διάρκεια τριετούς περιόδου. Η πρώτη θα αναλαμβανόταν το συντομότερο δυνατό, το 1518, κατά τής βόρειας Αφρικής (όπου οι Ισπανοί είχαν ηττηθεί στο Αλγέρι το προηγούμενο έτος). Διοικητές τής αφρικανικής εκστρατείας έπρεπε να είναι ο αυτοκράτορας και οι βασιλείς τής Ισπανίας και τής Πορτογαλίας, ενώ ο γαληνότατος βασιλιάς τής Γαλλίας θα στήριζε τις προσπάθειές τούς με τον στόλο του. Δεδομένου ότι ο εγγονός τού Μαξιμιλιανού, ο Κάρολος [Ε’], είχε γίνει πρόσφατα βασιλιάς τής Ισπανίας, το σχέδιο αυτό δεν ήταν πιθανό να θεωρηθεί ούτε στη Ρώμη ούτε στο Παρίσι ως ανιδιοτελής πρόταση, που θα βοηθούσε την υπόθεση τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων. Μια δεύτερη εκστρατεία των Πολωνών, Ούγγρων, Τσέχων, Σιλεσιανών και Αυστριακών, τούς οποίους θα εφοδίαζε ο Μαξιμιλιανός με πυροβολικό, έπρεπε επίσης να τεθεί σε κίνηση, για να χτυπήσει πιο άμεσα την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένα χρόνο αργότερα (δηλαδή το 1519), ο Φραγκίσκος Α’, έχοντας διακινδυνεύσει τα πλοία τού στην αφρικανική αποστολή προς όφελος τής Ισπανίας, μπορούσε τότε να περάσει μέσω Ιταλίας στα Βαλκάνια από το Νόβι Παζάρ, όπου θα ενωνόταν μαζί του στρατός υπό τον βασιλιά τής Πολωνίας και έτσι μαζί Γάλλοι, Πολωνοί, Βλάχοι, Μολδαβοί και άλλοι θα μπορούσαν να προωθηθούν μέσω Φιλιππούπολης και Αδριανούπολης στις ακτές τού Βοσπόρου.

Κατά το τρίτο έτος (1520),

μετά την απελευθέρωση τής Αφρικής, όπως ελπίζουμε, και την κατάληψη εξ εφόδου των πόλεων τού Αλγερίου και τής Αλεξάνδρειας, καθώς και τον διασκορπισμό και την καταστροφή τού τουρκικού στόλου, σύμφωνα με το σχέδιό μας,

ο Μαξιμιλιανός και ο βασιλιάς τής Πορτογαλίας θα επιτίθεντο στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τούς βασιλείς τής Γαλλίας και τής Πολωνίας. Θα πολιορκούσαν τον σουλτάνο στην Ισταμπούλ και, ύστερα από την κατάληψη τής πόλης, θα συνέχιζαν στην Ανατολία «και σε άλλα πιο μακρινά τουρκικά εδάφη», θέτοντας έτσι τέλος στην απειλή των Οθωμανών. Οι Πέρσες θα βοηθούσαν τούς χριστιανούς και μπορούσαν να πάρουν τη μισή Ανατολία, καθώς και ολόκληρη την Καραμανία και την Αρμενία, αλλά η υπόλοιπη Ασία και η Αφρική, ιδιαίτερα η Αίγυπτος και οι Άγιοι Τόποι, θα αναλαμβάνονταν φυσικά από τούς χριστιανούς. Θα υπάρχει δίκαιη κατανομή των κατακτήσεων. Το σχέδιο έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία το συντομότερο δυνατό, ξεκινώντας από την αφρικανική εκστρατεία.28

Οι γαλλικές δυνάμεις, έχοντας βοηθήσει τούς Αψβούργους να προσθέσουν τη βόρεια Αφρική στις απομακρυσμένες περιοχές τους, θα είχαν επομένως το δικαίωμα να μοιραστούν με τον αυτοκράτορα τη δόξα (και τούς κινδύνους) τής κατάληψης τής Ισταμπούλ και τής προσθήκης τής Ανατολίας, τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου στη λεγόμενη κοινοπολιτεία των χριστιανικών εθνών. Αν και ο Τσινκάισεν θεωρεί το έγγραφο των Γερμανών συμβούλων ως «πολύ εμπεριστατωμένη εργασία» (sehr gründliche Arbeit),29 δεν είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι περίμεναν να το πάρει σοβαρά είτε ο πάπας ή ο βασιλιάς τής Γαλλίας. Ο νεαρός Κάρολος τής Ισπανίας πρόσθετε τα δικά του σχόλια σε εκείνα που εκφράζονταν στο υπόμνημα: Επειδή η εποχή ήταν πολύ προχωρημένη και οι ηγεμόνες απροετοίμαστοι για δράση, το καλύτερο που μπορούσε να γίνει για ένα χρόνο ήταν να σταθούν σταθεροί απέναντι στο Ισλάμ και να κάνουν «καλή πρόβλεψη» (bonne provision) στους τόπους που ήσαν οι πιο σημαντικοί για τη σταυροφορία, όπως η Νάπολη, η Σικελία, το Μάρκε τής Αγκώνας, καθώς και ορισμένοι άλλοι. Σε αυτούς τούς τόπους έπρεπε να συγκεντρωθούν πεζικό 20.000 ανδρών και 5.000 ιππείς, που θα τούς πλήρωναν ο πάπας, οι βασιλείς Γαλλίας και Ισπανίας, οι Ενετοί, οι Φλωρεντινοί και κάποια άλλα ιταλικά κράτη. Ο Κάρολος είχε ήδη χιλιάδες ένοπλους άνδρες στην Ιταλία και αλλού, ενώ με απόσπασμα 2.000 ιππέων και 8.000 πεζών από τον βασιλιά τής Γαλλίας και 1.000 ιππέων από τον πάπα (οι γαλλικές και παπικές δυνάμεις έπρεπε να συγκεντρωθούν στην Αγκώνα), δεν φαινόταν να υπάρχει προς τον παρόν καμία άμεση ανάγκη για επιπλέον στρατολογήσεις, με την προϋπόθεση ότι ο Κάρολος θα εισέπραττε την απαραίτητη οικονομική βοήθεια για να συντηρεί τα στρατεύματά του.30

Το παπικό σχέδιο για τη σταυροφορία, καθώς και τα γαλλικά και γερμανικά σχόλια που παρήγαγε αυτό, είναι όλα πολύ αποκαλυπτικά. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για το απόλυτο άγχος τής παπικής κούρτης να διακοπεί η προέλαση τού Ισλάμ. Ενώ το μάλλον πρόχειρο μνημόνιο τού Γάλλου βασιλιά ασχολείται με ορισμένα από τα μεγάλα προβλήματα που έπρεπε να λυθούν, πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε εκστρατεία με την ελάχιστη έστω πιθανότητα επιτυχίας, το γερμανικό έγγραφο είναι πολύ ανόητο για να παρθεί σοβαρά ως σχέδιο για σταυροφορία. Υποθέτει σχεδόν ότι οι Τούρκοι θα παρέμεναν άπραγοι, ενώ το στρεβλό σχέδιο τού Μαξιμιλιανού είχε φτιαχτεί για να διαμελίσει την αυτοκρατορία τους κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών. Όμως φαινόταν να υπάρχει συμφωνία σε μία αρχή: ότι έπρεπε να έχει εξασφαλιστεί ειρήνη στην Ευρώπη πριν μπορέσει να ξεκινήσει οποιαδήποτε εκστρατεία. Οι ηγεμόνες ποτέ δεν θα έφευγαν σε πόλεμο κατά των Τούρκων, αφήνοντας τα εδάφη και τα κράτη τους εκτεθειμένα στις επιχειρήσεις εχθρικών γειτόνων.

Έτσι λοιπόν ο Λέων Ι’ εξέδωσε βούλλα με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1518, διακηρύσσοντας πενταετή εκεχειρία (quinquennales treugae et induciae) ανάμεσα σε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες και τις χριστιανικές δυνάμεις, η παραβίαση τής οποίας θα συνεπαγόταν αφορισμό και απαγόρευση.31 Η βούλλα δόθηκε στη δημοσιότητα με κάθε επισημότητα, παρουσία τού πάπα και των καρδιναλίων στην βασιλική τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα στις 14 Μαρτίου. Τη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος έκανε ένας από τούς καρδινάλιους, ενώ ο γραμματέας τού πάπα, ο ανθρωπιστής Τζάκοπο Σαντολέτο, έκανε ομιλία που σκιαγραφούσε τις παρελθούσες επιτυχίες των Τούρκων, τον τρόμο που συνόδευε τις κατακτήσεις τους και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν τώρα εναντίον τους. Ο Σαντολέτο αναφερόταν ιδιαιτέρως στο μεγαλεπήβολο σχέδιο τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού για τριετή πόλεμο εναντίον των Τούρκων, ενώ ανέφερε μια πρoς μια τις θετικές αντιδράσεις των ηγεμόνων στην έκκληση τού πάπα: τού Φραγκίσκου Α’ τής Γαλλίας, τού Καρόλου τής Ισπανίας, τού Ερρίκου Η’ τής Αγγλίας, τού Μανουήλ τής Πορτογαλίας, τού Λουδοβίκου τής Ουγγαρίας, τού Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας, τού Χριστιανού Β’ τής Δανίας και τού νεαρού Τζέημς Ε’ τής Σκωτίας.32 Ήταν ευκαιρία για ρητορεία. Στις 21 Μαρτίου 1518 ο πάπας έγραφε στον βασιλιά τής Γαλλίας για τις άφθονες υποσχέσεις που έδιναν οι ηγεμόνες ότι θα στήριζαν την προβλεπόμενη εκστρατεία. Κατά συνέπεια έλπιζε ότι θα επικύρωναν την πενταετή ανακωχή και ζητούσε την άμεση γαλλική επικύρωση τής εκεχειρίας, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τούς υπόλοιπους στην Ευρώπη.33 Οι Ενετοί δεν δεσμεύονταν καθόλου για την προτεινόμενη σταυροφορία, ενώ ο πρεσβευτής τής Δημοκρατίας στη Ρώμη είχε πάρει εντολή να μη λάβει μέρος στις συζητήσεις.34 Η Βενετία δεν θα αναλάμβανε κανένα κίνδυνο ούτε για την Ευρώπη ούτε για την Αγία Έδρα.

Σε παλαιότερα χρόνια οι πάπες δεν στενοχωρούνταν να βλέπουν ενετικούς πόρους να δαπανώνται σε πόλεμο με τούς Τούρκους (ή να δαπανώνται σε αγώνες κατά τής Ένωσης τού Καμπραί), ούτε εν μέρει για τούς λόγους που είχε εξηγήσει στον πάπα Πίο Β’ πριν από μισό αιώνα ο Φλωρεντινός πρεσβευτής Οττόνε Νικκολίνι. Ο Νικκολίνι είχε θεωρήσει τον πλούτο τής Βενετίας ως εξίσου μεγάλη απειλή για την ανεξαρτησία των ιταλικών κρατών με τη φιλοδοξία τού σουλτάνου να κατακτήσει τη χερσόνησο. Η υποστήριξη τής Βενετίας από τον Πίο εκείνη την εποχή φαινόταν να έρχεται σε αντίθεση με την παλιά παπική πολιτική τής εκτροπής υπερβολικά ισχυρών βασιλέων και κρατών σε πόλεμο κατά των απίστων. Ήταν κατανοητό ότι μια ενετική νίκη επί των Τούρκων θα υπέτασσε τον παπισμό στη Δημοκρατία (αν πράγματι ήταν εφικτή μια ενετική νίκη), αλλά για τον Πίο, όπως και για πολλούς πάπες, η σταυροφορία αποτελούσε τόσο θρησκευτικό ιδεώδες όσο και πολιτική αναγκαιότητα.35 Ήταν γεγονός ότι ο Τούρκος ήταν επικίνδυνος. Αναμφίβολα ο Λέων Ι’ ήθελε να δει τον Φραγκίσκο Α’ να ξεκινά τη σταυροφορία, γιατί ο νικητής τού Μαρινιάνο ήταν πολύ ισχυρός γείτονας για να τον έχει επ’ αόριστον στη Γένουα και στο Μιλάνο.36 Παρέμενε όμως το γεγονός ότι ο Τούρκος ήταν επικίνδυνος και γινόταν περισσότερο επικίνδυνος κάθε χρόνο. Βέβαια για τον παπισμό η σταυροφορία σήμαινε την εκτροπή των ενετικών, γαλλικών, γερμανικών ή ισπανικών όπλων και χρημάτων από την ιταλική σκηνή προς την τουρκική Ανατολική Μεσόγειο. Σήμαινε επίσης την προστασία των χριστιανών στην Κεντρική Ευρώπη και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η παπική κούρτη έβλεπε στη σταυροφορία τον συνδυασμό δύο πολύ επιθυμητών στόχων. Όμως αυτό που ήταν σαφές για την κούρτη, ήταν σαφές και στα μέλη κάθε αυλής στην Ευρώπη. Κανένας από τούς μεγάλους μονάρχες δεν θα εμπλεκόταν στην περιπέτεια τής Ανατολής, εκτός αν τούς ακολουθούσαν και οι συνάδελφοί του. Δεν θα άφηνε πίσω τούς εχθρούς του, να επιτεθούν στα εδάφη του κατά τη διάρκεια τής απουσίας του. Δεν θα ξόδευε τα χρήματά του σε σταυροφορία, εκτός αν και οι αντίπαλοί του χρησιμοποιούσαν όλους τούς διαθέσιμους πόρους τους για την ίδια υπόθεση.

Παρά τις μεγάλες δεσμεύσεις τού σουλτάνου Σελήμ στην Ανατολή, η Κροατία βρέθηκε σε νέο κίνδυνο να πέσει στα χέρια των Τούρκων το 1514.37 Όπως πληροφορούσε τούς Ραγουσαίους και άλλους ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ τής Ουγγαρίας στις 2 Ιανουαρίου 1518, κανένας δεν μπορούσε να αγνοεί τις «συμφορές και τούς κινδύνους» που υπέφερε από τις τουρκικές επιθέσεις το άθλιο βασίλειο τής Κροατίας, χωρίς καμία ανάπαυλα.38 Το φθινόπωρο (του 1518) οι Ραγουσαίοι ενημέρωναν τον πάπα Λέοντα Ι’ ότι ο Σελήμ δεν είχε επιστρέψει στην Αδριανούπολη. Για την επόμενη κίνησή του μόνο υποθέσεις μπορούσαν να γίνονται, αλλά ανακαλούσε στρατεύματα από την Ασία στην Ευρώπη.39 Η Ραγούσα ήταν κέντρο πληροφόρησης για τις φήμες και η άφιξη κάθε εμπορικού πλοίου έφερνε καινούργιες.

Η σταυροφορία δεν ήταν παπική συνωμοσία, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι Γερμανοί. Μεταξύ των ενημερωμένων ανθρώπων δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία για την απελπιστική ανάγκη σταθερής αντίθεσης προς τούς Τούρκους. Ο Φαμπρίτσιο ντε Καρρέττο, ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, είχε μάθει με φόβο για τη νίκη τού σουλτάνου Σελήμ επί των Περσών.40 Η καταστροφή τής εξουσίας των Μαμελούκων στην Αίγυπτο ήταν απόλυτη καταστροφή για το Τάγμα του. Η ανησυχία τού ντελ Καρρέττο για την ασφάλεια τής Ρόδου αυξανόταν από μήνα σε μήνα. Στις 30 Μαΐου και στις 1 Ιουνίου 1518 έγραψε στον Λέοντα Ι’ από το νησιωτικό οχυρό του ότι ο ναύσταθμος στην Ισταμπούλ παρήγαγε συνεχώς νέες γαλέρες και άλλα πλοία. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να αυξάνουν οι Τούρκοι τις προετοιμασίες τους για ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις. Ο μεγάλος μάγιστρος δεν είχε αμφιβολία ότι όταν ο Σελήμ ολοκλήρωνε τις ανατολικές εκστρατείες του, οι Ιππότες, «τους οποίους η Αγιότητά σας αποκαλεί πρώτη γραμμή άμυνας τής χριστιανοσύνης» (quos Sanctitas vestra antemurale Christiane reipublice appellat), δεν θα μπορούσαν να υπερασπιστούν με επιτυχία τη Ρόδο κατά την επόμενη τουρκική επίθεση. Η πολυαναμενόμενη εκστρατεία των χριστιανικών δυνάμεων κατά των ορδών τού Μεγάλου Τούρκου θα ήταν απαραίτητη για τη διάσωση τού χριστιανικού φυλακίου τής Ρόδου. Οι Ιππότες ήσαν φτωχοί και ανίσχυροι. Γίνονταν ασθενέστεροι καθώς οι Τούρκοι δυνάμωναν. Οι επιστολές τού μεγάλου μάγιστρου έχουν ύφος σχεδόν παραίτησης στο πεπρωμένο.41 Περιέχουν προαίσθηση των πραγμάτων που θα έρχονταν.

Δώδεκα χρόνια νωρίτερα ένας νεαρός Ιωαννίτης, ο αδελφός Σάμπα ντα Καστιλιόνε (14185; -1554), είχε βρει τη ζωή μοναχική αλλά συναρπαστική «στο έρημο και ακατοίκητο νησί τής Ρόδου, το οποία πάσχει από ακραία έλλειψη σχεδόν των πάντων, εκτός από τα βράχια, τις πέτρες και τη θάλασσα». Έτσι περιέγραφε το νησί στην Ισαβέλλα ντ’ Έστε, τη μαρκησία τής Μάντουα, σε χωρίς χρονολόγηση επιστολή, η οποία πρέπει να είχε γραφεί στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1505, τού πρώτου από τα τρία έτη διαμονής του στο Ροδιακό Μοναστήρι. Ο κήπος τού μεγάλου μάγιστρου ήταν γεμάτος με «εξαιρετικά γλυπτά» (sculture excellentissime), στα οποία οι Ιππότες δεν έδιναν καμία σημασία και τα οποία άφηναν εκτεθειμένα στον αέρα, τη βροχή, το χιόνι και κάθε είδους καταιγίδες. Ο αδελφός Σάββας λυπόταν για πολλά από αυτά τα αρχαία έργα τέχνης, σαν να ήσαν «τα άθαφτα κόκκαλα τού πατέρα μου». Πριν από την αναχώρησή του για τη Ρόδο είχε επισκεφθεί την Ισαβέλλα στη Μάντουα (τον Μάιο τού 1505) και είχε υποσχεθεί να τής στείλει αρχαιότητες από τη Ρόδο.

Όμως δεδομένου ότι κάποιοι Ιππότες θεωρούσαν τα αρχαιολατρικά ενδιαφέροντα ορισμένων Ιταλών, και ιδιαίτερα τού αδελφού Σάββα, ως ειδωλολατρικά, σκεφτόταν ότι διέτρεχε κάποιο κίνδυνο να καταλήξει ως αιρετικός στα χέρια τού ιεροεξεταστή. Παρ’ όλα αυτά, αν η Ισαβέλλα έβαζε τον Γάλλο κυβερνήτη τού Μιλάνου, τον κύριο ντε Σωμόν, που τύχαινε να είναι ανηψιός τού τότε μεγάλου μάγιστρου ντ’ Αμπουάζ, να γράψει στον τελευταίο για λογαριασμό τού Σάββα, τότε θα ήταν εύκολο να συλλέξει αρχαιότητες για την Ισαβέλλα. Και με αυτόν τον τρόπο προετοιμάστηκε τελικά ο δρόμος. Ύστερα, καθώς περνούσαν οι μήνες και παρουσιάζονταν ευκαιρίες μεταφοράς τους, ο Σάββας έστελνε στην άπληστη μαρκησία ανεκτίμητης αξίας κομμάτια από αρχαία αγάλματα, νομίσματα, και άλλα κειμήλια εκείνου τού μακρινού παρελθόντος, που προτιμούσε πολύ από την εποχή στην οποία ζούσε.

Ο αδελφός Σάββας πήγαινε σε περιοδείες καθήκοντος πάνω στις γαλέρες των Ιωαννιτών δεν θα πω σε όλες, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων και των άλλων διάσημων νησιών, που περιβάλλονται και βρέχονται από το Αιγαίο πέλαγος, στις τυχερές πατρίδες τόσο πολλών θείων προσώπων, ενώ μεταξύ άλλων βρέθηκα και στο ένδοξο νησί τής Δήλου, τη γενέτειρα τού Απόλλωνα και τής Άρτεμης, όπου με βαριά καρδιά και συνοφρυωμένος είδα τα κατεστραμμένα τείχη, τούς σπασμένους κίονες και τα αγάλματα σκορπισμένα στο έδαφος…

Έψαχνε μάταια για κομμάτια που θα έστελνε στην Ισαβέλλα, αλλά όλα ήσαν «πολύ μεγαλύτερα από το φυσικό μέγεθος» (tanto maggior del naturale) και ήταν έτσι αδύνατο να τα πάρει από εκεί και να τα στείλει στη Μάντουα. Βέβαια, όπως έγραφε στην Ισαβέλλα, αν υπήρχαν έργα τέτοιου μεγέθους ώστε να μπορούν να μεταφερθούν, δεν θα είχαν παραμείνει στη Δήλο για να τα δει αυτός. Ένας ναύτης είχε βρει δυο νομίσματα, το ένα από τα οποία είχε φθαρεί εντελώς από τον χρόνο. Το άλλο το έστειλε στην Ισαβέλλα, τυλιγμένο σε ένα σονέτο που είχε συνθέσει στη Δήλο, καθώς παρατηρούσε τα έρημα ερείπια τού ναού τού Απόλλωνα.

Τον Απρίλιο τού 1507 ο αδελφός Σάββας έγραφε στη μαρκησία,

… Στέλνω στην Εξοχότητά σας ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο, χωρίς κεφάλι και χέρια (προς μεγάλη μού λύπη), όπου τα ανώτερα τμήματα είναι γυμνά και τα κάτω καλυμμένα με λεπτότατο πτυχωτό ένδυμα. Το πήρα από το νησί τής Νάξου. Αν και δεν είναι τόσο πλήρες όσο θα επιθυμούσα, εξακολουθώ να ζητώ από την Εξοχότητά σας να καταδεχτεί να το πάρει με ελαφριά καρδιά και απροβλημάτιστη επιδοκιμασία, εκτιμώντας περισσότερο την καλή μου πρόθεση και όχι την κατάσταση τού δώρου. Έχω τη γνώμη ότι ανεξάρτητα από το πόσο ακρωτηριασμένο και κουτσουρεμένο είναι αυτό, δεν θα δυσαρεστήσει τον κύριο Αντρέα Μαντένια και τον Κριστόφορο Τζιοβάννι Ρομάνο. … Μαζί με το αγαλματίδιο στέλνω δύο μικρά κεφάλια Αμαζόνων, που προέρχονται από το Καστέλ Σαν Πιέτρο ή μάλλον από την Αλικαρνασσό, τα οποία αν ήσαν καλύτερα, θα τα είχα στείλει πιο πρόθυμα. Θέλω επίσης να ενημερώσω την Εξοχότητά σας ότι αυτές τις τελευταίες ημέρες συμπλήρωσα δύο μήνες άγριου χειμωνιάτικου καιρού πάνω σε γαλέρα, προκειμένου να φτάσω στο Καστέλ Σαν Πιέτρο και να δω τον υπέροχο τάφο που πρόσφατα ανακαλύφθηκε εκεί. Αλλά όταν ήμασταν έτοιμοι να αποβιβαστούμε στη στεριά, έφτασαν νέα ότι είκοσι ένοπλα τουρκικά σκάφη βρίσκονταν καθ’ οδόν για να επιτεθούν στο Τάγμα κι έτσι υποχρεωθήκαμε να επιστρέψουμε στα νησιά μας για να τούς δώσουμε την είδηση και [τη δική μας] βοήθεια, χωρίς να δούμε τον τάφο. … Όσο για τα πράγματα εδώ, προς το παρόν δεν μπορώ να δώσω στην Εξοχότητά σας καμία άλλη πληροφορία εκτός από το ότι, αυτή τη στιγμή, η Ανατολή είναι πληκτική και ήσυχη.42

Ο Σάμπα ντα Καστιλιόνε, πιασμένος στη δίνη τού ιστορικού και καλλιτεχνικού ρομαντισμού, φαίνεται ότι ήταν ένας από εκείνους που εξυμνούσαν το παρελθόν, όπως το θέτει ο Τάκιτος, «αδιαφορώντας για το παρόν» (recentium incuriosus). Όμως η Ανατολή δεν θα παρέμενε «πληκτική και ήσυχη» για πολύ, γιατί τα μέλη τού Τάγματός του σύντομα θα αγωνίζονταν για τη ζωή τους στις επάλξεις τής Ρόδου.

Για να εξασφαλίσει την επικύρωση τής πενταετούς εκεχειρίας, για να βοηθήσει στον προγραμματισμό των αμέτρητων λεπτομερειών τής σταυροφορίας και για να εκπροσωπείται στα κύρια κέντρα ευρωπαϊκής ισχύος, ο Λέων Ι’ πρότεινε να στείλει ως εκ μέρους του απεσταλμένους (legati de latere) τέσσερα από τα πιο εξέχοντα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου.43 Κατ’ αρχήν ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε (αργότερα πάπας Παύλος Γ’) διορίστηκε ως απεσταλμένος στην αυτοκρατορική αυλή. Όμως λόγω ασθένειας δεν μπορούσε να αναλάβει την αποστολή και έτσι διορίστηκε στη θέση του ο Τομμάζο Γκαετάνο ντα Βίo, πιο γνωστός ως Καετάν, που είχε γίνει πρόσφατα καρδινάλιος με τον τίτλο τού Αγίου Σίξτου. Αναχωρώντας για τη Γερμανία ο Τομμάζο πήρε την ειδική ευλογία τού πάπα, ενώ τον συνόδευσαν οι καρδινάλιοι μέχρι το σπίτι τού αρχιεπισκόπου Λευκωσίας, σχεδόν μέχρι τη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο.44 Ο Μπερνάρντο Ντοβίτσι, καρδινάλιος τής Μπιμπιένα, διορίστηκε λεγάτος τού πάπα στη Γαλλία. Ο ανθρωπιστής Μπιμπιένα ήταν παλιός φίλος τού πάπα.45 Θεωρούνταν επίσης ως αρκετά αντι-Γάλλος. Ο Μπολωνιέζος καρδινάλιος Λορέντσο Καμπέτζιο στάλθηκε στην Αγγλία, όπου αργότερα διορίστηκε συνεργάτης του στη λεγατινή αποστολή ο Γούλζεϋ «με ίδια εξουσία, αντικείμενο και εξουσιοδότηση», σύμφωνα με ειδική βούλλα τής 1ης Ιουνίου 1518. Ο καρδινάλιος Εγκίντιο Κανίζιο ντα Βιτέρμπο στάλθηκε στην Ισπανία. Η προοπτική μεγάλης εκστρατείας κατά των Τούρκων προκαλούσε κάποια συγκίνηση στην Ευρώπη. Ο σουλτάνος Σελήμ έφυγε από το Κάιρο στις 10 Σεπτεμβρίου 1517, πέρασε πάνω από επτά μήνες στη Συρία και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ισταμπούλ, όπου έφτασε στα τέλη Ιουνίου 1518.46 Ενετοί απεσταλμένοι τον περίμεναν στο Κάιρο και αργότερα στην Ισταμπούλ. Η υφιστάμενη συνθήκη ανάμεσα στη Βενετία και την Υψηλή Πύλη μετά τον τερματισμό τού τελευταίου μεταξύ τους πολέμου (1502-3)47 είχε ανανεωθεί τον Σεπτέμβριο τού 1517 και οι Ενετοί είχαν συμφωνήσει να καταβάλλουν στον σουλτάνο τον ετήσιο φόρο υποτέλειας 8.000 δουκάτων, που κατέβαλλαν κατά το παρελθόν στους Μαμελούκους για την κατοχή τής Κύπρου.48

Καθώς οι ιερωμένοι στην κούρτη συζητούσαν τη σταυροφορία, εύκολα μετέδιδε ο ένας στον άλλο τον φόβο ότι ο Τούρκος θα έκανε την πρώτη του κίνηση εναντίον τού χριστιανικού μετώπου την άνοιξη τού 1518.49 Έπρεπε να στρατολογηθούν δυνάμεις από οπουδήποτε ήταν δυνατό, ενώ προς το τέλος τού Δεκεμβρίου 1517 ο Αντόνιο Πούτσι πήρε εντολή να καταστήσει σαφές στους Ελβετούς, ότι η σταυροφορία δεν έπρεπε να εκλαμβάνεται ως υπόθεση τού πάπα και των άλλων ηγεμόνων, «αλλά ως οικουμενική επιχείρηση όλης τής χριστιανοσύνης» (ma come impresa universale di tucta la Cristianità).50 Σε αυτό το ζήτημα πρέπει και πάλι να σημειωθεί ότι η ηγεσία τού πάπα στη σταυροφορία τον έβαζε εμφανώς σε ρόλο οικουμενικής αυθεντίας, ενώ οι δραστηριότητές του ως Ιταλός δυνάστης διακύβευαν σοβαρά τη θέση τού ως πνευματικού πατέρα τής χριστιανοσύνης.

Αλλά φυσικά η σταυροφορία είχε πολλά να προτείνει η ίδια στον πάπα ως Ιταλό ηγεμόνα. Για παράδειγμα η επιστολή τής 30ής Δεκεμβρίου (1517), που στάλθηκε στη Γαλλία στον Τζιοβάννι Σταφφίλεο, στο όνομα τού καρδινάλιου ντε Μέντιτσι, αναφέρει ότι

ο Τούρκος επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη νικηφόρος και ασφαλής, χωρίς παρεμπόδιση ή φόβο για τον [Πέρση] σούφι, με σίγουρη πρόθεση να εξαπολύσει επίθεση εναντίον χριστιανών. … Οι μεγάλες του προετοιμασίες σε πλοία και κωπηλάτες, πυροβολικό, πυρομαχικά και τρόφιμα δεν γίνονται εναντίον τής Συρίας ή τού σούφι, ούτε είναι απαραίτητες κατά τής Ουγγαρίας ή τής Πολωνίας, αλλά όλα μάς οδηγούν να πιστεύουμε ότι αυτή η προετοιμασία έχει στόχο την Ιταλία, τη Σικελία και τα άλλα νησιά…51

Ο πάπας είχε γράψει αμέτρητες φορές στον Φραγκίσκο και στους άλλους ηγεμόνες, έλεγαν στον Σταφφίλεο. Είχε εξετάσει τόσο πολλά σχετικά ζητήματα. Είχε προσφέρει όλους τούς κοσμικούς και πνευματικούς του πόρους. Και δεν μπορούσε παρά να θρηνεί ότι κανένα σχέδιο δεν έχει ποτέ συμφωνηθεί.

Ενώ σπαταλάμε χρόνο σε διαπραγματεύσεις και γραφές, ο Τούρκος τον δαπανά εργαζόμενος και βάζοντας τα σχέδιά του σε εφαρμογή, ενώ θα έχει καταλάβει κάποιο χριστιανικό λιμάνι πριν καν πάρουμε είδηση ότι έχει αποπλεύσει! … Και πρέπει να πιστέψετε ότι αυτά τα πράγματα δεν γράφονται για δημιουργία εντυπώσεων ούτε από κάποια γενική ευπρέπεια, αλλά για την ίδια την αλήθεια, γιατί ο κύριός μας [ο πάπας] δεν μπορεί να νιώσει χαρά με τη σκέψη ότι αυτή η καταστροφή θα πέσει πάνω σε εμάς την εποχή τής δικής του παπικής θητείας.52

Η αλληλογραφία τού καρδινάλιου ντε Μέντιτσι κατά το πέρασμα από το 1517 στο 1518 καθιστά σαφές το μέγεθος τής ενασχόλησης τού παπικού εξαδέλφου του με το ανατολικό ζήτημα.53

Οι διπλωμάτες είχαν πολλά να συζητήσουν και μιλούσαν πολύ. Υπήρχε η άποψη ότι αν οι χριστιανοί δεν επιτίθεντο σύντομα στον σουλτάνο Σελήμ, τότε θα τούς επιτίθετο αυτός. Για παράδειγμα ο Σανούντο έχει διασώσει ένα κείμενο τής εποχής, το οποίο μάς πληροφορεί ότι ο σουλτάνος διάβαζε τη ζωή τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και ήθελε να τον μιμηθεί. Μάλιστα ο Σελήμ έλπιζε να γίνει κυρίαρχος τού κόσμου και ήθελε να δει την Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη να έρχονται κάτω από την κυριαρχία του.54 Όπως έγραφε ο Λέων Ι’ στους καρδινάλιους Γούλζεϋ και Καμπέτζιο στις 20 Αυγούστου 1518, εκεί όπου υπήρχαν δύο «εκτεταμένες αυτοκρατορίες» στην Ανατολή τώρα απέμενε μόνο μία, ύστερα από την καταστροφή από τον σουλτάνο τού καθεστώτος των Μαμελούκων στη Συρία και την Αίγυπτο.55 Στη μια αυτή απέραντη αυτοκρατορία ήταν υποταγμένη η Ελλάδα, «το πιο ανθισμένο μέρος τής Ευρώπης» (florentissima Europae pars),

ενώ τώρα [ο σουλτάνος], διογκωμένος από αυτή τη νίκη, όπως ακούσαμε, ετοιμάζει μεγάλη αρμάδα στην Ανατολή για επίθεση, όπως υποπτεύονται πολλοί, εναντίον χριστιανικών εδαφών, αφού δεν τού έχουν απομείνει άλλοι εχθροί στους οποίους θα μπορούσε να επιτεθεί από τη θάλασσα….56

Ο πάπας προσπαθούσε να δημιουργήσει «κάποιο είδος (ευρωπαϊκής) συνομοσπονδίας … που θα διαρκέσει για πέντε χρόνια». Οι διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια τής άνοιξης και τού καλοκαιριού τού 1518 παρήγαγαν τελικά πενταετή ανακωχή με αφετηρία την 1η Σεπτεμβρίου, ανάμεσα στον Φραγκίσκο Α’, τον Μαξιμιλιανό και τον δόγη τής Βενετίας.57 Η κοινή γνώμη βοηθούσε να ωθηθούν οι ηγεμόνες τής Ευρώπης προς την ειρήνη, αλλά η επιθυμία να αρνηθούν τη θέση τού γενικού διαιτητή στον Λέοντα Ι’, ο οποίος την είχε ζητήσει για τον εαυτό του, ήταν επίσης αρκετά ισχυρή και αυτή η κοσμική τάση σε καμία περίπτωση δεν μειωνόταν καθώς ο καρδινάλιος Γούλζεϋ ασκούσε την επιρροή του επί των διαπραγματεύσεων, οι οποίες συνεχίζονταν για την εξασφάλιση γενικής ειρήνης. Ο Ενετός πρεσβευτής στο Λονδίνο έλεγε για τον εντολέα τού Γούλζεϋ, τον Ερρίκο Η’, ότι δεν τον ενδιέφερε πια ο τουρκικός κίνδυνος, αλλά το κατά πόσον αυτός απειλούσε την Ινδία.58

Τον Οκτώβριο τού 1518 ξεκίνησε η συνθήκη τού Λονδίνου από τούς εκπροσώπους τού Ερρίκου Η’ και τού Φραγκίσκου Α’, οι οποίοι ανέλαβαν να εξασφαλίσουν την περαιτέρω επικύρωσή της από τον πάπα και τούς επικεφαλής των ευρωπαϊκών κρατών εντός τεσσάρων μηνών. Η συμφωνία θέσπιζε αμυντική συμμαχία εναντίον οποιουδήποτε κράτους θα επιτίθετο σε έναν από τούς υπογράφοντες, ενώ προέβλεπε λεπτομερείς διαδικασίες για την αντιμετώπιση παραβιάσεων των όρων της από τούς ίδιους τούς υπογράφοντες. Παρά το γεγονός ότι η νέα ένωση λεγόταν ότι είχε σχηματιστεί για την προστασία τής παπικής εξουσίας και για την αντιμετώπιση τού τουρκικού κινδύνου, η συνθήκη αντιμετώπιζε πολύ γενικά και επιφανειακά το πρόβλημα τής διεξαγωγής πολέμου εναντίον τής οθωμανικής κυβέρνησης.59 Οι προσπάθειες τού Λέοντος Ι’ να καταστήσει τον εαυτό του τελικό κριτή των διεθνών διαφωνιών δεν ελήφθησαν υπόψη. Το παπικό γόητρο είχε υποστεί σημαντικό πλήγμα. Επιπλέον, σε ό,τι αφορούσε τη σταυροφορία, ο Λέων έβλεπε καθαρά ότι η συνθήκη τού Λονδίνου, η οποία είχε δήθεν σχεδιαστεί για να εξασφαλίζεται η ειρήνη τής Ευρώπης στο διηνεκές, θα αποδεικνυόταν πιθανώς μικρότερης διάρκειας από την πενταετή ανακωχή, την οποία είχε οραματιστεί ως περίοδο επιθετικής δράσης κατά των Τούρκων.60

Ο Γούλζεϋ δεν έκανε καμία προσπάθεια απόκρυψης τής πρόθεσής του να ματαιώσει την προσπάθεια τού Λέοντος Ι’ να αναλάβει την πολιτική ηγεσία στην Ευρώπη. Τα πραγματικά περιστατικά είχαν αναφερθεί από τον Καμπέτζιο, στον οποίο ο καρδινάλιος ντε Μέντιτσι έγραφε στις 6 Οκτωβρίου 1518:

Τα λόγια που χρησιμοποίησε ο καρδινάλιος τής Υόρκης [Γούλζεϋ] για να εκφράσει την απροθυμία τού να επικυρώσει την πενταετή ανακωχή, δηλαδή, «ότι δεν ήσαν έτοιμοι να παραχωρήσουν τόσο πολλά στον πάπα, όπως να δημοσιεύει εκεχειρία» κλπ., έχουν προκαλέσει στον κύριό μας [τον πάπα] ακραία δυσαρέσκεια. Αν τέτοιες λέξεις δεν ήταν κατάλληλο να χρησιμοποιούνται από οποιονδήποτε Χριστιανό, έπρεπε πολύ λιγότερο να τις χρησιμοποιεί ή να τις σκέφτεται ένας καρδινάλιος και ιδιαίτερα ο Υόρκης για την Αγιότητά του, από τον οποίο έχει πάρει τόσο μεγάλες τιμές και χάρες. Από αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς τι μπορούν να εμπιστευτούν σε αυτόν ή να περιμένουν από αυτόν η Αγία Έδρα και ο πάπας! Οι προτάσεις αυτές δεν ήσαν ασυνήθιστες, λέει, επειδή πολλοί άλλοι πάπες έχουν διακηρύξει εκεχειρίες…61

Όση κι αν ήταν η απογοήτευση τής Ρώμης με αυτή την έκλειψη τής παπικής επιρροής στις υποθέσεις τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, η κούρτη δεν μπορούσε παρά να καλωσορίσει μια τέτοια συνθήκη ανάμεσα στις δυνάμεις. Οι βασιλείς, καθώς και οι πάπες, ήσαν οι χρισμένοι τού Θεού. Στη βούλλα του τής 6ης Μαρτίου (1518), διακηρύσσοντας την πενταετή εκεχειρία στην Ευρώπη, ο Λέων Ι’ είχε ενημερώσει τούς βασιλείς και τούς ηγεμόνες τής Ευρώπης ότι με την αποδοχή της θα κέρδιζαν εύνοια «στα μάτια τού Υψίστου, που τούς δημιούργησε εκ τού μηδενός και [για] χάρη των οποίων και για των οποίων την τιμή έχει επιτευχθεί» (in conspectu Altissimi, qui eos ex nichilo creavit et [de] cuius causa et de cuius honore agitur).62 Τώρα έδειχναν να κάνουν τέτοια ειρήνη. Το προοίμιο τής βούλλας τού Λέοντος «Να αγαλλιάζεις και να χαίρεσαι Ιερουσαλήμ» (Gaude et letare Iherusalem) τής 31ης Δεκεμβρίου (1518), με την οποία επικύρωσε τη συνθήκη τού Λονδίνου, είχε περιχαρές ύφος: «Να αγαλλιάζεις και να χαίρεσαι Ιερουσαλήμ, αφού τώρα υπάρχει ελπίδα για τη λύτρωσή σου. … Οι βασιλείς συγκεντρώνονται … για να υπηρετήσουν τον Κύριο εναντίον τής άγριας μανίας των Τούρκων και κατά τής ακαθαρσίας τού Ισλάμ».63

Ο παπισμός παρέμενε σε μεγάλο βαθμό στην εικόνα. Στη θεωρία η σταυροφορία ήταν θρησκευτικός πόλεμος, ενώ η σταυροφορική δεκάτη, την οποία μόνο ο πάπας μπορούσε να επιβάλλει, αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων. Σίγουρα το δυσθεώρητο ύψος στο οποίο είχε αναρριχηθεί ο Σελήμ Α’ τον έκανε τόσο τρομερή φυσιογνωμία, που η γερμανική αυτοκρατορία, τα ιταλικά κράτη και η Ισπανία έπρεπε να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τη θέση του. Στις 14 Ιανουαρίου 1519 ο νεαρός βασιλιάς Κάρολος τής Ισπανίας επικύρωσε τη συνθήκη στη Σαραγόσα, αλλά ο παππούς του Μαξιμιλιανός ήταν ήδη νεκρός (στις 11 Ιανουαρίου), ενώ για αρκετούς μήνες οι αυλές τής Ευρώπης ήσαν διχασμένες και αγωνιούσαν για το ζήτημα τής αυτοκρατορικής διαδοχής.64 Ο Κάρολος είχε έναν αντίπαλο για τον θρόνο τού αυτοκράτορα στο πρόσωπο τού Γάλλου βασιλιά, ο οποίος παρουσιαζόταν από τούς υποστηρικτές του ως η καλύτερη εξασφάλιση τής Γερμανίας εναντίον τής μεγάλης φιλοδοξίας τού σουλτάνου και τής βέβαιης επιθετικότητάς του.

Το κόστος τής προβλεπόμενης σταυροφορίας προκαλούσε στους βασιλείς κα στα μυημένα συμβούλια επίμονο πονοκέφαλο, ενώ η παπική κούρτη μεγάλωνε τη γενική της αντιδημοτικότητα, ιδιαίτερα στην Ισπανία και τη Γερμανία, επιβάλλοντας φόρους δεκάτης. Οι ειδήσεις από τη Γαλλία ήσαν ενθαρρυντικές, όπως όταν στις 6 Δεκεμβρίου 1518 ο καρδινάλιος Μπιμπιένα είχε αναφέρει την ανοιχτή υπόσχεση τού Φραγκίσκου Α’ να πάρει τον σταυρό, υποσχόμενος δύναμη 3.000 πανόπλων ανδρών και (όπως έλεγε) πεζικού 40.000 ανδρών. Η Μεγαλειότητά του ήθελε λιτανείες και επίσημες λειτουργίες «για τη νίκη εναντίον των απίστων» (per la vittoria contra i infideli). Ο βασιλιάς έλεγε άλλωστε ότι μια μικρή αύξηση στις συνήθεις επιβολές και τούς τακτικούς φόρους δεκάτης, μαζί με τη σταυροφορική εισφορά, θα αρκούσε για να συντηρηθεί ο γαλλικός στρατός για τρία χρόνια. Αλλά σε κάθε περίπτωση οι δαπάνες θα ήσαν πολύ μεγάλες.65 Στην Καστίλλη ο Λέων Ι’ είχε χορηγήσει στον βασιλιά Κάρολο το ένα δέκατο τού εισοδήματος όλων των εκκλησιαστικών επιδομάτων για να ενθαρρύνει τον ζήλο του για τον τουρκικό πόλεμο, αλλά μια συνέλευση κληρικών αρνήθηκε να συλλέξει οποιαδήποτε τέτοια εισφορά υποστηρίζοντας την ακυρότητά της, αφού δεν υπήρχε πραγματική εισβολή σε χριστιανικό κράτος από τούς Τούρκους. Η Καστίλλη τέθηκε υπό απαγόρευση. Ο Κάρολος είχε πολλά προβλήματα στα ισπανικά βασίλεια. Η απαγόρευση μικρή επίδραση είχε επί τού καστιλλιάνικου κλήρου και έτσι ο βασιλιάς ζήτησε από τον πάπα να την άρει.66

Το γερμανικό αυτοκρατορικό συμβούλιο είχε υποχρεωτικά εμποδίσει τούς μοναχούς να βοηθήσουν στην πληρωμή των εξόδων τής σταυροφορίας, επειδή δεν είχαν τακτικές πηγές εισοδήματος (exceptis mendicantium ordinibus, qui nullos habent reditus aut proventus),67 αλλά οι Φραγκισκανοί αναβίωσαν οι ίδιοι ένα παλαιό σχέδιο το 1518, για τη στρατολόγηση και διατήρηση στρατού από τούς συνδυασμένους πόρους των μοναστηριών τους. Αν και μερικές φορές γίνεται αναφορά στο ζήτημα αυτό ως «πραγματεία τού 1518», τόσο το κείμενο όσο και το σχέδιο τού έργου φαίνεται ότι πηγαίνει πίσω τουλάχιστον στο 1474.68 Όμως μετά το 1518 την ιδέα υιοθέτησαν γρήγορα οι φυλλαδιογράφοι και αυτή αναπτύχθηκε πολλές φορές κατά τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τον συντάκτη τής πραγματείας τού 1518 (ή μάλλον τού 1474), αν οι Φραγκισκανοί συνεισέφεραν στον στρατό ένα νεαρό άνδρα από κάθε μοναστήρι τους, 36.000 στρατιώτες θα υπήρχαν έτοιμοι για υπηρεσία. Οι Δομινικανοί, Αυγουστινιανοί και Καρμελίτες θα μπορούσαν να παράσχουν ακόμη 36.000, ενώ ο ίδιος αριθμός (άλλες 36.000) μπορούσε να στρατολογηθεί με τούς οικονομικούς πόρους των γυναικείων μοναστηριών. Έτσι στρατός περίπου 140.000 ανδρών μπορούσε να στρατολογηθεί για τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Μάλιστα πολύ μεγαλύτερος αριθμός θα συγκεντρωνόταν εύκολα, αν συμπεριλαμβάνονταν στο σχέδιο οι ενοριακές εκκλησίες που βρίσκονταν στα χέρια των Φραγκισκανών. Στην πραγματικότητα μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θα έμπαινε στο πεδίο τής μάχης στρατός 500.000 ανδρών. Το κόστος τού εφοδιασμού ενός τέτοιου στρατού μπορούσε επίσης να αντιμετωπιστεί από τούς μοναχούς, αν κάθε άτομο σε μοναστήρι (θεωρώντας κατά μέσο όρο τριάντα άτομα σε κάθε μοναστήρι) συνεισέφερε μια δεκάρα τη βδομάδα. Κάθε βδομάδα θα προέκυπταν έτσι 14.400 δεκάρες σε ένα γενικό κονδύλι από όλα τα μοναστήρια, ενώ το ποσό θα ανερχόταν σε ετήσια βάση σε 748.800 ουγγρικά χρυσά νομίσματα (gulden). Ο φιλόδοξος συγγραφέας τής πραγματείας πίστευε ότι μπορούσαν να συγκεντρωθούν πρόσθετα ποσά μέσω γενικού φόρου που θα συλλεγόταν από τον κλήρο, μάλιστα περίπου 20.000.000 ουγγρικά χρυσά νομίσματα (gulden), χωρίς να προσμετρώνται οι επιβολές στους Εβραίους και οι εθελοντικές προσφορές των πλούσιων και των ευσεβών λαϊκών. Αν κάποιος προωθούσε το επιχείρημα ότι μια τέτοια φορολογία θα εξαθλίωνε τη χριστιανοσύνη, είχε εντελώς λάθος, γιατί τα χρήματα θα επέστρεφαν στους ανθρώπους μέσω τής αγοράς προμηθειών και πυρομαχικών, ενώ όλες οι περιοχές θα επωφελούνταν από τη συνολική επιχείρηση. Ο επεκτατικός συγγραφέας προέτρεπε τέλος για την οργάνωση πέντε στρατών, με δύναμη 50.000 ανδρών ο καθένας, που θα απωθούσαν τούς Τούρκους, θα τούς προσηλύτιζαν στον χριστιανισμό και θα ανακαταλάμβαναν τον Πανάγιο Τάφο.69 Οι αριθμοί ποικίλλουν στα διάφορα κείμενα, που χαρακτηρίζονται όλα από ανοησίες.

Σαράντα χρόνια αργότερα (τον Μάρτιο τού 1558) κάποιος Σίμον Βόλντερ, ενώ διαβεβαίωνε τον τότε αυτοκράτορα Φερδινάνδο ότι δεν επιδιδόταν σε «ρητορική ή υψηλή τέχνη» (kein Rhetorick odder hohe Kunst), υπολόγιζε τη διαθέσιμη ανθρώπινη δύναμη των μοναστηριών σε 2.200.000, «με το μισό ή το ένα τέταρτο τής οποίας θα είχε κανείς αφθονία ανδρών για να πολεμήσει τον Τούρκο» (Wanns gleich halb odder den vierdtentheil macht, so hetten wir dennoch leut uberflüssig gnüg).70 Ναι, πράγματι. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα οι Μέδικοι, οι Φούγκερ και διάφοροι Ενετοί έμποροι, καθώς και η ενετική κυβέρνηση, είχαν απόλυτη επίγνωση τής σημασίας των μεγάλων αριθμών, αλλά για τον Σίμον Βόλντερ και τούς προκατόχους του οι αριθμοί είχαν προφανώς νόημα και ήταν δυνατό να χρησιμοποιούνται με μικρή αίσθηση τής πραγματικότητας.

Αν και τα αγόρια των μοναστηριών (Klosterknaben) που θα προέλαυναν στους τουρκικούς πολέμους εμφανίζονται σε λαϊκά τραγούδια τής εποχής, οι Γερμανοί μεταρρυθμιστές δεν θα είχαν κανένα από αυτά.

Βλέποντας τη σταυροφορία ως ωμή εκκλησιαστική μέθοδο απόσπασης χρημάτων, οι υποστηρικτές τής μεταρρύθμισης επέκριναν ιδιαίτερα τον φόρο δεκάτης, και είχαν γενικά δηλητηριώδη στάση απέναντι στον παπισμό. Κατηγορίες για δωροληψία διατυπώνονταν εναντίον τής Ρώμης επί τέσσερις περίπου αιώνες71 και τώρα αποκτούσαν ισχυρή επίδραση. Ένα φυλλάδιο στα λατινικά, που παρουσιαζόταν ως αγόρευση ενώπιον των ηγεμόνων σε αυτοκρατορική δίαιτα (τυπώθηκε τον Μάρτιο τού 1519 και αποδιδόταν κάποτε στον Ούλριχ φον Χούττεν), μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα τής αντι-παπικής προπαγάνδας που κατέκλυζε τη Γερμανία για πολλά χρόνια και στρεφόταν εναντίον τού Φλωρεντινού Λέοντος Ι’ με ιδιαίτερη εμπάθεια:

Αν οι Γερμανοί ηγεμόνες χρειάζονταν ποτέ σύνεση, συμβουλή και ομόνοια για να υπερασπιστούν την τιμή τους και το κοινό καλό, … μού φαίνεται ότι τα χρειάζονται πάνω απ’ όλα αυτή τη στιγμή. … Τέσσερις λεγάτοι ξεράστηκαν τώρα … προς τα χριστιανικά έθνη, για να παρακινήσουν τούς βασιλείς και ηγεμόνες να αναλάβουν μια εκστρατεία, αλλά στην πραγματικότητα για να τούς απομυζήσουν χρήματα. … Αλλά η χριστιανική αυτοκρατορία δεν έχει εγκαθιδρυθεί ούτε με τα όπλα, ούτε με το σπαθί, αλλά με την ευσέβεια και τα καλύτερα παραδείγματα ζωής. … Έχουμε χάσει πολλές αυτοκρατορίες, επειδή δεν έχουν διατηρήσει τις τέχνες με τις οποίες παρήχθησαν. Η ευσέβεια έχει χαθεί, αλλά έχουμε κρατήσει τη λέξη. … Αν … η Γερμανία … είχε συγκεντρώσει τούς πόρους τούς οποίους αυτή μόνη της έχει σκορπίσει σε άμφια (pallia) και τέτοιες ανοησίες την εποχή των δύο ηγεμόνων Φρειδερίκου [Γ’] και Μαξιμιλιανού, θα είχαμε τώρα τα «νεύρα» ενός κράτους εντελώς εξοπλισμένου για τουρκικό πόλεμο. Δεν θα υπήρχε πια ανάγκη να κουράζουμε τον χριστιανικό κόσμο και να τον φορτώνουμε με νέους φόρους υποτέλειας κάθε μέρα και να γδέρνουμε τούς φτωχούς. Ο πάπας παίρνει εισοδήματα από τα δικά του εδάφη, όπως δεν [!] παίρνει κανένας από τούς χριστιανούς βασιλείς. Και όμως! Συνεχίζουμε να αγοράζουμε άμφια και να στέλνουμε στη Ρώμη γαϊδούρια φορτωμένα με χρυσάφι. Φέρουμε τον ζυγό τού Χριστού, υποσχόμαστε δώρα, ανταλλάσσουμε χρυσάφι για μολύβι και ανεχόμαστε παντού αμέλεια, αλίμονο, η πέννα μου γλίστρησε, άφεση ήθελα να πω αμαρτιών [negligentias (heu lapsus sum calamo) indulgentias passim admittimus]. Η πιο τεράστια πλεονεξία από όλες …

Θέλετε να ανατρέψετε τον Τούρκο. Επαινώ τη φιλοδοξία, αλλά φοβάμαι ότι δεν υπολογίζετε σωστά: αναζητήστε [τον εχθρό] στην Ιταλία, όχι στην Ανατολή! Καθένας από τούς βασιλείς μας είναι αρκετά ισχυρός για να υπερασπιστεί τα δικά του σύνορα απέναντι στους Τούρκους. Αλλά ολόκληρη η χριστιανοσύνη δεν αρκεί για να υπερνικήσει εκείνον τον άλλο [τον πάπα]. Ο πρώτος, που έχει εμπλακεί σε δίνη με τούς γείτονές του, δεν μάς έπληξε ακόμη, αλλά ο δεύτερος [ο πάπας] επιτίθεται παντού και διψά για το αίμα των φτωχών. Δεν μπορείτε να σβήσετε τη δίψα αυτού τού Κέρβερου παρά μόνο με πλημμύρα χρυσού. Δεν υπάρχει ανάγκη όπλων, δεν χρειάζεται να στρατολογηθεί στρατός. Οι φόροι δεκάτης θα πετύχουν περισσότερα από τα στρατεύματα. … Φοβάμαι την αγανάκτηση τού Χριστού, όχι εκείνη των Φλωρεντινών. Αλλά στην πραγματικότητα η δουλειά των Φλωρεντινών γίνεται, όχι εκείνη τού Χριστού.

Το περασμένο καλοκαίρι, με απίστευτη δαπάνη, διεξήχθη πόλεμος εναντίον τού Φραντσέσκο [Μαρία ντέλλα Ρόβερε], τού δούκα τού Ουρμπίνο, που πετάχτηκε έξω από το δουκάτο του … και ο Λορέντσο ντε Μέντιτσι μπήκε στη θέση του. … Τώρα που ο δούκας τού Ουρμπίνο έχει διαφύγει, [ο πάπας] απειλεί τον δούκα τής Φερράρας με παρόμοια μοίρα. Όταν θα εκτιναχθεί και αυτός, θα εγκαθιδρύσουμε βασίλειο και θα χαιρετούμε τον Λορέντσο ντε Μέντιτσι, πολίτη τής Φλωρεντίας, ως βασιλιά τής Τοσκάνης. … Αλλά να θυμάστε ότι είστε Γερμανοί, που σημαίνει ότι είστε εκ φύσεως άνθρωποι πιο ελεύθεροι από τούς άλλους, ακόμη κι όπως οι εχθροί σας έχουν γράψει για εσάς. Μη γίνεστε αντικείμενα πληρωμής φόρου υποτέλειας για κανένα, τουλάχιστον όχι για τούς Φλωρεντινούς…

Στην αυτοκρατορική δίαιτα τού Ρέγκενσμπουργκ … ζητήθηκε φόρος δεκάτης εναντίον των Τούρκων. Τότε ένας συγκεκριμένος ηγεμόνας εκλέκτορας, ειδικευμένος στην τέχνη τού πολέμου …, είπε ότι με φόρο εικοστής μόνο μπορούσε εύκολα να διώξει πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες τόσο τούς Τούρκους, όσο και εκείνους που ζητούσαν τον φόρο δεκάτης. Αυτά είναι τα πράγματα, Κάρολε, για να θυμάσαι!72

Ο Κάρολος είχε πολλά να θυμάται εκείνη την εποχή, αλλά αναμφίβολα η κύρια ανάμνησή του, κάθε ώρα τής ημέρας, ήταν η αντίπαλη υποψηφιότητα τού Φραγκίσκου Α’ για το αυτοκρατορικό στέμμα. Οι Αψβούργοι δεν είχαν κληρονομικά δικαιώματα στο στέμμα. Το αξίωμα τού αυτοκράτορα ήταν αιρετό. Οι εκλέκτορες λοξοκοίταζαν τον νεαρό Κάρολο, ο οποίος ήταν ήδη κυβερνήτης των ισπανικών βασιλείων, τής Ολλανδίας, τής Νάπολης και τής Σικελίας, τού μεγαλύτερο μέρους τού Νέου Κόσμου και (μετά τον θάνατο τού Μαξιμιλιανού) τού αρχιδουκάτου τής Αυστρίας. Ο Κάρολος, διάδοχος τού Καρόλου τού Τολμηρού τής Βουργουνδίας, καθώς και τού Μαξιμιλιανού, τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας και τής Ισαβέλλας τής Καστίλλης, αν επιλεγόταν από τούς εκλέκτορες θα κυβερνούσε ως αυτοκράτορας μια επικράτεια πιο εκτεταμένη σε σχέση με οποιονδήποτε από τούς προκατόχους του από την εποχή τού Καρλομάγνου. Ορισμένοι εκλέκτορες λοιπόν φαίνονταν ευνοϊκά διακείμενοι προς τον Φραγκίσκο Α’, τον νικητή τού Μαρινιάνο, τον προτεινόμενο ως ηγέτη τής σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων και φίλο τού πάπα Λέοντα Ι’ από την εποχή τής διάσκεψης τής Μπολώνια.

Ο Γάλλος καγκελλάριος Αντουάν Ντυπρά ετοίμασε υπόμνημα για την εκλογή, στο οποίο κατηγορούσε ότι η τουρκική κατοχή τής Ελλάδας, «του ευγενέστερου τμήματος τής Ευρώπης», οφειλόταν στη «νωθρότητα και την τρέλλα των αυτοκρατόρων», ως συνέπεια τής οποίας οι κάτοικοι είχαν αναγκαστεί να αποκηρύξουν τον χριστιανισμό. Αντιθέτως ο Ντυπρά περιέγραφε τις μεγάλες αρετές τού μυαλού και τού σώματος τού Φραγκίσκου, τα νιάτα και τη δύναμή του, τον πλούτο και τη γενναιοδωρία του, την ανθεκτικότητά του ως πολεμιστή και τη δημοτικότητά του μεταξύ των στρατιωτών, «ενώ τελικά το όνομά τού και μόνο θα προκαλούσε τρόμο στους Τούρκους, αν πέρα από τις άλλες αρετές του έφερε επίσης τον διακεκριμένο τίτλο τού αυτοκράτορα». Χρησιμοποιήθηκε ευρεία ποικιλία ιστορικών πηγών, συχνά άσχετων, για να δείξει ότι, ενώ η έδρα τής εξουσίας μπορούσε να αλλάξει, η αυτοκρατορία θα παρέμενε γερμανική. (Σίγουρα το Παρίσι ήταν πιο κοντά στους Ρηνανούς εκλέκτορες απ’ ό,τι η Μαδρίτη και η Βιέννη.) Η Ελλάδα και οι Άγιοι Τόποι έπρεπε να ξανακερδηθούν από τούς Τούρκους και ο Φραγκίσκος διέθετε τα μέσα για να το πράξει. Απευθύνθηκε έκκληση στους επτά εκλέκτορες, με την πλήρη ακολουθία των τίτλων τους, να δώσουν προσοχή στην κατάσταση τού κόσμου (attento presentium rerum statu) και να εκλέξουν ως αυτοκράτορα τον χριστιανικότατο βασιλιά τής Γαλλίας ως το μοναδικό βέβαιο προπύργιο εναντίον των τουρκικών επιθέσεων. Δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν στη χριστιανική κοινοπολιτεία μεγαλύτερη υπηρεσία από αυτή. Μολονότι το μεγαλύτερο μέρος τού υπομνήματος τού Ντυπρά είναι τετριμμένο, χτυπούσε ενδιαφέρουσα νότα σε μια ματιά προς το παρελθόν, στις παπικές σχέσεις με τον παλαιό αυτοκρατορικό οίκο των Χοχενστάουφεν:

[Οι εκλέκτορες] πρέπει επίσης να πάρουν υπόψη ότι η παγκόσμια ειρήνη που τώρα ανθίζει σε ολόκληρο τον κόσμο δεν πρέπει να παραβιαστεί ως αποτέλεσμα αυτής τής εκλογής. Γιατί σίγουρα ο ανώτατος ποντίφηκας δεν θα επέτρεπε ποτέ να παραμείνουν στα χέρια τού ίδιου προσώπου η αυτοκρατορία και το βασίλειο τής Σικελίας, πράγμα που απαγορεύει το σύνταγμα τού Κλήμεντος Δ’. Έτσι ολόκληρη η χριστιανοσύνη θα κλονιζόταν, κάποιοι θα πρόσφεραν την υποστήριξή τους στην Εκκλησία, άλλοι στον εν λόγω εκλεγμένο [Κάρολο], κι έτσι ο Τούρκος τύραννος, βλέποντας τον χριστιανισμό τόσο διαιρεμένο, θα μπορούσε εύκολα να πετύχει τούς επιθυμητούς του στόχους.73

Όμως ο ανταγωνισμός τού Καρόλου και τού Φραγκίσκου μετατρεπόταν σε τόσο έντονο, που άρχιζε να φαίνεται πιθανό, ότι το λουλούδι τής ειρήνης θα συνθλιβόταν όποιος από τούς δύο κι αν εκλεγόταν.

Τον Φεβρουάριο τού 1519 ο Φραγκίσκος ήταν ακόμη δραστήριος σταυροφόρος, διαβεβαιώνοντας πανηγυρικά τον πάπα Λέοντα Ι’, ότι θα βάδιζε προσωπικά επικεφαλής ιππικού 3.000 και πεζικού 40.000 ανδρών, για να αποτρέψει κάθε πιθανή τουρκική επίθεση εναντίον τής Ρώμης. Αν έπρεπε να οργανωθεί γενική επίθεση εναντίον των Τούρκων, σύμφωνα με τα σταυροφορικά σχέδια τού πάπα και αν άλλες χώρες αναλάμβαναν το μερίδιό τους στις οικονομικές και άλλες επιβαρύνσεις, θα διέθετε δύναμη 4.000 ιππέων και 50.000 πεζών στρατιωτών.74 Οι συνθήκες στην ανατολική Μεσόγειο ήσαν χαοτικές ως συνήθως και μπορούν να αναφερθούν δύο κείμενα ως χαρακτηριστικά πολλών. Μια επιστολή από την Αίγινα, που παραλήφθηκε στη Βενετία στα μέσα Δεκεμβρίου 1518 ενημέρωνε τη Γερουσία για τις «σοβαρές ζημιές» (grandissimi danni), που είχαν προκαλέσει Τούρκοι κουρσάροι στο νησί.75 Όμως οι Τούρκοι δεν είχαν το μονοπώλιο τής πειρατείας και δύο βδομάδες αργότερα η Γερουσία μάθαινε από τον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου στην Αδριατική, ότι δυτικοί κουρσάροι, Γάλλοι όπως γινόταν αντιληπτό, είχαν συλλάβει δύο πλοία από τον Χάνδακα στο λιμάνι τής Νάξου. Τα πλοία ήσαν φορτωμένα με κρασιά για την Ισταμπούλ. Οι Γάλλοι κουρσάροι τα έστειλαν στη Ρόδο με όλο το φορτίο τους, ισχυριζόμενοι ότι είχαν παπική εξουσιοδότηση και την υποστήριξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων (οι οποίες σχεδίαζαν σταυροφορία) να συλλαμβάνουν όλα τα πλοία που μετέφεραν τρόφιμα σε λιμάνια απίστων. Η αναφορά προκάλεσε κάτι περισσότερο από ταραχή στην ενετική κυβέρνηση, τής οποίας οι Κρητικοί υπήκοοι είχαν εκτεταμένο εμπόριο με τούς μουσουλμάνους.76

Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, όταν φαινόταν τουλάχιστον πιθανό ότι ο Φραγκίσκος Α’ θα εκλεγόταν αυτοκράτορας (ή μάλλον βασιλιάς των Ρωμαίων), ο αντίπαλός του Κάρολος βρισκόταν σε επαφή με τον σουλτάνο Σελήμ, που διατηρούσε τότε την αυλή του στην Αδριανούπολη. Αν και ο Σελήμ αύξησε τον φόρο εισαγωγών για αγαθά τής Ραγούσας από δύο σε πέντε τοις εκατό,77 ακολουθούσε φιλική πολιτική απέναντι στα δυτικά κράτη, γνωρίζοντας πολύ καλά τις προσπάθειες τού Λέοντα Ι’ να οργανώσει σταυροφορία, καθώς και την ύπαρξη των τεσσάρων παπικών λεγατινών αποστολών στη Γερμανία και την Ισπανία, στην Αγγλία και τη Γαλλία. Ενετικές επιστολές από την Αδριανούπολη καταγράφουν την άφιξη Ισπανού πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη, για να εξασφαλίσει επιβεβαίωση των προνομίων τής Εκκλησίας τού Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, αλλά και των δικαιωμάτων των χριστιανών προσκυνητών που επισκέπτονταν τούς Αγίους Τόπους. Για την αναγνώριση τέτοιων δικαιωμάτων και προνομίων οι Μαμελούκοι σουλτάνοι εισέπρατταν ετήσιο φόρο υποτέλειας, ενώ υπήρχε η ελπίδα ότι και ο Σελήμ θα δεχόταν να επιδείξει την ίδια ανοχή. Ο σουλτάνος υποδέχθηκε ευγενικά τον Ισπανό απεσταλμένο, τού έδωσε χρυσό καφτάνι και 5.000 άσπρα και υποσχέθηκε να εγκρίνει τα αιτήματα τού Καρόλου, αν ο τελευταίος τού έστελνε άλλον απεσταλμένο, με πλήρη εξουσιοδότηση να συνάψει ειδική συνθήκη μεταξύ Ισπανίας και Πύλης.78 Αναφερόμενος σε αυτή τη διπλωματική ανταλλαγή ο Σαρριέρ αναφέρει ότι ο Κάρολος «φαινόταν να προσεγγίζει την Τουρκία σε περίπτωση που θα εκλεγόταν ο αντίπαλός του»,79 ενώ αυτό είναι αρκετά κατανοητό, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή γεγονότα που θα δικαιολογούσαν για το τι θα έκανε πραγματικά ο Κάρολος αν δεν εκλεγόταν αυτοκράτορας. Αυτό δείχνει μάλλον σαφέστερο για τον ιστορικό, που ξανακοιτάζει προς τα πίσω τη σκηνή, απ’ όσο έδειχνε για τούς ανθρώπους τής εποχής, ότι η ανύψωση τού Καρόλου στο υπέρτατο κοσμικό αξίωμα τής χριστιανοσύνης μπορούσε να προβλεφθεί με εξίσου μεγάλη βεβαιότητα, όπως οι περισσότερες εκδηλώσεις στην ανθρώπινη εμπειρία.

Η γερμανική κοινή γνώμη δεν θα ανεχόταν Γάλλο αυτοκράτορα. Υπήρχαν πολλοί που ήθελαν να προσπεράσουν και τον Φραγκίσκο και τον Κάρολο, για να διατηρήσουν καλύτερη ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο Λέων Ι’ ήταν ένας από αυτούς.80 Θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε εκλεγεί ο εκλέκτορας Φρειδερίκος τής Σαξωνίας, αλλά όταν αυτός ανακοίνωσε τον Κάρολο ως προτίμησή του, το ζήτημα μπήκε σε αμφιβολία. Το ένα μετά το άλλο τα μέλη τού εκλεκτορικού σώματος τοποθετούνταν υπέρ τού Καρόλου και στις 28 Ιουνίου 1519 αυτός εκλέχτηκε βασιλιάς των Ρωμαίων, χωρίς διαμαρτυρία ή διαφωνούσα ψήφο.81 Ο Φραγκίσκος Α’ γρήγορα δυσαρεστήθηκε με τον Λέοντα Ι’, τον οποίο οι περιστάσεις είχαν αναγκάσει να παραμερίσει την αντίθεσή του προς την εκλογή τού Καρόλου. Η γαλλική αυλή έχανε όλο τον προσποιητό ενθουσιασμό της για τη σταυροφορία. Ο αυτοκρατορικός (ή μάλλον βασιλικός) τίτλος καθώς και η θέση των απειλούμενων δουκάτων των Αψβούργων, τής Αυστρίας, τής Στυρίας, τής Καρινθίας και τής Καρνιόλα, καθώς και τής κομητείας τού Τιρόλο, έκαναν τώρα τον Κάρολο Ε’ φυσικό υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης απέναντι στους Τούρκους.82

Ο Κάρολος ήταν επίσης ευάλωτος σε τουρκική επίθεση στη νότια Ιταλία και Σικελία. Εκτός από μια μικρού μήκους ακτογραμμή στη Μεσόγειο, ο Φραγκίσκος ήταν καλά προστατευμένος από τέτοια επίθεση, αν και ήταν πια εγκλωβισμένος από όλες τις πλευρές είτε από εδάφη ή από διεκδικήσεις τού νέου αυτοκράτορα, γιατί ο Κάρολος δεν είχε διάθεση να αποδεχτεί τη συνεχιζόμενη κατοχή τού δουκάτου τής Βουργουνδίας από τον Φραγκίσκο, το οποίο ο Λουδοβίκος ΙΑ’ είχε προσθέσει στη γαλλική επικράτεια. Αιτίες για σύγκρουση μεταξύ των δύο νεαρών ηγεμόνων υπήρχαν παντού. Ο Κάρολος κατείχε τη Νάπολη, αλλά ο Φραγκίσκος δεν μπορούσε να ξεχάσει την παλιά Ανδεγαυή διεκδίκηση των Δύο Σικελιών. Ο Φραγκίσκος είχε πάρει το Μιλάνο με τη δύναμη των όπλων, αλλά το Μιλάνο ήταν αυτοκρατορικό φέουδο και χωρίς ανάθεση από τον αυτοκράτορα (την οποία ο Μαξιμιλιανός είχε φυσικά παρακρατήσει και ο Κάρολος δεν θα χορηγούσε ποτέ) το κατείχε ως πράξη βίαιου σφετερισμού, τουλάχιστον στα μάτια τού Καρόλου. Μακροχρόνιες διαφορές είχαν κληρονομηθεί στο Αρτουά και στην Φλάνδρα. Ο παππούς τού Καρόλου, ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας, είχε διώξει την οικογένεια των ντ’ Αλμπρέ από το βασίλειο τής Ναβάρρας, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ενώ οι Γάλλοι ήσαν αποφασισμένοι να τούς παλινορθώσουν. Όπως η πόλωση εχθροπραξιών μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης ή μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας είχαν οδηγήσει σε πόλεμο, έτσι ήταν εξίσου βέβαιο ότι και η Γαλλία οδηγούνταν σε σύγκρουση με την Ισπανία.

Όταν ο σουλτάνος Σελήμ Α’ πέθανε τα ξημερώματα στις 22 Σεπτεμβρίου 1520,83 ξεθώριασαν τα ευρωπαϊκά σχέδια για σταυροφορία. Ο Λέων Ι’ έμαθε την είδηση στα τέλη Οκτωβρίου από πηγές τής Ραγούσας καθώς και από ενετικές πηγές. Ανακουφίστηκε πολύ, ευχαρίστησε τον Θεό για τον θάνατο τού σουλτάνου, ενώ τώρα προσέβλεπε στην ειρήνη στα απειλούμενα ανατολικά μέτωπα.84 Υπήρχε ευρέως η άποψη ότι ο Σουλεϊμάν, ο διάδοχος τού Σελήμ, ήταν φιλειρηνικός νεαρός άνδρας, από τον οποίο η χριστιανοσύνη δεν θα είχε τίποτε να φοβηθεί.85 Τώρα ο Κάρολος Ε’ και ο Φραγκίσκος Α’ θεωρούσαν ο ένας τον άλλο ως κύριο εχθρό τους, όχι τον Τούρκο, ενώ καθένας τους επιδίωκε την υποστήριξη τού Ερρίκου Η’ και τού Λέοντος Ι’.

Μολονότι ο Ερρίκος συναντήθηκε με τον Φραγκίσκο φιλικά, ακόμη και διαχυτικά, στο Πεδίο τού Χρυσού Υφάσματος (Le Camp du Drap d’ Or) τον Ιούνιο τού 1520,86 όμως πήγε στη Γκραβλίν τον Ιούλιο για να καταλήξει σε συμφωνία με τον Κάρολο.87 Για λόγους τούς οποίους ο καγκελλάριος Ντυπρά είχε προβλέψει στο υπόμνημά του για την αυτοκρατορική εκλογή, δηλαδή ότι η παπική πολιτική επιδίωκε από καιρό τη διατήρηση τής Νάπολης και τής Σικελίας μακριά από τα χέρια τού Γερμανού αυτοκράτορα, ο Φραγκίσκος φαινόταν να πιστεύει ότι μπορούσε να βασίζεται στον Λέοντα Ι’, αλλά ο τελευταίος χρειαζόταν τώρα τη βοήθεια τού Καρόλου για να καταστείλει τη λουθηρανική εξέγερση στη Γερμανία, καθώς και για να ανακτήσει την Πάρμα και την Πιατσέντσα, από τις οποίες είχε υποχρεωθεί να παραιτηθεί. Μάλιστα οι λουθηρανικές υποθέσεις ανταγωνίζονταν ήδη τον τουρκικό κίνδυνο ως μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες τής παπικής κούρτης.88

Αν και ο Λέων προτιμούσε γενικά τις απολαύσεις τού κυνηγιού από τις ανησυχίες τού αξιώματός του,89 βιαζόταν να στείλει στον Ρόδιο μεγάλο μάγιστρο ντελ Καρρέττο δύο γαλέρες και χίλιους άνδρες, καθώς και να γράψει κι άλλες σταυροφορικές εκκλήσεις προς τούς χριστιανούς βασιλείς.90 Όμως ανέπνευσε πολύ πιο ελεύθερα όταν εξαφανίστηκε η τουρκική απειλή για τη Ρόδο με τη διάλυση τής τουρκικής αρμάδας.91

Η αντιπαράταξη ισπανικών και τουρκικών σκαφών στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα σε ύδατα τής Σικελίας, βοηθούσε να προβάλλεται ο νεαρός αυτοκράτορας Κάρολος στον ρόλο σταυροφόρου, κατάσταση η οποία έφερνε αναπόφευκτα τον Λέοντα Ι’ πιο κοντά σε αυτόν. Η επίμονη άρνηση των Ενετών να συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε από τα σταυροφορικά σχέδια τού Λέοντα είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια για τη Βενετία. Οι πολιτικοί στη λιμνοθάλασσα ήσαν αποφασισμένοι να μην παρασυρθούν σε εχθροπραξίες με τον Σουλεϊμάν. Για παράδειγμα στις 22 Αυγούστου 1520 είχε διαβαστεί στη Γερουσία μια επιστολή τής 8ης Ιουλίου από τον Τομμάζο Κονταρίνι, τον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ. Ο Κονταρίνι ανέφερε ότι ο έμπιστος υπουργός τού σουλτάνου, ο Πέρι πασάς, τον είχε ρωτήσει τι θα έκαναν οι Ενετοί, αν ο τουρκικός και ο ισπανικός στόλος βρίσκονταν αντιμέτωποι στη θάλασσα. Ποια πλευρά θα βοηθούσε η Βενετία; Ο βαΐλος απάντησε ότι δεν πίστευε ότι οι συμπατριώτες του θα πρόβαλλαν οποιοδήποτε εμπόδιο στις τουρκικές επιχειρήσεις, επειδή η Δημοκρατία επιθυμούσε να διατηρήσει την ειρήνη που είχε κάνει με την τουρκική κυβέρνηση. Ο Πέρι πασάς ικανοποιήθηκε με την απάντηση και διαβεβαίωσε τον βαΐλο για την αγάπη τού σουλτάνου για τη Βενετία και για την επιθυμία του να αντιμετωπίζονται καλά οι Ενετοί έμποροι στην επικράτειά του.92 Η Ενετική Γερουσία δεν μπορούσε να τη θεωρεί παρά ως καλή είδηση.

Είχε φτάσει μια από εκείνες τις περιόδους (δεν θα διαρκούσε πολύ), που τα συμφέροντα τού πάπα και τού αυτοκράτορα φαίνονταν να ταυτίζονται. Έγινε συμφωνία μεταξύ τους, με την οποία οι Γάλλοι θα διώχνονταν από το Μιλάνο, ενώ η Πάρμα και η Πιατσέντσα θα επιστρέφονταν στον παπισμό.93 Οι ανατολικές υποθέσεις είχαν σχεδόν ξεχαστεί. Ο πόλεμος κηρύχτηκε επισήμως την 1η Αυγούστου 1521 και έτσι δεν υπήρχε λόγος για έκπληξη, όταν στις 4 Σεπτεμβρίου ο Λέων Ι’ αντιμετώπιζε τον Φραγκίσκο Α’ με περιφρόνηση και επικριτική διάθεση, σε βούλλα που ετοιμάστηκε «για τη μελλοντική μνήμη» (ad futuram rei memoriam), για τη συλλογή φόρων δεκάτης από τα έσοδα όλων των εκκλησιών, μοναστηριών και άλλων επιδομάτων σε όλο το βασίλειο τής Γαλλίας, που είχαν ανατεθεί στον Φραγκίσκο αποκλειστικά για τις ανάγκες τής σταυροφορίας εναντίον των κτηνωδών Τούρκων (ενώ ο ίδιος είχε δεσμευτεί ενόρκως να μη τα χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό) και τα οποία εγωιστικά και ασεβώς είχε διοχετεύσει σε δικούς του σκοπούς.94

Οι χριστιανικές τύχες στην Ανατολική Μεσόγειο συχνά καθορίζονταν από εξελίξεις στη Δύση. Κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ μπλέχτηκε με την εξέγερση των Καστιλλιάνων συμπολιτών του, των Κομουνέρος, οι οποίοι διακήρυσσαν ότι αγωνίζονταν για το «[κοινοβούλιο τού] Σαντιάγκο [ντε Κομποστέλα] και την Ελευθερία» (Santiago y Libertad, 1520-1521). Ο Φραγκίσκος υποστήριζε τον Ρομπέρ ντε λα Μαρκ, δούκα τής Μπουγιόν και άρχοντα τού Σεντάν, ο οποίος εισέβαλε στα βελγικά εδάφη τού αυτοκράτορα και πολιόρκησε την Βερτόν στο Λουξεμβούργο. Ο Γάλλος διοικητής λ’ Εσπάρ, αδελφός τού στρατάρχη Λωτρέκ, εισέβαλε στη Ναβάρρα και παλινόρθωσε τον Ανρί ντ’ Αλμπρέ στον θρόνο στην Παμπλόνα, ύστερα από πολιορκία κατά την οποία ο Ιγνάτιος Λογιόλα απέκτησε το τραύμα που άλλαξε τη ζωή του και το θρησκευτικό μέλλον τής Ευρώπης.95

Οι δραστηριότητες τού Φραγκίσκου Α’ αποτελούσαν κατάφωρη παραβίαση τής συνθήκης τού Λονδίνου, την οποία είχε προωθήσει ο ίδιος τότε που είχε αυτοκρατορικές φιλοδοξίες. Οι επιθέσεις και των δύο Ρομπέρ, τού ντε λα Μαρκ και τού λ’ Εσπάρ, είχαν έρθει ενώ ο Κάρολος Ε’ βρισκόταν στη δίαιτα τής Βορμς,96 όπως διαμαρτυρόταν ο αυτοκράτορας σε επιστολή του προς τη Σινιορία τής Βενετίας στις 9 Ιουνίου 1522, καταγγέλλοντας την παραβίαση τής συνθήκης από τον Φραγκίσκο και ζητώντας την άμεση παρέμβαση τής Αγγλίας και τής Βενετίας ως συμβαλλομένων μερών τής συνθήκης και εγγυητριών των όρων της. Λεγόταν ότι ο Ερρίκος Η’ ήταν έτοιμος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του βάσει τής συνθήκης, ενώ ο Κάρολος προειδοποιούσε για γαλλικές φιλοδοξίες στην Ιταλία.97 Αλλά η Βενετία ήταν τότε σύμμαχος τής Γαλλίας και, μετά την ένωση τού Καμπραί, μπορούσε κάλλιστα να αναμένεται ότι θα έπαιρνε υπόψη τα δικά της συμφέροντα (όπως έκανε πάντοτε έτσι κι αλλιώς), αντί να τηρεί το γράμμα μιας συνθήκης, την οποία ο Λέων Ι’ είχε ο ίδιος χαρακτηρίσει ως χιμαιρική.

Οι Γάλλοι ηττήθηκαν στις 30 Ιουνίου 1521 στο Εσκιρόζ κοντά στην Παμπλόνα και οι δυνάμεις τού Καρόλου εύκολα ανέκτησαν «την πόλη τής Παμπλόνα και ολόκληρο το βασίλειο τής Ναβάρρας» (la cite de Pampelune et tout le royaume de Navarre).98 Στην Ιταλία ο Φραγκίσκος Α’ κατείχε ακόμη το μεγάλο δουκάτο τού Μιλάνου και βρισκόταν φυσικά σε συμμαχία με τη Βενετία. Αλλά ο πόλεμος δεν μπορούσε να περιοριστεί σε περιοχές επιλογής τού Φραγκίσκου και στις 19 Νοεμβρίου 1521 ο γέρος Πρόσπερο Κολόννα, ο οποίος στη συνέχεια υπηρέτησε ως διοικητής των συνδυασμένων αυτοκρατορικών και παπικών στρατευμάτων, έδιωξε τον αντιδημοφιλή Λωτρέκ από το Μιλάνο, όταν οι περισσότεροι από τούς Ελβετούς μισθοφόρους τού τελευταίου είχαν λιποτακτήσει, κατά τη διάρκεια των ψυχρών και βροχερών εβδομάδων μάταιων ελιγμών, που είχαν προηγηθεί τής επίθεσης τού Κολόννα.99 Αν οι μάχες κατά μήκος των Πυρηναίων και τής ολλανδικής μεθορίου ήσαν δευτερεύουσας σημασίας, ο πόλεμος στην Ιταλία αποτελούσε μείζονα αντιπαράθεση. Όταν εκδιώχτηκαν οι Γάλλοι από το Μιλάνο, η πόλη και το δουκάτο επιστράφηκαν στον (δεύτερο) γιο τού Λοντοβίκο ιλ Μόρο, τον Φραντσέσκο, ο οποίος αναγνώρισε δεόντως την επικυριαρχία τού αυτοκράτορα. Παπικά στρατεύματα ανέλαβαν την Πάρμα και την Πιατσέντσα.100 Οι οπαδοί των Μεδίκων μπορούσαν να χαίρονται, αλλά όχι για πολύ.

Την Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 1521 ο πάπας Λέων Ι’ πέθανε απροσδόκητα, γιορτάζοντας τα νέα τής επιτυχίας τού Κολόννα στο Μιλάνο. Ο Πάριντε Γκράσσι λέει ότι πέθανε από πνευμονία (ex catarrho superfluo), ενώ προσθέτει ότι υπήρχαν φήμες για δηλητήριο (licet aliqui dixerint ex veneno).101 Έσπασαν τη μολύβδινη σφραγίδα τού πάπα και το δαχτυλίδι τού αλιέα, σύμφωνα με το έθιμο, παρουσία των εικοσιεννέα μελών τού Ιερού Κολλέγιου που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη. Η πρώτη επικήδεια τελετή τού Λέοντος έγινε την επόμενη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου, στην Καπέλλα Σιξτίνα, έτσι ώστε οι καρδινάλιοι να γλυτώσουν από τις ταλαιπωρίες μια κρύας ημέρας. Όντας μεγάλος σπάταλος, ο πάπας είχε τσιγγούνικη κηδεία. Είχε εξαντλήσει το παπικό ταμείο, ενώ όσα δεν είχε ξοδέψει ο ίδιος, είχαν καταφέρει να τα κλέψουν οι αξιωματούχοι τής κούρτης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, «γιατί αυτοί, όπως όλοι οι αξιωματούχοι» (nam quasi omnes officiales isti), λέει ο Πάριντε Γκράσσι, «ήσαν προθυμότατοι Φλωρεντινοί έμποροι!» (fuerunt mercatores Florentini acutissimi!). Καθώς ο Λέων κειτόταν εκείνη την ημέρα στη σκοτεινή σιωπή τού θανάτου, ούτε ιερείς, ούτε μοναχοί έψαλλαν ειδικές λειτουργίες, ούτε δίνονταν ελεημοσύνες για την ψυχή τού νεκρού ποντίφηκα. Δεν υπήρχαν χρήματα για τούς σκοπούς αυτούς. Ο Πάριντε Γκράσσι, ο οποίος είχε παραιτηθεί από το αξίωμα τού τελετάρχη «ως κουρασμένος και γέρος» (quasi fessus et senex), συγκλονίστηκε από την αμέλεια και την αταξία. Όμως ύστερα από την πρώτη μέρα οι καρδινάλιοι τού φόρτωσαν το βάρος των υπολοίπων τελετών. Η Σιξτίνα και το παρεκκλήσι τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι ετοιμάστηκαν για νέο κογκλάβιο εν μέσω τής συνηθισμένης γκρίνιας. Μερικοί καρδινάλιοι διαμαρτύρονταν για τον υπερβολικό ζήλο τού Πάριντε Γκράσσι, ενώ ο Ενετός πρεσβευτής παραπονιόταν ότι οι δρόμοι προς Ρώμη ήσαν ανασφαλείς.102 Μάλιστα ολόκληρη η Ιταλία ήταν ανασφαλής, γιατί η νίκη τού Κολόννα δεν υπήρξε αποφασιστική και γρήγορα ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες. Επιπλέον η άνοδος τού Λουθηρανισμού θα βύθιζε σύντομα την Ευρώπη σε αναταραχή, η οποία θα εισήγαγε νέες περιπλοκές στη διεξαγωγή τού πολέμου και τής διπλωματίας. Το μέλλον των ιταλικών κρατών ήταν συνδεδεμένο με εκείνο τού παπισμού. Οι ηγεμόνες των γερμανικών κρατών θα καθόριζαν το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Μετά την εκλογή τού Καρόλου ήταν σαφές σε διορατικά μέλη τής παπικής κούρτης ότι στο εξής, για αρκετό ακόμη καιρό, η αντίθεση προς τον Τούρκο θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τούς στρατιωτικούς πόρους τού Αψβούργων και την πνευματική επιρροή τής Αγίας Έδρας. Παρέμενε λοιπόν να φανεί, αν οι Αψβούργοι και η Αγία Έδρα θα εργάζονταν από κοινού και αν θα στέκονταν στο ύψος των απαιτήσεων που βρίσκονταν ακριβώς μπροστά τους.

<-4. Ο Λέων Ι’, η Σύνοδος τού Λατερανού και η οθωμανική κατάκτηση τής Αιγύπτου (1513-1517) 6. Ο Αδριανός ΣΤ’, η πτώση τής Ρόδου και η ανανέωση τού πολέμου στην Ιταλία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top