10. Ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α’ και η αντίθεση των Αψβούργων προς τούς Τούρκους (1530-1534)

<-9. Πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης (1528-1529) 11. Ο Παύλος Γ’, οι Λουθηρανοί, η Βενετία και οι Τούρκοι (1534-1540)->

10
Ο Κλήμης Ζ’, ο Φραγκίσκος Α’ και η αντίθεση των Αψβούργων προς τούς Τούρκους (1530-1534)

Image Image

Ερχόμενη μετά τις συνθήκες τής Βαρκελώνης και τού Καμπραί (στα τέλη Ιουνίου και στις αρχές Αυγούστου 1529), η στέψη στη Μπολώνια στις 24 Φεβρουαρίου (1530) —τα τριακοστά γενέθλια τού Καρόλου, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, και η πέμπτη επέτειος τής Παβίας— αποτελούσε αξέχαστη περίπτωση στα χρονικά τόσο τής αυτοκρατορίας όσο και τής Αγίας Έδρας. Κανένας δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι θα ήταν η τελευταία φορά που ένας αυτοκράτορας θα παραλάμβανε το στέμμα του παρουσία τού πάπα (μέχρι το 1804, όταν ο Πίος Ζ’ θα προέδρευε τής τελετής στέψης τού Ναπολέοντα). Φαινόταν να υπάρχει νέα αρμονία μεταξύ πάπα και αυτοκράτορα, γιατί ο Κλήμης Ζ’ και ο Κάρολος ήσαν ενωμένοι στην αντίθεσή τους προς τούς Τούρκους και τούς Λουθηρανούς. Ο Κλήμης χρειαζόταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα για να επαναποκτήσει τον έλεγχο τής Φλωρεντίας. Βασιζόταν επίσης στον Κάρολο για την αναγνώριση τού δικαίου των παπικών αξιώσεων επί τής Μόντενα, τού Ρέτζιο και τής Ρουμπιέρα, αν και εδώ ο Κάρολος θα τον απογοήτευε και θα έπαιρνε πολιτικά παρακινημένη απόφαση υπέρ τού Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας.

Μάλιστα το πρωί τής 4ης Μαΐου 1531 ο πρέσβης τής Φερράρας στη Βενετία, ο Τζάκομο Τεμπάλντεο, εμφανίστηκε ενώπιον τού Κολλέγιου με επιστολή από τον Αλφόνσο. Ο Κάρολος είχε επιβεβαιώσει την κατοχή τού δουκάτου τής Φερράρας από τον κύριό του, σε συμφωνία με τη βούλλα τού Αδριανού ΣΤ’ για άφεση αμαρτιών, αποκαθιστώντας τούς Έστε στο δουκάτο (τον Νοέμβριο τού 1522). Ο Αλφόνσο έπρεπε να πληρώνει στην Αγία Έδρα ετήσιο ενοίκιο 7.000 δουκάτων. Όσο απογοητευτικό κι αν ήταν αυτό για τον Κλήμεντα, δεν ήταν απρόσμενο, αλλά ο Τεμπάλντεο συνέχιζε, εξηγώντας ότι ο Κάρολος είχε επίσης αποφασίσει, «ότι οι εν λόγω δούκας έπρεπε να έχει κυριαρχία επί τής Μόντενα, τού Ρέτζιο και τής Ρουμπιέρα με τις εξαρτήσεις τους και έπρεπε να δώσει στον πάπα εντός ενός έτους 100.000 δουκάτα», τα οποία θα καταβάλλονταν σε δύο δόσεις. Ο Κάρολος είχε πάρει και είχε καταγράψει αυτή την απόφαση στην Κολωνία στις 21 Δεκεμβρίου (1530). Τέσσερις μήνες αργότερα (στις 21 Απριλίου) η απόφαση αυτή «ανοίχτηκε, διαβάστηκε και δημοσιεύτηκε» στη Γάνδη, όταν ο Κάρολος είχε επιστρέψει στην Ολλανδία.1

Ο Κλήμης και ο Κάρολος έτρεφαν και οι δύο έντονη δυσαρέσκεια κατά των Ενετών, των πρώην συμμάχων τού πάπα και πρώην εχθρών τού αυτοκράτορα. Οι Τούρκοι είχαν αποτραβηχτεί από τη Βιέννη, έχοντας αποτύχει να καταλάβουν την πόλη. Η Σινιορία λυπόταν για την τουρκική αποτυχία σχεδόν όσο και ο σουλτάνος. Ο Κάρολος και ο Φερδινάνδος φαίνονταν έτοιμοι για την ερήμωση τής ενετικής επικράτειας, και «μεγάλη καταστροφή» (grave ruina) ήταν η εκτίμηση τής Γερουσίας για την κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει τότε η Δημοκρατία. Ύστερα από παπική και αυτοκρατορική επιμονή οι Ενετοί συμφώνησαν τελικά να επιστρέψουν στον πάπα τη Ραβέννα και την Τσέρβια και να παραδώσουν στον θριαμβευτή αυτοκράτορα τα εδάφη που είχαν αποκτήσει στην Απουλία. Ο γιος τού δόγη, ο Λοντοβίκο Γκρίττι, θα έδινε τις απαραίτητες εξηγήσεις στην Ισταμπούλ.2

Στην Ισταμπούλ η στέψη τού Καρόλου κάθε άλλο παρά δημοφιλής ήταν. Στις 8 Μαΐου 1531 ο Τζιοβάννι Αντόνιο Βενιέρ, ο Ενετός πρεσβευτής στη γαλλική αυλή, έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ότι πριν τέσσερις ημέρες είχε γίνει δεκτός από τον βασιλιά Φραγκίσκο, οπότε ο βασιλιάς τού είχε πει ότι έπαιρνε νέα από την Ισταμπούλ από τον απεσταλμένο τού Ιωάννη Ζαπόλυα, κατά πάσα πιθανότητα από τον Τζερόμ Λάσκι. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν αύξανε τις δυνάμεις του,

και [ο απεσταλμένος] πληροφορεί επίσης εμένα [τον Φραγκίσκο] ότι ενδεχομένως φέτος ο Τούρκος θα κάνει κάποια ναυτική εκστρατεία … και θα ερημώσει την Απουλία, φτάνοντας ίσως μέχρι τη Ρώμη, γιατί σύμφωνα με αυτόν τον πληροφοριοδότη μου ο σουλτάνος Σουλεϊμάν λέει πάντοτε «στη Ρώμη! στη Ρώμη!» και απεχθάνεται τον αυτοκράτορα και τον τίτλο τού Καίσαρα που έχει αυτός, ζητώντας να αποκαλείται Καίσαρας ο ίδιος ο Τούρκος (facendosi lui Turco appellar Cesare).

Ο Φραγκίσκος δήλωνε επίσης,

δεν πιστεύω ότι αυτός [ο Σουλεϊμάν] θα βαδίσει προς τη Γερμανία, γιατί αφού ο αυτοκράτορας δεν βαδίζει με ένοπλη δύναμη εναντίον των Λουθηρανών, οι εν λόγω Λουθηρανοί δεν θα έχουν κανένα λόγο να δείξουν εύνοια προς τούς Τούρκους, αλλά θα υπερασπιστούν μάλλον τη Γερμανία … και έτσι είμαι τής άποψης ότι θα προτιμήσει να επιτεθεί στη Ρώμη, τη Σικελία, ή σε κάποιο άλλο μέρος τής Ιταλίας…3

Οι Τούρκοι συνέχιζαν να παρενοχλούν τις δυνάμεις των Αψβούργων κατά μήκος τού ανατολικού μετώπου, ενώ μουσουλμάνοι κουρσάροι δραστηριοποιούνταν στη δυτική Μεσόγειο κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και τού φθινοπώρου τού 1530. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα είχε αποπλεύσει από το Αλγέρι (al Zer) τον Αύγουστο για να επιτεθεί στην ισπανική ακτή, «για να κάνει ζημιά στη Γρανάδα, στο βασίλειο τής Βαλένθιας και τής Καταλωνίας» (per far danni verso Granata, regno di Valenza et Catalogna).4 Έκανε το Αλγέρι λιμενική του βάση. Οι δυνάμεις του, που αποτελούνταν από Τούρκους και χριστιανούς αποστάτες, λεγόταν ότι αριθμούσαν δύο χιλιάδες άνδρες. Τον Οκτώβριο (1530) ο Μπαρμπαρόσσα είχε στείλει στην Ισταμπούλ, ως δώρο για τον Μεγάλο Τούρκο, σαράντα αγόρια, τρία λιοντάρια και δύο λεοπαρδάλεις. Η φήμη του στην Υψηλή Πύλη ήταν μεγάλη, αλλά ήταν αντιδημοφιλής στο Αλγέρι, «επειδή ήταν πολύ τυραννικός και ευέξαπτος» (per esser molto tyranno e colerico). Τέτοιες ήσαν οι αναφορές που συλλέγονταν από χριστιανούς αιχμαλώτους. Όμως οι Τούρκοι έδιναν μεγαλύτερη εκτίμηση για τις δυνάμεις τού Μπαρμπαρόσσα, δηλώνοντας ότι κατείχε ή είχε υπό τις εντολές του εξήντα περίπου πλοία, που συμπεριλάμβαναν γαλέρες και φούστες, καθώς και ότι είχε υπό τις διαταγές του στο Αλγέρι περισσότερους από επτά χιλιάδες Τούρκους. Ο Μεγάλος Τούρκος σκόπευε να αυξήσει την ένοπλη δύναμή του στη Μεσόγειο και είχε καλέσει στην Πύλη «τον Εβραίο», τον τρομερό σύντροφο τού Μπαρμπαρόσσα στην πειρατεία. Μια άλλη αναφορά, προφανώς ανακριβής, μιλούσε για εξήντα εξοπλισμένες γαλέρες, έτοιμες να φύγουν από τα αγκυροβόλιά τους στην Ισταμπούλ και να περάσουν από τα Δαρδανέλλια προς τη Μεθώνη.5

Τα πράγματα ήσαν αρκετά άσχημα, όπως ήσαν. Οι χριστιανοί δεν χρειάζονταν περισσότερους Τούρκους στη θάλασσα. Ο Αντόνιο Σουριάν, ο Ενετός πρεσβευτής στην παπική κούρτη, έγραφε στη Σινιορία (στις 14 Απριλίου 1531) ότι υπήρχε η «μεγαλύτερη έλλειψη» σταριού και κρασιού στη Ρώμη, επειδή οι φούστες τού Μπαρμπαρόσσα βρίσκονταν στα ανοιχτά και δεν επέτρεπαν να εκφορτωθούν τρόφιμα (στην Όστια).6 Ο Κλήμης αναζητούσε κεφάλαια για να βοηθήσει την προώθηση σταυροφορίας, επειδή (έλεγε) ο Τούρκος ήταν υποχρεωμένος να κάνει κάποια μέρα κι άλλη κίνηση εναντίον τής χριστιανοσύνης.7

Οι Αψβούργοι επαγρυπνούσαν συνεχώς στην περιοχή τής Μεσογείου, καθώς και κατά μήκος τής μεθορίου τής Ουγγαρίας. Πρόσεχαν επίσης τούς Ενετούς και όχι μόνο στο Φριούλι, όπου υπήρχε από καιρό σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τής Σινιορίας και τού οίκου τής Αυστρίας. Την άνοιξη τού 1531 ο Νικκολό Τιέπολο, ο Ενετός πρεσβευτής στην αυτοκρατορική αυλή, ρώτησε προφανώς τον Κάρολο Ε’ για τη δυνατότητα χορήγησης αυτοκρατορικής άδειας ασφαλούς διέλευσης σε ορισμένες γαλέρες στην ακτή τής Μπαρμπαριάς. Ο Κάρολος αρνήθηκε, «λέγοντας ότι οι γαλέρες μεταφέρουν Μαυριτανούς και Εβραίους, οι οποίοι είναι εχθροί του και [πηγαινο] έρχονται ως κατάσκοποι».8

Ο Κάρολος εύρισκε τούς Γάλλους σχεδόν τόσο δύσκολους στην αντιμετώπιση όσο και τούς Τούρκους, ενώ μέχρι τη λυπημένη προσχώρηση τού Φραγκίσκου Α’ στη συνθήκη τού Καμπραί οι Ενετοί ήσαν σύμμαχοι των Γάλλων. Η Βενετία δεν ήταν πια αρκετά ισχυρή, ώστε να προχωρήσει μόνη της. Χρειαζόταν φίλους και συμμάχους. Η Σινιορία ήταν πάντοτε ιδιαίτερα προσεκτική όταν προέκυπτε το ζήτημα των Τούρκων, οι οποίοι μπορούσαν να διακόψουν το ενετικό εμπόριο στα νερά τής Ανατολικής Μεσογείου. Όμως παραδόξως, κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, το εμπόριο φαινόταν να φέρνει τούς Τούρκους και τούς Ενετούς κοντά. Οι δύο πλευρές είχαν κοινό πρόβλημα την ακραία ανησυχία που προκαλούσαν και στις δύο οι Πορτογάλοι. Οι Τούρκοι έχαναν τα αιγυπτιακά έσοδα από το εμπόριο μπαχαρικών, ενώ οι Ενετοί έβλεπαν τις πηγές εφοδιασμού τους να μειώνονται πολύ.

Το εμπόριο που διεξήγαγαν οι Πορτογάλοι με τις (Ανατολικές) Ινδίες, παρά το μακρύ ταξίδι γύρω από το Ακρωτήριο τής Καλής Ελπίδας και πέρα από το νησί τής Μαδαγασκάρης, υπήρξε ιδιαίτερα κερδοφόρο για δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Προς ενόχληση και απογοήτευση των Τούρκων και των Ενετών, οι παράτολμοι Πορτογάλοι έμπαιναν στον Κόλπο τού Άντεν και κατευθύνονταν στο Ορμούζ, στη Γκόα και στην ακτή Μαλαμπάρ τής Ινδίας, στο πλούσιο σε κανέλλα νησί τής Κεϋλάνης (Σρι Λάνκα), στη Σουμάτρα, στη Μαλάκκα επί τού νοτίου άκρου τής χερσονήσου τής Μαλαισίας, καθώς και στο φορτωμένο με μπαχαρικά νησί τής Ιάβας. Φόρτωναν στα πλοία πιπέρι, πιπερόριζα (τζίντζερ), γαρύφαλλο, κάσσια και κανέλα, μοσχοκάρυδο, κάρδαμο, κεχριμπάρι, μαργαριτάρια και διαμάντια. Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1531 αναφερόταν ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν σχεδίαζε να στείλει «170 πλοία με ξυλεία και άλλα πράγματα στην Αλεξάνδρεια, για την κατασκευή στόλου κατά τής Πορτογαλίας λόγω τού εμπορίου με την Ινδία [per le cosse de India]».9

Όταν οι βασιλικοί σύμβουλοι στην Αγγλία παραπονέθηκαν στον Κάρλο Καπέλλο, τον Ενετό πρεσβευτή στον Ερρίκο Η’ ότι οι γαλέρες τής Δημοκρατίας δεν έφερναν πια μπαχαρικά, και όντως, λιγότερες γαλέρες κατευθύνονταν στο νησί, ο Καπέλο υποχρεώθηκε να απαντήσει, «ότι υπάρχει λόγος και το λάθος δεν είναι δικό μας, αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει, και ότι τα μπαχαρικά που έρχονταν στη Βενετία τώρα πηγαίνουν στην Πορτογαλία…».10

Κατά τη διάρκεια των ανήσυχων μηνών και εβδομάδων πριν από την τουρκική εκστρατεία, η οποία οδήγησε στα τείχη τής Βιέννης, οι Αψβούργοι είχαν κατηγορήσει τον Φραγκίσκο ότι «αποθάρρυνε τον Μεγάλο Τούρκο από την ειρήνη με τον Φερδινάνδο». Στις 25 Μαρτίου 1529, ενάμιση μήνα πριν ξεκινήσει ο Σουλεϊμάν από την Ισταμπούλ για την Ουγγαρία και την Αυστρία, ο Φραγκίσκος είχε αρνηθεί σθεναρά την κατηγορία (όπως είδαμε), σε μακροσκελή επιστολή προς τούς Γερμανούς φεουδάρχες που είχαν συγκεντρωθεί στο Σπάγιερ, χαρακτηρίζοντας την κατηγορία και άλλες τέτοιες συκοφαντίες ως «άδικα και ιερόσυλα ψέματα» (iniques et sacrilèges menteries).11 Οι ισχυρισμοί τού ίδιου τού Φραγκίσκου ηχούν ως αλήθεια που λέγεται με ανειλικρινή τρόπο. Στην χωρίς τέλος αντίθεσή του με τούς Αψβούργους καλωσόριζε τη βοήθεια των Τούρκων σχεδόν όσο και εκείνη των Γερμανών ηγεμόνων. Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος Ε’ μιλούσε πολύ για την «επιχείρηση εναντίον τού Τούρκου» (emprinse contre le Turcq), οι Αψβούργοι επιθυμούσαν έντονα να διαπραγματευτούν ανακωχή ή (ακόμη καλύτερα) ειρήνη με την Πύλη, όπως γνωρίζουμε από τη μακροσκελή επιστολή, που έγραψε ο Κάρολος στον αδελφό του Φερδινάνδο από τη Μπολώνια στις 11 Ιανουαρίου 1530.12

Δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Ιανουαρίου 1532, οι Αψβούργοι συνέχιζαν να καταγγέλλουν τον Φραγκίσκο ως υποστηρικτή των Τούρκων, ενώ μια άλλη τουρκική εκστρατεία φαινόταν σαφώς ότι ετοιμαζόταν και ο Φραγκίσκος αντιδρούσε με σφοδρότητα στην επίμονη κατηγορία που διατυπωνόταν εναντίον του. Είχε μάθει πολύ καλά, όπως ενημέρωνε τον πρεσβευτή του στη Ρώμη Φρανσουά ντε Ντιντεβίλ, επίσκοπο τής Ωξέρ, για τις «μεγάλες προετοιμασίες και εξοπλισμούς που έκανε ο Τούρκος στην Κωνσταντινούπολη, … με πρόθεση να έρθει εναντίον τού αυτοκράτορα και τού αδελφού του στην Ιταλία και την Ουγγαρία…» (groz préparatifz et équippage que le Turc dressoit à Constantinoble, … en intencion de venir contre l’ empereur et son frere en Ytalie et en Honguerie…). Οι πρεσβευτές τού Καρόλου και τού Φερδινάνδου είχαν προσπαθήσει να μετατοπίσουν σε άλλους ηγεμόνες την ευθύνη για την αντιμετώπιση τής τουρκικής πρόκλησης και για την προώθηση τής τουρκικής επιθετικότητας και να κάνουν τον κόσμο να πιστεύει ότι είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τις εχθρικές προθέσεις τού σουλτάνου απέναντι στη χριστιανοσύνη, «που είναι ακριβώς το αντίθετο» (qui est tout le contraire).

Γεγονός ήταν, συνέχιζε ο Φραγκίσκος (στην επιστολή του τής 25ης Ιανουαρίου),

όπως εσείς [Ντιντεβίλ] πολύ σωστά είπατε και υπενθυμίσατε στον Άγιο Πατέρα μας [Κλήμεντα Ζ’] ότι δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν καλύτερο μέσο ή τρόπο για να οδηγήσουν τον εν λόγω Τούρκο εναντίον τής χριστιανοσύνης από αυτόν που έχουν διαλέξει, δηλαδή να έχουν προκαλέσει τον αφορισμό τού βασιλιά Ιωάννη [Ζαπόλυα] τής Ουγγαρίας, ο οποίος ζητούσε απλώς δικαιοσύνη από τον Άγιο Πατέρα μας και τον εν λόγω αυτοκράτορα…

Σε πλήρες εκκλησιαστικό συμβούλιο, χωρίς καμία ακροαματική διαδικασία, ο Ζαπόλυα είχε στερηθεί το βασίλειό του, είχε αφοριστεί και είχε διωχτεί από την Εκκλησία,

πράγμα που αποτελούσε πλήγμα τόσο εξοργιστικό, που κανένας ηγεμόνας κάτω από τον ήλιο δεν θα μπορούσε να ανεχθεί, χωρίς να ζητήσει βοήθεια από οπουδήποτε μπορούσε να τη βρει.

Πολύ δικαιολογημένα ο Ζαπόλυα είχε στραφεί στον Τούρκο. Δικαιολογώντας τον προγονικό του τίτλο «Χριστιανικότατος» (Tres-Chrestien), ο Φραγκίσκος ήταν έτοιμος, έλεγε, να υπερασπιστεί τον πάπα και την Ιταλία εναντίον των Τούρκων, εμφανιζόμενος προσωπικά στη χερσόνησο με πενήντα χιλιάδες πεζούς, τρεις χιλιάδες πάνοπλους άνδρες και όλα τα απαραίτητα κανόνια και πυρομαχικά. Αλλά να κινηθεί εναντίον των Τούρκων και να διευθετήσει τούς καυγάδες άλλων, ιδιαίτερα εκείνων που είχαν οδηγήσει τον τουρκικό κίνδυνο εναντίον τού ίδιου τού εαυτού τους, «δεν πρόκειται ενσυνειδήτως να το κάνω» (je ne suis point délibéré de le faire). Ας χρηματοδοτούσαν την αντίθεση προς τούς Τούρκους από τα τεράστια λύτρα, που είχαν πάρει οι Αψβούργοι για την απελευθέρωση των γιων του. Όσο για την κατηγορία ότι είχε ζητήσει τουρκικές επιθέσεις κατά των Αψβούργων τόσο στην Ιταλία όσο και στην Αυστρία-Ουγγαρία, ο Φραγκίσκος τη θεωρούσε σκανδαλώδη και αδικαιολόγητη επίθεση στην τιμή του και ο Ντιντεβίλ έπρεπε να ενημερώσει κάθε συνάδελφό του πρεσβευτή που ισχυριζόταν κάτι τέτοιο, «ότι ψευδόταν προφανώς» (qu’ il en a menty par la gorge).13

Όμως οι Αψβούργοι πίστευαν ότι ήσαν καλά ενημερωμένοι για τις γαλλικές αποστολές στην Πύλη. Πράγματι, ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ πασάς είχε φροντίσει να ενημερώσει τούς απεσταλμένους τού Φερδινάνδου, τον Γιόζεφ φον Λάμπεργκ και τον Νίκολας Γιούρισιτς, που είχαν έρθει στην Ισταμπούλ (το φθινόπωρο τού 1530) για να επιδιώξουν την ειρήνη και να προλάβουν νέα επίθεση κατά τής Βιέννης, ότι τόσο ο πάπας όσο και ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχαν κάνει έκκληση στους Τούρκους για βοήθεια μετά την καταστροφή τής Ρώμης. Ο πάπας είχε στείλει επιστολή στην Υψηλή Πύλη. Ο Φραγκίσκος Α’ είχε στείλει απεσταλμένο, καθώς και επιστολή, ενώ είχε δωρίσει στον Ιμπραήμ μια πανοπλία (leib harnasch).14 Παρά τη δημόσια αγανάκτησή τους για τις γαλλικές αποστολές στον Βόσπορο, οι Αψβούργοι ανυπομονούσαν και οι ίδιοι να διαπραγματευτούν εκεχειρία με τον σουλτάνο. Στις 3 Απριλίου 1531 ο Κάρολος Ε’ συμβούλευσε τον αδελφό του Φερδινάνδο να προσπαθήσει να καταλήξει σε κάποιου είδους συμφωνία με τον Ζαπόλυα, μικρότερη από τη μόνιμη παραίτηση από τις διεκδικήσεις του επί τής Ουγγαρίας, «δεδομένου ότι δεν θα αποκηρύξει τα δικαιώματα επί τού εν λόγω βασιλείου για πάντα» (pourveu que ne renuncez le droit dudict royaulme a tousiours).15

Μια εκεχειρία με τον Ζαπόλυα θα ήταν το πρώτο βήμα για εκεχειρία με τον σουλτάνο. Παρ’ όλα αυτά, μήνες αργότερα (στις 15 Δεκεμβρίου 1531), ο Τζερόμ Λάσκι, «εκπρόσωπος τού γαληνότατου βασιλιά Ιωάννη [Ζαπόλυα] τής Ουγγαρίας» (agente del serenissimo re Zuanne [Zapolya] de Ηungaria), έγραφε στη Σινιορία τής Βενετίας από το Ίννσμπρουκ ότι ο Ζαπόλυα είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτευχθεί ειρήνη με τον Φερδινάνδο και ότι επειδή όλες οι προσπάθειες αυτού τού είδους είχαν καταλήξει σε αποτυχία, ο Ζαπόλυα έκανε έκκληση (μέσω τού Λάσκι) στον Κάρολο και στους άλλους ηγεμόνες τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.16

Παρά τη δήλωση τού Ιμπραήμ ότι ο Κλήμης Ζ’ είχε στείλει θλιβερή επιστολή στην Υψηλή Πύλη, περιγράφοντας λεπτομερώς «την ανάγκη του» (sein not) για βοήθεια μετά την ερήμωση τής Ρώμης από τα στρατεύματα τού Μπουρμπόν, τόσο ο Κλήμης όσο και η κούρτη παρέμεναν σταθερά στο πλευρό των Αψβούργων στην αντίθεσή τους με τον Ζαπόλυα και στην υπεράσπιση τής Ουγγαρίας εναντίον των Τούρκων. Το ότι η «υπεράσπιση» τής Ουγγαρίας από τούς Αψβούργους δεν ήταν παρά η ένοπλη διεκδίκηση των αξιώσεών τους επί τού «αποστολικού βασιλείου» ήταν ζήτημα χωρίς σημασία για τούς καλούς χριστιανούς, από τούς οποίους (σε αντίθεση με την άποψη τού Λούθηρου) υπήρχαν ακόμη μερικοί στην κούρτη. Ο Κλήμης έκανε ό,τι μπορούσε να γίνει με βούλλες, αφίσες και συγχωροχάρτια, για να βοηθήσει τον Φερδινάνδο στο απειλούμενο ανατολικό μέτωπο.17 Όσο για τον Φραγκίσκο Α’, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρέμενε σε στενή επαφή με τούς Τούρκους (μέσω τού Αντόνιο Ρινκόν), ακόμη και κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τους εναντίον τού Φερδινάνδου το καλοκαίρι τού 1532, στην οποία θα έρθουμε στη συνέχεια. Στο μεταξύ όμως μπορούμε να σημειώσουμε ότι ο Ιμπραήμ έλεγε σε αυστριακή πρεσβεία, που στάλθηκε σε απεγνωσμένη προσπάθεια διαπραγμάτευσης ανακωχής με την Υψηλή Πύλη (ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν ήδη σε πορεία),

«Ξέρουμε πολύ καλά με ποιον τρόπο αυτός [ο Κάρολος Ε’] συνέλαβε τον βασιλιά τής Γαλλίας νύχτα και από προδοσία. Αυτός [ο Φραγκίσκος] στέλνει συχνά πρεσβείες του σε εμάς και είναι καλός μας φίλος!»18

Λίγοι μάρτυρες των γεγονότων τής περασμένης δεκαετίας είχαν γνωρίσει μεγαλύτερους λόγους αποθάρρυνσης από τον Φιλίπ ντε Βιγιέρ ντε λ’ Ιλ-Αντάμ, μεγάλο μάγιστρο των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη. Ζούσε σχεδόν σαν περιπλανώμενος από αυλή σε αυλή, αναζητώντας ένα κέντρο για τούς Ιππότες, που θα έπαιρνε τη θέση τής Ρόδου. Στις 8 Μαΐου 1528 ο λ’ Ιλ-Αντάμ είχε γράψει στον Κλήμεντα Ζ’ από το Λονδίνο ότι θα τον κρατούσε ενήμερο μέσω τού καρδινάλιου Αλεσσάντρο Τσεζαρίνι, προστάτη τού Τάγματος, για τα αποτελέσματα πρεσβείας που είχε στείλει στον Κάρολο, επιδιώκοντας ελεύθερη παραχώρηση των νησιών τής Μάλτας και τού Γκότσο.19

Παρά τις φοβερές δοκιμασίες τού έτους 1527, ο Κλήμης ισχυριζόταν ότι ποτέ δεν είχε ξεχάσει την ανάγκη να ανακτήσει το νησί τής Ρόδου ή τουλάχιστον να προκαλέσει κάποια σοβαρό πλήγμα στον Τούρκο εχθρό στην Ανατολή. Γράφοντας στον λ’ Ιλ-Αντάμ από τη Ρώμη στις 20 Νοεμβρίου (1528), ο Κλήμης επαναλάμβανε προηγούμενες επικοινωνίες του με τον μεγάλο μάγιστρο για σχέδια σταυροφορίας, ενώ σημείωνε ότι είχε γράψει πριν κάποιο διάστημα στους χριστιανούς ηγεμόνες, επιδιώκοντας τη βοήθειά τους για μια τέτοια εκστρατεία, αν και ήταν σαφές ότι λίγα μπορούσαν να αναμένονται από αυτούς, λόγω των πολέμων τους και των μεταξύ των φιλονικιών (nec multum ob discordias principum in eorum auxiliis spei ponendum est). Παρ’ όλα αυτά ο Κλήμης πίστευε τώρα ότι υπήρχε καλή προοπτική για την έναρξη πετυχημένης σταυροφορίας. Ενημέρωνε τον λ’ Ιλ-Αντάμ ότι έπρεπε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια και να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο πόρο, ώστε να εξασφαλίσει ότι όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες για την εκστρατεία θα ολοκληρώνονταν στη διάρκεια εκείνου τού χειμώνα, έτσι ώστε με την έλευση τής άνοιξης να μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι θα σαλπάριζαν με τη θεία εύνοια προς βέβαιη νίκη. Είχε γράψει και πάλι στον αυτοκράτορα και στους άλλους ηγεμόνες, επαινώντας την καλή τους διάθεση, ενώ ο λ’ Ιλ-Αντάμ μπορούσε να δει από τα αντίγραφα των παπικών επιστολών που έστελνε σε αυτόν, ότι ο Κλήμης πίστευε ότι δεν θα παρέλειπαν να ανταποκριθούν στην κύρια υπόθεση τής χριστιανοσύνης. Απέμενε φυσικά στον μεγάλο μάγιστρο και στους Ιππότες να κάνουν το καθήκον τους. Με κάτι λιγότερο από τον συνήθη διασυρμό τού Τούρκου, ο Κλήμης καθιστούσε σαφή τη μεγάλη ανησυχία του και την πλήρη επίγνωση τού κινδύνου, τον οποίο αντιπροσώπευε ο αρχιεχθρός τής πίστης για τούς Ανατολικούς και άλλους χριστιανούς, ενώ ενθάρρυνε τον μεγάλο μάγιστρο να ελπίζει για την αυτοκρατορική εκχώρηση τού νησιού τής Μάλτας στους Ιωαννίτες, για τούς οποίους θα ήταν εξαιρετική βάση για επιθέσεις κατά τού εχθρού.

Εξέφραζε επίσης την ευχή ότι θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος ολόκληρη την εκστρατεία, αλλά εν πάση περιπτώσει, υποσχόταν στους Ιωαννίτες πλήρη υποστήριξη με όλη τη δύναμη και εξουσία του.20

Τέλος στις 25 Μαρτίου 1530 ο Κλήμης έγραφε από τη Μπολώνια στον καρδινάλιο Αντουάν Ντυπρά, τότε παπικό λεγάτο στη Γαλλία, ότι οι Ιωαννίτες είχαν μόλις παραλάβει από τον αυτοκράτορα Κάρολο τα νησιά Μάλτα και Γκότσο καθώς και το φρούριο τής Τρίπολης, γιατί φαινόταν ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα και δυνατότητα να ανακτήσουν αυτοί τη δική τους αρχαία έδρα τής Ρόδου. Οι Ιππότες έπρεπε τώρα να εγκατασταθούν στη Μάλτα, να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε αυτή τη νέα πατρίδα τους και να επαναλάβουν τις επιθέσεις τους κατά των εχθρών τής πίστης τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα.21 Την ίδια μέρα (25 Μαρτίου) ο Κλήμης έγραψε επίσης στον Φερδινάνδο των Αψβούργων, στον Φραγκίσκο Α’, στον Ερρίκο Η’ και στον βασιλιά τής Πορτογαλίας, ανακοινώνοντας την παραχώρηση και περιγράφοντας συνοπτικά τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε γίνει.22 Σε βούλλα γραμμένη στη Ρώμη στις 25 Απριλίου 1530, ύστερα από πολύ επαινετικά λόγια για τούς Ιωαννίτες και έκφραση ανησυχίας για τα δεινά τους ως αστέγων, ο Κλήμης επικύρωνε την πρόσφατη παραχώρηση από τον Κάρολο στο Τάγμα «των πόλεων, κάστρων και νησιών τής Τρίπολης, τής Μάλτας και τού Γκότσο με διαρκή, ευγενή, πλήρη και ελεύθερη φεουδαρχική παραχώρηση, δεσμεύοντας τούς Ιππότες στη συμβολική καταβολή ενός γερακιού κάθε χρόνο, τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων, στον Κάρολο ως βασιλιά Σικελίας και στους διαδόχους του στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, αλλά αναγνωρίζοντας επίσης την απαλλαγή των Ιπποτών από κάθε μορφή στρατιωτικής υπηρεσίας προς τον φεουδάρχη, για να αφεθεί στους σταυροφόρους τού Αγίου Ιωάννη πλήρης ελευθερία, να συνεχίσουν την ιστορική τους αποστολή τού πολέμου με το άπιστο στη στεριά και τη θάλασσα».23

Παρά το γεγονός ότι οι Ιωαννίτες είχαν δεχτεί με κάποιες αμφιβολίες τη νέα βάση τους στο άγονο νησί τής Μάλτας (θα προτιμούσαν πολύ μια πατρίδα στις Συρακούσες τής Σικελίας),24 σύντομα ενεργοποιήθηκαν και πάλι σε αντι-τουρκική εκστρατεία. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1531 χτύπησαν ξαφνικά τις τουρκικές δυνάμεις στον νοτιοδυτικό Μοριά, όπου κατόρθωσαν να καταλάβουν την οχυρωμένη πόλη τής Μεθώνης. Στις 2 Οκτωβρίου ο Μαρκ’ Αντόνιο Βενιέρ, ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, έστειλε τις λεπτομέρειες τής επιτυχίας τής Ιωαννιτών στη Σινιορία, η οποία ήταν ήδη καλά ενημερωμένη και ανησυχούσε για τις πιθανές συνέπειες. Ένας Φλωρεντινός Ιωαννίτης ονομαζόμενος Ντονάτο Ατσαγιόλι είχε αποβιβαστεί στην Καλλίπολη, στο τακούνι τής ιταλικής μπότας, σταλμένος από τον ηγούμενο τής Ρώμης για να φέρει στην παπική κούρτη «τα νέα τής επιτυχίας στη Μεθώνη» (la nova dil successo di Modon). Ο Ατσαγιόλι περιέγραψε την κατάληψη τής πόλης στον Κλήμεντα Ζ’.

Οι Ιππότες είχαν κάνει τρεις επιθέσεις κατά τού φρουρίου, στο οποίο είχαν καταφύγει πολλοί Τούρκοι. Όμως οι Ιππότες, μη μπορώντας να καταλάβουν το καλά περιτειχισμένο Καστέλλο εξ εφόδου, υπέβαλαν τη Μεθώνη (ελεεινό θέαμα σήμερα) σε ανελέητη τετράωρη άλωση, σκοτώνοντας περισσότερους από τετρακόσιους Τούρκους «σε διάφορα μέρη τής πόλης» (in diversi lochi di la cità). Επιβιβάστηκαν στις γαλέρες τους και αναχώρησαν το ίδιο βράδυ, στέλνοντας μάταια στο ενετικό νησί τής Ζακύνθου για κάποια ποσότητα γαλέτας. Ο Ατσαγιόλι είχε ενημερώσει τον πάπα, τούς αξιωματούχους τής κούρτης και τούς πρεσβευτές ότι η «Θρησκεία τής Ρόδου» είχε πάρει περίπου 1.600 αιχμαλώτους, ως επί το πλείστον γυναίκες και παιδιά, «και ότι τα λάφυρα, τόσο από την άλωση όσο και από τα λύτρα των εν λόγω κρατουμένων, ανέρχονταν ίσως στο ποσό των 100.000 δουκάτων». Ο Κλήμης έλεγε στον Βενιέρ ότι έλπιζε ότι ο Θεός θα τα διέθετε όλα με κάποιο τρόπο για καλό σκοπό. Θα ήταν καλύτερα να κρατούσαν την πόλη αντί να την άλωναν. Κατά τη γνώμη τού Βενιέρ ούτε ο πάπας ούτε οι καρδινάλιοι βρήκαν το κατόρθωμα των Ιπποτών ιδιαίτερα αξιέπαινο τόλμημα.25

Η αποτυχία τού σουλτάνου Σουλεϊμάν κάτω από τα τείχη τής Βιέννης αποτελούσε πλήγμα για την υπερηφάνειά του και για το οθωμανικό κύρος, όντας η πρώτη ήττα σε δέκα σχεδόν χρόνια βασιλείας του.26 Μπορούσε να αναμένεται ότι θα επιχειρούσε και πάλι να εισβάλει στην Αυστρία και γι’ αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι οι Τούρκοι, καθώς και οι Λουθηρανοί, υπήρξαν αντικείμενο συζητήσεων στην μεγάλης συμμετοχής δίαιτα, που πραγματοποιήθηκε στο Άουγκσμπουργκ κατά τη διάρκεια τού μακρού καλοκαιριού τού 1530. Η παπική κούρτη ενδιαφερόταν και για τα δύο ζητήματα, τα οποία όπως πάντοτε ήσαν στενά συνδεδεμένα. Μια επιστολή τού παπικού λεγάτου, τού καρδινάλιου Λορέντσο Καμπέτζιο, προς τον παπικό γραμματέα Τζάκοπο Σαλβιάτι στη Ρώμη, γραμμένη στο Άουγκσμπουργκ στα τέλη Οκτωβρίου (1530), τονίζει τη διακηρυγμένη πρόθεση των Λουθηρανών ηγεμόνων και πόλεων να συμβάλουν με το πλήρες μερίδιό τους στην αντι-τουρκική επιχορήγηση, με την προϋπόθεση ότι ο αυτοκράτορας δεν θα κινούσε καμία διαδικασία εναντίον τους σε «ζητήματα τής πίστης», μέχρι να μπορέσει να συγκληθεί εκκλησιαστική σύνοδος. Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας είχε απορρίψει τις προτάσεις τους, με τη δήλωση ότι δεν ήταν αρμόζον να έχει τα χέρια του δεμένα κατά την απονομή δικαιοσύνης, τούς έδωσε διάφορες άμεσες αν και περιορισμένες διαβεβαιώσεις.27

Όμως τον Οκτώβριο τού 1530 ο Κλήμης Ζ’ έδινε μικρότερη προσοχή απ’ όση συνήθως τόσο στους Λουθηρανούς όσο και στους Τούρκους. Ήταν ένα μήνας, που θα θυμούνταν για καιρό στη Ρώμη. Στη 7 και 8 τού μηνός οι δυνατές βροχές, που είχαν αρχίσει ύστερα από καλό καιρό, έγιναν καταρρακτώδεις. Προκάλεσαν πλημμύρισμα τού Τίβερη που δεν είχε ξαναφανεί από την εποχή τού Μαρτίνου Ε’ και τού Αλέξανδρου ΣΤ’, όπως ενημέρωνε τη Σινιορία και τον αδελφό του Αγκοστίνο ο Ενετός απεσταλμένος Αντόνιο Σουριάν (με επιστολές από τη Ρώμη με ημερομηνίες 12, 15 και 18 Οκτωβρίου), «πράγμα το οποίο έχει προκαλέσει ολική καταστροφή σε αυτή τη δύστυχη πόλη» (il che ha posto in ruina tutta questa misera città). Η Ρώμη είχε μεταβληθεί σε «κόσμο από κατεστραμμένα σπίτια». Ένας αποστολικός γραφέας είχε χάσει «ωραιότατο παλάτι» (bellissimo palazo), ενώ τρία παλάτια στη Βία Τζούλια είχαν καταρρεύσει. Ο Σουριάν διέμενε στο παλάτι τού καρδινάλιου Μαρίνο Γκριμάνι, αλλά το είχε εγκαταλείψει όταν το νερό έφτασε στην οροφή τού ισογείου. Άνθρωποι και σπίτια, βαρέλια κρασιού, τρόφιμα και ζωοτροφές παρασύρθηκαν από το νερό, όπως και το «μεγάλο στηθαίο» στη γέφυρα τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο Σουριάν έχασε όλο το κρασί του και προμήθειες ενός έτους «και έχω πάθει ζημιά 500 δουκάτων» (che mi darà danno di ducati 500). Η καταστροφή, έγραφε στον αδελφό του, δεν ήταν μικρότερη από την άλωση τής πόλης τρία χρόνια πριν.

Ο Αλβίζε Λιππομάνο, ένας αποστολικός πρωτονοτάριος, έγραφε στον αδελφό του Τομμάζο στη Βενετία ότι η πλημμύρα ήταν πράγματι μια άλλη άλωση:

Χάθηκαν όλα τα σιτηρά και το κρασί και υπάρχει μεγάλη έλλειψη των πάντων. Για πέντε μέρες αρκούμαστε σε ψωμί από χυλό πίτουρων. Δεν έχεις δει πιο τρομερό θέαμα. Η Πιάτσα Ναβόνα [Agone], η Ροτόντα και το Κάμπο ντέι Φιόρι κατέληξαν να μοιάζουν με την Αδριατική [mare Hadriano], ενώ το νερό έχει απλωθεί τόσο πολύ σε όλη τη Ρώμη, μέχρι και στις σκάλες τού Καπιτώλιου (Campidoglio), που κανείς δεν έχει ποτέ ξανακούσει κάτι παρόμοιο.28

Μια αναφορά προς τον δούκα Φεντερίκο τής Μάντουα, σταλμένη κατά πάσα πιθανότητα από τον συγγενή του και απεσταλμένο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, αναφέρει επίσης ότι η πλημμύρα ήταν καταστροφή «λίγο μικρότερη από εκείνη που είχε συμβεί την εποχή τής άλωσης» (poco minore di quello che fu al tempo del sacho). Ο τρόμος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος. Άραγε αποτελούσαν όλα κρίση τού Θεού; Σχεδόν ο μικρότερος από τούς φόβους των Ρωμαίων ήταν μια επιστροφή τής «επιδημίας». H υψηλή στάθμη των νερών κράτησε για τρεις ημέρες (από τις 7 έως τις 9 Οκτωβρίου). Έφταναν στο μισό τού ύψους των κάτω πυλών τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, όπου μια πινακίδα στην πρόσοψη (στα δεξιά) υπενθυμίζει ακόμη το ύψος τους και την προστασία τής Παναγίας.

Ο Κλήμης Ζ’ βρισκόταν στην Όστια όταν ο Τίβερης ξεχείλισε από τις όχθες του. Επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου, αρκετά αποκαρδιωμένος, «βλέποντας ένα τέτοιο θέαμα κατεστραμμένων σπιτιών και καταστημάτων». Οι τιμές ήσαν αρκετά υψηλές ήδη πριν από τον κατακλυσμό. Τώρα δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε για φαγητό ή ποτό. Ό,τι υπήρχε κόστιζε ακριβά, «κυρίως το ψωμί, το κρασί και η επιβίωση των αλόγων» (maxime il pane, vino et vivere per li cavalli). Οι περισσότεροι από τούς μύλους είχαν καταστραφεί. Δεν υπήρχε αλεύρι. Η Ρώμη βρισκόταν σε «μεγάλη αταξία και σύγχυση» (gran disordine et confusione) και ο συγγραφέας τής αναφοράς δεν ήξερε πόσο σύντομα μπορούσαν να βρεθούν τα μέσα, ώστε να επιστρέψει η πόλη στον δρόμο τής αποκατάστασης.29

Ύστερα από τις δίαιτες τού Σπέγιερ (το 1524 και το 1526), ο Πόλεμος των Χωρικών (Bauernkrieg, τού 1524-1525), η θρησκευτική διαίρεση τής Γερμανίας μεταξύ Ρωμαιοκαθολικισμού και λουθηρανικού Προτεσταντισμού μετατράπηκε γρήγορα σε αμετάβλητο γεγονός, το οποίο θα βοηθούσε να προσδιοριστεί η κοινωνική ιστορία τής Πατρίδας και θα συνέβαλλε στη διαίρεση και τη διαταραχή για πολλές επερχόμενες γενιές. Με τη «διαμαρτυρία τού Σπέγιερ» (το 1529) η λουθηρανική (και τσβινγκλιανή) μειονότητα είχε αρνηθεί να δεχτεί τις επιταγές τής Καθολικής πλειοψηφίας, η οποία είχε την πλήρη υποστήριξη των Αψβούργων. Στη δίαιτα τού Άουγκσμπουργκ (το 1530) οι Λουθηρανοί επανέλαβαν τα βασικά δόγματα τής πίστης τους στην Ομολογία τού Άουγκσμπουργκ (Confessio Augustana) και διαμαρτυρήθηκαν εναντίον εκείνων τα οποία θεωρούσαν ως λάθη και καταχρήσεις, που είχαν εισέλθει στην Εκκλησία κατά τη διάρκεια των αιώνων. Δεν εύρισκαν αληθινή λατρεία ή ευλάβεια «παραμένοντας άγαμοι, επαιτώντας ελεημοσύνη ή φορώντας βρώμικα ρούχα» (non est in coelibatu aut mendicitate aut veste sordida).30

Ο Λουθηρανισμός είχε ενσωματωθεί στο έδαφος τής Γερμανίας. Οι ρίζες του ήσαν βαθιές. Δεν υπήρχε τίποτε εύθραυστο σε αυτόν. Θα επιβίωνε και θα δυνάμωνε στο μέλλον, παρά τη νίκη τού Καρόλου Ε’ στο Μύλμπεργκ (το 1547) επί τού Λουθηρανού εκλέκτορα Γιόχαν Φρήντριχ τής Σαξωνίας και τής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν, μετά την οποία, αν και νικητής, ο Κάρολος απέτυχε σε τελευταία προσπάθεια δογματικού συμβιβασμού με το Ενδιάμεσο Διάταγμα τού Άουγκσμπουργκ (Augsburg Interim) τού 1548.

Ύστερα από οκτώ ή δέκα δίαιτες και τριανταπέντε χρόνια διαμάχης η νομιμότητα τού Λουθηρανισμού αναγνωρίστηκε τελικά και πλήρως με τη θρησκευτική ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ (το 1555), που έδινε τόσο στον Λουθηρανό όσο και στον Καθολικό ηγεμόνα το δικαίωμα να ορίζει τη δογματική πίστη των υπηκόων του (cuius regio eius religio). Όπως θα σημειωθεί σε επόμενο κεφάλαιο, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον και δεν αποκόμισε μικρό πλεονέκτημα από αυτά τα χρόνια τής έριδας.

Οι φόβοι των Προτεσταντών ηγεμόνων για αντίποινα, ύστερα από την αποτυχία να καταλήξουν σε θρησκευτική συμφωνία με τούς Καθολικούς στο Άουγκσμπουργκ (το 1530), παρά τις συμφιλιωτικές προσπάθειες τού Μελάνκτον (Melanchthon, Schwartzerd), είχαν οδηγήσει τον Φεβρουάριο τού 1531 στο σχηματισμό τής Προτεσταντικής Ένωσης τού Σμαλκάλντεν, για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε δύναμη έβαζε εναντίον τους στο πεδίο τής μάχης ο αυτοκράτορας Κάρολος και οι Καθολικοί. Στις 5 Ιανουαρίου (1531) ο Φερδινάνδος τής Αυστρίας είχε εκλεγεί βασιλιάς των Ρωμαίων με έξι ψήφους εκλεκτόρων, έχοντας καταψηφιστεί από την έβδομη, την ψήφο των Σαξώνων.31 Ο Φερδινάνδος, ως βασιλιάς τής Ουγγαρίας, φοβόταν τούς Τούρκους περισσότερο από τούς Λουθηρανούς. Ο Φερδινάνδος ήταν ο μεγάλος συμβιβαστής τής εποχής. Σκεφτόταν ότι τελικά οι Αψβούργοι μπορούσαν να συνδιαλλαγούν με τούς Λουθηρανούς ή να τούς συντρίψουν, αλλά δεδομένου ότι ο Σουλεϊμάν επέμενε για το δικαίωμα τού Ζαπόλυα στον θρόνο τής Ουγγαρίας, ήταν εξαιρετικά δύσκολη η συνεννόηση με τον Τούρκο και παρά τις περιστασιακές πτήσεις τής φαντασίας, στις οποίες μπορούσαν να επιδίδονται αυλικοί ρήτορες και πολιτικοί μάντεις, οι Αψβούργοι δεν είχαν πολλές πιθανότητες να συντρίψουν τον Τούρκο. Μάλιστα, όπως μόλις σημειώσαμε, είχαν λίγες πιθανότητες να συντρίψουν τούς Λουθηρανούς, ακριβώς για τον λόγο ότι, ως υπερασπιστές τού Καθολικισμού στη Γερμανία, ο Κάρολος Ε’ και ο Φερδινάνδος θα επωφελούνταν από μια νίκη τής Καθολικής Ρώμης επί τής Λουθηρανικής Βιττεμβέργης (Wittenberg). Μερικοί από τούς Καθολικούς αμφιταλαντεύονταν και οι ίδιοι σχετικά με μια τέτοια νίκη. Οι Βίττελσμπαχ δούκες τής Βαυαρίας, ίσως οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές τού Καθολικισμού στη Γερμανία, ήσαν επίσης επίμονοι εχθροί των Αψβούργων και η επιθυμία τους να δουν ενίσχυση τής εξουσίας τού αυτοκράτορα και τής οικογένειάς του ήταν τόσο μικρή, όσο εκείνη τού Λουθηρανού φεουδάρχη (landgrave) Φίλιππου τής Έσσης.

Παρά την απέχθεια που αισθανόταν η Ρώμη για την αίρεση, η κούρτη είχε πιο άμεσο φόβο για τούς Τούρκους. Οι Λουθηρανοί αποτελούσαν κίνδυνο για την πίστη, αλλά όχι για την Ιταλία. Ο Τούρκος όμως αποτελούσε κίνδυνο τόσο για την πίστη όσο και για την Ιταλία. Όπως ο Φερδινάνδος, έτσι και η κούρτη σκεφτόταν συνεχώς την Ουγγαρία. Στις 5 Μαΐου 1531 ο Κλήμης Ζ’ δήλωνε στη βούλλα «Πιστεύουμε ότι σε καμία περίπτωση στο μέλλον» (Existimavimus haud futurum), που εκπονήθηκε ως μελλοντική καταγραφή των γεγονότων, ότι η Ουγγαρία είχε πρόσφατα βρεθεί στον απώτατο κίνδυνο, όταν ο Τούρκος είχε εξαπολύσει νέα εισβολή με τα αναρίθμητα στρατεύματά του και τον απίστευτο στρατιωτικό του μηχανισμό. Σε περίπτωση που η Ουγγαρία έπεφτε κάτω από μια τέτοια επίθεση, ο Τούρκος θα ήταν έτοιμος να ποδοπατήσει και να υποβιβάσει στη δουλεία την υπόλοιπη χριστιανική κοινοπολιτεία. Και πάλι σε αυτή την έκτακτη ανάγκη ο πάπας έλεγε ότι είχε στείλει χρήματα και είχε εγκρίνει τη μετατροπή των εκκλησιαστικών σκευών και κοσμημάτων σε χρήμα, καθώς και την πώληση ορισμένων εκκλησιαστικών ακινήτων, για την εξασφάλιση κονδυλίων για την υπεράσπιση των χριστιανών στις κτήσεις τού Φερδινάνδου. Στην κούρτη εξακολουθούσαν να θεωρούν την Ουγγαρία ως προπύργιο τού χριστιανισμού, «προστασία και οιονεί τείχος τής χριστιανικής κοινότητας» (presidium et quasi vallum Christiane reipublice). Το Βατικανό φοβόταν τουρκική εισβολή στην Ιταλία. Η Βούδα είχε καταληφθεί, έλεγε ο πάπας, ενώ η Βιέννη βρισκόταν υπό πολιορκία. χριστιανοί αιχμάλωτοι είχαν οδηγηθεί στην Τουρκία κατά χιλιάδες, μέσα από βάλτους και πάνω από ορεινά περάσματα, για να σκάβουν το έδαφος, να οδηγούν το άροτρο, να τραβούν το κουπί ή να παρέχουν κάποια άλλη σκληρή και άθλια υπηρεσία σε μακρινό, ειδωλολατρικό βασίλειο. Τα ανατολικά σύνορα και τα ποτάμια τής Ουγγαρίας βρίσκονταν σε κατάσταση συνεχούς πολέμου. Η Δαλματία, η Κροατία, η Καρνιόλα δέχονταν επίσης επίθεση. Βρίσκονταν σε κίνδυνο οι επικράτειες πολλών ηγεμόνων, εκτός από εκείνες τού Φερδινάνδου. Οι συνθήκες στο ανατολικό μέτωπο ήσαν αξιοθρήνητες πέρα από κάθε περιγραφή.

Ο Τούρκος ετοιμαζόταν για νέα εισβολή το επόμενο καλοκαίρι, με στρατό πιο ισχυρό από ποτέ. Θα εξαπέλυε επίθεση στην επικράτεια τού Φερδινάνδου «και ίσως σε όλη την Ιταλία, καθώς και στο κράτος τής Εκκλησίας» (tyrannum ipsum … et forte cunctam Italiam et statum ecclesiasticum aggressurum fore). Η προοπτική είχε εξεταστεί σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, όπου είχε προκαλέσει αναταραχή, γιατί ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ετοίμαζε μεγάλο στόλο καθώς και μεγάλο στρατό. Την ίδια στιγμή που ο στρατός του θα εισέβαλε στην Ουγγαρία, ο στόλος του μπορούσε να επιτεθεί στη Σικελία και τις ακτές τής Αδριατικής, στο βασίλειο τής Νάπολης και στις πόλεις, τα κάστρα, τις κωμοπόλεις και τα άλλα εδάφη τής Αγίας Έδρας. Αν γινόταν και τηρούνταν εκεχειρία ενός έτους μεταξύ Φερδινάνδου και Σουλεϊμάν, φαινόταν όλο και πιο πιθανή μια επίθεση κατά τής Ιταλίας. Το αποστολικό ταμείο ήταν σχεδόν άδειο και έτσι η Αγιότητά του επέβαλε κι άλλη εισφορά στα κράτη τής Εκκλησίας, για την υπεράσπισή τους. Εκτός από τον συχνά εκφραζόμενο φόβο για το ίδιο το μέλλον τής Ουγγαρίας, η πιθανότητα τουρκικής επίθεσης εναντίον τής Ιταλίας απασχολούσε πρωταρχικά τη σκέψη τού Κλήμεντα.32

Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1531 σημαντικά ζητήματα χωρίς τέλος έρχονταν προς συζήτηση στο παπικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, αλλά, όπως κατέγραψε ο γραμματέας για τη συνεδρίαση τής 24ης Ιουλίου, «υπήρχαν πολλά λόγια και κανένα συμπέρασμα» (plura sunt dicta, nihil conclusum). Στις 31 τού μηνός ο πάπας και οι καρδινάλιοι δυσκολεύονταν να βρουν απάντηση σε απότομο ερώτημα τού Φερδινάνδου, ως προς το πόση οικονομική βοήθεια μπορούσε να υπολογίζει ότι θα διέθετε η Αγία Έδρα «τόσο σε επιθετικό όσο και σε αμυντικό πόλεμο κατά των Τούρκων» (tam in offensivo quam in defensivo bello Thurcarum). Ο Φερδινάνδος αναφερόταν εκτενώς στις εκτεταμένες προετοιμασίες των Τούρκων και στη «βεβαιότητα» τού πολέμου κατά το προσεχές έτος. Εκείνοι που συμμετείχαν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 31ης Ιουλίου προφανώς δεν είχαν ακόμη βρει την απάντηση, όταν άκουσαν έκκληση από τούς απεσταλμένους τής κροατικής πόλης Σένια, οι πολίτες τής οποίας ζούσαν κάτω από τον θανάσιμο φόβο τουρκικής πολιορκίας. Οι πατέρες και οι παππούδες τους είχαν βασανιστεί πριν από αυτούς, γιατί η περιοχή τής Σένια αποτελούσε από καιρό αντικείμενο τουρκικών επιθέσεων. Οι απεσταλμένοι ζητούσαν τη μίσθωση πεζικού πεντακοσίων ανδρών για έξι μήνες, για την υπεράσπιση τής πόλης τους. Σε αντίθετη περίπτωση, δεδομένου ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν, όπως έλεγαν, ήθελαν συγχώρηση (venia) για να καταλήξουν σε συμφωνία με τούς Τούρκους.33 Η αίτηση για συγχώρηση ήταν μάλλον προσπάθεια να στρέψουν το παπικό χέρι προς τη χορήγηση στρατιωτικής επιχορήγησης. Η κροατική έκκληση αντιμετωπίστηκε αναμφίβολα με καλά λόγια και εκφράσεις συμπάθειας, αλλά οι απεσταλμένοι δύσκολα θα έπαιρναν τα χρήματα που ζητούσαν. Πιθανότατα αυτά δεν υπήρχαν στο Παπικό Ταμείο (Camera Apostolica).

Στις 8 Αυγούστου 1531 ο καρδινάλιος Λορέντσο Καμπέτζιο έγραφε στον Σαλβιάτι από τις Βρυξέλλες, όπου βρισκόταν τότε ο αυτοκράτορας Κάρολος, ότι είχε ενημερώσει τον αυτοκράτορα για τις προετοιμασίες των Τούρκων και τον είχε προτρέψει να κάνει αντίστοιχες προετοιμασίες στις κτήσεις του και να ναυπηγήσει γαλέρες, για να αντιμετωπίσει επιθέσεις από τη θάλασσα καθώς και από τη στεριά. Ο Κάρολος φαινόταν διατεθειμένος να πάρει όσα προληπτικά μέτρα μπορούσε. Ο Καμπέτζιο προσπάθησε ιδιαίτερα να τονίσει σε αυτόν ότι ο Σουλεϊμάν ήταν πολύ πιθανό να επιτεθεί στην Ιταλία (γιατί τέτοια συμβουλή είχε δοθεί στον πάπα), καθώς και να κάνει κι άλλη προσπάθεια εναντίον τής Βιέννης.34 Στις 13 Σεπτεμβρίου, ευρισκόμενος ακόμη στις Βρυξέλλες, ο Καμπέτζιο έγραφε στον Σαλβιάτι ότι είχε μόλις συζητήσει επί μακρόν με τον Κάρολο για την «εκστρατεία τού Τούρκου» (l’ expeditione del Turco). Τότε φαινόταν μάλλον αμφίβολο ότι ο Τούρκος θα ξεκινούσε μεγάλη επίθεση την επόμενη χρονιά, αλλά ο Κάρολος συμφωνούσε ότι έπρεπε να παρθούν ειδικές προφυλάξεις για την υπεράσπιση τής Νάπολης και τής Σικελίας. Μάλιστα ο Κάρολος έλεγε ότι είχε σαράντα εξοπλισμένες γαλέρες, με δώδεκα έως δεκαπέντε από αυτές αναπτυγμένες από τη Γένουα μέχρι τη Νάπολη και από τη Σικελία μέχρι τη Βαρκελώνη. Μπορούσαν να μπουν γρήγορα σε διάταξη μάχης, αλλά δεν ήξερε αν θα μπορούσε να βρεθεί η ανθρώπινη δύναμη για την επάνδρωσή τους. Ο Καμπέτζιο τον παρότρυνε να κάνει μεγαλύτερη πρόβλεψη από αυτήν για την ασφάλεια τής νότιας Ιταλίας, λέγοντάς του «ότι η Αγιότητά του φοβόταν αυτή την επιχείρηση» (quanto sua Santità temeva questa impresa).

Ο Κάρολος απάντησε ότι τον Απρίλιο θα ήταν σαφές αν ο Τούρκος ξεκινούσε εκστρατεία. Αν ερχόταν, ο Καμπέτζιο μπορούσε να είναι βέβαιος ότι ο Κάρολος δεν θα άφηνε αβοήθητους ούτε τον αδελφό του, ούτε την Καθολική πίστη. Ο Καμπέτζιο παραπονιόταν ότι η Αγία Έδρα δεν θα ήταν σε θέση να συνεισφέρει στον στρατό. Σίγουρα δεν οφειλόταν σε έλλειψη επιθυμίας από την πλευρά τού πάπα, αλλά στη φτώχεια τής Αγίας Έδρας, «που είναι πασίγνωστη» (che assai è notoria). Ο Κάρολος απάντησε ότι θα ήταν ντροπή να έκανε οποιαδήποτε αίτηση για χρήματα. Όμως τον υποχρέωνε η αναγκαιότητα να το κάνει, γιατί δεν θα μπορούσε να διατηρήσει μόνος του επαρκείς δυνάμεις για την αντιμετώπιση των Τούρκων και ταυτόχρονα να φροντίσει για ορισμένα άλλα πιθανά ενδεχόμενα, που θα συνέβαιναν ενδεχομένως στην Ιταλία, «όπως για τις υποθέσεις τής Γένουας, αν προχωρήσουν προς αυτήν, όπως λέγεται, οι Γάλλοι» (come hora per le cose di Genova se andasse avanti quello che si dice de’ Francesi). Είχε προβλήματα στην Ισπανία, ενώ σύντομα έπρεπε να πάρει μέτρα κατά των απίστων στη Βόρεια Αφρική. Ευχόταν να φρόντιζε ο πάπας αν υπήρχε κάποια υλική βοήθεια που θα μπορούσε να προσφέρει, αλλά ο Καμπέτζιο έλεγε ότι ήξερε ότι ήταν αδύνατο να βρεθούν χρήματα εκείνη τη στιγμή και παρότρυνε τον Κάρολο να μην επιβάλει δυστυχία στην Αγιότητά του, ζητώντας χρήματα που ήταν εντελώς αδύνατο να προσφέρει.35 Μιλώντας στη συνέχεια για άλλα θέματα, βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία «για τον κίνδυνο που συνιστούσαν για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη ο Τούρκος και οι Λουθηρανοί, τον οποίο η Μεγαλειότητά του γνωρίζει καλύτερα από μένα…» (in quanto periculo sta tutta la Christianità del Turco et Lutherani—sua Maestà lo conosce meglio di me…).36

Όταν προς το τέλος τού έτους 1531 έφταναν αναφορές στη Ρώμη για τις εκτεταμένες προετοιμασίες που έκανε ο Μεγάλος Τούρκος από θάλασσα και στεριά (per mar et per terra), ο πάπας έστειλε στη Βενετία τον παλιό του φίλο Τζιαν Ματτέο Τζιμπέρτι, επίσκοπο τής Βερόνας (1524-1543), για να μάθουν τι συνεισφορά ήταν διατεθειμένη να κάνει η Δημοκρατία για την υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης και τής Αγίας Έδρας. Όμως όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον Πιέτρο Ζεν, πρεσβευτή και υποβαΐλο τους στην Ισταμπούλ, «να είναι πολύ προσεκτικός για την ειρήνη που έχουμε με αυτόν τον γαληνότατο Μεγάλο Άρχοντα» (essendo ben memori della pace habbiamo cum quel serenissimo Gran Signor). Οι Ενετοί δεν μπορούσαν να πάρουν κανένα εχθρικό μέτρο εναντίον των Τούρκων. Είχαν ορκιστεί να τηρούν την ειρήνη τους με την Υψηλή Πύλη στο διηνεκές και έπρεπε να τηρούν εκείνη την καλή πίστη, που ήταν το ίδιο το θεμέλιο τού κράτους τους. Ο Ζεν έπρεπε να ενημερώσει τον Ιμπραήμ πασά. Εικοσιτέσσερα μέλη τής Γερουσίας ήθελαν να αναφέρει επίσης ο Ζεν ότι, όταν ο πάπας είχε μάθει για τις «πολεμικές προετοιμασίες» (apparati di guerra) τού σουλτάνου, είχε επιβάλει δύο φόρους δεκάτης σε ολόκληρο τον κλήρο στην Ιταλία, στέλνοντας στη Βενετία τον επίσκοπο τής Βερόνας, για να εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη τής Γερουσίας για τη συλλογή των φόρων δεκάτης στο ενετικό έδαφος. Η Γερουσία είχε πει στον επίσκοπο ότι, με όλο τον σεβασμό προς την Αγιότητά του, η Βενετία δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημά του για φόρους δεκάτης. Έπρεπε να γίνει αυτή η προσθήκη στην επιστολή που στελνόταν στον Ζεν.37 Όμως εικοσιτέσσερις ψήφοι δεν ήσαν αρκετές για να εξασφαλίσουν την υπερψήφιση αυτής τής τροπολογίας, που αποτέλεσε αντικείμενο μακράς συζήτησης και αρκετών προτάσεων στη Γερουσία.38

Οι αναφορές από την Ισταμπούλ, που είχαν οδηγήσει τον Κλήμεντα Ζ’ σε τρόμο, επιβεβαιώθηκαν από επιστολή με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου (1531), την οποία ο δόγης και η Γερουσία έλαβαν προς το τέλος Ιανουαρίου από τον Πιέτρο Ζεν στην Ισταμπούλ. Ο πρεσβευτής και υποβαΐλος είχε γράψει ότι υπήρχε πολύ περισσότερη δραστηριότητα απ’ όση συνήθως στον ναύσταθμο τού σουλτάνου και ότι οι χύτες έχυναν μεγάλο αριθμό κανονιών (artegliaria) για χρήση στη θάλασσα καθώς και στη στεριά. Ετοιμάζονταν περίπου εκατόν σαράντα γαλέρες και γαλεάσες (galeazze grosse, bastarde, et sotil) μαζί με περίπου τριακόσια άλλα πλοία. Περίπου 40.000 ναυτικοί (αζάπηδες, asappi) προσλαμβάνονταν για την αρμάδα, καθώς και μερικοί από τούς κουρσάρους, που ήσαν γνωστοί ως «μπαρμπαρέσκι» (barbareschi). Όσο για τον στρατό ξηράς, πέρα από τούς Τατάρους, Βλάχους και άλλους, καθώς και 81.000 ακιντζή (achenzi), «που είναι ιππείς χωρίς πανοπλίες» (che sono cavalli corradori), είχε αποφασιστεί να διπλασιαστεί η δύναμη των γενιτσάρων από δέκα σε είκοσι χιλιάδες. Ο σουλτάνος ήθελε επίσης επιπλέον 40.000 πεζούς στρατιώτες (asappi XL m. a piedi) για τον στρατό, μισούς τοξότες και τούς άλλους μισούς λογχοφόρους. Αν οι τότε διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ Αψβούργων και Υψηλής Πύλης καθυστερούσαν πολύ και ο τουρκικός στρατός και στόλος έμπαιναν σε κίνηση, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανακληθούν.

Ο Λοντοβίκο Γκρίττι εργαζόταν σκληρά. Θα πήγαινε σε εύθετο χρόνο στον βασιλιά Ιωάννη Ζαπόλυα, τον οποίο θα προσπαθούσε να βοηθήσει να κάνει ειρήνη με τον Φερδινάνδο, τον βασιλιά των Ρωμαίων. Σε περίπτωση αποτυχίας τους, είχαν έρθει εντολές από την Υψηλή Πύλη ότι οι σαντζακμπέηδες, οι φλαμπουλάρηδες (flambulari) και οι διοικητές των αποσπασμάτων Βλάχων και Τατάρων έπρεπε να μπουν στο πεδίο τής μάχης και ότι η αρμάδα, που ήταν σε πλήρη τάξη στον Δούναβη, έπρεπε να αρχίσει να μετακινείται προς την Αυστρία. Στις 3 Φεβρουαρίου (1532) η Γερουσία ψήφισε να δώσει εντολή στον Μαρκ’ Αντόνιο Βενιέρ, τον Ενετό πρεσβευτή στην παπική κούρτη, να μεταβιβάσει όλες αυτές τις πληροφορίες στον πάπα «με τον κατάλληλο μυστικό τρόπο» (con quel secreto modo che si conviene).39

Ο Κάρολος είχε πει ότι από τον επόμενο Απρίλιο οι προθέσεις τού Μεγάλου Τούρκου θα ήσαν σαφείς. Ήταν πολύ ανήσυχος πριν από τον Απρίλιο. Από το Ρέγκενσμπουργκ στις 26 Μαρτίου (1532) ο Καμπέτζιο έγραφε στον Σαλβιάτι:

Η [αυτοκρατορική] Μεγαλειότητά του είναι απολύτως βέβαιος ότι οι Τούρκοι θα έρθουν από τη στεριά με μεγάλο στρατό και σίγουρα προς τη Βιέννη. Λέει ότι από την πλευρά του δεν θα αποδειχτεί ανεπαρκής και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια στη δίαιτα, για να πείσει τούς Γερμανούς ηγεμόνες [να ψηφίσουν βοήθεια]. Σκέφτεται ότι αμέσως μετά το Πάσχα θα είναι εδώ, οπότε σχεδιάζει γρήγορη αναχώρηση, είτε για να αντιμετωπίσει τον Τούρκο κατά την προσέγγισή του ή για την Ιταλία, και όμως για πολλούς λόγους ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Τούρκος δεν θα έρθει από τη στεριά για επίθεση εναντίον τής Ιταλίας.40

Αν και μιλούσε με θάρρος ότι θα ξεκινούσε προσωπικά εναντίον τού Τούρκου, ο Κάρολος είχε δύσκολες στιγμές στη διάρκεια ολόκληρης τής άνοιξης τού 1532. Η αυτοπειθαρχία, την οποία θαύμαζαν οι σύγχρονοί του, παραμέριζε πάντοτε μπροστά σε μια μεγάλη πιατέλα με κρέας και σε ένα μεγάλο κύπελλο με μπύρα. Υποφέροντας από ποδάγρα (ουρική αρθρίτιδα), τα κατάφερνε μερικές φορές καλά, μερικές φορές άσχημα, με μπαστούνι. Δεν φαινόταν καλά και το πρόσωπό του ήταν πρησμένο. Έβαζε (τον Απρίλιο) πράσινο μεταξωτό κομμάτι πανί στο αριστερό του μάτι. Ήταν δυνατό να πάει καλύτερα και στη συνέχεια να υποστεί υποτροπή, αναβάλλοντας όλες τις δουλειές μέχρι την επόμενη ανάκαμψη. Κάποια στιγμή το πρόσωπό του πρήστηκε πολύ και οι γιατροί τού έκαναν αφαίμαξη δύο φορές, τη δεύτερη αργά το βράδυ τής 16ης Απριλίου. Το συγκεκριμένο βάσανό του είχε προφανώς ξεκινήσει με «τρομερή φαγούρα» (un prurito grandissimo) σε ολόκληρο το σώμα του, που περιορίστηκε στο πρόσωπό του και καταστάλαξε γύρω από τα μάτια του, «με περισσότερη ενόχληση από πόνο».41 Ανησυχούσε για τούς Τούρκους και διατηρούσε επιφυλακτική ματιά (με ή χωρίς το πανί) για τούς Ενετούς, οι οποίοι αρνούνταν να συμμετάσχουν σε οποιονδήποτε πολιτικό ή στρατιωτικό συνασπισμό εναντίον τής Πύλης.

Οι Τούρκοι συνέχιζαν να στέλνουν περιορισμένες ποσότητες νιτρικού καλίου στους Ενετούς, οι οποίοι ανέφεραν στον πρεσβευτή και υποβαΐλο τους Πιέτρο Ζεν στην Ισταμπούλ (για διαβίβαση στον σουλτάνο και τούς πασάδες) τα τελευταία νέα από τη δίαιτα τού Ρέγκενσμπουργκ, όπου οι Γερμανοί ηγεμόνες είχαν ενωθεί με τούς αδελφούς Κάρολο Ε’ και Φερδινάνδο. Σύμφωνα με επιστολή τού Μαρτίου (1532), η οποία όμως δεν στάλθηκε στον Ζεν, δύο απεσταλμένοι τού Φερδινάνδου [οι Λέοναρντ φον Νογκαρόλα και Γιόζεφ φον Λάμπεργκ] είχαν ήδη ξεκινήσει σε αποστολή προς τον σουλτάνο. Λεγόταν ότι είχαν σταματήσει στη Λιουμπλιάνα, όπου περίμεναν για άδεια ασφαλούς διέλευσης. Σε επιστολή τής 6ης Απριλίου, η οποία στάλθηκε στον Ζεν, ο δόγης και η Γερουσία ανέφεραν ότι οι Αψβούργοι γνώριζαν καλά για τις εκτεταμένες προετοιμασίες των Τούρκων σε στεριά και θάλασσα και έπαιρναν δικά τους αντίμετρα. Λεγόταν ότι ο Κάρολος είχε στείλει πρόσφατα 100.000 δουκάτα στη Γένουα για τις ανάγκες τού αυτοκρατορικού στόλου, εκτός από τα 50.000 δουκάτα που ήταν γνωστό ότι είχε στείλει προηγουμένως. Οι Ενετοί είχαν αποφασίσει να αυξήσουν και αυτοί τούς δικούς τους εξοπλισμούς, εν μέσω τής τρέχουσας έξαψης, αλλά δινόταν εντολή στον υποβαΐλο να ενημερώσει τον Ιμπραήμ πασά ότι απλώς ενδιαφέρονταν, όπως πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, «για την ασφάλεια των δικών μας υποθέσεων και την ικανοποίηση τού λαού και των υπηκόων μας» (per securtà delle cose nostre et contento delli populi et subditi). Έπρεπε φυσικά να καταστήσει απόλυτα σαφές ότι η Βενετία θα τηρούσε σταθερά την «καλή και ειλικρινή ειρήνη» (bona et sincera pace) που είχε με την Πύλη.42

Όταν στις 11 Ιουνίου (1532) ο Βιντσέντσο Καπέλλο έλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως ναυτικός γενικός διοικητής από τον δόγη Αντρέα Γκρίττι, τού είπαν ότι η κύρια ευθύνη του θα ήταν να παρακολουθεί «κάθε πρόοδο και κίνηση τού στόλου τού Άρχοντα Τούρκου καθώς και εκείνου τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας» (tutti li progressi et movimenti così dell’ armata del Signor Turco come della cesarea Maestà).43 Να έχει τον νου του στους στόλους τού σουλτάνου και τού αυτοκράτορα, αλλά η Βενετία είχε πρόθεση να παραμείνει απολύτως ουδέτερη στην επικείμενη σύγκρουση.44

Στις 25 Μαρτίου (1532) o Nικκολό Τιέπολο και o συνάδελφός του Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι έγραφαν στη Σινιορία από το Ρέγκενσμπουργκ ότι ο Κάρολος είχε διατάξει να ετοιμαστούν 100.000 άνδρες και να πληρωθούν για τέσσερις μήνες, λέγοντας ότι αν ο Τούρκος ερχόταν να τού επιτεθεί, ήθελε να συμβεί αυτό στα [ανατολικά] σύνορα τού κράτους του και να μη φύγει μέχρι ο ένας από αυτούς να καταλήξει νικητής, γιατί καταβάλλοντας τον εχθρό θα αποκτούσε την περαιτέρω αξία τού αγώνα για την πίστη, το κράτος και τη δόξα για τον εαυτό του και τούς απογόνους του, ενώ πεθαίνοντας θα πετύχαινε τουλάχιστον τη σωτηρία τής ψυχής του και τη δόξα τού βασιλείου των ουρανών.45

Κατά τη διάρκεια τού ανησυχητικού έτους 1532, στη δίαιτα (ή δίαιτες) τού Ρέγκενσμπουργκ, τού Σβάινφουρτ και τής Νυρεμβέργης, η οποία συνεχίστηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι, κυριαρχούσαν δύο από τις τρεις πηγές τής θλίψης των Αψβούργων: ο Λουθηρανισμός και ο τουρκικός κίνδυνος.46

Ο τρίτος όλεθρος τής ύπαρξης των Αψβούργων ήταν η Γαλλία. Παρά το γεγονός ότι, όπως ο Καμπέτζιο είχε γράψει στον Σαλβιάτι, ο Κάρολος είχε αποφασίσει ότι «ο Τούρκος δεν θα έρθει από τη στεριά για επίθεση εναντίον τής Ιταλίας», η δυνατότητα μιας τέτοιας επίθεσης θα μπορούσε να δώσει πλεονέκτημα στους Γάλλους. Ο Κάρολος δεν διατηρούσε αυταπάτες σχετικά με τον Φραγκίσκο Α’. Δεν θα ένιωθε έκπληξη (όπως ούτε και ο Φραγκίσκος) διαβάζοντας την επιστολή που Τζιοβάννι Αντόνιο Βενιέρ, τού Ενετού πρεσβευτή στη γαλλική αυλή, που στελνόταν στο Συμβούλιο των Δέκα. Ο Βενιέρ ένιωθε προφανώς πολύ αποκαρδιωμένος και δεν έγραφε για κάποιο χρονικό διάστημα. Όμως τελικά στις 26 Ιανουαρίου 1532 εκείνο για το οποίο αμφέβαλλε είχε γίνει τελικά πάρα πολύ σαφές. Οι αναφορές για τις προετοιμασίες των Τούρκων από στεριά και θάλασσα «για να περάσουν στην Ιταλία» (per passar in Italia) προκαλούσαν ευθυμία στη γαλλική αυλή,

και δεν τούς νοιάζει, και αυτό λόγω τού μεγάλου μίσους που έχει ο βασιλιάς για τον αυτοκράτορα. Θα ήθελε η [αυτοκρατορική] Μεγαλειότητά του να τον είχε ανάγκη, ώστε να τού ζητούσε βοήθεια και συμπαράσταση, δίνοντάς του ένα μερίδιο στα κράτη τής Ιταλίας, θεωρώντας ότι είναι αδύνατον γι’ αυτόν να έχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο αυτό που η Μεγαλειότητά του επιθυμεί περισσότερο, δηλαδή το κράτος τού Μιλάνου.47

Αν ήταν δυνατό να παρακινηθούν οι Τούρκοι να εμπλέξουν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σε επίθεση εναντίον τής Ιταλίας, ο Φραγκίσκος θα αναδυόταν ως σταυροφόρος, που ερχόταν για την υπεράσπιση των Ιταλών, καταλαμβάνοντας τη Γένουα και το Μιλάνο στα πλαίσια αυτής τής διαδικασίας. Όταν τον Απρίλιο τού 1532 ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος στη γαλλική αυλή, ο Ζεράρ ντε Ρυ, άρχοντας τής Μπαλανσόν, ζήτησε από τον Φραγκίσκο βοήθεια εναντίον αναμενόμενης τουρκικής εισβολής στην Ουγγαρία και τη Γερμανία,48 ο βασιλιάς απάντησε ότι μια τέτοια συνεισφορά από την πλευρά του θα ήταν μάλλον περιττή, γιατί οι δυνάμεις τού αυτοκράτορα στα ανατολικά μέτωπα ήσαν απολύτως επαρκείς για να εκδιώξουν τούς Τούρκους. Ο Φραγκίσκος κατέστησε επίσης σαφές ότι χρειαζόταν τον στόλο του για να προστατεύσει τις περιοχές τού Λανγκεντόκ και τής Προβηγκίας, αλλά «θέλοντας να διατηρήσει το όνομα τού Χριστιανικότατου βασιλιά (Roy Tres Chrestien) και για να είναι αντάξιος αυτού τού ονόματος όχι λιγότερο από τούς προκατόχους του, αν ο Τούρκος αποβιβαστεί στην Ιταλία, θα πάει για την υπεράσπισή της προσωπικά με 50.000 άνδρες». Ήταν ακριβώς η απάντηση που περίμεναν ο Κάρολος Ε’ και οι σύμβουλοί του.49 Αλλά ο Φραγκίσκος στην Ιταλία με 50.000 άνδρες, επιδιώκοντας τούς δικούς του σκοπούς και παίζοντας μια κωμωδία αντίθεσης στους Τούρκους, ήταν ενδεχόμενο το οποίο ο Κάρολος δεν απολάμβανε και προοπτική την οποία θα έκανε τα πάντα για να αποτρέψει. Έχοντας καταστεί έτσι ιδιαίτερα ανήσυχος από την επικείμενη τουρκική εκστρατεία και τη θέση τού Φραγκίσκου, στα μέσα καλοκαιριού (του 1532) ο Κάρολος διαπραγματεύτηκε με τούς Λουθηρανούς τη θρησκευτική ειρήνη τής Νυρεμβέργης, αναβάλλοντας τη λύση ενός μεγάλου προβλήματος, προκειμένου να ασχοληθεί με ένα άλλο.50

Πολυάριθμες καταχωρήσεις στα ημερολόγια τού Σανούντο κατά τη διάρκεια τής άνοιξης και των αρχών τού καλοκαιριού (του 1532) περιέχουν μερικές φορές τρομακτικές αναφορές για τις τεράστιες προετοιμασίες τού Σουλεϊμάν και την τουρκική προέλαση «στην Ουγγαρία και προς τη Γερμανία» (in Hongaria et verso la Germania).51 Ο διοικητής τού τουρκικού στόλου, ο οποίος απέπλευσε καθώς ο στρατός τού σουλτάνου άρχισε να κινείται προς τα δυτικά, πήρε εντολή (τον Απρίλιο τού 1532) να μην προξενήσει ζημιά ή επιτεθεί σε ενετικά, γαλλικά και αγγλικά σκάφη.52 Στους Ενετούς έφτασε μια φήμη (που αναφέρθηκε στη Γερουσία στα μέσα Ιουλίου), «ότι ο Άρχοντας Τούρκος είχε άριστη και σταθερή κατανόηση με τον χριστιανικότατο βασιλιά [της Γαλλίας], στον οποίο είχε υποσχεθεί να τον κάνει αυτοκράτορα των χριστιανών, αν αυτό ήταν αποδεκτό από τούς άρχοντες τής Βενετίας και δεν το εμπόδιζαν εκείνοι».53

Οι Γερμανοί ηγεμόνες είχαν υποσχεθεί στον Κάρολο και τον Φερδινάνδο 40.000 πεζούς και 8.000 ιππείς (λίγο-πολύ) για υπηρεσία εναντίον των Τούρκων, εκτός από τη βοήθεια που αναμενόταν να έρθει από τη Βοημία, τη Μοραβία, ακόμη και την Ουγγαρία, αλλά ο Κάρολος φοβόταν ότι η υποστήριξη αυτή δεν θα ήταν αρκετή.54 Ο Κλήμης Ζ’, ενώ επικαλούνταν φτώχεια (και ήταν φτωχός), συγκέντρωνε χρήματα απ’ όπου μπορούσε για χρήση εναντίον των Τούρκων, ενώ ενημέρωσε δύο φορές τούς καρδινάλιους σε εκκλησιαστικά συμβούλια που συγκλήθηκαν στις αρχές Ιουνίου (1532), ότι καθένας από αυτούς έπρεπε να συνεισφέρει το μισό συνολικό (ετήσιο) εισόδημά του «για την άμυνα εναντίον των Τούρκων» (per la defensione contra el Turco). Έδωσε σε όλα τα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου το δικαίωμα να πωλούν εδάφη και άλλα περιουσιακά στοιχεία, που θα χρειαζόταν ενδεχομένως να γίνει για να καλύψουν τα ποσά που τούς είχε ζητηθεί να πληρώσουν.55

Ήταν πάντοτε προς το συμφέρον τού Καρόλου να διαφημίζει, ακόμη και να μεγαλοποιεί τον τουρκικό κίνδυνο, λόγω των επιπτώσεών του επί τής κοινής γνώμης στη Γερμανία. Ο Φραγκίσκος περιοριζόταν από τη συνθήκη τού Καμπραί στις διπλωματικές του σχέσεις τόσο με τα γερμανικά όσο και με τα ιταλικά κράτη, αν και τώρα επιδίωκε να αποκαταστήσει τις επαφές του με τούς Λουθηρανούς, τούς οποίους είχε αφήσει στη μοίρα τους υπογράφοντας τούς όρους τού Καμπραί. Εκπρόσωποι τού Καρόλου στη Ρώμη δήλωναν διαρκώς ότι ο Φραγκίσκος δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να προσφέρει βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Ο Φρανσουά ντε Ντιντεβίλ, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, έγραφε στον Ανν ντε Μονμορενσύ, τον μεγάλο μάγιστρο τής Γαλλίας, ότι λεγόταν ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την αφορισμό κάθε ηγεμόνα, που δεν θα βοηθούσε τον Φερδινάνδο στην Ουγγαρία κατά των Τούρκων. Ο Κλήμης Ζ’ επιδείκνυε τη συνήθη αναποφασιστικότητά του κάτω από πίεση. Όταν ο Ζαπόλυα αφορίστηκε, εικάζεται ότι απαλλάχτηκε τέσσερις ημέρες αργότερα.56 Στις αρχές τής άνοιξης (1532), όταν αναμενόταν ότι η τουρκική επίθεση θα συμπεριλάμβανε την Ιταλία, ο πάπας βρισκόταν σε σχεδόν καθημερινή συνεννόηση με αυτοκρατορικούς εκπροσώπους, φοβούμενος να ζητήσει γαλλική βοήθεια, επειδή ο Κάρολος είχε αποφασίσει να προχωρήσει χωρίς αυτήν. Μάλιστα σύμφωνα με τον Ντιντεβίλ, ο Κλήμης θεωρούσε ότι λίγες ελπίδες υπήρχαν να εξασφαλίσει τη δική του υπεράσπιση αν εμφανιζόταν ο Τούρκος, ενώ είχε πιθανότατα αποφασίσει να καταφύγει στην παπική πόλη τής Αβινιόν, παίρνοντας μαζί του όσα χρήματα και τιμαλφή μπορούσε και αφήνοντας όποιoν ήθελε να πολεμήσει για την Ιταλία (et laisser débatre l’ Italie à qui voudra). Οι φιλο-αυτοκρατορικοί ισχυρίζονταν ότι είχαν νέα από τη Βενετία ότι ο Τούρκος ερχόταν με την πλήρη γνώση τού βασιλιά τής Γαλλίας, τού οποίου ο πρεσβευτής βρισκόταν ακόμη και τότε στην Ισταμπούλ.57

Ο μεγάλος μάγιστρος Ανν ντε Μονμορενσύ και ο ναύαρχος Φιλίπ ντε Σαμπώ φέρονταν να έχουν ενθαρρύνει τον βασιλιά τους να διατηρήσει ειρήνη με τον Κάρολο και να ακολουθήσει αντι-τουρκική πολιτική, όπως άρμοζε σε Χριστιανικότατο βασιλιά (Rex Christianissimus). Όμως οι Τζερόμ Λάσκι και Αντόνιο Ρινκόν προωθούσαν πάντοτε τις ιταλικές φιλοδοξίες τού Φραγκίσκου, προσπαθώντας να τον θέσουν εναντίον τού αυτοκράτορα, τον οποίο μισούσαν και οι δύο. Μετά τη συνθήκη τού Καμπραί επίσημη πολιτική τής γαλλικής κυβέρνησης ήταν αυτή τής αντίθεσης προς τούς Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά ο Φραγκίσκος ακολουθούσε ιδιωτική πολιτική, την οποία διεκπεραίωνε (λίγο-πολύ κρυφά) ο Ρινκόν, ο οποίος υπηρετούσε ως Γάλλος πρεσβευτής στον Ζαπόλυα. Στόχος τού Ρινκόν ήταν μια γαλλική συμμαχία ή τουλάχιστον συνεννόηση με την Υψηλή Πύλη, τόσο κατά τής Ισπανίας και (με λουθηρανική βοήθεια) κατά τής αυτοκρατορίας των Γερμανών-Αψβούργων.

Στις αρχές Απριλίου 1532 ο Ρινκόν πέρασε από τη Βενετία στον δρόμο του προς τη Ραγούσα, ενημερώνοντας ακόμη και τον Γάλλο πρεσβευτή στη Γαληνοτάτη, τον Λαζάρ ντε Μπαιφ, ότι αποστολή του ήταν να αποτρέψει τον σουλτάνο από επίθεση κατά τής χριστιανοσύνης και να οργανώσει κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ Ζαπόλυα και Φερδινάνδου.58 Προφανώς ο Ρινκόν διατηρούσε το πιο αυστηρό απόρρητο ως προς την αποστολή του, ώστε να μη φτάσουν νέα γι’ αυτήν στον Μονμορενσύ και τον Σαμπώ. Οι οδηγίες που είχε ο Ρινκόν ήταν πιθανώς να ζητήσει από τον σουλτάνο να επιτεθεί στην Ιταλία, προκειμένου οι Γάλλοι να μπορέσουν να ανακτήσουν τη Γένουα και το δουκάτο τού Μιλάνου.

Αν και ο Ρινκόν καθυστέρησε από ασθένεια στη Ζάρα και αργότερα στη Ραγούσα,59 θα ήταν παράλογο να ελπίζουμε για επιτυχία του, ακόμη και αν βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση υγείας. Όμως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, που βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να διατηρεί τον Φραγκίσκο και τούς Αψβούργους σε αντίθεση, δεν ήταν δυνατό να αναμένεται ότι θα προτιμούσε να προωθήσει τα γαλλικά συμφέροντα αντί για τα δικά του. Σκόπευε να επιτεθεί στον Φερδινάνδο στην Αυστρία για να ενισχύσει την τουρκική κατοχή τής Ουγγαρίας και όχι να επιτεθεί στον αυτοκράτορα (και τον πάπα) στην Ιταλία, πράγμα που θα έδινε στον Φραγκίσκο την ευκαιρία να κατέβει στη χερσόνησο ως υπερασπιστής τής Αγίας Εκκλησίας και να καταλάβει παρεμπιπτόντως τη Γένουα και το Μιλάνο καθ’ οδόν, ενώ ο Κάρολος Ε’ θα ήταν πλήρως απασχολημένος με τουρκική εισβολή στην Απουλία ή τη Σικελία. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο Φραγκίσκος προσπαθούσε με κάποια επιτυχία να προσθέσει τούς αντιφρονούντες Καθολικούς δούκες τής Βαυαρίας στη Λουθηρανική Ένωση (του Σμαλκάλντεν) εναντίον των Αψβούργων, οι Γάλλοι φοβούνταν, μάλιστα ήξεραν, ότι η τουρκική διείσδυση στην Αυστρία θα έφερνε τον παραδοσιακό εχθρό τής χριστιανοσύνης πολύ κοντά στην πατρίδα. Για να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους, οι Γερμανοί κτηματίες θα κινητοποιούνταν για την υποστήριξη τού αυτοκράτορα και τού αδελφού του Φερδινάνδου.60 Στο μεταξύ ο Ιωάννης Ζαπόλυα παράδερνε, προσπαθώντας να καταλήξει σε κάποιου είδους συμφωνία με τον Φερδινάνδο, την ίδια στιγμή που στρεφόταν προς τη Γαλλία για βοήθεια εναντίον των Αψβούργων.

Αναμφίβολα ο Σουλεϊμάν υποψιαζόταν ότι δεν άξιζε τον κόπο να ασχολείται με την ουγγρική παράταξη που υποστήριζε τον Ζαπόλυα. Σε κάθε περίπτωση είχε ήδη ξεκινήσει στις 24-25 Απριλίου 1532 με μεγάλο στρατό για να επιτεθεί στην Αυστρία,61 αν και γνώριζε πολύ καλά ότι οι Λουθηρανοί καθώς και οι Καθολικοί θα κινητοποιούνταν στο πλευρό των Αψβούργων. Ως συνήθως όμως ο Σουλεϊμάν είχε καθυστερήσει από τις ισχυρές βροχοπτώσεις, οι οποίες τον είχαν επιβραδύνει αλλά δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν.62

Παρά τη σημερινή εύκολη πρόσβασή μας στα έγγραφα, αδημοσίευτα καθώς και δημοσιευμένα, ο Κλήμης Ζ’ ήταν αναμφίβολα καλύτερα ενημερωμένος για τις γαλλικές υποθέσεις (και ίσως και για τις δραστηριότητες τού Ρινκόν) απ’ όσο είμαστε σήμερα. Είχε έναν ανυποψίαστο και μη υποψιαζόμενο κατάσκοπο στη γαλλική αυλή, ενδεχομένως ένα βασιλικό γραμματέα. Την ημέρα τής Αναλήψεως (9 Μαΐου 1532), ο Γκαρσία ντε Λοάισα, ο Ισπανός καρδινάλιος τής Σιγκουέντσα, έγραφε από τη Ρώμη στον Φραvσίσκο ντε λος Κόμπος, τον γραμματέα και σύμβουλο τού Καρόλου Ε’, τα ακόλουθα ενδιαφέροντα γεγονότα:

Έχω πολλές φορές γράψει ότι ο πάπας έχει άτομο στη Γαλλία, που τον πληροφορεί για όλα τα μυστικά που έρχονται προς συζήτηση σε εκείνη την αυλή, και απ’ ό,τι μού λέει η Αγιότητά του, καθώς και απ’ ό,τι βλέπω ο ίδιος από τις επιστολές του, νομίζω ότι πρέπει να είναι κάποιος που ξέρει σχεδόν λιγότερα για τις υποθέσεις τους από όσα γνώριζε ο Χουάν Αλεμάν για τις δικές μας! Για τις πληροφορίες που παρέχει, ο πάπας τού δίνει εκατό δουκάτα τον μήνα (χωρίς να υπολογίζονται άλλες εξυπηρετήσεις). Όμως το εν λόγω πρόσωπο δεν γνωρίζει ότι οι αναφορές του φτάνουν στα μάτια τής Αγιότητάς του, γιατί η αναμετάδοση των πληροφοριών έρχεται μέσω ενός ανθρώπου εδώ [στη Ρώμη], ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να τού δίνει τα εκατό δουκάτα, προκειμένου να διατηρείται ενήμερος για τις [Γαλλικές] υποθέσεις, χωρίς να συνειδητοποιεί ο πληροφοριοδότης ότι οι αναφορές του μεταβιβάζονται….

Στις 6 Μαΐου (1532), συνεχίζει ο Λοάισα, ο πάπας τον κάλεσε και τού έδειξε μακροσκελή επιστολή από τον Γάλλο πληροφοριοδότη. Η επιστολή ήταν στα γαλλικά και δεδομένου ότι ο Λοϊάσα δεν ήξερε παρά ελάχιστα γαλλικά, ο πάπας ανέλυσε την επιστολή γι’ αυτόν φράση προς φράση και ένα πράγμα κατέστη σαφές από την επιστολή, που πήρε στον πάπα περισσότερο από μία ώρα για να τη μεταφράσει, συγκεκριμένα ότι ο Κάρολος Ε’ δεν είχε μεγαλύτερο και χειρότερο εχθρό στον κόσμο από τον βασιλιά τής Γαλλίας. Ακόμη και ο Τούρκος δεν έτρεφε τόσο βαθύ μίσος για τον Κάρολο, όσο ο Φραγκίσκος Α’, «και τολμώ να επιβεβαιώσω ότι είναι αλήθεια αυτό που είναι γραμμένο, ότι ο Τούρκος δεν έχει πιο αξιαγάπητο αδιάφορο» (y osaría afirmar que si es verdad lo que en ella viene escrito que el Turco no le tiene mas entrañable desamor).63 Στις 8 Ιουνίου ο Λοάισα έγραψε ξανά στον Κόμπος. Ο πάπας τού είχε δείξει κι άλλη επιστολή από τον Γάλλο πληροφοριοδότη και τού την είχε μεταφράσει. Ο πληροφοριοδότης πρέπει να βρισκόταν κοντά στον μεγάλο μάγιστρο Μονμορενσύ, γιατί τα γεγονότα έδειχναν να προέρχονται από αυτή την πηγή. Ο ενδιάμεσος μεταξύ πάπα και πληροφοριοδότη ζούσε στη Φλωρεντία. Η επιστολή ανέφερε ότι ο Τούρκος είχε οπωσδήποτε ξεκινήσει την πορεία του προς τα δυτικά. Δεν υπήρχε πια λόγος να προσπαθούν να το κρύψουν.64

Το γεγονός γινόταν γνωστό σε όλη την Ευρώπη. Η προέλαση τού σουλτάνου Σουλεϊμάν ήταν σταθερή, αν όχι γρήγορη. Ο Ρινκόν έφτασε στο στρατόπεδο τού σουλτάνου ακριβώς βορειοανατολικά τού Βελιγραδίου, προφανώς στον παραποτάμιο δρόμο για το Έσσεγκ (Όσιγιεκ), στις αρχές Ιουλίου. Έγινε δεκτός με σχεδόν βασιλικές τιμές στις 5 τού μηνός. Στο στρατόπεδο βρήκε τούς δύο Αυστριακούς απεσταλμένους, τον κόμη Λέοναρντ φον Νογκαρόλα και τον Γιόζεφ φον Λάμπεργκ, τούς οποίους, ύστερα από περίοδο εικονικής κράτησης, είχε υποδεχτεί ο Ιμπραήμ στις 12 Ιουνίου. Είχαν αποτύχει σε προσπάθεια να προλάβουν την τουρκική εκστρατεία προσφέροντας όρους, τούς οποίους ο Φερδινάνδος θεωρούσε αναμφίβολα γενναιόδωρους (οι Αψβούργοι δυσκολεύονταν να είναι γενναιόδωροι), αλλά τούς οποίους ο Ιμπραήμ είχε αρνηθεί χωρίς υπερβολική ευγένεια. Ο Ρινκόν είπε στους δύο απεσταλμένους, όταν δεν έδειξαν ενδιαφέρον για δική του παρέμβαση για λογαριασμό τους, ότι στην πραγματικότητα δεν είχε έρθει για να αναμιχθεί στις υποθέσεις τού κυρίου τους, αλλά μόνο για την ευημερία τής χριστιανοσύνης (… er war darum nit komen, das er unsers hern sachen wissen wolt, sonder der gemein Christenhait züguet).65

Υποψιάζεται κανείς ότι, με τη διπλωματική ευγένεια τής εποχής, ο Ρινκόν θα τούς είχε πράγματι προσφέρει οποιαδήποτε προσωπική βοήθεια μπορούσε. Στο πέρασμα των αιώνων οι πηγές εξακολουθούν να μαρτυρούν την ελκυστικότητα τής προσωπικότητάς του. Οι Τούρκοι τον συμπαθούσαν πολύ. Όταν είχε φύγει από τη Ραγούσα, το κράτος είχε αποδώσει κάθε τιμή, όπως μάς πληροφορεί αυτόπτης μάρτυρας, «και τού αξίζει μεγάλη τιμή, γιατί είναι γοητευτικός και γενναιόδωρος».66

Λέγεται ότι ο Ρινκόν είχε ζητήσει από τον Σουλεϊμάν να μην προχωρήσει στην εκστρατεία του «εναντίον των χριστιανών». Ένα μήνα αργότερα, πίσω στη Βενετία, ανέφερε ότι ο σουλτάνος είχε απαντήσει ότι

για την παλιά φιλία που είχε με τον οίκο τής Γαλλίας, θα είχε πρόθυμα αποσυρθεί ύστερα από αίτησή του, αν δεν είχε ήδη προελάσει τόσο πολύ, αλλά ότι [τώρα] θα έλεγε κανείς ότι αποσυρόταν φοβούμενος τον Κάρολο τής Ισπανίας, όπως τον αποκαλούν, και περαιτέρω ότι ήταν έκπληκτος που ο βασιλιάς υπέβαλλε τέτοιο αίτημα για λογαριασμό ενός ανθρώπου, που τον έχει αντιμετωπίσει τόσο άσχημα και που δεν ήταν χριστιανός,

γιατί ο Κάρολος είχε αλώσει τη Ρώμη, είχε φυλακίσει τον πάπα και μάλιστα κρατούσε για λύτρα «τον μεγάλο εκπρόσωπο τού Χριστού του» (le grand vicaire de son Christe).67 Η απάντηση τού σουλτάνου ήταν σύμφωνη με τη γαλλο-τουρκική προπαγάνδα, που στρεφόταν τότε κατά τού αυτοκράτορα. Η αποστολή Ρινκόν είχε τουλάχιστον κάποια επιτυχία. Προφανώς δόθηκαν εντολές να τεθεί ο τουρκικός στόλος στη διάθεση τού Γάλλου βασιλιά, αν ο Φραγκίσκος ήταν πρόθυμος να βγει ανοιχτά και να προσπαθήσει να ανακαταλάβει τη Γένουα και το Μιλάνο.68

Όσο για την προσπάθεια τού Φερδινάνδου να προλάβει εκστρατεία τού σουλτάνου, η αποστολή των Νογκαρόλα και Λάμπεργκ στην Πύλη ήταν η πέμπτη αυστριακή προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους σε τόσο πολλά χρόνια. Είχαν παραλάβει τις οδηγίες τους, στα λατινικά και τα γερμανικά, στο Ίννσμπρουκ στις 5 Νοεμβρίου 1531. Υπέβαλαν περιγραφή τής ανεπιτυχούς προσπάθειάς τους στο Λιντς στις 11-21 Σεπτεμβρίου 1532. Ο συγκεκριμένος σκοπός τής μετάβασής τους στην Υψηλή Πύλη ήταν να ζητήσουν παράταση τής ισχύουσας τότε εκεχειρίας ενός έτους (presentes inducie annates) για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και επίσης, αν αποδεικνυόταν εφικτό, να προσπαθήσουν να διευθετήσουν το επίμαχο πρόβλημα τής ουγγρικής διαδοχής. Ο Φερδινάνδος είχε ελπίσει ότι η εκεχειρία θα μπορούσε να παραταθεί για μια δεκαετία μετά τον θάνατο των δύο επιζώντων, μέχρις ότου τόσο ο ίδιος όσο και ο Σουλεϊμάν είχαν τελικά πάει σε όποιον παράδεισο τούς περίμενε.

Αν οι Τούρκοι έκαναν λόγο για φόρο υποτέλειας, πράγμα που έκαναν συνήθως, οι Νογκαρόλα και Λάμπεργκ μπορούσαν να προσφέρουν στον σουλτάνο μια «σύνταξη» (pensio), «λόγω τού γεγονότος ότι το βασίλειο τής Ουγγαρίας παραμένει στην κατοχή μας…» (cum hoc tamen quod Hungarie regnum nobis maneat possidendum….). Για την αναγνώριση τού βασιλικού δικαιώματος τού Φερδινάνδου στην κατοχή τής Ουγγαρίας, οι απεσταλμένοι μπορούσαν να προσφέρουν στον σουλτάνο σύνταξη (pensio) 20.000 δουκάτων το χρόνο. Αν οι Τούρκοι θεωρούσαν το ποσό αυτό ανεπαρκές, οι απεσταλμένοι μπορούσαν να προτείνουν 30.000, αν αρνιούνταν και αυτό 40.000, «και έτσι βαθμιαία» (et sic gradatim) να ανεβάζουν την προσφορά τους με κάθε άρνηση σε πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα «και τέλος εκατό χιλιάδες δουκάτα, χωρίς δυνατότητα περαιτέρω αύξησης» (et demum ad centum milia ducatorum, et non ultra transiri posset). Τα 100.000 δουκάτα (όχι ευκαταφρόνητο ποσό) θα αποτελούσαν το όριο. Όμως αν δεν υπήρχε ελπίδα να εξασφαλίσουν ολόκληρο το βασίλειο, οι απεσταλμένοι έπρεπε να επιδιώξουν την αναγνώριση εκείνου τού μέρους τής Ουγγαρίας, το οποίο κατείχε τότε ο Φερδινάνδος, μειώνοντας την προτεινόμενη σύνταξη (pensio) «στο μισό αυτού που προσφέρουμε για το σύνολο τού βασιλείου».

Οι πληρωμές, είτε για το σύνολο ή για το μισό τού βασιλείου, θα γίνονταν σε τέσσερις ετήσιες δόσεις, όπου η πρώτη θα ξεκινούσε τρεις μήνες μετά την εκπνοή τής τρέχουσας εκεχειρίας. Σε περίπτωση που οι Τούρκοι απαιτούσαν μεγαλύτερο από το καθορισμένο ποσό ή την κατοχή οποιουδήποτε τμήματος τής Ουγγαρίας κατείχε τότε ο Φερδινάνδος, οι απεσταλμένοι έπρεπε να δηλώσουν ότι η εξουσιοδότηση που είχαν δεν προέβλεπε την εκ μέρους τους αποδοχή αυτών των απαιτήσεων. Τόση ήταν η επιθυμία τού Φερδινάνδου για ειρήνη με τούς Τούρκους, που οι Νογκαρόλα και Λάμπεργκ μπορούσαν ακόμη και να συμφωνήσουν,

να γίνει εκεχειρία μεταξύ μας για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με την κατανόηση ότι ο Ιωάννης [Ζαπόλυα] τού Σέπες μπορεί να κατέχει και να είναι κύριος, για το διάστημα τής ζωής του, την Ουγγαρία και εκείνους τούς τόπους που κατείχε και ήταν κύριος μέχρι τώρα, ακόμη και με τον τίτλο τού βασιλιά τής Ουγγαρίας, αλλά χωρίς να παντρευτεί και τελειώνοντας τις μέρες του σε αγαμία.

Ο Φερδινάνδος ήταν μάλιστα διατεθειμένος να παραχωρήσει στον Ζαπόλυα ορισμένες οχυρωμένες πόλεις που βρίσκονταν τότε στα χέρια των Αψβούργων, αλλά όλα αυτά χωρίς να θίγονται τα κληρονομικά δικαιώματα τού Φερδινάνδου στο βασίλειο τής Ουγγαρίας. Όμως μετά τον θάνατο τού Ζαπόλυα ο Φερδινάνδος και οι διάδοχοί του θα ήσαν αδιαμφισβήτητοι βασιλείς τής Ουγγαρίας και ηγεμόνες των εξαρτήσεών της. Δεδομένου ότι ο Φερδινάνδος και ο βασιλικός καγκελλάριος Μπέρναρντ φον Κλες, ο καρδινάλιος επίσκοπος τού Τρεντ, καταλάβαιναν ότι η επιτυχία ή αποτυχία τής αποστολής των Νογκαρόλα και Λάμπεργκ εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την απόφαση τού Ιμπραήμ πασά, είχαν επίσης εξουσιοδοτηθεί να τού προσφέρουν ετήσια «σύνταξη» τεσσάρων έως δέκα χιλιάδων δουκάτων, αν έβλεπαν ότι θα τούς βοηθούσε πραγματικά να πετύχουν τον σκοπό τους.69

Στο Ίννσμπρουκ στις 3 Νοεμβρίου 1531 ο Μπέρναρντ φον Κλες, ο ηγεμόνας επίσκοπος τού Τρεντ και καγκελλάριος τού Φερδινάνδου, είχε γράψει ή τουλάχιστον εγκρίνει το κείμενο επιστολής προς τον Ιμπραήμ πασά, με το οποίο ζητιόταν η συνήθης «άδεια ασφαλούς διέλευσης μετάβασης και επιστροφής» (salvusconductus eundi et redeundi) για τούς Νογκαρόλα και Λάμπεργκ, αντικείμενο των οποίων θα ήταν η διαπραγμάτευση μιας «ένωσης, ειρήνης και φιλίας με τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη διάρκεια» (unio, pax et amicitia seu inducie longiores et firmiores), η οποία θα οδηγούσε στη σταθερότητα και ηρεμία τής Πύλης καθώς και των βασιλείων τού Φερδινάνδου.70 Η διπλωματική αλληλογραφία των Αψβούργων, όπως και οι αξιώσεις τους για παγκόσμια κυριαρχία, συντασσόταν συνήθως με αφ’ υψηλού ψευτοϋπερηφάνεια, που ενοχλούσε υπερβολικά τούς Τούρκους. Ο τουρκικός τρόπος έκφρασης ήταν ακόμη πιο μεγαλόστομος, αλλά ο Μεγάλος Τούρκος δεν ζητούσε παραχωρήσεις από τούς Αψβούργους.

Σε κάθε περίπτωση ο σουλτάνος, μέσω τού Ιμπραήμ πασά, είχε ήδη αρνηθεί να συνδιαλλαγεί με προηγούμενους Αυστριακούς απεσταλμένους και δεν θα δεχόταν ούτε ανακωχή, ούτε ειρήνη με τον Φερδινάνδο, εκτός αν ο τελευταίος εγκατέλειπε ολόκληρη την Ουγγαρία και τις εξαρτήσεις της.71 Χρειάστηκαν εβδομάδες για να δοθεί από την Υψηλή Πύλη άδεια ασφαλούς διέλευσης για τούς Νογκαρόλα και Λάμπεργκ.72 Συνέχιζαν να έρχονται νέα στην αυλή στο Ίννσμπρουκ για τις κολοσσιαίες προετοιμασίες των Τούρκων, «που θα έρθουν φέτος κατά τής χριστιανοσύνης».73

Στις 22 Ιουνίου (1532) είχε πια γίνει απολύτως σαφές ότι η αποστολή των Νογκαρόλα και Λάμπεργκ ήταν μάταιη, αλλά ο Φερδινάνδος μπορούσε να γράφει στην αδελφή του Μαρία, τη χήρα τού Λουδοβίκου Β’ τής Ουγγαρίας και τώρα αντιβασίλισσα τής Ολλανδίας, ότι ο αδελφός τους Κάρολος είχε μπορέσει να στρατολογήσει περίπου 40.000 άνδρες, 12.000 Λαντσκνέχτε, 10.000 Ισπανούς, 10.000 Ιταλούς, 4.000 πάνοπλους, 2.000 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και 3.000 ή 4.000 «πρωτοπόρους». Άλλες αυτοκρατορικές δυνάμεις (τις οποίες είχαν υποσχεθεί Γερμανοί άρχοντες) θα ήσαν περίπου 40.000 άνδρες. Περιλαμβανομένης τής βοήθειας από τη Βοημία, ο Φερδινάνδος έλπιζε ότι θα έβαζε ο ίδιος στο πεδίο τής μάχης περίπου 45.000 άνδρες. Ο αυτοκράτορας είχε σαρανταπέντε κανόνια. Τα έξοδα ήσαν τεράστια. Ο Φερδινάνδος έπρεπε να βρίσκει 130.000 χρυσά φλουριά τον μήνα. Δεν ήξερε πού να στραφεί. Ο Σουλεϊμάν προφανώς προχωρούσε τόσο γρήγορα, που ο Φερδινάνδος φοβόταν ότι οι χριστιανικές δυνάμεις δεν θα είχαν συγκεντρωθεί έγκαιρα για να τον αντιμετωπίσουν.74 Μάλιστα από το Έσσεγκ (Όσιγιεκ) στις 12 Ιουλίου ο ίδιος ο Σουλεϊμάν έγραψε στον Φερδινάνδο, για να τον διαβεβαιώσει για την τουρκική προέλαση.

Οι απεσταλμένοι σας έχουν έρθει μέχρι τα σύνορα τού βασιλείου τής Ουγγαρίας και εξήγησαν το αντικείμενο τής πρεσβείας τους στον μεγάλο μου βεζύρη Ιμπραήμ πασά, τον οποίο ο Θεός να φυλάει και να βοηθά να ευημερεί! Μού έχει πει τα πάντα, έτσι ώστε να καταλαβαίνω τι θέλετε. Να ξέρετε ότι ο σκοπός μου δεν είναι εναντίον σας, αλλά [ήταν] εναντίον τού βασιλιά τής Ισπανίας από τη στιγμή που πήρα με το σπαθί μου το βασίλειο τής Ουγγαρίας. Όταν θα έχουμε φτάσει στα γερμανικά σύνορά του, δεν θα είναι αρμόζον γι’ αυτόν να εγκαταλείψει τις επαρχίες και τα βασίλειά του σε εμάς και να τραπεί σε φυγή, γιατί οι επαρχίες των βασιλέων είναι σαν τις ίδιες τις συζύγους τους. Και είναι ασυνήθιστη απρέπεια, αν αφεθούν από τρεπόμενους σε φυγή συζύγους να πέσουν θύματα ξένων. Ο βασιλιάς τής Ισπανίας έχει εδώ και πολύ καιρό διακηρύξει ότι θέλει να αναλάβει δράση κατά των Τούρκων, αλλά είμαι εγώ εκείνος, που με τη χάρη τού Θεού, προελαύνω με τον στρατό μου εναντίον του. Αν είναι άνδρας με θάρρος, ας με περιμένει στο πεδίο τής μάχης και το ζήτημα θα λυθεί με τον τρόπο που θέλει ο Θεός. Αν όμως επιλέξει να μην περιμένει τον ερχομό μου, ας στείλει φόρο υποτέλειας στην αυτοκρατορική μου Μεγαλειότητα. Αλλά έχετε στείλει απεσταλμένους, για να επιδιώξουν ειρήνη και φιλία με την αυτοκρατορική μου Μεγαλειότητα. Αν κάποιος επιδιώκει ειρήνη με εμάς με ειλικρίνεια και καλή πίστη, σωστό είναι εμείς να μην την αρνηθούμε. Εμείς οι ίδιοι επιδιώκουμε ειρήνη με τον καθένα, με ειλικρίνεια και καλή πίστη. Να ξέρετε ότι έχουμε δώσει άδεια στους απεσταλμένους σας να φύγουν, σύμφωνα με το έθιμό μας, ενώ τούς έχουμε πει τα πάντα αρκετά ανοιχτά.75

Παρά τις τυμπανοκρουσίες με τις οποίες ξεκίνησε, η πολύ απειλητική εκστρατεία τού Σουλεϊμάν, το 1532 παρέπαιε σε χωλή κατάληξη. Η απάντηση στην έκκληση των Αψβούργων ήταν αρκετά μεγάλη —και οι δαπάνες κεφαλαίων από τον αυτοκράτορα αρκετά γενναιόδωρες— ώστε να συγκεντρωθεί πολύ μεγάλος και πολύ πιθανόν αποτελεσματικός στρατός μέσα και κοντά στη Βιέννη. Με τη σχεδόν καταστροφική αποτυχία τού 1529 κατά νου, ο Σουλεϊμάν και ο Ιμπραήμ πασάς κινούνταν στα χωράφια και τα δάση γύρω από το Γκυνς, το σύγχρονο Κέσεγκ στη δυτική Ουγγαρία, σχεδόν στα αυστριακά σύνορα, μόλις εξήντα μίλια (σε ευθεία γραμμή) νότια τής Βιέννης. Ο αυτοκράτορας είχε παραμείνει στο Ρέγκενσμπουργκ, απ’ όπου στις 12 Αυγούστου ο Ενετός πρέσβης Μαρκ’ Αντόνιο Κονταρίνι έγραφε στη Σινιορία ότι στις 6 τού μηνός ο Τούρκος είχε στρατοπεδεύσει, και είχε αρχίσει την πολιορκία μιας οχυρωμένης πόλης που ονομαζόταν Μπιζ, δηλαδή Γκυνς, μιας από τις περισσότερες από δώδεκα παραλλαγές τού ονόματός της, που εμφανίζονται σε σημειώματα και επιστολές που διασώζονται στα Hμερολόγια τού Σανούντο (Bers, Ginz, Sabaria, Grinas, Schrips, Guns, κλπ.).

Το Γκυνς κρατούσε δύναμη υπό τις διαταγές τού Κροάτη στρατιωτικού και διπλωμάτη Νίκολας Γιούρισιτς, τον οποίο ο Κονταρίνι παρουσιάζει (αναμφίβολα εσφαλμένα) ως βέβαιο ότι θα μπορούσε να κρατήσει την πόλη, η οποία λεγόταν ότι ήταν ισχυρή και είχε εφόδια που θα επαρκούσαν για έξι μήνες. Όμως αναφέρει επίσης ότι η τουρκική εμπροσθοφυλακή (antiguarda), δεύτερη ομάδα (secunda squadra) και oπισθοφυλακή (retroguarda) αριθμούσαν περίπου 220.000 άνδρες, εκτός από 16.000 ή 18.000 γενίτσαρους, ενώ ο Λοντοβίκο Γκρίττι περίμενε στις πτέρυγες (στη Βούδα) με 130.000 Τατάρους, Μολδαβούς και Βλάχους. Επιπλέον τούς Τούρκους ακολουθούσαν αμέτρητοι σκαπανείς, ενώ έσυραν με τον συρμό αποσκευών τους τεράστιο πυροβολικό (infiniti guastatori, … artelloria infinita).76

Eπιστολές προς Μάντουα στις 9 και 13 Αυγούστου (1532), επίσης από το Ρέγκενσμπουργκ, έχουν παρόμοιο περιεχόμενο, με την ενδιαφέρουσα προσθήκη ότι «αναφέρεται ότι κάποιο ιππικό τού εχθρού έχει ήδη εντοπιστεί στο [Βίνερ] Νόιστατ, το οποίο απέχει μικρή απόσταση από τη Βιέννη και ήταν τόπος διαμονής των προκατόχων των Μεγαλειοτήτων τους, καθώς και τόπος ταφής ολόκληρου τού οίκου τής Αυστρίας».77 Το Βίνερ Νόιστατ βρίσκεται στην πραγματικότητα περίπου στο μέσον μεταξύ Βιέννης και Γκυνς (Κέσεγκ), το οποίο Γκυνς τώρα για πρώτη και ίσως για τελευταία φορά βρισκόταν στο επίκεντρο τής ιστορίας. Και ήταν ο ηρωισμός τού Νικολάου Γιούρισιτς αυτός που το τοποθέτησε εκεί.

Το Γκυνς ήταν τόπος χωρίς σημασία. Μια μαντοβάνικη επιστολή από το Ρέγκενσμπουργκ στις 24 Αυγούστου (1532), προσδίδοντας στην πόλη ένα από τα δέκα περίπου ονόματά της, την περιγράφει ως «κάστρο που ονομάζεται Σριπς, κάστρο στα όρια τής Αυστρίας και τής Στυρίας, … τόπο με πολύ μικρή σημασία, που φυλάσσεται μόνο από χωρικούς» (un castello chiamato Schrips, castello in confin di l’ Austria et de la Styria, … il qual loco è de pochissimo momento, et guardato solo dai paesani). Όμως ο Γιούρισιτς και οι «χωρικοί» του ακινητοποίησαν ολόκληρο τον τουρκικό στρατό για περισσότερο από τρεις εβδομάδες, καθώς η μια επίθεση μετά την άλλη συναντούσε σθεναρή αντίσταση. Τα πυρά τού πυροβολικού γκρέμιζαν τμήματα των τειχών, αλλά δεν πετύχαιναν την παράδοση. Την τουρκική υπονόμευση των τειχών εξουδετέρωνε η αντίθετη υπονόμευση. Οι Αψβούργοι και οι υποστηρικτές τους πανηγύριζαν με την παράλογη σύγχυση των Τούρκων: «Αυτοί οι κύριοι είναι πολύ χαρούμενοι και με πολύ καλές ελπίδες, βλέποντας τα κακά αποτελέσματα που έχουν προκύψει από μια μικρή επιχείρηση, όπως αυτή τού εν λόγω κάστρου, ενώ κάθε μέρα ο φόβος τους γίνεται μικρότερος» (Questi signori stanno molto aliegri et con bonissima speranza, vedendo il malo effeto che li sortisse de una piccola impresa, come quella del soprascrito castello, et si teme ogni dì meno di loro).78 Αν οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να πάρουν το Γκυνς, τότε σίγουρα δεν μπορούσαν να πάρουν τη Βιέννη, η οποία ήταν αναμφίβολα ο κύριος στόχος τους.79

Ο Γιούρισιτς κράτησε μέχρι τις 28-29 Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι, εντυπωσιασμένοι από το θάρρος των υπερασπιστών και θέλοντας να διασφαλίσουν τη φήμη τους, τούς χορήγησαν ασυνήθιστα ευνοϊκούς όρους παράδοσης. Όμως τώρα πια ήταν πολύ αργά για να προσπαθήσουν να θέσουν τη Βιέννη υπό πολιορκία.80 Ο σουλτάνος πιθανώς, ή μάλλον σίγουρα, έλπιζε ότι θα ερχόταν αυτοκρατορικός στρατός σε επικουρία τού Γκυνς, παρέχοντάς του την ευκαιρία για μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση. Σε κάθε περίπτωση τώρα αποσυρόταν από το σκηνικό τής δεύτερης μεγάλης ταπείνωσής του, λεηλατώντας τη Στυρία καθώς έφευγε. Ενώ οι επιδρομείς του ή ακιντζή προκαλούσαν τον όλεθρο στην ύπαιθρο με φωτιά και σπαθί, υπέστησαν επίσης οι ίδιοι περισσότερες από μία δαπανηρές αποτυχίες. Στις 19 Σεπτεμβρίου ένα μεγάλο απόσπασμα ακιντζή παγιδεύτηκε και πολλοί σκοτώθηκαν από τις συμμαχικές αυστριακές και γερμανικές δυνάμεις στην κοιλάδα τού Τρίστινγκ, νότια και όχι μακριά από τη Βιέννη, μεταξύ Έντσεσφελντ και Λέμπερσντορφ. Όσοι διέφυγαν, μαζί με διάφορους άλλους, δέχτηκαν επίθεση και εκμηδενίστηκαν σε αιματηρές συγκρούσεις στις περιοχές γύρω από το Βίνερ Νόιστατ και το Νοϋνκίρχεν.81 Σίγουρα πιο λυπημένος και ίσως σοφότερος, ο Σουλεϊμάν επέστρεψε στην Ισταμπούλ λίγο μετά τα μέσα Νοεμβρίου (1532).82 Στο μεταξύ ο Κάρολος Ε’, ο οποίος είχε κουραστεί από τούς Λουθηρανούς και τούς Τούρκους, είχε πάει στην Ιταλία, όπου ήθελε για μια ακόμη φορά να διαβουλευτεί με τον Κλήμεντα Ζ’, γιατί είχε γίνει σαφές εδώ και μήνες ότι, παρά την οικονομική βοήθεια που είχε προσφέρει εναντίον των Τούρκων, ο Κλήμης κινούνταν και πάλι προς συνεννόηση με τη Γαλλία.83

Ο τουρκικός στόλος δεν ήταν πιο επιτυχής εκείνο το έτος από τον στρατό ξηράς, επιχειρώντας όχι πιο δυτικά από την Κέρκυρα. Την προέλασή του σταμάτησε ο Αντρέα Ντόρια, ο οποίος πήρε το μεγάλο κάστρο στον λόφο πάνω από την Κορώνη ύστερα από πολιορκία λίγων ημερών στις 25 Σεπτεμβρίου (1532), ενώ τρεις περίπου βδομάδες αργότερα κατέλαβε την Πάτρα με αντίστοιχη ταχύτητα.84 Το αποτέλεσμα τής αυστριακής εκστρατείας τού Σουλεϊμάν, οι επιτυχίες τού Ντόρια στον Μοριά και ιδιαίτερα τα σχέδια που γίνονταν στην Πύλη για ανανέωση τού πολέμου με την Περσία, όλα οδηγούσαν τούς Τούρκους στην προοπτική προσωρινής ειρήνης με τούς Αψβούργους.

Μάλιστα, οι Αψβούργοι ωφελήθηκαν περισσότερες από μία φορά από την πρακτική τού σουλτάνου να συνοδεύει τα στρατεύματά του σε σημαντικές εκστρατείες. Ο γιος τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, ο Σελήμ Β’, ήταν ο πρώτος στη μακρά οθωμανική σειρά που ανέθετε συνήθως τη στρατιωτική ανώτατη διοίκηση και από τη δική του εποχή η πειθαρχία και η αποδοτικότητα των γενιτσάρων, των σπαχήδων και των άλλων στρατιωτών μειώθηκε αισθητά. Όμως υπό τον Σουλεϊμάν, όπως και υπό τούς προκατόχους του, ήταν προφανώς δύσκολο για την Υψηλή Πύλη να εξαπολύει μεγάλης κλίμακας πολέμους τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό μέτωπο, γιατί ήταν πέρα ακόμη και από τις εξυψωμένες ικανότητες, τις οποίες οι ποιητές και χρονικογράφοι απέδιδαν στον Σουλεϊμάν, να πορεύεται ταυτόχρονα σε αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι ο πόλεμος με την Περσία θα σήμαινε ειρήνη με την Αυστρία.

Η τουρκική απειλή ήταν πάντοτε ένα από τα κυριότερα προβλήματα στα μυαλά εκείνων, που επιδίωκαν την ασφάλεια τής Ανατολικής Ευρώπης και τής Ιταλίας. Ένα κονκορδάτο στο οποίο κατέληξαν ο Κλήμης Ζ’ και ο Κάρολος Ε’ στις 24 Φεβρουαρίου 1533 στη Μπολώνια ύστερα από διαπραγμάτευση, προέβλεπε ότι ο πάπας έπρεπε να διατηρεί τρεις γαλέρες και ο αυτοκράτορας έντεκα και «ότι έπρεπε να είναι έτοιμοι για κάθε ανάγκη … όχι μόνο για λογαριασμό τής Ιταλίας, αλλά για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη». Ο πάπας θα ζητούσε βοήθεια από τούς άλλους ηγεμόνες και θα προσπαθούσε να πείσει τούς Ιωαννίτες να υπερασπιστούν την Κορώνη και τούς άλλους τόπους, τούς οποίους είχε καταλάβει ο Αντρέα Ντόρια στο όνομα τού αυτοκράτορα και τούς οποίους ο τελευταίος ήταν πρόθυμος να παραδώσει στους Ιωαννίτες «για το καλό τής χριστιανικής κοινοπολιτείας». Συμφωνήθηκε ότι η ειρήνη τής Ευρώπης εξαρτιόταν από εκείνη τής Ιταλίας και ότι ούτε ο πάπας ούτε ο αυτοκράτορας θα έδιναν σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη το πρόσχημα ή την ευκαιρία να παρέμβει στις ιταλικές υποθέσεις. Αν η ανηψιά τού πάπα, η Αικατερίνη των Μεδίκων, παντρευόταν γιο τού βασιλιά τής Γαλλίας, ο τελευταίος έπρεπε να υποστηρίξει τη σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου, να υποσχεθεί βοήθεια εναντίον των Τούρκων και να τηρήσει τη δέσμευσή του απέναντι στον αυτοκράτορα με βάση τις συνθήκες τής Μαδρίτης και τού Καμπραί.85 Η συμφωνία φαινόταν ότι στρεφόταν εναντίον τού βασιλιά τής Γαλλίας όσο και εναντίον τού σουλτάνου τής Τουρκίας, όπως οι Γάλλοι γνώριζαν καλά.86

Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία τού Καρόλου από τη Βιέννη προς τη Μπολώνια μέχρι το τέλος φθινοπώρου τού 1532 στην πλούσια σειρά των Μυστικών Εγγράφων Γερουσίας (Senatus Secreta) στα ενετικά Αρχεία.87 Ο Κλήμης είχε φτάσει στη Μπολώνια στις 8 Δεκεμβρίου (1532), συνοδευόμενος από πολλούς καρδινάλιους. Ο Κάρολος έφυγε από τη Μάντουα στις 8 και έφτασε στη Μπολώνια στις 13 τού μηνός. Μια βδομάδα αργότερα βρίσκονταν σε προχωρημένες συζητήσεις. Στις 4 Μαρτίου (1533) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Πιέτρο Ζεν, τον πρεσβευτή και υποβαΐλο τους στην Ισταμπούλ, τις λεπτομέρειες τής νέας «ένωσης για την υπεράσπιση τής Ιταλίας». Κάθε μέλος τής Ένωσης έπρεπε να συνεισφέρει συγκεκριμένο ποσό, ο πάπας 30.000 δουκάτα, «στα οποία καταλαβαίνει κανείς ότι συμπεριλαμβάνεται η Φλωρεντία», ο αυτοκράτορας 35.000, ο δούκας τού Μιλάνου 15.000, οι Γενουάτες 8.000, ο δούκας τής Φερράρας 10.000, οι Σιενέζοι 8.000 και οι Λουκκέζοι 4.000. Τα επτά μέλη τής Ένωσης θα διέθεταν 25.000 δουκάτα το χρόνο ανά μερίδα για τη συντήρηση των «διοικητών τού πολέμου», ενώ στην περίπτωση εισβολής στην Ιταλία δεσμεύονταν να συνεισφέρουν 100.000 δουκάτα το μήνα «ως δόση για τα ανωτέρω χρήματα» (per rata delli denari sopraditti). Ο Αντόνιο ντε Λέυβα, ο γενναίος γέρος φιλο-αυτοκρατορικός, εκλέχτηκε γενικός διοικητής τής Ένωσης, «η οποία συνήφθη και υπογράφηκε στη Μπολώνια στις 27 τού περασμένου Φεβρουαρίου» (la qual fu conclusa et sigillata in Bologna alli XXVII Fevrer preterito). Η Βενετία είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στη νέα ένωση, αλλά ο Κάρολος Ε’ και ο Κλήμης αναγνώριζαν τη «συνομοσπονδία που συνήφθη στις 23 Δεκεμβρίου 1529 μεταξύ τής Αγιότητάς του, τής Μεγαλειότητάς του [Κάρολος] και τής Σινιορίας μας» (confederation fatta a XXIII Decembre MDXXIX tra sua Santità et Maestà et la Signoria nostra). Ο Κάρολος έφυγε από τη Μπολώνια όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις, «ελπίζοντας να μπορέσει να περάσει το Πάσχα στη Βαρκελώνη».88

Στις 5 Μαρτίου (1533) η Γερουσία εφοδίασε τον υποβαΐλο της —και φυσικά τούς Τούρκους— με πρόσθετες πληροφορίες. Σύμφωνα με τα τελευταία νέα από τη Μπολώνια, η μηνιαία συνεισφορά των συμμετεχόντων στην ένωση, «σε περίπτωση εισβολής στην Ιταλία» (in caso fusse invasa Italia), παρέμενε ακόμη 100.000 δουκάτα. Τα επτά αρχικά μέλη επιβαρύνονταν τώρα ως εξής: Ο Κλήμης 20.000 δουκάτα, ο Κάρολος Ε’ 35.000, ο δούκας τού Μιλάνου 15.000, ο δούκας τής Φερράρας 8.000, οι Γενουάτες 3.000, οι Σιενέζοι 2.000 και οι Λουκκέζοι 1.000, δηλαδή συνολικά 84.000 δουκάτα, αφήνοντας προφανές έλλειμμα 16.000, το οποίο θα συγκεντρωνόταν από αλλού σε περίπτωση στρατιωτικής ανάγκης. Ο δούκας τής Σαβοΐας είχε επίσης γίνει μέλος τής Ένωσης, «για το κράτος που κατέχει στην Ιταλία», όπως και ο δούκας τής Μάντουας, αν και ο τελευταίος δεν επρόκειτο να δεσμευτεί για οποιαδήποτε οικονομική συνεισφορά. Διορίστηκαν δύο οικονομικοί επίτροποι για να εργαστούν με τον Αντόνιο ντε Λέυβα ως γενικό διοικητή τής Ένωσης, ο Φραντσέσκο Γκουτσαρντίνι για τον πάπα και (για τον αυτοκράτορα) ο Φερράντε Γκονζάγκα, αδελφός τού Φεντερίκο δούκα τής Μάντουα (γιοι και οι δύο τής Ισαβέλλας ντ’ Έστε, η οποία παρακολουθούσε τη διαδικασία με μητρική ικανοποίηση). Αλλά η αναμετάδοση όλων αυτών των πληροφοριών δεν γινόταν για να κρατήσει τον υποβαΐλο απλώς ενημερωμένο για τη μεταβαλλόμενη ροή των γεγονότων στην πατρίδα. Το αντίθετο μάλιστα, «όλα έπρεπε να κατανοηθούν από την Υψηλή Πύλη και τον υπέροχο Ιμπραήμ!» (il tuto farete intender a quella Excelsa Porta et magnifico Imbraym!). Έπρεπε να πει στην Υψηλή Πύλη και στον Ιμπραήμ πασά όλα όσα είχε μάθει η Γερουσία για τη νέα συμμαχία για την υπεράσπιση τής Ιταλίας.89

Οι Ενετοί, πιασμένοι στη μέση ως συνήθως, φοβούνταν μήπως προσβάλουν κανέναν, ιδιαίτερα τον Τούρκο. Στις 5 Απριλίου (1533) ο Τομμάζο Κονταρίνι παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του από τον δόγη, για να πάει ως πρέσβης τής Δημοκρατίας στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ενώ ο Νικκολό Τζουστινιάν παρέλαβε δεύτερη αποστολή, να πάει ως νέος βαΐλος στην Ισταμπούλ. Ο Κονταρίνι έπρεπε να συγχαρεί τον Σουλεϊμάν και τούς πασάδες για την ασφαλή επιστροφή τους στον Βόσπορο [από την πολιορκία τού Γκυνς], να εκφράσει την ευχαρίστηση τής Βενετίας για την «ευημερία και την ευτυχή επιτυχία των υποθέσεων του» (prosperità et felice successo delle cose sue) και να διαβεβαιώσει όλους στην Πύλη ότι οι πολίτες και οι υπήκοοι τής Δημοκρατίας ήσαν και θα παρέμεναν για τούς Τούρκους «αληθινοί, καλοί και αιώνιοι φίλοι» (veri, boni, et perpetui amici). Έπρεπε να επιβεβαιώσει την τήρηση από τούς Ενετούς τής ειρήνης τους με τούς Τούρκους και να τονίσει (αν ο υποβαΐλος Πιέτρο Ζεν θεωρούσε ότι θα ήταν χρήσιμη η επανάληψη), «ότι … δεν έχουμε λάβει μέρος σε αυτή την τελευταία ένωση που συνήφθη στη Μπολώνια, ούτε στην τελική της διευθέτηση και δημοσίευση, ούτε στη διαπραγμάτευσή της ή σε οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με αυτήν».90

Ο αυτοκράτορας και ο πάπας φαινόταν ότι τα πήγαιναν πολύ καλά μαζί, ενώ οι Γάλλοι δεν ήσαν οι μόνοι που αισθάνονταν ενόχληση με μερικές από τις συνέπειες τού κονκορδάτου. Στις 8 Απριλίου 1533 ο αρχιμανδρίτης και η συνέλευση των κληρικών τού καθεδρικού τού Τολέδο απεύθυναν έντονη διαμαρτυρία προς τον πάπα για τις επανειλημμένες και υπέρογκες επιβολές που είχε επιτρέψει αυτός να αποσπάσει ο Κάρολος από τις ισπανικές εκκλησίες, με το πρόσχημα εκστρατείας εναντίον των Μαυριτανών στην Αφρική. Τα τελευταία χρόνια, πέρα από τούς φόρους δεκάτης και τις επιδοτήσεις που είχαν εισπραχθεί από άλλους πάπες, ο ίδιος ο Κλήμης είχε εγκρίνει δύο φορές τη συλλογή τού ενός τετάρτου όλων των εκκλησιαστικών εισοδημάτων σε ολόκληρη την Ισπανία, πράγμα που ήταν δυσβάσταχτο φορτίο. Τεράστιο χρηματικό ποσό είχε συγκεντρωθεί μέσα σε τρία χρόνια. Αν εκείνοι από τούς οποίους είχαν αποσπαστεί αυτά τα χρήματα διατηρούσαν ψυχραιμία και υπομονή, ο λόγος βρισκόταν στην πεποίθησή τους ότι αυτές οι επιβολές θα ήσαν τελικές και ότι δεν θα υποβάλλονταν σε περαιτέρω τέτοιες επιβαρύνσεις. Όμως τώρα ερχόταν η ανήκουστη είδηση ότι η Αγιότητά του είχε επιτρέψει όχι επιδότηση, όχι φόρο δεκάτης, ούτε καν εισφορά ενός τέταρτου, αλλά στην πραγματικότητα «ανήκουστη παραχώρηση» (inaudita concessiο) τού μισού από το σύνολο των εκκλησιαστικών εισοδημάτων, πράγμα που μετέτρεπε το καθεστώς των Ισπανών κληρικών από εκείνο των ελεύθερων ανθρώπων σε καθεστώς δουλείας απέναντι στο στέμμα.91 Ύστερα από τη σκληρή φορολογία των προηγουμένων παπικών θητειών, ο αρχιμανδρίτης και η συνέλευση των κληρικών είχαν ελπίσει ότι η άνοδος τού Κλήμεντα στον παπικό θρόνο θα έφερνε δικαιότερες και καλύτερες μέρες, αλλά φαινόταν (όπως το έθεταν) ότι απλώς είχαν πηδήξει από τα κάρβουνα στις φλόγες.92

Θα χρειαζόταν έργο με πρόθεση ευρύτερη από αυτήν τού παρόντος τόμου, προκειμένου να αναφερθούν όλες οι πολύ ενδιαφέρουσες και σημαντικές επιστολές, που είναι γνωστό ότι είχαν σταλεί στην παπική κούρτη εκείνη την εποχή. Αλλά μια επιστολή τού Στέφεν Μπρόντεριτς τής 8ης Μαΐου 1533, απευθυνόμενη στον Κλήμεντα Ζ’, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Γράφει στον Κλήμεντα ότι ζούσε τότε ως επίσκοπος τού Φυνφκίρχεν (Πετς) στην Ουγγαρία. Οι κουραστικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Φερδινάνδου και Ιωάννη Ζαπόλυα καθυστερούσαν, αλλά φυσικά και οι δύο βασιλείς έπρεπε τελικά να αποδεχτούν τις διαθέσεις τού Τούρκου σουλτάνου για το ουγγρικό βασίλειο. Οι συνθήκες ήσαν άθλιες. Οι Τούρκοι βρίσκονταν μόνο τρία ή τέσσερα μίλια μακριά. «Μακάρι ο καλός Θεός να κρατά πάντοτε την Αγιότητά σας ευτυχή και ασφαλή».93

Παρά το κονκορδάτο τής Μπολώνια ο πάπας Κλήμης Ζ’ ήταν πολύ ανήσυχος κάτω από την κυριαρχία τού Καρόλου Ε’, ο οποίος είχε οργανώσει την ιταλική ένωση εναντίον τού Οθωμανού σουλτάνου και τού βασιλιά τής Γαλλίας. Ο Κλήμης κοίταζε ακόμη προς τη γαλλική αυλή, όπου διατηρούσαν γι’ αυτόν την κολακευτική προσδοκία τού γάμου τής ανηψιάς του Αικατερίνης των Μεδίκων με πρίγκηπα τού βασιλικού οίκου. Στις 10 Φεβρουαρίου 1533 ο Κλήμης είχε χορηγήσει στον Φραγκίσκο Α’ δύο φόρους δεκάτης, που θα συγκεντρώνονταν από τη Γαλλία και τη Βρεττάνη, την Προβηγκία και το Ντωφίν, για να τονώσει το υποτιθέμενο πάθος του να αναλάβει εκστρατεία εναντίον των Τούρκων.94 Οι δύο φόροι δεκάτης ήσαν επίσης η αρχή μιας νέας προσέγγισης μεταξύ Κλήμεντα και Φραγκίσκου. Μάλιστα, ρίχνοντας προς στιγμή μια ματιά στο μέλλον, ο Κλήμης σχημάτισε σύντομα ένα είδος οικογενειακής συμμαχίας με τον βασιλιά, ο οποίος θυμόταν την παλιά κατανόηση μεταξύ Φλωρεντίας και Γαλλίας. Παρά τις επίμονες αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο Κλήμης κανόνισε να συναντηθεί προσωπικά με τον Φραγκίσκο. Φεύγοντας από τη Ρώμη στις 9 Σεπτεμβρίου (1533), ο Κλήμης απέπλευσε από το Λιβόρνο στις 5 Οκτωβρίου και έφτασε στη Μασσαλία στις 11 τού μηνός. Τού επιφυλάχτηκε μεγάλη υποδοχή την επόμενη μέρα. Ο Φραγκίσκος εισήλθε στην πόλη στις 15 Οκτωβρίου, με «την πιο όμορφη [είσοδο] που έχει γίνει στη ζωή τού ανθρώπου» (la plus belle [entrée]) qui fut faite de vie d’ homme). Στις 28 Οκτωβρίου ο Ερρίκος [Β’] τής Ορλεάνης, ο «δεύτερος γιος τής Γαλλίας» (second fils de France), παντρεύτηκε την Αικατερίνη των Μεδίκων, «δούκισσα τού Ουρμπίνο». Ο ίδιος ο Κλήμης έκανε την τελετή. Η Αικατερίνη θα έπαιζε δυστυχή προφανή ρόλο στη μετέπειτα ιστορία τής Γαλλίας.

Για έναν ολόκληρο μήνα ο πάπας και ο βασιλιάς συζητούσαν, αλλά παραμένει αβέβαιη η πλήρης έκταση των δεσμεύσεων που ανέλαβε καθένας απέναντι στον άλλο. Όμως στις 7 Νοεμβρίου, προς απογοήτευση των φιλο-αυτοκρατορικών στην κούρτη, ο Κλήμης δημιούργησε τέσσερις Γάλλους καρδινάλιους, τούς Ζαν Λεβενέρ, Κλωντ ντε Ζιβρύ, Οντέ ντε Κολινύ και Φιλίπ ντε λα Σαμπρ, ενώ δεκαοκτώ περίπου μήνες αργότερα, μετά τον θάνατο τού Κλήμεντα, ο Κάρολος Ε’ κατηγορούσε (με επιστολή του από τη Βαρκελώνη στις 19 Απριλίου 1535) ότι, όταν βρισκόταν στη Μασσαλία, ο Κλήμης είχε αποδεχτεί την ιδέα μιας γαλλικής συνεργασίας με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν και μάλιστα την είχε «επικυρώσει» παρουσία μάρτυρα, πράγμα που φαίνεται απίθανο. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, ο Κλήμης δεν ένιωθε εντελώς άνετα σε γαλλικό έδαφος. Απέπλευσε για την πατρίδα στις 12 Νοεμβρίου και βρισκόταν πίσω στη Ρώμη ένα μήνα αργότερα.95

Προφανώς δεν υπήρχε πιθανότητα αποτελεσματικής ένωσης των χριστιανικών δυνάμεων εναντίον των Τούρκων. Παρ’ όλα αυτά η εκστρατεία τού σουλτάνου Σουλεϊμάν το φθινόπωρο τού 1532 είχε πάει άσχημα. Αν και γιόρταζε φανταστικές νίκες μετά την επιστροφή του στην Ισταμπούλ (στα μέσα Νοεμβρίου), ήταν διατεθειμένος για ειρήνη με τον Φερδινάνδο, τού οποίου ο απεσταλμένος Τζερόμ τής Ζάρα, μεγαλύτερος αδελφός τού Νικολάου Γιούρισιτς, έγινε δεκτός ενώπιον τού αυτοκράτορα στις 14 Ιανουαρίου 1533, την τέταρτη μέρα μετά την άφιξή του στην τουρκική πρωτεύουσα.96 Λίγο πρόωρα ίσως, ο Τζερόμ έγραφε σε περιχαρείς τόνους προς την ισπανική φρουρά στην Κορώνη (στις 20 Ιανουαρίου) και προς τον Φερδινάνδο (στις 21 τού μηνός), ενημερώνοντας τον τελευταίο, «ότι εγώ, με τη χάρη τού Θεού, έχω διαπραγματευτεί και επικυρώσει την πολυπόθητη και τιμητική, ένδοξη, χρήσιμη και μακρά ειρήνη μεταξύ τού γαληνότατου και πολύ ανίκητου αυτοκράτορα των Τούρκων και τής ιερής βασιλικής σας Μεγαλειότητας» (che io per la gratia de Dio ho fata et confirmata la tanto desiderata et honorevole, gloriosa, utile et longa pace tra il serenissimo et invictissimo imperatore de Turchi et vostra sacra regia Maestà). Ο Σουλεϊμάν έβλεπε τώρα τον Φερδινάνδο σαν δικό του παιδί, ενώ έβλεπε τη σύζυγο τού Φερδινάνδου Άννα και την αδελφή του Μαρία σαν κόρες του. Η φρουρά στην Κορώνη έπρεπε να σταματήσει κάθε δραστηριότητα εναντίον των Τούρκων, επειδή (έγραφε ο Τζερόμ) είχε συμπεριλάβει τον αυτοκράτορα Κάρολο στην ειρήνη «για κάποιο χρονικό διάστημα» (per uno certo tempo).97

Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε διατάξει όλους τούς πασάδες του, τούς σαντζακμπέηδες, τούς βοεβόδες και τούς υπηκόους του να απέχουν από εχθροπραξίες σε όλα τα μέτωπα, ενώ ανέμενε από τούς χριστιανούς αντιπάλους του να κάνουν το ίδιο. Ούτε ο Λοντοβίκο Γκρίττι ούτε ο Ιωάννης Ζαπόλυα έπρεπε να επιτίθενται ή να παρενοχλούν με άλλο τρόπο εδάφη και υπηκόους τού Φερδινάνδου. Ο γιος τού Τζερόμ, ο Βεσπασιάν τής Ζάρα, είχε πάει στην αυλή τού Φερδινάνδου με Τούρκο απεσταλμένο, για να καταγράψει τις διαθέσεις των Αψβούργων στις λεπτομέρειες των όρων τους για ειρήνη. Βδομάδα με τη βδομάδα ο Τζερόμ έγραφε επιστολές προς (μεταξύ άλλων) τον Γιόχαν Κατσιάνερ, διοικητή τής Λιουμπλιάνας και στρατιωτικό διοικητή στην Καρνιόλα και την Κάτω Αυστρία, τον διοικητή τού Γκραν (Έστεργκομ) Τόμας ντε Λατσάνο, τον υποδιοικητή τού Φιούμε (Ριγιέκα) Γιόχαν Ρίτσαν, τον αυτοκρατορικό ναύαρχο Αντρέα Ντόρια και την επίμονη φρουρά τής Κορώνης, παρακαλώντας όλους τούς παραλήπτες να τηρούν την εκεχειρία.98 Οι Ισπανοί, εγκατεστημένοι με ασφάλεια στο φρούριο στο ύψωμα τής Κορώνης, φαινόταν πιθανό να ανατρέψουν την καλή δουλειά τού Τζερόμ. Είχαν μάλιστα πάρει επιστολή από αυτόν, σταλμένη μέσω τού φλαμπουλάρη τού Μοριά, αλλά απάντησαν στις 15 Φεβρουαρίου (1533) ότι βρίσκονταν στην Κορώνη για να φρουρούν την πόλη και να πολεμούν τούς Τούρκους. Αυτό ήταν το καθήκον τους και δεν είχαν καμία άλλη επιλογή παρά να το κάνουν, μέχρι να τούς διατάξει ο αυτοκράτορας Κάρολος κάτι διαφορετικό.99 Στις 4 Φεβρουαρίου (1533) ο Σουλεϊμάν είχε φύγει από τον Βόσπορο για να πάει για κυνήγι με τον Ιμπραήμ πασά στην Αδριανούπολη (Εντίρνε). Κατ’ εντολή τού σουλτάνου είχε γράψει ο Τζερόμ τής Ζάρα οκτώ από τις επιστολές (από τις 11 έως τις 28 Φεβρουαρίου), στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε. Από την Αδριανούπολη ο Τζερόμ ενημερώθηκε ότι ένοπλα χριστιανικά σκάφη είχαν εντοπιστεί στο Αρχιπέλαγος. Πήρε εντολή να γράψει και πάλι στην ισπανική φρουρά στην Κορώνη και να τούς προειδοποιήσει να μη «παρενοχλούν» υπηκόους τού σουλτάνου. Ο Τζερόμ όντως έγραψε (στις 28 τού μηνός), όχι μόνο στην φρουρά στην Κορώνη, αλλά και στους διοικητές των αυτοκρατορικών και παπικών γαλερών στο Αιγαίο.100 Δόθηκαν αντίγραφα των επιστολών στον Ιμπραήμ πασά. Σύμφωνα με τον Τζερόμ, οι Ενετοί παρέμβαιναν διαρκώς στις σχέσεις του με την Υψηλή Πύλη, «διεγείροντας και παραπληροφορώντας» (stimulatione et mala informatione). Στο μεταξύ ο Λοντοβίκο Γκρίττι είχε μόλις γράψει από τη Βούδα ότι οι Φερδινάνδος και Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας είχαν στείλει απεσταλμένους σε αυτόν και στον Ιωάννη Ζαπόλυα «για να διαπραγματευτούν ειρήνη».

Πολύ δικαιολογημένα, οι Τούρκοι άρχιζαν να γίνονται καχύποπτοι με το γεγονός ότι επιδιωκόταν ειρήνη «σε δύο μέρη» (in duabus partibus). Ο σουλτάνος ήταν «ο κύριος και το να κάνει ειρήνη ήταν δική του δουλειά». Ο Τζερόμ διατηρούσε τον Φερδινάνδο ενημερωμένο και συνέχιζε πολύ καλά, «βλέποντας ότι υπήρχαν τόσο πολλές διαμάχες και τόσα πολλά άτομα που ζητούσαν να σπάσει αυτή η ειρήνη».101

Την 1η Απριλίου (1533), μετά το δείπνο, ο Ιμπραήμ πασάς, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ισταμπούλ, έστειλε να φωνάξουν τον Τζερόμ, ο οποίος έφτασε λίγο πριν από τον Ενετό «βαΐλο», αν και ο Ιμπραήμ δέχτηκε πρώτα τον Ενετό, τον οποίο (με πολιτικό τρόπο) ο Τζερόμ παραλείπει από την αναφορά του προς τον Φερδινάνδο. Ο εν λόγω Ενετός ήταν ο Πιέτρο Ζεν, πρέσβης τής Δημοκρατίας και υποβαΐλος. Ο ίδιος ο Ζεν περίμενε μία ώρα μέχρι να εμφανιστεί ο Ιμπραήμ, ενώ όταν εμφανίστηκε, ο μεγάλος βεζύρης και ο υποβαΐλος κλείστηκαν μέσα μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Ιμπραήμ δεν είχε αγάπη για τον Κάρολο Ε’, όπως καθιστά σαφές ο Ζεν στη μακροσκελή επιστολή που έγραψε προς τη Σινιορία στις 3 Απριλίου, «…και είπε πολλά λόγια εναντίον τής Ισπανίας» (…molte parole disse contra Spagna). Ο Τζερόμ περίμενε τρεις ώρες καβάλα στο άλογό του έξω από την είσοδο τής κατοικίας τού Ιμπραήμ, κατά πάσα πιθανότητα στην αυλή. Ο Σουλεϊμάν είχε κατασκευάσει πριν από περίπου μια δεκαετία ως δώρο προς τον «Μακμπούλ», τον «Ευνοούμενο», την κατοικία τού Ιμπραήμ ή συγκρότημα κατοικιών, που βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά τού Ιπποδρόμου.

Όταν ο Τζερόμ έγινε τελικά δεκτός, βρήκε τον μεγάλο βεζύρη με ευγενική αλλά παράξενη διάθεση. Ο Ιμπραήμ έδωσε στον Τζερόμ δύο επιστολές από τούς διοικητές τής Κορώνης (την επιστολή τής 15ης Φεβρουαρίου και μια άλλη τής 12ης Μαρτίου). Ζήτησε συγγνώμη που τις είχε ανοίξει, «γιατί δεν συνήθιζαν οι Τούρκοι να ανοίγουν επιστολές άλλων ανθρώπων», αλλά είχε σκεφτεί ότι τον αφορούσαν. Διαμαρτυρόταν

ότι εκείνοι που βρίσκονταν στην Κορώνη συμπεριφέρονταν άσχημα και δεν τηρούσαν την εκεχειρία και ότι είχαν βγει από την πόλη και λεηλατήσει τα ακόλουθα μέρη και συγκεκριμένα την πόλη (castellum) τής Καλαμάτας, την περιοχή γύρω από την πόλη «Μιζέουρε» (;) (Miseure), καθώς και ένα χωριό κοντά στο Ζόνκιο [Ναυαρίνο], έχοντας επίσης συλλάβει κάποιους Τούρκους….

Ο Ιμπραήμ έλεγε ότι ο Τζερόμ έπρεπε να γράψει και πάλι στην Κορώνη, «παραδεχόμενος επίσης αυτό, ότι οι δικοί του σαντζακμπέηδες δεν ήσαν πάντοτε συνετοί». Κι έτσι ο Τζερόμ έγραψε και πάλι, στις 3 Απριλίου, παραδίδοντας την επιστολή (ως συνήθως) στον Ιμπραήμ, για να τη στείλει στην Κορώνη μέσω τού φλαμπουλάρη τού Μοριά, «επιστολή την οποία ο Ιμπραήμ άνοιξε και δεν μεταβίβασε».102

Το πρωί τής 6ης Απριλίου (1533) ο Ιμπραήμ πασάς έστειλε πρώτα ένα κρατικό κλητήρα ή αγγελιοφόρο (τσαούς) και στη συνέχεια δεύτερο, για να πει στον Τζερόμ τής Ζάρα τι είχαν συζητήσει ο σουλτάνος και ο Ιμπραήμ. Σύμφωνα με τούς πληροφοριοδότες τού Τζερόμ, ο εξοργισμένος σουλτάνος ήταν διατεθειμένος να ξαναπάρει την Κορώνη δια τής βίας, καθώς και να διατάξει την καταστροφή τής Εκκλησίας τού Παναγίου Τάφου, την κατεδάφιση όλων των άλλων χριστιανικών εκκλησιών, καθώς και την εκδίωξη όλων των χριστιανών ιερέων, μοναχών και εμπόρων από την οθωμανική επικράτεια. Είπαν στον Τζερόμ ότι έπρεπε να στείλει επιστολές για το θέμα αυτό στον Κάρολο Ε’, στον Φερδινάνδο, στον Κλήμεντα Ζ’, καθώς και σε όλους τούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες, στους οποίους νόμιζε ότι έπρεπε να φτάσουν τέτοιες επιστολές. Την ίδια μέρα, στις 6 τού μηνός, ο Τζερόμ έγραψε στον Φερδινάνδο, διαμαρτυρόμενος για την «υπερηφάνεια και αλαζονεία» (superbia et arrogantia) των Ισπανών στην Κορώνη, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει τέσσερις φορές έξω από την πόλη με φούστες, σε παράλογες επιθέσεις εναντίον των Τούρκων. Είχαν αγνοήσει τις συμβουλές τού Τζερόμ και τις επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες του και τώρα υπήρχε κίνδυνος να βάλουν ολόκληρο τον κόσμο στη φωτιά ενός πολέμου μεγαλύτερου από ποτέ.

Ο σαντζακμπέης τού Μοριά είχε καταθέσει τα όπλα του, αλλά οι απερίσκεπτοι τυχοδιώκτες στην Κορώνη, παρακινούμενοι σε μεγάλο βαθμό από πλεονεξία, είχαν επιτεθεί στα εδάφη του, συλλαμβάνοντας ανθρώπους του και αποκομίζοντας μικρό, ποταπό κέρδος από τις άνομες ενέργειές τους. Ο Τζερόμ είχε διαβεβαιώσει τούς Τούρκους ότι αυτή η εξωφρενική συμπεριφορά δεν ήταν συνέπεια ούτε τής επιθυμίας ούτε των εντολών τού Φερδινάνδου, τού Καρόλου ή τού Κλήμεντα, κανείς από τούς οποίους δεν γνώριζε τι έκαναν «εκείνοι τής Κορώνης» (quelli da Corron). Όμως ο Ιμπραήμ είχε διαβεβαιώσει τον Τζερόμ ότι η Πύλη θα περίμενε δυόμιση μήνες για την αποδοχή από τούς Αψβούργους των συμφωνημένων όρων τής ειρήνης. Ο Τζερόμ έδωσε την επιστολή του, υπογεγραμμένη και ασφράγιστη, σε έναν από τούς αγγελιοφόρους, «για να τη μεταφέρει στο ντιβάνι, δηλαδή στο συμβούλιο των Τούρκων». Έλεγε επίσης στον Ιμπραήμ ότι ήταν αμήχανος από την ξαφνική οργή που είχε μόλις συναντήσει. Αν στις επιστολές του δεν είχε πει αρκετά ή δεν είχε πει αυτό που ήθελαν οι Τούρκοι, έπρεπε απλώς να τού το πουν. Αν είχε πει πάρα πολλά ή κάτι δυσάρεστο, έπρεπε να τον ενημερώσουν και θα βελτίωνε τη στάση του.

Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Ιμπραήμ πασάς έστειλε τον διερμηνέα Γιουνούς μπέη, τον γνωστό απεσταλμένο στην Ενετική Σινιορία, για να πει στον Τζερόμ ότι αν ήθελε κατά τις άγιες μέρες (του Πάσχα, που έπεφτε στις 13 Απριλίου 1533) να παρακολουθήσει χριστιανικές λειτουργίες στο Πέρα ή την πόλη τού Γαλατά, «δεν υπήρχε πρόβλημα μαζί τους». Αν ήθελε να περάσει στην Ισταμπούλ ή να πάει αλλού από τη στεριά, ο Ιμπραήμ θα τού έδινε άλογα και κατάλληλη φρουρά. Αν ήθελε να πάει με σκάφος (στον ευχάριστο ανοιξιάτικο καιρό) ή να δει τα κάστρα κατά μήκος τής ακτής τής Μαύρης Θάλασσας, για να ανακουφιστεί από την ανία τής αναμονής τής επιστροφής τού Τούρκου απεσταλμένου, ο οποίος είχε πάει στην αυλή τού Φερδινάνδου με τον γιο τού Τζερόμ, τον Βεσπασιάν, δεν είχε παρά να τού το πει και οι Τούρκοι θα ετοίμαζαν φούστα ή γαλέρα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο. Ο Τζερόμ ευχαρίστησε τούς οικοδεσπότες του, αλλά είπε ότι δεν ήθελε να πάει πουθενά: «Όταν τον ρώτησαν γιατί, απάντησε ότι δεν είχε έρθει να δει τη χώρα τους, αλλά για να εκτελέσει τα καθήκοντα για τα οποία τον είχε επιλέξει ο κύριός του».103

Καθώς ο Τζερόμ τής Ζάρα περίμενε υπομονετικά την επιστροφή τού Τούρκου απεσταλμένου, ο οποίος είχε πάει στη Βιέννη, ο Λοντοβίκο Γκρίττι επέστρεψε στην Ισταμπούλ από την Ουγγαρία (στις 29 Απριλίου 1533) και συναντήθηκε με τον Ιμπραήμ πασά στις 3 Μαΐου. Δύο μέρες αργότερα ο Ιμπραήμ έστειλε μήνυμα στον Τζερόμ ότι έπρεπε να βρεθεί με τον Γκρίττι για να συζητήσουν την προτεινόμενη ειρήνη. Ο Τζερόμ συναντήθηκε λοιπόν με τον Γκρίττι, ο οποίος ξεκίνησε λέγοντας ότι ήταν εκπρόσωπος (μεσολαβητής) τού Ιμπραήμ, καθώς και απεσταλμένος τού Ιωάννη Ζαπόλυα, «και ότι το βασίλειο τής Ουγγαρίας ανήκε στον βασιλιά Ιωάννη, προβάλλοντας πολλούς λόγους υπέρ τού βοεβόδα του». Ο σουλτάνος είχε δώσει την Ουγγαρία στον βασιλιά Ιωάννη και είχε επιβεβαιώσει την παραχώρηση περισσότερες από δέκα φορές. Ο Τζερόμ έπρεπε απλώς να αναθεωρήσει ή να αποσύρει τη βάση πάνω στην οποία ο ίδιος είχε την πρόθεση να διαπραγματευτεί την ειρήνη, γιατί η θέση του δεν θεμελιωνόταν σε γεγονότα ή κείμενα. Ο Γκρίττι άφηνε το ζήτημα τής Ουγγαρίας ως εύκολα επιλυόμενο (το βασίλειο ανήκε στον Ζαπόλυα). Το πρόβλημα ήταν με ποιον τρόπο μπορούσε να γίνει ειρήνη με τον αυτοκράτορα. Δεν πίστευε ότι ο Κάρολος θα επέστρεφε την Κορώνη, χωρίς την οποία οι Τούρκοι δεν θα δέχονταν την ειρήνη, «και έτσι δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποιος τρόπος για να επιτευχθεί ειρήνη».

Ο Τζερόμ αρνιόταν τη νομιμότητα τής ανόδου τού Ζαπόλυα στον θρόνο τής Ουγγαρίας και ισχυριζόταν ότι ο σουλτάνος απένειμε μάλιστα τώρα το στέμμα τού Αγίου Στεφάνου στον Φερδινάνδο,

και τον είχε δεχτεί ως γιο του και ότι ο Ιμπραήμ πασάς είχε δηλώσει με τόσο πολλά λόγια και είχε υποσχεθεί ότι θα συνιστούσε να πείσει και ο Λοντοβίκο Γκρίττι τον βοεβόδα προς τον σκοπό αυτό, δηλαδή να παραιτηθεί από το βασίλειο και το στέμμα υπέρ [του Φερδινάνδου,] τής βασιλικής του μεγαλειότητας των Ρωμαίων…

Ο Τζερόμ έλεγε στον Γκρίττι ότι ο Ιμπραήμ πίστευε ότι το ουγγρικό πρόβλημα ήταν δυνατό να επιλυθεί με αυτόν τον τρόπο. Διαφορετικά το βασίλειο θα διαιρούνταν, πράγμα που θα ήταν συνεπές με την υπόσχεση τού σουλτάνου. Σε κάθε περίπτωση ο βοεβόδας δεν θα ζούσε πολύ περισσότερο, γιατί ήταν ήδη γέρος, «και τού είχε δοθεί υπόσχεση για το βασίλειο μόνο για τη διάρκεια τής ζωής του». Ο Γκρίττι είχε ήδη προτείνει να μη γράψει ο Τζερόμ τίποτε από αυτά (nisi ore ad os), στο οποίο ο τελευταίος απάντησε ότι ο λόγος ενός μεγάλου ηγεμόνα τον δέσμευε.

Όσο για την Κορώνη, ο Τζερόμ δεν είχε προσφέρει την πόλη στους Τούρκους. Ο πασάς είχε ζητήσει την επιστροφή της και είχε προτείνει (σύμφωνα με τον Τζερόμ) ότι με την επιστροφή τής πόλης, τού πυροβολικού που είχαν καταλάβει οι χριστιανοί και των αιχμαλώτων που είχαν πάρει, οι Τούρκοι θα έκαναν ειρήνη με τον Κάρολο Ε’ για πέντε ή επτά χρόνια, «και θα τον δέχονταν ως αδελφό, όπως είχαν δεχτεί τον βασιλιά τής Γαλλίας». Περίμεναν την απάντηση τού Καρόλου. Ο Γκρίττι αναγνώριζε ότι έπρεπε να μάθει τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων: «Αν ήμουν εδώ, οι υποθέσεις δεν θα είχαν εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα μιλήσω με τον πασά, ενώ εμείς θα βρεθούμε πολλές φορές αργότερα». Όμως ο Τζερόμ είχε καταφέρει να κατευνάσει τον Γκρίττι σε κάποιο βαθμό, γιατί η αποχαιρετιστήρια βολή τού τελευταίου σε αυτή την περίπτωση ήταν «σας βρίσκω πολύ πιο επιδέξιο απ’ όσο με είχαν οδηγήσει να πιστέψω οι Ούγγροι και ορισμένοι Γερμανοί!»104

Στις 6 Μαΐου (1533) ο Λοντοβίκο Γκρίττι είπε στον Τζερόμ ότι είχε μιλήσει με τον Ιμπραήμ πασά. Είχαν συμφωνήσει ότι τίποτε δεν μπορούσε να γίνει ούτε χρειαζόταν να ειπωθεί μέχρι την επιστροφή τού Βεσπασιάν τής Ζάρα με τον Τούρκο απεσταλμένο, «με την απόφαση τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά, γιατί αν αυτοί οι τελευταίοι καταλήξουν σε κάποια άλλη απόφαση, όλες οι προσπάθειες που καταβάλλουμε εδώ θα έχουν ακυρωθεί». Σχεδόν τρεις εβδομάδες αργότερα (στις 25 Μαΐου), ο Ιμπραήμ έστειλε και πάλι να φωνάξουν τον Τζερόμ. Ο Βεσπασιάν είχε επιστρέψει από τη Βιέννη. Συνόδευσε τον πατέρα τού στο σπίτι τού Ιμπραήμ. Ο Τζερόμ ρώτησε τον πασά πώς τα είχε πάει ο Τούρκος απεσταλμένος στην αυλή τού Φερδινάνδου. Άραγε είχε επιβεβαιώσει ότι ίσχυαν όσα ο Τζερόμ είχε δηλώσει και υποσχεθεί για λογαριασμό τού Φερδινάνδου; «Σε αυτά ο Ιμπραήμ απάντησε ναι» (Ad quod ipse Imbrahimus respondit quod sic). Ο πασάς είπε «Ναι», οπότε ο Τζερόμ τού παρέδωσε τα κλειδιά τού Γκραν (Στριγκόνια): «Εδώ είναι τα κλειδιά που εσείς και ο σουλτάνος ζητήσατε ως απόδειξη τής καλής πίστης και σταθερότητας τής Μεγαλειότητάς του…».

Ο Ιμπραήμ πασάς γέλασε και έκανε νεύμα στον Τζερόμ να κρατήσει τα κλειδιά. Έτσι κι αλλιώς η παράδοση των κλειδιών ήταν απλώς σύμβολο υποταγής. Αφού οι Τούρκοι δεν είχαν ζητήσει την παράδοση τού φρουρίου τού Γκραν στην κορυφή τού λόφου, ο Τζερόμ έδωσε αργότερα στον Ιμπραήμ το δώρο που είχε στείλει ο Φερδινάνδος. Ο Ιμπραήμ εξέφρασε χαρά καθώς και ευχαριστίες, ενώ ο Τζερόμ είπε ότι ο Φερδινάνδος εννοούσε το δώρο «ως σημάδι αδελφικότητας» (in signum fraternitatis), γιατί η Μεγαλειότητά του θεωρούσε τον πασά ως μεγαλύτερο αδελφό του. Τώρα όμως ο Τζερόμ εξηγούσε ότι ο Κορνέλιους Ντουπλίκιους Σέππερ, o «εταίρος και συνάδελφός του» (socius et collega) είχε φτάσει στην Ισταμπούλ. Στο εξής έπρεπε να ασκεί τις δραστηριότητες τού κυρίου του από κοινού με τον συνάδελφό του Σέππερ. Θα περίμεναν να τούς καλέσει ο Ιμπραήμ όταν έκρινε σκόπιμο. Ο Ιμπραήμ ήθελε να μάθει αν οι απεσταλμένοι των Αψβούργων είχαν τώρα επιστολή από τον αυτοκράτορα Κάρολο. «Ο Τζερόμ απάντησε ότι είχαν» (Respondit illi Hieronymus quod sic), «με το οποίο έδειξε πολύ ευχαριστημένος και διέταξε να έρθουν σε ακρόαση την επόμενη μέρα».105

Οι Αψβούργοι απεσταλμένοι είχαν όντως επιστολή τού Καρόλου Ε’ προς τον σουλτάνο. Ήταν γραμμένη στην Αλεσσάντρια τής βόρειας Ιταλίας στις 26 Μαρτίου 1533. Αρχίζοντας με τούς εβδομήντα περίεργους τίτλους και εδαφικές διεκδικήσεις τού Καρόλου, όπως το βασίλειο τής Ιερουσαλήμ, το δουκάτο τής Αθήνας και η ηγεμονία τής Τρίπολης, η επιστολή ενέκρινε την τρέχουσα διάθεση τού σουλτάνου υπέρ τής ειρήνης και τόνιζε το κληρονομικό δικαίωμα τού Φερδινάνδου στο βασίλειο τής Ουγγαρίας. Ο σουλτάνος θα εύρισκε τον Κάρολο διατεθειμένο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, τις οποίες ένας καλός ηγεμόνας ήταν υποχρεωμένος να εκπληρώνει απέναντι σε άλλο, «και όση φιλία [η Γαληνότητά σας] θα έχει δείξει προς τον δικό μας γαληνότατο αδελφό, θα θεωρούμε ότι την έχει δείξει προς εμάς προσωπικά».106

Σίγουρα ο Κάρολος είχε εξετάσει προσεκτικά μια επιστολή που θα πήγαινε στον σουλτάνο. Η επιστολή ήταν όπως ο ίδιος ο Κάρολος, συγκρατημένη και ευγενική, με περισσότερη ψυχρότητα παρά γοητεία. Ο Σέππερ είχε φέρει και τη δική του επιστολή διαπιστευτηρίων και αντιπροσώπευσης από τον Φερδινάνδο, η οποία όχι μόνο έκανε τον Σέππερ πλήρη εταίρο τού Τζερόμ στις κοινές τους «αρμοδιότητες, δυνάμεις και εξουσίες» (facultas, auctoritas et potestas), αλλά επικύρωνε επίσης όλες «τις πράξεις, τα λόγια και τις ενέργειες» (acta, facta, dicta et gesta) τού Τζερόμ. Και μαζί με την διαπιστευτήρια επιστολή τού Σέππερ έρχονταν δύο νέες επιστολές από τον Φερδινάνδο, απευθυνόμενες στον σουλτάνο και στον Ιμπραήμ πασά.107 Ο Φερδινάνδος έλπιζε ότι πείθοντας τον αδελφό του Κάρολο να επιστρέψει την Κορώνη στους Τούρκους, θα μπορούσε να παρακινήσει τον καινούργιο «πατέρα» του, τον Σουλεϊμάν, να αναγνωρίσει το «κληρονομικό του δικαίωμα» στην Ουγγαρία. Όμως θα ακούσουμε περισσότερα γι’ αυτό σε λίγο, γιατί έχουμε πια έρθει σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και τεκμηριωμένα επεισόδια στη μακρά ιστορία των αυστρο-τουρκικών διπλωματικών σχέσεων, των πρώτων μάλιστα που κατέληξαν σε ειρήνη, τουλάχιστον για λίγο.

Αν και ο Τζερόμ είχε γράψει στον Φερδινάνδο και στους Αψβούργους διοικητές για την «ειρήνη» που είχε διαπραγματευτεί, ο Σουλεϊμάν αρχικά ήταν απρόθυμος να προχωρήσει πιο πέρα από ανακωχή. Θα μετέτρεπε την ανακωχή σε ειρήνη, όταν θα τού παραδίδονταν τα κλειδιά τής ουγγρικής πόλης Γκραν ως δείγμα υπακοής. Τον πρώτο Τούρκο απεσταλμένο στη Βιέννη είχε υποδεχτεί σε μεγάλη τελετή ο Φερδινάνδος, που καθόταν σε θρόνο καλυμμένο με χρυσοΰφαντο ύφασμα, κάτω από περίτεχνο κουβούκλιο. Ύστερα από την αναχώρηση τού Τούρκου για την πατρίδα του (στις 31 Μαρτίου 1533) είχε ξεκινήσει ο Κορνήλιος Σέππερ για την Υψηλή Πύλη. Ήταν αυτός που είχε φέρει τα κλειδιά τού Γκραν στην Ισταμπούλ, για να ικανοποιήσει την απαίτηση τού σουλτάνου για ειρήνη.108

Η ακρόαση των Αυστριακών απεσταλμένων με τον Ιμπραήμ πασά ήρθε, για κάποιο λόγο, μια μέρα αργότερα από εκείνη που είχε προβλεφθεί. Οι Τζερόμ και Σέππερ συναντήθηκαν με τον Ιμπραήμ οι τρεις τους (a trois) στις 27 Μαΐου (1533), στην πρώτη από οκτώ τέτοιες συζητήσεις, τέσσερις με τον Ιμπραήμ και τέσσερις με τον Λοντοβίκο Γκρίττι, κατά τη διάρκεια περιόδου επτά εβδομάδων. Όπως έχει πει ο φον Χάμμερ-Πούργκσταλ, τα έγγραφα που σχετίζονται με αυτές τις συναντήσεις αποτελούν πολύ σημαντική πηγή και όχι μόνο για τη διπλωματία τής εποχής. Μάς δίνουν επίσης, σύμφωνα με τα λόγια τού ίδιου τού Ιμπραήμ, μια εικόνα για τον χαρακτήρα του, με όλη την «έπαρση, αλαζονεία, πονηριά και κραταιότητα».109 Κατά την πρώτη συνάντησή τους με τον Ιμπραήμ, μίλησε πρώτος ο Σέππερ, «χαιρετίζοντας τον πασά στο όνομα τού βασιλιά και αδελφού Φερδινάνδου…» (salutavitque Bassam nomine Ferdinandi Regis ut fratris…). Έφερνε στον πασά τούς ευλαβικούς χαιρετισμούς από τον Φερδινάνδο, ως προς μεγάλο αδελφό. Ύστερα από την ανταλλαγή των συνηθισμένων τυπικών αβροτήτων, ο Ιμπραήμ ξεκίνησε μια σχεδόν αγόρευση. Τίποτε δεν ήταν καλύτερο από την ειρήνη, έλεγε, όπως ανέπτυσσε τις κακουχίες και τη φρίκη τού πολέμου, ενώ πέρασε γρήγορα στο ζήτημα τής ισχύος τού σουλτάνου.

Οι Τούρκοι μπορούσαν να καλύψουν τη γη με τα στρατεύματά τους και να συνεχίσουν τον πόλεμο για πάντα, γιατί ο δικός τους στρατός ξηράς δεν τούς κόστιζε τίποτε, τρόπος τού λέγειν, αφού οι στρατιώτες τους πληρώνονταν τον ίδιο μισθό τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου. Κάποτε οι γενίτσαροι πληρώνονταν μισό άσπρο τη μέρα. Τώρα έπαιρναν περισσότερα, αλλά κανένας τους δεν έπαιρνε περισσότερα από οκτώ άσπρα τη μέρα. Ο ναυτικός πόλεμος προϋπέθετε φυσικά δαπάνες, αλλά οι πόροι τού σουλτάνου ήσαν τόσο μεγάλοι, που το κόστος γινόταν ελάχιστα αισθητό (sed lam magnas esse opes ut minime ientiri possit). Μόνο την προηγούμενη μέρα ο σουλτάνος τον είχε διατάξει να αποσύρει από τούς Οθωμανικούς λογαριασμούς το ισοδύναμο 2.000.000 δουκάτων «για να στείλει στρατό στην Ιταλία». Η Υψηλή Πύλη είχε υπό τις διαταγές της «σαράντα χιλιάδες Τάταρους, που μπορούσαν να καταστρέψουν ολόκληρο τον κόσμο…», ενώ ο σουλτάνος είχε αποφασίσει να τούς στείλει στην Ιταλία, μαζί με στρατό 300.000 ανδρών. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοια δύναμη;

Ο Ιμπραήμ πασάς διαβεβαίωνε τούς Τζερόμ και Σέππερ ότι ο ίδιος είχε γλιτώσει τούς χριστιανούς από ατέλειωτη ροή αίματος. Είχε βοηθήσει πολλές χιλιάδες γυναικών, παιδιών και άλλων να βρουν τον δρόμο προς την ελευθερία, ακόμη και υποχρεώνοντάς τους να διαφύγουν κρυφά στο δάσος τη νύχτα «για να ξεφύγουν από τα χέρια των Τούρκων». Είχε κάνει τέτοια πράγματα, όπως είχαν κάνει και άλλοι καλοί Τούρκοι, «γιατί οι Τούρκοι», έλεγε, «δεν ήσαν τόσο βάρβαροι, απάνθρωποι ή σκληροί, όπως τούς παρουσίαζαν οι χριστιανοί» (non enim esse Thurcas tarn barbaros, inhumanos aut crudeles, prout apud Christianas esse estimarentur). Ήταν αυτός, ο Ιμπραήμ, εκείνος που κυβερνούσε τη μεγάλη Οθωμανική αυτοκρατορία. Ό,τι ήθελε να γίνει, γινόταν, γιατί ήταν αυτός εκείνος που ασκούσε την εξουσία (omnem enim se potestatem habere). Είχε τον έλεγχο όλων των αξιωμάτων, όλων των βασιλείων τής οθωμανικής επικράτειας. «Αυτό που επιλέγω να παραχωρήσω», έλεγε, «παραχωρείται και παραμένει παραχωρημένο. Αυτό που δεν παραχωρώ, δεν παραχωρείται!» Αν ο ίδιος ο σουλτάνος έπαιρνε απόφαση, την οποία δεν ενέκρινε ο Ιμπραήμ, αυτή δεν έμπαινε σε εφαρμογή, «γιατί τα πάντα βρίσκονται στα χέρια μου», έλεγε, «πόλεμος και ειρήνη και πλούτος και αυτό δεν το λέω χωρίς λόγο!»

Ο Σέππερ έδωσε κατάλληλη απάντηση με την προσήκουσα δειλία, γιατί ο Τζερόμ τον είχε ενημερώσει για τούς τρόπους των Τούρκων ή τουλάχιστον για τούς τρόπους τού Ιμπραήμ πασά, ο οποίος είχε πολύ περισσότερα να πει για τούς τουρκικούς πόρους, κυρίως σε τρόφιμα. Θα μπορούσε να κλείσει τα τουρκικά λιμάνια για το χριστιανικό εμπόριο, έλεγε, ενώ αν το έκανε, άραγε τι ελπίδα θα είχαν οι χριστιανοί, εκτός από το να πεθάνουν από την πείνα; Οι Σέππερ και Τζερόμ συμφωνούσαν σοβαρά σε ό,τι έλεγε ο Ιμπραήμ, «και επαινούσαν τα καλά λόγια τού Ιμπραήμ» (et ipsum Imbrahimum bonis verbis laudaverunt). Επειδή οφείλουμε τη γνώση μας για αυτές τις συζητήσεις σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αναφορά την οποία υπέβαλαν οι Τζερόμ και Σέππερ στον Φερδινάνδο στη Βιέννη τέσσερις μήνες αργότερα (έχει ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1533), πρέπει να υποθέσουμε την ουσιαστική αλήθεια αυτών που έλεγαν στον βασιλιά τους, αν και η περιγραφή τους για τον Ιμπραήμ βρίσκεται μάλλον σε αντίθεση με την εντύπωση που παίρνουμε γι’ αυτόν από πολυάριθμες ενετικές αποστολές, που διασώζονται στα ημερολόγια τού Μαρίνο Σανούντο.

Όταν ο Σέππερ παρουσίασε στον Ιμπραήμ τις διαπιστευτήριες επιστολές του και ανέφερε ότι ο Φερδινάνδος προσέβλεπε στον «αδελφό» του για να τον βοηθήσει να πετύχει το «κληρονομικό του δικαίωμα» στην Ουγγαρία, ο πολυλογάς πασάς ρώτησε απλώς αν ο Σέππερ είχε επιστολή από τον αυτοκράτορα Κάρολο. Ο Σέππερ είπε ότι όντως είχε τέτοια επιστολή [της 26ης Μαρτίου 1533, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε], η οποία επιβεβαίωνε το δικαίωμα τού Φερδινάνδου «για διατήρηση τού συνόλου τού βασιλείου τής Ουγγαρίας» (pro regno Hungarie toto obtinendo). Βλέποντας την επιστολή τού Καρόλου και παίρνοντάς τη στα χέρια του, ο Ιμπραήμ σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Αυτός είναι μεγάλος άρχοντας και ως εκ τούτου πρέπει να τον τιμήσουμε». Πήρε την επιστολή και τη φίλησε, ενώ άγγιξε το μέτωπό του με αυτήν με τον τουρκικό τρόπο. Ύστερα την άφησε στην άκρη με μεγάλο σεβασμό, έτσι ώστε οι βασιλικοί απεσταλμένοι Τζερόμ και Κορνέλιους να μείνουν έκπληκτοι που απέδιδε τέτοια τιμή στον αυτοκράτορα Κάρολο.

Ο Σέππερ είπε στη συνέχεια ότι ο Φερδινάνδος είχε καταλάβει από αναφορά τού Τζερόμ ότι ήταν ανοικτός ο δρόμος στον Κάρολο για να εισέλθει, αν επιθυμούσε, στην ειρήνη, ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν θεωρούσε τώρα τον Κάρολο επίσης αδελφό του, ότι ο σουλτάνος ήταν έτοιμος να κάνει ειρήνη με τον Κάρολο για πέντε ή επτά χρόνια και ότι η επιστροφή τής πόλης τής Κορώνης θα συντελούσε στην επίτευξη τής επιθυμίας τού Φερδινάνδου (να εξασφαλίσει την Ουγγαρία). Ο Σέππερ μπορούσε να αναφέρει για λογαριασμό τού Καρόλου, ότι θα ήταν ικανοποιημένος αν περιλαμβανόταν στην ειρήνη που έκανε ο Σουλεϊμάν με τον αδελφό του, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα, ήθελε να ενημερώσει τον Σουλεϊμάν, ότι ποτέ δεν είχε δώσει στους Τούρκους αφορμή να κάνουν πόλεμο εναντίον του και παρ’ όλα αυτά ο σουλτάνος ήταν ο πρώτος που είχε αρχίσει τις εχθροπραξίες. Όμως ο ίδιος απέδιδε αυτό το γεγονός όχι στον σουλτάνο, αλλά στους εχθρούς των Αψβούργων, αναφερόμενος προφανώς στους Φραγκίσκο Α’ και Ζαπόλυα. Ο Κάρολος όμως ήταν πολύ πρόθυμος να προχωρήσει σε ειρήνη, που έπρεπε να περιλαμβάνει τον αδελφό του Φερδινάνδο.

Ο Τζερόμ τής Ζάρα είχε γράψει, όπως έλεγε ο Σέππερ συνεχίζοντας, ότι η επιστροφή τής Κορώνης στους Τούρκους «ήταν πολύ σημαντική για την εξασφάλιση τής κατοχής ολόκληρου τού βασιλείου τής Ουγγαρίας και επειδή ο βασιλιάς Φερδινάνδος εργαζόταν σκληρά για να πετύχει την επιστροφή τής Κορώνης…», ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να προσχωρήσει στις επιθυμίες τού αδελφού του. Όμως όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες ήθελαν να κρατήσει ο Κάρολος την Κορώνη και να την οχυρώσει, λόγω τής στρατηγικής της θέσης. Ως επικεφαλής τού χριστιανικού κόσμου δεν μπορούσε να πάει ενάντια στη θέλησή τους, εκτός αν μπορούσε να τούς δείξει κάποιο ισοδύναμο κέρδος για τούς συναδέλφους τους χριστιανούς, όπως ότι «ο Τούρκος θα ήταν πρόθυμος να είναι καλός και ήσυχος γείτονάς τους» (Thurcam it lis velle bonum et quieium vicinum esse).

Παίρνοντας όμως υπόψη τη «γενναιοδωρία» τού σουλτάνου στην παραχώρηση τής Ουγγαρίας στον Φερδινάνδο ως νόμιμο κληρονόμο τής χώρας, ο Κάρολος θα παρέδιδε την Κορώνη, αλλά μόνον υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Ο Φερδινάνδος έπρεπε στην πραγματικότητα να πάρει «όλη την Ουγγαρία» (tota Hungaria). Ο σουλτάνος έπρεπε να απαιτήσει από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα να επιστρέψει το «νησί» τού Αλγεριού στους Ισπανούς και να φροντίσει για την προστασία τής ζωής και τής περιουσίας των χριστιανών στην Κορώνη. (Υπήρχαν λίγοι Έλληνες στην Κορώνη. Στην πόλη κατοικούσαν κυρίως Αλβανοί.) Επιπλέον ο σουλτάνος δεν έπρεπε να παρεμβαίνει στις διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στους χριστιανούς και αφορούσαν την πίστη τους, ούτε να εμποδίζει την «επιστροφή τους στην αληθινή πίστη», που ήταν προφανώς αναφορά στους Λουθηρανούς. Η προτεινόμενη ειρήνη έπρεπε να περιλαμβάνει τον πάπα, τον Γάλλο βασιλιά, τούς Ενετούς και όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες και κράτη. Παρέμενε έτσι το επίσημο κείμενο τής ειρήνης και η παραίτηση τού βοεβόδα Ιωάννη από την Ουγγαρία, τα οποία ο Ιμπραήμ πασάς μπορούσε τώρα να ετοιμάσει (σύμφωνα με τις ανωτέρω επιφυλάξεις) και τα οποία ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Κορνήλιος Σέππερ είχαν «πλήρη εξουσιοδότηση» (plenaria potestas) να υπογράψουν στο όνομα τού Φερδινάνδου. Όταν ο Σέππερ τελείωσε την μακρά παρουσίαση των απαιτήσεων τού Καρόλου, ο Ιμπραήμ απάντησε «ότι η ειρήνη πρέπει να είναι πάντοτε επιθυμητή και η επιδίωξή της αποτελεί καθήκον κάθε ηγεμόνα». Αν ο αυτοκράτορας Κάρολος ήθελε ειρήνη, θα την είχε. Ο σουλτάνος δεν είχε ποτέ αρνηθεί την ειρήνη σε εκείνους που την είχαν ζητήσει.

Ο Ιμπραήμ πασάς πήρε στη συνέχεια στα χέρια του την επιστολή τού Καρόλου προς τον σουλτάνο. Εξέτασε τη σφραγίδα τής επιστολής και είπε:

Ο κύριός μου έχει μια σφραγίδα, που την παίρνει μαζί του. Έχω σφραγίδα παρόμοια με τη δική του, την οποία παίρνω μαζί μου, γιατί δεν θέλει να υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε εκείνον και σε μένα. Ό,τι ρούχα παραγγέλνει για τον εαυτό του, παραγγέλνει επίσης να φτιαχτούν για μένα. Δεν θέλει να ξοδεύω χρήματα σε χτισίματα. Φτιάχνει το κτίριο για μένα.

Όσο για την Κορώνη, ο Ιμπραήμ είπε ότι αυτή ήταν απλώς μια οχυρωμένη πόλη. Οι Τούρκοι είχαν πολλές σαν αυτήν. Δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτήν, προτιμώντας να την ανακτήσουν δια τής βίας παρά με άλλο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση μπορούσαν να τη μετατρέψουν σε στάχτες οποιαδήποτε στιγμή επέλεγαν.

Η Ουγγαρία ήταν άλλο ζήτημα. Ο σουλτάνος την είχε δώσει στον Ιωάννη Ζαπόλυα, δήλωνε τώρα ο Ιμπραήμ, και δεν μπορούσαν να την πάρουν από αυτόν, πράγμα που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με το υποτιθέμενο νόημα των προηγούμενων συνομιλιών τού Τζερόμ μαζί του. Ναι, ήταν καλά εξοικειωμένος με το νησί τού Αλγεριού. Ο Μπαρμπαρόσσα ήταν ο εκεί σαντζακμπέης. Αργότερα θα έπρεπε να συζητήσουν τα εδάφη και την προίκα τής χήρας βασίλισσας τής Ουγγαρίας, τής αδελφής των Αψβούργων Μαρίας, τής χήρας τού Λουδοβίκου Β’. Επαίνεσε τον Τζερόμ και τον Σέππερ για τη γλυκομίλητη ευγένειά τους κατά τις διαπραγματεύσεις μαζί του. Παρατήρησε ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια λέξη που λεγόταν σκληρά και την ίδια λέξη που λεγόταν απαλά, δηλώνοντας ότι «η γλώσσα είναι ένα μικρό τμήμα τού ανθρώπινου σώματος, αλλά έχει υψίστη σημασία». Θα εξέταζε τις επιστολές που είχαν φέρει και τα πράγματα που είχαν πει. Στο μεταξύ έπρεπε να συσκεφτούν με τον Λοντοβίκο Γκρίττι για την Ουγγαρία. Έχοντας σημειώσει ότι οι Τζερόμ και Σέππερ αντάλλασσαν βλέμματα σιωπηλοί, ο Ιμπραήμ τούς είπε, «Μην ανησυχείτε, γιατί κάνω αυτό που θέλω, όχι αυτό που θέλει ο Λοντοβίκο Γκρίττι. Ο Λοντοβίκο θα κάνει αυτό που θα διατάξω. Απλά μιλήστε του!»

Οι Τζερόμ και Σέππερ διαβεβαίωσαν τον Ιμπραήμ πασά ότι θα πήγαιναν να δουν τον Γκρίττι την επόμενη μέρα. Η συναλλαγή τους με τον Ιμπραήμ είχε διαρκέσει έξι ώρες. Δυο φορές είχε παραγγείλει ζαχαρωμένο νερό. Έπινε από μεγάλο τυρκουάζ φλυτζάνι και οι απεσταλμένοι από ασημένια φλυτζάνια. Σήκωσε ψηλά το τυρκουάζ φλυτζάνι (poculum turquinum) για να το βλέπουν, λέγοντας ότι «από αυτές τις τυρκουάζ πέτρες ο κύριός μου παίρνει κάθε χρόνο τόσες … όσες μπορούν να μεταφέρουν δύο άλογα». Όταν οι απεσταλμένοι σηκώθηκαν, αποχαιρέτησαν τον οικοδεσπότη τους και πήγαν στα καταλύματα τους,110 ήσαν γεμάτοι τόσο από το ζαχαρόνερο τού Ιμπραήμ όσο και από τη συνομιλία μαζί του.

Όπως ζητήθηκε από τον Ιμπραήμ πασά, ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Κορνέλιους Σέππερ συναντήθηκαν στις 28 και 30 Μαΐου (1533) με τον Λοντοβίκο Γκρίττι στο σπίτι τού τελευταίου. Άρχισαν εκφράζοντας την ικανοποίησή τους, που ήσαν τώρα σε θέση να συζητήσουν τα συναφή προβλήματα τής Κορώνης και τής Ουγγαρίας με έναν άνδρα τής ευφυΐας και τής αυθεντίας τού Γκρίττι και βέβαια η ιστορική καταγραφή όντως υποδηλώνει ότι αυτός ο νόθος γιος δόγη ήταν αξιόλογος τύπος. Ο Γκρίττι απάντησε ότι έπαιζε σε όλη αυτή την υπόθεση τον διπλό ρόλο τού αντίπαλου και τού διαιτητή. Ήταν αντίπαλος τους, γιατί είχε έρθει εκεί για λογαριασμό τού βασιλιά Ιωάννη Ζαπόλυα. Ήταν διαιτητής τής υπόθεσης, επειδή ο σουλτάνος και ο πασάς τού είχαν αναθέσει το καθήκον αυτό. Έπρεπε να κατανοήσουν ότι όσο ζούσε ο Ζαπόλυα, είτε ως βοεβόδας ή ως βασιλιάς, ο Φερδινάνδος δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει ολόκληρο το βασίλειο τής Ουγγαρίας, επειδή ο σουλτάνος είχε δώσει στον Ζαπόλυα τον λόγο του.

Όσο για την επιστροφή τής Κορώνης, σχεδόν το τελευταίο πράγμα που ήθελαν οι Τούρκοι ήταν να πάρουν την πόλη πίσω «με επιστροφή ή διαπραγμάτευση». Στόλος εξήντα γαλερών ήταν έτοιμος. Είκοσι ακόμη επρόκειτο να αναχωρήσουν από τα αγκυροβόλιά τους στην Ισταμπούλ. Και άλλες δέκα ετοιμάζονταν στην Καλλίπολη. Μερικές από αυτές τις γαλέρες θα συγκεντρώνονταν στη Ρόδο, όπου υπήρχαν ήδη τριανταέξι φούστες και γαλιότες καθώς και «αμέτρητα» άλλα σκάφη, τα οποία θα επιτίθεντο στην Απουλία μόλις κινιόταν ο αυτοκράτορας Κάρολος εναντίον τού Μπαρμπαρόσσα, όπως φημολογιόταν ότι ήταν έτοιμος να κάνει. Ο Κάρολος είχε ζητήσει την επιστροφή τής οχυρωμένης νησίδας τού Αλγεριού, αλλά ο Γκρίττι δήλωνε «ότι ο σουλτάνος δεν θα μπορούσε να το επιστρέψει αν ήθελε και δεν θα το έκανε αν μπορούσε». Αν δεν μπορούσε να γίνει ειρήνη χωρίς την «επιστροφή τής νησίδας τού Αλγεριού» (restitutio insule Argel), τότε δεν επρόκειτο να υπάρξει ειρήνη.

Οι Αυστριακοί ρωτούσαν για το ενδεχόμενο να αποτρέψει ο σουλτάνος τον Μπαρμπαρόσσα από επίθεση στην Ισπανία και σε άλλα εδάφη τού αυτοκράτορα. Ο Γκρίττι απάντησε ότι ο σουλτάνος μπορούσε οπωσδήποτε να το κάνει αυτό. Όμως έπρεπε να θυμούνται ότι ο Μπαρμπαρόσσα είχε καταλάβει το Αλγέρι χωρίς τη βοήθεια των Τούρκων. Κατείχε το νησάκι ως δική του περιουσία, αν και ήταν υπηρέτης τού σουλτάνου. Ο Γκρίττι εξέφραζε την έκπληξή του που ο Κάρολος ήθελε να περιληφθούν στην ειρήνη «όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες» —στην καλύτερη περίπτωση δύσκολη και χρονοβόρα υπόθεση— συμπεραίνοντας ότι αυτό δεν ήταν παρά τέχνασμα για την παράταση τής αυτοκρατορικής κατοχής τής πόλης τής Κορώνης. Οι απεσταλμένοι αρνήθηκαν την κατηγορία, αλλά ο Σέππερ δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο, που υποδήλωνε ότι αν ο σουλτάνος μπορούσε να πάρει την Κορώνη πριν από την επιβεβαίωση τής ειρήνης με τον αυτοκράτορα, «τότε γιατί άραγε δεν θα παρέμενε το πρόβλημα τής επιστροφής της!» Υποθέτοντας όμως ότι ο σουλτάνος ίσως δεν θα μπορούσε να ανακτήσει Κορώνη με τη δύναμη των όπλων, μπορούσε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, αν ήθελε.

Η δεύτερη συνάντηση των απεσταλμένων με τον Γκρίττι πραγματοποιήθηκε, πάλι στο σπίτι του, κατά τη διάρκεια τού απογεύματος και νωρίς το βράδυ τής 30ής Μαΐου. Τούς είπε ότι ο σουλτάνος δεν μπορούσε να κάνει ειρήνη με τον αυτοκράτορα Κάρολο, εκτός αν ο τελευταίος είτε έστελνε τούς δικούς του «ρήτορες» στην Υψηλή Πύλη ή εξουσιοδοτούσε τούς Τζερόμ και Σέππερ να ενεργούν για λογαριασμό του. Υπήρχε βέβαια και η τρίτη δυνατότητα, ότι ο Κάρολος μπορούσε να υποσχεθεί επισήμως και γραπτώς ότι θα τηρούσε οποιαδήποτε δέσμευση αναλάμβανε ο αδελφός του Φερδινάνδος γι’ αυτόν. Διαφορετικά οι Τούρκοι δεν θα αναγνώριζαν την ύπαρξη οποιασδήποτε ειρήνης. Φοβούνταν ότι στην πραγματικότητα είχαν εξαπατηθεί, γιατί κατά τη γνώμη τους οι Τζερόμ και Σέππερ δεν είχαν άλλο στόχο από το να κερδίσουν χρόνο μέχρι την έλευση τού χειμώνα.

Στο μεταξύ ο σουλτάνος θα χορηγούσε στον Κάρολο τρίμηνη εκεχειρία. Θα έδινε εντολή στον Μπαρμπαρόσσα να απέχει από επιθέσεις κατά χριστιανών. Η ισπανική φρουρά στην Κορώνη έπρεπε να πάρει εντολή να μην επιτίθεται σε υπηκόους τής Πύλης. Αν γινόταν ειρήνη και ο Μπαρμπαρόσσα την αγνοούσε, ο σουλτάνος θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον καταστρέψει. Όσο για τούς «Κορονένσες», σε περίπτωση ειρήνης η ισπανική φρουρά μπορούσε να μετακινηθεί σε κάποιο ασφαλές μέρος. Όσο για τούς Αλβανούς (που είχαν βοηθήσει στην κατάληψη τής Κορώνης από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς), ο Γκρίττι έλεγε ότι δεν ήξερε πώς θα αντιμετωπίζονταν, αλλά είχε υπενθυμίσει στον Ιμπραήμ πασά ότι ο Αντρέα Ντόρια είχε υποσχεθεί να τούς βοηθήσει. Όμως ό,τι κι αν γινόταν, ο Γκρίττι έλπιζε ότι θα μπορούσε να μεριμνήσει για την ασφάλεια των κατοίκων. Ο Σέππερ είπε ότι η ασφάλειά τους θα ήταν απαραίτητη. Ο Κάρολος την είχε απαιτήσει και δεν θα έκανε έντιμη ειρήνη με τούς Τούρκους χωρίς τέτοια διαβεβαίωση. Ο Κάρολος ήθελε να περιλαμβάνονται στην ειρήνη «όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες», αλλά ο Γκρίττι δήλωσε ότι ο σουλτάνος θα θεωρούσε τον εαυτό του ως ευρισκόμενο σε ειρήνη (in pace) μόνο με εκείνους που τη ζητούσαν.

Ο Γκρίττι είπε ότι νωρίτερα την ίδια μέρα είχε δει τον Πιέτρο Ζεν, τον Ενετό πρεσβευτή και υποβαΐλο. Όταν τού μίλησε για την επιθυμία τού Καρόλου να δει όλα τα χριστιανικά κράτη να περιλαμβάνονται στη σχεδιαζόμενη ειρήνη, ο Ζεν είχε δηλώσει ότι η Βενετία δεν θα ήθελε να συμπεριληφθεί, δεδομένου ότι είχε ήδη «καλή και σταθερή ειρήνη» (bona et firma pax) με τον σουλτάνο111 και (πρόσθεσε ο Γκρίττι) το ίδιο θα έκανε και ο Σίγκισμουντ Α’ τής Πολωνίας και ο Φραγκίσκος Α’, ο τελευταίος από τούς οποίους ήταν «αδελφός» τού σουλτάνου. Στο σημείο εκείνο οι Αυστριακοί απεσταλμένοι αποφάσισαν ότι ένας από αυτούς έπρεπε σύντομα να πάει πίσω στον Φερδινάνδο και (αν το διέταζε ο τελευταίος) στον Κάρολο, για να εξασφαλίσει τις απαραίτητες εντολές για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη. Δεδομένου ότι ο Σέππερ ήταν ο νεότερος και πιο δυνατός, συμφώνησε να πάει, και είπε ότι με τη βοήθεια τού Θεού (am auxilio Dei) θα επέστρεφε μέσα στους απαιτούμενους τρεις μήνες. Ο Γκρίττι είπε ότι νόμιζε ότι ήταν καλή ιδέα. Δήλωσε επίσης ότι αν και ο Σέππερ είχε έρθει στην Πύλη ως απεσταλμένος τού Φερδινάνδου, τον θεωρούσε εκ των πραγμάτων ως εκπρόσωπο τού Καρόλου «υπό τη μορφή και το πρόσχημα εκείνου τού βασιλιά [Φερδινάνδου]» (sub specie et pretextu Regis [Ferdinandi]). Οι απεσταλμένοι απάντησαν ότι ο Γκρίττι, όπως κάθε άλλος, μπορούσε να πιστεύει αυτό που ήθελε. Δική τους δουλειά ήταν απλώς να εκτελούν τις εντολές που είχαν.

Τώρα ο Γκρίττι επέστρεφε στις υποθέσεις τής Ουγγαρίας, δηλώνοντας ότι θα απαιτούσαν περαιτέρω συζήτηση σε μεταγενέστερο στάδιο. Όμως ο σουλτάνος θα τηρούσε την υπόσχεσή του προς τον Ζαπόλυα, όσο ζούσε ο τελευταίος. Παρ’ όλα αυτά, μετά τον θάνατο τού Ζαπόλυα, ήταν πρόθυμος να διαβεβαιώσει τον Φερδινάνδο για το δικαίωμά του σε «ολόκληρο το βασίλειο τής Ουγγαρίας» (totum regnum Hungarie). Ο Γκρίττι γνώριζε καλά ότι υπήρχε διαδεδομένη φήμη, ότι ο ίδιος φιλοδοξούσε στο βασίλειο για τον εαυτό του. Είπε ότι δεν υπήρχε απολύτως καμία αλήθεια στη φήμη «και να πεθάνω σαν σκυλί αν είχα ποτέ τέτοια φιλοδοξία ή αν έχω τώρα!» Δεν είχε τίποτε καλό να πει για τούς Ούγγρους, «αποκαλώντας τους κακό λαό, ύπουλο και ανυπάκουο».112

Στις 2 Ιουνίου (1533), που ήταν η Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή, ο Ιμπραήμ πασάς έστειλε κρατικό αγγελιοφόρο στους Τζερόμ και Σέππερ «για να τούς διατάξει να πάνε αμέσως στον Ιμπραήμ», πράγμα που έκαναν με μεγάλη ταχύτητα. Όταν έφτασαν στο σπίτι τού πασά, διαπίστωσαν ότι αυτός διαβουλευόταν με τον Λοντοβίκο Γκρίττι. Κάθισαν για λίγο σ’ ένα παγκάκι κοντά στην είσοδο τής αίθουσας υποδοχής. Τελικά τούς κάλεσαν στην αίθουσα. Μετά τις καθιερωμένες εκδηλώσεις σεβασμού προς τον πασά, οι δύο απεσταλμένοι κάθισαν απέναντί του. Ο Γκρίττι κάθισε ανάμεσα στον πασά και τον Τζερόμ και ο Σέππερ δίπλα στον τελευταίο. Ο Γιουνούς μπέης, «ο διερμηνέας τής Υψηλής Πύλης», στεκόταν μεταξύ τού Γκρίττι και τού Τζερόμ, ενώ ο Μουσταφά Τσελεμπή, τον οποίο ο Ιμπραήμ συνέστησε στον Σέππερ ως ιδιαίτερο γραμματέα τού σουλτάνου, στεκόταν μεταξύ Ιμπραήμ και Σέππερ. Ήταν προφανές ότι επρόκειτο να είναι σημαντική συνάντηση. Όπως εξήγησε ο Ιμπραήμ, όλες οι (σημαντικές) επιστολές και υποθέσεις είχαν παραπεμφθεί στον Μουσταφά. Με τη συνηθισμένη τυπική του ευγένεια ο Ιμπραήμ ρώτησε τούς δύο απεσταλμένους πώς ήσαν. «Απάντησαν, “καλά”» (Rcsponderunt, ‘Bene’).

Στρεφόμενος στον Τζερόμ, ο Ιμπραήμ παρατήρησε ότι ο μεγαλύτερος σε ηλικία απεσταλμένος ήξερε καλά την Ισταμπούλ, αλλά ρίχνοντας μια ματιά στον Σέππερ, είπε ότι ο τελευταίος προφανώς δεν την ήξερε. Ο Σέππερ συμφώνησε, αλλά απάντησε ότι ίσως κάποια στιγμή μπορούσε να τη γνωρίσει καλύτερα. Ο Ιμπραήμ ρωτούσε ερωτήσεις, στις οποίες ο Σέππερ έδινε τις απαντήσεις, σχετικές με τούς διάφορους τόπους διαμονής τού Καρόλου Ε’ στην Ισπανία και με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα τής χώρας σε σχέση με τη Γαλλία, όπου (ο Ιμπραήμ είχε ακούσει) υπήρχαν σαράντα πλωτοί ποταμοί, αλλά «πολύ λίγοι στις Ισπανίες». Ρώτησε επίσης «γιατί η Ισπανία δεν καλλιεργείται τόσο καλά, όπως η Γαλλία;» Ο Σέππερ απάντησε ότι η απέλαση από τον Φερδινάνδο Καθολικό των Σαρακηνών και των Μαυριτανών, «που ήσαν καλοί γεωργοί και επιμελείς», καθώς και η εκδίωξη των Εβραίων, ήταν ένας από τούς λόγους, όπως ήταν και η λεβεντιά τού πνεύματος των Ισπανών. Ήσαν γεννημένοι για να προελαύνουν στην πρώτη γραμμή τής μάχης, όχι για να σέρνονται πίσω από ένα άροτρο (qui bello magis quam aratro nati sunt). Επίσης υπήρχε έλλειψη νερού σε ορισμένες περιοχές τής Ισπανίας. Ο Ιμπραήμ πίστευε ότι το «μέγεθος τής ψυχής των Ισπανών» (magnitudo animi Hispanorum), για το οποίο είχε μιλήσει ο Σέππερ, προερχόταν από τη «θερμοκεφαλιά» τους (caliditas cerebri). Όσοι ζούσαν στην Ελλάδα και σε παρόμοιες περιοχές ήσαν επίσης «τολμηροί και υψηλόφρονες». Πάρτε το λιοντάρι για παράδειγμα. Ο Σουλεϊμάν ήταν λιοντάρι. Έτσι ήταν και ο Κάρολος Ε’.

Για μια ακόμη φορά ο Ιμπραήμ πασάς μακρηγόρησε για τη δική του σημασία ως το «άλλο εγώ» (alter ego) τού σουλτάνου Σουλεϊμάν». «Εκπαιδεύτηκα μαζί του. Μεγάλωσα μαζί του από την παιδική ηλικία, έχοντας γεννηθεί την ίδια βδομάδα με εκείνον». Μίλησε για την έκκληση τής Λουΐζας τής Σαβοΐας προς τον σουλτάνο μετά τη σύλληψη τού γιου της Φραγκίσκου στην Παβία, την τουρκική κατάκτηση τής Ουγγαρίας, την αυθάδη πρεσβεία τού Χομπορντάνσκυ στην Υψηλή Πύλη και την πολιορκία τής Βιέννης. Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας, είπε, ο Κάρολος βρισκόταν στην Ιταλία, απειλώντας τούς Τούρκους με πόλεμο και τούς Λουθηρανούς με εξαναγκαστική επιστροφή στον Καθολικισμό, «στο παλαιό δόγμα» (ad veterem ritum). Στη συνέχεια ο Κάρολος πήγε στη Γερμανία, όπου δεν έκανε τίποτε για τούς Λουθηρανούς. Δεν ήταν αρμόζον για έναν αυτοκράτορα να ξεκινά κάτι και να μην το τελειώνει ή να λέει κάτι και να μην το κάνει. Είχε υποσχεθεί ότι θα συγκαλούσε σύνοδο «και δεν το έκανε» (et non fecit). Ο Ιμπραήμ μεγαλοποιούσε τις αδυναμίες τού Καρόλου, όπως ανέφεραν αργότερα οι απεσταλμένοι, ενώ δεν τούς έδωσε ευκαιρία να απαντήσουν. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν πολιορκήσει τη Βούδα ύστερα από την κατάληψή της από τούς Τούρκους και απέτυχαν να την πάρουν. Ο Κάρολος έπρεπε να είχε θεσπίσει ειρήνη μεταξύ τού αδελφού του και τού βασιλιά Ιωάννη [Ζαπόλυα]. Εκείνος δεν το έκανε, αλλά «θα το κάνουμε εμείς». Αν ο Λουδοβίκος Β’ είχε πεθάνει στο κρεβάτι του, ίσως ο Φερδινάνδος μπορούσε να έχει κάποια αξίωση επί τής Ουγγαρίας. «Αλλά, τώρα, αφού έχουμε πάρει δύο φορές εκείνο το βασίλειο με τη δύναμη των όπλων, … έχουμε πάρει δύο φορές τη Βούδα, το βασίλειο είναι δικό μας!»

Ο Ιμπραήμ πασάς υποστήριζε ότι, όταν το προηγούμενο έτος ο σουλτάνος προέλαυνε εναντίον τής Βιέννης, ο Φερδινάνδος είχε στείλει δύο απεσταλμένους για να ζητήσουν ειρήνη.

Τούς δώσαμε την ειρήνη, γιατί δίνουμε την ειρήνη σε όλους όσοι τη ζητούν από εμάς, ενώ ρωτήσαμε αν ζητούσαν επίσης ειρήνη για τον αυτοκράτορα Κάρολο. Απάντησαν ότι δεν ήξεραν τίποτε για τον Κάρολο, επειδή δεν βρισκόταν μαζί με τον κύριό τους Φερδινάνδο. Έτσι συνεχίσαμε με τον στρατό μας και όταν μάς ρώτησαν πού πηγαίναμε, είπαμε ότι βρισκόμασταν καθ’ οδόν αναζητώντας τον αυτοκράτορα Κάρολο, όπου κι αν ήταν αυτός…

Αυτή ήταν η χωλή ερμηνεία τού Ιμπραήμ για τη αυγουστιάτικη πολιορκία τού Γκυνς όπου, είπε ρίχνοντας μια ματιά στον Τζερόμ,

δώσαμε πίσω στον αδελφό σας Νικόλαο [Γιούρισιτς] το κάστρο του και οι υπόλοιποι έδωσαν όρκο φεουδαρχικής υποτέλειας σε εμάς. Παραμείναμε όσο καιρό θέλαμε στο βασίλειό μας τής Ουγγαρίας και δεν είδαμε κανέναν να μάς αντιστέκεται.113 Ούτε ακούσαμε τίποτε για τον αυτοκράτορα Κάρολο και όταν κρίναμε ότι ήταν καλύτερο για εμάς, επιστρέψαμε εδώ κι εδώ βρισκόμαστε τώρα!

Τελικά ο Ιμπραήμ ήρθε στο προκείμενο, προειδοποιώντας τούς δύο πρέσβεις να δώσουν προσοχή σε εκείνο που ετοιμαζόταν να πει. Ρώτησε τον Κορνήλιο Σέππερ αν ήταν υπηρέτης τού αυτοκράτορα Καρόλου. Ο Σέππερ απάντησε ότι είχε υπηρετήσει τον Κάρολο, αλλά βρισκόταν τώρα στην υπηρεσία τού Φερδινάνδου. Τον ρώτησε από πού είχε πάρει την επιστολή τού αυτοκράτορα Καρόλου (στις 26 Μαρτίου 1533) την οποία είχε φέρει στην Πύλη. Ο Σέππερ είπε ότι τού την είχε δώσει ο Φερδινάνδος. Τον ρώτησε αν η αποστολή του περιλάμβανε την εξουσιοδότηση να απαντά σε ερωτήσεις σχετικές με το περιεχόμενό της. Αυτό θα εξαρτιόταν από τις ερωτήσεις. Ο Ιμπραήμ στη συνέχεια πήρε στα χέρια του την επιστολή τού Καρόλου, με τον κατάλογο των εβδομήντα τίτλων του.

Ανεμίζοντας την περγαμηνή μπροστά στον Σέππερ, ο Ιμπραήμ έλεγε ότι η επιστολή αυτή σίγουρα δεν είχε γραφεί από σεμνό και συνετό ηγεμόνα, «γιατί με τόση υπερηφάνεια απαριθμεί τούς τίτλους του» (quia cum tanta superbia enumerat titulos suos) και μάλιστα ο Κάρολος είχε συμπεριλάβει στην επικεφαλίδα τής επιστολής του, συνέχιζε ο Ιμπραήμ, τίτλους που δεν είχε κανένα δικαίωμα να ισχυρίζεται. Άραγε γιατί, αψηφώντας τον σουλτάνο, ο Κάρολος τολμούσε να αυτοαποκαλείται βασιλιάς τής Ιερουσαλήμ; Μήπως δεν ήξερε ότι στην Ιερουσαλήμ κυβερνούσε ο σουλτάνος; Ο Ιμπραήμ στράφηκε με οργισμένη έκφραση προς τον Σέππερ, «Απάντησέ μου». Άραγε θα έπαιρνε ο Κάρολος τα εδάφη τού σουλτάνου ή ήταν αυτό χειρονομία περιφρόνησης για την Πύλη; Ο δυστυχής Σέππερ προσπαθούσε να εξηγήσει ότι ο τίτλος ήταν απλώς εθιμοτυπική σύμβαση, επειδή οι χριστιανοί κατείχαν κάποτε την Ιερουσαλήμ, αλλά σε κάθε περίπτωση η αποστολή του δεν περιλάμβανε τον σχολιασμό των επιπτώσεων τέτοιων ζητημάτων. Η επιστολή είχε παραδοθεί στην Υψηλή Πύλη «μέσω Φερδινάνδου» (ad promotionem Ferdinandi). Ο Σέππερ δεν ήξερε τίποτε περισσότερο γι’ αυτήν (και δεδομένου ότι η επιστολή ήταν αναμφίβολα σφραγισμένη, ο Σέππερ προφανώς δεν την είχε διαβάσει). Παρενέβη ο Γκρίττι για να πει ότι θα ήταν καλύτερο να μην είχε σταλεί καθόλου η επιστολή, ιδιαίτερα σε μια τέτοια μορφή.

Συνεχίζοντας τον εξάψαλμό του, ο Ιμπραήμ είπε.

Έχω ακούσει ότι μεγάλοι χριστιανοί άρχοντες πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ με περιβολή επαιτών. Αν ο αυτοκράτορας Κάρολος νομίζει ότι θα γίνει βασιλιάς εκεί κάνοντας προσκύνημα μεταμφιεσμένος ως ζητιάνος, θα απαγορεύσω να πάει εκεί οποιοσδήποτε χριστιανός, είτε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος!

Επίσης δήλωνε ότι ο Κάρολος αναγραφόταν ο ίδιος ως δούκας των Αθηνών, «η οποία είναι τώρα [αποκαλούμενη] Σιτίνε. Υπάρχει μικρό κάστρο εκεί και είναι δικό μου. Με ποιο δικαίωμα προσπαθεί αυτός να σφετεριστεί τις κτήσεις μου;» Το «μικρό κάστρο» (parvum castrum) τού Ιμπραήμ ήταν η Ακρόπολη.

Στιγμιαία ο Ιμπραήμ αποφάσισε ότι η προσβλητική επιστολή δεν προερχόταν πραγματικά από τον αυτοκράτορα Κάρολο και ότι ο τελευταίος δεν γνώριζε τίποτε γι’ αυτήν, αλλά δήλωσε αγανακτισμένα ότι ο αυτοκράτορας είχε βάλει τον Φερδινάνδο και τον σουλτάνο στο ίδιο επίπεδο αξιώματος. Ήταν λογικό να αγαπά ο Κάρολος τον αδελφό του περισσότερο από τον σουλτάνο, αλλά η εμφανής περιφρόνησή του για τον σουλτάνο ήταν ασυγχώρητη. «Ο κύριός μου έχει πολλούς σαντζακμπέηδες», έλεγε, «οι οποίοι είναι πολύ πιο ισχυροί από τον Φερδινάνδο και έχουν περισσότερα εδάφη, περισσότερο πλούτο και περισσότερους υπηκόους από αυτόν». Αφού έδωσε μερικά (αρκετά αναληθή) παραδείγματα σαντζακμπέηδων με περισσότερα εδάφη και πλούτο απ’ όσον ο Φερδινάνδος, ο Ιμπραήμ ήρθε με έντονη ικανοποίηση στην «πολύ μεγαλύτερη, πραγματικά βασιλική σεμνότητα» τού Φραγκίσκου Α’, ο οποίος σε τελευταίες επιστολές προς τον σουλτάνο είχε υπογράψει απλώς ως «Φραγκίσκος, βασιλεύς Γαλλίας» (Franciscus Rex Francie). Γράφοντας στον Φραγκίσκο λοιπόν, για να μην υστερεί στην αβροφροσύνη και την ευγένεια τού πνεύματος, ο σουλτάνος είχε παραλείψει ακόμη και το όνομά του στις επιστολές του και απευθυνόταν απλώς στον βασιλιά τής Γαλλίας ως αδελφό του. «Επιπλέον έχουμε διατάξει ότι ο Μπαρμπαρόσσα όχι μόνο δεν πρέπει να παρενοχλεί τούς υπηκόους τού βασιλιά τής Γαλλίας, αλλά ότι πρέπει να υπακούει τον βασιλιά τής Γαλλίας, ακριβώς όπως ο υπακούει τον σουλτάνο και να εκτελεί όλες τις εντολές του».

Επανερχόμενος ύστερα σε ένα ζήτημα, το οποίο είχε θίξει πάνω από μία φορά, δηλαδή ότι ο Κάρολος είχε υποσχεθεί να φροντίσει για τη σύγκληση συνόδου από τον πάπα, αλλά ποτέ δεν το είχε κάνει, ο Ιμπραήμ πασάς δήλωνε:

Θα τούς υποχρέωνα να συγκαλέσουν σύνοδο, ενώ αν ήθελα, θα το έκανα τώρα. Και οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν να βρουν δικαιολογίες, λέγοντας ο ένας ότι είχε ποδάγρα, ο άλλος πονοκέφαλο και άλλοι άλλους λόγους, για τούς οποίους δεν μπορούσαν να έρθουν. Αν ο Κάρολος έχει ειρήνη με εμάς, τότε θα είναι πράγματι αυτοκράτορας και εμείς θα φροντίσουμε, ώστε οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας, ο πάπας και άλλοι να τον αναγνωρίσουν ως αυτοκράτορα και γι’ αυτό μπορείτε να είστε βέβαιοι. … Και το ίδιο ισχύει και για τούς Λουθηρανούς. Τώρα, αν ήθελα, μπορούσα να βάλω τον Λούθηρο από τη μία πλευρά και τον πάπα από την άλλη και να τούς εξαναγκάσω να συγκαλέσουν σύνοδο!

Ο Ιμπραήμ πασάς, μιλώντας με μεγαλύτερη θέρμη για το θέμα (et ferventior factus), όπως κατέγραφαν αργότερα οι Τζερόμ και Σέππερ, υποστήριζε ότι ήταν υπεύθυνος για τη χριστιανική αδυναμία σύγκλησης συνόδου. Όμως αν υπήρχε ειρήνη μεταξύ τού σουλτάνου και τού αυτοκράτορα Καρόλου, ο Κάρολος θα μπορούσε να επιβάλει στους χριστιανούς αυτό ή εκείνο, ακριβώς όπως επέλεγε ο ίδιος. «Και το είπε αυτό με θυμό» (Et hoc dicebat cum cholera). Άραγε μήπως πίστευαν οι δύο απεσταλμένοι ότι ο Κάρολος είχε βελτιώσει την κατάστασή του με την αυτοκρατορική του στέψη (πριν από τρία χρόνια στη Μπολώνια); Καθόλου! Ο Κάρολος είχε απλώς αυξήσει τούς εχθρούς του.

Μήπως πιστεύετε ότι ο πάπας είναι με το μέρος του; Σίγουρα όχι, όταν θυμάται τον τρόπο με τον οποίο κρατήθηκε σε αιχμαλωσία και τη ντροπιαστική μεταχείριση που υπέστη, μεταχείριση τόσο περιφρονητική, που εμείς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε τέτοιο πράγμα! Όχι, δεν αγαπά τον αυτοκράτορα. Έχω εδώ μια πέτρα που ήταν στην τιάρα του. Την αγόρασα για εξήντα χιλιάδες δουκάτα, καθώς και πολλές άλλες, που ήσαν δική του ιδιοκτησία. Επίσης αυτό το ρουμπίνι, συνέχισε, δείχνοντας στους απεσταλμένους ένα μεγάλο ρουμπίνι, ήταν στο δάχτυλο τού βασιλιά τής Γαλλίας, όταν συνελήφθη, και το αγόρασα. Πιστεύετε άραγε ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα αγαπήσει ποτέ τον αυτοκράτορα Κάρολο;

Ο Ιμπραήμ εύρισκε σοβαρά σφάλματα και σε άλλες εκφράσεις στην επιστολή τού Καρόλου, την οποία (έλεγε) δεν ήθελε να δείξει στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, για να μη θυμώσει τόσο πολύ ο σουλτάνος, που η «ολόκληρη η δουλειά» τής συζήτησης τής ειρήνης θα διακοπτόταν απότομα. Όσον αφορά την ειρήνη με τον Φερδινάνδο, οι απεσταλμένοι μπορούσαν να θεωρούν ότι είχε ήδη γίνει (facta manebit). Όσο για τον Κάρολο, όπως ήδη είχε πει ο Γκρίττι στους απεσταλμένους στις 30 Μαΐου, αν ήθελε ειρήνη, έπρεπε να στείλει τούς δικούς του εκπροσώπους στην Υψηλή Πύλη ή να εφοδιάσει τούς Τζερόμ και Σέππερ με «επαρκή εξουσιοδότηση» (mandatum sufficiens) να ενεργούν για λογαριασμό του ή να στείλει γραπτώς δική του επικύρωση οποιασδήποτε συμφωνίας επέλεγε να κάνει ο Φερδινάνδος στο όνομα τού αδελφού του. Όπως είχαν ενημερωθεί οι απεσταλμένοι περισσότερες από μία φορά, οι Τούρκοι επέτρεπαν εκεχειρία τριών μηνών στον Κάρολο, για να αποφασίσει μεταξύ ειρήνης ή πολέμου. Θα σταματούσαν όλες οι εχθροπραξίες. Η φρουρά στην Κορώνη δεν έπρεπε να ενισχυθεί. Οι απεσταλμένοι είπαν ότι Σέππερ θα πήγαινε (πολύ πιθανόν) στην Ισπανία για να δει τον Κάρολο. Επειδή δεν είχαν τη δέουσα εξουσιοδότηση από τον Κάρολο, ο Ιμπραήμ αρνήθηκε να συζητήσει μαζί τους οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικές με την Κορώνη, την Ουγγαρία ή τον Μπαρμπαρόσσα, αν και ο Λοντοβίκο Γκρίττι είπε τότε, «Μην ανησυχείτε για αυτά τα θέματα τώρα. Θα έρθετε να με δείτε και θα σάς πω». Είπε επίσης στον Σέππερ ότι πριν φύγει, έπρεπε να επιδιώξει κι άλλη ακρόαση από τον πασά.

Ό,τι κι αν είχαν σκεφτεί οι Μουσταφά Τσελεμπή και Γιουνούς μπέης ως μάρτυρες σε αυτή τη διαδικασία (ιδιαίτερα όταν ο Ιμπραήμ πασάς κόμπαζε για τη δική του ανώτατη αρχή), ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Κορνέλιους Σέππερ πίστευαν ότι τουλάχιστον θα είχαν ακούσει αυτά που δεν είχε πει. Αργότερα, αφού συνέκριναν τις σημειώσεις τους, έγραφαν:

Και έτσι αποχωρήσαμε εμείς οι απεσταλμένοι. Αυτή τη φορά είχαμε πιει ένα μόνο ποτό στο σπίτι του. Ζυγίζοντας τα λόγια του ιδιαίτερα, καταλάβαμε (χωρίς προσφυγή σε αμφίβολες εικασίες), ότι ο Ιμπραήμ είχε κάνει όλες τις δηλώσεις του με προσοχή, λόγω τής παρουσίας τού γραμματέα τού σουλτάνου και τού Γιουνούς μπέη, γιατί συχνά συνωμοτούσε μαζί μας, όταν λειτουργούσε ως διερμηνέας ο Λοντοβίκο Γκρίττι. Στον βαθμό που μπορεί κανείς να φτάσει στην κατανόηση από εικασίες, συμπεράναμε ότι είχε πει αυτά τα πράγματα ως υπεκφυγή [simulate], γιατί πίστευε ότι ούτε ο γραμματέας Μουσταφά ούτε ο Γιουνούς μπέης δεν θα παρέμεναν σιωπηλοί γι’ αυτά που είχαν ακούσει, αλλά θα τα αποκάλυπταν [όλα] στους Τούρκους και στους άλλους πασάδες.114

Το βράδυ τής ίδιας ημέρας (2 Ιουνίου 1533) ο Ιμπραήμ πασάς, ακόμη και ο ίδιος ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, πήγαν στο σπίτι τού Λοντοβίκο Γκρίττι, όπου πέρασαν τρεις ώρες, «συζητώντας μαζί του πολλά μυστικά» (plurima secreta cum eo conferentes), προς ακραία ενόχληση ορισμένων Τούρκων, που πίστευαν ότι ο σουλτάνος είχε εξαπατηθεί από τον μεγάλο βεζύρη του και τον Ιταλό τυχοδιώκτη. Στις 11 Ιουνίου οι Τζερόμ και Σέππερ συναντήθηκαν ξανά με τον Γκρίττι, ο οποίος είχε δει τον Πιέτρο Ζεν την προηγούμενη μέρα. Ο Γκρίττι είπε στους απεσταλμένους ότι μπορούσε να τούς ενημερώσει για μέρος, αλλά μόνο για μέρος, όσων είχαν συμβεί όταν ο σουλτάνος και ο μεγάλος βεζύρης είχαν έρθει στο σπίτι του. Επανέλαβε με συντομία τα ίδια παράπονα για την επιστολή τού Καρόλου Ε’ προς τον Σουλεϊμάν, τα οποία ο Ιμπραήμ είχε αναπτύξει επί μακρόν στη δεύτερη συνάντησή του μαζί τους. Ο Σουλεϊμάν είχε μάλιστα ενημερωθεί για το περιεχόμενο τής ατυχούς επιστολής ή είχε διαβάσει μετάφραση. Οι Τούρκοι είχαν πάρει κάθε φράση χωριστά και είχαν ανακαλύψει (πιθανώς ακούσιες) επιπτώσεις. Η φρασεολογία τής επιστολής είχε οδηγήσει τον Σουλεϊμάν να υποθέτει ότι ο Κάρολος έβαζε τον εαυτό του πάνω από τον σουλτάνο, ενώ έβαζε τον τελευταίο σε χαμηλότερο επίπεδο από τον Φερδινάνδο. Ή ότι τουλάχιστον ο Κάρολος έβλεπε τον εαυτό του ως ίσο με τον σουλτάνο. «Έτσι κάνει αυτόν πάνω από εμάς» (Sic enim se supra nos facit), είχε πει ο Σουλεϊμάν (σύμφωνα με τον Γκρίττι): «Ταιριάζει τον εαυτό του με μένα; Τι υπερηφάνεια είναι αυτή; … Εγώ είμαι ο αυτοκράτορας!» (Adminus sibi me parem fecisset. Quae est ista superbia? . . . Imperator sum!). Αν ο Κάρολος ήθελε ειρήνη, έπρεπε να την επιδιώξει άμεσα από την Υψηλή Πύλη, γιατί ο Σουλεϊμάν δεν θα δεχόταν πλέον τον Φερδινάνδο ως μεσάζοντα.

Ο Σουλεϊμάν δεν ήθελε καμία πλέον αναφορά στην Κορώνη. Ο Ιωάννης Ζαπόλυα θα κρατούσε εκείνα τα τμήματα τής Ουγγαρίας, που κατείχε τότε. Αν ήθελε να παραχωρήσει ουγγρικό έδαφος στον Φερδινάνδο, ο σουλτάνος δεν θα διαφωνούσε. Ο Γκρίττι θα πήγαινε ο ίδιος στην Ουγγαρία, όταν ερχόταν ο χειμώνας, με «απόλυτη εξουσία», για να καθορίσει τα όρια μεταξύ τού ουγγρικού βασιλείου τού Φερδινάνδου και εκείνου τού Ζαπόλυα. Ο πανούργος Τουρκο-Ενετός διαβεβαίωνε τούς Τζερόμ και Σέππερ ότι αν ο Φερδινάνδος ήταν πρόθυμος να τον εμπιστευτεί, η Μεγαλειότητά του θα ήταν ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα τής αποστολής του.115 Όμως, πρόσθετε τώρα, το τμήμα τής Ουγγαρίας που είχε ο Ζαπόλυα ήταν κληρονομικό κράτος. Ο σουλτάνος το είχε δώσει σε αυτόν και στους κληρονόμους του (pro se et hatredibus suis), πράγμα που ήταν αντίθετο με την προηγούμενη υπόθεση των απεσταλμένων.

Οι Αυστριακοί απεσταλμένοι έδωσαν κατάλληλες απαντήσεις στις αντιρρήσεις των Τούρκων για την επιστολή τού Καρόλου, αλλά παρατήρησαν ότι, αν ο σουλτάνος προτιμούσε να ανακτήσει την Κορώνη με τη βία και όχι με κάποια αμοιβαία συμφωνία, προφανώς ήταν χωρίς νόημα να μιλούν για ειρήνη μεταξύ των δύο «Καισάρων». Οι αποφασισμένοι άνδρες δεν επρόκειτο να στερηθούν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τα στρατιωτικά ταλέντα τους (non defuturam materiam iuvenibus exercendi se et milιtandi). Κολοσσιαίος πόλεμος ίσως βρισκόταν μπροστά. Από την εποχή τού Καρλομάγνου κανένας δυτικός ηγεμόνας δεν ήταν ποτέ πιο ισχυρός από τον Κάρολο Ε’, ούτε είχε υπάρξει ποτέ στην «Ασία» ισχυρότερος βασιλιάς από τον Σουλεϊμάν. Μια δοκιμασία των όπλων θα έδειχνε ποιος από τούς δύο Θεούς επρόκειτο να παραμείνει στην κορυφή. Ο Γκρίττι παραδέχτηκε ότι ο Κάρολος ήταν ισχυρός ηγεμόνας, αλλά δήλωσε ότι δεν τον υπάκουαν όλοι οι υπήκοοί του, οι Λουθηρανοί για παράδειγμα. Όμως όλοι οι υπήκοοι τής Πύλης υπάκουαν τον σουλτάνο χωρίς αντίρρηση. Ο σουλτάνος είχε απεριόριστους πόρους σε άνδρες και χρήματα, άλογα και καμήλες. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η υπακοή τού Οθωμανικού κόσμου απέναντι στον σουλτάνο ήταν τόσο μεγάλη, «που αν αυτή τη στιγμή έστελνε ένα μάγειρα να σκοτώσει τον Ιμπραήμ πασά, τίποτε δεν θα μπορούσε να αποτρέψει τον θάνατό του».

Η χριστιανοσύνη δεν ήταν ποτέ τόσο διχασμένη, δήλωνε ο Γκρίττι, καθώς εκτεινόταν από το διαζύγιο τού Ερρίκου Η’ μέχρι την επιθυμία τού Φραγκίσκου Α’ να πάρει τη Γένουα. Είπε ότι έστελνε τον αδελφό του Τζόρτζιο στον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα με τέσσερις γαλέρες και μια γαλιότα, ενώ στη συνέχεια ο Τζόρτζιο θα πήγαινε στον Φραγκίσκο Α’ και ενδεχομένως και στον αυτοκράτορα Κάρολο, «για τη διευθέτηση των διαφωνιών τους, γιατί ήταν καλύτερο να πάει εκεί ένας ευφυής άνθρωπος και χριστιανός, παρά κάποιος Τούρκος, που θα είχε πλήρη άγνοια αυτών των υποθέσεων». Ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε στείλει άνθρωπο στον σουλτάνο για να ρωτήσει τι θα μπορούσε να ελπίζει από τον Μπαρμπαρόσσα και τον στόλο του. Ο Γκρίττι έλεγε αυτά τα πράγματα στους Τζερόμ και Σέππερ ως φίλος. Θα άκουγαν τα ίδια από τον Ιμπραήμ πασά, αλλά δεν έπρεπε να αποκαλύψουν ότι ο ίδιος τούς τα είχε πει ήδη. Έδειξε στους απεσταλμένους το σπίτι του, από το οποίο υπήρχε θέα όλης τής πόλης, ενώ τούς πρόσφερε ένα μπριγαντίνι για περιήγηση στα γραφικά κάστρα στο στόμιο τής Μαύρης Θάλασσας.116

Έντεκα μέρες αργότερα, στις 22 Ιουνίου (1533), ο Ιμπραήμ πασάς κάλεσε τούς Τζερόμ και Σέππερ σε τρίτη συνάντηση. Τούς έδωσε συγχαρητήρια που είχαν πετύχει αυτή τη διακοπή τού πολέμου και την αναγνώριση, την οποία έξι προηγούμενοι Αυστριακοί πρεσβευτές, οι Χομπορντάνσκυ και Βαϊξελμπέργκερ, Λάμπεργκ και Γιούρισιτς, Νογκαρόλα και Λάμπεργκ, δεν είχαν καταφέρει να πετύχουν. Θα γινόταν ειρήνη για όσο χρονικό διάστημα ο Φερδινάνδος ήταν διατεθειμένος να την τηρήσει. Όπως τούς είχε πει ο Γκρίττι, ο Φερδινάνδος μπορούσε να κρατήσει ό,τι κατείχε τότε στην Ουγγαρία. Μπορούσε επίσης να καταλήξει σε συμφωνία με τον Ζαπόλυα, αλλά ο Σουλεϊμάν επιφυλασσόταν να την επικυρώσει. Ο Γκρίττι θα προσδιόριζε τα σύνορα. Αν ο Κάρολος Ε’ ήθελε ειρήνη, έπρεπε να στείλει πρεσβευτή στην Πύλη, αλλά δεν θα υφίστατο επίθεση, αν ο ίδιος δεν ήταν ένοχος κάποιας επιθετικότητας. Όπως σημείωναν οι απεσταλμένοι στο δικό τους ημερολόγιο αυτών των γεγονότων, «Τον βρήκαμε οπωσδήποτε [τον Ιμπραήμ] να είναι απολύτως αντίθετος με τον πόλεμο σε όλες τις διακηρύξεις του και να επιθυμεί την ειρήνη παντού».

Το πρωί τής επόμενης μέρας (23 Ιουνίου), έχοντας ήδη λάβει από τον Ιμπραήμ πασά λεπτομερείς οδηγίες για το πρωτόκολλο στο οθωμανικό παλάτι, οι Τζερόμ και Σέππερ οδηγήθηκαν «στην ευτυχή Πύλη» (ad Portam Felicem), συνοδευόμενοι από δύναμη ιππικού 150 ανδρών, «όμορφα ντυμένων σε χρυσό και μετάξι». Είχαν πρωινό με τούς (τότε τρεις) πασάδες. Όταν εμφανίστηκαν νευρικοί, ο Ιμπραήμ τούς παρότρυνε με ευγενικό τρόπο να φάνε, γιατί αλλιώς δεν θα έτρωγε ούτε ο ίδιος. Στρεφόμενος προς τον Σέππερ είπε, «Είσαι σεμνός συνάδελφος και στοχαστικός», στο οποίο ο Σέππερ απάντησε ότι τίποτε δεν ήταν περισσότερο αρμόζον στους νεαρούς άνδρες απ’ όσο η σεμνότητα. Η παρατήρηση ευχαρίστησε τούς πασάδες, «γιατί συγκινούνται πολύ από τέτοια αποφθέγματα». Μέσω τού διερμηνέα Γιουνούς μπέη, ο Ιμπραήμ είπε στους απεσταλμένους τι έπρεπε να πουν όταν θα τούς δέχονταν ενώπιον τού σουλτάνου, όπως τελικά τούς δέχτηκαν.

Ο Σουλεϊμάν ήταν καθισμένος σε χαμηλή εξέδρα καλυμμένη με πλούσια μαξιλάρια και χρυσοΰφαντα υφάσματα κατάσπαρτα με πετράδια. Οι απεσταλμένοι φίλησαν το στρίφωμα τού ενδύματός του «και πήραν βαθιά ανάσα». Ο Ιμπραήμ απεύθυνε κάποια λόγια στον σουλτάνο, που δεν τα κατάλαβαν. Στη συνέχεια, στρεφόμενος προς τον Σέππερ, είπε, «Θα μιλήσεις πρώτος αφού ήρθες πιο μετά». Ακολουθώντας προσεκτικά τις γραπτές οδηγίες (documentum), τις οποίες είχε δώσει ο Ιμπραήμ στους δύο απεσταλμένους την προηγούμενη μέρα, ο Σέππερ ξεκίνησε με επίσημο χαιρετισμό προς τον σιωπηλό σουλτάνο. Παρά το γεγονός ότι ο Γιουνούς μπέης στεκόταν μεταξύ των απεσταλμένων και τού Ιμπραήμ, ο τελευταίος λειτουργούσε τώρα ως κάποιου είδους διερμηνέας, «γιατί ο σουλτάνος δεν έδινε σημασία στα λόγια τού Γιουνούς μπέη». Οι άλλοι δύο πασάδες, ο Αγιάς και ο Κασίμ, δεν είχαν αρθρώσει λέξη, ούτε είχαν κουνηθεί. Μάλιστα ο Γιουνούς μετέφραζε τα λόγια τού Σέππερ στον Ιμπραήμ, ο οποίος τα επαναλάμβανε στον σουλτάνο. Ο Σέππερ είπε, σοβαρά και συνοπτικά, ότι αυτός και ο Τζερόμ είχαν συζητήσει ορισμένα ζητήματα με τον Ιμπραήμ πασά, τον «υιοθετημένο αδελφό» τού Φερδινάνδου, για λογαριασμό τού εν λόγω Φερδινάνδου, τώρα «γιου» τού σουλτάνου. Ο Τζερόμ και ο ίδιος δεν είχαν αμφιβολία ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα κατανοούσε τον σκοπό τους από εκείνα που τού είχε πει ο Ιμπραήμ. Ζήτησαν μόνο να καταδεχτεί ο σουλτάνος να τούς δώσει μια «ήπια απάντηση». Όταν τελείωσε ο Σέππερ, ο Ιμπραήμ ζήτησε από τον Τζερόμ τής Ζάρα να μιλήσει.

Ο Τζερόμ ήταν έμπειρος στη διπλωματική φρασεολογία. Ξεκίνησε παρατηρώντας ότι ο «μεγάλος Καίσαρας» (magnus Caesar), όπως ο ίδιος και ο Σέππερ αποκαλούσαν πάντοτε τον σουλτάνο, είχε προφανώς μάθει από τον «σκλάβο» που είχε στείλει στη Βιέννη, ότι όλες οι δηλώσεις και υποσχέσεις που είχε κάνει ο ίδιος ο Τζερόμ για λογαριασμό τού Φερδινάνδου κατά τις τελευταίες εβδομάδες ήσαν αληθείς. Ο Φερδινάνδος ήθελε «μακρά και διαρκή ειρήνη με τον πατέρα του». Θα ήθελε επίσης να διατηρεί βαΐλο ή πρόξενο στην Ισταμπούλ. Ο Τζερόμ μιλούσε συνοπτικά, όπως απαιτούσε η εθιμοτυπία τής οθωμανικής αυλής. Έλπιζε επίσης ότι ο «μεγάλος Καίσαρας» θα καταδεχόταν να δώσει στον Φερδινάνδο μια «ήπια απάντηση» στο αίτημά του για την Ουγγαρία και για την ειρήνη. Τίποτε δεν ενδιέφερε ένα γιο, αν δεν ενδιέφερε τον πατέρα του, όπως και κάθε ενδιαφέρον και περιουσία τού πατέρα τα μοιραζόταν ο γιος του (nihil esse filii quod non sit patris, nihil esse patris quod non sit filii). Κλείνοντας ο Τζερόμ είπε ότι και οι δύο, αυτός και ο Σέππερ, προσεύχονταν στον Θεό να προωθήσει την καλή τύχη τού σουλτάνου. Ο Γιουνούς μπέης έκανε τη μετάφραση. Ο Ιμπραήμ πασάς αναμετέδιδε τα λόγια του στον σουλτάνο. Οι απεσταλμένοι έγραφαν αργότερα ότι πίστευαν ότι ο Ιμπραήμ είχε προηγουμένως δώσει οδηγίες στον Γιουνούς «για τις τουρκικές λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιήσει».

Ο ίδιος ο σουλτάνος Σουλεϊμάν απευθύνθηκε στους απεσταλμένους τέσσερις φορές. Κατ’ απαίτηση τού Ιμπραήμ ο Γιουνούς ενημέρωσε τούς απεσταλμένους ότι ήσαν τυχεροί,

επειδή έχετε θετική απάντηση, μια απάντηση την οποία έξι προηγούμενοι απεσταλμένοι δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν. Ο μεγάλος Καίσαρας σάς χορηγεί σταθερή, ευνοϊκή ειρήνη, όχι για επτά χρόνια ή εικοσιπέντε ή εκατό, αλλά για διακόσια, για τριακόσια χρόνια, μάλιστα για μια αιωνιότητα, εφ’ όσον θα θελήσετε αυτή την ειρήνη και εφ’ όσον δεν θα την παραβιάσετε.117

Τα εδάφη και οι υπήκοοι τού σουλτάνου ήσαν πλέον και τού Φερδινάνδου, όπως τα εδάφη και οι υπήκοοι τού Φερδινάνδου ήσαν πια και τής Πύλης. Αν ο Φερδινάνδος, ως γιος τού σουλτάνου, ήθελε χρήματα ή πλοία ή στρατιώτες, θα έγραφε απλώς για να τα ζητήσει και θα τα είχε. Και όλα αυτά για όσο διάστημα ο Φερδινάνδος δεν θα παραβίαζε την ειρήνη, γιατί ο σουλτάνος δεν επρόκειτο να την παραβιάσει ποτέ.

Στην κατάλληλη στιγμή ο Γιουνούς μπέης υπέδειξε στον Κορνήλιο Σέππερ ότι έπρεπε να φιλήσει το χέρι τού σουλτάνου και ύστερα από αυτόν ο Τζερόμ, «αλλά άγγιξαν το φόρεμά του στα γόνατα, γιατί ο μεγάλος Καίσαρας δεν άπλωσε το χέρι του ούτε το κούνησε καθόλου». Ο Ιμπραήμ πασάς επανέλαβε για μια ακόμη φορά τούς όρους τής ειρήνης. Αποκάλυπτε ζωηρή προσωπικότητα, ενώ έδειχνε να ευχαριστιέται με τη διαδικασία. Οι απεσταλμένοι πίστευαν ότι είχε λειτουργήσει με την καλύτερη διάθεση. Δεδομένου ότι ο Ιμπραήμ ήθελε σαφώς να ακούσει ο σουλτάνος κάποια εξήγηση για την ατυχή φρασεολογία τής επιστολής τού Καρόλου τής 26ης Μαρτίου, ο Σέππερ εξέφρασε τη θλίψη του για την παρεξήγηση. Αποτελούσαν όλα ζήτημα ερμηνείας τού κειμένου. Δεν υπήρχε πρόθεση για καμία προσβολή, ούτε για την παραμικρή. «Τελικά πήραν άδεια από τον μεγάλο Καίσαρα και αποσύρθηκαν, όχι χωρίς την κατάπληξη όλων των Τούρκων που είχαν παραμείνει τόσο πολύ ενώπιον τού μεγάλου Καίσαρα, γιατί βρίσκονταν εκεί σχεδόν τρεις ώρες…».

Την επόμενη μέρα (24 Ιουνίου) τούς υποδέχθηκε και πάλι ο Ιμπραήμ πασάς στο σπίτι του, όπου βρισκόταν επίσης ο Γκρίττι, ο οποίος δεν ήταν παρών στην αξέχαστη ακρόασή τους από τον σουλτάνο. Άκουγαν και πάλι ήσυχα καθώς ο Ιμπραήμ φιλοσοφούσε. Η ειρήνη θα δημοσιευόταν στην Ισταμπούλ και στη Ραγούσα. «Χτες φάγατε ψωμί και αλάτι μαζί μας», είπε, «και είμαστε φίλοι, γιατί δεν μπορώ να είμαι εχθρός σας, αφού έχουμε φάει μαζί». Οι όροι τής ειρήνης συζητήθηκαν ξανά και επιχειρήθηκαν διευκρινίσεις, ιδιαίτερα σε σχέση με τα προικώα δικαιώματα και την περιουσία στην Ουγγαρία τής χήρας βασίλισσας Μαρίας, η οποία ήταν τώρα αντιβασιλέας τού Καρόλου Ε’ στην Ολλανδία. Εδώ οι Σέππερ και Γκρίττι βρέθηκαν σε κάποια διαφωνία. Ενώ συζητούσαν το πρόβλημα τής Μαρίας, οι Ιμπραήμ και Τζερόμ τής Ζάρα συνομιλούσαν στα κροατικά (lingua sclavonica), στη μητρική τους γλώσσα. Στη συνέχεια ο πασάς τακτοποίησε τις διαφορές τού Σέππερ με τον Γκρίττι, παίρνοντας το μέρος τού τελευταίου. Όταν οι απεσταλμένοι σηκώθηκαν για να φύγουν και αποχαιρέτησαν τον Ιμπραήμ, σηκώθηκε και αυτός και τούς διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε να παραλάβουν τις επίσημες επιστολές, που έπρεπε να πάνε στον Φερδινάνδο και στον Κάρολο Ε’.118

Στη συνέχεια οι Τζερόμ και Σέππερ χρειάστηκε να περιμένουν πολύ για τις επιστολές. Όμως στις 14 Ιουλίου (1533) έφτασε ο Γιουνούς με τις επιστολές σε δύο χαρτοφύλακες (sacculi), έναν για τον Κάρολο και τον άλλο για τον Φερδινάνδο. Αναφέρθηκε ότι ο Γκρίττι ήταν σοβαρά άρρωστος. Εκείνη τη μέρα επίσης, όπως σημείωναν οι απεσταλμένοι στο ημερολόγιό τους, έφτασε στην Ισταμπούλ ο Νικκολό Τζουστινιάν, ο νέος Ενετός υποβαΐλος, μαζί με τον Τομμάζο Κονταρίνι, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον Πιέτρο Ζεν ως πρεσβευτής τής Σινιορίας στον Βόσπορο. Πιστεύοντας ότι Γκρίττι θα ήταν πολύ άρρωστος για να τούς δει πριν από την επικείμενη αναχώρηση τους, οι απεσταλμένοι έστειλαν στο σπίτι του τον Πέτερ τού Τράου (Τρογκίρ), τον γραμματέα τού Τζερόμ. Ο Πέτερ επέστρεψε με το μήνυμα ότι «παρά το γεγονός ότι κινδύνευε να πεθάνει», ο Γκρίττι ήθελε να τούς μιλήσει. Όταν πήγαν στο σπίτι του, τον βρήκαν στο κρεβάτι.

Ο Γκρίττι ήταν σχεδόν τόσο μεγάλος ομιλητής, όσο ο φίλος και προστάτης του, ο Ιμπραήμ πασάς. Διαβεβαίωσε τούς απεσταλμένους για μια ακόμη φορά ότι αν τον εμπιστευόταν ο Φερδινάνδος, αυτός θα αποδεικνυόταν «καλός και πιστός υπηρέτης» (bonus et fidelis servitor) τής Μεγαλειότητάς του. Ήθελε να συσκεφτεί με τον Φερδινάνδο, να μιλήσει μόνος μαζί του, ενώ ήταν διατεθειμένος να πάει στη Βιέννη για να το κάνει, αλλά δεν ήθελε να το γνωρίζουν αυτό οι Ούγγροι. Ήσαν «απείθαρχη και άπιστη φυλή, γιατί δεν υπήρχε κανένας στην ουγγρική παράταξη τής Μεγαλειότητάς του ο οποίος δεν είχε προσφερθεί να υπηρετήσει τον βασιλιά Ιωάννη [Ζαπόλυα] και πιθανώς οι Ούγγροι τής παράταξης τού Ιωάννη είχαν κάνει το ίδιο με το γαληνότατο βασιλιά Φερδινάνδο…». Ο Γκρίττι ισχυριζόταν ότι ήταν χριστιανός και ευνοούσε τούς χριστιανούς, αλλά δεν ήταν ακόμη ώρα για να επιχειρήσει οποιαδήποτε κίνηση εναντίον των Τούρκων, επειδή η χριστιανοσύνη ήταν πολύ διχασμένη. Αυτός και οι απεσταλμένοι μίλησαν και γι’ άλλα πράγματα, αλλά αυτά ήσαν τα πιο σημαντικά ζητήματα (hanc esse summam rerum).

Πράγματι, ο Γκρίττι μιλούσε πολύ. Τελικά όμως είπε στον Τζερόμ τής Ζάρα και στον Σέππερ ότι ο Τζερόμ Λάσκι, ο οποίος είχε φτάσει στην Ισταμπούλ στις 8 Ιουλίου, βρισκόταν εκεί, στο σπίτι του. Άραγε θα επέτρεπαν οι απεσταλμένοι στον Λάσκι, τον μεγάλο εχθρό των Αψβούργων, να τούς δει; Ο Γκρίττι γελούσε καθώς μιλούσε για τον Λάσκι. Έλεγε ότι δεν τού άρεσε πολύ, «αλλά τον δεχόταν γι’ αυτό που ήταν, όπως δήλωνε απροκάλυπτα». Οι Αυστριακοί απεσταλμένοι δεν είχαν αντίρρηση να βρεθούν με τον Λάσκι, και έτσι προσκλήθηκε να μπει, πράγμα που έκανε, χαιρετώντας τούς τρεις στο υπνοδωμάτιο τού Γκρίττι. Ο Λάσκι κάθισε με την άνεσή του και ενώ ο Γκρίττι διασκέδαζε απροκάλυπτα «άρχισε να μιλά για τα ένδοξα κατορθώματά του».

Ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Κορνήλιος Σέππερ έφυγαν από την Ισταμπούλ στις 16 Ιουλίου (1533), παίρνοντας μαζί τούς δύο χαρτοφύλακες (sacculi) με τις επιστολές τού Σουλεϊμάν και τού Ιμπραήμ προς τον Κάρολο Ε’ και τον Φερδινάνδο, τέσσερες επιστολές, όλες με ημερομηνία 4 Ιουλίου, όλες σε αυταρχικό τόνο, αλλά με μια νότα φιλίας σε εκείνες που απευθύνονταν στον Φερδινάνδο.119 Βρίσκονταν στη Σόφια στη Βουλγαρία στις 30 Ιουλίου, όπου έμαθαν ότι οπαδοί των αδελφών Γκρίττι είχαν προφανώς επιχειρήσει στην Κλίσσα (Κλις), στις δαλματικές ακτές πάνω από το Σπαλάτο (Σπλιτ), αν και ο Λοντοβίκο τούς είχε διαβεβαιώσει επισήμως ότι δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Έμαθαν επίσης είδηση ή φήμη σχετική με τον στόλο τού Καρόλου. Είτε για να εξακριβώσουν τις φήμες ή για άλλο λόγο, κατευθύνθηκαν προς την Αδριατική. Ανέβηκαν την ακτή όπου ο Τζερόμ, όντας Δαλματός, μιλούσε τη γλώσσα και μπορούσε να διευκολύνει το ταξίδι τους και (ίσως μέσω Λιουμπλιάνας) προχώρησαν στον κουραστικό δρόμο τους προς τη Βιέννη.120 Με κόστος την όχι μικρή ταπείνωση των Αψβούργων (ο Φερδινάνδος είχε γίνει μικρότερος αδελφός τού τυχάρπαστου μεγάλου βεζύρη), οι Τζερόμ και Σέππερ είχαν καταφέρει να συνάψουν την πρώτη ειρήνη τής Αυστρίας με την Υψηλή Πύλη.

Σύμφωνα με δήλωση τού Καρόλου Ε’, που έγινε δεκαοκτώ μήνες αργότερα, ο πάπας Κλήμης Ζ’ ήταν πλήρως ενημερωμένος για την πορεία αυτών των διαπραγματεύσεων και είχε εγκρίνει την ειρήνη που είχαν συνάψει με τούς Τούρκους ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Κορνήλιος Σέππερ για λογαριασμό τού Φερδινάνδου και τού ουγγρικού βασιλείου τού τελευταίου.121 Οι επιστολές που γράφτηκαν από τον Πιέτρο Πάολο Βεργκέριο, παπικό νούντσιο στη Βιέννη, προς τον Τζάκοπο Σαλβιάτι, γραμματέα τού Κλήμεντα Ζ’, καθιστούν επίσης σαφές ότι η Αγία Έδρα διατηρούνταν ενήμερη για τις διαπραγματεύσεις των Αψβούργων στην Ισταμπούλ.122 Ο Βεργκέριο είχε γράψει στον Σαλβιάτι στις 2 Απριλίου 1533 ότι ο Φερδινάνδος τού είχε ζητήσει να ενημερώσει τη Ρώμη, «ότι έχει δύο υπέρτατες επιθυμίες, μια να ολοκληρώσει την ειρήνη με τούς Τούρκους και την άλλη να εξαφανίσει αυτές τις διεστραμμένες απόψεις για την πίστη».123 Περίπου τέσσερις μήνες αργότερα ο Βεργκέριο είχε την ικανοποίηση να γράφει στον Σαλβιάτι ότι η είδηση της ειρήνης είχε φτάσει το μεσημέρι τής 21ης Ιουλίου.124 Ο Φερδινάνδος ομολογούσε ότι ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα τής πρεσβείας των απεσταλμένων του στην Ισταμπούλ.

Δεδομένου ότι ο Κάρολος Ε’ δεν είχε εκπροσωπηθεί επίσημα στην αποστολή, δεν είχε περιληφθεί στην ειρήνη, όπως είδαμε, αν και μπορούσε να περιληφθεί, εφ’ όσον ήθελε. Σύμφωνα με την είδηση που έφεραν τελικά στη Βιέννη ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Σέππερ (φτάνοντας εκεί το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 1533), οι οθωμανικές υποθέσεις βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση, λόγω μιας φοβερής πανούκλας και τής προσδοκίας πολέμου με τον Ταμάσπ Α’, τον σάχη τής Περσίας (1524-1576), που συνήθως ονομαζόταν «σούφι».125 Ούτε ο πάπας Κλήμης Ζ’ είχε συμπεριληφθεί στην ειρήνη. Υποτίθεται ότι υπήρχε κάτι απρεπές και μάλιστα δυσάρεστο στη διαπραγμάτευση των παπών με απίστους, όπως ανέφερε ο νούντσιος Βεργκέριο σε επιστολή από τη Βιέννη τον Σεπτέμβριο τού 1533 (che hanno esser perpetui inimici degli inimici della fede nostra). Όμως ο Βεργκέριο ήταν πρόθυμος να προτείνει ότι μια προσωρινή και μυστική ανακωχή με την Υψηλή Πύλη θα ήταν καλή ιδέα, που θα έδινε στον παρενοχλούμενο Κλήμεντα χρόνο για να αναπνεύσει, διάστημα στο οποίο θα επούλωνε τις πληγές που είχαν προκαλέσει στον Καθολικισμό οι Λουθηρανοί και θα προσπαθούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη μεταξύ των ηγεμόνων τής Ευρώπης. Αλλά, περισσότερο από αυτό, ο Βεργκέριο, που είχε κάποια εμπειρία των τουρκικών υποθέσεων στη Δαλματία και που γνώριζε τη σλαβική γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν συχνά οι διπλωμάτες στην Πύλη, προσφερόταν να πάει κρυφά και «ως άγνωστος» (incognito) στην Ισταμπούλ, όπου είχε λόγους να πιστεύει ότι ο Λοντοβίκο Γκρίττι είχε καλή γνώμη γι’ αυτόν και θα τον βοηθούσε να εξασφαλίσει παπική-τουρκική εκεχειρία, η οποία θα διασφάλιζε την Αγία Έδρα από τουρκικές ναυτικές επιθέσεις εναντίον τής Ιταλίας.126

Ο Κορνήλιος Σέππερ στάλθηκε στην Ισπανία, για να πει στον Κάρολο Ε’ για τις διαπραγματεύσεις τις δικές του και τού Τζερόμ με τούς Τούρκους. Στις 5 Φεβρουαρίου 1534 επέστρεψε στην αυλή τού Φερδινάνδου, που ήταν τότε στην Πράγα,127 ενώ δέκα μέρες αργότερα έφυγε για την Ισταμπούλ. Ο Βεργκέριο προσπάθησε, με μικρή επιτυχία, να μάθει τούς όρους τής αποστολής του.128 Στη Μονσόν, στη βορειοανατολική Ισπανία, στις 24 Δεκεμβρίου (1533), ο Κάρολος είχε εξουσιοδοτήσει τον Σέππερ να προσπαθήσει να διαπραγματευθεί με τον σουλτάνο «ειρήνη και αποχή από πόλεμο» (abstinentia belli et pax), «τόσο στο όνομά μας, όσο και σε εκείνο τής χριστιανοσύνης», αν και πίστευε ότι ο Φραγκίσκος Α’ μπορούσε κάλλιστα να παρέμβει.129 Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει την Κορώνη για μια ανακωχή ή ειρήνη, υπό την προϋπόθεση ότι οι (Αλβανοί) κάτοικοι θα έπαιρναν διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους. Σε κάθε περίπτωση δεν είχε την πρόθεση να προσπαθήσει να κρατήσει την Κορώνη πέρα από τον Μάρτιο (1534), ενώ δεν περίμενε κάτι περισσότερο από εκεχειρία ή ειρήνη ενός έτους με τούς Τούρκους. Ο Κλήμης Ζ’ έπρεπε να εγκρίνει το σύμφωνο και να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα έπρεπε να παρεμποδίζεται από επιθέσεις εναντίον των θαλασσίων κτήσεων τού Καρόλου. Στις 11 Φεβρουαρίου (1534) ο Σέππερ και ο Τζερόμ τής Ζάρας, ο οποίος υποτίθεται ότι θα πήγαινε μαζί του, έλαβαν περαιτέρω οδηγίες από τον Φερδινάνδο στην Πράγα.130

Ο Τζερόμ δεν πήγε με τον Σέππερ στην Ισταμπούλ. Όπως έγραφε στον Φερδινάνδο από το Φιούμε (Ριγιέκα) στις 27 Φεβρουαρίου (1534), ήταν άρρωστος με τεταρταίο πυρετό. Αμφέβαλλε επίσης πολύ κατά πόσον άλλη μια πρεσβεία στην Πύλη ήταν σκόπιμη εκείνη τη στιγμή, επειδή ο Πέταρ Κρούγιτς, ο Ούσκοκ διοικητής που κατείχε την Κλίσσα (Κλις) στο όνομα τού Φερδινάνδου, είχε παραβιάσει την ειρήνη, την οποία αυτός και ο Σέππερ είχαν συνάψει πριν λιγότερο από ένα χρόνο «και [οι Τούρκοι] θα μπορούσαν δικαιολογημένα να πουν ότι είμαστε απατεώνες και όχι πρεσβευτές!» (et [li Turchi] potrebono dire che noi siamo inganatori et non ambasciatori!).131 Ο Σέππερ ξεκίνησε μόνος και το ταξίδι του καθυστέρησε από ισχυρές βροχοπτώσεις και αντίθετους ανέμους. Πήγε μέσω Αδριατικής. Τού πήρε δεκαοκτώ μέρες για να φτάσει στη Ραγούσα, όπου, όπως έγραφε στον Τζερόμ, περίμενε (στις 31 Μαρτίου) να λάβει διαβεβαίωση από τον σαντζακμπέη τής Ερζεγοβίνης, μέσω τής επαρχίας τού οποίου θα συνέχιζε προς Βόσπορο.132 Ο Σέππερ είχε πάρει μαζί του τον Πέτερ τού Τράου (Τρογκίρ), τον γραμματέα τού Τζερόμ, ο οποίος γνώριζε τούς Τούρκους και μιλούσε την πάντοτε χρήσιμη σλαβική γλώσσα (lingua sclavonica). Δυστυχώς για τον Σέππερ, ο Ιμπραήμ πασάς απουσίαζε από την τουρκική πρωτεύουσα, έχοντας ξεκινήσει για τον πόλεμο κατά τής Περσίας.133

Ο Σέππερ έφτασε στην Πύλη στις 26 Απριλίου (1534). Συζητούσε με τον Αγιάς πασά, ο οποίος ήταν κάποιες φορές άρρωστος. Συζήτησε επίσης τρεις φορές με τον Λοντοβίκο Γκρίττι (στις 9 και 22 Μαΐου και στις 11 Ιουνίου), ο οποίος τού είπε ότι ο Κλήμης Ζ’ είχε προσπαθήσει να κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους μέσω τού Λουίτζι Γκεράρντι, τού Φλωρεντινού πρόξενου στην Ισταμπούλ. Παρά το γεγονός ότι (ως συνήθως) ο Γκρίττι έτεινε να παραποιεί τα γεγονότα, δεν έκανε εντελώς λάθος.134 Στις 17 Μαΐου ο Σέππερ έγινε δεκτός από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο οποίος ετοιμαζόταν να συναντήσει τον Ιμπραήμ πασά στην περσική εκστρατεία. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα ήταν παρών στην ακρόαση. Ο Σέππερ επιδίωξε ειρήνη με τούς Τούρκους για όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες, καθώς και για τον Κάρολο, αλλά ο πάπας έπρεπε να επικυρώσει την ειρήνη. Ο Σουλεϊμάν ήταν, αρκετά δικαιολογημένα, ενοχλημένος με αυτή την προσπάθεια να συμπεριληφθούν «άλλοι βασιλείς και χριστιανοί ηγεμόνες» (alii reges et potentatus Christiani). Άραγε ήσαν ή όχι όλοι τους «υπήκοοι και υπηρέτες» (subiecti et servi) τού Καρόλου; Λοιπόν όχι, δεν ήσαν όλοι «υπηρέτες» του (servi), αλλά μερικοί ήσαν «υπήκοοί» του (subditi) και άλλοι «φίλοι» του (amici). Όσο για την άποψη τού σουλτάνου, εκείνοι που ήθελαν ειρήνη έπρεπε να στείλουν δικούς τούς απεσταλμένους και επιστολές προς την Πύλη. Έφερε τον Σέππερ σε δύσκολη θέση, λέγοντάς του, «Αν ο Κάρολος θέλει να κάνουμε ειρήνη, να ξέρει ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας είναι αδελφός μου. Ως εκ τούτου, να επιστρέψει ο Κάρολος στον βασιλιά τής Γαλλίας όλα εκείνα τα εδάφη που έχει καταλάβει από αυτόν και όλα τα χρήματα που τού έχει πάρει. Με το ζήτημα τής ειρήνης θα ασχοληθούμε μαζί του στη συνέχεια και όχι πριν!» (Si Carolus vult mecum pacem, sciat quod rex Francie est frater meus. Ideo ipse Carolus restituat regi Francie omnes illas terras quas ab ipso occupavit et omnes pecunias quas ab ipso habuit. Tunc tractabimus de pace cum eo, et prius non!)135

Ο Σέππερ εξήγησε με συγκρατημένη ευγένεια ότι ο Κάρολος δεν είχε ποτέ καταλάβει εδάφη που ανήκαν στους Γάλλους, αλλά ότι ο Φραγκίσκος κατείχε ακόμη το δουκάτο Βουργουνδίας τού Καρόλου «και αυτό άδικα για πολλά χρόνια». Βέβαια ο Κάρολος είχε πάρει χρήματα από τον Φραγκίσκο, ο οποίος είχε καταβάλει τα λύτρα του ύστερα από την Παβία, αλλά τα χρήματα είχαν αποσπαστεί από το δουκάτο τού ίδιου τού Καρόλου, εκείνο τής Βουργουνδίας. Ο Σουλεϊμάν δήλωσε ότι θα εξέταζε το όλο θέμα και θα έδινε αργότερα την απάντησή του στον Σέππερ. Φεύγοντας από το παλάτι, ο Σέππερ σπρώχτηκε αγενώς και περιγελάστηκε από τούς γενίτσαρους. Όπως παρατηρούσε ο ίδιος στον Γιουνούς μπέη, όλα ήσαν διαφορετικά το προηγούμενο έτος (όταν ο Ιμπραήμ πασάς βρισκόταν στην Πύλη). Ο Σέππερ έμαθε (ή τουλάχιστον τού είπαν) ότι οι Τούρκοι είχαν εξηντατέσσερα πλοία και «μερικές χιλιάδες κανόνια» σε υπηρεσία κατά τής Πορτογαλίας στην Ερυθρά Θάλασσα.136

Ο Μπαρμπαρόσσα απέπλευσε προς τα δυτικά στις 28 Μαΐου (1534), ενώ στη συνέχεια, στις 2 Ιουνίου, ο Σέππερ έγινε και πάλι δεκτός από τον σουλτάνο, ο οποίος ήταν πρόθυμος να συζητήσει την ειρήνη με τον Κάρολο Ε’, εφόσον όλοι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και οι Αλβανοί πρόσφυγες από την Κορώνη, μαζί με τα κανόνια που είχε αρπάξει ο Αντρέα Ντόρια, επιστρέφονταν στους Τούρκους. Όμως ο Σέππερ είπε ότι η αποστολή του δεν τον εξουσιοδοτούσε να πάρει τέτοια απόφαση. Ο σουλτάνος απάντησε ότι όταν ένας απεσταλμένος αναλάμβανε διαπραγματεύσεις, έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με πλήρη εξουσιοδότηση να αντιμετωπίσει αποφασιστικά όλα όσα μπορούσαν να υπάρχουν μέσα στο πλαίσιο τής αποστολής του. Ο Σουλεϊμάν γινόταν ακόμη πιο δύσκολος. Πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος ως δικαστής ή διαιτητής μεταξύ Καρόλου και Φραγκίσκου για τα διαμφισβητούμενα μεταξύ τους εδάφη. Ήθελε να στείλει ο Κάρολος άλλον απεσταλμένο, αυτή τη φορά με «πλήρη εξουσιοδότηση» (plena potestas) να αναλάβει κάθε δέσμευση την οποία μπορούσε να απαιτήσει η Υψηλή Πύλη για την ειρήνη, «και αυτό να πείτε στον Κάρολο!» (et hoc dicas Carolo!). Ο Σέππερ είπε ότι θα το έλεγε στον Κάρολο. Ο Σουλεϊμάν διαβεβαίωσε τον Σέππερ για την ασφαλή αναχώρησή του από την τουρκική επικράτεια και όταν ο τελευταίος έκανε τη συνήθη υπόκλιση στον σουλτάνο και χαιρέτησε τούς δύο πασάδες, τον Αγιάς και τον Κασίμ, αποσύρθηκε με οδηγό τον Γιουνούς μπέη. «Πολύ καλά», είπε στον Γιουνούς, «τώρα δεν έχουμε ούτε πόλεμο ούτε ειρήνη…», ενώ πρόσθεσε ότι ήταν μάλλον απίθανο ότι το μέλλον θα τούς πρόσφερε τόσο καλή ευκαιρία για να κάνουν γενική ειρήνη, από την ευκαιρία την οποία προφανώς είχαν μόλις χάσει.

Ο Σέππερ θεωρούσε τον σουλτάνο λίγο ασταθή (variam ipsius Caesaris esse naturam). Καθώς μιλούσε, o Σουλεϊμάν φαινόταν να αμφιταλαντεύεται μεταξύ θυμού και φιλοφροσύνης. Ήταν βέβαιο ότι θα επικρατούσε ο θυμός αν ο σουλτάνος είχε μάθει ότι ο Σέππερ προσπαθούσε τώρα να δωροδοκήσει ένα Φλαμανδό πυροβολητή, «για να κάψει τον Μπαρμπαρόσσα και τις γαλέρες του», αν και όταν παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Ο Σέππερ έλπιζε ότι τελικά κάτι μπορούσε να προκύψει από αυτό, γιατί είχε δώσει στον πυροβολητή την προσδοκία κατάλληλης ανταμοιβής, αν καίγονταν ο Μπαρμπαρόσσα και οι γαλέρες του.

Υπήρχε ανησυχία στην Πύλη. Ένας Σιλεσιανός από τη «Βρατισλάβια» (Μπρατισλάβα), που είχε ασπαστεί το Ισλάμ και ήταν υπηρέτης τού Αγιάς πασά, μιλούσε για τον Ιμπραήμ πασά με εχθρικό τρόπο και περιφρόνηση, υποστηρίζοντας ότι το καθεστώς του δεν θα διαρκούσε για πολύ ακόμη (hinc non diu duraturum ipsius regimen). O Τζερόμ Λάσκι βρισκόταν στην Ισταμπούλ (ο Σέππερ τον είδε για λίγο στις 8 και 10 Ιουνίου). Παραπονιόταν τώρα για τον Ιωάννη Ζαπόλυα και την «αχαριστία» του. Ο Γιουνούς μπέης δεν έκρυβε το μίσος και την περιφρόνησή του για τον Λοντοβίκο Γκρίττι, «πολύ κακό και απεχθέστατο άνθρωπο, ούτε Τούρκο ούτε Χριστιανό» (pessimus et scelestissimus homo, neque Thurca neque Christianus). Ο Γκρίττι, έλεγε, τα πήγαινε καλά με τον Ιμπραήμ, αλλά ποιος άλλος άραγε θα μπορούσε να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τον γιο μιας πόρνης; Οι Γκρίττι και Μπαρμπαρόσσα μισούσαν ο ένας τον άλλο.137 Κι έτσι συνεχιζόταν. Όμως πέρα από αυτό και άλλα αυλικά σκάνδαλα, ο Σέππερ είχε μάθει από τον Λάσκι ότι ο Φίλιππος, ο Λουθηρανός φεουδάρχης (landgrave) τής Έσσης, είχε γράψει στον Ζαπόλυα, προτρέποντάς τον να μην κάνει ειρήνη με τον Φερδινάνδο. Ο Φίλιππος είχε επίσης δηλώσει ότι είχε αποφασίσει να κάνει πόλεμο με τούς Αψβούργους (για να πάρει από αυτούς το δουκάτο τής Βυρτεμβέργης και να το επιστρέψει στον γέρο δούκα Ούλριχ). Ο Φίλιππος είχε πάρει σαράντα κανόνια (όπως ισχυριζόταν) και 200.000 σκούδα από τον βασιλιά τής Γαλλίας. Αυτή ήταν είδηση, που θα ενδιέφερε τον Φερδινάνδο ακόμη περισσότερο από τον Κάρολο.

Στις 11 Ιουνίου (1534) ο σουλτάνος Σουλεϊμάν πέρασε στην ασιατική πλευρά τού Βοσπόρου, στο Σκουτάρι (Ουσκουντάρ), όπου παρέμεινε μέχρι τις 15 τού μηνός, ενώ στη συνέχεια κινήθηκε ανατολικά προς τον περσικό πόλεμο. Ο Κορνήλιος Σέππερ είχε ήδη φύγει από την τουρκική πρωτεύουσα στις 13 Ιουνίου, έχοντας καταφέρει ελάχιστα ή τίποτε. Έφτασε πάλι στην Πράγα στις 28 Ιουλίου138 και στις 2 Αυγούστου παρουσίασε στον Φερδινάνδο το γραπτό κείμενο τής αναφοράς του για την αποστολή, για την οποία ο Τζερόμ τής Ζάρα είχε σοφά δηλώσει ότι ήταν πιθανώς λάθος.139

Προς το τέλος τού έτους 1533 και στις αρχές τού 1534, ενώ ο Λοντοβίκο Γκρίττι αναμενόταν ο ίδιος στα όρια τής Αυστρίας και τής Ουγγαρίας για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ των ουγγρικών κτήσεων τού Φερδινάνδου και εκείνων τού Ζαπόλυα, ο παπικός γραμματέας Πιέτρο Καρνεζέκκι ντε Μέντιτσι, ο οποίος είχε διαδεχθεί σε αυτή τη θέση τον εκλιπόντα Τζάκοπο Σαλβιάτι, ενθάρρυνε τον πολύ πρόθυμο Βεργκέριο να κάνει ό,τι μπορούσε, για να διατεθεί ο Γκρίττι «σε κάθε καλή πράξη προς όφελος τής χριστιανοσύνης».140 Τίποτε δεν προέκυψε από αυτές τις προβλεπόμενες παπικές-τουρκικές διαπραγματεύσεις, όπως θα δούμε, ενώ ο Γκρίττι δεν έφτασε ποτέ κοντά στην Αυστρία. Στις αρχές Ιουνίου (1534) έφτασε μια φήμη στην Πράγα, στην οποία ο Βεργκέριο είχε συνοδεύσει την αυλή τού Φερδινάνδου, ότι ο Γκρίττι είχε δηλητηριαστεί κατ’ εντολή τού σουλτάνου.141 Βέβαια η φήμη ήταν αναληθής, αλλά καθώς περνούσαν οι βδομάδες ο Βεργκέριο, από τον οποίο προερχόταν η πρόταση να ασχοληθούν με τον Τούρκο απεσταλμένο, έγραφε τελικά στον Καρνεζέκκι στις 18 Ιουλίου (1534), ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει πολύ. Ο Φερδινάνδος τον είχε κάνει για διάφορους λόγους να αλλάξει γνώμη. Ο Βεργκέριο πίστευε τώρα ότι θα ήταν καλύτερο να κάνουν πόλεμο με τούς Τούρκους από το να κάνουν ειρήνη ή ανακωχή μαζί τους, ιδιαίτερα αν ο πάπας μπορούσε να κρατήσει ήσυχο τον βασιλιά τής Γαλλίας.142 Ο Φερδινάνδος ήταν προφανώς εξίσου έτοιμος είτε για ειρήνη ή για πόλεμο με τον Τούρκο, αναλόγως τού ποιο θα ήταν περισσότερο προς όφελος των Αψβούργων.

Στον βαθμό που ο Τζερόμ τής Ζάρα και ο Κορνήλιος Σέππερ είχαν μόλις φέρει από την Πύλη, μόλις πριν εννέα ή δέκα μήνες, την πρώτη αυστρο-τουρκική ειρήνη που είχε συναφθεί ποτέ, προκύπτει το ερώτημα τής ειλικρίνειας τού Φερδινάνδου στην αποστολή των δύο πρόσφατων πρεσβειών των Αψβούργων στην Ισταμπούλ. Η επιστολή τού Βεργκέριο, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, φέρει στην πραγματικότητα ημερομηνία δέκα μέρες πριν από την επιστροφή τού Σέππερ (στην Πράγα στις 28 Ιουλίου) από τη δεύτερη αποστολή. Ακόμη κι αν ο Σέππερ δεν είχε καταφέρει να κάνει άμεση ειρήνη μεταξύ Καρόλου Ε’ και Σουλεϊμάν, τουλάχιστον η ειρήνη που είχαν κάνει ο ίδιος και ο Τζερόμ το προηγούμενο έτος εξακολουθούσε να υφίσταται μεταξύ Φερδινάνδου και Πύλης.

Οι πολιτικοί πλανήτες φαίνονταν να είχαν φτάσει σε σύζευξη ευνοϊκή για τις χριστιανικές υποθέσεις, υποβοηθούμενη από την παρέμβαση τής ίδιας τής φύσης. Ήδη στις 13 Οκτωβρίου 1533 ο Βεργκέριο είχε γράψει στον πάπα ότι ο βασιλιάς Φερδινάνδος τού είχε πει, ότι η πανούκλα που μαινόταν τότε στην Ισταμπούλ είχε πάρει 50.000 ζωές από τις 15 Ιουνίου έως τα μέσα Αυγούστου. Είχε φτάσει σε τέτοια σοβαρότητα, που πέθαιναν 1.500 άτομα σε μια μέρα. Η κυβέρνηση τού σουλτάνου είχε θορυβηθεί και στενοχωρηθεί, πιστεύοντας ότι η πανούκλα αποτελούσε κακό οιωνό για την Οθωμανική αυτοκρατορία.143

Η παρουσία τής πανούκλας στον Βόσπορο και η αναμενόμενη απουσία τού Ιμπραήμ πασά (και τελικά και τού Σουλεϊμάν) στην Περσία έδιναν στον Φερδινάνδο την εντύπωση ότι υπήρχε εξαιρετική ευκαιρία να ελευθερώσει τον χριστιανισμό για πάντα από την απειλή τού Ισλάμ, αν απλώς οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες μπορούσαν να καταλήξουν μεταξύ τους σε ικανοποιητική διευθέτηση. Κανένας δεν αμφέβαλε ότι η επιτυχία που είχε συνοδεύσει τις κοινές προσπάθειες τού Τζερόμ τής Ζάρα και τού Κορνέλιους Σέππερ ήταν συνέπεια τής επιθυμίας των Τούρκων να απαλλάξουν τα ουγγρικά τους σύνορα από επίθεση, ενώ αυτοί θα συγκέντρωναν τούς πόρους τους στον επερχόμενο πόλεμο με την Περσία. Όμως, όπως έγραφε ο Βεργκέριο στον Καρνεζέκκι (στις 21 Οκτωβρίου 1533), οι Τούρκοι είχαν ήδη καταστρέψει μεγάλες περιοχές τής Ουγγαρίας, ενώ αναμενόταν να επιχειρήσουν βίαιη ανακατάληψη τής Κορώνης. Συνεκτιμώντας όλα αυτά, ο Φερδινάνδος πίστευε ότι ήταν ώριμος ο χρόνος για ανάληψη επιθετικής δράσης, «να επιτεθούν με μεγάλη δύναμη εναντίον των Τούρκων» (far maggior forza contra Thurchi), αν απλώς οι χριστιανοί ηγεμόνες μπορούσαν να καταλήξουν σε «καλή συμφωνία».144 Παπικοί διπλωματικοί παρατηρητές ομολογούσαν ότι ήσαν αρκετά αισιόδοξοι για τις πιθανότητες επιτυχίας των χριστιανών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 4 Νοεμβρίου ο Τζερόμ Αλεάντερ, αρχιεπίσκοπος τού Μπρίντιζι και νούντσιος στη Βενετία, έγραφε στον Εράρ ντε λα Μαρκ, τον καρδινάλιο επίσκοπο Λιέγης, ότι ένας τουρκικός στόλος επρόκειτο να διαχειμάσει σε λιμάνι κοντά στην Κορώνη, σχεδιάζοντας προφανώς κάποια ζημιά, αλλά οι χριστιανοί δεν φοβούνταν, επειδή ο αυτοκράτορας Κάρολος είχε δείξει, ότι η δύναμη κρούσης των Τούρκων είχε μεγαλοποιηθεί. Από την άλλη πλευρά ο στόλος τού Μπαρμπαρόσσα είχε αυξηθεί κατά τόσο πολλές γαλέρες, που μπορούσε να αποκαλείται «όχι πια πειρατής, αλλά αληθινός εχθρός».145

Οι Ενετοί γνώριζαν πολύ καλά τις τουρκικές ενισχύσεις στη θάλασσα. Ενώ η Γερουσία προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει την ειρήνη με την Πύλη, παρουσιάζονταν σημάδια τού προβλήματος, όπως όταν ο Λούτφι μπέης, διοικητής τού τουρκικού στόλου καθώς και σαντζακμπέης Ιωαννίνων (Ianina) και Άρτας, διαμαρτυρήθηκε για την εμφάνιση ενετικών σκαφών σε εκείνα που θεωρούσε τουρκικά χωρικά ύδατα. Με επιστολή τής 23ης Οκτωβρίου 1533 ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στους πρέσβεις Τομμάζο Κονταρίνι και Πιέτρο Ζεν και στον βαΐλο Νικκολό Τζουστινιάν στην Ισταμπούλ, ότι η διαμαρτυρία τού Λούτφι υπαινισσόταν «απολογία για όλα τα κακά που είχαν γίνει εναντίον των δικών μας, τα οποία δεν συμβιβάζονται με την καλή ειρήνη που έχουμε με αυτόν τον γαληνότατο Άρχοντα [Τούρκο]» (excusatione di poter far ogni male contra li nostri, che non conviene alla bona pace che habbiamo con quel serenissimo Signor [Turco]).

Ο Κονταρίνι και οι συνεργάτες του έπαιρναν εντολή να εξετάσουν το ζήτημα με τον Ιμπραήμ πασά, στον οποίο στρέφονταν πάντοτε οι Ενετοί. (Ο Ιμπραήμ όμως είχε ήδη φύγει από την Ισταμπούλ για τον πόλεμο εναντίον τής Περσίας.) Η Γερουσία ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη, «γνωρίζοντας την αναταραχή και την ταλαιπωρία που θα επακολουθούσε για τη ναυτιλία μας» (cognoscendo il disturbo et incommodo che succede alla navigatione nostra), γιατί εκτός από το πρόβλημα που ήταν δυνατό να παρουσιάσει στο μέλλον η στάση τού Λούτφι, ένας αριθμός ενετικών σκαφών είχαν φύγει από το λιμάνι πριν κάποιο διάστημα για να φορτώσουν σιτηρά (πιθανώς στον Βόσπορο) με την άδεια τού σουλτάνου Σουλεϊμάν. Η αποικιακή κυβέρνηση στην Κέρκυρα έπαιρνε οδηγίες να προειδοποιήσει όλα τα ενετικά πλοία και τούς φορτωτές να πληρώσουν όλα τα συνηθισμένα τουρκικά τέλη, δασμούς και επιβολές, γιατί οι κατηγορίες για απάτη ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε η Γερουσία να αντιμετωπίσει υπό το φως τής απροσδόκητης κατηγορίας τού Λούτφι για καταπάτηση. Στις 30 Οκτωβρίου η Γερουσία εξουσιοδότησε το Κολλέγιο να στείλει 500 δουκάτα στους Ενετούς «πολιτικούς διοικητές» Κέρκυρας και Ζακύνθου, για να κάνουν δώρο στον Λούτφι με τη μορφή και τον τρόπο που θα αποφάσιζε το Κολλέγιο.146

Υπήρχε προφανώς τότε κάποια εξαπάτηση των Τούρκων τελωνειακών αξιωματούχων (συνήθως υπήρχε), αλλά είχε επίσης υπάρξει ατυχής νυχτερινή σύγκρουση στη θάλασσα. Οι Ενετοί είχαν θεωρήσει κατά λάθος κάποιες τουρκικές γαλέρες ως γαλέρες κουρσάρων, ενώ οι Τούρκοι είχαν πάρει τις ενετικές γαλέρες ως τμήμα τού αυτοκρατορικού στόλου. Ένας γραμματέας τής Σινιορίας, κάποιος Ντανιέλε Λουντοβίτσι, είχε σταλεί βιαστικά στην Ισταμπούλ, για να εξηγήσει το αξιοθρήνητο ατύχημα «με μεγάλο πάθος και δική μας ενόχληση, έχοντας κατανοήσει την εν λόγω περίπτωση» (con quanta passion et summa molestia nostra habbiamo inteso el caso preditto).147

Ενώ οι Ενετοί εξασκούσαν τη συνήθη δειλία τους απέναντι στους Τούρκους, ο Φερδινάνδος φαινόταν αρκετά έτοιμος για τη συμπλοκή. Έλεγε ακόμη στον Βεργκέριο ότι «αν όλοι ήσαν πρόθυμοι να κάνουν μέρος μόνο αυτού που θα έκανε εκείνος, χωρίς να τον παρεμποδίζουν ή να τον παρενοχλούν αδικαιολόγητα, η επιχείρηση (εναντίον των Τούρκων) δεν θα ήταν δύσκολη τώρα».148 Παρά την ειρήνη του με τον Τούρκο, ο Φερδινάνδος πληροφορούσε τον Βεργκέριο ότι «θα είχε μάλλον την ευκαιρία να μεταχειριστεί διαφορετικά και όχι ειρηνικά τούς απίστους, αλλά ότι όμως θα συμβιβαζόταν στην αναγκαιότητα». Θα έπαιρνε πάντοτε υπόψη του τις επιθυμίες τού πάπα (και τού αυτοκράτορα), όποτε είχε την ευκαιρία να βοηθήσει την υπόθεση τής θρησκείας και το κοινό καλό.149

Οι Αψβούργοι έβλεπαν πάντοτε τα δικά τους συμφέροντα ως ταυτόσημα με εκείνα τής θρησκείας και τού κοινού καλού. Λαμβάνοντας υπόψη το λουθηρανικό πρόβλημα και τη γαλλική εχθρότητα, υπήρχαν πολλά να ειπωθούν για ειρήνη με την Πύλη, αν, μετά την επιστροφή του από την περσική εκστρατεία, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν συνέχιζε να την τηρεί. Όταν τα τουρκικά στρατεύματα βάδιζαν προς τα ανατολικά, οι σουλτάνοι ήθελαν πάντοτε ειρήνη με τη Δύση. Όταν πήγαιναν προς τα δυτικά, οι σουλτάνοι έκαναν ειρήνη με την Περσία. Ο Φερδινάνδος είχε μπει σε σοβαρό πειρασμό, όπως έχουμε δει, να προσπαθήσει να επωφεληθεί από την εμπλοκή των Οθωμανών στον περσικό πόλεμο και (μετά τον Ιούνιο τού 1534) από την απουσία τού Σουλεϊμάν από την Ισταμπούλ. Οι Τούρκοι είχαν υποθέσει ότι θα έμπαινε στον πειρασμό και έτσι τόσο ο Σουλεϊμάν όσο και ο Ιμπραήμ πασάς τού έστελναν λαμπρές περιγραφές τής νίκης τους επί των Περσών και τής φυγής τού σούφι από συνάντηση με τις οθωμανικές δυνάμεις, που είχαν κατακτήσει τη Βαγδάτη, το «Βελιγράδι τής Ανατολής».150 Στο μεταξύ βδομάδα τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, ο Φερδινάνδος, ο Βεργκέριο και πολλοί άλλοι περίμεναν νέα για την άφιξη τού Λοντοβίκο Γκρίττι στην Ουγγαρία.

Όταν ο Κορνήλιος Σέππερ επέστρεψε από τη δεύτερη αποστολή του στην Ισταμπούλ, μαθεύτηκε τελικά ότι ο Γκρίττι είχε αφήσει την τουρκική πρωτεύουσα στις 19 Ιουνίου (1534) και κατευθυνόταν προς τα δυτικά, για να διαπραγματευτεί με τον Φερδινάνδο, ο οποίος όμως λεγόταν ότι ήταν ο μόνος με τον οποίο η αποστολή του τον εξουσιοδοτούσε να ασχοληθεί. Δεν έπρεπε να διαπραγματευτεί με κανέναν άλλο για λογαριασμό τού πάπα ή τού αυτοκράτορα (σύμφωνα με την αναφορά τού Σέππερ), επειδή ο Μεγάλος Τούρκος είχε διατάξει, ότι αν κάποιος πέρα από τον Φερδινάνδο ήθελε κάτι από αυτόν «στο ζήτημα τής ειρήνης», έπρεπε να το επιδιώξει στην Ισταμπούλ ή όπου αλλού βρισκόταν ο Τούρκος. Αυτή ήταν στην ουσία, έλεγε ο Φερδινάνδος στον Βεργκέριο (στις 2 Αυγούστου, τη μέρα τής γραπτής αναφοράς τού Σέππερ), η είδηση που έπρεπε να μεταβιβάσει στην Αγιότητά του. Αλλά η γόνιμη φαντασία τού Βεργκέριο σύντομα θα κατέληγε στο γεγονός ότι μετά την πρώτη αποστολή του στην Ισταμπούλ ο Σέππερ είχε πάει στην Ισπανία, για να δώσει στον αυτοκράτορα Κάρολο πλήρη αναφορά τού τρόπου με τον οποίο είχαν διαπραγματευτεί ο ίδιος και ο Τζερόμ τής Ζάρα και τι είχαν καταφέρει. Δηλαδή στη συνέχεια ο Σέππερ είχε επιστρέψει στην Ισταμπούλ ως απεσταλμένος τού Φερδινάνδου καθώς και τού Καρόλου; Είχε άραγε συζητήσει ειρήνη μεταξύ τού σουλτάνου και τού αυτοκράτορα; Μήπως ήταν η αποστολή τού Γκρίττι τόσο περιορισμένη, όσο έλεγε ο Φερδινάνδος; Λεγόταν ότι ο Γκρίττι είχε φύγει από την Ισταμπούλ λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση τού ίδιου τού Σέππερ. Δεν θα έλεγε ποτέ στον Σέππερ ότι ήταν εξουσιοδοτημένος να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα ή με τον πάπα, αλλά γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του, [ο Βεργκέριο ήταν βέβαιος ότι] θα το αποσιωπούσε αυτό, και θα ερχόταν στη διαπραγμάτευση [με τον βασιλιά Φερδινάνδο], αφήνοντας τούς ανθρώπους να νομίζουν ότι είχε πιθανώς μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη εξουσία και έλεγχο τής διαμεσολάβησης απ’ όση ο ίδιος ο βασιλιάς!

Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να κρατούν τα μάτια τους ανοιχτά. (Ο Βεργκέριο είχε δίκιο γιατί, όπως ήξερε ο Φερδινάνδος, ο Γκρίττι επαιρόταν για «πλήρη εξουσιοδότηση» επί μήνες).151 Ο Σέππερ ήταν άρρωστος για κάποιο διάστημα και παρόλο που βρισκόταν τώρα στη βασιλική αυλή (στην Πράγα), ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσει μαζί του. Ο Βεργκέριο υποψιαζόταν ότι ο Κάρολος περιλαμβανόταν στην πραγματικότητα στην ειρήνη που είχε συζητήσει ο Σέππερ στην Ισταμπούλ και την οποία σύντομα θα σύναπταν ο Φερδινάνδος και ο Γκρίττι, όταν ο τελευταίος θα έφτανε στα αυστρο-ουγγρικά σύνορα. Σε κάθε περίπτωση ο πάπας δεν είχε συμπεριληφθεί από τούς αδελφούς τού οίκου τής Αυστρίας, ίσως επειδή θεωρούσαν την Αγιότητά του ως ουσιαστικά σύμμαχο τού βασιλιά τής Γαλλίας.152

Αν και σίγουρα υπήρχαν στενοί δεσμοί μεταξύ τού Κλήμεντα Ζ’ και τού Φραγκίσκου Α’, δεν υπήρχε κανένας μεταξύ Κλήμεντα και Σουλεϊμάν. Αν ο στόλος τού Μπαρμπαρόσσα εξαπέλυε επίθεση στις ακτές των παπικών κρατών, άραγε σε ποιον θα στρεφόταν ο πάπας για προστασία; Ο Φραγκίσκος ήταν φίλος των Τούρκων, των οποίων άραγε ο Κάρολος έπαυε τώρα να είναι εχθρός; Ο Βεργκέριο υποψιαζόταν ότι ο αυτοκράτορας επιδίωκε με αυτόν τον τρόπο να αποθαρρύνει τον Κλήμεντα από υποστήριξη τού Φραγκίσκου σε κάθε προσπάθεια εναντίον των ισπανικών ή των αυτοκρατορικών κτήσεων. Ίσως ο Βεργκέριο υποψιαζόταν τώρα ότι ο Φερδινάνδος τον παραπλανούσε σκοπίμως, υποτιμώντας τη φιλοδοξία του να διαπραγματευτεί με τον Γκρίττι για λογαριασμό τής παπικής κούρτης, με την αιτιολογία ότι ήταν καλύτερα να κάνει πόλεμο με τούς Τούρκους, «κυρίως αν η σοφία τού πάπα Κλήμεντα μπορούσε να ησυχάσει λίγο τον βασιλιά τής Γαλλίας» (maxime se la sapientia di papa Clemente potesse un poco quietar quel re di Franza).153

Ο Βεργκέριο δυσκολευόταν να αποκτήσει πληροφορίες στην αυλή τού Φερδινάνδου, γιατί δεν τον εμπιστεύονταν εκεί. Ο Φερδινάνδος, καλώς ή κακώς, φαίνεται ότι τον θεωρούσε ενετικό παράγοντα καθώς και παπικό νούντσιο. Ο Βεργκέριο είχε γεννηθεί στην Ιουστινούπολη (Καποντίστρια, τώρα Κόπερ), στη βορειοδυτική γωνία τής χερσονήσου τής Ιστρίας, ακριβώς νότια τής Τεργέστης. Η περιοχή, την οποία από καιρό ποθούσαν οι Αψβούργοι, βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία. Γράφοντας στον φίλο και σύμβουλό του, τον καρδινάλιο Μπέρναρντ φον Κλες (στις 9 Σεπτεμβρίου 1534), ο Φερδινάνδος ανέφερε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο καρδινάλιος γνώριζαν καλά τον Βεργκέριο, «και ότι δεν διάκειται τόσο καλά απέναντι στους Ενετούς, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είναι σχεδόν Ενετός» (et hunc esse non tam Venetis affectum quam quasi Venetum).154 O Φερδινάνδος είχε αναμφίβολα αναλάβει την προφύλαξη να προειδοποιήσει τον Σέππερ, τον οποίο προσπαθούσε να δει ο Βεργκέριο, ώστε να είναι προσεκτικός σε αυτά που θα τού έλεγε.

Δύο μέρες μετά τη συζήτησή του με τον βασιλιά Φερδινάνδο ο Βεργκέριο μπόρεσε να μιλήσει με τον Σέππερ (στις 4 Αυγούστου), όταν ο τελευταίος είχε κάπως ανακάμψει. Ο Σέππερ προφανώς μιλούσε ελεύθερα, αλλά ο Βεργκέριο είχε κάποιες αμφιβολίες για την αξία των πληροφοριών του. Ο Σέππερ είχε φύγει από την Ισταμπούλ πριν δύο σχεδόν μήνες και μεγάλο μέρος αυτών που είχε να πει ήσαν προφανώς γνωστά στον πάπα έτσι κι αλλιώς, από τις αναφορές που έστελνε στην Αγιότητά του ο Λουίτζι Γκεράρντι, ο Φλωρεντινός βαΐλος ή πρόξενος στην Ισταμπούλ. Όμως σύμφωνα με τον Σέππερ, η κοινή άποψη στην Ισταμπούλ ήταν ότι ο Γκρίττι είχε χάσει μεγάλο μέρος τής προηγούμενης επιρροής και τού κύρους του στην έδρα τής οθωμανικής κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος ο Σέππερ πίστευε ότι ο Γκρίττι εξακολουθούσε να απολαμβάνει τής εύνοιας τού σουλτάνου και ότι ερχόταν προς τα δυτικά με μεγάλες εξουσίες. Στην πραγματικότητα ο Σέππερ δεν έκανε καμία αναφορά «στον περιορισμό για τον οποίο [ο Βεργκέριο] έγραφε στην χτεσινή επιστολή του, για τον οποίο μού μίλησε ο βασιλιάς…». Κατά τα λοιπά έφταναν καθημερινά ειδήσεις στην Πράγα από τη Βενετία, αλλά ο Βεργκέριο δεν τις ανέφερε, επειδή έφταναν επίσης στη Ρώμη. Ως συνήθως, έστελνε ορισμένες πληροφορίες σχετικές με τις γερμανικές και Βοημικές υποθέσεις.155

Ο Βεργκέριο ανέφερε σύντομα στη Ρώμη τα ανησυχητικά νέα που έφταναν στη βασιλική αυλή στη Βιέννη (όπου είχε επιστρέψει τώρα ο Φερδινάνδος) για τη βία τού Γκρίττι εναντίον ορισμένων τοπικών μεγιστάνων στην Τρανσυλβανία και τη Βλαχία. Ο Φερδινάνδος και ο καρδινάλιος φον Κλες τού Τρεντ «δεν έχουν τώρα πολύ καλή γνώμη για αυτόν τον Γκρίττι» και δεν πίστευαν ότι μπορούσε να είναι το μέσο, για να καταλήξουν σε διευθέτηση οι υποθέσεις τής Ουγγαρίας.156

Οι τυραννικοί και σκληροί τρόποι τού Γκρίττι οδήγησαν αμέσως τη βαρωνία και τον λαό τής Τρανσυλβανίας σε ανοικτή και αποφασιστική εξέγερση εναντίον του. Είχε έρθει με δύναμη πεζικού και ιππικού 3.000 ανδρών, που αυξανόταν τώρα σε 6.000 καθώς κατέφευγε στην οχυρωμένη πόλη Μέντγκυες (Μέντιας) επί τού ποταμού Κόκελ (Τιρνάβα Μάρε), στην οποία είχε οδηγηθεί από λαϊκό στρατό 30.000 ανδρών, που λεγόταν ότι είχε αυξηθεί σε 60.000 όταν τελικά έθεσε τον μισητό Γκρίττι υπό πολιορκία στο Μέντγκυες.157 Δεν υπήρχε καμία ελπίδα για βοήθεια από την Ισταμπούλ, που απείχε πορεία είκοσι ημερών. Πέρα από αυτό, οι πασάδες στην τουρκική πρωτεύουσα δεν είχαν την αρμοδιότητα, απόντος τού σουλτάνου, να βάλουν στο πεδίο τής μάχης δύναμη τόσο μεγάλη, ώστε να αντιμετωπίσει λαϊκό στρατό 60.000 ανδρών. Φυσικά όλα αυτά σύμφωνα με τις περιγραφές, που εισέρρεαν στη Βιέννη κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων τού Σεπτεμβρίου (1534). Ο Φερδινάνδος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να βοηθήσει τον Γκρίττι, όπως ενημέρωνε ο Βεργκέριο τον παπικό γραμματέα Καρνεζέκκι, επειδή δεν υπάκουαν τη Μεγαλειότητά του στην Τρανσυλβανία, ούτε μπορούσε να συγκεντρώσει ενδεχομένως αρκετά μεγάλο στρατό με απλή εντολή και να τον στείλει σε απόσταση εκατό λευγών, για να αντιμετωπίσει μια ολόκληρη χώρα που είχε πάρει τα όπλα. Λεγόταν ότι ο Γκρίττι είχε προσφέρει στους διοικητές τού στρατού πολιορκίας 100.000 δουκάτα και ομήρους, συμπεριλαμβανομένου και τού δικού του γιου Αντόνιο. Η προσφορά του είχε απορριφθεί. Κανένας στην Τρανσυλβανία δεν εμπιστευόταν τον Γκρίττι. Πίστευαν ότι είχε μαζί του στο στρατόπεδό του τεράστια περιουσία σε χρήματα, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή, ενώ πολλοί είχαν πάρει μέρος στην πολιορκία με την προσδοκία μεριδίου στα λάφυρα. Υπήρχαν φήμες ότι ο Γκρίττι διατηρούσε για τον εαυτό του τις υψηλότερες πολιτικές φιλοδοξίες στην Ουγγαρία, σκοπεύοντας να θανατώσει τον Ιωάννη Ζαπόλυα, ενώ φυσικά δεν έλειπαν οι αναφορές (προερχόμενες τώρα από τη Βούδα), ότι το Μέντγκυες είχε ήδη πέσει και ότι ο Γκρίττι είχε ο ίδιος θανατωθεί. Λεγόταν ότι ο Τζερόμ Λάσκι είχε έρθει στην Τρανσυλβανία με τον Γκρίττι και ότι συμμετείχε στη μηχανορραφία που θα έκανε τον Γκρίττι βασιλιά τής Ουγγαρίας. Ο Λάσκι θα γινόταν για τις υπηρεσίες του βοεβόδας τής Τρανσυλβανίας. Τώρα όμως ο Λάσκι, ο οποίος φερόταν ότι είχε πάει στη Βούδα για να σκοτώσει τον Ζαπόλυα, ήταν ο ίδιος αιχμάλωτος τού Ζαπόλυα, ο οποίος τον είχε υποβάλει σε βασανιστήρια και επομένως είχε αποκτήσει πλήρη γνώση τής ατιμίας τού Γκρίττι, «ενώ ύστερα από αυτή την ομολογία έβαλαν τον δύστυχο σε μπουντρούμι ισχυρού πύργου, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που λένε ότι έχει ήδη πνιγεί στον Δούναβη».158

Οι επιστολές τού Βεργκέριο αποκαλύπτουν τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στην αυλή τού Φερδινάνδου, που έβλεπε θαυμάσια ευκαιρία να χρησιμοποιήσει προς όφελός του την εξέγερση κατά τού Γκρίττι, τού απεσταλμένου τού σουλτάνου. Έκανε επίδειξη ότι αναζητούσε τη συμβουλή τού πάπα μέσω τού Βεργκέριο, ο οποίος έγραφε στον Καρνεζέκκι για την προθυμία του να κάνει γρήγορο ταξίδι στη Ρώμη για χάρη τής Μεγαλειότητάς του. Αλλά τώρα ο Βεργκέριο μπορούσε να αναφέρει (στις 20 Σεπτεμβρίου 1534) ότι η περασμένη βδομάδα είχε φέρει τη διαβεβαίωση ότι, αν και ο Λάσκι ήταν πράγματι κρατούμενος στη Βούδα και είχε αποκαλύψει κάποια γνώση για τα σχέδια τού Γκρίττι, δεν είχε υποστεί βασανιστήρια, ούτε είχε ο ίδιος ομολογήσει ότι πήγαινε στη Βούδα με σκοπό τη δολοφονία τού Ζαπόλυα. Στο μεταξύ ο Γκρίττι ξεκινούσε μεγάλη μάχη για τη διάσωση τής πόλης τού Μέντγκυες, την οποία είχε καταλάβει με προδοσία και αιματοχυσία, έχοντας διαβεβαιώσει τούς αφελείς κατοίκους της ότι επιθυμούσε απλώς άσυλο για τούς δύο γιους του και μέρος για την ασφάλεια των αγαθών του, και ότι ούτε αυτός ούτε οι δυνάμεις του θα εισέρχονταν στην πόλη, πράγμα που βέβαια έκαναν μόλις άνοιξαν οι πύλες. Όμως η θέση τού Γκρίττι φαινόταν τώρα απελπιστική στον Βεργκέριο.159 Και ήταν απελπιστική. Πριν από το τέλος τού μήνα συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει από την απεγνωσμένη περικύκλωση τού Μέντγκυες. Εκείνοι που τον συνέλαβαν τον σκότωσαν, τερματίζοντας έτσι μία από τις πιο ασυνήθιστες σταδιοδρομίες τού πρώτου μισού τού 16ου αιώνα, εκείνη τού νόθου γιου τού δόγη τής Βενετίας και υποψήφιου για τον θρόνο τής Ουγγαρίας.160

Οι επιστολές τού Βεργκέριο από την αυλή τού Φερδινάνδου κατά τη διάρκεια τού 1533-1534 αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα για τη δική του επίμονη ενεργητικότητα και φιλοδοξία, απ΄ όσα για την παπική πολιτική. Ήταν προφανώς δική του ιδέα να πάει σε μυστική αποστολή στην Ισταμπούλ, για να εξασφαλίσει για τον παπισμό «μικρή εκεχειρία» (una picciola tregua) με τούς Τούρκους. Δεν βρήκε ενθάρρυνση. Όμως όταν αναμενόταν ο Γκρίττι στις ουγγρικές παραμεθόριες περιοχές, ο παπικός γραμματέας Καρνεζέκκι τον ενημέρωσε, προφανώς με την άδεια τού Κλήμεντος Ζ’, ότι μπορούσε κάλλιστα να κάνει τέτοιες συνομιλίες με τον Γκρίττι, αν τις έκρινε σκόπιμες, συζητώντας μαζί του όλα τα θέματα «επιδεικνύοντας σε όλα καλά έργα, προς όφελος τής χριστιανοσύνης» (disporlo ad ogni buona opera in beneficio de la Christianità).161 Αλλά αυτό ήταν όλο. Ο Βεργκέριο ποτέ δεν παρακινήθηκε για την εκπλήρωση τής αποστολής που είχε ο ίδιος θέσει στον εαυτό του, αν και είναι επίσης μάλλον αλήθεια, ότι ποτέ δεν πήρε εντολή να απέχει από διαπραγματεύσεις με τον Γκρίττι, σε προσπάθεια να γλυτώσει τον παπισμό από τη δοκιμασία μιας τουρκικής επίθεσης εναντίον των ιταλικών ακτών.

Ο Βεργκέριο είχε τις δυσκολίες του στην αυλή τού Φερδινάνδου, οι οποίες αυξήθηκαν από τις υποψίες που είχε προκαλέσει ο Κλήμης Ζ’ για τη μηνιαίας διάρκειας συνάντησή του με τον Φραγκίσκο Α’ στη Μασσαλία και για τον γάμο τού Ερρίκου τής Ορλεάνης με την Αικατερίνη των Μεδίκων στα τέλη Οκτωβρίου 1533. Με την ενθάρρυνση τού Φραγκίσκου ο Κλήμης καθυστερούσε καθώς ο Κάρολος Ε’ προσπαθούσε να τον παρακινήσει προς την κατεύθυνση γενικής συνόδου, που θα αναζητούσε τα μέσα για την αποκατάσταση τής ενότητας στην εμπόλεμη Εκκλησία στη Γερμανία.

Παγιδευμένος στη χειρότερη δεκαετία τού αιώνα, ο Κλήμης δεν εύρισκε απαντήσεις στα φοβερά ερωτήματα τής εποχής του. Οι πολιτικές του, εκκλησιαστικές καθώς και κοσμικές, καθορίζονταν συχνά από δειλία ή σκοπιμότητα, αν και επέμενε πεισματικά σε μερικούς πολιτικούς στόχους. Κυρίως επιδίωκε, ελπίζοντας στη βοήθεια τής Γαλλίας, το μεγαλείο των Μεδίκων, από τούς οποίους λίγοι πολύτιμοι είχαν απομείνει. Ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει τούς Γάλλους (στον βαθμό που τολμούσε), ως αντίβαρο προς την ισπανική κυριαρχία στην Ιταλία. Η γαλλική παράταξη στην παπική κούρτη είχε προφανώς δει παπική-γαλλική συμμαχία στις συμφωνίες (όποιες κι αν ήσαν αυτές) τής Μασσαλίας. Το μέλλον φαινόταν πιο ήπιο σε αυτούς από το παρελθόν, γιατί ο Κλήμης βρισκόταν ακόμη στις αρχές των πενήντα του και η υγεία του έδειχνε πολύ βελτιωμένη. Όμως τον Ιούνιο τού 1534 ο Κλήμης αρρώστησε, ενώ τα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου έπαιρναν βλοσυρές υπενθυμίσεις θνησιμότητας με τούς θανάτους τού Βίλελμ Ένκεφοϊρτ στις 19 Ιουλίου, τού Αντρέα ντέλλα Βάλλε στις 4 Αυγούστου και τού Τομμάζο ντε Βίο, τού αποκαλούμενου «Καετάν» στις 9 ή 10 Αυγούστου, ενώ τώρα ερχόταν η σειρά τού Κλήμεντα. Πέθανε το απόγευμα τής 25ης Σεπτεμβρίου. Αγαθός και ευγενικός, καλοπροαίρετος και καλλιεργημένος, άξιζε καλύτερης παπικής θητείας, αλλά οι αντιξοότητες ήσαν πάρα πολλές γι’ αυτόν και έχει αφήσει μικρότερο αποτύπωμα στην ιστορία από τούς συγχρόνους του, τον Φραγκίσκο Α’ και τον Ερρίκο Η’, τον Κάρολο Ε’ και τον Σουλεϊμάν.

Στο μεταξύ, πριν από την αναχώρησή του για την εκστρατεία κατά των Περσών, ο Σουλεϊμάν είχε την ικανοποίηση τής ανάκτησης τής Κορώνης, την οποία ο Κλήμης αγωνιούσε να δει να παραμένει σε χριστιανικά χέρια. Τουρκικός στρατός είχε εμφανιστεί κάτω από τα ψηλά τείχη τής πόλης, η οποία θεωρούνταν τουρκικό έδαφος και δεν είχε καμία σχέση με τη δέσμευση τού Σουλεϊμάν προς τον Τζερόμ τής Ζάρας και τον Κορνέλιους Σέππερ. Παρά το γεγονός ότι ο Ντόρια με 26 γαλέρες νίκησε τουρκικό στόλο 70 πλοίων, εκ των οποίων 50 λεγόταν ότι ήσαν γαλέρες (που είχαν σταλεί στα νερά τού νότιου Μοριά για να υποστηρίξουν τον στρατό ξηράς),162 η Κορώνη έπρεπε να εγκαταλειφθεί στους Τούρκους την 1η Απριλίου 1534, όταν επιτράπηκε σε πεινασμένη και πιεζόμενη ισπανική φρουρά να αποχωρήσει.163

Όμως ο Φραγκίσκος Α’ δεν ήθελε να δει τον Κάρολο σε ειρήνη με τούς Τούρκους, την ώρα που ο Σουλεϊμάν αναλάμβανε την επίθεσή του εναντίον των Περσών. Αν οι πόροι τού Καρόλου δεν χρησιμοποιούνταν εναντίον τού Τούρκου, ήταν πιθανό να χρησιμοποιηθούν εναντίον τής Γαλλίας. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας άλλης τέτοιας χριστιανικής επιτυχίας στη Μεσόγειο όπως η κατάληψη τής Κορώνης από τον Ντόρια, ο Σουλεϊμάν διόρισε (τον Μάρτιο τού 1534) μεγάλο ναύαρχο, ή καπουδάν πασά, των ναυτικών δυνάμεων τής Πύλης τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, πράγμα που φαινόταν να εξασφαλίζει στον Κάρολο κάποια προβλήματα στη δυτική Μεσόγειο. Έχοντας αποκαταστήσει τα οικονομικά του με μερικά χρόνια ειρήνης και ανασυγκροτώντας τώρα τις δυνάμεις τού πεζικού του, ο Φραγκίσκος ήταν πρόθυμος να ξαναρχίσει τη συμπλοκή. Στη Γαλλία η ειρήνη ήταν σχεδόν τόσο ανησυχητική όσο και ο πόλεμος για τούς ευγενείς, οι οποίοι, μη μπορώντας να επιδιώξουν σταδιοδρομίες ούτε στο εμπόριο ούτε στα επαγγέλματα, γίνονταν ανήσυχοι και απείθαρχοι. Αν και δεν θα προσπαθήσουμε πια να ακολουθήσουμε κάθε γαλλική πρεσβεία προς τον Σουλεϊμάν ή τον Μπαρμπαρόσσα, ο οποίος κατέλαβε την Τύνιδα τον Αύγουστο τού 1534, πρέπει τουλάχιστον να σημειώσουμε ότι για τα τελευταία δώδεκα χρόνια τής βασιλείας του η πολιτική τού Φραγκίσκου παρέμενε όπως φέρεται ότι ο ίδιος την είχε περιγράψει ειλικρινά στον Ενετό πρεσβευτή Μαρίνο Τζουστινιάν το 1535:

Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ανυπομονώ πολύ να δω τον Τούρκο να παραμένει πολύ ισχυρός και έτοιμος για πόλεμο, όχι για δικό του λογαριασμό, γιατί είναι άπιστος, ενώ εμείς οι υπόλοιποι είμαστε χριστιανοί, αλλά για να αποδυναμώσει την εξουσία τού αυτοκράτορα, να τον υποχρεώσει σε βαριές δαπάνες και να καθησυχάσει όλες τις άλλες κυβερνήσεις από έναν τόσο μεγάλο εχθρό.164

Τον Φεβρουάριο τού 1535 ο γραμματέας τού Φραγκίσκου, ο Ζαν ντε λα Φορέ, ένας Ιωαννίτης, αναλάμβανε πολυσύνθετη αποστολή προς τούς Μπαρμπαρόσσα και Σουλεϊμάν. Με αναζωπύρωση τού πάθους του εναντίον των Αψβούργων, ο Φραγκίσκος αναζητούσε τρόπους ανάκτησης τού δουκάτου τού Μιλάνου, τής κομητείας τού Άστι και τής ηγεμονίας τής Γένουας, καθώς και να επανεπιβάλει την αμφισβητούμενη κυριαρχία του επί τής Φλάνδρας και τού Αρτουά. Ο Λα Φορέ επρόκειτο να προτείνει στον Σουλεϊμάν κοινή γαλλο-τουρκική εκστρατεία από στεριά και θάλασσα κατά τής Σικελίας και τη Σαρδηνίας, τής Νάπολης ή ακόμη και τής Ισπανίας και να προειδοποιήσει και πάλι τον σουλτάνο ότι μια επίθεση μέσω Ουγγαρίας θα έφερνε απλώς τούς Γερμανούς ηγεμόνες στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο, για να προστατεύσουν τα δικά τους εδάφη, ενώ κανένας από αυτούς δεν θα προσπαθούσε να βοηθήσει τούς Αψβούργους στην Ιταλία, «ενώ με τον ίδιο τρόπο έπρεπε να αναμένεται ότι οι Γερμανοί δεν θα κινηθούν λόγω τού κινδύνου τής Ιταλίας» (actendu mesmement que les Allemans ne se mouveront pour le péril de l’ Ytalie).165 Ο Λα Φορέ είχε πιθανώς επιλεγεί γι’ αυτό το έργο εν μέρει επειδή γνώριζε την ελληνική δημοτική (είχε υπάρξει μαθητής τού Λάσκαρι), η οποία μπορούσε να αποδειχθεί μέσο άμεσης επικοινωνίας με τούς αξιωματούχους στην Πύλη. Όμως ο Σουλεϊμάν είχε τότε εμπλακεί εναντίον των Περσών στο δικό του ανατολικό μέτωπο (ασαφείς φήμες για την επιτυχία και τις δυσκολίες του άρχιζαν να φτάνουν στη Γαλλία στις αρχές τού 1535)166 και η επιστροφή του στην Ισταμπούλ καθυστέρησε μέχρι τον Ιανουάριο τού 1536. Σαν να μην έφτανε αυτό από μόνο του για να καταστρέψει τα σχέδια τού Φραγκίσκου, ο Κάρολος Ε’ επέλεγε αυτή τη στρατηγική ώρα για μεγάλης κλίμακας επίθεση εναντίον τού λεγόμενου βασιλείου τής Τύνιδας τού Μπαρμπαρόσσα, η συνέχιση τής ύπαρξης τού οποίου αποτελούσε σοβαρή απειλή για το βασίλειο τής Νάπολης, τη Σικελία, τη φιλο-αυτοκρατορική Γένουα και τις ακτές τής Ισπανίας.167

<-9. Πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Βιέννης (1528-1529) 11. Ο Παύλος Γ’, οι Λουθηρανοί, η Βενετία και οι Τούρκοι (1534-1540)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top